Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ

Page 1

Στη Ρόζα, τη μητέρα μου, εύχομαι μακροζωία


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ αυτού του μικρού κειμένου στα ελληνικά έχει μια πολύ ιδιαίτερη σημασία. Δεν είναι μόνο η φυσική ικανοποίηση που νιώθει ο κάθε συγγραφέας όταν το έργο του ξεπερνάει τα σύνορα, αλλά και η συγκίνηση που προέρχεται από το γεγονός ότι το βιβλίο θα δημοσιευτεί στον φυσικό του χώρο. Έναν τόπο που αυτά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και δικός μου. Μετά το θάνατο του Πάτρικ Λη Φέρμορ, το 2011, εξακολούθησα να επισκέπτομαι συχνά τη Μάνη. Είχα αγαπήσει τη γη και τους ανθρώπους της. Κι αν έμενα αρκετό καιρό μακριά τους, ένιωθα μια έντονη νοσταλγία, εκείνου του είδους τη μελαγχολία από την οποία υποφέρει κανείς όταν μένει μακριά από το οικείο περιβάλλον του. Νοσταλγία, μελαγχολία: ελληνικές λέξεις. Είχα ήδη αρχίσει να μαθαίνω ελληνικά, ποιος ξέρει γιατί, για να ξορκίσω την άγνοιά μου. Η Ελλάδα, η ιδέα της Ελλάδας, τριγύριζε διαρκώς στο μυαλό μου. Σαν ένα μακρινό όνειρο, μια επιθυμία, σχεδόν ουτοπία. Μέχρι που μια ωραία πρωία αποφάσισα: όχι άλλο πια ελληνικές νοσταλγίες. Είχε φτάσει η στιγμή να μετατρέψω τα όνειρα σε πραγματικότητα. Ο αγαπημένος συγγραφέας μου μου είχε δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω. Τι νόημα είχε να περιμένω; Ή να επιθυμώ και να αγαπώ από μακριά; Εξάλλου ο χρόνος δεν τρέχει απλώς, πετάει. Και εμείς πρέπει να προσπαθούμε να ζούμε όπως ονειρευόμαστε. Έτσι το αποφάσισα και… επί το έργον! Μετά από λίγο βρήκα αυτό που ζητούσα: ένα παλιό σπίτι σε ένα πολύ μικρό και όμορφο χωριό κοντά στη θάλασσα και, επιπλέον, κοντά στο μέρος όπου έζησε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.

10


Από τότε περνάω μεγάλα διαστήματα στο σπίτι μου στη Μάνη. Είναι το σπίτι και το καταφύγιό μου, το μέρος όπου ολοκληρώνω τα βιβλία μου, μελετάω ελληνικά (τι δύσκολη, όλο πάθος γλώσσα), ακούω μουσική και ζω τη ζωή που ανέκαθεν επιθυμούσα να ζήσω. Το τοπίο είναι υπέροχο και η θάλασσα πανέμορφη. Οι γείτονές μου, άνθρωποι ευγενικοί και γενναιόδωροι, με δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Ανάμεσα στους Έλληνες νιώθω ευτυχισμένη, μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Τι παραπάνω θα μπορούσα να ζητήσω; Αυτά συμβαίνουν εδώ και τέσσερα χρόνια. Και δεν μετάνιωσα ποτέ για την απόφαση που πήρα σε μια παρόρμηση της στιγμής. Πριν από λίγο καιρό κάποιος, στον γενέθλιό μου τόπο, μου είπε: Γιατί πήγες τόσο μακριά; Η ερώτηση με έκανε να νιώσω λίγο αμήχανα. Μακριά; Μακριά από τι; Τον κοίταξα παράξενα. Γιατί για μένα το ελληνικό μου σπίτι είναι το κέντρο του κόσμου. Και είναι ακριβώς το μέρος όπου θέλω να μείνω.

