Νικόλας
ΌΤΑΝ ΚΟΙΤΆΖΩ ΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ, δεν μπορώ να δω παρά μόνο το
άγριο πρόσωπό της. Την αποκρουστική όψη που αποκτά όταν ο θυελλώδης βοριάς γδέρνει την επιφάνειά της ξεσηκώνοντας στρατιές λευκών πιτύλων. Όμως, εκείνο που μου προκαλεί αληθινά ρίγη είναι όταν σκέφτομαι την αθέατη πλευρά της. Τον βυθό της. Τον τόπο όπου κατά τα φαινόμενα κατέληξε και η Δάφνη. Γιατί στην επιφάνεια δεν βρέθηκε ποτέ. Μάταια την έψα χναν ολόκληρα μερόνυχτα από θάλασσα και αέρα. Ήταν οι πιο δραματικές, οι πιο αγωνιώδεις ώρες που έζησα ποτέ. Αρχικά, στο άκουσμα της είδησης εναπόθεσα τις ελπίδες μου στις ικανότητές της. Είχα την ακλόνητη πίστη πως τα είχε καταφέρει να κολυμπήσει ως τη στεριά και ότι σύντομα θα μαθαίναμε νέα της. Και αυτό δεν άλλαξε ακόμα και μετά την πάροδο του πρώτου κρίσιμου εικοσιτετραώρου, όταν οι δια σώστες δεν αναζητούσαν παρά μια απάντηση στο άψυχο κορ μί της. Καμιά φορά όμως το ανθρώπινο μυαλό αποδεικνύεται αδύναμο μπροστά σε αυτές τις περιστάσεις. Κόντρα σε κάθε
6 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
λογική, περίμενα μέρες να τη βρουν ζωντανή σε κάποια βρα χονησίδα ή σε μια απροσπέλαστη ακτή ίσως. Και δεν θα ξε χάσω ποτέ τις αγωνιώδεις μου αγρυπνίες με τα ατελέσφορα τηλεφωνήματα στις αρχές, το διάβασμα κάθε σχετικής είδησης στο διαδίκτυο, τις φρικτές ώρες που παραλογιζόμουν περιμέ νοντας ένα της σημάδι. Η είδηση του χαμού της καλύφθηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της φύσης του ατυχή ματος (τα συνεχή πλάνα από το άδειο ιστιοφόρο δεμένο σε κάποια προβλήτα μού μαύριζαν την ψυχή), μα κυρίως γιατί η Δάφνη ήταν επώνυμη – υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της αθλητικής ζωής της χώρας. Μάλιστα ο δημοσιογραφικός κλοιός συμπεριέλαβε και το πρόσωπό μου, ειδικά αφότου ανα κάλυψαν όλα όσα με συνέδεαν μαζί της. Όμως, εκείνο που δεν ανακάλυψαν ποτέ ήταν το δικό μου φταίξιμο, το δικό μου μερίδιο ευθύνης. «Έχεις απόλυτο δίκιο» της είχα πει. «Πότε θα σου δοθεί τέτοια ευκαιρία;» Της μίλησα με τον αυθορμητισμό μικρού παιδιού, ξέρετε. Με ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Το τηλεφώ νημά της με βρήκε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, να μελετώ κατόψεις κτιρίων. Δεν μπήκα στον κόπο να ανοίξω ένα νέο παράθυρο, να κατεβάσω έναν χάρτη, να ανακαλύψω σε ποιο ακριβώς νησί την παρότρυνα να πάει. Δεν με απασχόλη σε καν με ποιους θα ταξίδευε, αν ήταν έμπειρος ο καπετάνιος ή, έστω, αν πραγματικά νοιαζόταν για κείνη. Και μολονότι γα λουχήθηκα με την αρχή πως πρέπει κανείς να μαθαίνει από τα σφάλματά του, από το συγκεκριμένο δεν έχω τίποτα να μάθω. Είναι από αυτά που μπορείς να κάνεις μονάχα μία φορά, αυτά που έχουν τη δύναμη να υψώσουν έναν αγκαθωτό φράχτη δια χωρίζοντας τη ζωή σου στο πριν και στο μετά. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και πλέον ζω στο σπίτι που
