Κωνσταντίνος Καρνάζης - H Xαρά του δρομέα

Page 1

Η XΑΡΑ ΤΟΥ

ΔΡΟΜΕΑ


1

Η ΑΝΤΟΧΗ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΟΤΕ Το τρέξιμο υπεραποστάσεων είναι απλό· το μόνο που έχει να κάνει κανείς είναι να μη σταματά.

ΒΡΊΣΚΟΜΑΙ ΞΑΠΛΩΜΈΝΟΣ ΚΑΤΑΓΉΣ στο χωμάτινο μο­

νοπάτι, με το ένα μου πόδι διπλωμένο κατά περίεργο τρόπο κάτω από το σώμα μου, και ατενίζω τον απογευματινό ουρα­ νό ενώ λάμψεις φωτός τρεμοπαίζουν σαν πυγολαμπίδες γύρω μου, και αναρωτιέμαι τι στο καλό έχει συμβεί. Ένα οξύ βουητό στ’ αυτιά μου διαπερνά την κατά τα λοιπά απόλυτη ησυχία, ενώ ένα τεμπέλικο στρώμα σκόνης υψώνεται νωθρά γύρω από το αδρανές κουφάρι μου. Στο εσωτερικό μου «μηχανοστάσιο» οι μύες και τα όργανα του σώματός μου εκφράζουν έναν αμβλύ πόνο, αλλά η ναυτία είναι αυτή που κάνει περισσότερο έντονη την παρουσία της, μια αηδιαστική αίσθηση ότι μου έχουν δώ­ σει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι. Τι έχει συμβεί;


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΝΑΖΗΣ

12

Λίγο πριν βρισκόμουν σε τέλεια ροή αρμονίας, αναπηδώ­ ντας χαλαρά και ελεγχόμενα, βήμα, άλμα, βήμα… Κι έπειτα όλα άλλαξαν. Συγκεχυμένα θυμάμαι μια πτήση, ελαφριά αιώ­ ρηση, μια προκλητική περιφρόνηση της βαρύτητας καθώς ο χρόνος για λίγο σταμάτησε: τα φτερά μου ανοιχτά – πέτα, εί­ σαι ελεύθερος... Μέχρι την πρόσκρουση. Μπαμ! Όλα έγιναν συντρίμμια, όπως συμβαίνει όταν κάποιος κάνει ελεύθερη πτώση αλλά δεν ανοίγει το αλεξίπτωτό του. Τώρα είμαι σωριασμένος στο έδαφος, όπως ο Ίκαρος, ένας άψυχος, καψαλισμένος εξωσκελετός που σιγοκαίει στα ερείπιά του και αναρωτιέται τι του συνέβη. Στο κάτω μέρος της οθόνης του μυαλού μου μια σειρά ερωτήσεων περνά από μπροστά μου: Έχω σπάσει κάτι; Θα με βρει κανείς; Πού είμαι; Για να απαντήσουμε στην τελευταία ερώτηση, θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, στο χθεσινό πρωινό, την ώρα που με κατέκλυζε ένα άσχημο προαίσθημα ότι δεν θα έπρεπε να το κάνω αυτό. ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ δεν θα έπρεπε να το κάνω αυτό. Το ξέρω καλά. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχα αποφασίσει να το κάνω. Τουλάχιστον η χρονική στιγμή της αναχώρησής μου έμοια­ ζε καλή. Η ανελέητη ώρα αιχμής της Μπέι Έρια έδειχνε το πιο ευγενικό πρόσωπό της κι έτσι ξεγλίστρησα μέσα από τις πιο πολυσύχναστες λωρίδες κυκλοφορίας σχεδόν χωρίς να πατή­ σω φρένο. Ενίοτε χρειάζεται κανείς ώρες μονάχα για να βγει από την πόλη και, ως προς αυτά που μπορεί να σου ρουφή­ ξουν την ψυχή, ίσως καμία ανθρώπινη δημιουργία δεν είναι πιο τοξική από την κίνηση (εξαιρούνται οι γραμμές της Υπη­ ρεσίας Ασφάλειας Μεταφορών TSA – Transportation Security Administration*). * Σ.τ.Μ.: Γραμμές αναμονής επιβατών στα αεροδρόμια των Ηνωμένων Πολιτειών που στόχο έχουν την ασφάλειά τους και την αποφυγή συνωστισμού.


