ΑΙΩΝΙΟΣ ΚΟΜΠΟΣ
Άνοιξε διστακτικά τα μάτια της και τα ξανάκλεισε. Προσπάθησε
να καταλάβει αν βρίσκεται σε κάποιο άγνωστο μέρος. Όταν ξανακοίταξε γύρω της, την κυρίευσε ξαφνικά ένας φόβος, ένιωσε
σαν ένα παιδί κλειδωμένο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το σώμα
της πάγωσε, το μυαλό της βομβαρδίστηκε από σκέψεις.
Ήταν ξαπλωμένη σε ένα στενό χωμάτινο μονοπάτι και φορούσε μόνο ένα λευκό φόρεμα. Κρύωνε και ήταν μόνη. Ήταν ανάμεσα σε δύο θεόρατους τοίχους φτιαγμένους από χοντρά, ξερά κλαδιά. Δεν μπορούσε να δει τι υπήρχε στην άλλη πλευρά. Ήταν εγκλωβισμένη. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και τα πάντα γύρω της ήταν θαμπά. Δεν υπήρχε ζωή εδώ, ούτε ήχος ούτε χρώμα. Σηκώθηκε γρήγορα κι άρχισε να περπατάει μέσα σε σύγχυση. Πού είμαι;
Προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει μια έξοδο, πήγε να αποδράσει μέσα από τους τοίχους. Σε κάθε αποτυχημένη της προσπάθεια, κλαδιά την γρατζουνούσαν παντού. Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε στο τέλος του μονοπατιού, πρόσεξε ότι παρόμοια μονοπάτια υπήρχαν και
στα αριστερά και στα δεξιά της. Έστριψε αριστερά. Όταν έφτασε στο τέλος του μονοπατιού, συνειδητοποίησε ότι είχε ξαναβρεθεί στο μέρος αυτό. Ήταν στον λαβύρινθο.
Δεν ήταν ακριβώς όπως τον θυμόταν. Κάποτε ήταν καταπράσινος και γεμάτος ζωή, γεμάτος κόσμο που κρατιόταν από
το χέρι και γελούσε. Τώρα ήταν εγκαταλειμμένος, σιωπηλός.
Προσπάθησε να θυμηθεί πώς είχε βγει την προηγούμενη φορά, αλλά η μνήμη της δεν τη βοήθησε.
«Βοήθεια! Βοήθεια! Βοηθήστε με!» φώναξε απεγνωσμένη
κι έπεσε στα γόνατα. Φοβόταν ότι θα πεθάνει, δεν είχε ιδέα
τι της επιφύλασσε το μέλλον, άρχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα.
Τα δάκρυά της έπεφταν στο χώμα, μάλλον ήταν η μοναδική
υγρασία που είχε λάβει αυτό το χώμα εδώ και μήνες. Μετά από
λίγο, οι ακτίνες του ήλιου άρχισαν να ζεσταίνουν το πρόσωπό
της. Δεν υπήρχαν πολλές χαραμάδες φωτός μέσα απ’ τα πυ-
κνά σύννεφα, αλλά ήταν αρκετές για να της δώσουν ελπίδα.
Έπρεπε να σηκωθεί…
Ενώ σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλά της και προσπα-
θούσε να συνέλθει, είδε κάτι που έμοιαζε με φως στο τέλος
κάποιου μονοπατιού. Έτρεξε προς τα εκεί. Το να τρέξει προς
το φως φαινόταν να είναι η μόνη της επιλογή. Ενώ πλησίαζε, άρχισε να εμφανίζεται μια φιγούρα. Ακτινοβολούσε. Επιτέλους
έφτασε και είδε ποιος ήταν.
«Ευτυχώς, το ήξερα ότι θα με σώσεις. Φοβήθηκα πολύ. Τι
διάολο κάνουμε εδώ; Πού ήσουν;»
Εκείνος είχε τα χέρια του πίσω απ’ την πλάτη του. Δεν απάντησε, απλώς χαμογέλασε.
«Τι είναι αυτό που κρατάς;» τον ρώτησε.