Ντολόρες Παγιάς Ιούνιος 2017

11


ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Το καλοκαίρι δροσίζεται απ’ τ’ αεράκι του κόλπου. Το μεγάλο παραπέτασμα του Ταΰγετου εμποδίζει τους παρείσακτους ανέμους απ’ τον βοριά και την ανατολή. Η τραμουντάνα δεν την αγγίζει. Μοιάζει μ’ εκείνα τα Ηλύσια πεδία, όπου, όπως λέει ο Όμηρος, η ζωή είναι πιο εύκολη για τους ανθρώπους. όπου δεν πέφτει χιόνι, ούτε φυσούν δυνατοί άνεμοι, ούτε πέφτει βροχή κ’ οι μελωδικοί δυτικοί άνεμοι φυσούν πάντα από τη θάλασσα, για να φέρνουνε τη δροσιά σ’ αυτούς που ζουν εκεί. Ήθελα πολύ να γίνω ένας απ’ αυτούς…» ΜΆΝΗ

ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΆΝΘΡΩΠΟΙ που χωρίς να το επιδιώξουν ή να το θελήσουν αποκτούν εξαιρετική σημασία στη ζωή των άλλων. Είναι άντρες ή γυναίκες που συγκροτούν νέους κόσμους και δημιουργούν περιβάλλοντα, ανοίγουν ορίζοντες και αλλάζουν πορείες ζωής. Η σχέση με αυτούς τους ανθρώπους σπανίως είναι ισορροπημένη, αυτό όμως δεν συνιστά αναγκαστικά προσβολή για κανένα από τα δύο μέρη. Όποιος είχε την τύχη να μπει στη ζωή τους ξέρει ότι είναι αδύνατον να ανταποκριθεί με ανάλογο τρόπο. Πρόκειται για πλάνητες θησαυρούς. Είναι μορφές από τις οποίες αναδύεται ένας πλούτος που πάει πολύ πιο πέρα από το συνηθισμένο χάρισμα. Ή που ασκούν μια επίδραση που υπερβαίνει αυτήν που ένας οποιοσδήποτε καλλιτέχνης μπορεί να ασκήσει στον περίγυρό του. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Οι σελίδες που ακολουθούν αποτελούν ένα φόρο τιμής χωρίς καμία απολογητική διάθεση. Φόρο τιμής στον παράτολμο άνθρωπο και στον συγγραφέα, στον τζέντλεμαν, στον πρόσχαρο οικοδεσπό-

12


τη και στον αγωνιστή. Στον άνθρωπο που ήξερε πώς να γίνει ένας ακατανίκητος, υπερήφανος και αξιολάτρευτος ηλικιωμένος, διατηρώντας στο μεταξύ αναλλοίωτα τα άλλα χαρακτηριστικά του. Αυτό το σύντομο κείμενο δεν έχει την αξίωση να καλύψει εξαντλητικές λεπτομέρειες ή βιογραφικές αναφορές. Είναι μόνο μια συνοπτική τρυφερή περιγραφή. ένα σκιαγράφημα που εμπνέεται από φιλικές κουβέντες, γεύματα, εσπερίδες και μια αξιοσημείωτη ποσότητα κρασιού που καταναλώσαμε μαζί. Πιο συγκεκριμένα, είναι η αναπόληση της παραμονής μου στο σπίτι του συγγραφέα λίγες εβδομάδες πριν από το θάνατό του. Οι αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τη ζωή του Πάτρικ Λη Φέρμορ θα ήταν καλό, προτού αρχίσουν την ανάγνωση, να συμβουλευτούν το βιογραφικό σημείωμα. Θα απολαύσουν περισσότερο αυτές τις σελίδες αν προηγουμένως εξοικειωθούν με τις περιπέτειες του συγγραφέα. Και δεν πρέπει να παραξενευτούν που σχεδόν πάντα η αναφορά στον σερ Πάτρικ Λη Φέρμορ γίνεται με το απλό και οικείο «Πάντι». Έτσι ήταν γνωστός στους φίλους και στους γνωστούς του, καθώς και στους λογοτεχνικούς κύκλους. Στην Ελλάδα ήταν πιο γνωστός ως Μιχάλης, όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία…

