ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΡΟΝΟΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΝΟΣΟΥΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΤΟΥΣ

Page 1


Σο Κδρυμα Ποιμαντικήσ Επιμορφώςεωσ Το Κδρυμα

Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ, είναι

ζνα Επιμορφωτικό και Ερευνθτικό

Εκκλθςιαςτικό Κδρυμα τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν, ςυνεςτικθ διά τθσ τθσ υπ’ αρικμ. 1631/896/28−5−2009 (ΦΕΚ Β’ 1011) Aποφάςεωσ τθσ Διαρκοφσ Ιεράσ Συνόδου τθσ Εκκλθςίασ τθσ Ελλάδοσ και κατζςτθ

Αυτόνομο Εκκλθςιαςτικό Νομικό Πρόςωπο Ιδιωτικοφ Δικαίου μθ

κερδοςκοπικοφ χαρακτιρα δια τθσ υπ’ αρικμ. 22/Διεκπ.128/14-1-2015 (ΦΕΚ Β’ 269) Aποφάςεωσ τθσ Διαρκοφσ Ιεράσ Συνόδου τθσ Εκκλθςίασ τθσ Ελλάδοσ. Το κεςμικό πλαίςιο λειτουργίασ του Ιδρφματοσ Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) κακορίςτθκε με το άρκρο 64 του Ν. 4415/2016 (ΦΕΚ Α' 159) ςφμφωνα με το οποίο: α) Η διά βίου εκπαίδευςθ, κατάρτιςθ και ποιμαντικι επιμόρφωςθ των Κλθρικϊν, των εκκλθςιαςτικϊν υπαλλιλων και των λοιπϊν ςτελεχϊν των φορζων του άρκρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146) παρζχεται από το Κδρυμα Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν. Για τθν εκπλιρωςθ του ωσ άνω ςκοποφ το Ι.Π.Ε. ςυνάπτει ςφμφωνα ςυνεργαςίασ με άλλα νομικά πρόςωπα του άρκρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146) ςτισ οποίεσ εξειδικεφονται τα προγράμματα, οι διδάςκοντεσ και κάκε άλλθ ςχετικι λεπτομζρεια. β) Το Κδρυμα Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν είναι φορζασ παροχισ υπθρεςιϊν διά βίου μάκθςθσ τθσ παρ. 3 του άρκρου 3 του ν. 3879/2010 (Α' 163), όπωσ τροποποιικθκε και ιςχφει Παρζχει υπθρεςίεσ μθ τυπικισ εκπαίδευςθσ και κατάρτιςθσ ωσ Κζντρο Διά Βίου Μάκθςθσ Επιπζδου Δφο τθσ παρ. 6 του άρκρου 10 του ν. 3879/2010 (Α' 163), όπωσ τροποποιικθκε και ιςχφει και τθσ περίπτωςθσ 2 τθσ υποπαραγράφου Θ3 τθσ παραγράφου Θ' του άρκρου πρϊτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), όπωσ τροποποιικθκε και ιςχφει. γ) Το Κδρυμα Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν αποτελεί Πιςτοποιθμζνθ Εκπαιδευτικι Δομι παροχισ πιςτοποιθμζνων επιμορφωτικϊν προγραμμάτων κατά τα προβλεπόμενα ςτισ περιπτϊςεισ δ' και ε' τθσ παραγράφου 7 του άρκρου 1 του Π.δ. 57/2007 (Α' 59). Η κατά τα ωσ άνω παρεχόμενθ επιμόρφωςθ των Κλθρικϊν, των εκκλθςιαςτικϊν υπαλλιλων και του λοιποφ προςωπικοφ των φορζων του άρκρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α'146) που παρζχεται από το Κδρυμα Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν, μοριοδοτείται, ωσ κριτιριο επιλογισ προϊςταμζνων οργανικϊν μονάδων ςτουσ εν λόγω φορείσ, ςφμφωνα με τα

1


προβλεπόμενα ςτθν περίπτωςθ ηη' τθσ παρ. 3 του άρκρου 85 του ν. 3528/2007 (Α' 26), όπωσ τροποποιικθκε με το άρκρο 29 του ν. 4369/2016 (Α' 33) και ιςχφει. δ) Οι δράςεισ του Ιδρφματοσ Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν μποροφν να χρθματοδοτοφνται από πόρουσ τθσ Εκκλθςίασ ι των ςυνεργαηόμενων φορζων ι κοινωφελϊν ιδρυμάτων ι δωρεζσ, κακϊσ και από εκνικοφσ πόρουσ, ευρωπαϊκά προγράμματα και ςυγχρθματοδοτοφμενα προγράμματα τθσ Ευρωπαϊκισ Ζνωςθσ. ε) Το Κδρυμα Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ (Ι.Π.Ε.) τθσ Ιεράσ Αρχιεπιςκοπισ Ακθνϊν, για τθν εκπλιρωςθ των ςκοπϊν του μπορεί να ςυνάπτει ςυμφωνίεσ με Ανϊτατα Εκπαιδευτικά Ιδρφματα τθσ θμεδαπισ ι τθσ αλλοδαπισ, με εκκλθςιαςτικοφσ οργανιςμοφσ και φορείσ του άρκρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146), με Ιερζσ Μθτροπόλεισ ι εκκλθςιαςτικοφσ οργανιςμοφσ ι φορείσ άλλων εκκλθςιαςτικϊν κλιμάτων που εδρεφουν εντόσ χϊρασ ι και ςτο εξωτερικό, κακϊσ και με οργανιςμοφσ ι φορείσ άλλων κρθςκευτικϊν δογμάτων.

Η Πράξη: «Ανάπτυξη ικανοτήτων ανθρώπινου δυναμικοφ ςε υπηρεςίεσ κοινωνικήσ πρόνοιασ με ζμφαςη ςτισ δομζσ τησ Εκκληςίασ» Στο πλαίςιο αυτό το Κδρυμα Ποιμαντικισ Επιμορφϊςεωσ πρόκειται να υλοποιιςει, για τθν Περίοδο 2017-2020, τθν Πράξθ με τίτλο: «Ανάπτυξη ικανοτήτων ανθρώπινου δυναμικοφ ςε υπηρεςίεσ κοινωνικήσ πρόνοιασ με ζμφαςη ςτισ δομζσ τησ Εκκληςίασ» και MIS 5004190 ςτο Επιχειρθςιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξθ Ανκρϊπινου Δυναμικοφ, Εκπαίδευςθ και Διά βίου Μάκθςθ». Αντικείμενο τθσ Πράξθσ αποτελεί θ επιμόρφωςθ κλθρικϊν και λαϊκϊν ςτελεχϊν, ςυνεργατϊν και εκελοντϊν τθσ Εκκλθςίασ (περί τισ 7.200 ςυμμετοχζσ ςε 10 διάφορεσ κεματικζσ ενότθτεσ), που βρίςκονται ςτα γεωγραφικά όρια τθσ ελλθνικισ επικράτειασ για τθν υποςτιριξθ του ζργου που προςφζρεται ςτισ κοινωνικοπρονοιακζσ και λοιπζσ εκκλθςιαςτικζσ δομζσ, με ςκοπό τθν βελτίωςθ και ενίςχυςθ των επαγγελματικϊν και κοινωνικϊν δεξιοτιτων τουσ, προκειμζνου να αντιμετωπίςουν πιο αποτελεςματικά τισ προκλιςεισ που διζπουν τισ ςφγχρονεσ κοινωνικζσ, πολιτιςμικζσ, πολιτικζσ, τεχνολογικζσ, κρθςκευτικζσ και πνευματικζσ εξελίξεισ. Η υλοποίθςθ τθσ Πράξθσ προβλζπει τθ λειτουργία 240 Τμθμάτων ςτισ 13 Περιφζρειεσ τθσ χϊρασ. Η εκπαιδευτικι διαδικαςία κα ςτθριχκεί ςτισ βαςικζσ αρχζσ τθσ εκπαίδευςθσ ενθλίκων και τθσ ενεργοφσ ςυμμετοχικισ μάκθςθσ. Στουσ κφριουσ ςτόχουσ των κεματικϊν ενοτιτων εντάςςονται θ αναβάκμιςθ των γνϊςεων των κλθρικϊν και λαϊκϊν ςτελεχϊν τθσ Εκκλθςίασ, θ ςτιριξθ των διακονουμζνων και των δομϊν ςτισ οποίεσ παρεμβαίνει θ Εκκλθςία (ενορίεσ, νοςοκομεία, προνοιακοί φορείσ, φυλακζσ κ.λπ.), κακϊσ επίςθσ και ο εκςυγχρονιςμόσ του επιμορφωτικοφ ζργου του Ι.Π.Ε. Κατά τθν ζναρξθ τθσ πρϊτθσ περιόδου υλοποίθςθσ (Ιανουάριοσ-Ιοφνιοσ 2018), το επιμορφωτικό ζργο περιλαμβάνει 4 κεματικζσ ενότθτεσ: α) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι παρζμβαςθ ςε προβλιματα του γάμου και τθσ οικογζνειασ. β) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι υποςτιριξθ ςε προβλιματα τθσ παιδικισ και τθσ εφθβικισ θλικίασ. γ) Κοινωνικοπρονοιακι εκκλθςιαςτικι υποςτιριξθ των νοςοφντων και των οικείων τουσ. δ) Κοινωνικοπρονοιακι

2


εκκλθςιαςτικι παρζμβαςθ ςε προβλιματα πζνκουσ. Στα υπόλοιπα δφο επιμορφωτικά ζτθ (Σεπτζμβριοσ 2018-Ιανουάριοσ 2020), κα υλοποιθκοφν ζξι ακόμθ κεματικζσ ενότθτεσ. Ενδεικτικϊσ, αναφζρονται: α) Διαχείριςθ προβλθμάτων οικογενειακοφ βίου. β) Θζματα πρόλθψθσ και αντιμετϊπιςθσ ενδοοικογενειακισ και ενδοςχολικισ βίασ. γ) Σφγχρονεσ προςεγγίςεισ προβλθμάτων ψυχικισ υγείασ. δ) Θζματα διαχείριςθσ χρονίωσ παςχόντων. ε) Κοινωνικοπρονοιακά ηθτιματα. ςτ) Η ενορία ωσ κφτταρο τθσ τοπικισ ανάπτυξθσ και κοινωνικοπρονοιακισ ςτιριξθσ. Σα αναμενόμενα οφζλη τησ Πράξησ αναμζνεται να είναι: •

Η ενίςχυςθ των επαγγελματικϊν δεξιοτιτων μζςω προγραμμάτων επιμόρφωςθσ των ςτελεχϊν, ςυνεργατϊν και εκελοντϊν, κλθρικϊν και λαϊκϊν ςτελεχϊν αλλά και άλλων φορζων που παρζχουν ανάλογεσ υπθρεςίεσ, για τθν υποςτιριξθ του ζργου που προςφζρεται ςτισ κοινωνικοπρονοιακζσ και λοιπζσ εκκλθςιαςτικζσ δομζσ.

Η αναβάκμιςθ των γνϊςεων και των ποιμαντικϊν δεξιοτιτων των Κλθρικϊν και Λαϊκϊν Στελεχϊν τθσ Εκκλθςίασ.

Η ςτιριξθ των διακονουμζνων και των δομϊν ςτισ οποίεσ παρεμβαίνει θ Εκκλθςία (ενορίεσ, νοςοκομεία, προνοιακοί φορείσ, φυλακζσ κλπ).

Η εκπαιδευτικι διαδικαςία ςτο ςφνολό τθσ κα διζπεται από τισ βαςικζσ αρχζσ τθσ εκπαίδευςθσ ενθλίκων και κα πραγματοποιθκεί μζςω των εκπαιδευτικϊν τεχνικϊν τθσ ενεργοφσ ςυμμετοχικισ μάκθςθσ. Βεβαίωςη πιςτοποιημζνησ επιμόρφωςησ Όλοι οι ςυμμετζχοντεσ ςτα Εκπαιδευτικά Προγράμματα μετά από επιτυχι παρακολοφκθςθ κα λαμβάνουν Βεβαίωςθ Επιμόρφωςθσ. Οι μιςκοδοτοφμενοι εκ του Δθμοςίου Ταμείου μετά τθν επιτυχι ολοκλιρωςθ τθσ διαδικαςίασ πιςτοποίθςθσ κα λαμβάνουν Βεβαίωςθ Πιςτοποιθμζνθσ Επιμόρφωςθσ και μοριοδότθςθ με βάςθ το κακεςτϊσ μοριοδότθςθσ των Δθμοςίων Υπαλλιλων. «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΡΟΝΟΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΗ ΤΠΟ΢ΣΗΡΙΞΗ ΣΩΝ ΝΟ΢ΟΤΝΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΣΟΤ΢» 1. ΢φντομη περιγραφή του επιμορφωτικοφ προγράμματοσ Στθν εποχι μασ, παράγοντεσ όπωσ θ αποξζνωςθ των ανκρϊπων, θ αλλαγι των οικογενειακϊν ςχθμάτων, θ χαλάρωςθ των οικογενειακϊν δεςμϊν,

θ οικονομικι κρίςθ αλλά και οι μεγάλεσ

αλλαγζσ ςτθ κεραπεία και τθ νοςθλεία των αςκενϊν, ζχουν οδθγιςει ςτθν αφξθςθ τθσ ανάγκθσ για οργανωμζνθ και μεκοδολογικά ορκι υποςτιριξθ των νοςοφντων από υποςτθρικτικά ςυςτιματα όπωσ αυτά τθσ Εκκλθςίασ. Η ςυμπαράςταςθ εκ μζρουσ τθσ Εκκλθςίασ ςτουσ νοςοφντεσ και ςτουσ οικείουσ τουσ είναι παροφςα ςε όλθ τθν ιςτορικι πορεία τθσ. Ωςτόςο βάςει των δεδομζνων τθσ ςθμερινισ εποχισ οι τρόποι, οι μζκοδοι και οι μορφζσ ςυμπαράςταςθσ ςτουσ νοςοφντεσ πρζπει να εξελιχκεί, αξιοποιϊντασ τα νζα δεδομζνα, που προζκυψαν από τισ επιςτθμονικζσ εξελίξεισ, τθν ιατρικι, τουσ τρόπουσ νοςθλείασ και

3


τισ πολιτιςμικζσ αντιλιψεισ και κοινωνικζσ ανάγκεσ. Για τον λόγο αυτό χρειάηεται επικαιροποίθςθ, ειςαγωγι νζων τρόπων και μεκόδων και γνϊςθ των ψυχολογικϊν και πρακτικϊν ςυνεπειϊν τθσ. Το ανκρϊπινο δυναμικό τθσ Εκκλθςίασ καλείται αφενόσ να καλφψει τα κενά ςτθν υποςτιριξθ των νοςοφντων και αφετζρου να προςφζρει ςυμπαράςταςθ ανταποκρινόμενθ ςτον κοινωνικό ρόλο τθσ Εκκλθςίασ,

πραγματοποιϊντασ

δράςεισ με τρόπουσ που ανταποκρίνονται

ςτθ

ςφγχρονθ

πραγματικότθτα. Για τον λόγο αυτό θ επιμόρφωςθ τ ω ν εκελοντϊν, τ ω ν ςτελεχϊν και των ςυνεργατϊν κατ’ αρχιν τθσ εκκλθςίασ (κλθρικϊν και λαϊκϊν) αλλά και άλλων φορζων που παρζχουν ανάλογεσ υπθρεςίεσ, για τθν υποςτιριξθ του ζργου που προςφζρεται ςτισ κοινωνικοπρονοιακζσ και λοιπζσ εκκλθςιαςτικζσ δομζσ αποτελεί επιτακτικι ανάγκθ ϊςτε να ανταποκρικοφν καλφτερα ςε αυτι τθ διάςταςθ τθσ διακονίασ τουσ. Το επιμορφωτικό πρόγραμμα φιλοδοξεί να ενθμερϊςει τουσ ςυμμετζχοντεσ ςε βαςικζσ ζννοιεσ τθσ ιατρικισ ςυηιτθςθσ, των ψυχολογικϊν ςταδίων και ςυναιςκθμάτων του αςκενοφσ και τθσ οικογζνειάσ του ϊςτε να είναι ικανοί να αντιλαμβάνονται τθν προςωπικι τουσ ψυχολογικι κατάςταςθ, ϊςτε να αποφορτίηονται από το βάροσ των ςτιγμϊν και να προςφζρουν καλφτερα τισ υπθρεςίεσ τουσ. 2. ΢κοπόσ του Προγράμματοσ Το επιμορφωτικό πρόγραμμα ςτοχεφει να:

I.

εκπαιδεφςει κλθρικοφσ και λαϊκά ςτελζχθ τθσ Εκκλθςίασ ςτθ διαχείριςθ και τθν αντιμετϊπιςθ

ψυχολογικϊν, πνευματικϊν, υπαρξιακϊν και πρακτικϊν προβλθμάτων που αντιμετωπίηουν οι νοςοφντεσ.

II.

ενθμερϊςει ορκά τουσ κλθρικοφσ και τα λαϊκά ςτελζχθ τθσ Εκκλθςίασ ςτα νζα δεδομζνα τθσ

διάγνωςθσ και κεραπείασ των νοςοφντων και ςτισ ψυχολογικζσ επιπτϊςεισ που ζχει θ ςφγχρονθ τεχνοκρατικι νοςθλευτικι πραγματικότθτα.

III. ευαιςκθτοποιιςει κλθρικοφσ και λαϊκοφσ ςυνεργάτεσ των κλθρικϊν ςτισ ιδιαιτερότθτεσ του ποιμαντικοφ διαλόγου με τουσ νοςοφντεσ και τουσ οικείουσ τουσ και ςτισ ιδιαιτερότθτεσ και ςτουσ ορκοφσ τρόπουσ ποιμαντικισ προςζγγιςθσ των χρονίωσ πάςχοντων και καταλθκτικϊν αςκενϊν και άλλων ειδικϊν περιπτϊςεων αςκενείασ. 3. Πληροφορίεσ για τουσ ςυμμετζχοντεσ •

Κάκε εκπαιδευόμενοσ οφείλει να ςυμπλθρϊςει το απογραφικό δελτίο ςυμμετεχόντων

ειςόδου που κα του δοκεί από τον τοπικό Συντονιςτι κατά τθν ζναρξθ του προγράμματοσ και το απογραφικό δελτίο ςυμμετεχόντων εξόδου τθν τελευταία θμζρα ςυμμετοχισ του. •

Η Αξιολόγηςη - Πιςτοποίηςη γνώςεων και δεξιοτήτων των εκπαιδευόμενων. κα γίνει ςτο

τζλοσ του προγράμματοσ με τθν εκπόνθςθ μιασ γραπτήσ εργαςίασ. Συγκεκριμζνα, μετά τθν ολοκλιρωςθ του 50% του προγράμματοσ, ςτουσ μετζχοντεσ κα δοκεί από τον επιςτθμονικά υπεφκυνο ςε ςυνεργαςία με τουσ εκπαιδευτζσ ζνα κζμα ςχετιηόμενο με τισ διδαχκείςεσ ενότθτεσ, επί του οποίου κα πρζπει κάκε ςυμμετζχων να ςυγγράψει μια εργαςία, εμβακφνοντασ ςτο προσ

4


μελζτθ ηιτθμα. Ο κάκε εκπαιδευόμενοσ οφείλει, επομζνωσ, να παρουςιάςει μια γραπτι εργαςία, τθν οποία διορκϊνει και βακμολογεί ο επιςτθμονικά υπεφκυνοσ του προγράμματοσ ι ο προσ αυτό οριςκείσ εκάςτοτε διδάςκων του επιςτθμονικοφ πεδίου ςτο οποίο υπάγεται θ εν λόγω εργαςία. Η εν λόγω εργαςία μπορεί να παρουςιαςτεί και προφορικά κατά τθν διάρκεια τθσ τελευταίασ διδακτικισ ενότθτασ ενϊπιον όλθσ τθσ ομάδασ. •

Η Αξιολόγηςη του Προγράμματοσ και η διαδικαςία ανατροφοδότηςησ. Οι εκπαιδευόμενοι

καλοφνται μετά το πζρασ των εργαςιϊν του προγράμματοσ, να διακζςουν λίγα λεπτά και να ςυμπλθρϊςουν ζνα φφλλο αξιολόγθςθσ. Οι απόψεισ τουσ για τθν αποτελεςματικότθτα τθσ επιμορφωτικισ διαδικαςίασ, οι πικανζσ δυςκολίεσ που αντιμετϊπιςαν, όπωσ και οι προτάςεισ τουσ είναι πολφ ςθμαντικζσ για τθν ανατροφοδότθςθ και βελτίωςθ του προγράμματοσ. •

Επιτρεπτό όριο απουςιών είναι το 10% των ςυνολικών ωρών του προγράμματοσ.

4. Αναλυτικό Πρόγραμμα Α/Α

ΘΕΜΑΣΙΚΗ ΕΝΟΣΗΣΑ

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

1.1

ΕΝΑΡΞΗ – ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΢ΣΟΧΟΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΣΟ΢ ΕΙ΢ΑΓΩΓΗ ΢ΣΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

1 ώρα

1.2

Η ΦΡΟΝΣΙΔΑ ΣΩΝ Α΢ΘΕΝΩΝ ΢ΣΗΝ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟ΢Η

3 ώρεσ

2

ΛΑΝΘΑ΢ΜΕΝΕ΢ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟ΢ΕΓΓΙ΢Η ΢ΣΗΝ ΢ΧΕ΢Η Α΢ΘΕΝΕΙΑ΢ ΚΑΙ ΑΜΑΡΣΙΑ΢

4 ώρεσ

3.

ΔΙΑΧΕΙΡΙ΢Η ΣΩΝ ΕΠΙΠΣΩ΢ΕΩΝ ΣΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟ΢ΩΝ

4 ώρεσ

4.

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗ΢Η ΣΩΝ ΨΤΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕ΢ΕΩΝ ΣΩΝ Α΢ΘΕΝΩΝ ΢ΣΗΝ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΗ ΤΠΟ΢ΣΗΡΙΞΗ ΣΟΤ΢

4 ώρεσ

5.

Η ΢ΤΝΑΙ΢ΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΣΑ ΣΗ ΦΡΟΝΣΙΔΑ ΣΟΤ Α΢ΘΕΝΗ

4 ώρεσ

6.

ΣΑ ΔΤΝΑΜΙΚΑ ΣΗ΢ ΔΙΑΔΙΚΑ΢ΙΑ΢ ΣΟΤ Α΢ΘΕΝΟΤ΢ ΠΟΤ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

4 ώρεσ

7.

ΑΞΙΟΛΟΓΗ΢Η ΕΚΠΑΙΔΕΤΟΜΕΝΩΝ

4 ώρεσ

΢ΤΝΟΛΟ ΔΙΔΑΚΣΙΚΩΝ ΩΡΩΝ

28

5


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

1Η ΕΝΟΤΗΤΑ Α. Η ΦΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Σύγχρονος Προβληματισμός Η σύγχρονη ελληνική εκκλησιαστική πραγματικότητα φαίνεται να ταλανίζεται από την αντιπαράθεση δύο «τάσεων». Τα βασικά διαφοροποιά στοιχεία αυτής της πόλωσης

διαγράφονται

σαφέστερα

επί

της

διελκυστίνδας

μεταξύ

της

«πνευματικότητας» από τη μία πλευρά και του «χριστιανικού κοινωνικού ακτιβισμού» από την άλλη. Η μια τάση αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τις οργανωμένες κοινωνικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες της Εκκλησίας. Θεωρεί ότι αυτές δεν εναρμονίζονται με την ορθόδοξη παράδοση και αρμόζουν περισσότερο σε κοινωφελή ιδρύματα ή σε άλλες, πιο εκκοσμικευμένες, χριστιανικές ομολογίες. Σύμφωνα με αυτή την κατανόηση της εκκλησιαστικής διακονίας, κύριο, και σχεδόν αποκλειστικό, έργο του ιερέα οφείλει να είναι η λατρεία. Κατά προέκταση, οι πιστοί έχουν χρέος να επικεντρώνουν την προσοχή τους στη νήψη και τον προσωπικό αγιασμό, αγωνιζόμενοι εναντίον των παθών τους, και να μην περισπώνται σε ωφελιμιστικούς ακτιβισμούς. Η άλλη τάση θεωρεί ότι η Εκκλησία δικαιώνει την ύπαρξή της κυρίως όταν ασκεί φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο. Αλλιώς, υποστηρίζουν ότι κινδυνεύει να θέσει εαυτήν εκτός του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι, λειτουργώντας ως ένα παρωχημένο θρησκευτικό μόρφωμα που εξυπηρετεί ηθικοθρησκευτικές ανάγκες, καταδικασμένο σε συνεχώς αυξανόμενη περιθωριοποίηση. Αυτές οι διχαστικές αντιλήψεις1 δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον προβληματισμό σχετικά με την ποιμαντική διακονία των ασθενών, και ιδιαιτέρως των νοσηλευόμενων ασθενών, όπου η ανάγκη για πιο οργανωμένη παρέμβαση είναι εμφανέστερη.

Α. Παπαθανασίου, «Φιλανθρωπία ή Ακτιβισμός;», Θεραπείαν Προσάγοντες, Εισαγωγή στην Ποιμαντική Διακονία στον χώρο της Υγείας, Δίκτυο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ποιμαντική Διακονία στον χώρο της Υγείας, Αθήνα, 2011, σελ. 43-56. 1

6


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ποιμαντική παρουσία μέσα στα νοσηλευτήρια αντιμετωπίζεται, μερικές φορές, ως καινοφανής δραστηριότητα, η οποία προέκυψε λόγω της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Κάποτε, μάλιστα, αυτή η ποιμαντική δραστηριότητα αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, κατηγορούμενη ότι είναι καρπός των ακτιβιστικών τάσεων ενός εκκοσμικευμένου ή δυτικοτραφούς χριστιανισμού, ο οποίος υποτιμά το λατρευτικό και αγιαστικό ποιμαντικό έργο και προβάλλει τις κοινωνικές και προνοιακές δραστηριότητες. Ωστόσο, μια απλή περιδιάβαση στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας υποδεικνύει με ενάργεια ότι αυτός ο διχασμός δεν κατάφερε ποτέ να επικρατήσει στη συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος. Όλα τα δεδομένα και οι ιστορικές καταγραφές υποδεικνύουν ότι, όσον αφορά στην ισορροπία μεταξύ της μυστηριακής και της υποστηρικτικής ή πνευματικής και υλικής διακονίας, δεν υπήρξε ποτέ σύγχυση ή μονομέρεια, και αυτό μαρτυρείται με ποικίλους τρόπους στην παράδοση της Εκκλησίας2. Μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι, σε όλες τις χρονικές φάσεις της εκκλησιαστικής πορείας μέσα στον χρόνο, ο κεντρικός ποιμαντικός στόχος, το «θεοποιεῖσθαί τε καί θεοποιεῖν»3, όπως πολύ εμπεριεκτικά τον προσδιορίζει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, δεν υποτίμησε και δεν αποποιήθηκε ποτέ την ευθύνη της φροντίδας για τη στήριξη των πιστών, όταν αυτοί αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις δοκιμασίες του καθημερινού βίου. Ο ερευνητής των ιερών κειμένων και της παραδόσεως της Εκκλησίας δεν θα βρει κάποια περίοδο, μέσα στους αιώνες, κατά την οποία να απουσιάζει το έντονο και έμπρακτο ενδιαφέρον για κάθε ασθενή και δοκιμαζόμενο άνθρωπο, και η Βλ. ενδεικτικά, Βασίλειος Καισαρείας, Ὅροι κατὰ πλᾶτος, ἐρώτησις λζ’, PG 31, 1009. (850-1052 ): «Οὐ μόνον διὰ τὸν ὑποπιασμὸν τοῦ σώματος χρησίμου οὔσης ἡμῖν τῆς τοιαύτης ἀγωγῆς (δηλ. της ασκητικής ζωής), ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν εἰς τὸν πλησίον ἀγάπην, ἵνα καί τοῖς ἀσθενοῦσι τῶν ἀδελφῶν δι ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός τὴν αὐτάρκειαν παρέχῃ...». 3 Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἐπιστολαί, Πρὸς Ἰωάννην ἐπίσκοπον, PG 91, 624D-625A: «Ὥσπερ ἀκτὶς ἐπισπᾶται προσηνῶς τὴν ὑγιαίνουσαν ὄψιν προσχαίρουσαν φωτί, καί τῆς οἰκείας λαμπρότητος μεταδίδωσιν οὕτω καὶ ἡ ἀληθὴς ἱερωσύνη χαρακτὴρ οὖσα διὰ πάντων τῆς μακαρίας θεότητος τοῖς ἐπὶ τῆς γῆς, πᾶσαν ψυχήν κατὰ τὴν ἕξιν φιλόθεον τέ καὶ θείαν ἐφέλκεται πρὸς ἑαυτήν, καί τῆς ἰδίας μεταδίδωσι γνώσεως, εἰρήνης τέ καὶ ἀγάπης ἵνα πρὸς τὸ πέρας τῆς οἰκείας ἐνεργείας ἑκάστην τῆς ψυχῆςἐνέγκασα δύναμιν, Θεῷ παραστήση διὰ πάντων θεωθέντας τοὺςὑ π΄αὐτῆς μυσταγωγουμένους. Τέλος γὰρ τῆς κατὰ ψυχὴν λογικῆς ἐνεργείας, ἡ ἀληθής γνῶσις ἐστι τῆς ἐπιθυμητικῆς δὲ ἡ ἀγάπη τῆς δὲ θυμικῆς ἡ εἰρήνη ὥσπερ καὶ τῆς ἀληθοῦς ἱερωσύνης τὸ διὰ τούτων θεοποιεῖσθαί τέ καὶ θεοποεῖν». 2

7


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ποικιλότροπη δραστηριοποίηση για την ποιμαντική συμπαράσταση προς κάθε «κοπιώντα καί πεφορτισμένο» αδελφό ή αδελφή εν Χριστώ. Η μέριμνα για τους ασθενείς συνιστά βασικό χριστιανικό καθήκον, στο οποίο καλεί τους πιστούς να ανταποκριθούν ο ίδιος ο Χριστός. Η φροντίδα των νοσούντων, η συμπαράσταση με κάθε δυνατό τρόπο σε αυτούς και στους οικείους τους και η μέριμνα για την ανακούφισή τους χαρακτηρίζει τον εκκλησιαστικό βίο από τις πρώτες στιγμές που η Εκκλησία εμφανίστηκε στον κόσμο. Από τα πρώτα βήματα του Ιησού Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους μέχρι σήμερα, η ποιμαντική διακονία των ασθενών είναι έντονα, και αδιαλείπτως, παρούσα στη ζωή της Εκκλησίας. Η φροντίδα των ασθενών στην ζωή της Εκκλησίας I. Η καινή εντολή της αγάπης Η καινούργια πίστη, στην οποία προσκαλεί ο Ιησούς όσους γίνονται μαθητές Του και αποδέχονται το κήρυγμα του Eυαγγελίου, τοποθετεί ως κεντρικό κριτήριο του ήθους που πρέπει να τους χαρακτηρίζει την «καινή» εντολή της αγάπης4. Όσοι έρχονται σε επαφή μαζί Του, ακούν τον λόγο Του και παρακολουθούν τη δράση Του, βιώνουν εμπειρικά, ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»5. Ο Ιησούς Χριστός κατέστησε σαφές εξ αρχής ότι καμιά κανονιστική αρχή, που οριοθετεί τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν έχει απόλυτη αξία εκτός αν εκπηγάζει από την αγάπη του Θεού και την αγάπη για τον πλησίον 6. Οι άνθρωποι αισθάνονται αμεσότερα τη θερμότητα της αγάπης του Θεού να τους αγγίζει, όταν ανακουφίζονται οι δοκιμασίες και τα βάσανά τους. Η δημόσια εμφάνιση του Χριστού ελκύει από τις πρώτες στιγμές πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι αναζητούν παρηγοριά και θεραπεία είτε για τον εαυτό τους είτε για κάποιο μέλος της οικογένειάς τους που δοκιμάζεται από κάποια ασθένεια, συνήθως χρόνια και βασανιστική. Από τα πρώτα βήματα της ιστορικής πορείας του Ιησού, η διδασκαλία

Ιωάν. 13, 34-35: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». 5 Α’ Ιωάν. 4, 16: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ». 6 Ματθ. 22, 37-40: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου · Αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτ ῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐ ντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται». 4

8


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Του συνοδεύεται από θαυματουργικές θεραπείες ανθρώπων που νοσούν από ποικίλες σοβαρές και οδυνηρές ασθένειες7. Οι διηγήσεις που αναφέρονται στις θαυματουργικές θεραπείες αναδεικνύουν με ενάργεια τη βαθιά συμπόνια και την ευαισθησία του Χριστού προς τους νοσούντες8. Η παρακαταθήκη που αφήνουν στους μαθητές Του αυτές οι πράξεις είναι σαφής: ο αληθινός χριστιανός δεν μπορεί να αδιαφορεί για τον πόνο του διπλανού του αλλά έχει καθήκον να τον συνδράμει, να τον φροντίσει, να τον ανακουφίσει και να μεριμνήσει για τη θεραπεία του. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη9 υποδεικνύει άμεσα και εμφατικά τί σημαίνει η χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις εφαρμογή της καινής εντολής της αγάπης. Υποδεικνύει, όμως, και το καθήκον του Χριστιανού να μεριμνήσει για τον πάσχοντα συνάνθρωπο, αφού ο «ἐμπεσῶν εἰς τοὺς ληστάς» είναι ασθενής λόγω της κακοποιήσεως που υπέστη. Ο φιλάνθρωπος Σαμαρείτης δεν εκδηλώνει μόνο συμπάθεια ή συναισθηματική υποστήριξη αλλά μεριμνά για την εξασφάλιση κάθε δυνατής παρεμβάσεως προς ανακούφιση και θεραπεία του νοσούντος από τα τραύματά του. Στα Ευαγγέλια καταγράφονται πολλές θαυματουργικές θεραπείες, όπως: του εκ γενετής τυφλού (Ιωάν. 9. 1-41), άλλων τυφλών (Ματθ. 9. 27, 20.29, Μάρκ. 8.22, 10.46, Λουκ. 18.35), της πεθεράς του Πέτρου (Ματθ. 8.14, Μάρκ. 1.29, Λουκ. 4.38), της συγκύπτουσας (Λουκ. 13.10), του δαιμονιζομένου (Λουκ. 4.33, Μάρκ. 1.23), του υιού του Βασιλικού (Ιωάν. 4.46), του υδρωπικού (Λουκ. 14. 2-4), πολλών ασθενών στη Γαλιλαία (Ματθ.12.15, Μάρκ. 3.7), του κατεχομένου από λεγεώνα δαιμόνων (Λουκ. 8.26, Μάρκ. 5.1), της αιμορροούσας (Ματθ. 9.20, Λουκ. 8.43, Μάρκ. 5.25), του δούλου του εκατοντάρχου (Ματθ. 8.5, Λουκ. 7.2), του δαιμονιζόμενου παιδιού (Ματθ. 17.14), Λουκ. 9.37, Μάρκ. 9.14), του έχοντος ξηρά χείρα (Ματθ. 12.9, Λουκ. 6.6, Μάρκ. 3.1), γυναικών (Λουκ. 8.2), της Χαναναίας κόρης (Ματθ. 15.21, Μάρκ. 7.24), του λεπρού (Ματθ. 8.2, Λουκ. 5.12, Μάρκ. 1.40), των δέκα λεπρών (Λουκ. 17.11), του κωφού δαιμονιζομένου (Ματθ. 12.22, Λουκ. 11.14), του μογιλάλου (Μάρκ. 7.31), του παραλυτικού στην Καπερναούμ (Ματθ. 9.2, Λουκ. 5.18, Μάρκ. 2.3), του παραλυτικού στη Βηθεσδά (Ιωάν. 5.2), μαζικές θεραπείες (Ματθ. 4.23, 8.16, 9.35, 12.14, 14.35, 19.1, Μάρκ. 1.32, 3.7, 6.54, Λουκ. 4.40, 5.15, 6.17). 8 Θ. Παπαδόπουλος (αρχιμ.), Ο Λόγος του Θεού, Ερμηνευτικές Ομιλίες στην Καινή Διαθήκη - περι των Θαυμάτων του Κυρίου μας, τόμ. 11ος, Αθ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη, 2003. 9 Λουκ. 10, 30-37: «Ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν · Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν · οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθαν ῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ' αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσ ελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτο ῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτ ῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τ ι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν ·Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς · Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». 7

9


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Το χριστιανικό καθήκον του έμπρακτου ενδιαφέροντος για τους ασθενείς δεν συνιστά αντανάκλαση στο παράδειγμα του Χριστού ή στη γενική εντολή της αγάπης αλλά προβάλλεται ειδικά και εμφαντικά από τον ίδιο τον Χριστό. Στην περιγραφή της εικόνας της τελικής κρίσης, ο Κύριος διατυπώνει με σαφήνεια τη χριστοκεντρική και σωτηριολογική σημασία της ποιμαντικής φροντίδας των ασθενών: Την ετοιμασμένη γι΄ αυτούς βασιλεία του Θεού θα κληρονομήσουν όσοι υλοποίησαν την καινή εντολή της αγάπης. Και μεταξύ αυτών θα είναι όσοι διακόνησαν τους ασθενείς, διότι, αν πρόσφεραν κάτι σε αυτούς, τους εντελώς αδύναμους αδελφούς Του, το πρόσφεραν σε Αυτόν10. Η τοποθέτηση της εκκλησιαστικής φροντίδας για τους ασθενείς μεταξύ των βασικών ποιμαντικών καθηκόντων γίνεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος «προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» και έδωσε σε αυτούς την εντολή «πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε»11. Η παρακαταθήκη και οι εντολές που αφήνει ο Χριστός στους αποστόλους σχετικά με τη φροντίδα των ασθενών είναι σαφείς. Οι απόστολοι καλούνται να

Ματθ. 25, 31-46: «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ' αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτο ῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖςἐκ δεξιῶν αὐτο ῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου · ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φα γεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με , ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες · κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς · ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε . Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων · πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοι μασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτο ῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με , ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με . Τότε ἀποκριθή σονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες · κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων · ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ' ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε . Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». 11 Ματθ. 10, 1-8. 10

10


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

συνεχίσουν το παράδειγμά του θεραπεύοντας ασθενείς, ανακουφίζοντας τον πόνο και τις αναπηρίες των ανθρώπων και διαδίδοντας τη διδασκαλία της καινής εντολής της αγάπης και της «ἐπισκέψεως», δηλαδή της φροντίδας για τους ασθενείς. Είναι εμφανές, και οφείλουμε να το υπογραμμίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι οι δύο μορφές ποιμαντικής διακονίας των ασθενών, δηλαδή η μυστηριακή και πνευματική διακονία και η υποστηρικτική και υλική συμπαράσταση δεν βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους αλλά παρουσιάζονται «ασυγχύτως» και «αδιαιρέτως» αλληλοσυμπληρούμενες. ii. Η Αποστολική και μεταποστολική περίοδος Οι Απόστολοι -μάρτυρες και κήρυκες της Αναστάσεως- έχουν καθήκον να πράξουν και να διδάξουν στην οικουμένη όσα ο Κύριος «ἐνετείλατο»12 σε αυτούς, και να παραδώσουν στους διαδόχους τους και στην Εκκλησία «ὅ καὶ παρέλαβον»13, δηλαδή όχι μια αφηρημένη νέα κοσμοθεωρία ή ιδεολογία αλλά τον ίδιο τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Το ιεραποστολικό έργο και η ανάπτυξη της Εκκλησίας πραγματοποιούνται μέσα σε δεδομένες ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες και σε διάλογο με το θύραθεν κόσμο. Το έργο του Χριστού συνεχίζεται από τους Αποστόλους με βάση το παράδειγμά Του, και στο εκκλησιαστικό Σώμα διασώζεται η μνήμη θαυματουργικών θεραπειών, που επιτελούνται από αυτούς στο όνομα του Χριστού14.