Αυτός και πάλι δεν απάντησε. Κοιτώντας αθώα μέσα στα
μάτια της, αποκάλυψε αυτό που έκρυβε πίσω απ’ την πλάτη του
και της έδωσε ένα μπουκέτο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Δεν
είχε ξαναδεί τόσο έντονο χρώμα.
«Ευχαριστώ» είπε, καθώς πήρε το δώρο του. Έκλεισε τα
μάτια της και απόλαυσε τα απαλά πέταλα που ακουμπούσαν
ελαφρά την άκρη της μύτης της. Η μυρωδιά τους ήταν τόσο
όμορφη, τόσο δροσερή που για λίγο ξέχασε πού βρισκόταν.
Τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά όταν άκουσε έναν σιγανό συριγμό. Ένα φίδι γλίστρησε μέσα από τα τριαντάφυλλα. Προσπάθησε να τα αφήσει, αλλά το φίδι πετάχτηκε απότομα και τη δάγκωσε. Τα δόντια του γράπωσαν δυνατά τα χείλη της.
Ούρλιαξε σοκαρισμένη, τράβηξε το φίδι με όλη της δύναμη
και το πέταξε στο έδαφος. Άρχισε να φωνάζει με μανία «γιατί; γιατί;» και να τον κοπανάει στο στέρνο. Σε κάθε χτύπημα ακουγόταν ένας υπόκωφος ήχος και η ακτινοβολία του εξαφανίστη-
κε. Τελικά, έπεσε κάτω, άκαμπτος, άψυχος, σαν κούφιο άγαλμα.
Έτρεξε να σωθεί. Σε κάθε της δρασκελιά ένιωθε το ξερό μονοπάτι να πονάει τα γυμνά της πέλματα. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κοιτώντας πίσω για να βεβαιωθεί ότι είχε διαφύγει τον κίνδυνο. Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της, συγκρούστηκε με κάτι κι έπεσε στο έδαφος. Όλα σκοτείνιασαν. Πέρασαν μερικά λεπτά.
Σηκώθηκε με δυσκολία. Ένας τεράστιος καθρέφτης, φαρ-
δύς όσο το μονοπάτι, της είχε κόψει την πορεία. Δεν μπορούσε
να τον προσπεράσει. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Κοιτάχτη-
κε και αυτό που είδε την διέλυσε ολοκληρωτικά. Το δάγκωμα
από το δώρο είχε παραμορφώσει το πρόσωπό της.
«Είσαι πολύ άσχημη σε σχέση με τις άλλες. Κοίτα πώς είσαι. Λογικό να μη σε θέλει!» φώναξε στο είδωλό της. Ξαφνικά, στον καθρέφτη εμφανίστηκε μια φράση:
Καμιά φορά, στο καθαρό φως παραμονεύει το σκοτάδι.
Μην μπορώντας να κατευνάσει τις φωνές μέσα στο κεφάλι
της, ξέσπασε οργισμένη. Διέλυσε τον καθρέφτη με τη γροθιά
της. Αίμα έτρεχε από τις αρθρώσεις των δαχτύλων της. Κοί-
ταξε τον ουρανό, έβγαλε μια τελευταία κραυγή και βυθίστηκε στο σκοτάδι του μυαλού της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο ΤΥΠΟΣ
«Είναι τόσο σέξι» είπε η Ζάρα, πίνοντας μια γουλιά από το κο-
κτέιλ της εσπρέσο μαρτίνι.
«Ποιος;» τη ρώτησα.
«Αυτός εκεί κοντά στο μπαρ, με το λευκό πουκάμισο. Αλλά
μην κοιτάξεις ακόμα. Δεν θέλω να καρφωθώ. Σε λίγο κάνε ότι
κοιτάς γύρω γύρω και ρίξε μια γρήγορη ματιά».
«Μη λες βλακείες. Θα κοιτάξω τώρα» είπα.
Η Ζάρα μού τράβηξε το χέρι. «Μην κοιτάς!»