13



Καρδαμύλη Η ΔΙΑΔΡΟΜΉ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΊ στην Καρδαμύλη είναι παραπλανητική. «Very deceptive», έλεγε ο Πάντι, επιβεβαιώνοντας με τα λόγια του πλήρως το γεγονός. λόγια που σ’ εμάς ηχούν με κάποια δόση απογοήτευσης (μολονότι δεν σήμαινε ακριβώς αυτό). Πράγμα που είναι βέβαιο. Αφού περάσεις τον Ισθμό της Κορίνθου, πρέπει να διασχίσεις την Πελοπόννησο από το ένα σημείο στο άλλο. Είναι μια επιβλητική διαδρομή.* Βουνά γυμνά και σκούρα, απόκρημνες πλαγιές και απότομες κατηφόρες. Επί ώρες στροφές και απειλητικά φορτηγά. Τελικά φτάνεις στην Καλαμάτα, στην απέναντι ακτή. Η Καρδαμύλη βρίσκεται στην ακροθαλασσιά, μερικά χιλιόμετρα πιο νότια. η λογική θα έλεγε πως φτάνεις εκεί κατά μήκος της ακτής. Συμβαίνει όμως εντελώς το αντίθετο. Ο δρόμος αρχίζει πάλι να σκαρφαλώνει προς τον ουρανό και να εισέρχεται σε άλλους ορεινούς λαβύρινθους. Γυρίζει και ξαναγυρίζει με τέτοιον τρόπο, που χάνεσαι σε ένα δαίδαλο από χαράδρες, έχοντας την εντύπωση ότι πηγαίνεις συνεχώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Φυσικά, πεπεισμένος ότι κατευθύνεσαι μάλλον προς την αφιλόξενη καρδιά της οροσειράς του Ταΰγετου παρά προς τις ήρεμες παραλίες της θάλασσας της Μεσσηνίας. Δεν έχει σημασία πόσες φορές έχεις κάνει τη διαδρομή. έχεις πάντοτε την εντύπωση πως έχεις κάνει λάθος. Είναι μια αίσθηση που διαρκεί σχεδόν μία ώρα. Εάν όμως νικήσεις τον πειρασμό να κάνεις μια στροφή και να γυρίσεις πίσω, φτάνει η στιγμή της επιβράβευσης. Επιτέλους, έπειτα από μια φοβερή στροφή που αιωρείται σε ιλιγγιώδες ύψος, ο ορίζοντας ανοίγει και εμφανίζεται η ακτογραμμή της Μάνης με τη μαγευτική Καρδαμύλη κουλουριασμένη στους πρόποδες του βουνού. * Το ταξίδι είναι τώρα πολύ ευκολότερο. Η εθνική οδός Τρίπολης-Καλαμάτας έχει ολοκληρωθεί. (Σ.τ.Σ.)

15



Λεβεντιά «ΔΕΝ ΘΑ ΕΊΧΑ ΚΑΜΊΑ ΑΝΤΊΡΡΗΣΗ για ένα ποτήρι ακόμα. Θα

είχες την καλοσύνη, αγαπητή μου;» Σήκωνε το ποτήρι και ηχούσαν τα παγάκια. Δεν ωφελούσε σε τίποτα να σε ορμήνευε προηγουμένως κρυφά η Ελπίδα ή να έκανε συνωμοτικές χειρονομίες μισοκρυμμένη πίσω από την πόρτα του σαλονιού: «Φρόντιζε να πίνεις αργά, έτσι καθυστερείς το δεύτερο –ή τρίτο– ποτήρι… Ο γιατρός λέει ότι πρέπει να πίνει λιγότερο…» Το θέμα είναι ότι αυτός το παρατραβούσε, και δεν είχες άλλη επιλογή παρά να υπακούσεις. Ούτε μπορούσες να του πουλήσεις φύκια για μεταξωτές κορδέλες βάζοντας λιγότερο ουίσκι –ή τζιν ή βότκα, έπινε τα πάντα– στη σόδα ή στο τόνικ. Το αντιλαμβανόταν αμέσως και απαιτούσε να επανορθώσεις. Θύμωνε, δεν ανεχόταν να του φέρεσαι με συγκατάβαση. Σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, ο Πάντι ήταν αδιαπραγμάτευτος. Πίσω από την όψη του εύθραυστου και ευγενικού ηλικιωμένου υπήρχε μια σιδερένια θέληση. Καμία προειδοποίηση και καμία συμβουλή δεν κατάφεραν να τον κάνουν να αλλάξει στο ελάχιστο τον τρόπο ζωής του. Και, δεδομένου ότι κουβαλούσε στην πλάτη του ενενήντα έξι περιπετειώδη και ευτυχισμένα χρόνια βίου, πρέπει να συμπεράνουμε ότι το δίκιο ήταν με το μέρος του και όχι με εκείνων που προσπαθούσαν να του παρατείνουν τη ζωή, κάνοντάς την πιο ανιαρή (τώρα που ο Πάντι έφυγε, ναι, είναι οπωσδήποτε πιο ανιαρή). Υπήρχαν αντικρουόμενες γνώμες για την υποτιθέμενη αντοχή του. Πολλοί τη θεωρούσαν σιδερένια. σίγουρα η μακροβιότητά του καλλιεργούσε αυτή την ιδέα. Όσοι όμως τον γνώριζαν από χρόνια έλεγαν ότι δεν υπήρξε ποτέ πολύ δυνατός. Όταν ήταν νέος, υπέφερε από διάφορες επικίνδυνες ασθένειες, ενώ κατά τη διάρκεια του πο-