Ματθ. 28, 19-20: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν ». 13 Κορ. Α΄, 15, 3-4: «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς». 14 Βλ. ενδεικτικά, Πράξ. 5, 14-16: «Mᾶλ λον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν ͵ ὥστε καὶ εἰς τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλιναρίων καὶ κραβάττων ͵ ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλ εων Ἰερουσαλήμ ͵ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ͵ οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες». Πράξ. 28, 8 -9: «Ἐγένετο δὲ τὸν πατέρα τοῦ Ποπλίου πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ συνεχόμενον κατακεῖσθαι ͵ πρὸς ὃν ὁ Παῦλος εἰσελθὼν καὶ προσευξάμενος ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἰάσατο αὐτόν. Τούτου δὲ γενομένου καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἐν τῇ νήσῳ ἔχοντες ἀσθενείας προσήρχοντο καὶ ἐθεραπεύοντο». 12

11


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Από πολύ νωρίς, η αύξηση του αριθμού των πιστών, η ανάγκη περιφρούρησης της αλήθειας της πίστεως15 και οι συνεχείς απειλές και διώξεις εναντίον των χριστιανών κατέστησαν αναγκαία την καλύτερη συγκρότηση των χριστιανικών κοινοτήτων. Τούτο οδήγησε στην οργάνωση από τους Aποστόλους της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων16. Η ποιμαντική μέριμνα για τους ασθενείς κατείχε κεντρική θέση στην καθημερινή ζωή αυτής της κοινότητας, καθώς τα μέλη της προσπαθούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τις επιταγές της ευαγγελικής παρακαταθήκης και να φανερώνουν έμπρακτα την αγάπη που είχαν μεταξύ τους. Ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο οποίος «καίτοι είχε αποστολική αυθεντία με οικουμενική προοπτική, καταστάθηκε κατά κάποιο τρόπο επίσκοπος της κοινότητας αυτής»17, εκφράζει την ποιμαντική ευαισθησία της Εκκλησίας, υποδεικνύοντας με σαφήνεια την πλήρη ένταξη της φροντίδας των ασθενών στην καθημερινή λατρευτική και πρακτική ζωή της Εκκλησίας. Οι παραινέσεις του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου είναι αντιπροσωπευτικές του κλίματος της εποχής: «ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ18 ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου»19. Η ποιμαντική ευαισθησία για τα προβλήματα των ανθρώπων είναι πρόδηλη, ακόμα και όταν οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες ζουν με τη βεβαιότητα ότι η Δευτέρα Παρουσία είναι χρονικά εγγύς, και η εσχατολογική αναζήτηση προηγείται κάθε άλλης ανησυχίας. Παρόλα αυτά, η ποιμαντική ευαισθησία δεν παύει να είναι

Τερτυλιανός, Praescriptionibus Adversus Haereticos, PL 2, 50: «…veritas nobis … quam Ecclesia ab Apostolic, Apostoli a Christo, Christus a Deo tradidit». 16 Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήνα, 1997, σελ. 37. 17 Ό.π. 18 Πρόκειται για αναφορά στο Μυστήριο του Ευχελαίου. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε, ότι, για την εκκλησιαστική μέριμνα για τους ασθενείς, «η θεραπεία των ασθενειών διαφέρει από μια απλή ιατρική αγωγή, γιατί εδώ πρόκειται για μια ένταξη στο σώμα της Εκκλησίας· η όλη ύπαρξη του μέλους αγιάζεται σ΄αυτή την ένταξη. Και εδώ πρόκειται για μια έκφανση του συνόλου της ζωής του εκκλησιαστικού σώματος»: Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 495. 19 Ιακ. 5, 14. Γενικότερα περί της Ποιμαντικής του Ευχελαίου βλ. Β. Ι. Καλλιακμάνης (πρωτοπρ.), Μεθοδολογικά Πρότερα τῆς Ποιμαντικῆς, Λεντίῳ Ζωννύμενοι , Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 181-200. 15

12


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

σε εγρήγορση και η Εκκλησία δεν παραμελεί τη φροντίδα για τα προβλήματα του παρόντος βίου των μελών της20. Όταν οι ελληνιστές χριστιανοί διαμαρτυρήθηκαν, ότι παραμελούνται οι χήρες τους21, οι απόστολοι αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν άμεσα το πρόβλημα, με την εκλογή επτά ελληνιστών διακόνων22. Είναι προφανές ότι, τόσο η διαμαρτυρία όσο και η λύση που δίδεται, μαρτυρούν οργανωμένη και συστηματική ποιμαντική μέριμνα για τους αναξιοπαθούντες23. Έτσι, από τα πρώτα βήματα της συγκρότησης του εκκλησιαστικού οργανισμού, «η διακονία τοῦ Λόγου καί τῶν μυστηρίων (πνευματικό ἔργο) καί η διακονία τῶν τραπεζῶν (βιοτικό ἔργο), καί μετά τήν ἐκλογή τῶν «Ἑπτά» (διακόνων), μένουν ἀλληλένδετες, διακρινόμενες μόνο γιά λόγους πρακτικούς. ...Ἐξάλλου η διακονία τῶν «Ἑπτά» μένει συνηρτημένη μέ τή Θεία Εὐχαριστία, τό ἀπόλυτο κέντρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας»24. Με τα

δεδομένα

αυτά,

μπορούμε

με

ασφάλεια

να

συμπεράνουμε

ότι

η

αλληλοσυμπληρούμενη συνύπαρξη της μυστηριακής και της υποστηρικτικής διακονίας των ασθενών συνεχίζεται σταθερά. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, ότι ήδη από τον β΄μ.Χ. αιώνα οι λεγόμενοι εγκρατείς, στο πλαίσιο της ασκητικού τύπου πλήρους αφιερώσεώς τους στον Χριστό, πρόσφεραν σημαντική υπηρεσία στο ποιμαντικό έργο25.

E. Lohse, Ἐπίτομη Θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης , μτφρ. Σ. Ἀγουρίδης, Ἄρτος Ζωῆς, Αθήνα, 2002 4, σελ. 85-88, 160-163, 198-202, 231-235. Χρ. Καρακόλης, «"Λέγοντες τήν Ἀνάστα σιν ἤδη γεγονέναι" (Β΄ Τιμ. 2,18). Ἑρμηνευτική, Συγκριτική καί Θεολογική Θεώρηση μιᾶς Ἐσχατολογικῆς Παρεκτροπῆς», Ἡ Πνευματική Παρακαταθήκη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ποιμαντικές Ἐπιστολές. Εἰσηγήσεις ΙΑ΄ Συνάξεως Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων, Λευκάδα, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 212-222. 21 Πράξ. 6, 1-3: «Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους ͵ ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπαν ͵ οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις · Ἐπισκέψασθε δ έ͵ ἀδελφοί͵ ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτὰ πλήρεις πνεύματος καὶ σοφίας ͵ οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης ·». 22 Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, …, σελ. 37-38. 23 ωάννης Χρυσόστομος, μιλίαι εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀ Ἰ Ὁ ποστόλων ΝΕ΄, Ὁμιλία ΙΔ΄, PG 60, 115: «Ἐγένετο ͵ φησὶ͵ γογγυσμός͵ ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Ἄρα καθημερινὴ διακονία ἦν ταῖς χήραις. Καὶ ὅρα ͵ πῶς καὶ οὗτος διακονίαν καλε ῖ͵ καὶ οὐ ταχέωςἐλεη μοσύνην · ἅμα καὶ τοὺς διδόντας ͵ καὶ τοὺς λαμβάνοντας διὰ τούτου ἐπαίρων». 24 Γ. Δ. Μεταλληνός (πρωτοπρ.), Ἡ κοινωνική παρουσία τοῦ κληρικοῦ, ἀνάτυπο ἀπό τό περιοδικό Ἀπόστολος Βαρνάβας, Λευκωσία, 1985, σελ. 5-6. 25 Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, …, σελ. 310-318. 20

13


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Το πνεύμα διακονίας των αναξιοπαθούντων και των ασθενών, και ο τρόπος οργάνωσης της φιλανθρωπικής δράσης, κατά το πρότυπο της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων, χαρακτηρίζει την οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής όλων των συνεχώς πολλαπλασιαζόμενων χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Αποστολικές Διαταγές εντέλλονται στους επισκόπους, ότι έχουν καθήκον να φροντίζουν τους ασθενείς του ποιμνίου τους, διότι αυτή είναι η εντολή του Χριστού26. Στην Ανατολή, ο Πολύκαρπος Σμύρνης (+167/68 μ.Χ.) υπογραμμίζει το καθήκον των πρεσβυτέρων, στο πλαίσιο της ποιμαντικής τους ευθύνης, να επισκέπτονται όλους τους ασθενείς27. Στη Δύση, καταγράφεται στην «Αποστολική Παράδοση» του Ιππολύτου Ρώμης (+235 μ.Χ.) ειδική μνεία σχετικά με την υποχρέωση επισκέψεως των ασθενών στα σπίτια τους και τη χορήγηση σε αυτούς της Θείας Κοινωνίας. Σημειώνει, μάλιστα, ότι, αν δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό από τον ιερέα, τότε οι διάκονοι έχουν την υποχρέωση να μεταφέρουν στον ασθενή τη Θεία Κοινωνία28. Στη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων, ο χριστιανισμός εξαπλώνεται ραγδαία υπό συνθήκες και καταστάσεις εξαιρετικά δύσκολες και συχνά τραγικές. Όμως, παρά τους διωγμούς και την ανυπαρξία οιασδήποτε νομικής κατοχύρωσης των χριστιανών μέσα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία29, οι χριστιανικές κοινότητες οργανώνονται και προοδεύουν. Ταυτοχρόνως, η Εκκλησία κατά τον δεύτερο και τρίτο αιώνα μεγαλώνει θεαματικά αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη, εκτός από τους διωγμούς, και με τον σοβαρό κίνδυνο αλλοιώσεως της ουσίας και του περιεχομένου της πίστεως, καθώς οι ποικιλώνυμες αιρέσεις, και κυρίως ο γνωστικισμός, διεκδικούν την υπερίσχυσή τους.

Διαταγαὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος, (ed.) M. Metzger, SC 329, IV, 2, σελ. 172: «Ὑμεῖς οὖν, ὦ ἐπίσκοποι, μεριμνήσατε περὶ τῆς ἀνατροφῆς αὐτῶν, μηδὲν ἐλλείποντες αὐτοῖς, τοῖς μὲν ὀρφανοῖς παρέχοντες τὰ γονέων, ταῖς δὲ χήραις τὰ ἀνδρῶν, τοῖς ἀκμαίοις τοὺς γάμους, τεχνίτῃ ἔργον, ἀδρανεῖ ἔλεος, ξένοις στέγος, πεινῶσι ψωμόν, διψῶσι πῶμα, γυμνοῖς ἔνδυμα, νοσοῦσι θεράπειαν, φυλακίταις βοήθειαν». 27 Πολύκαρπος Σμύρνης, Πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή, K. Bihlmeyer - W. Schneemelcher (post F.X. Funk), Die apostolischen Väter, 3rd ed., Mohr, Tübingen, 1970, σελ. 114-120: «Καὶ οἱ πρεσβύτεροι δὲ εὔσπλαγχνοι ͵ εἰς πάντας ἐλεήμονες ͵ ἐπιστρέφοντες τὰ ἀποπεπλανημένα ͵ ἐπισκεπτόμενοι πάντας ἀσθενεῖς ͵ μὴ ἀμελοῦντες χήρας ἢ ὀρφανοῦ ἢ πένητος». 28 ππόλυτος Ρώμης, Ἁποστολικὴ Παράδοση, Ἱ (ed.) B. Botte, SC 11 bis, 34, σελ. 117. 29 Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, …, σελ. 319-320. 26

14


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Οι γνωστικές αντιλήψεις, με κοινό χαρακτηριστικό την απαξίωση του παρόντος κόσμου και βίου, εκτός από την θεμελιώδη αλλοίωση της χριστιανικής διδασκαλίας, συνεπάγονται και διαστρέβλωση του τρόπου κατανόησης της ασθένειας 30 και, επομένως, της υποστήριξης των νοσούντων. Τούτο διότι στη διδασκαλία τους κυριαρχούν ο αυστηρότατος ασκητισμός και η

απαξίωση κάθε κοινωνικής

δραστηριότητας και η περιφρόνηση του σώματος. Άλλες αιρετικές ομάδες, όπως οι μοντανιστές31, οι οποίοι κινούνται στον αντίποδα του γνωστικισμού, καλλιεργούν έναν ιδιότυπο ηθικιστικό πεσιμισμό τοποθετώντας στο επίκεντρο της διδασκαλίας τους το τέλος του κόσμου, και περιφρονώντας τον παρόντα βίο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ευνόητο ότι ζητήματα, όπως η διακονία των ασθενών καθίστανται δευτερεύουσας σημασίας. Απέναντι στους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους οι Χριστιανοί προοδευτικά οργανώνουν συστηματικότερα τη δομή των τοπικών Εκκλησιών32. Αυτές οι εκκλησιαστικές και κοινωνικές εξελίξεις επηρεάζουν και τον τρόπο και τις μορφές έκφρασης της χριστιανικής φιλανθρωπίας και

της μέριμνας για τους

ασθενείς. Η ακάματη ιεραποστολική δράση συνεπάγεται την προοδευτική αλλά συνεχή ανάπτυξη της Εκκλησίας μέσα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Η μεγαλοπρέπεια των πόλεων και η συνεχής πολιτισμική ανάπτυξη των αστικών κέντρων κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες αποτελούν ένα θεαματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο συνεχίζουν, όμως, να κυριαρχούν η καθημερινή τραγικότητα του βίου και η συνεχής εναλλαγή δοκιμασιών και συμφορών. Οι χριστιανοί ζουν μέσα σε αυτή την πραγματικότητα και η εντολή της αγάπης, που εμπνέει και ρυθμίζει τη ζωή των χριστιανών, αναζητά τρόπους να εφαρμοστεί έμπρακτα και αποτελεσματικά υπό Πρβλ. Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 524: «Η αρρώστια συγχωρείται, και δεν τιμωρείται. Αυτή είναι κοινή γραμμή όλης της ορθόδοξης θεολογίας καί ζωής. Και όσες φορές τονιζόταν υπερτροφικά ο ηθικός ρόλος του αυτεξουσίου στη σωτηρία του ανθρώπου (κλασικά και τυπικά παραδείγματα είναι ο Αρειανισμός, ο Νεστοριανισμός και ο Πελαγιανισμός λόγου χάρη) υπήρχε έντονη η αντίδραση της θεολογίας στο σύνολό της». Βλ. και Μάξιμος Ὁμολογητής, Μυσταγωγία, PG 91, 716C: «Συγγνωστὸν γάρ, οὐ τιμωρητέον, ἡ ἀσθένεια». 31 ὐσέβιος, κκλησιαστική Ἱ Ε Ἐ στορία, Λόγος Ε΄, Κεφάλαιον ΙΗ΄, PG 20, 476-480. 32 Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, σελ. 216-219. Παρά τις πεσσιμιστικές τους αντιλήψεις, οι μοντανιστικές κοινότητες παρουσιάζουν αξιοσημείωτη οργανωτική δυναμική και έχουν συγκροτημένο κοινό ταμείο για την μισθοδοσία του ιερατείου τους. 30

15


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

συνθήκες όπου η φτώχεια, οι λιμοί, οι επιδημίες και οι ποικίλες ασθένειες κατακλύζουν τις πόλεις. Το αγαπητικό ήθος των Χριστιανών δεν διέκρινε εχθρούς και φίλους και η συμπαράσταση προς τους ενδεείς ή τους πάσχοντες προσφερόταν άδολα και ανιδιοτελώς33 όχι μόνο στους αδελφούς χριστιανούς αλλά και στους πολέμιους ειδωλολάτρες. Στην πορεία του χρόνου, όσο περισσότερο οργανώνονται οι χριστιανικές κοινότητες τόσο περισσότερο οι χριστιανοί καλούνται άμεσα ή έμμεσα να μεριμνήσουν για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η ανταπόκριση στην εντολή της αγάπης υπερβαίνει τα όρια των ατομικών φιλάνθρωπων εκδηλώσεων και απαιτεί οργανωμένες κοινωνικές παρεμβάσεις ώστε η μέριμνα για τους πτωχούς, τους αναξιοπαθούντες και τους νοσούντες να είναι συγκροτημένη και αποτελεσματική. Όταν στην Αλεξάνδρεια, επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού (218-268), ξεσπά μεγάλη επιδημία πανώλης, μόνο η Εκκλησία διαθέτει τη συγκρότηση, το σθένος και τον ζήλο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας προτρέπει και εμψυχώνει το ποίμνιό του να εφαρμόσει την εντολή του Κυρίου για την επίσκεψη των πασχόντων. Έτσι, υπό την καθοδήγησή του, οργανώνεται μια πολύ μεγάλη κινητοποίηση των πιστών, οι οποίοι φροντίζουν με κάθε δυνατό τρόπο, όχι μόνο τους ασθενείς αλλά και τα θύματα της επιδημίας, πλένοντας, μυρώνοντας και ενταφιάζοντας τους νεκρούς και στηρίζοντας τους οικείους τους. Ο Διονύσιος, μάλιστα, αναφερόμενος σε αυτή την οργανωμένη φιλανθρωπική κινητοποίηση των χριστιανών, δράττεται της ευκαιρίας για να τονίσει την ηθική ανωτερότητα των χριστιανών σε σύγκριση με τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι εγκατέλειπαν τους νεκρούς τους άταφους στους δρόμους ή έδιωχναν τους ίδιους τους οικείους τους όταν αυτοί αρρώσταιναν34.

Ενδεικτική αυτού του κλίματος είναι η καταγραφή από τον ιστορικό Ευσέβιο του βίου του χριστιανού στρατιώτη Σέλευκου, ο οποίος μαρτύρησε κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού. Περί αυτού αναφέρει ότι με την φροντίδα που πρόσφερε σε χήρες, ορφανά ή σε ασθενείς συναγωνιζόταν σε αρετή τους αγίους. Εὐσέβιος, Περὶ τῶ ν κατ΄ αὐτόν μαρτυρησάντων, PG 20, 1508-1509. 34 ὐσέβιος, Ἐκκλησιαστική Ἱ Ε στορία, Λόγος Ζ΄, PG 20, 685-692: «…οἱ γοῦν πλεῖστοι τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν δι᾿ ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην καὶ φιλαδελφίαν ἀφειδοῦντες ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων ἐχόμενοι, ἐπισκοποῦντες ἀφυλάκτως τοὺς νοσοῦντας, λιπαρῶς ὑπηρετούμενοι, θεραπεύοντες ἐν Χριστῷ, συναπηλλάττοντο ἐκείνοις ἀσμενέστατα, τοῦ παρ ᾿ ἑτέρων ἀναπιμπλάμενοι πάθους καὶ τὴν νόσον ἐφ ᾿ 33

16


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Είναι γεγονός ότι, η ένδεια και οι κακές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν συχνά αυτή την εποχή οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, οι οποίες είναι ακόμη χειρότερες για τους μεταναστεύοντες στις πόλεις από την ύπαιθρο χώρα, αποτελούν αναπόφευκτα το έδαφος για την εμφάνιση ατομικών ή επιδημικών ασθενειών. Τούτο συνεπάγεται την επέκταση της φιλανθρωπίας και τη μέριμνα για τους ενδεείς, η οποία επεκτείνεται και προσλαμβάνει διαστάσεις κοινωνικών παρεμβάσεων. Αυτονόητα και αναπόδραστα, λοιπόν, η Εκκλησία χρειάζεται να συμπεριλάβει στην ηθική και υλική συμπαράσταση που προσφέρει, και τη θεραπευτική μέριμνα για τους ασθενείς. Η θετική στάση της Εκκλησίας προς την ιατρική και η ευαισθησία της για τους νοσούντες υπογραμμίζεται από την πλειάδα των ιατρών, ανδρών και γυναικών, οι οποίοι αγίασαν προσφέροντας θυσιαστικά τις υπηρεσίες τους στον πάσχοντα συνάνθρωπο35. Ανεξαρτήτως των επιμέρους επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν, κατά, περιόδους σχετικά με την ιατρική επιστήμη και των ζυμώσεων που απαιτήθηκαν ώστε να μην παρεισφρήσουν στη ζωή της Εκκλησίας παγανιστικά ή άλλα στοιχεία, αταίριαστα με τη χριστιανική πίστη, η ιστορική πορεία της Εκκλησίας λαμπρύνεται με παραδείγματα χριστιανικής φιλανθρωπίας και αγαπητικής μαρτυρίας της πίστεως από ιατρούς, άνδρες και γυναίκες, των οποίων η βιωτή, και πολλές φορές το μαρτύριο, τους κατέταξε στη χορεία των αγίων. Ο πρώτος ιατρός, του οποίου η παρουσία είναι πολύ εμφανής στα αρχικά βήματα του χριστιανισμού είναι ο Ευαγγελιστής Λουκάς36, ο οποίος, ως μαθητής αλλά και ως ιατρός, συνόδευσε τον απόστολο Παύλο όχι μόνο σε κάποιες από τις περιοδείες του αλλά και κατά τη διάρκεια της φυλακίσεώς του, πιθανότατα στη Ρώμη37.

ἑαυτοὺς ἕλκοντες ἀπὸ τῶν πλησίον καὶ ἑκόντες ἀναμασσόμενοι τὰς ἀλγηδόνας. καὶ πολλοὶ νοσοκομήσαντες καὶ ῥώσαντες ἑτέρους, ἐτελεύτησαν αὐτοί, τὸν ἐκείνων θάνατον εἰς ἑαυτοὺς μεταστησάμενοι καὶ τὸ δημῶδες ῥῆμα, μόνης ἀεὶ δοκοῦν φιλοφροσύνης ἔχεσθαι, ἔργῳ δ ὴ τότε πληροῦντες, ἀπιόντες αὐτῶν περίψημα…». 35 Ι. Πατσώνης, «Άγιοι Ιατροί», Ιατρικά Θέματα 29 (2003) σελ. 50-52. 36 Π. Τούτουζας, «Ο ευαγγελιστής Λουκάς ως ιατρός», Εκκλησία και Ασθένεια, Πρακτικά Διεθνούς Ιατροθεολογικού Συνεδρίου, Θήβα 5-7 Σεπτεμβρίου 2003, Ακρίτας, Αθήνα, 2008, σελ. 62-67. 37 Χρ. Καρακόλης, «Λουκάς ο αγαπητός», Εκκλησία και Ασθένεια, …, σελ. 48.

17


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Συμπατριώτισσες του Αποστόλου Παύλου ήταν οι αδελφές Ζηναΐς και Φιλονίλλα38, οι οποίες έζησαν αρχικά στην Ταρσό της Κιλικίας και αργότερα στη Δημητριάδα, όπου άσκησαν την Ιατρική αφιλοκερδώς, χρησιμοποιώντας το σπήλαιοασκητήριό τους και ως θεραπευτήριο. Σε όλη τη διάρκεια του βίου τους συνδύασαν τη φροντίδα των ασθενών με το ιεραποστολικό έργο, μέχρι τα ειρηνικά τέλη τους 39. Μια άλλη γυναίκα ιατρός, που έζησε κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, είναι η αγία Ερμιόνη, από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, κόρη του αγίου διακόνου Φιλίππου40. Πρόκειται για μια σημαντική παρουσία στη ζωή της Εκκλησίας, διότι, πρώτον, είναι από τους θεμελιωτές της παράδοσης των «αναργύρων» ιατρών 41, προσφέροντας

αφιλοκερδώς τις ιατρικές της υπηρεσίες στους νοσούντες και

διδάσκοντάς τους, συγχρόνως, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας42. Κατά δεύτερον, διότι ίδρυσε στην Έφεσο ένα «πανδοχείο», δηλαδή μια πρώιμη νοσηλευτική μονάδα, όπου, μαζί με το κατηχητικό έργο, πρόσφερε δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, συνεισφέροντας στη θεμελίωση μιας παράδοσης, που οδήγησε αργότερα στη δημιουργία της «Βασιλειάδας»43, και, εντέλει, έθεσε τις προδιαγραφές των εξελίξεων που οδήγησαν στη Γέννηση του σύγχρονου Νοσοκομείου44. Η έντονη παρουσία της

Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, οι αδελφές Ζηναΐς και Φιλονίλλα ήσαν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου: Ε. Λαφτσής, (αρχιμ.), Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση των Νοσοκομείων και της Ιατρικής Εκπαίδευσης, Ίδρυμα Χρονίως Πασχόντων «Ο Άγιος Κυπριανός», Αλεξανδρούπολη, 2008, σελ. 88. Ωστόσο, άλλοι το αμφισβητούν: Χ. Τσολακίδης, Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας, Χ. Τσολακίδη, Αθήνα, 2001, σελ. 900. 39 Κ. Κονταξόπουλος, Άγιοι ιατροί της Ορθοδοξίας, Καρδιάς, Αθήνα 1990, σελ. 59. 40 Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἑνιαυτοῦ , τόμ. 1, Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 79-83. 41 Κάποιοι μελετητές υπογραμμίζουν τη σημασία που είχε στη ζωή της Εκκλησίας η παρουσία των αγίων «αναργύρων ιατρών, καθώς, με τους αγίους της νέας πίστης στον Χριστο, αντικατέστησαν στη συνείδηση του λαού τον σεβασμό προς τα αρχαία Ασκληπιεία και τους παγανιστές ασκληπιάδες ιατρούς της αρχαιότητας, οι οποίοι, στον αρχαιοελληνικό κόσμο, κατείχαν θέση θαυματουργών θεραπευτών: T. S. Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Κελέρμενος, ΒΗΤΑ medical art, Αθήνα, 1998, σελ. 53. 42 Ἀ. Εὐτυχιάδης, Οἱ πρῶτες γυναῖκες Ἁγίες Ἀνάργυροι ἰατροί στή χριστιανική ἐποχή καί οἱ ἐπιδράσεις τους, Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου, Θεσσαλονίκη, 1997. 43 Πρόκειται για ένα μεγάλο συγκρότημα, όπου περιθάλπονταν αναξιοπαθούντες, και το οποίο αργότερα ονομάστηκε έτσι από το όνομα του ιδρυτή του, Μεγάλου Βασιλείου επισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, το οποίο, όπως καταγράφεται σε επόμενες ενότητες, θεωρείται προπάτορας του σύγχρονου νοσοκομείου. 44 Ἀ. Εὐτυχιάδης, «Γυναῖκες ἰατροί, ἅγιες ἀνάργυρες προστάτιδες τῆς Ἰατρικῆς», Ἐκκλησία, Νοέμβριος (1996) σελ. 784. 38

18


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

διέγειρε τη μήνι του Αυτοκράτορα, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψη και καταδίκη της σε θάνατο (117). Μεταξύ των πρώτων ιατρών μαρτύρων καταγράφεται ο ιατρός Αλέξανδρος από τη Φρυγία της Μικράς Ασίας, ο οποίος μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου (162-180) στο Λούγδουνο, τη σημερινή Λυών (177). Αν και είναι μάρτυρας του β΄αιώνα μ. Χ. εορτάζεται μόνο από τη Δυτική Εκκλησία 45. Στην πορεία του χρόνου, η παράδοση των «αναργύρων» ιατρών, δηλαδή των χριστιανών ιατρών που προσφέρουν δωρεάν (χωρίς «αργύρια») τις ιατρικές τους υπηρεσίες στο όνομα της αγάπης του Χριστού, προσέθεσε στους καταλόγους των αγίων της Εκκλησίας πολλούς μάρτυρες της πίστεως. Οι πιο γνωστοί και δημοφιλείς από αυτή την κατηγορία αγίων της Εκκλησίας είναι τα ζεύγη των αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Συνήθως, η αναφορά στους αγίους αναργύρους παραπέμπει στους Κοσμά και Δαμιανό, οι οποίοι έζησαν και εργάστηκαν στη Ρώμη, όπου και μαρτύρησαν δια λιθοβολισμού (284)46. Υπάρχουν, όμως, και δύο άλλες δυάδες, επίσης Κοσμά και Δαμιανού. Ο βίος και η δράση της μιας τοποθετείται στην Ασία, όπου οι άγιοι μαρτύρησαν δια ξίφους (292)47 και της άλλης στην Αραβία όπου, επίσης, μαρτύρησαν δια ξίφους (292)48. Μια ακόμη δυάδα αγίων αναργύρων ιατρών είναι οι Κύρος και Ιωάννης 49. Ο Κύρος, έμπειρος και αναγνωρισμένος ιατρός στην Αλεξάνδρεια, κατέφυγε κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού (244-311 μ. Χ.) σε μια μονή του αραβικού κόλπου, όπου έγινε μοναχός. Εκεί τον αναζήτησε, ελκυόμενος από τη φήμη του, ο στρατιωτικός Ιωάννης από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας, ο οποίος εγκατέλειψε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία και αφιερώθηκε στο φιλανθρωπικό έργο που επιτελούσε ο Κύρος, Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστική Ἱ στορία, Λόγος Ε΄, PG 20, 428: «Ἀλέξανδρός τις, Φρὺξ μὲν τὸ γένος, ἰατρὸς δὲ τὴν ἐπιστήμην, πολλοῖς ἔτεσιν ἐν ταῖς Γαλλίαις διατρίψας καὶ γνωστὸς σχεδὸν πᾶσιν διὰ τὴν πρὸς θεὸν ἀγάπην καὶ παρρησίαν τοῦ λόγου (ἦν γὰρ καὶ οὐκ ἄμοιρος ἀποστολικοῦ χαρίσματος), παρεστὼς τῷ βήματι κ αὶ νεύματι προτρέπων αὐτοὺς πρὸς τὴν ὁμολογίαν, φανερὸς ἦν τοῖς περιεστηκόσιν τὸ βῆμαὥσπερ ὠδίνων. ἀγανακτήσαντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῷτοὺς πρότερονἠρνημένους αὖθις ὁμολογεῖν, κατεβόησαν τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς ἐκείνου τοῦτο ποιοῦντος, καὶ ἐπιστήσαντος τοῦ ἡγεμ όνος καὶ ἀνετάσαντος αὐτὸν τίς εἴη, τοῦ δὲ φήσαντος ὅτι “Χριστιανός”, ἐν ὀργῇ γενόμενος κατέκρινεν αὐτὸν πρὸς θηρία». 46 Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς… , τόμ. 6, σελ. 9-10. 47 Ό.π., τόμ. 2, σελ. 9-10. 48 Ό.π., τόμ. 1, σελ. 368-370. 49 Ό.π., τόμ. 3, σελ. 194-195. 45

19


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

δηλαδή στη δωρεάν φροντίδα και θεραπεία των νοσούντων. Η συνεχώς αυξανόμενη φήμη

τους είχε συνέπεια

να οδηγηθούν

στο μαρτύριο, θανατωθέντες

δι΄αποκεφαλισμού (262)50. Άλλη δυάδα αναργύρων ιατρών είναι οι Κάρπος και Πάπυλος από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Ο Κάρπος διακόνησε την Εκκλησία ως Επίσκοπος Θυατείρων, χειροτόνησε διάκονο τον, επίσης, ιατρό Πάπυλο, και προσέφεραν μαζί τις ιατρικές τους υπηρεσίες δωρεάν στους χριστιανούς της κοινότητας των Θυατείρων. Μαρτύρησαν δι΄ αποκεφαλισμού (251)51. Στην ομάδα των αγίων που προσέφεραν δωρεάν περίθαλψη στους νοσούντες συγκαταλέγονται, ακόμη, ο ιατρός μεγαλομάρτυς Παντελεήμων, ο οποίος μαρτύρησε δι΄ αποκεφαλισμού (305)52, ο άγιος ιερομάρτυς Ερμόλαος, συνεργάτης του αγίου Παντελεήμονος53, ο άγιος Θαλλέλαιος54 από τον Λίβανο της Φοινίκης, ο οποίος μαρτύρησε, επίσης, δι΄ αποκεφαλισμού (284)55, ο άγιος Τρύφων, από τη Λάμψακο της Φρυγίας, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στη Νίκαια (250)56, ο άγιος Ιουλιανός, από την Έφεσο της Κοίλης Συρίας, ο οποίος μαρτύρησε δια σταυρικού θανάτου (284) 57, ο άγιος Διομήδης, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε και μαρτύρησε στη Νίκαια της Βιθυνίας (288)58, ο άγιος Ζηνόβιος, επίσκοπος Αιγών της Κιλικίας, ο οποίος, μετά μακρά προσφορά δωρεάν ιατρικού και φιλανθρωπικού έργου, μαρτύρησε μαζί με την αδελφή του Ζηνοβία δι΄ αποκεφαλισμού (285)59 και ο άγιος Ορέστης, από τα Τύανα της Καππαδοκίας, ο οποίος άσκησε αφιλοκερδώς, και σε συνδυασμό με την ιεραποστολική δράση, το ιατρικό επάγγελμα, υπέστη άγρια βασανιστήρια στον

Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης (Μητροπολίτης πρ. Λεοντοπόλεως), Ἁγιόλογιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀποστολική Διακονία, Αθήνα, 1995, σελ. 265. 51 Νικόδημος Παυλόπουλος, (αρχιμ.), Αγιοδρόμιον, Αστήρ, Αθήνα, 2003, σελ. 581-582. Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς … , τόμ. 1, σελ. 337-339. 52 Ό.π., τόμ. 6, σελ. 116-118. 53 Ό.π., τόμ. 6, σελ. 107-108. 54 Κ. Κονταξόπουλος, Άγιοι ιατροί της Ορθοδοξίας, Καρδιάς, Αθήνα, 1990, σελ. 46. 55 Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς … , τόμ. 5, σελ. 109. 56 Ό.π., τόμ. 3, σελ. 201-202. 57 Ό.π., τόμ. 3, σελ. 225-226. Νικόδημος Παυλόπουλος, (αρχιμ.), Αγιοδρόμιον, Αστήρ, Αθήνα, σελ. 289 -290. 58 Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς …, τόμ. 6, σελ. 225-226. 59 Ό.π., τόμ. 1, σελ. 450-451. Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης (Μητροπολίτης πρ. Λεοντοπόλεως), Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα, 1995, σελ. 162. 50

20


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

διωγμό του 303 μ.Χ. και, εντέλει, μαρτύρησε (304)60. Μεταξύ των δημοφιλών ιατρών αγίων κατατάσσεται, επίσης, ο ιερομάρτυς, Επίσκοπος Σεβαστείας Βλάσιος, ο οποίος συνέχισε να εκτελεί το θεραπευτικό και ιεραποστολικό του έργο ακόμη και βρισκόμενος στη φυλακή. Μαρτύρησε δι΄ αποκεφαλισμού (316). Πολλοί από αυτούς τους αγίους ιατρούς προσέφεραν νοσηλεία και ιατρική φροντίδα, δημιουργώντας, ουσιαστικά, τις πρώτες μορφές μικρών νοσηλευτικών μονάδων, όπως το «πανδοχείον» της αγίας Ερμιόνης, οι οποίες, μετά την πιο οργανωμένη μορφή που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας της «Βασιλειάδας», έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης νοσοκομειακής περίθαλψης. Συνεχιστής αυτής της παράδοσης είναι ο άγιος Σαμψών ο ξενοδόχος. Ο Σαμψών ήταν ευγενής Ρωμαίος, ο οποίος προσέφερε δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στο πλαίσιο της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Μετά τη μετακίνησή του στην Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε ιερέας και συνέχισε να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες, δημιουργώντας ένα μεγάλο ξενώνα61, ο οποίος αποτέλεσε το πρότυπο πολλών αντίστοιχων ιδρυμάτων, κατά τους επόμενους αιώνες, όπως του περίφημου νοσοκομείου της Μονής του Παντοκράτορος62. Στη χορεία των αγίων ιατρών συγκαταλέγεται ο αδελφός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Καισάριος, ο οποίος σπούδασε Ιατρική στην Αλεξάνδρεια και, λόγω της φήμης του, κλήθηκε και υπηρέτησε ως ιατρός της αυλής του αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β’, γιού του Μ. Κωνσταντίνου, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη φήμη του λόγω της αφιλοχρηματίας και της φιλάνθρωπης συμπεριφοράς του. Όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Ιουλιανός, γνωστός ως Παραβάτης, ο Καισάριος εκδιώχθηκε από τη θέση του, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του αυτοκράτορα να αλλάξει την πίστη του. Τα καθήκοντά του ανέλαβε πάλι επί αυτοκράτορος Ιοβιανού, και τα άσκησε

Κ. Κονταξόπουλος, Άγιοι ιατροί της Ορθοδοξίας, Καρδιάς, Αθήνα, 1990, σελ. 46. Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς … , τόμ. 5, σελ. 283. Σαμσών Βίος καὶ Πολιτεία, PG 115, 284-288. Στον βίο του αναφέρεται ότι έζησε στους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.) και τον ξενώνα του έκτισε με δωρεά του αυτοκράτορα σε ανταπόδοση της θεραπείας του από σοβαρή πάθηση. Η ευρύτερη έρευνα υποδεικνύει ότι, πιθανότατα, ο ξενώνας ιδρύθηκε πριν το 450 μ. Χ.: T. S. Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, …, σελ. 105-111. 62 Α. Ματσάγγας, Ἡ Ὀργάνωση καί Λειτουργία τῶν Βυ ζαντινῶν Νοσοκομείων καί ἰδιαίτερα τοῦ Νοσοκομείου τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος (ΙΒ΄ αἰώνας), Διδακτορική Διατριβή, Ἀθήνα, 1984. 60 61

21


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

μέχρι το τέλος του βίου του, δηλαδή μέχρι την ηλικία των 40 ετών, οπότε πέθανε μετά από σοβαρή ασθένεια (363)63. Και, βέβαια, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ ο Μ. Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, ο οποίος, δικαιωματικώς, συγκαταλέγεται στην ομάδα των ιατρών αγίων, αφού είχε σπουδάσει, μεταξύ άλλων, και την ιατρική στην Αθήνα. Στα έργα του είναι εμφανείς οι ιατρικές του γνώσεις 64, οι οποίες αξιοποιήθηκαν65 στην ίδρυση της περίφημης «Βασιλειάδας», οπότε και τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία του σύγχρονου Νοσοκομείου. Στο πέρασμα των αιώνων ο κεντρικός ποιμαντικός στόχος, το «θεοποιεῖσθαί τε καί θεοποεῖν» 66, δεν παραγνώρισε ποτέ τη μέριμνα για τα προβλήματα και τις δοκιμασίες του καθημερινού βίου των πιστών. Η ισορροπία μεταξύ πνευματικής ζωής και μέριμνας για τις ανάγκες και τις δοκιμασίες των πασχόντων «ἀδελφῶν» διαπερνά όλες τις μορφές του χριστιανικού βίου. Είναι, επομένως, σαφές ότι από τίς πρώτες ημέρες μέχρι σήμερα το διακονικό έργο της ποιμαίνουσας Εκκλησίας υπήρξε έντονο, επεκτεινόμενο σε κάθε πεδίο όπου ο «κοπιῶν και πεφορτισμένος» πεπτωκώς άνθρωπος έχει ανάγκη αρωγής και ανακούφισης67. Η Εκκλησία, για να ανταποκριθεί σ’ αυτό το αίτημα, δεν δίστασε, σε όλες τις εποχές, να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, κάθε δυνατότητα την οποία

Νικόδημος Ἁγιορείτης (ἅγιος), Συναξαριστὴς …, τόμ. 4, σελ. 60. Π. Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1987, σελ. 215 - 234. 65 Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΜΓ΄, Εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, Ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, ἐπιτάφιος, PG 36, 604C: «…δοκοῦσί μοι καὶ χῆραι τὸν προστάτην ἐπαινέσεσθαι, καὶ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα, καὶ πτωχοὶ τὸν φιλόπτωχον, καὶ τὸν φιλόξενον οἱ ξένοι, καὶ ἀδελφοὶ τὸν φιλάδελφον, οἱ νοσοῦντες τὸν ἰατρόν, ἣν βούλει νόσον καὶ ἰατρείαν, οἱ ὑγιαίνοντες τὸν φύλακα τῆς ὑγείας…». 66 «Ὥσπερ ἀκτίς ἐπισπᾶται προσηνῶς τήν ὑγιαίνουσαν ὄψιν προσχαίρουσαν φωτί, και τῆς οἰκείας λαμπρότητος μεταδίδωσιν οὕτω καί ἡ ἀληθής ἱερωσύνη χαρακτήροὖσα διά πάντων τῆς μακαρίας θεότητος τοῖς ἐπί τῆς γῆς , πᾶσαν ψυχήν κατά την ἕξιν φιλόθεον τέ καί θείαν ἐφέλκεται προς ἑαυτήν , καί τῆς ἰδίας μεταδίδωσι γνώσεως, εἰρήνης τέ καί ἀγάπης ἵνα πρός τό πέρας τῆς οἰκείας ἐνεργείας ἑκάστην τῆς ψυχῆς ἐνέγκασα δύναμιν, Θεῷ παραστήση διά πάντων θεωθέντας τούς ὑπ΄ αὐτῆς μυσταγωγουμένους. Τέλος γάρ τῆς κατά ψυχήν λογικῆς ἐνεργείας, ἡ ἀληθής γνῶσις ἐστι τῆς ἐπιθυμητικῆς δέ ἡ ἀγάπη τῆς δέ θυμικῆς ἡ εἰρήνη ὥσπερ καί τῆς ἀληθοῦς ἱερωσύνης τό διά τούτων θεοποιεῖσθαί τέ και θεοποεῖν ». ΜΑΞΙΜΟΥ του ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Ἐπιστολαί , Πρὸς Ἰωάννην ἐπίσκοπον, PG 91, 624D-625A. 67 Πρβλ. «Καί ἡ Βασιλειάδα, στην ὁποία διακονοῦσε προσωπικά και ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος τούς πτωχούς, τούς ἀνήμπορους, τούς λεπρούς, δεν ἦταν ἕνα ἁπλό φιλανθρωπικό ἵδρυμα , ἀλλά φανέρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς Ἐκκλησίας για τις ὑλικές καί τίς πνευματικές ταυτόχρονα ἀνάγκες τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ». Α. ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Προτάσεις Ποιμαντικῆς Θεολογίας, εκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 25 63 64

