Προπαγανδιστές Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος Αυγουστίνος Ζενάκος Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου Χρήστος Νάτσης Πηνελόπη Ράπτη Κώστας Γυφτοδήμος Σάββατο 8 Απριλίου 2017 www.ipropaganda.gr
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΊΑ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑ-ΑΛΉΘΕΙΑ #3
ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ
Ο «αρχιερέας» του εκσυγχρονισμού και η δημιουργία της σημερινής Ελλάδας
Ο εκσυγχρονισμός μεγαλούργησε και εξελίχθηκε σε ηγεμονική δύναμη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η εικόνα της χώρας άλλαζε με τα μεγάλα έργα, επιτρέποντας ταυτόχρονα ένα τεράστιο πάρτι διαπλοκής και διαφθοράς. Αλλαζε όμως και το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης και το παραδοσιακό δίπολο «Αριστερά - Δεξιά» έδωσε τη θέση του στην αντιπαράθεση «ορθολογισμού» και «λαϊκισμού». Η περίοδος της «ευημερίας» μπορεί να τελείωσε με την έλευση της κρίσης, όμως η σημερινή Ελλάδα είναι χτισμένη με τα πολιτικά υλικά της «εποχής Σημίτη».
ΛΟΧΑΓΟΊ ΚΑΙ ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΊΟΙ
ΤΙ ΕΊΝΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ;
ΟΥΑΊ ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΈΝΟΙΣ
ΤΑ ΟΡΦΑΝΆ
«ΕΊΝΑΙ ΜΑΚΈΤΟ ΤΟΎΤΟ ΤΟ ΈΡΓΟ;»
ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΈΣ ΡΕΜΟΎΛΕΣ ΚΑΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ Η ΜΕΓΆΛΗ ΤΡΑΓΩΔΊΑ ΤΙ ΑΠΈΓΙΝΑΝ ΟΙ «ΛΟΧΑΓΟΊ» Η ΕΛΛΆΔΑ ΤΗΣ ΔΙΑΠΛΟΚΉΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΙΚΆ ΜΠΑΞΊΣΙΑ ΜΙΣΟΎΣΕ ΤΟΝ ΛΑΌ ΤΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΊΟΥ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ; ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΌΔΟΥ
02
ipropaganda.gr
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
Ο ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΉΣ ΕΛΛΆΔΑΣ ΑΠΌ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΉ ΤΟΥ στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, τη δεκαετία του 1980, μέχρι και την προ ημερών τηλεοπτική συνέντευξή του, που τον επανέφερε στο προσκήνιο, ο Κώστας Σημίτης υπηρετεί ένα σταθερό όραμα, που είναι εν πολλοίς υπεύθυνο για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας. Ο εκσυγχρονισμός, όπως ονομάστηκε αυτό το ριζικό αίτημα μεταλλαγής της κοινωνίας πάνω στην αρχή ενός πολιτιστικού δυϊσμού, που θέλει από τη μια να βρίσκονται δυνάμεις που κρατούν τη χώρα στην οπισθοδρόμηση και από την άλλη δυνάμεις που τη σπρώχνουν μπροστά, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, μεγαλούργησε και εξελίχθηκε σε ηγεμονική δύναμη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ηταν η εποχή που η χώρα άλλαζε από μια πλειάδα δημόσιων έργων, που, μαζί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα οδηγούσαν σε ένα κατασκευαστικό όργιο, καθιστώντας τη χώρα «ευρωπαϊκή» σε εικόνες υποδομών κι επιτρέποντας ταυτόχρονα ένα τεράστιο «πάρτι» διαπλοκής και διαφθοράς. Οι «τεχνοκράτες» του Κώστα Σημίτη, οι περίφημοι «λοχαγοί», βρέθηκαν μπλεγμένοι, απλά και τεχνοκρατικά, σε σωρεία σκανδάλων, που οδήγησαν και στον χαρακτηρισμό του εκσυγχρονιστή πρωθυπουργού ως «αρχιερέα της διαπλοκής». Παράλληλα, το όραμα του τεχνοκρατισμού αποπολιτικοποιούσε διαρκώς τα διακυβεύματα του προοδευτισμού και ο τρόπος που ανοίχτηκαν θέματα όπως η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες δεν χαρακτηρίστηκε τόσο από όρους «δικαιωματισμού», αλλά διεκδίκησε απλώς την προσαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο Κώστας Σημίτης όσο και οι «λοχαγοί» του επιζούν ακόμη στην ελληνική δημοσιότητα και προβάλλονται ως κάτοχοι μιας εξωιστορικής αλήθειας, που θα πρέπει να επιστρατευτεί εκ νέου στην εποχή της κρίσης και των μνημονίων, για να βγάλει τη χώρα από το τέλμα, στη δημιουργία του οποίου αυτοί συνέβαλαν περισσότερο και πιο ενεργά από οποιονδήποτε άλλον.
03
@ipropaganda_gr
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
Ο άνθρωπος που μισούσε τον λαό του ΤΟ 1979 ΉΤΑΝ Η ΠΡΏΤΗ ΦΟΡΆ που ο Κώστας Σημίτης καθαιρέθηκε από όργανο του ΠΑΣΟΚ, του Κινήματος του οποίου είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος. Η αφίσα που κυκλοφόρησε ο Θεόδωρος Πάγκαλος, με τη λεζάντα «Οχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, Ναι στην Ευρώπη των λαών», παρά τη μετριοπάθειά της, υπονόμευε το «σκληρό» αφήγημα του Ανδρέα Παπανδρέου κατά της τότε ΕΟΚ, στο πλαίσιο της αποκοπής όλων των εξαρτήσεων και της εθνικής ανόρθωσης που πλησίαζε. Ο Κώστας Σημίτης, που την ενέκρινε στο Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος, κλήθηκε να πληρώσει τη νύφη. Η παραβίαση της γραμμής την εποχή των εύθραυστων ισορροπιών ισοδυναμούσε με έγκλημα καθοσιώσεως – ασχέτως αν το δραστήριο στέλεχος της παράταξης δεν είχε καμία πρόθεση για ανταρσία όταν προέβη στη μοιραία πράξη και μάλιστα πλήρωνε αμαρτίες άλλου. Παρότι ευτύχησε να κρατήσει την κομματική του ταυτότητα, ο Κώστας Σημίτης στερήθηκε τότε δύο σημαντικά πράγματα: τη θέση του στο Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος και μια βουλευτική υποψηφιότητα, συνοδευόμενη από αντίστοιχο στάτους και απολαβές. Οταν, ωστόσο, ήρθε η νίκη του 1981, όταν το όνομά του είχε σταματήσει να αποτελεί κίνδυνο για τα προεκλογικά δεδομένα, ο Σημίτης επανήλθε ως υπουργός Γεωργίας, ξεκινώντας επίσημα την πολιτική του σταδιοδρομία. Αυτή η διττή ιδιότητά του, υψηλόβαθμο στέλεχος του ΠΑΣΟΚικού εγχειρήματος και αποδιοπομπαίος τράγος για τα «δεξιά» του παραστρατήματα, χαρακτήρισε όλη τη σχέση του με το κόμμα. Ακόμα και κατά τη διαγραφή του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ το 2008, ο πρώην –πλέον– πρωθυπουργός υπερασπιζόταν τη γραμμή που θα υιοθετούσε το οριστικά μεταλλαγμένο κεντροαριστερό κόμμα λίγα χρόνια μετά, η συρρίκνωση του οποίου χάρισε στη διεθνή βιβλιογραφία τον όρο «ΠΑΣΟΚοποίηση» (pasokification), για να περιγράφεται η συντριβή των πρώην σοσιαλδημοκρατικών παρατάξεων σε κλονισμένες συνθήκες. Η έξοδός του ήρθε όταν «άδειασε» τον διάδοχό του, Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, αντιπολιτευόμενος την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή με την πλατφόρμα που λίγο μετά θα γινόταν το περιβόητο «Λεφτά υπάρχουν», είχε υποστηρίξει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή μη της Συνθήκης της Λισαβόνας. Τελικά, ο Γιώργος Παπανδρέου όχι απλώς δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει κανένα από τα δημοψηφίσματα που κατά καιρούς οραματίστηκε, αλλά αντ’ αυτού γράφτηκε και στα κατάστιχα της Ιστορίας ως ο άνθρωπος που ενέτεινε τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» που ευαγγελιζόταν ο αυτονομημένος προκάτοχός του, μέχρι του σημείου που έγινε ασφυκτική θηλιά. ΙΕΚ ΠΑΣΟΚ Στην αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε το 2015, με τίτλο «Δρόμοι ζωής», ο Κώστας Σημίτης περιγράφει με τα μελανότερα των χρωμάτων την κατάσταση στο υπουργείο Γεωργίας, η οποία επιδεινώθηκε από το πολιτικό μοντέλο που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ και την έλλειψη ουσιαστικής προετοιμασίας των στελεχών του. Παρ’ όλα αυτά, από την πρώτη υπουργική του θέση επόπτευσε την προσχώρηση της Ελλάδας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία μετάλλαξε για πάντα την αγροτική παραγωγή της χώρας, ακόμα κι αν η μεταφορά του στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας με τις εκλογές του 1985 αναχαίτισε τον εκσυγχρονισμό που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει. Στην πρώτη
«Μαύρο πρόβατο» του παπανδρεϊκού σοσιαλισμού και όψιμος ήρωας του ελιτίστικου νεοφιλελευθερισμού, ο Κώστας Σημίτης διήνυσε την πολιτική του σταδιοδρομία επιθυμώντας διακαώς να βρίσκεται κάπου αλλού.