19


λέμου αρρώστησε σοβαρά. Πράγματι, οι γιατροί του στρατιωτικού νοσοκομείου, στο οποίο έμεινε αρκετούς μήνες, τον είχαν σχεδόν ξεγράψει. Μίλησαν για πολιομυελίτιδα, μετά για ρευματικούς πυρετούς, που οφείλονταν πιθανόν στις σκληρές συνθήκες στις οποίες έζησε όταν ήταν αξιωματικός στην Κρητική Αντίσταση: μακρές νυχτερινές πορείες στα βουνά, πολύ κρύο, σπηλιές που ανέδιδαν υγρασία, και λιγοστό φαγητό. Όχι μόνο επέζησε, αλλά, επιπλέον, με το πείσμα του κατάφερε να τον στείλουν και πάλι στην παρανομία και στην αγαπημένη του Κρήτη, «το καταφύγιό μου, εκεί όπου μουγκρίζει ο Μινώταυρος», όπου συνέχισε να κακοζεί όπως και πριν. Υπήρξε καπνιστής μέχρι τα πενήντα του χρόνια και πότης «μουσωνικός» –ο χαρακτηρισμός ήταν δικός του– μέχρι την τελευταία νύχτα της ζωής του. Απολάμβανε το φαγητό, και σχεδόν τίποτε από αυτά που παρήλαυναν από το τραπέζι του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαφρύ. Διέψευσε τις ιατρικές στατιστικές και αγνόησε όλες τις ιατρικές διαγνώσεις που του είχαν κάνει. Σχετικά με το αλκοόλ, ήταν αδύνατον να τον παραπλανήσεις. Μόλις που έβλεπε, είχε όμως αετίσιο μάτι για να εντοπίζει τα μπουκάλια. Αν η κανάτα του κρασιού εξαφανιζόταν από το τραπέζι ή η στάθμη της κατέβαινε πιο κάτω από αυτό που θεωρούσε κανονικό, το αντιλαμβανόταν αμέσως και με τόνο επιτακτικό, αλλά πάντα ευγενικό, απαιτούσε ενισχύσεις. Στο σαλόνι του σπιτιού του υπήρχε ένα ειδικό τραπέζι που επείχε θέση μπαρ. Στηριζόταν σε έναν τοίχο και η επιφάνειά του χανόταν κάτω από έναν τεράστιο δίσκο γεμάτο ποτά, μια παγοθήκη και ένα μπολ γεμάτο φέτες λεμονιού. Εκείνο το σημείο του σαλονιού έλκυε σαν μαγνήτης. Στη μία και μισή το μεσημέρι και στις οχτώ παρά τέταρτο το βράδυ κατευθυνόταν προς εκείνη τη γωνιά χωρίς κανένα δισταγμό. Δεν είχε σημασία πού βρισκόταν, τραβούσε προς το μπαρ με τη σιγουριά έμπειρου αόμματου που διαβάζει τη διαδρομή σε Μπράιγ. Ένιωθες τη διάθεση να ξεσπάσεις σε γέλια βλέποντάς τον καρφωμένο στην άκρη του οπλοστασίου του, με μά-