Προσπάθησα να μην της το χαλάσω, γι’ αυτό κοίταξα γε-
λοιωδώς προς το μπαρ, κρύβοντας την περιέργειά μου.
«Νομίζω ότι τον είδα. Ήταν τρεις τύποι με λευκό. Ποιος απ’ όλους;» ρώτησα.
Η Ζάρα μετακινήθηκε για να μπορέσω να ξανακοιτάξω διακριτικά. «Σοβαρά μιλάς; Ο ένας είναι χοντρός κι ο άλλος είναι σαν να του έχεις χτυπήσει τη μούρη με ρόπαλο του μπέιζμπολ.
Ο κούκλος, προφανώς, Αμέλια» είπε με επικριτικό, αλλά ειλικρινές ύφος.
«Καλά, ηρέμησε».
«Λοιπόν;»
«Ναι, ωραίος είναι. Μοιάζει μάλλον Ευρωπαίος» είπα.
Το μόνο που έβλεπα ήταν ένας τύπος που δεν φαινόταν να
τρελαίνεται να μου μιλήσει. Από τον τρόπο που ακουμπού -
σε στο μπαρ φαινόταν ότι είχε αρκετή αυτοπεποίθηση. Αυτό
από μόνο του ήταν αρκετό για να μου δημιουργήσει ανασφά-
λειες. Αλλά, αντί να με απωθήσει, με ιντρίγκαρε περισσότερο.
Ένιωθα κάπως σαν να πρέπει να ισοφαρίσω την ενέργειά του,
και ο μόνος τρόπος να το κάνω θα ήταν να μην του δώσω την
προσοχή που κατά πάσα πιθανότητα λάμβανε πάντα. Έπρεπε
να το παίξω χαλαρή.
Μου συμβαίνουν περίεργα πράγματα όταν βρίσκομαι αντι-
μέτωπη με κάποιον που μου αρέσει πραγματικά. Νιώθω σαν
να πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι απεγνωσμένη. Κρατάω
λογαριασμό πόσες φορές τού στέλνω μήνυμα και αναλύω κάθε
μου κίνηση. Συνήθως, αυτό δεν οφείλεται σε κάτι που κάνει ο
άλλος, εγώ φταίω. Αγχώνομαι. Σχεδόν πάντα κάνω κάτι που με κάνει να φαίνομαι ψυχοπαθής. Μερικές φορές, επειδή ξέρω
ότι θα τα σκατώσω, κόβω την επικοινωνία πριν προλάβει να
συμβεί αυτό. Πιθανώς, εκείνοι νομίζουν ότι τους αποφεύγω
επειδή δεν ενδιαφέρομαι, αλλά μερικές φορές είμαι τόσο φοβισμένη και ανασφαλής που το να είμαι ο εαυτός μου πάει
περίπατο. Σ’ έναν ιδανικό κόσμο θα φερόμουν σ’ αυτούς που με ελκύουν με τον ίδιο τρόπο που φέρομαι σε αυτούς που δεν μου προκαλούν κανένα ενδιαφέρον. Είναι τέλειο να μη με ενδιαφέρει κάποιος πραγματικά, γιατί τότε έχω περισσότερη δύναμη μέσα μου. Δεν γίνομαι ευάλωτη.