22


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

προσέφεραν τα επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας και η εξέλιξη της επιστήμης. Μεταξύ των πολλών και αδιαμφισβήτητων παραδειγμάτων αυτής της νοοτροπίας συγκαταλέγονται, ήδη από τους πρώτους αιώνες, η «Βασιλειάδα» 68, αργότερα το Νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορος (Κωνσταντινούπολη, ια αιών.) 69, η οργάνωση «κοινωνικῶν» υπηρεσιών για τη φροντίδα των ψυχικά πασχόντων 70 ή γενικότερα οι μορφές οργάνωσης της αρωγής των νοσούντων κατά τη βυζαντινή περίοδο71, και πολλά άλλα. Σύγχρονα ερωτήματα θεολογικής φύσης Πολλοί άνθρωποι προσέγγισαν ή προσεγγίζουν, μέχρι και σήμερα, τον Χριστό αναζητώντας, αποσπασματικά, ένα θαύμα που θα τους απαλλάξει από κάποιο βάσανο που τους ταλανίζει και όχι μια πλήρη προσωπική σχέση μαζί Του. Πολύ συχνά πλησιάζουμε την Εκκλησία προσδοκώντας τη θαυματουργική λύση σε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και όχι, πρώτιστα, την αποκατάσταση της σχέσης μας με τον Θεό. Βεβαίως, μέσα στα όρια της οδυνηρής καθημερινότητας του ανθρωπίνου βίου, η ορατή και ψηλαφητή φανέρωση της αγάπης του Θεού είναι καίριας σημασίας για τον δοκιμαζόμενο άνθρωπο, και αυτή η διάσταση του θαύματος, όταν και όποτε αυτό συμβαίνει, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί. Όμως, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι η θαυματουργική ίαση κάποιου δεν συνιστά, απλώς, την εκδήλωση μιας μεταφυσικής παρέμβασης που έχει αξία για τον αποδέκτη της ως άτομο αλλά

Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μέγας Βασίλειος, Βίος καί Θεολογία, Ἀθήνα, 1991, σελ. 63 -64. Α. ΜΑΤΣΑΓΓΑΣ, Ἡ Ὀργάνωση καί Λειτουργία τῶν Βυζαντινῶν Νοσοκομείων καί ἰδιαίτερα τοῦ Νοσοκομείου τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος (ΙΒ΄ αἰώνας), Διδακτορική Διατριβή, Ἀθήνα, 1984. 70 Πρβλ. «Κατά τά τέλη τῆς πρώτης χιλιετηρίδος, εἰς τό Βυζάντιον, οἱ ψυχιατρικοί ἀσθενεῖς ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενον φροντίδος τόσον τῶν ἰατρῶν, ἐξ ἀπόψεως θεραπείας ἡ ὑφέσεως τῆς ψυχικῆς νόσου, ὅσον καί τοῦ Κράτους και τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ἀπόψεως ἐπιλύσεως τῶν ἀναφυομένων νομικῶν, κοινωνικῶν, οἰκογενειακῶν και ἀτομικῶν προβλημάτων τῶν μαινομένων. … Ἡ διαζευχθεῖσα μαινομένη γυνή δέν ἐγκαταλείπεται, λαμβάνεται δέ πρόνοια νά ἀναλάβουν αὐτήν οἱ συγγενεῖς ἤ, ἐν ἀπουσία αὐτῶν, νά εἰσαχθῆ εἰς Ἵδρυμα τῆς Ἐκκλησίας, τό σεμνεῖον». Α. ΕΥΤΥΧΙΑΔΗΣ, Σ. ΜΑΡΚΕΤΟΣ, Ἡ θεραπεία τῶν ψυχιατρικῶν ἀσθενῶν καί ἡ περί αὐτῶν νομοθεσία κατά τόν 10ον αἰώνα εἰς το Βυζάντιον, Materia Medica Greca, τόμ. 9, τεύχ. 2, 1981, σελ. 221-223. 71 T. MILLER, Ἡ Γέννησις τοῦ Νοσοκομείου στήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία , ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998. 68 69

23


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

αποτελεί, πρώτιστα, γεγονός οικουμενικών διαστάσεων, που αφορά ολόκληρη την Εκκλησία72. Η θεολογική σημασία των θαυματουργικών παρεμβάσεων, οι οποίες ανατρέπουν τις οδυνηρές συνέπειες της φθοράς της πεπτωκυίας φύσης, υπερβαίνουν τα όρια μιας αποσπασματικής εκδήλωσης της φιλανθρωπίας του Θεού. Το θαύμα δεν εξαντλεί το νόημα και την αξία του στην απαλλαγή κάποιου από τη νόσο που τον ταλανίζει ή στην ανακούφισή του από τους πόνους και την αναπηρία. Η θαυματουργική ίαση είναι πρόγευση και αποκάλυψη των συνεπειών της μετοχής στη βασιλεία του Θεού73, όπου η φθορά και ο θάνατος θα έχουν ολοκληρωτικά νικηθεί74. Αυτό ακριβώς το νόημα έχουν και οι θαυματουργικές θεραπείες που επιτελεί ο Χριστός κατά την επίγεια πορεία του, και στη συνέχεια, οι Απόστολοι, οι οποίες και προβάλλονται στα καινοδιαθηκικά κείμενα με σκοπό τη διατράνωση αυτής της αλήθειας. Η τελευταία παρατήρηση είναι καίριας σημασίας για την ποιμαντική των ασθενών· διότι το πώς κατανοεί ο ποιμένας την παρουσία του μέσα στα νοσηλευτήρια και τι συνειδητά ή ανεπίγνωστα περιμένει από αυτόν ο ασθενής είναι στοιχεία απολύτως καθοριστικά της μορφής που θα λάβει τούτη η διακονία. Είναι, αναγκαίο να διευκρινιστεί εκ προοιμίου η ιδιαιτερότητα αυτής της διαστάσεως της διακονίας των ασθενών από θεολογικής πλευράς, διότι η ποιμαντική πράξη οφείλει να εδράζεται επί σαφών θεολογικών προϋποθέσεων. Η ποιμαντική παρουσία στο πλευρό του πάσχοντος καλείται να κάνει εμφανή και ψηλαφητή την αγάπη του Θεού με κάθε δυνατό τρόπο, ώστε να διασώζεται το θάρρος και η ελπίδα για το παρόν75 και να καλλιεργείται η εσχατολογική προσδοκία Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου), Εὐχαριστίας Ἐξεμπλάριον , Εὐεργέτης, Μέγαρα 2006, σελ. 64-73: «Τό σημαντικό ἐν σχέσει μέ τήν Εὐχαριστιακή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἰσέρχεται πλέον ὁ ἄνθρωπος σέ μία σχέση μέ τούς ἄλλους, καί μέ τόν κόσμο γενικά, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κέντρο Της τόν Χριστό. Ἔχει ὡς κέντρο Της τό Σῶμα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος νίκησε τόν θάνατο, καί αὐτή ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου, πού ἔχει ὁ ἀναστημένος Χριστός, εἶναι αὐτή, ἀπό τήν ὁποία πηγάζει ἡ ζωή γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας». 73 Γ. Πατρώνος, Η ιστορική πορεία του Ιησού, από τη φάτνη ως τον κενό τάφο, Δόμος, Αθήνα, 1997, σελ. 408-410. 74 Πρβλ. Ιωάν. 11, 26: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται͵ καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα». 75 Ρωμ. 5, 3-6: «καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυτ αι ἐν 72

24


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

για την τελική νίκη επί της φθοράς και του θανάτου, δια της Αναστάσεως του Χριστού76. Δεν πρέπει, ακόμη, να διαφύγει της προσοχής, ότι η ποιμαντική ευαισθησία για τους πάσχοντες είναι πάντοτε εκκλησιολογικά προσδιορισμένη. Οι χριστιανοί βιώνουν τη νέα πραγματικότητα της εν Χριστώ ζωής ως «μέλη εκ μέρους» 77 που συναποτελούν την Εκκλησία, η οποία συνιστά σε κάθε εποχή το ιστορικό σώμα του Χριστού. Στο πλαίσιο της νέας εν Χριστώ ζωής, η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό και η κοινωνία των μελών της Εκκλησίας μεταξύ τους βιώνεται ως αρμονική ενότητα και λειτουργία ενός σώματος, Σώματος Χριστού. Κατά συνέπεια, η ευαισθησία και η αίσθηση του καθήκοντος για τη φροντίδα του πάσχοντος είναι εκκλησιοκεντρικά και χριστοκεντρικά προσδιορισμένες και αυτό ακριβώς το ήθος εκφράζει με πολύ σαφή και περιεκτικό τρόπο η διατύπωση του Αποστόλου Παύλου «τίς ἀσθενεῖ͵ καὶ οὐκ ἀσθενῶ;»78. Η διακονία του ασθενούς μέσα στη νέα πραγματικότητα της εν Χριστώ ζωής, δηλαδή εντός των ορίων του εκκλησιαστικού βίου, διαφέρει ουσιωδώς από την προχριστιανική μέριμνα για τους πάσχοντες, καθώς τώρα αυτή η φροντίδα αποκτά εκκλησιολογικό νόημα και σωτηριολογικές διαστάσεις. Τα μέλη της Εκκλησίας, οι βαπτισμένοι χριστιανοί, τα μέλη της ευχαριστιακής κοινότητας, είναι τα μέλη του Σώματος του Χριστού, -«ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν»79-, και ο κάθε ασθενής είναι ένας εκ «τῶν ἀδελφῶν Του τῶν ἐλαχίστων». Το καθήκον της μέριμνας για τους ασθενείς τοποθετείται εξ αρχής στο επίκεντρο του χριστιανικού βίου, όχι απλώς ως ηθικό δέον ή ως θρησκευτική υποχρέωση αλλά ως μέτρο και έκφραση του χριστοκεντρικού ήθους των μαθητών του Χριστού. Το ενδιαφέρον και η φροντίδα του χριστιανού για τον πάσχοντα συνάνθρωπο προβάλλεται από τον ίδιο τον Χριστό ως θεμελιώδες σωτηριολογικό κριτήριο. Αυτός ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. Ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε». 76 Ιωάν. 16, 33: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε · ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». 77 Κορ. Α΄12, 26-27 «καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη. Υμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». 78 Κορ. Β’, 11, 29. 79 Κορ. Α’, 10, 17.

25


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

είναι, άλλωστε, ο λόγος που στην πορεία του χρόνου η εκκλησιαστική μέριμνα για τον ασθενή και τον αναξιοπαθούντα τοποθετείται σε κεντρική θέση ανάμεσα στις ποικίλες ποιμαντικές δραστηριότητες. Το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι Χριστοκεντρικό, εστιάζεται στη μαρτυρία της Αναστάσεως και καλεί τους πιστούς να οικειωθούν το λυτρωτικό έργο του Χριστού ώστε, ως μέλη του Σώματός Του, δηλαδή ως βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας και μέτοχοι της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, να μετέχουν στη Βασιλεία του Θεού 80. Η αλήθεια της πίστεως που κηρύττουν οι απόστολοι διασώζεται στη συνείδηση της αποστολικής Εκκλησίας, εκεί που το Εκκλησιαστικό Σώμα λειτουργεί ευχαριστιακά, με ενότητα και αγάπη μεταξύ των μελών Του81. Η νέα εν Χριστώ ζωή δεν επιτυγχάνεται ως ατομικό κατόρθωμα αλλά προϋποθέτει ενεργό και οργανική σχέση με το Σώμα της Εκκλησίας, με επίκεντρο τη συμμετοχή των βαπτισμένων πιστών στη θεία ευχαριστία και τη μέριμνα «ὑπέρ ἀλλήλων»82 κατ’ εφαρμογή της εντολής της αγάπης83. Β. Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ Η παρουσία του ορθόδοξου κληρικού μέσα στα σύγχρονα νοσηλευτήρια είναι, προφανώς, απαραίτητη. Όμως, δεν είναι καί αυτονόητα αποδεκτή. Η ποιμαντική μας διακονία καλείται να πραγματοποιηθεί σε ένα κόσμο βαθιά επηρεασμένο από το

Πράξ. 2, 38: «Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς · Μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος». 81 Κορ. Α΄, 12, 12-26: «Καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἕν ἐστι καὶ μέλη ἔχει πολλά, πάντα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλὰ ὄντα, ἕ ν ἐστι σῶμα, οὕτω καὶ ὁ Χριστός · καὶ γὰρἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι, εἴτε Ἕλληνες, εἴτε δοῦλοι, εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες εἰς ἓν Πνεῦμα ἐποτίσθημεν. Καὶ γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος, ἀλλὰ πολλά. Ἐὰν εἴπῃ ὁ πούς, ὅτι οὐκ εἰμὶ χείρ, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, - οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; Καὶ ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, - οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; Εἰ ὅλον τὸ σῶμα ὀφθαλμός, ποῦ ἡ ἀκοή;εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις; Νυνὶ δὲ ὁ Θεὸςἔθετο τὰ μέλη ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθὼς ἠθέλησεν. Εἰ δὲ ἦν τὰ πάντα ἓν μέλος, ποῦ τὸ σῶμα; Νῦν δὲ πολλὰ μὲν μέλη, ἓν δὲ σῶμα. Οὐ δύναται δὲ ὁ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρ ί· χρείαν σου οὐκ ἔχω · ἢ πάλιν ἡ κεφαλὴ τοῖς ποσ ί· χρεία ν ὑμῶν οὐκ ἔχω · ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστι, καὶ ἃ δοκοῦμεν ἀτιμότερα εἶναι τοῦ σώματος, τούτοις τιμὴν περισσοτέραν περιτίθεμεν, καὶ τὰ ἀσχήμονα ἡμῶν εὐσχημοσύνην περισσοτέραν ἔχει, τὰ δὲ εὐσχήμονα ἡμῶν οὐ χρείαν ἔχει. ἀλλ' ὁ Θεὸς συνεκέρασε τὸ σῶμα, τῷ ὑστεροῦντι περισσοτέραν δοὺς τιμήν, ἵνα μὴ ᾖ σχίσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ ὑπὲρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τὰ μέλη · καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τ ὰ μέλη». 82 Ό.π. 83 Ιωάν. 13, 34-35. 80

26


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ανθρωποκεντρικό πνεύμα του Διαφωτισμού, ακόμα κι΄ αν αυτό δεν δηλώνεται ή δεν είναι συνειδητοποιημένο. Ζητήματα, όπως η ποιμαντική προσέγγιση των ζητημάτων πού δημιουργούνται από τη σύγχρονη, απρόσωπη και τεχνοκρατική αντιμετώπιση των προβλημάτων της υγείας στα μεγάλα αστικά νοσοκομεία, δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά τον θεολογικό μας προβληματισμό μέχρι σχεδόν πρόσφατα. Η λανθασμένη νοοτροπία, κατά την οποία ο ιερέας του νοσοκομείου κατανοείται σαν προπομπός του χάροντα ή σαν συνεργάτης του γραφείου κηδειών, ούτε την ορθόδοξη θεολογία εκφράζει, ούτε συνιστά ποιμαντική φανέρωση του πνεύματος της Εκκλησίας ως ευχαριστιακής κοινότητας. Όμως, ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος και ευαισθητοποιημένος ιερέας μπορεί να γίνει αποδεκτός ως ισότιμο μέλος της ομάδας των επαγγελματιών της νοσοκομειακής θεραπευτικής κοινότητας84. Και, αν εργαστεί σωστά, μπορεί να επιτύχει, η παρουσία του ανάμεσά τους ως εκπροσώπου της Εκκλησίας να ταυτίζεται με τήν εικόνα του εκπροσώπου της ελπίδας. Να παρουσιάζεται ως αγγελιαφόρος πού μαρτυρεί περί της απροϋπόθετης αγάπης του Θεού καί των τρόπων πού αυτή γίνεται ορατή μέσα σε κάθε μορφή δυστυχίας. Να υπενθυμίζει με την παρουσία του, και όχι με κηρυγματικές κενολογίες, ότι «θαυμαστὴ γνωρίζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον ὅταν ποτὲ ἐν μέσῳ γένηται πραγμάτων τῶν διακο πτόντων τὴν ἐλπίδα αὐτοῦ» 85. Βεβαίως, η σημασία της ενδονοσοκομειακής ποιμαντικής παρέμβασης δεν ανάγεται μόνο στην εσχατολογική, σωτηριολογική διάσταση της ιερατικής διακονίας και, ασφαλώς, δεν εξαντλείται στην προσπάθεια συντήρησης της ελπίδας για κάποια θαυματουργική θεραπεία. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς ή της οικογένειας τό χρησιμοποιεί αυτό όχι με τη γνησιότητα του «γενηθήτω τό θέλημά Σου», αλλά ως ασυνείδητη υπονόμευση της προτεινόμενης από τους γιατρούς θεραπείας. Αντιθέτως, η αξία της ενδονοσοκομειακής ποιμαντικής παρέμβασης δεν πρέπει να αποτιμάται ούτε στο, καλώς νοούμενο, «χρησιμοθηρικό» επίπεδο, δηλαδή στην ενδυνάμωση της αποτελεσματικότητας που μπορεί να προσφέρει στην υπόλοιπη θεραπευτική διαδικασία καθαυτή. Το ευκολότερο παράδειγμα, που ενισχύει τον ισχυρισμό μας, είναι η σημασία πού αποδίδει η σύγχρονη έρευνα στη «συγχωρητικότητα», αναγνωρίζοντας ότι αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως παράγων ευόδωσης της υγείας86. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη Πρβλ. C. J. Scherzer, Ministering to the Physically Sick, Fortress Press, Philadelphia, U.S.A, 1963. Αγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά εὐρεθέντα ἀσκητικά , λόγοςΙΘ',Ἀθῆναι , ἐκδ . Σπανός, χ.χ., σελ. 73. 86 Σύμφωνα μέ τό Webster’s Dictionary (W.N.D.), Συγχώρηση (Forgiveness) είναι: 1) η εγκατάλειψη τῆς μνησικακίας (Resentment) ἤ τῆς επιθυμίας να τιμωρήσεις, ἡ παύση τοῦ θυμού εναντίον κάποιου, ἡ άφεση, 2) ἡ εγκατάλειψη τῶν απαιτήσεων γιά τιμωρία ἤ τῆς απαίτησης γιά επιβολή ποινής. Βλ. W.N.D (second ed.), Simon & Schuster, New York, 1979, σελ. 1930. Η έννοια της συγχώρησης (Forgiveness) αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως το αντίθετο της μνησικακίας, της έχθρας και του μίσους Βλ. Ἀ. Μ. Σταυρόπουλου, Ποιμαντική τῆς Καθημερινῆς Ζωῆ ς, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα, 1992, σελ. 110-118. P. C. Vitz, Ph. Mango, Kernbergian Psychodynamics and Religious 84 85

27


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

σπουδαιότητα της κατάλληλης ιερατικής παρουσίας ενός κληρικού στο χώρο του νοσοκομείου. Η τελευταία παρατήρηση αποσαφηνίζει επίσης γιατί επιμένουμε στην υπογράμμιση της αναγκαιότητας να θεωρεί ο ιερέας τον εαυτό του μέλος της θεραπευτικής ομάδας. Απαιτείται όμως να κατέχει καί τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την αποδοχή του, ως άμεσου συνεργάτη τους από τους άλλους επαγγελματίες της υγείας. Ο σύγχρονος ορθόδοξος κληρικός καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του με δεδομένες τις προϋποθέσεις που ήδη αναφέρθηκαν και τα αιτήματα πού αντιμετωπίζει είναι χρωματισμένα από όλα όσα συνεπάγονται αυτές οι καταστάσεις. Άλλοι τον θεωρούν αρμόδιο να κάνει τελετές μαγικού, εξαγνιστικού ή εξευμενιστικού χαρακτήρα87. Άλλοι τον φαντάζονται σαν τον «μύστη» που θα τους καθοδηγήσει σε μία πνευματικότητα αποκομμένη από την πραγματικότητα της ζωής τους και των ευθυνών και δυσκολιών που συνεπάγεται αυτή88. Άλλοι αναζητούν «φωτισμένους» γέροντες, όχι για να βοηθηθούν στη μετάνοιά τους αλλά για να «προφητεύσουν» τα μελλούμενα της προσωπικής τους πορείας. Άλλοι, πάλι, τους θέλουν ηγέτες και καθοδηγητές των φονταμενταλιστικών τους τάσεων89. Όμως, ακόμα και όταν δεν βρισκόμαστε μπροστά σέ ακρότητες σαν αυτές που προαναφέραμε, ο σύγχρονος κληρικός μπορεί να αντιμετωπίζει κάποια κρίση ταυτότητας. Σύμφωνα με το αίτημα κάποιων πιστών καλείται να είναι μόνον «ιερεύς», με αποκλειστικό έργο τη λατρεία και την πνευματική διακονία, ενώ κάθε απόκλιση κινδυνεύει να θεωρηθεί εκκοσμίκευση. Άλλοι πιστεύουν ότι αυτή η αποκλειστικά «θρησκευτική» στάση αποτελεί παρωχημένο μοντέλο διακονίας και ζητούν από τον κληρικό να ενεργοποιείται προσφέροντας κοινωνικό έργο με έμφαση στα έργα ευποιίας καί αρωγής των αναξιοπαθούντων, υποτιμώντας ή και αδιαφορώντας για τη σημασία της πνευματικής και λατρευτικής ζωής. Και βεβαίως το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο μάλλον ενισχύει αυτή τη σύγχυση, αφενός αξιολογώντας χρησιμοθηρικά τη σημασία κάθε Aspects of the Forgiveness Process, Journal of Psychology and Theology, 25, 1 (1997) 72. Fr. C. Shontz, Charlotte Rosenak, Psychological theories and the need for Forgiveness: Assessment and Critique, Journal of Psychology and Christianity, 7, 1 (1988) 23-31. J. P. Pingleton, The Role and Function of Forgiveness in the Therapeutic Process, Journal of Psychology and Theology, 17, 1 (1989) 27-35. 87 Δεν εννοούμε ασφαλώς ότι οι ιερείς κάνουν μαγικές τελετές, τονίζουμε όμως την «μαγικού» τύπου κατανόηση ἐκ μέρους τοῦ ποιμνίου μερικών τελετών και ακολουθιών, όπως για παράδειγμα τον αγιασμό πού γίνεται γιά «γούρι», τα «ξεματιάσματα» για να μην χαλάσει ὁ αρραβώνας , κ.ά. Πρβλ. Γερμανοῦ (Μητροπολίτου Ἡλείας), Μαγεία καί Χριστιανισμός, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἡλείας, Ἀθῆναι, 1993, σελ. 11-34. 88 Δεν είναι σπάνιο -γιά παράδειγμα- τό φαινόμενο τῶν νέων πού προσκολλώνται σέ εξ ιδανικευμένες «γονεϊκές» μορφές στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τό καταθλιπτικό άγχος, όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επιτυχή διεργασία τῶν διαδικασιών ανεξαρτητοποίησης από τήν οικογένεια, προς την οποία τρέφουν αμφιθυμικά συναισθήματα. Βλ. Α. Αυγουστίδης, Θρησκευτικότητα καί ψυχοπαθολογία κατά την εφηβεία, Ορθοδοξία, 3 (1995) 477-489. 89 Πρβλ. G. W. Hartz, H. C. Everett, Fundamentalist Religion and Its Effect on Mental Health, Journal of Religion and Health, 28, 3 (1989) 207-217.

28


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

«επαγγέλματος», μέ κριτήριο την παραγωγικότητα, αφετέρου απαξιώνοντας ό,τι δεν μπορεί να αξιολογηθεί με τη μεζούρα του κοινωνικού ακτιβισμού90. Αν και αυτές οι δύο τάσεις παρουσιάζονται σαν καινούργιες που χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία που επικράτησε μετά τον διαφωτισμό, εν τούτοις, ο κριτικά σκεπτόμενος θεολόγος μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτές αναλογίες που παραπέμπουν σε μονοφυσιτικές αποκλίσεις. Το βάρος άλλοτε πέφτει στα «πνευματικά» και μόνον, θυμίζοντας τις καταδικασμένες απόψεις του Απολλιναρίου και του Ευτυχούς και άλλοτε αναγνωρίζεται μια ηθική μόνο σχέση μεταξύ των πνευματικών και των βιοτικών αναγκών, θυμίζοντας τις αιρετικές κακοδοξίες του Νεστορίου91. Ο κληρικός που θέλει να απεμπλακεί από αυτές τις πολώσεις και να διαμορφώσει ορθόδοξη ταυτότητα καλείται να εντρυφήσει στην Παράδοση της Εκκλησίας. Η καλλιέργεια ήθους τρεφόμενου από τους χυμούς αυτής της Παράδοσης και η άντληση από εκεί έμπνευσης διαμορφώνουν τα κριτήρια με τα οποία θα μπορεί να αφουγκράζεται με κατανόηση τα αιτήματα των καιρών και να ανταποκρίνεται σε αυτά με γνησιότητα. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως «δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μιά ὀργάνωση "εὐσε βῶν" πού διαθέτει λειτουργικές εὐκαιρίες γιά τίς ψυχολογικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἤ θεολογία γιά νά λύνει μεταφυσικά προβλήματα καί γρίφους. Εἶναι "ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων" (ἀποκ. 21,3). Εἶναι τό μικρό ποίμνιο πού δέν περιέχεται ἀλλά περιέχει τήν ἱστορία καί ὅλη τή δημιουργία» 92. Το αίτημα της διηνεκούς μεταφράσεως του αιωνίου στο πρόσκαιρο αποτελεί πάντοτε αδιάψευστο τεκμήριο της ζωντανής καί μεταμορφωτικής παρουσίας της Εκκλησίας στη ζωή του κόσμου. Μερικά προβλήματα που φθάνουν στον ιερέα μέ αίτημα την ποιμαντική παρέμβαση κρύβουν ψυχολογικές εμπλοκές, χρωματισμένες ή συγκαλυμμένες από ένα είδος δεισιδαίμονος θρησκευτικότητας. Η έλλειψη ευαισθητοποίησης για το τι μπορεί να υποκρύπτουν μερικά αιτήματα πιστών προς τον ιερέα οδηγεί σε ποιμαντικές πρακτικές πού συνιστούν αλλοίωση καί έκπτωση τῆς χριστιανικής αυθεντικότητας. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος πού ζητιέται βοήθεια από την Εκκλησία σε περιπτώσεις ασθενείας. Κυρίως στην περίπτωση που ο πάσχων αρνείται να έχει σχέση με την εκκλησία ή η οικογένεια φοβάται μήπως η προτροπή της να απευθυνθεί ο ασθενής προς κάποιον κληρικό κινήσει υποψίες για τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Τότε επιστρατεύονται μέθοδοι έμμεσης παρέμβασης, όπως να δοθούν κρυφά από τον ασθενή κάποια ρούχα του στο ναό πού θα τοποθετηθούν κάτω από τήν Αγία Τράπεζα γιά να «διαβαστοῦν» και μετά θα τα φορέσει ὥστε να «ὑποστεῖ» ακού σια την ευλογία της Εκκλησίας. Άλλοτε ζητείται από τον κληρικό να κάνει ευχέλαιο ερήμην του πάσχοντος Πρβλ. Γ. Δ. Μεταλληνός, (πρωτοπρ,) Ἡ κοινωνική παρουσία τοῦ κληρικοῦ , Ἀπόστολος Βαρνάβας, (ἀνάτυπο – Λευκωσία), 1985, σελ. 3-5. 91 Βλ. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β, εκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 245-255. 90

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (Γοντικάκης, ἀρχιμ.), Εἰσοδικόν. Στοιχεῖα λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία , Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος, 1978, σελ. 66. 92

29


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ώστε μέ κάποια ευκαιρία αργότερα είτε να τον πείσουν να βάλει πάνω του «λίγο λαδάκι γιά τό καλό» ή να τον χρίσουν ἐν άγνοιά του. Έτσι τό Ευχέλαιο, ένα μυστήριο απόλυτα συνυφασμένο τόσο με την κατανόηση της ανθρώπινης ασθένειας ως συνέπειας της Πτώσης και της αμαρτωλότητας όσο και με το μυστήριο της μετανοίας και της αφέσεως των αμαρτιών, καταντά να νοείται ως μια παραλλαγή προχριστιανικής τελετουργίας καθαρμού και εξαγνισμών. Η ισορροπία, λοιπόν, μεταξύ μυστηριακής και υποστηρικτικής διακονίας των ασθενών είναι πάντοτε ένα ζητούμενο, που απαιτεί πνευματική εγρήγορση, ευαισθησία και επίγνωση της ποιμαντικής αποστολής του νοσοκομειακού ιερέα. Το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο συνέταξε ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Χριστοδούλου, εστιάζει την προσοχή του στον προβληματισμό σχετικά μέ τήν μυστηριακή διακονία των ασθενών: «Ἡ Μυστηριακή διακονία τῶν ἀσθενῶν» Στόχος αὐτοῦ τοῦ κειμένου εἶναι νά τεθῇ ἕνα θεωρητικό πλαίσιο γιά τήν ποιότητα καί τίς θεολογικές προοπτικές τῆς διακονίας τῶν ἀσθενῶν μέσω τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα στό ὁποῖο θά μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ ὁ ἱδιαίτερος τρόπος τῶν ποιμαντικῶν μας παρεμβάσεων. Ἡ ἀπουσία ἀναφορᾶς συγκεκριμένων τρόπων, ἐνδεχομένως καί συμπεριφορῶν, στοχεύει στήν ἀποφυγή τοῦ πειρασμοῦ μιᾶς πατερναλιστικῆς προσέγγισης- συνταγολογίου, καθώς ἀπευθύνόμαστε κατά τεκμήριο σέ ἔμπειρους κληρικούς. Τό θέμα πού ἀναπτύσεται στή συνέχεια παρουσιάζει μιά ἐγγενῆ δυσκολία, παρ’ ὅτι φαινομενικά ἁπλό. Ἡ δυσκολία ἔγκειται στήν συνάντηση τῶν ὅρων «διακονία» καί «μυστήριο». Ἡ διακονία ὡς ὅρος ἐνσωματώνει τήν ἔννοια τοῦ πρακτικοῦ, τῆς σαρκωμένης ὑπηρεσίας σέ ἀναγκεμένα πρόσωπα μέσω συγκεκριμένων μεθόδων. Κομίζει τήν αἴσθηση τοῦ ἁπτοῦ, τοῦ ἄμεσου, τῆς πρόδηλα φανερῆς ἀνακούφισης τοῦ ἄλλου ἀπό τήν δυσκολία πού αὐτός διέρχεται. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου φαντάζει κατά πρῶτον ἄσαρκη, ἰδεατή, καθόλου ἄμεση καί κυρίως προϋποθετική. Ὅταν λέμε «διακονῶ», σημαίνει, ὃτι βγαίνω ἀπ΄ τήν ἀφάνειά μου καί ἔρχομαι στό παρόν τῆς ἀνάγκης σου μέ συγκεκριμένα ἐργαλεῖα ἀνακουφιστικά, θεραπευτικά, ὑποστηρικτικά. Ὅταν λέμε ὅμως «μυστήριο» ὑπονοοῦμε κάτι ἤ κάποιον πού ὑπάρχει καί δέν φαίνεται, κάποιον πού ἐνεργεῖ ἀναγωγικά μέσω συμβόλων καί ὄχι ἄμεσα μέσω ἐργαλείων, κάτι πού εὐχόμαστε νά γίνει ἀλλά δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά πραγματοποιηθεῖ ἄμεσα. Μέ ἄλλα λόγια πῶς εἶναι δυνατόν νά διακονήσεις τόν σωματικό πόνο καί τήν ὀδύνη, τόν ἀναγκεμό καί τήν θλίψη, την ἀσθένεια καί τήν ἐπερχόμενη σωματική φθορά μέ ἐργαλεῖα εὐχές καί δεήσεις, κείμενα καί ψαλμούς, τελετουργικές πράξεις καί προσευχητικές ἱκεσίες;

30


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ἡ ἐρώτηση-ἀπορία αὐτή θά προσκρούσει σέ ἀπαντητικό ἀδιέξοδο ἄν θεωρήσουμε ἀπό τήν μία τόν ἀσθενοῦντα ἄνθρωπο ὡς σωματικά μόνο πάσχοντα, υἱοθετώντας οὐσιαστικά μία ἄτυπη δυαρχία καί ἀπό τήν ἄλλη ἄν θεωρήσουμε τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς τελετουργικές πράξεις ἐπιφέρουσες μιά ἀπροσδιόριστου εἴδους θεϊκή εὐλογία στόν πάσχοντα ἤ ὡς ἄσαρκα εὐχολόγια γιά παρηγορητική χρήση. Γιά νά προχωρήσουμε λοιπόν σέ μία ψηλάφηση τοῦ «πῶς» τῆς διακονίας μας στόν ἀσθενοῦντα ἀδελφό μας μέσω τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει πρῶτα νά ξεκαθαρίσουμε αὐτές τίς δύο παρανοήσεις. Η ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ Τό γεγονός τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ὄχι μόνο χριστιανική διδασκαλία ἀλλά πραγματικότητα μαρτυρούμενη ἤδη ἀπό τόν ἀρχαῖο Ἑλληνικό κόσμο. Ἡ πλήρης δηλαδή ἀλληλεξάρτηση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν λειτουργιῶν στόν ἄνθρωπο διατυπώνεται κατά κόρον στήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία ἀλλά καί μετέπειτα στήν Χριστιανική θεολογία. Πλῆθος χωρίων θά μπορούσαν νά προσκομιστοῦν γιά ἐπίρρωση τῆς ἄποψης αὐτῆς93. Ὅμως δεν ἔχεινόημα ἡ παράθεση ἤδη γνωστῶν δεδομένων ἤ ἡ μετατροπή τοῦ κειμένου σέ ἐπιστημονική ανακοίνωση. Ἀσθένεια δέν εἶναι ἡ ἀνισορροπία τῆς βιολογίας μόνο, ἀλλά ἡ διατάραξη τῆς ψυχοσωματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα καί στίς πρόδηλα σωματικές μόνο παθήσεις. Γιά νά ἐπιτευχθεῖ λοιπόν θεραπεία ἤ ἀνακουφιστική βοήθεια θά πρέπει ὁ πάσχων ἄνθρωπος νά προσεγγίζεται μέσα ἀπό μία ὑπέρβαση τοῦ βιολογισμοῦ του, μέ τήν ὑποψία μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας, ἀφανοῦς καί ταυτόχρονα παρούσας, τῆς ψυχῆς του. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ διάλογος τοῦ Μάκβεθ καί ἑνός ἰατροῦ, ὅπως καταγράφεται στο ὁμώνυμο βιβλίο τοῦ Σαίξπηρ. Ἐρωτᾶ ὁ Μάκβεθ: «Μπορεῖς νά γιατρέψεις ἕνα ἁμαρτωλό μυαλό, νά ξεριζώσεις ἀπό τή μνήμη μιά ριζωμένη θλίψη, νά σβήσεις ἀπό τή σκέψη τά καταγεγραμμένα βάσανα καί μέ κάποιο γλυκομεθυστικό ἀντίδοτο νά καθαρίσεις τό φορτωμένο στῆθος ἀπ’ αὐτό τό ἐπικίνδυνο ὑλικό πού βαραίνει πάνω στήν καρδιά;» Ὁ ἰατρός ἀπάντησε: «Ἐκεῖ πρέπει ὁ ἄρρωστος νά γιατρέψει τόν ἑαυτό του μόνος του» Καί ὁ Μάκβεθ σημείωσε ἀπελπισμένα: «Τότε πέταξε τήν ἰατρική σου στά σκυλιά, δέν τήν χρειάζομαι καθόλου»94. Γιά περισσότερα περί τῆς ἀμοιβαίας ἐξαρτήσεως σωματικῶν καί ψυχικῶν λειτουργιῶν βλ. στό π. Φιλοθέου Φάρου, Βάδιζε ὑγιαίνων, τό νόημα τῆς ὑγείας καί τῆς νόσου ,Καστανιώτης, Ἀθήνα, 1996, σ. 63-71. 94 ὐίλιαμ Σαίξπηρ, «Μάκμπεθ», μτφρ.: Βασίλης Ρώτας, ἐκδ.:ἐπικαιρότητα, Ἀ Ο θήνα 1997, σ. 108. βλ. κ΄: Μακαρίου Γρινιεζάκη (ἀρχιμανδρ.), Σχέση πίστεως καί ὑγείας, ΣΥΝΑΞΗ, 106 (2008), σ. 67. 93

31


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Τήν ἀλήθεια τοῦ ἀφανοῦς συσχετισμοῦ ψυχικῆς δυσανεξίας καί σωματικά ἐκδηλούμενης ἀσθένειας μαρτυρεῖ περίτρανα ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ σέ πάμπολλες θεραπείες πού ἐπιτέλεσε: «Ἴδε ὑγιής γέγονας μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται»95 Ἄν λοιπόν «μή ἄν ψυχήν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον»96 τότε ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα στήν ἔμπονη πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου καθίσταται αὐτονόητα οὐσιαστική. ΜΥΣΤΗΡΙΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ Ή ΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΘΕΟΥ; Ἡ δεύτερη παρανόηση ἔχει νά κάνει μέ τό τί τελικά εἶναι τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν τά θεωρήσουμε ὡς θρησκευτικές, τελετουργικές πράξεις μέσω τῶν ὁποίων μεταδίδεται ἀπροϋπόθετα ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καί ἡ δική μας παρουσία -ὡς ἱερέων- ἐξαντλεῖται σέ διεκπερα ιωτικό ρόλο, τότε θά δυσκολευτοῦμε νά ἀπαντήσουμε στό πῶς εἶναι δυνατόν νά κοινωνεῖ κάποιος καί τελικά νά πεθαίνει, νά ἀλείφεται μέ ἁγιασμένο λάδι καί νά μήν γίνεται καλά, νά ἐξομολογεῖται καί ἡ σωματική του ὀδύνη νά μήν αἴρεται, δηλαδή θά δυσκολευτοῦμε νά ἀπαντήσουμε στό ποιά ἡ χρησιμότητα μιάς πράξης, πού δέν ἐπιφέρει ἄμεσο καί συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα. Ἄν πάλι θεωρήσουμε τά μυστήρια ὡς βοηθητικά μέσα μεταφυσικῆς παρηγοριᾶς θά προσκρούσουμε στήν δύναμη πού ἔχει ἡ ὀδύνη νά κυριεύει καθ’ ὁλοκληρίαν τό φυσικ ό προσκήνιο τῆς ζωῆς τοῦ ἀσθενοῦς, χωρίς νά ἀφήνει περιθώρια γιά ἀνάπτυξη ἐλπίδας παρά σέ εὐχητικές μόνο δυνάμεις πιθανῆς μελλοντικῆς ἴασης. Θά προσκρούσουμε ἐπίσης στήν ἀλήθεια ἑνός κόσμου πού δέν φαίνεται νά υἱοθετεῖ τήν μυστηριακή ὑπόσταση τῆς ζωῆς του, πού δέν κατανοεῖ τά τελετουργούμενα, πού δέν ἔχει ἐσχατολογική ἀναζήτηση, πού δέν γρηγορεῖ γιά την Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί πού προσδοκᾶ ἄμεσο καί συγκεκριμένο ὄφελος. Σύμφωνα μέ τόν ἐκπληκτικά ἁπλοϊκό ἀλλά τόσο οὐσιαστικό ὁρισμό τοῦ Ὁσίου Νικολάου τοῦ Καβά σιλα γιά τό ὅτι «τά ἅγια μυστήρια εἶναι ἡ θύρα πού ἄνοιξε ὁ Χριστός γιά νά ἔρχεται στούς ἀνθρώπους, καί τήν ὁποία δέν ἔκλεισε, ἀνελθών στούς οὐρανούς, γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πηγαίνουν στόν Θεό »97, σημαίνεται ἡ ἀλήθεια τῆς παρουσίας ἑνός κόσμου ἐσχατολογικοῦ στήν καρδιά ἑνός κόσμου πού φέρει τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ τῆς ἀναγεννήσεώς του, τίς ὀδύνες τῆς φθορᾶς καί τῆς τελικῆς ἀποκαραδοκίας τῆς ἐλευθερίας του. Ἐάν θά θέλαμε νά προσεγγίσουμε λίγο ἀναλυτικότερα τόν ὁρισμό τοῦ Ὁσίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα θά λέγαμε ὅτι ὁ Χριστός, φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο αὐτό (τόν δικό Του κόσμο) μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι δέν θά μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς. Θά κρατήσει Ἰω. ε΄14. πρβλ. κ΄παρόμοιες περιπτώσεις: Μτθ. θ΄ 2, Ἰ ω.Α΄, ε΄, 16, Ἰ ω. θ΄,11-13 κ.ἄ . Γρηγορίου Παλαμᾶ, PG. 150, 1361. 97 Γρηγορίου Παλαμᾶ, PG 150,304. 501,504. 95 96