H X A ΡΑ Τ ΟΥ Δ Ρ Ο Μ Ε Α

13

Κι όμως, παρά την απουσία κυκλοφοριακής συμφόρησης, μου πήρε σχεδόν οχτώ ώρες για να φτάσω στον προορισμό μου, στο Μπίσοπ της Καλιφόρνια, ένα βουκολικό χωριουδάκι με σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο. Φωλιασμένο κάτω από τις εντυπωσιακές κορυφές της οροσειράς της Aνατολικής Σιέρα Νεβάδα, αποτελεί κάτι σαν σπαζοκεφαλιά. Βρίσκεται σε μια όμορφη τοποθεσία, την οποία όμως επισκέπτονται, περιέργως, εξίσου πεζοπόροι και δικυκλιστές (και τα δίκυκλά τους δεν εί­ ναι αυτά με τα πετάλια). Στην κεντρική οδό που διασχίζει την πόλη συναντά κανείς γκαλερί, καταστήματα εξοπλισμού υπαί­ θριων αθλητικών δραστηριοτήτων, ένα πάρκο περιβαλλοντι­ κής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης και ένα εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, πράγματα, δηλαδή, που περιμένει ίσως να βρει σε έναν ορεινό οικισμό. Ακολουθούν, όμως, στη σειρά εστιατόρια γρήγορου φαγητού, κακόφημα μπαρ, φτηνά ξενοδοχεία και ένα Kmart*, και όλα αυτά διαβρώνουν σημαντικά τη γοητεία της πόλης με μια γερή δόση ευτέλειας. Εδώ θα συναντούσα τον πατέρα μου, σε ένα από αυτά τα αμφιβόλου φήμης καταλύματα. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές· ήταν το μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης με δια­θέσιμο δωμάτιο. Οι κρατήσεις έγιναν την τελευταία στιγμή και έκλεισα ό,τι βρήκα. Όπως ήταν αναμενόμενο, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές ούτε για την εξασφά­ λιση πληρώματος υποστήριξης που θα με βοη­θούσε στην προ­ σπάθειά μου, παρόλο που με κάποιον τρόπο κατάφερα να βρω το καλύτερο (δηλαδή, τον αγαπημένο μου πατέρα). Ποιος άλλος θα παρατούσε τα πάντα έπειτα από ένα δίλεπτο τηλεφώνημα και θα οδηγούσε έξι ώρες από τη Νότια Καλιφόρνια για να με

* Σ.τ.Μ: Αμερικανική εταιρεία αλυσίδας πολυκαταστημάτων.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΝΑΖΗΣ

14

συναντήσει; Δεν υπήρχε πιο αφοσιωμένος σύντροφος στη ζωή μου από τον πατέρα μου. Αεικίνητος ογδονταδυάχρονος, ο άνθρωπος αυτός κινού­ νταν με αναπηδητά, όπως ένα χαλαρά συνδεδεμένο ελεύθερο ηλεκτρόνιο στριφογυρίζει ακατάστατα γύρω από την εξωτερι­ κή στιβάδα. Πετούσε σπίθες, μια συνεχής αντίδραση σχάσης ικανή να εκραγεί χωρίς προειδοποίηση. Ήταν γεμάτος ενέρ­ γεια, σε τέτοιο βαθμό που νόμιζες ότι ήταν ηλεκτρισμένος, χα­ ρισματικός, υπερβολικός κατά καιρούς και εντελώς αδύνατο να τον συγκρατήσει κανείς. Κάθε στιγμή μαζί του ήταν ελα­ φρώς απρόβλεπτη. Όσο μεγάλωνε, τόσο πιο έντονη γινόταν η προσωπικότητά του. Γέλια, νευρικότητα, μελαγχολία, χαρά – όλα αυτά τα συναισθήματα μπορούσαν να εκφραστούν στο πλαίσιο μίας και μόνο συνάντησης μαζί του. Με τον πατέρα μου, ποτέ δεν ήξερες τι να περιμένεις. «ΥΠΕΡΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΕ!» φώναξε δυνατά μόλις με είδε (του είχα ζητήσει χιλιάδες φορές να μη με αποκαλεί έτσι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα). «Γεια σου, μπαμπά», είπα και τον αγκάλιασα. «Πώς ήταν η οδήγηση;» «Πανεύκολη». Του άρεσαν τα κλισέ. «Ώστε είσαι καλά;» τον ρώτησα. «Ποτέ δεν είχα κακή μέρα». Περίμενε μέχρι αύριο, σκέφτηκα με δισταγμό. Η μητέρα μου συνήθως έπαιρνε μέρος σε αυτές τις μακρι­ νές περιπέτειες. Οι δυο τους ήταν σχεδόν αχώριστοι. Εξήντα χρόνια συζυγικού δεσμού τούς είχαν φέρει πιο κοντά, αυτούς τους δύο παραδοσιακούς ρομαντικούς τύπους που κρατήθη­ καν γερά ο ένας από τον άλλον κατά τη διάρκεια όλων των παράξενων αναταραχών της ζωής. Από τότε που συνταξιο­ δοτήθηκαν βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Είχαν περιοδεύσει


H X A ΡΑ Τ ΟΥ Δ Ρ Ο Μ Ε Α

15

σχεδόν σε κάθε γωνιά της Βόρειας Αμερικής, της Αυστραλίας και μεγάλου μέρους της Ευρώπης. Μερικές φορές, εντελώς απρόοπτα, πετούσαν για την Ελλάδα για έναν δυο μήνες χω­ ρίς συγκεκριμένα σχέδια, χωρίς συγκεκριμένο δρομολόγιο ή διαμονή, μονάχα με ένα νοικιασμένο αμάξι (και τα ενοικιαζό­ μενα αυτοκίνητα στην Ελλάδα δεν είναι τα πιο αξιόπιστα οχή­ ματα). «Τα πράγματα πάνε καλά στο τέλος», μου λέει πάντα η μητέρα μου. Δεν ήταν σήμερα εδώ επειδή είχε προγραμμα­ τίσει να λάβει μέρος σε έναν αγώνα πέντε χιλιομέτρων κατά μήκος της παραλίας με τις φίλες της, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν δεκαετίες νεότερες. Κι όμως, δεν μπορούσαν να την προλάβουν. Δεν ήταν γρήγορη, αλλά είχε το χάρισμα της αντοχής. Καταγόμενη από την Ικαρία –μία από τις μυθικές Μπλε Ζώνες, όπου οι γηγενείς κατά κανόνα ζουν μέχρι τα εκα­ τό–, είναι απίστευτα ακούραστη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιπέτειες στην ύπαιθρο. Η μαμά θα ήταν σίγουρα μαζί μας σήμερα αν δεν είχε σκοπό να δώσει ένα καλό μάθημα σ’ αυτές τις νεαρές συντοπίτισσές της. Ο άνεμος στο Μπίσοπ είναι διαφορετικός απ’ ό,τι στο Σαν Φρανσίσκο. Στην Μπέι Έρια, ακόμη κι όταν δεν μπορείς να δεις το νερό, μπορείς παρ’ όλα αυτά να μυρίσεις την πυκνή, αλμυρή υγρασία του. Στο Μπίσοπ, ο αέρας είναι ζεστός και ξηρός, με μια ελαφριά αίσθηση φωτιάς που σιγοκαίει να δια­ χέεται μονίμως στην ατμόσφαιρα. Μπορείς να την αισθανθείς στα μάτια σου, αυτή την τραχιά ξηρότητα, ακόμη και στα ρου­ θούνια σου. Το Μπίσοπ βρίσκεται στη Χάι Ντέζερτ, στην απά­ νεμη πλευρά μιας επιβλητικής οροσειράς. Οι καταιγίδες που πλησιάζουν χάνουν την υγρασία τους καθώς διασχίζουν την Καλιφόρνια και οποιαδήποτε βροχόπτωση απομένει καθώς ει­ σέρχονται ενδότερα κατά βάση εναποτίθεται κατά μήκος των δυτικών πλαγιών του υψώματος. Επικίνδυνα λιγοστό νερό κα­


