Το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως, είναι ένα Επιμορφωτικό και Ερευνητικό Εκκλησιαστικό Ίδρυμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, συνεστήθη διά της της υπ’ αριθμ. 1631/896/28−5−2009 (ΦΕΚ Β’ 1011) Aποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και κατέστη Αυτόνομο Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα δια της υπ’ αριθμ. 22/Διεκπ.128/14-1-2015 (ΦΕΚ Β’ 269) Aποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) καθορίστηκε με το άρθρο 64 του Ν. 4415/2016 (ΦΕΚ Α' 159) σύμφωνα με το οποίο: α) Η διά βίου εκπαίδευση, κατάρτιση και ποιμαντική επιμόρφωση των Κληρικών, των εκκλησιαστικών υπαλλήλων και των λοιπών στελεχών των φορέων του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146) παρέχεται από το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Για την εκπλήρωση του ως άνω σκοπού το Ι.Π.Ε. συνάπτει σύμφωνα συνεργασίας με άλλα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146) στις οποίες εξειδικεύονται τα προγράμματα, οι διδάσκοντες και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. β) Το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών είναι φορέας παροχής υπηρεσιών διά βίου μάθησης της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3879/2010 (Α' 163), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει Παρέχει υπηρεσίες μη τυπικής εκπαίδευσης και κατάρτισης ως Κέντρο Διά Βίου Μάθησης Επιπέδου Δύο της παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 3879/2010 (Α' 163), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Θ3 της παραγράφου Θ' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. γ) Το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών αποτελεί Πιστοποιημένη Εκπαιδευτική Δομή παροχής πιστοποιημένων επιμορφωτικών προγραμμάτων κατά τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις δ' και ε' της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του Π.δ. 57/2007 (Α' 59). Η κατά τα ως άνω παρεχόμενη επιμόρφωση των Κληρικών, των εκκλησιαστικών υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των φορέων του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α'146) που παρέχεται από το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, μοριοδοτείται, ως κριτήριο επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων στους εν λόγω φορείς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση ζζ' της παρ. 3 του άρθρου 85 του ν. 3528/2007 (Α' 26), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4369/2016 (Α' 33) και ισχύει.
1
δ) Οι δράσεις του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών μπορούν να χρηματοδοτούνται από πόρους της Εκκλησίας ή των συνεργαζόμενων φορέων ή κοινωφελών ιδρυμάτων ή δωρεές, καθώς και από εθνικούς πόρους, ευρωπαϊκά προγράμματα και συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ε) Το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως (Ι.Π.Ε.) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, για την εκπλήρωση των σκοπών του μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, με εκκλησιαστικούς οργανισμούς και φορείς του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146), με Ιερές Μητροπόλεις ή εκκλησιαστικούς οργανισμούς ή φορείς άλλων εκκλησιαστικών κλιμάτων που εδρεύουν εντός χώρας ή και στο εξωτερικό, καθώς και με οργανισμούς ή φορείς άλλων θρησκευτικών δογμάτων. Στο πλαίσιο αυτό το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως πρόκειται να υλοποιήσει, για την Περίοδο 2017-2020, την Πράξη με τίτλο: «Ανάπτυξη ικανοτήτων ανθρώπινου δυναμικού σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας με έμφαση στις δομές της Εκκλησίας» και MIS 5004190 στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά βίου Μάθηση». Αντικείμενο της Πράξης αποτελεί η επιμόρφωση κληρικών και λαϊκών στελεχών, συνεργατών και εθελοντών της Εκκλησίας (περί τις 7.200 συμμετοχές σε 10 διάφορες θεματικές ενότητες), που βρίσκονται στα γεωγραφικά όρια της ελληνικής επικράτειας για την υποστήριξη του έργου που προσφέρεται στις κοινωνικοπρονοιακές και λοιπές εκκλησιαστικές δομές, με σκοπό την βελτίωση και ενίσχυση των επαγγελματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τις προκλήσεις που διέπουν τις σύγχρονες κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές, τεχνολογικές, θρησκευτικές και πνευματικές εξελίξεις. Η υλοποίηση της Πράξης προβλέπει τη λειτουργία 240 Τμημάτων στις 13 Περιφέρειες της χώρας. Η εκπαιδευτική διαδικασία θα στηριχθεί στις βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων και της ενεργούς συμμετοχικής μάθησης. Στους κύριους στόχους των θεματικών ενοτήτων εντάσσονται η αναβάθμιση των γνώσεων των κληρικών και λαϊκών στελεχών της Εκκλησίας, η στήριξη των διακονουμένων και των δομών στις οποίες παρεμβαίνει η Εκκλησία (ενορίες, νοσοκομεία, προνοιακοί φορείς, φυλακές κ.λπ.), καθώς επίσης και ο εκσυγχρονισμός του επιμορφωτικού έργου του Ι.Π.Ε. Κατά την έναρξη της πρώτης περιόδου υλοποίησης (Ιανουάριος-Ιούνιος 2018), το επιμορφωτικό έργο περιλαμβάνει 4 θεματικές ενότητες: α) Κοινωνικοπρονοιακή εκκλησιαστική παρέμβαση σε προβλήματα του γάμου και της οικογένειας. β) Κοινωνικοπρονοιακή εκκλησιαστική υποστήριξη σε προβλήματα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας. γ) Κοινωνικοπρονοιακή εκκλησιαστική υποστήριξη των νοσούντων και των οικείων τους. δ) Κοινωνικοπρονοιακή εκκλησιαστική παρέμβαση σε προβλήματα πένθους. Στα υπόλοιπα δύο επιμορφωτικά έτη (Σεπτέμβριος 2018-Ιανουάριος 2020), θα υλοποιηθούν έξι ακόμη θεματικές ενότητες. Ενδεικτικώς, αναφέρονται: α) Διαχείριση προβλημάτων οικογενειακού βίου. β) Θέματα πρόληψης και
2
αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής και ενδοσχολικής βίας. γ) Σύγχρονες προσεγγίσεις προβλημάτων ψυχικής υγείας. δ) Θέματα διαχείρισης χρονίως πασχόντων. ε) Κοινωνικοπρονοιακά ζητήματα. στ) Η ενορία ως κύτταρο της τοπικής ανάπτυξης και κοινωνικοπρονοιακής στήριξης. Τα αναμενόμενα οφέλη της Πράξης αναμένεται να είναι: •
Η ενίσχυση των επαγγελματικών δεξιοτήτων μέσω προγραμμάτων επιμόρφωσης των στελεχών, συνεργατών και εθελοντών, κληρικών και λαϊκών στελεχών αλλά και άλλων φορέων που παρέχουν ανάλογες υπηρεσίες, για την υποστήριξη του έργου που προσφέρεται στις κοινωνικοπρονοιακές και λοιπές εκκλησιαστικές δομές.
•
Η αναβάθμιση των γνώσεων και των ποιμαντικών δεξιοτήτων των Κληρικών και Λαϊκών Στελεχών της Εκκλησίας.
•
Η στήριξη των διακονουμένων και των δομών στις οποίες παρεμβαίνει η Εκκλησία (ενορίες, νοσοκομεία, προνοιακοί φορείς, φυλακές κλπ).
Η εκπαιδευτική διαδικασία στο σύνολό της θα διέπεται από τις βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων και θα πραγματοποιηθεί μέσω των εκπαιδευτικών τεχνικών της ενεργούς συμμετοχικής μάθησης. Βεβαίωση πιστοποιημένης επιμόρφωσης Όλοι οι συμμετέχοντες στα Εκπαιδευτικά Προγράμματα μετά από επιτυχή παρακολούθηση θα λαμβάνουν Βεβαίωση Επιμόρφωσης. Οι μισθοδοτούμενοι εκ του Δημοσίου Ταμείου μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας πιστοποίησης θα λαμβάνουν Βεβαίωση Πιστοποιημένης Επιμόρφωσης και μοριοδότηση με βάση το καθεστώς μοριοδότησης των Δημοσίων Υπαλλήλων.
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΡΟΝΟΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΦΗΒΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ» 1.
Σύντομη περιγραφή του επιμορφωτικού προγράμματος
Η διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου αποτελεί μια μακρά παιδευτική διαδικασία, της οποίας οι ρίζες τοποθετούνται στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η σημαντικότητα και η συμβολή της οικογένειας σε αυτή τη διαδικασία είναι αδιαμφισβήτητη και η σπουδαιότητα του ρόλου των γονέων απαιτεί τη στροφή τους προς το δρόμο της γνώσης, της συνεννόησης και του διαλόγου. Στο έργο της διαπαιδαγώγησης οι γονείς πρέπει να επιστρατεύσουν όλα τα απαραίτητα μέσα ώστε το παιδί σταδιακά να ανεξαρτητοποιηθεί και με το πέρας της εφηβικής ηλικίας να έχει διαμορφώσει μια προσωπική αυτόνομη προσωπικότητα.
3
Ωστόσο η σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένων όσων συνεπάγεται η τρέχουσα οικονομική κρίση, επηρεάζουν άμεσα την δομή και τη λειτουργία της οικογένειας και δημιουργούν πολλαπλά προβλήματα στην ορθή και επαρκή υποστήριξη, διαπαιδαγώγηση και ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου. Στο πλαίσιο αυτό προκύπτει η ανάγκη για την επαρκή κατάρτιση των στελεχών και συνεργατών κατ’ αρχήν της Εκκλησίας (κληρικών και λαϊκών) αλλά και άλλων φορέων που παρέχουν ανάλογες υπηρεσίες, για την υποστήριξη του έργου που προσφέρεται σε κοινωνικοπρονοιακές και λοιπές εκκλησιαστικές δομές, καθώς αδιαμφισβήτητα η Εκκλησία είναι φορέας αγωγής των νέων που αποσκοπεί στην ανάπτυξη ενός θετικού προσανατολισμού ζωής καθώς και στην ενίσχυση και θωράκιση της προσωπικότητάς τους. Είναι πολλές μάλιστα οι περιπτώσεις που το ανθρώπινο δυναμικό που αποτελεί την Εκκλησία έχει να αντιμετωπίσει περιπτώσεις δύσκολες που θέλουν ιδιαίτερους χειρισμούς και μεγάλη προσοχή, όπως είναι η βία στην οικογένεια, η ουσιοεξάρτηση, η εξάρτηση από το ιντερνετ, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.α. Προβλήματα που ξεκινούν από την παιδική ηλικία και διογκώνονται στην εφηβική ηλικία. Το συγκεκριμένο λοιπόν επιμορφωτικό πρόγραμμα σκοπεύει στη βασική εκπαίδευση σε θέματα αναπτυξιακής ψυχολογίας, ψυχολογίας του παιδιού και του εφήβου και στήριξης της οικογένειας ώστε να μπορέσουν οι συμμετέχοντες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να αντιληφτούν και να διαχειριστούν δημιουργικά τις σχέσεις των γονέων μεταξύ τους, των παιδιών με τους γονείς και όλων αυτών με το ευρύτερο περιβάλλον.
2. Σκοπός του Προγράμματος Το επιμορφωτικό πρόγραμμα στοχεύει να: Ι βελτιώσει και να ενισχύσει το γνωστικό υπόβαθρο των επιμορφωνόμενων σχετικά με τις φάσεις, τις ψυχολογικές διεργασίες και τα δυναμικά που διέπουν την ανάπτυξη του ατόμου στην πορεία του από την παιδικότητα και την εφηβεία προς την ωριμότητα και την ενηλικίωση. ΙΙ. ευαισθητοποιήσει τους εκπαιδευόμενους σχετικά με τους τρόπους επικοινωνίας. ΙΙΙ.
υποδείξει τρόπους ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης του παιδιού και του εφήβου, καθώς και
τρόπους εντοπισμού των παιδιών που έχουν ανάγκη υποστήριξης και βοήθειας. IV. ενισχύσει και να παροτρύνει τους επιμορφωνόμενους στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι εκκλησιαστικές δομές, ώστε οι επιμορφωνόμενοι να είναι σε θέση να σχεδιάζουν και να υλοποιούν δράσεις ή να λειτουργούν συμβουλευτικά και υποστηρικτικά σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο, με σκοπό την ορθή προσέγγιση του παιδιού και του εφήβου στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.
4
3. Πληροφορίες για τους συμμετέχοντες • Κάθε εκπαιδευόμενος οφείλει να συμπληρώσει το απογραφικό δελτίο συμμετεχόντων εισόδου που θα του δοθεί από τον τοπικό Συντονιστή κατά την έναρξη του προγράμματος και το απογραφικό δελτίο συμμετεχόντων εξόδου την τελευταία ημέρα συμμετοχής του. • Η Αξιολόγηση - Πιστοποίηση γνώσεων και δεξιοτήτων των εκπαιδευόμενων. θα γίνει στο τέλος του προγράμματος με την εκπόνηση μιας γραπτής εργασίας. Συγκεκριμένα, μετά την ολοκλήρωση του 50% του προγράμματος, στους μετέχοντες θα δοθεί από τον επιστημονικά υπεύθυνο σε συνεργασία με τους εκπαιδευτές ένα θέμα σχετιζόμενο με τις διδαχθείσες ενότητες, επί του οποίου θα πρέπει κάθε συμμετέχων να συγγράψει μια εργασία, εμβαθύνοντας στο προς μελέτη ζήτημα. Ο κάθε εκπαιδευόμενος οφείλει, επομένως, να παρουσιάσει μια γραπτή εργασία, την οποία διορθώνει και βαθμολογεί ο επιστημονικά υπεύθυνος του προγράμματος ή ο προς αυτό ορισθείς εκάστοτε διδάσκων του επιστημονικού πεδίου στο οποίο υπάγεται η εν λόγω εργασία. Η εν λόγω εργασία μπορεί να παρουσιαστεί και προφορικά κατά την διάρκεια της τελευταίας διδακτικής ενότητας ενώπιον όλης της ομάδας. • Η Αξιολόγηση του Προγράμματος και η διαδικασία ανατροφοδότησης. Οι εκπαιδευόμενοι καλούνται μετά το πέρας των εργασιών του προγράμματος, να διαθέσουν λίγα λεπτά και να συμπληρώσουν ένα φύλλο αξιολόγησης. Οι απόψεις τους για την αποτελεσματικότητα της επιμορφωτικής διαδικασίας, οι πιθανές δυσκολίες που αντιμετώπισαν, όπως και οι προτάσεις τους είναι πολύ σημαντικές για την ανατροφοδότηση και βελτίωση του προγράμματος. •
Επιτρεπτό όριο απουσιών είναι το 10% των συνολικών ωρών του προγράμματος.
4. Αναλυτικό Πρόγραμμα Α/Α
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΔΙΑΡΚΕΙΑ
1.1
ΕΝΑΡΞΗ – ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
1 ώρα
1.2
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
3 ώρες
2
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
4 ώρες
3.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
4 ώρες
4.
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
4 ώρες
5.
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
4 ώρες
6.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
4 ώρες
7.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΩΝ
4 ώρες
ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΩΡΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
28 ΩΡΕΣ
5
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ Όταν δύο άνθρωποι ερωτεύονται και αποφασίζουν να ενώσουν τις ζωές τους με τα δεσμά του γάμου, συνήθως, πιστεύουν ότι αυτή η επιλογή μπορεί να είναι ελεύθερη από εξωγενείς αναγκαιότητες. Ωστόσο σε αυτή τη συνάντηση ο καθένας έρχεται με το δικό του απόθεμα από συνειδητές, και κυρίως ασυνείδητες, επιθυμίες, οι οποίες έχουν γεννήσει προσδοκίες και έχουν προκαθορίσει την ένταση της έλξης και την ποιότητα της μέλλουσας συνύπαρξης1. Οι συνειδητές προσδοκίες και ανάγκες είναι ευκολότερο να γίνουν κατανοητές, αν και, συνήθως, για λόγους ψυχοσυναισθηματικούς, τείνουν να παραθεωρούνται. Αυτές οι επιθυμίες βασίζονται αφενός σε βιώματα που αποκτήθηκαν από ό,τι αποτέλεσε τρόπο υπάρξεως των γονικών οικογενειών2 αφενός και σε κοινές πολιτισμικές αξίες3. Τέτοιοι παράγοντες είναι η εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης – αφού, για παράδειγμα, ο οικογενειακός βίος κοστίζει, κατά κεφαλήν, λιγότερο από τον μονήρη βίο-, η κάλυψη της ανάγκης για συντροφικότητα και αλληλοϋποστήριξη στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων της καθημερινότητας, η νόμιμη και ασφαλής κάλυψη των σεξουαλικών αναγκών, η δημιουργία απογόνων και, εντέλει, η «συμμόρφωση» προς τις κοινωνικές απαιτήσεις4, δεδομένου ότι ο γάμος εξακολουθεί να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο κοινωνικής καταξίωσης5. Ωστόσο, στην πράξη, καθοριστικό ρόλο κατέχουν κυρίως οι μη «μετρήσιμοι» παράγοντες, δηλαδή οι ασυνείδητες εγγραφές και προσδοκίες. Προφανώς, όσο λιγότερο μετρήσιμο είναι ένα μέγεθος τόσο δυσκολότερο είναι και να ταξινομηθεί. Όμως υπάρχουν μερικά περισσότερο αναγνωρίσιμα «προσδοκώμενα», που σχετίζονται άμεσα με ό,τι στη συνέχεια παρουσιάζεται να στηρίζει ή να υπονομεύει την εξέλιξη της γαμήλιας συνύπαρξης. Μερικά παραδείγματα μπορούν να υποδείξουν τι σημαίνουν στην πράξη οι προαναφερθείσες «θεωρητικές παρατηρήσεις. Ασυνείδητο κίνητρο για την επιλογή συντρόφου είναι δυνατόν να αποτελεί είτε η ανάγκη να ξαναζήσει κανείς τα θετικά βιώματα που χαρακτήρισαν τη σχέση με τους γονείς είτε να διορθώσει και να αναπληρώσει τα ελλείμματα και τις αρνητικές εμπειρίες που κυριάρχησαν στον οικογενειακό βίο μέσα στον οποίο κάποιος ανατράφηκε. Έτσι, ένας άντρας μπορεί να αναζητά μια γυναίκα που θα 1Lily
PINCUS, C. DARE, Secrets in the family, Faber & Faber, London, 1978.
2Πρβλ. J. BYNG-HALL, «Re-editing family mythology during family therapy»,
Journal of Family Therapy 1 (1979) 103116. J. BYNG-HALL, «Family myths used as defence in conjoint family therapy», British Journal of Medical Psychology 46 (1973) 239-250. 3Πρβλ. «It can be tempting for therapists, especially those just starting to work with families, to expect that all families will have norms and values similar to their own. This, however, often leads to problems in engaging families in therapy, and concequent therapeutic failure», P. BARKER, Basic Family Therapy, Collins, London, 1986, σελ. 22. 4S. MINUCHIN, Families and Family Therapy, Tavistock Publications, Great Britain, 1974, 46-66 5Πρβλ. N. W. ACKERMAN, The Psychodynamics of Family Life, Basic Books, New York, 1995, 18-19.
6
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
υποκαταστήσει την καλή ή θα αναπληρώσει την κακή ή ανεπαρκή μητέρα του. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια γυναίκα μπορεί να αναζητά σύντροφο σύμφωνα με το πώς βίωσε τη σχέση της με τον πατέρα της6. Αυτές οι ασυνείδητες επιθυμίες καθορίζουν συγχρόνως και το τι είδους γονείς επιθυμούν να είναι αυτοί, ώστε να προσφέρουν στο παιδί τους ό,τι επιθυμούσαν ο καθένας για τον εαυτό του είτε προς διόρθωση των αρνητικών τους βιωμάτων είτε ως επανάληψη των καλών αναμνήσεων. Είναι προφανές, ότι όσο πιο τραυματικές είναι οι πρώιμες παιδικές εμπειρίες, και όσο λιγότερο έχουν ξεπεραστεί οι συνέπειές τους και έχει ωριμάσει η προσωπικότητα των μελλόντων συζύγων, τόσο πιο πιθανό είναι αυτού του είδους οι ασυνείδητες αναζητήσεις να καθορίσουν καταλυτικά τη συζυγική σχέση7 αλλά και τη γονική λειτουργία. Άλλο συχνό φαινόμενο είναι η επιλογή συντρόφου με κριτήριο την αναζήτηση στο πρόσωπο του άλλου χαρακτηριστικών που το υποκείμενο είτε θαυμάζει στον εαυτό του και ελκύεται από τη φαντασία ότι ο άλλος τα διαθέτει8 ή χαρακτηριστικών που του λείπουν και φαντάζεται ότι θα τα αποκτήσει μέσω της ένωσης με το ερώμενο πρόσωπο9. Στην πρώτη περίπτωση η απογοήτευση είναι πολύ πιθανόν να εμφανισθεί ήδη από τον πρώτο καιρό του γάμου, αφού τα ιδιώματα που υποτίθεται ότι έχει ο άλλος είναι στον μεγαλύτερο βαθμό γεννήματα της φαντασίας. Πρόκειται για στοιχεία που έχουν «προβληθεί» πάνω στο «αγαπημένο» πρόσωπο, με την ανεπίγνωστη απαίτηση να προσαρμοστεί προς αυτά σύμφωνα με τις ασυνείδητες επιθυμίες του10. Η διαπίστωση ότι αυτό δεν πραγματοποιείται μετατρέπει τη «γοητεία» σε απο «γοήτευση», η οποία εκλύει θυμό και προκαλεί συγκρούσεις που οδηγούν τελικά σε ρήξη και σε χωρισμό. Το ίδιο μπορεί επίσης να συμβεί, αν δεν ικανοποιηθούν τα ασυνείδητα αιτήματα για αλληλοσυμπλήρωση, αν και συνήθως είναι ευκολότερο να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες, γι̉ αυτό και καθίστανται σπανιότερα αιτία συγκρούσεων, ενώ συνηθέστερα αποτελούν το ενισχυτικό υπόστρωμα της συντροφικότητας στο πέρασμα του χρόνου11. Αυτό που ενδιαφέρει να γίνει κατανοητό σε αυτή την ενότητα είναι το γεγονός ότι, όταν όλες αυτές οι προσδοκίες δεν καταστεί δυνατόν να εκπληρωθούν, τότε το ενδιαφέρον στρέφεται προς τα παιδιά, τα οποία οι γονείς εμπλέκουν, ασυνείδητα, 6Virginia
SATIR, Conjoint Family Therapy, Science and Behavior Books Inc., Paolo Alto California, USA, 1967, 124. R. A. C. SKYNNER, «Developmental Sequences: Examples», One Flesh Separate Persons, Principles of Family and Marital Psychotherapy (1976, 1977, 1979, 1984, 1986), Constable & Company Limited, Great Britain, 1988, 4163. 8Πρβλ. Χρ.ΒΑΝΤΣΟΣ, «Γάμος καὶ ἐγωισμὸς κατὰ τὴ διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τὴ σύγχρονη Ποιμαντικὴ Ψυχολογία», Κοινωνία ΛΕ΄(1992) 71-97. 9LilyPINCUS, C.DARE, Secretsinthefamily, ... 10 M. BOWEN, «The family as the Unit of Study and Treatment», American Journal of Orthopsychiatry 31 (1961) 4060. 11Th. J. PAOLINO, Barbara S. McGRADY, Marriage and Marital Therapy, Brunner/Mazel, New York, 1978, 24-153. 7Πρβλ.
7
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
σε ασυνείδητες επίσης διαδικασίες ως μέσο επιλύσεως των προαναφερθέντων προβλημάτων τους. Έτσι δημιουργούνται ψυχολογικά δυναμικά και συναισθηματικές εμπλοκές, οι αρνητικές συνέπειες των οποίων μπορεί να φανούν πολύ αργότερα και μάλιστα ως ουσιώδη συστατικά της συγκρούσεως των παιδιών με τους γονείς τους. Στη συνέχεια παρατίθεται ενδεικτικά ένα παράδειγμα ώστε να γίνει πιο κατανοητό πως λειτουργούν αυτές οι διαδικασίες που καθορίζονται από αυτά τα ασυνείδητα ψυχολογικά φαινόμενα. Εάν μια γυναίκα, π.χ., επειδή αισθάνεται απογοητευμένη από τον σύζυγό της, ο οποίος δεν κατάφερε να ικανοποιήσει τις ασυνείδητες προσδοκίες της, προσκολληθεί συναισθηματικά στον γιό της, αποδίδοντάς και αναθέτοντος του, ανεπίγνωστα, συναισθηματικό ρόλο συζυγικού υποκατάστατου, τότε, αργότερα – κυρίως στην εφηβεία- για λόγους που θα συζητηθούν σε επόμενες ενότητες, η ανάγκη του γιού της για ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς και για επαναδιαπραγμάτευση των παιδικών ψυχολογικών συγκρούσεων είναι πιθανό να εκφραστεί με εκρηκτικό τρόπο12. Το ερώτημα που αναδύεται αυθόρμητα είναι, εάν μερικά από τα αρνητικά δεδομένα, που εκ προοιμίου μπορεί να υπονομεύσουν στη συνέχεια τον γάμο, είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, ώστε να προληφθούν οι μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις. Καθώς μάλιστα η συχνότητα των διαζυγίων αυξάνεται συνεχώς με ρυθμό γεωμετρικής προόδου, η δυνατότητα προωθήσεως πιθανών προληπτικών μέτρων προβάλλεται όλο και περισσότερο ως ανάγκη υψηλής προτεραιότητας13. Όσα αναφέρθηκαν μέχρι εδώ υποδεικνύουν με αρκετή ενάργεια, ότι τα εχέγγυα για την πραγματοποίηση ενός γάμου, ο οποίος δεν θα είναι υποθηκευμένος προκαταβολικά, τοποθετούνται ήδη πολύ πριν γνωρίσουν οι μέλλοντες σύζυγοι ο ένας την ύπαρξη του άλλου14. Οι προϋποθέσεις της «επιτυχίας» τοποθετούνται στην περιοχή της ανάπτυξης υγιών προσωπικοτήτων, που θα ανατραφούν μέσα στο κλίμα ενός υγιούς γάμου και μιας λειτουργικής γονικής οικογένειας και, πάνω απ᾿ όλα, στην εμπέδωση της συναίσθησης ότι ο γάμος είναι πεδίο ασκήσεως για την κατάκτηση της αληθινής αγάπης, που «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», και όχι χώρος πρακτικού ή ψυχολογικού «βολέματος» εις βάρος του ή της συντρόφου, και κατά προέκταση των παιδιών.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι όλοι οι συνδυασμοί «συμμαχιών» είναι πιθανοί. Για παράδειγμα, ένας σύζυγος, αμυνόμενος στην υπερβολικά αγχώδη και παρεμβατική συμπεριφορά της γυναίκας του, μπορεί να «συμμαχήσει» με τον επαναστατημένο έφηβο γιό του και να προσκολληθεί σ᾿αυτόν, ώστε να κερδίσει ο ίδιος κάποιο βαθμό αυτονομίας από τη σύζυγό του. Πρβλ. M.S. PALAZZOLI, L. BOSCOLO, C. CECCIN, Giuliana PRATA, Paradox and Counterparadox, trans. Elisabeth V. Burt, Jason Aronson, Northvale-NewJersey-London, 1985, 135-146. 13D. H. OLSON, J. DeFRAIN, Marriage and the Family, Mayfield Publishing Company, USA, 1997, σελ. 507-527. 14Πρβλ. R. SKYNNER, J. CLEESE, «Why Did I Have to Marry You?», Families and how to Survive them (1983, 1984, 1985, 1986, 1987), Methuen, Great Britain, 1988, 15-65. 12
8
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Πόσο σημαντική είναι αυτή, ακριβώς, η ποιοτική διάσταση της συντροφικής σχέσης μέσα στον γάμο φανερώνεται όταν το ζευγάρι αποκτήσει παιδιά. Πραγματικά, μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, ο αποκλεισμός των τρίτων από τη διαπροσωπική σχέση του ζεύγους που διέπει την αρχική φάση του γάμου τροποποιείται. Ο ερχομός του νέου μέλους στην οικογένεια, αν και επιθυμητός και συμπεριλαμβανόμενος μεταξύ των θεμελιωδών σκοπών του γάμου, δεν είναι άμοιρος επιπρόσθετων δυσκολιών15. Οι οικονομικές απαιτήσεις πολλαπλασιάζονται και η σωματική κόπωση αυξάνει, καθώς το μωρό χρειάζεται εντατική φροντίδα ακόμη και τη νύχτα, στερώντας τους γονείς από επαρκή ύπνο και ανάπαυση. Τους πρώτους μήνες μετά τον ερχομό του μωρού, οι γονείς υποχρεώνονται σχεδόν να αποκλείονται από τον εξωτερικό κόσμο αλλά και να υφίστανται ένα είδος απομάκρυνσης ο ένας από τον άλλο, καθώς το μωρό έχει ανάγκη θηλασμού ή σιτίσεως πολλές φορές μέσα στο εικοσιτετράωρο, ταλαιπωρείται από επώδυνους εντερικούς κολικούς, υποφέρει με την έναρξη της οδοντοφυΐας, χρειάζεται συνεχή φροντίδα της υγιεινής του, γιατί δεν ελέγχει τους σφιγκτήρες του, ενώ παρουσιάζονται διάφορες εμπύρετες λοιμώξεις λόγω της επαφής του με τον κόσμο των μικροβίων του φυσικού περιβάλλοντος, κ.ο.κ. Σύντομα το παιδί αρχίζει να μιλά και να περπατά, εγκαινιάζοντας ένα νέο κύκλο αυξημένων αναγκών για φροντίδα, καθώς ανακαλύπτει τον κόσμο σκαρφαλώνοντας όπου μπορεί, καταστρέφοντας την ευταξία του σπιτιού ή διεκδικώντας εξόδους σε παιδικές χαρές και, γενικά, δραστηριοποιούμενο με τρόπους που απαιτούν συνεχή γονεϊκή εγρήγορση. Η δραματική μείωση των ευκαιριών και των δυνατοτήτων των γονέων να βγουν για να διασκεδάσουν, να δουν τους φίλους τους ή να απολαύσουν τα «χόμπι» τους όπως παλαιότερα αλλά και να ασχοληθούν ο ένας με τον άλλο, είναι αναπόφευκτη. Ακόμα και μια απλή έξοδος για μια επίσκεψη σε φίλους που εορτάζουν, για παράδειγμα, δεν είναι μια απλή διαδικασία, αφού προϋποθέτει την εξασφάλιση κάποιου τρίτου προσώπου που θα ασχοληθεί με το παιδί ή την ανάγκη να το πάρουν μαζί, περιορίζοντας έτσι δραματικά τις επιλογές και την άνεση των κινήσεων16. Δεν πρέπει να υποτιμηθούν, επίσης, οι επιπτώσεις που συνεπάγεται το γεγονός ότι η μητέρα απορροφάται από την καινούργια της «σχέση», σχεδόν παραμελώντας τον σύζυγο, ο οποίος καλείται τώρα να στηρίξει τους κόπους της και να της συμπαρασταθεί στον μητρικό της ρόλο και να αποδεχθεί ότι δεν είναι πια ο κύριος και μοναδικός αποδέκτης του ενδιαφέροντός της, όπως συνέβαινε πριν τον ερχομό του παιδιού. 15Πρβλ.
Δ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ρωγμές και Αγγίγματα, Αρμός, Αθήνα, 2005, 99-115. R. A. C. SKYNNER, Oneflesh: SeparatePersons, PrinciplesofFamilyandMaritalPsychotherapy, (1976, 1977, 1979, 1984, 1986), Constable & Company Limited, Great Britain, 1988, σελ.26-34. J. BOWLBY, ChildCareandtheGrowthofLove, Pelican, Baltimore, 1965. 16
9
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Η προσαρμογή της οικογένειας στα νέα δεδομένα, χωρίς σημαντικές απώλειες στον τρόπο που λειτουργεί η διαπροσωπική σχέση του ζευγαριού, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το κατά πόσο οι σύζυγοι μπορούν να πραγματώσουν το «ἡ ἀγάπη … οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» 17. Η μεγάλη δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι το αίτημα της «αγάπης» μπορεί να υπάρχει και να ενεργεί ανεπίγνωστα ζητώντας «τα ἑαυτῆς» 18, που έλκουν την καταγωγή τους από παλαιές, ξεχασμένες ψυχολογικές εμπλοκές των συζύγων. Οι ψυχολογικές συγκρούσεις που εκλύονται υπό το κράτος των νέων συνθηκών ζωής της οικογένειας είναι δυνατόν να εκδηλωθούν με πρακτικά απεριόριστες μορφές. Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα τυπικό παράδειγμα των υποκείμενων ψυχολογικών μηχανισμών και του τρόπου με τον οποίο μπορεί να εκδηλωθεί μια κρίση στις σχέσεις των συζύγων μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, για να γίνει εμφανέστερη η σημασία των απωθημένων βιωμάτων. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι, μερικές φορές, μετά την απόκτηση του τόσο επιθυμητού και από τους δύο γονείς πρώτου παιδιού τους, η γαλήνια ατμόσφαιρα πού χαρακτήριζε μέχρι τότε τον γάμο φαίνεται να καταποντίζεται μέσα σε ένα κλίμα εντάσεων και «γκρίνιας» για ασήμαντα θέματα19; Η παρουσία του συζύγου στο σπίτι μειώνεται, με τη δικαιολογία του φόρτου εργασίας λόγω των αυξημένων νέων οικονομικών αναγκών, ενώ, όταν είναι παρών, είναι δύσθυμος, διατυπώνοντας υπαινιγμούς σχετικά με την έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής. Η σύντροφος παρουσιάζεται απογοητευμένη από την έλλειψη κατανόησης εκ μέρους του άντρα της και απορροφημένη από τη φροντίδα του νέου μέλους της οικογένειας. Συνήθως, οι υποφώσκουσες εντάσεις δεν παίρνουν μορφή ανοικτής σύγκρουσης, όμως το συναισθηματικό χάσμα μεταξύ των συζύγων βαθαίνει. Παρά τη σημασία των πρακτικών αντικειμενικών δυσκολιών αυτής της περιόδου, ο βαθμός των συναισθηματικών εντάσεων δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί επαρκώς, εάν αγνοηθεί η συμβολή των προσωπικών ψυχολογικών δεδομένων καθενός από τους συζύγους, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο παρελθόν. Ο άνδρας μπορεί να έχει βιώσει ως παιδική τραυματική εμπειρία τη γέννηση του νεότερου αδελφού του, ο οποίος, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, μονοπώλησε Κορ. 13, 4-5:«Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ͵ χρηστεύεται , ἡ ἀγάπη ͵ οὐ ζηλοῖ͵ οὐ περπερεύεται ͵ οὐ φυσιοῦται ͵ οὐκ ἀσχημονεῖ͵ οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς ». 18Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν ἐπιστολὴν πρὸς Κορινθίους πρώτην ΛΓ’, PG61, 279-280: «Εἰκότως οὖν ἔλεγεν ὁ μακάριος Παῦλος ͵ Ἡ ἀγάπη οὐ κἀσχημονε ῖ· οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς ͵ οὐ παροξύνεται . Εἰπὼν γάρ͵ ὅτι οὐκ ἀσχημονεῖ͵ δείκνυσι καὶ τὸν τρόπον ͵ δι̉̉ ὃν οὐκ ἀσχημονεῖ. Τίς δὲὁτρόπος; Ὅτι οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς . Τὸν γὰρ ἀγαπώμενον πάντα εἶναι νομίζει ͵ καὶ τότε ἀσχημονεῖ͵ ὅταν μὴ δυνηθῇ ἀπαλλάξαι ἐκεῖνον ἀσχημονοῦντα · ὡς ἐὰν ἐξῇ διὰ τῆς ἀσχημοσύνης τῆς ἑαυτοῦ τὸν ἀγαπώμενον ὠφελῆσαι ͵ οὐδὲ ἀσχημοσύνην τὸ πρᾶγμα εἶναι νομίζει · ἐκεῖνος γὰρ αὐτός ἐστι λοιπόν . Τοῦτο γάρ ἐστι φιλία͵ μηκέτι εἶναι τὸν φιλοῦντα καὶ τὸν φιλούμενον δύο διῃρημένους ͵ ἕνατινὰ ἄνθρωπον ·ὅ περοὐδαμόθεν ͵ ἢ ἀπὸ τῆς ἀγάπης γίνεται . Μὴ τοίνυν ζήτει τὸσόν ͵ ἵνα εὕρῃς τὸσόν . Ὁ γὰρ ζητῶν τὸ ἑαυτοῦ͵ οὐχ εὑρίσκει τὸ ἑαυτοῦ . Διὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε͵ Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ͵ ἀλλὰ τὸ τοῦ πλησίον ἕκαστος». 19Ἀδ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ, (πρωτοπρ.), Ποιμένας καὶ Θεραπευτής, Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1999, σελ. 55-61. 17Α’
10
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
το ενδιαφέρον των γονέων. Τα έντονα συναισθήματα ζήλειας και θυμού που του προκάλεσε αυτή η κατάσταση μπορεί να μην εκφράστηκαν τότε, λόγω των ενοχών που δημιουργούσαν. Όμως η απώθησή τους στο ασυνείδητο δεν σημαίνει και την οριστική διαγραφή τους. Η σύζυγος, τέταρτη κόρη ενός ζεύγους που επέμενε να τεκνοποιεί με την ελπίδα να αποκτήσει γιο, ενδέχεται να έχει εγγράψει στο ασυνείδητό της ως αποτυχία και ως αιτία απογοήτευσης των γονέων της το γεγονός ότι γεννήθηκε κορίτσι. Αυτοί οι δύο άνθρωποι γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν, καθώς οι ασυνείδητες επιθυμίες και εκκρεμότητές τους συναντήθηκαν σε μία μη συνειδητή ελπίδα αλληλοθεραπείας. Ο ερχομός του παιδιού όμως διατάραξε την αρχική ισορροπία. Εκείνη πέτυχε εκεί πού απέτυχε η μητέρα της, αποκτώντας γιο, και όλη η προσοχή και το ενδιαφέρον της τώρα έχουν επικεντρωθεί στο καινούργιο, αρσενικό κομμάτι του εαυτού της. Εκείνος συναισθηματικά τελεί υπό το κράτος της αναζωπύρωσης των παλαιών του ψυχολογικών συγκρούσεων. Η ζήλια για τον μικρό αδύναμο αδελφό έχει επανακάμψει δριμύτερη, ενώ η στάση της συζύγου αναμοχλεύει μέσα του την αίσθηση παραμέλησης πού είχε νιώσει τότε από τούς γονείς του20. Έτσι εκλύονται συναισθηματικές εντάσεις, τα πραγματικά αίτια των οποίων παραμένουν ανεπίγνωστα και προξενούν τριβές και εκρήξεις για ασήμαντες αφορμές. Προοδευτικά, η ασυνείδητη ενοχή οδηγεί σε εκδηλώσεις αρχικά παθητικής επιθετικότητας21, η οποία τροφοδοτεί περαιτέρω την ένταση και οδηγεί τελικά σε πραγματικές συγκρούσεις. Το ασυνείδητο ενοχικό υπόστρωμα οδηγεί στην αναζήτηση απενοχοποιητικών ερμηνειών, οι οποίες αφενός αποσκοπούν στην απαλλαγή του υποκειμένου από την ευθύνη του και αφετέρου εισάγουν τη λογική της επιλύσεως των προβλημάτων χωρίς την ανάγκη αυτογνωσίας και μετάνοιας. Είναι τότε πού αναζητείται η αιτία του κακού όχι στο ότι η αγάπη «ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» αλλά σε «βασκανίες» αυτών πού τούς ζηλεύουν, σε μάγια ή σε σατανικές επιδράσεις. Έτσι όμως παραμένει αδιάγνωστο το πρόβλημα, το οποίο εμπλέκει και το παιδί σε αυτήν τη συγκρουσιακή κατάσταση. Η ασυνείδητη ιδιοκτησιακή σχέση της μητέρας με τον γιο - αρσενικό της κομμάτι - μπορεί να γεννήσει πολύ έντονες συγκρούσεις, ιδίως αργότερα, όταν ο έφηβος πλέον γιός διεκδικήσει την προσωπική του ταυτότητα, ανεξαρτητοποιούμενος από τη μητέρα του. Επίσης, εάν ο πατέρας τοποθετήσει τον γιο του σε θέση αντιπάλου 20Πρβλ.
Μ. ΓΙΩΣΑΦΑΤ Μ., «Ο κύκλος ζωής της οικογένειας και η ανάπτυξη του παιδιού», ΣΘΠ, τ. A’, (91-122), σελ. 99 - 119. 21 Πρόκειται για την επιθετικότητα που εκδηλώνεται με τόσο έμμεσους τρόπους, ώστε, ενώ προξενεί την οργή των άλλων, ο επιτιθέμενος να παρουσιάζεται άλλοτε σαν θύμα και άλλοτε απλώς να προβάλλει με δυσδιάκριτους τρόπους παθητική αντίσταση στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός του για επαρκή ανταπόκριση στις υποχρεώσεις του. Αυτή η συμπεριφορά χαρακτηρίζει τη λεγόμενη παθητική-επιθετική διαταραχή της προσωπικότητας, ενώ τη συναντούμε επίσης στο πλαίσιο και άλλων ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, όπως η κατάθλιψη, η δυσθυμική διαταραχή ή η εξάρτηση από το αλκοόλ. Βλ. N. ΜΑΝΟΣ, Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, University Studio Press Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 1988, σελ. 327-329. Διεξοδική μελέτη του προβλήματος της παθητικής επιθετικότητας υπάρχει στο: R. D. PARSONS, R. J. WICKS (eds), Passive - Aggressiveness, TheoryandPractice, Brunner-Mazel, NewYork, 1983. Βλ. επίσης W.OATES, Behind the Masks, The Westminster Press, Philadelphia, 1987, σελ.70-81.
11
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
στο ασυνείδητό του, είναι δυνατόν να τον χρησιμοποιήσει – ασυνείδητα πάντα - ως πεδίο προβολών22 και να προβάλει εκεί όλα τα δικά του αρνητικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχει εγγράψει ως τέτοια λόγω της απορριπτικής στάσης του δικού του πατέρα προς αυτόν. Τώρα έχει την ευκαιρία να μην τα αποδεχθεί ως δικά του και να τα προβάλει στον γιό του, ο οποίος, δια του μηχανισμού της προβλητικής ταύτισης 23, τα ενσωματώνει και τα αναγνωρίζει ως δικά του24, διαιωνίζοντας τον οικογενειακό παθολογικό κύκλο συναισθηματικής στέρησης25. Έτσι το παιδί μεγαλώνει «ενδοβάλλοντας» όσα νομίζει ο πατέρας του, γι’ αυτό και σχηματίζοντας για τον εαυτό του μια εικόνα όπου θα κυριαρχεί η χαμηλή αυτοεκτίμηση26. Όταν όμως προβάλει η εφηβεία και τεθούν επί τάπητος τα ζητήματα ανεξάρτητης, προσωπικής ταυτότητας και επεξεργασίας των παιδικών ψυχολογικών συγκρούσεων, τότε τα δυναμικά αναμένεται να λάβουν ηφαιστειακές διαστάσεις. Η πικρία που υποθάλπουν αυτές οι ψυχολογικές διεργασίες μπορεί να έρθει στην επιφάνεια υπό μορφή αιχμηρών κριτικών, εκφραζόμενη άλλοτε άμεσα, με την ευκαιρία ενός καυγά, και άλλοτε εμμέσως, «μελοποιημένη» μέσα στους στίχους των τραγουδιών που επιλέγουν οι νέοι να ακούν27. Το αξιοσημείωτο των, φαινομενικά απλώς αντιδραστικών, στίχων των τραγουδιών που αναφέρονται σε τέτοια ζητήματα είναι ότι υπογραμμίζουν ακριβώς τα ψυχολογικά και συναισθηματικά ελλείμματα τα
22Η
«Προβολή» (Projection, Projektion) είναι μια ψυχολογική λειτουργία «μέσω της οποίας το υποκείμενο εκβάλλει από τον εαυτό του και εντοπίζει στους άλλους (πρόσωπα η πράγματα) ιδιότητες, συναισθήματα, επιθυμίες ή ακόμη "αντικείμενα" πού παραγνωρίζει ή αρνείται στον εαυτό του. Πρόκειται για μία άμυνα πολύ αρχαϊκής προέλευσης, πού δρα ειδικότερα στην παράνοια, αλλά επίσης και στο εσωτερικό "φυσιολογικών" τρόπων σκέψης, όπως η δεισιδαιμονία». J. LAPLANCHE, J.-B. PONTALIS, «Projection», The Language of Psychoanalysis, The Institute of Psychoanalysis–KarnacBooks, London, 1968, σελ. 349-355. Σχετικά με την έννοια της προβολής, όπως αυτή μπορεί να παρουσιάζεται στην Πατερική παράδοση βλ. Ἰ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ, Πατερικὰ βιώματα τῆς ἑνδεκά της ὥρας. Ἀπὸ τὴν ψυχολογίαν τῆς Κατανύξεως , Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, χ.χ., 25-26. 23 Τον όρο «προβλητική ταύτιση» («ProjectiveIdentification») εισήγαγε στο ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο η MelanieKlein. Βλ. MelanieKLEIN, «NotesonSomeSchizoidMechanisms», IJPA 27 (1946) 99-110. Σύνηθες λάθος κατά τη χρήση του όρου είναι η κατά λέξη ερμηνεία του, θεωρώντας ότι υποδηλώνει την απόδοση γνωρισμάτων ενός υποκειμένου σε ένα άλλο ή τη σφαιρική ομοιότητα κάποιου άλλου με τον εαυτό μας. Ωστόσο η ακριβής έννοια του όρου αναφέρεται σε έναν ψυχολογικό μηχανισμό, ο οποίος λειτουργεί μέσω φαντασιώσεων και δια του οποίου το υποκείμενο επιζητεί να εισαγάγει όλοκληρωτικά ή μερικώς τον ίδιο τον εαυτό του στο εσωτερικό του αντικειμένου, με απώτερο σκοπό είτε να το θέσει υπό τον έλεγχό του, ή υπό την κατοχή του, είτε να το βλάψει. Βλ. J. LAPLANCHE, J.-B. PONTALIS, «Projective Identification», The Language of Psychoanalysis, TheInstituteofPsychoanalysis–KarnacBooks, London, 1968, σελ.356-357. 24Πρβλ. P. BLOS, «Modification sin the classical psychoanalytic modelofadolescence», Psychoanalytic Quarterly 49 (1978) 351-352. 25T. J. PAOLINO, B. McGRADY, Marriage and Marital Therapy, Brunner/Mazel, New York, 1978, σελ. 24-153. 26Μ. ΓΙΩΣΑΦΑΤ Μ., «Ο κύκλος ζωής της οικογένειας και η ανάπτυξη του παιδιού», ΣΘΠ, τ. A’, (91-122), σελ.109111. 27Πρβλ. Δ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, μουσικό συγκρότημα «Ενδελέχεια», δίσκος «Βουτιά από ψηλά», τραγούδι «Διαμαντένια προβλήτα», FM Records, Αθήνα, 1997, φυλλάδιο δίσκου, 3: «Ξεγραμμένες μανάδες, ξεπεσμένοι μπαμπάδες, χρόνια τώρα, νεκροί εραστές. Της ζωής τους ο χώρος, σιωπηλή λεωφόρος, πού γυρεύει μιά πόρτα στό χτές». Βλ. και Ἀ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ, (πρωτοπρ.), «“Χάσμα Γενεῶν” καὶ ἡ “Γεφύρωσή του”. Ψυχολογικὴ καὶ Θεολογικὴ Προσέγγιση», Ἀγάπη καὶ Μαρτυρία, Ἀναζητήσεις Λόγου καὶ Ἤθους στό Ἔργο τοῦ ἨλίαΒουλγαράκη, Ε. Βουλγαράκη – Πισίνα (Ed), Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 2001, σελ. 75-290.
12
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
οποία υπονόμευσαν πρώτα τη συζυγική σχέση και στη συνέχεια ενέπλεξαν τα παιδιά στις ανεπίγνωστες συγκρουσιακές καταστάσεις28. Δεν πρέπει πάντως να υποτιμηθεί και η θετική πλευρά αυτών των δυσκολιών, δεδομένου ότι μπορεί η ανάδυσή τους να οδηγήσει στην υπέρβασή τους, προσφέροντας βάθος και στερεότητα στη συζυγική σχέση, και τη θεραπευτική ανακούφιση στις εκκρεμούσες ψυχολογικές συγκρούσεις των συζύγων, αλλάζοντας τελικά σύνολη την οικογενειακή ατμόσφαιρα29. Στον σύζυγο του παραδείγματός μας, λόγου χάριν, η δυνατότητα της συζύγου να περιχωρήσει αγαπητικά τη ζήλια του και να τον βεβαιώσει για την αγάπη της μπορεί να τον θεραπεύσει από το παιδικό του τραύμα: έτσι όχι μόνο η σχέση τους θα ωφεληθεί αλλά και η μελλοντική σχέση με τον γιο του, οπότε η σύγκρουση των γενεών θα περιορισθεί σε φυσιολογικά όρια. Αντίστοιχα, η σταθερή και εκφρασμένη με πράξεις αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα του, όχι επειδή γέννησε αγόρι αλλά, καταρχήν και πρώτιστα, ως σύντροφό του μπορεί να λυτρώσει την ίδια τη μητέρα, τη συζυγική τους σχέση αλλά και τον γιο τους από παθολογικές εμμονές των γονέων του που θα τροφοδοτούσαν μια ιδιαίτερα συγκρουσιακή ατμόσφαιρα στην εφηβεία. Τα προαναφερθέντα δεν εξαντλούν τη σημασία τους μόνο σε σχέση με τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Αναλόγως των υποκείμενων ψυχολογικών εκκρεμοτήτων, φαινόμενα αποσταθεροποιητικά της σχέσης του ζευγαριού είναι δυνατόν να προκύψουν και μετά από τον ερχομό των επόμενων παιδιών. Τυπικά παραδείγματα είναι εκείνα που στην ψυχολογική βιβλιογραφία περιγράφονται ως «ανοίκειοι γάμοι»30. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου ο/η σύζυγος, ο οποίος δεν αισθάνεται επαρκή συναισθηματική κάλυψη από τον/τη σύντροφό του, επενδύει συναισθηματικά στο ετερόφυλο παιδί του, ενώ αντίστοιχα ο άλλος σύζυγος κάνει το ίδιο με κάποιο άλλο από τα παιδιά. Έτσι δημιουργούνται συναισθηματικά δίπολα, για παράδειγμα μητέρας-γιου, πατέρα-κόρης, με περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές συνέπειες, τόσο στη σχέση του ζευγαριού όσο και στη φυσιολογική ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη καθενός από τα παιδιά. Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την εκλαϊκευμένη αντίληψη πως τούτο συμβαίνει μόνο μεταξύ ετερόφυλων γονέων-παιδιών, αυτό δεν ισχύει. Στα δίπολα των συναισθηματικών εμπλοκών είναι ενδεχόμενοι όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί, με ανάλογες επιπτώσεις, οι οποίες συχνά γίνονται φανερές σε περιόδους αυξημένων ψυχολογικών εντάσεων, συνήθως κατά την εφηβεία31. 28Πρβλ.
S. MANOLOPOULOS, «Familytherapyofthedepressedadolescent», FamilyTherapyEvolving, ProceedingsoftheVIIIInternational Delphic Symposium on Family Therapy, Athens, 1985, 122-127. 29S. MINUCHIN, H. Ch. FISHMAN, «Change», Family Therapy Techniques, Harvard University Press, USA, 1981, 6472. 30Μ. ΓΙΩΣΑΦΑΤ Μ., «Ο κύκλος ζωής της οικογένειας και η ανάπτυξη του παιδιού», ΣΘΠ, τ. A’, (91-122), σελ.111. 31Πρβλ. M.S. PALAZZOLI, L. BOSCOLO, C. CECCIN, Giuliana PRATA, Paradox and Counterparadox, (trans.) Elisabeth V. Burt, Jason Aronson, Northvale-New Jersey-London, 1985, σελ. 135-146.