Aπό που μας ήρθε Η ΧΡΉΣΗ ΤΟΥ ΌΡΟΥ «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ» για τις πολιτικές που ασκήθηκαν στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως την αρχή της κρίσης αποτελεί ίσως ένα είδος σφετερισμού. Κι αυτό επειδή ο όρος «εκσυγχρονισμός», η δήλωση δηλαδή της ανάγκης εκμοντερνισμού των θεμελιωδών δομών της χώρας, διατρέχει τη Νεοελληνική Ιστορία και έχει χρησιμοποιηθεί από πλείστες όσες παρατάξεις του πολιτικού φάσματος. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που καθιστά τον εκσυγχρονισμό, όπως τον καταλαβαίνουμε σήμερα, κάτι ιδιαίτερο και εντέλει ριζοσπαστικό - με την έννοια ότι επιφέρει ίσως τη δραστικότερη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης; Μακράν του να αποτελεί μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του «Τρίτου δρόμου» του Ανδρέα Παπανδρέου, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός μοιάζει με μια καθ’ ημάς εκδοχή ενός άλλου «Τρίτου δρόμου», αυτού που ανέπτυξε ο Βρετανός κοινωνιολόγος και σύμβουλος του Τόνι Μπλερ, Αντονι Γκίντενς, έννοιας γνωστής επίσης με το όνομα «ριζοσπαστικό Κέντρο». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο «Τρίτους
δρόμους» είναι τεράστια: εκεί όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου αναζητούσε την ενδιάμεση οδό ανάμεσα στην επαναστατική Αριστερά και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία –παραμένοντας, με άλλα λόγια, εμφατικά στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος–, ο Γκίντενς αναζήτησε μια υπέρβαση του παραδοσιακού πολιτικού ανταγωνισμού, μια «δημοκρατία του διαλόγου» αντί των κοινωνικών συγκρούσεων, «πέρα από την Αριστερά και τη Δεξιά». Σε αντίθεση με τις πολιτικές έρευνες του Ανδρέα Παπανδρέου, το «ριζοσπαστικό Κέντρο» είναι πολύ πιο πρόσφατη υπόθεση και απαντάται κυρίως στην αγγλοσαξονική πολιτική των 90s και των 00s (στους κύκλους κυρίως γύρω από τον Μπιλ Κλίντον και τον Τόνι Μπλερ) – αν και οι έννοιες που συζητιούνται βρίσκουν «προγόνους» στα γραπτά της Αμερικανίδας δημοσιογράφου Ρενάτα Αντλερ τη δεκαετία του 1960. Κομβικά προτάγματα του «ριζοσπαστικού Κέντρου» είναι η ανάγκη για «μεταρρυθμίσεις», ο έλεγχος του «ιδεαλισμού» από τον «πραγματισμό» και η έμφαση στην αξία του «ορθολογισμού». Οσο εν πρώτοις παράξενο κι αν είναι να
ο εκσυγχρονισμός; επισημαίνονται οι συγγένειες της σκέψης ενός γερμανοτραφούς πολιτικού, όπως ο Κώστας Σημίτης, με ένα κατά κύριο λόγο αγγλοσαξονικό ρεύμα, δεν παύουν να ισχύουν: ο «σημιτικός» εκσυγχρονισμός χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη μετατόπιση από το δίπολο «Αριστερά - Δεξιά» στο δίπολο «εκσυγχρονισμός - λαϊκισμός». Ακόμη περισσότερο, το περιεχόμενο αυτών των εννοιών ορίζεται ως «ορθολογισμός» εναντίον «ανορθολογισμού» ή «ιδεοληψίας», καθιστώντας τον λαϊκισμό μια ανυποχώρητα αρνητική κατηγορία, μέσα στην οποία χωρεί κάθε κριτική προς τον «πραγματισμό» της διακυβέρνησης. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως, μολονότι στο πεδίο της άσκησης της διακυβέρνησης –και ιδίως όσον αφορά την οικονομία– ο «πραγματισμός» του εκσυγχρονισμού τον φέρνει σε συμπόρευση με τον κυρίαρχο σύγχρονο τρόπο διακυβέρνησης, δηλαδή τον νεοφιλελευθερισμό, αυτό που κυρίως τον προσδιορίζει είναι ο μεταϋλιστικός και πολιτισμικός του χαρακτήρας: ο εκσυγχρονισμός αναδιατυπώνει την πολιτική διαφοροποίηση ανάμεσα στην «πρόοδο» και την «υστέρηση» ως πολιτισμικό ζή-
τημα ως μια σύγκρουση ορθολογιστών και ιδεοληπτικών, δηλαδή αυτών που βλέπουν ξεκάθαρα την πραγματικότητα κι αυτών που –για διάφορους σκοτεινούς λόγους– κρύβονται από αυτήν. Την περίοδο της κορύφωσης της ηγεμονίας του εκσυγχρονισμού, αναλυτικό κύρος προσέδωσε σε αυτό το ρεύμα πολιτικής σκέψης το έργο του Νικηφόρου Διαμαντούρου «Πολιτιστικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης», όπου η ελληνική κοινωνία περιγράφεται ακριβώς ως αποτελούμενη από δύο ομάδες, τους «προοδευτικούς» και τους «παρωχημένους» (ή, σε μια μετάφραση-λογοπαίγνιο του αγγλικού πρωτοτύπου, τα «υπόσκυλα»). Οι διαρκείς αναδιατυπώσεις του πολιτιστικού δυϊσμού της ελληνικής κοινωνίας και η «άρνησή» της να «εκσυγχρονιστεί» ως εξήγηση για τα δεινά που υφίσταται τα τελευταία χρόνια αποτελούν τη μετεξέλιξη του εκσυγχρονισμού σε εκείνους τους εξαγριωμένους πλέον διαδόχους του «ριζοσπαστικού Κέντρου», κύριους υπέρμαχους της ανάγκης της κοινωνίας να «συμμορφωθεί» σε «σύγχρονα» πρότυπα», για να βγει από την κρίση, που αποκαλούμε το «ακραίο Κέντρο».
