Προπαγανδιστές Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος Αυγουστίνος Ζενάκος Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου Χρήστος Νάτσης Πηνελόπη Ράπτη Κώστας Γυφτοδήμος M. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017 www.ipropaganda.gr
Η Δημοσιογραφία ενάντια στη μετα-αλήθεια #4
Η «αποχουντοποίηση» που δεν έγινε Η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών έφερε στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της μετάβασης στη Δημοκρατία. Η «αποχουντοποίηση», όμως, αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση των παθογενειών ολόκληρης της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Πόσο εύκολα μπορούσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα να τιμωρήσει τους πραξικοπηματίες και τους συνεργούς τους, που απλώνονταν σε κάθε γωνιά της κοινωνίας και που το ίδιο είχε γεννήσει;
Πολιτικό σύστημα
Δουλειές με… χούντες
Στρατός & Αστυνομία
φοιτητικό κίνημα
δημόσιο χρέος
Από τα σπλάχνα της αντίδρασης
Η «αποχουντοποίηση» στις επιχειρήσεις
Από τη «συνωμοσία της πιτζάμας» στη Χρυσή Αυγή
«Ενα, δύο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία»
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ
02
ipropaganda.gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
Η «ΑΠΟΧΟΥΝΤΟΠΟΙΗΣΗ» ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ∆ΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ των συνταγµαταρχών, αποτέλεσµα εσωτερικής κατάρρευσης και όχι εξωτερικής αντίστασης, έφερε στο προσκήνιο το µείζον ζήτηµα της µετάβασης στη ∆ηµοκρατία. Πρόκειται για την περιβόητη διαδικασία της «αποχουντοποίησης», η οποία αποτέλεσε την αποκρυστάλλωση των παθογενειών ολόκληρης της µεταπολεµικής ελληνικής κοινωνίας. Προϊόν ακριβώς αυτής της ιδιότυπης ανάπτυξης του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού µετά τον Πόλεµο, όπου καµία κάθαρση δεν υπήρξε σε σχέση µε την τιµωρία των συνεργατών των κατακτητών, η χούντα, παρά τον γκροτέσκο χαρακτήρα της, έχτισε σχετικά εύκολα έναν κρατικό µηχανισµό που λειτουργούσε µε όρους κανονικότητας. Η «αποχουντοποίηση» ως προσπάθεια, πέρα από την κατ’ όνοµα αλλαγή πολιτεύµατος, και η αποψίλωση αυτού του µηχανισµού από τους φίλιους προς τη δικτατορία συνάντησαν ακριβώς αυτή τη συστηµική αντίσταση της κανονικότητας. ∆εν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η διαδικασία της «αποχουντοποίησης», γενικά ελλιπής και δειλή, ακολούθησε µια κλιµάκωση ανάλογα µε τον αντίστοιχο µηχανισµό του κράτους: στα πιο κατασταλτικά στοιχεία του, όπως ο Στρατός και η Αστυνοµία, η επιβίωση δοµών του καθεστώτος υπήρξε τέτοια που ακόµη και στη µέση συνείδηση οι µηχανισµοί καταγράφονται ως φύσει αντιδραστικοί. Παρόµοια και στη ∆ικαιοσύνη, όπου ουσιαστικά κανείς δεν λογοδότησε. ∆ιαφορετικά υπήρξαν τα πράγµατα στο πανεπιστήµιο, όπου, λόγω κυρίως της πίεσης του φοιτητικού κινήµατος, η εκπαιδευτική µεταρρύθµιση, έστω και στα χαρτιά, απέκτησε ένα ξεκάθαρα προοδευτικό πρόσηµο. Κατά τα άλλα, η ζωή συνεχίστηκε. Οι επιχειρηµατίες συνέχισαν απρόσκοπτα τις δραστηριότητές τους -το κεφάλαιο εξάλλου δεν έχει ιδεολογία- και ο λαός τη δική του πορεία. Αποτέλεσµα της ελλιπούς «αποχουντοποίησης» υπήρξε και η διατήρηση και η διάδοση µύθων περί της επταετίας και των επιτυχιών της, µύθων που συµπυκνώνονται στη συχνά αυθόρµητη έκφραση αγανάκτησης: «Ενας Παπαδόπουλος µας χρειάζεται».
Από τα σπλάχνα Πόσο εύκολα µπορούσε το ελληνικό πολιτικό σύστηµα να τιµωρήσει τους πραξικοπηµατίες που το ίδιο γέννησε; «ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ (ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ) ήρθε ένας ανώτερος αξιωµατικός, ντυµένος µε στολή εκστρατείας και έπαρση πολλή. (...) Σ’ εµάς ανήγγειλε τον σχηµατισµό κυβέρνησης, όπου ο ίδιος είναι υπουργός Εσωτερικών. Οταν έφυγε, ρώτησα τον Κ. Μητσοτάκη ποιος είναι αυτός. Μου είπε πως ήταν ο Στυλιανός Παττακός, διοικητής του Κέντρου Εκπαίδευσης των Αρµάτων Μάχης στο Γουδί. “Ποιος τον έβαλε σ’ αυτή τη θέση;”, τον ρωτώ. “Εµείς”, µου απαντά»(1). Μέχρι την έλευση της 21ης Απριλίου, πρόσωπα όπως ο Στυλιανός Παττακός έδρασαν στο παρασκήνιο της Ιστορίας. Ωστόσο, ο ταξίαρχος των τεθωρακισµένων και πρωτεργάτης της χούντας κέρδισε µια κάποια δηµοσιότητα από νωρίς, αµέσως µετά το τέλος της Κατοχής, όταν οι εφηµερίδες αφηγήθηκαν τα ανδραγαθήµατά του ως κρυπτογράφου για λογαριασµό της οργάνωσης «Οµηρος» υπό την ηγεσία του συνταγµατάρχη Επαµεινώνδα Τσέλλου αρχικά και του αντιστράτηγου Στυλιανού Κιτριλάκη αργότερα. Ο «Οµηρος» αποτελούσε µέρος του στρατιωτικού βραχίονα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, που είχε αφοσιωθεί σε έναν διµέτωπο αγώνα σε αγαστή σύµπνοια µε τις συµµαχικές δυνάµεις, υπακούοντας στην ατζέντα του Τσουδερού και της Ιντέλιτζενς Σέρβις και εξαπολύοντας έναν ιδεολογικοπολιτικό αγώνα υπέρ της εθνικοφροσύνης και κατά του κοµµουνισµού. Χαρακτηριστικό είναι ότι αργότερα, το 1952, σε Εκθεση ∆ράσης για την αναγνώριση της αντιστασιακής δραστηριότητας της «Ιεράς Ταξιαρχίας», νεολαιίστικης οργάνωσης που συνεργαζόταν µε τον «Οµηρο» (σε σηµείο να θεωρείται ηµι-επισήµως οργάνωση της νεολαίας του), τα µέλη της διοικούσας επιτροπής έγραφαν για τη στρατηγική τους: «Η γραµµή της Ιεράς Ταξιαρχίας από της ιδρύσεώς της µέχρι της διαλύσεως αυτής υπήρξεν αψόγως Εθνική και απολύτως εξωκοµµατική, πιστή πάντοτε εις τας γενικάς οδηγίας και κατευθύνσεις του Συµµαχικού Στρατηγείου και της Ελευθέρας Κυβερνήσεως ή των εδώ αντιπροσώπων των. Η τήρησις της γραµµής αυτής έφερε την Ιεράν Ταξιαρχίαν πολλάκις αντιµέτωπον της αντεθνικής γραµµής του ΕΑΜ, πράγµα όπερ εστοίχισεν επιπροσθέτους διώξεις εις τα µέλη µας και προσέθεσεν εις τα εκ των Γερµανο-Ιταλών θύµατα τα εκ της κοµµουνιστικής διώξεως τοιαύτα. Τελικώς, η Ιερά Ταξιαρχία, τόσον εκ της Γερµανο-Ιταλικής διώξεως όσον και της Εαµικής έσχεν 8 νεκρούς, 5 τραυµατισθέντας και δεκάδας φυλακισθέντων και οµήρων». Οργανώσεις σαν τον «Οµηρο» και την «Ιερά Ταξιαρχία» άντλησαν πολλά από τα στελέχη τους από τις τάξεις του µεταξικού παρακράτους και, όταν τελείωσε η µακρά δεκαετία του ’40, τα µέλη τους απορροφήθηκαν είτε σε υψηλόβαθµα αξιώµατα των Ενόπλων ∆υνά-
ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΤΡΙ∆Α. ∆εν έχει οµοίως ούτε και ιδιαίτερες πολιτικές προτιµήσεις. Η άρση των δηµοκρατικών ελευθεριών που έφερε η δικτατορία των συνταγµαταρχών συνοδεύτηκε µε µια πρωτόγνωρη απελευθέρωση του επιχειρείν: Πάνω στη διπλή αρχή της ενίσχυσης επιχειρηµατιών και εφοπλιστών και στην απαγόρευση των απεργιών, µε συνακόλουθο διωγµό κάθε ανταγωνιστικής φωνής, δηµιουργήθηκαν ιδανικές συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά, η χούντα απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση στους Αµερικανούς επενδυτές, µέσα από τις σελίδες των «Times» της Νέας Υόρκης, προσφέροντας απαλλαγή τόσο της εταιρείας όσο και του προσωπικού της από κάθε φόρο ή δασµό,
µεων ή στα πόστα του πολιτικού συστήµατος που επωµίστηκε το µετεµφυλιακό κράτος. Οι διαδροµές των ηγετών του «Οµήρου» είναι ενδεικτικές αυτής της τάσης: ο Επαµεινώνδας Τσέλλος αποχώρησε από την οργάνωση για να διοριστεί υπουργός στην κατοχική κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, που µεσολάβησε
∆ουλειές εισαγωγή παντός είδους ατελώς, ελεύθερη εξαγωγή συναλλάγµατος και πλήρη φορολογική ασυλία. Πιστή στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η χούντα, µε σειρά παρεµβάσεών της, ξεκινώντας από τον Αναγκαστικό Νόµο 395/68, αύξησε σηµαντικά τους συντελεστές δόµησης, ανοίγοντας τον δρόµο για το δεύτερο µεγάλο κύµα πολυκατοικιών, κυρίως σε λαϊκές, αλλά και µικροαστικές περιοχές. Η έξαρση των κατασκευών, συµπεριλαµβανοµένων σχεδίων που εφορµούσαν από τα γκροτέσκο ιδανικά των χουντικών, όπως το διαβόη-
µεταξύ Τσολάκογλου και Ράλλη, ενώ µεταπολεµικά διορίστηκε από τον «εθνάρχη» στη διοίκηση του ΟΤΕ και στα ηγετικά κλιµάκια της νεοσύστατης ΕΡΕ, προτού έρθει το απριλιανό πραξικόπηµα, που τον έκανε υπουργό Εµπορίου. Ο δε Στυλιανός Κιτριλάκης δεν είχε την τύχη να ζήσει τη χούντα, καθώς πέ-
03
@ipropaganda_gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
της αντίδρασης
µε... χούντες το «Τάµα του Εθνους», ένας µεγάλος ναός που χτίστηκε στα Τουρκοβούνια, σε ανάµνηση της Επανάστασης του 1821, εκτίναξε τον κατασκευαστικό κλάδο. Η αγαστή συµµαχία επετεύχθη µε αµοιβαία οφέλη: οι κατασκευαστές εισέπρατταν, η χούντα τούς χρησιµοποιούσε για δάνεια από το εξωτερικό. Υπερκοστολογήσεις των έργων και φθηνό εργατικό δυναµικό εκτόξευσαν τόσο την παραγωγικότητα όσο και τα κέρδη. ∆ιόλου τυχαία, ο Στυλιανός Παττακός απέκτησε την προσωνυµία «µυστρί». Ταυτόχρονα, η χούντα δεν παρέλειψε να προσφέρει σηµαντικές δυνατότητες επέν-
θανε το 1964, αλλά υπό τον Παπάγο έγινε αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, παρότι δεν ήταν ακόµα στρατηγός, ενώ υπό τον Κωνσταντίνο Καραµανλή απέκτησε µια θέση στη διοίκηση της ∆ΕΗ, ξεπληρώνοντας ίσως τα «γραµµάτια» για τη συµµετοχή του στη µάχη του Γράµµου, που οδήγησε στην ήττα του ∆ηµοκρατικού Στρατού.
δυσης και στους εφοπλιστές. Σε µια εποχή που η κερδοφορία του µεγάλου κεφαλαίου δοκιµαζόταν, οι φοροελαφρύνσεις που προσέφερε ήταν ανάσα ζωής για αυτούς. Εννοείται ότι εδώ η «αποχουντοποίηση» προέκυψε αυτόµατα: Ετοιµοι να προσαρµοστούν στις νέες συνθήκες, οι επιχειρηµατίες συνέχισαν τις µπίζνες τους, αυτή τη φορά µε τη ∆ηµοκρατία. Και µε προίκα µια ευνοϊκή νοµοθεσία, που καµία κυβέρνηση από τότε δεν έχει τολµήσει να πειράξει. Παρότι πολλοί και τρανταχτοί επιχειρηµατίες κλήθηκαν να απολογηθούν, η κατάληξη υπήρξε κοινή: οι υποθέσεις κατέληξαν στο αρχείο και η Ελληνική ∆ηµοκρατία, πλέον, συνέχισε να κλείνει δουλειές µε τους ίδιους ανθρώπους που χαρτζιλίκωναν τους συνταγµατάρχες.
Φορώντας την «Κόκκινη Προβιά» Τσέλλος και Κιτριλάκης είναι µόνο δύο από τα αµέτρητα παραδείγµατα προσώπων που διέπρεψαν από την εθνικοφροσύνη στη µετεµφυλιακή ∆εξιά και, στην περίπτωση του πρώτου, στη χούντα. Η εξαντλητική καταγραφή αυτών των περιπτώσεων θα ήταν πρακτικά αδύνα-
τη. Το σίγουρο είναι ότι η πτώση της δικτατορίας, το 1974, σηµατοδότησε την αρχή του τέλους µιας µακράς περιόδου, όπου θεµέλιο του κράτους -µε τον Ψυχρό Πόλεµο πάντα στο φόντο- ήταν ο αντικοµµουνισµός. Οι µύδροι που εξαπέλυαν κατά της «κόκκινης απειλής» τόσο ο «εθνάρχης» όσο και ο «γέρος της ∆ηµοκρατίας» ελάχιστα απέχουν από τη ρητορική που υιοθέτησαν οι συνταγµατάρχες για να δικαιολογήσουν το πραξικόπηµα. Με φόντο την «Κόκκινη Προβιά», το εγχώριο παράρτηµα της αµερικανικής επιχείρησης «Gladio», που είχε στόχο να αναχαιτίσει την έλευση του κοµµουνισµού, ο άνεµος έπνεε ούριος για τους πραξικοπηµατίες, οι οποίοι είχαν ήδη ευνοηθεί από τις προνοµιακές θέσεις τους στο µετεµφυλιακό κράτος, αλλά και από το δόγµα που κυριαρχούσε στις Ενοπλες ∆υνάµεις και το οποίο παραµένει στην ατζέντα της σκληρής ∆εξιάς µέχρι σήµερα. Η έµφαση που δίνει η «Ιερά Ταξιαρχία» παραπάνω στον «εξωκοµµατικό» χαρακτήρα της δεν είναι τυχαία. Θεµελιακή αντίληψη των στρατιωτικών από τη δεκαετία του ’40 και εντεύθεν είναι ότι πυρήνας της κοµµουνιστικής ατζέντας είναι η υπονόµευση του εθνικού φρονήµατος στις Ενοπλες ∆υνάµεις. Οταν χτίστηκε η υπόθεση ΑΣΠΙ∆Α τη δεκαετία του ’60, ο «κοµµουνιστικός κίνδυνος» περισσότερο υπονοούνταν, παρά λεγόταν ρητά από τον Γεώργιο Γρίβα και τους λοιπούς καταγγείλαντες. Η κατηγορία αφορούσε την πολιτικοποίηση του στρατεύµατος υπό τον υποτιθέµενο αρχισυνωµότη Ανδρέα Παπανδρέου και αποτελούσε κόκκινο πανί για το ακροδεξιό παρακράτος που είχε κυριαρχήσει στον στρατιωτικό µηχανισµό. Μέχρι σήµερα, κάθε φορά που υπάρχει κάποιος υπαινιγµός ότι θα παραχωρηθούν συνδικαλιστικές ελευθερίες στις Ενοπλες ∆υνάµεις, ξεσηκώνεται θύελλα στις τάξεις του Στρατού, κληροδοτώντας εδώ και οκτώ δεκαετίες ένα δόγµα κι ένα µοντέλο λειτουργίας στον Ελληνικό Στρατό το οποίο αποδεικνύεται ανθεκτικό απέναντι σε κάθε δηµοκρατική µεταρρύθµιση. Ηταν, άλλωστε, δύσκολο να ξεριζωθεί αυτό το καθεστώς µε την «Αλλαγή» του 1981, ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια ασυδοσίας. Οταν το 1951 ο Ι∆ΕΑ πραγµατοποίησε ένα πρωτοβουλιακό πραξικόπηµα υπέρ του στρατάρχη Παπάγου και κόντρα στη βούληση του ιδίου, αιχµή ήταν πάλι τάσεις πολιτικοποίησης στο στράτευµα, που θεωρούνταν προάγγελος της κοµµουνιστικής άλωσής του. Η δυνατότητα των στρατιωτικών να προβούν σε πραξικόπηµα και να το ανακαλέσουν, σαν να µη συνέβη τίποτα, µαρτυρά την αυτονοµία που είχε χαρίσει στις ακροδεξιές πτέρυγες των Ενόπλων ∆υνάµεων το µετεµφυλιακό κράτος, η οποία, παρά τις βεβαιώσεις περί του αντιθέτου, δεν «ξηλώθηκε» ποτέ. Αυτή η ευχέρεια βρήκε στον δρόµο της τις βλέψεις της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής και πρόσωπα όπως τον πρόθυµο, αµερικανοσπουδαγµένο, πρώην ταγµατασφαλίτη Γιώργο Παπαδόπουλο και γέννησε τη δικτατορία. Ξεριζώνοντας τσουκνίδες Το 1974, η πτώση της χούντας επανέφερε τον Εθνάρχη στα πράγµατα. ∆ύο ηµέρες αφού ανέλαβε την ηγεσία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, το Προεδρικό ∆ιάταγµα 519/1974 άνοιγε τις φυλακές. Παραµονές των πρώτων εκλογών της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, η συντακτική πράξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας της 3ης/10/1974 αποσαφήνισε ότι αµνηστία για τους πρωταιτίους δεν υπάρχει και οι Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, Λαδάς και Ρουφογάλης συνελήφθησαν, ανοίγοντας
τον δρόµο για τη νίκη της Νέας ∆ηµοκρατίας. Λίγες ηµέρες πριν, το δίληµµα «Καραµανλής ή τανκς» είχε αρχίσει να κυριαρχεί στα ελληνικά Μέσα. Ο Καραµανλής δοκίµασε µια τοµή µε το µετεµφυλιακό κράτος. Η κατάργηση των εµφυλιακών νόµων, η νοµιµοποίηση της κοµµουνιστικής Αριστεράς και το δηµοψήφισµα για τη βασιλεία όρισαν το πλαίσιο µιας τοµής που κατέστησε µη αντιστρέψιµη θεσµικά τη µετάβαση. Οµως, παρέµεινε δέσµιος του δικού του οράµατος για µια «θωρακισµένη» κοινοβουλευτική ∆ηµοκρατία, όπως την είχε αρθρώσει στη σύγκρουσή του µε το Παλάτι το 1963, που όµως δεν αναλογούσε στο αίτηµα ριζοσπαστικού εκδηµοκρατισµού που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και θα εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ. Αντίστοιχα, ενώ ήταν αυτός που έκανε µεγάλες εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, η πολιτική στις εργασιακές σχέσεις νοµιµοποιούσε την εργοδοτική αυθαιρεσία, πυροδοτώντας µεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις. Ο Καραµανλής αντιµετώπισε το διπλό πρόβληµα της «συνέχειας του κράτους» και της «συνέχειας της ∆εξιάς». Το κρατικό, αστυνοµικό και στρατιωτικό προσωπικό που στελέχωσε τους µηχανισµούς της χούντας ήταν πολύ εκτεταµένο για να µπορεί εύκολα να εκκαθαριστεί. Εµφανιζόµενη η χούντα ως κληρονόµος της αντικοµµουνιστικής ∆εξιάς, είχε τη στήριξη δεξιών πολιτικών, έστω και εάν αυτοί δεν ενστερνίζονταν τη χουντική ιδεολογία. Ο Καραµανλής επέλεξε ένα µέρος τους να το ενσωµατώσει στη Ν.∆. τόσο εξαρχής, κάτι που του επέτρεψε στις εκλογές του 1974 να µειώσει σηµαντικά τα ποσοστά της Ακροδεξιάς, όσο και το 1978, µε την αµφίπλευρη διεύρυνση και προς το Κέντρο και προς την Ακροδεξιά. Εκείνη την περίοδο, ακροδεξιές οργανώσεις, εκµεταλλευόµενες και δεσµούς µε τµήµατα του ελληνικού «βαθέος κράτους», δοκίµασαν τον δρόµο της τροµοκρατικής δράσης. Εκατοντάδες βοµβιστικές επιθέσεις σηµειώθηκαν την πρώτη επταετία της Μεταπολίτευσης, κατά µαζικών στόχων (όπως εµπορικών καταστηµάτων ή κινηµατογράφων), αδιαφορώντας για τις συνέπειες και µετρώντας δεκάδες θύµατα. Η βόµβα στον κινηµατογράφο «Ελλη» το 1978, που τραυµάτισε 18 ανθρώπους, ένας εκ των οποίων έχασε τα πόδια του, αποτέλεσε µέρος µιας σειράς βοµβιστικών ενεργειών και ήταν αυτή που οδήγησε τότε τον Νίκο Μιχαλολιάκο για πρώτη φορά στη φυλακή – αφού πρώτα η κατηγορία περί κακουργήµατος είχε µετατραπεί σε πληµµέληµα. Το εναρκτήριο λάκτισµα για την ακροδεξιά τροµοκρατία είχε δώσει η τελευταία µεγάλη αναλαµπή των χουντικών: το περιβόητο «Πραξικόπηµα της Πιτζάµας» από στελέχη του κύκλου του Ιωαννίδη, που τον Φεβρουάριο του 1975 επιχείρησαν ανεπιτυχώς να ρίξουν τον Καραµανλή και να άρουν για µία εισέτι φορά τη ∆ηµοκρατία. Το 2013, ο πρωτεργάτης του αποτυχηµένου αυτού πραξικοπήµατος, Παρασκευάς Μπόλαρης, χωρίς να έχει εκτίσει ούτε µία µέρα της ποινής του, παρευρέθηκε στο ξενοδοχείο «President», σε εκδήλωση νοσταλγών της χούντας. Την ίδια περίοδο, στην κηδεία του έτερου πρωταγωνιστή του «Πραξικοπήµατος της Πιτζάµας», Νίκου Ντερτιλή, του δολοφόνου του 20χρονου Μ. Μυρογιάννη, κατά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, παρευρέθηκαν διάφορα στελέχη της Ακροδεξιάς – κάποια εκ των οποίων έφεραν πλέον την ιδιότητα του βουλευτή. 1. Μανώλης Γλέζος, «Οι πρώτες µέρες: Μαρτυρίες», Αρχειοτάξιο, τ. 8, 2006.