13
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Προφανώς δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αναπόφευκτο να συμβούν όλα αυτά, και τις περισσότερες φορές οι δυσκολίες δεν είναι τέτοιου μεγέθους που να διασαλεύουν επικίνδυνα την οικογενειακή ισορροπία. Είναι όμως σημαντικό να θυμόμαστε ότι, ακόμα και όταν κάπως εξισορροπούνται αυτά τα προβλήματα και δεν γίνονται εμφανή σε αυτήν τη φάση, ενδέχεται να επανακάμψουν δριμύτερα, όταν κάνει την εμφάνιση της η μέχρις ενός ορίου φυσιολογική αντιπαλότητα μεταξύ των γενεών. Στο πλαίσιο των διεργασιών που περιγράψαμε σε αυτή την ενότητα είναι σκόπιμο να συμπεριλάβουμε και τη σχολική περίοδο, καθώς τότε τα παιδιά απομακρύνονται μερικώς από τον κλειστό τους περίγυρο και εντάσσονται σε μια ευρύτερη «οικογένεια», στη σχολική κοινότητα. Τούτο συνεπάγεται ότι η οικογενειακή ισορροπία καλείται να τροποποιηθεί, προσαρμοζόμενη στο νέο άνοιγμα προς τον εξωτερικό κόσμο. Η σχολική περίοδος μπορεί να είναι ανακουφιστική για τους γονείς, αφού το παιδί απουσιάζει αρκετές ώρες από το σπίτι, βρίσκεται υπό την ασφαλή επιτήρηση των δασκάλων του και έχει μειωθεί η ανάγκη συνεχούς γονεϊκής μέριμνας και φροντίδας. Ωστόσο και σε αυτήν τη φάση μπορεί να αναφανούν δυσκολίες, οι ρίζες των οποίων ανάγονται στο παρελθόν και σε προβλήματα προσωπικά ή διαπροσωπικά των γονέων, τα οποία δεν έχουν συνειδητοποιηθεί και αντιμετωπιστεί32. Κλασικό παράδειγμα η σχολική φοβία, η οποία πολύ συχνά σχετίζεται με σοβαρές δυσκολίες της μητέρας ή του πατέρα να αντέξουν τον αποχωρισμό από το κοινωνικοποιούμενο παιδί τους33. Η σημασία όσων προαναφέρθηκαν μπορεί να μην γίνει άμεσα ορατή, όταν τα παιδιά είναι ακόμα μικρά, όμως όλα αυτά αποτελούν εγγραφές ψυχολογικών υποθηκών, οι οποίες θα προσδιορίσουν την υγιή ή προβληματική κατάσταση που θα έρθει στο προσκήνιο του οικογενειακού βίου, όταν έρθει η ώρα για την τελική έξοδο του νέου από την οικογένεια, κατά την πορεία του προς την ενηλικίωση.
32Πρβλ.
Ε. ΛΑΖΑΡΑΤΟΥ, Β. ΜΑΥΡΕΑΣ, Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Β. Π. ΚΟΝΤΑΞΑΚΗΣ, «Η Επίδραση της Ψυχοπαθολογίας των Γονέων στην Ψυχική Υγεία των Παιδιών», ΠΨΨΥ, 387-394. 33Πρβλ. Marianna CSOTI, School Phobia, Panic Attacks and Anxiety in Children, Athenaeum Press, Gateshead, Tyne and Wear, Great Britain, 2004, 13-34.
14
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ Στην ποιμαντική πράξη, τα ζητήματα που αφορούν στην ψυχολογική ανάπτυξη του νηπίου και του παιδιού φθάνουν στον ιερέα σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα νέο ζευγάρι, καθώς στις δυσκολίες του κοινού, πλέον, βίου προστίθενται όσα συνεπάγεται η παρουσία των παιδιών. Είναι γεγονός, ότι η άφιξη του νέου μέλους στην οικογένεια, αν και επιθυμητή και συμπεριλαμβανόμενη μεταξύ των θεμελιωδών σκοπών του γάμου, δεν είναι άμοιρη επιπρόσθετων δυσκολιών. Τους πρώτους μήνες μετά τον ερχομό του μωρού, οι γονείς υποχρεώνονται σχεδόν να αποκλείονται από τον εξωτερικό κόσμο αλλά και να υφίστανται ένα είδος απομάκρυνσης ο ένας από τον άλλο, καθώς το μωρό έχει ανάγκη θηλασμού ή σιτίσεως πολλές φορές μέσα στο εικοσιτετράωρο, ταλαιπωρείται από επώδυνους εντερικούς κολικούς, υποφέρει με την έναρξη της οδοντοφυΐας, χρειάζεται συνεχή φροντίδα της υγιεινής του, γιατί δεν ελέγχει τους σφιγκτήρες του, ενώ παρουσιάζονται διάφορες εμπύρετες λοιμώξεις λόγω της επαφής του με τον κόσμο των μικροβίων του φυσικού περιβάλλοντος, κ.ο.κ. Σύντομα το παιδί αρχίζει να μιλά και να περπατά, εγκαινιάζοντας ένα νέο κύκλο αυξημένων αναγκών για φροντίδα, καθώς ανακαλύπτει τον κόσμο σκαρφαλώνοντας όπου μπορεί, καταστρέφοντας την ευταξία του σπιτιού ή διεκδικώντας εξόδους σε παιδικές χαρές και, γενικά, δραστηριοποιούμενο με τρόπους που απαιτούν συνεχή γονεϊκή εγρήγορση. Η συρρίκνωση των δυνατοτήτων των γονέων να ψυχαγωγηθούν όπως παλαιότερα, να ασχοληθούν με τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα ή ο ένας με τον άλλο, είναι προφανής, αφού και μια απλή έστω έξοδος προϋποθέτει την εξασφάλιση τρίτου προσώπου που θα ασχοληθεί με το παιδί ή την ανάγκη να το πάρουν μαζί, περιορίζοντας έτσι δραματικά τις επιλογές και την άνεση των κινήσεων. Οι οικονομικές απαιτήσεις πολλαπλασιάζονται και η σωματική κόπωση αυξάνει, καθώς το μωρό χρειάζεται εντατική φροντίδα ακόμη και τη νύχτα, στερώντας τους γονείς από επαρκή ύπνο και ανάπαυση1. Συγχρόνως η μητέρα απορροφάται από την καινούργια της «σχέση», σχεδόν παραμελώντας τον σύζυγο, ο οποίος καλείται να στηρίξει τους κόπους της αντί να είναι ο κύριος αποδέκτης του ενδιαφέροντός της, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.
1 R. A. C.
SKYNNER, One flesh: Separate Persons, Principles of Family and Marital Psychotherapy, (1976, 1977, 1979, 1984, 1986), Constable & Company Limited, Great Britain, 1988, 26-34. J. BOWLBY, Child Careand the Growth of Love, Pelican, Baltimore, 1965.
15
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Η δυνατότητα προσαρμογής της οικογένειας στα νέα δεδομένα, χωρίς σημαντικές απώλειες στην αγαπητική σχέση του ζευγαριού, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το κατά πόσο οι σύζυγοι μπορούν να πραγματώσουν το «ἡ ἀγάπη … οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»2. Η μεγάλη δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι το αίτημα της «αγάπης» μπορεί να υπάρχει και να ενεργεί ανεπίγνωστα ζητώντας «τά ἑαυτῆς»3, που έλκουν την καταγωγή τους από παλαιές, ξεχασμένες ψυχολογικές εμπλοκές των συζύγων. Χρειάζεται να σημειωθεί, ότι η παιδική ηλικία δεν είναι μια συναισθηματικά και ψυχολογικά ουδέτερη περίοδος. Το παιδί έχει τους δικούς του ψυχολογικούς μηχανισμούς για να επεξεργάζεται τις ψυχολογικές εντάσεις και συγκρούσεις που βιώνει. Η αναφορά σε εσωτερικές ψυχολογικές συγκρούσεις υποδεικνύει, εκ προοιμίου, ότι η κατανόηση αυτών των διεργασιών στηρίζεται σε θεωρητικές ψυχολογικές προσεγγίσεις. Πραγματικά, ο όρος παραπέμπει κυρίως σε ψυχολογικές συγκρουσιακές καταστάσεις που σχετίζονται με την επιθετικότητα και τη σεξουαλικότητα, δηλαδή με τις ερωτικές ή τις επιθετικές ενορμήσεις. Οι διάφορες ψυχολογικές θεωρίες δεν ξεκίνησαν ως αυθαίρετες θεωρητικές κατασκευές αλλά ως υποθέσεις εργασίας, για να ερμηνεύσουν βασικές συμπεριφορικές εκδηλώσεις του ανθρώπου. Ανεξάρτητα από τις θεωρητικές διαφοροποιήσεις, που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ψυχολογική σημασία των συμπεριφορών και των συναισθηματικών εκφράσεων στις οποίες εστίασε την προσοχή της η ψυχολογική σκέψη των νεότερων χρόνων δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ταυτότητα ανθρωπολογικών προσεγγίσεων, αφού είναι σαφείς οι διαφορές μεταξύ της χριστοκεντρικής πατερικής ανθρωπολογίας και των ανθρωποκεντρικών, φυσιοκρατικών ψυχολογικών θεωριών.
Α’ Κορ. 13, 4-5: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ͵ χρηστεύεται , ἡ ἀγάπη ͵ οὐ ζηλοῖ͵ οὐ περπερεύεται ͵ οὐ φυσιοῦται͵ οὐκ ἀσχημονεῖ͵ οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς ». 3 Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν ἐπιστολὴν πρὸς Κορινθίους πρώτην ΛΓ’, PG 61, 279-280: «Εἰκότως οὖν ἔλεγεν ὁ μακάριος Παῦλος ͵ Ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονε ῖ· οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς ͵ οὐ παροξύνεται . Εἰπὼν γάρ͵ ὅτι οὐκ ἀσχημονε ῖ͵ δείκνυσι καὶ τὸν τρόπον ͵ δι̉̉ ὃν οὐκ ἀσχημονεῖ . Τίς δὲ ὁ τρόπος; Ὅτι οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς . 2
Τὸν γὰρ ἀγαπώμενον πάντα εἶναι νομίζει͵ καὶ τότε ἀσχημονεῖ͵ ὅταν μὴ δυνηθῇ ἀπαλλάξαι ἐκεῖνον ἀσχημονοῦντα · ὡς ἐὰν ἐξῇ διὰ τῆς ἀσχημοσύνης τῆς ἑαυτοῦ τὸν ἀγαπώμενον ὠφελῆσαι ͵ οὐδὲ ἀσχημοσύνην τὸ πρᾶγμα εἶναι νομίζει · ἐκεῖνος γὰρ αὐτός ἐστι λοιπόν . Τοῦτο γάρ ἐστι φιλία ͵ μηκέτι εἶναι τὸν φιλοῦντα καὶ τὸν φιλούμενον δύο διῃρημένους ͵ ἕνατι νὰ ἄνθρωπον · ὅπερ οὐδαμόθεν ͵ ἢ ἀπὸ τῆς ἀγάπης γίνεται . Μὴ τοίνυν ζήτει τὸσόν ͵ ἵνα εὕρῃς τὸσόν . Ὁ γὰρ ζητῶν τὸ ἑαυτοῦ͵ οὐχ εὑρίσκει τὸ ἑαυτοῦ . Διὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε ͵ Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ͵ ἀλλὰ τὸ τοῦ πλησίον ἕκαστος».
16
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Για παράδειγμα, αιώνες πριν η ψυχανάλυση ασχοληθεί με την ψυχολογική σημασία της σχέσης του βρέφους με τον μητρικό μαστό, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «από τα αναγκαία, τίποτα δεν επιζητεί περισσότερο όσο το να χορτάσει από τον μαστό, και τότε αφήνει τη θηλή»4, ενώ αλλού γράφει: «όταν το βρέφος που θηλάζει αποσπαστεί από τη μητρική θηλή, όπου και να βρεθεί, στριφογυρίζει έντονα, αναζητώντας τη μητέρα του»5. Σε άλλο σημείο, εστιάζοντας την προσοχή του στην πλευρά της μητέρας, περιγράφει την ένταση αυτής της ειδικής σχέσης μητέρας παιδιού με εμφαντικό τρόπο: «πολλές φορές η μητέρα που είναι άρρωστη προτιμά να κατασπαράζει τον μαστό της το παιδί της παρά να το βλέπει να λειώνει από την πείνα»6. Βεβαίως οι τοποθετήσεις αυτές δεν συνιστούν εξειδικευμένη ψυχολογική προσέγγιση και δεν παρατίθενται, για να υποστηρίξουν κάποια επιστημονική θεωρία. Δεν παύουν ωστόσο να έχουν τη σημασία τους. Μια άλλη σημαντική παρατήρηση του ιερού Πατέρα, απόλυτα συμβατή με τις γνώσεις που κατέκτησε αιώνες μετά η σύγχρονη ψυχολογία, αφορά στη σημασία που έχουν οι πρώιμες θετικές ή αρνητικές βιωματικές, συναισθηματικές εμπειρίες και η ύπαρξη ψυχοσυγκρούσεων ήδη κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Τονίζει μεν ότι η παιδική ψυχή είναι ακόμη καθαρή από τα πάθη7, αλλά διευκρινίζει επίσης ότι δεν είναι άμοιρη ταραχών και εντάσεων8, διότι υπάρχουν πάθη που «επιτίθενται» ήδη κατά την παιδική ηλικία, όπου επικρατεί το «ἀνόητον καὶ μικρόψυχον»9. Τέτοια πάθη που «τυραννούν» τα παιδιά10 μπορεί να είναι η κενοδοξία, η (κακή) επιθυμία, ο παραλογισμός, ο θυμός και ο φθόνος11.
εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν ΞΒ’, PG 58, 601: «Τῶν ἀναγκαίων οὐδὲν πλέον ἐπιζητεῖ͵ ὅσον ἐμπλησθῆναι τοῦ μαστοῦ͵ καὶ ἀφίσταται τῆς θηλῆς ». 5 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Τῇ προτέρᾳ συνάξει ἐν τῇ Ἐκκλησία... Α’, α’, PG 51, 371: «παῖς ὑπομάζιος τῆς μητρικῆς θηλῆς ἀποσπασθείς͵ ὅπου περ ἂνἀπενεχθῇ͵ πυκνὰ περιστρέφεται͵ περιβλεπόμενος τὴν ἑαυτοῦ μητέρα». 6 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία μετὰ τὸν σεισμόν, PG 50, 713: «Μήτηρ πολλάκις ἀσθενοῦσα ἕλοιτο ἂν ὑπὸ τοῦ παιδὸς κατατείνεσθαι τὸν μαζόν ͵ ἢ ὁρᾷν αὐτὸν λιμῷ τηκόμενον». 7 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν ΞΒ’, PG 58, 601: «Πάντων τῶν παθῶν καθαρεύει ἡ ψυχὴ τοῦ παιδίου». 8 Ό.π., ΠΒ’, 737: «Καὶ πρῶτον πέλαγος ἔστιν ἰδεῖν τὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας ͵ πολὺν ἔχον τὸν σάλον διὰ τὸ ἀνόητον ͵ τὴν εὐκολίαν ὰ τὸ μὴ πεπηγέναι». ὰ δι δι ͵ 9 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν Ι’, PG 57, 185. 10 Πιθανώς εννοεί τα μεγαλύτερα παιδιά. Πρβλ. Β. Δ. ΧΑΡΩΝΗΣ, ΟΥΡΑΝΙΑ Α. ΛΑΝΑΡΑ, Παιδαγωγικὴ Ἀνθρωπολογία Ἰω. Χρυσοστόμου , Ἐκδοτικὸς οἶκος Ἐλευθερίου Μερετάκη «τὸ Βυζάντιον», τ. Α’ –Δ’, Ἀθήνα, 1993-1996, τ. Γ΄, 1995, 615. 11 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολὴν Δ’, PG 62, 330: «Καὶ ὥσπερ πάντα τὰ 4 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα
πάθη τυραννεῖ ἐν τοῖς παισὶ (οὐδέπω γὰρ ἔχει τὸν ἡνίοχον)
17
͵ κενοδοξία ͵ ἐπιθυμία ͵ ἀλογία ͵ θυμός͵ βασκανία».
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Ιδιαίτερα την επιθετικότητα που σχετίζεται με την αυτοπροστασία ο ιερός Χρυσόστομος την τοποθετεί στις πρώτες θέσεις, καθώς πιστεύει ότι τίποτε δεν ρέπει τόσο πολύ προς την αμυντική επιθετικότητα όσο η παιδική διάνοια. Τούτο οφείλεται στο ότι το πάθος αυτό είναι αποτέλεσμα της «ἀλογίας» και της «ἐρημίας» του λογικού που χαρακτηρίζει αυτή την ηλικία12. Η κατάσταση των έντονων αντιπαραθέσεων που χαρακτηρίζει το χάσμα μεταξύ ενηλικιούμενων παιδιών και ενήλικων γονέων μπορεί να έχει βαθιές ρίζες στην παιδική ηλικία. Μεταξύ γονέων και παιδιών, ήδη από πολύ νωρίς, δημιουργούνται αναπόφευκτα «εμπόλεμες» καταστάσεις. Οι ειδικοί τοποθετούν τις καταστάσεις που προκαλούν θυμό και διεγείρουν επιθετικές διαθέσεις πολύ πρώιμα. Ειδικότερα, μάλιστα, οι επίγονοι των πρώτων ψυχαναλυτικών θεωριών, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στη σημασία των επιθετικών – καταστροφικών ενορμήσεων, τοποθετούν αυτές τις εντάσεις ήδη από τις πρώτες μέρες της ζωής και της σχέσης με τη μητέρα μέσω του θηλασμού και της άμεσης σωματικής επαφής. Σε αυτήν τη φάση ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης, ο μητρικός μαστός αποτελεί πηγή ικανοποίησης, προσφέροντας τροφή και θαλπωρή και διεγείροντας αγαπητικά ή αρχέγονα ερωτικά συναισθήματα. Το γεγονός ότι το μητρικό στήθος δεν μπορεί να είναι διαθέσιμο κάθε φορά πού το βρέφος πεινά προκαλεί αίσθημα στέρησης με συνακόλουθα επιθετικά συναισθήματα. Η πείνα βιώνεται εκ μέρους του βρέφους ως απειλή για την επιβίωση, προσδίδοντας στο εκλυόμενο άγχος υπαρξιακές διαστάσεις13. Ταυτόχρονα τίθενται τα θεμέλια του ενοχικού μηχανισμού, καθώς, εκτός από τον διχασμό του «αντικειμένου», ενεργοποιείται και ο μηχανισμός της προβολής
Ό.π.: «Οὐδὲν γὰρ οὕτω πρὸς ἄμυναν ὥρμηται ͵ ὡς παιδικὴ διάνοια. Ἐπειδὴ γὰρ ἀλογίας ἐστὶ τὸ πάθος ͵ πολλὴ δὲ ἡ ἀλογία ͵ καὶ πολλὴ τοῦ λογισμοῦ ἡ ἐρημία ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡλικ ίᾳ͵ εἰκότως τυραννεῖται ὑπὸ θυμοῦ τὸ παιδίον». 13 Ο D. Winnicott τοποθετεί αυτό το «πρωτόγονο» άγχος πριν από το άγχος του θανάτου και πριν από τη λειτουργία των επιθετικών ενορμήσεων ως απότοκων του ενστίκτου θανάτου. Πιστεύει ότι, όταν μια γυναίκα γίνεται μητέρα, βρίσκεται σε μια ειδική ψυχολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την ισχυρή ασυνείδητη ταύτιση της μητέρας με το μωρό της (primary maternal preoccupation), το οποίο εξαρτάται ψυχολογικά και σωματικά απολύτως από αυτήν. Αν η μητέρα δεν αποδειχθεί ικανή ως προς το να οικειοποιηθεί τις αισθήσεις του μωρού, ώστε να ανταποκριθεί σωστά στις ανάγκες του, τότε το μωρό βιώνει την ανυπαρξία να το απειλεί. D. D. WINNICOTT, «Primary maternal preoccupation», Through Pediatrics to Psycho-Analysis, (1957, 1977), Hogarth Press, London, 1985, 300-305. 12
18
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
(Projection)14, διά του οποίου το βρέφος ανακουφίζεται από τα καταστροφικά του συναισθήματα, αποδίδοντάς τα στο «κακό» «αντικείμενο»15. Αργότερα, καθώς το βρέφος μεγαλώνει και είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη μητέρα ως διαφοροποιημένη από το ίδιο, δηλαδή ως άλλο, ανεξάρτητο άτομο, βιώνει έντονο άγχος και πένθος γι̉ αυτή την απώλεια. Το εν λόγω βίωμα ακολουθεί τον άνθρωπο στη μετέπειτα ζωή και, ανάλογα με το πόσο καλά έγινε η σχετική εσωτερική ψυχολογική επεξεργασία, καθορίζει και το πώς θα αντιμετωπίσει καταστάσεις πένθους, αποχωρισμών ή αμφιθυμίας στις διαπροσωπικές του σχέσεις16. Ωστόσο, όσα προαναφέρθηκαν δεν σταματούν να λειτουργούν και αργότερα, καθώς στερήσεις, τιμωρίες, πιθανές χειροδικίες ή άλλες άμεσες ή έμμεσες «παιδαγωγικές» παρεμβάσεις εισπράττονται ως επιθετικές πράξεις, κάποτε ιδιαίτερα άδικες. Το παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα, για να ανακαλύψει τον κόσμο, είναι αναπόφευκτο να κάνει «αταξίες», ζημιές και επικίνδυνα «κατορθώματα». Τέτοιες πράξεις προκαλούν άλλοτε θυμό και άλλοτε φόβο στους γονείς και οι αντιδράσεις δεν είναι πάντοτε οι ιδανικές. Όταν, για παράδειγμα, ένα παιδί, καθώς παίζει και εξερευνά τον κόσμο γύρω του, βάλει το δάκτυλό του στην παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, ο πανικός των γονέων θα προκαλέσει αυτόματα φωνές και, πιθανόν, χειροδικία. Το παιδί μπορεί να θυμώσει και να ανταποδώσει τη χειροδικία, εισπράττοντας περισσότερες επιπλήξεις και εντονότερη χειροδικία για την απαράδεκτη συμπεριφορά προς τους γονείς. Σε άλλες περιπτώσεις η ποινή μοιάζει παράλογη, καθώς, για το ίδιο ακριβώς παράπτωμα τη μια φορά σχεδόν αμείβεται και την επόμενη υφίσταται δυσανάλογη τιμωρία17. Βλ. LAPLANCHE-PONTALIS, «Projection», TheLanguageofPsychoanalysis, 349-355. D. D. WINNICOTT, Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος, μτφρ. Θ. Παραδέλλης, Καστανιώτης, Αθήνα, 1980, 153-167. 16 Ο Winnicott διαφωνεί με τον όρο «καταθλιπτική» θέση, διότι παραπέμπει στην ψυχοπαθολογία, και προτιμά να ονομάζει αυτή τη φάση ανάπτυξης «στάδιο ενδιαφέροντος» («stage of concern»). D. D. WINNICOTT, «The depressive position in normal emotional development» (1954), Through Pediatrics to Psycho-Analysis, (1957, 1977), Hogarth Press, London, 1985, 56-72. Βεβαίως, αποδέχεται την ύπαρξη της καταθλιπτικής θέσης, αλλά την θεωρεί αναγκαία διαδικασία, και την έξοδο από αυτήν επίτευγμα του βρέφους· διαδικασία η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί έγκαιρα και σωστά, αποτρέποντας έτσι την καταφυγή σε παθολογικές οργανώσεις του ψυχισμού, όπως είναι ο «ψευδής εαυτός».D. D. WINNICOTT (1960), «Ego Distortion in Terms of True and False Self», The Maturational Process and the Facilitating Environment: Studies in the Theory of Emotional Development, (1960), International University Press Inc., New York, 1965, 140-152. 17 Πρβλ. «Αντιδράσεις βίας μπορεί να παρατηρηθούν, σε εμβρυϊκή μορφή, σ᾿ ένα μικρό παιδί που, όταν του θυμώσουμε και το χτυπήσουμε, αντιδρά με το να κλοτσήσει το παιχνίδι του, το τραπέζι ή ό,τι βρει μπροστά του. Ακόμα, όταν είναι μεγαλύτερο, το παιδί μπορεί να αντιδράσει με βία και επιθετικότητα στον γονέα. Η βία λοιπόν είναι αποτέλεσμα στέρησης, εγκατάλειψης και παραμέλησης ή είναι αποτέλεσμα επιθετικής συμπεριφοράς των 14 15
19
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Ο θυμός και η επιθετικότητα που διακινούν στο παιδί τέτοιες συμπεριφορές είναι δυσανάλογα τόσο προς τις σωματικές του δυνάμεις όσο και ως προς το δέος απέναντι στον παντοδύναμο γονέα18. Οι προκαλούμενες ψυχολογικές εντάσεις βρίσκουν, ωστόσο, διέξοδο στην παιδική ηλικία είτε μέσω συμβολικών πράξεων είτε μέσω της φαντασίας19. Έτσι, στην περίπτωση των συμβολικών πράξεων, η οργή μετατίθεται προς άλλες κατευθύνσεις, όπως είναι η επιθετική και καταστροφική συμπεριφορά προς κούκλες, παιχνίδια ή ζώα20. Στην περίπτωση της καταφυγής στη φαντασία, τη λύση δίνει η ασυνείδητη ταύτιση με τους ήρωες των παιδικών παραμυθιών 21. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα κλασσικά παραμύθια πρωταγωνιστούν μικροσκοπικοί ήρωες (π.χ. «κοντορεβιθούληδες» κ.ά.) που νικούν γίγαντες, δράκους, κακές μητριές, βασιλιάδες, κ.λπ., δηλαδή γονεϊκά σύμβολα22. Όπως η επιθετικότητα έτσι και η σεξουαλικότητα εγγράφει την επιρροή της στη ζωή του ανθρώπου πολύ πρώιμα. Οι πρώτες «ερωτικές» εμπειρίες, όπως η απολαβή τρυφερότητας, στοργής, θαλπωρής και άμεσης σωματικής επαφής, βιώνονται πολύ νωρίς και διέπουν τη σχέση μητέρας – παιδιού και, κατά προέκταση, τη σχέση γονέων-παιδιών στα πολύ αρχικά στάδια της ζωής του νέου ανθρώπου. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, και ανάλογα με την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην οικογένεια, μερικές από αυτές τις επιθυμίες ή τις εκδηλώσεις τρυφερότητας ενοχοποιούνται και αποκτούν συγκρουσιακό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, ο φόβος και το άγχος του παιδιού ότι θα τιμωρηθεί από τον ένα γονέα, επειδή θέλει να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του άλλου, μπορεί να πάρει άσχημες διαστάσεις, όταν οι γονείς εμπλέκουν το παιδί στις μεταξύ τους αντιπαλότητες ή προσπαθούν να το προσεταιριστούν συναισθηματικά.
γονέων προς το παιδί. Μόνο μέσα από τις εκδηλώσεις μιας σχέσης που παρέχει ασφάλεια και αγάπη στο παιδί επιτυγχάνεται τελικά η ελεύθερη προς τα έξω έκφραση του θυμού ή ο έλεγχος του θυμού ή, ακόμα καλύτερα, η μετουσίωση και η δημιουργική χρησιμοποίηση του θυμού». Γ. ΤΣΙΑΝΤΗΣ, «Το παιδί και η βία», , Ψυχική Υγεία του παιδιού και της οικογένειας, Καστανιώτης, τ. Α’-1993, 35-36. 18 Πρβλ. D. D. WINNICOTT, Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος, …, 263-268. A. STORR, Ανθρώπινη επιθετικότητα, μτφρ. Μαρίνα Λώμη, Γλάρος, Αθήνα, 1979, 59-72. 19 Σ. ΜΠΕΡΑΤΗ, «Παιχνίδι και φαντασιώσεις λανθάνουσας περιόδου», ΣΠΘ, τ. Α΄, 37-39. 20 Πρβλ. D. D. WINNICOTT, Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος …, 80-120. 21 Πρβλ. Marie-Louise von FRANZ, Kendra CROSSEN, The Interpretation of Fairy Tales, Shambhala Publications Inc, Boston, USA, 1996. 22 Βλ. Κ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ, «Εφηβεία, μια ευκαιρία ολοκλήρωσης του προσώπου», Για τη Ζωή και την Οικογένεια, Νεανικός Επιμορφωτικός Όμιλος Σύρου, Σύρος, 2000, 57-86 (ιδιαίτερα σ. 65-72, όπου σχολιάζονται, ως παραδείγματα, τα κλασικά παιδικά παραμύθια «Η ωραία κοιμωμένη» και «Ο Τζακ και η φασολιά»).
20
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, οι εντάσεις που προκαλούνται από αυτού του είδους τις συναισθηματικές επενδύσεις μπορεί, όπως και στην περίπτωση της επιθετικότητας, να εκτονώνονται μέσω συμβολικών πράξεων ή δια της φαντασίας 23. Στην περίπτωση των συμβολικών πράξεων, οι ενοχοποιημένες «ερωτικές» επιθυμίες βρίσκουν νόμιμη διέξοδο στο παιχνίδι24. Παιγνίδια, όπως «μπαμπάς και μαμά», «κουμπάρες» ή «γιατρός» αποτελούν κλασικές περιπτώσεις εκδραματίσεων («actouts») των παιδικών σεξουαλικών φαντασιώσεων. Ανάλογες «λύσεις», δια μέσου του μηχανισμού των ταυτίσεων, προσφέρουν μερικά παιδικά παραμύθια. Σε πολλά από αυτά τα παραμύθια, για να παραχωρήσει ο βασιλιάς-γονέας την κόρη του, ο υποψήφιος γαμπρός, ακόμα και όταν δεν είναι αντικειμενικά κατάλληλος επειδή είναι φτωχός ή απλός στρατιώτης, πρέπει να αποδείξει την αξία του νικώντας θηρία ή επιτελώντας άθλους και υπερνικώντας τις δοκιμασίες που απαιτεί ο «βασιλιάς» - πατέρας. Σε άλλες εκδοχές, η πριγκίπισσα - υποψήφια νύφη - πέφτει σε μακροχρόνιο βαθύ ύπνο και αποφεύγει την τελική της σεξουαλική ωρίμανση μέχρι να φθάσει η κατάλληλη στιγμή που θα την «ξυπνήσει» ο πρίγκιπας25. Πολύ σημαντικές είναι οι αναφορές του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στο εν λόγω ζήτημα. Βεβαίως, όσον αφορά στην παιδική σεξουαλικότητα δεν συναντάμε στα κείμενά του άμεσες αναφορές. Είναι όμως σαφές ότι θεωρεί δεδομένη τη σημασία των πρώιμων βιωμάτων και σε αυτόν το τομέα της ανάπτυξης του παιδιού. Απευθυνόμενος προς τον γονέα, τον καλεί να είναι σαν βασιλιάς που φροντίζει την ψυχή του παιδιού του, όπως θα φρόντιζε την πόλη που εξουσιάζει. Η θέση του αυτή επιβάλλει να προστατεύσει το παιδί από εκείνους τους ακόλαστους που διηγούνται ανήθικες ιστορίες ή από τους θηλυπρεπείς26.
Σ. ΜΠΕΡΑΤΗ, «Παιχνίδι και φαντασιώσεις λανθάνουσας περιόδου», ΣΠΘ, τ. Α΄, 37-39. …, 176-177: « Σε όλο τον κόσμο, τα παιδιά έχουν ένα παιχνίδι που ονομάζεται ‘Μπαμπάς και Μαμά’, που εμπλουτίζεται με άπειρες ποσότητες φαντασιωτικού υλικού. Η μορφή που παίρνει το παιχνίδι από κάθε ομάδα παιδιών, μας φανερώνει πάρα πολλά για τα παιδιά και ιδιαίτερα για την προσωπικότητα που κυριαρχεί στην ομάδα. Τα παιδιά παίζουν συχνά μεταξύ τους τις σεξουαλικές σχέσεις των ενηλίκων, αλλά αυτό γίνεται μυστικά και επομένως δεν σημειώνεται από όσους κάνουν σκόπιμες παρατηρήσεις». 25 Πρβλ. Κ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ, «Εφηβεία, μια ευκαιρία ολοκλήρωσης του προσώπου», Για τη Ζωή και την Οικογένεια, ..., 65-68. (Ιδιαίτερα τα σχόλια σχετικά με το παραμύθι «Η ωραία κοιμωμένη»). 26 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περὶ κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα , Anne-Marie MALINGREY, SC, 188, 108-109: «Νόμισον εἶναι βασιλεὺς πόλιν ἔχων ὑπήκοον τὴν τοῦ παιδὸς ψυχήν · πόλις γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ψυχή. Καὶ καθάπερ ἐν τῇ πόλει οἱ μὲν κλέπτουσιν ͵ οἱ δὲ δικαιοπραγοῦσιν ͵ οἱ δὲ ἐργάζονται͵ οἱ δὲ ἁπλῶς ὡς ἔτυχεν ἅπαντα πράττουσιν ͵ οὕτω δὴ καὶ ἐν τῇ ψυχῇ διάνοια καὶ λογισμοί· οἱ μὲν στρατεύονται κατὰ τῶν ἀδικούντων ͵ οἷόν εἰσιν ἐν πόλει οἱ στρατιῶται · οἱ δὲ τοῦ παντὸς προνοοῦσιν ͵ καὶ σώματος καὶ οἰκίας ͵ οἷόν εἰσιν οἱ πολιτευόμενοι ἐν ταῖς πόλεσιν · οἱ δὲ ἐπιτάττουσιν ͵ οἷόν εἰσιν οἱ ἄρχοντες· καὶ οἱ μὲν ἀσελγῆ διηγοῦνται ͵ οἷόν εἰσιν 23
24 D. D. WINNICOTT, Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος,
21
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΗΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Έχοντας ο γονιός κατά νουν ότι ανατρέφει κάποιον για να γίνει αθλητής της χριστιανικής ζωής, πρέπει να του διδάξει την ευλάβεια από πολύ μικρή ηλικία. Τότε που η ψυχή είναι ακόμη μαλακή και εντυπώνεται τα καλά διδάγματα. Όπως αυτοί που φτιάχνουν αγάλματα αφαιρούν το περιττό και προσθέτουν ό,τι χρειάζεται, έτσι πρέπει να ενισχύονται τα φυσικά προτερήματα και να διορθώνονται τα ελαττώματα. Ιδιαίτερη σημασία ως προς αυτό το σημείο έχει ο αποκλεισμός κάθε λόγου ακολασίας και η καλλιέργεια προστατευτικών συνηθειών, όπως η νήψη, η πνευματική εγρήγορση και η προσευχητική επαγρύπνηση, πριν ακόμα φθάσει ο καιρός που θα εμφανιστεί η ερωτική επιθυμία27. Ο γονιός καλείται να επιβάλει προστατευτικούς «νόμους» και να υψώσει τείχη, ώστε να υπάρχει έλεγχος στις «πύλες» εισόδου των λογισμών που φθείρουν και καταστρέφουν την ψυχή. Τέτοιες πύλες είναι τα μάτια, η γλώσσα, η ακοή, η όσφρηση και κάποτε η αφή28.
οἱ ἀκόλαστοι · οἱ δὲ σεμνά͵ οἷόν εἰσιν οἱ σώφρονες · καὶ οἱ μέν εἰσιν ἐκτεθηλυσμένοι ͵ οἷόν εἰσιν αἱ γυναῖκες παρ̉ ἡμῖν» . 27 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περὶ κενοδοξίας …, 104-108: «Θρέψον ἀθλητὴν τῷ Χριστῷ καὶ ἐν κόσμῳ ὄντα δίδαξον εὐλαβῆ ἐκ πρώτης ἡλικίας.Ἂν εἰς ἁπαλὴν οὖσαν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐν τυπωθῇ τὰ καλὰ διδάγματα ͵ οὐδεὶς αὐτὰ ἐξελεῖν δυνήσεται ͵ ὅταν σκληρὰ γένηται ὡς τύπος͵ ὥσπερ καὶ κηρός. ...... Οὕτω δὴ καὶ ὑμεῖς · καθάπερ ἀγαλμάτων τινῶν κατασκευασταί͵ πρὸς τοῦτο τὴν σχολὴν ἅπασαν ἔχετε τὰ θαυμαστὰ ἀγάλματα τῷ Θεῷ κατασκευάζοντες· καὶ τὸ μὲν περιττὸν ἐξαιρεῖτε ͵ τὸ δὲ ἐνδέον προστίθετε · καὶ ἑκάστην αὐτὰ περισκοπεῖτε τὴν ἡμέραν͵ ποῖον ἀπὸφύσεως ἔχει πλεονέκτημα͵ ὥστε αὐτὸ αὔξειν ͵ ποῖον ἀπὸφύσεως ἐλάττωμα ͵ ὥστε αὐτὸ περιαιρεῖν. Καὶ μετὰ πολλῆς τῆς ἀκριβείας πρῶτον μὲν αὐτῶν ἐξορίζετε τὸν τῆς ἀκολασίας λόγον · οὗτος γὰρ μάλιστα ὁ ἔρως ἐνοχλεῖ ταῖς τῶν νέων ψυχαῖς. Μᾶλλον δὲ πρὶν ἢ εἰς τὴν πεῖραν ταύτης ἐλθεῖν δίδαξον αὐτὸν νήφειν ͵ ἐγρηγορέναι ͵ εἰς προσευχὰς ἀγρυπνεῖν ͵ πάντα καὶ λέγοντα καὶ ποιοῦντα τὴν σφραγῖδα ἐπιτίθεσθαι». 28 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περὶ κενοδοξίας…, 112-114: «Τίθει τοίνυν νόμους καὶ πρόσεχε ἀκριβῶς· ὑπὲρ γὰρ τῆς οἰκουμένης ἡμῖν ἡ νομοθεσία καὶ πόλιν κτίζομεν σήμερον. Ἔστω σαν οὖν οἱ μὲν περίβολοι καὶ πύλαι αἱ τέσσαρες αἰσθήσεις· τὸ λοιπὸν ἅπαν σῶμα ὥσπερ τεῖχος ἔστω͵ πύλαι δὲ αὐτῷ οἱ ὀφθαλμοί͵ ἡ γλῶσσα͵ ἡ ἀκοή͵ ἡ ὄσφρησις͵ εἰ βούλει καὶ ἡ ἁφή· διὰ γὰρ τῶν πυλῶν τούτων καὶ εἰσί α σικαὶ ἐξέρχονται οἱ τῆς πόλεως ταύτης πολῖται· τουτέστιν οἱ λογισμοὶ διὰ τῶν πυλῶν τούτων καὶ φθείρονται καὶ κατορθοῦνται».
22
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ Η μετάβαση από την παιδικότητα στην εφηβεία, με απώτερο σκοπό πάντα την ενηλικίωση, είναι μια επώδυνη διαδικασία, η οποία διέπεται από πολλές συναισθηματικές και ψυχολογικές εντάσεις. Σε αυτή την δύσκολη και πολυσύνθετη διαδικασία το παιδί καλείται: α) να ολοκληρώσει τον σχηματισμό της προσωπικής του ταυτότητας, β) να επιτύχει την ανεξαρτητοποίησή του από την γονεϊκή οικογένεια και να αποκτήσει τις απαραίτητες ικανότητες για την κοινωνικοποίηση του, και γ) να επαναδιαπραγματευθεί τις λεγόμενες παιδικές ψυχοσυγκρούσεις. α) Ο σχηματισμός προσωπικής ταυτότητας: Στον δρόμο προς την ενηλικίωση, η μορφοποίηση της ταυτότητας και η ενασχόληση με τις ιδεολογικές αναζητήσεις πορεύονται ταυτόχρονα και παράλληλα με τις διεργασίες ανεξαρτητοποίησης και από-εξιδανίκευσης. Ο έφηβος, για να κατορθώσει την ολοκλήρωση της προσωπικής του ταυτότητας, έχει ανάγκη από «μία θεωρία ζωής, ένα κοινό χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις σύστημα αξιών, εικόνων, ιδεών και ιδανικών, πού θα απλοποιεί συστηματικά την πολυπλοκότητα του χώρου και του χρόνου και θα θέτει σκοπούς και στόχους»1. Η προσωπική ταυτότητα, ωστόσο, δεν δομείται από μη προϋπάρχοντα υλικά και δεν υπάρχει άσχετα από τη γονική και την πολιτισμική ταυτότητα, στο πλαίσιο της οποίας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο ενηλικιούμενος νέος. Η σημασία που έχει η προβολή θετικών προτύπων εκ μέρους της παλαιάς γενεάς για τη διαμόρφωση υγιών προσωπικοτήτων στη νέα γενιά υπογραμμίζεται με έμφαση από την Πατερική σοφία. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο Πατερικός προβληματισμός δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη διάπλαση προσωπικοτήτων με αυθεντικό χριστιανικό ήθος και δεν αρκείται απλώς στη διαμόρφωση καλού χαρακτήρα. Είναι επίσης σαφές ότι η ανατροφή των παιδιών «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» δεν σημαίνει τον εξαναγκασμό τους σε μια πειθήνια δουλικότητα αλλά την ανάπτυξή τους σε κλίμα αληθινής αγάπης και γνήσιας ελευθερίας. Σ. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου», Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, (Εds) Γ. ΤΣΙΑΝΤΗΣ, Σ. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ, εκδ. Καστανιώτης, τ. A’- Γ’, Αθήνα, 1987, 58. 1
23
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι πολύ σαφής ως προς αυτό το σημείο. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει δεν είναι η σθεναρή παρότρυνσή του προς τους γονείς να κάνουν το παιδί τους χριστιανό, αλλά οι εξαιρετικής ψυχολογικής ευαισθησίας επισημάνσεις του σχετικά με το πώς πρέπει να γίνει αυτό2. Το πρώτο που τονίζει είναι ότι δεν πρέπει οι γονείς να «παροργίζουν» τα παιδιά τους χρησιμοποιώντας ως μέθοδο την καταπίεση, τους ψυχολογικούς εκβιασμούς και την υπονόμευση της προσωπικής ελευθερίας, ανατρέφοντάς τα «οὐχ ὡς ἐλευθέροις͵ ἀ
ὡς ἀνδραπόδοις»3. Ο σοφός ιεράρχης καθησυχάζει συγχρόνως
τους γονείς, εξηγώντας ότι αυτός ο τρόπος δεν πρόκειται να καταστήσει το παιδί τους ανυπάκουο και ασεβές προς αυτούς, αφού, χάρη στη χριστιανική παιδεία, «τοῦτο πρῶτον ἀκούσεται· Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου»4. Το δεύτερο σημείο, στο οποίο επιμένει ο ιερός Χρυσόστομος, είναι ότι η επιτυχία της ορθής ανατροφής δεν στηρίζεται σε παραινέσεις ή θεωρητικά διδάγματα αλλά κυρίως στην ύπαρξη σωστών και υγιών παραδειγμάτων, δηλαδή, σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία, προτύπων που παρέχουν τη δυνατότητα θετικών ταυτίσεων. Και, βέβαια, το πρώτο και θεμελιώδες πρότυπο οφείλει να είναι ο ίδιος ο γονέας, «ἡ τοῦ βίου λαμπρότης» του οποίου πρέπει να αποτελεί «κοινὸν πᾶσι διδασκαλεῖον καὶ ὑπόδειγμα ἀρετῆς .... εἰς μέσον πᾶσι προκειμένη» και να λειτουργεί «ὥσπερ ἀρχέτυπός τις εἰκών͵ πάντα ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὰ καλά», ώστε «μετὰ πολλῆς τῆς εὐκολίας τοῖς βουλομένοις ἐναπομάξασθαί τι τῶν ἐν αὐτῇ καλῶν παρεχομένη τὰ παραδείγματα». Όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, εάν και εφόσον η προσωπική ζωή των γονέων επιβεβαιώνει την αλήθεια της χριστιανικής ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴν ΚΑ’, PG 62, 150: «Καὶ οἱ πατέρες͵ μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν͵ ἀλλὰ ἐκτρέφετε αὐτά. Οὐκ εἶπεν͵ Ἀγαπᾶτε αὐτά· τοῦτο γὰρ καὶ ἀκόντων αὐτῶν ἡ φύσις ἐπισπᾶται͵ καὶ περιττὸν ἦν περὶ τῶν τοιούτων νόμον τιθέναι· ἀλλὰ τί φησι; Μ ὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν͵ οἷον οἱ πολλοὶ ποιοῦσιν͵ ἀποκληρονόμους ἐργαζόμενοι͵ καὶ ἀποκηρύκτους ποιοῦντες͵ καὶ φορτικῶς ἐπικείμενοι͵ οὐχ ὡς ἐλευθέροις͵ ἀ ὡς ἀνδραπόδοις. Διὰ τοῦτό φησι· Μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν. Εἶτα τὸ κεφάλαιον πάντων͵ πῶς ἂν ὑπακούσαιεν δείκνυσιν͵ εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν αἰτίαν ἅπασαν ἀγαγών. Καὶ καθάπερ ἔδειξε τοῦ τὴν γυναῖκα ὑπακούειν αἴτιον τὸν ἄνδρα γινόμενον (διὸ καὶ τὰ πλείονα αὐτῷ διαλέγεται͵ τῇ τῆς ἀγάπης τυραννίδι παρακαλῶν αὐτὴν ἐπισπᾶσθαι)͵ οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα πάλιν εἰς αὐτὸν τὴν αἰτίαν ἀνάγει͵ λέγων· Ἀλλὰ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ὁρᾷς ὅτι τῶν πνευματικῶν ὄντων καὶ τὰ σαρκικὰ ἕψεται; Βο ύλει εἶναι τὸν υἱὸν πειθήνιον; ἐξ ἀρχῆς αὐτὸν ἔκτρεφε ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου· μὴ νομίσῃς εἶναι περιττὸν τὸ τῶν θείων Γραφῶν αὐτὸν ἐπακούειν· ἐκεῖ γὰρ τοῦτο πρῶτον ἀκούσεται· Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὥστε ὑπὲρ σοῦ τοῦτο γίνεται. Μὴ εἴπῃς· Τοῦτο μοναζόντων ἐστί· μὴ γὰρ μονάζοντα αὐτὸν ποιῶ; Οὐκ ἔστιν ἀνάγκη γενέσθαι αὐτὸν μονάζοντα. Τί δέδοικας δέος πολλοῦ κέρδους ἀνάμεστον; Χριστιανὸν αὐτὸν ποίησον». 3 Ό.π. 4 Ό.π. 2
24
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
διδασκαλίας, ώστε «ὁ ἐξ ἐναντίας ἐντραπῇ͵ μηδὲν ἔχων περὶ ἡμῶν λέγειν φαῦλον»5. Η αναφορά στην έννοια της «ἀρχετύπου εἰκόνος», η οποία «παρέχει παραδείγματα», είναι εμφανές ότι παραπέμπει ακριβώς σε μια διαδικασία διαμορφώσεως προσωπικής ταυτότητας μέσω υγιών ταυτίσεων με θετικά πρότυπα. Στο πλαίσιο του ίδιου προβληματισμού υπογραμμίζεται ότι δεν είναι πειστική η παιδαγωγική νουθεσία, εάν δεν επιβεβαιώνεται από τη συμφωνία έργων και λόγων: «ὁ χωρὶς ἔργων ἐν τοῖς λόγοις μόνοις φιλοσοφῶν οὐδὲν ὀνίνησι μέγα τὸν ἀκροατήν», ενώ «ὁ παρ̉ ἑαυτοῦ πρώτου κατορθωθεῖσαν ἔχων δεῖξαι τὴν συμβουλήν͵ ταύτῃ μάλιστα πάντων ἐπάγεται τὸν ἀκούοντα»6. Η παρατήρηση δεν είναι ελάσσονος σημασίας, αν θυμηθούμε ότι η επιθετικότητα που εγείρεται εναντίον των γονέων, κατά την εφηβεία, σχετίζεται και με την απογοήτευση των νέων, όταν η αυτοπροβολή της εικόνας των γεννητόρων τους ως προτύπου προς μίμηση διαψεύδεται από τον βίο τους. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται με τον δικό του τρόπο στη σημασία των ενάρετων προτύπων, γράφοντας ότι δεν είναι σωστό να παρουσιαζόμαστε «τῆς θαυμασίας ἀρετῆς κακοὶ ζωγράφοι» ή, ακόμη χειρότερα, «ζωγράφοι» της φαυλότητας, γενόμενοι έτσι «φαῦλον ἀρχέτυπον» για πολλούς7. Τη διατύπωση του αγίου Γρηγορίου επεξηγεί διεξοδικά ο Μιχαήλ Ψελλός: «Κακός ζωγράφος της αρετής είναι αυτός που δεν την απεικονίζει στην ψυχή του με τα δικά του χρώματα αλλά υποκριτικά προσποιείται ότι την έχει αφομοιώσει, για να γίνεται αρεστός στους πολλούς. Ας μη γινόμαστε λοιπόν κακοί ζωγράφοι της θαυμάσιας αρετής, μας λέει ο μέγας πατήρ, διότι αυτό συνεπάγεται τουλάχιστον δύο κακά, ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο (καθώς αυτός που έτσι ζωγραφίζει τον εΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τίτον Ἐπιστολήν, PG 62, 684: «Ἔστω δὲ κοινὸν πᾶσι διδασκαλεῖον καὶ ὑπόδειγμα ἀρετῆς ἡ τοῦ σοῦ βίου λαμπρότης͵ εἰς μέσον πᾶσι προκειμένη͵ ὥσπερ ἀρχέτυπός τις εἰκών͵ πάντα ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὰ καλά͵ μετὰ πολλῆς τῆς εὐκολίας τοῖς βουλομένοις ἐναπομάξασθαί τι τῶν ἐν αὐτῇ καλῶν παρεχομένη τὰ παραδείγματα. Ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν͵ σεμνότητα͵ λόγον ὑγιῆ͵ ἀκατάγνωστον͵ ἵνα ὁ ἐξ ἐναντίας ἐντραπῇ͵ μηδὲν ἔχων περὶ ἡμῶν λέγειν φαῦλον. 6 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περὶ παρθενίας λε’, 1, MUSURILLO, SC, 125, σ. 208, 16-23: «Ὥσπερ οὖν ὁ χωρὶς ἔργων ἐν τοῖς λόγοις μόνοις φιλοσοφῶν οὐδὲν ὀνίνησι μέγα τὸν ἀκροατήν͵ ο ὕτως ὁ παρ̉ ἑαυτοῦ πρώτου κατορθωθεῖσαν ἔχων δεῖξαι τὴν συμβουλήν͵ ταύτῃ μάλιστα πάντων ἐπάγεται τὸν ἀκούοντα. Πρὸς δὲ τούτοις καὶ φθόνου καὶ τύφου καθαρεύοντα δείκνυσιν ἑαυτόν· τὸ γὰρ ἐξαίρετον τοῦτο κοινὸν εἶναι βούλεται τῶν μαθητῶν͵ οὐδὲν αὐτῶν πλέον ἔχειν ζητῶν ἀ ἐν ἅπασιν αὐτοὺς ἐξισοῦν ἑαυτῷ θέλων». 7 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγοι, Β’, ιγ’, PG 35, 421: «Πρῶτον μὲν δὴ τοῦτο͵ ὧν εἴπομεν͵ εὐλαβεῖσθαι ἄξιον͵ μὴ φαινώμεθα τῆς θαυμασίας ἀρετῆς κακοὶ ζωγράφοι͵ μᾶλλον δὲ ζωγράφων οὐ φαύλων ἴσως͵ τῶν δὲ πολλῶν φαῦλον ἀρχέτυπον». 5
25
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
αυτό του, εάν τύχει μάλιστα να έχει και αξίωμα διδασκαλικό, κατ᾿ αρχήν διαφθείρεται ο ίδιος και έπειτα διαστρέφει εκείνους που τον βλέπουν ως πρότυπο), και αυτοί είναι οι λόγοι που ο θαυμάσιος αυτός άνδρας απαγορεύει να γίνεται ο δάσκαλος κακός ζωγράφος της αρετής, ώστε αφενός να αποφύγει τη δική του φθορά και αναπηρία και αφετέρου να αποφύγουν οι πολλοί τη μίμηση αυτού του νόθου ζωγραφίσματος»8. Ο αγ. Γρηγόριος επιμένει ότι δεν μπορεί κανείς να προσφέρει παιδεία σε άλλους, αν δεν έχει ο ίδιος προηγουμένως εκπαιδευτεί επαρκώς, και είναι μάλλον τολμηρό ή ανόητο να μαθαίνει κανείς την ευσέβεια πάνω στις ψυχές των άλλων. Αυτοί που φέρονται έτσι είτε είναι ασύνετοι, χωρίς επίγνωση της αμάθειάς τους, είτε θρασείς, αφού τολμούν κάτι τέτοιο, ενώ γνωρίζουν την κατάστασή τους 9. Δηλαδή, όπως λέει και ο ιερός Χρυσόστομος, το αληθινό πρότυπο, επί του οποίου μπορεί να στηριχθεί η διδαχή, επομένως και η ανατροφή των παιδιών, είναι το «ὀρθῶς ζῇν καὶ μετὰ πολιτείας ἀρίστης»10. Η άριστη διαπαιδαγώγηση στηρίζεται στο γεγονός ότι για κάθε παραίνεση πρέπει κανείς να είναι σε θέση να προβάλει ως παράδειγμα τον εαυτό του, αποδεικνύοντας ότι όντως πιστεύει και ζει ο ίδιος σύμφωνα με όσα διδάσκει11.
ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Θεολογικά, 67, πγ’, Paul GAUTIER, Michaelis Pselli Theologica, τ. 1, Teubner, [Bibliotheca Scriptorum et Romanorum Teubneriana], Leipzig, 1989, 67, 3-14: «Κακός ἐστι ζωγράφος τῆς ἀρετῆς ὁ μὴ ἐξεικονίζων ταύτην ἐν τῇ ψυχῇ μετὰ τῶν ἰδίων χρωμάτων τε καὶ σχημάτων͵ ἀλλὰ ὑποκρίσεως καὶ τοῦ τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν ταύτην ἀφομοιούμενος. μὴ οὖν γενώμεθα͵ φησὶν ὁ μέγας πατήρ͵ τῆς θαυμασίας ἀρετῆς κακοὶ ζωγράφοι. ἐπεὶ δὲ δύο ᾔδει ἐντεῦθεν κακὰ γινόμενα͵ τὸ μὲν ἔλαττον͵ τὸ δὲ μεῖζον (ὁ γὰρ οὕτως ἑαυτὸν ζωγραφῶν͵ εἰ καὶ μάλιστα τύχοι διδασκαλικὸν ἔχων ἀξίωμα͵ πρῶτον μὲν ἑαυτὸν διαφθείρει͵ ἔπειτα καὶ τοὺς εἰς αὐτὸν ἀφορῶντας ὡς πρὸς παράδειγμα διαστρόφους ἐργάζεται)͵ διὰ ταῦτα ὁ θαυμάσιος οὗτος ἀνὴρ ἀπαγορεύει μὲν μὴ κακὸν γίνεσθαι ζωγράφον τῆς ἀρετῆς τὸν διδάσκαλον͵ τοῦτο μὲν καὶ διὰ τὴν οἰκείαν λώβην τε καὶ φθοράν͵ τοῦτο δὲ καὶ διὰ τὴν τῶν πολλῶν πρὸς τὸ τοιοῦτον νόθον ζωγράφημα μίμησιν». 9 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγοι, Β’, μζ’, PG 35, 421: «Ὡς τό γε παιδεύειν ἄλλους ἐπιχειρεῖν͵ πρὶν αὐτοὺς ἱκανῶς παιδευθῆναι͵ καὶ ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν͵ τὸ δὴ λεγόμενον͵ ἐν ταῖς τῶν ἄλλων ψυχαῖς ἐκμελετᾷν τὴν εὐσέβειαν͵ λίαν εἶναί μοι φαίνεται ἀνοήτων ἢ τολμηρῶν· ἀσυνέτων μέν͵ εἰ μηδὲ αἰσθάνοιντο τῆς ἑαυτῶν ἀμαθείας· θρασέων δέ͵ εἰ καὶ συνιέντες͵ κατατολμῶσι τοῦ πράγματος». 10 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν ΙΑ’, δ΄, PG 60, 489: «Τίς δὲ ὁ τύπος τῆς διδαχῆς; Ὀρθῶς ζῇν καὶ μετὰ πολιτείας ἀρίστης». 11 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολὴν ΙΓ’, PG 62, 285: «Τοῦτο διδασκαλίας ἀρίστης ͵ τὸ ἐν πάσαις ταῖς παραινέσεσιν ἑαυτὸν παρέχειν τύπον ͵ καθὼς καὶ ἀλλαχοῦ φησι ͵ καθὼς ἔ χετε τύπον ἡμᾶς · καὶ πάλιν ἐνταῦθα ͵ Ἃ καὶ ἐμάθετε ͵ καὶ παρελάβετε · τουτέστιν͵ Ἐδιδάχθητε · καὶ ἠκούσατε ͵ καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί ͵ καὶ ῥημάτων ἕνεκεν ͵ καὶ πράξεων ͵ καὶ ἀναστροφῆς. Ὁρᾷς ὅτι μέχρι παντὸς πράγματος ταῦτα διατάττεται; Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἐνῆν ἀκριβολογεῖσ θαι περὶ πάντων͵ καὶ εἰσόδων καὶ ἐξόδων͵ καὶ ῥήματος καὶ σχήματος καὶ συνουσίας (πάντων γὰρ τούτων χρὴ προνοεῖν τὸν Χριστιανόν)· συντόμως εἶπε καὶ ὡς ἐν κεφαλαίῳ͵ Ἐν ἐμοὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε· τουτέστι͵ Παρ̉ ἐμοί· ὡσεὶ ἔλεγε · Καὶ διὰ τῶν ἔργων ͵ καὶ διὰ τῶν ῥημάτων ὑμᾶς ἀνήγαγον. Ταῦτα πράσσετε· μὴ λέγετε μόνον͵ ἀλλὰ καὶ πράττετε· ». 8
26
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Σήμερα γνωρίζουμε, ότι η διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας και η εξελικτική της διαφοροποίηση επιτελείται, ούτως ή άλλως, μέσω μιας αλληλουχίας «ταυτίσεων». Πρέπει να τονισθεί ότι η ψυχολογική έννοια της ταύτισης δεν αναφέρεται στη μίμηση των εξωτερικών συμπεριφορών άλλων προσώπων. Πρόκειται για συγκεκριμένη ψυχολογική διεργασία, κυρίως ασυνείδητη, δια της οποίας το συγκεκριμένο άτομο αφομοιώνει ένα χαρακτηριστικό, μια ιδιότητα ή κάποιο στοιχείο που ανήκει σε κάποιο άλλο άτομο. Η εν λόγω αφομοίωση συνεπάγεται μερική ή και ολική μεταμόρφωση του προσλαμβάνοντος, σύμφωνα με το πρότυπο προς το οποίο επιτελείται η ταύτιση12. Κατά τη διεργασία της ταύτισης το υποκείμενο δανείζεται χαρακτηριστικά από τη συμπεριφορά του «προτύπου», τα αφομοιώνει και τα ανασυνθέτει μέσα στον δικό του εσωτερικό κόσμο, διαμορφώνοντας, μέσω ποικίλων ταυτίσεων, τη δική του προσωπική συμπεριφορά. Οι πιθανές απόρροιες τέτοιων ταυτίσεων είναι δυνητικά απεριόριστες. Επιλέγουμε από τη βιβλιογραφία μερικά παραδείγματα, προκειμένου να γίνει πιο κατανοητός ο μηχανισμός των ταυτίσεων. Ένα από τα τυπικότερα παραδείγματα είναι η ταύτιση του γονέα με τον δικό του γονέα. Το αποτέλεσμα είναι η μητέρα ή ο πατέρας να φέρονται προς το παιδί τους με τον ίδιο τρόπο που τους φέρθηκε ο δικός τους γεννήτορας, όταν ως παιδιά περνούσαν τις δικές τους εξελικτικές φάσεις 13. Αν σε αυτές τις εγγραφές υπερτερούν τα αρνητικά στοιχεία, είναι πιθανό το παιδί να γίνει πεδίο προβολών αυτών των απορριπτικών συναισθημάτων, εγγράφοντας υποθήκες κατοπινών συγκρούσεων. Με παρόμοιο τρόπο έχουν ενδεχομένως προβληθεί πάνω στο παιδί ασυνείδητες εγωκεντρικές ανάγκες του γονέα, οι οποίες είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν ή να προκαλέσουν απογοητεύσεις. Είναι δυνατόν, επίσης, να προβληθούν πάνω στο παιδί στοιχεία της προσωπικότητας του γονέα, απορριπτέα και ενοχοποιητικά για τον ίδιο. Το παιδί, ταυτιζόμενο με τις αρνητικές προβολές, αναγνωρίζει τα προβαλJ. LAPLANCHE, J.-B. PONTALIS, «Identification», The Language of Psychoanalysis, The Institute of Psychoanalysis–Karnac Books, London, 1968, σ. 205-208. 13 Τυπικό παράδειγμα της ταύτισης του γονέα με τον δικό του γονέα αποτελεί το γεγονός ότι το 25-35 % των γονέων που κακοποιούν τα παιδιά τους υπήρξαν οι ίδιοι κακοποιημένα παιδιά στο παρελθόν. Πρβλ. N. ZILL, D. R. MORRISON, J. KAUFMAN, «Do abused children become abusive parents?», Parents May (1988) 100-104. J. KAUFMAN, E. ZIGLER, «Do abused children become abusive parents?», American Journal of Orthopsychiatry 57 (1987)186–192. 12
27
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
λόμενα αρνητικά στοιχεία ως δικά του χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η εμπλοκή δεν σταματά εδώ, καθώς ο μηχανισμός των ταυτίσεων λειτουργεί αμφίδρομα. Το μεν παιδί μεγαλώνει εσωτερικεύοντας την εικόνα που έχει ο γονέας του γι̉ αυτό, και συμμορφώνεται προς αυτήν, ο δε γονέας γίνεται απορριπτικός προς το παιδί του λόγω των «ελαττωμάτων» του. Η ταύτιση με την αρνητική εικόνα, που έχει τελικά εσωτερικεύσει το παιδί, συνεπάγεται τη μορφοποίηση μιας μειονεκτικής εικόνας για τον εαυτό του, γεγονός που το οδηγεί να δημιουργήσει χαμηλή αυτοεκτίμηση και να συσσωρεύσει απωθημένη οργή14. Κατά την εφηβεία, όταν τίθεται επιτακτικά το πρόβλημα δόμησης της προσωπικής ταυτότητας, είναι προφανές ότι η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της αυθεντικής επιθυμίας, σχετικά με το τι θα ήθελε κάποιος να είναι (αληθής εαυτός), και του τι έχει εξαναγκαστεί να γίνει (ψευδής εαυτός), δεν θα είναι άμοιρη συνεπειών. Αυτή η, εσωτερική καταρχήν, ψυχολογική σύγκρουση μπορεί τότε να εξωτερικευθεί είτε με ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις είτε με άμεσες ή έμμεσες συγκρούσεις, δηλαδή ή άμεσα επιθετικά ή με έμμεσους παθητικο-επιθετικούς τρόπους15. Το κενό που δημιουργείται από την απόρριψη των παλαιότερων γονικών «προτύπων» καθιστά επιτακτική την ανάγκη να ανακαλυφθούν νέα πρότυπα, τα οποία θα προσωποποιούν τις προαναφερθείσες αναζητήσεις και θα έχουν έντονο και σαφή τον χαρακτήρα της διαφορετικότητας και της τολμηρότητας απέναντι στις προηγούμενες γενιές. Έτσι εμφανίζεται η δημιουργία νέων «ινδαλμάτων», πού επιλέγονται από τον αθλητικό, τον καλλιτεχνικό ή τον πολιτικό και ιδεολογικό χώρο, τα οποία επιστρατεύονται για να καλύψουν το δημιουργούμενο κενό στον εσωτερικό κόσμο του εφήβου16. Σημειωτέον ότι αυτά τα φαινόμενα αποτελούν, καταρχήν, μέρος μιας φυσιολογικής διαδικασίας17 που ανοίγει όμως τον δρόμο σε πιθανές αποκλίσεις από το φυσιολογικό18.
Σ. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου»,…, σ. 59-63. Διεξοδική μελέτη του προβλήματος της παθητικής επιθετικότητας υπάρχει στο R. D. PARSONS, R. J. WICKS (eds), Passive - Aggressiveness, Theory and Practice, Brunner-Mazel, New York, 1983. 16 Πρβλ. M. KLEIN, J. RIVIERE, Αγάπη καί Μίσος, Η ανάγκη της επανόρθωσης, μτφρ. Λ. Τζελέπογλου, Ανδρομέδα, Αθήνα, 1981, σ. 107-110. 17 Αξίζει να αναρωτηθούμε, ποια σημασία θα είχε η τοποθέτηση στη θέση αυτών των ινδαλμάτων», παραδειγμάτων «ιδανικών» προσωπικοτήτων, όπως οι Άγιοι της Εκκλησίας, και τι θα σήμαινε αυτό για τη διάπλαση του ήθους των νέων. Δεν μπορούμε, όμως, και να μην αναρωτηθούμε μήπως για το κενό αυτό υπάρχει κάποιος 14 15
28
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
β) ανεξαρτητοποίησή από την γονεϊκή οικογένεια - κοινωνικοποίηση Η μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση σημαίνει, μεταξύ άλλων, το πέρασμα από την κατάσταση της οικογενειακής εξάρτησης του παιδιού στην κατάσταση της αυτοδύναμης κοινωνικής παρουσίας του ως ενηλίκου. Αυτή η διεργασία, γνωστή
στην
ψυχολογική
γλώσσα
ως
διαδικασία
«ανεξαρτητοποίησης-
κοινωνικοποίησης», συμπεριλαμβάνει διάφορες, περισσότερο ή λιγότερο επώδυνες, καταστάσεις και εμπειρίες. Τούτο είναι ευνόητο, αν αναλογιστούμε ότι το ένα βασικό συστατικό αυτής της διαδικασίας είναι ο αποχωρισμός (ανεξαρτητοποίηση) από τα πιο αγαπημένα μέχρι τότε πρόσωπα, δηλαδή τους γονείς, και το άλλο βασικό συστατικό είναι η ανάγκη της αυτοδύναμης επιβίωσης στον άγνωστο και ανταγωνιστικό κόσμο των ενηλίκων (κοινωνικοποίηση). Από ψυχολογικής πλευράς, ο αποχωρισμός είναι ένα σύνθετο ψυχολογικό φαινόμενο που περιλαμβάνει εκδηλώσεις και διεργασίες, όπως το πένθος και η αναβίωση διαπροσωπικών συναισθηματικών εκκρεμοτήτων, που προκαλούν διάφορες εντάσεις ή ακόμα και παθολογικά ψυχολογικά φαινόμενα. Ταυτοχρόνως, η κοινωνικοποίηση που ξεκίνησε με τις πρώτες προστατευμένες εξόδους του παιδιού στον κόσμο, όπως όταν πρωτοπήγε στο σχολείο, αποκτά τώρα νέες απαιτητικότερες διαστάσεις. Η ένταξη του νέου στον κόσμο των ενηλίκων εμπεριέχει απειλές και αυξημένες αξιώσεις, τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει χωρίς την προστατευτική ασπίδα των γονέων. Από τα ποικίλα δεδομένα που σχετίζονται με τη διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης και της κοινωνικοποίησης εστιάζουμε την προσοχή μας σε εκείνα που θεωρούμε θεμελιώδη και ταυτοχρόνως παρουσιάζουν αυξημένο ποιμαντικό ενδιαφέρον. Τέτοια βασικά δομικά στοιχεία είναι η αγάπη, το πένθος, η από-εξιδανίκευση των γονέων και τα δυναμικά της οργής, η οποία εκλύεται κατά τη διαδικασία της νεανικής ανεξαρτητοποίησης. Όλες οι ψυχολογικές θεωρίες θέτουν ως προϋπόθεση για τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου την αγάπη, ανεξάρτητα αν την κατονομάζουν ή βαθμός ευθύνης από πλευράς ποιμαίνουσας Εκκλησίας, πού σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο προβάλλει τους βίους και τις μορφές των αγίων Της. 18 Πρβλ. Α. ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ, Τα παιδιά της τρέλας. Η βία στις ταυτίσεις, Νεφέλη, Αθήνα, 1988.
29
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
αναφέρονται εμμέσως σε αυτήν. Κλασικές ψυχολογικές έννοιες που σχετίζονται με την υγιή ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου, όπως η έννοια της «ικανοποιητικά επαρκούς μητέρας» («good-enough mother)19 είναι πρόδηλο ότι παραπέμπουν άμεσα στην ποιότητα της αγαπητικής σχέσης μεταξύ γονέων και παιδιού. Η αναφορά στην αγάπη και στους τρόπους, με τους οποίους αυτή εκφράζεται, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας, καθώς όλο και περισσότερο οι ανθρώπινες σχέσεις αποπροσωποποιούνται και μετατρέπονται σε σχέσεις συναλλαγής, βασιζόμενες κυρίως σε παροχές υλικών αγαθών, παρά σε προσωπικό συναισθηματικό δόσιμο. Τούτο γίνεται πολύ εμφανές στις σύγχρονες οικογένειες, όπου οι ρυθμοί και οι απαιτήσεις του βίου μειώνουν εξαιρετικά τον διαθέσιμο χρόνο για ενδοοικογενειακές διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ, ταυτόχρονα, η ένταση και το άγχος που διέπουν την καθημερινότητα βρίσκουν διέξοδο εκτόνωσης μέσα στο σπίτι, δηλητηριάζοντας τη συναισθηματική ατμόσφαιρα. Οι συνειδητές ή ασυνείδητες ενοχές των γονέων για τη φυσική ή συναισθηματική απουσία τους από τα παιδιά, τα οποία μεγαλώνουν σε παιδικούς σταθμούς ή με τις γιαγιάδες, γίνεται προσπάθεια να καλυφθούν με υλικές παροχές, πράγμα που μάλλον επιδεινώνει τα πράγματα, προσθέτοντας προβλήματα στην υγιή ανατροφή του παιδιού. Το απλούστερο που μπορεί να σημειώσει κανείς εδώ είναι το εύλογο ερώτημα: εάν κανείς «εκπαιδευθεί» από παιδί να ανακουφίζει τις συναισθηματικές του ανάγκες με υλικές παροχές, γιατί αργότερα να μην κάνει το ίδιο, ζητώντας ανακούφιση στις δύσκολες στιγμές πάλι με τεχνητούς τρόπους; Έτσι η καταφυγή σε τεχνητούς «παραδείσους», είτε αυτοί έχουν την κοινωνικά αποδεκτή μορφή του υπερκαταναλωτισμού είτε την απορριπτέα μορφή της χρήσης ψυχοτρόπων ναρκωτικών ουσιών, μοιάζει να έχει βάλει τους θεμέλιους λίθους της πολύ νωρίς. Πρέπει ασφαλώς να τονιστεί ότι αυτά τα προβλήματα είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας και τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν είναι από μόνα τους επαρκή γενεσιουργά αίτια. Ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία τους. Η είσοδος στην εφηβεία και η πορεία προς την ενηλικίωση φέρνουν στο προσκήνιο την επιτακτική ανάγκη του νέου ανθρώπου να προετοιμαστεί και, στο τέλος, 19
Πρβλ. D. D. WINNICOTT, «Transitional objects and transitional phenomena», IJPA 34 (1953), σ. 89-97.
30
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
να κατορθώσει την ανεξαρτητοποίησή του από τη γονεϊκή κυριαρχία. Στην περίπτωση της πορείας προς την ενηλικίωση, πραγματοποιείται, κατά κάποιο τρόπο, μια οριστική «μετανάστευση» από τον παιδικό κόσμο σε αυτόν των ενηλίκων. Κάθε οριστική μετανάστευση θέτει επιτακτικά το ζήτημα του αποχωρισμού από τους οικείους. Μάλιστα, αν δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει αυτή την οδυνηρή διαδικασία, είτε δεν θα μπορέσει ποτέ να φύγει ή θα «μαραζώσει» εκεί που θα πάει. Κατ᾿ αναλογία, και η «μετανάστευση» από το «οικογενειακό χωριό» στη «μεγαλούπολη» των ενηλίκων είναι μία απολύτως απαραίτητη αλλά και εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία. Ένα μέρος αυτής της διαδικασίας μοιάζει πολύ αντιφατικό από πλευράς ψυχολογικής, αφού περιλαμβάνει δύο φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετες διαδικασίες. Από τη μια πλευρά ενεργοποιείται η, κάποτε πολύ προκλητική, προσπάθεια πλήρους απομυθοποίησης των γονέων και από την άλλη η εξίσου προκλητική απαίτηση, να παρουσιάζονται οι γονείς ιδανικοί όσο ποτέ. Δεν είναι σπάνιο να εκπλήττονται οι γονείς των εφήβων, όταν μαθαίνουν από τρίτους με πόση κατανόηση και ενδιαφέρον εκφράζονται τα παιδιά τους γι̉ αυτούς, την ίδια στιγμή που στο σπίτι φέρονται σαν να είναι οι χειρότεροι εχθροί τους. Αυτή η φαινομενική αντίφαση δεν είναι τόσο παράδοξη, αν κατανοήσει κανείς τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Αποχωρίζεται ευκολότερα και πιο ανώδυνα κανείς κάτι που το έχει πρώτα απαξιώσει αλλά, ταυτόχρονα, αν δεν έχει κανείς τα καλά της πατρίδας του στην καρδιά του, δεν μπορεί να επιβιώσει στον ξένο τόπο. Από πλευράς ψυχολογικής τα πράγματα είναι περιπλοκότερα, όμως η κεντρική ιδέα παραμένει η ίδια. Στην περίπτωσή μας πάντως συμμετέχουν και άλλοι συντελεστές που δρουν καθοριστικά στη διεργασία της απομυθοποίησης και των εκλυόμενων εντάσεων, όπως είναι η επαναδιαπραγμάτευση των παιδικών ψυχοσυγκρούσεων και η αποκρυστάλλωση ενιαίας προσωπικής ταυτότητας. Οι επιστήμονες της συμπεριφοράς γνωρίζουν ότι μερικά από τα πιο οδυνηρά βιώματα της εφηβικής ηλικίας είναι τα σχετικά με την αναπόφευκτη ψυχολογική διαδικασία της αποεξιδανικεύσης των γονέων και, κατά προέκταση, των γονικών προτύπων, όπως οι δάσκαλοι, οι ποιμένες και οι άλλοι ηγέτες του κοινωνικού βίου. 31
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Αυτό συμβαίνει, όταν η ψυχολογική ωρίμανση δεν έχει επιτελεστεί με επάρκεια ώστε να μπορεί να περιχωρήσει τα θετικά στοιχεία, μαζί με την ανακάλυψη των εγωκεντρικών γονικών αναπηριών, των πιθανών συμβιβασμών τους με τους περιορισμούς που θέτει η ίδια η ζωή ή όποιων άλλων ανθρωπίνων αδυναμιών τους, που έρχονται σε αντίφαση προς όσα διακήρυτταν σχετικά με το τι συνιστά το ουσιώδες του βίου20. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι είναι ευκολότερο για τον έφηβο να αποεξιδανικεύσει γονείς και πρότυπα με αποδεδειγμένη σταθερότητα και συνέπεια στις αρχές τους και με οριοθετημένη προσωπικότητα. Τούτο, διότι σε αυτούς μπορεί να εναντιωθεί και να τούς ανταγωνιστεί, χωρίς να φοβάται ότι θα τούς εξουθενώσει ή θα τους αναγκάσει να παραιτηθούν και να φύγουν οριστικά από τη ζωή του. Όσο είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ανεξαρτητοποίησής του ο νέος να κατεβάσει τους γονείς από το βάθρο της γονικής εξουσίας και να τους δει όχι σαν τα μυθικά πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας αλλά, με τα μάτια του ενήλικα, ως κανονικούς ενήλικες, άλλο τόσο είναι ένοχο και απειλητικό για τη συναισθηματική ισορροπία του νέου από ψυχολογικής πλευράς. Αν τα βιώματα των προηγούμενων περιόδων της ζωής του νέου ήσαν τέτοια πού τον βοήθησαν να αποκτήσει επαρκή εσωτερική συγκρότηση, τότε η έντονα οδυνηρή, ενοχοποιητική και αγχογόνα διαδικασία αποδοχής της ενήλικης πραγματικότητας, στην οποία περιλαμβάνεται και η αποεξιδανίκευση των γονέων, περνά από διαδικασίες επώδυνου αλλά φυσιολογικού πένθους και οδηγεί στην ωριμότητα. Η έννοια του πένθους εδώ πρέπει να κατανοηθεί όπως χρησιμοποιείται στη γλώσσα των επιστημών του ανθρώπου, παραπέμποντας γενικότερα στις ψυχολογικές διεργασίες που συνεπάγονται οι διάφορες πραγματικές ή συμβολικές απώλειες. Ανεξαρτήτως όμως από το αν πρόκειται για θάνατο ή για άλλες απώλειες, οι ψυχο-
20
Πρβλ. P. BLOS, «The second individuation process of adolescence», PSCh 22 (1967) 162-186.
32
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
λογικές διαδικασίες είναι κατά βάση οι ίδιες, διαφέροντας, κυρίως, στην ένταση των συνεπειών παρά στο είδος των ψυχολογικών διεργασιών21. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικότερα τις αντιδράσεις των νέων ανθρώπων στη διάρκεια της εφηβείας, και σε σχέση με τη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης, μπορεί να διακρίνει εκδηλώσεις που συναντάμε και στο τυπικό πένθος μετά από κάποιο θάνατο22. Είναι γεγονός ότι σε αυτήν τη φάση της ζωής του ο νέος άνθρωπος έχει πολλά να πενθήσει. Η ίδια η εγκατάλειψη της παιδικότητας είναι ήδη μια απώλεια, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το χάσιμο όλων των «προνομίων» της περιόδου πριν την ενηλικίωση. Ως απώλεια βιώνεται, επίσης, και η φυσιολογική κατά τα άλλα απομάκρυνση από τους γονείς, από το προστατευτικό οικιακό περιβάλλον κ.λπ. Ένα μέρος της έντασης που βιώνει ο έφηβος σχετίζεται με την «άρνηση» να αποδεχθεί τις συνέπειες όλων των αλλαγών που συμβαίνουν στη ζωή του, με έμφαση την απώλεια της σχέσης παιδιού-γονέα, η οποία τώρα πρέπει να μετατραπεί σε ισότιμη σχέση μεταξύ ενηλίκων. Μερικές φορές η προκλητικά ανεύθυνη συμπεριφορά προς τους μεγαλύτερους δεν είναι παρά μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παραμείνει παιδί, ενώ, την ίδια στιγμή, η ανάγκη να ανεξαρτητοποιηθεί και να αποδείξει ότι ξέρει τί θέλει τον κάνει να νιώθει άβολα και τον εξοργίζει. Στο ίδιο πλαίσιο λειτουργεί και η «διαπραγμάτευση», η οποία εμφανίζεται ως ασυνείδητη προσπάθεια του νέου να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς χωρίς να βιώσει την οδύνη του αποχωρισμού. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχουν
Στην ψυχολογική ορολογία, με τον όρο πένθος σηματοδοτείται «η διεργασία συναισθηματικού αποχωρισμού από ένα σημαντικό άτομο, αντικείμενο, ρόλο, κατάσταση κ.λπ., που απελευθερώνει το άτομο ώστε να βρει άλλα ενδιαφέροντα και διασκεδάσεις», Ν. ΜΑΝΟΣ, «mourning – πένθος», Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχιατρικών όρων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1987, 184. 22 Η E. Kübler-Ross σχηματοποίησε την αντίδραση του υποκειμένου απέναντι στον θάνατο σε πέντε στάδια, χωρίς βέβαια οι επιμέρους διεργασίες να διαχωρίζονται στην πράξη απολύτως μεταξύ τους. Αυτά είναι: α) Το στάδιο της άρνησης του γεγονότος του θανάτου, β) του θυμού και άλλων συναισθηματικών αντιδράσεων, όπως η θλίψη, το αίσθημα αδικίας, η ενοχή, κ.ά., γ) της αντιπαράθεσης με κάποιον υποθετικά υπεύθυνο για το γεγονός του θανάτου, όπως ο Θεός, ο γιατρός, κ.ά., δ) της κατάθλιψης, και ε) το τελικό στάδιο της αποδοχής, που σημαίνει τη συμφιλίωση με αυτή την πραγματικότητα και τη δυνατότητα της διευθέτησης των εκκρεμοτήτων πριν τον οριστικό αποχωρισμό: E. KÜBLER-ROSS, On Death and Dying (1969), Touchstone, New York, 1997. Πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η θεωρία της Ross, προϊόντος του χρόνου, δέχθηκε σοβαρή κριτική σε πολλά από τα σημεία της. Εξάλλου έχουν διατυπωθεί και πολλές άλλες εξίσου σοβαρές θεωρίες και απόψεις, όπως των J. Bowlby, C. M. Parkes, Τ. Rando κ.ά., όμως η εκτενέστερη αναφορά σε αυτές υπερβαίνει τα όρια και τους στόχους του παρόντος κειμένου. 21
33
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
τόση αξία και σημασία στη ζωή του εφήβου, οι στενοί φίλοι, η ένταξη σε ομάδες, νεανικά κινήματα κ.λπ. Πρόκειται για την ανάγκη δημιουργίας εναλλακτικής «οικογένειας», που επιτρέπει τη μείωση του πένθους, αφού εξασφαλίζεται έτσι μια νέα συμβολική οικογένεια αλλά και η μείωση του άγχους και της ανασφάλειας, αφού ο αποχωρισμός από τους γονείς δεν συνεπάγεται την έλλειψη προσώπων αναφοράς και υποστήριξης. Όσο θετικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία «διαπραγμάτευσης» μπορεί να διαδραματίζουν αυτές οι «εναλλακτικές» οικογένειες, άλλο τόσο επικίνδυνες μπορεί να αποδειχθούν σε μερικές περιπτώσεις. Πραγματικά, όταν οι δυσκολίες που προκαλεί το αίτημα της ανεξαρτητοποίησης ξεπερνούν τα συνήθη όρια, τότε μπορεί να υιοθετηθούν πιο περιθωριακές ή επικίνδυνες λύσεις. Αυτό συμβαίνει περισσότερο, όταν όσα έχουν προηγηθεί στις προηγούμενες εξελικτικές φάσεις έχουν κάνει πολύ δύσκολη την απεξάρτηση από τους γονείς. Τούτο λόγω των ασυνείδητων, κυρίως, ενοχών που προκαλεί η απόεξιδανίκευση, όταν οι γονείς έχουν επίσης σοβαρές δυσκολίες με τον επικείμενο αποχωρισμό, π.χ. εάν το παιδί έχει χρησιμοποιηθεί ασυνείδητα από ένα γονέα ως υποκατάστατο συντρόφου ζωής. Συνοψίζοντας, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το πένθος είναι εξ ορισμού μια πολύ επώδυνη αλλά κατ̉ αρχήν φυσιολογική λειτουργία. Αν όμως ο νέος έχει ήδη βιώσει αλλεπάλληλες πρώιμες απογοητεύσεις, τότε ο ήδη τραυματισμένος εσωτερικός του κόσμος είναι πιθανό να μην αντέξει το φυσιολογικό πένθος και να διολισθήσει στην κατάθλιψη23. Η κατάθλιψη όμως στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία εκδηλώνεται μεταμφιεσμένη σε διαταραχή συμπεριφοράς24, όπως παραβατικές πράξεις, απείθεια, ηθικές παρεκτροπές ερωτικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, κ.λπ.25.
Πρβλ. D. GEDANCE, Fr. LADAME, J. SNAKKERS, «La depression de l᾿adolescent», Revue Français de Psychanalyse 41 (1977) 257-267. 24 Πρβλ. B. GOLSE, P. MESSERSCHMITT, Το Παιδί σε Κατάθλιψη, μτφρ. Ιουλλιέτα Ραλλη, Ρ. Ράλλης, Χατζηνικολής, Αθήνα, 1987, 27-28. 25 Πρβλ. M. LAUFER, Εφηβική διαταραχή καί ψυχικός κλονισμός, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992. Ε. ΛΑΖΑΡΑΤΟΥ, Δ. Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ι. ΧΑΒΑΚΗ-ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ, «Η κατάθλιψη της Εφηβείας», Προληπτική Ψυχιατρική & Ψυχική Υγιεινή, (Eds) Β. Π. Κονταξάκης, Μ. Ι. Χαβάκη-Κονταξάκη, Γ. Ν. Χριστοδούλου, BHTA, Αθήνα, 2005, 467-476. 23
34
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
γ) επαναδιαπραγμάτευση των παιδικών ψυχοσυγκρούσεων Η εφηβεία, καθώς θέτει τα ζητήματα του αποχωρισμού από τους γονείς, επομένως απώλειας της μέχρι τότε ασφάλειας και θαλπωρής, γεννά εντάσεις, καθώς, στο πλαίσιο της ανεξαρτητοποίησης, η επιβολή ορίων και απαγορεύσεων βιώνεται ως στέρηση26. Η αναβίωση του άγχους αφανισμού και η ανάγκη διαχείρισης των εκλυόμενων συναισθημάτων απογοήτευσης και οργής κινητοποιεί ποικίλους ψυχολογικούς αμυντικούς μηχανισμούς. Κατά την εφηβεία οι σωματικές δυνάμεις καθιστούν δυνητικά εφικτή την άμεση έκφραση του θυμού. Η ορμονική έκρηξη, η ξαφνική έντονη αύξηση της σωματικής διάπλασης και η αίσθηση δύναμης προκαλούν μεικτά και έντονα συναισθήματα. Η ίδια η αίσθηση σωματικής υγείας και ρώμης, που ξεπερνά την μέχρι τότε υπεροχή της γονεϊκής δύναμης, συνιστά εσωτερική ψυχολογική απειλή, καθώς ο έφηβος φοβάται την απώλεια ελέγχου της οργής του27. Κατά συνέπεια, οι επιθετικές διαθέσεις συνιστούν τόσο εσωτερική ψυχολογική απειλή όσο και έντονα ενοχοποιητική κατάσταση στον εσωτερικό κόσμο του εφήβου28. Εφόσον οι τρόποι, με τους οποίους επιτεύχθηκε ο έλεγχος της επιθετικότητας κατά την παιδική ηλικία, δεν μπορούν πια να αποδώσουν, αναζητούνται νέες διέξοδοι άλλοτε υγιείς και δημιουργικές και άλλοτε δυσλειτουργικές ή παθολογικές. Σημειωτέον ότι ακόμη και οι, καταρχήν, υγιείς λύσεις μπορεί να εκτραπούν προς νοσηρές παρεκκλίσεις. Τούτο εξαρτάται από τη βιολογική και ψυχολογική δομή του νέου αλλά και από όλη την προϊστορία των ενδοοικογενειακών σχέσεων και τη δυναμική του κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η διαδικασία της ενηλικίωσης29. Όταν οι προσπάθειες επιλύσεως των παιδικών ψυχοσυγκρούσεων, που αφορούν σε εκκρεμούσες καταστάσεις οργής και απογοητεύσεων και στις προσπάθειες Σύμφωνα με τον P. Blos, η ψυχολογική αναστάτωση του εφήβου δεν οφείλεται μόνο στην ένταση με την οποία λειτουργούν οι ενορμήσεις αλλά και στη συναισθηματική απόρριψη των γονέων, το «Εγώ» των οποίων μέχρι τότε λειτουργούσε ως προέκταση του δικού του «Εγώ», προσφέροντας ασφάλεια στον έλεγχο του άγχους και στήριγμα στην αυτοεκτίμησή του. Βλ. P. BLOS, “the second individuation process of adolescence”, PSCh 22 (1967) 162-186. 27 Πρβλ. A. KATAN, «The role of “displacement” in agoraphobia», IJPA 32 (1951) 41-50. 28 Γ. ΤΣΙΑΝΤΗΣ, «Το παιδί και η βία», Ψυχική υγεία του παιδιού και της οικογένειας, Καστανιώτης, τ. Α’να, 1991-1993, τ. Β΄, 29-40. 29 Φ. ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ – ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, «Κρίση ταυτότητας στην Εφηβεία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, β’γ’ τετράμηνο (1980) 283-291. 26
35
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
ανεξαρτητοποίησης και ολοκλήρωσης της ταυτότητας, κινούνται μέσα σε φυσιολογικό πλαίσιο, τότε η αντιπαλότητα μεταξύ των γενεών μπορεί να «εκδραματιστεί»30 («act-out»)31 υγιώς, δηλαδή να μεταφερθεί από την άμεση, διαπροσωπική ρήξη μεταξύ των γενεών, σε αντιπαλότητα μεταξύ διαφορετικών αθλητικών ομάδων, πολιτικών επιλογών, συμμετοχής σε αγωνιστικές κοινωνικές ομάδες, κ.λπ. Μπορεί όμως και να λάβει μορφή παθολογικών εκδραματίσεων είτε αυτοερεθιστικού ή αυτοκαταστροφικού, είτε επιθετικού ετεροκαταστροφικού χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η εκτροπή εκφράζεται με σεξουαλική συμπεριφορά, η οποία εκδηλώνεται επιθετικά, είτε με την έννοια της απουσίας κάθε μέτρου και ορίου είτε με διαστροφικότητα στην οποία εμπεριέχονται σαδιστικές, επιθετικές συμπεριφορές32. Στη δεύτερη περίπτωση, μπορούν να ενταθούν τα ακραία φαινόμενα βίας 33 στα γήπεδα, ο «χουλιγκανισμός», η συμμετοχή σε ομάδες «κουκουλοφόρων», «αναρχικών» ή η ένταξη σε παρακρατικές, παράνομες ή και παραθρησκευτικές οργανώσεις, κ.λπ.34. Όλες οι ψυχολογικές διαδικασίες που εμπλέκονται στη διαδικασία της ενηλικίωσης διαπλέκονται μεταξύ τους με αθροιστικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, η ενοχή που εκλύεται από την ανάδυση της επιθετικότητας και της πικρίας για τις πιθανές απογοητεύσεις που συσσωρευτήκαν στην πορεία του χρόνου, αθροίζεται με την ενοχή που εκλύεται από την ανάγκη να απαξιωθούν οι γονείς, ώστε να διευκολυνθεί η ανεξαρτητοποίηση35. E. J. CAROLL, «Acting Out and ego development», Psychoanalytic Quarterly 23 (1954) 521-528. Ό όρος «acting out» (εκδραμάτιση) «χρησιμοποιείται στην ψυχανάλυση για να υποδηλώσει πράξεις με παρορμητικό συνήθως χαρακτήρα, σε σχετική διάσταση με τα συνήθη συστήματα κινήτρων του υποκειμένου, που μπορούν σχετικά να απομονωθούν μέσα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του και που έχουν συχνά αυτό- ή έτερο- επιθετική μορφή». J. LAPLANCHE, J.-B. PONTALIS, «Acting Out», The Language of Psychoanalysis, …, 4. Πρβλ. R. EKSTEIN, S. W. FRIEDMAN, «The Function of acting out, play action and play acting out in the psychotherapeutic process», Journal of American Psycho-Analytic Association 5 (1957) 581-629. 32 H. KOHUT, The restoration of the self, International University Press, New York, 1977. 33 P. BLOS, «The second individuation process of adolescence», PSCh 22 (1967) 162-186. 34 Π. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, «Περί ταυτίσεων στην εφηβεία», ΣΠΘ, τ. Α΄, 85: «Είναι εντυπωσιακή μερικές φορές η υιοθέτηση από τον έφηβο τύπων συμπεριφοράς, συμβόλων, κινήσεων ή φυσικών γνωρισμάτων του επιτιθέμενου, ο οποίος μπορεί να είναι ο αρχηγός μιας εξτρεμιστικής ομάδας, ο συνομήλικος αρχηγός μιας “συμμορίας” ή ένα πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος, που έχει μια, διακριτικά, σαδιστική στάση προς τον έφηβο. Και αυτά, ενώ παράλληλα απορρίπτει υπερεγωτικά πρόσωπα (γονείς) που έχουν επιεικέστερη στάση απέναντί του». 35 Πρόκειται για την επώδυνη διαδικασία της απο-εξιδανίκευσης («deidealization») των γονέων. Το παιδικό «Ιδεώδες του Εγώ» δομείται δια των ταυτίσεων με τις εξιδανικευμένες εικόνες των γονέων. Η ανεξαρτητοποίηση συνεπάγεται σταδιακή εγκατάλειψη αυτών των εικόνων και ταυτόχρονη απομυθοποίηση των γονέων μετά από την «ανακάλυψη» ότι έχουν ελαττώματα και τη συνειδητοποίηση ότι η τελειότητά τους δεν ήταν πραγματική. 30 31
36
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Η ενοχή είναι από μόνη της καταθλιπτικογόνος παράγοντας. Τα καταθλιπτικά συναισθήματα, όμως, που προκαλεί, προστίθενται σε αυτά που σχετίζονται με το πένθος αποχωρισμού το οποίο αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» συνιστώσα της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης36. Συγχρόνως, η εκδηλούμενη επιθετικότητα έχει τον χαρακτήρα δοκιμασίας της αντοχής και της σταθερότητας των γονέων, κυρίως όσον αφορά τις αξίες, τις αρχές και την πίστη ή την ιδεολογία που έχουν μεταλαμπαδεύσει στα παιδιά τους37, ώστε αυτά να είναι βέβαια για το ποια «κληρονομιά» αξίζει να κρατήσουν για τη συγκρότηση της δικής τους ανεξάρτητης ταυτότητας38, κ.λπ. Η είσοδος στην εφηβεία χαρακτηρίζεται όχι μόνο από τη γενική σωματική ωρίμανση αλλά και από την ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου. Το αγόρι προοδευτικά γίνεται άνδρας και το κορίτσι γυναίκα, ενώ εμφανίζονται με έμφαση στο προσκήνιο οι σεξουαλικές ενορμήσεις. Το ίδιο του το σώμα γίνεται πηγή απειλών για τον έφηβο. Στη σύγχρονη εποχή τα πράγματα είναι πολύ δυσκολότερα σε σύγκριση ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν, καθώς οι νέοι κατακλύζονται από «πειρασμούς», ενώ τα όρια και οι απαγορεύσεις είναι ασαφή και χαλαρά. Ό,τι μόλις πριν λίγα χρόνια, δηλαδή για τη νεανική περίοδο των γονιών του, αποτελούσε απαγορευμένο Πρβλ. A. H. ESMAN, «Consolidation of the ego ideal in contemporary adolescence», The Psychology of Adolescence, ..., 47-54. M. LAUFER, «Ego Ideal and pseudoego ideal in adolescence», Psychoanalytic Study of the Child, ... 36 Π. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, «Περί ταυτίσεων στην εφηβεία», Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, (Εds) Γ. Τσιάντης, Σ. Μανωλόπουλος, Καστανιώτης, τ. A’- Γ’, Αθήνα, 1987, τ. Α΄, 83. : «Το πένθος και η εφηβεία έχουν, από τη φύση τους, το χαρακτήρα του μεταβατικού. Για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση, το Εγώ είναι υποχρεωμένο να αποεπενδύσει το αντικείμενο. Στον έφηβο γίνεται εγκατάλειψη των γονεϊκών μορφοειδώλων και της οικογενειακής ομάδας. Και στις δύο περιπτώσεις, η λιβιδώ χαλαρώνει τους δεσμούς της με τα αντικείμενα και αποσύρεται εν μέρει στο Εγώ. Στον πενθούντα, όμως, η διαδικασία αυτή επιτελείται απόντος του αντικειμένου, ενώ, αντίθετα, στην εφηβεία τα πράγματα μοιάζουν να είναι πιο πολύπλοκα, εφόσον ο έφηβος είναι υποχρεωμένος να αποεπενδύσει το αντικείμενο (π.χ. τους γονείς), ενώ αυτό εξακολουθεί να είναι παρόν». 37 D. D. WINNICOTT, «The Use of an Object», IJPA 50 (1969) 711-716. (Η ελληνική μετάφραση είναι από το: «Η χρήση ενός αντικειμένου και η σχέση διαμέσου ταυτίσεων», Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος, ..., 159-160): «Το υποκείμενο λέει στο αντικείμενο ‘σε κατέστρεψα’, και το αντικείμενο είναι εκεί για να δεχθεί αυτή την επικοινωνία. Από δω και πέρα το υποκείμενο λέει: ‘Ε! αντικείμενο! Σε κατέστρεψα. Σ᾿ αγαπώ. Έχεις αξία για μένα επειδή επέζησες της καταστροφής σου από μένα. Ενώ σ᾿ αγαπώ, όλη την ώρα σε καταστρέφω στην (ασυνείδητη) φαντασίωση’. Εδώ αρχίζει η φαντασίωση για το άτομο. Το υποκείμενο μπορεί να χρησιμοποιήσει το αντικείμενο που έχει επιζήσει. … Μ᾿ άλλα λόγια, εξ αιτίας της επιβίωσης του αντικειμένου, το υποκείμενο ενδέχεται τώρα να έχει αρχίσει να ζει μια ζωή στον κόσμο των αντικειμένων, και έτσι είναι έτοιμο να ωφεληθεί ανυπολόγιστα· αλλά το τίμημα πρέπει να πληρωθεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης καταστροφής στην ασυνείδητη φαντασίωση που συνδέεται με τη σχέση με αντικείμενο». 38 Σ. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου»,.., 62: «Οι έφηβοι μένουν πιστοί και αφοσιωμένοι στα οράματα που οι γονείς τους στο βάθος τους πάντα ονειρεύονταν κρυφά αλλά απέτυχαν να κάνουν πράξη».
37
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
πορνογραφικό υλικό τώρα μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας κοινής διαφήμισης γιαουρτιού ή αποσμητικού σώματος. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα ο έφηβος δεν νιώθει επαρκείς τις εξωτερικές προστατευτικές δικλείδες ούτε τις οικογενειακές αρχές και αξίες. Η αναταραχή που προκαλείται από την ένταση των αναδυόμενων ερωτικών επιθυμιών μετά την είσοδο στην εφηβεία αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο, γνωστό από την αρχαιότητα39 μέχρι σήμερα. Είναι αναμενόμενο επομένως ότι δεν είναι άγνωστη στην ποιμαντική πατερική παράδοση. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος στην ένταση της ερωτικής επιθυμίας, που εμφανίζεται κατά τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, την παρομοιάζει με τους σφοδρούς ανέμους του Αιγαίου πελάγους. Αναγνωρίζοντας πόσο ευάλωτος είναι ο νέος άνθρωπος σε αυτές τις τρικυμίες, αποδίδει ιδιαίτερες ευθύνες στους δασκάλους και τους παιδαγωγούς, διότι, όπως λέει, «όταν οι άνεμοι φυσούν πιο δυνατά και ο κυβερνήτης είναι ασθενέστερος και δεν υπάρχει κανείς να βοηθήσει στην αμυντική προσπάθεια, φαντάσου πόσο μεγάλη γίνεται η κακοκαιρία»40. Ανάλογες ευθύνες ο ιερός συγγραφέας αποδίδει και στους γονείς. Αφού τονίσει και πάλι την αγριότητα και το αδάμαστο των επιθυμιών κατά τη νεανική ηλικία, στρέφεται προς τους γονείς στους οποίους αποδίδει ευθύνες, αφού, ενώ «δεν αφήνουν το νεαρό πουλάρι τους να μείνει αδάμαστο ... παραμελούν τα νεαρά παιδιά τους και τα αφήνουν να γυρίζουν αχαλίνωτα και έρημα από σωφροσύνη, να ατιμάζονται με τις πορνείες, τα τυχερά παιγνίδια και τις διασκεδάσεις στα παράνομα θέατρα»41. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ρητορική, 1839a, 3-11: «Οἱ μὲν οὖν νέοι τὰ ἤθη εἰσὶν ἐπιθυμητικο ί͵ καὶ οἷοι ποιεῖν ὧν ἂν ἐπιθυμήσωσι. Καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν μάλιστα ἀκολουθητικοί εἰσι τῇ περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ ἀκρατεῖς ταύτης ͵ εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι πρὸς τὰς ἐπιθυμίας ͵ καὶ σφόδρα μὲν ἐπιθυμοῦσι ταχέως δὲ παύονται (ὀξεῖαι γὰρ αἱ βουλήσεις καὶ οὐ μεγάλαι ͵ ὥσπερ αἱ τῶν καμνόντων δίψαι καὶ πεῖναι) ͵ καὶ θυμικοὶ καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὀ ργῇ. Καὶ ἥττους εἰσὶ τοῦ θυμο ῦ· διὰ γὰρ φιλοτιμίαν οὐκ ἀνέχονται ὀλιγωρούμενοι ͵ ἀλλ΄ ἀγανακτοῦσιν ἂν οἴωνται ἀδικεῖσθαι». 40 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν ΠΒ’, PG 58, 737-738: «Μετὰ ταύτην τὴν ἡλικίαν ἡ τοῦ μειρακίου διαδέχεται θάλαττα͵ ἔνθα σφοδρὰ τὰ πνεύματα ͵ καθάπερ ἐν τῷ Αἰγα ίῳ͵ τῆς ἐπιθυμίας ἡμῖν αὐξανομένης. Καὶ αὕτη μάλιστα ἡ ἡλικία διορθώσεως ἔρημος · οὐ διὰ τὸ ἐνοχλεῖσθαι μόνον σφοδρότερον ͵ ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ τὰ ἁμαρτήματα μὴ ἐλέγχεσθαι · καὶ γὰρ καὶ διδάσκαλος καὶ παιδαγωγὸς λοιπὸν ὑπεξίστανται. Ὅταν οὖν τὰ μὲν πνεύματα σφοδρότερον διαπν έῃ͵ ὁ δὲ κυβερνήτης ἀσθενέστερος ᾖ͵ καὶ ὁ ἀμύνων μηδεὶς ᾖ͵ ἐννόησον τοῦ χειμῶνος τὸ μέγεθος». 41 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ό.π., ΝΘ’, PG 58, 582-583: «Εἰσὶ γάρ ͵ εἰσὶ καὶ ἄνθρωποι ὀνοκεντα ύρων χείρους ͵ 39
38
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Εάν αυτή η πραγματικότητα, δηλαδή η έξαρση της ερωτικής επιθυμίας και η διέγερση της σεξουαλικότητας κατά την εφηβεία, δεν αναγνωριστεί, και ο τρόπος παιδαγωγικής και πνευματικής αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων στηριχθεί στην άρνηση παραδοχής της ύπαρξής τους, στην απαξίωση, στην ενοχοποίηση ή στη δαιμονοποίηση, τότε είναι πιθανόν οι επιπτώσεις να είναι σοβαρές42. Η μη κατά μέτωπο και η χωρίς ρεαλισμό αντιμετώπιση αυτών των φυσιολογικών καταστάσεων, με σκοπό την ανάπτυξη στον νέο άνθρωπο αγωνιστικού φρονήματος και νηφάλιας και υπεύθυνης στάσης, οδηγεί κάποτε στην οργάνωση νευρωτικών προσωπικοτήτων. Εδώ εντάσσεται και η παθολογική κατάσταση που στεγάζεται υπό τον επιστημονικό όρο «ψευδής εαυτός»43, όπως περιγράφηκε σε προηγούμενες ενότητες. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στην πιο επικίνδυνη εξελικτική ψυχολογική φάση και η προσπάθεια επιβολής της αγιότητας ως συμμόρφωσης προς τις γονικές απαιτήσεις, χωρίς συναίσθηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο νέος άνθρωπος, ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας, μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα, ίσως ολέθρια, αποτελέσματα. Είναι γεγονός ότι «η βία και η επιθετικότητα συνδέονται με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες και στο μέτρο στο οποίο αυτές οι ανάγκες βρίσκουν ανταπόκριση στο περιβάλλον. Το τελευταίο βέβαια είναι απόδειξη της ποιότητας της γονεϊκής φροντίδας πού έχει το παιδί. Μερικές βασικές τέτοιες ανάγκες είναι η ανάγκη για αγάπη, για ασφάλεια, για υπευθυνότητα, για αναγνώριση, και άλλες. ... Είναι γενικά παραδεκτό ότι δυσκολίες στις σχέσεις των γονέων έχουν ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή ικανοποίηση η την πλήρη στέρηση από την ικανοποίηση αυτών των αναγκών, γεγονός πού μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός εσωτερικού κόσμου καθάπερ ἐν ἐρημίᾳ ζῶντες ͵ καὶ λακτίζοντες · καὶ τὸ πλέον τῆς νεό τητος παρ΄ ἡμῖν τοιοῦτον. Καὶ γὰρ ἀγρίας ἔχοντες ἐπιθυμίας ͵ οὕτω πηδῶσιν ͵ οὕτω λακτίζουσιν ͵ ἀχαλίνωτοι περιιόντες ͵ καὶ τῇ σπουδῇ πρὸς οὐδὲν τῶν δεόντων χρώμενοι. Αἴτιοι δὲ οἱ πατέ ρες͵ οἳ τοὺς μὲν πωλοδάμνας ἀναγκάζουσι τοὺς ἵππους τοὺς ἑαυτῶν μετὰ πολλῆς ῥυθμίζειν τῆς ἐπιμελείας ͵ καὶ οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπὶ πολὺ τοῦ πώλου τὴν ἡλικίαν ἀδάμαστον προελθεῖν ͵ ἀλλὰ καὶ χαλινὸν καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐπιτιθέασιν ἐκ προοιμίων · τοὺς δὲ αὐτῶν νέους ἐπὶ π ολὺ περιορῶσιν ἀχαλινώτους περιιόντας καὶ σωφροσύνης ἐρήμους ͵ πορνείαις καὶ κύβοις καὶ ταῖς ἐν τοῖς παρανόμοις θεάτροις διατριβαῖς καταισχυνομένους ͵ δέον πρὸ τῆς πορνείας γυναικὶ παραδοῦναι ͵ γυναικὶ σώφρονι καὶ σοφωτάτ ῃ· αὕτη γὰρ καὶ τῆς ἀτοπωτάτης ἀπάξει διατριβῆς τὸν ἄνδρα ͵ καὶ ἀντὶ χαλινοῦ τῷ πώλῳ γενήσεται. Οὐδὲ γὰρ ἑτέρωθεν αἱ πορνεῖαι καὶ αἱ μοιχεῖαι ͵ ἀλλ΄ ἐκ τοῦ ἀφέτους εἶναι τοὺς νέους». 42 Πρβλ. Γέρων ΠΑΪΣΙΟΣ, «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο», Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Ἱερὸν Ἡσυ χαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», τ. Α΄, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 1998, 258. 43 D. D. WINNICOTT, «Ego Distortion in Terms of True and False Self», The Maturational Process and the Facilitating Environment: Studies in the Theory of Emotional Development, (1960), International University Press Inc., New York, 1965, σ. 140-152.