H ΤΥΧΕΡΗ ΔΑΦΝΗ | 7
ονειρευτήκαμε να ζήσουμε μαζί και αποκτήσαμε με κοινές οι κονομίες. Εκεί όπου θα κατοικούσαμε αμέσως μετά το ταξίδι, εκεί όπου θα γινόμασταν οικογένεια. Βρίσκεται ανάμεσα στα πεύκα, μα προπάντων –όπως ακριβώς το ήθελε εκείνη– τρία λεπτά δρόμος από την ακροθαλασσιά. Με επισκέπτονται πια φίλοι, μαγειρεύω γι’ αυτούς, πηγαίνω ακόμα και στον κινημα τογράφο. Η ζωή μου έχει επιστρέψει σε έναν φυσιολογικό ρυθ μό. Φαινομενικά τουλάχιστον. Γιατί έρχονται βράδια, στιγμές μοναχικές και αθωράκιστες μπροστά από το αναμμένο τζάκι, όπου κάθομαι γερμένος στην πολυθρόνα με ένα βιβλίο στο χέρι ή κάτω από τα ζεστά παπλώματα· στιγμές που με βρί σκουν να σφαδάζω από μια εσωτερική επιθυμία, να τη συνα ντήσω μια τελευταία φορά, να της μιλήσω, να της δώσω μια εξήγηση. Όμως, κάθε φορά που κλείνω τα μάτια και αφήνομαι να βυθιστώ στην απεραντοσύνη του κόσμου της, γίνομαι βορά στους δαίμονές μου και το ταξίδι μου καταλήγει κάπως έτσι: αντικρίζω τη Δάφνη με όψη πελιδνή να μετεωρίζεται μες στα μαύρα νερά, άκαμπτη και παγωμένη − μια ξυλιασμένη κούκλα. Το σώμα της δεν είναι ποτέ ακέραιο και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι θολά, σαν μια μουτζούρα, θαρρείς σβησμένα με γομολάστιχα. Και μόλις πιστέψω με ανακούφιση ότι δεν πρόκειται για κείνη αλλά για κάποια ξένη, τα βλέφαρά της ανοίγουν διά πλατα, για να αναγνωρίσω τα μάτια της ολοζώντανα και αναλλοίωτα, να με κοιτούν όλο δεκτικότητα και καλοσύνη. Μα τότε δεν βρίσκω λέξη να της πω.
Π Ρ Ω Τ Ο
Μ Ε Ρ Ο Σ
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
#1
Πέτρ ος
ΤΑ ΠΡΏΤΑ ΠΕΛΑΓΊΣΙΑ ΚΎΜΑΤΑ, οι πρώτοι κλυδωνισμοί στο
σκαρί του ιστιοφόρου. Προσεγγίζαμε το δυτικό ακρωτήριο εκείνη την ώρα. Ένα πέτρινο δόντι που κρυβόταν, ζωσμένο από πίδακες νερού, για να εμφανιστεί ξανά μέσα από τη θά λασσα ασάλευτο, στέρεα μπηγμένο στον βυθό. Κατάμαυρο και λειασμένο από το κύμα, στα μάτια μου φάνταζε σαν την ταφό πλακα σε ένα χειροπιαστό μέχρι χθες όνειρο. Η Δάφνη στεκόταν λίγα μέτρα μπροστά μου, με τη μουσκε μένη νιτσεράδα της να γυαλίζει στον ήλιο. Τα πόδια της, ελα φρώς λυγισμένα, πατούσαν σταθερά στο κατάστρωμα, ενώ τα χέρια της είχαν γραπώσει σφιχτά τις χειρολαβές. Θορυβημένη από την ανταριασμένη θάλασσα, στρεφόταν συχνά προς εμέ
1 2 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