υπουργική του θητεία, ο Κώστας Σημίτης εντάχθηκε στα πρόσωπα που αναδιαμόρφωσαν το πολιτικό σύστημα της χώρας, «διδασκόμενος» το έργο της κυβερνητικής διαχείρισης, και αποκόμισε την εμπειρία της πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσα από τις συναντήσεις για την εφαρμογή της ΚΑΠ. Ωστόσο, η πρώτη τετραετία της «Αλλαγής» δεν φάνηκε να ταιριάζει ιδιαίτερα στον υπουργό Γεωργίας. Από το 1985, όταν θα επιχειρηθεί μια στροφή προς τη λιτότητα, το άστρο του Κώστα Σημίτη έλαμψε πραγματικά λόγω της θέσης, της ιδεολογίας και της ιδιοσυγκρασίας του. H θατσερικής έμπνευσης πολιτική που ακολουθεί στο πλαίσιο του «προγράμματος σταθεροποίησης» συνδυάστηκε με τα πρώτα βήματα μιας στροφής που παγίωσε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Ο δανεισμός από την ΕΟΚ λειτούργησε ως άλλοθι για μια σειρά επώδυνων μέτρων, όπως ήταν η αύξηση των τιμολογίων στους Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας και η μείωση των μισθών κατά 10%, δημιουργώντας το προηγούμενο της λογικής που θα βλέπαμε χρόνια μετά επαυξημένο στο Μνημόνιο. Ηταν η στιγμή γέννησης του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού· και στη γέννηση αυτή προΐστατο ο Κώστας Σημίτης, παρέα με τους δύο αφανείς ήρωες του επιτελείου του: τον Γιάννη Σπράο και τον Νίκο Γκαργκάνα, οι οποίοι θα γίνονταν πραγματικά διάσημοι πολύ αργότερα, όταν ο πρώτος με την έκθεσή του θα έδινε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταρρύθμιση που επιχείρησε ο –πρωθυπουργός πια– Κώστας Σημίτης με το Ασφαλιστικό και ο δεύτερος θα γινόταν ο πρώτος επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος με την είσοδο στο ευρώ. Παρότι το λεξιλόγιο των ιθυνόντων της στροφής ήταν πολύ πιο ήπιο από αυτό που θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες, οι αντοχές της «Αλλαγής» στις νεοφιλελεύθερες στροφές αποδείχθηκαν εύθραυστες. Η προθυμία του υπουργού και η βούληση του πρωθυπουργού υπέρ του προγράμματος δεν αποδείχθηκαν αρκετές και οι πολιτικές ισορροπίες ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να υποχωρήσει. Η έξοδος Σημίτη ήταν η δεύτερη φορά που το κόμμα του τον θυσίασε τελετουργικά ως υπαίτιο μιας δεξιάς στροφής. Την ημέρα που ο Σημίτης ανακοίνωσε τον Προϋπολογισμό του 1988, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη σε δημόσιες δηλώσεις, οι οποίες αναιρούσαν την πρωινή ανακοίνωση, και ο υπουργός κατέθεσε την παραίτησή του την επόμενη ημέρα. Μέρες κρασιού και ρόδων Δεκαετίες μετά και μιλώντας στο έκτακτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το 2004, τη στιγμή που εγκατέλειπε την πρωθυπουργία της χώρας και παρέδιδε τα κλειδιά του κόμματος στον Γιώργο Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης φρόντισε, απερχόμενος, να παγιώσει τον εκσυγχρονισμό ως στρατηγικό ορίζοντα της παράταξής του. Οκτώ χρόνια και δύο μήνες πριν απ’ αυτό είχε μεταλλάξει καθολικά την ελληνική πολιτική, κοινωνία και οικονομία, εγκαινιάζοντας μια εποχή που κατέρρευσε επώδυνα το 2010. Δεν είναι σαφές αν ο ίδιος επιδίωξε να ηγηθεί της δικής του «φράξιας» εντός του ΠΑΣΟΚ. Το σίγουρο είναι ότι από την κυβερνητική του έξοδο, το 1987, μέχρι την επάνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Σημίτης καλλιεργούσε μια ιδιαίτερη αντιπολίτευση εντός του κόμματος, η οποία συναντάτο σε σημεία με τις κριτικές που δεχόταν εξ αριστερών. Το 1992, στο βιβλίο του «Εθνικιστικός λαϊκισμός ή εθνική στρατηγική», γραμμένο και εκδοθέν στην κορύφωση του Μακεδονικού, ως αντίδοτο στην εθνική ρητορική και την πελατειακή πολιτική (που σιωπηλά εξυπακούεται ότι
προέκρινε ο Ανδρέας Παπανδρέου), προτείνεται ένα «κοκτέιλ» στροφής στην Ευρώπη, κατάφασης στις τάσεις της παγκοσμιοποίησης και διάλυσης των οπισθοδρομικών «προκαταλήψεων», που έτεμναν οριζόντια την κοινωνία. Οταν η κούρσα διαδοχής του ασθενούς ηγέτη του ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με τους φρενιτικούς της ρυθμούς, το ανανεωτικό ρεύμα που εδραζόταν στις παραπάνω πεποιθήσεις και μια σειρά συμμαχιών στους κόλπους του κόμματος του χάρισαν την ηγεσία και την πρωθυπουργία. Η οκταετία που ακολούθησε ήταν μία από τις πυκνότερες πολιτικά περιόδους της Μεταπολίτευσης: πέρα από την κούρσα διαδοχής, που επικύρωσε μια δεξιά στροφή, αντίστοιχη των ευρωπαϊκών κεντροαριστερών παρατάξεων της εποχής, η νίκη του άρχισε ήδη μια ατέρμονη αλυσίδα ταραχών, κρίσεων και ανακατατάξεων, στις οποίες δεν τηρούσε πάντα αμυντική στάση. Η κρίση των Ιμίων λίγες μόλις ημέρες αφότου κάθισε στον «θρόνο» έδωσε νέα πνοή στις εθνικιστικές εξάρσεις και επανακαθόρισε την έννοια του διπλωματικού επεισοδίου. Η υπόθεση Οτσαλάν παρέμεινε μέχρι σήμερα «αγκάθι» στο πλευρό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η «φούσκα» του χρηματιστηρίου αποτέλεσε το πρώτο επεισόδιο της πραγματικής ανευθυνότητας στο πεδίο της οικονομίας. Τα Ολυμπιακά έργα, πλαισιωμένα από τα πάμπολλα εργατικά ατυχήματα που σημειώθηκαν σε αυτά, αποτέλεσαν ένα από τα πιο φημισμένα περιστατικά κακοδιαχείρισης. Ο μαθηματικός τύπος ανανέωσε τη δυνατότητα διασπάθισης δημοσίου χρήματος, ενώ έφτιαξε δίκτυα συμφερόντων που ακόμα και σήμερα αδυνατούν να ξηλωθούν. Οι ταυτότητες και το τζαμί κατέληξαν να επιβεβαιώνουν, αν όχι να ενισχύουν, το γόητρο και την πολιτική δύναμη της Εκκλησίας. Η έλευση των ευρωπαϊκών χρημάτων προς τα «προοδευτικά» προγράμματα και η επιλογή Σημίτη να στελεχώσει το κράτος με την ευρύτερη πανεπιστημιακή Αριστερά έφτιαξαν κάποιες τερατώδεις ιδεολογικές, πολιτικές και προσωπικές συγγένειες. Η απόπειρα μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού από τον Τάσο Γιαννίτση προς ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα εγκαινίασε τον πόλεμο στο κοινωνικό κράτος. Στο φόντο όλων αυτών, η κακοδαιμονία του ευρώ, η πυκνότητα των σκανδάλων, που μέχρι σήμερα ακόμα αποκαλύπτονται, και η επώαση ενός στελεχιακού δυναμικού που θα έπαιρνε στα χέρια του τις τύχες της οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες (βλ. Propaganda #2) αποτέλεσαν το προοίμιο μιας τραγωδίας που εκτυλίσσεται μέχρι σήμερα. Ωστόσο, εκεί που η διακυβέρνηση 1996-2004 έκανε τη βαθύτερη ζημιά ήταν στο πεδίο της κουλτούρας. Ο άνθρωπος που διακήρυττε ότι η ευτυχία της νέας εποχής ανάγεται στα «καφενεία που θα γίνουν καφετέριες» διέβρωσε πιθανώς όσο κανένας άλλος πολιτικός ηγέτης την καθημερινότητα. Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς γιατί: πάμπολλα είναι τα σημεία που, ξεφεύγοντας στο εξωτερικό ως σπουδαστής, ως καταζητούμενος κι ως πολιτικός δηλώνει τη συμπάθειά του στις ευρωπαϊκές κοινωνίες έναντι της «οπισθοδρομικής» χώρας καταγωγής του. Μόνο ως ειρωνεία της τύχης μπορεί να ιδωθεί το ότι η τελευταία πράξη της κυβερνητικής του σταδιοδρομίας ήταν ο φημισμένος διάλογος με τον Τόνι Μπλερ, όπου ζητούσε την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα επειδή έρχονταν εκλογές. Στην έξοδο, ο υπερόπτης κοσμοπολίτης εκσυγχρονιστής κυνηγούσε ένα εθνικιστικό αίτημα για λαϊκιστική χρήση με ίδιον όφελος· και όπως ήταν αναμενόμενο, εισέπραξε το γέλιο του Βρετανού τότε πρωθυπουργού.
04
ipropaganda.gr
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
05
@ipropaganda_gr
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
Ορθολογικές ρεμούλες κι εκσυγχρονιστικά μπαξίσια Οταν, μετά από χρόνια, κάποιες από τις υποθέσεις αυτές κατέληξαν στη Δικαιοσύνη, το αποτέλεσμα ήταν η ισχνότητα των στοιχείων, εκτός από ελάχιστες, στις οποίες οι πρωταγωνιστές λειτούργησαν εκ των πραγμάτων ως αποδιοπομπαίοι τράγοι ΑΝ Ο ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ διά του εξορθολογισμού ήταν το πολιτικό δόγμα που κυριάρχησε στην «υψηλή έκφραση» της διακυβέρνησης Σημίτη, η πραγματικότητα στο έδαφος δεν θα μπορούσε να συνιστά μεγαλύτερη διάψευση. Με άλλα λόγια, για κυβερνήσεις που διατυμπάνισαν την ορθολογική διοίκηση τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που τις χαρακτήρισαν δεν γίνεται παρά να γίνουν αντιληπτά ως απολύτως υλικές εκσαρκώσεις των αντιφάσεων του εκσυγχρονισμού. Ακόμη περισσότερο, δεν μιλούμε εδώ για εκείνες τις διαστρεβλώσεις του πολιτικού και του οικονομικού συστήματος που θα τις λέγαμε «δομικές», τη «διαπλοκή», λόγου χάρη, ή τις πολιτικές αποκλεισμού, που προκύπτουν από τον νεοφιλελευθερισμό. Μιλούμε για απλά, χαμερπή σκάνδαλα, με ρεμούλες και μπαξίσια, του είδους στο οποίο επιδίδονται οι συμμορίες. Ο Κώστας Σημίτης έχει συχνά κατηγορηθεί πως, παρά το έργο του, άφησε το κόμμα του ανεξέλεγκτο, με αποτέλεσμα κάποια «λαμόγια» να οργιάσουν. Συνήθως, η υπερασπιστική γραμμή είναι πως, αφενός, ο ίδιος ουδέποτε αποδείχθηκε να συμμετείχε σε σκανδαλώδεις πράξεις για ίδιον όφελος, αφετέρου, ήταν όλα μέρος, τρόπον τινά, ενός «σχεδίου»: γνωρίζοντας πως δεν είχε τη δύναμη να καταπολεμήσει όλες τις παθογένειες της χώρας, εστίασε σε όσα μπορούσε να πετύχει, τα μεγάλα έργα, την ευρωζώνη κ.τ.λ., και άφησε τα υπόλοιπα κατά μέρος, όπως θα έκανε κάθε «ορθολογικός διαχειριστής». Ετσι, η υπερασπιστική αυτή γραμμή έχει το αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό να μετατρέπει σε θετικό στοιχείο του μύθου του εκσυγχρονιστή κυβερνήτη ένα από τα πιο μελανά σημεία του πολιτικού του βίου: το όργιο σκανδάλων που χαρακτήρισε την περίοδο που άσκησε την εξουσία. Δεν αληθεύει, βέβαια, πως ήταν «το κόμμα» που ευθυνόταν για τα σκάνδαλα, με την έννοια ενός παλαιού, βαθέος ΠΑΣΟΚ, το οποίο αρνούνταν να εκσυγχρονιστεί. Ασφαλώς ξέσπασαν σκάνδαλα και εκεί, αλλά και οι εκσυγχρονιστές –οι επονομαζόμενοι και «λο-
μάρκων από τη Siemens, το 1998 (την ίδια στιγμή, ο Μαντέλης παραδέχτηκε πως είχε λάβει κι άλλες 250.000 μάρκα δύο χρόνια αργότερα, όμως αυτά είχαν κατατεθεί στον λογαριασμό του, δίχως να «γνωρίζει ποιος τα κατέθεσε».) Το 2011 ο Τάσος Μαντέλης καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών με αναστολή για ψευδή υποβολή «πόθεν έσχες» την περίοδο 2006-2007, αλλά η δίκη του για την υπόθεση Siemens εξακολουθεί να αναβάλλεται.
