…19 λέξεις για την θάλασσα
Κώστας Κωνσταντινίδης ποίηση
…19 λέξεις για την θάλασσα
Επιμέλεια – artwork: Θανάσης Πάνου
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Γεννήθηκε στη Αθήνα το 1951 και συγκεκριμένα στο Βοτανικό. Μετά, το 1970 πήγε στην Φλωρεντία (Ιταλία) και σπούδασε Αρχιτεκτονική στο εκεί Πανεπιστήμιο . Κατά δε τη διπλωματική εργασία μετά τον κύκλο των σπουδών επιτυγχάνει εκτός από την υψηλή βαθμολογία του Πτυχίου (108 στα 110), και τη δημοσίευση του έργου από την Πανεπιστημιακή Εκδοτική Εταιρεία (CLUSF) με δικές της δαπάνες . Με την επιστροφή του στην Ελλάδα κι έπειτα από την στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε ως Ελεύθερος Επαγγελματίας. Σήμερα με μια καλή επαγγελματική εμπειρία στο χώρο, διατηρεί από το 1984 επαγγελματική στέγη στο χώρο του Μουσείου, εκπονώντας μελέτες ιδιωτικού χαρακτήρα (Ιδιώτες & Κατασκευαστές), και συμμετέχοντας ενίοτε με άλλους συνάδελφους σε τοπικούς διαγωνισμούς εκπόνησης Αρχιτεκτονικών Μελετών. Με την Ποίηση και εν γένει με τη Συγγραφή ασχολήθηκε κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας και την περίοδο 1978-80 . Μέχρι σήμερα έγραψε περίπου 2.800 ποιήματα, είτε με τη μορφή ποιήματος , είτε με την ιδιόμορφη όψη πεζού-ποιήματος, που ουδέποτε θέλησε να εκδώσει ή απλά να δημοσιεύσει σε συλλογές, θεωρώντας το χρόνο ακατάλληλο για ένα τέτοιο εγχείρημα . Με την δημιουργία ενός χρονολογίου στο FACEBOOK «πήρε» το θάρρος να προβάλει ένα του κομμάτι ενεργό, αλλά αρκετά αποστασιοποιημένο από τα μάτια άλλων . Παράλληλα ασχολήθηκε δυναμικά από τα χρόνια των σπουδών του με τη Φωτογραφία και με τη Μουσική από πολύ νεότερος ακόμα . Όλα αυτά μαζί κάνουν τη ζωή του απόλυτα γεμάτη και ενεργή. Γεγονός που τον ικανοποιεί απόλυτα.
Μικρή θέση κατέχω μπροστά στη θάλασσα στο ύψος των επιθυμιών . κι όταν η νύχτα-στη νύχτα ή και η νύχτα σου ακόμα έρθει και σκάσει τις μικρές σου επιθυμίες , τότε σ’ ανοίγω το φως με μια απλωσιά να μου μιλήσεις , να αισθανθείς ή αγγίζω ακόμα-περισσότερο τα μικρά της βότσαλα ! ……………….
«Τα είδες , μήπως ?» , ψιθύρισα .
Μια θάλασσα-ίσια που αλλάζει χρώματα και ρούχα αφόρετα , σαν μάτια που δεν κοιτούν πέρα απ’ τα βότσαλα τον λόγο των ποιητών που μου ‘λεγαν κάποτε ότι ακόμα και στους λίθους αγαπιέται η αλήθεια προς το μπλε το βαθύ της !
Περίσσεψε λίγο μπλε απ’ το τραπέζι . Έμοιαζε με χιόνι, με φράουλα-ίσως . Κοίταζες να τα φέρεις κοντά σου-όλα . Σε είδα . Γύρισες μ’ απορία κι εσύ . Έμοιαζα με σένα . Το πήρες και το ‘φερες προς την καρδιά . Γέλασες . Σταθήκαμε έτσι σύμφωνοι . …………. Εκείνο το μπλε του κοβαλτίου λοιπόν , το είχες μέσα σου , έμοιαζε πιο πολύ . Σε φίλησα . Σε χάρηκα . Αυτά .-
Μικρά στάχυα μες τη θάλασσα ανοίγοντας μεγάλες ομπρέλες ένοιωθα θωπεύοντας-άλλοτε φύλλα κισσού ή και μάραθου επίσης . κι ο χρόνος ο πραγματικός να γέρνει πίσω σαν φως ή σαν ύλη αυλη ! «Κι όταν κανείς τους δεν θα κοιτά τους ψίθυρους στο κύμα-πάνω σαν λόγια που έρχονται-μισά και δεν φεύγουν ποτέ τους μέσα σου και πιο μέσα στης καρδιάς μου την χάρη !» , θα σου λέω . «Κι εσύ ν’ ακούς ! ε ?!» .