να αποζητώντας ένα καθησυχαστικό μου νεύμα. Φυσικά, δεν θα της έκανα τη χάρη, αλλά τι σημασία είχε πια; Βλέπετε, κάτω από τη μάσκα ανησυχίας που φορούσε κρυβόταν ο προσωπι κός της θρίαμβος. Η Δάφνη, ευνοημένη από μια απερίγραπτη συγκυρία, με είχε οριστικά νικήσει. Και τώρα, απελπισμένος και απόλυτα εξαντλημένος από την αϋπνία των προηγούμενων ημερών, έσφιγγα αχρείαστα δυνατά το στεφάνι του τιμονιού −με τους κόμπους των δακτύ λων μου να έχουν ασπρίσει− βέβαιος πως η θύμησή της θα με κατέτρεχε ισόβια σαν χθόνια θεότητα βγαλμένη από ελληνικό μύθο, σαν ερινύα. Παρασύρομαι όμως και προτρέχω, ξεκινώντας να γράφω για εκείνο το ανεμώδες πρωινό του Σεπτέμβρη. Ίσως έχω την ανόητη ελπίδα πως βάζοντας τις λέξεις στο χαρτί, ξαναζώντας αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές, θα πράξω διαφορετικά, θα χαράξω μια άλλη ρότα, θα πιάσω την άκρη ενός οποιουδήποτε άλλου νήματος. Όμως, η ιστορία δεν αλλάζει και, μολονότι το ανέβαλα μυ ριάδες φορές, ήρθε η ώρα να την καταγράψω. Άλλωστε ο Γιάν νης το έχει ήδη κάνει, φωτίζοντας τα γεγονότα από τη δική του σκοπιά. Όσο για τη μαρτυρία της Δάφνης; Οι μέρες που έζησα κοντά της μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, όμως πιστέψτε με: γνωρίζω τα πάντα για κείνη. Η ιστορία αυτή είναι πρωτίστως η δική της ιστορία. Κανονικά θα είχαμε σαλπάρει ένα μήνα πριν, μες στην καρδιά του καλοκαιριού. Όμως ο Γιάννης, ο μόνιμος συντα ξιδιώτης μου, είχε βυθιστεί στην κατάθλιψη στο μεγαλύτερο μέρος του. Μολονότι αυτό δεν αποτελούσε έκπληξη για μένα −η κατάθλιψή του εμφανιζόταν τόσο φυσικά όσο τα σύννεφα στον ουρανό− αυτή τη φορά υπήρχε ουσιαστικός λόγος. Ο μεγαλύτερος αδερφός του αυτοκτόνησε τον περασμένο Μάιο.
H ΤΥ Χ Ε Ρ Η Δ Α Φ Ν Η | 1 3
Άνεργος και απένταρος καθώς ήταν, πήδηξε από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του, που βρισκόταν στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Ο φίλος μου διέμενε στο όμορο διαμέρι σμα και ήταν ένας από τους πρώτους που αντίκρισε τη μακά βρια σκηνή. Ήταν ένα σκληρό χτύπημα για εκείνον, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το πόσο δεμένοι ήταν, αχώριστοι, θαρρείς σαν δίδυμοι. Μια ανυπόφορα ζεστή μέρα του καλοκαιριού συναντηθή καμε στο διαμέρισμά του. Άνοιξα με τα δικά μου κλειδιά, για να βρω τα δωμάτια σκοτεινά, τον αέρα πνιγηρό, τη λίγδα να έχει διαποτίσει ακόμα και τους τοίχους. Ο Γιάννης καθόταν αξύριστος στην ξεφτισμένη πολυθρόνα του με ένα παραιτη μένο βλέμμα. Δεν ήξερα πόσες ημέρες ήταν κλεισμένος εκεί, από πότε είχε να τον δει το φως του ήλιου. Φορούσε μια φανέ λα που κάποτε πρέπει να ήταν λευκή, ένα ρούχο που έδειχνε σακουλιασμένο επάνω του, καθώς είχε χάσει αρκετά από τα παραπανίσια του