χαγοί»– δεν πήγαν καθόλου πίσω. Σε κάθε περίπτωση, όταν, μετά από χρόνια, κάποιες από τις υποθέσεις αυτές κατέληξαν στη Δικαιοσύνη, το αποτέλεσμα ήταν η ισχνότητα των στοιχείων, εκτός από ελάχιστες, στις οποίες οι πρωταγωνιστές λειτούργησαν εκ των πραγμάτων ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Οι «λοχαγοί», οι «διευκολύνσεις» και τα «μαύρα» ταμεία Ποιος θυμάται, άραγε, σήμερα τις παραιτήσεις από «ευθιξία» του «αρχιλοχαγού» Μιχάλη Νεονάκη και του υπουργού Επικρατείας, Στέφανου Μανίκα, το 2003, υπό το βάρος των αποκαλύψεων ότι διατηρούσαν κωδικούς στο Χρηματιστήριο την κρίσιμη περίοδο του 1999 και αποκόμισαν τεράστια κέρδη; Ο Μιχάλης Νεονάκης είχε κάνει λόγο τότε για «συκοφαντίες» και «μικροκομματικές σκοπιμότητες» και οι γνώστες σχολίαζαν πως μάλλον οι «λοχαγοί» δεν είχαν κλείσει τόσο καλά τους λογαριασμούς τους με το «βαθύ ΠΑΣΟΚ». Σε κάθε περίπτωση, η ενασχόλησή του με τις μετοχές σήμανε τον αποκλεισμό
του από την πολιτική καριέρα – και έως εκεί. Δεν συνέβη το ίδιο με τον Χρήστο Πάχτα, ο οποίος βρήκε άλλο μονοπάτι προς τα δημόσια αξιώματα. Στις αρχές του 2004, λίγες ημέρες προτού προκηρυχθούν οι εκλογές, ο τότε υφυπουργός Οικονομικών κατηγορήθηκε ότι συνέταξε «φωτογραφική» τροπολογία με σκοπό να «διευκολύνει» το σχέδιο ανέγερσης πολυτελών κατοικιών στο Πόρτο Καρράς της Χαλκιδικής, συμφερόντων του επιχειρηματία Κωνσταντίνου Στέγγου. Υπήρξαν καταγγελίες για χρηματισμό, οι οποίες ωστόσο αργότερα αποσύρθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ο υφυπουργός αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση και αποκλείστηκε από τα ψηφοδέλτια στις εκλογές που ακολούθησαν, μαζί με τους βουλευτές που υπέγραψαν την τροπολογία, δηλαδή τους κ. Ανθόπουλο, Βούγια, Κίρκο, Φλώρο, Διαμαντή, Κουρουμπλή, Χρυσανθακόπουλο, Στρατηλάτη και Κατσανέβα. Σήμερα, ο Χρήστος Πάχτας είναι δήμαρχος Αριστοτέλη, στη Χαλκιδική, και ένθερμος υποστηρικτής της εξόρυξης μεταλλευμάτων
και της επένδυσης της εταιρείας Ελληνικός Χρυσός/Eldorado Gold. Αξίζει, μάλιστα, να υπενθυμίσουμε ότι ο κ. Πάχτας, ως υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη, είχε πρωτοστατήσει στη σκανδαλώδη μεταπώληση των Μεταλλείων Κασσάνδρας από την καναδική TVX στη νεοσύστατη τότε Ελληνικός Χρυσός, συμφερόντων της οικογένειας Μπόμπολα. Κάποιοι, βέβαιως, είχαν την τύχη να περάσουν χρόνια –και μαζί και οι κυβερνήσεις Σημίτη– ωσότου δουν το φως της δημοσιότητας κάποιες από τις πράξεις τους. Η υπόθεση με το ψευδές «πόθεν έσχες» του Γιάννου Παπαντωνίου, λόγου χάρη, χρειάστηκε την περίφημη Λίστα Λαγκάρντ για να αποκαλυφθεί και να τον οδηγήσει σε καταδίκη σε πρόστιμο και (εξαγοράσιμη) ποινή φυλάκισης. Ή, πάλι, ήταν το 2008 πια όταν έγινε γνωστό από τις εισαγγελικές αρχές ότι επί κυβέρνησης Σημίτη είχε κατατεθεί ένα εκατομμύριο μάρκα από την εταιρεία Siemens σε λογαριασμό του εκλεκτού του πρωθυπουργού Θόδωρου Τσουκάτου. Ο κ. Τσου-
κάτος, σε ανακοίνωσή του, είχε διευκρινίσει πως ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΣΟΚ είχε δεχτεί επίσκεψη στο γραφείο του από τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, ο οποίος του πρότεινε να συνεισφέρει οικονομικά στην προεκλογική εκστρατεία του κόμματος και του ζήτησε τραπεζικό λογαριασμό στο εξωτερικό για να γίνει η μεταφορά των χρημάτων. Ο κ. Τσουκάτος απευθύνθηκα σε γνωστό του που ανέλαβε να «διευκολύνει το ΠΑΣΟΚ». Τα χρήματα, χωρίς άλλη ανάμειξη του κ. Τσουκάτου, υποστήριξε ο ίδιος, κατέληξαν στον τομέα Οικονομικού του ΠΑΣΟΚ, παρελήφθησαν από τους αρμόδιους και μπήκαν στο ταμείο του κόμματος. Χρειάστηκε, επίσης, να έρθει το 2010, λόγου χάρη, και η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση Siemens, ώστε ο υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών της κυβέρνησης Σημίτη, Τάσος Μαντέλης, να αναγκαστεί εξαιτίας καταθέσεων συγγενικού του προσώπου να παραδεχτεί την είσπραξη «προεκλογικής χορηγίας» 200.000
Ο αποδιοπομπαίος τράγος Η υπόθεση της Siemens υπήρξε, άλλωστε, η θρυαλλίδα για τη μοναδική αποκαθήλωση πραγματικά υψηλού πολιτικού προσώπου -τη μοναδική τόσο ηχηρή αποκαθήλωση κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο-, με την εμπλοκή του ονόματος του πρώην υπουργού Εθνικής Αμυνας, Ακη Τσοχατζόπουλου, το οποίο ωστόσο ήδη απασχολούσε τη δημοσιότητα λόγω της ύποπτης αγοράς του περίφημου ακινήτου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Τον Απρίλιο του 2011, ο άλλοτε «υπαρχηγός» του Ανδρέα Παπανδρέου, ο άνθρωπος που έφτασε πολύ κοντά στην αρχηγία του κόμματος (την είχε χάσει από τον Κώστα Σημίτη) διαγράφηκε από το ΠΑΣΟΚ. Και τον Ιούλιο του 2011 ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2012, μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του με την κατηγορία για ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος, ο Ακης Τσοχατζόπουλος συνελήφθη. Μετά την απολογία του, κρίθηκε προφυλακιστέος και οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού, όπως άλλωστε και μέλη της οικογένειάς του και διάφοροι συνεργάτες του. Στο εισαγγελικό πόρισμα αναφερόταν ότι «ο Ακης Τσοχατζόπουλος και οι συνεργάτες του συνέστησαν εγκληματική οργάνωση και για την πραγμάτωση του σκοπού τους ίδρυσαν τρεις offshore εταιρείες, τις Bluebell, Nobilis και Torcaso, μέσω των οποίων προέβησαν σε σειρά παράνομων πράξεων, μεταξύ άλλων και στη νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών μέσω του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Σε αυτές τις εταιρείες ιδιοκτήτης φαινόταν να είναι ο Ακης Τσοχατζόπουλος». Τον Οκτώβριο του 2013, ο πρώην υπουργός Αμυνας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Παρά τις εκκλήσεις του για αποφυλάκιση και παρά το πολύ το προχωρημένο της ηλικίας του, παραμένει -κατά παράβαση των ισχυόντων για λιγότερο «λαομίσητους» κρατουμένους- στη φυλακή. Η υπόθεση του Ακη Τσοχατζόπουλου ίσως φωτίζει την πιο ιδιότυπη πλευρά των σκανδάλων της εποχής Σημίτη: παρά τη διάχυτη οσμή της διαφθοράς που έγινε αντιληπτή από όλους με τις διευκολύνσεις προς «ημετέρους» επιχειρηματίες, τις διάφορες μίζες, τα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου και της Siemens κ.τ.λ., ελάχιστες υποθέσεις έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη και ακόμη λιγότερες έχουν οδηγήσει σε απόδοση ευθυνών. Αντ’ αυτού, πρόσωπο-σύμβολο της διαφθοράς αναδεικνύεται ένας υπερήλικας πρώην ισχυρός, ο οποίος πετιέται στην αρένα και στον οποίον ο νόμος εξαντλεί την αυστηρότητά του. Ολως τυχαίως, είναι απολύτως απόμαχος και εμβληματική φυσιογνωμία του «παλαιού ΠΑΣΟΚ». Η Δικαιοσύνη αποδόθηκε και ο εκσυγχρονισμός παραμένει -σχεδόν- αλώβητος.