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΝΑΖΗΣ

16

ταφέρνει να περάσει το επιβλητικό γρανιτένιο πρόσκομμα της Σιέρα Νεβάδα. Κατά μέσο όρο, το Μπίσοπ δέχεται περίπου δεκατρία εκατοστά βροχόπτωσης ετησίως, ενώ η καλοκαιρινή υγρασία μπορεί να πέσει σε μονοψήφια νούμερα. Σκεφτείτε το σαν να υπάρχει μια συνεχής ροή αέρα από σεσουάρ, αντί για ένα επικείμενο στρώμα ομίχλης. Παρόλο που ήταν πλέον απομεσήμερο, ο ήλιος συνέχιζε να καίει το δέρμα μου καθώς έμπαινα στο γραφείο για να πάρω τα κλειδιά του δωματίου. Το καλοκαίρι ξεκινούσε επισήμως σε λίγες εβδομάδες, όμως ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος γι’ αυτό. Η ζέστη που αναδυόταν από το πεζοδρόμιο τρύπωνε μέσα από τα παπούτσια μου, ζεσταίνοντας και πρήζοντας τα πόδια μου. Η αυριανή μέρα θα ήταν, υποτίθεται, ακόμη πιο ζεστή. Μια μικρή επιτοίχια μονάδα κλιματισμού έκανε θόρυβο ασθμαίνοντας όταν μπήκα, αφού δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις συνθήκες. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό ήταν αποπνικτική, παρόλο που οι κουρτίνες ήταν κλειστές και όλα ήταν σκοτεινά. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου χρησιμοποίησε ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Το μέρος έζεχνε Lysol* και βρόμικες κάλτσες. Ρώτησα εάν υπήρχε παγομηχανή. «Υπάρχει», μου είπε. «Αλλά είναι χαλασμένη». Ο ανελκυστήρας ήταν επίσης χαλασμένος. Έτσι, μεταφέρα­ με τις βαλίτσες μας στο σαλέ του δεύτερου ορόφου. «Λυπάμαι γι’ αυτές τις συνθήκες». «Είναι εντάξει», είπε βιαστικά ο πατέρας μου, «μια χαρά». Στο διπλανό δωμάτιο υπήρχαν δύο πλήρως ανεπτυγμένα πίτμπουλ. Μου είχαν πει ότι το ξενοδοχείο ήταν «φιλικό στα κατοικίδια», αλλά δύο ενήλικα πίτμπουλ δεν μου φαίνονταν

* Σ.τ.Μ.: Μάρκα καθαριστικών.