κιλά. Στο σαλόνι, πάνω στο μόνιμα εγκατα στημένο καβαλέτο, βρισκόταν ένας μισοτελειωμένος πίνακας. Καθόλου δεν παραξενεύτηκα, ο Γιάννης σπάνια τελείωνε κά ποιο έργο του. Όμως, στάθηκα και του αφιέρωσα ένα λεπτό: ο ουρανός νεφελώδης, ολόκληρος ένα σκοτεινό μανιτάρι, μια αειθαλής έκρηξη πένθους. Αστραπές φώτιζαν ένα καταπράσι νο λιβάδι που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Μιλήσαμε για την επικείμενη ακύρωση των καθιερωμένων μας διακοπών με ιστιοφόρο, για τα χαμένα χρήματα της προ καταβολής που είχα δώσει για να ναυλώσω το σκάφος. Επιδει κνύοντας όμως μια άκαμπτη στάση, αρνήθηκε να μου επιστρέ ψει έστω τα μισά. Λογομαχήσαμε, μα εντέλει τον λυπήθηκα και αρκέστηκα να βροντήξω την πόρτα πίσω μου, αφήνοντάς τον ανάμεσα σε βουνά από αποτσίγαρα, να ανακυκλώνει τον ίδιο, μολυσμένο αέρα. Θεώρησα πως δεν είχε καμία ελπίδα
1 4 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
να ξεφύγει από το πεπρωμένο του αδερφού του, πως αργά ή γρήγορα θα ακολουθούσε τα χνάρια του. Αποδείχτηκε πως έκανα λάθος. Βδομάδες αργότερα μου τηλεφώνησε γεμάτος ενθουσιασμό, παρακαλώντας με να πάω μαζί του. Με χρειαζόταν για καπετάνιο. Ορκίστηκε μάλιστα στο όνομα του χαμένου του αδερφού πως δεν θα είχα καμία περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση, πως όλα ήταν τακτοποιη μένα. Είχε κλείσει ένα νέο ιστιοφόρο μαζί με κάποιον Ανδρέα Κάλλο, επιχειρηματία, και μια Δάφνη Κορρέ, δικηγόρο. Την τελευταία ίσως να την είχα ακουστά, μου είπε. Μία δεκαε τία πριν είχε στεφτεί παγκόσμια πρωταθλήτρια κολύμβησης. Όμως, οι αθλητικές ειδήσεις ποτέ δεν με απασχόλησαν, ως εκ τούτου τη Δάφνη Κορρέ δεν τη θυμόμουν ούτε φυσιογνωμικά μήτε ως όνομα. Εκείνος βέβαια γνώριζε και τους δυο, ήταν φίλοι του, πρώην συμμαθητές του. Επρόκειτο για μια φιλία σαθρή, που δεν άντεξε στο πέρασμα των χρόνων, με τον Γιάννη να χάνει κάθε επαφή μαζί τους. Όμως, εντελώς αναπάντεχα κάπου στα τέλη Αυγούστου η Δάφνη Κορρέ τού έκανε αίτημα φιλίας στο Facebook και το πένθος του φίλου μου πέρασε γρήγορα σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Παράξενο, αλλά στο μυαλό μου μπορώ να ανακαλέσω με κάθε λεπτομέρεια αυτή τη σκηνή −τη σκηνή απ’ όπου ξεκίνη σαν όλα− μολονότι διαδραματίστηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ίσως επειδή τα μετέπειτα χρόνια την ανάπλασα τόσες φορές με τη φαντασία μου, που τώρα πια δεν ξεχωρίζει από ένα πραγματικό μου βίωμα: Στην αρχή, η γλυκερή μυρω διά από τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά διάχυτη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Στη μοκέτα δυο πεταμένες γόβες, στο κρεβά τι δυο κουρασμένες γάμπες. Στο ημίφως ενός πορτατίφ η Δάφ νη κάθεται με την πλάτη της βουλιαγμένη στα μαξιλάρια. Το