04
ipropaganda.gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
Από τη «συνωμοσία της Το στράτευµα, αν και έπεσε στα µαλακά σε σχέση µε τον ρόλο του στη δικτατορία, αποδέχτηκε να µη διεκδικεί πλέον να «ρυθµίζει το πολίτευµα». ∆εν συνέβη το ίδιο µε την Αστυνοµία... «ΟΛΙΓΟΙ ΑΦΡΟΝΕΣ εκινήθησαν κατά τρόπον συνωµοτικόν. Η κυβέρνησις έλαβε και λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα, µεταξύ των οποίων και το µέτρον της επιφυλακής». Αυτή ήταν η διαβεβαίωση που έδωσε στη Βουλή ο Παναγής Παπαληγούρας, υπουργός Συντονισµού της κυβέρνησης Καραµανλή, στις 24 Φεβρουαρίου 1975. Αιτία, η επιµονή της αντιπολίτευσης -και ιδίως του προέδρου της Ενωσης Κέντρου-Νέες ∆υνάµεις, Γεωργίου Μαύρου, και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου- για «ενηµέρωση». Ενηµέρωση για τους λόγους για τους οποίους είχε τεθεί σε επιφυλακή το στράτευµα και ο πρωθυπουργός είχε σπεύσει να συναντήσει στο Πεντάγωνο τους αρχηγούς των Ενόπλων ∆υνάµεων. Σήµερα, που µας χωρίζει πλέον τόσος καιρός από την αποκατάσταση της ∆ηµοκρατίας, είναι δύσκολο να φανταστούµε πόσο εύθραυστη την ένιωθαν οι άνθρωποι -πολίτες και πολιτικοί- τους πρώτους µήνες της Μεταπολίτευσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της µετάβασης από το δικτατορικό καθεστώς στη ∆ηµοκρατία, πρώτα µε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ύστερα από τις εκλογές του Νοεµβρίου 1974, µε την κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, οι φήµες οργίαζαν: Ολοι µιλούσαν για επικείµενο νέο πραξικόπηµα από «Ιωαννιδικούς» αξιωµατικούς. Από τους πολιτικούς, που είχαν τις πληροφορίες τους, έως τον υπουργό Εθνικής Αµυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, που είχε τις δικές του, και από τον κόσµο στον δρόµο και στα καφενεία έως το φοιτητικό κίνηµα. Και ήταν λογικό. Η εξουσία µπορεί να είχε παραδοθεί στους πολιτικούς, αλλά τη δικτατορία την είχε κάνει και στηρίξει το στράτευµα· και το στράτευµα παρέµενε το ίδιο. Το κίνηµα του Φεβρουαρίου Ηδη από τον Αύγουστο του 1974, σε συνάντηση µε τον Αβέρωφ, τον υπουργό ∆ηµόσιας Τάξης, Σόλωνα Γκίκα, και τους επικεφαλής των Ενόπλων ∆υνάµεων, παρουσία του χουντικού Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη, που παρέµενε στη θέση του, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραµανλής είχε αναφερθεί στις πληροφορίες που είχε πως σχεδιαζόταν η σύλληψή του και είχε ζητήσει από τους στρατιωτικούς «να εξουδετερώσουν τα καρκινώµατα αυτά ή άλλως να παραιτηθούν». Εως το τέλος του 1974 είχαν τεθεί σε διαθεσιµότητα µόλις λίγες δεκάδες αξιωµατικοί, µε πάρα πολλούς να παραµένουν στις
θέσεις που είχαν επί χούντας· κάποιοι από τους πρωταίτιους του πραξικοπήµατος βρίσκονταν απλώς υπό περιορισµό, σε ξενοδοχείο στην Τζια, και διάφοροι χουντικοί, µεταξύ των οποίων ο ∆ηµήτρης Ιωαννίδης, ο Νίκος Ντερτιλής, ο Ευάγγελος Μάλλιος και ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ήταν ακόµη ελεύθεροι. Ηταν κάποιοι από αυτούς που αποφάσισαν να δράσουν στις 24 Φεβρουαρίου του 1975 – κι έστειλαν τον Καραµανλή εσπευσµένα στο Πεντάγωνο και τον Παπαληγούρα στη Βουλή. Επικεφαλής του «κινήµατος» ήταν ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Νίκος Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγµατάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης. Το σχέδιο ήταν να καταληφθούν µονάδες σε όλη την Ελλάδα, να περικυκλωθεί η Βουλή από τανκς, να συλληφθούν εξέχοντες πολιτικοί και να µεταδοθεί διάγγελµα προς τον ελληνικό λαό. Μολονότι οι αξιωµατικοί σχεδίαζαν περισσότερο να εκβιάσουν την κυβέρνηση να παραχωρήσει γενική αµνηστία, παρά να επιβάλουν εκ νέου δικτατορία, είναι βέβαιο πως αφενός η απειλή για τη ∆ηµοκρατία ήταν ακόµη ολοζώντανη, αφετέρου ο στρατός δεν είχε πρόθεση να παραιτηθεί από τον ρυθµιστικό του ρόλο. Οι συνωµότες συνελήφθησαν είτε στις µονά-
δες τους είτε στο σπίτι τους – κάποιοι φορώντας τις πιτζάµες τους, γι’ αυτό και η κίνησή τους επικράτησε να λέγεται, ξορκίζοντας και κάπως το κακό, η «συνωµοσία της πιτζάµας». Το επόµενο διάστηµα είδε πολλές δεκάδες αποστρατεύσεις σε όλα τα Οπλα, ενώ η πίεση της αντιπολίτευσης, των πολιτικών νεολαιών και του φοιτητικού κινήµατος για τιµωρία των πραξικοπηµατιών εντάθηκε ακόµη περισσότερο. Ατιµωρησία Εντούτοις, δεν µπορεί να πει κανείς ότι η τιµωρία του στρατεύµατος για την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος ήταν σαρωτική. Σύµφωνα µε τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο Γιώργης Κρεµµυδάς στο βιβλίο του «Οι άνθρωποι της χούντας µετά τη ∆ικτατορία»(1), ως «πρωταίτιοι» παραπέµφθηκαν σε δίκη 24 αξιωµατικοί, δικάστηκαν οι 21 και καταδικάστηκαν 19. Οι ποινές κυµάνθηκαν από αυτή του θανάτου (που µεταβλήθηκε σε ισόβια) έως τα 5 χρόνια φυλακή. Σχετικά µε τη σφαγή στο Πολυτεχνείο, στην πρώτη δίκη, µε 32 κατηγορουµένους, αθωώθηκαν οι 12 και καταδικάστηκαν οι 20 σε ποινές από 5 µήνες φυλακή µέχρι 7 φορές ισόβια – στην περίπτωση του Ιωαννίδη. Στην επανάληψη της δίκης για επτά από τους καταδικασθέ-
ντες, µετά από αναίρεση που έκανε δεκτή ο Αρειος Πάγος, αθωώθηκαν πέντε και επιβλήθηκαν φυλακίσεις µηνών σε άλλους δύο, ενώ σε χωριστή δίκη αθωώθηκε άλλος ένας. Συνολικά, από τους 34 στρατιωτικούς που δικάστηκαν για το Πολυτεχνείο, οι 18 κηρύχθηκαν αθώοι. Και οι «συνωµότες της πιτζάµας», όµως, έπεσαν µάλλον στα µαλακά. Στο Στρατοδικείο παραπέµφθηκαν 21 κατηγορούµενοι και καταδικάστηκαν 14 σε ποινές από 4 έως 12 χρόνια φυλακή. Αργότερα, το Αναθεωρητικό ∆ικαστήριο Αθηνών µείωσε κι άλλο τις ποινές. Ούτε για τους στρατιωτικούς βασανιστές ήταν καλύτερα τα πράγµατα, δυστυχώς. Στην πρώτη δίκη παραπέµφθηκαν 31 βασανιστές, ενώ είχαν απαλλαγεί άλλοι 38 µε βούλευµα. Καταδικάστηκαν οι 16 σε ποινές από 6 µήνες έως 23 χρόνια. Στη δεύτερη δίκη παραπέµφθηκαν 36 και καταδικάστηκαν 23 σε ποινές από λίγους µήνες µε αναστολή έως 7 χρόνια. Το Αναθεωρητικό ∆ικαστήριο µείωσε κι εδώ τις ποινές. Tελικά, ελάχιστοι στρατιωτικοί βασανιστές εξέτισαν υπολογίσιµες ποινές, ανάµεσά τους ο Θεοφιλογιαννάκος, που έµεινε στη φυλακή 18 χρόνια. Οσο, πάντως, και αν τόσο ο αριθµός των προσώπων που διώχθηκαν όσο και οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν αναντίστοιχα µε το βάρος
05
@ipropaganda_gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
πιτζάμας» στη Χρυσή Αυγή
του ρόλου που έπαιξε το στράτευµα στην επιβολή και στην εδραίωση της δικτατορίας, η µερική έστω «αποχουντοποίησή» του πέτυχε να το κάνει να παραιτηθεί από τον ρόλο του «ρυθµιστή του πολιτεύµατος», που διατηρούσε τα µεταπολεµικά χρόνια και που ήλπιζαν να διασώσουν οι Φεβρουαριανοί συνωµότες. Μολονότι είναι εξαιρετικά αµφίβολο αν η πλειονότητα των στρατιωτικών άλλαξε πολιτική κατεύθυνση -κάποιες φορές τούτο γίνεται αντιληπτό από δηλώσεις αποστράτων, αν και είναι αδύνατον να διαπιστωθεί η έκτασή του- το στράτευµα ως δοµή του κράτους πείστηκε να µην ενεργεί αυτοβούλως, αλλά να υπάγεται στους περιορισµούς που θέτει το πολίτευµα – όποιο κι αν είναι αυτό. Ο µερικός εκδηµοκρατισµός της Αστυνοµίας ∆εν συνέβη το ίδιο µε την Αστυνοµία - το άλλο µεγάλο στήριγµα της χούντας. Κι αν οι διώξεις και οι ποινές που επιβλήθηκαν στους στρατιωτικούς µοιάζουν περιορισµένες, στην περίπτωση της Αστυνοµίας και της Χωροφυλακής φαντάζουν πραγµατικά απίστευτες. Στις δίκες των βασανιστών της Αθήνας, για την περίοδο της «ιωαννιδικής» δικτατορίας, παραπέµφθηκαν 16 άτοµα, δικάστηκαν 14 και καταδικάστηκαν τέσσερα