Χρηματιστήριο: Ουαί τοις ηττημένοις ΤΈΛΗ ΔΕΚΑΕΤΊΑΣ 1990. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, η Ελλάδα «φλέρταρε» πια ανοιχτά με την ευρωζώνη και η αλλαγή ήταν προ των πυλών. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το νέο αίσθημα εμπιστοσύνης στην οικονομία δεν ήταν ζαλάδα από την εκσυγχρονιστική μέθη, αλλά απόλυτα λογική στάση, από τη στιγμή που η ΟΝΕ θα άνοιγε τις πύλες της για να απορροφήσει τα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, ένα διεθνές περιβάλλον καλλιεργούσε την πίστη στις νέες τεχνολογίες και την πληροφορική ως μοχλούς της ανάπτυξης, πεποίθηση που θα συνέτριβε οδυνηρά η «φούσκα των dot.com» στις ΗΠΑ το 2003. Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις αναμένετο να αυξήσουν κατά πολύ την κερδοφορία τους και ο «λαϊκός καπιταλισμός», που προπαγάνδιζαν ο Κώστας Σημίτης και ο σοσιαλίζων υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου, έδινε μέσω του Χρηματιστηρίου τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμούσε, όποια κι αν ήταν η θέση του στην εισοδηματική πυραμίδα, να καρπωθεί ένα μέρος αυτών των κερδών. Ανυπολόγιστος είναι ο αριθμός όσων έσπευσαν να επενδύσουν τα λεφτά τους στις μετοχές και ο δείκτης του Χρηματιστηρίου άρχισε να ανεβαίνει αλματωδώς, μέχρι που, αδυνατώντας να αποκριθεί στα αναμενόμενα κέρδη, «έσπασε» στα τέλη του 1999, με επώδυνο τρόπο για τους νεοεισερχόμενους στον κόσμο του «ευγενούς» τζόγου, αλλά και την εγχώρια οικονομία εν συνόλω. Η αξία κάποιων μετοχών είχε ανέβει 500%-1.000% μέσα σε ελάχιστους μήνες. Δεκάδες -ή εκατοντάδες σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσειςδισεκατομμύρια ευρώ έκαναν φτερά σε μικρό χρονικό διάστημα και, μετά από μια σταθερά καθοδική πορεία, ο δείκτης του ΧΑΑ έφτασε σε ιστορικό χαμηλό το 2002, το οποίο θα ξαναπροσέγγιζε στις παρυφές της κρίσης, ύστερα από μια μικρή ανάκαμψη. Πολλά χρόνια μετά, οι έρευνες για συγκεκριμένα επενδυτικά παιχνίδια που παραπλάνησαν το ευρύ κοινό, παραχαράσσοντας τις πραγματικές αξίες των μετοχών, έφτασαν μεν στη Δικαιοσύνη, αλλά δεν οδήγησαν σε καταδίκες. Ακόμα και χωρίς αυτές, ωστόσο, το πολιτικό υπόβαθρο της «φούσκας» του Χρηματιστηρίου δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αλλωστε, η χρηματοοικονομική στροφή της χώρας είχε προετοιμάσει το έδαφος, χτίζοντας μια γενιά επαγγελματιών που θα μπορούσαν να γίνουν οι σαμάνοι αυτής της μετάβασης. Κάθε επίδοξος συμμετέχων στον «λαϊκό καπιταλισμό» των μετοχών είχε πια τον δικό του χρηματιστή να τον καθοδηγεί, ενόσω τα μέσα ενημέρωσης φρόντιζαν να διαδίδουν την «τεχνογνωσία» για την κατανόηση της Σοφοκλέους. Γνωστά κερδοσκοπικά επεισόδια έλαβαν χώρα υπό το καθεστώς της απόλυτης
νομιμότητας: στελέχη της κυβέρνησης κατηγορούνταν από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο της εποχής ότι «ενίσχυαν» επιλεκτικά τις μετοχές συγκεκριμένων οργανισμών, προκειμένου να αυξήσουν το κεφάλαιό τους με την επένδυση του κόσμου. Πολλές τράπεζες, έχοντας την κάλυψη των ΜΜΕ και της κυβέρνησης, ενσωμάτωναν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στήνοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο σύστημα για την εκμετάλλευση της συγκυρίας. Μέσω του «κύκλου» αυτού, η κρίση του χρηματιστηρίου κατέληξε να γίνει η μεγαλύτερη αναδιανομή προς τα πάνω μέχρι την έλευση του Μνημονίου. Είναι νωπή η μνήμη των τραπεζικών στελεχών να παροτρύνουν τον κόσμο να δει το Χρηματιστήριο ως ευκαιρία
Ο «λαϊκός καπιταλισμός», που προπαγάνδιζαν ο Κώστας Σημίτης και ο σοσιαλίζων υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου, έδινε μέσω του Χρηματιστηρίου τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμούσε, όποια κι αν ήταν η θέση του στην εισοδηματική πυραμίδα, να καρπωθεί ένα μέρος αυτών των κερδών πλουτισμού. Περισσότερο από όλους, όμως, αυτή την άκρατη πίστη σε κάποια δήθεν επελαύνουσα εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας καλλιέργησε η τότε κυβέρνηση. Η γνωστή προεκλογική αφίσα του ΠΑΣΟΚ που κραύγαζε υπέρ της αξίας των μετοχών είναι χαρακτηριστική του κλίματος που διαμόρφωναν οι κυβερνητικοί κύκλοι. Οι εκσυγχρονιστικές πεποιθήσεις του πρωθυπουργού, αν εμφορούνταν από αφέλεια, αδυνατούσαν να διανοηθούν ότι η κλιμάκωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε νομισματικό επίπεδο μπορεί και να μην έφερνε μια αναπτυξιακή ουτοπία. Κι όταν διαψεύστηκε οικτρά, με ολέθρια αποτελέσματα για όσους ακολούθησαν τις υποδείξεις του, αντί να καυτηριάσει το πολιτικό προσωπικό και τα στελέχη του χρηματοοικονομικού τομέα, κάνοντας παράλληλα και την αυτοκριτική του, ο Κώστας Σημίτης αρκέστηκε σε δύο λέξεις κατά των χαμένων: «Ας πρόσεχαν».
