2
Ι
χωρίς κουκούτσια
ΉΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΌΤΑΝ
για αυτό όλη της τη ζωή. Δεν είναι λίγα κοτζάμ 25 χρόνια, και, ας είναι λιγότερα, δεν είναι λίγα ούτε τα 14 από αυτά, κατά τη διάρκεια των οποίων, πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους στην αγορά οι κούκλες που ξυπνάνε και γελάνε και κλαίνε και τρώνε και λερώνονται και κοιμούνται και ξανά μανά από την αρχή, εκείνη είχε την ευκαιρία να ταΐζει και να νταχταρίζει και να μπανιαρίζει και να σκουπίζει και να βγάζει βόλτα με το καρότσι και να κοιμίζει και ξανά μανά από την αρχή μία κούκλα ολοζώντανη, γεννημένη από τη γυναίκα που είχε γεννήσει κι εκείνη, μόλις δύο μήνες πριν εκείνη γίνει γυναίκα. Ήξερε ότι το σώμα της θα παραμορφωνόταν. Ήξερε ότι θα δυσκολευόταν να σηκωθεί απ’ όπου με δυσκολία, και συχνά με τη βοήθεια άλλων, θα είχε μόλις καθίσει ή –ακόμη καλύτερα– ξαπλώσει. Ήξερε ότι θα ξερνούσε τ’ άντερά της. Ήξερε ότι θα ζεσταινόταν όταν θα είχε κρύο και ότι θα έβγαζε την μπέμπελη όταν θα είχε ζέστη. Ήξερε ότι, ίσως ακόμη και κυριολεκτικά, θα έφτυνε αίμα. Αλλά δεν ήξερε ότι η φύση και οι νόμοι της θα επέτρεπαν 3
H Α Λ Κ Μ Η Ν Η K A I Ο Ι Α Λ Λ Ο Ι
στο μικροκαμωμένο σώμα της να διασταλεί αρκετά ώστε μαζί με τα μόλις 44 κιλά του να χωρέσει άλλα 18. Δεν ήξερε ότι θα έφτανε σε σημείο να θέλει να στραγγαλίσει, σαν να εξαρτιόταν από αυτό η ζωή της, όσους αστειεύονταν με το γεγονός ότι, αν και σύζυγος αεροπόρου, εκείνη έκανε εμετό τόσο συχνά και τόσο πολύ όσο ένα νεόκοπο ναυτάκι της συμφοράς με ανοσία στη δραμαμίνη. Δεν ήξερε ότι ο χαλασμένος εσωτερικός της θερμοστάτης θα έκανε το αίμα της να βράζει. Δεν ήξερε ότι θα ερχόταν μια στιγμή που το αίμα της, δηλαδή το βραστό της αίμα, θα υπερχείλιζε το πηγάδι της ζωής που είχε ανάμεσα στα πόδια της, αναγκάζοντάς την να μείνει καθηλωμένη στο κρεβάτι μήνες ολόκληρους. Τα σκεφτόταν όλα αυτά καθώς κοιτούσε φουρκισμένη όσους βρίσκονταν γύρω της και απορούσε αν τα ήξεραν και δεν της τα είπαν ή αν δεν της τα είπαν γιατί απλώς δεν ήξεραν την τύφλα τους. Δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο σενάριο της φαινόταν πιο ελαφρυντικό –πάντα για εκείνους και το μέλλον της μετέπειτα σχέσης της μαζί τους– ώσπου ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν τους άκουγε πια, όχι γιατί οι σκέψεις της ήταν πιο ηχηρές από τις κουβέντες τους αλλά γιατί τα στόματά τους είχαν σταματήσει να ανοιγοκλείνουν, έχασκαν όλα ανοιχτά και βουβά, σαν να φυσούσαν ζεστό αέρα προς τα σκέλια της και ας γνώριζαν ότι δεν θα έφτανε ποτέ μέχρι εκεί. Τότε ήταν που κατάλαβε ότι το μαξιλάρι της πολυθρόνας που την είχαν