32


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

τίς θύρες τῆς Βασιλείας Του ἀνοιχτές, ὥστε νά μπορεῖ ὁ Παράκλητος νά πηγαινοέρχεται, (μᾶλλον ἐμεῖς νά μπαινοβγαίνουμε στή Βασιλεία Του, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πάντοτε παρών) γιά ἀνάσες αἰωνιότητας, γιά ἐλπίδα ἀναστάσεως, γιά ἀπόλαυση καί ὀμορφιά, γιά στηριγμό καί ὀδύνης ὑπέρβαση. Ὁ τρόπος γιά νά κρατᾶ ὁ Θεός συνεχῶς τίς θύρες τῆς ζωῆς Του, τῆς Βασιλείας Του ἀνοιχτές στόν ἄνθρ ωπο εἶναι τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μἐ ἀποκορύφωμα καί ἐκβολή ὅλων στήν Θεία Εὐχαριστία. Ὁ Χριστός δέν εὐαγγελίστηκε μιάν ἄλλη ζωή μετά τήν γήινη ταλαιπωρία, ἦρθε σάν τό « ἀπ’ αἰῶνος σεσιγημένον μυστήριον » καί σαρκώθηκε, μπολιάζοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν γήινη ἀτμόσφαιρα τῆς φθορᾶς μέ ἀναπνοές αἰωνιότητας. Ἡ αἰωνιότητα μπαίνει στό παρόν καί τό ἐφήμερο. Βγαίνοντας, κρυφοκοιτᾶ τό ἄχρονο. Στόν λειτουργικό χῶρο τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καταργεῖται ὁ χρόνος καί τά πάντα ἀπολαμβάνονται ὡς διαρκῶς παρόντα. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι συναισθηματική καί συμβολική, κρύβεται πίσω ἀπό κινήσεις καί δρώμενα, ἐξαγγέλεται ἀπό ὕμνους καί ᾠδές, «φυλάσσεται» σέ ἅγια ποτήρια καί μυροδοχεῖα, χύνεται ἀφειδώλευτα μέ ραντίσματα καί χρίσεις, μέ ἐπιθέσεις χειρῶν. Ἄν ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἁπλή ρητορεία τότε ἡ ἀναχώρησή μας ἀπό τήν θεώρηση τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ὡς συμβολικά, ἀναπαραστατικά δρώμενα εἶναι ἐπιβεβλημένη. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἄφιξή μας σέ μία συνειδητοποίηση τῶν μυστηρίων ὡς μιᾶς πραγματικότητας πού μᾶς περιλαμβάνει καί μᾶς καταλαμβάνει, ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας ζοῦμε καί ἀναπνέουμε κρίνεται ἐπιτακτική. ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥΣ Τί σημασία ἔχουν ὃλα αὐτά γιά τήν διακονία τῶν ασθενῶν; Ἂν ὁ κάθε ἀσθενών ἄνθρωπος -ἀνεξαρτήτως τῆς φύσεως τῆς ἀσθένειάς του- προσεγγίζεται μέ τήν θεώρηση τῆς ψυχοσωματικῆς συναυτουργίας στήν ἀσθένεια, τότε ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα εἶναι αἰτιολογημένη, ἐν δυνάμει εὐεργετική. Καί ἄν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας –μέ τήν ἀντίληψη πού τά προσεγγίσαμε- εἶναι ὁ δρόμος μέσω τοῦ ὁποίου ὁ ἱερέας δηλώνει παρών στήν ἔμπονη πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς παρουσίας δέν μπορεῖ νά εἶναι ὡς ἐπισκέπτης-παρηγορητής ἀλλ’ ὡς διάκονος μαθητής ἑνός διακονοῦντος Θεοῦ. Μπαίνοντας στό σημεῖο αὐτό στήν καρδιά τῆς ἀναφορᾶς μας, στό πῶς δηλαδή μποροῦμε σήμερα ὡς ἱερεῖς-ποιμένες νά διακονήσουμε ἐν μυστηρίοις τόν ἀσθενοῦντα ἀδελφό μας θά πρέπει κατ’ ἀρχήν νά προσδιορίσουμε τά μυστήρια τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς ἐξομολόγησης καί τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου ὡς τίς τρεῖς κατ’ ἐξοχήν μυστηριακές ὁδούς στήν προσέγγισή μας πρός αὐτόν. Ἐπειδή εἶναι ἀδύνατον νά γίνει ἐκτενῆς ἀναφορά καί στά τρία, τά ὅσα θά ποῦμε θά προσπαθήσουμε νά τά ἀντιστοιχήσουμε μόνο μέ τό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό

33


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

κατ’ ἐξοχήν μυστήριο τῆς σωματικῆς ἀσθένειας, χωρίς ἡ ἀντιστοιχία αὐτή νά ἀποκλείει ἐφαρμογή καί στά ἄλλα δύο μυστήρια. Πρῶτο βασικό στοιχεῖο εἶναι, νά μποροῦμε νά ὑπάρχουμε ἐν μυστηρίοις μέ ἀλλοιωμένη τήν καρδιακή μας ὑπόσταση ἀπό τό ἕνα καί μοναδικό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Δέν μποροῦμε νά πλησιάζουμε τήν ἀσθένεια τοῦ ἀδελφοῦ μέ τήν ἀπόσταση τοῦ τελετουργοῦ, μέ τήν ἀσφάλεια τῆς δικῆς μας ὑγείας, ἀλλά μέ τήν οἰκείωση τοῦ συμπάσχοντος ἀδελφοῦ, μέ τό ἦθος τοῦ πάσχοντος Θεοῦ Πατέρα. «Νά ἀφήσεις τόν πόνο τοῦ ἄλλου νά διαπεράσει τήν καρδιά σου σάν μαχαίρι» λέει ὁ μακαριστός μητροπολίτης Ἀντώνιος Bloom, «νά ἀφήσεις τό αἷμα νά κυλάει, τόν πόνο νά μᾶς συνθλίβει, νά μήν ὀπισθοχωροῦμε, νά μήν προστατευόμαστε. Μόνο τότε ἡ συμπάθειά μας εἶναι δυνατόν νά εἶναι δημιουργική, νά μετέχει στήν ὀδύνη τοῦ ἄλλου καί νά τόν βοηθάει νά σηκώνει τόν σταυρό του»98 . Ἡ προτροπή αὐτή δέν φανερώνει ἁπλῶς μία διάθεση ἀλτρουϊστική ἀλλά σαρκώνει τό Θεϊκό ἦθος τῆς ἀγάπης. Κάθε μυστηριακή πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ὡς δυνατότητα καί γεγονός ἐπειδή ἀπορρέει ἀπό τό ἕνα καί μοναδικό Μυστήριο τῆς κενωτικῆς καθόδου τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀνἀληψης ἀπό Ἐκεῖνον ὅλης τῆς ἔμπονης πραγματικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μποροῦμε λοιπόν ὡς μαθητές Του καί διάκονοι τῆς Ἀγάπης Του νά ὑπάρχουμε ἀποστασιοποιημένοι καί ἀνέγγιχτοι ἀπό τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Ἡ εἰκόνα δηλαδή τοῦ ἱερέα νά τελεῖ ἐπί τροχάδην τό ἕνα εὐχέλαιο μετά τό ἄλλο (καί ἰδίως σέ περιόδους αὐξημένης ἐκζήτησής τους) χωρίς νά ἔχει τόν χρόνο νά ἀφουγκρασθεῖ καί νά ἀκουμπήσει τήν ἀγωνία τῆς ἀσθένειας, φανερώνει ἄσπλαγχνη ἀδιαφορία, ἀδούλευτη καρδιά, τελετουργική νοοτροπία. Καθόλου τυχαῖο ὅτι ἡ καρδιά τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου πού εἶναι τά ἑπτά ἀποστολικά καί εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, πάλλεται σέ ρυθμούς Θεϊκῆς συναντίληψης καί ἀναδοχῆς τοῦ ἀνθρώπινου πόνου ἀλλά καί ἀποστολικῆς, ἀδελφικῆς συναντίληψης τῆς ἀσθένειας.99 Τό δεύτερο σημεῖο αὐτοῦ τοῦ «πῶς» τῆς διακονίας μας εἶναι ἡ συνειδητοποίηση ἀπό μέρους μας -ἡμῶν τῶν ἱερέων- μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας ἀφανοῦς καί ἀπρόσληπτης ἀπό τά σωματικά αἰσθητήρια, προσιτῆς μόνο σέ «ἀσκημένα ὅπως ἕνα λαγωνικό»100, κατά τήν ἐλυτική ἔκφραση, καρδιακά αἰσθητήρια, τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνά μέσον ἡμῶν. Ὅταν μᾶς καλοῦν σέ ἐπιτέλεση εὐχελαίου γιά ἀσθενοῦντα ἀδελφό μας, δέν πηγαίνουμε νά τελέσουμε κάτι ἀλλά νά φανερώσουμε κάποιον. Ἡ παρουσία μας

Anthony Bloom (Μητροπολ.), Τό μυστήριο τῆς ἴασης , ἐν Πλῷ, Ἀθήνα, 2008, σ .38. π.χ. Στο α΄ ἀποστολικό ἀνάγνωσμα προτροπή τοῦ Παύλου για εὐχή ὑπέρ τῶν ἀσθενῶν, στο α΄εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἡ παραβολική ταύτιση τοῦ Χριστοῦ με το πρόσωπο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στο β΄ ἀποστολικό ἀνάγνωσμα προτροπή τοῦ Παύλου για ἄρση ἀπό μέρους τῶν δυ νατῶν τῶν ἀσθενημάτων τῶν ἀ δυνάτων, στο γ΄ εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα προτροπή τοῦ Χριστοῦ προς τούς μαθητές Του νά θεραπεύουν κάθε νόσο καί κάθε μαλακία κ.λ.π. 100 Ὀδ. Ἐλύτη, Ἐν λευκῷ , Ἰκαρος, Ἀθήνα, 2006, σ.420 . 98 99

34


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

λοιπόν δέν μπορεῖ νά εἶναι διεκπεραιωτική ἀλλά μυσταγωγική. Πρέπει νά καθιστᾶ φανερό τόν ἀοράτως παρόντα Θεό. Ἡ πραγματικότητα πού ὁ ἱερέας πρέπει νά ἀντιλαμβάνεται, ὥστε νά μπορεῖ νά μυεῖ τόν ἀσθενοῦντα, εἶναι ἡ παρουσία ἑνός ἐπιθυμοῦντος Θεοῦ, μέσα ἀπό τόν μυστηριακό ἁγιασμό τῆς ὕλης (ἐν προκειμένῳ τοῦ ἐλαίου), νά μιλήσει στόν πάσχοντα, νά σχετιστεῖ μέ τήν ζωή του, νά ἀκουμπήσει τήν ἀσθένειά Του. Ἡ ἱεροσύνη ὀφείλει νά μεταφράζει αὐτή τήν ἐπιθυμία καί ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μετάφρασης εἶναι ἡ προσευχητική παράσταση, ἡ καρδιακή ἐκφορά τῶν εὐχῶν μά κυρίως ὁ ἀπαραίτητος χρόνος πού πρέπει νά δίνεται, πρίν ἤ μετά την ἀκολουθία, γιά διδαχή, γιά ἀφουγκρασμό, γιά στήριγμα. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει»101 εἶχε βεβαιώσει ὁ Χριστός τούς Ἀποστόλους Του, παραδίνοντας τήν ἰλιγγιώδη εὐθύνη νά ὑπάρχουμε πρός τούς ἀδελφούς Του ὅπως Ἐκεῖνος, νά σαρκώνουμε τό δικό Του νοιάξιμο, τήν δική Του ἀγάπη. Νά μήν στέλνεται –μαγικῷ τῷ τρόπῳ- μιά ἀόρατη θαυματουργία ἄνωθεν ἀλλά νά δημιουργεῖται μιά σχέση, μέσα ἀπό προσωπική συνάντηση, μέσα ἀπό ἕνα ἄγγιγμα, μέσα ἀπό ἕναν λόγο. Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Ἀντώνιος Bloom καταθέτει ἕνα περιστατικό ἀπ’ τήν ἐποχή τῆς ἰατρικῆς του διακονίας κατά τόν Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, μαρτυρώντας τήν ἀλήθεια τῶν ὅσων εἴπαμε: «Ἤμασταν πολύ κοντά στήν πρώτη γραμμή, ὁπότε πολλοί ἀσθενεῖς ἦταν βαριά τραυματισμένοι ἤ ἐτοιμοθάνατοι. Συνήθως τό εἶχα σάν κανόνα νά περνάω μαζί μέ τούς ἐτοιμοθάνατους τίς τελευταίους τους νύχτες. Σέ τέτοιες στιγμές ἡ τεχνική σου εἶναι παντελῶς ἄχρηστη. Κάθεσαι μ’ ἕναν ἄντρα -ἕνα νέο ἄντρα, περίπου εἴκοσι χρονῶν- πού γνωρίζει πῶς πεθαίνει καί δέν ἔχει κανένα νά μιλήσει. Ἐξάλλου δέν θέλει νά μιλήσει γιά τή ζωή ἤ τόν θάνατο ἤ γιά ὁ,τιδήποτε τέτοιο, ἀλλά γιά τή φάρμα του, γιά τή σοδειά του, γιά τήν ἀγελάδα του. Ἡ στιγμή αὐτή γίνεται ἐξαιρετικά σημαντική διότι ἀναπόφευκτα θά καταρρεύσει –καί αὐτό εἶναι τό σημαντικό. Κάθεσαι ἐκεῖ καί ὁ ἄντρας ἀποκοιμιέται καί συνεχίζεις νά κάθεσαι καί περιστασιακά ἁπλῶς σέ ψάχνει ψηλαφίζοντάς σε: εἶσαι ἐκεῖ ἤ ὄχι; Ἄν εἶσαι ἐκεῖ, μπορεῖ νά συνεχίσει νά κοιμᾶται, μπορεῖ ἀκόμα καί νά πεθάνει εἰρηνικά».102 Ὁ ἀναγκεμένος ἄνθρωπος καί ἱδιαίτερα ὁ ἐν ἀσθενείᾳ καί ἐμπόνῳ καταστάσει εὑρισκόμενος ζητᾶ νά ψηλαφίσει σαρκωμένη ἀγάπη καί νοιάξιμο, νά ἀκουμπήσει τήν τρυφερότητα καί μέριμνα τοῦ Θεοῦ σέ βροτεία ὕπαρξη, ἀκόμα καί ὅταν ἔχει καλλιεργηθεῖ νά τό κάνει μυσταγωγικά καί προσευχητικά στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, στό βασίλειο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μᾶς «χρειάζεται», νά Τόν σαρκώσουμε σπλαγχνικά καί ἐλπιδοφόρα στόν πόνο καί τήν ἀπελπισία τοῦ ἀδελφοῦ. Ἡ μυστηριακή διακονία μας στόν ἀσθενοῦντα ἀδελφό μας δέν πρέπει νά ἔχει τόν χαρακτῆρα τοῦ ἔκτακτου καί περιστασιακοῦ. Σκοπός μας –καί αὐτό εἶναι τό τρίτο γνώρισμα τῆς διακονίας μας πού πρέπει να ὑπογραμμιστεῖ- δέν θά πρέπει νά εἶναι 101 102

Λουκ. 10,16. Ἀντώνιος Μπλούμ (Μητροπ.), Μικρό Συναξάρι, ἐν Πλῷ, Ἀθήνα, 2010, σ. 100.

35


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

τό νά ἐπιτελέσουμε τό τελετουργικό μας καθῆκον καί νά φύγουμε κλείνοντας πίσω μας τήν πόρτα τοῦ νοιαξίματος καί τῆς εὐαισθησίας. Ἡ θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ στίς καταγεγραμμένες στά εὐαγγέλια περιπτώσεις ἀσθενῶν δέν εἶχε τόν χαρακτῆρα ἐπίδειξης δύναμης, πρόκλησης ἐντυπωσιασμοῦ ἤ καί ἀκόμα μόνο τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν σωματική ἀσθένεια. Ὁ Χριστός ἐνδιαφερόταν, τό θαῦμα, ἡ ἴαση, νά γίνει ἡ θύρα γιά νά εἰσέλθει Αὐτός στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Μέσω τῆς θεραπείας προκαλοῦσε τόν θεραπευμένο σέ μόνιμη σχέση μαζί Του. Αὐτός ἦταν ὁ ἀπώτερος σκοπός τῆς θεραπείας, νά ἀλλάξει ἡ καρδιά, νά προσανατολιστεῖ ἡ ζωή σέ ἄλλη πορεία, νά μεταμορφωθεῖ μέ τήν μετάνοια ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἐσχατολογικῶς. Μέσω τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Χριστός σἠμερα δέν παρέχει ἔκτακτη εὐλογία οὔτε περιστασιακή βοήθεια. Τό μυστήριο δέν ὑπάρχει γιά νά ἐπιβάλλεται μιά ἔξωθεν ὑπερφυσική δύναμη πάνω στήν φυσική καχεξία καί ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δίνεται ὡς δυναμική προϋπόθεση σχέσης. Τό μυστήριο ὑπάρχει ὡς δυνατότητα ἀλλαγῆς τῆς ζωῆς, ἐνεργοποίησης ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θέλησής Του νά ἀνακατευθεῖ μέ τήν ζωή σου. Δέν εἶναι στατικές πραγματικότητες πού τίς ὑφιστάμεθα ἀλλά δυναμικές ἀφετηρίες πού ἐνεργοποιοῦμε. Πάμπολλες εὐχές τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου κατακλείονται μέ τήν προτροπή ὁ ἀσθενῶν νά γίνει τόπος τῆς φανέρωσης τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ, ποιητής τοῦ θελήματός Του, ὑμνητής τῶν μεγαλείων Του. Αὐτό βέβαια δέν μπορεῖ νά γίνει αὐθορεῖ καί παραχρῆμα ἀλλά χρειάζεται τήν δική μας συμβολή, τόν δικό μας κόπο, νά συντροφεύσουμε τήν περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐκμεταλευθοῦμε τίς ἀλλοιώσεις πού πολλές φορές ἡ δοκιμασία καί ἡ ἀσθένεια φέρνουν στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καθιστώντας τες εὐάλωτες καί τρυφερές. Τό τελευταῖο πού θά θελα νά ἀναφέρω ὡς στοιχεῖο τῆς ἐν μυστηρίοις διακονίας μας πρός τούς ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας εἶναι ὁ πειρασμός στόν ὁποῖο πολλές φορές περιπίπτουμε νά ὑποσχόμαστε ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ θεραπεία καί ἀπαλλαγή ἀπό τή νόσο, μπροστά στήν ἀμηχανία μας νά χειριστοῦμε ποιμαντικά τόν πόνο καί τήν δοκιμασία τοῦ ἄλλου. Στήν συνειδητοποίηση ὅτι ἐνεργοῦμε ἐν μυστηρίοις, δηλαδή μέσα στόν τρόπο ἑνός Θεοῦ σταυρωμένου καί ὀδυνώμενου, ἡ ἀπώθηση τοῦ πόνου καί τῆς ἀσθένειας μοιάζει μέ στάση μᾶλλον ἀνακόλουθη μέ τό ἦθος τοῦ Θεοῦ. Διεισδύοντας μέσα στήν ἔμπονη πραγματικότητα τοῦ ἀδελφοῦ μποροῦμε κατ’ ἀρχήν νά τοῦ μεταγγίσουμε ἕνα αἴσθημα συμπόρευσης. Ἡ ἀσθένεια ἔχει τήν ἱκανότητα πολλές φορές νά τσακίζει τόν ἐγωισμό καί νά ταπεινώνει τό φρόνημα. Μπορεῖ νά μεταβάλλει ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τό μέχρι τότε ἀξιακό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου, νά θέσει ἄλλες προτεραιότητες, νά δημιουργήσει ἄλλους σκοπούς. Μέριμνα δική μας θά πρέπει νά εἶναι ὄχι ἡ ὑπόσχεση ἀλλαγῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀσθένειας ἀλλά ἡ ἀλλαγή τῆς 36


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

στάσης τοῦ ἀσθενοῦς ἕναντι αὐτῆς. Τό ἀβάσταχτο τοῦ πόνου καί τῆς ἀσθένειας εἶναι τό ἀνοημάτιστό τους. Ἡ προσπάθεια ἀπό μέρους μας νά ἀνευρεθεῖ ἕνα νόημα, νά ἰδωθεῖ ἡ ζωή μέσα ἀπό τό πρίσμα τοῦ πόνου, νά ἀποκτήσουν ἀξία τά ἀσήμαντα καί νά ἀπαξιωθοῦν τά δῆθεν σημαντικά μπορεῖ νά ἀλλάξει τήν πορεία ζωῆς ἑνός ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ δομή τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου δέν εἶναι νά παραμείνει ἀμετάβλητος ἐσωτερικά ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐπικαθήσει ἐπάνω του μιά σωστική, θεραπευτική δύναμη, ἀλλά μέσα ἀπό πορεία ἀλλαγῆς καί συνειδητοποίησης, μετάνοιας καί ἀναγνώρισης, νά προκληθεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νά ἐκζητηθεῖ ἡ εὐσπλαγχνία Του, νά παρακληθεῖ ἡ ἀγάπη Του. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ἐνώπιον τῆς εὐθύνης νά διακονήσουμε ὀρθά τόν πάσχοντα συνάνθρωπο ἀναδύεται ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη ἐπιστροφῆς ἀπό τίς τυπικά ἐπαναλαμβανόμενες, νεκρές ἱεροπραξίες, στή φοβερή ἱερουργία τῶν θείων μυστηρίων, πού ἡ πληρότητά τους σύγκειται ἀπό τόν πόθο τοῦ Θεοῦ καί τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου. Τό μυστήριο ἱερουργεῖται ὀρθόδοξα στή συνάντηση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ μέ τόν προσωπικό ἄνθρωπο, ἐκεῖ πού ἡ γοητεία τῆς μαγείας ἀντικαθίσταται ἀπό τόν σταυρό τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης. Κάθε μυστηριακή πράξη τῆς Ἐκκλησίας πού βρίσκει ἀπέναντί της ἀδιάφορους καί ἀκατήχητους ἀνθρώπους, ἀδύναμους καί ἀπρόθυμους κινδυνεύει νά ἐκπέσει σέ τελετή, σέ ψυχολόγημα παρηγοριᾶς. Ἀναγκαῖα ἀπό μέρους ἡμῶν τῶν ἱερέων ἡ ἱερουργία τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἐλευθερίας τους, τῆς ἐνεργοποίησης μιᾶς ἀναζήτησης καί δίψας. Ὁ Χριστός μας μέσα στά εὐαγγέλια χαρακτηρίζεται πάμπολλες φορές μέ τόν ὑπέροχο ρηματικό τύπο «διερχόμενος». «Διέρχομαι» σημαίνει περνῶ μέσα ἀπό κάτι. Δέν πηγαίνω γύρω γύρω ἀποφεύγοντας τήν ἀνάμειξη, τόν συγχρωτισμό ἀλλ ά ἀνακατεύομαι μέ τό περιεχόμενο τοῦ δρόμου μου. Σημαίνει ἔρχομαι καί ξανάρχομαι, περνῶ καί ξαναπερνῶ. Δέν ἀφικνοῦμαι καί προσπερνῶ ἀλλά γυρνῶ καί πάλι. Αὐτός ἦταν ὁ τρόπος δράσης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιθυμία Του νά μπαίνει μέσα στίς ζωές τῶν ἀνθρώπων, νά περπατᾶ τόν τρόπο καί τίς συνήθειές τους. Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτό τό πήγαινε -ἔλα τοῦ Θεοῦ στή δική μας τωρινή ζωή. Ἡ σκέψη μου εἶναι ὅτι ἡ ἀσθένεια καί ὁ πόνος μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή, μᾶς ἀνοίγουν τήν πύλη εἰσόδου στή ζωή τῶν ἀνθρώπων κατ’ ἀρχάς, κ αί ἀκόμα διεισδυτικότερα τήν πύλη εἰσόδου στήν καρδιά τους. Δική μας τώρα εὐθύνη ἡ ὁδός τῶν μυστηρίων νά μήν ἀλλοιώνεται σέ μία παρέλευση, σέ μιά ἁπλή θέα τῶν τεκταινομένων στή ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀλλά νά ἀποτελεῖ μία διόδευση, μία θέληση ἀγαπητικῆς ἀνάμ ειξης μέ τό περιεχόμενό της, μέ τά πληγώματα καί τίς ἀποτυχίες της, μέ τά χαρίσματα καί τίς ὀμορφιές της, μέ σκοπό τήν ἐνεργοποίηση

37


Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

μιᾶς μετάνοιας, μιᾶς ἐλπίδας, μιᾶς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μόνιμης καί οὐσιαστικῆς, ἑνός ἀγῶνα « ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν αὐτοῖς »103.

103

Γαλ. 4,19.

38


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ 2Η ΕΝΟΤΗΤΑ

Η διακονία των ασθενών εκ μέρους της Εκκλησίας δεν είναι απλώς μια ανθρωπιστική δραστηριότητα, προσδιοριζόμενη από συναισθηματικά ή ακτιβιστικά κίνητρα. Ο ποιμένας διακονεί τον ασθενή ως να είναι αυτός ένας εκ των «ελαχίστων αδελφών» του Χριστού και ό,τι του προσφέρει το προσφέρει στον ίδιο τον Χριστό. Μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει αγάπη και πνεύμα θυσίας εκ μέρους του διακονούντος αλλά και ορθή θεολογική και εκκλησιολογική κατανόηση του νοήματος και του περιεχομένου αυτής της διακονίας. Στην παρούσα εκπαιδευτική ενότητα εξετάζεται από πλευράς ορθοδόξου διδασκαλίας η συσχέτιση της αμαρτίας με την ασθένεια. Πρόκειται για θεμελιώδη διάσταση του προβληματισμού σχετικά με το ήθος, την νοοτροπία, τον τρόπο και τον σκοπό των ποιμαντικών προσεγγίσεων του ασθενούς. Τούτο διότι συχνά παρουσιάζονται ως αυτονόητες κάποιες στρεβλές θεολογικές αντιλήψεις, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά την ποιμαντική προσέγγιση του ασθενούς και οδηγούν προς λάθος κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα η παρουσίαση του Θεού ως τιμωρού, της ασθένειας ως εκδίκησης ή η αντιμετώπιση των υπαρξιακών ερωτημάτων, που φυσιολογικά αναδύονται λόγω της ασθενείας, περισσότερο με κριτήριο την ενοχή ή τον φόβο παρά ως ευκαιρία ουσιαστικότερης και ορθότερης σχέσης με τον Θεό. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο ο ιερέας που καλείται να διακονήσει τον πάσχοντα συνάνθρωπο να είναι θεολογικά καταρτισμένος και να έχει σαφή και ορθή κατανόηση βασικών ζητημάτων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το πολύ λεπτό και καίριας σημασίας ζήτημα της σχέσης της αμαρτίας με την υγεία και την ασθένεια. Το δύσκολο και υψηλών απαιτήσεων θέμα επεξεργάζεται το κείμενο που ευγενικά μας παραχώρησε ο Αναπληρωτής Καθηγητής στην Θεολογικής Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Κορναράκης, το οποίο παρατίθεται στη συνέχεια. Σχέση ασθένειας και αμαρτίας Εισαγωγικά Η βίωση της ασθένειας και γενικότερα του πόνου στη ζωή του ανθρώπου είναι βαθύτατα υπαρξιακό ζήτημα διότι συνδέεται με έμμεσο ή άμεσο τρόπο με το πρόβλημα του θανάτου και βέβαια δεν απασχολεί μόνο τον σύγχρονο ή μεταχριστιανικό άνθρωπο αλλά αναζητώντας τις αφετηρίες του φθάνουμε στην εποχή που ο άνθρωπος προσπάθησε να αποδώσει ιεροκρατική διάσταση στην έννοια της ασθένειας, δηλαδή να συνδέσει αυτό που του συμβαίνει με το θείο. Η ιπποκρατική ιατρική και αργότερα η τεχνογνωσία του Γαληνού ανακουφίζουν κατά τα δεδομένα της εποχής τους τον άνθρωπο. Στη συνέχεια θα συναντήσουμε τις ανθρωπολογικές περιγραφές του Νεμέσιου Εμέσης ενώ ένα από τα εξαίρετα έργα που μπορεί κάποιος να μελετήσει σχετικά με το θέμα της ασθένειας ή και της 39


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ φυσιολογίας του ανθρώπου είναι ο Περί κατασκευής του ανθρώπου Λόγος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης που παρέχει πλήθος στοιχείων για τη σύνδεση της ανθρώπινης φυσιολογίας με τον Θεό. Εννοείται ότι ποικίλοι λόγοι, του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, των Καππαδοκών ή και των μετέπειτα Πατέρων μας δίνουν μια όψη του θέματος της ασθένειας και βέβαια προχωρούν περισσότερο στο θέμα του θανάτου και της ζωής. Στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, φαίνεται ότι ο σύγχρονος άνθρωπος που δοκιμάζεται από τον πόνο, κάτω από αυτό το άχθος του κλονισμού των θεμελίων της ύπαρξής του, ωθείται σε επιλογές που σε πολλές περιπτώσεις τον οδηγούν σε δυσερμήνευτες συμπεριφορές. Τα ζητήματα της ευθανασίας, επί παραδείγματι ή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο διότι είναι ζητήματα που αφορούν σε υπαρξιακά ζητήματα όπως αυτό της διαλεκτικής ζωής και θανάτου. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη των βιοϊατρικών τεχνολογιών με ραγδαίους ρυθμούς παρέχει αίσθημα ασφάλειας στον σύγχρονο άνθρωπο, το οποίο αποτελεί παραμυθία έναντι του θανάτου αλλά συγχρόνως ενισχύει και την πεποίθηση της αυτονομίας του ως ατομικής οντότητας. Υπό την έννοια αυτή, με τη μορφή ιδεολογικών ρευμάτων, παρέχονται μεν εξηγήσεις για προβλήματα που αφορούν στον άνθρωπο αλλά παραμένουν άλυτα τα προβλήματα που απασχολούν τον εσώτατο πυρήνα του ανθρώπου όπως η ενοχή, η μοναξιά ή ο φόβος του θανάτου. Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής οντότητας προσελκύει πάντοτε τον σύγχρονο άνθρωπο διότι του ανοίγει ορίζοντες για να αντιμετωπίσει με γόνιμο τρόπο τις προκλήσεις της καθημερινότητας. Τούτο, βεβαίως, σημαίνει ότι οφείλει να αντιμετωπίσει με δημιουργικό τρόπο τις ποικίλες προκλήσεις συγκροτώντας μια ποιμαντική σκέψη, ικανή να διαχειρισθεί πολύπλοκα προβλήματα. Στοιχειώδης επισκόπηση του αινίγματος της σχέσης ανθρώπου και αμαρτίας στον προχριστιανικό κόσμο και στον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης Προχριστιανικός κόσμος Στο προχριστιανικό κόσμο υπάρχει σαφής σύνδεση της εκδήλωσης ασθένειας με την ασέβεια έναντι του Θεού ή τη διάπραξη κάποιας αμαρτίας. Ο άνθρωπος συνδέει εξαρχής το γεγονός της ασθένειάς του με το θείο και αναζητά τους λόγους για τους οποίους υφίσταται τις θλίψεις. Στην Εγγύς Ανατολή μέχρι και τις περιοχές του Νείλου προς νότο, οι άνθρωποι θεωρούν ότι η ασθένεια προέρχεται από τον Θεό. Στον ελληνικό χώρο, δεν φαίνεται να υπάρχει συστηματική σύνδεση του γεγονότος της αμαρτίας ή της αστοχίας του ανθρώπου σε θέματα σχέσεων με το θείο και των ασθενειών που εμφανίζονται. Η μυθολογική σκέψη λ.χ. εμφανίζει την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει διότι πρόσβαλε τον θεό ή από το καπρίτσιο ενός θεού. Όπως παρατηρεί ο Robert Parker, το θέμα της ενοχής 40


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ απασχολεί τον Έλληνα, δεδομένου ότι απουσιάζει μια θεσμοποιημένη αντίληψη περί ενοχής (π.χ. δημόσια εξομολόγηση που παρατηρείται σε άλλες κοινωνίες) ή αξιωματική σύνδεση της ασθένειας με την αμαρτία. Επομένως, ως εσωτερικό στοιχείο της ελληνικής σκέψης αναπτύχθηκε και η ιδέα της ασθένειας ως τυχαίου γεγονότος1. Οπωσδήποτε όμως, η ύπαρξη α) Εγκοιμητηρίων (δηλαδή χώρων, όπως τα Ασκληπιεία αλλά και άλλα ιερά, όπου προσέρχονταν οι ενδεείς άνθρωποι για θεραπεία μέσα από τη διαδικασία της Εγκοίμησης, του ύπνου σε ένα ιερό χώρο ώστε να δεχτεί ένα αποκαλυπτικό όνειρο είτε για θεραπευτικούς σκοπούς) και β) καθαρμών (οι φαρμακοί αντίστοιχοι των αποδιοπομπαίων τράγων του Ισραήλ) αποκαλύπτουν ότι ο άνθρωπος προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτινάξει από πάνω του το ζήτημα της ενοχής για να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Θεό και να συμφιλιωθεί μαζί του. Παλαιά Διαθήκη Στην Παλαιά Διαθήκη η ιδέα της ασθένειας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αμαρτία. Ο Θεός προειδοποιεί τον άνθρωπο ότι αν δεν υπακούει τις εντολές του θα υποστεί ως συνέπεια ασθένειες και κακουχίες. Στο Δευτερονόμιο 28, 15 διαβάζουμε «και έσται εάν μη εισακούσης της φωνής κυρίου του θεού σου φυλάσσειν και ποιείν πάσας τας εντολάς αυτού, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, και ελεύσονται επί σε πάσαι αι κατάραι αύται και καταλήμψονταί σε» ενώ στο Έξοδος 15, 26 πληροφορούμεθα ότι «εάν ακοή ακούσης της φωνής κυρίου του θεού σου και τα αρεστά εναντίον αυτού ποιήσης και ενωτίση ταις εντολαίς αυτού και φυλάξης πάντα τα δικαιώματα αυτού, πάσαν νόσον, ήν επήγαγον τοις Αιγυπτίοις, ουκ επάξω επί σε∙ εγώ γαρ ειμί κύριος ο ιώμενός σε». Ο Θεός μόνο μπορεί να απαλλάξει τον λαό του από τις ασθένειες που έστειλε στους Αιγυπτίους, «διότι είναι αυτός που θεραπεύει», αρκεί εκείνος να υπακούσει στις εντολές του. Τα ενδεικτικά αυτά χωρία μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ιδέα της διαπαιδαγωγήσεως του εκλεκτού λαού μέσω των θλίψεων, ιδέα που μας παρέχουν με εξαίρετο τρόπο και τα ψαλμικά κείμενα2. Ραβινικός Ιουδαϊσμός Στον Ραβινικό Ιουδαϊσμό, στο βιβλίο του Ιωνάθαν (Targum Yonatan), οι ασθένειες που υφίσταται ο άνθρωπος προσδιορίζονται ως απότοκα των επτά θανάσιμων αμαρτιών: συκοφαντία, φόνο, ψευδορκία, πορνεία, υπερηφάνεια, Robert Parker, Miasma, Oxford University Press, σ. 256 Πρβλ. «Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με. ὅτι τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου· οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ ᾿ ἐμέ . προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου» (Ψαλμ. 37). 1 2

41


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ κλοπή και φθόνο. Ο άνθρωπος που υποπίπτει σε αυτές τις επτά αμαρτίες, έχει ως αντίτιμο της παραβατικής του συμπεριφοράς την ασθένεια. Η παράδοση περί των επτά θανάσιμων αμαρτιών μας υπενθυμίζει τους επτά ή οκτώ λογισμούς της κακίας που συναντούμε στην ασκητική παράδοση της Ανατολής (Ευάγριο Ποντικό, Νείλο Σιναίτη) αλλά και επίσης τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα που συναντούμε αργότερα στον Γρηγόριο τον Μέγα. Πάντως, η ιδέα της ωρίμανσης του ανθρώπου και της διαπαιδαγώγησής του μέσω της ασθένειας δεν απουσιάζει από το Ταλμούδ3. Η Θεολογία της ασθένειας Η πτώση των προπατόρων ως αφετηρία πνευματικών και σωματικών νοσημάτων. Η πτώση του ανθρώπου σημαίνει και την είσοδό του στον πόνο, στο υπαρξιακό άγχος την αγωνία και την υπαρξιακή ταλαιπωρία, σωματική και ψυχική ως ψυχοσωματική ολότητα. Άρα η πτώση αποτελεί ένα αφετηριακό σημείο στη θεολογία της Εκκλησίας μας. Από εκεί ξεκινούν οι θεολογικές αφετηρίες της ασθένειας. Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο ο Χριστός θεραπεύει τους τυχόντες ενδεείς ανθρώπους της εποχής του δεν οφείλεται σε μια ελιτίστικη αντίληψη περί ανθρώπων αξίων και μη αξίων θεραπείας. Η θεραπεία των ενδεών τυφλών, χωλών παραλυτικών είναι τρόπος διδασκαλίας, με εποπτικό τρόπο, του ανθρώπου της εποχής ότι η ασθένεια είναι προϊόν της πτώσεως, ότι η πτώση είναι αυτή που προκάλεσε τη φυσική φθορά που ζει ο άνθρωπος και με συνέπεια αυτής της φθοράς την ασθένεια. Όσο ο άνθρωπος κοινωνούσε προπτωτικά του Τριαδικού Θεού δεν αισθανόταν καμία ανάγκη πλην αυτού καθεαυτού του γεγονότος της κοινωνίας. Κατά την κοινωνία αυτή, όχι μόνο ο άνθρωπος αγνοούσε το γεγονός της ασθενείας, αλλά δεν υφίστατο καμία βιολογική ανάγκη διότι ζούσε δια της κοινωνίας με τον Θεό την πληρότητα των αγαθών. Αυτή η πληρότητα δεν άφηνε περιθώριο για οποιαδήποτε άλλη βιολογική ανάγκη. Μεταπτωτικά, όμως, ο άνθρωπος στερείται της χάριτος και αναγκάζεται να αναζητήσει αναπληρώσεις της χάριτος. Ο Θεός ανακοινώνει στους Προπάτορες ότι ο μεν Αδάμ θα εργάζεται και θα αποκτά τα προς το ζειν με τον ιδρώτα του προσώπου του, η δε Εύα θα γεννά με πόνο. Συγχρόνως με την πτώση, η φύση αλλοιώνεται ο αδαμικός άνθρωπος γνωρίζει τη φθορά. Οι ιάσεις της Καινής Διαθήκης ως θεραπευτική πνευματικών νοσημάτων Ο Χριστός, επομένως, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, συναντάται με ενδεείς και ασθενείς ανθρώπους για να επανασυνδέσει τις μικρές ιστορίες τους -και μέσα από τις δικές τους θεραπείες, τις μικρές ιστορίες όλων των ανθρώπων- με τα έσχατα. Επιθυμεί να δείξει στον άνθρωπο ότι η ασθένεια και ο θάνατος έχουν πάψει να 3

J. Wyn Schofer, Confronting Vulnerability: The Body and the Divine in Rabbinic Ethics, σ. 43.

42


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ αποτελούν τείχος και πρόσκομμα στην επιστροφή του ανθρώπου στην κοινωνία με τον Θεό. Μέσα από τις ευαγγελικές αφηγήσεις κατανοούμε δύο ουσιαστικά πράγματα: α) ο Χριστός συνδέει τη θεραπεία του ασθενούς με τη δύναμη της πίστης του και το γεγονός της μετανοίας του, επομένως με την άρση της εξάρτησής του από την αμαρτία, β) αυτός ο τρόπος θεραπείας δεν εστιάζει στο γεγονός της ενοχής αλλά της νίκης κατά του θανάτου. Ο Χριστός γνωρίζει ότι η θεραπεία δεν αποτελεί μια νομοτελειακή πορεία λυτρώσεως του ανθρώπου. Η θεραπεία, δηλαδή, δεν συνδέεται με την υγεία της ψυχής, εικονίζει όμως τη νίκη κατά της φθοράς της φύσης. Οι θεραπευθέντες τυφλοί έκραζαν στον Χριστό για λύτρωση, το ίδιο και οι λεπροί. Οι τυφλοί αντιλήφθηκαν μέσα από το σαρκικό σκότος την ιδιότητα του Χριστού (υιός Δαυίδ) ενώ αντιθέτως οι Λεπροί έβλεπαν μπροστά τους ένα θεραπευτή (επιστάτα). Το ερώτημα του Χριστού «οι δε εννέα που;» αποτυπώνει με ανάγλυφο τρόπο το γεγονός ότι ο ένας θεραπευθείς λεπρός είχε κατανοήσει την πρόσκληση του Χριστού για την Καινή Κτίση καθ’ ην στιγμήν οι εννέα θεραπευθέντες λεπροί, αν και πλέον υγιείς κατά το σώμα, εξακολουθούσαν να νοσούν κατά την ψυχή. Εξάλλου, η αιμορροούσα γυναίκα και η Συροφοινίκισσα Χαναναία επαινέθηκαν για την πίστη τους. Ο Ιάειρος έθεσε ανοιχτά σε κίνδυνο την υψηλή θέση του στη Συναγωγή εκλιπαρώντας τον Χριστό για τη θεραπεία της κόρης του και ο εκατόνταρχος διακινδύνευσε την καριέρα του επειδή ήταν βέβαιος ότι ο ραβί που τελούσε υπό παρακολούθηση από τις θρησκευτικές αρχές των ομοεθνών του θα θεράπευε τον υπηρέτη του. Όλα αυτά τα παραδείγματα μας βοηθούν να κατανοήσουμε ότι η θεραπεία των ασθενών αποτελεί μύηση στη νέα οντολογική κατάσταση της Βασιλείας των Ουρανών. Ο Χριστός έρχεται να αποσυνδέσει τον άνθρωπο από την αμαρτία με την ηθικιστική έννοια που παρουσιάζει ο Νόμος και ερμηνεύεται από τους θεολόγους του Ιουδαϊσμού και να δώσει μια νέα διάσταση και οπτική. Η αμαρτία μπορεί και να ευθύνεται για την ασθένεια, αλλά δεν είναι αυτή που οδηγεί υποχρεωτικά σε εκείνη, διότι δεν πάσχει ο καθ’ έκαστον άνθρωπος αλλά η ανθρώπινη φύση. Όταν, βλέποντας τον εκ γενετής τυφλό, ρώτησαν οι μαθητές του τον Κύριο, «Κύριε ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του;» απάντησε «κανένας». Αυτό το επέτρεψε ο Θεός για να φανερωθούν τα έργα και η δόξα του (Ιω. 11,4). Ο Λάζαρος αναστήθηκε, «ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού». Δοξάζεται ο υιός του Θεού, διότι το δοξολογικό αυτό έργο καθιστά, δια της πίστεως, τους θεατές της θεραπείας άξιους συμμέτοχους του γεγονότος της Βασιλείας του Θεού. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις των παραλυτικών της Καπερναούμ και της Βηθεσδά παρατηρούμε σχεδόν αντίστροφη πορεία στον τρόπο θεραπείας τους που αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ενδιαφέρεται να συνδέσει την ηθική αμαρτία με την ασθένεια και την καλλιέργεια ενοχικών βιωμάτων. Στη περίπτωση του παραλυτικού της Καπερναούμ θα παραπέμψουμε σε ένα σχόλιο της ψυχαναλύτριας παιδιών 43