H X A ΡΑ Τ ΟΥ Δ Ρ Ο Μ Ε Α

17

και πολύ κοινωνικά κατοικίδια. Αλλά και οι ιδιοκτήτες τους δεν φαίνονταν ιδιαίτερα καλοσυνάτοι. Στεκόμασταν έξω και καπνί­ ζαμε, όταν μας έριξαν μια καχύποπτη ματιά. Κι εμείς, από την πλευρά μας, μπήκαμε γρήγορα στο δωμά­ τιό μας και κλείσαμε την πόρτα. Στο εσωτερικό, το μέρος μύ­ ριζε μούχλα και ήταν υγρό. «Μάλλον θα πρέπει να ελέγξουμε αν υπάρχουν κοριοί», είπα αναστενάζοντας, και τοποθέτησα τις βαλίτσες μας ψηλά στην ντουλάπα. Αλλά όταν άνοιξα τις κουρτίνες για να μπει λίγο φως, η θέα από το σκονισμένο πα­ ράθυρο αμέσως με μετέφερε κάπου αλλού, σε ένα μέρος ιδιαί­ τερο και απέραντο, έναν οικείο τόπο που αποτελούσε κομμά­ τι της ίδιας μου της ύπαρξης. Αχτίδες φωτός από το δειλινό εκτείνονταν προς τα ουράνια, η οδοντωτή σιλουέτα της Σιέρα Νεβάδα ξεπρόβαλλε στο βάθος σαν φωτογραφία του Άνσελ Άνταμς, επιβλητικές στήλες από λευκά σαν μάρμαρο σύννεφα υψώνονταν στον αέρα, ενώ ο ουρανός είχε αυτό το απίστευτα βαθύ, σκούρο μπλε χρώμα. Σχεδόν όλη μου τη ζωή ερχόμουν εδώ, από τότε που ο πατέρας μου κι εγώ σκαρφαλώσαμε στο Όρος Γουίτνι –την ψηλότερη κορυφή της γειτονιάς μας στις Ηνωμένες Πολιτείες– όταν ήμουν δώδεκα ετών. Μεταφέραμε βαριά σακίδια με μεταλλικά πλαίσια και κοιμόμασταν σε μια σκηνή από σκληρό καμβά, αφήνοντας τις μπότες πεζοπορίας μας και τις μάλλινες κάλτσες εκτός αυτής για να αερίζονται. Μαγειρεύαμε σακουλάκια με φαγητό ψυχρής αφυδάτωσης σε μια μικρή εστία για κάμπινγκ και πίναμε νερό με το σταγονό­ μετρο από τα παγούρια μας μέχρις ότου βρούμε ένα άλλο ρυά­ κι για να τα ξαναγεμίσουμε. Κατά τη διάρκεια της μέρας πε­ ζοπορούσαμε, τρώγοντας σκληρό καπνιστό βοδινό και μείγμα δημητριακών, ενώ τα δάχτυλά μου είχαν χρωματιστεί από το λιωμένο στρώμα επικάλυψης των κουφέτων M&M. Μερικές φορές μιλούσαμε, αλλά κυρίως απλώς πεζοπορούσαμε, απορ­


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΝΑΖΗΣ

18

ροφημένοι από τις υπέρογκες διαστάσεις αυτών που μας περι­ έβαλλαν, από την καταπληκτική μαεστρία της μητέρας φύσης που μας αιχμαλώτιζε. Όταν φτάσαμε στην κορυφή, υπέγραψα ταπεινά στο βιβλίο συμβάντων, σηματοδοτώντας για πάντα την παρουσία μου σε αυτήν την ιερή βουνοκορφή. Δεν ήμουν πολύ καλός μαθητής, αλλά στη γραπτή εργασία για το ταξίδι μου στην Ανατολική Σιέρα με τον πατέρα μου πήρα Α με τόνο. Ήταν η πρώτη βαθμολογία μου με Α με τόνο και η δα­ σκάλα είχε γεμίσει την εργασία με μια ντουζίνα από αυτά τα πο­ λύχρωμα αυτοκόλλητα με τα χαμογελαστά προσωπάκια. Αυτές οι πολύχρωμες μικρές κουκίδες ήταν κολλημένες παντού στην εργασία μου, και με χαροποιούσε να βλέπω όλα αυτά τα χαμογε­ λαστά προσωπάκια· ένα αίσθημα ζεστασιάς με κατέκλυζε. Αγαπούσα εκείνες τις μέρες και εκείνες τις περιπέτειες. Άφηνα τα μακριά κυματιστά μαλλιά μου αχτένιστα. Κανείς δεν μπορούσε να μου πει να μην πάω κάπου ή να μην κάνω κάτι· εδώ ήμουν ο αφέντης της ίδιας μου της μοίρας, ελεύθερος να περιδιαβαίνω όπου ήθελα, ελεύθερος να εξερευνώ. Δεν είχα­ με πολλά όταν ήμουν μικρός, κι όμως είχαμε τα πάντα. Είχα­ με την Ανατολική Σιέρα, το Γιοσέμιτι και τη Σεκόια. Είχαμε το Σαν Γκαμπριέλς και το Σαν Χασίντο. Είχαμε το Τζόσουα Τρι και την Κοιλάδα του Θανάτου, την Τάχο και το Ντεσολέισιον Γουίλντερνες*. Είχαμε το Μπιγκ Σερ και το Πίνακλς, το Με­ ντοτσίνο και τα Ρέντγουντς στα βόρεια, το Σάστα στη μέση και το Λάσεν στα ανατολικά. Είχαμε την Καλιφόρνια, άγρια και αδάμαστη, και κάθε φορά, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών και των ανοιξιάτικων διακοπών, των σχολικών αργιών και των τριη­μέρων, φορτώναμε το ανοιχτοπράσινο Ford Country Squire