H ΤΥ Χ Ε Ρ Η Δ Α Φ Ν Η | 1 5
λάπτοπ είναι ακουμπισμένο στα γόνατά της και ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί κοντεύει να της γλιστρήσει από το χέρι. Κάτω από το πάπλωμα τα πόδια της τρίβονται μεταξύ τους, χαρί ζοντάς της ένα απατηλό αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας. Είναι αργά τη νύχτα, εκεί στην παραζάλη των μικρών ωρών, τότε που οι απαγορεύσεις αίρονται και τα λάθη φαντάζουν αθώα, όπως μια απερίσκεπτη κίνηση σε μια φιλική παρτίδα σκάκι. Και πίσω από το διπλό τζάμι η πόλη. Λευκά και κόκκινα ποτάμια σε μια αέναη κίνηση ανάμεσα στους ουρανοξύστες. Η Δάφνη με δυσκολία τα ακολουθεί με τα νυσταγμένα της μάτια. Όμως, δεν θα κοιμηθεί ακόμα. Κάτι την τρώει. Σκύβει ξανά στην οθόνη, στη φωτογραφία που ο Γιάννης έχει ανεβα σμένη στο προφίλ του. Αυτή τη φορά τη χαϊδεύει με τον δείκτη του ποντικιού μειδιώντας πονηρά. Τα μάτια της ζωντανεύουν, παίζουν ανυπόμονα, σπιρτόζικα, κάπως υπεροπτικά: «Για δες λοιπόν, για δες». Κι ύστερα περνά νωχελικά τα δάχτυλα του χεριού της μέσα από τα μαλλιά της, διστάζοντας να αποφασί σει αν θα κάνει αριστερό κλικ˙ προσπαθώντας να μαντέψει αν θα αναδιδόταν άρωμα ή δυσοσμία έτσι και σκάλιζε το παρελ θόν της σε αυτό το σημείο. Όμορφη φωτογραφία ωστόσο, ο Γιάννης στα καλύτερά του. Τίποτα που να θυμίζει τη σημερινή του κατάντια. Του την είχα τραβήξει χρόνια πριν με μια παλιά φωτογραφική μηχανή από αυτές με το φιλμ. Ο φίλος μου ποζάρει κρατώντας το τιμόνι του σκάφους σε μια από τις πρώτες μας ιστιοπλοϊκές εξορμή σεις. Με το σκαρί γερμένο στο πλάι, τον ορίζοντα να μοιάζει στραβός και τα αφρισμένα κύματα αποτυπωμένα θολά στο φόντο. Τα μαύρα του Ray-Ban είναι ανεβασμένα στο μέτω πο, ενώ τα μάτια του εστιάζουν κατευθείαν στον φακό − ένα βλέμμα που αποπνέει αυτοπεποίθηση. Ήταν η εποχή που δεν χρειαζόταν το τζόκεϊ για να καλύπτει το κεφάλι του, καθότι
1 6 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
είχε ακόμα μαλλιά. Ήταν τότε που γυμναζόταν, που φορούσε ημερήσιους φακούς επαφής, που ακόμα μπορούσε να δανείζε ται όσα χρήματα ήθελε από τους γονείς του. Κρεμασμένος από τα ξάρτια και προσέχοντας να μη βρέξω τον φακό, δεν μπορούσα να φανταστώ πως με εκείνη τη φω τογραφία θα αποτύπωνα το καλύτερο στιγμιότυπο της ζωής του, στριμωγμένο ανάμεσα σε ένα μίζερο παρελθόν και ένα σκοτεινό μέλλον. Όμως, δεν εθελοτυφλώ. Γιατί έκτοτε άρχισε η φθορά και της δικής μου ζωής, ένας ξεπεσμός δίχως τέλος. Βέβαια, οι καιροί υπήρξαν δύσκολοι − είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Η Ελλάδα, βλέπετε, παραστράτησε