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ Φρανσουάζ Ντολτό4, ότι ο Χριστός επιλέγει στην περίπτωση αυτή εκείνο που είναι το πιο σημαντικό: προηγείται η άφεση των αμαρτιών του παραλυτικού («αφέονταί σου αι αμαρτίαι») και έπεται η θεραπεία («άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει»). Με άλλα λόγια, δηλαδή, δεν συνδέει άμεσα την άφεση των αμαρτιών με την υγεία αλλά η εντολή για θεραπεία ακολουθεί της αφέσεως πράγμα που κατά την Ντολτό αποκαλύπτει ότι δεν συνδέει την ασθένεια με το γεγονός της αμαρτητικής του εμπειρίας ή οποιασδήποτε αστοχίας. Θέλει πρώτα να τον συγχωρήσει και μετά λέει «τώρα πια μπορείς» αλλά αν ήταν άμεση η σύνδεση θα ήταν μαζί στην ίδια προστακτική στην ίδια πρόταση. Αντιθέτως, στην περίπτωση του παραλυτικού της Βηθεσδά, ο Χριστός θεραπεύει ένα ταλαιπωρημένο άνθρωπο που βρίσκεται εγκαταλελειμμένος επί τριάντα οκτώ χρόνια, προκαλώντας ισχυρότατα αισθήματα έκπληξης και ενθουσιασμού, τόσο στον ίδιο όσο και στην τοπική κοινότητα που τους καθιστούν ανίκανους να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους: ο δάσκαλος φεύγει απαρατήρητος μέσα από το πλήθος («εξένευσε όχλου όντος εν τω τόπω»). Όταν όλοι συνέρχονται από αυτή την κατάσταση ισχυρής έκπληξης, ο Χριστός εμφανίζεται και πάλι στον παραλυτικό, συμβουλεύοντας τον να μην αμαρτάνει πλέον, «ίνα μη χείρον τι γένηται». Είναι προφανές ότι ο Χριστός επιδιώκει να προσανατολίσει τον θεραπευμένο πλέον παραλυτικό προς την κατεύθυνση της αυτογνωσίας, αποφεύγοντας τη δημιουργία ενοχικών νύξεων. Η σχέση αμαρτίας και ασθένειας μεταξύ οντολογίας και ηθικής. Η έκπτωση του ανθρώπου από την κοινωνία με τον Θεό επέφερε τη φθορά της φύσεώς του, δηλαδή την οντολογική του αλλοίωση. Στην κατάσταση αυτή, κάθε αμαρτητική πράξη του ανθρώπου αποτελούσε φυσική εκδήλωση της οντολογικής του φθοράς. Ο Νόμος, με σχολαστική λεπτομέρεια, παρακολουθούσε κάθε πτυχή της ηθικής ζωής του ανθρώπου, επιδιώκοντας μια ad extra πλήρωση των υπαρξιακών του προβλημάτων. Μετά τη Σάρκωση του Λόγου, όμως, και την αναγέννηση της ανθρώπινης φύσης, η αμαρτία δεν απειλεί κατά κύριο λόγο το ήθος αλλά τα υπαρκτικά θεμέλια του ανθρώπου. Υπό την έννοια αυτή, η μόνη δυνατή σύνδεση ασθένειας και αμαρτίας για τον άνθρωπο μετά τη βάπτισή του, μπορεί να εντοπιστεί στη διακοπή της κοινωνίας του με τον Θεό, διακοπή η οποία τον ναρκώνει με τη φίλαυτη θεώρηση του εαυτού του. Η βασική ιδέα είναι ότι η διάσταση του ανθρώπου από την κοινωνία με τον Θεό επιφέρει και πάλι οντολογική αλλοίωση, αυτή τη φορά σε ατομικό επίπεδο. Εάν ο Χριστός είναι όντως ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων», η οντολογική αλλοίωση του ανθρώπου και η αμετανοησία του εμποδίζουν τη λειτουργία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του. Αυτή είναι και η σημασία της διευκρίνησης του 4

Τα Ευαγγέλια και η πίστη ο κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς, εκδόσεις Εστία

44


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους περί ασθενειών και θανάτου που απορρέουν από την ανάξια λήψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Ο Παύλος εδώ, δεν ασκεί πολεμική θεολογία αλλά διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος αυτονομείται έναντι του Θεού μένει ανοχύρωτος από τη χαρισματική λειτουργία του Πνεύματος στη ζωή του. Για την θεολογία της Εκκλησίας, επομένως, η ασθένεια συνδέεται με την οντολογική αλλοίωση του ανθρώπου η οποία τον ωθεί μέσω ης φίλαυτης συμπεριφοράς του να αυτονομείται έναντι του Θεού. Από τη βιολογία, επί παραδείγματι, γνωρίζουμε ότι υπάρχει ο φαινότυπος και ο γονότυπος. Γονότυπος είναι το σύνολο των γονιδίων που ευθύνονται για τις γονιδιακές καταβολές και για τις επιδράσεις που δέχεται βιολογικά ο άνθρωπος από την καταγωγή του. Φαινότυπος είναι οι γονιδιακές αλλοιώσεις που υφίσταται ο άνθρωπος από την επαφή του με το περιβάλλον. Είναι δυνατόν, επομένως, ο γονότυπος να μην ευθύνεται για κληρονομική απόκτηση κάποιων ασθενειών αλλά επειδή ακριβώς ο άνθρωπος ζει βίο εγωκεντρικό, αυτό να προκαλέσει ασθένειες, (στεφανιαία νόσο, καρκίνο). Επομένως όταν η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι υβριστική απέναντι στην φύση του είναι προφανές ότι εκείνη τη στιγμή, υβρίζοντας την φύση, ο ίδιος οδηγεί τον εαυτό του στην ασθένεια και όχι ο Θεός. Δεν είναι ο Θεός που επιβάλλει την ασθένεια, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την εκδήλωση της ασθένειας. Εξάλλου, η εξελισσόμενη οικολογική κρίση, η οποία οφείλεται στην εγωκεντρική εκμετάλλευση του περιβάλλοντος έχει ως συνέπειές της την ανάπτυξη ποικίλων ασθενειών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Βεβαίως, αυτή η αμετανοησία του ανθρώπου και η φιλαυτία του σε σχέση με το γεγονός της εκδήλωσης ασθένειας στη ζωή του ανθρώπου έχει εσχατολογική και σωτηριολογική σημασία και όχι τελεολογική. Σε καμία περίπτωση η λειτουργία του Αγίου Πνεύματος δεν μπορεί να σημαίνει εξ ορισμού υγεία του σώματος ή της ψυχής. Αντιθέτως, η πατερική σκέψη έχει διευκρινίσει ότι η ασθένεια, αν και δεν εντάσσεται σε κάποιο δικανικό σχήμα θεοδικίας, εντούτοις διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο. Κατά τον Ι. Δαμασκηνό, «Ἰστέον δέ ὡς καί τούτων ἡμεῖς ἐσμεν αἴτιοι. Τῶν γάρ ἑκουσίων κακῶν, τά ἀκούσια εἰσιν ἔκγονα». Ο παιδαγωγικός και ασκητικός χαρακτήρας της ασθένειας Η πατερική σκέψη γνωρίζει ότι ο Θεός επιτρέπει την εκδήλωση μιας ασθένειας ή άλλων επιφορών στη ζωή αγαθών ανθρώπων ούτως ώστε να τελειωθούν μέσα από τις ποικίλες δοκιμασίες. Επειδή όμως ο Θεός «δεν είναι αίτιος των κακών», επιτρέπει την πειρασμική αυτή κίνηση να την αναλάβει ο διάβολος ο οποίος «φθονεί» το κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημά του. Η δύναμη του διαβόλου πηγάζει από τον συσχηματισμό του ανθρώπου προς το δαιμονικό φρόνημα και επιτρέπει στον διάβολο να συσχηματιστεί προς τις επιθυμίες του ανθρώπου. Ο διάβολος, επομένως, επιδιώκει να καταστρέψει το δημιούργημα του Θεού αλλά αγνοεί ότι 45


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ εάν ο άνθρωπος αντισταθεί τότε δια του πάθους του θα καταστεί «λαμπρότερος και καθαρότερος». Κατά τον Ηλία τον έκδικο, η διαπαιδαγώγηση του Θεού συμβαίνει για δύο λόγους: «τισι δια οικοδομήν» και «τισι διά καθαίρεσιν». Αναλόγως, δηλαδή, με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, άλλοι δοκιμάζονται ώστε η πίστη τους να θεμελιωθεί σε βιωματικό έδαφος και άλλοι, δια μέσου της δοκιμασίας τους, βιώνουν τη συντριβή του φίλαυτου εαυτού τους. Τα βιβλικά θεμέλια αυτής της ιδέας τα συναντούμε με εμφαντικό τρόπο στο παράδειγμα του Ιώβ (ο δίκαιος ο οποίος τελειώνεται μέσα από το καμίνι των πειρασμών) αλλά και στα ψαλμικά κείμενα όπου καθίσταται σαφές ότι η μετάνοια του ανθρώπου θεμελιώνεται στην δοξολογική δοκιμασία του από τις ποικίλες ασθένειες και επιφορές. Η Παύλειος διατύπωση, «όταν ασθενώ δυνατός ειμί» υπογραμμίζει τη σημασία της διαπαιδαγωγήσεως του ανθρώπου και των θεολογικών και ανθρωπολογικών ακολουθιών αυτής. Κατά τον αββά Ισαάκ «όταν ο άνθρωπος διάγει ειρηνικό βίο πρέπει να ανησυχεί διότι τον έχει ξεχάσει ο Θεός». Κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ο πόνος, εκούσιος ή ακούσιος, στη ζωή του ανθρώπου έχει ευεργετικές συνέπειες διότι «θανατώνει» την ηδονή, «μητέρα του πνευματικού θανάτου». Ο όσιος Μάξιμος έχει διευκρινίσει ότι ούτε ο πόνος καθαυτός, ούτε η ηδονή από μόνη της ωφελούν τον άνθρωπο. Ωστόσο ο άνθρωπος, ερμηνεύοντας μέσα από τη διαλεκτική του με την κτίση τα αισθητά, κινδυνεύει να αλλοιώσει την προοπτική της υπάρξεώς του. Υπό την έννοια αυτή μια ασθένεια ωφελεί τον άνθρωπο διότι, όταν «φυσιούται», τον οδηγεί σε συστολή και ταπείνωση. Κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, «τας αρρωστίας, δια την υγείαν της ψυχής επάγει ο Θεός». Ο άνθρωπος ο οποίος διαπνέεται από πατερικό πνεύμα και κατανοεί ότι η αλαζονική αυτονομία του έναντι του Θεού τον καθιστά ανοχύρωτο έναντι των επιφορών του βίου είναι πεπεισμένος μαζί με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ότι «δια τοις αμαρτάνουσιν η νόσος έστιν ότε κρείττων της υγείας» Ποιμαντική θεολογία και ασθένεια Το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του Το γεγονός της ασθένειας, δεδομένου μάλιστα και του αιφνίδιου χαρακτήρα του, αποτελεί πάντοτε μια αφορμή ενδοσκόπησης και υπαρξιακού προβληματισμού. Ο ασθενής αισθάνεται ότι αυτή η αιφνίδια αλλαγή στον τρόπο της ζωής του αποτελεί τον θάνατο των επιθυμιών του και του κοσμοειδώλου του όπως το γνώριζε. Η ένταση των βιωμάτων του, όμως, σύμφωνα και με όσα διαπιστώσαμε στην προηγούμενη ενότητα, δεν του επιτρέπει να έχει μια διάφανη εικόνα της υπαρξιακής του καταστάσεως. Ο άνθρωπος αυτός παγιδεύεται από τη «γοητεία»5 της καταστροφικής του εμπειρίας με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η 5

Πρβλ. το «σύμπλεγμα της στήλης του άλατος».

46


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ θετική λειτουργία της αυτοαντίληψής του. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η ηθική βάση του πόνου, δηλαδή στη διαβρωτική δύναμη της ενοχής, η οποία μεταφέρει το κέντρο βάρους από το ερώτημα της ενδοσκόπησης του ασθενούς, στην ετυμηγορία ότι η ασθένεια αποτελεί μια μορφή δίκαιης ή άδικης τιμωρίας για τον τρόπο ζωής του. Η δυνατότητα του ανθρώπου να ωφεληθεί παιδαγωγικά από την ασθένεια ή τις επιφορές του βίου εξαρτάται από τον βαθμό και την ποιότητα της γνώσης του εαυτού του. Στην ποιμαντική πράξη συναντώνται πολλοί τύποι ανθρώπων. Όσοι είναι οι άνθρωποι τόσες και οι αντιλήψεις περί ασθένειας και πόνου. Ακόμη και εάν σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται κοινότητα αντιλήψεων, δεν υπάρχει όμως ταυτότητα αντιλήψεων. Στις περιπτώσεις σημαντικών ασθενειών ο άνθρωπος διέρχεται μέσα από τα στάδια της κατάρρευσης, της άρνησης, της επιθετικότητας και της αποδοχής, οπότε και εκδηλώνονται ψυχοδυναμικές καταστάσεις οι οποίες λειτουργούσαν με ασυνείδητο τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ειδικότερα για τον θρησκευτικό χώρο θα επισημαίναμε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, την περίπτωση του ατόμου που εξαργυρώνει την ενοχή του μέσα από τη νόσο ή την ασθένεια (μια περίπτωση «λευκής ενοχής») και την περίπτωση του ατόμου το οποίο (εξ αντιθέτου προς την προηγούμενη περίπτωση) λειτουργεί προς τον εαυτό του με ένα είδος νευρωτικής αυτομεμψίας. α) Στην περίπτωση του παραλυτικού της Βηθεσδά, διαφεύγει το θεολογικό και ανθρωπολογικό στοιχείο της συνάντησής του με τον Χριστού. Στην ευθεία ερώτηση του Χριστού προς ένα άνθρωπο ο οποίος βρισκόταν σε εγκατάλειψη επί τριάντα οκτώ χρόνια σε μια γωνιά της κολυμβήθρας, «θέλεις υγιής γενέσθαι;», η πλέον πιθανή απάντηση θα ήταν μια συγκινησιακά φορτισμένη κατάφαση, αναμενόμενη εάν λάβουμε υπ’ όψη τη συναισθηματική φόρτιση άλλων ασθενών που πλησίασαν τον Χριστό, παρακαλώντας για τη θεραπεία τους. Αντιθέτως, ο παραλυτικός αντιδρά μάλλον με επιθετικό τρόπο: δεν έχει βρεθεί, επί τριάντα οκτώ χρόνια, άνθρωπος για να τον βοηθήσει να μπει μέσα στην κολυμβήθρα. Επομένως, στο άνοιγμα αγάπης του Χριστού ο παραλυτικός αντιδρά με μη αναμενόμενο τρόπο, δηλαδή ενοχοποιώντας τους ανθρώπους που κατά καιρούς βρέθηκαν κοντά του. Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά υποκρύπτει μια ένσταση: ο ίδιος δεν ευθύνεται για την κατάστασή του. Σε επίπεδο σωματικής αδυναμίας, βεβαίως, αυτό είναι σαφές. Μήπως όμως λειτουργεί σε ψυχολογικό και κατ’ επέκταση πνευματικό επίπεδο; Μήπως η καταγγελία «δεν έχω άνθρωπο» σημαίνει μεταβίβαση ενοχής; Εκείνη τη στιγμή είναι ως εάν να ισχυρίζεται ότι «εγώ δεν φταίω». Από τι όμως; Γιατί δεν φταίει αυτός και φταίνε οι άλλοι; Μήπως υποκρύπτεται κάποιο μυστικό της νεότητας του παραλυτικού; Μήπως, με τη συμπεριφορά του, την άρνηση των γειτόνων του να του συμπαρασταθούν, αλλά και με βάση την παραίνεση του Χριστού στο τέλος της περικοπής να μην αμαρτήσει ξανά ο θεραπευθείς πλέον παραλυτικός, κατανοούμε ότι ο ίδιος αδυνατούσε να προσελκύσει το έλεος, τη 47


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ συμπόνια και την αγάπη των άλλων; Το κείμενο του Ιωάννου ούτε επιβεβαιώνει, αλλά ούτε αποκλείει αυτή την περίπτωση. Η παρατήρηση του Αμφιλοχίου Ικονίου ότι το αληθινό πρόβλημα του παραλυτικού έγκειτο στην πνευματική του εξάρθρωση, μας επιτρέπει να υποθέτουμε ότι ο ίδιος ο παραλυτικός ήταν η αιτία της απομόνωσής του από το περιβάλλον του. Στην περίπτωση αυτή, η προφανής εγκατάλειψή του, λειτουργούσε ψυχολογικά με εργαλειακό τρόπο, διότι ως κατάσταση αδικίας, αποτελούσε μορφή τιμωρίας του (για υπαρξιακά ελλείμματα που μόνο ο Χριστός γνώριζε) που όμως οχύρωνε τον εαυτό του από ενοχικά βιώματα. Ο παραλυτικός, επομένως, δεν απάντησε στην ερώτηση «θέλεις υγιής γενέσθαι;» αλλά στη μη υποβληθείσα ερώτηση, «ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο υποφέρεις ακόμη;», με την απάντηση, «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει». Ο παραλυτικός απολογείτο για την αθωότητά του, αποκρύπτοντας το πρόβλημα της εσωτερικής παράλυσης, το οποίο αποτελούσε προφανώς την αιτία των δεινών που υφίστατο. Με άλλα λόγια, το αληθινό πρόβλημα του παραλυτικού δεν ήταν η απομόνωσή του στο περιθώριο της Βηθεσδά. Η Karen Horney περιγράφοντας το διασπασμένο άτομο επισημαίνει τα εξής στοιχεία: αποξένωση από τον εαυτό του, ενεργεί όπως οι ζωντανοί αλλά δεν έχει ζωή, λαμβάνει συναισθηματική απόσταση μεταξύ του εαυτού του και των άλλων, επιδιώκει μια αυτάρκεια στην περιοχή της ατομικής του μοναξιάς. Με τον τρόπο αυτό δικαιώνει τον εαυτό του για την αδυναμία του να εξετάσει διονυχιστικά άλυτες εσωτερικές συγκρούσεις, Επομένως, φαίνεται να διεκδικεί τη συμπάθεια για την κατάσταση της ασθενείας του αλλά στην πραγματικότητα κρύβει ένα επιθετικό πρόσωπο το οποίο προστατεύει τον εαυτό του. Διαμέσου της ασθενείας του, δηλαδή, καλύπτει βαθύτερα προβλήματα αυτοσυνειδησίας και εσωτερικού προβληματισμού και ενδεχομένως να παγιδεύσει συναισθηματικά τον κληρικό που θα τον προσεγγίσει καθιστώντας τον μέρος του προβλήματος. Ο παραλυτικός προσπάθησε να οδηγήσει τον Χριστό να γίνει μέρος του προβλήματός του αλλά ο Χριστός, ως καρδιογνώστης, αντιμετώπισε το πρόβλημα του παραλυτικού με την παιδαγωγική αγάπη που κομίζει την αποενοχοποίηση και τη συγχωρητικότητα. Απλώς τον συμβούλευσε: «είσαι υγιής, πρόσεξε μη σου συμβεί τίποτα χειρότερο στο μέλλον». Τι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί μετά από την καθήλωση επί 38 χρόνια; Να εισέλθει εκ νέου σε υπαρξιακές περιπέτειες. Και βέβαια, ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός, χωρίς να τεκμαίρεται από κύριες πηγές, ότι στην παράδοση έχει διασωθεί ότι ήταν ο δούλος που ράπισε τον Κύριο στο δικαστήριο. β) Μια δεύτερη περίπτωση αντίδρασης έναντι της ασθενείας είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Είναι η περίπτωση της νευρωτικής αυτομεμψίας όπου κυριαρχεί ο εξής συλλογισμός: «δεν θα υπέφερα έτσι αν δεν ήμουν κακός άνθρωπος με αποτέλεσμα ο Θεός να απομακρυνθεί από εμένα». Το προφίλ αυτού του ανθρώπου θα 48


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ μπορούσε να είναι το εξής: «Η σωματική ασθένεια συχνά θεωρείται ως ένας τύπος τιμωρίας, προϊόν ενοχικών αισθημάτων για κάποιο σφάλμα του παρελθόντος. Κάποια αποτυχία, ανειλικρίνεια, τεμπελιά, απερισκεψία, έλλειψη αγάπης ή εγωιστική πράξη, που ως χρόνια κατάσταση επιδρά στον νου και τα συναισθήματα από ετών πολλών, οδηγεί σε ενοχικά αισθήματα, τα οποία περιορίζουν και πολύ περισσότερο καταστρέφουν την εσωτερική ειρήνη του ατόμου. Όλα αυτά, μπορούν όχι μόνο να προκαλέσουν σωματική ασθένεια, αλλά εμποδίζουν και τη θεραπεία της επειδή την αντιμετωπίζουν ως τιμωρία. Εάν ο φυσικός πόνος τελικά θεραπευθεί με ιατρική αγωγή, σύντομα θα εμφανιστεί άλλο σύμπτωμα. Ψυχολογικά και συναισθηματικά είναι πιο εύκολο να αντέξει το άτομο τον φυσικό πόνο από ό, τι το φορτίο της ενοχής, το οποίο είχε απωθηθεί από τότε. Ο πόνος τελικά μπορεί να μην προέρχεται σε τέτοιο βαθμό από ένα σωματικό σύμπτωμα πόνου, όσο από την εσφαλμένη αντίληψη του ανθρώπου περί του εαυτού του. Η ενοχή μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον την πεποίθηση της ασχήμιας του (ενώ δεν είναι), ανεπάρκεια σε οποιαδήποτε εργασιακό πεδίο (όταν στην πραγματικότητα έχει σπουδαίες ικανότητες), αδύναμο (όταν έχει μεγάλη δύναμη) ή με κάθε τρόπο κατώτερο και μη αποδεκτό από τους άλλους (όταν στην πραγματικότητα οι φίλοι του και οι συνάδελφοί του τον θεωρούν σπουδαίο). Ο άνθρωπος αυτός δεν θα επιτύχει να ανακουφιστεί από τα δύο αυτά, το βάρος της ενοχής και του φυσικού πόνου, μέχρι η Ψυχοθεραπεία να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τον αυτοκαταστροφικό αμυντικό μηχανισμό του ασυνειδήτου.»6. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου θεωρεί πολύ πιο λειτουργικό για τη ζωή του να επωμισθεί ενοχικό βάρος για να προσελκύσει με έναν άλλο τρόπο το έλεος του Θεού. Αυτός είναι ένας καθαρά αρνητικός ενοχικός διάλογος δηλαδή ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί θετικά αλλά αρνητικά την ενοχή του, καθώς ως ασθενής ερμηνεύει ιδιωτικώς και υποκειμενικώς την ασθένειά του ως αμαρτία. Θεωρώ σημαντικό το ότι ψυχολογικά και συναισθηματικά είναι πολύ πιο εύκολο για έναν άνθρωπο να αντέξει τον πόνο ως φυσική λύτρωση για ένα πνευματικό νόσημα που το ξέρει ο ίδιος, παρά να το αποθέσει στην Εκκλησία και να αλλάξει ο ίδιος. Εδώ είναι σαφής η δικανική έννοια: υποφέρω για να κερδίσω τη λύτρωση. Εξάλλου, υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις μορφών άτυπων ασθενειών, ακόμα και καρκίνου, που είχαν την αφετηρία τους καθαρά σε ψυχολογικά γεγονότα. Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος εμφανίζει μια μορφή ασθένειας που μπορεί να αποτελεί γι’ αυτόν ένα άλλοθι (υπό την έννοια ότι καλύπτει πνευματικές αδυναμίες) που όμως δεν αποτελεί βιολογικό σύμπτωμα αλλά προέρχεται από τη δική του αδυναμία να σταθεί ψυχολογικά απέναντι στον εαυτό του. O. Quentin Hyder, The Christian’s Handbook of Psychiatry, Fleming H. Revel Company, Old Tappan, New Jersey 1971, p. 114. 6

49


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ Στο πλαίσιο αυτών των δεδομένων, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η παθογένεια του ποιμαντικού λόγου, υπό τη μορφή ενός παρωχημένου ή σαδιστικού λόγου, ο οποίος χρησιμοποιεί αδιακρίτως την απειλή της ασθένειας ως ενοχικού εργαλείου. Ο λόγος αυτός διαπαιδαγωγεί «θρησκευτικά» άτομα προσφέροντάς τους τη δυνατότητα του άλλοθι κατά την ασυνείδητη λειτουργία ενοχικών νύξεων. Στην περίπτωση αυτή, εξοικειώνει τον άνθρωπο να υιοθετεί «θρησκευτικούς» ρόλους, χωρίς να βιώνει την αναγεννητική δύναμη της μετανοίας μέσα από τον απροϋπόθετο ενοχικό διάλογο με τον εαυτό του. Από την άλλη πλευρά, σε περιπτώσεις ενοχικής ευαισθησίας, ο άνθρωπος οδηγείται στην παθητική αποδοχή της «αμαρτωλότητάς» του, ως αναπόδραστης πραγματικότητας η οποία (κατά την ενοχική του εκτίμηση) δικαίως τον αποκλείει από την κοινωνία με τον Θεό και τον καταδικάζει στις επιφορές του βίου. Ο άνθρωπος αυτός εγκαταλείπει την προσπάθεια να προσεγγίσει την Εκκλησία, βέβαιος ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την κοινωνία με τον Θεό και την ελπίδα που κυοφορείται μέσα από αυτή την κοινωνία. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το έργο της Ποιμαντικής των νοσηλευτηρίων θα μπορούσε να εστιάσει την προβληματική του στους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο ποιμένας να προσελκύσει τον άνθρωπο να εξέλθει από ένα αυτόαναφορικό σύμπαν το οποίο ικανοποιεί τις ενδόμυχες ανάγκες του και από το οποίο δεν επιθυμεί να αποχωριστεί. Το πρόβλημα των σχέσεων ποιμαντικής διακονίας και ιατρικών πορισμάτων Ο κληρικός, ο οποίος έχει επιφορτιστεί με την ποιμαντική πράξη, οφείλει να διαλέγεται με τον ενδεή άνθρωπο επί τη βάσει του πολιτισμικού κοσμοειδώλου στο οποίο αμφότεροι διαβιούν. Θεμέλιο αυτού του διαλόγου νοείται η πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, ωστόσο κάθε πολιτισμικό πλαίσιο επιδρά στη διαμόρφωση των υπαρξιακών προβλημάτων του ανθρώπου. Τα δύο άκρα που απειλούν την ποιμαντική πράξη είναι αναμφιβόλως η αποϊεροποίηση του γεγονότος της ζωής και του θανάτου αλλά και η θρησκειοποίηση κάθε πτυχής του πολιτισμικού βίου. Ως προς το γεγονός της αποϊεροποίησης του γεγονότος της ζωής, όπως ήδη παρατηρήσαμε, ακόμη και στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, το συλλογικό υποκείμενο, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την ασθένεια ως πρόβλημα με υπαρξιακή δυναμική που αγγίζει τον χώρο του ιερού. Το κενό μεταξύ φόβου θανάτου και ιερού, στην περίπτωση αυτή γεφυρώνει ο χώρος των ιατρικών ειδικοτήτων και λειτουργημάτων, χώρο στον οποίο ο εκάστοτε πολιτισμός επενδύει τεχνολογικά, οικονομικά αλλά και υπαρξιακά. Η ασφάλεια που προσφέρουν στον άνθρωπο οι βιοϊατρικές τεχνολογίες, ενισχύει την αυτονομία του έναντι του ιερού. Στην περίπτωση αυτή, η θρησκεία αποτελεί το (απαραίτητο) άλλοθι μιας νέας, μηχανιστικής ανθρωπολογίας. Στο σύγχρονο πολιτισμικό πλαίσιο, δηλαδή, το 50


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ συλλογικό υποκείμενο θεωρεί ότι οι ηθικές αναστολές της θρησκείας, επί παραδείγματι ως προς τα θέματα της ευθανασίας ή των μεταμοσχεύσεων, αμφισβητούν τα δικαιώματα του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου και αποτελούν προσκόμματα της αυτονομίας στην οποία αναπτύχθηκε άνθρωπος αυτός. Επομένως, η εξιδανίκευση της τεχνικής δύναμης των βιοϊατρικών τεχνολογιών, ιδιαιτέρως ως ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας του ανθρώπου έναντι του φόβου του θανάτου, εξορίζει την έννοια του ιερού από τη συζήτηση περί ανθρώπου, ενισχύοντας τη μηχανιστική ανθρωπολογική σκέψη. Εξάλλου, ως προς το γεγονός της θρησκειοποίησης κάθε πτυχής του πολιτισμικού βίου, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή νοείται όχι υπό την Παύλειο έννοια του Χριστοκεντρικού βίου αλλά υπό την έννοια της φοβικής απόρριψης του πολιτισμού και των επιτευγμάτων του. Στην περίπτωση αυτή, ο πολιτισμός και τα επιτεύγματά του αποκτούν για τους θεωρητικούς αυτής της τάσης οντολογική δυναμική και απειλούν το θρησκευτικό ανθρωπολογικό στερεότυπο. Με άλλα λόγια, οι θεωρητικοί της αποϊεροποίησης του γεγονότος της ζωής και οι αντίστοιχοι της θρησκειοποίησής του, συναντώνται στο γεγονός της νομοτελειακής οντολογίας: ο άνθρωπος ως μηχανιστικό ή θρησκευτικό ον πάσχει από έλλειμμα ελευθερίας. Η εκ μέρους του ποιμένα γενική γνώση των ανθρωπολογικών προβλημάτων της εποχής του, επομένως, και η συνεργασία του με τους ιατρούς αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ συνθήκες ποιμαντικής κατανόησης του προβλήματος της ασθένειας στη ζωή του ανθρώπου, επιλογής ποιμαντικής κατευθύνσεως. Ένα από τα σημαντικότερα ανθρωπολογικά κείμενα της σύγχρονης θεολογικής σκέψης, η 49η επιστολή του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή ασχολείται με ζήτημα νευρολογικής φύσεως που απασχολούσε πνευματικό του τέκνο. Ο γέρων Ιωσήφ πληροφορεί το τέκνο του ότι προσεύχεται για εκείνο καθ’ υπερβολή (λόγω της φιλάσθενης φύσης του είχε σημαντικά προβλήματα υγείας που επιδεινώνονταν από τη σκληρή νηστεία). Κατά τον γέροντα: «είπα ας αποθάνω εγώ μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά και τελείως δεν έτρωγα». Στην επιστολή αυτή τονίζονται 4 σημεία: 1. Αποδοχή ιατρικής γνωμάτευσης και λήψης φαρμάκου: «Μου έστειλαν ένα ιδιότροπον φάρμακον και αυτό μετά Θεόν ήτο η θεραπεία μου. Είχα 40 ημέρες να φάγω. Όταν επήρα το φάρμακον έφαγα, εκοιμήθην, και εκαλυτέρευσα. Δόξα σοι ο Θεός! Άρχισα κάπως να κινούμαι, να γράφω». 2. Η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί μορφή περαιτέρω διαπαιδαγώγησης του πνευματικού ανθρώπου στην αρετή: «εγώ (sic), ήλθον κοντά μου πολλοί και με προσευχήν και νηστείαν εθεραπεύθησαν. Τώρα όμως δεν με ακούει ο Κύριος για να μάθω και τα φάρμακα και τους ιατρούς, να γίνω συγκαταβατικός εις τους άλλους». 3. Οι άγιοι της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισαν με φοβικό τρόπο την επιστήμη της Ιατρικής – ο άνθρωπος πρέπει να προσφεύγει στους Ιατρούς: «Εδιάβασα και του αγίου Νεκταρίου τας επιστολάς και είδα πόσον προσείχε εις τους ιατρούς και τα 51


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ φάρμακα ένας τόσον μεγάλος άγιος. Εγώ, ο πτωχός ασκητής, όλον εις την έρημον εγήρασα και ήθελα μόνον με την πίστιν να θεραπεύσω. Τώρα μανθάνω ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η χάρις. Λοιπόν τώρα θα λέγω και εγώ σαν τον άγιον κοίταξε να γίνεις καλά, να διορθώσεις τα νεύρα σου με ό, τι τρόπον ημπορείς και θα εύρης πάλιν την προσευχήν σου και την ειρήνην. 4. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την υγεία του-τα φάρμακα αποτελούν μέρος αυτής της ευθύνης: «φρόντισε να βοηθήσεις όσον ημπορείς τον εαυτόν σου». Επίσης: «να επιβάλλεσαι στην όρεξη να μην τρώγης ότι γνωρίζεις πως είναι βλαπτικόν της υγείας σου (ευθύνη έναντι του φαινότυπου) και θα σου λογισθή ως νηστεία ενώπιον του Κυρίου ακόμα και το φάρμακον το οποίον παίρνεις και πρέπει μέσα από αυτό να θεραπεύεσαι». Η ενεργοποίηση της κοινότητας Ο R. Laing χρησιμοποιεί τον όρο «συμπληρωματικότητα» για να υποδηλώσει «τη συνάρτηση προσωπικών σχέσεων με την οποία ο άλλος εκπληρώνει ή συμπληρώνει τον εαυτό». Κατά τον σκωτσέζο ψυχαναλυτή και ψυχίατρο, «όλες οι ταυτότητες απαιτούν κάποιον άλλο: με, και μέσα από, τη σχέση με κάποιον άλλο πραγματώνεται η αυτοταυτότητα»7. Η τοποθέτηση αυτή του Laing θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια ανάλογη (αλλά από άλλη οπτική γωνία) θέση του St. Hauerwas, ο οποίος συζητώντας το ζήτημα της τεχνητής γονιμοποίησης και των ηθικών διλημμάτων που απορρέουν από τις τεχνικές δυνατότητες των βιοϊατρικών τεχνολογιών θέτει το ενδεχόμενο της ευθύνης της εκκλησιαστικής κοινότητας έναντι της μητρότητας, καθώς ο γάμος αποτελεί λειτουργία μέσα στην κοινότητα. Η κοινότητα, δηλαδή, οφείλει να υποστηρίξει τις ανάγκες του ζεύγους και να τις ενσωματώσει στη ζωή της ως ανάγκες συλλογικού υποκειμένου. Το ενδιαφέρον έγκειται στο γεγονός ότι δια της οπτικής αυτής φαίνεται ευκρινώς ότι η ταυτότητα του εκκλησιαστικού μέλους δεν προσδιορίζει μια στεγανοποιημένη ατομικότητα αλλά ένα μέλος το οποίο βρίσκεται σε κοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, η οποία έχει κοινή πορεία. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στην ευθύνη της πνευματικής πατρότητας εντάσσεται η προσαρμογή του πνευματικού βίου του κληρικού (προσευχή, μυστηριακή ζωή) στην κατά περίπτωση ανάγκη του ενδεούς ανθρώπου, όχι υπό την έννοια της συναισθηματικής απορροφήσεώς του από το συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά υπό την έννοια της πνευματικής και ψυχολογικής υποστήριξης. Όταν, όμως, ο γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής υπέβαλλε τον εαυτό του σε κατάσταση ακραίας νηστείας, κατόπιν παρακλήσεως των πνευματικών του παιδιών, και προσευχόταν για προσωπικά τους ζητήματα, μεταξύ των οποίων και θέματα υγείας, λειτουργούσε ως μέλος μιας κοινωνίας αγάπης για την οποία το ζήτημα του 7

R. Laing, Ο Εαυτός και οι Άλλοι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1977, σ. 94-95.

52


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ «συμπάσχειν» δεν αφορούσε μόνο στην ποιμαντική διακονία αλλά και στην αγιογραφική επισήμανση ότι όταν πάσχει ένα μέλος της κοινότητα, τότε συμπάσχει όλη η κοινότητα. Επειδή, επομένως, στο πρόσωπο του κληρικού η κοινότητα (ενορία) βρίσκει τον φορέα της πνευματικής πατρότητας, μέσω του πνευματικού πατρός το πρόβλημα του ενδεούς μέλους της κοινότητας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα όλης της κοινότητας. Τούτο το βλέπουμε με ανάγλυφο τρόπο στην περίπτωση του παραλυτικού της Καπερναούμ, όπου ο Χριστός θαυμάζει την δύναμη της πίστεως του παραλυτικού αλλά και την συλλογική δυναμική, καθώς τέσσερις άνθρωποι βρίσκουν τρόπο να υπερβούν το εμπόδιο της στέγης και να κατεβάσουν ενώπιόν του τον άνθρωπο αυτό. Στην αντίστοιχη περίπτωση του παραλυτικού της Βηθεσδά παρατηρούμε τα καταστροφικά αποτελέσματα της κοινωνικής αδιαφορίας αλλά και της απομόνωσης του παραλυτικού στην υπαρξιακή του μοναξιά. Σύνδεση της ευχαριστιακής θεολογίας με την ποιμαντική του πόνου. Η σύγχρονη ανθρωπολογική σκέψη επικεντρώνει την προσοχή της στην έννοια της ευδαιμονίας (well being), ενώ το όραμα του ανθρωπισμού αντιμετωπίζει το πρόβλημα του θανάτου ως ακατανόητο γεγονός. Εξάλλου, η ακτιβιστική λειτουργία του ανθρώπου και η συνεχής κίνηση, ως αντίδοτο στο άγχος του θανάτου, δεδομένου μάλιστα ότι το σχήμα του κόσμου τούτου «παράγει», τον οδηγεί σε πολυδιάσπαση, προβάλλοντας μια άλλη εικόνα περί ανθρώπου που δημιουργεί στερεότυπα περί νόσου και ασθενείας που γεννούν αιτήματα, όπως της ευθανασίας ή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Τοιουτοτρόπως είναι σαφές ότι το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας καθίσταται δυσχερές. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ζήτημα της ποιμαντικής αξιοποίησης της ηθικής θεολογικής σκέψης της Εκκλησίας όσον αφορά στη συσχέτιση της ασθένειας με την φθορά της πνευματικής ζωής του ασθενούς δεν πρέπει να μείνει μόνο σε επίπεδο εφαρμογών και την ανάπτυξη μιας τεχνοκρατικής ποιμαντικής διακονίας αλλά να αναζητήσει τη θεολογική του δυναμική στην ευχαριστιακή θεολογία της Εκκλησίας (στην οποία οι ποικίλες εφαρμογές βρίσκουν την εντελέχειά τους), δηλαδή την αιτία για την οποία συμβαίνουν όλα: το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που συνάπτει τον πιστό με τον Τριαδικό Θεό. Μέσα από την ευχαριστιακή της παιδεία η Εκκλησία μπορεί να διδάξει τον άνθρωπο ότι η Θεία Ευχαριστία σημαίνει για αυτόν οντολογική παλιγγενεσία και γεύση αποκαταστάσεως στο αρχαίο κάλλος. Κατά τη θεολογική σκέψη της Εκκλησίας η Θεία Ευχαριστία είναι αντιβίωση θανάτου, όχι διότι θεραπεύει την ασθένεια του ανθρώπου, κατάλοιπο της πτώσεως, αλλά διότι θεραπεύει την εικόνα που έχει για την κτίση, τον άνθρωπο, τον Θεό. Με αυτό τον τρόπο ανοίγει νέα προοπτική στο ζήτημα της κατανόησης και αντιμετώπισης της ασθένειας διότι μεταθέτει το κέντρο βάρους από τη χρηστικότητα της Θρησκείας σε περιόδους 53


ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ πόνου και δυστυχίας στο νόημα της θυσίας του Ιησού Χριστού. Ο άνθρωπος, μέσω της ευχαριστιακής παιδείας, διαπαιδαγωγείται στη σχέση του με τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο μέσα από την προοπτική της ανακαλύψεως του εαυτού του. Έτσι, θεραπεύει τις προσδοκίες του από τον εαυτό του και τη ζωή του και τη στιγμή που όλα καταρρέουν γύρω του τον κατευθύνει στην αληθινή εικόνα του κόσμου που είναι το όραμα των Εσχάτων. Σε αυτή την Ευχαριστιακή οντολογία και την συγκέντρωση γύρω από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου κρύβεται ο πυρήνας της ποιμαντικής πράξεως και με θεμέλιο τη Θεία Ευχαριστία ο ποιμένας οικοδομεί τη σχέση του με τον αδελφό του και ποιμαινόμενο μέλος της ενορίας του. Συγχρόνως, χάρη στο ήθος που γεννά η μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς συνάπτει εν Αγίω Πνεύματι τον άνθρωπο με τον Τριαδικό Θεό, στερεώνει την κοινωνία των προσώπων και θεμελιώνει τις δυνατότητες της περαιτέρω ποιμαντικής εργασίας.