Έβαψες λίγο τη νύχτα με μανό , κοίταξες τους γύρω αν σε είδαν , πέρασες το χέρι σου στο φεγγάρι , -σε είχε καλέσει από τόσο παλιάείπες κάτι εσωτερικό , κι η νύχτα βάφτηκε κόκκινη σαν τη γιορτή που ήρθες να μαζέψεις , απόψε.-
Θάλασσα στο ένα μέτρο , στ’ αστέρια βρήκα . Ύψωσα σημαία μ’ ανοικτά πανιά στα μάτια-όσων μου ‘φεραν φως και στοργή-να κοιτώ, θέλησα κι όπως-όπως έπαιζα με την άμμο , και-μετά στις λιγοστές πέτρες-κάτω που-μου βρήκες να σου μοιάζουν . θέλω να εξομολογηθώ στ’ άστρα της μέρας τις αμαρτίες της στιγμής . Θέλησα να ξεπεράσω αναστολές και να σου δείξω πως το κύμα σε φέρνει σε μια χούφτα μικρή-επιθυμία κι άπειρη στοργή
για κείνο το έλεος που σμίγει-και μένει
φωνή και σώμα υποβρυχίως κάτι να σου ψιθυρίζουν, μετά να σε νοσταλγούν ,
ν’ αγαπιούνται-τόσο ,
να βγαίνουν σμίγοντας στην κρυφή ουσία των πραγμάτων
με φωνές στο Ήλιον φως .-
Μικροί άνθρωποι που ‘σκυβαν και παίδευαν θάλασσες με γυμνό χρώμα . Τεράστιες σκάφες σαν πλοία κατ’ απ’ το βυθό της σκόνης της γης .
Μεσαίοι άνθρωποι που θωπεύουν ερωτικά μικρά κύματα χωρίς γνώση να κοιτούν σαν από γυάλα τους ιχθύες και να συλλέγουν μετά ότι άπιαστο απ’ τα μάτια τους τα νηστικά και παιδεμένα και να κοιτιούνται απότομα-σχεδόν κρυφά , μετά να λοιδορούν εαυτούς ως άκοπους που στη θάλασσα δεν έφτασαν-σώοι την λίμα τους να χορτάσουν πρώτου ξαναβουτίξουν για να χαθούν-τελικά στο όπως-όπως !
Μικρές σκαλίτσες που όδευαν-πράα στη θάλασσα . κύματα φουσκωμένα-να συλλέγουν άνθρωποι σεμνοί , μυστικοί-με αφοσίωση να κοιτάζουν , πενθώντας εαυτούς για το που-ποτέ δεν μπήκαν να μαζέψουν μάτια ή και ψυχές-αλλοίμονο .
Μικρή σκαλίτσα-ράμπα που εισχωρούν χωρίς να βιάζουν-θωρώ , που φέρνουν άνθη της στεριάς-τα ψάρια να ελκύσουν εξ ιδίων μέσων , και μετά να φύγουν δίχως φόβο στα μέσα της-ν’ αναστηθούν [ίσως-υποθέτω] , «Στο Δυνατόν-τους !» , ως έλεγες !
«Άνθρωπε π’ αρκετά δεν δούλεψες, δεν είδες-ούτε . δεν σου ‘φτασε ο χρόνος της μιας στεριάς να πάρεις-αλάτι , μόνο-τώρα
μπες μέσα της κι αποκοιμήσου τρυφερά !» ,
είπα στον άνθρωπο που γύριζε στη ντάλα των 3-το μεσημέρι με λίγη θάλασσα στην πλάτη να διηγηθεί αμαρτίες σαν λάθη , σε ξένους-αδιάφορους και κείνος δεν μ’ άκουσε .-
Συνάντησαν παλιές θάλασσες σαν όνειρα που ‘ρθαν πρωί κι έφυγαν νύχτα . Συνάντησαν λευκές άμμους ανάμεσα στα δάκτυλα και στα λόγια ανάμεσα . «Πήγαινε πιο βαθιά !» , είπες. Σε είδα , γύρισα να σε κοιτάξω κι άφησα το βλέμμα μου να αιωρείται στην παλιά θάλασσα που ‘χες ξεσκεπάσει απ’ την άμμο πάνω μου .-
Δυο μέρες να σου κοιτώ την θάλασσα , να περνώ ξυστά το φλοίσβο , από κείνες
ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ
τις στιγμές που η θάλασσα μου αναπνέει .