σε ποινές φυλάκισης από τέσσερις έως 10 µήνες. Για την περίοδο της «παπαδοπουλικής» δικτατορίας παραπέµφθηκαν 11 άτοµα της Αστυνοµίας και πέντε της Χωροφυλακής. Καταδικάστηκαν πρωτόδικα έξι αστυνοµικοί σε ποινές από 10 µήνες έως δύο χρόνια. Στο Εφετείο οι ποινές µειώθηκαν κι άλλο. Από τους αξιωµατικούς της Χωροφυλακής, σε πρώτο βαθµό καταδικάστηκαν και οι πέντε, αλλά στον δεύτερο αθωώθηκαν δύο και µειώθηκαν οι ποινές των τριών άλλων. Οι ποινές ήταν από δύο έως έξι χρόνια πρωτόδικα και έγιναν από 11 έως 23 µήνες. Εγιναν πολλές δίκες και στην υπόλοιπη Ελλάδα, µε παρόµοια αποτελέσµατα. Λίγα χρόνια αργότερα, κανένας αστυνοµικός βασανιστής δεν ήταν πλέον στη φυλακή. Η «αποχουντοποίηση» δεν άγγιξε ουσιαστικά την Αστυνοµία. Στην πραγµατικότητα, έπρεπε να έρθει χρόνια αργότερα η µεταρρύθµιση του ΠΑΣΟΚ για να επιτευχθεί ένας µερικός εκδηµοκρατισµός, µε την κρίσιµη παρέµβαση του Γιάννη Σκουλαρίκη ως υπουργού ∆ηµόσιας Τάξης, όταν γενικός γραµµατέας του υπουργείου διορίστηκε ο Τάκης Αναγνωστόπουλος, απόστρατος αξιωµατικός του Στρατού, που είχε κατηγορηθεί για την υπόθεση «Ασπίδα», και όταν –κυρίως– καταργήθηκαν τα Σώµατα Ασφαλείας, όπως λειτουργούσαν έως τότε, δηλαδή η Αστυνοµία Πόλεων και η Χωροφυλακή, και δηµιουργήθηκε η Ελληνική Αστυνοµία. Επιπλέον, η εκπαίδευση των αστυνοµικών βελτιώθηκε και ξεκίνησε η προσπάθεια για τη δηµιουργία συνδικαλιστικού κινήµατος στην Αστυνοµία, κάτι που αργότερα έγινε πραγµατικότητα. Μολαταύτα, η αίσθηση της ατιµωρησίας έχει σφραγίσει την Ελληνική Αστυνοµία, όπως αποδεικνύει η σωρεία περιστατικών αυθαιρεσίας που παρατηρείται όλα τα µεταπολιτευτικά χρόνια. Αν και όχι βέβαια σε συγκρίσιµο βαθµό µε τη χούντα, η Αστυνοµία βαρύνεται µε βασανιστήρια, κακοποιήσεις και φόνους, που συνεχίζονται έως τις µέρες µας και καταγράφονται συνεχώς από ανεξάρτητους φορείς, όπως η ∆ιεθνής Αµνηστία. Ακόµη και όταν τα περιστατικά έρχονται µε ηχηρό τρόπο στη δηµοσιότητα, οι τιµωρίες είναι συνήθως ισχνές. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τον Σεπτέµβριο του 2013, κατά τις συλλήψεις στελεχών της Χρυσής Αυγής, ο βουλευτής Γιώργος Γερµενής δήλωσε: «Χρειάστηκε να ξηλωθεί η µισή ηγεσία της Ελληνικής Αστυνοµίας για να µας κυνηγήσουν». Αυτή η – είτε αφελής είτε αλαζονική– δήλωση ήρθε να επιβεβαιώσει την εικόνα που είχε σχηµατιστεί από αναρίθµητες καταγγελίες για κάλυψη της Χρυσής Αυγής από την Αστυνοµία και µαρτυρίες για δηλώσεις αστυνοµικών πως τη στηρίζουν. Εντούτοις, η εσωτερική έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. δεν απέδωσε –για ακόµη µία φορά– καρπούς, καθότι το πόρισµά της εντόπισε µόλις εννέα άτοµα που είχαν σχέση µε την οργάνωση. Το θέµα θάφτηκε και παραµένει εκτός δηµόσιας συζήτησης, παρά το γεγονός ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληµατικής οργάνωσης βρίσκεται σε εξέλιξη. Η υποστήριξη της Αστυνοµίας προς τη Χρυσή Αυγή σηµαίνει ότι αυτή η τόσο ισχυρή δοµή του κράτους διεκδικεί έναν ρόλο πολιτικού ρυθµιστή – µε σαφή προσανατολισµό, µάλιστα, στην Ακροδεξιά. Αυτό είναι εξόχως επικίνδυνο. 1. Γιώργης Κρεµµυδάς στο βιβλίο του, «Οι άνθρωποι της χούντας µετά τη δικτατορία», Εκδόσεις Εξάντας, 1984.
Η κληρονοµιά που άφησε η χούντα ΣΤΙΣ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013, το πρωτοσέλιδο της δεύτερης «Ελευθεροτυπίας» κοσµούσε το αποτέλεσµα δηµοσκόπησης της Metron Analysis, σύµφωνα µε την οποία «η πλειοψηφία (59%) θεωρεί πως σε θέµατα ασφαλείας η κατάσταση επί χούντας ήταν καλύτερη, 46% θεωρεί ότι είχε καλύτερη διαβίωση και το 24% πιστεύει πως η χώρα είχε καλύτερη διεθνή εικόνα». Η δηµοσκόπηση δεν προκάλεσε ιδιαίτερο σοκ. Ηδη από την εκρηκτική άνοδο του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής είχε διαφανεί µια έξαρση των ακροδεξιών ιδεών και οργανώσεων στην ελληνική κοινωνία. Το «Μια χούντα µάς χρειάζεται» είχε ήδη αρχίσει να γίνεται δηµοφιλής έκφραση. Υπονοούσε ότι το καθεστώς της επταετίας ήταν µια εξαίρεση υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης στη γενικότερη «πολιτική ανωµαλία» που χαρακτήριζε το νεοελληνικό κράτος από τις απαρχές του. Το ότι αυτό είναι καταφανώς ψέµα έχει αποδειχθεί τόσες φορές(1), που καταντά κοινοτοπία η εκ νέου διάψευσή του. Η χούντα υπήρξε ένα καθεστώς διαφθοράς, ρεµούλας και εξυπηρετήσεων, που σε καµία περίπτωση δεν ωφέλησαν τις κατώτερες τάξεις της οικονοµικής πυραµίδας. Το µέγεθος της αδιαφορίας των πραξικοπηµατιών, ακόµα και για τα στοιχειώδη προσχήµατα, µπορεί να φανεί καθαρά από το πλήθος των σκανδάλων που έχουν καταγραφεί, αλλά και από την ίδια τη λειτουργία του συστήµατος που έστησε η χούντα: ένα κύκλωµα νοµής δηµόσιου χρήµατος και διευκολύνσεων για τους φίλα προσκείµενους στο καθεστώς και σκληρής καταστολής για τους «έξω από τον χορό» της χουντολατρείας. Οι πελατειακές σχέσεις καθοδήγησαν την οικονοµική πολιτική της επταετίας. Το δηµόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε από το 1,2 δισ. δολάρια το 1967, στα 2,5 δισ. το 1972, ως αποτέλεσµα ενός αχαλίνωτου δανεισµού, που διοχετεύθηκε χωρίς κανέναν µακροπρόθεσµο σχεδιασµό στις οικοδοµές και τον τουρισµό – κλάδους χωρίς εξαγωγικό χαρακτήρα, που όµως παρείχαν άµεσα κέρδη στους ευνοουµένους. Το έλλειµµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφτασε από τα 11,5 δισ. δραχµές το 1967, στα 44,9 δισ. το 1973. Ο πληθωρισµός ανέβασε ριζικά το κόστος ζωής, βαραίνοντας άνισα τα είδη πρώτης ανάγκης, την ίδια στιγµή που πλούτισε τις τσέπες ξενοδόχων
και µεγαλοεργολάβων. Τη ζηµιά στην οικονοµία ενέτεινε ο παράγοντας του χρόνου: η αποµόνωση της βιοµηχανίας και της αγροτικής παραγωγής από την κρατική αρωγή άφησε τους άλλοτε µεγάλους και εύρωστους κλάδους, χωρίς δυνατότητες εξέλιξης από το 1967 και µετά, µε ανυπολόγιστο κόστος στον παραγωγικό ιστό. Η ενίσχυση των αγροτών τα χρόνια του Ανδρέα Παπανδρέου αποτελεί µία από τις πτυχές της «αποχουντοποίησης», που όντως συντελέστηκε. Παρά τα άπειρα προβληµατικά σηµεία στην εφαρµογή της Κοινής
Το δηµόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε από το 1,2 δισ. δολάρια το 1967, στα 2,5 δισ. το 1972, ως αποτέλεσµα ενός αχαλίνωτου δανεισµού Αγροτικής Πολιτικής και τον ακανόνιστο καταµερισµό των σχετικών επιδοτήσεων, η µεταρρύθµιση του πολιτικού πλαισίου για τη γεωργία κατάφερε να αποκαταστήσει τις αγροτικές δραστηριότητες ως θεµελιακό στοιχείο της οικονοµίας. Ωστόσο, άλλα στοιχεία της οικονοµικής πολιτικής της χούντας παραµένουν ακόµα ισχυρά, ασχέτως της κυβέρνησης που βρίσκεται στο τιµόνι της χώρας κάθε στιγµή. Η λέξη «διαπλοκή» αναφέρεται συνήθως σε αρκετά µεταγενέστερα φαινόµενα, αλλά ο διαµοιρασµός των δηµόσιων έργων ως βασικό υποστύλωµα µιας κυβέρνησης είναι κάτι που όλες οι διάδοχες κυβερνήσεις φάνηκαν απρόθυµες να αλλάξουν. Παράλληλα, ο τουρισµός κατείχε δεσπόζουσα θέση ως «ελπίδα», που θα αποτελούσε τον κινητήρα για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Στη συντήρηση, φυσικά, αυτών των µύθων ενεργό ρόλο έπαιζαν πολιτικές προσωπικότητες που διατήρησαν και µετέδωσαν τη χουντική ιδεολογία. 1. Βλ. ενδεικτικά: Αρης Χατζηστεφάνου, «Μια χούντα θα µας (φε)σώσει», «Unfollow», τ. 14, Φεβρουάριος 2013, Ιός, «Εφτά χρόνια αρπαχτή», «Ελευθεροτυπία», 25/7/2010 και ∆ιονύσης Ελευθεράτος, «Λαµόγια στο χακί: Οικονοµικά “θαύµατα” και θύµατα της χούντας» (Εκδόσεις Τόπος).