54


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ 3Η ΕΝΟΤΗΤΑ

Οι σύγχρονες νοσηλευτικές και θεραπευτικές δυνατότητες που προσφέρουν η βιοτεχνολογία, οι εξελίξεις στη ιατρική επιστήμη και ο τεχνοκρατικά εξελιγμένος τρόπος νοσηλείας στα νοσοκομεία έχουν επιμηκύνει το «προσδόκιμο επιβιώσεως», δηλαδή με απλά λόγια το πόσο ζουν κατά μέσο όρο οι άνθρωποι. Ταυτοχρόνως, έχουν προκαλέσει νέα προβλήματα ηθικής, βιοηθικής, κοινωνικής, επομένως και ποιμαντικής φύσεως. Πολλά από αυτά σχετίζονται με το γεγονός, ότι έχουν αυξηθεί τόσο σε αριθμό οι ασθενείς που πάσχουν από χρόνιες και σοβαρές παθήσεις όσο και το μήκος του χρόνου που αυτοί οι ασθενείς επιβιώνουν. Αυτή η επιμήκυνση του βίου, τις περισσότερες φορές υπό το κράτος των συνεπειών μιας χρόνιας και σοβαρής νόσου, δεν είναι ανώδυνη ούτε για τους ασθενείς ούτε για τους οικείους τους. Αυτή η πραγματικότητα προκαλεί και ανάλογους ποιμαντικούς προβληματισμούς και προσεγγίσεις, καθώς η ποιμαντική πράξη οφείλει να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα και να ανταποκρίνεται με ορθό θεολογικό τρόπο στις ανάγκες του πάσχοντος, τον οποίο η εκκλησία διακονεί ανταποκρινόμενη στο ευαγγελικό « ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με» . Το κείμενο που ακολουθεί, και το οποίο ευγενικά μας παραχώρησε η κα Παρασκευή Φελέκη, Νοσηλεύτρια RN, MSc, Τομεάρχης Τομέα Νοσηλευτικής Ε.Ε.Σ., μας ξεναγεί στην περιοχή της φροντίδας του χρόνιου και σοβαρά πάσχοντος ασθενούς, προσφέροντας κατάλληλες και έγκυρες επιστημονικές πληροφορίες, ώστε η ανάλογη ποιμαντική προσέγγιση να επιτελείται «μετά λόγου γνώσεως». Εισαγωγή Το σύστημα Υγείας μέχρι πρόσφατα είχε ως στόχο την εξάλειψη επιδημιών και άλλων ασθενειών (πολιομυελίτιδα, διφθερίτιδα) καθώς και να προσφέρει θεραπεία σε επείγοντα περιστατικά (τραύματα, έμφραγμα του μυοκαρδίου). Η επιμήκυνση του ορίου ζωής συνεπάγεται νέες δυσκολίες για τους ασθενείς, τις οικογένειές τους και όσους προσφέρουν ιατρική περίθαλψη. Η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη του ιατρικού τομέα σημαίνει πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν περισσότερα χρόνια, ωστόσο συχνά υποφέροντας από χρόνιες παθήσεις όπως : ν. Alzheimer, διαβήτη, καρδιοαγγειακές παθήσεις, AIDS. «Τα ανοϊκά σύνδρομα αποτελούν ένα μεγάλο ιατροκοινωνικό πρόβλημα της εποχής μας, αφού η παράταση του μέσου χρόνου ζωής οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των πασχόντων, με τεράστιες συνέπειες τόσο στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων (πασχόντων και συγγενών), όσο και στην εθνική οικονομία. Υπολογίζεται ότι 10 περίπου εκατομμύρια Αμερικανοί πάσχουν από άνοια και το ετήσιο κόστος ανέρχεται σε 150 δισεκατομμύρια δολάρια». (Αλέξανδρος Παπαδημητρίου, 55


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλίας, Νευρολόγος. Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο για την Πομαντική Διακονία στο χώρο της Υγείας, 2008) Αυτό σημαίνει ότι το κλασσικό ιατρικό μοντέλο, το οποίο μέχρι πρόσφατα ασχολείτο αποκλειστικά με τη βιολογική πλευρά της ασθένειας, πρέπει να διευρυνθεί ώστε να περιέχει και άλλους νέους παράγοντες που επίσης συντελούν στην πορεία της υγείας του ασθενούς. Ειδικότερα κοινωνικούς, ψυχολογικούς, ατομικούς και παράγοντες που συσχετίζονται με το περιβάλλον του ασθενούς. Ορισμός – Χαρακτηριστικά ΣΧΑ Ο όρος «χρόνιες ασθένειες» αναφέρεται σε εκείνες τις παθήσεις που έχουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά : 1) οφείλονται σε παθολογική αιτία για την οποία δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία (ίαση), 2) έχει διαρκή επιδείνωση, 3) συνεπάγονται μερική ανικανότητα, 4) επιβάλλουν μεγάλο διάστημα επίβλεψης, παρακολούθησης και φροντίδας, 5) ειδική αποκατάσταση για τον ασθενή. Οι ΣΧΑ περιλαμβάνουν τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τον καρκίνο, τις νευρολογικές παθήσεις, τα προβλήματα ψυχικής υγείας, το σακχαρώδη διαβήτη, τα χρόνια αναπνευστικά νοσήματα και τις μυοσκελετικές παθήσεις. Οι σοβαρές και χρόνιες ασθένειες (ΣΧΑ), δηλαδή οι ασθένειες που προσβάλλουν τουλάχιστον 50 άτομα ανά 100.000, ευθύνονται για το 87% των θανάτων στην ΕΕ το 2009 (πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Από τα 36 εκατομμύρια ανθρώπων που πέθαναν το 2008 από ΧΑ, τα 9 εκατομ. ήταν κάτω από 60 ετών. (World Health Organization [WHO], 2011). Συνήθη Συμπτώματα ΣΧΑ Πίνακας 1. Κυρίαρχα συμπτώματα στον προχωρημένο καρκίνο Πόνος 84%

Δυσκοιλιότης 52%

Καταβολή 69%

Ευκολος κορεσμός 51%

Αδυναμία 66 %

Δύσπνοια 50%

Ανορεξία 66%

Απώλεια βάρους 50%

Ξηροστομία 53%

Βήχας 49%

Επώδυνο στόμα 53%

Άγχος 48%

56


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ Συνήθη συμπτώματα άνοιας  έκπτωση από προηγούμενο επίπεδο λειτουργικότητας επαγγελματικά ή κοινωνικά  διαταραχή προσανατολισμού στο χώρο και το χρόνο  διαταραχή στις κατασκευαστικές δεξιότητες  διαταραχή στο λόγο  διαταραχή εκτελεστικών λειτουργιών (προγραμματισμού, οργάνωσης, κρίσης, προσοχής)  διαταραχή στην αναγνώριση οικείων αντικειμένων, προσώπων, εαυτού  διαταραχές συναισθήματος  διαταραχές συμπεριφοράς  διαταραχές κινητικότητας  ορθο-κυστικές διαταραχές Διάγνωση –Συναισθήματα Κοινωνιολογική προσέγγιση της χρόνιας νόσου Κατανόηση της χρόνιας νόσου – του χρόνιου πάσχοντα Η έναρξη μιας χρόνιας νόσου αντιπροσωπεύει μια εισβολή στον ασθενή όχι μόνο βιολογικά αλλά και στην αντίληψη της ταυτότητάς του καλώντας τον σε μια αμφισβήτηση της προσωπικής του αξίας. Η απώλεια της εμπιστοσύνης στις σωματικές του δυνάμεις οδηγεί στην απώλεια της άνεσης και της ευελιξίας στην κοινωνική συναναστροφή. Οι ερευνητές διαπιστώνουν πως υπάρχουν δύο διαστάσεις της χρόνιας νόσου στη ζωή του ατόμου. Η πρώτη από αυτές είναι οι συνέπειές της. Η επίδραση της προσβολής και των συμπτωμάτων πραγματικά διαρρηγνύουν την καθημερινή ζωή στο σπίτι και την εργασία. Ο ασθενής μπορεί να αρχίσει την αναζήτηση συμβουλών για την διαχείριση των συμπτωμάτων ή πληροφοριών από άλλους ομοιοπαθείς, να συμμετέχει σε ομάδες αυτοαναφοράς ή εξοικείωσης πιστεύοντας πως είναι οι καλύτερες μέθοδοι συμφιλίωσης με τη νέα του ζωή, κινητοποιώντας τον εαυτό του και αντισταθμίζοντας την απώλεια των εφεδρειών του. Στην πρώιμη περίοδο μιας τέτοιας κατάστασης η πρακτική αντιμετώπιση του ατόμου μπορεί να είναι έντονη και αβέβαιη, συνήθως μοιάζει με εμπορική συναλλαγή μεταξύ των συμπτωμάτων και των προσπαθειών για την ελαχιστοποίησή τους. Δεύτερον το νόημα της χρόνιας ασθένειας μπορούμε να το δούμε μέσα από το πρίσμα της σημασίας του. Με αυτό εννοούμε ότι διαφορετικές καταστάσεις φέρουν διαφορετικό βαθμό «ανικανότητας» και «προβολής». Αυτό συμβαίνει γιατί ο 57


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ καθένας έχει άλλο τρόπο να επιβραβεύει τον εαυτό του και έχει διαφορετική αντίληψη για το πώς τον βλέπουν οι υπόλοιποι. Επίσης οι χρόνιες καταστάσεις ποικίλλουν σημαντικά όσον αφορά στη συμβολικότητά τους με στοιχεία από την πολιτισμική καταγωγή του πάσχοντος και βλάπτουν την υιοθέτηση της νόσου καθώς μπορεί να έρθουν και σε σύγκρουση με διάφορα στερεότυπα. Οι ασθενείς πέρα από την ανάγκη της επεξήγησης της νόσου έχουν και την ανάγκη της «νομιμοποίησης» της. Ο όρος νομιμοποίηση εδώ αναφέρεται στη διαδικασία της προσπάθειας αποκατάστασης της αναστάτωσης και στην καθιέρωση ενός παραδεκτού και «νόμιμου» μέρους για να χωρέσει στη ζωή του ατόμου. Οι κοινωνικές σχέσεις διακόπτονται ή καταστρέφονται. Επιπλέον επειδή συχνά η χρόνια ασθένεια συνεπάγεται δυσμορφία, κινητικά προβλήματα, αυξημένη ανάγκη για ξεκούραση, απώλεια λειτουργίας κάποιων οργάνων, χρόνιους πόνους κ.τ.λ. οι ασθενείς στιγματίζονται γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη θέση τους στην κοινωνία και στον άμεσο περίγυρό τους. Οι συνθήκες αυτές επιφέρουν ουσιαστικά μια διαδικασία πένθους για τις πολλές και σημαντικές απώλειες που βιώνονται, σε ψυχικό και σωματικό επίπεδο. Η άρνηση, ο θυμός, η κοινωνική απόσυρση αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος (Elisabeth Kübler-Ross) περιέγραψε πέντε φάσεις, από τις οποίες περνάει ο άνθρωπος για να αποδεχτεί τελικά τον θάνατο. Ένας ασθενής με μια θανατηφόρα ή μη ιάσιμη ασθένεια περνάει από αυτές τις φάσεις. 1. Άρνηση: “Αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει σε εμένα!“ 2. Θυμός: “Είναι άδικο, γιατί σε εμένα; Δεν έχω ζήσει τίποτα” ή “Είμαι πολύ μικρός/μικρή γιατί μου το κάνεις αυτό;” (Εδώ είτε αναφέρεται στον Θεό, στον εαυτό του, είτε σε οποιονδήποτε θεωρεί υπεύθυνο για την κατάστασή του/της) 3. Διαπραγμάτευση: “Τουλάχιστον άσε με να δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν” ή “Θα είμαι καλύτερος, θα αλλάξω, απλώς άσε με να ζήσω λίγο παραπάνω.“ 4. Κατάθλιψη: “Είμαι τόσο λυπημένος, γιατί να προσπαθήσω να κάνω οτιδήποτε;” ή “Δεν έχω ελπίδες, απλώς θα περιμένω να πεθάνω“ 5. Αποδοχή: “Εντάξει όλα θα πάνε καλά“ Πιο αναλυτικά, αναφερόμαστε σε απώλειες σε λειτουργικό επίπεδο και στις σωματικές εκδηλώσεις της νόσου και κατ' επέκταση στην ικανότητα του ατόμου να εκτελεί καθημερινές δραστηριότητες, να φροντίζει τον εαυτό του κοκ. Σε κοινωνικό επίπεδο η έκβαση εξαρτάται συχνά από τη φύση της ασθένειας. Θανατηφόρα νοσήματα μπορεί να ενεργοποιήσουν άγχος και συνεπώς αποφυγή από το άμεσα φιλικό περιβάλλον, ενώ νοσήματα που αποφέρουν κοινωνικό στίγμα μπορεί να οδηγήσουν και στην περιθωριοποίηση. Οι απώλειες σε επαγγελματικό επίπεδο εξαρτώνται επίσης από τη φύση της ασθένειας. Πολλοί ασθενείς με χρόνια νοσήματα 58


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ συνταξιοδοτούνται αναγκαστικά ή μειώνεται σημαντικά η ικανότητά τους για εργασία, που σημαίνει ότι η επαγγελματική τους ταυτότητα χάνεται και οι ίδιοι βιώνουν έλλειψη αυτοεκτίμησης και ενοχές που δεν μπορούν πια να είναι χρήσιμοι. Η Dittmar, (1989), κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την ηλικία στην οποία εμφανίζεται η χρόνια ασθένεια ή αναπηρία στο άτομο και πώς ποικίλλουν λόγω των διαφορών ηλικίας οι αντιδράσεις των ατόμων. Οι άνθρωποι που βιώνουν μια χρόνια νόσο καλούνται να κάνουν πάρα πολλές αλλαγές στην καθημερινότητά τους. Χρειάζεται να μπορέσουν να αποδεχθούν τα συμπτώματά τους, να ακολουθούν κάποια θεραπευτική αγωγή και να αλλάξουν πολλές συνθήκες της ζωής τους. Για να γίνουν όλα τα παραπάνω επιτυχώς είναι αναγκαίο να λειτουργήσουν μηχανισμοί προσαρμογής ώστε να γίνουν οι κατάλληλες συναισθηματικές και συμπεριφορικές αλλαγές από το άτομο και την οικογένειά του. Συνεπώς, παράλληλα με την οργανική φροντίδα, εξίσου σημαντική είναι και η ψυχολογική φροντίδα για να αποφύγουν οι ασθενείς αντιδράσεις που σαμποτάρουν τη θεραπεία, να αποκτήσουν αίσθηση ελέγχου της ζωής τους, να μειώσουν τα αρνητικά συναισθήματα που επηρεάζουν οργανικά (π.χ. άγχος) και να ενισχύσουν θετικές συμπεριφορές και συναισθήματα. Η Strain, 1979, προσδιόρισε αρκετές ψυχολογικές αντιδράσεις που μπορεί να εμφανίσει ένα άτομο μετά τη διάγνωση της χρόνιας ασθένειας που επηρεάζουν την προσαρμογή του στη χρόνια ασθένεια.  Αίσθηση απώλειας ελέγχου των σωματικών λειτουργιών, γεγονός που απειλεί την αυτοεκτίμηση και την αίσθηση της ολότητάς του.  Φόβοι ότι η αρρώστια και η εξάρτηση θα κουράσει τους οικείους του που θα πάψουν σε κάποια φάση να τον αποδέχονται και να τον αγαπούν.  Απώλεια της ανεξαρτησίας  Ανησυχία λόγω του αποχωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα και το οικείο περιβάλλον εξαιτίας της νοσηλείας στο νοσοκομείο.  Φόβος για ατυχήματα και περαιτέρω απώλεια της λειτουργικότητας διαφόρων μελών του σώματος.  Ενοχές και φόβος ότι η οικογένεια θα εκδικηθεί γιατί μέλη της οικογένειας αναγκάζονται να θέσουν στις προτεραιότητές τους την αντιμετώπιση της ασθένειας ή της αναπηρίας του πάσχοντος μέλους της οικογένειας και να παραμελήσουν προσωπικές τους υποθέσεις.  Φόβος του πόνου, φόβος θανάτου.  Φόβος από τους ξένους (επαγγελματίες υγείας) που παρεμβαίνουν με την παροχή φροντίδας, ακόμη και σε θέματα που θεωρούνται απόλυτα προσωπικά. Η Dell Orto (1984), έκανε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με τη διαδικασία προσαρμογής και τις προσπάθειες που καταβάλλει το άτομο με χρόνια ασθένεια ή 59


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ αναπηρία για να αντιμετωπίσει την όλη η κατάσταση. Κανένας άνθρωπος δεν είναι απόλυτα προετοιμασμένος για αντιμετωπίσει την αναπηρία και τη χρόνια ασθένεια.  Η αρρώστια φέρνει στην επιφάνεια τον καλύτερο και το χειρότερο εαυτό των ανθρώπων.  Η αρρώστια αλλάζει τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια και δοκιμάζει τις αντοχές της.  Η αναπηρία μπορεί να εξαντλήσει υπάρχοντα συναισθηματικά αποθέματα ή να δημιουργήσει νέα.  Συχνά, η μόνη διαθέσιμη υποστήριξη για τον ασθενή είναι η οικογένειά του.  Δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι οικογένεια για να αντλούν από αυτήν υποστήριξη.  Δε διαθέτουν όλες οι οικογένειες τις απαραίτητες ικανότητες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αρρώστιας ή της αναπηρίας ενός μέλους τους.  Η μάχη με τη χρόνια ασθένεια και την αναπηρία είναι μια συνεχής διαδικασία. Το να ζει ένας άνθρωπος με τη χρόνια ασθένεια ή την αναπηρία απαιτεί ικανότητες πέρα από αυτές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση οξείας και μη σοβαρής ασθένειας. Οι άνθρωποι με χρόνιες ασθένειες αντιμετωπίζουν μόνιμες αλλαγές στο σύνηθες τρόπο ζωής, απειλείται η αξιοπρέπεια και η αυτοεκτίμησή τους, διαταράσσονται τα ομαλά βιολογικά τους στάδια και αντιμετωπίζουν προβλήματα τα οποία κανένας άνθρωπος δεν είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει. Σαν αποτέλεσμα, οι άνθρωποι αυτοί εκδηλώνουν μια σειρά από συμπεριφορές που προέρχονται από την πίεση και το στρές και κυμαίνονται από άμυνα, επίθεση, κατάθλιψη, θυμό και άλλες ψυχολογικές αντιδράσεις που υποσκάπτουν την υγεία. Το σοκ που εμφανίζεται σαν αντίδραση σε σωματικές απώλειες αποτελεί μηχανισμό άμυνας που προστατεύει το εγώ από αποδιοργάνωση στη φάση που η άλλη κατάσταση δεν έχει ακόμα κατανοηθεί και αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Η οδύνη και το πένθος για την επισυμβείσα απώλεια είναι μια αναγκαία φάση για τη διαδικασία παραδοχής και δεν πρέπει να πιέζεται για περάτωση. Για να υπερβεί το άτομο και να παραδεχτεί τη σωματική απώλεια πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία οδύνης γιατί τότε μόνο το άτομο μπορεί να αποδεχθεί συναισθηματικά την απώλεια (Schoenberg και Carr 1970). Πόνος και ψυχολογικές επιπτώσεις Οποιοσδήποτε πόνος στο σώμα του ανθρώπου ξεκινά από την περιφέρεια, (δέρμα, εσωτερικά όργανα) και καταλήγει στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος, αφού ενημερωθεί και αξιολογήσει τον πόνο, αντιδρά είτε θετικά, μειώνοντας την έντασή του, είτε αρνητικά, απλώνοντας το ερέθισμα σε άλλες περιοχές του, μετατρέποντας έτσι 60


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ μια απλή αίσθηση σε συναίσθημα που περιέχει δυσάρεστες παραμέτρους, όπως π.χ. άγχος, οργή και άλλα. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει παγκοσμίως, μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως ο πόνος πέρα από δυσάρεστη αισθητική εμπειρία, είναι μια εμπειρία που επηρεάζει δραματικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί έδειξαν πως ο χρόνιος πόνος δεν επιτρέπει στον ασθενή να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, μειώνει κατά πολύ την ικανότητά του στον εργασιακό χώρο, οδηγεί σε υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης, αίσθησης απώλειας ελέγχου πάνω στην πάθησή του και στον πόνο που του προκαλεί. Επίσης οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, απομόνωση, φόβο για το μέλλον και απώλεια της ευχαρίστησης που απορρέει από διαφορετικές καθημερινές δραστηριότητες. Όλες αυτές οι επιδράσεις επιτείνουν τον πόνο και μπορούν να εμποδίζουν την ομαλή διεξαγωγή της θεραπείας του. Ο πόνος τελικά είναι μια σωματική αίσθηση που, κάτω από ορισμένες συνθήκες, εξελίσσεται και περιλαμβάνει και συναισθηματικά στοιχεία που αφορούν την διάθεση, την συμπεριφορά και την διανόηση. Όταν χρονίσει, οδηγεί στην απραξία, στην κοινωνική απομόνωση και τελικά στην φαρμακευτική εξάρτηση. Ιδιαίτερα, όμως, για το χρόνιο πόνο, όταν αποκτήσει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ομοιάζει πολύ με την κατάθλιψη. Στατιστικές δείχνουν ότι άτομα που έπασχαν από χρόνιο πόνο, είχαν τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν ψυχιατρικά προβλήματα, με διαταραχές της διάθεσης και του άγχους. Από την άλλη πλευρά, άτομα που έπασχαν από κατάθλιψη είχαν τρεις φορές περισσότερο κίνδυνο να εξελίξουν έναν οξύ πόνο σε χρόνιο. Σε μερικά μάλιστα άτομα, οι πιθανότητες επικάλυψης χρόνιου πόνου και κατάθλιψης είναι πολύ μεγαλύτερες, όπως έχουν αποδείξει πολύ πρόσφατες γενετικές μελέτες. Παράλληλα ο χρόνιος πόνος δεν επιβαρύνει μόνο τον ίδιο τον ασθενή, αλλά και το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον. Γενικοί Κανόνες για την Αντιμετώπιση της Χρόνιας Ασθένειας Επειδή η ασθένεια είναι σε μεγάλο βαθμό μια υποκείμενη εμπειρία, ασθενείς με παρόμοιες χρόνιες ασθένειες που αντιμετωπίζουν περίπου τα ίδια ερεθίσματα και συμπτώματα από την αρρώστια τους μπορεί να υιοθετούν τελείως διαφορετικές συμπεριφορές αντιμετώπισης. Παράγοντες προσωπικότητας, ο χαρακτήρας, το πολιτιστικό υπόβαθρο, προηγούμενες πρακτικές αντιμετώπισης οξέων καταστάσεων μπορούν να δώσουν σημαντικές απαντήσεις στο πώς αναμένεται ο συγκεκριμένος άνθρωπος να αντιμετωπίσει το χρόνιο πρόβλημα, όμως ακόμη και τότε δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι το άτομο θα αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο. Για την αντιμετώπιση της χρόνιας ασθένειας απαιτείται συνεχής και επιμελημένη φροντίδα και ακολούθηση ορισμένων κανόνων. Οι Moos και Tsu (1977), καθώς και ο Miller 61


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ (1983) προσδιόρισαν μια σειρά κανόνων που περιλαμβάνονται στην έννοια της φροντίδας και αναφέρονται στα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τους χρόνιους ασθενείς και τις οικογένειές τους για την αντιμετώπιση της χρόνιας ασθένειας. Παρά τις όποιες αποκλίσεις συμπεριφορών αντιμετώπισης υπάρχουν κάποιες στρατηγικές που έχουν αποδώσει σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων με χρόνια ασθένεια. Οι στρατηγικές αντιμετώπισης λειτουργούν με δύο τρόπους: 1) Υιοθέτηση στρατηγικών που αλλάζουν τη στρεσογόνο κατάσταση προς το καλύτερο είτε αλλάζοντας την τακτική άμυνας του ατόμου, είτε αλλάζοντας το απειλητικό περιβάλλον.  Τροποποιήσεις στην καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής.  Χειρισμός συναισθημάτων.  Αντιμετώπιση αλλαγών κοινωνικών ρόλων.  Διαδικασίες πένθους που συνδέονται με τις απώλειες που συνοδεύουν την χρόνια ασθένεια.  Διατήρηση θετικής αυτοεικόνας. 2) Υιοθέτηση στρατηγικών που χρησιμοποιούνται για να ελέγχουν τις φυσιολογικές και ψυχολογικές αντιδράσεις των συναισθημάτων που συνδέονται με το στρες ώστε αυτά να μην υπερφορτώνουν το άτομο και καταστρέφουν την ικανότητα του να λειτουργεί αποτελεσματικά ή να διατηρεί υψηλό φρόνημα. Η τακτική αυτή ονομάζεται καταπραϋντική (παρηγορητική) γιατί ο στόχος της είναι να ανακουφίσει από τα φυσιολογικά και ψυχολογικά συμπτώματα του στρες χωρίς ουσιαστικά να αλλάζει την κατάσταση που δημιούργησε στρες. Με αυτό όμως τον μηχανισμό τα άτομα αισθάνονται καλύτερα και είναι σε θέση να διατηρήσουν μια αίσθηση ευεξίας και ελπίδας παρά τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν.  Διατήρηση ή ανάπτυξη σχέσεων με άτομα της οικογένειας και φίλους.  Συνεχής προσπάθεια για την αντιμετώπιση ενός αβέβαιου μέλλοντος και της απειλής απώλειας λειτουργιών του σώματος.  Διατήρηση της αίσθησης ότι το άτομο διατηρεί τον έλεγχο της όλης κατάστασης.  Διατήρηση της ελπίδας.  Αντιμετώπιση του κοινωνικού στίγματος. (Miller, 1983) Έως ότου η νόσος από ιατρικής πλευράς μπορέσει να θεραπευθεί αποτελεσματικά, ο στόχος της αντιμετώπισης θα παραμένει η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Ο ορισμός της ποιότητας ζωής είναι δύσκολα κατανοητός. Ο ΠΟΥ την ορίζει ως: «αντίληψη του ατόμου για τη θέση του στη ζωή, μέσα στα πλαίσια της κουλτούρας και του συστήματος αξιών όπου το άτομο αυτό ζει και σε σχέση με τους 62


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ στόχους του, τις προσδοκίες του, τα δεδομένα του και τις επιφυλάξεις του». Είναι μια ευρέως φάσματος έννοια, που ενσωματώνει με έναν σύμπλοκο τρόπο τη σωματική υγεία του ατόμου, την ψυχολογική κατάσταση, το επίπεδο ανεξαρτησίας, κοινωνικών σχέσεων και προσωπικών απόψεων. Επειδή υπάρχουν μεγάλες διαβαθμίσεις στην εκτίμηση της ποιότητας ζωής και οι απαιτήσεις των ανθρώπων μπορεί να είναι διαφορετικές, το βασικό στοιχείο που πρέπει να διατηρηθεί είναι ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια του ασθενή. Ανακουφιστική Φροντίδα Ανακουφιστική φροντίδα (palliative care). Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το λατινικό pallium, που σημαίνει μάσκα ή μανδύας και δείχνει ότι η ΑΦ αφορά στην κάλυψη των αντιδράσεων μιας ανίατης ασθένειας ή στην παροχή προστασίας σε εκείνους που δεν μπορούν να βοηθηθούν από τη θεραπευτική αγωγή. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ 1980), είναι η ενεργητική, σφαιρική φροντίδα των ατόμων που η νόσος τους δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή. Πρωταρχικός σκοπός της είναι η ποιότητα ζωής, ο έλεγχος του πόνου και η αντιμετώπιση ψυχοκοινωνικων και πνευματικών αναγκών ασθενών με καταληκτικά νοσήματα, σε όλα τα στάδια της νόσου. Η παρηγορητική φροντίδα δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα των ασθενών αλλά περιλαμβάνει εξίσου το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον το οποίο επηρεάζει και επηρεάζεται εξίσου από το ασθενές πρόσωπο. Αναφερόμενοι στην παρηγορητική ή άλλως συμπτωματική ή ανακουφιστική θεραπεία κάνουμε λόγο για μια προσέγγιση φροντίδας και υποστήριξης στην οποία συνυπολογίζονται οι συναισθηματικές, ψυχολογικές και πνευματικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες με τρόπο ώστε να έχουν ισότιμη βαρύτητα με τις εκάστοτε επικρατούσες σωματικές-παθολογικές απαιτήσεις. Σκοπός της παρηγορητικής φροντίδας είναι η διασφάλιση της όσο δυνατόν καλύτερης ποιότητας ζωής στον ασθενή και στην οικογένεια του. Η ηθική της παρηγορητικής φροντίδας απαιτεί μια δεξιοτεχνική εξισορρόπηση των πρακτικών ιατρικών απαιτήσεων με τις ατομικές ανάγκες, αξίες και επιθυμίες έκαστου ασθενούς, αντιμετωπίζοντας κάθε ανθρώπινη οντότητα ως μοναδική. Σκοπός είναι η διασφάλιση μιας ποιοτικής ζωής τη στιγμή που αυτή επιβαρύνεται από δυσάρεστα συμπτώματα, όπως είναι ο πόνος. Εξαιρετικής σημασίας θεωρείται ο έλεγχος του πόνου, των άλλων συμπτωμάτων, καθώς και των ψυχολογικών, των κοινωνικών και των πνευματικών προβλημάτων. Σήμερα, η ΑΦ θεωρείται ότι αφορά στη φροντίδα που αρχίζει μετά τη διάγνωση μιας σοβαρής νόσου, βαδίζει παράλληλα με την όποια άλλη θεραπεία για παράταση ζωής μέχρι την ολοκλήρωσή της και συνεχίζει ως φροντίδα των οικογενειών 63


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ τους που τη χρειάζονται και οι οποίοι νοσηλεύονται σε υπηρεσίες οξείας, μακροχρόνιας και κατ’ οίκον φροντίδας. Μεγάλη επικάλυψη με τον όρο της ΑΦ έχει η υποστηρικτική φροντίδα (ΥΦ) που αφορά στην πρόληψη και στη διαχείριση των αρνητικών επιπτώσεων μιας απειλητικής για τη ζωή νόσου και της θεραπείας από τη διάγνωση έως και την ίαση, την αποκατάσταση, καθώς και το θάνατο και το πένθος. Αποδεκτές αξίες στην ΑΦ είναι: η αυτονομία, η αξιοπρέπεια, η ποιότητα ζωής του ασθενούς, η σχέση μεταξύ ασθενούς και επαγγελματία υγείας, η θετική στάση απέναντι στη ζωή και το θάνατο, η επικοινωνία, η ευαισθητοποίηση και η ενημέρωση της κοινωνίας, η διεπιστημονική προσέγγιση και η υποστήριξη στο θρήνο και στο πένθος. (Ε. Πατηράκη) Ο Ρόλος της οικογένειας – της κοινότητας - της ενορίας Η συμβολή της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου στην ενίσχυση της αυτοεικόνας του ατόμου που έχει υποστεί κάποια απώλεια είναι σημαντική. Άτομα που δέχονται κοινωνική υποστήριξη αναπτύσσουν θετικότερη αυτοεικόνα από τα άτομα που δε δέχονται και εμφανίζουν λιγότερα καταθλιπτικά φαινόμενα, (Orr, Reznikoff και Smith 1989). Έρευνες έχουν δείξει ότι η οικογένεια και οι φίλοι μπορούν να παίξουν ένα τεράστιο, πολύ σημαντικό ρόλο και μπορούν να βοηθήσουν τον ασθενή να «διαλεχθεί» και να αντιμετωπίσει τη χρόνια νόσο. Πολλές φορές οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να φροντίσουν τον ασθενή και το κάνουν. Αλλά είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουν το πως να επικοινωνήσουν και να αλληλοαντιδράσουν με τον ασθενή. Εάν έχετε μια Χρόνια Ασθένεια O Βάλτε ένα τέλος στα «μυστικά» μέσα στην οικογένεια. Με άλλα λόγια η ειλικρίνεια είναι η καλύτερη πολιτική. O Συμπεριλάβετε στην επικοινωνία και τα παιδιά σας. O Να είστε επιλεκτικοί. Διαλέξτε με ποιους θέλετε να μοιραστείτε τα συναισθήματά σας και τους προβληματισμούς σας. O Να είστε ξεκάθαροι για το πως η οικογένεια και οι φίλοι μπορούν να βοηθήσουν. O Μην ντρέπεστε να ζητήσετε βοήθεια. O Διεκδικείστε τα δικαιώματά σας.(Εστιατόρια, θέατρα, αεροπλάνα). O Ενταχθείτε σε μια υποστηρικτική ομάδα. (American Psychological Association)

64


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ Πως να βοηθήσεις ένα φίλο με ΧΑ? O Αν κάποιος που αγαπάς υποφέρει από ΧΑ, μάθε για την ασθένειά του, διάβασε, αλλά ρώτησε και τον ίδιο πως νοιώθει, πως έχει επηρεάσει τη ζωή του. O Βοήθησέ τον με τις καθημερινές δουλειές. ( Πάω σούπερ μαρκετ θέλεις κάτι; Θέλεις να σου πλύνω κάποια ρούχα;) O Συζήτησε με τον/την σύζυγο πως μπορείς να βοηθήσεις ή ποιες δουλειές πρέπει να οργανωθούν. O Πάρε τα παιδιά του για μια βόλτα, ένα σινεμά κ.λ.π, βοήθησε με το σχολείο. O Μάθε αν ακολουθεί κάποια ειδική δίαιτα και μαγείρεψε κάτι γι’ αυτόν. O Δος του την άνεση να μιλήσει, να εκτονωθεί. Όλοι χρειαζόμαστε κάποια στιγμή έναν ώμο να κλάψουμε. O Μη ντραπείς να πεις: «Μακάρι να ήξερα τι να σου πω. Αλλά σε νοιάζομαι και είμαι εδώ για σένα». O Μη φοβάσαι να του πεις ένα αστείο, ένα ανέκδοτο, να τον κάνεις να γελάσει. Σημασία έχει ο τρόπος και η στιγμή που θα ειπωθεί. Να του υπενθυμίζεις ότι παρά τις δυσκολίες τα καταφέρνει καλά. O Αντιμετώπιζέ τον σαν ολότητα παρά τους όποιους «περιορισμούς». Ο ασθενής θέλει να αισθάνεται ότι είναι ικανός και ελέγχει την κατάσταση και όχι ότι έχει μια τεράστια ταμπέλα που λέει «ανίκανος». O Στείλε ένα μήνυμα, ένα e-mail, μια κάρτα. Πως ΔΕ θα βοηθήσεις ένα φίλο με ΧΑ? O Μη λες ποτέ «πως πρέπει» ή «πως δεν πρέπει» να νοιώθει. O Μη βιάζεσαι να συμπεράνεις ότι γνωρίζεις τι του συμβαίνει O Μη λες «πότε θα σηκωθείς απ’ το κρεβάτι»; Έχω ακούσει ότι η ασθένεια σου οφείλεται στο στρες. O Μην κάνεις συγκρίσεις O Μη συζητάς χειρότερες περιπτώσεις O Μη συστήνεις φαρμακευτική αγωγή ή θεραπείες που κάποιος άλλος ακολουθεί. O Μην τον κριτικάρεις αν «γκρινιάζει», ή παραπονείται. O Μη βιάζεσαι να πεις «όλα θα πάνε καλά» ή «ο Θεός θα σε θεραπεύσει». Είναι σαν να μην καταλαβαίνεις πως νοιώθει και πιθανόν να αποφύγει να εκφραστεί άλλη φορά. O Πάντα να λαμβάνεις υπόψη σου τις δυνατότητες του ασθενή. Μη λες «έλα να πάμε μια βόλτα..» O Μη ρωτάς τι κάνεις; Πώς νοιώθεις; Καλύτερα «πως πάει η μέρα σου;» Θέλεις κάποια βοήθεια σήμερα; 65


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

  

     

 

Annandale, E.C. (1989) The malpractice crisis and the doctor- patient relationship. Sociology of Health and Illness. 11, 1–23. Antonovsky, A. (1979) Health Stress and Coping. London: Jossey Bass British Journal of Clinical Psychology (2011), 50, 350–363. - After The Diagnosis: From Crisis to Personal Renewal for Patients With Chronic Illness, Dr. JoAnn LeMaistre PhD, Ulysses Press, Berkeley CA, 1995. Burry M.(1991) Sociology of Health and Illness. Volume 13, issue 4, p.451468. Catherine Jane Golics, Mohammad Khurshid Azam Basra, M Sam Salek, Andrew Yule Finlay, (2013),The impact of patients’ chronic disease on family quality of life: an experience from 26 specialties. International Journal of General Medicine. European Association for Palliative Care. White Paper on standards and norms for hospice and palliative care in Europe: Part 1. Recommendations from the o European Association for Palliative Care. Eur J Pal Care 2009, 16:278−289 o Καραμανίδου Χριστίνα (2006) Χρόνιες Παθήσεις και Ψυχική Υγεία. www.klinikiagios loukas/article_id=72 Newby, NM. Chronic Illness and the Family Life-Cycle. Journal of Advanced Nursing, 23, 786-791, 1996. Παπαδημητρίου Αλέξανδρος, (2008) Εισήγηση στο 1 ο Διεθνές Συνέδριο για την Πομαντική Διακονία στο χώρο της Υγείας, Ρόδος. Πατηράκη Ελισάβετ, Ανακουφιστική Φροντίδα:Φροντίδα στα Όρια της Ζωής; ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ 2012, 51(4): 351–353 Rosenberg, C. E. (1989) Disease in history: frames and framers. Milbank Quarterly 67, Suppl. 1, 1–15. Σαπουντζή-Κρέπια, (2004), Χρόνια Ασθένεια & Νοσηλευτική Φροντίδα. The WHOQOL GROUP. The World Health Organization Quality of Life Assessment (WHOQOL): Position paper from the Health Organization. Soc. Sci Med 1995, 41:1403-1409. Vitosky H. , (1961), Coping behaviour under extreme stress, Arch Gen Psychiatry, 27-32. World Health Organization. Palliative care. The solid facts. WHO, Copenhagen, 2004 66


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΩΝ     

Williams, G. (1984) The genesis of chronic illness: narrative reconstruction. Sociology of Health and Illness, 6, 174–200. Williams, S. J. Bury, M. R. (1989a) Impairment disability and handicap in chronic respiratory disease. Social Science and Medicine, 29, 609–16. Williams, S. J. Bury, M. R. (1989b) ’Breathtaking’: the consequences of chronic respiratory disorder, International Disability Studies, 11, 3, 114–20. Winterhalter JG,(1992), Group support for families during the acute phase of rehabilitation, Holistic Nursing Practice, 23-31. http://www.iatronet.gr/article.asp?art_id=17875 http://www.healthview.gr/node/21271 http://ec.europa.eu/health/ageing/policy/index_el.htm

67


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

4Η ΕΝΟΤΗΤΑ

Η τεχνοκρατική ανάπτυξη και οι νεώτερες επιστημονικές ανακαλύψεις στον χώρο της ιατρικής επιστήμης είναι αξιοθαύμαστες και η πρόοδος προς όφελος των ασθενών εντυπωσιακή. Συγχρόνως όμως η ιατρική πράξη γίνεται όλο και πιο απρόσωπη και η προσοχή εστιάζεται στην αντιμετώπιση ασθενειών μάλλον παρά ασθενών1. Το αποτέλεσμα είναι οτι ο νοσηλευόμενος στο σύγχρονο νοσοκομείο, εκτός από τον πόνο και την αγωνία της αρρώστιας του, έχει να παλέψει και με τα αμείλικτα υπαρξιακά ερωτήματα, πού αναπόφευκτα αναδύονται2: Ο πόνος και το νόημά του, το νόημα της ζωής και του ενδεχόμενου θανάτου, η ύπαρξη και ο ρόλος του Θεού ή οι ενοχές βιώνονται σιωπηλά μέσα στους θαλάμους των νοσοκομείων, μακριά από την οικεία καθημερινότητα και τα οικεία αγαπημένα πρόσωπα3, μέσα σε μία μοναξιά εξαιρετικά οδυνηρή4. Υπό τέτοιες ή παρόμοιες, ακραίες πολλές φορές, συνθήκες καλείται ο ιερέας του νοσοκομείου να είναι παρών και να μπορεί να ανταποκριθεί όχι μόνο στις απλές ανθρώπινες ανάγκες των ασθενών αλλά και στις πνευματικές και τις υπαρξιακές, εφόσον οι άρρωστοι δεν είναι απλά φορείς πασχόντων οργάνων αλλά προσωπικές υπάρξεις, πού έχουν απόλυτη ανάγκη τη σχέση με τούς άλλους ανθρώπους και με τον Θεό5. Στις κρίσιμες ώρες του πόνου και της μοναξιάς ο ιερέας καλείται με την παρουσία του να κάνει αισθητή την παρουσία του Θεού και φανερή την ύπαρξη της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού6, καθώς «ἡ Ἐκκλησία το Χριστοῦ κατὰ τὸν μακάριον Παῦλον σῶμά ἐστι το Χριστοῦ»7. Η σημασία της ενδονοσοκομειακής ποιμαντικής παρέμβασης βρίσκει το «τέλος» της και τις ουσιαστικές της διαστάσεις όταν ανάγεται στην εσχατολογική, σωτηριολογική διάσταση της ιερατικής διακονίας. Δεν εξαντλείται όμως εκεί και, ασφαλώς, δεν μπορεί να περιορίζεται συνειδητά η ασυνείδητα σε συναισθηματικά αποστασιοποιημένες αναφορές σε θαυματουργικές θεραπείες, παραβλέποντας όE. J. CASSEL, Reactions to physical illness and hospitalization. στό: Psychiatry in General Medical Practice, G. Usdin & J. M. Lewis (eds), McGraw-Hill, New York, 1979, σελ. 103-131. 2 K. DEPOORTERE, A Different God, A Christian Overview of Suffering, Peeters Press Louvain – W. B. Eerdmans, Belgium, 1995, σελ. 8. 3 E. J. CASSEL, The nature of suffering and the goals of medicine, Oxford University Press, New York, 1991. 4 Στ. ΚΟΦΙΝΑΣ (πρωτοπρ.), Ὁ ποιμένας καί τό σύγχρονο νοσηλευτικό προσωπικό, Κοινωνία, τεύχ. ΚΕ, 1982, σελ. 288-305. 5 A. H. BECKER, The Compassionate Visitor: Resources for Ministering to People Who Are Ill, Augsburg Fortress Publishers, 1985. 6 Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, «Σῶμα Χριστοῦ», στό: Δογματικῆς τμῆμα ε΄, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι , 1973, σελ. 128-170. - Ἀθανάσιος ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, στό: Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα, 1984, σέλ. 83-126. 7 ΙΩΑΝΝΟΥ του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περί Ἱερωσύνης, Λόγος Τέταρτος, β΄, PG 48, 665. 1