39
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
του παιδιού πού να χαρακτηρίζεται από άγχος, δίωξη, βία. Ενός, δηλαδή, κόσμου γεμάτου επιθετικότητα, βία, καταστροφή»44. Ο γέροντας Παΐσιος σημειώνει, με εξαιρετική ψυχολογική οξυδέρκεια: «έχω προσέξει ότι τα σημερινά παιδιά, ιδίως αυτά πού σπουδάζουν, παθαίνουν ζημιά από τα σπίτια τους. Ενώ είναι καλά παιδιά, αχρηστεύονται. Τα χαραμίζουν, τα χαλούν οι γονείς. Επειδή οι γονείς πέρασαν δύσκολα χρόνια, θέλουν τα παιδιά τους να μη στερηθούν εκείνο, να μη στερηθούν το άλλο. Δεν καλλιεργούν το φιλότιμο στα παιδιά, ώστε να χαίρονται όταν στερούνται»45. Ό ίδιος υποδεικνύει όμως και τη διαλλακτική και διακριτική στάση που πρέπει να διέπει την ποιμαντική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων, συμπληρώνοντας: «φυσικά με καλό λογισμό το κάνουν. Το να τα στερήσουν από κάτι, χωρίς τα παιδιά να το καταλαβαίνουν, είναι βάρβαρο»46. Η εγγύτητα αυτών των ποιμαντικών προσεγγίσεων με τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις των ειδικών επιστημόνων είναι πρόδηλη και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Είναι όμως απαραίτητο να μη διαφεύγει από την προσοχή του ποιμένα ότι το έργο του δεν στηρίζεται στην απρόσωπη εφαρμογή ψυχολογικών τεχνικών αλλά σε μεθοδολογικές αρχές, που προϋποθέτουν την προσωπική πνευματική του πορεία προς την αγιότητα47 και επιτάσσουν την ενίσχυση των πιστών δια ποιμαντικών επιλογών και παρεμβάσεων, οι οποίες πρέπει να εκφράζουν το πνεύμα της αγάπης και της εν Χριστώ ενότητας και καταλλαγής48. Η ποιμαντική «θεραπευτική» πράξη πρέπει να καταστεί σαφές ότι κινείται μέσα στο πλαίσιο των αρχών και των συντεταγμένων της χριστιανικής πίστης και αποβλέπει στην εδραίωση μιας στάσεως ζωής, η οποία θα συνιστά βιωματικό και έμπρακτο εγκεντρισμό στο εκκλησιαστικό γεγονός ως τρόπο του υπάρχειν και όχι στη συναισθηματική υποστήριξη μιας αποσπασματικής, εκκοσμικευμένης ή ιδεολογικοποιημένης θρησκευτικότητας49. Γ. ΤΣΙΑΝΤΗΣ, «Το παιδί και η βία», Ψυχική Υγεία του παιδιού και της οικογένειας, τ. Β΄, ..., σ. 34. Γέρων ΠΑΪΣΙΟΣ, Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο άνθρωπο, ..., σ. 243. 46 Ό.π. 47 Πρβλ. Α. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Εἰσαγωγὴ στὴν Ὀρθόδοξη Συμβουλευτικὴ Ποιμαντική, Ἐκκλησιαστικὸν Ἐπιστημονικὸν καὶ Μορφωτικὸν Ἵδρυμα Ἰωάννου καὶ Ἐριέττης Γρηγοριάδου, Ἀθῆναι, 1985, σ. 82-84. 48 Πρβλ. Ηλ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ, Χριστιανισμὸς καί Κ όσμος, Προσεγγίσεις καὶ Τομές, (Πανεπιστημιακὲς Σημειώσεις), Ἀθήνα, 1992, σ. 152-167. 49 Πρβλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, (πρωτοπρ.), Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν κόσμο , Ἀποστολικὴ Δι ακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα, 1988. 44 45
40
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι «η κοινωνία αντιδρά πολύ πιο έντονα στα παιδιά και στους εφήβους πού δρουν με επιθετικότητα και βία, πιθανότατα γιατί θεωρεί ότι αυτό είναι μια πρόκληση προς τη δύναμή της. Ένας άλλος λόγος είναι ότι η βία φέρνει στην επιφάνεια αισθήματα επιθετικότητας και ένας τρίτος λόγος είναι επειδή πιστεύουμε ότι τουλάχιστον προσωρινά μπορούμε να εξαλείψουμε τη βία με τη βία»50. Σε αυτήν τη νοοτροπία η ποιμαντική προσέγγιση έχει να αντιπροτείνει την κατεξοχήν χριστιανική αντιμετώπιση, δηλαδή την αγάπη. Ο σύγχρονος γέροντας, που προαναφέραμε, χρησιμοποιεί μια πολύ περιεκτική διατύπωση για να τονίσει ότι η ποιμαντική αγάπη δεν εξαντλείται σε συναισθηματισμούς και ιδιοτελείς συμβιβασμούς αλλά «μακροθυμεῖ»͵ δεν «ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»͵ δεν «παροξύνεται»͵ «πάντα στέγει»͵ «πάντα πιστεύει»͵ «πάντα ἐλπίζει»͵ «πάντα ὑπομένει» και «οὐδέποτε ἐκπίπτει»51. Στην ερώτηση πώς μπορεί να πλησιάσει κανείς τους νέους που παρουσιάζονται εξαγριωμένοι και επιθετικοί ο εν λόγω γέροντας απαντά αφοπλιστικά, συνοψίζοντας σε μια φράση όλους τους παύλειους προσδιορισμούς που προαναφέραμε: «Με την αγάπη. Αν υπάρχει αληθινή, αρχοντική αγάπη, αμέσως οι νέοι το πληροφορούνται και αφοπλίζονται». Και συμπληρώνει: «Μερικά, τα κακόμοιρα, είναι τόσο στερημένα! διψούν για αγάπη. Φαίνεται αμέσως πού δεν ένοιωσαν αγάπη ούτε από μάνα ούτε από πατέρα· δεν χορταίνουν»52. Η ποιμαντική στάση χρειάζεται να φανερώνει γνώση και εμπειρία αλλά, πρώτιστα, πρέπει να αποπνέει «αρχοντική» αγάπη53, ώστε να μην αποδεικνύεται «κύμβαλον ἀλαλάζον» 54.
Γ. ΤΣΙΑΝΤΗΣ, «Τό παιδί καί η βία», Ψυχική Υγεία του παιδιού καί της οικογένειας, τ. Β΄, ..., 35. Α’ Κορ. 13, 4-8: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ͵ χρηστεύεται ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ͵ ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται͵ οὐ φυσιοῦται͵ οὐκ ἀσχημονεῖ͵ οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς͵ οὐ παροξύνεται͵ οὐ λογίζεται τὸ κακόν͵ οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ͵ συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει͵ πάντα πιστεύει͵ πάντα ἐλπίζει͵ πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». 52 Γέρων ΠΑΪΣΙΟΣ, Μὲ πόνο καὶ αγάπη γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο, ..., 258. 53 Πρβλ. Α. ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Πάθη καὶ Ἀρετές στὴ Διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ , Δόμος, Ἀθήνα, 1982, 184-194. 54 Πρβλ. Α’ Κορ. 13, 1: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων ͵ ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω ͵ γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον». 50 51
41
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ Η διαμόρφωση ποιμαντικών προσεγγίσεων που αφορούν στα παιδιά και στους εφήβους είναι χρήσιμο να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τις θεολογικές γνώσεις, και άλλους παράγοντες και πληροφορίες, οι οποίοι έχουν μελετηθεί από ειδικούς επιστημονικούς κλάδους όπως η παιδαγωγική. Ωστόσο, στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Παράδοσης, αυτές οι προσεγγίσεις χρειάζεται να φωτίζονται και να αξιοποιούνται λαμβάνοντας υπόψη την Πατερική παρακαταθήκη και την πλούσια παιδαγωγική και κατηχητική παράδοση της Εκκλησίας. Στο κείμενο που ακολουθεί, το οποίο ευγενικά μας παρέδωσε προς χρήση ο Επίκ. Καθηγητής της Διδακτικής των Θρησκευτικών στο Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ, κ. Μάριος Κουκουνάρας Λιάγκης, προσφέρεται μια τέτοια προσέγγιση. Στην εν λόγω εργασία, με τίτλο: «Η ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της πίστης του παιδιού και του εφήβου. Μία συμβολή στην αγωγή και την εκπαίδευση με τη ματιά ενός σύγχρονου αγίου» το ζήτημα της ανάπτυξης και της εξέλιξης της θρησκευτικής πίστης στην παιδική και την εφηβική ηλικία προσεγγίζεται λαμβανομένων υπόψη των σύγχρονων επιστημονικών γνώσεων σε διάλογο με και αξιοποιώντας την αγιοπνευματικώς φωτισμένη προσέγγιση του σύγχρονού μας Οσίου Πορφυρίου του καυσοκαλυβίτη. «Η ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της πίστης του παιδιού και του εφήβου. Μία συμβολή στην αγωγή και την εκπαίδευση με τη ματιά ενός σύγχρονου αγίου»1. Πρόλογος Ο Χριστός είναι η χαρά, το φως το αληθινό, η ευτυχία… Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η αγάπη μας, αυτός ο έρωτάς μας. Είναι έρωτας αναφαίρετος ο έρωτας του Χριστού. Από κει πηγάζει η χαρά…. Αυτή είναι η θρησκεία μας. Εκεί πρέπει να πάμε. Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος, παιδιά μου. Τι είναι Παράδεισος; Ο Χριστός είναι. Από δω αρχίζει ο Παράδεισος. Είναι ακριβώς το ίδιο∙ όσοι εδώ στη γη ζουν τον Χριστό, ζουν τον Παράδεισο. Έτσι είναι που σας το λέω. Είναι σωστό, αληθινό αυτό, πιστέψτε με! Έργο μας είναι να προσπαθούμε να βρούμε ένα τρόπο να μπούμε μέσα στο φως του Χριστού. Δεν είναι να κάνεις τα τυπικά. Η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό. Να ξυπνήσει η ψυχή και ν’ αγαπήσει τον Χριστό, να γίνει αγία. Να επιδοθεί στο θείο έρωτα. Έτσι θα μας αγαπήσει κι Εκείνος. Θα είναι τότε η χαρά αναφαίρετη. Αυτό θέλει πιο πολύ ο Χριστός, να μας γεμίζει από χαρά, διότι είναι η πηγή της χαράς. 1
Άρθρο κατατεθέν στο περιοδικό Θεολογία
42
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Αυτή η χαρά είναι το δώρο του Χριστού. Μέσα σ’ αυτή τη χαρά θα γνωρίσουμε τον Χριστό. Δεν μπορούμε να Τον γνωρίσουμε, αν Εκείνος δε μας γνωρίσει. Πως το λέει ο Δαβίδ: « Ἐάν μὴ Κύριος οἰ κοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες∙ ἐάν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126,1). Αυτά η ψυχή μας θέλει να αποκτήσει. Αν προετοιμαστούμε ανάλογα, η χάρις θα μας τα δώσει. (Πορφύριος, 2003, σσ. 207209). Ο λόγος του οσίου Πορφυρίου περί θείου έρωτος προλογικά μας μεταφέρει στον πυρήνα του θέματος που είναι η εξήγηση του πώς, πότε και γιατί γεννιέται και αναπτύσσεται η θρησκευτική πίστη στον άνθρωπο. Επιστημονικές μελέτες και έρευνες μας βοηθούν να εισχωρήσουμε πια σε βάθος στα έσω του ανθρώπου, αλλά και στην επιρροή των έξω και να δαμάσουμε λογικά την αλήθεια που πηγάζει στον καθένα που βιώνει ευχαριστιακά τον Θεό. Σε μια τέτοια, εν Χριστώ και εν κοινωνία ζωή κάθε θεωρία και αντίληψη του κόσμου ανακαινίζεται μέσα στην ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου (Δεληκωσταντής, 1997, σ. 22). Ο όσιος Πορφύριος περιγράφει-αποκαλύπτοντας- τις δύο αυτές διαδρομές προσέγγισης κάθε θέματος της ανθρώπινης ζωής. Βούληση και λογική από τη μια, που οδηγούν στη γνώση, και από την άλλη, δωρεά της χάρης του Θεού. Σε αυτή τη συνάφεια θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε το θέμα μας καταγράφοντας, οπωσδήποτε, ό, τι οι επιστήμες κομίζουν στη σύγχρονη σκέψη και παράλληλα να διατείνουμε τη μεταμόρφωση των πάντων υπό το «Πνεῦμα τῆ ς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖ ν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐ τό, οὐδέ γινώσκει αὐτό» (Ιω. 14,17), όπως έχει βιωθεί και καταγραφεί στην αγιότητα της Εκκλησίας. Αν δεν ακολουθήσουμε την κατάφαση στον λόγο υπό τον Λόγον, θα περιοριστούμε είτε σε μια παρουσίαση της μελέτης της σύγχρονης εσωτερικότητας και πνευματικότητας, που αφορά όλες τις θρησκείες -και τον Χριστιανισμό κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν, όταν «δεν υπάρχει μια γνήσια κατανόηση της Ευχαριστίας» (Σμέμαν, 2002, σ. 516), είτε στην ιδεαλιστική ειδωλοποίηση της αποξένωσης από τον κόσμο καταργώντας την ολιστική θεώρηση αυτού, κατά την οποία «καμιά από τις ουσιώδεις διαστάσεις της δημιουργίας, ούτε ο κόσμος, ούτε ο άνθρωπος…, ούτε η ιστορία, ούτε η εσχατολογία» (Σμέμαν, 2002, σ. 138) δεν παραβλέπονται (Σταμούλης, 2004, σ. 75 κ.ε.). Για αυτό θα προχωρήσουμε συνδυάζοντας και δίχως να συγχέουμε την επιστημονική σκέψη με τη θεολογική ερμηνεία με σκοπό να εκφραστεί η σχέση του Λόγου με την έκφραση του λόγου στην επιστήμη επιχειρώντας έτσι μία ολιστική ανθρωποκεντρική θεώρηση της οντολογίας και γνωσιολογίας (Νησιώτης, 1965, σ. 46). Πιο απλά, θα παρουσιάσουμε όλες τις απόψεις για το θέμα μας, όχι αποδεχόμενοι ή απορρίπτοντας ό, τι είναι συμφέρον ή το αντίθετο, αλλά ευρισκόμενοι σε διάλογο, όπως οι Έλληνες πατέρες, θεολόγοι από όλη την οικουμένη και η καινή ζωή της Εκκλησίας έχουν δείξει. «Οὐδέν τῆς γνώσεώς ἐστι 43
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
τμιώτερον∙ ἡ γάρ γνῶσις φῶς ἐ στι τῆς ψυχῆς∙ τό ἔμπαλιν ἡ ἄ γνοια σκότος» (Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί Γνώσεως, PG 94, 529A). Αρωγός μας ένα μικρό απόσπασμα από τους λόγους του οσίου Πορφυρίου (1906-1991), που προέρχεται από την καταγραφή σημειώσεων και ηχογραφήσεων δύο μοναχών της Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής Χανίων. Ότι ο όσιος δεν δημοσιοποίησε σχεδόν κανένα γραπτό κείμενο και ότι οι λόγοι του αποτελούν μαρτυρίες αυτήκοων και αυτοπτών δεν αντιμετωπίζεται στο παρόν, διότι εγείρει φιλολογικά ζητήματα ερμηνείας και ανάλυσης (Παπαθανασίου, 2011). Εισαγωγή Διανύουμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν. Δεν είναι παράδοξο να διαπιστώνει κανείς ότι ό,τι ίσχυε αμφισβητείται και επαναπροσδιορίζεται. Και στη φράση «ό, τι ίσχυε» δεν περιλαμβάνονται μόνο πολλά από την παράδοση, που έχουν ήδη κριθεί στην εποχή της νεωτερικότητας, αλλά και σύγχρονες κατακτήσεις και καταστάσεις, που έχουν περάσει σε φάση κριτικής, π.χ. η νεωτερική κατάκτηση του «εθνικού κράτους». Παρόλο που στην πλειοψηφία του κόσμου η παγκοσμιοποίηση κατέχει αρνητικό πρόσημο, επειδή θεωρείται παράγοντας διαλυτικός και αποπροσανατολιστικός για την κοινωνική συνοχή και την προσωπική ολοκλήρωση, δεν παύει αποδεδειγμένα να επηρεάζει τους θεσμούς, όπως του Κράτους, της Θρησκείας και της Εκπαίδευσης, αλλά και την ίδια τη ζωή γενικότερα. Υπό αυτό το πρίσμα, η Θρησκευτική ανάπτυξη ενός νέου, σήμερα, ενώ δε διαφέρει καθόλου κατά τη βιολογική της πορεία σε κάθε άνθρωπο, έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά στην πνευματική της πορεία όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και σε σύγκριση των σύγχρονων ανθρώπων μεταξύ τους. Παράγοντες, όπως ο τόπος, η θρησκεία, το έθνος, το κράτος, οι κοινότητες, η οικογένεια, το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο επηρεάζουν δυναμικά την ανάπτυξη και την πορεία προς την ολοκλήρωση, που είναι μια συνεχής διαδικασία με πολλά τέρματα και αρχές. Η σωματική και ψυχική ανάπτυξη του ανθρώπου θεωρείται ένα έργο πολύπλοκο και αποτέλεσμα πολλών αλλαγών. Συνεχείς αλλαγές διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ η ψυχική ανάπτυξη παρακολουθεί τις σωματικές αλλαγές, οι οποίες προηγούνται. Άλλωστε οι δεύτερες είναι πιο εμφανείς και σαφείς από τις πρώτες και για αυτό διαπιστώνονται πιο εύκολα, π.χ. η είσοδος του ανθρώπου στην περίοδο της ήβης-είναι φανερή γιατί το σώμα αλλάζει. Η πνευματική ανάπτυξη, όμως, είναι περισσότερο μια εσωτερική διαδικασία, η οποία δε διαπιστώνεται εύκολα. Έτσι, είναι κατάδηλο ότι η μελέτη της θρησκευτικής ανάπτυξης και πολύ περισσότερο της ανάπτυξης και εξέλιξης της θρησκευτικής πίστης, εφόσον δεν περιορίζεται μόνο στα εξωτερικά και τυπικά χαρακτηριστικά, π.χ. τη δήλωση κάποιου ότι είναι Χριστιανός Ορθόδοξος ή τον Εκκλησιασμό, δεν είναι έργο εύκολο για καμία επιστήμη. 44
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Η πηγή και η ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της πίστης Ψυχολογία Γενικότερα η γέννησή και η ανάπτυξη της θρησκευτικότητας του παιδιού, εξετάζονται από διάφορες επιστήμες, όχι ανεξάρτητα. Η ψυχολογία και ιδιαίτερα η γνωστική και εξελικτική ψυχολογία έχουν αναδείξει το θέμα με έρευνες και μελέτες που μας βοήθησαν να γνωρίσουμε καλύτερα τον αναπτυσσόμενο ψυχικό οργανισμό και τους παράγοντες που επιδρούν και προσδιορίζουν την ανάπτυξη. Δεν είναι μόνο οι εσωτερικές δυνάμεις που συνδέονται με την κληρονομικότητα και συνοδεύουν τον άνθρωπο από τη σύλληψη του, αλλά και οι εξωτερικοί παράγοντες του περιβάλλοντος, φυσικοί και κοινωνικοί που συνεισφέρουν κατά πολύ. Το θέμα που απασχολεί τους επιστήμονες είναι βασικά μέχρι ποιο βαθμό το έμφυτο ή το επίκτητο καθορίζουν τη συγκρότηση της προσωπικότητας του ανθρώπου (Κρασανάκης, 2003, σσ. 7779). Είναι σίγουρο ότι το ανθρώπινο πρόσωπο ως όλον και κάθε έκφρασή του, όπως η θρησκευτικότητά του, δε νοείται ανεξάρτητα από τα κληρονομικά του εφόδια αλλά και τις επιρροές από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η παραδοχή αυτή από την αρχή μας οδηγεί σε εκείνους τους παράγοντες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της πίστης, τους κοινωνικοπολιτιστικούς, δηλαδή, παράγοντες, όπως είναι το τοπικό, θρησκευτικό, οικογενειακό, σχολικό και φιλικό περιβάλλον του καθένα. Το θέμα είναι αν η αναζήτηση του θείου είναι φυσική ροπή του ανθρώπου και πώς συντελείται η ανάπτυξη και η εξέλιξη του θρησκευτικού συναισθήματος; Ανάλογα με τις απαντήσεις που δίνονται καθορίζεται και ο βαθμός παρέμβασης της αγωγής στην καλλιέργεια της θρησκευτικότητας και συγκεκριμένα της πίστης και για αυτό μας ενδιαφέρει άμεσα να αναζητήσουμε τις θεωρίες που απαντούν στα παραπάνω. Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του θρησκευτικού βιώματος είναι η πιο διαδεδομένη. Επιστήμονες, όπως ο Sigmund Freud (1856-1939), o Alfred Adler (1870-1937) και o Carl Jung (1875-1961), υποστηρίζουν ο πρώτος ότι η θρησκεία στον άνθρωπο πηγάζει από την εξιδανίκευση της ενστικτώδους ερωτικής ορμής του, η οποία μεταμορφώνεται σε θρησκευτικότητα και αναζήτηση του Θεού, που υποκαθιστά τον ιδανικό πατέρα, ο δεύτερος ότι ο Θεός είναι σκοπός του κάθε ανθρώπου, αφού όλοι προσπαθούν εξαιτίας του συναισθήματος της μειονεξίας να πραγματώσουν το ιδανικό στη ζωή τους, την τελείωση τους και ο τρίτος εξηγεί την πίστη στον Θεό ως την ενοποίηση του ανθρώπου με το αρχέτυπο συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο εξατομικεύει, για να γίνει «Θεός-στον- άνθρωπο» (Νησιώτης, χ.χ., σ. 81; Μακράκης, 1999, σσ. 5159). Αντιλαμβανόμενος ο Erich Fromm (1900-1980) την περιορισμένη οπτική 45
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
της ψυχανάλυσης ερμήνευσε τη θρησκευτική πίστη ως αναζήτηση ενός καταφυγίου που υπηρετεί την παιδική επιθυμία να παραμείνει κανείς δεμένος με προστατευτικά πρόσωπα. Έτσι, ή υποτάσσεται σε ένα εξουσιαστικό Θεό ή αναπτύσσει εσωτερικά τη δύναμή του θέτοντας την ανθρώπινη δυνατότητα στο επίκεντρο. Κατά τον Fromm (1974, σσ. 89-93).η δεύτερη, η ανθρωπιστική θρησκεία βρήκε την εκδήλωσή της στον μυστικισμό. O φιλόσοφος, φυσικός και ψυχολόγος Jean Piaget (1896-1980) στηριζόμενος σε δικές του έρευνες υποστηρίζει ότι το παιδί θεοποιεί τους γονείς του δημιουργώντας την αντίληψη ότι οι γονείς του υπερέχουν, σε τέτοιο σημείο που να τους θεωρεί πανταχού παρόντες, θεούς δηλαδή. Το θρησκευτικό συναίσθημα οικοδομείται κονστρουκτιβιστικά ακριβώς σε αυτήν την πρώτη αντίληψη, η οποία γεννά το συναίσθημα του σεβασμού προς τους μεγαλύτερους, που περικλείει συγχρόνως αγάπη και φόβο. Όσο μεγαλώνει το παιδί η αντίληψη αυτή τίθεται υπό κριτική. Από την ηλικία των 6 αμφισβητείται με αποτέλεσμα να κλονίζεται ριζικά η πίστη στην παντοδυναμία των γονιών. Όσο όμως μειώνεται η εμπιστοσύνη του στους γονείς, αρχίζει σταδιακά να πιστεύει ότι μόνο ο Θεός είναι παντογνώστης και παντοδύναμος. Έτσι, οι ιδιότητες των γονιών μεταβιβάζονται πλέον στο Θεό, τον οποίο αγαπά και φοβάται ως κάτι υπερφυσικό και για αυτό τον σέβεται (Piaget, 2007 [1923], σ. 389 κ.ε.). Βέβαια, για να επέλθει αυτή η ανάπτυξη πρέπει να παρέμβει η κατάλληλη θρησκευτική αγωγή. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος της οικογένειας, της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης είναι καθοριστικός, αλλά όχι αναγκαίος. Η τελευταία διαπίστωση θέτει υπό αμφισβήτηση τον ισχυρισμό του Piaget ότι το θρησκευτικό συναίσθημα είναι επίκτητο και όχι εγγενές. Ο Εμμ. Περσελής (2007, σ. 74) αναρωτιέται «μήπως η απόδοση των ιδιοτήτων της παντοδυναμίας, παντογνωσίας, πανταχού παρουσίας κ.λπ. στον Θεό, αποτελεί γλωσσική και πολιτισμική έκφραση της εσωτερικής πεποίθησης του παιδιού, την οποία δανείζεται από το λεξιλόγιο και την κοινωνική-θρησκευτική συμπεριφορά των ενηλίκων;». Στο μοντέλο για τη γνωστική ανάπτυξη που πρότεινε ο Piaget στηρίζονται η πολυδιαδεδομένη θεωρία του Lawrence Kohlberg και η εργασία του James Fowler για τα στάδια της ανάπτυξης της πίστης. Και οι δύο έχουν επηρεάσει παγκόσμια την εκπαίδευση και είναι χρήσιμες, για να αντιληφθούμε πώς αναπτύσσεται η πίστη στον νέο. Για τον Kohlberg (1981; 1984) υφίστανται στάδια ηθικής ανάπτυξης, που διακρίνονται από το επίπεδο ηθικής κρίσης, στο οποίο έχει φτάσει ο κάθε άνθρωπος. Από την ηθική της τιμωρίας και της υπακοής το παιδί περνά στο στάδιο του πραγματιστικού σχετικισμού, στο οποίο επικρατεί η πράξη που πρωταρχικά ικανοποιεί την προσωπική ανάγκη του και ενέχει την αμοιβαιότητα της προσφοράς και της ανταπόδοσης. Στο δεύτερο επίπεδο πρωταγωνιστούν πλέον οι ετεροκαθορισμένες αξίες της οικογένειας, της κοινωνίας, της πατρίδας στις οποίες 46
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
το παιδί τείνει να ανταποκρίνεται. Έτσι, η ηθική συμπεριφορά είναι αυτή που ικανοποιεί τον περίγυρο και επιβραβεύεται, με αποτέλεσμα να υπάρχει προσαρμογή σε στερεοτυπικές αντιλήψεις η οποία στη συνέχεια εξελίσσονται, στο στάδιο της συμμόρφωσης στο νόμο και στην τάξη, σε κανόνες, που διατηρούν την ευρυθμία. Στο τρίτο επίπεδο πια ο άνθρωπος αρχίζει να διαχωρίζει αξίες και αρχές, που για αυτόν είναι έγκυρες και σημαντικές ανεξάρτητα από την εξουσία και τις ομάδες που τις εκπροσωπούν, αλλά και τη δική του ταύτιση με αυτές. Αντιλαμβάνεται την έννοια της καθολικότητας στις ηθικές αξίες και ξεπερνά την κανονιστική θεώρησή τους. Για παράδειγμα οι εντολές και οι κανόνες ερμηνεύονται σε καθολικές πανανθρώπινες αρχές, όπως αυτή της ελευθερίας, δικαιοσύνης κ.ά. Η ανάπτυξη αυτή ακολουθεί τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης, αλλά αποδεδειγμένα δεν έχει ηλικιακά όρια, αν και η φυσική εξέλιξη ακολουθείται από τη γνωστική. Όμως σε αυτή την περίπτωση πάλι καταλήγουμε στον καίριο ρόλο της παιδαγωγίας (Κουκουνάρας Λιάγκης, 2009, σσ. 159-167). Πάντως, έχει σημασία ότι ο Kohlberg κατέληξε ότι «η ηθική κρίση είναι αναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για τη θρησκευτική λογική (σκέψη), τουλάχιστον για τα υψηλότερα στάδια» (Power & Kohlberg, 1980, σ. 359). Από την άλλη για τον James W. Fowler η θρησκευτική νοηματοδότηση μιας πράξης την κάνει ηθική και όχι επειδή είναι η ίδια ηθική. Οπότε η ανάπτυξη της πίστης είναι αυτή που είναι αναγκαία. Βέβαια, για τον Fowler, που έχει υπόψη του και τη θεολογική και την ψυχολογική-αναπτυξιακή παράμετρο (Περσελής, 2005, σ. 330) η πίστη είναι ένας τρόπος κατανόησης, νοηματοδότησης και εννοιολόγησης της ανθρώπινης ζωής. Επιπλέον, θεωρεί ότι αναπτύσσεται σταδιακά ακολουθώντας τον Piaget, αλλά και την ψυχοκοινωνική θεωρία του Erik Erikson (1902-1994) που σχετίζεται με την ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου σε συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό κόσμο. Ο Erikson ανέλυσε τους «κύκλους της ζωής», τους οποίου κάθε άνθρωπος περνά, κατά τους οποίους μέσα από ψυχικές συγκρούσεις αναπτύσσεται η προσωπικότητα και η ταυτότητά του (Erikson, 1994 [1968]; 1993 [1950]). Έτσι, σύμφωνα με τον Fowler (1981), μέχρι την ενηλικίωση ο άνθρωπος διατρέχει τα παρακάτω στάδια: 0) Πρώιμη ή αδιαφοροποίητη πίστη (0-2 χρόνων). Το παιδί αναπτύσσει στο περιβάλλον, που μεγαλώνει, συναισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, τα οποία θα γεννήσουν στην περίπτωση καλής ανατροφής εμπιστοσύνη προς τον κόσμο και το θείο ή αντίθετα δυσπιστία. Όταν πια αναπτύσσεται η σκέψη και η γλώσσα, διευκολύνεται και η χρήση των συμβόλων στην επικοινωνία. 1) Διαισθητική-προβολική πίστη (3-7 χρόνων). Το παιδί έρχεται σε επαφή με τη θρησκεία και η ψυχή του εκτίθεται στο ασυνείδητο. Αντιλαμβάνεται μαγικά το θείο και μαθαίνει για αυτό μέσω των εμπειριών, των ιστοριών και των εικόνων των ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε επαφή, 47
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
ανεξάρτητα από την οικογενειακή σχέση που έχει με αυτούς. 2) Μυθικήκυριολεκτική πίστη (σχολική ηλικία μέχρι 12 χρόνων). Το περιβάλλον διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πίστης. Το παιδί αναπτύσσει αίσθημα εμπιστοσύνης στον κόσμο, τη δικαιοσύνη και το θείο, το οποίο είναι σχεδόν πάντα ανθρωπομορφικό. Τα σύμβολα και οι μεταφορές της θρησκευτικής γνώσης εκλαμβάνονται κυριολεκτικά. 3) Συνθετική-Συμβατική πίστη (12 χρόνων-ενηλικίωση). Ο έφηβος συμμορφώνεται με τη θρησκευτική εξουσία και αναπτύσσει μια προσωπική ταυτότητα. Οι τυχόν συγκρούσεις του εαυτού και των πεποιθήσεών του με το ανώτερο θείο και τις «απαιτήσεις» του ακόμη αγνοούνται λόγω του φόβου των συνεπειών της ασυνέπειάς του. Έτσι, κατασκευάζει, όπως και σε άλλα θέματα, την «ιδεολογία» του για την πίστη και τη θρησκεία, η οποία δεν αμφισβητείται. Τα υπόλοιπα στάδια του Fowler αναφέρονται στις επόμενες ηλικιακές δεκαετίες του ανθρώπου. Επειδή, όμως, θεωρούμε ότι ο διαχωρισμός των ηλικιών δεν αποδεικνύεται ούτε από τον ίδιο και σύγχρονες έρευνες καταδεικνύουν ότι η περίοδος της εφηβείας μπορεί να αρχίσει πιο νωρίς ή να επεκταθεί κατά πολύ, θεωρούμε ότι η περιγραφή και των επόμενων σταδίων επεξηγεί ευστοχότερα την ανάπτυξη και εξέλιξη της πίστης και μας βοηθά να παρατηρήσουμε αποδοτικότερα τα υποκείμενα και τις ομάδες, με τις οποίες ασχολούμαστε ως παιδαγωγοί είτε στην οικογένεια είτε στο σχολείο είτε στην Εκκλησία. 4) Εξατομικευμένη-Αναστοχαστική πίστη (περίπου 25-35). Ο άνθρωπος πια αμφισβητεί την προσωπική του θέση απέναντι στο θείο. Με αγώνα και αγωνία αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη για την πίστη του, ζώντας εσωτερικές συγκρούσεις και δοκιμάζοντας ανάλογα στάσεις απέναντι στα θρησκευτικά καθιδρύματα. Σε αυτό το στάδιο το πρόσωπο ανοίγεται στην και αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της πίστης. Για τον Fowler είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η μετάβαση σε μια πιο σοβαρή αντιμετώπιση της ζωής και των ευθυνών της που μπορεί να δημιουργήσει υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό, τη διάνοια και να γεννήσει ναρκισσισμό. Ο π. Βασίλειος Θερμός, δανειζόμενος όρους του Lacan, τονίζει ότι σε αυτό το στάδιο με μια υγιή θρησκευτικότητα καθίσταται σαφέστερη η «διάκριση του ιδεώδους του εγώ» από «το ιδανικό εγώ» έτσι ώστε να ενισχυθεί το πρώτο και να ατονήσει το δεύτερο διοχετεύοντας έτσι το δυναμικό του ναρκισσισμού στην εκπλήρωση ιδανικών αγάπης και αυταπάρνησης (Θερμός, 2006, σσ. 23-24). 5) Συνενωτική πίστη (πρώιμη μέση ηλικία). Το βαθύτερο εγώ του ανθρώπου ενσωματώνει λειτουργικά εικόνες, αφηγήσεις και μύθους του κοινωνικού ασυνείδητου, όσα υπάρχουν δηλαδή ως κληροδοτημένα χαρακτηριστικά από τις ομάδες που ανήκει (θρησκεία, έθνος, κοινωνικό στρώμα) και αποδέχεται, κάνοντας συνδέσεις, τις διαφορές με τους άλλους. Απότοκα της πίστης είναι αισθήματα αγάπης, θεραπευτικής προσέγγισης και συγχώρησης (πρόκειται για την αυτοπραγμάτωση του Maslow (Maslow, 1993, σσ. 40-51) που εδώ γίνεται «υπερβατική αυτοπραγμάτωση» (Hamel, Leclerc, & Lafrancois, 2003) 48
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
και στον όσιο Πορφύριο αναφέρεται ως «να είμαστε μαζί με τον Χριστό») και 6) Γενικευμένη πίστη (μέση ηλικία-γήρας). Ο φωτισμός του ανθρώπου που απορρέει από τη συμμετοχή στο Απόλυτο και σπάνια βιώνεται, γιατί τα πρόσωπα του σταδίου έχουν την προϋπόθεση -που αναφέρει ο όσιος απλά: «Αν προετοιμαστούμε ανάλογα, η χάρις θα μας τα δώσει»- του βιώματος, δηλαδή, όλων των προηγούμενων σταδίων και την αντίστοιχη κίνηση του Απόλυτου προς αυτά έτσι ώστε να γίνονται κυριολεκτικά ενσάρκωση του πνεύματος. Το στάδιο αυτό είναι μάλλον ένα ιδεατό στάδιο (Περσελής, 2005, σ. 293). Παρόλες τις κριτικές που δέχεται (Coyle, 2011), εμπειρικές έρευνες στα στάδια του Fowler είναι μέχρι σήμερα πολλές (Parker, 2010) και κάποιες αρκετά σημαντικές. Ο Gary Leak (Leak, Loucks, & Bowlin, 1999) στις Η.Π.Α. έχει επινοήσει μία παγκόσμια κλίμακα ανάπτυξης και ωρίμανσης της πίστης με σκοπό την στατιστικά ασφαλή μέτρηση της θρησκευτικότητας και πίστης, σε σημείο μάλιστα που να μετριούνται παράγοντες όπως η ειλικρίνεια στην πίστη κ.ά. Σαφώς, όπως είναι φυσικό, υπεισέρχονται παράγοντες που κρίνουν την αξιοπιστία τέτοιων μετρήσεων, αλλά στην περίπτωση του Leak λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και γίνονται συνεχώς αντικείμενα νέων ερευνών με σκοπό τη βελτίωση (Leak, 2003; 2008). Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν για την αγωγή των νέων και τον σχεδιασμό προγραμμάτων κατήχησης ή θρησκευτικής εκπαίδευσης τα συμπεράσματα έρευνας του Leak για τη σημαντική σχέση μεταξύ ταυτότητας και διαφόρων πτυχών θρησκευτικότητας, όπως της ανάπτυξης της πίστης και της υγιούς ή της παραθεωρημένης/αλλοτριωμένης θρησκευτικότητας (Leak, 2009). Πέραν αυτών τα στάδια του Fowler αποτέλεσαν τις τελευταίες δεκαετίες βάση προβληματισμού στην Ελλάδα για την Παιδαγωγική της Χριστιανικής Αγωγής και της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης και υιοθετήθηκαν κατά βάση (Περσελής, 2005; Βασιλόπουλος, 1996; Κογκούλης, 1995; 2003, σ. 73; Πανεπιστημία Κρήτης Σχολή Επιστημών Αγωγής ΠΤΠΕ, 2004). Στον αντίποδα των ψυχαναλυτικών θεωριών για την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της θρησκευτικής πίστης οι θιασώτες της θεωρίας του συμπεριφορισμού (στηρίζεται στην αντικειμενική παρατήρηση της συμπεριφοράς του ανθρώπου, η οποία ερμηνεύεται ως μία μορφή αντίδρασης σε ένα ερέθισμα (Pavlov, 1955; Skinner, 2013) διατυπώνουν τη δική τους πρόταση με αντίστοιχες επιδράσεις στην αγωγή (Βάρελης, 2001). Για αυτούς κάθε θρησκευτική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα λεκτικών ή κοινωνικών και φυσικών ερεθισμάτων (ναοί, θρησκευτικά στοιχεία στον περιβάλλοντα χώρο, βιβλία, γονείς, ιερείς, η φύση κ.ά.) (Fuller, 2007; Thoules, 1971). Η θρησκεία για τον Skinner χρησιμοποιεί από τη μια τον φόβο για να ελέγχει την ανθρώπινη συμπεριφορά και από την άλλη προάγει την ελευθερία και την ευθύνη του ανθρώπου, στοιχεία που για αυτόν είναι ενοχλητικά και αντιεπιστημονικά (Elias, 1983). Την υπεραπλουστευμένη αυτή ερμηνεία της θρησκευτικότητας την 49
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
εμπλούτισε ο H.Newton Malony (Malony, 1981) θέτοντας τον παράγοντα άτομο καθοριστικό στη σχέση ερεθίσματος-αντίδρασης μεταξύ κλήσης από τον Θεό και απάντησης του ατόμου. Για την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας αναπτύχθηκαν μέθοδοι εκπαίδευσης στην προσχολική αγωγή (Barber, 1981) που στηρίζονται στην παραπάνω θεωρία ενώ προτάθηκαν μοντέλα «αυτό-κατευθυνόμενης μάθησης» (Hemenway, 1982) που δημιουργούν στο παιδί το ερέθισμα να αναπτύξει την πίστη του με τη βοήθεια της ενίσχυσης από τον δάσκαλο ή τον κατηχητή. Οι μέθοδοι αυτές δεν έχουν σήμερα επιστημονική απήχηση, αν και ακούσια εφαρμόζονται σε κάποιες περιπτώσεις θρησκευτικής αγωγής σε αντίθεση με το πνεύμα της Χριστιανικής Παιδαγωγικής, που αντιμετωπίζει το παιδί ως πρόσωπο, όπως τόσο εναργώς τόνιζε ο όσιος Πορφύριος, όταν μιλούσε για συμβουλευτική. «Τα παιδιά δε μας ανήκουν, ούτε η ζωή τους…Πρέπει να σεβόμαστε το πρόσωπο του παιδιού και να του συμπεριφερόμαστε φιλελεύθερα και δημοκρατικά» (Κρουσταλλάκης, 2008, σ. 193). Ιατρική Καθώς η ψυχολογία μελετά την ψυχική ζωή γενικότερα, η ιατρική έρχεται να φωτίσει άλλα σημαντικά θέματα για την πηγή της θρησκευτικότητας και της πίστης, που χρειάζεται να λαμβάνει κανείς υπόψη στην ανάπτυξη του παιδιού. Στην ιατρική μελετάται η πνευματικότητα ως στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου, που τον ωθεί στην αναζήτηση του νοήματος στη ζωή υπερβαίνοντας τον εαυτό του και έχοντας μία υπερβατολογική θεώρηση της ζωής (Sokolowski, 1999). «Αυτά η ψυχή μας θέλει να αποκτήσει» λέει ο όσιος Πορφύριος στο προλογικό μας κείμενο αναφερόμενος στη φυσική κίνηση της ανθρώπινης ύπαρξης να γνωρίσει ελεύθερα και να αποκτήσει γνώση Θεού ως βασικό στάδιο της πίστης. Η θρησκευτικότητα από την άλλη πηγάζει από τη σύνδεση αυτής της αναζήτησης με μία θρησκεία. Η πνευματικότητα είναι αναγκαία συνθήκη της θρησκευτικότητας, αλλά δεν ισχύει το αντίστροφο. Στη φιλοσοφία της θρησκείας η θρησκευτικότητα αναφέρεται ως φαινόμενο, το οποίο συγκροτείται από την έμμεση σχέση θείου-ανθρώπινου, που έχει αφετηρία στην πίστη, η οποία κλιμακώνεται σε ομολογία, θεολογία και δόγμα, διατυπώνεται σε λατρεία (ιερατείο, ναός, προσκύνημα, μονή, εορτή/νηστεία, τελετουργία/υμνολογία κ.λπ.) και κορυφώνεται στην ηθική (νόμος, ήθος κ.λπ.). Ακόμη, στη συνάφεια αυτή περιγράφεται η θρησκευτικήπνευματικότητα (ο όρος θρησκευτική χρησιμοποιείται εδώ για τη διαφοροποίηση από τη γενικότερη εγγενή πνευματικότητα), η οποία συνίσταται από τη μυστική άμεση σχέση (εμπειρία, βίωση, θεωρία, παράδοση, θεολογία) θείου-ανθρώπινου (Μπέγζος, 2011, σ. 138). Η πίστη, πάλι, αποτελεί προϋπόθεση της θρησκευτικότητας και έκφανσή της. Θα μπορούσαμε να τη συνδυάσουμε με την ύπαρξη των φαινομένων της ουσιαστικής θρησκευτικότητας και εξωτερικής 50
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
θρησκευτικότητας. Είναι σαφές ότι στη δεύτερη περίπτωση υπερτερεί ο τύπος και η προσοχή του υποκειμένου στον εαυτό ενώ στην πρώτη ενεργεί η πίστη στη θρησκεία, που απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά του για τη ζωή (West, 2000, σ.14; Allport & Ross, 1967). Οι ιατρικές έρευνες προερχόμενες κυρίως από νευροεπιστήμονες (Persinger, 1996; Ramachandran & Blakeslee, 1998; Johnstone & Glass, 2008; Newberg & Newberg, 2005; Schjoedt, 2009) για την ύπαρξη του «σημείου του Θεού» στον εγκέφαλο είναι αμφιλεγόμενες, αλλά αφήνουν περιθώρια σε συνδυασμό με άλλες μελέτες (Zohar & Marshall, 2000) να κατανοείται η αναζήτηση του Θεού ως μία φυσική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, που αναπτύσσεται και επηρεάζεται από το συγκεκριμένο πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο, που ζει ο κάθε οργανισμός (Johnstone, Yoon, Franklin, Schoop, & Hinkebein, 2009). Οι πρώτες έρευνες έδειχναν ότι, όταν τα άτομα που εκτίθενται σε υποβλητικά θρησκευτικές ή πνευματικές λέξεις ή ιδέες, η ηλεκτρική δραστηριότητα στους κροταφικούς τους λοβούς αυξάνεται σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό που παρατηρείται κατά τη διάρκεια των επιληπτικών κρίσεων (Ramachandran & Blakeslee, 1998). Πρόσφατα ανακοινώθηκε μία έρευνα που δείχνει ότι η πνευματικότητα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο και ότι πολλές περιοχές του εγκεφάλου είναι υπεύθυνες για τις αντίστοιχα πολλές πτυχές των πνευματικών εμπειριών. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν τη νευροψυχολογική βάση της πνευματικότητας στον εγκέφαλο, η οποία δε βρίσκεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένη περιοχή. Δεν υπάρχει δηλαδή συγκεκριμένο «σημείο του Θεού» Φαίνεται ότι η πνευματική/θρησκευτική λειτουργία σχετίζεται με τη μείωση της δραστηριότητας του δεξιού βρεγματικού λοβού, της περιοχής πάνω από το δεξιό αυτί και της αύξησης της δραστηριότητας στο μετωπιαίο λοβό (Johnstone, Bodling, Cohen, Christ, & Wegrzyn, 2012). Οπωσδήποτε, στο μέλλον η μελέτη της δεξιάς πλευράς του εγκεφάλου, που έχει σχέση με τον αυτό-προσανατολισμό, θα αποκαλύψει περισσότερα, αφού έρευνες που στηρίχθηκαν στην προσευχή μοναχών έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν να ελαχιστοποιούν τη λειτουργία της δεξιάς πλευράς του εγκεφάλου τους, για να αυξήσουν την πνευματική δραστηριότητά τους κατά τη διάρκεια της προσευχής (Newberg & Waldma, 2009). Η επιβεβαίωση των παραπάνω με περισσότερες έρευνες θα αφήσει το περιθώριο να πούμε ότι η δραστηριότητα μερών του εγκεφάλου εμπλέκεται σε εμπειρίες που αναφέρονται από όλους τους πολιτισμούς διαμέσου των αιώνων και προσδιορίζονται ως πνευματικές ή θρησκευτικές (Fontana, 2005 [2003], σ. 123). Ανθρωπολογία Για τους ανθρωπολόγους η σπουδαιότητα της θρησκείας έγκειται στην ικανότητά της να χρησιμεύει, στο άτομο ή στην ομάδα, ως πηγή γενικών, αλλά διακριτών, αντιλήψεων σχετικά με τον κόσμο, τον εαυτό και των σχέσεων 51
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
μεταξύ τους, αφού είναι ένα σύστημα συμβόλων, που επενεργεί με τρόπο ώστε να δημιουργεί στους ανθρώπους ισχυρές και παρατεταμένες διάρκειας διαθέσεις και κίνητρα, που καθορίζουν την ύπαρξη και την πραγματικότητα. Στις εθνογραφικές μελέτες τους διακρίνουν ότι η θρησκευτικότητα αναπτύσσεται από μία χρόνια ροπή που ωθεί τον άνθρωπο να τελέσει κάποια είδη πράξεων και να βιώσει κάποια είδη συναισθημάτων (κίνητρο) ικανοποιώντας κάποιες ψυχικές διαθέσεις, οι οποίες καθορίζουν-σε αντιδιαστολή με το κοσμικό τι είναι θρησκευτικό, πνευματικό, ευλαβικό δίνοντας έτσι νόημα και στα σύμβολα της θρησκείας (Geertz, 2003[1973], σσ. 98-105). Οπωσδήποτε, δε φαίνεται να συνομιλεί η ανθρωπολογία με τη θεολογία, αλλά στοιχεία από τις έρευνες μπορούν να χρησιμεύσουν στη μελέτη της θρησκευτικής πίστης στο σημείο που επιχειρούν να ερμηνεύσουν γνωσιακά τη θρησκευτική δραστηριότητα. Η θεωρία της τελετουργικής δράσης (Lawson & McCauley, 1990) εξηγεί ότι η θρησκευτική σκέψη υπόκειται στους περιορισμούς και εξαρτάται από τις ίδιες νοητικές διαδικασίες που διέπουν την ανθρώπινη σκέψη γενικότερα (Boyer, 1994). Η θρησκευτικότητα αναπτύσσεται από την ύπαρξη φορέα με υπερβατικές ιδιότητες (π.χ. ιερείς) που καθορίζει την τελετουργική μορφή και τα μόνιμα αποτελέσματά της. Η θεωρία πάλι των τύπων της θρησκευτικότητας (Whitehead, 2006 [2004]) επιχειρεί να συμβάλει στην κατανόηση των ψυχολογικών διαδικασιών, οι οποίες συμβάλλουν στη δημιουργία, τη διατήρηση και τη μετάδοση της θρησκευτικής σκέψης και συμπεριφοράς επικεντρώνοντας την έρευνα στους κοινούς νοητικούς μηχανισμούς (μνήμη, κωδικοποίηση, επανάληψη, διέγερση), που διέπουν την ανθρώπινη σκέψη και οδηγούν σε συγκεκριμένες θρησκευτικές συμπεριφορές (Whitehead, 2006 [2004]; Boyer, 2002). Όσο οι παρατηρήσεις αυτές παρατηρούν την πραγματικότητα και δεν ερμηνεύουν το παν, που αναφέρει ο όσιος Πορφύριος, αλλά φωτίζουν τις διάφορες προσεγγίσεις του, μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμες στο σχεδιασμό της αγωγής, αλλά δεν τον δυναστεύουν. Γιατί μπορεί να έχει μελετηθεί επιστημονικά, για παράδειγμα, η ανθρώπινη επιθετικότητα και τα αίτιά της, αλλά δε δόθηκε απάντηση στο πρόβλημα του κακού, που φαίνεται να είναι ριζωμένο στην ανθρώπινη ελευθερία (Δεληκωσταντής, 2009, σ. 220). Θεολογία Στην ορθόδοξη θεολογία η γέννηση και η ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης στον άνθρωπο νοηματοδοτείται στον Εκκλησιασμό του σύμπαντος κόσμου, που έχει ως αρχή και τέλος την Ευχαριστία, χωρίς την οποία δεν υφίσταται Εκκλησία. «Ο Χριστός είναι η χαρά, το φως το αληθινό, η ευτυχία. Ο Χριστός είναι το παν», λέει ο όσιος στο απόσπασμα, δίνοντας περιεχόμενο και σκοπό στο έργο της Εκκλησίας και αντίστοιχα στην αγωγή του ανθρώπου. Η Εκκλησία δεν έχει ηθικοπλαστικό και κανονιστικό περιεχόμενο. Έχει σωτηριολογικό και 52
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
μεταμορφωτικό, είναι η συνεκτική δύναμη των πάντων. Και αυτό κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή εξηγείται ως και με τη σχέση του κτιστού ανθρώπου με το παν, τον Θεό, εικόνα του οποίου είναι η Εκκλησία2. Η περιγραφή του οσίου Πορφυρίου, «Η σχέση με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου», εξηγεί τη λειτουργία της θρησκευτικής πίστης θέτοντας στο κέντρο της τον όλο κτιστό άνθρωπο (νους και λόγος) και την κατά φύση πραγματικότητά του. Η κίνηση αυτή του ανθρώπου να σχετισθεί με τον Θεό αποκτά πληρότητα στην ίδια τη σχέση και γίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος ναός του Θεού, για να αναδειχθεί «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4,13). Έτσι, με τη Θεία χάρη οι άνθρωποι δύνανται να τελειωθούν κατά το «Άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πετρ. 1,16) (Κογκούλης, 2000, σ. 201) να μετέχουν δια μέσου του λόγου και του νου, που είναι οι λειτουργίες της ψυχής στις θείες ενέργειες. Η ψυχή νοεί κατά θεωρία και λογίζεται κατά πράξη, αφού η ύπαρξη στη λειτουργική της ενότητα είναι θεωρητική και πρακτική. Έτσι, μόνο οι άνθρωποι γίνονται «κάτοχοι της θεογνωσίας, ως αλήθειας και ζωής, ως αλήθειας και αγαθότητας» (Ματσούκας, 1992,σ. 504). Σε αυτό το πλαίσιο είναι φανερό ότι η έννοια της πνευματικότητας και η ιδεοληψία της αντίθεσης πνευματικού και κοσμικού δεν υπάρχει (Μαντζαρίδης, 1986, σ. 18). Ο άνθρωπος δεν είναι μία απλή βιολογική μονάδα, αλλά πρόσωπο αυτεξούσιο με απεριόριστο βάθος και πλάτος, δημιουργημένο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1.26). Είναι προικισμένος με τη συνείδηση, η οποία συνιστά τη «θεωρία» που οδηγεί στη θεωρία του θείου. Πρόκειται για δωρεά του Θεού, ο οποίος έθεσε στον άνθρωπο την εσωτερική αυτή ψυχοδυναμική διάταξη, ώστε να δύναται να συναρμόζει την ορθή εμπειρία του «κατ’ εικόνα» και να καθοδηγεί το «καθ΄οµοίωσιν». Αυτή η διάσταση δραστηριοποιείται στη βιολογική και ψυχική σφαίρα του εαυτού και πραγματώνεται ως ολοκληρωμένη λειτουργική πράξη στην καθημερινή ζωή (Βαρβατσούλιας, 2013, σ. 20). Πηγή της θρησκευτικής δραστηριοποίησης του ανθρώπου είναι, όπως ειπώθηκε, η αγαπητική ή ερωτική διάθεση, που έχει ως δημιούργημα του αγαπητικού Θεού, που κινείται από αγάπη προς το δημιούργημα του προκαλώντας τον έρωτα αυτού προς Αυτόν. «Η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό …Δεν μπορούμε να Τον γνωρίσουμε, αν Εκείνος δε μας γνωρίσει». Και ο άνθρωπος δεν μπορεί να Τον γνωρίσει, αν δε γνωρίσει τον εαυτό του (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς 3,1,1, PG8, 556A). Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τη 2
ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ, Μυσταγωγία PG 91, 684D-685A. Βλ. περισσότερα στο ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ν.Α. Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, σχόλιο στη Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου Ομολογητού, σελ. 356 κ.ε.