20


τια που έλαμπαν από αδημονία και τρίβοντας τα χέρια σαν ιεροτελεστής έτοιμος να μοιράσει υγρές ευλογίες. «Here we are. Here we are. What are we going to drink today, my dear?» [Εδώ είμαστε, εδώ είμαστε. Τι πρόκειται να πιούμε σήμερα, αγαπητή μου;]

ΕΊΧΕ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ ανθρώπου μεγάλης ζωτικότητας. Τα πρωινά έβγαινε από το δωμάτιό του γελαστός και λαμπερός σαν γαμπρός. Έπαιρνε το πρωινό του, αργότερα το απεριτίφ, μετά το μεσημεριανό, στη συνέχεια το απογευματινό τσάι (tea time), κατόπιν ένα ακόμα απεριτίφ και, τέλος, είχε ένα πλούσιο δείπνο. Δεν παρέλειπε ούτε ένα απ’ αυτά και, επιπλέον, τα απολάμβανε με μεγάλο ενθουσιασμό, σαν να ήταν το καθένα κάτι ασυνήθιστο, κάτι καινούργιο. Κι αν είχε και παρέα, τότε ακόμα καλύτερα. Λάτρευε να έχει κόσμο στο σπίτι του. Ήταν μια καλή πρόφαση για μακρές συζητήσεις και πολύ πιοτό, μαζί με ιστορίες, απαγγελίες ποιημάτων, γέλια και τραγούδια. Του άρεσε επίσης πολύ η σωματική δραστηριότητα. Ήταν κάποτε ακούραστος ταξιδευτής και εξαιρετικός κολυμβητής. Μέχρι που έφτασαν για καλά τα γεροντάματα, περπατούσε καθημερινά αρκετά χιλιόμετρα, και τις περισσότερες φορές σε ανηφορικό δρόμο (σχεδόν πάντα στην ανάβαση, αφού ζούσε στους πρόποδες του βουνού). Μια από τις διαδρομές που προτιμούσε ήταν εκείνη που οδηγεί από το σπίτι του στο Εξοχώρι και στον Άγιο Νικόλαο, ένα μικρό ξωκλήσι που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, από τον οποίο απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα. Εδώ ήταν όπου αυτός και η γυναίκα του Τζόαν, μαζί με την Ελίζαμπεθ, τη σύζυγο του Μπρους Τσάτουιν, έθαψαν τις στάχτες του τελευταίου κάτω από μια ελιά.* Στα ογδόντα και κάτι χρόνια του εξακολουθούσε να κολυμπάει * Ο Πάντι δεν κατάφερε ποτέ να θυμηθεί ποια ακριβώς ελιά ήταν. Σε εκείνο το «επιμνημόσυνο πικ νικ» είχαν πιει αρκετά για να θυμάται… (Σ.τ.Σ.)