06
ipropaganda.gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ Η ∆ΙΚΤΑΤΟΡΙΑ των συνταγµαταρχών τερµατίστηκε, µε µια εσωτερική κατάρρευση δηλαδή και όχι µε κάποια έξωθεν, αγωνιστική ανατροπή, δηµιούργησε ένα περιβάλλον µετάβασης στη ∆ηµοκρατία ιδιαίτερα ιδιόρρυθµο. Η «καρατόµηση» της ηγεσίας άφησε εν λειτουργία έναν µηχανισµό που επί επτά χρόνια είχε αποκτήσει µια κανονικότητα λειτουργίας. Παρότι δηλαδή τυπικά η χούντα δεν υπήρχε, το κράτος λειτουργούσε µε υπαλλήλους που την είχαν υπηρετήσει – πολλοί και µε µεγάλη προθυµία. Αυτή η ιδιότυπη δυαδική εξουσία έθετε και το ανάλογο άχθος υπέρβασής της. Ανάλογα µε το ιδιαίτερο τµήµα του κοινωνικού σχηµατισµού, η διαβόητη «αποχουντοποίηση» είχε να αντιµετωπίσει διαφορετικά διακυβεύµατα και κοινωνικά προτάγµατα. Ο χώρος της Εκπαίδευσης, και δη της ανώτατης, παρουσιάζεται να έχει αυτοδίκαια ένα κεντρικό ενδιαφέρον. Βασικός λόγος προφανώς είναι το γεγονός ότι η µοναδική σοβαρή εκδήλωση µαζικής αντιδικτατορικής δράσης στα επτά χρόνια ζωής του δικτατορικού καθεστώτος ήταν αυτή του φοιτητικού κινήµατος, ξεκινώντας από τη Νοµική και καταλήγοντας στα γνωστά γεγονότα του Πολυτεχνείου, που, όχι τυχαία, συµβολοποιούν ακόµη σήµερα τον αντιδικτατορικό αγώνα. Μετά την πτώση της χούντας, ήρθε η ώρα για τη δεύτερη στιγµή στην εξέλιξη του κινήµατος: Εχοντας το ορόσηµο του Πολυτεχνείου στο ενεργητικό του, το κίνηµα θα διεκδικούσε ενεργά τον καθαρισµό του ακαδηµαϊκού περιβάλλοντος από τα χουντικά κατάλοιπα. Θα µπορούσε δηλαδή να εκδιπλώσει ένα πιο θετικό και «περιεχοµενικό» σχέδιο δράσης. Ταυτόχρονα, θα είχε την ωριµότητα της συνειδητοποίησης ότι η διαδικασία της «αποχουντοποίησης» θα ήταν µακρά και επώδυνη, συνειδητοποίησης που εκφράστηκε και στο γνωστό σύνθηµα «Ενα, δύο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73» (που το θυµηθήκαµε, τη δεύτερη φράση του τουλάχιστον, στην Ελλάδα των Μνηµονίων). Σύνθηµα που, παρά τις στρεβλώσεις της ερµηνείας του, διατηρεί ένα πολύ σηµαντικό νόηµα: αυτό που βλέπει τη µετάβαση όχι ως στιγµιαία (όπως κατά τη ∆ικαιοσύνη υπήρξε το έγκληµα των συνταγµαταρχών), αλλά ως µια διαρκή µάχη κυριαρχίας και ηγεµονίας - γνώση που το φοιτητικό και νεανικό κίνηµα απέκτησε στον δρόµο και στις πορείες. Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και φρονηµατισµός Η άνοδος των πραξικοπηµατιών στην εξουσία το 1967 συνοδεύτηκε από ένα µπαράζ αναγκαστικών νόµων, που σκοπό είχαν τη ρύθµιση του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας. Στον χώρο της Παιδείας, ο Α.Ν. 129/67 περί οργάνωσης και διοίκησης της Γενικής Εκπαίδευσης, που προωθήθηκε το καλοκαίρι του 1967, αποσκοπούσε στην άσκηση των µαθητών στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και στον φρονηµατισµό των µαθητών όλων των βαθµίδων της Εκπαίδευσης. Στην ουσία, επρόκειτο για µια αντιµεταρρύθµιση, που σκοπό είχε την ακύρωση της εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης που είχε φέρει η Ενωση Κέντρου το 1964. ∆ιατηρώντας, ωστόσο, τον δωρεάν χαρακτήρα της Εκπαίδευσης και επεκτείνοντάς τον για πρώτη φορά και στην ανώτατη, µέσω της καθιέρωσης του δωρεάν συγγράµµατος, η χούντα εξαπέλυσε ένα κύµα ελέγχου, που περιλάµβανε έναν συγκεντρωτισµό στον καθορισµό εκπαιδευτικών προγραµµάτων, στησίµατος σχολών και τµηµάτων και ελέγχου του διδασκόµενου περιεχοµένου. Το αυτοδιοίκητο των πανεπιστηµίων καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα περίπλοκο πλέγµα νόµων, που καθιστούσαν τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας πάνω του ασφυκτικό. Το δωρεάν σύγγραµµα, δε, αναγκαστικό για τους φοιτητές, πρόσφερε ένα εργαλείο ελέγχου απείρως δραστικό και αποτελεσµατικό, ειδικά σε συνδυασµό µε το σύστηµα των εδρών:
Η «αποχουντοποίηση» στο πανεπιστήµιο και το φοιτητικό κίνηµα
Ενα, δύο, τρία, πολλά Ελέγχοντας σύγγραµµα και τον µόνο καθηγητή, το ακαδηµαϊκό περιβάλλον γινόταν σχεδόν αυτόµατα µονολιθικό, προστατευµένο από εύκολες ιδεολογικές απειλές. Το πνεύµα έρευνας και αµφισβήτησης καταστελλόταν και ο χώρος γινόταν απόλυτα ελεγχόµενος από την άνωθεν εξουσία. Με τον Α.Ν. 558/1968 περί του βοηθητικού διδακτικού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, θα ετίθεντο µέχρι και ηθικά κριτήρια προσλήψεων, ενώ οι φοιτητές είχαν να λογοδοτούν στο αρµόδιο σπουδαστικό τµήµα της Ασφάλειας. Μια κάθαρση που έγινε; Μετά την κατάρρευση της χούντας, το ισχυρό φοιτητικό κίνηµα πέτυχε να προχωρήσει εν τοις πράγµασι µια ισχυρότερη «αποχουντοποίηση» από ό,τι αλλού. Και εδώ ωστόσο οι ιδιαίτεροι πα-
ράγοντες που ήδη έχουµε δει κατέστησαν τη διαδικασία προβληµατική. Η υπόθεση της κάθαρσης των ΑΕΙ από τους χουντικούς διδάσκοντες πέρασε τελικά, έστω και µε κάποια καθυστέρηση, από το Ειδικό Πειθαρχικό Συµβούλιο, το οποίο ανέλαβε την εφαρµογή της Συντακτικής Πράξεως της 3ης/9/1974 «περί αποκαταστάσεως της νοµιµότητος εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα» (ΦΕΚ 237) και απαρτίστηκε από τέσσερις συµβούλους της Επικρατείας και τέσσερις τακτικούς καθηγητές ΑΕΙ. Η λογική µε την οποία λειτούργησε ωστόσο ήταν να ασχοληθεί µε τις πιο καθαρές και αδιαµφισβήτητες περιπτώσεις χουντικών, ενώ όπου µπορούσε έκανε τα στραβά µάτια. Κοινώς, τιµωρήθηκαν µόνο όσοι ήταν καταφανώς και δηµοσίως χουντικοί και δεν µπορούσαν να το καλύψουν. Ενδεικτικά είναι τα νούµερα: Με