53
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
φύση. τα όρια και τις δυνατότητές του, μπορεί να τοποθετείται σωστά απέναντι στον Θεό, στον πλησίον και στον ίδιο τον εαυτό του και, κυρίως, οδηγείται στην αναζήτηση της αιτίας της ύπαρξης. Αυτό σημαίνει ότι στον ίδιο βρίσκονται «οι πρώτες αφορμές και οι πρώτες δυνατότητες για την προσέγγιση του Θεού» (Μαντζαρίδης, 1986, σ. 37) και η πραγμάτωσή τους αποκτούν καινό περιεχόμενο στην Εκκλησία. Η αυτογνωσία που οδηγεί τον άνθρωπο στη θεογνωσία, καταξιώνεται εν Χριστώ με την υιοθεσία και τη μετοχή στη ζωή του Θεού. Στη μυστηριακή ζωή και στη δράση της κοινότητας ο άνθρωπος επιστρέφει στον εαυτό του, επιστρέφοντας συνεχώς στον Θεό3. Ουσιαστικά, η θρησκευτικότητα και η πίστη είναι υποδοχή του Θεού που επισκέπτεται τον κατ’ εικόνα του δημιουργημένο άνθρωπο μέσα στην ίδια την ύπαρξή του. Η πνευματικότητα και η θρησκευτικότητα χωρίς Πνεύμα είναι ένα λιθαράκι στον πολιτισμό της πτώσης4, είναι μία ψευδαίσθηση που οδηγεί με ακρίβεια στην ανυπαρξία, στη διαίρεση και στο χωρισμό. Η πνευματικότητα των απνευμάτιστων καταλήγει στην πνευματική παράλυση, στον πνευματικό ευνουχισμό. Αυτή η απώλεια βιώνεται από την εκκλησιαστική κοινότητα ως τραγωδία και η επαναπόκτησή της αποτελεί αίτημα της ασκητικής ευχαριστιακής σύναξής της (Σταμούλης, 2004, σσ. 37-38). «Όσοι εδώ στη γη ζουν τον Χριστό, ζουν τον Παράδεισο». Η πορεία προς την αγιότητα περιλαμβάνει το παν, χωρίς διαχωρισμούς μεταξύ αυτών που καθορίζουν τον τρόπο προς την αγιότητα και όλων όσων διέπουν την καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής (Αυγουστίδης, 1998, σσ. 21-24). Και αυτό αναδεικνύει, πάλι, ότι η έχει τεράστια σημασία ο τρόπος που βιώνεται η θρησκεία και καλλιεργείται η πίστη, το πλαίσιο, δηλαδή, το οικογενειακό, κοινωνικό, πολιτιστικό, εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό, μέσα στο οποίο ζει ο νέος. Οφέλη της θρησκευτικότητας και της πίστης Τα λόγια του οσίου: «Όσοι εδώ στη γη ζουν τον Χριστό, ζουν τον Παράδεισο» εξηγούνται στο πλαίσιο της εκζήτησης της αγιότητας ως τον φυσιολογικό τρόπο να ζει και να αναπτύσσεται ο άνθρωπος ζώντας στην οντολογική διάστασή της και όχι στη συμπεριφορική (Αυγουστίδης, 2001). Το όφελος; «Θα είναι τότε η χαρά αναφαίρετη. Αυτό θέλει πιο πολύ ο Χριστός, να μας γεμίζει από χαρά, διότι είναι η πηγή της χαράς. Αυτή η χαρά είναι το δώρο του Χριστού. Μέσα σ’ αυτή τη χαρά θα γνωρίσουμε τον Χριστό». Επιβεβαιώνονται τα οφέλη και από επιστημονικές έρευνες. Η θρησκευτικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υγεία (Francis & Robbins, ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Κεφάλαια διάφορα 1, 40, PG90, 1236B. «Ὁ μὴ πρός ἑαυτόν πρότερον ἀναχθείς διά τῆς ἀποβολης τῶν π αρά φύσιν παθῶν, πρός τήν ἰδίαν αἰτίαν, ἥγουν τόν Θεόν, διά τῆς ἐν χάριτι τῶν ὑπέρ φύσιν ἀγαθῶν ἐπικτήσεως οὐκ ἀναχθήσεται». 4 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Επιστολή προς τινά Ιωάννην… 19, 96, PG46, 1077C. 3
54
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
2005) και την ευτυχία στην παιδική ηλικία. Εκείνοι που θρησκεύουν, που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή που προσεύχονται είναι πιο ευτυχισμένοι (Holder, Coleman, & Wallace, 2010). Έρευνα που διήρκησε τρεις δεκαετίες στις Η.Π.Α. ανέδειξε ότι η θρησκεία μπορεί α) να προσφέρει μία «ψυχολογική άνεση» για θέματα που σχετίζονται με το θάνατο και τη μετά θάνατον ζωή, β) να ενθαρρύνει τους ανθρώπους μέσα από τις δραστηριότητες της Εκκλησίας, για παράδειγμα, να παρέχουν κοινωνική υποστήριξη και να είναι αλληλέγγυοι, γ) να δώσει νόημα στη ζωή και την αίσθηση του ανήκειν και δ) να προσφέρει λατρευτικές τελετές, που ικανοποιούν τον άνθρωπο. Επιπλέον, η θρησκευτική αγωγή και ανατροφή μπορεί να βοηθήσει το παιδί, γιατί του παρέχει μια σταθερή βάση στην ανάπτυξη και αρχές για τη ζωή του. Τέλος, καλλιεργεί την εμπειρία θετικών συναισθημάτων, όπως τη συγχώρεση, τη συμπόνια, την ευγνωμοσύνη κ.ά. (Diener & Biswas-Diener, 2008). Η θρησκευτικότητα, επίσης, έχει συνδεθεί με μειωμένη συχνότητα των συμπτωμάτων κατάθλιψης σε εφήβους (Petts, 2008). Το ίδιο αποτέλεσμα καταγράφεται και από τη συμμετοχή στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Έρευνες έχουν δείξει ότι όσο αυξάνεται η συμμετοχή και συνδυάζεται με τη σημαντικότητα της θρησκείας στη ζωή των εφήβων, μειώνονται τα αισθήματα κατάθλιψης, απελπισίας και μοναξιάς (Pearce, Little, & Perez, 2003; Sinha, Cnaan, & Gelles, 2007; Smith & Denton, 2005; Wright, Frost, & Wisecarver, 1993; Van Dyke, Glenwick, Cecero, & Kim, 2009). Άλλες έρευνες στη Γερμανία, την Ισπανία και τις Η.Π.Α., μελετώντας τη συμμετοχή των εφήβων στη ζωή της Εκκλησίας διαπίστωσαν ότι αυτή επηρεάζει θετικά την αυτοεκτίμηση (Donahue & Benson, 1995; Smith, Weigert, & Thomas, 1979). Επιστήμονες, ακόμη, κατέδειξαν σε μελέτη 615 εφήβων, διαφορετικών εθνών και Eκκλησιών ότι η συχνότητα των θρησκευτικών εμπειριών (ό,τιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία και το ιερό) στην καθημερινή ζωή επηρεάζει το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή (Kelley & Miller, 2007). Επιπλέον, η θρησκευτικότητα επηρεάζει τις επιπτώσεις του στρες στη ζωή (Wills, Yaeger, & Sandy, 2003), οδηγεί σε χαμηλότερα ποσοστά τη συμμετοχή των εφήβων, αν και όχι όλων γενικά (Rostosky, Danner, & Riggle, 2007), σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, που μπορεί να βλάψουν τους ίδιους (Smith & Faris, 2002), όπως το κάπνισμα, τη χρήση ουσιών, κατανάλωση αλκοόλ (Bartkowski & Xu; Regnerus & Elder, 2003; Sinha, Cnaan, & Gelles, 2007; Winters, Chung, Stinchfield, Kassel, & Conrad, 2012; Robbins, 2005) ή την πρόωρη (Donahue & Benson, 1995; Holder, και συν., 2000) ή επικίνδυνη σεξουαλική δραστηριότητα (Smith & Denton, 2005; Bridges & Moore, 2002; Berne & Huberman, 1999, σσ. 51-66). Αντίστροφη σχέση φαίνεται, επίσης, να υπάρχει ανάμεσα στην παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά και τη θρησκευτική πίστη των εφήβων και νέων (Baier & Wright, 2001; Baier, 2014; Johnson, Jang, Larson, & Li, 2001; Regnerus & Elder, 2003; Pearce, Jones, Schwab - Stone, & 55
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Ruchkin, 2003). Από την άλλη η θρησκευτική δραστηριότητα αποδεικνύεται ότι συνδέεται γενικά με θετικές επιρροές σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας (Regnerus & Elder, 2003) και ιδιαίτερα με την έλλειψη προβληματικών συμπεριφορών, την υγιή ανάπτυξή των εφήβων (Dowling, και συν., 2004; Benson, Scales, Sesma, & Roehlkepartain, 2005), τη νοηματοδότηση της ζωής (Damon, 2008; Roeser, Isaac, Abo-Zena, Brittian, & Peck, 2008; Templeton & Eccles, 2008) και τον προσδιορισμό της ταυτότητάς τους (Markstrom - Adams, Hofstra, & Dougher, 1994; Markstrom Adams & Smith, 1996; Fulton, 1997). Εκτός των παραπάνω ένα αριθμός ερευνών αναδεικνύουν τη σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας των εφήβων και προσφοράς στους άλλους, εθελοντισμού και αλτρουισμού στο πλαίσιο της κοινότητας και της ευρύτερης κοινωνίας (Hart & Fegley, 1995; Smith & Denton, 2005; Youniss, McLellan, & Yates, 1999). Ακόμη, άλλη έρευνα κατέδειξε ότι η ανάπτυξη της πίστης και η θρησκευτική ενεργοποίηση σχετίζεται άμεσα με την πολιτική ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση (Kerestes, Youniss, & Metz, 2004; Crystal & DeBell, 2002), κάτι που μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμο στο σχεδιασμό της εκπαίδευσης που προσφέρει το Κράτος. 5
Η μετα-ανάλυση ερευνών κάποιων από τις παραπάνω, αλλά και πολλών άλλων απέδωσε στοιχεία κυρίως όσον αφορά τη θετική επίδραση της θρησκευτικότητας στους εφήβους και νέους, αλλά και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για τη δημόσια ή ιδιωτική έκφραση της πίστης, αλλά και τη σχέση αυτής και της ανάπτυξής τής με τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο-θέματα που στην σύγχρονη εποχή έχουν παραθεωρηθεί και έχουν τροφοδοτήσει ποικίλες συζητήσεις και συγκρούσεις. Η ανάλυση έδειξε ότι η θρησκευτικότητα γενικά σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη θετική συμπεριφορά (για το κοινωνικό σύνολο και την προσωπική ευτυχία) και αντίθετα δε σχετίζεται με την αρνητική. Η πρώτη συσχέτιση, μάλιστα, είναι ισχυρότερη όταν κάποιοι δηλώνουν ότι πιστεύουν ιδιωτικά παρά δημόσια (συμμετοχή στη λατρεία). Επιπλέον οι έρευνες καταδεικνύουν σχετικά με τη θρησκευτικότητα ότι α) αποτελεί παράγοντα κοινωνικοποίησης όταν η θρησκεία είναι μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας και ταιριάζει στην ανάπτυξη του προσώπου, β) Ο ιδιωτικός τρόπος έκφρασης της πίστης επιδρά περισσότερο από τη δημόσια έκφραση αυτής, κάτι που αντικατοπτρίζει το εκκοσμικευμένο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, που δεν έχει σχέση με τη θρησκεία και γ) η θρησκεία αποδεικνύεται ότι σχετίζεται γενικά με τη συμπεριφορά μέσω των ευκαιριών έκφρασης που παρέχει και των κανονιστικών σχέσεων που δημιουργεί (π.χ. βάπτιση νηπίου). Πέρα από αυτά, η Μετα-ανάλυση (meta-analysis) είναι μια αντικειμενική και ποσοτική στατιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την σύνθεση (π.χ. συνδυασμό και σύνοψη) ερευνητικών μελετών που έχουν γίνει στο παρελθόν για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, ώστε να οδηγήσουν σε ένα συνολικό συμπέρασμα. 5
56
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
θρησκευτικότητα ενός ατόμου καθορίζει τον τρόπο συμπεριφοράς του περισσότερο όταν η θρησκεία που ακολουθεί είναι σημείο αναφορά του πολιτισμού της κοινωνίας που ζει. Για τους εφήβους ειδικότερα, η θρησκεία δεν είναι ισχυρός παράγοντας επίδρασης της συμπεριφοράς τους, γιατί δεν ταιριάζει τόσο με τον μοντέρνο, εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής. Αντίστοιχα όσα στοιχεία της θρησκείας ταιριάζουν με τον σύγχρονο κόσμο ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στη συμπεριφορά των εφήβων κι έχουν μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή, όπως κι έλεγχο. Συμπερασματικά, για τους ερευνητές η θρησκευτικότητα έχει ισχυρότερη σχέση με την ανάπτυξη των νέων και τη συμπεριφορά τους, αν το θρησκευτικό περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνουν, ταιριάζει πιο πολύ στους ίδιους (Cheung & Yeung, 2011). Είναι σαφές ότι πιο έντονο ενδιαφέρον για τη θρησκευτικότητα των παιδιών και των εφήβων παρατηρείται κυρίως στις Η.Π.Α. Στην Ευρώπη αξίζει να αναφερθεί η έρευνα εννέα Πανεπιστημίων σε οκτώ Ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Εσθονία, Ρωσία, Ισπανία) με τίτλο: Religion in Education. A contribution to Dialogue or a factor of Conflict in transforming societies of European countries? (REDCo) που διήρκησε από το 2006 έως το 2009. Ανάμεσα σε άλλα ανέδειξε ότι οι έφηβοι θεωρούν τη θρησκεία ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας που δεν προκαλεί κατά βάση διαμάχες και ξενοφοβία (Valk, Bertram-Troost, Friederici, & Beraud, 2009, σ. 425) και ότι οι θρησκευομένοι μαθητές δεν επιβεβαιώνεται ότι είναι λιγότερο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα ή λιγότερο ανοιχτοί στο διάλογο από τους μη θρησκευόμενους (Valk, Bertram-Troost, Friederici, & Beraud, 2009, σσ. 404-407). Πριν από αυτή μία άλλη έρευνα σε δέκα χώρες (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Πολωνία, Ολλανδία, Σουηδία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Κροατία, Ισραήλ) και σε 8.948 τελειόφοιτους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μελέτησε σε βάθος τη θρησκευτικότητα στη ζωή τους και τη σχέση τους με τη θρησκεία και τους φορείς της. Από αυτήν προέκυψε ότι η θρησκεία λειτουργεί ως σταθεροποιητικό στοιχείο της ταυτότητας που διασυνδέει το υποκείμενο (νέος) με το παρελθόν του όχι μόνο το συλλογικό αλλά και το προσωπικό. Ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες διαπιστώθηκε ότι η θρησκεία σχετίζεται από τους νέους με τις ανθρωπιστικές αξίες, τις οποίες οι πιστοί νέοι θεωρούν ότι διδάσκονται από την οικογένεια ενώ στο σχολείο περιμένουν από τη Θρησκευτική Εκπαίδευση να τους καλλιεργήσει ικανότητες να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης ζητημάτων της ύπαρξης και της ζωής (Ziebertz, Kay, & Riegel, 2009; Kay & Ziebertz, 2006). Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να θεωρηθεί η θρησκευτικότητα και η πίστη των εφήβων πανάκεια, γιατί έχουν σημειωθεί από ερευνητές και αρνητικά αποτελέσματα αυτής αναφορικά με προβληματικές κοινωνικές συμπεριφορές και ψυχοπαθολογικές καταστάσεις (Αυγουστίδης, 2001, σσ. 105-106; Silberman, 57
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Higgins, & Dweck, 2005; Wagener & Maloney, 2006; Oser, Scarlett, & Bucher, 2006). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση το θρησκευτικό, κοινωνικό και ιστορικοπολιτισμικό περιβάλλον των προσώπων καθορίζουν τόσο την ανάπτυξη της θρησκευτικότητάς τους όσο και τη θετική ή αρνητική επιρροή της και για αυτό όλα τα ευρήματα των ερευνών ερμηνεύονται υπό το φως του πλαισίου τους. Έτσι, για παράδειγμα μπορεί να κατανοήσει κανείς στη ναζιστική Γερμανία, τη θρησκευτικότητα της Γερμανικής νεολαίας γενικότερα και της Χιτλερικής νεολαίας (Hitlerjugend) ειδικότερα. Πράγματι, οι έννοιες του «συστήματος απόδοσης νοήματος» σε επίπεδο θεσμών και θρησκευτικών κοινοτήτων και του «συστήματος διαμόρφωσης ταυτότητας» σε προσωπικό επίπεδο από τη Συστημική θεωρία αποδεικνύονται πολύ χρήσιμες τόσο για την ερμηνεία της θρησκευτικότητας όσο και της παθολογίας της (Altemeyer & Hunsberger, 2005; Roeser & Peck, 2010; Silberman, Higgins, & Dweck, 2005). Η ύπαρξη των πλαισίων και η αντίληψή τους από το υποκείμενο δημιουργούν το περιβάλλον διαφορετικής εννοιολόγησης της σχέσης ταυτότητας και θρησκείας, η οποία αναπτύσσεται πρωταρχικά στο πλαίσιο του πολιτισμού και της κοινότητας και της σχέσης ταυτότητας και πίστης, η οποία αναπτύσσεται πρωταρχικά στο πλαίσιο του δια-πολιτισμού και του προσωπικού στοχασμού/αναζήτησης (Roeser, Isaac, Abo-Zena, Brittian, & Peck, 2008; Templeton & Eccles, 2008). Από αυτή τη σκοπιά ο πυρήνας της θρησκευτικής ταυτότητας είναι μία προσωπική διεργασία ταυτοποίησης του εαυτού στο πλαίσιο της κοινωνικής και συλλογικής διεργασίας, που διενεργείται στο ιδιαίτερο πολιτιστικό-ιστορικό-θρησκευτικό πλαίσιο μίας παράδοσης (Ashmore, Deaux, & McLaughlin - Volpe, 2004; Templeton & Eccles, 2008; Ziebertz & Kay, 2006; Ziebertz, Kay, & Riegel, 2009). Η παραπάνω παρατήρηση αντικατοπτρίζει την κριτική στον γνωστικισμό, ο οποίος εκφράζεται από τον Piaget και όσους στηρίζονται σε αυτόν. Ο ρόλος του πλαισίου και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων στην ερμηνεία και την κατανόηση των επικοινωνιακών πράξεων και των συμπεριφορών θέτει στη συνάφεια των θεμάτων μας το πρόσωπο και τις σχέσεις του στο κέντρο του προβληματισμού που μας απασχολεί, που είναι το ζήτημα της θρησκευτικότητας και της πίστης στο παιδί (Πουρκός, 2003; Κοσμόπουλος, 2000). Έτσι, η θρησκευτικότητα αναπτύσσεται στο παιδί και από το παιδί σε σχέση με τους άλλους, π.χ. τους γονείς (Kirkpatrick & Shaver, 1990; Piedmont, 2005), προσφέροντας ένα σύστημα νοηματοδότησης και ερμηνείας το οποίο επηρεάζει και ο ίδιος ως μέρος του συνόλου, που του το προσφέρει (Silberman, 2005; Bering, 2003; Pargament, 2007). Ακόμη, προσεγγίσεις όπως αυτή της ηθικής ανάπτυξης μέσω της ενσυναίσθησης6 του Martin Hoffman (Hoffman, Ενσυναίσθηση είναι μία αντιπροσωπευτική συναισθηματική αντίδραση που είναι περισσότερο κατάλληλη για την κατάσταση κάποιου άλλου ατόμου, παρά για την κατάσταση του ίδιου του ατόμου. Hoffman, M.L. (1987). The 6
58
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
1988) ή της Norma Haan (Haan, Aerts, & Cooper, 1985) που εστιάζει στο ρόλο της διαπροσωπικής εμπειρίας στην συμπεριφορά αναδεικνύουν την εναλλακτική πρόταση στο γνωστικισμό. Βέβαια, και οι γνωστικοί επιστήμονες, όπως αναφέρθηκε διαπίστωσαν τον ρόλο του πλαισίου, αλλά αναφέρονταν βασικά στο κοινωνικό και ιστορικοπολιτισμικό πλαίσιο. Πλέον, με οδηγό τον κονστρουκτιβισμό7 ως θεωρία τίθεται και το ζήτημα της διαμόρφωσης του κατάλληλου πλαισίου μέσω των διαδικασιών μάθησης ώστε εμπειρικά και βιωματικά να οικοδομείται η κάθε γνώση (Vygotsky, 1998; Δαφέρμος, 2002; Bruner, 2007; Φρυδάκη, 2009). Παράγοντες που συντελούν στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και θρησκευτικής πίστης του παιδιού και του εφήβου Αναφέρθηκαν πολλά για τις σχέσεις, που ορίζουν τα πλαίσια ανάπτυξης της θρησκευτικότητας και της πίστης. Η σχέση ως έννοια και πράξη βρίσκεται στον πυρήνα της Χριστιανικής Θεολογίας και προσφέρει το πλαίσιο κατανόησης της αμοιβαίας διεργασίας που επισυμβαίνει ανάμεσα στα πρόσωπα και στον Προσωπικό Θεό και κατ’ επέκταση σε κάθε σχέση. Μέσα από τις σχέσεις ο άνθρωπος αναπτύσσεται και τελειώνεται. Και φυσικά δεν είναι εύκολες και δεν έχουν όλες οι σχέσεις θετικά αποτελέσματα. «Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής» λέει ο όσιος Πορφύριος (Πορφύριος, 2003, σ. 228) περιλαμβάνοντας στη λέξη ποιητής την αγάπη και τον πόνο, αλλά και την προσωπική ενέργεια του ανθρώπου-ποιητή που μέσα στο πλαίσιο του επιτελεί το έργο του. Και «Έργο μας είναι να προσπαθούμε να βρούμε ένα τρόπο να μπούμε μέσα στο φως του Χριστού» μαζί με τους άλλους. Και ποιοι είναι αυτοί; Οικογένεια «Στην οικογένεια βρίσκεται μεγάλο μέρος απ’ την ευθύνη για την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου» (Πορφύριος, 2003, σ. 410). Οι γονείς διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της πίστης των παιδιών και των εφήβων (Boyatzis, 2005; Spilka, Hood, Hunsberger, & Gorsuch, 2003). Αυτοί αποτελούν σημείο αναφοράς για τους νέους, για να ερμηνεύουν ο,τιδήποτε αφορά τη θρησκεία και τα πιστεύω ενώ η δική τους θρησκευτική πρακτική προσφέρει τα θεμέλια, για να οικοδομήσουν οι νέοι την πίστη τους με την ανάλογη σταθερότητα (Ozorak, 1989). Κι αυτό γίνεται άμεσα Contribution of Empathy to Justice and Moral Development. Στο Ν. Eisenberg & J. Strayer (Επιμ.). Empathy and its Development (σσ. 47-80). New York: Cambridge University Press. Κονστρουκτιβισμός (constructivism) ή εποικοδομητισμός είναι η θεωρία κατά την οποία η μάθησηλαμβάνει χώρα σε πλαίσια και τα άτομα διαμορφώνουν ή οικοδομούν μεγάλο μέρος των όσων μαθαίνουν και κατανοούν, σε συνάρτηση με τις εμπειρίες τους στις διάφορες καταστάσεις D.H.Schunk. (2009). μτφ. Εκκεκάκη, Ε. επιμ. Κουλαουζίδης, Γ. Θεωρίες Μάθησης. Μία εκπαιδευτική θεώρηση. Αθήνα: Μεταίχμιο, σ. 561 7
59
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
με τις θρησκευτικές πράξεις και έμμεσα βλέποντας οι νέοι πώς και πόσο η θρησκεία επηρεάζει τις συμπεριφορές των γονιών τους (Spilka, Hood, Hunsberger, & Gorsuch, 2003). Έρευνες έχουν δείξει ότι οι οικογένειες που συντελούν στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας των παιδιών τους το πετυχαίνουν υιοθετώντας μεθόδους, όπως τη διδασκαλία, το διάλογο, παίξιμο ρόλων, συμπροσευχή και συμμετοχή σε λατρευτικές πράξεις (Dollahite & Marks, 2005; King & Furrow, 2004). Ο Erickson απέδειξε ότι η συμμετοχή στη λατρεία των γονιών μαζί με τα παιδιά τους είναι πιο αποτελεσματική από την απλή θρησκευτικότητα (Erikson, 1992), ενώ μία άλλη έρευνα έδειξε ότι η συζήτηση με τους γονείς για θρησκευτικά θέματα και η κοινή συμμετοχή σε θρησκευτικές δραστηριότητες προκαλούν από νωρίς καταγεγραμμένες από τους νέους θρησκευτικές εμπειρίες και αναγνώριση της σημασίας της θρησκείας στη ζωή τους (King, Furrow, & Roth, 2002). Βέβαια, δεν έχουμε ανάλογες έρευνες σε Ορθόδοξα χριστιανικά περιβάλλοντα, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε σημαντικά στοιχεία που μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε μέσα από ομοιότητες και διαφορές ό, τι είναι χρήσιμο. Η ποιότητα των σχέσεων γονιών και παιδιών θεωρείται το κλειδί στην ανάπτυξη της πίστης. Οι αληθινές στενές σχέσεις εμπιστοσύνης και ασφάλειας είναι σημαντικές για την αποδοτικότερη μετάδοση της πίστης και της θρησκείας από τους γονείς στα παιδιά (Bao, Whitbeck, Hoyt, & Conger, 1999), και με λιγότερες αμφισβητήσεις στην «ασυμβίβαστη εφηβεία» (Μανωλόπουλος, 1989). Οι ζεστές και υποστηρικτικές σχέσεις με γονείς που θρησκεύουν αναπτύσσουν ανάλογα και τη θρησκευτικότητα και πίστη των εφήβων (Wilson & Sherkat, 1994). Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και ο παππούς και γιαγιά σε πολλές περιπτώσεις και σε κάποιες τα αδέλφια (Boyatzis, Dollahite, & Marks, 2006). Μέχρι σήμερα, βέβαια, δεν έχει αποδειχθεί η μακροζωία της επιρροής των γονιών στη θρησκευτικότητα των παιδιών, όταν πια περάσουν στην ενήλικη ζωή, αλλά έχει αποδειχθεί ότι όποια κι αν είναι η θρησκευτικότητα των γονιών, στη διάρκεια της εφηβείας αυξάνεται και η διάθεση για την πίστη (Κρίστεβα, 2011[2005], σσ. 38-41) και αντίστοιχα η αμφιβολία για αυτήν (Levenson, Aldwin, & D'Mello, 2005). Για αυτό ακριβώς ο ρόλος των γονέων είναι σημαντικός. Η Φρανσουάζ Ντολτό λέει «Η πνευματική αφύπνιση του παιδιού εξαρτάται από την πίστη του διδάσκοντος. Διότι δε μεταδίδεται γνώση, μεταδίδεται βίωμα! Την ενδόμυχη εμπειρία του με τον Θεό, μεταδίδει ο γονιός δίνοντας τη στοργή του με τα καθημερινά λόγια του, μαζί με το γάλα του στήθους» (Ντολτό & Σεβερέν, 2002[1996], σ. 421) ό,τι, δηλαδή και ο όσιος Πορφύριος στη συμβουλή του «Πρέπει η μητέρα να προσεύχεται πολύ κατά την περίοδο της κυήσεως και ν’ αγαπάει το έμβρυο, να χαϊδεύει την κοιλιά της, να διαβάζει ψαλμούς, να ψάλλει τροπάρια, να ζει ζωή αγία. Αυτό είναι και δική της ωφέλεια, αλλά κάνει θυσίες 60
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
και για χάρη του εμβρύου, για να γίνει το παιδί πιο άγιο, ν’ αποκτήσει από την αρχή άγιες καταβολές» (Πορφύριος, 2003, σσ. 405-406). Οι φίλοι Η έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις των συνομηλίκων, κυρίως, στην εφηβική θρησκευτικότητα είναι ακόμα στα σπάργανα και τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμη οριστικά. Η έρευνα REDCo σε οκτώ Ευρωπαϊκές χώρες (η Ελλάδα δε συμμετείχε) ανέδειξε ότι η θρησκεία δε θεωρείται από τους νέους, μαθητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ως ενοχλητικό θέμα συζήτησης, αλλά όχι και ενδιαφέρον σε κάποιες χώρες. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Γαλλία συζητούν περισσότερο για θρησκευτικά θέματα όσοι δεν ακολουθούν μία θρησκεία ενώ στη Ορθόδοξη Ρωσία οι θρησκευόμενοι νέοι είναι πιο θετικοί στη διαθρησκειακή επικοινωνία (Valk, Bertram-Troost, Friederici, & Beraud, 2009, σσ. 428-429). Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού κάποια ευρήματα είναι άξια λόγου. Η θρησκεία αποτελεί κριτήριο για την ανάπτυξη στενής φιλίας στην παιδική και εφηβική ηλικία (Smith & Denton, 2005) ενώ σε μία μεγάλη μελέτη σε νέους από 7 έως 22 χρόνων τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι καλύτεροι παράγοντες θρησκευτικότητας στην περίοδο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η εθνικότητα, ο εκκλησιασμός των φίλων τους (Gunnoe & Moore, 2002; Regnerus, Smith, & Smith, 2004) και η συζήτηση για θέματα πίστης με αυτούς (Schwartz, Bukowski, & Aoki, 2006). Με έρευνα σε 3000 16χρονους Χριστιανούς ο Schwartz κατέληξε ότι η υποστήριξη σε θέματα πίστης από φίλους με την ίδια θρησκεία αποτέλεσε την πιο σημαντική επιρροή στην πίστη τους ακόμη και σε σχέση με την οικογενειακή επιρροή (Schwartz, 2006). Κατηχητής-καθοδηγητής Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον παράγοντα του μη οικογενειακού καθοδηγητή. Η παραπάνω έρευνα που έγινε σε χριστιανικό πλαίσιο ανέδειξε ότι η εκπαιδευτική σχέση με τον κατηχητή, που στηρίζεται στην πνευματική καθοδήγηση και την οικειότητα, συντελεί στην πνευματική ανάπτυξη του νέου (Schwartz, 2006). Οπωσδήποτε όμως ο παράγοντας του προσώπου δεν είναι ανεξάρτητος από το πλαίσιο. Ο χώρος της Εκκλησίας αποδεικνύεται πιο σημαντικός παράγοντας σε συνδυασμό με τον κατηχητή παρά το ίδιο το πρόσωπο του κατηχητή (Tameifuna, 2008). Αυτό το εύρημα καταδεικνύει πόσο σημαντικός είναι ο ίδιος ο θεσμός. Βέβαια, στην Ελλάδα μόνο το 2,8% των νέων συμμετέχει σε θρησκευτικές-εκκλησιαστικές οργανώσεις και αυτό είναι πολύ χρήσιμο στοιχείο για την κατήχηση (Δεμερτζής, και συν., 2008, σ. 156).
61
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Σχολείο Δεν έχουμε επιβεβαιωμένα στοιχεία σχέσης του σχολείου και της αύξησης ή όχι της θρησκευτικότητας και της ανάπτυξης της πίστης. Υπάρχουν, βέβαια, στοιχεία για την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας σε θρησκευτικά σχολεία τα οποία λειτουργούν σε κάποιες χώρες του Δυτικού κόσμου, ακόμη και σε Ισλαμικά σχολεία. Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε αυτά δείχνουν ότι προσφέρουν ένα πλαίσιο διαμόρφωσης της ταυτότητας των νέων (Benson, Yeager, Wood, Guerra, & Manno, 1986) και της θετικής ή αρνητικής στάσης τους απέναντι στη θρησκεία τους (Francis, Robbins, ap Sion, Lewis, & Barnes, 2007), όταν συνδυάζουν την ακαδημαϊκή γνώση και τη θρησκευτική ταυτόχρονα. Στις έρευνες περισσότερο φαίνεται η εκπαίδευση σε αυτά τα σχολεία να σχετίζεται με την ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων παρά με την πίστη τους (Francis & Penny, 2013). Επιπλέον, Υπάρχουν, από την άλλη, πολλά χρήσιμα στοιχεία για τη σχέση σχολείου και θρησκευτικού εγγραμματισμού των νέων κυρίως από τον Ευρωπαϊκό χώρο (Valk, Bertram-Troost, Friederici, & Beraud, 2009; Jackson, Miedema, Weisse, & Willaime, 2007) μια και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιδείξει ισχυρό ενδιαφέρον μετά το 2001 για τα θέματα της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης (Koukounaras Liagkis, 2012). Τέλος, σε ελληνική έρευνα σε νέους 15 έως 23 χρόνων, αναφέρεται ότι μετά από την οικογένεια το σχολείο αποτελεί κύρια πηγή πληροφόρησης για τη θρησκεία τους (Κουκουνάρας Λιάγκης, 2011). Εκκλησία και κοινωνικό περιβάλλον Συμπερασματικά, οι παράγοντες που συντελούν στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας και της πίστης εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο του πολιτισμού, του έθνους και της διαφορετικότητας στο οποίο κάθε πρόσωπο και ομάδα ζει, όπως διάφορες επιστήμες έχουν μελετήσει, σύμφωνα και με το παρόν άρθρο. Βέβαια, γνωρίζουμε περισσότερα για τα συστήματα που επηρεάζουν τις διαδικασίες, αλλά πολύ λίγα για τις ίδιες. Αξίζει, να γίνει στο σημείο αυτό μία σύντομη αναφορά στον ρόλο της Εκκλησίας και της ενορίας, αν και δεν υπάρχουν έρευνες στην Ελλάδα και στον Ορθόδοξο κόσμο. Ο Erikson σημείωσε ότι οι θρησκευτικοί θεσμοί είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της κοινωνικοιστορικής και πολιτιστικής βάσης διαμόρφωσης της ταυτότητας. Η θρησκεία συντελεί στην ανάπτυξη δέσμευσης και αφοσίωσης, κάτι που είναι απαραίτητο, τουλάχιστον στην περίοδο της εφηβείας (Erikson, 1993 [1950]; 1964; 1994 [1968]; Κρίστεβα, 2011[2005]). Αυτό ίσως επιβεβαιώνεται στις ομάδες παιδιών που συνήθως εκκλησιάζονται και αυτά δεν είναι τόσα λίγα, συμφωνα με έρευνες, που παρατίθενται παρακάτω. Όμως δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τις δυναμικές που συντελούνται μεταξύ μηχανισμών που περιλαμβάνουν κοινωνικές σχέσεις, ταυτοτικά ζητήματα, ανάπτυξη δεξιοτήτων και πολύ περισσότερο θέματα που αφορούν τη σχέση 62
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
προσώπου και Θεού. Αμερικανοί πάντως θεωρητικοποίησαν με βάση τις υπάρχουσες έρευνες τους τρόπους που οι θρησκευτικοί θεσμοί μπορούν να επηρεάσουν θετικά και δομικά την ανάπτυξη των παιδιών και των νέων: α) Προσφέροντας τις πηγές για τη διαμορφωση του ήθους και της θέσης τους στον κόσμο (για παράδειγμα στοχεύοντας στη συμφιλώση με τον άλλον ή διδάσκοντας την αξία του σώματος, όπως και της ψυχής στον όλο άνθρωπο), λατρευτικές εμπειρίες (Θεία Λειτουργία) και το κατάλληλο πλαίσιο συμβουλευτικής υποστήριξης (μετάνοια), β) προσφέροντας ευκαιρίες να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους (για παράδειγμα τη συνεργατικότητα, το διάλογο κ.ά.) και τις γνώσεις τους για τον πολιτισμό, που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξή τους (γιορτές) και γ) παρέχοντας και παράγοντας το κοινωνικό κεφάλαιο (social capital) με τη διαμόρφωση κοινωνικών δεσμών μεταξύ διαφορετικών ηλικιών υποκειμένων, χωρίς γονεϊκή παρέμβαση, αλλά με τη συμμετοχή άλλων προσώπων (π.χ. κατηχητής) από την ευρύτερη κοινωνία και τις κοινότητες (Smith 2003). Υπάρχουν και στον Ελληνικό χώρο ανάλογες διαπιστώσεις, τις οποίες είναι καλό να λαμβάνει υπόψη κάθε σχεδιασμός κατήχησης και συναντήσεων στο πλαίσιο της ενορίας (Θερμός, 2008; 2006; Αυγουστίδης, 1999; 2008; Κουφογιάννη - Καρκανιά, 2001; Περσελής, 2003; Κογκούλης, 1990; Ρεράκης, 2007) Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ Σε έρευνα που έγινε από το 2006 έως το 2010 με τη μέθοδο των ημιδομημένων συνεδριάσεων σε focus groups σε 356 νέους (159 (44,6%) άνδρες και 197 (55,3 %) γυναίκες) από όλη την Ελλάδα προέκυψαν ενδιαφέροντα που σε συνάρτηση με άλλες έρευνες φωτίζουν καταληκτικά όσα προηγούνται και βοηθούν σε ένα αναστοχασμό και έναρξη μία συζήτησης, που κλείνει το παρόν πόνημα. Τα ευρήματα διαυγάζουν ότι οι νέοι θρησκεύουν, αλλά δεν πιστεύουν. Μεγαλωμένοι σε μια νεωτερική κοινωνία με ποικίλα καθοριστικά χαρακτηριστικά, που τονίζουν τις ιδιαιτερότητες της, κομίζουν και αυτοί ως μέρος της ένα φαινόμενο που προφανώς αντιπροσωπεύει το γενικότερο σύνολο. Η θρησκεία αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της συλλογικής και προσωπικής ταυτότητας του καθένα και συνδυάζεται ιδιαίτερα με τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας. Έτσι, εκλαμβάνουν την έννοια του «είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος». Ως ένα στοιχείο που καθορίζει και συμπληρώνει άρρηκτα την εθνική ταυτότητά των Ελλήνων. «Ελληνίδα είμαι. Χριστιανή γεννήθηκα», λέει μία φοιτήτρια. «Δε με ρώτησαν, με βάπτισαν. Ορθόδοξος θεωρούμαι. Τι κι αν δεν πηγαίνω στην Εκκλησία; Πιστεύω στο Θεό», ομολογεί ένας άλλος φοιτητής, 20 χρονών. «Δεν πιστεύω φυσικά σε παραμύθια. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, έστειλε το Χριστό, με τον κρίνο και τέτοια. Αλλά Ορθόδοξος Χριστιανός είμαι, αφού γεννήθηκα Έλληνας. Και είμαι υπερήφανος για 63
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
αυτό», αναφέρει ανάμεσα σε άλλα ένας τελειόφοιτος του Λυκείου. Αυτές είναι κάποιες απόψεις που φωτίζουν το πώς αντιλαμβάνονται τη θρησκευτική ταυτότητά τους και πως αυτήν τη συγχέουν με την έννοια του έθνους. Δεν είναι μακριά από την επικρατούσα αντίληψη, που ιστορικά εξυπηρέτησε αμφοτέρους άμα τη γενέσει της. Λεπτομερέστερα, υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της θρησκευτικότητας και της πίστης των νέων που προκύπτουν από την ερμηνεία των ευρημάτων της έρευνάς. Από τους συμμετέχοντες 9 στους 10 δηλώνουν αυθόρμητα ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτοί έχουν αρκετά έως πολύ θετική άποψη για την Εκκλησία, ως θεσμό, (69%) και αρκετά έως πολύ αρνητική άποψη για την ιεραρχία(επίσκοποι, ιερείς) της Εκκλησίας (72%). Οι απαντήσεις έγιναν πιο αρνητικές μετά την ανάδυση του σκανδάλου του Βατοπαιδίου. Την ίδια ώρα η θρησκεία διαδραματίζει αρκετά έως πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή των 8 από τους 10 νέων. Δε θεωρούν τον εαυτό τους θρήσκο (55%), διότι προσδίδουν μία αρνητική έννοια στη λέξη θρήσκος. Όμως, στην ερώτηση «αν ακολουθείτε πιστά όσα ορίζει η θρησκεία σας;» απάντησαν αρκετά έως πολύ οι 7 στους 10. Δε φαίνεται σε αυτή την περίπτωση να αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ θρήσκου και θρησκόληπτου. Στο παρόν θα χαρακτηρίζονται θρήσκοι και ως τέτοιοι νηστεύουν, τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, και προσεύχονται κάθε μέρα οι 6 στους 10. Όταν τους ζητήθηκε να αναφέρουν ελεύθερα κάποιους λόγους για τους οποίους νηστεύουν ανέφεραν ιεραρχικά: α) το επιβάλλουν οι γονείς, β) το κάνω από συνήθεια, γ) το επιβάλλει η θρησκεία, δ) κάνω αποτοξίνωση ε) δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ακόμη, από όσους δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, το 25% εκκλησιάζεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα, το 1% κάθε Κυριακή, το 45% τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, το 15% τουλάχιστον μία φορά τρίμηνο και το 10% ποτέ. Στον εκκλησιασμό δεν περιλαμβάνονται οι επισκέψεις στην Εκκλησία για τα μυστήρια του γάμου, της βάπτισης κ.λπ. και αυτό διευκρινίστηκε εξαρχής. Άξιο επισήμανσης είναι το ότι 1 στους 10 δεν εκκλησιάζεται τελικά ούτε μία φορά το χρόνο. Παράδοξο, όμως, είναι για την εκκοσμικευμένη ελληνική κοινωνία, ότι το 25% εκκλησιάζεται συχνά, κάθε μήνα δηλαδή. Οι λόγοι για τους οποίους εκκλησιάζονται αυτοί (το 26% δηλαδή) είναι: α) η συνήθεια, β) η οικογένεια, γ) η ευμένεια του Θεού. Η πίστη, πάλι, φαίνεται ότι είναι κάτι διφορούμενο για το σύνολο των θρησκευόντων νέων. Ενώ είναι Χριστιανοί, οι 6 στους 10 δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού ή στην ενανθρώπησή του ή στη Δευτέρα Παρουσία και οι 4 στους 10 δεν πιστεύουν στα θαύματα. Τα ίδια ποσοστά καταγράφονται και σε άλλη έρευνα στην Ελλάδα (Δεμερτζής, και συν., 2008). Τότε αναρωτιέται κανείς πώς είναι Χριστιανοί; Χαρακτηριστική είναι η απάντηση ενός μαθητή στη Θεσσαλονίκη: «Οι γονείς μου, οι συγγενείς μου, στο σχολείο, έτσι μας μάθανε, σε όλη τη ζωή μας κάνουμε το σταυρό μας, λέμε το Πάτερ ημών, ανάβουμε το κερί μας και λέμε Θεέ μου βοήθησέ μας. Τώρα όλα τα υπόλοιπα είναι δημιουργήματα για να νιώθουμε καλά. Μπορώ κι εγώ να βγω και να πω πως είδα μια εικόνα να κλαίει ή να βγάλω ένα ευαγγέλιο, δήθεν του μαθητή του Χριστού και παρόμοια. Μήπως δε βγαίνουν κάθε τρεις και 64
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
λίγο του ενός και του άλλου, του Ιούδα και του Θωμά. Πίσω απ’ όλα κρύβεται ο άνθρωπος και διάφορες συνωμοσίες. Ο Θεός είναι υπεράνω όλων. Αυτό είναι Ορθοδοξία στην Ελλάδα. Με αυτήν προοδεύσαμε και με αυτή την πίστη γίναμε πάλι κράτος». Μία άλλη έρευνα του Νίκου Δεμερτζή διαπιστώνει ότι η πλειοψηφία των νέων «δείχνει την ανάγκη να πιστεύει» (Δεμερτζής, και συν., 2008, σ. 119). Η εξατομικευμένη πίστη δεν οδηγεί απαραίτητα τους νέους στην Εκκλησία, έστω κι αν εισέρχεται στον Ναό, την Κυριακή ή όποτε άλλοτε. Δεν υπάρχει η σχέση, δεν υπάρχει Εκκλησία (Καλλιγέρης, 2010). Ουσιαστικά επιβεβαιώνεται το αυξανόμενο ενδιαφέρον τους για τη θρησκεία και όχι η ανάπτυξη της πίστης. Τέλος, επιχειρήθηκε να αναλυθούν οι αιτίες που δεν εκκλησιάζεται το 60% των νέων, αναζητώντας τη σκιαγράφηση μιας κριτικής πέρα από τη συνήθη, περί σκανδάλων, υποκρισίας των ιερέων, υποκρισίας των πιστών, απάτης που αντιλήφθηκαν (αυτά αναφέρονται πρώτιστα). Σε αυτή την κριτική βοήθησε και μία μελέτη περίπτωσης που πραγματοποιήθηκε τη σχολική χρονιά 2009-10, με τις τάξεις της Α΄ και Β΄Λυκείου του 1ου Γενικού Λυκείου Νέου Ηρακλείου Αττικής. Η γενικότερη έρευνα απέδωσε ένα προβληματισμό που αφορούσε στη γλώσσα της λατρευτικής πράξης της Εκκλησίας, στο τυπικό της λατρευτικής ζωής, στο ζωντάνεμα της ενοριακής ζωής, στην πρόκληση του ενδιαφέροντος των νέων. Με βάση αυτά τα ερωτήματα πραγματοποιήθηκαν δύο εκπαιδευτικές δράσεις στο πλαίσιο του μαθήματος των Θρησκευτικών, με τρίμηνη διάρκεια, από τις οποίες συνάγεται ότι ενώ η πλειοψηφία των νέων (84%) επιθυμούν να ακούν κάποια μέρη της Θείας Λειτουργίας και άλλων ακολουθιών στη Νέα Ελληνική γλώσσα και να αλλάξει η ώρα της Θείας Λειτουργίας την Κυριακή (72%), η συντριπτική πλειονότητα των ίδιων νέων δηλώνει ότι ακόμη κι αν γινόταν οι δύο παραπάνω αλλαγές δε θα άλλαζε τη συχνότητα εκκλησιασμού της (90%). Βέβαια δεν είναι γνωστό τι επίδραση θα έχουν αυτές οι αλλαγές στον ψυχισμό και τις στάσεις των νέων κι έτσι δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος. Επιπλέον, πάρα πολλοί νέοι (8 στους 10) θεωρούν ότι πρέπει να επέλθει ένα είδος διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος και οι πολλοί (6 από τους 10) θεωρούν ότι αυτό θα κάνει καλό στην Εκκλησία. Λέει ένας μαθητής της Β΄ Λυκείου: «Η Εκκλησία πρέπει να διαχωριστεί από το κράτος για να αποκτήσει πάλι το θρησκευτικό χαρακτήρα της και να πάψει να παρεμβαίνει σε θέματα της πολιτείας. Η Εκκλησία πρέπει να είναι ουδέτερη και ανεξάρτητη από τα πολιτικά πιστεύω. Παράλληλα πρέπει να απαλλαχτεί από κάθε είδους προκαταλήψεις ώστε να έρθει πιο κοντά στους πιστούς. Αυτό θα συμβεί γιατί η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία αλλά μια θεανθρώπινη πίστη όπου μετέχουν όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να ενωθούν με το Θεό. Έτσι, η Εκκλησία θα αποκτήσει ξανά τον πραγματικό της ρόλο, μακριά από τις πολιτικές και τη λειτουργία του κράτους». Από τις ίδιες εργασίες συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι (8 στους 10) συνδυάζουν την Εκκλησία με το έθνος, ως στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνουν 65
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
την ταυτότητα των Ελλήνων. Αναφέρει χαρακτηριστικά μία μαθήτρια της Β΄ Λυκείου: «Η Πολιτεία είναι ικανή να επωμιστεί τον εθνικό ρόλο που έχει σήμερα η Εκκλησία και να τον μεταφέρει σε άλλους κοσμικούς θεσμούς και να μη χρειάζεται πλέον να τους διακονεί, ακόμα και εν μέρει η Εκκλησία;» (Κουκουνάρας Λιάγκης Μ. , 2011). Συμπεράσματα-Συζήτηση Η επιστημονική κοινότητα κομίζει αρκετά ευρήματα για τον τρόπο που γεννάται και αναπτύσσεται η θρησκευτική πίστη. Η ανάλυση της σημαντικότητας του πλαισίου που θα δημιουργηθεί από ποικίλους παράγοντες και πρόσωπα για την εξέλιξη της έμφυτης πνευματικότητας κάθε άνθρωπου μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο σχεδιασμός και οι επιλογές στην αγωγή ενός παιδιού πρωταρχικά από την οικογένεια διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο. Από τις έρευνες φαίνεται ότι η θρησκευτικότητα αναπτύσσεται στο οικογενειακό πλαίσιο και αντίστοιχα στη θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκει η οικογένεια. Στην εξέλιξη της θρησκευτικότητας σε πίστη πάλι το οικογενειακό περιβάλλον έχει τον πρώτο ρόλο, αλλά έχει προστίθενται θέματα γνωστικής ανάπτυξης και σχέσεων με έτερα πρόσωπα (π.χ. κατηχητής, φίλοι). Το σχολείο, τέλος, φαίνεται να παίζει σημαντικότερο ρόλο στην καλλιέργεια στάσεων απέναντι στις θρησκείες και στην θρησκευτικότητα και για αυτό λαμβάνεται υπόψη ως επικουρικός παράγοντας, αλλά αρκετά αξιοσημειώτος στα θέματα ταυτότητας. Η παιδαγωγική προσέγγιση της ανάπτυξης της θρησκευτικότητας με βάση τις επιστημονικές ανακαλύψεις, που αναφέρθηκαν, και η παρακολούθηση των εξελίξεων μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό της θρησκευτικής αγωγής των παιδιών και των εφήβων. Ειδικοί μπορούν αν προχωρήσουν σε μελέτες και προτάσεις ώστε να βοηθηθεί η οικογένεια και η ενορία που θέλει να ποιμάνει τα παιδιά της. Κλείνοντας, είναι, βέβαια, τολμηρό, αλλά και προκλητικό συνάμα, αλλά φαίνεται ότι ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, απευθυνόμενος σε εκπαιδευτικούς (Πορφύριος, 2003. σ. 424-425), έχει στο νου του μια απάντηση, που μπορεί να αποτελέσει τον επίλογο μας. Ο όσιο μας προσφέρει ένα παράδειγμα μεταμοντέρνας διδακτικής μεθόδου, που τώρα εισηγούμαστε στα πανεπιστημιακά έδρανα και δοκιμάζεται στα σχολεία: στα παιδιά να μη λέτε πολλά για τον Χριστό, για τον Θεό, αλλά να προσεύχεσθε στον Θεό για τα παιδιά…Την πρώτη ημέρα που θα μπείτε στην τάξη, να μην κάνετε μάθημα. Να τους μιλήσετε ωραία. Μία-μία τις λέξεις. Να φερθείτε με αγάπη στα παιδιά. Στην αρχή να μην τους μιλήσετε καθόλου περί Θεού, ούτε περί ψυχής. Άλλη φορά αυτά αργότερα. Την ημέρα, όμως, που θα τους μιλήσετε για τον Θεό, θα προετοιμαστείτε καλά και θα τους πείτε: -Υπάρχει ένα θέμα, για το οποίο πολλοί αμφιβάλλουν. Είναι το θέμα «Θεός».