21


καθημερινά. και δεν επρόκειτο, βέβαια, για πλατσουρίσματα κοντά στην παραλία. Στα ενενήντα του άρχισε να χρησιμοποιεί μπαστούνι, αλλά γενικά είχαμε περισσότερες πιθανότητες να παραπατήσουμε εμείς, οι καλεσμένοι του, παρά αυτός, γιατί άφηνε το μπαστούνι του όπου να ’ναι: ακουμπισμένο στην πλάτη της καρέκλας, στα κιγκλιδώματα και στο πέτρινο τζάκι… Οι κάτοικοι του χωριού τον θεωρούσαν σχεδόν θεϊκό, αθάνατο ον. Συνήθιζαν να λένε ότι η θέλησή του για ζωή ήταν ισχυρότερη απ’ οτιδήποτε άλλο. Είναι δε βέβαιο ότι φαινόταν πως πιανόταν απ’ τη ζωή όπως οι πεταλίδες στα βράχια που υπήρχαν κάτω από τη βεράντα του. ωστόσο σε αυτή την επιθυμία του δεν υπήρχε καμία απληστία ή άγχος. Παρέμενε χαλαρός, ήρεμος, και γι’ αυτό ήταν ευχάριστο να είσαι μαζί του. Επρόκειτο μάλλον για μια έντονη επιθυμία για ζωή, μαζί με την ικανότητά του να νιώθει διαρκώς έκπληξη και θαυμασμό. Σχεδόν μετά από έναν αιώνα ζωής, και παρά τον πόλεμο και το χαμό των φίλων του, και, κυρίως, παρά το κενό που του άφησε η απουσία της Τζόαν, της εξαιρετικής συντρόφου του, η ζωή εξακολουθούσε να τον γοητεύει. Τον ενδιέφερε, του προκαλούσε κύματα ευφορίας και στιγμές ιλαρότητας. Η εξαιρετική αίσθηση χιούμορ και η ελαφρότητά του πρέπει να είχαν σίγουρα σχέση με όλα αυτά. Ήταν ειρωνικός, απόμακρος, αλλά σπάνια δηκτικός ή προσβλητικός. Η επινοητικότητά του θύμιζε την πονηριά ενός σκανταλιάρικου παιδιού. Διατηρώ πολύ ζωηρά στη μνήμη μου την πρώτη φορά που φάγαμε μόνοι στο σπίτι. Είχα φτάσει στο ραντεβού μας με έναν ευλαβικό σχεδόν σεβασμό, αλλά και με λίγο φόβο. Ήταν ένας συγγραφέας τον οποίο θαύμαζα πολύ και, επιπλέον, ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος άνθρωπος. Όλες οι επιφυλάξεις μου εξαφανίστηκαν όμως στο απεριτίφ, με το δεύτερο τζιν τόνικ. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, κοντέψαμε να πνιγούμε απ’ τις φωνές –ήταν κουφός και ξεχνούσε οπουδήποτε τα ακουστικά του– και τα γέλια. Και όταν, προτού επιστρέψω στο ξενοδοχείο, του ζήτησα να μου υπογράψει δύο από τα

22


βιβλία του, κανείς από τους δυο μας δεν κατάφερε να πει με ακρίβεια πόσο του μηνός είχαμε. Συμφωνήσαμε στο περίπου. Πήρε τον πρώτο τόμο και έγραψε την αφιέρωση, τη μέρα, το μήνα και το έτος ανάμεσα σε ζωγραφιές από κινούμενα σύννεφα και χελιδόνια που πετούσαν. Ύστερα άνοιξε το δεύτερο βιβλίο και κοίταξε τη λευκή σελίδα με κωμική αμηχανία. «Do you think we are still on the same day?» [Νομίζεις ότι είμαστε ακόμα στην ίδια μέρα;] ρώτησε. Αποφασίσαμε πως ναι, και άρχισε πάλι να ζωγραφίζει σύννεφα και χελιδόνια. Μετά άφησε το στυλό, σήκωσε τα χέρια, κροτάλισε τα δάχτυλά του, έκανε μια χορευτική φιγούρα και άρχισε να τραγουδάει τις στροφές ενός παρισινού βοντβίλ. Τα μάτια του σπινθήριζαν σαν του γερο-διαβόλου. Μπορούσε να διακρίνει κανείς σ’ αυτά φευγαλέα το σκανταλιάρικο αγοράκι: πίσω από τον ηλικιωμένο κύριο βρισκόταν ακόμα ο πονηρούλης νεαρός. Αργότερα έγινα αρκετά συχνά μάρτυρας της ίδιας μεταμόρφωσης. Ήταν κάτι το εκπληκτικό. Οι Έλληνες ονομάζουν λεβεντιά αυτή τη ριψοκίνδυνη αγάπη για τη ζωή. και της προσδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα. Λεβεντιά είναι η τόλμη, μαζί με την αγάπη για τις γυναίκες, το κρασί, τα τραγούδια και το χορό. Κανονικά, συνδέεται με το σφρίγος, το πάθος και την ορμή της νιότης. Ο Πάντι διατήρησε όμως τη λεβεντιά του μέχρι το τέλος της ζωής του.

23


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.