68


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

λες τις άλλες διαστάσεις της διαπροσωπικής και συμπάσχουσας ποιμαντικής παρουσίας, επικοινωνίας και προσφοράς. Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις εκείνες, άπου ἡ ψυχολογική κατάσταση το ασθενούς ἤ της οικογένειας του οδηγεί στη χρησιμοποίηση της –καταρχήν θεμιτής και ευλογημένης- ελπίδας για το θαύμα8, όχι με το πνευματικό ἦθος το «γενηθήτω το θέλημά Σου» αλλά ως ασυνείδητη άρνηση ή υπονόμευση της προτεινόμενης από τούς γιατρούς θεραπείας9. Όλα αυτά υπογραμμίζουν την ανάγκη της κατανόησης του ασθενούς ως προϋπόθεσης για την ποιμαντική του προσέγγιση. Το κείμενο που ακολουθεί, προερχόμενο από την γραφίδα του πρωτοπρεσβυτέρου π. Σταύρου Κοφινά, Συντονιστή του Δικτύου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ποιμαντική Διακονία στον Χώρο της Υγείας, μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την κατανόηση του πως αισθάνεται και τι αντιμετωπίζει ένας νοσηλευόμενος ασθενής και μας καθοδηγεί στην επιλογή τρόπων ποιμαντικής προσέγγισης που λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα που περιγράφει: Η παρουσία του ιερέως στο νοσοκομείο συμβολίζει εμφατικά μια υφιστάμενη σύγκρουση. Ο ιερεύς αντιπροσωπεύει τη μυστικιστική και την υπέρλογη πλευρά του ανθρώπου που ζητάει παρηγοριά και ελπίδα κάπου αλλού πέρα από την επιστημονική και τεχνολογική εικόνα που τα σύγχρονα ιατρικά κέντρα θέλουν να προβάλλουν. Στις κρίσιμες στιγμές για τον άρρωστο, ο ποιμένας συμβολίζει την ελπίδα για ζωή και για το προσωπικό συμβολίζει την Θεία φώτιση. Εκτός απ’ αυτές τις «κρίσιμες στιγμές», η παρουσία του ιερέως συμβολίζει την πραγματικότητα του πεπερασμένου της ανθρώπινης υπάρξεως και τις ατέλειες και τους περιορισμούς της ιατρικής επιστήμης, κάτι που τον εμποδίζει πολλές φορές να γίνει ένας στενός συνεργάτης του προσωπικού ή ένας στενός συμπαραστάτης του αρρώστου. Η θέση του ιερέως είναι μια θέση με πολύ μοναξιά. Ο Heijer Faber στο βιβλίο του «Ποιμαντική φροντίδα στο σύγχρονο Νοσοκομείο» συγκρίνει αυτά τα συναισθήματα της εντάσεως και της μοναξιάς με τα συναισθήματα του παλιάτσου ενός τσίρκου. «Ο παλιάτσος έχει ένα ιδιαίτερο λειτούργημα. Βάζει τα πράγματα σε μια προοπτική. Δείχνει ότι υπάρχουν άλλες απόψεις στη ζωή εκτός από τις εντυπωσιακές πραγματικότητες, Πρβλ. «Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ χριστιανική πίστη στηρίζει τή βεβαιότητά της καί τή βιωματική ἐμπειρία στή δυνατότητα αὐτή τοῦ θαύματος ὡς πραγματικῆς ‘λειτουργίας ζωῆς’ καί στήν ὕπαρξη τῶν θαυμάτων ὡς πραγματικῶν ιστορικῶν γεγονότων. Τά θαύματα στό χῶρο τῆς Καινῆς Διαθ ήκης καί τά θαύματα στήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνουν». Γεώργιος ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Τά θαύματα, οὐσιῶδες στοιχε ίο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, σ τό: Ἡ Ἱστορική Πορεία τοῦ Ἰησοῦ , ἀπό τή φάτνη ὡς τόν κενό τάφο , ἐκδ. Δ όμος, Ἀθήνα, 1991, σελ. 394. 9 Πρβλ. Βλάντετα ΓΙΕΡΟΤΙΤΣ, Περί Ἀσθενειῶν, Προσευχῆς καί Φαρμάκων, στό: Μόνο τά Ἔργα τῆς Ἀγάπης Μένουν , ἐκδ. Ἄθως , Ἀθήνα, 2001, σελ. 196-203. 8

69


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

όπως η τεχνολογία και η επιστήμη. Ο παλιάτσος αντιπροσωπεύει μια άποψη της ζωής που είναι απαραίτητη για να γίνει η ζωή υποφερτή. Έχει το δικό του μήκος κύματος, το δικό του πρότυπο… Για τον παλιάτσο, το κοινό είναι κάτι παραπάνω από ένα αντικείμενο της τέχνης του, όπως συμβαίνει για τους άλλους καλλιτέχνες του τσίρκου. Ο παλιάτσος έχει συνάφεια με το κοινό στις ακραίες καταστάσεις της υπάρξεώς μας, όπως η θλίψη, το παράλογο, οι αποτυχίες… Ενώ είναι μέσα σε όλα που γίνονται, είναι μόνος του σε όλα που κάνει και αντιπροσωπεύει». Αυτή η σύγκριση μεταξύ του παλιάτσου στο τσίρκο και του εφημέριου του νοσοκομείου είναι ιδιαίτερα ζωντανή για τον Ορθόδοξο ποιμένα, που με την εξωτερική του εμφάνιση έρχεται σε οξεία αντίθεση με το δυτικό και «επιστημονικό» περιβάλλον του σύγχρονου νοσοκομείου. Όμως, αυτή η αντιθετική εικόνα είναι αυτό που κάνει τη θέση του ποιμένος τόσο δυναμική και χαρισματική. Ο ποιμένας, η διακονία του και η χαρισματική του παρουσία εντός του θεραπευτικού περιβάλλοντος δεν θα έπρεπε να είναι αποχωρισμένα από τον άρρωστο, αλλά θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μιας θεραπευτικής σχέσεως με αυτόν. Ίσως αυτό να ακούγεται σαν κοινοτυπία, αλλά είναι ανάγκη να τονισθεί γιατί όλοι εμείς που υπηρετούμε σαν εφημέριοι σε νοσοκομεία το ξεχνάμε πολύ συχνά. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή είναι πιο εύκολο για τον εφημέριο του νοσοκομείου να είναι ένας καλός λειτουργός ή τελετάρχης σε επίσημες εορτές, ή να παριστάνει τον «καλό παπά» που συζητάει φιλοσοφικά θέματα ή να είναι ο εξομολόγος για ένα «εκλεκτό» ποίμνιο απ’ το νοσηλευτικό προσωπικό, αντί να παραστέκει με συμπάθεια και κατανόηση σε κάποιον που είναι κατάκοιτος και αγωνίζεται να επιζήσει. Για να μπορεί ένας ποιμένας να το κάνει αυτό όμως, πρέπει να έχει μια επαρκή κατανόηση για το τι αισθάνεται ο άρρωστος μέσα στην ψυχή του και πρέπει να ξέρει πώς ο ίδιος αντιμετωπίζει το δικό του ανθρώπινο πόνο. Μαζί με το σωματικό πόνο ο άρρωστος βιώνει απώλεια και αποχωρισμό. Απλώς και μόνο επειδή είναι άρρωστος και βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο, περιορίζεται ο χώρος του και η κινητικότητά του και του έχει αφαιρεθεί ο έλεγχος του φυσικού και διαπροσωπικού του περιβάλλοντος. Το κομοδίνο του χρησιμοποιείται και για άλλους σκοπούς. Το κρεβάτι του δεν είναι το δικό του κρεβάτι. Διάφοροι άνθρωποι του μιλάνε και του απευθύνουν προσωπικές ερωτήσεις πολύ συχνά μάλιστα χωρίς να κτυπήσουν την πόρτα πριν να μπούνε στο δωμάτιό του. Δεν μπορεί να διαθέσει όπως θέλει το χρόνο του καθώς τον οδηγούν βιαστικά κάθε τόσο για να τον υποβάλλουν σε διάφορες εξετάσεις. Τον ξυπνούν συχνά τα βογγητά και οι αναστεναγμοί των άλλων αρρώστων μαζί με τους θορύβους που κάνει το προσωπικό. Δεν μπορεί να δέχεται τις επισκέψεις των μελών της οικογένειάς του όταν θέλει. 70


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

Δέχεται την «εισβολή» συρίγγων, θερμομέτρων, ακτίνων, για να μην αναφέρουμε τα χειρουργικά εργαλεία που μπαίνουν μέσα του ή πάνω του και του δίνουν το αίσθημα ότι έχει χάσει τον έλεγχο του κορμιού του. Όπως πολλοί άρρωστοι μου λένε: «Δεν μπορώ να πάω στο αποχωρητήριο όπως και όταν θέλω». Αυτή η κατάσταση φέρνει στον άρρωστο τη μεγαλύτερη δυνατή η απώλεια της επικοινωνίας. Όπως πολύ ωραία περιγράφει κάποιος «δεν μπορείς να πας στους φίλους και συγγενείς σου για συντροφιά, πρέπει να έλθουν αυτοί σε σένα και τις πιο πολλές φορές δεν έρχονται». Στην αστική κοινωνία είναι πιο δύσκολο να υποφέρει κανείς αυτές τις απώλειες εξ αιτίας των μεγάλων αποστάσεων. Ένας πατέρας δυο παιδιών αφήνει την οικογένειά του και τη δουλειά του στην Κρήτη, γιατί έχει ανάγκη από τεχνητό νεφρό. Μια μητέρα αφήνει τον εργαζόμενο άντρα της με ένα παιδί είκοσι μηνών, γιατί την χτύπησε ένα αυτοκίνητο και έχει ανάγκη νευροχειρουργικής επεμβάσεως. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που έπαθε καρδιακή προσβολή, αναγκάζεται να αφήσει την ήσυχη ζωή του χωριού της, για να ζήσει με το παιδί της και τα εγγόνια της στριμωγμένα σ’ ένα τριάρι μέσα στο θόρυβο της πόλεως. Όταν κάποιος δοκιμάζεται από τέτοιες περιστάσεις, τότε αισθάνεται τη μοναξιά που συνοδεύει τον πόνο. Μοιάζει με τον Ιώβ, που είπε «αλλογενής ήμην», σε σχέση με την οικογένεια και τους φίλους του (Ιώβ 19: 30-20) και τον παραλυτικό που είπε «άνθρωπον ουκ έχω» (Ιωάν. 5:7). Τότε αρχίζει να διερωτάται «Γιατί εγώ;», γιατί αισθάνεται ότι υφίσταται μια παράλογη και άδικη επίθεση που του προκαλεί οργή και αγανάκτηση (Ιώβ 3: 10). Καταλαβαίνοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες του, αισθάνεται ταπεινωμένος και ένοχος και ψάχνει για να βρει παρηγοριά και έναν τρόπο να συμβιβασθεί με τον εαυτό του και με τον Θεό (Ιώβ 7: 10). Απογυμνωμένος από την ταυτότητά του και την αυτοεκτίμησή του, προσπαθεί να βρει την ελπίδα που έχει χάσει και να επανακτήσει αυτό που καταστράφηκε (Ιώβ 19: 9-10). Όλες αυτές οι προσπάθειες είναι μόνο μια συνέχεια των ψυχικών αγώνων και δυσκολιών που προηγήθηκαν της νοσηλείας και απετέλεσαν το έδαφος της αρρώστιας. Το πρόβλημα για τον ποιμένα είναι εάν ο ίδιος θα γίνει μια προέκταση της μοναξιάς και της απελπισίας που αισθάνεται ο άρρωστος ή εάν θα τον βοηθήσει να επανακτήσει την ελπίδα και να αποκαταστήσει επικοινωνία με το περιβάλλον του. Ο ποιμένας μπορεί, είτε να γίνει μια προέκταση της αποπροσωποιήσεως της σύγχρονης ιατρικής ή μπορεί να βοηθήσει την ιατρική να γίνει πιο ανθρώπινη και το νοσηλευτικό περιβάλλον πιο υποφερτό. Ιδιαίτερα ο ποιμένας μπορεί να κάνει τον άρρωστο να αισθάνεται μεγαλύτερη την απόσταση που τον χωρίζει από τη χάρη του 71


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

Θεού, ή μπορεί να γίνει ένας πραγματικός πνευματικός οδηγός και συνοδός που θα βοηθήσει τον άρρωστο να δει τη ζωή του κάτω από το φως της Θείας Χάριτος. Το ακόλουθο παράδειγμα διευκρινίζει όσα ανέφερα παραπάνω: - (Όταν χτύπησα την πόρτα της Κυρίας Χ άκουσα): Ναι. - (Όταν άνοιξα την πόρτα της είπα): Χαίρετε. Εγώ είμαι ο παπά-Σταύρος ο ιερεύς του νοσοκομείου. Θα μπορούσα να σας δω για λίγο; - Ναι, περάστε. - Το όνομά σας; - Ελένη Χ. (Ήταν περίπου 65 χρονών). Γιατί με επισκέπτεσθε; Τι θέλετε; Θα πεθάνω; - Όχι… όχι… Εγώ είμαι ο ιερεύς του νοσοκομείου και προσπαθώ να επισκεφθώ όλους τους ασθενείς, όχι μόνο τους ετοιμοθάνατους. - Δεν νόμιζα ότι επρόκειτο να πεθάνω, αλλά για να με επισκέπτεσθε εσείς, τότε… Είχα προβλήματα με τα μάτια μου. Λένε ότι πέτυχε θεραπεία και ότι σε λίγες μέρες θα πάω σπίτι. Τουλάχιστον έτσι λένε. - Δίνετε την εντύπωση ότι έχετε πολλές αμφιβολίες. (Με κοίταξε εξεταστικά παραμένοντας σιωπηλή. Κατάλαβα ότι έπρεπε η γυναίκα αυτή να αποκτήσει μια ακριβέστερη αντίληψη της πραγματικότητας). Λοιπόν… βλέπετε καλύτερα τώρα; - Ναι… Είσθε βέβαιος ότι δεν θα πεθάνω; - Προσπαθώ να σας πω ότι δεν φαίνεσθε σαν ένας άνθρωπος που πρόκειται να πεθάνει και τώρα μου είπατε ότι βλέπετε καλύτερα… (σιωπή)… Από πού είστε; Σιγά-σιγά άρχισε να μου λέει ότι ήταν από τη Ρουμανία, ότι είχε χάσει τον άνδρα της πριν από πολλά χρόνια και ότι ανάθρεψε τα παιδιά της μόνη της. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του άνδρα της, ήλθε στην Ελλάδα εξ αιτίας της επικρατήσεως του Κομμουνισμού. - Όλα αυτά θα έπρεπε να ήταν όχι μόνο δύσκολα, αλλά να σας έκαναν να νοιώσετε πολλή μοναξιά. - Ναι (μελαγχολικά)… Είστε βέβαιος ότι δεν θα πεθάνω; (Όπως φαινόταν δεν είχαμε ασχοληθεί αρκετά με αυτή την απορία). - Δεν ξέρω κανέναν που μπορεί να είναι βέβαιος γι’ αυτό, αλλά φαίνεται ότι αυτό το θέμα σας απασχολεί πολύ. Γιατί; - Αφού με επισκέπτεσθε! Οι ιερείς συνήθως επισκέπτονται τους αρρώστους όταν είναι έτοιμοι να πεθάνουν. Εγώ θα φύγω σε λίγες μέρες. Τουλάχιστον έτσι λένε. - Όπως είπατε εσείς η ίδια δεν περιμένετε ότι θα πεθάνετε και εγώ σας είπα ότι δεν επισκέπτομαι μόνο ετοιμοθάνατους… Είπατε ότι έχετε εγγόνια. Μένουν στο σπίτι; Πού θα πάτε όταν φύγετε από δω; 72


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

Μιλήσαμε για τα παιδιά και τα εγγόνια της και για το πώς αισθανόταν σα γιαγιά. Ομολόγησε ότι ορισμένες φορές της ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα και να δεχθεί ότι τα χρόνια της ήταν πια μετρημένα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες της, είπε ότι ήταν ικανοποιημένη με την οικογένειά της και ξαφνικά πρόσθεσε: - Εγώ δεν είμαι θρησκευτική. Δηλαδή, πηγαίνω στην εκκλησία κάποτε, στις μεγάλες γιορτές. Συζητήσαμε τους λόγους γι’ αυτό και τις δυνατότητες αλλαγής. Ζήτησε οδηγίες και διευκρινήσεις για τη νηστεία και την προσευχή και ξαφνικά πάλι είπε: - Εγώ νόμιζα ότι οι ιερείς μιλάνε μόνο με τους «θρησκευτικούς» ανθρώπους. - Πότε ήταν η τελευταία φορά που μιλήσατε με ιερέα; Εννοώ παραπάνω από ένα «χαίρετε». - Δεν έχω μιλήσει σε ιερέα για πράγματα σαν κι αυτά που μιλήσαμε… Και ξέρετε, δεν θα πεθάνω. Θα γίνω καλύτερα. Θα περάσετε πάλι να με δείτε πριν φύγω; Ο πρώτος συσχετισμός που έκανε αυτή η γυναίκα της θρησκείας, συμβολιζομένη υπό του ιερέως στο νοσηλευτικό περιβάλλον, ήταν με τον θάνατο. Η έλλειψη εμπιστοσύνης που αισθανόταν, η ιδέα που είχε για τον εαυτό της σε σχέση με την προχωρημένη ηλικία της και η ενοχή που αισθανόταν σε σχέση με την εκκλησία, ήταν η ρίζα αυτού του συσχετισμού. Η δική μου ευαισθησία σ’ όλα αυτά και η τοποθέτησή τους σε μια ρεαλιστική προοπτική της έδωσε την ελπίδα που χρειαζόταν για μια ολοκληρωμένη ανάρρωση. Αν την απέφευγα και αν δεν είχα ασχοληθεί με τα θέματα που την απασχολούσαν, δεν θα την είχα βοηθήσει να αναπτύξει τις εσωτερικές της δυνατότητες και να βρει την ελπίδα που είχε ανάγκη. Το παράδειγμα που ανέφερα είναι κοινό. Δεν είναι μοναδικό. Στη θέση αυτής της γυναίκας θα μπορούσε να είναι ένας μεσήλικας άνδρας που είχε υποστεί καρδιακή προσβολή εξ αιτίας της αδυναμίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της οικογένειάς του, μια γυναίκα που έχει χάσει την εμπιστοσύνη της σε όλους και σε όλα γιατί ξέρει ότι είναι γεμάτη καρκίνο και ότι κανείς δεν της λέει την αλήθεια, ή μια οργισμένη νέα που υποφέρει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Εάν θέλουμε να προσφέρουμε μια αληθινή και σημαντική διακονία σε τέτοιες περιστάσεις, τότε θα πρέπει να δούμε κάθε άρρωστο σαν άτομο με τα δικά του προβλήματα, αγώνες, δυνατότητες και αδυναμίες. Κάθε άρρωστος έχει την ανάγκη να πει τη δική του «ιστορία» σε κάποιον που έχει την διάθεση να την ακούσει. Μπορεί να υπάρχει μια διαφορά στη διάθεση και θέληση από τον άρρωστο να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη, αλλά η ανάγκη υπάρχει και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Σπάνια, εάν ποτέ, θα έλθει κάποιος να πει στον άρρωστο «φαίνεσθε πικραμένος, γιατί;». Σπάνια, εάν ποτέ, θα βρεθεί κάποιος που μπορεί να καθήσει και

73


Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥΣ

να ακούσει την απάντηση και να βοηθήσει τον άρρωστο να βρει μια λύση στο πρόβλημά του. Οι περισσότεροι από το προσωπικό και τους συνοδούς θα προτιμούσαν να πούν «έλα τώρα, δεν έχεις τίποτα. Δεν πρέπει να αισθάνεσαι έτσι». Μια τέτοια αντιμετώπιση, όμως, δεν βοηθάει τον άρρωστο να αναπτύξει καρτερικότητα, αλλά τον οδηγεί στην απελπισία. Εάν ο ποιμένας αντιπροσωπεύει τον Χριστό, ο οποίος «τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν» (Ματθ. 8: 19), είναι ο πιο κατάλληλος και υπεύθυνος από το νοσηλευτικό προσωπικό να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Είναι στα χέρια του ποιμένα να αναπτύξει το δικό του τρόπο με τον οποίο θα γνωρίσει τι ακριβώς θέλει να πει ο άρρωστος και να το αξιοποιήσει για την ανθρώπινη ανάπτυξή του. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει ο ποιμένας να είναι διατεθειμένος να αναλάβει ένα πνευματικό αγώνα, να συμμετάσχει στον πόνο του θλιμμένου ανθρώπου και όχι να προσπαθήσει να ναρκώσει τον πόνο με μια προσευχή ή έναν καλό λόγο. Η ποιμαντική διακονία των νοσηλευομένων είναι κάτι παραπάνω από το να ρωτήσεις τους αρρώστους ποιος θέλει να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει. Όταν ο ιερεύς το κάνει αυτό, η εκκλησία, τα μυστήρια και ο Θεός γίνονται ένα άλλο απρόσωπο και χωρίς ευαισθησία στοιχείο της νοσηλείας που εξοργίζει εκείνους που αισθάνονται ότι είναι θύματα μιας ζωής γεμάτης μοναξιά και φέρνει περισσότερη απελπισία σε αυτούς που αισθάνονται ασύγνωστα μια υπερβολική ενοχή. Ακριβώς αυτή τη μοναξιά, απελπισία, οργή και ενοχή ξεδιάλυνε ο Χριστός στους αρρώστους και δαιμονισμένους με την προσωπική επαφή του, το πραγματικό ενδιαφέρον, την ευσπλαχνία και κατανόησή του. Αντιμετωπίζοντας αυτόν τον ανθρώπινο πόνο, μπορεί ο ποιμένας να πει στον άρρωστο ειλικρινά και αποτελεσματικά «έχετε υποφέρει πολύ, από πού παίρνετε τη δύναμη να αντιμετωπίσετε αυτόν τον πόνο;» και τότε μπορεί να μιλήσει για τα Μυστήρια και να τα προσφέρει σαν πηγή δυνάμεως στον άρρωστο. Τα Μυστήρια και οι ευχές δεν είναι ο σκοπός, αλλά είναι τα μέσα και τα φάρμακα που έχει στη διάθεσή του ο ποιμένας για την ποιμαντική διακονία και θεραπεία των ψυχών. Ένας σοφός γιατρός πρέπει να ξέρει πότε και πώς να χρησιμοποιεί αυτά τα φάρμακα. Ούτε πρέπει να μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα της διακονίας μας με πόσους κοινωνάμε κάθε εβδομάδα. Ο τελικός σκοπός της διακονίας των νοσηλευομένων είναι να παρουσιάσει το ενδιαφέρον του ποιμένα σαν την έκφραση του ενδιαφέροντος του Χριστού και της εκκλησίας που εκείνος αντιπροσωπεύει, σε κάθε άρρωστο χωρίς διάκριση και χωρίς υποχρέωση, πραγματοποιώντας αυτό που γράφει ο Απόστολος Παύλος «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6: 2).

74


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ 5Η ΕΝΟΤΗΤΑ

Τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας, οι δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες θεραπευτικές μέθοδοι και η υψηλή εξειδίκεύση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού αποτελούν, αναμφισβήτητα, θετικές εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης. Ταυτοχρόνως, αυτές οι αξιοθαύμαστες επιστημονικές πρόοδοι επαληθεύουν με το χειρότερο τρόπο το γνωμικό «ουδέν καλόν αμιγές κακού». Οι ίδιες ακριβώς λαμπρές και ευεργετικές για τον άνθρωπο πρόοδοι συνιστούν τους γενεσιουργούς παράγοντες εξαιρετικά περίπλοκων και σοβαρών προβλημάτων. Στη σύγχρονη Ιατρική επικρατούν φιλοσοφικές αντιλήψεις, όπου κυριαρχεί η χρηστική προσέγγιση των όντων: καθετί που προσφέρει ικανοποίηση και ευχαρίστηση είναι καλό. Καθετί πού γεννά οδύνη και δυστυχία είναι κακό. Επομένως, ο σκοπός της ιατρικής θεραπευτικής περιορίζεται στην υποχρέωση να απαλείψει τον πόνο από τη ζωή και να κάνει τον άνθρωπο «ευτυχισμένο». Όμως, όσο πιο απρόσωπη και τεχνοκρατική γίνεται η ιατρική πράξη, όσο περισσότερο η θεραπευτική νοοτροπία εστιάζει την προσοχή της στην αντιμετώπιση ασθενειών παρά ασθενών1, τόσο περισσότερα, δυσκολότερα και, κατά βάση, καινοφανή βιοηθικά διλήμματα ταλανίζουν τον ιατρικό προβληματισμό και εγείρουν σοβαρά ποιμαντικά ερωτήματα. Η προσέγγιση των νοσούντων διέπεται έτσι από ένα βασικό έλλειμμα, το οποίο συνεπάγεται ανάλογες επιπτώσεις στον καθορισμό της σχέσης μεταξύ ποιμαντικής και ιατρικής πράξης. Η προαναφερθείσα αντίληψη περί του τί συνιστά νόσο αποτελεί, τελικά, μια έκφραση του ηδονοκρατικού πνεύματος που καθόρισε τις σύγχρονες πολιτισμικές εξελίξεις. Επιπλέον, παρά τη φαινομενική υπέρβαση αντιλήψεων του παρελθόντος, αυτή η προσέγγιση παραμένει στο βάθος της πουριτανική και μονομερής. Με άλλα λόγια, ενώ θεωρείται σχεδόν αυτονόητο, ότι οι ανθρωπιστικές ιατρικές αντιλήψεις, στις οποίες στηρίζεται ο τρόπος λειτουργίας των νοσοκομείων, εμφορούνται από τα ιδεώδη του χριστιανικού μας πολιτισμού, στην πράξη αγνοούνται ή παραθεωρούνται θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας. Τέτοια βασική αρχή, με ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας, είναι ότι ο άνθρωπος είναι «πεπτωκώς», έχει εκπέσει από τις αρχικές υπαρξιακές του προδιαγραφές. Μία από τις συνέπειες της «Πτώσης» είναι ότι η οδύνη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ηδονής στην καθημερινότητα του ανθρώπινου βίου 2. Το ευκολότερο παράδειγμα συνύπαρξης ηδονής-οδύνης είναι η επίπτωση που έχουν στην υγεία οι διατροφικές μας συνήθειες. Η παραθεώρηση αυτής της βασικής αρχής συνεπάγεται ότι καμία ιατρική ή κοινωνικο-πολιτισμική παιδαγωγία δεν ενδιαφέρεται να προετοιμάσει, τόσο τον υποψήφιο πάσχοντα όσο και τον γιατρό, για τη συνάντησή με την οδύνη. Το αποτέλεσμα είναι η εμφανής ανισορροπία μεταξύ του ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη ικανοτήτων αποδοχής και αξιο-

CASSEL, E. J., Reactions to physical illness and hospitalization, στο G. Usdin & J. M. Lewis (eds): Psychiatry in General Medical Practice, New York: McGraw-Hill, 1979, σελ. 103-131. 2 ΕΥΣΕΒΙΟΣ αρχιμ., Ηδονή Οδύνη, Ο διπλός καρπός της αισθήσεως, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1990. 1

75


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ ποίησης αυτής της ωριμοποιού διάστασης του βίου3 και της μονομερούς επικέντρωσης απλώς και μόνο στην τεχνοκρατική απάλειψη της οδύνης. Χάνεται έτσι αυτό που ο Berdiaev περιγράφει ως την ευκαιρία «μετατροπής της δύσθυμης και σκοτεινής οδύνης και απελπισίας, που οδηγεί σε όλεθρο, σε μεταμορφωμένη οδύνη που οδηγεί στη σωτηρία» 4. Πόσο «εύσπλαχνη» είναι όμως η θεμελίωση των θεραπευτικών παρεμβάσεων, όταν η επιστήμη καλείται να θεραπεύσει τον άνθρωπο, αδιαφορώντας για θεμελιώδη συστατικά της υπάρξεώς του, όπως είναι οι βαθύτερες οντολογικές προεκτάσεις της ελευθερίας του, δηλαδή, οι υπερβατικές ανάγκες του; Η ανατολική χριστιανική παράδοση πίστευε πάντοτε πώς η κατανόηση της νοσηρότητας της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να κατανοηθεί μηχανιστικά, χωρίς αναφορά στις συνέπειες της κακοδιαχείρισης της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου. Σύμφωνα με την πατερική σκέψη, η πεμπτουσία της νοσηρότητας βρίσκεται στη φιλαυτία. Ο Μάξιμος ο ομολογητής, ο κατεξοχήν θεολόγος της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ηδονής και οδύνης, εναρμονιζόμενος με τη «συμφωνία των πατέρων» (consesus patrum), ορίζει το πυρηνικό αυτό πάθος ως τη γενεσιουργό αιτία όλων των παθών5. Ο ιερός Φώτιος, αναλύοντας τη σκέψη του αγίου Μαξίμου διευκρινίζει ότι η φιλαυτία, η οποία αντικατέστησε την αγάπη προς τον Θεό, γέννησε την ηδονή. Επειδή, όμως, η ηδονή ήταν ανάμεικτη με την οδύνη, ο άνθρωπος μπλέχτηκε σε μια αέναη και απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει την ηδονή και να αποβάλει την οδύνη. Από αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια γεννήθηκε ο όχλος των παθών6. Είναι προφανές ότι μία καρδιά υπόδουλη στην κυριαρχία των παθών θάλπει και συντηρεί αλώβητη τη φιλαυτία στον πυρήνα της εμπαθούς της κατάστασης. Είναι, όμως, τότε, δυνατόν να λειτουργεί αυτό που η πατερική γλώσσα ορίζει ως «ελεήμονα καρδία» 7 στην νοσηλευτική πραγματικότητα; Όμως και η σύγχρονη επιστημονική ψυχολογική σκέψη, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το πρόβλημα του ναρκισσισμού, διατυπώνει την άποψη ότι στον πυρήνα του εσωτερικού μας κόσμου λειτουργεί, ανεπιγνώστως, μια ψευδής, εξαιρετιTHOMASMA, D. C., KUSHNER, T. A., Dialogue on Compassion and Supererogation in Medicine, Cambridge Quarterly of Healthcare Ethics, τ. 4, 1995, σελ. 415-425 4 BERDIAEV, N., Divine and human, London, 1981, σελ. 81. 5 ΜΑΞΙΜΟΣ ο Ομολογητής, κεφ. αγαπ. ΙΙ, Ι, P.G., 90, 985 εξ. : «Θέλεις να ελευθερωθείς από τα πάθη, αποτίναξε τη μητέρα των παθών, τη φιλαυτία» (κεφ. αγαπ. ΙΙ,Ι). 6 ΦΩΤΙΟΣ, βιβλιοθ. κωδ. 192 – P.G. 103, 637 εξ. 7 ΙΣΑΑΚ του Σύρου: «Καρδία ελεήμων είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν, και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού, και ου δύναται βαστάξαι, ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Δια τούτο και υπέρ των αλόγων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι αυτούς, και ιλασθήναι αυτοίς ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως καθ΄ ομοιότητα του Θεού», Ισαάκ του Σύρου Ασκητικά, Λόγος Πα΄, περί διαφοράς αρετών και περί τελειότητος παντός δρόμου, εκδ. Β Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 306. 3

76


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ κά υπερτιμημένη εκτίμηση του εαυτού μας8. Μόνο πού εδώ, αναφερόμενοι στον εσωτερικό άνθρωπο, δεν συναντάμε τον όρο φιλαυτία αλλά τους όρους «μεγαλειώδης εαυτός» (grandiose self) και “παντοδύναμο αρχαϊκό αντικείμενο» (archaic omnipotent object)9. Στην ψυχοδυναμική ορολογία που αναφέρεται στις λεγόμενες «αντικειμενοτρόπες σχέσεις» (object relations), ο όρος «εαυτός» αποτελεί έννοια που αναφέρεται στον κεντρικό πυρήνα της προσωπικότητας. Ο όρος «μεγαλειώδης εαυτός», «περιγράφει τον φυσιολογικό, πρώιμο νηπιακό, επιδειξιομανή εαυτό, ο οποίος νιώθει ένα με το «σύμπαν» που γνωρίζει και κυριαρχείται από την ευτυχισμένη εμπειρία να είναι το παντοδύναμο κέντρο όλης της ύπαρξης»10. Η αναφορά στο παντοδύναμο αρχαϊκό αντικείμενο παραπέμπει στην ενδοψυχική νηπιακή αναπαράσταση της μητρικής εικόνας, βιωμένης ανάλογα με τις προϋποθέσεις του μεγαλειώδους εαυτού11. Ό,τι συνεχίζει να επιβιώνει στο ασυνείδητο του ενήλικα από αυτό τον «μεγαλειώδη εαυτό» και από το «παντοδύναμο αρχαϊκό αντικείμενο» είναι αυτό που, εκφραζόμενο ή όχι, αποτελεί τον πυρήνα της λιγότερο η περισσότερο κρυφής μας έπαρσης, της αλαζονείας μας. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται και από την ψυχολογική σκέψη η πυρηνική θέση που κατέχει η φιλαυτία και η σημασία της. Εδώ βρίσκεται και η ρίζα της δυσανεξίας που παρουσιάζουμε στις απογοητεύσεις ή στις ματαιώσεις (frustration), καθώς και των ανάλογων ψυχοσυναισθηματικών μας αντιδράσεων όταν προκύψουν τέτοιες προκλήσεις12. Είναι εμφανές ότι η ικανοποίηση της αίσθησης παντοδυναμίας προσφέρει ηδονή ενώ κάθε αμφισβήτησή της προκαλεί οδύνη. Ο λεγόμενος αρχαϊκός ή πρωτογενής ναρκισσισμός «αναφέρεται στην αρχική βρεφική φάση ανάπτυξης των σχέσεων με το αντικείμενο, όταν το παιδί δεν έχει διαφοροποιήσει τον εαυτό του από τον εξωτερικό κόσμο. ΄Όλες τις πηγές ευχαρίστησης τις θεωρεί, με μη ρεαλιστικό τρόπο, ότι προέρχονται από μέσα του, δίνοντας μια ψευδή αίσθηση παντοδυναμίας» ΜΑΝΟΣ, Ν., Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχιατρικών Όρων, εκδ. University ρκισσισμού, τον φυσιολογικό και τον παθολογικό. Η φυσιολογική λειτουργία του ναρκισσισμού συνεπάγεται ότι το υποκείμενο έχει σταθερή, ρεαλιστική εικόνα του εαυτού του και ώριμες επιθυμίες και ιδανικά καθώς επίσης και ικανότητα για σύναψη σταθερών και βαθιών διαπροσωπικών σχέσεων (object relations). Ο παθολογικός ναρκισσισμός συνοδεύεται από πρωτόγονες απαιτήσεις, υπερβολική ανάγκη θαυμασμού από τους άλλους και ρηχές, κακής ποιότητας διαπροσωπικές σχέσεις. Συνήθως εκφράζεται με μια μορφή εξευγενισμένης, άκαμπτης τελειότητας του υποκειμένου και εξασθενημένη την ικανότητα για έκφραση ενδιαφέροντος κατανόησης και αγάπης για τους άλλους. MOORE, B. E., FINE, B. D., Psychoanalytic terms and concepts, The American Psychoanalytic Association and Yale University Press, New Haven and London, 1990, σελ. 125. KERNBERG, O., Borderline Conditions and Pathological Narcissism, εκδ. Aronson, New York, 1975. 9 Σύμφωνα με τις νεότερες ψυχαναλυτικές θεωρίες, «η ισορροπία του πρωτογενούς ναρκισσισμού διαταράσσεται από τις αναπόφευκτες ελλείψεις της μητρικής φροντίδας αλλά το παιδί αναπληρώνει την προηγούμενη τελειότητα α) με την εγκατάσταση μεγαλειώδους και επιδειξιομανούς εικόνας του εαυτού: τον μεγαλειώδη εαυτό (grandiose self)· και β) εναποθέτοντας την προηγούμενη τελειότητα σε έναν αξιοθαύμαστο, παντοδύναμο (μεταβατικό – transitional) "εαυτό-αντικείμενο" (self-object): το εξιδανικευμένο γονεϊκό πρότυπο (idealized parent imago) ». KOHUT, Η., The analysis of the self, International University Press, New York, 1975, σελ. 25. 10 MOORE, B. E., FINE, B. D., Psychoanalytic terms and concepts, …, σελ. 177. 11 Ο.π., σελ.. 178. 12 KOHUT Heinz, Thoughts on Narcissism and narcissistic Rage, The Psychoanalytic Study of the child, New York, Quadrangle books, 1972, τομ. 27, σελ. 360-400. 8

77


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ Η προσφορά φροντίδας προς έναν ασθενή είναι δυνατόν να αποτελέσει πηγή τέτοιων προκλήσεων; Προκλήσεων προς την κατεύθυνση επιβεβαιώσεως της παντοδυναμίας, όταν κάποιος διαχειρίζεται τη ζωή και τον θάνατο ενός άλλου. Προκλήσεις και προς την κατεύθυνση συνεχούς διάψεύσής της, μέσω της βίωσης αλλεπάλληλων ναρκισσιστικών πληγμάτων, αφού η αρρώστια και ο θάνατος κάνουν αισθητή αενάως την οδυνηρή παρουσία τους. Αρκεί να αναλογιστούμε τον συνεχή τραυματισμό της ασυνείδητης παντοδυναμίας μας όταν αποτυγχάνουν οι θεραπείες, όταν συναισθανόμαστε την ανεπάρκειά μας να συμπονέσουμε πραγματικά τον πάσχοντα χωρίς να καταρρεύσουμε ψυχικώς, όταν φροντίζοντας έναν ασθενή καλούμαστε σε συνεχή επαφή με την υπενθύμιση της δικής μας θνητότητας κ.λπ. Έτσι συγκροτείται, τελικά, ένα οξύμωρο σχήμα. Η ιατρική πράξη και γενικότερα η φροντίδα του ασθενούς είναι εξ ορισμού πράξη ευσπλαχνίας, λόγω, όμως, της παραγνωρίσεως των αδυναμιών της πεπτωκυίας ανθρώπινης φύσης υποδουλώνεται και διαστρέφεται μέσω των αμυντικών μηχανισμών που επιστρατεύονται για την προστασία μας από όσα απειλούν την ανεπίγνωστη φιλαυτία ή -με επιστημονικούς όρους- τη ναρκισσιστική μας ισορροπία,. Είναι, άραγε, όσα αναφέραμε έως εδώ υποθέσεις που βρίσκονται μακριά από τη χειροπιαστή πραγματικότητα της νοσηλευτικής πραγματικότητας; Η επιλογή μερικών παραδειγμάτων από όσα συμβαίνουν στην καθημερινή κλινική εμπειρία μπορεί να δείξει καλλίτερα τις επιπτώσεις αυτής της αντιφατικής κατάστασης, όπου η ευσπλαχνία εκφράζεται άσπλαχνα, υπό το κράτος συναισθηματικών εμπλοκών: Η βοήθειά προς τον ασθενή ξεκινά πλήρης αλτρουισμού. Όμως η ασυνείδητη αποφυγή του άγχους που προκαλεί η επαφή με τη νόσο και τις ψυχολογικές προκλήσεις που αυτή συνεπάγεται, οδηγεί σε μετατροπή της θεραπείας του ασθενούς σε απρόσωπη προσπάθεια θεραπείας του πάσχοντος οργάνου του. Άλλωστε, αυτό καθαυτό το μοντέλο της ιατρικής εκπαίδευσης ασχολείται με την εκμάθηση αντιμετώπισης ασθενειών μάλλον παρά ασθενών13. Με το πρόσχημα της επιστημονικότητας -στην πραγματικότητα υπό το κράτος βασικών ψυχολογικών αμυντικών μηχανισμών, όπως η άρνηση, η διανοητικοποίηση, η απομόνωση του συναισθήματος, κ.α.- η Μαρία, π. χ., παύει να υπάρχει ως πάσχον πρόσωπο και μετατρέπεται στη νεφρική ανεπάρκεια του τρίτου κρεβατιού. Όμως η πραγματικότητα του ασθενούς είναι πολύ πιο περίπλοκη. Ένας νοσοκομειακός ιερέας γράφει: «Μαζί με τον σωματικό πόνο ο άρρωστος βιώνει απώλεια και αποχωρισμό. Απλώς και μόνο επειδή είναι άρρωστος και βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο, περιορίζεται ο χώρος του και η κινητικότητά του και του έχει αφαιρεθεί ο έλεγχος του φυσικού και διαπροσωπικού του περιβάλλοντος. Το κομοδίνο του χρησιμοποιείται και για άλλους σκοπούς. Το κρεβάτι του δεν είναι το δικό του κρεβάτι. Διάφοροι άνθρωποι του μιλάνε και του απευθύνουν προσωπικές ερωτήσεις, πολύ συχνά, μάλιστα χωρίς ούτε να χτυπήσουν την πόρτα πριν να μπούνε στο δωμάτιό του. Δεν μπορεί να διαθέσει όπως θέλει τον χρόνο του καθώς CASSEL, E. J., Reactions to physical illness and hospitalization, στο G. Usdin & J. M. Lewis (eds): Psychiatry in General Medical Practice, New York: McGraw-Hill, 1979, σελ. 103-131. 13