οριστική απόλυση τιµωρήθηκαν µόνο τριάντα οκτώ πανεπιστηµιακοί. Ολες οι άλλες τιµωρίες ήταν της προσωρινής απόλυσης και ποικίλλαν από δύο µήνες έως τρία έτη. Πολλές περιπτώσεις φιλοχουντικών και συνεργατών πέρασαν, έτσι, όχι µόνο απαρατήρητες, αλλά και νοµιµοποιηµένα πια ως καθαρές. Από αυτό κατέστη σαφές ότι η «αποχουντοποίηση», πέρα από την αποµάκρυνση των προσώπων, θα έπρεπε να έχει και θετική, παραγωγική πλευρά. Οπως το έθεσε ο Νίκος Πουλαντζάς σε άρθρο του στα «Νέα» της 8ης Σεπτεµβρίου του 1975: «Το πρόβληµα δεν είναι τόσο, π.χ., να εκδιωχθούν οι χουντικοί ή οι φιλοχουντικοί από τα πανεπιστήµια -µ’ όλο που κι αυτό είναι ένα πρόβληµα-, αλλά να µπούµε σε µια διαδικασία εκδηµοκρατισµού του πανεπιστηµίου. ∆ιότι, όταν έχεις έναν βοηθό ή έναν υφηγητή ο
07
@ipropaganda_gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
Οι διαστολές δεοντολογίας Η «ΕΘΝΟΣΩΤΗΡΙΟΣ» ήταν µόλις οκτώ ηµερών όταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος διέταξε τον σχηµατισµό της Υπηρεσίας Ελέγχου Τύπου ή, όπως θα γινόταν ευρέως γνωστή, της επιτροπής λογοκρισίας. Με την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας στις 21 Απριλίου, το Αρθρο 14 του Συντάγµατος ανεστάλη, αίροντας την ελευθερία του Τύπου. Στις εφηµερίδες απαγορευόταν εφεξής «να θίγονται τα µέλη της βασιλικής οικογένειας και της κυβέρνησης, οι Ενοπλες ∆υνάµεις και η λειτουργία του κρατικού µηχανισµού». Απαγορεύονταν τα δηµοσιεύµατα που θα µπορούσαν να αναζωπυρώσουν τα πολιτικά πάθη, η αναδηµοσίευση ανακοινώσεων αριστερών οργανώσεων και κάθε δηµοσίευµα που κατά την κρίση της Υπηρεσίας Ελέγχου «παραβλάπτει το έργον της Κυβερνήσεως», αλλά και «η χρήση της δηµοτικής γλώσσας»(1). Μπορεί εκ των υστέρων πολλοί δηµοσιογράφοι να διηγήθηκαν αστεία περιστατικά από το έργο της επιτροπής λογοκρισίας, αλλά η καταστολή που υπέστη ο Τύπος κάθε άλλο παρά αστεία ήταν. Η «Αυγή» και η «∆ηµοκρατική Αλλαγή» εξαφανίστηκαν από τα περίπτερα, όπως και η «Καθηµερινή» και η «Μεσηµβρινή» της Ελένης Βλάχου, καθώς η ιστορική εκδότριά τους αρνήθηκε να συνεργαστεί µε το καθεστώς. Το 1969, η χούντα αποφάσισε να άρει τη λογοκρισία – ή, πιο σωστά, να τη µετατρέψει από πρόσκαιρο µέτρο σε νόµο. Με το νοµοθετικό διάταγµα 346 ήρθη η προληπτική λογοκρισία, αλλά οριοθετήθηκαν συγκεκριµένες απαγορεύσεις, η παραβίαση των οποίων θα οδηγούσε σε µη εξαγοράσιµες ποινές. Οπως σχολιάζει ο Γιάννης Γκλαβίνας, το Ν.∆. 346 ουσιαστικά µετέθεσε τον ρόλο του λογοκριτή σε εκδότες και αρχισυντάκτες. Με την πτώση της χούντας, το περιοδικό «Αντί», που είχε εκδώσει µόνο ένα τεύχος επί των ηµερών της δικτατορίας, ξεκίνησε τη δεύτερη ζωή του το 1974. Στο πρώτο τεύχος της β’ περιόδου άρχισε µια µακροχρόνια ερευνητική δουλειά του περιοδικού να καταγράψει και να αποκρυπτογραφήσει τι συνέβη στην επταετία και τι κληροδότησε αυτή τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Από µια τέτοια δουλειά δεν θα µπορούσαν να λείπουν οι δηµοσιογράφοι.
Πολυτεχνεία... οποίος πρέπει να κάνει τον υποτακτικό του καθηγητή, για να µπορέσει κι αυτός να γίνει καθηγητής, ένας τέτοιος άνθρωπος, κι ο προοδευτικότερος να είναι στα είκοσί του χρόνια, στα σαράντα του µε µια οικογένεια και µε δύο παιδιά, αναπόφευκτα, µέσα σ’ έναν τέτοιο µηχανισµό θ’ αλλάξει, θα γίνει, χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβει, σαν τον χουντικό καθηγητή του». Αυτός ο εκδηµοκρατισµός αποτέλεσε το αντικείµενο της πρώτης µεταπολιτευτικής εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης, που φέρει το όνοµα των Τσάτσου-Ευρυγένη, καθώς έγινε σε δύο χρόνους. Πρώτος ξεκίνησε τη συζήτηση ο συνταγµατολόγος ∆ηµήτρης Τσάτσος. Ως υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, συγκρότησε ήδη από τις 17 Αυγούστου του 1974 επιτροπή για τη σύνταξη Καταστατικού Χάρτη για τα ΑΕΙ. Στην επιτροπή
συµµετείχαν διακεκριµένοι επιστήµονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, ο Σάκης Καράγιωργας, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο ∆ηµήτρης Μαρωνίτης και ο Νίκος Μουζέλης. Η επιτροπή δεν πρόλαβε να αποπερατώσει το έργο της, καθώς τόσο η προσπάθεια για επέκταση του διαλόγου όσο και οι εκλογές άλλαξαν τις συνθήκες. Ωστόσο, ο διάδοχος του Τσάτσου, ∆ηµήτρης Ευρυγένης, την ανασυγκρότησε, µε αποτέλεσµα να φτάσουµε σε ένα νοµοσχέδιο που φέρει το όνοµα και των δύο. Το νοµοσχέδιο κατήργησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την έδρα, κάνοντας τον Τοµέα βασική µονάδα οργάνωσης και κατανέµοντας επ’ αυτού την ιεραρχία των διδασκόντων. Η απελευθέρωση από την έδρα έθεσε τις βάσεις για την πολυφωνικότερη κίνηση των ιδεών. ∆εύτερο βασικό σηµείο ήταν η κατοχύρωση του
πανεπιστηµιακού ασύλου, κατάκτηση εµφανής του φοιτητικού κινήµατος, που έφερε έντονο το ίχνος των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Ουσιαστικά, έτσι επετεύχθησαν η αποαστυνοµικοποίηση του χώρου του πανεπιστηµίου και η κατοχύρωσή του ως χώρου ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Τρίτο βασικό σηµείο του νοµοσχεδίου ήταν η καθιέρωση συλλογικών οργάνων διοίκησης, µε µέριµνα συµµετοχής όλου του προσωπικού τους και των φοιτητών, διά του φοιτητικού συλλόγου. Το αυτοδιοίκητο του πανεπιστηµίου το απέσπασε, έτσι, από τον κρατικό έλεγχο. Βλέπουµε πως στον τοµέα της Παιδείας η «αποχουντοποίηση» προχώρησε συγκριτικά περισσότερο σε σχέση µε άλλους χώρους. Αφενός το ευρύ κλίµα αµφισβήτησης που ένα νεανικό κίνηµα µε πρόσφατες επιτυχίες είχε φέ-
1. Γιάννης Γκλαβίνας, «Εφ’ όπλου... ψαλίδι: Ο κρατικός µηχανισµός επιβολής λογοκρισίας και το πεδίο εφαρµογής του την περίοδο της δικτατορίας των συνταγµαταρχών (1967-1974) µέσα από το αρχείο της Γενικής Γραµµατείας Τύπου και Πληροφοριών», στο: «Η λογοκρισία στην Ελλάδα», επιµέλεια: ∆ηµήτρης Χριστόπουλος - Πηνελόπη Πετσίνη, Ιδρυµα «Ρόζα Λούξεµπουργκ», 2016.