66
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Βιβλιογραφία Allport, G. W., & Ross, J. M. (1967). Personal religious orientation and prejudice. Journal of Personality and Social Psychology(5), σσ. 432-443. Altemeyer, B., & Hunsberger, B. (2005). Fundamentalism and authoritarianism. Στο R. F. Paloutzian, & C. L. Park, Handbook of the psychology of religion (σσ. 378-393). New York: Guilford Press. Ashmore, R. D., Deaux, K., & McLaughlin - Volpe, T. (2004). An organizing framework for collective identity: Articulation and significance of multidimensionality. Psychological Bulletin, 130(1), σσ. 80-114. Baier, C. J., & Wright, B. R. (2001). “ If you love me, keep m ycommandments ” : A meta - analysis of the effect of religion on crime. Journal of Research in Crime and Delinquency, 38(3), σσ. 3-21. Baier, D. (2014). The Influence of Religiosity on Violent Behavior of Adolescents. A Comparison of Christian and Muslim Religiosity. J Interpers Violence, 29(1), σσ. 102-127. Bao, W. N., Whitbeck, L. B., Hoyt, D. R., & Conger, R. D. (1999). Perceived parental acceptance as a moderator of religious transmission among adolescent boys and girls. Journal of Marriage and the Family, 61(2), σσ. 362-374. Barber, W. (1981). The religious education of preschool children. Birmingham, Alabama: Religious Education Pr. Bartkowski, J. P., & Xu, X. (n.d.). Religiocity and teen drug use reconsidered: A social capital perspective. American Journal of Preventive Medicine, 32(6), σσ. 182-194. Benson, P. L., Scales, P. C., Sesma, A. J., & Roehlkepartain, E. C. (2005). Adolescent spiritualit. Στο K. A. Moore, & L. H. Lippman, What do children need to flourish? Conceptualizing and measuring indicators of positive development (σσ. 25-40). New York: Springer. Benson, P. L., Yeager, P. K., Wood, M. J., Guerra, M. J., & Manno, B. V. (1986). Catholic high schools: Their impact on low - income students. Washington, DC: National Catholic Education Association. Bering, J. (2003). Towards a cognitive theory of existential meaning. New Ideas in Psychology, 21(2), σσ. 101120. Berne, L., & Huberman, B. (1999). European Approaches to Adolescent Sexual Behavior and Responsibility. Washington, DC: Advocates for Youth. Boyatzis, C. (2005). Children’s religious and spiritual development. Στο R. F. Paloutzian, & C. L. Park, Handbook of the psychology of religion and spirituality (σσ. 123-143). New York: Guilford Press. Boyatzis, C. J., Dollahite, D., & Marks, L. (2006). The family as a context for religious and spiritual development in children and youth. Στο E. C. Roehlkepartain, P. E. King, L. Wagener, & P. L. Benson,Handbook of spiritual development in childhood and adolescence (σσ. 297-309). Thousand Oaks, CA: Sage. Boyer, P. (1994). The Naturalness of Religious ideas: A Cognitive Theory of Religion. Berkeley: Univeristy of California Press. Boyer, P. (2002). Religion Explained. The human insticts that fashion gods, spirits, and ancestors. London: Vintage. Bridges, L. J., & Moore, K. A. (2002). Religious involvement and children ’ s well - being: What research tells us (and what it doesn ’ t). Washington, DC: Child Trends. Bruner, J. (2007). Ο Πολιτισμός της Εκπαίδευσης. (Χ. Βουγιούκα, Μεταφρ.) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Cheung, C., & Yeung, J. W. (2011). Meta-analysis of relationships between religiosity and constructive and destructive behaviors among adolescents. Children and Youth Services Review, 33(2), σσ. 376-385. Coyle, A. (2011, 12). Critical responses to Faith Development Theory: A useful agenda for change? Archive for the Psychology of Religion, 33(3), σσ. 281-298. Crystal, D. S., & DeBell, M. (2002). Sources of civic orientation among American Youth: Trust, religious valuation, and attributions of responsibility. Political Psychology, 23(1), σσ. 113-132. Damon, W. (2008). The path to purpose. New York: Free Press. Diener, E., & Biswas-Diener, R. (2008). Happiness: Unlocking the Mysteries of Psychological Wealth. Malden, MA: Blackwell. Dollahite, D. C., & Marks, L. D. (2005). How highly religious families strive to fulfill sacred purposes. Στο V. Bengtson, A. Acock, K. Allen, P. Dillworth - Anderson, & D. Klein, Sourcebook of family theory and research (σσ. 533-541). Thousand Oaks, CA: Sage. Donahue, Μ. J., & Benson, P. L. (1995). Religion and the well being of adolescents. Journal of Social Issues, 51(2), σσ. 145-160. Dowling, E. M., Gestsdottir, S., Anderson, P. M., von Eye, A., Almerigi, J., & Lerner, R. M. (2004). Structural relations among spirituality, religiosity, and thriving in adolescence. Applied Developmental Science, 8(1), σσ. 7-16.
67
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ Elias, J. (1983). Psychology and Religious Education. Malabar, Florida: R.E. Krieger Publishing Company. Erikson, E. (1993 [1950]). Childhood and Society. New York London: W.W.Norton & Company. Erikson, E. (1994 [1968]). Identity: Youth and Crisis. New York London: W.W. Norton & Company. Erikson, E. H. (1964). Insight and responsibility. New York: W.W. Norton. Erikson, J. A. (1992). Adolescent religious development and commitment: A structural equation model of the role of family, peer group, and educational influences. Journal for the Scientific Study of Religion, 31(2), σσ. 131152. Fontana, D. (2005 [2003]). Ψυχολογία, Θρησκεία, Πνευματικότητα. (Β. Καντζόλα-Σταμπατάκου, Μεταφρ.) Αθήνα: Σαβάλλας. Fowler, J. W. (1981). Stages of faith: The psychology of human development and the quest for meaning. San Francisco: Harper Collins. Francis, L. J., & Penny, G. (2013). Pupil Voice in Anglican Secondary Schools. Στο H. J. Worsley, Anglican Church School Education. Moving beyond the first two hundred years (σσ. 131-149). London New York: Bloomsburry. Francis, L. J., & Robbins, M. (2005). Urban Hope and Spiritual Health: The Adolescent Voice. Peterborough: Epworth. Francis, L. J., Robbins, M., ap Sion, T., Lewis, C. A., & Barnes, L. P. (2007). Psychological health and attitude toward Christianity among Protestant and Catholic sixth-form pupils in Northern Ireland. Pastoral Psychology, 56(2), σσ. 157-164. Fromm, Ε. (1974). Ψυχανάλυση και θρησκεία. (Μ. Α., Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνη. Fuller, R. (2007). Psychology and Religion: Classical theorists and contemporary developments (4η Έκδοση εκδ.). Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield Publishers. Fulton, A. S. (1997). Identity status, religious orientation, and prejudice. Journal of Youth and Adolescence, 26(1), σσ. 1-11. Geertz, C. (2003[1973]). Η ερμηνεία των πολιτισμών. (Θ. Παραδέλλης, Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Gunnoe, Μ. L., & Moore, K. A. (2002). Predictors of religiosity among youth aged 17 – 22: A longitudinal study of the National Survey of Children. Journal for the Scientific Study of Religion, 41(4), σσ. 613-622. Haan, N., Aerts, E., & Cooper, B. (1985). On Moral Grounds: The Search for Practical Morality. New York: New York University Press. Hamel, S., Leclerc, G., & Lafrancois, R. (2003). A Psychological Outlook on the Cocept of Transcendent Actualization. International Journal for The Psychology of Religion, 13(1), σσ. 3-15. Hart, D., & Fegley, S. (1995). Prosocial Behavior and Caring in Adolescence: Relations to Self- Understanding and Social Judgment. Child Development, 66(5), σσ. 1346-1359. Hemenway, E. (1982). Position Paper on CPE Supervision and Learning. The Journal of Pastoral Care, XXXVI(3), σσ. 194-202. Hoffman, M. L. (1988). Moral Development. Στο M. H. Bornstein, & M. Lamb, Developmental Psychology: An Advanced Textbook (σσ. 497-548). Hillsdale, NJ: Erlbaum. Holder, D. W., Durant, R. H., Harris, T. L., Daniel, J. H., Obeidallah, D., & Goodman, E. (2000). The association between adolescent spirituality and voluntary sexual activity. Journal of Adolescent Health, 26(2), σσ. 295-302. Holder, M. D., Coleman, B., & Wallace, J. M. (2010). Spirituality, Religiousness, and Happiness in Children Aged 8-12 Years. Journal of Happiness Studies, 11(2), σσ. 131-150. Jackson, R., Miedema, S., Weisse, W., & Willaime, J.-P. (2007). Religion And Education in Europe: Developments, Contexts and Debates. Munster: Waxmann. Johnson, B. R., Jang, S. J., Larson, D. B., & Li, S. D. (2001). Does adolescent religious commitment matter: A reexamination of the effects of religiosity on delinquency. Journal of Research in Crime and Delinquency, 38(1), σσ. 22-43. Johnstone, B., & Glass, B. A. (2008). Evaluation of a neuropsychological model of spirituality in persons with traumatic brain injury. Zygon(43), σσ. 861-874. Johnstone, B., Yoon, D. P., Franklin, K. L., Schoop, L. H., & Hinkebein, J. (2009). Reconceptualizing the factor structure of the Brief Multidimensional Measure of Religiousness/Spirituality. Journal of Religion and Health, 48, σσ. 146-163.
68
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ Johnstone, Β., Bodling, Α., Cohen, D., Christ, S. E., & Wegrzyn, A. (2012). Right Parietal Lobe-Related “Selflessness” as the Neuropsychological Basis of Spiritual Transcendence. International Journal for the Psychology of Religion, 22(4), σσ. 267-284. Kay, W. K., & Ziebertz, H.-G. (2006). A nine‐country survey of youth in Europe: selected findings and issues. British Journal of Religious Education, 28(2), σσ. 119-129. Kelley, Β. S., & Miller, L. (2007). Life Satisfaction and Spirituality in adolescents. Research in the Social Scientific Study of Religion, 18, σσ. 233-261. Kerestes, M., Youniss, J. E., & Metz, E. (2004). Longitudinal patterns of religious perspective and civic integration. Applid Developmental Science, 8(1), σσ. 39-46. King, P. E., & Furrow, J. L. (2004). Religion as a resource for positive youth development: Religion, social capital, and moral outcomes. Developmental Psychology, 40(5), σσ. 703-713. King, P. E., Furrow, J. L., & Roth, N. H. (2002). The influence of families and peers on adolescent religiousness. Journal of Psychology and Christianity, 21(2), σσ. 109-120. Kirkpatrick, L. A., & Shaver, P. R. (1990). Attachment theory and religion: Childhood attachments, religious beliefs, and conversion. Journal for the Scientific Study of Religion, 29(3), σσ. 315-334. Kohlberg, L. (1981). Essay on moral development: Vol. 1. The Philosophy of moral sevelopment. San Francisco: Harper & Row. Kohlberg, L. (1984). Essays on moral development: Vol.2 The psychology of moral development. San Francisco: Harper & Row. Koukounaras Liagkis, M. (2012). Compulsory Religious Education: A Justification Based on European Experience. Στο C. A. Shoniregun, & G. A. Akmayeva, Ireland International Conferece on Education, 2012 Proceedings (σσ. 44-48). Dublin: Infonomics Society. Lawson, T. E., & McCauley, R. N. (1990). Rethinking Religion: Connecting Cognition and Culture. Cambridge: Cambridge University Press. Leak, G. K. (2003). Validation of the Faith Development Scale using longitudinal and cross-sectional designs. Social Behavior and Personality, 31(6), σσ. 637-642. Leak, G. K. (2008). Factorial Validity of the Faith Development Scale. International Journal for the Psychology of Religion, 18(2), σσ. 123-131. Leak, G. K. (2009). An Assessment of the Relationship Between Identity development, Faith development, and Religious Commitment. Identity: An International Journal of Theory and Research, 9(3), σσ. 201218. Leak, G. K., Loucks, A. A., & Bowlin, P. (1999). Development and initial validation of an objective measure of faith development. The International Journal for the Psychology of Religion, 9(2), σσ. 105-124. Levenson, M. R., Aldwin, C. M., & D'Mello, M. (2005). Religious development from adolescence to middle adulthood. Στο R. F. Paloutzian, & C. L. Park, The psychology of religion and spirituality (σσ. 144- 161). New York: Guilford Press. Malony, H. (1981). Religious Experiencing: A Phenomenological Analysis of a Unique Behavioral Event. Journal of Psychology and Theology, 9(1), σσ. 326-334. Markstrom - Adams, C., & Smith, M. (1996). Identity formation and religious orientation among minority and majority high schools students from the United States and Canada. Journal of Adolescence, 19(3), σσ. 247-261. Markstrom - Adams, C., Hofstra, G., & Dougher, K. (1994). The ego virtue of fidelity: A case for the study of religion and identity formation in adolescence. Journal of Youth and Adolescence, 23(4), σσ. 453- 469. Maslow, A. H. (1993). The Farther reaches of human nature. New York: Penguin/Arkana. Newberg, A. B., & Newberg, S. K. (2005). The neuropsychology of religious and spiritual experience. Στο R. F. Paloutzian, & C. L. Park, Handbook of the psychology of religion and spiritualit (σσ. 199-215). New York, NY: Guilford. Newberg, Α., & Waldma, Μ. Ρ. (2009). How God Changes Your Brain: Breakthrough Findings from a Leading Neuroscientist. New York: Ballantine Books. Oser, F. K., Scarlett, W. G., & Bucher, A. (2006). Religious and spiritual development throughout the lifespan. Στο W. Damon, & R. M. Lerner, Handbook of child psychology (6η Έκδοση εκδ., Τόμ. 1, σσ. 942998). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons. Ozorak, Ε. (1989). Social and cognitive influences on the development of religious beliefs and commitment in adolescence. Journal for the Scientific Study of Religion, 28(4), σσ. 448-463.
69
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Pargament, K. (2007). Spiritually integrated psychotherapy: Understanding and addressing the sacred. New York: Guilford Press. Parker, S. (2010). Research in Fowler's faith development theory: A review article. Review of Religious Research, 51(3), σσ. 233-252. Pavlov, I. (1955). Selected works. Moscow: Foreign Languages Publishing Houses. Pearce, M. J., Jones, S. M., Schwab - Stone, M. E., & Ruchkin, V. (2003). The protective effects of religiousness and parent on the development of conduct problems among youth exposed to violence.Child Development, 74(6), σσ. 1682-1696. Pearce, M. J., Little, T. D., & Perez, J. E. (2003). Religiousness and depressive symptoms among adolescents. Journal of Clinical Child and Adolescent Psychology, 32, σσ. 267-276. Persinger, M. A. (1996). Feeling of past lives as expected perturbations within neurocognitive processes that generate the sense of self: Contributions from limbic lability and vectorial hemisphericity. Perceptual and Motor Skills, 83(3), σσ. 1107-1121. Petts, R. J. (2008). Religion and adolescent depression: the impact of race and gender. Review of Religious Research, 29(4), σσ. 395-414. Piaget, J. (2007 [1923]). The Child's conception of the world. Maryland: Rowman & Littlefield Publishers, Inc. Piedmont, R. (2005). The role of personality in understanding religious and spiritual constructs. Στο R. F. Paloutzian, & C. L. Park, Handbook of the psychology of religion (σσ. 253-273). New York: Guilford Press. Power, C., & Kohlberg, L. (1980). Religion, morality and ego development. Στο C. Brusselmans, W. A. Fowler, J. A. O'Donahue, & A. Vergote, Toward moral and religious maturity (σσ. 343-373). Morristown, NJ: Silver Burdett. Ramachandran, V. S., & Blakeslee, S. (1998). Phantoms in the Brain. London: Fourth Estate. Regnerus, M. D., & Elder, G. H. (2003). Staying on track in school:Religious influences in high - and low risk settings. Journal for the Scientific Study of Religion, 42(4), σσ. 633-649. Regnerus, M. D., Smith, C. S., & Smith, B. (2004). Social context in the development of adolescent religiosity. Applied Developmental Science, 8(1), σσ. 27-38. Robbins, M. (2005). Attitude to smoking among female adolescents: is religion a significant but neglected factor? Στο L. J. Francis, J. Astley, & M. Robbins, Religion, Education and Adolescence: International Empirical Perspectives (σσ. 94-106). Cardiff: University of Wales Press. Roeser, R. W., & Peck, S. (2010). An Education in Awareness: Self, Motivation, and Self-Regulated Learning in Contemplative Perspective. Educational Psychologist, 44(2), σσ. 119-136. Roeser, R. W., Isaac, S. S., Abo-Zena, M., Brittian, A., & Peck, S. J. (2008). Self and identity processes in spirituality and positive youth development. Στο R. M. Lerner, R. W. Roeser, & E. Phelps, Positive youth development and spirituality: From theory to research (σσ. 74-105). West Conshohocken, PA: Templeton Foundation Press. Rostosky, S., Danner, F., & Riggle, E. (2007). Is religiosity a protective factor against substance use in young adulthood? Only if you' re straight! Journal of Adolescent Health, 40(5), σσ. 440-447. Schjoedt, U. (2009). The religious brain: A general introduction to the experimental neuroscience of religion. Method and Theory in the Study of Religion, 21, σσ. 310-339. Schwartz, K. D. (2006). Transformations in parent and friend faith support predicting adolescents ’ religious faith. International Journal for the Psychology of Religion, 16(4), σσ. 311-326. Schwartz, K. D., Bukowski, W. M., & Aoki, W. T. (2006). Mentors, friends, and gurus: Peer and nonparent influences on spiritual development. Στο E. C. Roehlkepartain, P. E. King, L. Wagener, & P. L. Benson, The handbook of spiritual development in childhood and adolescence (σσ. 310-323). Thousand Oaks, CA: Sage. Silberman, I. (2005). Religious violence, terrorism, and peace: A meaning-system analysis. Στο R. F. Paloutizian, & C. L. Park, Handbook of the psychology of religion and spirituality (σσ. 529-549). New York: Guilford Press. Silberman, Ι., Higgins, Ε. Τ., & Dweck, C. S. (2005). Religion and world change: Violence and Terrorism versus Peace. Journal of Social Issues, 61(4), σσ. 761-784. Sinha, J. W., Cnaan, R. A., & Gelles, R. J. (2007). Adolescent risk behaviors and religion: Findings from a national study. Journal of Adolescence, 30(2), σσ. 231-249.
70
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Skinner, B. (2013). Περί Συμπεριφορισμού. (Ρ. Μέλλον, & Ε. Τσούκαρης, Μεταφρ.) Αθήνα: Πεδίο. Smith, C. (2003). Theorizing religious effects among American adolescents. Journal for the Scientific Study of Religion, 42(1), σσ. 17-30. Smith, C. B., Weigert, A. J., & Thomas, D. L. (1979). Self-esteem and religiosity: An analysis of Catholic adolescents from five cultures. Journal for the Scientific Study of Religion, 18(1), σσ. 51-60. Smith, C., & Denton, M. (2005). Soul searching: The religious and spiritual lives of American teenagers. New York: Oxford University Press. Smith, C., & Faris, R. (2002). Religion and American adolescent delinquency, risk behaviors, and constructive social activities. A research report of the National Study of Youth and Religion. Chapel Hill, NC: National Study of Youth and Religion. Sokolowski, R. (1999). Introduction to Phenomenology. Cambridge: Cambridge University Press. Spilka, B., Hood, R. W., Hunsberger, B., & Gorsuch, R. (2003). Psychology of religion: An empirical approach (3η Έκδοση εκδ.). New York: Guilford Press. Tameifuna, T. (2008). Youth pastor, youth program, and their influence on adolescents' religious satisfaction and decision to stay in the church. Ann Arbor: La Sierra University. Templeton, J. L., & Eccles, J. S. (2008). The relation between spiritual development and identity processes. Στο E. C. Roehlkepartain, P. E. King, L. M. Wagener, & P. L. Benson, The handbook of spiritual development in childhood and adolescence (σσ. 252-265). Thousand Oaks, CA: Sage Publications. Thoules, H. (1971). An Introduction to the Psychology of the Religion (3η Έκδοση εκδ.). London: Cambridge University Press. Valk, P., Bertram-Troost, G., Friederici, M., & Beraud, C. (2009). Teenager;s Perspectives on the Role of Religion in their Lives, Schools and Societies. A European Quantitative Study. Munster New York Munchen Berlin: Waxmann. Van Dyke, C. J., Glenwick, D. S., Cecero, J. J., & Kim, S. (2009). The relationship of religious coping and spirituality to adjustment and psychological distress in urban early adolescents. Mental Health, Religion & Culture, 12(4), σσ. 369-383. Vygotsky, L. (1998). Νους στην κοινωνία. Η ανάπτυξη των ανώτερων ψυχολογικών διαδικασιών. (Σ. Βοσνιάδου, Επιμ., & Α. Μπίμπου, Μεταφρ.) Αθήνα: Gutenberg. Wagener, L. M., & Maloney, H. N. (2006). Spiritual and religious pathology in childhood and adolescence. Στο E. C. Roehlkepartain, P. E. King, L. M. Wagener, & P. L. Benson, The handbook of spiritual development in childhood and adolescence (σσ. xx-yy). Newbury Park, CA: Sage. West, W. (2000). Psychotherapy and Spirituality: Crossing the line between therapy and religion. London: Sage Publications. Whitehead, H. (2006 [2004]). τύπο θρησκευτικότητας. Μια γνωσιακή θεωρία της μετάδοσης των θρησκευτικών αντιλήψεων. (Ξ. Δημήτρης, Μεταφρ.) Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Wills, T. A., Yaeger, A. M., & Sandy, J. M. (2003). Buffering effect of religiosity for adolescent substance use. Psychology of Addictive Behaviours, 17(1), σσ. 24-31. Wilson, J., & Sherkat, D. E. (1994). Returning to the fold. Journal for the Scientific Study of Religion, 33(2), σσ. 148-161. Winters, K. C., Chung, T., Stinchfield, R., Kassel, J. D., & Conrad, M. (2012). Addictions And Adolescence. Στο V. S. Ramachandran, Encyclopedia of Human Behavior (2η Έκδοση εκδ., σσ. 9-21). London Burlington San Diego: Academic Press. Wright, L. S., Frost, C. J., & Wisecarver, S. J. (1993). Church attendance, meaningfulness of religion, and depressive symptomatology among adolescents. Journal of Youth and Adolescence, 22, σσ. 559-568. Youniss, J. A., McLellan, J., & Yates, M. (1999). Religion, community service, and identity in American youth. Journal of Adolescence, 22(2), σσ. 243-253. Ziebertz, H.-G., & Kay, W. K. (2005). Youth in Europe 1: An International Empirical Study about Life Perspectives. Munster: Lit Verlag. Ziebertz, H.-G., & Kay, W. K. (2006). Youth in Europe 2: An International Empisrical Study about Religiocity. Munster: Lit Verlag. Ziebertz, H.-G., Kay, W. K., & Riegel, U. (2009). Youth in Europe 3: An International Empirical Study of the Significance of Religion for Life Orientation. Munster: Lit Verlag. Ziebertz, H.-G., Kay, W. K., & Riegel, U. (2009). Youth in Europe III. Munster: Lit Verlag.
71
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Zohar, D., & Marshall, I. (2000). Spiritual intelligence. The Ultimat Intelligence. London, Berlin and New York: Bloomsbury. Αυγουστίδης, π. (1998). Εν ασθενείαις καύχησις. Αθήνα: Αρμός. Αυγουστίδης, π. (1999). Ποιμένας και Θεραπευτής: Ζητήματα ψυχολογίας και ποιμαντικής πρακτικής. Αθήνα: Ακρίτας. Αυγουστίδης, π. (2001). Αγιότητα και Ενηλικίωση. Ψυχολογική και Ποιμαντική προσέγγιση. Στο Σ.τόμος, Αγιότητα. Ένα λησμονημένο όραμα (σσ. 103-112). Αθήνα: Ακρίτας. Αυγουστίδης, π. (2008). Γόνιμες Συγκρούσεις. Αθήνα: Έννοια. Βαρβατσούλιας, Γ. (2013). Ψυχολογία της Θρησκείας και Συνείδηση. Θεωρητικές και Πειραματικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Παρρησία. Βάρελης, Θ. (2001). Συμπεριφοριστική θεώρηση της θρησκευτικότητας. Επιστήμες Αγωγής(2-3), σσ. 131137. Βασιλόπουλος, Χ. (1996). Διδακτική του μαθήματος των Θρησκευτικών. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης. Δαφέρμος, Μ. (2002). Η πολιτισμική-ιστορική θεωρία του Vygotsky. Αθήνα: Ατραπός. Δεληκωσταντής, Κ. (1997). Το ήθος της ελευθερίας. Αθήνα: Εκδόσεις Δόμος. Δεληκωσταντής, Κ. (2009). Η παιδεία ως πολιτισμός του προσώπου. Αθήνα: Έννοια. Δεμερτζής, Ν., Ντάβου, Μ., Χρηστάκης, Ν., Σταυρακάκης, Γ., Αρμενάκης, Α., Μπουμπάρης, Ν., & Γεωργαράκης, Ν. (2008). Νεολαία. Ο αστάθμητος παράγοντας;. Αθήνα: Πολύτροπον. Θερμός, π.Β. (2006). Εκκλησία και Νέοι χωρίς Αερόσακο. Αθήνα: Μαΐστρος. Θερμός, π.Β. (2008). Ταραγμένη Άνοιξη. Αθήνα: Δομή-Αρχονταρίκι. Καλλιγέρης, π. (2010). Προοίμιο μιας εισαγωγής στην Ποιμαντική της νεότητας. Θεολογία, 81(2), σσ. 179195. Κογκούλης, Ι. Β. (2000). Κατηχητική και Χριστιανική παιδαγωγική. Θεσσαλονίκη: Αφολι Κυριακίδη. Κογκούλης, Ι. Β. (1990). Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική. Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη. Κογκούλης, Ι. Β. (1995). Διδακτική των θρησκευτικών. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη. Κογκούλης, Ι. Β. (2003). Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη. Κοσμόπουλος, Α. Β. (2000). Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του Προσώπου. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Κουκουνάρας Λιάγκης, Μ. (2009). Ο Θεός ο δικός μου, ο δικός σου. Πολιτισμός, Εκπαίδευση, Ετερότητα. ΑΘήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Κουκουνάρας Λιάγκης, Μ. (2011). Εκπαίδευση, Θρησκεία, Μετανάστες. Έρευνα για τις αντιλήψεις και τις στάσεις των νέων της Ελλάδας. Στο Π. Γεωργογιάννης, & Β. Μπάρος, Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Μετανάστευση-Διαχείριση Συγκρούσεων και Παιδαγωγική Δημοκρατία (Τόμ. ΙΙ, σσ. 181-192). Πάτρα: Πρακτικά 14ο Διεθνές Συνέδριο, Βόλος 6-8 Ιουνίου 2011. Κουφογιάννη - Καρκανιά, Π. (2001). Η συμβουλευτική ψυχολογία στη χριστιανική αγωγή. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Κρασανάκης, Γ. (2003). Ψυχολογία παιδιού και εφήβου. Ηράκλειο: του ιδίου. Κρίστεβα, Τ. (2011[2005]). Αυτή η απίστευτη ανάγκη για πίστη. (Κ. Τζένη, Μεταφρ.) Αθήνα: Μεταίχμιο. Κρουσταλλάκης, Γ. (2008). Ο Γέροντας Προρφύριος ως παιδαγωγός. Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. ορόσημο αγιότητος στο σύγχρονο κόσμο. Πρακτικά Διορθόδοξου Μοναστικού Συνεδρίου (σσ. 185-205). Χανιά: Ιερά Μονή Χρυσοπηγής. Μακράκης, Μ. Κ. (1999). Ψυχολογία της θρησκείας. Αθήνα: Αρμός. Μαντζαρίδης, Γ. Ι. (1986). Ορθόδοξη πνευματική ζωή. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρναρά. Μανωλόπουλος, Σ. (1989). Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου. Στο Γ. Τσιάντης, & Σ. Μανωλόπουλος, Σύγχρονα θέματα παιδοψυχιατρικής. Θεραπευτικές προσεγγίσεις (Τόμ. 1). Εκδόσεις Καστανιώτη. Ματσούκας, Ν. (1992). Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π.Πουρναρά. Μπέγζος, Μ. (2011). Ψυχολογώντας τη θρησκεία. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Νησιώτης, Ν. (1965). Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία. Σκέψεις επί του προβλήματος της θέσεως της φιλοσοφίας εν τη συστηματική θεολογία. Αθήνα: του ιδίου. Νησιώτης, Ν. Α. (χ.χ.). Παραδόσεις ψυχολογίας της θρησκείας. Αθήνα: του ιδίου.
72
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥ
Ντολτό, Φ., & Σεβερέν, Ζ. (2002[1996]). Τα Ευαγγέλια και η Πίστη. Ο κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς. (Κ. Ελισάβετ, Μεταφρ.) Αθήνα: Βιβλιοπωλεόν της "Εστίας". Πανεπιστημία Κρήτης Σχολή Επιστημών Αγωγής ΠΤΠΕ. (2004). Ηθική και Θρησκευτική Ανάπτυξη και Αγωγή του παιδιού. Ρέθυμνο: Πανεπιστημία Κρήτης Σχολή Επιστημών Αγωγής ΠΤΠΕ. Παπαθανασίου, Θ. Ν. (2011, Ιανουάριος-Μάρτιος). Ένας ησυχαστής του Αγίου Όρους στην καρδιά της πόλης: π.Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. Σύναξη(117), σσ. 50-67. Περσελής, Ε. Π. (2005). Πίστη και Χριστιανική Αγωγή: η θεωρία των σταδίων ανάπτυξης της πίστης του James W. Fowler. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Περσελής, Ε. (2005). Πίστη και Χριστιανική Αγωγή: η θεωρία των σταδίων ανάπτυξης της πίστης του James W. Fowler. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρης. Περσελής, Ε. Π. (2003). Κατήχηση και Παιδεία. Μελετήματα Θρησκευτικής Αγωγής. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Περσελής, Ε. Π. (2007). Θεωρίες Θρησκευτικής Ανάπτυξης και Αγωγής. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. Πορφύριος, Καυσικαλυβίτης. (2003). Βίος και Λόγοι. Χανιά: Ιερά Μονή Χρυσοπηγής. Πουρκός, Μ. Α. (2003). Ο ρόλος του πλαισίου στην ανθρώπινη επικοινωνία, την εκπαίδευση και την κοινωνική-ηθική μάθηση. Αθήνα: Gutenberg. Ρεράκης, Η. Μ. (2007). Σύγχρονη Διδακτική των Θρησκευτικών. Θεσσαλονίκη: Π.Πουρναράς. Σμέμαν, Α. (2002). Ημερολόγιο. (Ι. Ροηλίδης, Μεταφρ.) Αθήνα: Ακρίτας. Σταμούλης, Χ. (2004). Άσκηση αυτοσυνειδησίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις "Το Παλίμψηστον". Φρυδάκη, Ε. (2009). Η διδασκαλία στην τομή της νεωτερικής και της μετανεωτερικής σκέψης. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
73
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ Η αφιέρωση μιας εκπαιδευτικής ενότητας στην ψυχοπαθολογία και στην παραπτωματικότητα κατά την εφηβεία δεν συνιστά απλώς την προσέγγιση ενός φαινομένου που, αναντίρρητα, παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον. Στην καθημερινή ποιμαντική πράξη αυτός ο προβληματισμός έχει σημασία, κυρίως, για πρακτικούς λόγους καθώς αυτές συχνά συνυπάρχουν και αλληλοτροφοδοτούνται. Επομένως αυτή η επίγνωση είναι ιδιαίτερης σημασίας για την ποιμαντική προσέγγιση των νέων. Όντως, η ποιμαντική ευαισθησία και η διαγνωστική ικανότητα του ποιμένα μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες και αποτρεπτικές σοβαρών λαθών, καταρχήν όταν φυσιολογικές εφηβικές αντιδράσεις εκλαμβάνονται από την οικογένεια ως ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις, απαξιώνοντας τις φυσιολογικές νεανικές ανησυχίες. Πολύ περισσότερο, αυτή η ποιμαντική ικανότητα είναι δυνατόν να αποβεί σωτήρια, σε κάποιες περιπτώσεις, προκαλώντας την έγκαιρη παρέμβαση και την αναζήτηση ειδικής θεραπευτικής αντιμετώπισης1. Πριν προχωρήσουμε στην ποιμαντική προσέγγιση της ψυχοπαθολογίας και της παραπτωματικότητας στην εφηβεία παραθέτουμε μια επιστημονική ψυχολογική και ψυχιατρική προσέγγιση του προβλήματος, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο που ακολουθεί, το οποίο συνέταξε και μας παρεχώρησε ευγενικά ο Ψυχίατρος – Ψυχαναλυτής Δρ. Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης. «Ψυχοπαθολογία και παραπτωματικότητα στην εφηβική Συναισθηματικές και ψυχολογικές διαταραχές κατά την εφηβεία Εκδηλώσεις:
ηλικία».
• πρώιμη εμπειρία και εξάρτηση από το κάπνισμα/ χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών /βουλιμία, υπνηλία, στείρα ονειροπόληση /υπερβολική ενασχόληση με την εξωτερική εμφάνιση, κακή συμπεριφορά, συμμετοχή σε καυγάδες /απουσίες από το σχολείο και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις /σχολική αποτυχία κ.λπ. Στα περισσότερα παιδιά εμφανίζονται τέτοια προβλήματα για σύντομο χρονικό διάστημα και σε συγκεκριμένες περιόδους, ενώ αργότερα ελαχιστοποιούνται ή εξαφανίζονται εντελώς. Τα προβλήματα αυτά, όταν υπερβαίνουν κάποια όρια ή όταν εμφανίζονται σε πολύ μικρές ηλικίες θεωρούνται αντικοινωνική συμπεριφορά και χρειάζεται λεπτομερέστερη μελέτη για την ερμηνεία της και την αποτελεσματική αντιμετώπισή της από γονείς, εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους κ.ά. φορείς υποστήριξης.
1E.
N. JACKSON, ParishCounseling, JasonAronsonInc., NewYork, 1976, 165-174.
74
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Παραβατική ή Παραπτωματική Συμπεριφορά Ο όρος παραβατική ή παραπτωματική συμπεριφορά είναι περισσότερο νομικός, παρά ιατρικός ή ψυχιατρικός και αναφέρεται σε παράνομες δραστηριότητες που διαπράττονται απόανηλίκους και έχουν ποικίλη σοβαρότητα και επιπτώσεις τόσο στους ίδιους τους παραβάτες όσο και στους ανθρώπους που βλάπτονται. • Κλοπές, επιθετικότητα, αποβολές, χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών, συμμετοχήσε συμμορίες είναι μερικές από τις εκδηλώσεις αυτής της συμπεριφοράς. Η κατάληξη είναι η σταθεροποίηση μιας αντικοινωνικής διαταραχής της προσωπικότητας με ολέθριες συνέπειες για τη ζωή του νέου. Στην εφηβεία εμφανίζεται κυρίως με διαταραχές στην διαγωγή και η διάγνωση είναι: Διαταραχές της Διαγωγής με συγκεκριμένα κριτήρια που όταν την αντιληφθούμε και την αντιμετωπίσουμε ίσως καταφέρουμε να βοηθήσουμε ουσιαστικά έναν άνθρωπο. Πολλά είναι τα παιδιά που κατά την διάρκεια της αναπτυξιακής τους πορείας κάποια στιγμή μπορεί να εμφανίσουν προβληματικές συμπεριφορές, όπως παραπτωματικότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πληρούν τα κριτήρια για την διάγνωση της Διαταραχής της Διαγωγής. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι διαταράσσεται η ομαλή λειτουργία του θεσμού του σχολείου, η αρμονική συμβίωση των μελών της οικογένειας, οι κοινωνικά αποδεκτές δραστηριότητες ομάδων συνομηλίκων κ.α. Η απουσία παρεμβάσεων σε αυτά τα παιδιά που πάσχουν από Διαταραχή της Διαγωγής, θα τα οδηγήσει στην υιοθέτηση βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών προκειμένου να επιλύσουν τα όποια προβλήματα παρουσιαστούν στη ζωή τους (π.χ. διαφωνίες, διαφορές, οικονομική ανέχεια κ.α.), καθώς δεν θα γνωρίζουν άλλους τρόπους πέρα από την άσκηση βίας για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της ζωής. Κλινική εικόνα Διαταραχής της Αγωγής Προσχολική ηλικία: εκρήξεις θυμού, επιθετικότητα προς συνομηλίκους του, ανυπακοή, πείσμα, άσκοπη κινητική δραστηριότητα και διάσπαση προσοχής. Παιδική ηλικία: επιπλέον λεκτική επιθετικότητα, κλοπή (ως επί το πλείστον αντικειμένων ή χρημάτων από το σπίτι), ψευδολογίες, ανυπακοή στη σχολική τάξη, καταστρατήγηση των κανόνων λειτουργίας του σχολείου και καταστροφική συμπεριφορά, η οποία συνήθως εκδηλώνεται στο σχολείο. Πιθανές εκδηλώσεις βίαιης συμπεριφοράς απέναντι σε άλλους ή ζώα. Εφηβεία: οι εκδηλώσεις επιθετικής συμπεριφοράς μειώνονται σε συχνότητα, αλλά αυξάνονται σε ένταση και σοβαρότητα. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει «σκασιαρχεία», εμπρησμούς, κλοπές, επιθετικότητα προς ανθρώπους και ζώα, ψευδολογία, καταστροφές ξένης περιουσίας και βανδαλισμούς, ενώ είναι συχνή και η χρήση 75
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
τοξικών ουσιών. Διάγνωση: 1. Η διάρκεια των συμπτωμάτων να είναι συνεχής και όχι μικρότερη των έξι μηνών. 2. Τα συμπτώματα να είναι σύστοιχα με το αναπτυξιακό επίπεδο που διάγει το παιδί και ανάλογα με την ηλικία του. Τα συμπτώματα να μπορούν να ενταχθούν σε έναν από τους ακόλουθους τύπους συμπεριφοράς: καθ' υπερβολή διενέξεις και εκφοβισμοί -σκληρότητα προς τα ζώα ή τους άλλους ανθρώπους - σοβαρή καταστροφική δραστηριότητα, εμπρησμοί, κλοπές - συνεχείς ψευδολογίες - συχνές απουσίες από το σχολείο - φυγές από το σπίτι - ασυνήθιστα συχνές και έντονες εκρήξεις θυμού, προκλητική συμπεριφορά - επίμονη και σοβαρή ανυπακοή. Συμπερασματικά απαιτείται για να μπει η διάγνωση διαταραχή της αγωγής: Ένα επαναλαμβανόμενο και επίμονο μοτίβο συμπεριφοράς, στο οποίο τα βασικά δικαιώματα των άλλων ή οι βασικές κοινωνικές νόρμες και κανόνες που αρμόζουν στην ηλικία του ατόμου παραβιάζονται, όπως εκδηλώνεται μέσα από την παρουσία τριών (ή περισσότερων) από τα ακόλουθα κριτήρια, μέσα στους τελευταίους 12 μήνες, με τουλάχιστον ένα κριτήριο παρόν μέσα στους τελευταίους 6 μήνες. 1. Επιθετικότητα απέναντι σε ανθρώπους ή ζώα Συχνά επιτίθεται, απειλεί ή εκφοβίζει άλλους /συχνά ξεκινά καβγάδες /έχει χρησιμοποιήσει ένα όπλο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή σωματική βλάβη σε άλλους /έχει υπάρξει σκληρός, επιτιθέμενος σωματικά σε άλλους /έχει υπάρξει σκληρός, επιτιθέμενος σωματικά σε ζώα /έχει κλέψει, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με το θύμα /έχει αναγκάσει κάποιον να εμπλακεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. 2. Καταστροφή Περιουσίας Έχει εσκεμμένα εμπλακεί σε πρόκληση φωτιάς με πρόθεση πρόκλησης σημαντικής ζημιάς /έχει εσκεμμένα καταστρέψει την περιουσία άλλων. 3. Εξαπάτηση ή Κλοπή Έχει παραβιάσει το σπίτι, το κτίριο ή το αυτοκίνητο κάποιου άλλου /συχνά ψεύδεται για να αποκτήσει αγαθά ή χάρες ή για να αποφύγει υποχρεώσεις /έχει κλέψει αντικείμενα όχι μηδαμινής αξίας, χωρίς να έρθει αντιμέτωπος με το θύμα.
4. Σοβαρές Παραβιάσεις Κανόνων Συχνά μένει εκτός σπιτιού τα βράδια παρά τις γονεϊκές απαγορεύσεις, και αυτό 76
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
ξεκινά πριν την ηλικία των 13 ετών /έχει σημειώσει φυγές από το σπίτι κατά τη διάρκεια της νύκτας τουλάχιστον 2 φορές, ενώ διαμένει στο πατρικό σπίτι ή στο σπίτι ανάδοχης οικογένειας /είναι συχνά σκασιάρχης από το σχολείο, και αυτό ξεκινά πριν την ηλικία των 13 ετών. Β. Η διαταραχή στη συμπεριφορά προκαλεί κλινικά σημαντικές ανεπάρκειες στην κοινωνική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική λειτουργικότητα του νεαρού ατόμου. Γ. Αν το άτομο είναι 18 ετών ή μεγαλύτερο, δεν θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια για τη διάγνωση της Αντικοινωνικής Διαταραχής της Προσωπικότητας. Χρήση Εθιστικών Ουσιών Η χρήση ουσιών είναι πια αρκετά διαδεδομένη ανάμεσα στους εφήβους και η κατάχρησή τους αποτελεί ένα συνεχώς οξυνόμενο πρόβλημα.
Κάπνισμα
Το κάπνισμα είναι συνήθης τρόπος αντίδρασης του εφήβου στην εικόνα του γονιού από τον οποίο είναι εξαρτημένος στην παιδική ηλικία. Στην προσπάθειά του να ανεξαρτητοποιηθεί από τον γονιό του καταφεύγει τελικά σε μια άλλη εξάρτηση. •
Χρήση αλκοόλ
Συχνά, παρατηρείται το φαινόμενο της έναρξης κατανάλωσης αλκοόλ σε πολύ νεαρή ηλικία, ακόμη και από 12 χρόνων, και βέβαια αυξάνεται με την πρόοδο της ηλικίας μέχρι τα 20 χρόνια. Θεωρούν ότι η κατάχρηση προσφέρει μια απόδραση από τη δυσάρεστη πραγματικότητα, μειώνει τη στεναχώρια και κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο «ως δια μαγείας». 12% των μαθητριών και 10% των μαθητών των Λυκείων της Αθήνας πίνουν περιστασιακά ή συχνά οινοπνευματώδη. Επίσης ανακοινώθηκε ότι σε έρευνα μεταξύ 8000 μαθητών στις πόλεις Αθήνα, Πάτρα και Ιωάννινα, μόνο το 23,2% των μαθητών δεν πίνει καθόλου. Η έναρξη της κατανάλωσης αλκοόλ σε μικρές ηλικίες σχετίζεται άμεσα με μεγαλύτερη πιθανότητα τακτικής και αυξημένης κατανάλωσης αργότερα κατά την ενήλικη ζωή, καθώς και με την αυξημένη εμφάνιση προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με τη συνήθεια της υπερκατανάλωσης αλκοόλ (υπέρταση, εγκεφαλικά επεισόδια, καρδιοαγγειακές νόσους, κίρρωση του ήπατος αλλά και ψυχοπαθολογικά προβλήματα) • Χρήση Ναρκωτικών Τα ναρκωτικά είναι μια ομάδα από αυτές τις ουσίες που προκαλούν καταστολή στη λειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Ορισμένες από αυτές τις ουσίες 77
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
είναι φαρμακευτικές και η πώλησή τους είναι παράνομη χωρίς ιατρική συνταγή. Αυτές περιλαμβάνουν τα ηρεμιστικά και τα υπνωτικά (βαρβιτουρικά), τα ανορεξιογόνα. την κωδεΐνη (αντιβηχικό), τη μορφίνη και την πεθιδίνη (αναλγητικά), τη φεντανύλη (αναισθητικό) κ.ά. Άλλες ουσίες, που είναι κυρίως τα παράγωγα του οπίου (ηρωίνη κ.ά.) δεν χρησιμοποιούνται στην ιατρική και παρασκευάζονται παράνομα. Εκτός από τα ειδικά συμπτώματα που αφορούν κάθε ουσία χωριστά, υπάρχουν κοινές επιπτώσεις σοβαρότατες από τη χρήση οποιουδήποτε σχεδόν ναρκωτικού, που βέβαια αγνοούνται από τους έφηβους χρήστες. Η λήψη υπερβολικής δόσης ή νοθευμένων ουσιών ή η ταυτόχρονη χρήση με αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα ψύχωσης, σπασμούς, καρδιακή μαρμαρυγή, αναπνευστική καταστολή, ασφυξία, κώμα ή/και θάνατο. Ενώ το 1990 οι νέοι που είχαν δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες ανέρχονταν σε 11,4%, το 1996 το ποσοστό τους έφθασε το 19,0%. Η χρήση παρανόμων ουσιών υπόκειται σε ποινική δίωξη με συνέπειες ανάλογες με τη σοβαρότητα της περίπτωσης και που πιθανόν να οδηγήσουν τον χρήστη σε φυλάκιση με αφορμή κάποια παραβατική συμπεριφορά. Διαφορική Διάγνωση: 1. Αντίδραση Προσαρμογής Διαζύγιο γονέων /Απώλεια στενού συγγενούς /Τραύμα /Κακοποίηση (σωματική ή σεξουαλική) /Υιοθεσία (πχ. όψιμη ανακάλυψη). 2. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα Εκδηλώνουν συμπτώματα απροσεξίας, παρορμητικότητας και υπερκινητι-κότητας σε βαθμό δυσανάλογο για την ηλικία τους, και είναι ανήσυχα, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν περιορισμένες ικανότητες για συγκέντρωση και να αδυνατούν να ολοκληρώσουν μια εργασία. Δεν περιμένουν να ακούσουν μέχρι το τέλος τις οδηγίες που τους δίνονται, βιάζονται να απαντήσουν προτού ολοκληρωθεί η ερώτηση που τους απευθύνεται και κάνουν συχνά λάθη. Αποτέλεσμα της διαταραχής είναι η αδυναμία ναπαρακολουθήσουν με επιτυχία τα μαθήματα και συχνά η σχολική αποτυχία ή και ακόμη η πρώιμη εγκατάλειψη του σχολείου. 3. Εναντιωματική Προκλητική Συμπεριφορά Ένα παιδί με Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή (ΟΌΌ.) χαρακτηρίζεται κυρίως από αρνητισμό, έλλειψη συνεργατικής διάθεσης, έλλειψης υπακοής, προκλητική και αντιδραστική συμπεριφορά. Συχνά αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις ή τους κανόνες των ενηλίκων. Χάνει εύκολα την ψυχραιμία του και εμπλέκεται σε καβγάδες. Λέει συχνά ψέματα και πολλές φορές κατηγορεί τους άλλους για τα δικά του λάθη ή για τη δική του κακή συμπεριφορά. Γενικά δίνει την εικόνα ενός παιδιού που θέλει να κάνει πάντα το δικό του και είναι συχνά θυμωμένο.