και έγινε το όνειδος, το μαύ ρο πρόβατο της παγκόσμιας οικονομικής σκηνής. Με άλλα λόγια, έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, με την οικονο μία της να πέφτει σε μια χειμερία νάρκη που διήρκεσε χρόνια ολόκληρα. Όμως, δεν χρειάστηκαν παρά μονάχα λίγοι μήνες ώστε το εμπορικό κέντρο που κληρονόμησα και γιγάντωσα με τον άκρατο τραπεζικό δανεισμό να εγκαταλειφθεί και να μαραζώσει. Ανόητα υπολογισμένα, ήταν χτισμένο απόκεντρα, για ευκολότερη πρόσβαση και στάθμευση, κι έτσι υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Ο πρώτος στρατιώτης που έπεσε στο ύψωμα. Μάταια περίμενα την ανάκαμψη στραγγί ζοντας κάθε ευρώ από τους λογαριασμούς μου και πουλώντας όλα τα περιουσιακά μου στοιχεία. Το εμπορικό κέντρο, αφού πρώτα λεηλατήθηκε, έπεσε στα χέρια των τραπεζών. Γκράφιτι και σπασμένα τζάμια. Δέκα χιλιάδες στεγασμένα τετραγωνικά μέτρα στέκουν ακόμα εκεί, μες στην καταχνιά των χωραφιών, ένα σπάραγμα, ένα θλιβερό μόρφωμα τσιμέντου. Όσο για τον Γιάννη; Οπωσδήποτε η κρίση τον έφερε σε μεγαλύτερη δυσχέρεια. Θυμάμαι την απελπισία ζωγραφισμένη στα μάτια του όταν μια παραμονή Πρωτοχρονιάς χτύπησε την
H ΤΥ Χ Ε Ρ Η Δ Α Φ Ν Η | 17
πόρτα μου για να μου ανακοινώσει πως οι γονείς του αρνού νταν πια να τον φιλοξενούν και να τον ταΐζουν. Ο πατέρας του −ένας πρώην ασφαλιστής που ζούσε από τα μερίσματα τρα πεζικών μετοχών− είχε απομείνει με μοναδικό εισόδημα την πενιχρή του σύνταξη και με τη βεβαιότητα ότι ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα και θα παρέμενε έτσι εις το διηνεκές. Τώρα ο φίλος μου όφειλε να ακολουθήσει το παράδειγμα του αδερφού του: να δουλέψει. Αμόρφωτος και ανειδίκευτος καθώς ήταν, αναγκάστηκε να ψάξει δουλειά πρώτη φορά στη ζωή του. Και είναι αλήθεια πως στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν ήρ θαμε πιο κοντά από ποτέ. Ήταν η ακατανίκητη νοσταλγία μας για τα παλιά, βλέπετε. Η προθυμία μας να κάνουμε οτιδήποτε ήταν αναγκαίο προκειμένου να αναβιώσουμε την πρότερη ζωή μας. Μια ζωή, αν όχι έκφυλη, σίγουρα ξέφρενη, με ολοήμερα μπιτς πάρτι, πούρα Cohiba, εφήμερες σχέσεις (κάποια κορί τσια θα τα θυμάμαι για πάντα) και ρεζερβέ τραπέζια στα διά σημα κλαμπ της Μυκόνου. Και αν ετούτες τις μέρες μάς είχε απομείνει κάτι από την πάλαι ποτέ εποχή της επίπλαστης μακαριότητας, αυτό ήταν η συνήθειά μας να σπαταλάμε χρήματα ναυλώνοντας ιστιοφό ρα για να βολοδείρουμε στα πανάκριβα και πλέον απρόσιτα παλιά μας λημέρια. Μια συνήθεια θαρρείς από κεκτημένη τα χύτητα, όμοια με εκείνη της Τζάσμιν Φράνσις, από την ταινία Θλιμμένη Τζάσμιν, που, αν και χρεοκοπημένη, επέμενε να τα ξιδεύει στην πρώτη θέση.