Μπορώ να παραμένω ο εαυτός μου και να σκέφτομαι καθαρά. Όταν κάποιος μου αρέσει πολύ, τα χάνω όλα αυτά. Χάνω τον έλεγχο. Ούτε ξέρω πόσες φορές έχω ορκιστεί ότι δεν θα δώσω σε κάποιον περισσότερη προσοχή απ’ όση του αξίζει. Αλλά είναι βέβαιο, πάντα κάποιος θα εμφανιστεί που θα με κάνει να νιώσω υποκρίτρια. Και μετά θα τα βάλω με τον εαυτό μου. Μερικές φορές αναρωτιέμαι: αν μας ενδιαφέρει πραγματικά κάποιος –υπέρ
το
δέον, ίσως– μπορούμε να φερθούμε αδιάφορα ή είμαστε καταδικασμένοι, από τη στιγμή που περάσει η ιδέα από το μυαλό μας, να νιώσουμε ότι είναι καλύτεροι από εμάς;
Είδα τον τύπο στην απέναντι πλευρά του μπαρ να χαμογελάει στον φίλο του που συνομιλούσε. Πήγα να πεθάνω… Τρελαίνομαι για τα ωραία χαμόγελα. Τα λευκά του αθλητικά παπούτσια, το ξεφτισμένο ανοιχτόχρωμο τζιν και το ελαφρώς ξεκούμπωτο λευκό λινό πουκάμισο έκαναν τη δουλειά. Δεν είμαι καμιά γκουρού της μόδας, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω κάποιον που ξέρει τι κάνει. Υπήρχαν κι άλλοι στο μπαρ που ήταν ωραίοι, αλλά όλοι πολύ στημένοι, πολύ όμορφοι. Για να μην αναφέρω που φαίνονταν λες κι είχαν σπαταλήσει περισσότερη ώρα να
φτιάξουν τα μαλλιά τους απ’ ό,τι εγώ. Αυτός ο τύπος είχε ατη-
μέλητα, καστανόξανθα μαλλιά. Σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά σέξι. Φαινόταν σαν να είναι έτσι χωρίς να έχει προσπαθήσει. Τα μανίκια του ήταν χαλαρά σηκωμένα πάνω από
τον καρπό του και το πουκάμισό του του έπεφτε τέλεια. Ξέκλεψα όσες περισσότερες ματιές μπορούσα, ενώ προσποιούμουν ότι
κοιτούσα τον DJ που βρισκόταν κοντά του. Το μυαλό μου άρχισε
να τρέχει… Άραγε να μ’ έχει δει να τον κοιτάω; Το μαύρισμά του
πολύ σέξι. Νομίζω πως είναι από το εξωτερικό.
το ατημέλητο μούσι με το μαυρισμένο δέρμα»
η Ζάρα, διακόπτοντας την ονειροπόλησή μου.
Επέστρεψα αμέσως στην πραγματικότητα. «Ναι, έχει το ιδανικό μήκος για μούσι».
Η Ζάρα ακούμπησε το μισοάδειο ποτό της στο μπαρ.
«Το είδες αυτό;»
«Ποιο;» απάντησα.
«Μόλις σε τσέκαρε».
«Δεν με τσέκαρε».
«Σε τσέκαρε. Συνέχισε να κοιτάς. Βλέπεις;»
«Θεέ μου, με τσέκαρε. Αν και είμαι χάλια» απάντησα. Γύρισα
από την άλλη κι άρχισα να πιάνω νευρικά το πρόσωπό μου.
«Χαμογέλα του» είπε η Ζάρα, ρουφώντας την τελευταία
γουλιά του ποτού της.
«Δεν έχω όρεξη μετά από όσα έχουν γίνει τις τελευταίες
εβδομάδες» είπα.
«Για σένα το κάνω. Είσαι έτοιμη, αλλά κάνε ό,τι θες. Εγώ
ήρθα διακοπές για να περάσω καλά» είπε, ψάχνοντας το παρα-
γεμισμένο τσαντάκι της.
«Είμαι έτοιμη; Εσένα πόσο καιρό σού πήρε να ξεπεράσεις
τον τύπο που ήταν πέντε χρόνια νεότερός σου; Είχες πάθει εμ-
μονή μαζί του και τον είχες δει μόνο μια φορά» είπα.
Κατά καιρούς, η Ζάρα έχει την τάση να δίνει συμβουλές
που ούτε η ίδια τις ακολουθεί. Ξέρω ότι οι προθέσεις της είναι
καλές, αλλά και πάλι με βγάζει εντελώς από τα ρούχα μου
μερικές φορές.
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. «Σου είπα ότι δεν μπο-
ρώ να καταλάβω γιατί κόλλησα τόσο μαζί του. Κάποιοι πιάνο-
νται στο δίκτυό σου… κολλάνε στο μυαλό σου».