τοποθετήσει με προσεκτικές κινήσεις πριν από τέσσερις ολόκληρες ώρες είχε μουσκέψει και οι πόροι του δεν ήταν πια ικανοί να συγκρατήσουν την κατακλυσμιαία ροή ενός υγρού που το έστελναν ανάμεσα στα μπούτια της με τελικό προορισμό τις σκονισμένες, γκρίζες πλάκες του πεζοδρομίου, ενός υγρού του οποίου η πρωτόγνωρη υφή, έτσι όπως ερχόταν σε επαφή με το δέρμα της, λειτούργησε ελαφρώς καθησυχαστικά: εδώ δεν είχε να κάνει ούτε με ιδρώτα, κι ας ήταν αφό4
Θ Ε Ο Δ Ο Σ Η Σ
Μ Ι Χ Ο Σ
ρητος ο καύσωνας του Αυγούστου (αν ήταν έτσι, κανείς άλλος άνθρωπος δεν θα είχε ιδρώσει ποτέ περισσότερο πριν από εκείνη) ούτε είχε να κάνει με κάτουρο (αν ήταν έτσι, κανείς άλλος άνθρωπος δεν θα είχε κατουρηθεί ποτέ πιο άοσμα πριν από εκείνη) ούτε είχε να κάνει με αίμα (αν ήταν έτσι, κανείς άλλος άνθρωπος δεν θα είχε αιμορραγήσει ποτέ τόσο ανώδυνα πριν από εκείνη). Άλλωστε, εκείνη πονούσε και παραπονούσε και η δική της κραυγή έδωσε το σύνθημα για να ακουστούν και οι φωνές των άλλων και να αρχίσουν να ανοιγοκλείνουν ξανά τα στόματα όλων, που δεν ήταν και λίγοι, γιατί το σπίτι της Αλκμήνης ήταν σαν το στρατηγείο μιας ολόκληρης οικογένειας, μιας ολόκληρης γειτονιάς. Όλοι μαζεύονταν κάθε βράδυ εκεί για να διηγηθούν τις παραμικρές μετατοπίσεις στην πορεία της ζωής τους και αυτό το βράδυ ήταν όλοι εκεί γιατί ήξεραν ότι δεν θα αργούσε η μεγαλύτερη μετατόπιση στην πορεία της δικής της ζωής, εννέα μήνες μετά την προηγούμενη και έντεκα μετά από εκείνη που είχε οδηγήσει στην προηγούμενη, αν και ήξερε ότι στην πραγματικότητα εκείνη που είχε οδηγήσει στην προηγούμενη είχε συντελεστεί παραμονές Δεκαπενταύγουστου του 1976 –«μεγάλη η χάρη σου, Παναγία μου», σκέφτηκε– μόλις μία εβδομάδα λιγότερο από τρία ολόκληρα χρόνια πρωτύτερα από το αποψινό υγρό, άβολο και οδυνηρό βράδυ. Πετάχτηκαν όρθιοι όλοι μαζί κι έτσι όπως παρατήρησε τη μάνα της να τρέχει μέσα στο σπίτι, την κυρίευσε ένα άγχος μήπως περδικλωνόταν κι έτρωγε τα μούτρα της, όπως είχε περδικλωθεί στο παρελθόν τόσο η ίδια όσο και η μάνα της, σε ένα από τα δύο σκαλιά που χώριζαν την αυλή σε διαφορετικά επίπεδα, οπότε προτίμησε να επικεντρώσει την προσοχή της στην καύτρα που τρεμόπαιζε στην άκρη του τσιγάρου που ισορροπούσε σαν αναποφάσιστη τραμπάλα υπό τη σκιά που έριχνε το μουστάκι του πατέρα της στο ορθάνοιχτο, άνυδρο στόμα του. Δικοί της άνθρωποι ήταν όλοι οι παρόντες και από τη μια στιγμή στην άλλη ήταν σαν να παρακολουθούσε μια παρτίδα 5
H Α Λ Κ Μ Η Ν Η K A I Ο Ι Α Λ Λ Ο Ι