06
ipropaganda.gr
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
«ΜΑΣ ΈΛΕΓΑΝ ΓΙΑ ΧΡΌΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΚΈΤΕΣ. Ολα τα έργα είναι μακέτες. Είναι μακέτο τούτο το έργο;». Βρισκόμαστε στο 2004, ο Κώστας Σημίτης δεν είναι πια πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής εγκαινιάζει, ενόψει και των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων, ένα-ένα τα δημόσια έργα. Ο Κώστας Σημίτης, σε μια στιγμή αγανάκτησης, έκανε το σαρδάμ που έκτοτε έχει γίνει διάσημο. Η επί χρόνια κατηγορία της αξιωματικής αντιπολίτευσης πως τα έργα παρέμεναν επί χάρτου κατέρρευσε. Η «Ελλάδα του Σημίτη» είναι εδώ. Και πράγματι η περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη υπήρξε περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων στον χώρο των δημοσίων έργων. Τα Ολυμπιακά έργα αποτελούν ένα μεγάλο μέρος, αλλά όχι το σημαντικότερο. Στην εποχή τους, όμως, τα Ολυμπιακά έργα εντάχθηκαν σε ένα ολόκληρο πρότζεκτ: αυτό της Ολυμπιάδας. Αποτελώντας κάτι περισσότερο από απλά έργα, εντάχθηκαν σε ένα αφήγημα μιας μεγαλειώδους παρέμβασης στην πόλη της Αθήνας, που την καθιστούσε, κυριολεκτικά, έκθεμα. Σκοπός ήταν να δειχθεί η πόλη ως μητρόπολη, ως ένας ολοκληρωμένος «σύγχρονος τόπος». Οσον αφορά τα έργα ως τέτοια, από την αρχή υπήρξε μια αμηχανία για τη διαδικασία με την οποία θα εκτελούνταν. Η αρχική ιδέα της «αυτοχρηματοδότησης» γρήγορα κατέρρευσε. Εγινε κατανοητό πως κανένα έργο δεν είναι αρκετά ζωτικό ώστε να καταστεί βιώσιμο και μετά τους Αγώνες – άρα και τόπος έλξης ιδιωτικών επενδύσεων. Ετσι, και δεδομένου του αλαλούμ στον συντονισμό, οι ντόπιες μελετητικές και κατασκευαστικές εταιρείες συγκρότησαν εύκολα ένα τραστ που μονοπώλησε την κατασκευή των έργων. Η πίεση, δε, υπό την οποία κατασκευάστηκαν ταχέως αξιοποιήθηκε για να δικαιολογήσει το πλήθος των υπερβάσεων στο κόστος τους, το οποίο και συνετέλεσε στην εκτόξευση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Οι υπερτιμολογήσεις στην κατασκευή, με τις διαρκείς υπερβάσεις των προϋπολογισμών, αλλά και η κατόπιν εορτής δαπανηρή συντήρησή τους τα κατέστησε μια «μαύρη τρύπα» – τόσο από αισθητική άποψη, καθώς ρήμαζαν, όσο και από οικονομική, αφού ακόμα και έτσι ρημαγμένα απορροφούσαν κονδύλια συντήρησης. Τα έργα που αλλάζουν τη χώρα Τα δημόσια έργα, ωστόσο, που κυριαρχούν στην εικόνα της χώρας, αλλάζοντάς την ουσιαστικά και σε βάθος, είναι αυτά που σήμερα αποτελούν κομβικό κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Το μετρό της Αθήνας, το πρώτο τμήμα του οποίου δόθηκε στο επιβατικό κοινό στις αρχές του 2000, συνετέλεσε κομβικά στην αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού προβλήματος της Αθήνας – πρόοδος που γίνεται σαφής, αν δει κανείς τα αντίστοιχα προβλήματα στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου το έργο ακόμα δεν έχει ευδοκιμήσει. Το νέο αεροδρόμιο, «Ελευθέριος Βενιζέλος», που άνοιξε τις πύλες του το 2001, αποτέλεσε την εγγραφή της χώρας στον διεθνή χάρτη με όρους συγχρονικότητας, καθώς πλέον και η εικόνα βελτιώθηκε, αλλά και ο όγκος των επιβατών που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν αυξήθηκε. Η Αττική Οδός, για την οποία υπήρξε πίεση να παραδοθεί τμήμα της μαζί με το Αεροδρόμιο, για τον προφανή λόγο της σύνδεσής του με την πόλη, ολοκλήρωσε την εικόνα της Αθήνας ως σύγχρονης πρωτεύουσας. Τέλος, έργα υποδομής, όπως η Εγνατία Οδός, παρότι δεν ολοκληρώθηκαν τότε, αλλά ουσιαστικά τότε προχώρησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ολοκλήρωσαν ένα παμπάλαιο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα εγγραφής της χώρας στη νεωτερικότητα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχω-
Είναι μακέτο τούτο το έργο; Αλλάζοντας την εικόνα της χώρας και καθιστώντας την «ευρωπαϊκή», τα μεγάλα έργα άλλαξαν τόσο την οικονομική ζωή πολλών επιχειρηματιών όσο και την έννοια «δημόσιο έργο».
07
@ipropaganda_gr
ρίζει, φυσικά, περισσότερο για συμβολικούς λόγους, η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Αν και αυτή εγκαινιάσθηκε λίγους μήνες μετά την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από την εξουσία, τον Αύγουστο του 2004, με τον όγκο της δεσπόζει ως η μνημειακή αποτύπωση της εκσυγχρονιστικής περιόδου. Αυτή η εικόνα δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι δεν συνιστά ουσιαστική πρόοδο. Πώς θα μπορούσε να φανταστεί, άλλωστε, κάποιος τη ζωή του στην Ελλάδα σήμερα χωρίς μετρό, σύγχρονους δρόμους και αεροδρόμιο; Ωστόσο, ο τρόπος παραγωγής αυτών των έργων φέρει μαζί του το άλλο μεγάλο χαρακτηριστικό της εποχής, που άλλαξε την εικόνα της χώρας: τη διαπλοκή. Τον τρόπο, δηλαδή, που αθέμιτα και αλληλεξαρτώμενα συμφέροντα αναπτύσσονται παρασκηνιακά μεταξύ πολιτικών, διαφόρων επιχειρηματιών και ΜΜΕ, ώστε να εξυπηρετούνται αμοιβαία οι πολιτικές και επιχειρηματικές σκοπιμότητες. Η άλλη όψη της προόδου Η έλευση του Κώστα Σημίτη, λόγου χάρη, στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ και την πρωθυπουργία σηματοδοτεί την εποχή της γιγάντωσης για τον όμιλο Μπόμπολα. Το εταιρικό σχήμα παίρνει τη σημερινή του μορφή, αφού από τη συγχώνευση της Ελληνικής Τεχνοδομικής Α.Ε. και της Ακτωρ ΑΤΕ προκύπτει ο Ελλάκτωρ. Επί υπουργίας Κώστα Λαλιώτη ήρθαν οι αναθέσεις έργων με τεράστιους προϋπολογισμούς. Οι λεόντειες συμβάσεις, οι εκπτώσεις και τα πανωπροίκια στις υπερβάσεις έγιναν καθεστώς στα κατασκευαστικά έργα και μόνιμες καταγγελίες στα χείλη των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μαζί και ο Τύπος της αντιπολίτευσης που καθημερινά σφυροκοπούσε την «κυβέρνηση της διαπλοκής». Πώς γίνεται αυτό εφικτό; Με την εφαρμογή του περιβόητου «μαθηματικού τύπου». Ο «μαθηματικός τύπος» αποτελούσε έναν αριθμητικό υπολογισμό του συμφέροντος για την κατασκευή του έργου, με βασική ιδέα να βρεθεί ο κατασκευαστής που θα μπορούσε να εκτελέσει το έργο στο χαμηλότερο κόστος. Η ιδέα ήταν του Κ. Λαλιώτη και εφαρμόστηκε με τις ευλογίες της Ε.Ε., η οποία έτσι ήλπιζε ότι θα περιορίζονταν οι δαπάνες. Ταυτόχρονα, ο «μαθηματικός τύπος» ως αριθμητικός τρόπος θα έφερνε -υποτίθεται- την εξάλειψη της διαφθοράς, στον βαθμό που η προσωπική σχέση αντικαθίσταται από στεγνά νούμερα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο «μαθηματικός τύπος» εξαφάνισε τον ανταγωνισμό, οδηγώντας σε προσυνεννοήσεις των κατασκευαστών. Αν γνωρίζεις εκ των προτέρων τις προσφορές των ανταγωνιστών, τότε ξέρεις και το αποτέλεσμα του διαγωνισμού με βάση τον «μαθηματικό τύπο»: έτσι το αποτέλεσμα είναι ουσιαστικά γνωστό εκ των προτέρων στους ενδιαφερόμενους, στον βαθμό που η προσυνεννόηση δείχνει πόσο θα προτείνει ο καθένας. Το γεγονός ότι αυτή η προσυνεννόηση δουλεύει έχει να κάνει με τη ιδιομορφία του νόμου να κατοχυρώνει αμέσως τον μειοδότη, ακόμα και αν εμφανιστεί ένας τρίτος κατασκευαστής εκ των υστέρων, προσφέροντας σημαντικά μεγαλύτερη έκπτωση. Το σύστημα δημιουργεί, έτσι, μια κλειστή ομάδα κατασκευαστικών, που μοιράζονται όλα τα έργα. Ακόμα κι αν κάποιος από αυτούς αποδεικνυόταν στην πράξη ανίκανος να εκτελέσει το έργο, το μετέφερε μέσα από υπεργολαβίες στους άλλους. Παράλληλα, η ενίσχυση των υποδομών που κάθε νέο έργο έφερνε σε αυτές τις εταιρείες (μηχανήματα και εξειδικευμένο προσωπικό) τις πριμοδοτούσε ακόμα περισσότερο σε σχέση με όσες ήταν εκτός της φατρίας των διαγωνισμών, που, μη έχοντας τρόπο να δουλέψουν, απο-
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