78


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ τον οδηγούν βιαστικά κάθε τόσο για να τον υποβάλουν σε διάφορες εξετάσεις. Τον ξυπνούν συχνά τα βογκητά και οι αναστεναγμοί των άλλων αρρώστων μαζί με τους θορύβους που κάνει το προσωπικό. Δεν μπορεί να δεχθεί τις επισκέψεις της οικογενείας του όταν θέλει. Δέχεται την "εισβολή" συρίγγων, θερμομέτρων, ακτίνων, για να μην αναφέρουμε τα χειρουργικά εργαλεία που μπαίνουν μέσα του ή απάνω του και του δίνουν το αίσθημα ότι έχει χάσει τον έλεγχο του κορμιού του. … Όταν κάποιος δοκιμάζεται από τέτοιες περιστάσεις, τότε αισθάνεται τη μοναξιά που συνοδεύει τον πόνο»14. Αποτελεί κοινό τόπο η παρατήρηση πως ο ασθενής που υποφέρει βιώνει βαθιά μοναξιά και αισθήματα απομόνωσης15. Ο άνθρωπος που νοσεί αναπόφευκτα παλινδρομεί ψυχοσυναισθηματικά. Είναι αναγκασμένος να παραδώσει τη φροντίδα του εαυτού του σε άλλους, με τρόπους που παραπέμπουν σε πρωιμότερες, παιδικές φάσεις εξαρτήσεων και ψυχοσυναισθηματικών αναγκών. Νιώθει εντονότερη την ανάγκη ευσπλαχνίας του είδους, που περιγράφεται στην βιβλική ορολογία: Rahamim: η «φυσική συμπαθής τρυφερότητα και προσήλωση προς τον άνθρωπο, η τρυφερότητα που έχει την πηγή της στον μητρικό κόλπο ή στα έγκατα, δηλαδή στην καρδιά του πατέρα ή του αδελφού». Τούτη η πραγματικότητα συνιστά πειρασμό τόσο για τον ασθενή, που βιώνει συγκρουσιακά την ανάγκη για εξάρτηση, όσο και για αυτόν που φροντίζει τον ασθενή, ο οποίος αποκτά ξαφνικά μια μορφή εξουσίας πάνω του. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται παρά για την προσπάθεια του πρώτου να αποφύγει την οδύνη μιας ταπείνωσης και του δεύτερου να αποφύγει το άγχος και την κατάθλιψη που προκαλεί η επαφή και η επικοινωνία με τα αντίστοιχα συναισθήματα του ασθενούς, δηλαδή, επίσης ένα είδος ταπείνωσης. Έτσι προτιμάται η αποπροσωποποίηση της σχέσης16. Όσο λεπτότερο είναι το κέλυφος της φιλαυτίας τόσο ευκολότερο να προσεγγίσεις τον άλλο και να τον ακούσεις. Όμως, «όταν ακούς τον πόνο δεν μπορείς να μην ακούσεις και τη θλίψη. Όταν ακούς τη δυστυχία δεν μπορείς να μην ακούσεις και την οργή. Όταν ακούς την απόγνωση δεν μπορείς να μην ακούσεις τη μοναξιά… (Και) …αν καλλιεργήσεις το χάρισμα του «ακούειν», τότε δεν μπορείς να αποφύγεις να αγγίξεις τη δική σου θλίψη και δυστυχία, να νιώσεις τη δική σου οργή, απόγνωση και μοναξιά», γράφει ο π. Σταύρος Κοφινάς17. Το συμπέρασμα είναι ότι υπό αυτές τις συνθήκες η συνάντηση με τον πάσχοντα κινδυνεύει από την ανάπτυξη μιας σχέσης μεταξύ ενός άβουλου, ψυχολογικά παλινδρομημένου ασθενούς και ενός αυταρχικού, συναισθηματικά αποστασιοποιημένου θεραπευτή. Αυτά τα

ΚΟΦΙΝΑΣ (π.) Σταύρος, Ο ποιμένας και το σύγχρονο νοσηλευτικό προσωπικό, Κοινωνία, 1982, τ. ΚΕ΄, σελ. 288-305. 15 CASSEL, E. J., The nature of suffering and the goals of medicine. Oxford University Press, New York, 1991. 16 ΣΟΛΔΑΤΟΣ Κ. Ρ., ΣΑΚΚΑΣ Π. Ν., ΜΠΕΡΓΙΑΝΝΑΚΗ Ι. Δ., Ψυχολογικές αντιδράσεις του καρκινοπαθούς και η επικοινωνία γιατρού-ασθενούς, στο: Ψυχολογική προσέγγιση ατόμων με καρκίνο, (eds) Φ. Αναγνωστόπουλος, Δ. Παπαδάτου, εκδ. Φλόγα, Αθήνα 1986, σελ. 41-46. 17 ΚΟΦΙΝΑΣ (π.) Σταύρος, Προσεγγίζοντας τον εαυτό μας και τον συνάνθρωπο μέσα από τη φιλανθρωπία, ομιλία (αδημοσίευτη) στην ιερατική σύναξη Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίνος, Οκτώβριος, 1999. 14

79


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ φαινόμενα δεν φαίνεται να αποτελούν σπάνιο φαινόμενο στη σύγχρονη νοσοκομειακή πραγματικότητα. Μια πρόσφατη έρευνα, στην Καλιφόρνια της Αμερικής, που διερεύνησε σε ποιο πρόσωπο αισθάνονται ότι μπορούν οι σοβαρά πάσχοντες να εμπιστευθούν τις βαθύτερες σκέψεις και φόβους σχετικά με τα προβλήματα που συνεπάγεται η νόσος τους, έδειξε την εξής σειρά προτίμησης: α) Οι εθελοντές επισκέπτες, κυρίως εκ μέρους της θρησκευτικής τους κοινότητας. β) Οι άλλοι ασθενείς. γ) Οι φίλοι. δ) Ο ιερέας του νοσοκομείου, με την ιδιαιτερότητα ότι άλλοι τον θεωρούσαν πρώτο στη σειρά ως το ιδανικότερο πρόσωπο και άλλοι ήταν πολύ αμφίθυμοι για μια τέτοια επαφή. ε) Το νοσηλευτικό προσωπικό. 6) Τελευταίο το ιατρικό προσωπικό, το οποίο θεωρούσαν πολύ απασχολημένο με τα τεχνικά ζητήματα, ώστε να μπορεί να ασχοληθεί και με τα συναισθήματά τους18. Πόσο καλή όμως είναι η φροντίδα του ασθενούς, αν ληφθεί υπόψη η καίρια σημασία της ποιότητας στην επικοινωνία μεταξύ θεραπευτού-ασθενούς; Για κάθε ουσιαστική διαπροσωπική επικοινωνία είναι απαραίτητη η συναισθηματική διάσταση της επαφής. Τότε, ο κάθε θεραπευτής «νιώθει» πραγματικά το συνολικό πρόβλημα του νοσούντος –το σωματικό και τις ψυχολογικές και υπαρξιακές του διαστάσεις- και ο ασθενής έχει τη βεβαιότητα ότι αυτός όντως τον «νιώθει»19. Με άλλα λόγια, η εντελώς απαραίτητη, για τη σωστή θεραπευτική συμμαχία δεν μπορεί να εγκατασταθεί αν δεν αναδύεται η αγαπητική ευαισθησία για τον πόνο του άλλου20, η οποία δεν προκαλείται από οίκτο ή συμπόνια εκφραζόμενη από θέσεως ισχύος αλλά φανερώνει τη συναίσθηση της κοινής μας αδυναμίας και ευαλωτότητας21. Ιδού πως ορίζει η πατερική μας παράδοση τί σημαίνει εύσπλαχνη διάθεση: «Καρδία ελεήμων είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος» 22, γράφει ο Ισαάκ ο Σύρος. Αλλά, ταυτοχρόνως, «έστι δαίμων κενοδοξίας προς ελεημοσύνην προτρεπόμενος» υπενθυμίζει ο Ιωάννης της Κλίμακος23. Προφανώς, ο γιατρός δεν είναι ο μόνος αρμόδιος και κάποτε ίσως είναι και ακατάλληλος για να καλύψει όλες αυτές τις υπαρξιακές και συναισθηματικές ανάγκες. Τούτο δεν συνεπάγεται, όμως, αυτόματη νομιμοποίηση μιας τεχνοκρατικής, αποστασιοποιημένης στάσης του γιατρού. Πολύ περισσότερο δεν ερμηνεύει το γιατί παρουσιάζεται τόσο ακατανόητη, μερικές φορές, η ανάγκη συνεργασίας του γιατρού με άλλους πιο κατάλληλους για την εκάστοτε περίπτωση «θεραπευτές». Με άλλους δηλαδή «ειδικούς» που μπορεί να φανούν PANGRAZZI (rev.) Arnaldo, The Chaplain, Religious Assistance, and the Chaplaincy, Dolentium Hominum, Church and health in the world, τομ. 33, ετ. XI, 1996 No 3, σελ. 35-42. 19 ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, Ι. Γ., Η επικοινωνία γιατρού-αρρώστου, περ. Ιατρική, 1980, τ. 37, σελ. 273-276. 20 MORE, E S., Empathy as a Hermeneutic Practice, Theoretical Medicine, τ. 17, 1996, σελ. 243-254. 21 FOX, M., A spirituality named compassion and the Healing of Global Village, Hampton & Row, San Francisco, 1979. 22 ΙΣΑΑΚ ο Σύρος, Ισαάκ του Σύρου Ασκητικά, Λόγος Πα΄, περί διαφοράς αρετών και περί τελειότητος παντός δρόμου, εκδ. Β Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 306. 23 ΙΩΑΝΝΟΥ του Σιναϊτου, Κλίμαξ, εκδ. Ι.Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός, Αττικής, 1978, σελ. 300α. 18

80


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ πολύτιμοι τόσο στον ασθενή όσο και στον ίδιο τον γιατρό. Το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα είναι οι δυσκολίες συνεργασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού με τους ιερείς αλλά και τους ψυχολόγους ή τους ψυχιάτρους του νοσοκομείου. Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς και για τη σημαντική ευθύνη και την αρνητική συμβολή και των άλλων «θεραπευτών» στα δυναμικά αυτών των συγκρουσιακών καταστάσεων. Εδώ θα αρκεστούμε μόνο στην παρατήρηση, ότι συχνά το πρόβλημα παρουσιάζεται ως ιδεολογικό. Όμως στο βάθος χαρακτηρίζεται από τις ίδιες ψυχολογικές δυσκολίες που προσδιορίζουν και τις σχέσεις γιατρού-ασθενούς, όπως τις περιγράψαμε στις προηγούμενες ενότητες. Και σ’ αυτή την περίπτωση υποφώσκει στο βάθος του συγκρουσιακού χάσματος το πρόβλημα της απειλής των ψυχολογικών ασφαλιστικών δικλείδων στις οποίες στηρίζεται η αυτοεκτίμησή μας, όπως, για παράδειγμα, είναι ο τρόπος με τον οποίο έχουμε επενδύσει στον κοινωνικό ή επαγγελματικό μας ρόλο, στην ιδεολογία, στη θρησκεία, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, κ.λπ24. Το αποτέλεσμα είναι η απώλεια μιας εξαιρετικά σημαντικής διάστασης στον τρόπο που οργανώνεται η παροχή ιατρικών υπηρεσιών, όπου και πάλι ένα είδος εκλεπτυσμένης έκφρασης της ανθρώπινης φιλαυτίας υπονομεύει τις δυνατότητες μιας πολύ πιο σφαιρικής, δυναμικής και φιλεύσπλαχνης, δηλαδή κατ’ ουσία φιλάνθρωπης θεραπευτικής παρέμβασης. Ο όρος «ευσπλαχνία» κουβαλάει σημαντικό ποσοστό «ανωφελούς φορτίου» καθώς έχει διαστρεβλωθεί από τη στενή, χρησιμοθηρική ηθικολογία που χαρακτηρίζει αιώνες τώρα τη δυτική εκδοχή της χριστιανοσύνης και από τη ναρκισσιστική διαστροφή της φιλανθρωπίας στον καθημερινό βίο μας. Παρ’ όλα αυτά, η ευσπλαχνία στην καθαρή της μορφή δεν αποτελεί απλώς μια πιθανή έκφραση της φροντίδας του ασθενούς σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις αλλά τον πυρήνα που καθορίζει το ήθος μιας όντως φιλάνθρωπης νοσηλευτικής πραγματικότητας. Είναι, όμως χίμαιρα να πιστεύει κανείς ότι η προσφερόμενη από ένα νοσηλευτικό ίδρυμα φροντίδα θα γίνει κάποτε πλήρως εύσπλαχνη. Ότι θα υπερβεί όσες εκπτώσεις υφίσταται ακριβώς επειδή οργανώνεται και εξασκείται από πεπτωκότες ανθρώπους, φορείς εκ γενετής του ιού της φιλαυτίας. Είναι ωστόσο σημαντικό να αποδεχθούμε τη νοσηρή πραγματικότητα της υπάρξεώς μας. Τότε μπορούμε ίσως να προβληματιστούμε σοβαρά για το τί μπορούμε να κάνουμε. Ο ιός της φιλαυτίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαγνωσθεί και να θεραπευτεί –οι μόνοι θεραπευμένοι έχουν ήδη καταταγεί στα αγιολόγια της Εκκλησίας. Μπορούμε, όμως, να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο πώς οι άνθρωποι που καλούνται να αντιμετωπίσουν τον ανθρώπινο πόνο μπορούν να αποκτήσουν κάποια αντισώματα εναντίον της ασπλαχνίας ή της επιστημονικά κατοχυρωμένης σκληροκαρδίας η οποία παρουσιάζεται ως ευσπλαχνία. Ίσως είναι καιρός να ληφθεί σοβαρά υπόψη η ανάγκη να συμπεριληφθούν στη βασική εκπαίδευση των γιατρών, των κληρικών και όσων άλλων επιλέγουν να υπηρετήσουν τον άρρωστο, εκπαιδευτικά προγράμματα που να τους ευαισθητοποιούν και να ευοδώνουν την ανάπτυξη ενός όντως θεραπευτικού και άρα φιλεύσπλαχνου επαγγελματικού ήθους. ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ, π. Α., Η «σωτηριολογική» διάσταση της Ψυχιατρικής, περ. Σύναξη, τευχ. 25, ΙανουάριοςΜάρτιος, 1988, σελ. 35-42 24

81


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ Όσα, κυρίως επιστημονικού χαρακτήρα, περιγράφηκαν στις προηγούμενες παραγράφους επιτρέπουν να καταλάβουμε καλύτερα τις δυσκολίες που συνεπάγονται στο πρακτικό επίπεδο αυτές οι ασυνείδητες επεξεργασίες, οι οποίες υπόκεινται αυτού που συνοπτικά μπορούμε να ορίσουμε ως το φαινόμενο της συναισθηματικής εμπλοκής. Η κατανόηση της φύσεως αυτών των δυσκολιών είναι πολύ χρήσιμη για τον ιερέα που καλείται να διακονήσει ασθενείς, διότι ο χώρος μέσα στον οποίο υπηρετεί και άρα ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να κινηθεί πρέπει να πληροί επαγγελματικές προδιαγραφές. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να τηρούνται κάποια standards, κάποιες βασικές αρχές, οι οποίες προφυλάσσουν τον ασθενή από μια λανθασμένη ποιμαντική προσέγγιση και τον ιερέα, τουλάχιστον όσον αφορά στο κύρος της υπηρεσίας που προσφέρει μέσα στον χώρο των νοσηλευτηρίων. Όταν ο ιερέας εργάζεται μέσα στο Νοσοκομείο, καλείται να προσεγγίσει τον ασθενή μέσα σε ένα πλαίσιο, όπου υπάρχουν άλλοι αρμόδιοι και υπεύθυνοι για τη λειτουργία του νοσηλευτικού πλαισίου, οι οποίοι είναι επαγγελματίες, όπως οι γιατροί, οι νοσοκόμοι κτλ. Σε αυτό το πλαίσιο εργασίας, η συναισθηματική εμπλοκή αφορά τόσο σε συνειδητές όσο και σε ασυνείδητες διαστάσεις. Η συνειδητή διάσταση αναφέρεται πρώτιστα στην αναγνώριση της υποχρέωσης να τηρούνται κάποιες βασικές «επαγγελματικές» αρχές που διέπουν την ενδονοσοκομειακή και γενικότερα τη διακονία του ασθενούς. Μια τέτοια βασική αρχή είναι η εχεμύθεια, η διατήρηση του επαγγελματικού απόρρητου. Είναι προφανές, ότι η εγκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης είναι θεμελιώδους σημασίας και η καλλιέργεια τους αποφασίζεται εξαρχής και συνειδητά, εμποδίζοντας την συναισθηματική εμπλοκή με την προσωπική ιστορία του ασθενούς να υπονομεύσει την υποχρέωση τήρησης του «επαγγελματικού» απορρήτου. Όσο «γοητευτικές» ή «συγκινητικές» ή «τραγικές» και αν είναι οι ιστορίες που μπορεί να ακούσουμε δεν επιτρέπεται να τις κουβεντιάσουμε με τον γείτονα, τον φίλο μας ή την πρεσβυτέρα. Ακόμη και κατά την χρήση ιατρικών ιστορικών για εκπαιδευτικούς λόγους τα προσωπικά στοιχεία του ασθενή τροποποιούνται ώστε να διατηρηθεί το απόρρητο. Το πρώτο στοιχείο, λοιπόν, που οι ιερείς μοιράζονται με τους άλλους επαγγελματίες του Νοσοκομείου, και αυτό προσδίδει αξιοπιστία στη συνεργασία με τους άλλους επαγγελματίες της υγείας, είναι η εχεμύθεια. Γενικότερα, είναι σημαντικό ο ιερέας του νοσοκομείου να γνωρίζει και να τηρεί συνειδητά τα όρια και την δεοντολογία της ειδικής αυτής μορφής διακονίας, σεβόμενος τις προδιαγραφές και τις γενικές αρχές εύρυθμης λειτουργίας του εκάστοτε νοσηλευτηρίου. Ωστόσο, το δυσκολότερο σκέλος της συναισθηματικής εμπλοκής σχετίζεται με τις ασυνείδητες ψυχολογικές διαδικασίες. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας συναισθηματικής εμπλοκής, είναι μια μορφή αμυντικής αντίδρασης σε όσα εκμυστηρεύεται ο ασθενής ώστε ο ιερέας, αντί να ακούει την αγωνία

82


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ του σπεύδει να του μεταφέρει τη δική του ή να του «κλείσει» το στόμα με ένα κήρυγμα, επειδή δεν αντέχει συναισθηματικά να ακούσει τον πόνο του. Η σχέση με οποιονδήποτε άνθρωπο, υγιή ή ασθενή, δεν παύει να είναι μια διαπροσωπική σχέση, όπου συναντώνται οι ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του ενός με τον άλλο. Ακόμη και στον μεγαλύτερο σε ηλικία άνθρωπο, όταν βρίσκεται σε κατάσταση ασθενείας, δηλαδή όταν νοσεί και αισθάνεται ότι βρίσκεται σε θέση αδυναμίας, έρχονται ξανά στην επιφάνεια παιδικές συναισθηματικές ανάγκες. Αναζητά ένα είδος φροντίδας και σχέσης που παραπέμπουν στην ανάγκη ικανοποίησης πιο παιδικών αναγκών. Υφίσταται, δηλαδή, μια ψυχολογική παλινδρόμηση, και μερικά από τα μηνύματα που εκπέμπει έχουν μια τέτοια συναισθηματική φόρτιση η οποία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την «επαγγελματική» σχέση. Συγχρόνως, ο ασθενής, είτε έχει καρκίνο είτε νοσηλεύεται για δυο-τρεις μέρες λόγω μιας απλούστερης πάθησης, συχνά κατακλύζεται από ασυνείδητους φόβους θανάτου και αντιμετωπίζει μια βαθειά υπαρξιακή ανησυχία. Έρχονται στην επιφάνεια υπαρξιακά ερωτήματα και ανησυχίες. Γιατί να το πάθω αυτό; Φταίω για κάτι; Τιμωρούμαι για κάτι; Μήπως αν δεν είχα κάνει εκείνο θα ήμουν καλά τώρα; Θα είναι καλός ο γιατρός ή ήρθα σε λάθος μέρος; Όλες αυτές οι ανησυχίες ακολουθούνται από συναισθήματα φόβου, άγχους, αγωνίας, θυμού, απογοήτευσης, τα οποία χρειάζεται να εκφραστούν, ώστε να εκτονωθούν. Ο ασθενής λοιπόν χρειάζεται να βρει κάποιον για να εναποθέσει όλα αυτά. Ο γιατρός δεν ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Ρωτάει που πονάς, σε εξετάζει και φεύγει. Το νοσηλευτικό προσωπικό συνήθως είναι λιγότερο από αυτό που είναι αναγκαίο για να καλυφθούν οι βάρδιες, οπότε δεν ευκαιρεί αλλά και δεν είναι κατάλληλο για να προσφέρει τέτοιες υπηρεσίες. Η οικογένεια άλλοτε δεν επιτρέπεται να είναι εκεί, άλλοτε τα μέλη έχουν ήδη διαταραγμένες σχέσεις και, σε κάθε περίπτωση δεν είναι σε θέση να μοιραστούν την αγωνία του ασθενούς σχετικά με κάποια θέματα, κυρίως υπαρξιακής τάξεως. Για παράδειγμα, η ευλαβής κυρία, η οποία αρρωσταίνει, εισάγεται στο νοσοκομείο και ξαφνικά αισθάνεται θυμωμένη με το Θεό για όσα της συμβαίνουν με ποιόν μπορεί να συζητήσει όλα αυτά που αισθάνεται? Και βέβαια, είναι πολύ πιθανό αυτά τα αρνητικά συναισθήματα να τα εκτονώσει στον «εκπρόσωπο του Θεού». Εάν ο ιερέας, για δικούς του λόγους, τα εκλάβει ως προσωπική επίθεση, τότε η συναισθηματική εμπλοκή μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις και σε πολύ κακή διαχείριση της ποιμαντικής σχέσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συναισθηματική εμπλοκή συνεπάγεται την ασυνείδητη επιλογή αρχικά αμυντικής και στη συνέχεια επιθετικής στάσης προς τον ασθενή παίρνοντας τον ρόλο του προστάτη ή του υπερασπιστή του Θεού. Εν ολίγοις, συναισθηματική εμπλοκή δεν είναι μόνο η υπερβολική προσέγγιση και η απώλεια των διαπροσωπικών ορίων αλλά και η αποστασιοποίηση και η τήρηση υπερβολικών αποστάσεων, όπως το να μην επιτρέπω σε κάποιον να εκφράσει αυτά που δεν αντέχω να ακούσω, «κλείνοντας» του με την στάση μου το στόμα.

83


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ Οι ασθενείς δεν παλινδρομούν μόνο όπως τα παιδιά που ζητούν υπερβολική φροντίδα αλλά και όπως τα παιδιά που θεωρούν ότι πρέπει να μας προστατεύσουν, μη εκδηλώνοντας και μη φανερώνοντας τι τους συμβαίνει. Συμπερασματικά, το θέμα της συναισθηματικής εμπλοκής έχει το πρακτικό του σκέλος, που είναι η τήρηση των δεοντολογικών ορίων, και το ανεπίγνωστο σκέλος, που απαιτεί την καλλιέργεια μιας ειδικής ευαισθησίας σχετικά με την κατανόηση του ασθενούς, την κατανόηση των δικών μου συναισθημάτων και την προσπάθεια προφύλαξης της σχέσης με τον ασθενή από παρεκτροπές που σχετίζονται με ασυνείδητες συναισθηματικές εμπλοκές. Όσο πιο νηφάλια, ψύχραιμα, με αγάπη και με έλεγχο του εαυτού μας καλλιεργούμε την ποιμαντική σχέση και επικοινωνία, τόσο καλύτερα μπορούμε να βοηθήσουμε ποιμαντικά τον ασθενή. Τούτο σημαίνει ότι αυτή η ποιμαντική σχέση απαιτεί μια συνεχή αυταπάρνηση, μια συνειδητή κένωση. Ακόμα και αν ο ιερέας δοκιμάζεται από την ίδια αρρώστια, πρέπει να το ξεχάσει εκείνη την ώρα, αλλιώς δεν μπορεί να σταθεί ουσιαστικά και αληθινά στο πλευρό του ασθενή. Η ποιμαντική διακονία του ασθενούς είναι το πεδίο όπου γίνεται πολύ εμφανές, ότι η θεία Χάρη θεραπεύει τις αδυναμίες του ιερέα και αναπληρώνει τα ελλείμματά του. Χρειάζεται όμως να Την αφήσουμε να δράσει και να αναγνωρίζουμε τις πνευματικές μας ασθένειες και ελλείψεις, ώστε να μην τις αφήνουμε, εκφραζόμενες με την μορφή της συναισθηματικής εμπλοκής, να υπονομεύουν τη διακονία μας και την προσφορά μας στον πάσχοντα συνάνθρωπο.

84


ΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ 6Η ΕΝΟΤΗΤΑ

Όσα αναφέρθηκαν σε όλες τις προηγούμενες ενότητες αποκτούν ακραίες διαστάσεις και καθίσταται εμφανέστερη η σημασία τους στις περιπτώσεις των χρονίως σοβαρά πασχόντων και ιδιαίτερα των καταληκτικών ασθενών. Οι εργασίες των ειδικών της Θανατολογίας, όπως –ενδεικτικά- της E. Kübler-Ross1, του M. Pattison2, του E. Schneidman3, του Ch. Meyer4 κ.α., είναι πολύ γνωστές και συζητημένες και το πλαίσιο του παρόντος κειμένου δεν επιτρέπει λεπτομερέστερες αναφορές. Θα σταθούμε σε ένα μόνον προβληματισμό: Όταν ο ασθενής βρίσκεται ήδη στη διαδικασία του θνήσκειν, μερικές από τις «θεραπευτικές» παρεμβάσεις ή, άλλοτε, η πλήρης εγκατάλειψή του, έχουν πάντοτε ορθολογική επιστημονική κατοχύρωση; εκφράζουν όντως εμπαθητική (empathetic) στάση απέναντι στον άρρωστο, και ανταποκρίνονται στις πραγματικές του ανάγκες; Μήπως, κάποτε, το ασυνείδητο κίνητρο είναι η ανακούφιση των αισθημάτων αδυναμίας, ενοχής και απελπισίας του ίδιου του γιατρού ή των άλλων θεραπευτών ή συμπαραστεκομένων, με οποιοδήποτε κόστος για τον ασθενή; Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει τη σημασία της ιερατικής παρουσίας στο πλευρό του ασθενούς με πολύ εμφαντικό τρόπο. Ο καθηγητής Δ. Ωραιόπουλος σημειώνει: «Ακόμη και όταν τίποτα δεν μπορεί να γίνει από πλευράς ιατρικής θεραπείας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι ασθενείς που πεθαίνουν χρειάζονται ρύθμιση του πόνου, διατήρηση της αξιοπρέπειας και της προσωπικής τους αξίας και τελικά το έσχατο "φάρμακο", την αγάπη και τη στοργή. Η παρουσία μας και η θερμή μη επικριτική στάση μας μπορεί να προσφέρει ανακούφιση, να μειώσει το άγχος και να επιτρέψει έτσι στον ασθενή να εξωτερικεύσει σκέψεις και συναισθήματα, τα οποία έχει ανάγκη να μοιραστεί επικοινωνώντας με κάποιον. Ο ευαίσθητος γιατρός, δείχνοντας σεβασμό στις αξίες του ασθενούς, μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης και έτσι να τον βοηθήσει να διευκρινίσει, να ανακαλύψει και να εκφράσει το νόημα της ζωής του. Κι’ αυτό μπορεί να προσφέρει επούλωση και ειρήνη. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι όλα αυτά χρειάζονται χρόνο, χρόνο "να είσαι παρών" και να ακούς, χρόνο να κρατήσεις ένα χέρι, χρόνο να μιλήσεις»5. Αν αυτά ισχύουν για τον γιατρό, είναι προφανές ότι ισχύουν πολύ περισσότερο για τον ποιμένα.

KÜBLER-ROSS, EL., Αυτός πού πεθαίνει (On death and Dying), μτφρ. Κ. Μιχαηλίδης, εκδ. Ταμασός, Λευκωσία, 1979. 2 PATTISON, M.E., The experience of dying, Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice Hall, 1977. 3 SCHNEIDMAN, E., Death: Current Perspectives, Palo Alto, Ca.: Mayfield, 1976. 4 MEYER, Charles, Surviving death, a practical guide to caring for the dying and bereaved, Twentythird Publications, Connecticut, 1991. 5 OREOPOULOS, D. G., Compassion and Mercy in the practice of Medicine, Humane Health Care – Electronic Edition (humanehealthcare.com), electronic volume1, No1, 2001. 1

85


ΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα κείμενο της Θεολόγου και κοινωνικής Λειτουργού κας Ευτυχίας Γιαννουλάκη, το οποίο εστιάζεται στην προσέγγιση του καταληκτικού ασθενούς, λαμβάνοντας υπόψη τις ψυχολογικές και συναισθηματικές του αντιδράσεις, όπως αυτές έχουν μελετηθεί από τις επιστήμες της συμπεριφοράς, υποδεικνύοντας και τις δυνατότητες για ποιμαντική αξιοποίηση αυτών των πληροφοριών: Σε παγκόσμιο επίπεδο η έρευνα των επιστημόνων έχει καταλήξει σε διαπιστώσεις ή γνώση των οποίων είναι πολύ βοηθητική για όσους πλησιάζουν τέτοιου σταδίου ασθενείς. Θα αναφέρουμε τον απλά διατυπωμένο πίνακα των σταδίων που βιώνει ο πάσχων: Με την ενημέρωση του ασθενούς σχετικά με τη διάγνωση η οποία προσδίδει πανικό και αίσθημα τραγικότητας. Αρνούμενος ο πάσχων την αποδοχή της τραγικής πραγματικότητας και αμυνόμενος προς αυτήν, κατά πρώτον, αρνείται ότι η διάγνωση ανήκει στον εαυτό του: «Δεν μπορεί, για κάποιον άλλον πρόκειται.» Συζητά σα να πρόκειται για άλλον άνθρωπο. Δείχνει να είναι ψύχραιμος στις πρώτες συνομιλίες. Ακολουθεί η οργή, κατευθυνόμενη προς όλους και όλα και προς το Θεό ακόμη. Οργή προς καταστάσεις, προς γεγονότα και πρόσωπα. Το παρελθόν, το παρόν, ο χώρος του νοσοκομείου προσδίδουν οργή, με βασική αιτία την ίδια τη ζωή που φθίνει. Ένα τρίτο στάδιο, «το παζάρεμα», που δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια συνομιλία με το Θεό, ως ύστατη προσπάθεια ανευρέσεως βοήθειας προς απομάκρυνση των οδυνηρότερων καταστάσεων: «Να γίνω καλά και το τάμα θα βρεθεί σε ναό που υποσχέθηκα. Συνήθως ενοχή για γεγονότα του παρελθόντος, για άλλα που έγιναν και για άλλα που δεν έγιναν. Για σκέψεις που δεν υλοποιήθηκαν και γεννούν αίσθημα αποτυχίας πραγματοποιήθηκαν. Η κατάθλιψη, γνώριμη στο τελικό στάδιο, όταν οι λειτουργίες του οργανισμού εξασθενούν, οι θεραπείες γίνονται όλο και πιο δύσκολες, οι μέρες μέσα στο νοσηλευτικό χώρο περισσότερες. Ο ίδιος ο οργανισμός αρχίζει και αντιλαμβάνεται τη φθίνουσα πορεία. Τέλος, η αποδοχή της πραγματικότητας. Υπό κάποια έννοια, συνειδητοποιείται η τελική πορεία της βιολογικής ζωής. Τα στάδια που προαναφέραμε, εναλλάσσονται χωρίς συγκεκριμένη ιεράρχηση. Πολλές φορές τα χαρακτηριστικά τους εμφανίζονται στις εκδηλώσεις του ασθενούς ανακατεμένα δυο, τριών ή και τεσσάρων σταδίων. Η προτεινόμενη Ποιμαντική στην ισχύουσα μορφή νοσηλείας και στη μέλλουσα. Οι ανάγκες που προκύπτουν από την εναλλαγή των προαναφερομένων σταδίων καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητη την προσέγγιση του πάσχοντος. Επίσης, απαραίτητη είναι η γνώση των ιδιαιτεροτήτων του τελικού σταδίου και από τους λαϊκούς εθελο86


ΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ντές και εκ μέρους των ιερέων. Άλλωστε, η Εκκλησία, σε όλες τις εποχές, αφομοίωνε στα σπλάχνα της κάθε ανακάλυψης επιστημονικής, που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα δόγματά της και εξυπηρετούσε την ανακούφιση των ανθρώπων από τους πόνους και τα βάσανα της γήινης ζωής. Εφαρμογές της Ψυχολογίας και της Κοινωνικής Εργασίας, ανοίγοντας ένα διάλογο με τη Θεολογία, είναι σε θέση να καταλήξουν σε μια σύγχρονη μορφή ποιμαντικής, εφόσον ο Θεός, διά των επιστημών, αποκαλύπτει στον άνθρωπο τα μυστικά της ψυχοσωματικής οντότητάς του. Από τα παραπάνω καθορίζεται η μορφή της φιλανθρωπίας που θα αναπτυχθεί προς τον ασθενή. Είναι πάγια κίνηση των χριστιανών να επισκέπτονται ασθενείς, κυρίως όταν νοσηλεύονται. Πώς, όμως, είναι καλλίτερα να γίνει αυτό; Να καθίσει δίπλα του και να αρχίσει τη φλυαρία ή να χρησιμοποιήσει τη σιωπή και να φτάσει καλλίτερα στην ποθητή επικοινωνία με τον άνθρωπο που βρίσκεται σε σύγχυση, με καταβολή δυνάμεων και το θάνατο στο εγγύς μέλλον. Για να μπορέσει ο εθελοντής να σταθεί εποικοδομητικά, δημιουργικά στη θέση που επέλεξε, θα χρειαστεί μια προηγούμενη εκπαίδευση του ίδιου ώστε, να μπορεί να ελέγχει τη συναισθηματική του φόρτιση. Επίσης, πολύ σημαντικό, να μπορέσει να ερμηνεύσει τη στάση του ασθενούς, τι έχει ανάγκη, τι ζητά το ύφος του και τι πραγματικά είναι γι’ αυτόν αναγκαίο. Είναι μεγάλη παιδεία για τον ίδιο τον εθελοντή να αμβλύνει τον εαυτό του στο πλησίασμα του ασθενούς. Πτυχές άγνωστες αποκαλύπτονται και το όφελος του εθελοντή είναι ανάλογο με αυτό του ασθενούς. Η σπουδή στη διάκριση της Ορθοδοξίας, καθώς επίσης, η προαγωγή της αυτογνωσίας, συμβάλλει προοδευτικά στη συνάντηση των δυο ανθρώπων με κέρδη της συναντήσεως κι από τις δυο πλευρές. Θα χρειαζόταν τα όσα έχουν προαναφερθεί προς βοήθεια των εθελοντών να προταθούν και προς τους ιερείς. Για να μπορέσει η ποιμαντική του ασθενούς να μη περιορίζεται μόνο στη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας, αλλά αυτή η πράξη να είναι αποτέλεσμα μιας ποιμαντικής που ξεκινά από την ενορία, φθάνει στο νοσοκομείο και αν χρειαστεί, επιστρέφει και στην οικογένεια. Η τάση της σύγχρονης νοσηλευτικής πολιτικής θέλει την παραμονή στο νοσοκομείο ολιγοήμερη, μόνο για θεραπείες που το απαιτούν, ενώ η ολοκλήρωση της θεραπείας να συντελείται στο σπίτι. Έτσι, εξασφαλίζεται πιο οικονομική για τα ασφαλιστικά ταμεία και από την πλευρά του ασθενούς, γρηγορότερη ανάρρωση στο οικογενειακό περιβάλλον. Στους δυο αυτούς χώρους, η ποιμαντική μπορεί να αναπτυχθεί στην ενορία με κατεύθυνση την οικογένεια, η οποία πάσχει σε όλα τα μέλη της, όταν υπάρχει ένα μέλος με χρόνιο νόσημα και διανύει το τελικό στάδιο. Ο ιερέας ενημερώνεται από τους εθελοντές κι έτσι αναπτύσσεται ένα δίκτυο συμπεριλαμβάνοντας και το νοσοκομείο. Εθελοντές και ο ιερέας της ενορίας καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της θεραπείας, ελαφρύνοντας τον μοναδικό ιερέα του νοση87


ΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ λευτικού ιδρύματος να ασχοληθεί με ασθενείς άλλων πόλεων ή και χωρών, με τη βοήθεια των εθελοντών του νοσοκομείου. Με αυτό το σκεπτικό, καλύπτεται η μοναξιά των ιερέων του νοσοκομείου, όταν δεν έχουν στήριξη από τη Μητρόπολη. Συμπερασματικά, επειδή ο θάνατος είναι πορεία ζωής και ο λόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και η προοπτική της είναι εσχατολογική, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την ποιμαντική του θανάτου με ευρύτητα πνεύματος και ελπίδα μοναδική, η οποία πηγάζει από την Ανάσταση Εκείνου που πρώτος έφερε την ελπίδα της αιωνιότητας. Συνεπώς, υπάρχει υπόβαθρο για αντιμετώπιση των δύσκολων καταστάσεων που προκύπτουν στο τελικό στάδιο. Ο εθελοντής και ο ιερέας, εκπαιδευόμενοι ειδικά, μπορούν να σταθούν πλάι στον πάσχοντα, κατά το τελικό στάδιο, είτε στο νοσηλευτικό χώρο, είτε στο οικογενειακό περιβάλλον. Στο τελευταίο, ανακουφιστική μπορεί να είναι η στάση των μελών της ενορίας, που με συνδυασμό εκκλησιαστικού ήθους και γνώσεων κοινωνικών, θα στηρίξουν τον ασθενή της ενορίας, έστω κι αν χρειαστεί, σε χώρους εκτός ενορίας. Αντί επιλόγου Υπάρχει ένας πόνος αφύσικος και αλλότριος, μεγαλύτερος από τα φυσικά όρια της ανθρώπινης καρδιάς. Και είναι αυτός η οδύνη του θανάτου. Υπάρχει το έλεος του Θεού. Και οι δωρεές της Χάριτος, πού κάνουν μερικές καρδιές να πλατύνονται πέρα από τα φυσικά τους όρια, για να χωρέσουν τον ανθρώπινο πόνο και να παρηγορήσουν εαυτούς και αλλήλους. Υπάρχει και το χάρισμα της ιεροσύνης, ώστε να θεραπεύονται τα ασθενή και να αναπληρώνονται τα ελλείποντα6. Αυτό το δώρημα πού αναλαμβάνει να παραθέτει όλα «Χριστῷ τῷ Θεῷ» 7, για να μεταμορφώνεται κάθε πένθος σε χαρμολύπη, προγευστική της Βασιλείας του Θεού.

«Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου», Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Μικρὸν Εὐχολόγιον , Άδελφότης Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1988, 231 (=Ἀρχιερατικόν , Ἀποσ τολικὴ Διακονία, ἐν Ἀθήναις , χ.χ., 84). 7 Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Θεία Λειτουργία, στο Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Αἱ τρεῖς Λε ιτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι, 1982, σελ. 26: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χρισ τῷ τῷ Θεῷ παραθώμ εθα». 6

88


6Bll

JI

III


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.