«Ποιο δίκτυο;» της πέταξα.
«Πάντα υπάρχει ένας τύπος –ή κάποιοι τύποι μάλλον– από όλους αυτούς που γνωρίζεις, οι οποίοι μένουν στη σκέψη σου
για καιρό. Αυτοί είναι που
βρίσκονται «στο δίκτυό» σου. Τους σκέφτεσαι πού και πού ή βλέπεις ένα ποστ τους στο Insta κι επικοινωνείς μαζί τους. Διατηρείς ακόμη κάποια ελπίδα ότι θα
τα ξαναπείτε. Και αυτό είναι σαν κύκλος» είπε. «Όταν επικοινωνείς μαζί τους, περιμένεις σαν ηλίθια δίπλα απ’ το τηλέφωνο μέχρι να απαντήσουν, αντί να τους πεις να πάνε να γαμη-
θούν ή να τους αγνοήσεις όταν κάποτε αποφασίσουν να σου στείλουν στο ξεκάρφωτο μήνυμα επειδή θέλουν μια αρπαχτή.
Όταν θελήσουν να βρεθείτε, θα τα παρατήσεις όλα γι’ αυτούς.
Είσαι πιο αδύναμη μαζί τους απ’ ό,τι με άλλους. Η μαλακία
είναι ότι μπορεί να είναι πιασμένοι σ’ αυτό το δίκτυο για χρόνια. Κολλάνε εκεί επειδή η φάση μαζί τους δεν πήγε όπως θα ήθελες. Δεν είναι ότι θα ήθελες να τους παντρευτείς – απλώς
να τρέχουν πίσω απ’ τον κώλο σου. Θέλεις να έχεις αυτή τη
δύναμη» συνέχισε, ψαχουλεύοντας ξανά την τσάντα της.
«Τι ψάχνεις;» ρώτησα.
Προσπάθησε να με αγνοήσει. Κοίταξε κάτω και ψέλλισε:
«Απλώς ψάχνω πόσα λεφτά μού έχουν μείνει».
Ήξερα ότι μου λέει ψέματα, το ένιωθα.
«Κοίτα, ξέρω ότι είσαι ακόμη κολλημένη μαζί του και ξέ-
ρεις ότι το καταλαβαίνω, αλλά είμαστε για έναν λόγο στη Νέα
Υόρκη. Είμαστε και οι δύο μόνες τώρα, και μια ζωή την έχουμε.
Σοβαρά, σκέψου το. Σε λίγες μέρες θα επιστρέψεις στη ρουτίνα
σου και θα βλέπεις τους ίδιους και τους ίδιους. Χαλάρωσε και διασκέδασε. Κάποτε εσύ ήσουν η πιο δυνατή απ’ τις δυο μας.
Μια χαρά θα πάνε όλα» συνέχισε με πάθος η Ζάρα.
Το ήξερα! Έχει κόκα μαζί της. Αυτό το λογύδριο ήταν η προ-
σπάθεια της Ζάρα να με πείσει να περάσω ένα «ωραίο» βράδυ.
Αν τη ρωτήσω, θα ξεκινήσει μια τελείως διαφορετική συζήτηση.
Ίσως μπω στον πειρασμό να κάνω λίγη. Το μυαλό μου άρχισε να
παίζει με την ιδέα να αφεθώ. Ένα κομμάτι μου ήθελε απλώς να
ξεχάσω τον Τζέι και να διασκεδάσω.
«Ξέρω τι έχεις φέρει μαζί σου».
Η Ζάρα σταμάτησε να ψάχνει το τσαντάκι της κι αναστέναξε. «Εντάξει, μη με ζαλίσεις. Έχω πάνω από έναν μήνα να την
αγγίξω. Θα είμαστε εδώ για λίγες μέρες ακόμα, οπότε ας χαλα-
ρώσουμε πριν ξαναμπούμε σε ρυθμούς δουλειάς την επόμενη
εβδομάδα. Άλλωστε, κόκα είναι μόνο. Θα είσαι μια χαρά αύριο.