Σε μάζευα απ’ το γιαλό
κι ήσουνα βότσαλο καθαρό
Δυο μέρες να με σφίγγεις ανάμεσα στις πρύμνες ,
που σ’ είχε βγάλει η θάλασσα
μετά να μ’ αφήνεις κοφτάμενα σεμονάχα κοιτώ .ανάσα. να περνώ μια αναμνήσεις από τα μάτιαΣεσου και να αναγεννώ γύρευα μεςσε στην πληγή . κι ήσουν παντοτινά εκεί.
«Δυο μέρες φτάνουν να δεις !» , είπες Σε ζήτησα μες σηκώνοντας στην πηγή τις χαρές σου στον αέρα σε πλησίαζε πουπου ξεδιψούσα το φιλί και συ συχνά ντρεπόσουν Σε φύτευα να στον με δεις Ουρανό . …………………………. κι ας ήσουν
μες στο χώμα
Μετά, ήρθε το καλοκαίρι καικρατούσες πετάς ακόμα από φως μακρινό! από και τότε !
.
Νύχτα μερικοί άσχετοι έβαφαν τη θάλασσα . Τα περασμένα μεσάνυχτα ήσουν εδώ και κοιτούσες . Γύρισες προσκέφαλο και γέλασες-να σε κοιτώ .
Νύχτα και μερικοί περίμεναν ένα ολόκληρο ψέμα . Ψαλίδιζαν λεπτές ταινίες , κοιτούσαν μπρούμυτα ανάμενα σε σπίρτα που καίγονται , κι εγώ να σ’ αγαπούσα ! ……………. «Πως είναι δυνατόν η θάλασσα να φεύγει !?» , σου είπα . Σκυνοσες τα κρεβάτια δίπλα σου , τους κοίταξες , και μετά κατάλαβες το ψέμα που η ίδια η θάλασσα τόλμησε να σου πει .
Είχε πλέον ξημερώσει !
Σαν περιθώρια της αγάπης στην θάλασσα και πάνω στα κρυφά κύματα είχαν χαθεί . Τα περιθώρια για να κοιταχτούμε ήταν , για να ιδωθούμε -θάλασσα και ‘μειςείχαν στενέψει κι ο κόσμος όρθιος πισ’ απ’ τη ζωγραφιά της τσίκνας να κοιτά τη χαρά σ’ ένα κοχύλι .
Τα περιθώρια της αγάπης για την αγάπη την ίδια δεν έδωσαν σήμα απόψε και μετά σ’ ένα σκαρί από πλαστική συνείδηση πετούσαμε στο νερό . «Δεν ζει κανείς εδώ, από χρόνια !» , είπες . Σήκωσα τα φύλλα που είχαν απομείνει, γέλασα κι έσκυψα ήρεμα να δω την αντανάκλαση σου όλη στο μισό κύμα .-
Θάλασσα που ‘μπενε στα χείλια κι από κει πιο μέσα . Φανοί θυέλης κοσμούσαν το φως σου πάνω , κι εσύ να κλαις . Περασμένα μεσάνυχτα κι η θάλασσα να σ’ αγαπά-τη νύχτα ! Ζητώ το λόγο σ’ ένα λογαριασμό κι απομακρύνομαι . Αισθάνθηκα να με σκουντάς κι είπα : «Πάλι γοργόνα έγινες ?» . Γέλασες και με πήρες μέσα σου όπως το εννοούσες και Τότε !
Λεπτά αλμυρίκια εμπόδιζαν τη θέα προς τη θάλασσα π’ αγωνιούσε για μας . «Τόσο περίεργος κόσμος !» , έλεγες . Μετά , κινούνταν λίγο , μας αγαπούσε , κι έπειτα σιωπούσε παντελώς . …………….
Σε κοιτούσα , χάιδεψα λίγο τα μικρά φυλλαράκια σε φίλησα και είδα μια θέα που δεν σιωπούσε . «Να ! έτσι πρέπει να κοιτάς το κύμα !» , είπε . Δεν είχα άλλη επιλογή , χάιδεψα το στήθος της κι έμεινα με τ’ αλμυρίκια να σε κοιτώ .-
Οι ξένοι ήρθαν πάλι να διαπραγματευτούν
Πέρασαν χώρες -τότε- από μπροστά μας .