ρει στο προσκήνιο, αφετέρου η συνεισφορά στην παραγωγή του εκπαιδευτικού νοµοσχεδίου νέων επιστηµόνων, µε βιωµένη την προωθηµένη εµπειρία των αντίστοιχων κινηµάτων του εξωτερικού, έθεσαν το θεωρητικό και τυπικό, έστω, πλαίσιο του εκδηµοκρατισµού. Με δεδοµένη αυτή την ώθηση, δεν είναι τυχαίο που ακόµα και η συντηρητική κυβέρνηση Καραµανλή ενέδωσε σε αυτή την εξέλιξη, αποδίδοντας την ιδεολογική ηγεµονία χάριν της εξουσίας. Το γεγονός ωστόσο ότι η τιµωρία των προσώπων που συνεργάστηκαν µε τη στρατιωτική δικτατορία υπήρξε «στενή» και εν πολλοίς προσχηµατική αντικατοπτρίζει και εδώ όλη την αντιφατικότητα και τη συνθετότητα της διαδικασίας µετάβασης στη ∆ηµοκρατία, που επέτρεψε σε ουκ ολίγους συνεργάτες της χούντας να επιβιώσουν και στο νέο καθεστώς.
08
ipropaganda.gr
Μ. Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
Από τη χούντα των συνταγματαρχών στη «δικτατορία» των Μνημονίων... ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ των Απριλιανών και 43 χρόνια µετά την «αποκατάσταση της ∆ηµοκρατίας», δύσκολα θα µπορούσες να χαρακτηρίσεις λαϊκή κυριαρχία το σηµερινό πολιτικό καθεστώς στην Ελλάδα. Ναι, δεν περιφέρονται τεθωρακισµένα στον δρόµο, δεν υπάρχει προληπτική λογοκρισία, δεν έχουµε αριστερούς στις φυλακές και δεν διακόπτεται το τηλεοπτικό πρόγραµµα για να ακούσουµε ένα στριγκό παραλήρηµα στην καθαρεύουσα, τα πολιτικά κόµµατα είναι ελεύθερα, και µάλιστα πολλαπλασιάζονται µε ρυθµούς µεγαλύτερους από τον αριθµό των δυνητικών ψηφοφόρων τους, η Βουλή ψηφίζει νόµους και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας εγγυάται το Σύνταγµα. Οµως, η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι σε µεγάλο βαθµό παρωδία, εφόσον η πραγµατική διαδικασία απόφασης είναι η συνεχής διαπραγµάτευση µε τους δανειστές, που έχουν και τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, υπαγορεύοντας όχι απλώς τις γενικές κατευθύνσεις πολιτικής, αλλά ακόµη και τις νοµοτεχνικές λεπτοµέρειες των ρυθµίσεων, µε τη Βουλή απλώς να επικυρώνει. Από τη δηµοσιονοµική πολιτική και την κοινωνική ασφάλιση µέχρι τις εργασιακές σχέσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον έλεγχο του τραπεζικού συστήµατος και την εκπαιδευτική πολιτική, το σύνολο ουσιαστικά της χάραξης και της άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα είναι εκχωρηµένο σε µια διαδικασία απρόσβλητη από τη λαϊκή βούληση. Και αυτή η συνθήκη ακύρωσης του πυρήνα της ∆ηµοκρατίας, που είναι η δυνατότητα συλλογικού αυτοκαθορισµού, δεν πρόκειται να τελειώσει µε το τυπικό τέλος του τρίτου Μνηµονίου, αλλά θα µας συνοδεύει για πολλά χρόνια ακόµη. Η χούντα στην επταετία επάνω κατέρρευσε, ενώ
τα Μνηµόνια επτά χρόνια µετά την οµιλία του Γ. Παπανδρέου στο Καστελλόριζο ζουν και βασιλεύουν... «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» φώναζαν οι «αγανακτισµένοι» στο Σύνταγµα, ένα σύνθηµα που, παρά τη σχηµατικότητά του και το λάθος στη χρονολογία, για να βγει η οµοιοκαταληξία µε το «Ψωµί, Παιδεία, Ελευθερία», εντοπίζει µια µεγάλη αλήθεια: η δικτατορία των Μνηµονίων ήρθε ακριβώς επειδή ποτέ δεν έγινε πραγµατική Μεταπολίτευση. Με αυτό δεν υπαινισσόµαστε κυρίως το γεγονός ότι σε µεγάλο βαθµό ούτε οι κρατικοί µηχανισµοί εκκαθαρίστηκαν πλήρως, ούτε οι νοοτροπίες ξεριζώθηκαν. Σε αυτό θα µπορούσε να απαντήσει κανείς, ότι ακόµη και εάν αυτό ίσχυε τις πρώτες δεκαετίες, σήµερα δεν ισχύει, καθώς άλλες γενιές πρωταγωνιστούν και στην οικονοµία και στην πολιτική και στη δηµόσια σφαίρα. Κυρίως αυτό στο οποίο επιµένουµε είναι ότι έµειναν ανεκπλήρωτες οι βασικές προσδοκίες, υποσχέσεις, αλλά και δεσµεύσεις της Μεταπολίτευσης. Στις λαϊκές τάξεις, τους ηττηµένους του Εµφυλίου, αλλά και τα θύµατα του µεταπολεµικού «οικονοµικού θαύµατος» προσφέρθηκε µεν αναγνώριση, δόθηκαν αυξήσεις, δικαιώµατα, φτηνά δάνεια και πιστωτικές κάρτες αργότερα, αλλά ποτέ πραγµατικός λόγος για το πού θα πάνε τα πράγµατα. Κι όταν ήρθε η ώρα, τους µετέτρεψαν στο αναλώσιµο υλικό των Μνηµονίων, και µάλιστα µε το στίγµα τού «Μαζί τα φάγαµε». Οι τυπικές δηµοκρατικές ελευθερίες και ο κοινοβουλευτισµός αποκαταστάθηκαν, αλλά στα περισσότερα κόµµατα κυριάρχησαν όλες οι στρεβλώσεις του αρχηγισµού, του διαδροµισµού, της πάλης για εσωκοµµατική πάλη και επιρροή, των τεχνικών της εσωκοµµατικής αλληλοϋπο-
νόµευσης, της ρητής ή σιωπηρής πρόσδεσης στον έναν ή τον άλλο πόλο της οικονοµικής εξουσίας. Πολύ πριν υπογράψουν Μνηµόνια αυτοί που θα τα «έσκιζαν» είχαν υπάρξει αρκετά χρόνια που το «άλλα λέµε στο µπαλκόνι και άλλα συζητάµε στο Υπουργικό Συµβούλιο» ήταν κανόνας άσκησης πολιτικής, εθίζοντας την κοινωνία στον κυνισµό και το πολιτικό ψεύδος. Οσο για τον Τύπο, πολύ πριν από το όργιο παραπληροφόρησης την περίοδο του δηµοψηφίσµατος του 2015 είχαµε ζήσει ουκ ολίγες περιπτώσεις που η αντικειµενική ενηµέρωση είχε θυσιαστεί στον βωµό πολιτικών σκοπιµοτήτων, επιχειρηµατικών βλέψεων ή απλώς της επίτευξης θεαµατικότητας µε κάθε τρόπο. Η ελληνική κοινωνία ποτέ δεν ενηµερώθηκε πλήρως για το τι σήµαιναν το Μάαστριχτ και η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. ∆έχτηκε πλύση εγκεφάλου για το Χρηµατιστήριο, για να δει µετά τις αποταµιεύσεις της να γίνονται καπνός, την ώρα που άλλοι έκαναν τεράστιες περιουσίες. ∆εν ενηµερώθηκε ποτέ για το τεράστιο τίµηµα που επρόκειτο να πληρώσει για την εποποιία των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004. Το όργιο υπερκοστολογήσεων και στηµένων διαγωνισµών πίσω από τα «Μεγάλα Εργα» δύσκολα µπορούσαν να το αποκαλύψουν τηλεοπτικά κανάλια που ανήκαν στους εργολάβους που θησαύρισαν από αυτά. Το δηµόσιο χρέος παρέµεινε ένοχο µυστικό αυτών που χάρη σε αυτό συνέχισαν να παίρνουν επιδοτήσεις και δηµόσιο χρέος. Πολλοί ήταν εκείνοι που τα τελευταία χρόνια µίλησαν για το «τέλος της Μεταπολίτευσης». Οµως, θα ήταν καλύτερο να λέµε για το ανεκπλήρωτο αίτηµα µιας Μεταπολίτευσης που το καλοκαίρι του 2015, ανάµεσα στην ανάταση και στη συνθηκολόγηση, πήρε άλλη µία αναβολή...