δυναμώνονταν συν τω χρόνω. Η μηχανή τροφοδοτούσε, έτσι, τον εαυτό της. Συνέπεια όλων αυτών υπήρξαν, βέβαια, και τα προβλήματα στα ίδια τα έργα. Με έναν πυλώνα τη διαπλοκή στον τομέα των προσφορών και με δεύτερο τη δυσκολία προσεκτικής εκτίμησης της μελέτης -λόγω της ταχύτητας που έπρεπε να εκτελεστούν τα έργα-, το αποτέλεσμα ήταν ο πλημμελής έλεγχος και, επομένως, αρκετά κατασκευαστικά λάθη. Θρυλικές έχουν μείνει εγκεκριμένες μελέτες για την Εγνατία που προέβλεπαν γέφυρες εκεί όπου υπήρχε πεδιάδα και τούνελ εκεί όπου υπήρχαν ποτάμια. Τα λάθη αυτά αύξαναν κι άλλο το κόστος: οι παραλείψεις δημιουργούσαν την ανάγκη διορθωτικών έργων, τα οποία φυσικά αναλάμβαναν οι ίδιοι που τις έκαναν. Ιδού ένας φαύλος κύκλος που ανεβάζει τα κέρδη – εις βάρος φυσικά του φορολογουμένου. Επίσης, τα έργα αυτά είναι η απαρχή μιας σειράς που χάνει την έννοια του «Δημοσίου», αφού το έργο μετά την κατασκευή του παραμένει για σημαντικό διάστημα στον ιδιώτη που το λειτουργεί, εισπράττοντας έσοδα από αυτό, τη στιγμή που στην πραγματικότητα το έργο έχει φτιαχτεί σε μεγάλο βαθμό με δημόσιους πόρους. Αποχαιρέτα το… το Δημόσιο που χάνεις Η Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν αυτή που προώθησε ενεργητικά αυτή τη διαδικασία. Ηδη από τη δεκαετία του 1990 σε όλη την Ευρώπη, με πρωτοπόρα τη Βρετανία, δοκιμάζονταν νέα μοντέλα «συνεργασίας» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τη δεκαετία του 2000 οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) έγιναν η βασική κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, την κατασκευή και τη λειτουργία σημαντικών δημοσίων έργων. Η «Πράσινη Βίβλος σχετικά με τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα και το Κοινοτικό Δίκαιο των δημόσιων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης» του 2004 σηματοδοτεί αυτήν ακριβώς τη στροφή. Ταυτόχρονα, οι όροι των συμβάσεων, που ρυθμίζουν τον τρόπο που η εκμετάλλευση του έργου θα επανέλθει στο Δημόσιο, το καθιστούν πολλές φορές ντε φάκτο ιδιωτικό για πάντα. Για παράδειγμα, στην Αττική Οδό αναφέρεται στη σύμβαση ότι το έργο μπορεί να περιέλθει στο Δημόσιο, εάν η ανάδοχος εταιρεία έχει απόδοση ίδιων κεφαλαίων 11,3% ή διαφορετικά μετά από 18 χρόνια εκμετάλλευσης. Το έργο κόστισε 1,3 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 175 εκατ. ευρώ ήταν η ίδια συμμετοχή των κατασκευαστικών ομίλων. Για να εγκαταλείψουν το έργο θα έπρεπε να τους επιστραφεί το ποσό με μια απόδοση 11,6%, δηλαδή να πάρουν 20,30 εκατ. ευρώ παραπάνω. Ομως, τυπικά, μέχρι το 2007 η Αττική Οδός ήταν ζημιογόνα και η πρώτη χρονιά κερδοφορίας της ήταν το 2008, με 31,7 εκατ. ευρώ, ενώ το 2009 είχε κέρδη 69,7 εκατ. ευρώ. Ακολούθησε η περίοδος της οικονομικής κρίσης, ενώ σε όλη αυτή την περίοδο οι εταιρίες που διαχειρίζονται την Αττική Οδό μπορούν να επικαλούνται το κόστος αποπληρωμής των δανείων, αλλά και το κόστος συντήρησης, προκειμένου να παρατείνουν τη μη παραχώρηση/επιστροφή στο Δημόσιο και να συνεχίζουν να εισπράττουν τα διόλου ευκαταφρόνητα διόδια. Αλλάζοντας την εικόνα της χώρας και καθιστώντας την «ευρωπαϊκή», τα μεγάλα έργα της εκσυγχρονιστικής περιόδου άλλαξαν τόσο την οικονομική ζωή πολλών επιχειρηματιών όσο και το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας «δημόσιο έργο». Οπως στον Φάουστ συνυπήρχαν δύο καρδιές σε ένα σώμα, έτσι κι εδώ το τερπνόν συνδυάστηκε εύκολα με το ωφέλιμο για λίγους.
Η Ελλάδα της αστακομακαρονάδας ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΈΝΑ ΑΦΉΓΗΜΑ που έγινε η κυρίαρχη τεχνολογία της εξιστόρησης της κρίσης, αν έμπαινε κάποιος σε μια χρονοκάψουλα και επέστρεφε όχι πολύ μακριά, στις αρχές του 2000, προσγειωνόμενος σε ένα μεσοαστικό σπίτι, θα αντίκριζε λίγο-πολύ το ακόλουθο θέαμα: την τηλεόραση να παίζει Mega, τον σύζυγο να διαβάζει κάποια εφημερίδα του Χρηματιστηρίου, πλάι σε μια αθλητική, τη σύζυγο να δοκιμάζει τις νέες peep toe γόβες της και τα παιδιά να βρίσκονται στη δεύτερη τηλεόραση παίζοντας με πάθος κάποιο video game. Το καλοκαίρι, η οικογένεια θα επιβιβαζόταν στο μεγάλο τζιπ της και θα αναχωρούσε για κάποιον «in» προορισμό, θαυμάζοντας τα μεγάλα έργα στους δρόμους. Σε κάποια παραλιακή ταβέρνα, θα έκαναν στάση για να απολαύσουν μια αστακομακαρονάδα, συνοδευόμενη από ένα εκλεκτό λευκό κρασί. Η εικόνα αυτή είναι αληθής, αλλά μόνο εν μέρει, γεγονός που την καθιστά εντέλει προβληματική. Μπορεί κάποιος με ασφάλεια να υποστηρίξει ότι αυτά τα στιγμιότυπα οικογενειακής ζωής αποτελούν την τελείωση του ατομικιστικού, καταναλωτικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, που είχε ξεκινήσει ήδη από τα τέλη των ’80s, με εμβληματική ασφαλώς αναφορά τα πρώτα ιλουστρασιόν περιοδικά του lifestyle. Αυτό, ωστόσο, που τότε δειλά παρουσιαζόταν ως αίτημα, έμελλε να θέλει λίγο χρόνο να πραγματωθεί. Εξάλλου, τότε γεγονότα υπήρχαν ακόμα. Από το σκάνδαλο Κοσκωτά ως το Μακεδονικό, πολιτικά και εθνοταυτοτικά ζητήματα μπορούσαν ακόμη να ταρακουνήσουν την ήσυχη επιφάνεια της καθημερινής λιμνάζουσας ζωής. Μόνο με τον εκσυγχρονισμό μπόρεσε η επιφάνεια αυτή να χάσει κάθε βάθος και να γίνει διαδοχή στατικών εικόνων. Η πρόσδεση στη μακάρια ευρωπαϊκότητα, η οικονομική μεγέθυνση με τον τρόπο που έγινε και η αποπολιτικοποίηση των καθημερινών συζητήσεων σε μια ομαλή, πλην κενή, δικομματική αντιπαράθεση, πρόσφεραν το υπόβαθρο της εκδίπλωσης των ατομικών επιδιώξεων ευημερίας ως τον μοναδικό αρμό οικοδόμησης της προσωπικής ταυτότητας. Ευημερία μετρημένη με την απτή κατανάλωση, η οποία υποβοηθούνταν από μια πρωτόγνωρη αύξηση της πίστης (είτε μέσω καρτών είτε μέσω μιας πληθώρας ειδικών δανείων). Η εποχή είχε το χρώμα του χρυσού και της πλατίνας – ασχέτως του ότι, αν κάποιος δοκίμαζε να την ξύσει λίγο,
θα του έμενε στο χέρι λίγο από το χρώμα. Αυτό το χρώμα, όμως, δεν είναι δευτερεύον. Γιατί αν εντέλει κάποιοι μπόρεσαν να ζήσουν έτσι, αυτό συντελέστηκε όχι μέσω μιας Θείας Πρόνοιας, αλλά στη βάση δεδομένων κοινωνικών συνθηκών. Ο ξαφνικός πλουτισμός ήταν η απόρροια μιας «φούσκας», η οποία όταν έσκασε άφησε τον κοινωνικό σχηματισμό μπροστά σε μια τεράστια αναδιανομή πλούτου. Η αστακομακαρονάδα των μεν έγινε το σκέτο βραστό μακαρόνι των δε. Η εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού απέδειξε τα πήλινα πόδια αυτού του ευημερούντος γίγαντα. Η αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους, η είσοδος σε υφεσιακή οικονομία και η κρίση μετέτρεψαν αυτόν τον όγκο των αγαθών σε ένα βάρος για τη χειμαζόμενη πλέον μεσοαστική οικογένεια, που πετώντας κοντά
Η εποχή είχε το χρώμα του χρυσού και της πλατίνας – ασχέτως του ότι, αν κάποιος δοκίμαζε να την ξύσει λίγο, θα του έμενε στο χέρι λίγο από το χρώμα στον ήλιο έβλεπε τα φτερά της να λιώνουν. Το παράδοξο είναι πως πλέον εκείνοι που θριαμβολογούσαν για την πρότερη κατάσταση βρέθηκαν στη θέση του τιμητή, απευθύνοντας την κατηγορία σε εκείνους που ώθησαν στη μέθη της κατανάλωσης πως δεν ήταν, οι τάλανες, αρκούντως νηφάλιοι. Και το γεγονός πως η ιλουστρασιόν απεικόνιση της πραγματικότητας αφήνει πιο ισχυρό αποτύπωμα από την ψύχραιμη αποτίμηση επέτρεψε στην εικόνα της αστακομακαρονάδας να γίνει το σύμβολο του «μαζί τα φάγαμε», να γίνει δηλαδή ένα τιμωρητικό αφήγημα που θα συνοδεύει τις ακραίες πρακτικές του κοινωνικού μετασχηματισμού την εποχή των Μνημονίων. Η περίοδος, έτσι, του εκσυγχρονισμού κληροδοτεί το εξής αντινομικό δίπολο: την υπόσχεση μιας ηδονοθηρικής καταναλωτικής ευδαιμονίας, μέσω μιας ριζικής αναδιανομής, και ταυτόχρονα την ένοχη συνείδηση ότι την ευθύνη για αυτήν τη αναδιανομή φέρουν εντέλει τα θύματά της.