* Σ.τ.Μ.: Desolation Wilderness: Εθνικός δρυμός της Καλιφόρνια.


H X A ΡΑ Τ ΟΥ Δ Ρ Ο Μ Ε Α

19

στέισον βάγκον (ξεχείλιζε από ξύλινες σανίδες) και κατευθυ­ νόμασταν προς τα ορεινά μονοπάτια. Ήμασταν το περιοδικό Outside πριν καν υπάρξει περιοδικό Outside. Την επομένη, θα πήγαινα να ζωντανέψω κάποιες μνήμες και να δημιουργήσω καινούργιες. Είχα επιστρέψει για να τρέξω στον Υπερμαραθώνιο του Μπίσοπ της Χάι Σιέρα και ο πατέρας μου κι εγώ ήμασταν μαζί, ακόμη μία φορά, μια επανενωμένη ομάδα. Πιο ηλικιωμένοι, ναι, αλλά ακόμη μαζί. Ακόμη συνεχίζαμε. Ο Υπερμαραθώνιος του Μπίσοπ της Χάι Σιέρα πρόσφερε τέσσερις αγωνιστικές δρομικές αποστάσεις: των τριάντα δύο χιλιομέτρων, των πενήντα χιλιομέτρων, των ογδόντα χιλιομέ­ τρων και των εκατό χιλιομέτρων. «Δεν είμαι σε φόρμα για να τρέξω εκατό χιλιόμετρα», είπα στον πατέρα μου. «Σε ποιον αγώνα εγγράφηκες λοιπόν;» με ρώτησε. «Σε αυτόν των εκατό χιλιομέτρων». Φυσικά. «Δεν θα έπρεπε να το κάνω αυτό», του είπα. «Το ξέρω καλά». «Δεν είναι το πρώτο σου ροντέο, καουμπόι». «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Έχω κάνει κι άλλες ανοησίες στο παρελθόν». «Έλα τώρα, υπερμαραθωνοδρόμε, ξέρεις τι πρόκειται να αντιμετωπίσεις», μου είπε, χτυπώντας με στην πλάτη. «Ναι, ξέρω τι θα αντιμετωπίσω. Και αυτό με φοβίζει». Αυτό που θα αντιμετώπιζα ήταν εκατό χιλιόμετρα ανάβασης και κατάβασης ενός στενού χωμάτινου μονοπατιού μέσα από τα όρη και την έρημο της Χάι Σιέρα σε συνθήκες ακραίας ζέστης. Ήξερα πολύ καλά τι επρόκειτο να αντιμετωπίσω. Αλλά με πε­ ρίμενε ακόμη μια μάχη πριν φτάσω στη γραμμή της εκκίνησης. «Θα βάλω το ξυπνητήρι στις τρεισήμισι». «Τρεισήμισι! Γιατί τόσο νωρίς; Ο αγώνας δεν ξεκινά πριν από τις πεντέμισι».