Έχω επίσης CBD και μελατονίνη για να κοιμηθούμε αργότερα.
Α, και μερικά ζαναξάκια, σε περίπτωση που τα χρειαστούμε».
«Περισσότερο από έναν μήνα; Εσύ είσαι αυτή που με πήρε
τηλέφωνο πριν τρεις εβδομάδες μετά την ξέφρενη βραδιά σου
με τη Λόρεν και μου έλεγες “ορκίζομαι στη ζωή μου ότι δεν θα
ξαναγγίξω ποτέ αυτό το πράγμα”.
«Ναι, πήγα σε σεμινάριο γιόγκα και, ναι, παρτάρω μερικές
φορές. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να ξεπερνάει καταστάσεις. Δεν χρειάζεται να είμαι τελείως νηφάλια για να έχω πνευματικότητα ή αυτοεπίγνωση. Είμαι ελεύθερο πνεύμα. Ζω
παρορμητικά και μερικές φορές αυτό με κάνει να δρω αυθόρμητα και να ζω στα άκρα. Ούτε καλόγρια είμαι ούτε το παίζω ότι είμαι» απάντησε.
«Χαλάρωσε, πλάκα έκανα. Το ξέρεις ότι δεν σε κρίνω» απάντησα. Ένιωθα άσχημα που της τα έχωσα.
Δεν ήξερα γιατί ήμουν τόσο τσιτωμένη με τη Ζάρα. Νομίζω
πως ήταν το στρες που μου είχε προκαλέσει αυτός ο μαλάκας
τις προηγούμενες εβδομάδες. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν
ήξερα πώς θα τελείωνε η νύχτα αν έκανα κόκα μαζί της. Ένιω-
θα ότι, με όλα όσα γίνονται σε αυτή τη φάση, έπρεπε να έχω
τον έλεγχο. Αποφάσισα να μην το κάνω. Η κόκα επηρεάζει τα
συναισθήματά μου. Ξέρω ότι είναι δύσκολο για τη Ζάρα να με
βλέπει σαν κάποια που σέρνει μαζί της, αλλά δεν ήμουν στη
φάση να το ρίξω τελείως έξω.
Η Ζάρα κούνησε το κεφάλι της. «Δες πώς είσαι. Είσαι
όμορφη. Είσαι έξυπνη. Άλλοι πεθαίνουν από την πείνα στον
κόσμο κι εμείς σκάμε για βλακείες. Δεν είμαστε υπόλογες σε
κανέναν. Πόσοι άνθρωποι μπορούν απλώς να πετάξουν τα
πράγματά τους σε μία βαλίτσα και να πάνε στη Νέα Υόρκη
όποτε θέλουν; Ε; Ξέρεις πόσες παντρεμένες γυναίκες ξέρω
που εύχονται να μπορούσαν;» είπε, προσπαθώντας να με πείσει με όλα της τα επιχειρήματα.
«Όχι, γλυκιά μου. Καλύτερα να απέχω. Ειλικρινά, δεν με νοιάζει αν κάνεις κόκα εσύ, αλλά εγώ θα μείνω στο αλκοόλ. Περνάω καλά, μην ανησυχείς. Θα πάρω άλλη μια βότκα. Θέλεις ένα εσπρέσο μαρτίνι;» απάντησα.
«Ναι, θέλω. Και πες του να το κάνει πιο δυνατό αυτή τη φορά. Ωχ, τι σκατά θέλει αυτός τώρα;» είπε η Ζάρα κοιτώντας
το τηλέφωνό της.
«Ποιος;» ρώτησα.
«Αυτός ο τύπος που σου είπα ότι γνώρισα στα γενέθλια της
Λόρεν. Σοβαρά τώρα, είναι πολύ ενοχλητικός. Προσπαθώ να
είμαι καλή και να τον απορρίψω ευγενικά γιατί έχουμε κοινούς
φίλους, αλλά δεν το πιάνει το υπονοούμενο. Είμαι στο τσακ να
του πω κάτι πολύ κακό» είπε.