θάλασσα και περίχωρα χωρίς αιδώ .
Οι μισοί που έλεγαν ν’ απομείνουν και να δουν
Προάγγελοι δεινών δυο ντόπιοι μιλούσαν μέρα και νύχτα , σήκωναν λόγια αισχρά βωμολοχούσαν και οι ξένοι προελαύνεναν .
πως το μερτικό τους θα μπορούσε να διασφαλίσει τις καλύτερες συνθήκες . Αλλά μόνο για τον εαυτό τους . Έτσι ήταν οι Έλληνες από παλιά .
Οι δικοί μας ακάματοι και ταπεινοί
…………………………………. να κοιτούν τα δώρα και μας , να λένε
Κι όταν είδαν τη θάλασσα να κλαίει σταμάτησαν με μιας ! ασήκωτες κουβέντες για τα σημερινά ήθη , να κοιτούν τις ελπίδες και στα σίγουρα να κρύβονται στα μανίκια των δικών τους .
Πέρασαν μέσα της κι ως το πρωί είχαν ήδη συνθηκολογήσει . Έτσι έσωσαν με βέβαιο τρόπο τα λίγα τους -έστω- προσχήματα !
Είδαμε νύχτα τους «Δρόμους του Νερού» .
«Οι Δρόμοι του Νερού» δεν φάνισαν , όμως .
Γυρίσαμε τα κύματα απ’ την άλλη μεριά . Οι πυθμένες με τα χαμένα αντικείμενα , Φυσούσαμε σπασμένα πανιά , κοιτώντας οι λέξεις που δεν έφταναν να σε εκφράσω , από μακριά ή κι απ’ την ακτή
την ίδια «Μικρή μου θάλασσα που όλο φεύγεις !» , έλεγα .
ονειροπόληση για τους κόσμους γύρω . Οι κατάρες για ναύτες που χάθηκαν , Είδαμε νύχτα τα πρόσωπα μας στην ακτή . και κείνα τ’ αστέρια της Βηθλεέμ να φέρνουν Αφαιρέσαμε σκουριά και κόπο και πλαγιάσαμε ονειροκριτες από μακριά με δώρα σε κάτι ορθοστάτες , σε σπασμένες πλαγιές, στα κομμένα τους χέρια να βαφτίσουν σε λόγια αμφίβολης προέλευσης , «Δρόμους του Νερού» , μην και μείνουν γυρεύοντας συντρόφους για το ταξίδι . τελικά στα πολλά σινάφια άγνωστοι ως παρεξηγημένοι εντελώς !
Μεταλλικά αντικείμενα ‘πευταν στη θάλασσα από ασυνείδητους κι αυτή τα χώνευε-εντελώς . Τις ανασφάλειες τους έριξαν μερικοί-μέσα απ’ εμάς , και πήγαν κάτω στον ουρανό της . Άλλοι-πάλι σκέφτηκαν να ρίξουν άμμο και πέτρες . «Ξέρεις, αυτό που δεν πάει κάτω είναι η κακία !» , είπες και με κοίταξες .
Πέρασες τα λόγια
σ’ ένα σκοινί και γέλασα . Μετά όλα έφυγαν όπως το δίκιο σου και μέσα της .-
Μεγάλα λευκά τραπέζια-να ζωγραφίσουμε καημούς σαν χρώματα , θάλασσες εναλίες του νου π’ αναρριχούνται σ’ ανθρώπινα τείχη , κι η τύχη η ίδια ν’ ακουμπά σε στεγανά που το νερό από μόνο του προσφέρει . Μεγάλα τραπέζια ν’ ακουμπούνε κατασκευές που τα χείλια να γελάνε ,
μετά να κλαίνε ,
αλλά πάντα να βγαίνουν δροσισμένα μ’ αλάτι στα μάτια και με γέλια . τόσα γέλια ! Κι εσύ τα βράδια, όσο και τη μέρα με το ‘να χέρι να χαϊδεύεις τη θάλασσα και να αναρωτιέσαι στα μύρια κύματα , σε άλλες τόσες πάλι ψυχές , η Θάλασσα τι θε’ να πει ανάμεσα στις τόσες της αγάπες όταν σε καλεί ή οριστικά σε παίρνει .-