08
ipropaganda.gr
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
Τα «ορφανά» του εκσυγχρονισμού Τι απέγιναν οι «λοχαγοί» του Κώστα Σημίτη στη μετα-εκσυγχρονιστική εποχή;
Η ΠΡΌΣΦΑΤΗ ΕΠΑΝΕΜΦΆΝΙΣΗ στη δημοσιότητα του Κώστα Σημίτη, μέσα από την τηλεοπτική του συνέντευξη στον ΣΚΑΪ, δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός. Πέρα από τη συγκεκριμένη συγκυρία της Ειδικής Επιτροπής για τα εξοπλιστικά, όπου καταθέσεις θέλουν να εμπλέκονται πολλοί, η πολιτική σημασία της συνέντευξης συνδέεται με ένα συνεχές διαχρονικών παρεμβάσεων: ο πρώην πρωθυπουργός, από τη στιγμή της διαγραφής του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος το 2008, μετά τη διαφωνία του με τον Γιώργο Παπανδρέου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, διεκδίκησε τον ρόλο ενός υπερκομματικού σημείου αναφοράς. Οι παρεμβάσεις του, εκπορευόμενες από ένα αρχιμήδειο σημείο όπου το μικροπολιτικό παιχνίδι υποτίθεται πως δεν χωρούσε, έγιναν τα ιδεολογικά «Ευαγγέλια» των θιασωτών του εκσυγχρονισμού. Φροντίζοντας να εκδώσει νωρίς τα απομνημονεύματά του από την περίοδο της διακυβέρνησής του, αλλά και τη συνολική αυτοβιογραφία του, διεκδίκησε εμφατικά την κυριότητα της αφήγησης της Ιστορίας. Ταυτόχρονα, γράφοντας για το παρόν, το συνδέει με αυτή την ιστορία ως μια κακή απόκλιση, ως έναν εκτροχιασμό από τον ορθό δρόμο της πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο, ο Κώστας Σημίτης χτίζει ένα δίκτυο ιδεολογικής ηγεμονίας στον χώρο του Κέντρου, ως ο αδιαμφισβήτητος ιδεολογικός γκουρού του. Αυτή η αξίωση υποστηρίζεται από τη διασπορά στον κομματικό χάρτη τόσο των πολιτικών όσο και των ιδεολογικών «ορφανών» του πρώην πρωθυπουργού: μια λεγεώνα συνεργατών που έχει καταλάβει θέσεις στη σύγχρονη πραγματικότητα, διακονώντας το εκσυγχρονιστικό αίτημα και φυλάσσοντάς το ως ριζοσπαστικό, με την έννοια της επιθυμίας ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρόσωπα διασπείρονται σε όλους τους κομματικούς χώρους, γεγονός που δείχνει και τις γε-
νεαλογικές συγγένειες παρόμοιων εγχειρημάτων. Εξάλλου, ήδη από το 2000, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, εκ των μειζόνων θεωρητικών του εκσυγχρονισμού, τοποθετούσε στο προοδευτικό στρατόπεδο τμήματα τόσο του ΚΚΕ εσωτερικού όσο και της φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας. Διόλου τυχαίο, έτσι, που οργανικοί διανοούμενοι του σημιτισμού, όπως ο Αντώνης Λιάκος και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, κατέληξαν να διαδραματίζουν ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που ο Ν. Διαμαντούρος κατέβαινε υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας με το Ποτάμι. Στον πολιτικό χώρο, πρόσφατη είναι η συγκρότηση ενός κομματικού φορέα από την Αννα Διαμαντοπούλου, τον Γιώργο Φλωρίδη και τον Γιάννη Ραγκούση, ως προσπάθεια διάδοσης του εκσυγχρονιστικού προτάγματος. Διόλου τυχαία, η μια επικεφαλής ήταν αυτή που είχε πρωτοστατήσει στην προσπάθεια της εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης» - ένα ιδιαίτερα σκληρό και πάγιο εκσυγχρονιστικό αίτημα. Δεν είναι, φυσικά, το μόνο μόρφωμα που έχει εμφανιστεί στον χώρο. Το πλέον αξιομνημόνευτο από αυτά, για ιδεολογικούς περισσότερο λόγους και όχι χάρη σε κάποια ιδιαίτερη μαζική απήχηση, υπήρξε η «Πρωτοβουλία των 58», στην ιδρυτική διακήρυξη της οποίας συμμετείχε και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης. Διόλου τυχαία, εκ των άτυπων επικεφαλής της κίνησης υπήρξε ο Σταύρος Μπένος, υφυπουργός Εσωτερικών επί δεύτερης θητείας του Σημίτη, γνωστός για την ίδρυση των ΚΕΠ, ενώ δεν έλειψαν και πολλοί από τους διατελέσαντες υπουργούς του, όπως ο Χρήστος Πρωτόπαπας (που πέρασε και από διεθνείς θεσμούς) και ο Ανδρέας Λοβέρδος. Αξιοσημείωτη και η παρουσία του Νίκου Αλιβιζάτου, του καθηγητή της Νομικής που αναδείχθηκε σχεδόν σε τοτέμ των όποιων μεταρρυθμιστικών κινήσεων - προτάθηκε δε στις Προεδρικές εκλογές του 2015 για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας
από το Ποτάμι και υποστηρίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα, ενεργή είναι εσχάτως και η παρουσία των «λοχαγών» του Κώστα Σημίτη στις διεργασίες για την ανανέωση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης: «Την ενίσχυση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και την προσπάθειά της να οικοδομήσει μια νέα, μεγάλη και ισχυρή Κεντροαριστερά, ικανή να οδηγήσει... στην ανάκτηση της ηγεμονίας των πολιτικών ιδεών, στη συλλογική μας αυτογνωσία, αλλά και στην αποκατάσταση του δημόσιου ήθους και την ηθική της ατομικής και συλλογικής ευθύνης». Μη αναφέροντας καθόλου το ΠΑΣΟΚ, οι πρώην «λοχαγοί» τοποθετούνται υπέρ της δημιουργίας ενός χώρου «κοινής λογικής» -να ο εκσυγχρονιστικός «ορθολογισμός» που επιβιώνει!-, που θα αποτελέσει ανάχωμα στον «εθνικολαϊκιστικό» ΣΥΡΙΖΑ. Ως προς αυτό, δεν διαφέρουν από τους σημιτικούς εκείνους που «φλερτάρουν» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, ακριβώς στη βάση της σύμπλευσης μιας «υγιούς» σοσιαλδημοκρατίας και ενός φιλελευθερισμού. Ο κοινός αυτός χώρος υπάρχει διαπαραταξιακά και συγκροτεί αυτό που έχουμε ονομάσει «ακραίο Κέντρο», δηλαδή την αυτόνομη τεχνολογία της δημοσιότητας που εμφανίζεται κατά την κρίση, αποτελεί διάδοχη μορφή του εκσυγχρονισμού και των θεωριών του «μεσαίου χώρου» και επιχειρεί τον μετασχηματισμό της δημόσιας συζήτησης με στόχο τη συμμόρφωσή της στο πλαίσιο που απαιτεί η μεταδημοκρατία• συμμόρφωση που ανταποκρίνεται σε πολιτικές οι οποίες καταστρατηγούν θεμελιώδεις αξίες και κανόνες του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως είχε εμπεδωθεί στη Δύση της ευημερίας. Στη χοάνη αυτής της τεχνολογίας, τα «ορφανά» του Σημίτη, με τη βοήθεια των τακτικών παρεμβάσεων του «πατέρα» τους, αναζητούν τον νέο χώρο όπου ο εκσυγχρονισμός, ανηρημένος πια, ως στιγμή μιας ευρύτερης τεχνολογίας λόγου, θα συνεχίσει να δίνει την ιδεολογική του μάχη.