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΝΑΖΗΣ

20

«Φαντάζομαι ότι δεν θέλεις να καθυστερήσεις». «Μπαμπά, πρόκειται για οδήγηση πέντε λεπτών». «Θέλεις να έχεις χρόνο για προθέρμανση;» «Προθέρμανση; Θα έχω στη διάθεσή μου εκατό χιλιόμετρα για να προθερμανθώ». «Κι αν έχει κίνηση στον δρόμο;» «Μπαμπά, εδώ είναι το Μπίσοπ, με πληθυσμό τριών χι­ λιάδων εφτακοσίων εξήντα κατοίκων. Η μόνη περίπτωση που μπορεί να έχει κίνηση είναι αν γίνει σεισμός». «Κι αν γίνει;» «ΑΜΑΝ! Είσαι ανυπόφορος!» Το να διαφωνώ με τον πατέρα μου μπορούσε να είναι πιο εξαντλητικό κι από το να τρέχω υπερμαραθώνιο. Μία από τις θέσεις που υπερασπίζεται σθεναρά σχετίζεται με τη συνέπεια. Κατά την άποψή μου, το παρατραβά. Για παράδειγμα, αν έχει προγραμματισμένη επίσκεψη, λόγου χάριν, στο ΚΤΕΟ, θα φροντίσει να φτάσει τουλάχιστον μία ώρα νωρίτερα, απλώς για να είναι σίγουρος. Δεν ξέρω για σας, αλλά εάν έχω μία ώρα ελεύθερη για να ξοδέψω, το να περιμένω στο ΚΤΕΟ δεν θα ήταν στις πρώτες επιλογές μου. Αλλά δεν είχε νόημα να επιχειρηματολογώ με αυτόν τον άνθρωπο. «Εντάξει, μπαμπά, βάλε το ξυπνητήρι στις τρεισήμισι». «Τέλεια. Θα πιούμε και λίγο καφέ». Κοιτάξαμε και οι δύο την κακόγουστη καφετιέρα στο δω­ μάτιο. Υπήρχαν δύο κυπελλάκια από φελιζόλ, ένα τυπικό σα­ κουλάκι mylar από ανακλαστικό υλικό που έγραφε Supreme Coffee και μερικά ροζ φακελάκια τεχνητών γλυκαντικών ουσι­ ών. Τέλεια. «Βλέπεις καμία πρίζα εκεί πέρα;» αναρωτήθηκε. Κοίταξα πίσω από το τραπέζι που χώριζε τα κρεβάτια μας. «Να, εκεί είναι μία».


ΑΠΌ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ ΤΩΝ BESTSELLERS ΥΠΕΡΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΌΜΟΣ Ο ΔΡΌΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΠΆΡΤΗ Είναι ο πιο φημισμένος δρομέας υπεραποστάσεων της εποχής μας. Έχει τρέξει σε κάθε γωνιά του πλανήτη, υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες, και έχει εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να φορέσουν τα αθλητικά τους παπούτσια και να αρχίσουν το τρέξιμο. Στη Χαρά του Δρομέα βλέπουμε τον Κωνσταντίνο Καρνάζη όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί: πιο ανθρώπινο, πιο ευάλωτο, μα και πιο δυνατό ψυχικά από ποτέ. Σε έναν από τους πιο απαιτητικούς αγώνες στον κόσμο, στα 100 μίλια των Δυτικών Πολιτειών, καθώς το σώμα του ζητά απεγνωσμένα ξεκούραση, τροφή και νερό, στο μυαλό του δίνει έναν άλλο, εξίσου σκληρό αγώνα, παλεύοντας με τους δαίμονές του. «Αξίζει τόσος πόνος;», «Για πόσο ακόμα θα μπορώ να το κάνω;», «Υπήρξα καλός πατέρας και σύζυγος;». Ο αγώνας τού δίνει όλες τις απαντήσεις και αποκαλύπτει τα ανεκτίμητα δώρα που προσφέρει το τρέξιμο σε κάθε δρομέα, ανεξαρτήτως επιπέδου, από τον αρχάριο μέχρι τον πρωταθλητή. Για τον Κωνσταντίνο Καρνάζη, δεν έχει σημασία τι πέτυχες χθες, αλλά η ιστορία που γράφεις καθημερινά, με κάθε σου βήμα. Η Χαρά του Δρομέα είναι μια περιπέτεια γεμάτη ενδορφίνες και ταυτόχρονα μια ερωτική επιστολή στο άθλημα από έναν από τους πιο ξακουστούς πρεσβευτές του. Άλλωστε, όπως δηλώνει ο ίδιος:

«Οι αγώνες τελειώνουν. Το τρέξιμο είναι παντοτινό».

ISBN 978-618-5265-57-1

9 786185 265571


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.