78
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
4. Καταθλιπτική Διαταραχή Οι έφηβοι με κατάθλιψη εμφανίζουν δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις, κοινωνική απόσυρση και απομόνωση ή σύναψη επιφανειακών σχέσεων, κατάχρηση οινοπνεύματος ή ναρκωτικών ουσιών, σοβαρές διαταραχές στη μάθηση, αίσθημα φυγής, συχνές αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Αιτιολογία της Παραπτωματικής συμπεριφοράς: Βιολογική: (Αντικοινωνική προσωπικότητα ΧΥΥ) Ψυχολογική: (Διάφορες σχολές ατομικής ψυχολογίας) Κοινωνιολογική: (Κοινωνικές και Οικονομικές θεωρίες / σχολείο / γειτονιά /συνομήλικοι). Βιολογική 1. Αναφέρεται στα ιδιοσυγκρασιακά και γνωστικά χαρακτηριστικά του ατόμου που θεωρείται ότι μεταβιβάζονται γενετικά. 2. Έχει βρεθεί γενετική επίδραση σε ενήλικες με καρυότυπο ΧΥΥ αλλά δεν έχει βρεθεί συσχέτιση σε εφήβους Ψυχολογικές Θεωρίες Α. Θεωρίες Μάθησης /Γνωσιακές Υποστηρίζεται ότι οι περιβαλλοντικές και οι κοινωνικές επιδράσεις είναι σημαντικές για την δημιουργία ροπής για παραβατική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης μέσω της μίμησης προτύπων, τα παιδιά που εκτίθενται σε επιθετικά πρότυπα συμπεριφοράς μιμούνται αυτή την αρνητική συμπεριφορά και συχνότερα μάλιστα από άτομα του ίδιου φύλου (π.χ. βίαιος πατέρας = => επιθετικό αγόρι). Εξάλλου, σύμφωνα με τη θεωρία της συντελεστικής μάθησης, κάθε συμπεριφορά που οδηγεί σε ένα ευχάριστο ή επιθυμητό αποτέλεσμα, είναι πιο πιθανό ότι θα επαναληφθεί κάτω από παρόμοιες συνθήκες.Βασιζόμενοι στη θεωρία αυτή, υποστηρίζεται ότι η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται μέσα από την ίδια διαδικασία όπως και η νομοταγής. Έτσι, ενώ με την επίδειξη δύναμης επιζητά αυτονομία, αναγνώριση και θαυμασμό, τελικά του μένει η κακή συμπεριφορά (η βία) ως αυτοσκοπός. Οι γνωστικές θεωρίες εστιάζονται στον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεταιτον κίνδυνο και αποφασίζει να διακινδυνεύσει. Οι θεωρίες για την αντίληψη του κινδύνου επηρεάστηκαν από την άποψη ότι οι έφηβοι είναι γενικά «αισιόδοξοι» και θεωρούν ότι είναι «άτρωτοι» και δεν κινδυνεύουν. Η αναπτυξιακή θεωρία συνέβαλε στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι έφηβοι αναγνωρίζουν την πιθανότητα των συνεπειών των πράξεών τους. Χαρακτηριστικό της πρώιμης εφηβείας είναι η μετάβαση από τη συγκεκριμένη 79
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
σκέψη της παιδικής ηλικίας στην αφηρημένη σκέψη της ενηλικίωσης. Η αφηρημένη σκέψη έχει την ικανότητα μελέτης των πιθανοτήτων και πρόβλεψης των συνεπειών από μια συμπεριφορά. Οι παραβατικοί έφηβοι δεν φθάνουν στο γνωστικό επίπεδο της αφηρημένης σκέψης με αποτέλεσμα να εμφανίζουν μικρότερη αντίσταση στην παραβατική συμπεριφορά, μη έχοντας επίγνωση των απώτερων συνεπειών. Β. Ψυχανάλυση Το άτομο που εμφανίζει αντικοινωνική συμπεριφορά λειτουργεί όπως το βρέφος, κάτω από την αρχή της ευχαρίστησης, και αδυνατεί να δεχθεί την απογοήτευση (απαγόρευση). Το Υπερεγώ (Superego) είναι πολύ αδύναμο λόγω ακατάλληλων χειρισμών στην οικογένεια κατά τη νηπιακή ηλικία, και αδυνατεί να ελέγξει τις εσωτερικές παρορμήσεις που ζητούν ικανοποίηση της στιγμής (Id), και το αποτέλεσμα είναι η παραβατική συμπεριφορά. Θεωρεί ότι έχει κάθε δικαίωμα να επιτίθεται και να καταστρέφει εφόσον αισθανθεί και την παραμικρή αδικία. Η εξουσία του γονέα, του καθηγητή, του αστυνόμου, του ιερέα, του δικαστή κτλ είναι διεφθαρμένη εξ ορισμού και δικαιούται να την ξεγελάσει, κοντράρει, αμφισβητήσει, παρακάμψει κτλ. Η εμπειρία του είναι ότι αν δεν επιτεθεί, το γονεϊκό σύστημα θα διεισδύσει μέσα του και θα τον διαλύσει και αμύνεται σε αυτό επιτιθέμενος! Δεν έχει βιώσει ένα υποστηρικτικό συναισθηματικά περιβάλλον που να μπορεί: α. να διατηρεί το πλαίσιο του νόμου (ο πατέρας λείπει),β. να απαλύνει τις ματαιώσεις που βιώνει μεγαλώνοντας (η μητέρα δεν επαρκεί), γ. να του ανοίγει δρόμους ψυχικής μετουσίωσης (δεν μπορεί να συμβολοποιήσει). Η παραβατικότητα είναι η άμεση ικανοποίηση των αναγκών που δεν ικανοποιήθηκαν συμβολικά από την οικογένεια και το παιδί έχει παραμείνει σε μια πιο πρωτόγονη συμπεριφορά όπου λείπει η συμβολική τάξη και ο νόμος. (Δεν έχει φτάσει στο επίπεδο της ψυχικοποίησης.) Αντ' αυτού εγκαθιστά μια παράνομη τάξη με κυριαρχία ενός ναρκισσιστικού νόμου όλου ή ουδέν, τύπου μαφίας, όπου τα μέλη είναι σε πλήρη υπακοή με τίμημα το κεφάλι τους! Γ. Οικογενειακές Θεωρίες Α) Όταν υπάρχουν κακές, ανεπαρκείς ή ανεπιτυχείς σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών, εχθρική ή απορριπτική συμπεριφορά, υπερπροστασία ή υπερβολική επιείκεια, ελλιπής επίβλεψη και φροντίδα, εξωπραγματικές απαιτήσεις, υπερβολική αυστηρότητα και πειθαρχία, σωματική ή ψυχική βία, διαταραγμένες ψυχικά προσωπικότητες των γονέων. • Η χαλαρή και ανεπαρκής επίβλεψη των παιδιών από τους γονείς ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας στην αυτοομολογούμενη εγκληματικότητα. (Χαοτική, χωρίς όρια Οικογένεια). • Η σκληρή στάση και αυστηρή πειθαρχία στρατιωτικού τύπου, και η βίαιη, η παθητική και η απορριπτική στάση των γονέων στα παιδιά είναι προδιαθεσικοί 80
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
παράγοντες στην εμφάνιση παραπτωματικότητας στην εφηβεία. (Άκαμπτη, χωρίς κατανόηση Οικογένεια). Β) Όταν υφίσταται διάλυση της οικογένειας λόγω θανάτων, διαζυγίων ή διάστασης γονέων. Οι διαλυμένες οικογένειες προδιαθέτουν στην παραπτωματικότητα. Όταν το παιδί στερείται ένα γονέα, τότε παρατηρείται διαταραχή της σωματικής, πνευματικής, συναισθηματικής και κοινωνικής του ανάπτυξης. Τα παραπάνω συνηγορούν ότι, όσον αφορά την οικογενειακή ευθύνη, η αντικοινωνική συμπεριφορά των εφήβων έχει σχεδόν πάντα τις ρίζες της ή ενισχύεται από τις παθογόνες οικογενειακές καταστάσεις, αλλά και αντίστροφα, η φυσιολογική οικογένεια αποτελεί προστατευτικό παράγοντα απέναντι στην εμφάνιση της. Οι συνομήλικοι • Η είσοδος του εφήβου σε μια ομάδα συνομηλίκων σηματοδοτεί την αξιολόγησή του από τα άλλα παιδιά και καταλήγει στην αποδοχή ή την απόρριψή του από αυτά. • Με την απόρριψη, ο έφηβος χάνει την ελπίδα κοινωνικής στήριξης από τους συνομηλίκους, και μάλιστα όταν του είναι αναγκαία λόγω προηγηθείσας απόρριψης από την οικογένεια. Άλλες φορές όμως, όταν οι παρέες του εφήβου είναι άτομα με ιδιαίτερη ροπή στην παραβατικότητα μπορεί αντίθετα να τον εμπλέξουν σε ενεργό συμμετοχή σε «κλίκες», όπου ο ρόλος του θα είναι σύμφωνος με τις απόψεις της κλίκας και η συμπεριφορά του θα ταιριάζει με τη συμπεριφορά των λοιπών μελών της παρέας. Οι κλίκες συνήθως συγκροτούνται από παρέες αγοριών (αυτές είναι άλλωστε και οι περισσότερο παραβατικές), που ανάγουν σε κεντρική θέση αξίες όπως η επιδίωξη της ζωηρής συγκίνησης, η απέχθεια για τη ρουτίνα και η επίδειξη «ανδρισμού», ιδίως μάλιστα απέναντι σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες (π.χ. μειονότητες). Το Σχολείο Το σχολικό σύστημα πρέπει να έχει την ικανότητα να προσφέρει στους μαθητές συναισθηματικό στήριγμα, θετικά πρότυπα συμπεριφοράς και να καθοδηγεί τις δραστηριότητές τους σε δημιουργικές ενασχολήσεις που προσφέρουν προσωπική ικανοποίηση, εκτόνωση και διεξόδους στη φυσιολογική τους ενεργητικότητα. Η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος να συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών μέσα από μια ασφαλή, δημιουργική και δημοκρατική πορεία, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδηγεί τους εφήβους στην αντικοινωνική συμπεριφορά. Τα πιο επιθετικά παιδιά φαίνονται να «διαλέγουν» τους εκπαιδευτικούς στους οποίους θα εκφράσουν ανάρμοστη συμπεριφορά. Αντιδρούν σε 81
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
εκπαιδευτικούς που φαίνονται αυταρχικοί ή υπερβολικά αυστηροί, και σ’ αυτούς που αφήνουν σε χάος την τάξη. Αντιμετωπίζουν ως ανώνυμη μάζα τα παιδιά ή ως μέλη ενός όχλου και όχι ως ξεχωριστές οντότητες. Αντίθετα, οι μαθητές περιγράφουν τον καλό καθηγητή ως κάποιον: που κρατά με δημοκρατικό τρόπο τον έλεγχο της τάξης, που μπορεί να αστειευτεί μαζί τους, που μπορεί να δημιουργήσει φιλικές, ζεστές, ανθρώπινες σχέσεις κατανόησης και συνεργασίας, που είναι δίκαιος και τους μεταχειρίζεται ισότιμα και με σεβασμό και που αφήνει κάποια περιθώρια ελευθερίας στην έκφραση τους ακόμη και μέσα στην τάξη. Παράλληλα οι επιθετικοί μαθητές (θύτες) έχουν τη φυσική δυνατότητα να δημιουργούν πρόβλημα σε άλλα παιδιά (θύματα) χωρίς να υφίστανται οι ίδιοι ιδιαίτερες αρνητικές συνέπειες. (Bullying) Είναι συχνά σωματικά πιο δυνατοί, χαρακτηρίζονται ως παρορμητικοί και κυριαρχικοί αλλά συχνά είναι και αρκετά δημοφιλείς, κυρίως λόγω του φόβου που προκαλούν. Συχνά είναι επιθετικοί και προς τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς και παρουσιάζουν προβλήματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς και παραβατικότητας και έξω από το σχολείο. Αξίες και Θεσμοί της κοινωνίας Οι αξίες και οι θεσμοί μιας κοινωνίας (οικονομία, πολιτική, κουλτούρα, θρησκεία) είναι παράγοντες που αφορούν το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ενός εφήβου και έχουν άμεση σχέση με τις υιοθετούμενες από αυτόν αξίες και με τη συμπεριφορά του απέναντι στους θεσμούς. Η ραγδαία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση που σημειώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, ανέτρεψαν τις παραδοσιακές μέχρι τότε κοινωνικές δομές και ηθικές αξίες και επέτρεψαν μεγάλη κοινωνική κινητικότητα και συσσώρευση χρήματος, που αναδείχθηκε σε βασικό κριτήριο κοινωνικής επιτυχίας και καταξίωσης. Η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να ξεκινήσει από πολύ χαμηλά και να φθάσει στην κορυφή της κοινωνικής και οικονομικής πυραμίδας αποτέλεσε το όνειρο και τον σκοπό ολόκληρων γενεών. Οι θέσεις σε ανώτερες αλλά και σε ενδιάμεσες θέσεις της πυραμίδας είναι περιορισμένες, και συνήθως είναι πιο εφικτή η κατάληψή τους από άτομα προερχόμενα από την επικρατούσα ισχυρή οικονομική τάξη. Πολλοί νέοι υιοθετούν (από μίμηση των ενηλίκων!) παράνομα (ακόμη και εγκληματικά) μέσα για κοινωνική και οικονομική άνοδο, γιατί φοβούνται ότι θα περιθωριοποιηθούν, με αποτέλεσμα ψυχο- συναισθηματικές διαταραχές, στροφή προς τα ναρκωτικά κ.ά. Προστατευτικοί Παράγοντες για τον Έφηβο Α) Ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν ο υψηλότερος δείκτης νοημοσύνης, η υψηλή αυτοεκτίμηση, ο εσωτερικός αυτοέλεγχος, η ακαδημαϊκή ικανότητα και η ικανότητα στις κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες. Β) Οικογενειακοί παράγοντες μπορούν να αναφερθούν η απουσία γονεϊκής 82
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
ψυχοπαθολογίας, οι καλές σχέσεις γονέων-παιδιών, η ομαλή οικογενειακή ζωή και το ικανοποιητικό οικογενειακό εισόδημα. Γ) Εξωοικογενειακοί παράγοντες αναφέρονται η κοινωνική στήριξη από συνομηλίκους, φίλους, εκπαιδευτικούς, Εκκλησία, οργανώσεις (πολιτικές, οικολογικές κ.λπ.) καθώς και η παροχή δυνατοτήτων για εκπαίδευση, δημιουργικές εξωσχολικές απασχολήσεις και επαγγελματική αποκατάσταση. Αντιμετώπιση από το σχολείο: 1. Βελτίωση του ψυχολογικού κλίματος 2. Επαναπροσδιορισμός των διαπροσωπικών σχέσεων 3. Διευθέτηση του σχολικού χώρου 4. Ανάπτυξη ή ενεργοποίηση προστατευτικών παραγόντων 5. Παιδαγωγική αντιμετώπιση διαταρακτικής συμπεριφοράς Από την Πολιτεία: Αρωγή προς το σχολείο /Αρωγή προς τους εκπαιδευτικούς /Διάφορα μέτρα πρόληψης /Παροχή υποστηρικτικού συμβουλευτικού υλικού /Παρέμβαση στην κοινότητα. Από τους Γονείς: Ανάλογα και με τις πνευματικές, επαγγελματικές και άλλες ικανότητές τους, θα πρέπει αφενός να είναι έτοιμοι κατ’ αρχάς να αποδεχθούν χωρίς όρους τους εφήβους χωρίς να τους απορρίπτουν και αφετέρου να είναι έτοιμοι να αλλάξουν και οι ίδιοι δραστικά την μέχρι τότε συμπεριφορά τους, που μπορεί να εμπεριέχει και κάποια στοιχεία ένοχα ή και καταλυτικά για τη δημιουργία της τάσης για αντικοινωνική συμπεριφορά των παιδιών τους. Από τους ιερείς: • Μέχρι πριν από μια γενεά η συμβολή του ιερέα στην οικογενειακή και κοινωνική γαλήνη ήταν αυτονόητη, ενώ τώρα πλέον έχει μείνει στο περιθώριο και μόνο κατ' εξαίρεση ζητείται η βοήθειά του. • Οι έφηβοι εντάσσουν εύκολα τον ιερέα στο κοινωνικό κατεστημένο και τον αποστρέφονται. • Όταν όμως ζητηθεί βοήθεια θεωρώ ότι ο ιερέας έχει μια δυνατότητα που λείπει από τους άλλους φορείς και που είναι η επαφή που έχει με την αλήθεια της ζωής, αλήθεια που οι έφηβοι ψάχνουν και οργίζονται που όλοι γύρω τους είναι ψεύτικοι. Αστυνομικά Δικαστικά μέτρα: Σωφρονιστικά Καταστήματα
Ανηλίκων 83
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Προβλήματα από τον εγκλεισμό Προτάσεις για την επανένταξη μετά την έξοδο ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ I. ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ (ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ) • Θετική ενίσχυση: Μια αμοιβή ηθική ή υλική ακολουθεί την εμφάνιση της επιθυμητής συμπεριφοράς. • Ανάπτυξη νέων σχημάτων συμπεριφοράς • Σταδιακή διαμόρφωση της συμπεριφοράς • Ισχυροποίηση των κινήτρων • Μίμηση προτύπων • Εκμάθηση δεξιοτήτων Απόσβεση μιας ανάρμοστης συμπεριφοράς: Δεν δίνονται κανενός είδους ενισχύσεις, ούτε θετικές, ούτε αρνητικές σε μορφές ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Επανόρθωση: στην τεχνική αυτή απαιτείται από το παιδί να διορθώσει τις συνέπειες της κακής του συμπεριφοράς, αποκαθιστώντας τη ζημιά. Αφαίρεση προνομίων. Χρήση συμφωνιών και συμβολαίων, ακόμη και γραπτών, με τους εφήβους για το σεβασμό ορισμένων κανόνων, οπότε θα υπάρξουν αμοιβές και προνόμια, ενώ σε αντίθετη περίπτωση συγκεκριμένες κυρώσεις. Η εφαρμογή των παραπάνω συμπεριφοριστικών τεχνικών γίνεται με την παραδοχή ότι οτιδήποτε οι έφηβοι έχουν μάθει μπορούν να το ξεμάθουν, και ότι επίσης μπορούν να μάθουν καινούργιους, πιο αποτελεσματικούς τρόπους να τα βγάζουν πέρα σε διάφορες καταστάσεις. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί είναι συνήθως τα καταλληλότερα πρόσωπα για να επιτύχουν αυτές τις αλλαγές, και σ’ αυτούς συνήθως εναπόκειται το έργο της εφαρμογής των παραπάνω τεχνικών. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ) Η βοήθεια κάποιου ειδικού, όπως ενός συμβούλου, που μπορεί να είναι ένας ειδικά εκπαιδευμένος ψυχολόγος αλλά και ένας έμπειρος εκπαιδευτικός ή ιερέας. Ο ρόλος του είναι να μπορέσει με τη συμβουλευτική παρέμβαση να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την εύρεση των λύσεων από τους ίδιους τους εφήβους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να προωθήσουν στρατηγικές αντιμετώπισης των προβλημάτων τους. Η Παιδαγωγική Συμβουλευτική, μπορεί να βοηθήσει εκτός από την αντιμετώπιση, και στην πρόληψη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των εφήβων μαθητών, βοηθώντας τους στον αγώνα για ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους υπερνικώντας με τις δικές τους δυνάμεις τα πολλά και σοβαρά ατομικά, οικογενειακά και κοινωνικά τους προβλήματα. II.
84
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Βοηθάει μέσα από μια ενεργητική διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοεξέλιξηςσε όλους τους τομείς ανάπτυξης των εφήβων (βιολογική, ψυχολογική, συναισθηματική, γνωστική, κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ.), στην αύξηση της αυτοεκτίμησής τους, στη λήψη αποφάσεων, στην καλλιέργεια δεξιοτήτων, στην βελτίωση της επικοινωνίας, στη δημιουργία θετικής προδιάθεσης και στάσης προς τον εαυτό τους και τους άλλους και θετικής γενικά φιλοσοφίας προς τον κόσμο και τη ζωή. Η κύρια επιδίωξη του συμβούλου, είναι η δημιουργία μιας υποστηρικτικής σχέσης με τον έφηβο, της συμβουλευτικής σχέσης, που την διέπει πνεύμα συνεργασίας, εχεμύθειας, εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Η συμβουλευτική σχέση είναι μια σχέση δυναμική, μεταβαλλόμενη δηλαδή κατά την πρόοδο της συμβουλευτικής διαδικασίας ανάλογα με τα αποτελέσματα που αξιολογούνται συνεχώς. Αποδέχεται πλήρως τον έφηβο, όπως ακριβώς είναι, χωρίς να κάνει άσκοπες κριτικές για τη συμπεριφορά του ή υποδείξεις, λέγοντας του τι έπρεπε να κάνει. Δημιουργεί ένα κλίμα ειλικρινούς επικοινωνίας, ώστε ο έφηβος να αισθάνεται ελεύθερος να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ο έφηβος πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της διερευνητικής διαδικασίας και ο σύμβουλος, αρωγός και υποστηρικτής του. Ο σύμβουλος δείχνει σεβασμό για τον έφηβο, ο οποίος έχει την ευθύνη για τις επιλογές και τις αλλαγές στη συμπεριφορά του. Δεν βιάζεται να ολοκληρώσει τη συμβουλευτική διαδικασία, γιατί ο κάθε έφηβος έχει το δικό του ρυθμό αντίδρασης, που ποικίλλει ανάλογα με τα προβλήματά του. Χαρακτηριστικά συμβούλων: Α. Γνησιότητα Β. Εκτίμηση και άνευ όρων αποδοχή του εφήβου και μια ειλικρινή στάση φιλικού ενδιαφέροντος και φροντίδας Γ. Ενσυναίσθηση (νιώθει τον τρόπο που σκέφτεται και λειτουργεί ο έφηβος αλλά ταυτόχρονα έχει την ικανότητα να κρατά το ρόλο του) Δ. Σοβαρότητα - Συνέπεια – Σταθερότητα. Σημειώνουμε ότι στη σύγχρονη εποχή, όπου το πολιτισμικό περιβάλλον καλλιεργεί την εντύπωση ότι ο Θεός βρίσκεται σε απόσταση από τον άνθρωπο η αποδοχή και η αγκαλιά της Εκκλησίας χρειάζεται να προσφέρονται απλόχερα στον ταραγμένο έφηβο χωρίς κριτική και χωρίς όρους. Μόνο η συμμετοχή στη Θ. Λειτουργία δίνει στη ψυχή την ηρεμία που αναζητά χωρίς να προϋποθέτει κάτι.Ο διαταραγμένος έφηβος έχει προβάλει την πολύ αυστηρή κριτική προς τον εαυτό του (επειδή δεν την αντέχει). Όταν βρει κάποιον που δεν τον κριτικάρει αλλά τον αποδέχεται και του δείχνει εμπιστοσύνη και χρόνο για να επεξεργαστεί τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του, τις περισσότερες φορές τον κερδίζει.
85
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Ένα Παράδειγμα από την βιβλιογραφία: Ο φύλακας στη Σίκαλη (J. D. Salinger) Ένας έφηβος 16χρ. περιγράφει την εμπειρία της κατάρρευσής του με πολύ ζωντανό τρόπο. Έχει μόλις αποβληθεί από το τέταρτο κατά σειράν εσωτερικό σχολείο για κακή επίδοση στα μαθήματα. Παρουσιάζει συμπεριφορά κακής διαγωγής (σκασιαρχείο, παραμέληση μελέτης, ανάρμοστη συμπεριφορά στους καθηγητές που δεν εκτιμά, μη εκπλήρωση των καθηκόντων του προς το σχολείο - ξεχνά τα ξίφη της ομάδας ξιφασκίας πριν από κρίσιμο αγώνα), καπνίζει ασύστολα, τσακώνεται εύκολα με συμμαθητές κτλ. Ο αδελφός του που τον θεωρεί καλό συγγραφέα, έχει πάει στο Χόλυγουντ για να γράφει σενάρια, άρα πρόδωσε το ταλέντο του για την ψεύτικη ζωή του lifestyle. Είχε κι έναν αδελφό που πέθανε ξαφνικά πριν λίγα χρόνια, που τον αγαπούσε πολύ και την απώλειά του δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει. Έχει μια μικρή αδελφή ακόμη, περίπου 9-10 χρ., που την αγαπά και είναι η μόνη με την οποία μπορεί να συνεννοηθεί, από την οικογένεια. Ο πατέρας του ασχολείται με επιμέλεια με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες που του αποφέρουν οικονομικά, αλλά βρίσκεται μακριά από τα παιδιά του και τους παρέχει μόνο τα υλικά αγαθά. Η μητέρα του είναι σε συνεχή κατάθλιψη μετά τον θάνατο του γιου της και έτσι είναι συναισθηματικά απούσα από τον γιο της που καταρρέει. Η νουβέλα περιγράφει τρεις μέρες μετά την αποβολή του εφήβου, τις περιπέτειές του στην προσπάθειά του να βρει κάποιον να τον βοηθήσει στην απελπισία για το αδιέξοδο που βρίσκεται ως προς το μέλλον του, αλλά και το πώς θα αντιμετωπίσει τον πατέρα του. Συναντά αρχικά τον καθηγητή που ενώ τον συμπαθούσε, τον έκοψε στο καθοριστικό μάθημα που οδήγησε στην αποβολή. Δεν του έδειξε επιείκεια, αλλά εξάντλησε την αυστηρότητά του στην έλλειψη των γνώσεων και όχι στο νόημα που είχε αυτή η βαθμολογία για τον μαθητή. Εν συνεχεία συναντά διάφορους συμμαθητές που τον αντιμετωπίζουν είτε με αλαζονεία στους ανταγωνισμούς για τα κορίτσια, είτε με αδιαφορία και τον περιφρονούν, παρότι ο ίδιος δείχνει πολύ φιλότιμο και βοηθά όποιον του το ζητά και τελικά πλακώνεται άγρια με έναν από αυτούς. Εξ αυτού φεύγει κρυφά από το Σχολείο πριν από τον καθορισμένο χρόνο και κρύβεται σε φτηνό ξενοδοχείο μέχρι να έρθει η μέρα να παρουσιαστεί σπίτι του. Καπνίζει συνεχώς, πίνει όποτε του σερβίρουν οι σερβιτόροι, ξοδεύει σχεδόν όλα του τα λεφτά. Κανείς από τους φίλους και τις φίλες που συναντά δεν είναι σε θέση να σταθεί δίπλα του, να του συμπαρασταθεί και να νιώσει λίγη παρηγοριά. Συναντά και δυο μοναχές που του φέρονται με πολύ καλοσύνη και στοργή, αλλά ενώ τις συμπαθεί και τους δίνει από τις οικονομίες του λίγα χρήματα για τον έρανο που κάνουν, δεν αφήνει να τονπλησιάσουν συναισθηματικά παρότι προσπαθούν να του δώσουν την δυνατότητα να μιλήσει. Φοβάται πάλι ότι θα αποδειχτούν ψεύτικες. 86
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Μόνο ένας καθηγητής του από άλλο σχολείο που του ανοίγει το σπίτι του αργά το βράδυ κατανοεί την επερχόμενη κατάρρευση του εφήβου, του προσφέρει καταφύγιο σπίτι του και τον προτρέπει να παραμείνει στη ζωή ταπεινός, αντί να φύγει από αυτήν υπερήφανος. Όμως ο νεαρός ενώ αρχικά δέχεται την φιλοξενία όταν αργότερα αισθάνεται ο καθηγητής να τον χαϊδεύει στο κεφάλι, θεωρεί ότι τον παρενοχλεί σεξουαλικά και φεύγει από το σπίτι μένοντας πάλι μόνος στον κεντρικό σταθμό. Τελικά συναντά την μικρή αδελφή του που τον αγαπά και τον φροντίζει, αλλά την κατάλληλη στιγμή τον ερωτά: -Εντάξει είναι όλοι κάλπηδες. Όμως εσύ τι θέλεις να κάνεις. Τίποτα δεν σου αρέσει. Μετά από πολύ σκέψη ο έφηβος της λέει: -Θα ήθελα να ήμουνα φύλακας στη σίκαλη. Φαντάζομαι ένα μεγάλο χωράφι που φυτεύουν σίκαλη και που παίζουν ξέγνοιαστα παιδιά. Κάποιες φορές κάποιο από τα παιδιά μπορεί να ξεφύγει από τα όρια του χωραφιού και υπάρχει κίνδυνος να πέσει σε διπλανό γκρεμό. Εγώ θα ήθελα να είμαι φύλακας σε αυτό το χωράφι και μαζεύω κάθε παιδί που θα κινδυνεύει να πέσει στο γκρεμό. Ο νεαρός ήθελε να γίνει αυτό που είχε ανάγκη κάποιος να κάνει γι’ αυτόν. Να τον προφυλάξει από τον γκρεμό μέσα στον οποίο είχε ήδη πέσει. Και κανείς δεν ήταν στο ρόλο αυτό ούτε από αυτούς που είναι αρμόδιοι - γονείς, αδέλφια, καθηγητές και φίλοι - ούτε αυτοί που βρέθηκαν στον δόμο του. Και όταν εμφανίστηκε κάποια βοήθεια ήταν πλέον αργά διότι δεν μπορούσε πλέον να την αξιοποιήσει. Είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε όλους. Η παρουσία του κατάλληλου φύλακα είναι νομίζω το νόημα αυτών των συναντήσεων. Όταν υπάρξει ανάγκη να είστε σε θέση να δώσετε το κατάλληλο χέρι βοήθειας στον ταραγμένο και απελπισμένο έφηβο, που με την συμπεριφορά του μπορεί να τρομάζει, αλλά που η ψυχή του ζητά απλά μια άδολη αγκαλιά και την αλήθεια. Βιβλιογραφία: Διαταραχές της Διαγωγής στην παιδική και εφηβική ηλικία. Στο: Oxford Σύγχρονη Ψυχιατρική, σελ. 2.411-28. Ελλ. Επιμ. Κ. Σολδάτος 2008 Εκδ. Πασχαλίδης. Διαταραχές Διασπαστικής Συμπεριφοράς. Στο:Kaplan &Sadock’s : Επίτομη Ψυχιατρική Παιδιών και Εφήβων, σελ. 125-37 Πρόλογος Βλ. Τομαράς Ελλ. Μετ. Εκδ. Λίτσας 2009. Σπανού Β. & συν. (2009) Διαταραχές Ελλειμματικής Προσοχής & Αποδιοργανωτικής συμπεριφοράς. Στο διαδίκτυο. Στάμος Γ. (2006). Αντικοινωνική Συμπεριφορά Εφήβων. Στο διαδίκτυο. Εμμανουηλίδης Κ. (2000) Η εφηβεία ως μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του προσώπου. Στον τόμο: Με την ζωή και την Οικογένεια. Εκδ.: Νεανικός Όμιλος Σύρου. Σάλιντζερ Τζ. Ντ. (1951). Ο φύλακας στη σίκαλη. Ελλ. Εκδ. Επίκουρος 1978. 87
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Μετά την παράθεση της ψυχολογικής και ψυχιατρικής προσέγγισης του θέματος που απασχολεί αυτή την ενότητα, παρατίθενται στη συνέχεια μερικές ποιμαντικού χαρακτήρα σκέψεις και παρατηρήσεις. Όπως σημειώσαμε και στη αρχή της παρούσας ενότητας, η ποιμαντική ευαισθησία και η διαγνωστική ικανότητα του ποιμένα μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμες και αποτρεπτικές σοβαρών λαθών τόσο από την πλευρά των γονέων όσο και από την πλευρά των ποιμένων, όταν ασχολούνται ποιμαντικά με την νεότητα. Τούτο διότι όσο εύκολο είναι να παρερμηνευθούν οι φυσιολογικές για την ηλικία εντάσεις τόσο είναι εύκολο να εκληφθούν ως απλώς κακές εφηβικές συμπεριφορές εκδηλώσεις που υποκρύπτουν ψυχοπαθολογία, θεωρώντας ότι δεν πρόκειται παρά για παραλλαγές των συνηθισμένων εκρηκτικών εκφράσεων της εφηβείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εφηβική κατάθλιψη, η οποία συχνά λαμβάνει άτυπες μορφές. Αντί των συνήθων ψυχολογικών καταθλιπτικών συμπτωμάτων, η εφηβική κατάθλιψη μπορεί να εκφράζεται μόνο με παραβατικές συμπεριφορές, με εκρήξεις θυμού, με έκπτωση της επίδοσης στις σπουδές, με αδικαιολόγητες απουσίες ή με την καταφυγή στη χρήση οινοπνεύματος και άλλων ουσιών2. Η «ποινικοποίηση» τέτοιων προβλημάτων και η αντιμετώπισή τους με εξοστρακισμούς ή αψυχολόγητες τιμωρίες είναι ευνόητο ότι δεν συνάδει με τη δέουσα αγαπητική ποιμαντική αντιμετώπιση και, όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά ενισχύει την παγίωση των αντιδράσεων και τη μετατροπή μιας κρίσης σε χρόνιο πρόβλημα. Μία σοβαρή διαγνωστική δυσκολία προκύπτει από το γεγονός ότι συχνά η εκδήλωση ψυχοπαθολογίας εμπλέκεται με τις φυσιολογικές ψυχολογικές εξελίξεις της πορείας του εφήβου προς την ενηλικίωση. Για παράδειγμα, όταν κατά την εφηβεία τίθεται επιτακτικά το πρόβλημα δόμησης της προσωπικής ταυτότητας, όπως το είδαμε στις προηγούμενες ενότητες, η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της αυθεντικής επιθυμίας, σχετικά με το τι θα ήθελε κάποιος να είναι (αληθής εαυτός), και του τι έχει εξαναγκαστεί να γίνει (ψευδής εαυτός), δεν θα είναι άμοιρη συνεπειών. Αυτή η, εσωτερική καταρχήν, ψυχολογική σύγκρουση μπορεί τότε να εξωτερικευθεί είτε με ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις είτε με άμεσες ή έμμεσες συγκρούσεις, δηλαδή ή άμεσα επιθετικά ή με έμμεσους παθητικο-επιθετικούς τρόπους3. Στο ίδιο πλαίσιο μπορούν να κατανοηθούν και τα προβλήματα που σχετίζονται με την ανεξαρτητοποίηση, την οποία απαιτείται να κατακτήσουν οι εφηβοι ολοκληρώνοντας την πορεία τους προς την ενηλικίωση. Ένα από τα εντονότερα
2B.
GOLSE, P. MESSERSCHMITT, Το παιδί σε κατάθλιψη, μτφρ. Ι. Ράλλη, Ρ. Ρ., Χατζηνικολής, Αθήνα, 1987, 28: «Το γεγονός ότι η κατάθλιψη αυτή είναι “καλυμμένη” από μια συνδυασμένη συμπτωματολογία ελάχιστα εξειδικευμένη, δεν αλλάζει τίποτα στο πρόβλημα: τότε πια αρχίζουν σωματικά παράπονα, εξασθένηση, πονοκέφαλοι, διάφοροι πόνοι, προκλήσεις, φυγές, μικροπαραβάσεις, προσφυγή στα οινοπνευματώδη ή στα ναρκωτικά...». 3Διεξοδική μελέτη του προβλήματος της παθητικής επιθετικότητας υπάρχει στο: R. D. PARSONS, R. J. WICKS (eds), Passive-Aggressiveness, TheoryandPractice, Brunner-Mazel, NewYork, 1983.
88
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
συναισθήματα, που εκλύεται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας είναι το πένθος, καθώς η ανεξαρτητοποίηση συνεπάγεται αποχωρισμούς. Το πένθος είναι εξ ορισμού μια πολύ επώδυνη αλλά κατ̉ αρχήν φυσιολογική λειτουργία. Αν όμως ο νέος έχει ήδη βιώσει αλλεπάλληλες πρώιμες απογοητεύσεις, τότε ο ήδη τραυματισμένος εσωτερικός του κόσμος είναι πιθανό να μην αντέξει το φυσιολογικό πένθος και να διολισθήσει στην κατάθλιψη4. Η κατάθλιψη όμως στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία, όπως προαναφέραμε, εκδηλώνεται μεταμφιεσμένη σε διαταραχή συμπεριφοράς5, όπως παραπτωματικές πράξεις, απείθεια, ηθικές παρεκτροπές ερωτικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, κ.α. 6. Είναι επομένως πολύ σημαντικό να μην υποτιμάται η σημασία των σημάτων κινδύνου που εκπέμπουν οι νέοι, με το να εκδηλώνουν απρόσμενα τέτοιες παρεκκλίσεις από τις μέχρι τότε συνήθεις συμπεριφορές τους, ακόμα και όταν πρόκειται για ακραίες εκδηλώσεις7. Πρέπει, πάντως, να τονιστεί και πάλι ότι ορισμένες μορφές «έλλειψης σεβασμού» προς τους μεγαλύτερους ή επιθετικές συμπεριφορές που εκλαμβάνονται ως δηλωτικές της ασέβειας προς τις αρχές και τις αξίες8, μπορεί να υποκρύπτουν ψυχοπαθολογικές εκτροπές9. Είτε πρόκειται για αδυναμία διαχειρίσεως του φυσιολογικού πένθους αποχωρισμού που οδήγησε σε κατάθλιψη είτε πρόκειται για πρωτογενή εμφάνιση καταθλιπτικής νόσου, οι εκδηλώσεις μπορεί να παίρνουν τη μορφή περιθωριακού τρόπου ζωής ή των άμεσων αυτοκαταστροφικών επιλογών 10. Φαινόμενα όπως η κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών ή η χρήση ψυχοτρόπων ή ναρκωτικών ουσιών, καθώς και η συμπαρομαρτούσα περιθωριακή συμπεριφορά11, δεν εκφράζουν πρώτιστα την αμφισβήτηση και την περιφρόνηση προς την προηγούμενη γενεά, αλλά απλώς την προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο καταθλιπτικός ψυχολογικός πόνος. Ανάλογα μπορεί να ισχύουν και για άλλου είδους
4Πρβλ.
D. GEDANCE, Fr. LADAME, J. SNAKKERS, «La depression de l᾿adolescent», Revue Français de Psychanalyse 41 (1977) 257-267. 5Πρβλ. B. GOLSE, P. MESSERSCHMITT, Το Παιδί σε Κατάθλιψη, …, 27-28. 6Πρβλ. M. LAUFER, Εφηβική διαταραχή καί ψυχικός κλονισμός, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992. Ε. ΛΑΖΑΡΑΤΟΥ, Δ. Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ι. ΧΑΒΑΚΗ-ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ, «Η κατάθλιψη της Εφηβείας», Προληπτική Ψυχιατρική & Ψυχική Υγιεινή, (Eds) Β. Π. Κονταξάκης, Μ. Ι. Χαβάκη-Κονταξάκη, Γ. Ν. Χριστοδούλου, BHTA, Αθήνα, 2005, 467476. 7Πρβλ. D. D. WINNICOTΤ, Τό παιδί, η οικογένεια καί ο εξωτερικός του κόσμος, μτφρ. Θ. Παραδέλλης, Καστανιώτη, Αθήνα, 1976, 263-268. 8R. F. MARCUS, Phyllis D. S. BETZER, «Attachment and Antisocial Behavior in Early Adolescence», The Journal of Early Adolescence 16, 2 (1996) 229-248. 9M. LAUFER, Εφηβική διαταραχή και ψυχικός κλονισμός, ..., 38: «Συχνά στην παιδική ηλικία βλέπουμε σημάδια που στην εφηβεία γίνονται πηγές μεγάλων δυσκολιών. Φέρνω στη σκέψη μου, πχ. το σκασιαρχείο, τη σχολική άρνηση, την επαναλαμβανόμενη κλεψιά ή το ψέμα, καθώς και άλλα, πιο συγκαλυμμένα, όπως είναι η υπερβολική απομόνωση, η έλλειψη φίλων, η αδυναμία για μάθηση και η υπερβολική λύπη…. Ορισμένες άλλες μορφές συμπεριφοράς που πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή είναι οι ξαφνικές εκρήξεις ή η αιφνίδια υιοθέτηση κάποιων τρόπων συμπεριφοράς που διαφέρουν τελείως από τη συμπεριφορά που είχε μέχρι τώρα ή που δεν είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του». 10Πρβλ. A. HAIM, Les suicides d᾿adolescents, Payot, Paris, 1970. 11 K. B. LUDWIG, J. F. PITTMAN, «Adolescent Prosocial Values and Self-Efficacy in Relation to Delinquency, Risky Sexual Behavior, and Drug Use», Youth & Society 30, 4 (1999) 461-482.
89
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
«επιθετικές» συμπεριφορές, όπως επικίνδυνη οδήγηση, απότομη αλλαγή τρόπου ζωής ή άλλου τύπου «προκλητικές» επιλογές12. Οι ποικίλου τύπου ψυχολογικές εμπλοκές κατά την πορεία από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, όπως αυτές που σκιαγραφήθηκαν στις προηγούμενες ενότητες, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε εκρηκτικού χαρακτήρα εκδηλώσεις κατά την εφηβεία, εάν στο παρελθόν οι σχέσεις γονέων - παιδιών αναπτύχθηκαν υπό όχι επαρκώς υγιείς ισορροπίες. Τέτοιες ακραίες και περιπεπλεγμένες ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις είναι, για παράδειγμα, οι περιπτώσεις που στη βιβλιογραφία στεγάζονται υπό τον όρο «ανοίκειοι γάμοι»13. Το υπόστρωμα του προβλήματος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ανεπαρκής κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών ενός γονέα από τον ή τη σύντροφό του και η στροφή προς το παιδί, για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες. Συνήθως η προσκόλληση του γονέα γίνεται στο παιδί του αντίθετου φύλου και παίρνει άλλοτε άλλες διαστάσεις. Στην καλύτερη περίπτωση αυτή σταματά σε εκδηλώσεις πού φανερώνουν ότι ο γονιός έχει «αδυναμία» σε κάποιο παιδί 14. Στις πιο παθολογικές καταστάσεις μπορεί να αποτελεί το ψυχολογικό υπόστρωμα της αιμομιξίας 15. Οι αμυντικοί μηχανισμοί που κινητοποιούνται για την αντιμετώπιση αυτών των ασυνείδητων φόβων δεν είναι άμοιροι συνεπειών. Η ανάγκη να προστατευθεί ο έφηβος από το άγχος, που του προκαλεί η εγγύτητα προς τους γονείς, τον ωθεί να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τους φίλους ή προς γονεϊκά υποκατάστατα, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας που παρουσιάζει η απομάκρυνσή και η ανεξαρτητοποίησή του από τους γονείς. Αυτά τα φαινόμενα έχουν περιγραφεί ήδη από ετών από τους ψυχολόγους, οι οποίοι παρατηρούν, ότι η αυτοαπομόνωση και η απομάκρυνση από τα αντικείμενα αγάπης, κυρίως τους γονείς, δεν αποτελούν τις μοναδικές τάσεις που εμφανίζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις των εφήβων. Πολλοί νέοι δεσμοί δημιουργούνται για να αναπληρώσουν τις απωθημένες εξαρτήσεις από τα αντικείμενα αγάπης της παιδικής ηλικίας. Έτσι, μερικές φορές ο έφηβος συνδέεται με νεαρά άτομα της ηλικίας του ακριβώς για να αποδεσμευτεί από αυτές τις εξαρτήσεις αλλά και να τις αναπληρώσει, οπότε η σχέση παίρνει τη μορφή παθιασμένης φιλίας ή σφοδρού έρωτα. Άλλοτε πάλι ο δεσμός αφορά σε ένα μεγαλύτερο άτομο, μια μορφή ηγέτη –ενδεχομένως κάποιας σέκτας, παραθρησκευτικής οργάνωσης ή περιθωριακών πολιτικών ομάδων-, ο οποίος αποτελεί ένα υποκατάστατο των εγκαταλειμμένων γονεϊκών μορφών 16. 12Πρβλ.
P. L. ΕLLICKSON, K. A. McGUIGAN, «Early Predictors of Adolescent Violence», AmericanJournal of Public Health 90 (2000) 566–572. 13Μ. ΓΙΩΣΑΦΑΤ,. «Ο κύκλος ζωής της οικογένειας και η ανάπτυξη του παιδιού», Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, (Εds) Γ. Τσιάντης, Σ. Μανωλόπουλος, Καστανιώτης, τ. A’- Γ’, Αθήνα, 1987, τ.A’, 111. 14Ό.π. 15 A. BENTOVIM, «Understanding the Phenomenon of Sexual Abuse – A Family Systems View of Causation», Child Sexual abuse within the family: Assesment and Treatment, A. Bentovim, A. Elton. J. Hildebrand, M. Tranter, E. Vizard (eds), John Wright, London, 1988, 41-58. T. FURNISS, L. BINGLEY-MILLER, A. BENTOVIM, «Therapeutic approach to sexual abuse», Archives of Disease in Childhood59(1984) 865–870. 16Α. ΦΡΟΫΝΤ, Το Εγώ και οι Μηχανισμοί Άμυνας, Καστανιώτης, Αθήνα, 1978, 167.
90
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Στο ίδιο πλαίσιο αυτοπροστασίας υιοθετείται και ο ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός, γνωστός ως αντιστροφή των συναισθημάτων17. Έτσι η αγάπη μετατρέπεται σε μίσος και ο θαυμασμός σε περιφρόνηση. Το γεγονός ότι μερικές φορές οι νέοι παρουσιάζονται ξαφνικά υπερβολικά υπάκουοι και διαλλακτικοί δεν αναιρεί την ύπαρξη της αντιστροφής των συναισθημάτων. Εάν τα αρνητικά συναισθήματα προς τους γονείς προκαλέσουν μεγαλύτερο άγχος, τότε κινητοποιούνται άλλοι, παράλληλοι μηχανισμοί άμυνας, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, ο μηχανισμός «σχηματισμού εξ αντιδράσεως» («reactionformation»), οπότε το μίσος και η περιφρόνηση εκφράζονται ως μειλιχιότητα και υπακοή 18. Συνήθως, υπό το κράτος αυτών των εντάσεων, μεταξύ γονέων και εφήβων μοιάζει σαν να υψώνεται ξαφνικά ένα τείχος, ενώ οι αγενείς και περιφρονητικές εκφράσεις προς τους γονείς γίνονται μέρος της καθημερινότητας. Στις προηγούμενες ενότητες είδαμε ότι μέρος των ψυχολογικών διεργασιών της εφηβείας είναι και η επαναδιαπραγμάτευση των παιδικών ψυχολογικών συγκρούσεων, που σχετίζονται κυρίως με αρνητικού χαρακτήρα ερωτικά ή επιθετικά συναισθήματα. Όσο πιο παθολογική είναι η δομή των ενδοοικογενειακών σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί κατά την παιδική ηλικία, τόσο δυσκολότερη είναι και η διαχείριση των εντάσεων που αναδύονται κατά την επαναδιαπραγμάτευση αυτών των παιδικών ψυχοσυγκρούσεων. Αν οι ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας, που προαναφέραμε, δεν αποδειχθούν αποτελεσματικοί, τότε επιστρατεύονται άλλοι, πιο δύσκαμπτοι και με σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ψυχολογική ισορροπία του ενηλικιούμενου νέου. Ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν ότι σε ακραίες συγκρουσιακές καταστάσεις η αδυναμία διαχειρίσεως των σεξουαλικών, ασυνείδητου αιμομικτικού περιεχομένου, ψυχοσυγκρούσεων μπορεί να οδηγήσουν κάποτε σε ακραίες ψυχοπαθολογικές εκτροπές, όπως σε απόπειρα αυτοκτονίας, σε ψυχογενή ανορεξία ή στην ουσιοεξάρτηση. Το ασυνείδητο κίνητρο είναι η αχρήστευση του σεξουαλικού σώματος και η επαναφορά του στην ακίνδυνη παιδική κατάσταση19. Άλλου τύπου παθολογικές εκτροπές, που περιγράφονται στη βιβλιογραφία είναι η υιοθέτηση ενός ιδιότυπου «ασκητισμού», με έντονα στοιχεία θρησκευτικού φανατισμού, κάτω από τον οποίο κρύβονται οι ψυχολογικές συγκρούσεις που παίρνουν διαστάσεις νεύρωσης20, ή το αντίθετο, η πληθωρική σεξουαλική δραστηριότητα προς αποφυγή της οδύνης και της απόγνωσης που συνεπάγεται η απο-εξιδανίκευση των γονέων21. 17Η
αντιστροφή των συναισθημάτων εντάσσεται στο πλαίσιο του λεγόμενου «σχηματισμού εξ αντιδράσεως» («reactionformation», ή αντιδραστικός σχηματισμός). Πρόκειται για ασυνείδητο αμυντικό ψυχολογικό μηχανισμό, δια του οποίου το υποκείμενο υιοθετεί συναισθήματα, ιδέες, στάση καί συμπεριφορά πού είναι ακριβώς αντίθετα από ασυνείδητες, απωθημένες, μή αποδεκτές ενορμήσεις επιθετικού ή ερωτικού περιεχομένου. Βλ. LAPLANCHE - PONTALIS, «Reaction-Formation», The Language of Psychoanalysis, The Institute of Psychoanalysis– Karnac Books, London, 1968, 376-378. 18Πρβλ. Ό.π. 19 M. LAUFER, «Adolescent breakdown and the transference neurosis», IJPA 62 (1981) 51- 59. 20Πρβλ. Α. ΦΡΟΫΝΤ, Το Εγώ και οι Μηχανισμοί Άμυνας, ..., 153. 21H. KOHUT, The restoration of the self, International University Press, New York, 1977.
91
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και τις ενδιάμεσες παραλλαγές τους, οι διάφορες εκτροπές μοιάζουν και αντιμετωπίζονται ως παραβατικές συμπεριφορές και η «διάγνωση» εξαντλείται στη απλοϊκή διαπίστωση ότι οι νέοι δεν σέβονται τις αρχές και τις αξίες των παλαιοτέρων και αυτό είναι το πρόβλημα και η αιτία των συγκρούσεων. Στην πραγματικότητα όμως, οι ακραίες συμπεριφορές, όταν δεν εκφράζουν πρωτογενή αντικοινωνική συμπεριφορά, μπορεί να υποκρύπτουν εν δυνάμει ή εν ενεργεία καταθλίψεις που χρειάζονται βοήθεια και όχι πειθαρχικά μέτρα. Τούτο ισχύει προφανώς και για τις ηπιότερες καταστάσεις, οι οποίες επίσης προκαλούν διαγενεακές συγκρούσεις, όπως στις περιπτώσεις των φανταστικών νεανικών ερώτων με καλλιτέχνες ή άλλους ήρωες. Και εδώ το διαγνωστικό κριτήριο δεν πρέπει να είναι στενά ηθικιστικό, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτά τα συναισθηματικά φαινόμενα λειτουργούν ως μεταβατικές καταστάσεις, όπου επιλέγεται η επένδυση των ερωτικών ενορμήσεων σε όσο το δυνατόν διαφοροποιημένα από τους γονείς ερωτικά «αντικείμενα», με δεδομένη την ασφάλεια του ανέφικτου και της αντικειμενικής απόστασης. Το γεγονός είναι ότι στην πραγματικότητα η «ερωτευμένη» έφηβη, θαυμάστρια του διάσημου εκκεντρικού τραγουδιστή, δεν θα διάλεγε ποτέ ως ενήλικη κάποιον τέτοιο για σύντροφο της ζωής της, και ο «ερωτευμένος» με τη δείνα ηθοποιό έφηβος θα προτιμήσει στο τέλος μια σύντροφο συμβατή με τις προδιαγραφές που έχει εσωτερικεύσει μέχρι τότε. Όταν οι ψυχολογικές συγκρούσεις είναι έντονες και η καταφυγή σε συμβολικές «λύσεις» δεν επαρκεί, τότε οι πρόωρες σχέσεις ή οι πρόωροι γάμοι, υπό καθεστώς σύγκρουσης γονέων-παιδιών, μπορεί να εκφράζουν περισσότερο την ανάγκη «νόμιμης» αποστασιοποίησης από μια συγκοιτιακή οικογένεια με ασφυκτικές και καταπιεστικές διαπροσωπικές σχέσεις, παρά μια μορφή σεξουαλικής επανάστασης. Όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από τα παιδιά και η χρησιμοποίησή τους για τη διατήρηση της ισορροπίας σε μια δυσαρμονική συζυγική σχέση, τόσο είναι πιθανότερο η απομάκρυνση των ενηλικιούμενων παιδιών να αποδιοργανώσει αυτήν τη σχέση, με άμεσες συνέπειες στην ψυχολογική κατάσταση του εφήβου. Έτσι η φυσιολογική «κρίση» της εφηβείας μετατρέπεται σε οικογενειακή κρίση 22. Όταν, εντέλει, υπό το κράτος όλων των εντάσεων που περιγράφηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, οι νέοι επιλέγουν μια ενδεικτική ψυχοπαθολογικών εκτροπών περιθωριακή ζωή και τη διάρρηξη των σχέσεών τους με την οικογένεια, όπως και για εκείνους που κινούνται στο πλαίσιο της παραβατικότητας23, η γνώση των ψυχολογικών ή των ψυχοπαθολογικών παραγόντων που κρύβονται πίσω από τέτοιες εκτροπές είναι «εκ των ων ουκ άνευ» αναγκαία για την κατανόηση και προσέγγιση τους. Η ποιμαντική τους όμως προσέγγιση προϋποθέτει την αξιοποίηση
22Πρβλ.
Α. ΔΟΞΙΑΔΗ – ΤΡΙΠ, «Η Εφηβεία σαν Οικογενειακή Κρίση», Έφηβος και Οικογένεια, (εκδ.) Α. Δοξιάδη-Τριπ, Ε. Ζαχαρακοπούλου, Εστία, Αθήνα, 1986, 117-137. 23 Πρβλ. Ό.π., 221-252.
92
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΕΣ-ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
όλων αυτών των γνώσεων σε πνεύμα χριστιανικής αγάπης και συγχωρητικότητας24. Και το αντιπροσωπευτικότερο ευαγγελικό παράδειγμα αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων είναι η παραβολή του άσωτου υιού. Η τοποθέτηση της παραβολής του ασώτου ως σημείου αναφοράς για την ποιμαντική των προβληματικών ή των περιθωριοποιημένων νέων δεν συνιστά αντίφαση προς όσα έχουν διατυπωθεί έως εδώ, δηλαδή ότι η ποιμαντική διαχείριση των διαπροσωπικών δυσκολιών και των κοινωνικών καταστάσεων δεν μπορεί να αγνοεί τις ψυχολογικές ή άλλες επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την καλύτερη κατανόηση και την ορθολογικότερη αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Όμως η ποιμαντική πρακτική οφείλει πρώτιστα να αποπνέει εκκλησιαστικό ήθος και, επομένως, να εδραιώνεται στο πλαίσιο των ευαγγελικών και αγιοπατερικών προδιαγραφών του χριστιανικού βίου. Ο σύγχρονος ποιμένας κινδυνεύει να αποδειχθεί ανεδαφικός και αναποτελεσματικός, εάν ενεργεί υιοθετώντας μεθόδους και τεχνικές ασύμβατες με την τρέχουσα πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα· υποχρεούται όμως να μεριμνά με τέτοιο τρόπο, ώστε ό,τι υιοθετεί από άλλες επιστήμες να το περνά πρώτα από τα φίλτρα της θεολογίας και της εκκλησιαστικής και αγιοπατερικής παραδόσεως και να το προσαρμόζει στις συντεταγμένες της αγιοπνευματικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας 25.