«Ίσως του αρέσεις πραγματικά».
«Ούτε που με ξέρει. Και δεν με νοιάζει, γιατί εμένα δεν μου
αρέσει. Έτσι νιώθω. Εδώ κι έναν
τός είναι ο πραγματικός λόγος που δεν βρισκόμαστε. Σκατά…
Έπρεπε να έχω πει κάτι άλλο…».
«Τι; Αυτή η μαλάκω λέει σε όλους ότι χώρισα;» τη διέκοψα.
«Μην ανησυχείς. Μάλλον προέκυψε στην κουβέντα. Που
λες, μόλις μου έστειλε μήνυμα. “Γεια σου, μωρό, πώς είσαι;
Έμαθα για την Αμέλια, οπότε όλα καλά τώρα. Νόμιζα ότι το
έλεγες έτσι, για να με αποφύγεις. Χαχαχα. Θα επικοινωνήσω
σύντομα να δω πώς τα πας”. Φατσούλα χαμογελάκι» μου διάβασε η Ζάρα μορφάζοντας.
«Τουλάχιστον κάποιος σε θέλει» είπα ψιλοαστεία, ψιλοσοβαρά. «Τι έγινε με εκείνη την κοπέλα; Την τραγουδίστρια από το Bumble;» ρώτησα.
«Α, ναι, ήθελα να τη συναντήσω, αλλά φαίνεται βαρετή» είπε.
«Πώς; Αφού δεν έχετε καν βρεθεί».
«Λοιπόν, το πρώτο μήνυμα που μου έστειλε ήταν ένα “γεια, τι κάνεις”, ούτε συναίσθημα ούτε τίποτα. Και μετά, όλα της τα
μηνύματα είναι απλώς βαρετά. Καμιά φορά βάζει χαμογελαστά
προσωπάκια, αλλά του παλιού τύπου, όχι emojis και τέτοια».
«Κάνεις πλάκα, ε;» είπα φρικαρισμένη.
«Όχι, γιατί;»
«Ζάρα, πώς μπορείς να κρίνεις κάποιον τόσο εύκολα; Νόμιζα ότι ήσουν πιο ψαγμένη» είπα.
Η Ζάρα δεν κάνει διακρίσεις. Της αρέσουν και τα δύο φύλα
και κατά καιρούς τους φέρεται και το ίδιο. Είναι ευθύς τύπος.
«Θέλω να γνωρίσω τον άλλον πριν τον συναντήσω» απά-
ντησε.
«Πώς θα γνωρίσεις κάποιον αν δεν τον συναντήσεις ποτέ; Γι’
αυτό πάνε όλα τόσο σκατά σήμερα, αυτός είναι ο λόγος που δεν
καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Δεν τους δείχνουμε καν τον
σεβασμό να τους κοιτάξουμε στα μάτια και να τους μιλήσουμε.
Βιαζόμαστε να κάνουμε υποθέσεις ή βασίζουμε την κρίση μας σε μικροπράγματα» είπα.
«Ναι, εντάξει, ωραία. Αλλά αν βαρεθώ στα πρώτα πέντε λεπτά του ραντεβού;» είπε, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της.
«Κι αν δεν βαρεθείς; Γιατί να μη δίνουμε την ευκαιρία στον άλλον;» ρώτησα. «Θυμάσαι τον Τζέικ; Αυτόν τον τύπο που τα ψιλοείχα πριν τον Τζέι;»
«Ναι, τον λάτρευα τον Τζέικ» απάντησε η Ζάρα.
«Ναι, έλεγες συνέχεια πόση πλάκα είχε. Αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι έστελνε τελείως βαρετά μηνύματα. Όταν τον συνάντησα, πέρασα μαζί του ένα από τα καλύτερα ραντεβού της
ζωής μου. Και όταν τον γνώρισα ακόμη καλύτερα, κατάλαβα
ότι ήθελε τον χρόνο του για να ανοιχτεί. Και άλλοι τύποι που
νόμιζα ότι είχα συνδεθεί μέσω μηνυμάτων ήταν δράμα όταν
βρεθήκαμε από κοντά. Δώσε τουλάχιστον μια ευκαιρία στην κοπέλα από το Bumble αν σε ενδιαφέρει. Η συνάντηση από
κοντά με κάποιον μπορεί να αλλάξει πολλά» είπα.