Δ. ΨΑΡΙΑΝΟΣ (Μητροπ. Σερβίωνκαὶ Κοζάνης), Ποιμαντικὰ Κείμενα, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆςἘκκλησίαςτῆςἙλλάδος, Ἀθήνα, 2001, 66: «Δὲν εἶναι εὔκολον νὰ κάνωμε τὴν ἀνατομία τῆς νοοτροπίας τῶν νέων μας σήμερα, ποὺ πρέπει νὰ πιστεύωμε πὼς οἱ πιὸ πολλοὶ εἶναι εἰλικρινεῖς στὶς προθέσεις τους, ἄσχετα ἂν πλανιῶνται. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχομε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες νέοι εἶναι ὅλοι καὶ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ εἶναι αἰτία ὄχι μόνο νὰ λυπούμαστε ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναλογιζώμαστε τὶς εὐθύνες μας ἀπέναντι αὐτῶν τῶν παιδιῶν, ποὺ ἔχουνἐ πάνω τους τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ γιὰ μερικὰ χρόνια κοινωνοῦσαν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ παίρνωμε πάντα τὴν ὀρθή στάση ἀπέναντι στοὺς νέους, ποὺεἶναιπαιδιὰ δικά μας, ἔστω κι̉ ἂν παρεξηγήσεις καὶ πλάνες τοὺς χωρίζουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐδῶ ἕνα ἀπὸ τὰ πολὺ κρίσιμα σημεῖα στὸ ποιμαντικό μας ἔργο, ποὺ κυρίως, καθὼς εἴπαμε πιὸ πάνω, μᾶς χρειάζεται ἀγάπη». 25 Τ. Ἐμμ. ΜΑΤΘΑΙΑΚΗΣ, (Μητροπ. πρ. Παραμυθίας, Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου), Θέματα Ποιμαντικῆς, ..., 184: «Ἡ σωτηριώδης ἀλήθεια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ὅλον ἄνθρωπον. Τὸ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον διακρίνει αὐτόν, ὡς ὑπὸ Θεοῦ δημιουργηθέντα. Τὸ νοητικόν, συναισθηματικὸν καὶ βουλητικὸν συνιστῶσι τὸν ψυχικὸν του ἀνθρώπου κόσμον, οὐχὶ δὲ μόνον ὁ νοῦς. Εἰς πλήρη ἐναρμόνισιν κείμενα ιαἱτρεῖς αὐταὶ ψυχικαὶ τούτου ἰδιότητες, διατίθενται πρὸς ἀνάπτυξιν τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανικοῦ ἐν αὐτῷ βιώματος. Ὑποβοηθούμενοι εἰς τὸ ἔργον μας πρὸς τὴν νεότητα ὑπό τε τῆς Ψυχολογίας θύραθεν Ἐπιστήμης καὶ Φιλοσοφίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Βιολογίας καὶ λοιπῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, ἐκθέτομεν σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως τὰς ἀληθείας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπιδιώκοντες συνάμα, ὅπως δημιουργήσωμεν εἰς τοὺς νέους ἀκραδάντους πεποιθήσεις καὶ πίστιν εἰς αὐτάς». 24
93
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
6Η ΕΝΟΤΗΤΑ
Η Εκκλησία καλείται να προσλαμβάνει και να μεταμορφώνει συνεχώς τον κόσμο, τον συγκεκριμένο κόσμο της εκάστοτε ιστορικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Στο πλαίσιο των ποιμαντικών προβληματισμών που απασχολούν την παρούσα εκπαιδευτική ενότητα, τούτο σημαίνει ότι καλούμαστε να διακονήσουμε και να κατευθύνουμε σε μια πορεία εν Χριστώ ανακαινίσεως και σωτηρίας τα παιδιά και τους εφήβους που βιώνουν τη σύγχρονη οδυνηρή πραγματικότητα και αναζητούν την ποιμαντική μας φροντίδα και καθοδήγηση. Χρειάζεται, λοιπόν, να λάβουμε υπόψη μας όσες πληροφορίες μας προσφέρουν σχετικά με αυτή την πραγματικότητα οι σύγχρονες επιστημονικές παρατηρήσεις και να τις αξιοποιήσουμε ποιμαντικά, κινούμενοι εντός των ασφαλών ορίων της πατερικής μας παραδόσεως, ώστε να προσφέρουμε το χρυσάφι της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως «κομμένο» σε νόμισμα της εποχής. Αυτήν, ακριβώς, την προσέγγιση μας προσφέρει το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο συνιστά κατάθεση και καρπό μακρού και έμπρακτου ποιμαντικού προβληματισμού του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δορμπαράκη, φιλολόγου και θεολόγου, με μακρά εμπειρία στην ποιμαντική προσέγγιση των νέων: Ποιμαντικές προσεγγίσεις του παιδιού και του εφήβου Δεν υπάρχει εποχή και περίοδος του ανθρώπου που να μην έχει να αντιμετωπίσει τις σχέσεις του γονιού έναντι του εφήβου παιδιού του, είτε οι σχέσεις αυτές φαίνονται ομαλές είτε όχι. Κι αυτό διότι η εφηβική ηλικία αποτελεί μία ξεχωριστή περίοδο στη ζωή του ανθρώπου, η οποία προκαλεί συνήθως ή πολλές φορές συγκρουσιακές καταστάσεις, αυτό που έχει χαρακτηριστεί ήδη ως «χάσμα των γενεών». Από τη στάση μάλιστα των γονέων έναντι της ηλικίας αυτής εξαρτάται συχνά όχι μόνο η ομαλή πορεία των εφήβων, αλλά και καθορίζεται και η όλη η μετέπειτα ζωή τους. Έχουμε περιπτώσεις – όχι λίγες – που λόγω ακριβώς της μη ορθής αντιμετώπισης της περιόδου αυτής, τόσο από τους εφήβους όσο κυρίως από τους γονείς τους, παρέμειναν αξεδιάλυτα προβλήματα που ταλάνισαν και ταλανίζουν τον άνθρωπο ακόμη και στη θεωρούμενη ώριμη ηλικία. Όλοι θα έχουμε ακούσει την επισήμανση των σχετικών επιστημόνων ότι αν δεν περάσει κανείς την κρίση της εφηβικής ηλικίας τότε που πρέπει, θα έρθει η ώρα να την περάσει αργότερα, κατά πολύ χειρότερο συνήθως τρόπο. Μιλώντας για τους γονείς και τη στάση τους έναντι των εφήβων εννοούμε βεβαίως αυτούς πρωτίστως, αλλά και κάθε άλλον που σχετίζεται πιο προσωπικά μαζί τους, όπως τους εκπαιδευτικούς, τους κληρικούς, τους κατηχητές, κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας που τους συναναστρέφεται. 1. Εισαγωγική παρατήρηση. Έχει λόγο η Εκκλησία σε θέματα ψυχολογικά και παιδαγωγικά; Θέτουμε το ερώτημα, διότι μία πρώτη ένσταση που μπορεί να διατυπωθεί είναι αυτή: το θέμα της εφηβείας και
94
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
των δυναμικών που αναπτύσσονται κατ᾽ αυτήν και κατά τη σχέση με τους γονείς είναι πρωτίστως θέμα της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής κι ίσως της κοινωνιολογίας. Τι λόγο μπορεί να έχει η θεολογία; Με άλλα λόγια η διαπραγμάτευση του θέματος από έναν κληρικό θεολόγο θα γίνει ως να ομιλεί ένας ψυχολόγος ή ένας ψυχίατρος ή ακόμη ένας παιδαγωγός, με την τρέχουσα έννοια του όρου; Μήπως τελικώς γίνεται μία υπέρβαση των ορίων της θεολογίας και εισέρχεται αυτή σε «ξένα», όπως λέμε, «χωράφια»; Αλλ᾽ η ένσταση είναι πολύ αδύναμη και ουσιαστικά αρνείται όλη την εν Χριστώ αποκάλυψη. Άρνηση της πίστεως να προσεγγίσει τέτοια θέματα σημαίνει άρνηση στην ουσία της ενανθρωπήσεως του Θεού, άρνηση της ανθρώπινης διάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Χριστός ενανθρώπησε, που θα πει ο Θεός προσέλαβε τον όλο άνθρωπο, «χωρίς αμαρτίας» βεβαίως, συνεπώς δεν υπάρχει περιοχή της ανθρώπινης ζωής, για την οποία να μην μπορεί να μιλήσει ο λόγος της πίστεως, όταν μάλιστα η περιοχή αυτή είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και οι σχέσεις που αναπτύσσει με τον συνάνθρωπό του. Η αλήθεια αυτή κατανοείται ακόμη περισσότερο, όταν ληφθεί υπόψη ότι η χριστιανική πίστη έρχεται και φωτίζει όχι μόνο το ποιος είναι ο αληθινός Θεός, αλλά και το ποιος είναι ο αληθινός άνθρωπος, πώς πρέπει να ζει αυτός στον κόσμο τούτο, ποια είναι η μεγαλειώδης προοπτική του. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως είναι ο κατεξοχήν λόγος που μπορεί να μιλήσει για τα θέματα αυτά, αξιοποιώντας βεβαίως και ό,τι άλλο οι επιστήμες του ανθρώπου έχουν διαπιστώσει από την έρευνά τους για τον ψυχισμό αυτού και για τις σχέσεις που αναπτύσσει στον κόσμο. Από την άποψη αυτή τα πορίσματα περί ανθρώπου της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής, της κοινωνιολογίας διευρύνονται με τον χριστιανικό λόγο, κατανοούνται βαθύτερα, προσανατολίζονται στην ορθή τους κατεύθυνση, ώστε να εξυπηρετείται ο άρτιος άνθρωπος, που δεν είναι άλλος, κατά την πίστη μας, από τον εν Χριστώ άνθρωπο, τον άγιο, τον «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργημένο. 2. Η σχέση γονέων και εφήβων: σχέση συνήθως «συγκρουσιακή» Ποια η συνήθης διαπίστωση των επιστημών του ανθρώπου, αλλά και της εμπειρίας του καθενός μας, για τη σχέση των εφήβων με τους γονείς τους και των γονέων με τους εφήβους; Η σχέση φαίνεται να είναι σχέση σύγκρουσης. Κι όταν μιλάμε για σύγκρουση δεν πρέπει να την εννοήσουμε κατ᾽ ανάγκη πάντοτε εμφανή ούτε και απόλυτη. Μπορεί να υφίσταται, αλλά να διαβαθμίζεται ανάλογα με τον χαρακτήρα των γονιών και των εφήβων, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο των γονιών, κυρίως ανάλογα με την πνευματική τους καλλιέργεια. Έτσι μπορεί ίσως να εκδηλώνεται λεκτικά, ακόμη και σωματικά με φωνές και εντάσεις, με ύβρεις, με βίαιες κινήσεις, αλλά μπορεί και εξωλεκτικά με μορφασμούς, συνοφρυώματα, μελαγχολική διάθεση, κάποια ιδιαίτερη σωματική στάση. Θεωρείται πάντως δεδομένη και λόγω της ίδιας της φύσης της εφηβικής ηλικίας, ως ηλικίας μεγάλων αλλαγών και εσωτερικών εντάσεων, και λόγω της αποδοχής των γονιών ότι αυτοί έχουν τον πρώτο λόγο ως κατεξοχήν υπεύθυνοι για την οικογένειά τους. Και ναι μεν οι γονείς έχουν απόλυτο δίκιο να ζητούν την υπακοή των παιδιών τους, αφού πράγματι εκεί-
95
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
νοι αναλώνονται για τα προς το ζην και την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της οικογένειας, όμως και η εφηβική ηλικία έχει υπέρ αυτής το δεδομένο της αλλαγής, όπως είπαμε, και της έντασης. Και σ᾽ αυτό θα θέλαμε να επικεντρώσουμε περισσότερο την προσοχή μας. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε και διαπιστώνουμε ότι οι αλλαγές στην ηλικία αυτή δεν είναι μόνο σωματικής φύσεως, πολύ μεγάλες πράγματι, αλλά κυρίως ψυχολογικής. Στην ηλικία αυτή ανατρέπονται όλα τα δεδομένα, κοσμοθεωριακά, όρασης προς την ίδια τη ζωή και του νοήματός της, σχέσης προς τους μεγαλυτέρους, είτε γονείς είτε διδασκάλους είτε κληρικούς, οι οποίοι συνήθως αποκαθηλώνονται από το βάθρο της αυθεντίας τους καθώς αναπτύσσεται η κριτική διάθεση των εφήβων, σχέσης προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Το παιδί σιγά σιγά παραχωρεί τη θέση του στον άνθρωπο της ωριμότητας, αλλά νιώθει ότι περνά μέσα από μία μεταβατική περίοδο που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Νιώθει σαν χαμένος, κυριαρχημένος αφενός από τη βαθιά επιθυμία του να σπάσει τα δεσμά του και να γίνει ανεξάρτητος, αφετέρου από την προσκόλλησή του προς τους γονείς και τα παραδεδομένα, κι αυτό του δημιουργεί πότε μία τεράστια ανασφάλεια που προσπαθεί να καλυφθεί τις περισσότερες φορές είτε από επιθετικότητα και εκρήξεις οργής είτε από κλείσιμο στον εαυτό του, και πότε μία υπεροπτική διάθεση ως να είναι ο κυρίαρχος του κόσμου. Γι᾽ αυτό και μιλούν οι ειδικοί για το κεντρικότερο πρόβλημα του εφήβου στη φάση αυτή, την έλλειψη της ψυχικής του ταυτότητας, κάτι που συνιστά μεγάλη οδύνη στον υπό ωρίμανση άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο αυτό που έχει ειπωθεί ότι ένας οργισμένος νέος, που προκαλεί συνήθως τον εξοργισμό των μεγαλυτέρων, είναι τις περισσότερες φορές παράλληλα ένα φοβισμένο και ταραγμένο παιδί που ζητά τη μητρική αγκαλιά. Αυτή η ανασφάλεια, η διελκυνστίδα μεταξύ της ορμής για ανεξαρτησία και της σιγουριάς της οικογένειας, είναι το πιο ιδανικό έδαφος για την αναζήτηση φίλων και προτύπων. Ο έφηβος ψάχνει για φίλους, δηλαδή για την ένταξη σε μία ομάδα που με τα κοινά της στοιχεία θα του δώσει την αίσθηση απόκτησης κάποιας ταυτότητας, και αυτοί οι φίλοι στην ηλικία αυτή φαίνεται να έχουν την προτεραιότητα και έναντι της ίδιας της οικογένειας. Γονιός που δεν κατανοεί την ιδιαιτερότητα αυτή της εφηβικής ηλικίας μπορεί να στενοχωρηθεί ή και να επαναστατήσει, νομίζοντας ότι το παιδί του τον έχει κάνει πέρα. Αλλά τούτο δεν είναι αλήθεια. Ο έφηβος εξακολουθεί και αγαπά τους γονείς του, αλλά και θέλει την απόκτηση της ανεξαρτησίας του. Η προτεραιότητα των φίλων λοιπόν είναι σημάδι υγείας του παιδιού, που πρέπει να το εκμεταλλευτεί ο γονιός, μαζί με την άλλη αναζήτηση του εφήβου για πρότυπα. Διαφορετικά, αν ο γονιός μείνει στη σύγκρουση και την άρνηση να κατανοήσει το έφηβο παιδί του, θεωρώντας το ως αντίπαλο, θα είναι υπεύθυνος για την πιθανή ώθηση που ο ίδιος θα έχει δώσει για την ένταξη του παιδιού του σε ομάδες και φιλίες όχι τόσο καλές ή ακόμη και στην απαρχή της γνωριμίας του με τον κόσμο των εξαρτησιογόνων ουσιών.
96
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
Καταλυτικός είναι ο ρόλος που παίζει στην ηλικία αυτή και το ερωτικό στοιχείο, το οποίο αρχίζει και εμφανίζεται με ένταση απαιτώντας αφενός την ικανοποίησή του, δημιουργώντας αφετέρου και τεράστιες ενοχές. Ο έφηβος πράγματι βρίσκεται εγκλωβισμένος και σ᾽ αυτήν την οδύνη: βλέπει τις αλλαγές στο σώμα του, αρχίζει ιδιαιτέρως να ενδιαφέρεται για το άλλο φύλο, όχι τόσο για την ικανοποίηση του ερωτισμού του, όσο για την κατανόηση του ίδιου του του εαυτού, αλλά και διακατέχεται και από ένα σωρό ενοχές. Το ενοχικό στοιχείο είναι εξόχως ανεπτυγμένο στον έφηβο, και γιατί γενικώς νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με τους γονείς του, αλλά και γιατί με τις σεξουαλικές παρορμήσεις του αρχίζει και αισθάνεται διεστραμμένος. Και βεβαίως στην ηλικία αυτή έρχεται η αμφισβήτηση και του ίδιου του Θεού. Κάθε τι που είναι δοτό από τους γονείς και την οικογένεια, όπως και η ίδια η πίστη στον Θεό, τίθεται εν αμφιβόλω. Και δικαίως: το παιδί θέλει τη δοτή πίστη να την κάνει προσωπική και υπεύθυνη. Κι αυτό συνήθως περνά μέσα από τη φάση της αμφισβήτησης. Γι᾽ αυτό, και όπως θα δούμε παρακάτω, η φάση αυτή δεν θεωρείται αρνητική, αλλά εξόχως θετική, αφού γίνεται σκαλοπάτι για το πέρασμα στην αυθεντική πίστη. Τα ολίγιστα αυτά στοιχεία των χαρακτηριστικών της εφηβείας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφηβική ηλικία είτε στην πρώτη φάση της είτε στη μετέπειτα είναι μία ηλικία που όχι απλώς ζητά την κατανόησή της, αλλά την απαιτεί, πότε με τρόπο λεκτικό και πότε όχι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Ιωάννης Χρυσόστομος έχει χαρακτηρίσει την εφηβική ηλικία ως παράλογη ηλικία και την έχει εικονίσει με την εικόνα του κένταυρου, μισού ανθρώπου και μισού αλόγου, για να πει δηλαδή ότι ο έφηβος έχει κατεξοχήν τη φιλοτιμία του ανθρώπου αλλά και τον παραλογισμό του αλόγου ζώου. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις φαντάζουν δεδομένες, οπότε το ερώτημα τι κάνουμε απέναντι στους εφήβους μας είναι αυτονόητο και εναγώνιο. 3. Πώς στεκόμαστε οι γονείς απέναντι στους εφήβους μας; Κι αυτό θα πει: τι μπορεί η χριστιανική πίστη μας, η Εκκλησία μας δηλαδή, να προσφέρει τόσο στους ίδιους τους εφήβους όσο και στους γονείς; Τι έχει να πει; (α) Πρώτον, σε ένα γενικό επίπεδο, να κατανοήσουμε όλοι, έφηβοι και γονείς, ότι η εφηβική ηλικία δεν είναι μία παρά φύσιν ή νοσηρή ηλικία. Το να είναι κανείς έφηβος δεν είναι αρρώστια. Ό,τι συνήθως λένε οι ιατροί γυναικολόγοι στις εγκύους γυναίκες, ότι η περίοδος της εγκυμοσύνης δεν είναι περίοδος αρρώστιας αλλά κάτι το φυσιολογικό που απαιτεί βεβαίως και προσοχή, το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την περίοδο της εφηβείας. Πρόκειται για τη φυσιολογία της μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία, την οποία ο ίδιος ο Θεός έχει καθορίσει. Ούτε λοιπόν ο έφηβος πρέπει να βλέπει τον εαυτό του ως κάτι το εξωγήινο, ως κάτι που μόνο σ᾽ αυτόν τον ίδιο συμβαίνει αυτό που περνά, ούτε όμως κι ο γονιός πρέπει να αντιμετωπίζει την περίοδο αυτή του παιδιού του ως περίοδο ανωμαλίας και νοσηρότητας. Πόσο εύκολα, είναι αλήθεια, ξεχνάμε οι μεγάλοι τη δική μας εφηβική ηλικία. Εκτός κι αν αντιδρούμε αρνητικά και πανικόβλητα, διότι είμαστε ακόμη μπλοκαρισμένοι από αυτήν, έχοντας αφήσει πίσω μας αναπάντητα ερωτηματικά! 97
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
Όσο πιο γρήγορα πάντως κατανοήσει και ο ίδιος ο έφηβος, κυρίως όμως ο γονιός του ότι πρόκειται για επώδυνη ίσως αλλά και φυσιολογική κατάσταση που γεννά την ωριμότητα, τόσο πιο γρήγορα και εύκολα θα υπερβαθούν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Και δεύτερον: να θυμηθούμε ότι στη ζωή αυτή που το γνώρισμά της είναι συνήθως η θλίψη και οι δοκιμασίες –«διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» σημείωσε ο Κύριος – η μόνη σώζουσα στάση του ανθρώπου είναι η αγάπη. Ό,τι κι αν αντιμετωπίζουμε, σε οποιαδήποτε δοκιμασία κι αν επιτρέψει ο Θεός να εισέλθουμε, δεν πρέπει να μετασταθούμε από την ορθή οδό, δηλαδή την αγάπη. Άλλωστε, θα έλεγε κανείς ότι ακριβώς γι᾽ αυτήν την απόκτησή της επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στη ζωή μας. Με το αιτιολογικό βεβαίως ότι ασκούμενοι σ᾽ αυτήν οδηγούμαστε σε ό,τι συνιστά σκοπό της χριστιανικής ζωής, την εύρεση και τη βίωση του Χριστού στη ζωή μας. Τίποτε λοιπόν δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έκπτωση από την προοπτική αυτή, γεγονός που σημαίνει ότι και η αντιμετώπιση των εφήβων με τα προβλήματα που περικλείει η σχέση μας μαζί τους εκεί στοχεύει: να κρατήσουμε την αγάπη του Θεού και να τους βοηθήσουμε να προσανατολιστούν στην ίδια αυτή προοπτική. (β) Πιο συγκεκριμένα: αν η αγάπη είναι το καθοριστικό στοιχείο της στάσης μας απέναντι σε όλους, πολύ περισσότερο είναι για τη στάση μας απέναντι στους εφήβους μας. Εδώ πρωτίστως ισχύει «ο παροξυσμός της αγάπης», για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος. «Κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης». Αγαπώ, κατά τον θεόπνευστο αυτό λόγο, σημαίνει κατανοώ τον άλλον. Απέναντι δηλαδή στους εφήβους ούτε πρέπει να νευριάζουμε και να εξοργιζόμαστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω – κάτι που δυστυχώς θεωρείται από τον κοσμικό άνθρωπο εντελώς φυσικό – ούτε όμως και να αδιαφορούμε. Και τα δύο, οργή και αδιαφορία, συνιστούν έλλειψη αγάπης, συνεπώς εκτροπή από την αλήθεια της πίστεως. Κι από την άποψη αυτή η εφηβική ηλικία είναι μία πρόκληση αναμέτρησης και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μπροστά σ᾽ έναν έφηβο φανερώνονται και τα δικά μας πνευματικά μέτρα, όπως συμβαίνει με έναν καθρέπτη, οπότε η σχέση με τους εφήβους μπορεί να αξιοποιηθεί για την πνευματική προκοπή και τον αγιασμό μας. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό με τον Γέροντα Πορφύριο, κατά το οποίο περπατώντας στον δρόμο μ᾽ έναν γνωστό του, είδαν μία νεαρή κοπέλα, ντυμένη έξαλλα. Κι ο μεν συνοδός του Γέροντα εξοργίστηκε από το προκλητικό ντύσιμο, βρίσκοντας την ευκαιρία να ξεσπάσει κατά της εκτροχιασμένης νεολαίας, ο δε Γέρων που ζούσε την αληθινή αγάπη και κατανοούσε σε βάθος τα πράγματα, είδε τον δυναμισμό που έκρυβε η κοπέλα, λέγοντας ότι αν καθοδηγηθεί σωστά ο δυναμισμός της θα οδηγηθεί σε αγιότητα. Ο συνοδός έβλεπε την επιφάνεια, ο Γέροντας έβλεπε το βάθος. «Η σχέση με τους εφήβους – σημειώνει σύγχρονος παιδοψυχίατρος που ασχολείται ιδιαιτέρως με την ψυχολογία των εφήβων – είναι μία υπαρξιακή αναμόχλευση και γι᾽ αυτό δεν την αντέχουν όλοι. Προκαλεί αποσταθεροποίηση αλλά ταυτόχρονα συνιστά ευλογία και δώρο. Προτρέπει για επαφή με ρεύματα αληθινής ζωής και με τις ξεχασμένες ή υποτιμημένες δυνάμεις μας. «Συχνά ρωτώ γονείς: - τι έμαθες από τον έφηβό σου αυτήν την εβδομάδα; Ή: - τι έμαθες για τον εαυτό
98
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
σου ζώντας με έναν έφηβο στο σπίτι; Τέτοιες ερωτήσεις λειτουργούν ως καταλύτες για ενδοσκόπηση του γονέα» (π. Β. Θερμός, Ταραγμένη άνοιξη, σελ. 215-216). Κατανόηση λοιπόν εν αγάπη: η ενδεδειγμένη στάση απέναντι στους εφήβους. Αν, για να συνεχίσουμε το σκεπτικό, η προκλητική συμπεριφορά ενός εφήβου μάς οδηγεί σε οργή, με αποτέλεσμα να τον προκαλούμε κι εμείς με τη σειρά μας, είτε επιτιθέμενοι σε αυτόν είτε αδιαφορώντας – η αδιαφορία συνιστά εξίσου επιθετική συμπεριφορά, πολλές φορές χειρότερης μορφής από ό,τι η ίδια η επίθεση - τότε αφενός αποκαλυπτόμαστε εντελώς ανώριμοι, αφού η στάση μας καθορίζεται από την πρόκληση που δεχόμαστε – εκεί φανερώνεται η ανωριμότητα του ανθρώπου: όταν δεν καθορίζει αυτός την πορεία του, αλλά δρα στη ζωή του αντιδραστικά -, αφετέρου περιπίπτουμε σ᾽ αυτό που λέει πάλι ο μέγας απόστολος Παύλος «οἱ γονείς μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν». Δεν δικαιολογούμαστε ότι εκείνα μας προκαλούν κι εμείς αντιδρούμε ανάλογα, γιατί αυτό δείχνει παντελή έλλειψη αγάπης, πέρα από ανωριμότητα, και κατ᾽ουσίαν απιστία προς τον Χριστό. Το μόνο που μας ζητείται είναι να στεκόμαστε στην αγάπη, δηλαδή πάνω στον ίδιο τον Θεό που είναι αγάπη. Η αληθινή αγάπη προς τους εφήβους σημαίνει έτσι από πλευράς των γονέων και των μεγάλων δύο καίρια πράγματα: πρώτον, την προσέγγισή τους χωρίς υποκρισία, δεύτερον, τον σεβασμό της ελευθερίας τους. Ως προς το πρώτο: νομίζουμε πως ό,τι είπαμε μέχρι τώρα καταδεικνύει το γεγονός ότι η σχέση με τους εφήβους αποκλείει οποιαδήποτε υποκριτική συμπεριφορά. Αν και τα μικρά ακόμη παιδιά έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν πολλές φορές το αν είναι αυθεντικοί απέναντί τους οι μεγαλύτεροι – ας θυμηθούμε το γνωστό στίχο από τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «πώς να κρυφτείς απ᾽ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα»πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για τους εφήβους που όχι μόνο η διαίσθησή τους αλλά και η κρίση τους έχει αρχίσει να οξύνεται; Ψεύτικες συμπεριφορές λοιπόν και κοροϊδίες δεν πρέπει να υπάρχουν στη σχέση μας προς αυτούς. Εκτός από την άμεση επισήμανσή τους, θα᾽ ναι κτύπημα συντριπτικό για την ομαλή εξέλιξη προς την ωρίμανσή τους. Κι αν ενδεχομένως για διαφόρους λόγους δεν αντιδράσουν φανερά, θα οδηγηθούν σε εσωτερική αντίδραση, σε κλείσιμο στον εαυτό τους ή σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Ως προς το δεύτερο: νομίζουμε ότι δεν γινόμαστε υπερβολικοί αν ισχυριστούμε ότι η καταστρατήγηση της ελευθερίας των εφήβων συνιστά το αποκορύφωμα του παροργισμού των μεγαλυτέρων, κυρίως των γονιών, απέναντί τους, για τον οποίο, όπως είδαμε, μιλάει ο απόστολος Παύλος. Θέλουμε να πούμε ότι γονείς και γενικώς μεγάλοι θα δώσουμε φρικτό λόγο στον Θεό, γιατί ακριβώς αρνούμενοι να σεβαστούμε την ελευθερία των νέων τούς παροργίζουμε και συνεπώς τους οδηγούμε σε μεγαλύτερη ταραχή. Μήπως πρέπει να σκεφτού-με εδώ και τον λόγο του Κυρίου «οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται»; Δεν γινόμαστε σκάνδαλο και πρόσκομμα για τα παιδιά μας, όταν καταργούμε αυτό που ο ίδιος ο Θεός έδωσε και πάντοτε το σέβεται, την ελευθερία μας; Η ελευθερία δεν είναι το πιο ουσιαστικό γνώρισμα της εικόνας του Θεού
99
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
στον άνθρωπο, που σημαίνει ότι χωρίς αυτό ο άνθρωπος θεωρείται κολοβωμένος και διεστραμμένος; Ο αγ. Πορφύριος που με τον φωτισμό του Θεού που είχε κατανοούσε σε βάθος το είναι του ανθρώπου, συνήθιζε να λέει: «Ο Θεός όχι απλώς έδωσε στον άνθρωπο ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα του». Και βεβαίως δεν εννοούμε με το παραπάνω την άρνησή μας να θέτουμε κάποια όρια, ιδίως όταν ο έφηβος βρίσκεται στην πρώτη φάση της εφηβικής ηλικίας. Τα όρια είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί τα έχουν ανάγκη πρωτίστως τα παιδιά μας. Είναι εκείνα που μέσα στο χάος της αναταραχής που βρίσκονται τα διευκολύνουν και τα ηρεμούν, γιατί τους θέτουν ένα πλαίσιο που από μόνα τους δεν μπορούν να βάλουν. Όσο μεγαλώνουν όμως τα όρια αυτά σιγά σιγά πρέπει να μειώνονται, για να μη φτάσουμε στο σημείο της έντονης αντίδρασής τους. «Κουρντίζουμε όσο παίρνει», έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος. Κι ο εξίσου μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τόνιζε: «Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά, θα πρέπει διακριτικά να τους δίνουμε ελευθερία και να τα αφήνουμε να πορεύονται τον δρόμο τους. Να μη χρησιμοποιούμε το ρήμα απαγορεύω, ακόμη και για την ψυχαγωγία. Δεν έχει τόσο σημασία πώς συμπεριφέρονται σε δευτερεύοντα θέματα, όσο εάν αγαπούν τον Χριστό» (Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ). Κι εδώ ιδιαιτέρως έχει θέση ο διάλογος με τους εφήβους. Ο σεβασμός της ελευθερίας του εφήβου εκφράζεται κατεξοχήν με αυτό στο οποίο πηγαίνει το μυαλό όλων: τον διάλογο μαζί του. Όταν αγαπάς κάποιον, θα προσπαθήσεις να διαλεχθείς μαζί του, για να τον κατανοήσεις βαθύτερα, για να τον πείσεις ίσως με τα επιχειρήματά σου, για να πειστείς – ό,τι πιο ωραίο ακούγεται – από τα δικά του επιχειρήματα. Κι αυτό σημαίνει ότι ο διάλογος πρωτίστως γίνεται, εφόσον υπάρχει αγάπη, για να ακούσεις τον άλλο. Πόσο ελλειμματικοί φανερωνόμαστε και στο σημείο οι μεγάλοι – το ξαναλέμε: γονείς, δάσκαλοι, κληρικοί – όταν τύποις κάνουμε διάλογο με τους νέους, θεωρώντας ότι υφίσταται αυτός προκειμένου οι νέοι να ακούσουν εμάς! Αλλά, αν στον διάλογο δεν ξεκινάμε με αυτήν την προϋπόθεση: να ακούσουμε τον άλλον και να πειστούμε από αυτόν, εφόσον τα επιχειρήματά του είναι ισχυρότερα από τα δικά μας, τότε δεν κάνουμε διάλογο. Κάνουμε μονόλογο με...ακροατήριο! Και μιλάμε για διάλογο σε θέματα ανθρώπινα και της καθημερινής ζωή, όχι για θέματα πίστεως, που εκεί πράγματι δεν χωρεί υποχώρηση. Λοιπόν, ο διάλογος με τους εφήβους είναι ό,τι τους πείθει ότι σεβόμαστε την ελευθερία τους, συνεπώς τους αγαπάμε, οπότε υπάρχει ελπίδα να ακούσουν κι εμάς και να προβληματιστούν για τις απόψεις μας. Και μια τέτοια στάση απέναντί τους είναι και μια πρόκληση για δική μας ταπείνωση. Νομίζουμε ότι ένα από τα ωραιότερα πράγματα στην πνευματική μας πορεία, ένα κυριολεκτικά στεφάνι μας, θα είναι όταν με επίγνωση φτάσουμε στο σημείο να «ηττηθούμε» από τα παιδιά μας και να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Τι μεγάλη χαρά πράγματι ο μεγάλος στην ηλικία, ο γονιός του κυρίως, να πει στον έφηβο, τον οποίο αγαπά και κατανοεί, ότι «έκανα λάθος. Έχεις δίκιο». Εκεί έχουμε την εντύπωση αποκαλύπτεται το μεγαλείο του μεγάλου, στη θεωρούμενη «ήττα» του. Γιατί μάλλον τότε είναι η ώρα της νίκης μας – να καμφθεί η ισχυρογνωμοσύνη του εφήβου. Θα μοιάζει τούτο με την «ήττα» του ίδιου του 100
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
Θεού, όταν στην πάλη Του με τον Ιακώβ τελικώς «ηττήθηκε» από εκείνον και τον ονόμασε Ισραήλ, δηλαδή δυνατό. Αν ο ίδιος ο Θεός μας αρέσκεται να «ηττάται» από τα πλάσματά Του, στους εναγώνιους διαλόγους Του με αυτά, τι είμαστε εμείς αν όχι αντικείμενοι στον Θεό, όταν αρνούμαστε πεισματικά και εγωιστικά να «ηττηθούμε» από τα επιχειρήματα και τα λόγια των παιδιών μας; Ο διάλογος λοιπόν είναι εκείνο που φανερώνει την αγάπη μας προς τους εφήβους και τους κάνει να νιώθουν ότι τους αντιμετωπίζουμε ως ίσους και αξιοσέβαστους, με αποτέλεσμα να τους ωθούμε προς την ωρίμανσή τους. Τονίζουμε και πάλι, ότι μιλάμε για τον αληθινό διάλογο ως έκφραση αγάπης και ελευθερίας, γιατί υπάρχει κι ένας άλλος διάλογος, τον οποίο χρησιμοποιούν ορισμένοι πιο μορφωμένοι και ενημερωμένοι παιδαγωγικά γονείς, ως απλό εργαλείο απέναντι στα παιδιά τους, με την έννοια ότι φαίνεται να διαλέγονται, προσπαθώντας όμως να «υποτάξουν» τον λόγο των παιδιών τους και μην ακούγοντας ουσιαστικά το τι εκείνα λένε. Αν όμως οι έφηβοί μας, παρ᾽ όλα τα δίκαια επιχειρήματά μας, δεν πείθονται; Αν βλέπουμε ότι αυτό που έχουν κατά νουν δεν είναι σωστό και επιμένουν να το κάνουν; Θα καταστρατηγήσουμε την ελευθερία τους; Θα προσπαθήσουμε να τους επιβληθούμε ασκώντας βία; Κι εννοούμε οχι τη σωματική – αυτό ούτε κατά διάνοια δεν πρέπει να υπάρχει – αλλά την ψυχολογική: φωνές, απειλές, τρομοκρατία. Η απάντηση σαφώς είναι αρνητική. Όταν ο γονιός έχει εξαντλήσει τα όποια επιχειρήματά του και δεν έχει πείσει το έφηβο παιδί του, αγόρι ή κορίτσι, τότε παίρνει στα χέρια του το μεγαλύτερο και ισχυρότερο όπλο που διαθέτει, την προσευχή. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτουμε είναι η αναφορά μας στον Θεό. Ό,τι ανθρωπίνως δεν μπορούμε να πετύχουμε, το πετυχαίνουμε συνήθως μέσω της βοήθειας του Θεού, της Παναγίας, των αγίων μας. «Τὰ ἀδύνατα παρ᾽ ἀνθρώποις δυνατὰ ἐστὶ παρὰ τῷ Θεῷ». Κι είναι γνωστό ότι η προσευχή τότε ενεργοποιείται, όταν λέγεται από δίκαιο άνθρωπο. Κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη». Και ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος; Ασφαλώς εκείνος που προσπαθεί να τηρεί στη ζωή του, όσο είναι δυνατόν, το θέλημα του Θεού. Με άλλα λόγια, όταν ένας γονιός είναι συνεπής στην πίστη του και αγωνίζεται εν μετανοία, τότε η προσευχή του φτάνει αμέσως στα ώτα του Κυρίου, ο Οποίος παίρνοντας αφορμή από αυτήν, συνήθως ανταποκρίνεται στο αίτημα. Οπότε ο γονιός και καθένας που συναναστρέφεται εφήβους, ποτέ δεν απελπίζεται. «Ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις». Πόσοι γονείς δεν πήγαιναν απογοητευμένοι στον Γέροντα Παΐσιο, για να πουν τα προβλήματά τους με τα έφηβα παιδιά τους, ευρισκόμενοι σε αδιέξοδο και απόγνωση! Κι ο Γέροντας πάντοτε τους καθησύχαζε, προσανατολίζοντάς τους σε αυτά τα δύο: στον δικό τους πρώτα αγιασμό, και στην εν ελπίδι προσευχή τους στον Κύριο. «Αφήστε και κανένα κατσαβίδι για τον Χριστό», συνήθιζε να λέει. «Όλα εσείς θα τα κάνετε;». Κι ίσως σ᾽αυτήν τη θεωρούμενη απλοϊκή και χαριτωμένη απάντηση του αγίου Γέροντα πρέπει να σταθούμε περισσότερο. Γιατί κρύβει το βάθος της πίστης μας. Τι ήταν σαν να έλεγε ο Γέροντας με τα λόγια του; Ότι ο Χριστός είναι Εκείνος που πολύ περισσότερο από τους γονείς αγαπά και ενδιαφέρεται για τα παιδιά τους. Διότι τα παιδιά τους είναι 101
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
δικά Του μέλη. Αυτό συνήθως ξεχνάμε δυστυχώς οι γονείς αποκαλύπτοντας την ολιγοπιστία ή και την απιστία μας: ότι τα παιδιά μας δεν μας ανήκουν. Μπορεί ο Θεός να θέλησε να γίνουμε τα όργανά Του για να έλθουν νέες υπάρξεις στον κόσμο, μα τα παιδιά ανήκουν στον Δημιουργό τους, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που είναι ο «δι᾽ Οὗ τὰ πάντα ἐγένετο». Και μάλιστα, αφότου τα παιδιά βαπτίστηκαν και χρίστηκαν στην Εκκλησία, έγιναν μέλη Χριστού, ενσωματωμένα στο άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, κλαδιά στο δικό Του αμπέλι, ενδεδυμένα τον Ίδιο και συνεπώς όντας προέκτασή Του και μια άλλη δική Του φανέρωση στον κόσμο. Το λάθος λοιπόν που πολλές φορές κάνουμε οι γονείς είναι ότι δεν βλέπουμε τα παιδιά μας...ολόκληρα, αλλά αποσπασματικά. Δεν τα βλέπουμε δηλαδή μαζί με τον Χριστό και εν σχέσει προς Εκείνον, γι᾽ αυτό και αγωνιούμε και ταραζόμαστε και χανόμαστε μαζί με εκείνα. Αλλά πάνω από όλους και από όλα βρίσκεται ακριβώς ο Χριστός. Και μπορεί εμείς να βλέπουμε την ταραχή των εφήβων μας, δεν βλέπουμε όμως το χέρι που τα διακρατεί και τα συγκρατεί, έτοιμο να τα σώσει από οποιαδήποτε καταιγίδα και φουρτούνα. «Ὁλιγόπιστε, εἰς τὶ ἐδίστασας;», ακούγεται και για εμάς ο ελεγκτικός λόγος του Κυρίου. Θέλουμε λοιπόν να προσεγγίζουμε τους νέους μας; Η απάντηση είναι: να τους προσεγγίζουμε με αγάπη, με κατανόηση, με σεβασμό της ελευθερίας τους, με συνεχή χρήση του διαλόγου και κυρίως με προσευχή. Τι πιο παρήγορο υπάρχει από το τελευταίο, όταν φέρνουμε στον νου μας τη Χαναναία γυναίκα; Κι εκείνη πάλευε για τη θυγατέρα της, που όχι απλώς ταλαιπωρείτο από τα προβλήματα ίσως της ηλικίας της, αλλά από τον ίδιο τον διάβολο. Η επιμονή της όμως, η διαρκής αναφορά της στον Χριστό, συνδυασμένη με την αγάπη και την ταπείνωσή της, έκαμψε την υποτιθέμενη ῾σκληρότητα᾽ του Κυρίου, για να εισπράξει τον θαυμαστικό λόγο Του: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. 15, 28). Μια τέτοια προσέγγιση των εφήβων από πλευράς μας θα είναι εκείνη που στο βάθος της καρδιάς τους θα δώσει την αληθινή εικόνα του Θεού, ως του στοργικού Πατέρα, του φίλου και αδελφού, του γεμάτου αγάπη προς τον κόσμο Του, που σημαίνει ότι θα τους ωθήσει στον ορθό προσανατολισμό της ζωής τους. Τον Θεό συνήθως Τον γνωρίζουμε από τους θεωρουμένους εκπροσώπους Του, από εκείνους δηλαδή που μας μιλούν γι᾽ Αυτόν και Τον μαρτυρούν. Στα όρια των γονέων, των δασκάλων, των κληρικών λοιπόν θα δουν και την εικόνα του Θεού, κάτι που θα βοηθήσει στην αληθινή εν Χριστώ γέννησή τους. Όταν ο ίδιος ο Κύριος έλεγε στους Φαρισαίους το ήδη από την Παλαιά Διαθήκη λόγιο ότι το «ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ρωμ. 2, 24), δηλαδή η κακή μαρτυρία ζωής των θεωρουμένων ανθρώπων του Θεού οδηγεί σε άρνηση του Θεού από τους ειδωλολάτρες, πολύ περισσότερο ισχύει και το αντίστροφο: οι άνθρωποι οδηγούμαστε στον Θεό, βλέποντας την αληθινή εικόνα Του από τους γνήσιους ανθρώπους του Θεού. Θέλουμε να πούμε λοιπόν ότι η μεγαλύτερη ευεργεσία των γονιών και των μεγαλυτέρων προς τους εφήβους είναι να ζουν με συνέπεια την πίστη τους και να μαρτυρούν αυτό που ο Θεός μας είναι: Αγάπη. Κι αρνητής της πίστης να γίνει ένας έφηβος, μέσα στα πλαίσια της αντίδρασής του ως πορείας προς την ανεξαρτησία του και την εύρεση της 102
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
ταυτότητάς του, η γνησιότητα της ζωής μας και της αγάπης μας θα έχει αποτυπωθεί στο βάθος της ψυχής του και θα τον έχει σφραγίσει καταλυτικά. Σ᾽ αυτό το σημείο πρέπει να επιμείνουμε, ότι δηλαδή τελικά ο καλός σπόρος θα υπερισχύσει στον έφηβο, έστω κι αν φαίνεται ότι ξέφυγε και παρεξέκλινε της ορθής πορείας. Κι αυτό γιατί και η αμφισβήτηση και η επανάσταση απέναντι στα καθιερωμένα, έστω και τα της πίστεως, είναι φυσιολογική κατάσταση – σκαλοπάτι για την ωρίμανση – για έναν έφηβο, και η δύναμη του καλού είναι μεγαλύτερη του όποιου θεωρούμενου κακού. Μην τρομάζουμε δηλαδή όταν βλέπουμε εφήβους να αντιδρούν σε ό,τι έμαθαν για τον Θεό και να απομακρύνονται από την Εκκλησία. Πρόκειται για μια αποστασιοποίηση, που μέσα στο σχέδιο του Θεού σκοπό έχει η παιδική και δοτή λεγόμενη πίστη να γίνει προσωπική και ώριμη. Ας θυμηθούμε και πάλι τον Γέροντα Παΐσιο με το ωραίο παράδειγμα που έφερνε πάνω σ᾽ αυτό: η τυχόν απομάκρυνση ενός εφήβου από την πίστη, οι αμφιβολίες που τον διακατέχουν για τα παραδεδομένα, να μη μας πανικοβάλλουν. Γιατί και πάλι θα επανέλθει σε ό,τι είδε και έμαθε από τους γονείς του. Όπως οι ξύλινες κολόνες της Δ.Ε.Η. είναι αλειμμένες με πίσσα ώς το σημείο που μπήγονται στη γη, ώστε να αποφεύγεται το σάπισμα του ξύλου, έτσι και το παιδί που έγινε έφηβος: αυτά που έμαθε και έζησε στην οικογένεια θα το προφυλάξουν από την πνευματική σαπίλα. Κι από την άλλη βεβαίως η δύναμη του καλού είναι ισχυρότερη του κακού. Διότι εδώ μιλάμε για την παντοδύναμη ενέργεια του ίδιου του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος μέσα στην άπειρη αγάπη Του για τα πλάσματά Του δεν αφήνει κανέναν απρονόητο και αφρόντιστο, και μάλιστα τον άνθρωπο. Η απαλή και διακριτική βοήθεια του γονιού και του μεγαλυτέρου προς τον έφηβο, ώστε ελεύθερα και με επίγνωση να αποδεχθεί τη χριστιανική πίστη, θα τον οδηγήσει στην ορθή ένταξή του στην Εκκλησία, ως τον χώρο που πέρα από το απολύτως ζητούμενο: την εύρεση του Θεού, θα του καλύψει τη βαθιά του ανάγκη για απόκτηση ψυχικής ταυτότητας. Μάλλον στον βαθμό που θα βιώνει την παρουσία του Θεού ως προσωπικό του γεγονός θα αποκτά και αίσθηση του ποιος είναι, ποιο νόημα έχει η ζωή του, ποια η προοπτική του, ποιες είναι οι αληθινές σχέσεις του στον κόσμο. Από την άποψη αυτή μεγαλύτερη βοήθεια για την υπέρβαση της ανασφάλειας και του φόβου που νιώθει φυσιολογικά ένας έφηβος, μέσα στον συγκλονισμό της κρίσης που υφίσταται στην πορεία ωρίμανσής του, δεν υπάρχει. Και ταυτοχρόνως προσανατολισμένος στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, θα νιώθει ότι καλύπτεται πλήρως από τη δίψα του για εύρεση αυθεντικών φίλων και αυθεντικών προτύπων στη ζωή του. Διότι πέραν από το γεγονός ότι πράγματι μπορεί να βρει άλλους συνομηλίκους του με τα ίδια ενδιαφέροντα και τις ίδιες αξίες που εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο, θα βρει τα διαχρονικά πρότυπα και τους αγαπημένους φίλους στα πρόσωπα των αγίων. Οι άγιοι, και μάλιστα οι νέοι στην ηλικία, παλαιότεροι και νεώτεροι, είναι ό,τι ανώτερο μπορεί να υπάρξει ως προσανατολισμός ζωής, για έναν έφηβο. Ο νεαρός άγιος Ταρσίζιος, ο άγιος Νέστορας, ο άγιος Απόστολος ο νεομάρτυρας, η αγία Ευφημία, οι άγιες Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα, αλλά ακόμη και οι νέοι μάρτυρες της εποχής μας σαν τον 22χρονο Ευγένιο Ροντιόνωφ, που μαρτύρησε για την πίστη του από 103
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
τους Τσετσένους, δίνουν ισχυρά ερεθίσματα στις ψυχές των νέων, οι οποίοι συγκινούνται όταν ακούνε και βλέπουν νέους σαν κι αυτούς να είναι δοσμένοι στην αγάπη του Χριστού. Μη βλέπουμε, όπως είπαμε, μόνο το άλογο και παράλογο στοιχείο της εφηβικής ηλικίας. Πολύ περισσότερο λειτουργεί η φιλότιμη πλευρά του εφήβου, αυτή που μπορεί να τον κάνει να μεγαλουργήσει και να τον κάνει να φτάσει ακόμη και σε ύψη αγιότητας. Κι αν ίσως εμείς ξεχνάμε την πλευρά του αυτή, δεν την ξεχνούν εκείνες οι ομάδες που λειτουργούν υπόγεια και σε σκοτεινά πολλές φορές συμφέροντα, οι οποίες τους προσεγγίζουν, για να αξιοποιήσουν τη γνησιότητα και ακεραιότητα του χαρακτήρα τους και τη νεανική τους ορμή. 4. Αντί επιλόγου - Θα αφήσουμε το έφηβο παιδί μας, της πρώτης φάσης εφηβείας, να πάει σε πάρτι; - Τι γίνεται που θέλει να ξενυχτάει; - Θέλει να κάνει σχέση με το άλλο φύλο. Θα επέμβουμε; - Ζητά να πάει μόνο του διακοπές. Τι θα κάνουμε; - Να φέρει τον ή τη φίλη στο σπίτι; - Θέλει να ντυθεί προκλητικά. Τι θα πούμε; - Δεν θέλει να έλθει στην Εκκλησία. Ορισμένα από τα ερωτήματα, εκτός από πολλά άλλα, που αντιμετωπίζουμε ή αντιμετωπίσαμε οι γονείς από τα έφηβα παιδιά μας και που η απάντηση δίνεται κάθε φορά από τους γονείς εξατομικευμένα. Την ορθή απάντηση πάντως θα τη βρίσκουμε και θα τη δίνουμε, όταν δεν ξεχνάμε το πιο βασικό: ποτέ δεν πρέπει να κινούμαστε με απόλυτο τρόπο. Απόλυτο είναι μόνον ένα, κι είναι πράγματι αδιαπραγμάτευτο: η αδιάκοπη αγάπη μας, που θα μας φωτίζει να πορευόμαστε με διάκριση και σεβασμό των παιδιών μας, τεντώνοντας ή λασκάροντας το λουρί εκεί που πρέπει και όσο παίρνει. Το τονίσαμε: κουρντίζουμε το ρολόι όσο μας επιτρέπει. «Καιρὸς τοῦ πολεμῆσαι, καιρὸς τοῦ εἰρηνεύσαι», λέει κάπου ο λόγος του Θεού. Και πάνω από όλα, αξιοποίηση της προσευχής. «Τα λόγια του γονιού στο παιδί πηγαίνουν στα αυτιά – λένε οι άγιοί μας – ενώ τα λόγια του στον Θεό για τα παιδιά πηγαίνουν στην καρδιά». «Ελευθερία δεν σημαίνει κάνε ό,τι θέλεις᾽, αλλά ῾κάνε ό,τι θέλεις με όρους᾽. Δηλαδή, συζητάμε με τα παιδιά, δεν εκφράζουμε εκπλήξεις και θαυμασμούς για κάτι κακό που κάνουν, και σε μερικά δευτερεύοντα θέματα τα αφήνουμε να ενεργούν με την θέλησή τους. Εάν κάποιο παιδί θέλη να πάη στο πάρτυ, να του πούμε: ῾Κάνε προσευχή και ό,τι σε φωτίσει ο Θεός᾽. Και να προσθέσουμε: ῾Εγώ δεν θα σου το κρατήσω, εάν πας στο πάρτυ μετά από προσευχή᾽. Έτσι τους αναπτύσσουμε την υπευθυνότητα και την σχέση τους με τον Χριστό, τους μαθαίνουμε να προσεύχονται στον Θεό για κάθε πράξη τους». Είναι λόγια και πάλι του Γέροντα Σωφρονίου, που τα κατέγραψε μαζί και με πολλά άλλα, τόσο που να συγκροτούν ένα Γεροντικό μόνο γι᾽ αυτόν, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος στο θαυμάσιο βιβλίο του ῾Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ᾽. Κι εν τέλει: Ό,τι κι αν είναι και κάνουν τα παιδιά μας, και μάλιστα οι έφηβοι, η ευθύνη πρωτίστως ανάγεται σ᾽ εμάς τους γονείς και τους μεγαλυτέρους. Δεν μας κάνει εντύπωση 104
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
πως και μέσα στο Ευαγγέλιο τα προβλήματα των παιδιών - αρρώστιας, δαιμονισμού κλπ. – δεν ανάγονται στα ίδια αλλά στους γονείς; Έρχεται ο αρχισυνάγωγος και ζητά από τον Χριστό τη θεραπεία της κόρης του. Κι ο Κύριος τον στρέφει στον εαυτό του. «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. 9. 23). Κραυγάζει η Χαναναία, όπως είδαμε, για το δαιμονισμένο παιδί της, κι ο Χριστός το θεραπεύει, λόγω της μεγάλης πίστης της μάνας. Κι οι άγιοί μας το ίδιο μαρτυρούν: «οι γονείς να αγιάζουν τον εαυτό τους κι ο Θεός θα ενεργεί στα παιδιά τους». Από ό,τι φαίνεται τελικά η εφηβεία μπορεί να είναι δύσκολη ηλικία για τα παιδιά και τους γονείς, η αντιμετώπιση όμως και η διέξοδος των προβλημάτων της βρίσκεται περισσότερο στους γονείς. Η ανάληψη με επίγνωση και ταπείνωση αυτής της ευθύνης από εμάς τους μεγαλυτέρους νομίζουμε ότι θα είναι η σπουδαιότερη συμβολή μας για τον δικό μας αγιασμό, αλλά και των ίδιων των παιδιών μας.
105
6Bll
JI
III