«Εντάξει, κυρία ψυχολόγα, ευχαριστώ για την υπόδειξη» αστειεύτηκε η Ζάρα.
Το προσωπικό καθάριζε τα τραπέζια και το μαγαζί άρχισε να μετατρέπεται περισσότερο σε κλαμπ.
Ενώ προσπαθούσα να τραβήξω την προσοχή του μπάρμαν, η Ζάρα έσκυψε προς το μέρος μου και είπε δυνατά: «Παρεμπιπτόντως, χαμογέλασα στον τύπο με το λευκό πουκάμισο και τον φίλο του. Μας κοιτάνε. Νομίζω πως σύντομα θα έρθουν προς τα εδώ».
«Πού το ξέρεις ότι κοιτάνε εμάς; Απλώς στέκονται εκεί πέρα. Άσε που εσύ πάντα νομίζεις ότι όλοι μάς θέλουν».
Η Ζάρα τράβηξε ένα σκαμπό από την μπάρα κι έκατσε.
«Όταν κάποιος σε γαμάει με τα μάτια, τότε μάλλον είναι προφανές. Και αυτοί αυτό κάνουν. Δεν πάνε σε κλαμπ για να χο-
ρέψουν ή να σε καλέσουν να παίξετε Μονόπολι. Βλέπουν τα
κλαμπ σαν τόπο ζευγαρώματος» είπε.
«Α, ναι; Κι οι τύποι που είναι πιασμένοι;» ρώτησα σαρκαστικά.
«Αν βρίσκονται σε κλαμπ, τότε ήρθαν για να φλερτάρουν
ή για να κοιτάξουν τον κώλο σου. Όπως και να ’χει, κοίτα, δεν
σταματάει να καρφώνει. Πρέπει να μαζεύει δυνάμεις» είπε.
Όπως γύρισα λίγο για να ξαναρίξω μια ματιά, συνάντησα
το βλέμμα του. Σκατά, με τσάκωσε. Γύρισα αδιάφορα από την
άλλη, σαν να μην τον είχα δει. Αποφάσισα να περιμένω μερικά
λεπτά και να ξανακοιτάξω. Το βλέμμα μας ξανασυναντήθηκε.
Καρφωθήκαμε λίγο ακόμα. Αυτή τη φορά απόστρεψε το βλέμ-
μα του πρώτος. Με κατέκλυσε ένας στιγμιαίος ενθουσιασμός.
Ήμουν κολλημένη με το ίδιο πρόσωπο για πολύ καιρό και το
είχα ξεχάσει αυτό το παιχνίδι.
«Και τώρα που ξέρεις ότι ενδιαφέρεται» είπε αυτάρεσκα η
Ζάρα «παίξ’ το δύσκολη».
«Γιατί να παίζω παιχνίδια, αφού ξέρω ότι ενδιαφέρεται; Είναι
γελοίο» είπα. Ήξερα ότι είχε δίκιο, και το έκανα ήδη με κάποιο
τρόπο, αλλά με παταγώδη αποτυχία.
«Επειδή δεν ξέρεις τις προθέσεις του. Και σταμάτα να το
βλέπεις τόσο αρνητικά. Πρέπει να καταλάβεις πώς λειτουργεί
το φλερτ. Όσο λιγότερη προσοχή δίνεις στους πιο ωραίους τόσο
περισσότερο σε θέλουν. Αν τους κάνεις να νιώσουν λίγο ανα-
σφαλείς, θα τρέχουν από πίσω σου. Πρέπει να πάψεις να είσαι
τόσο καλή και να μάθεις να τους πληγώνεις τον εγωισμό. Να, κοίτα, έρχεται. Σ’ το είπα ότι θα ’ρθει σύντομα» γέλασε.