σκάκι όπου το κάθε πιόνι θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μείνει αλώβητη η βασίλισσα και μόλις θυμήθηκε ότι η ίδια δεν ήξερε ούτε καν τάβλι, άντε να είχε παίξει πλακωτό πέντε-δέκα φορές στη ζωή της, την είχαν κιόλας σηκώσει και με κόπο την κρατούσαν όρθια. Το ταξί που η μάνα της είχε καλέσει όταν πήγε τρέχοντας μέσα στο σπίτι είχε μόλις φτάσει κορνάροντας, γιατί πόσο να αργούσε κιόλας αφού η πιάτσα ήταν πέντε τετράγωνα μακριά, απέναντι από το καφενείο στη γωνία με τον «φαρδύ», όπως αποκαλούσαν όλοι τη λεωφόρο Αναπαύσεως – όπου κάθε μεσημέρι πριν από το φαγητό πήγαινε ο πατέρας της για να πιει λίγη ρετσίνα τάχαμου για να του ανοίξει η όρεξη, και όλοι οι ταξιτζήδες αντί να περάσουν τη γέφυρα, να πάνε από την απέναντι όχθη του ποταμιού και να γυρίσουν περνώντας από μία άλλη μικρή γέφυρα που ούτε για πεζούς δεν έκανε καλά καλά, πήγαιναν κατευθείαν ανάποδα στον μονόδρομο που ήταν το σπίτι της Αλκμήνης και που δεν είχε ποτέ κίνηση, κάτι που μπορεί –αλλά μπορεί και όχι– να είχε σχέση απλώς με το ότι ήταν παράλληλος σε ένα ποτάμι. Στο ταξί, αφού και οι δύο μαζί την έβαλαν στο πίσω κάθισμα, μπήκαν η μάνα της και ο άντρας της. Ο πατέρας της θα ερχόταν με το επόμενο για να μπορεί να καπνίσει στη διαδρομή με την άνεσή του, αγνοώντας της επιπλήξεις της θορυβημένης κουνιάδας του. Ο γιατρός είχε πέσει στις προβλέψεις του έξω κατά πέντε μέρες και η εγκυμονούσα από την πρώτη κιόλας είχε καταλάβει ότι κάθε επιπλέον μέρα παρατεινόμενης δυσφορίας ήταν απλώς άλλη μία μέρα παρατεινόμενης δυσφορίας που θ’ άξιζε να υπομείνει κανείς μόνο αν ήξερε ότι επρόκειτο τουλάχιστον για προκαταβολή επί της οδύνης που θα βίωνε όταν θα ερχόταν «η ώρα η καλή». «Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά», επαναλάμβανε ο άντρας της από το μπροστινό κάθισμα, κοιτάζοντας προς τα πίσω, κι εκείνη ήθελε να του πει: «τον κακό σου 6
Θ Ε Ο Δ Ο Σ Η Σ
Μ Ι Χ Ο Σ
τον καιρό, τον κακό σου τον φλάρο, άντε κοίτα μπροστά σου», αλλά πώς να του το πει όταν θυμόταν πόσο είχε χαρεί κι εκείνη μαζί του όταν δύο μήνες μετά τον γάμο τους έμαθαν τα χαρμόσυνα νέα; Πώς να του το πει όταν ήξερε ότι εκείνος θα έβγαζε το φίδι από την τρύπα αν λέρωνε την ταπετσαρία στο ταξί με ένα υγρό που –«βρε λες;»– υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μύριζε καρπούζι; Τίποτα δεν είχε φάει σε μεγαλύτερη ποσότητα τους τελευταίους, καλοκαιρινούς μήνες. Δέκα λεπτά τούς πήρε να φτάσουν στην κλινική. Χρήματα δεν περίσσευαν, αλλά είχαν αποφασίσει προ πολλού να το ρίξουν έξω. Θα γεννούσε σε σουίτα, δηλαδή σε ένα απλό μονόκλινο δωμάτιο που ο κλινικάρχης είχε βαφτίσει σουίτα επειδή ήταν ακριβώς αυτό: μονόκλινο. Πάλι καλά. «Καλύτερα, κουρτσούλι μου, χαλάλι οι παράδες, να είσαι μονάχη σου, να έχεις την ησυχία σου, να βρεις την υγειά σου», θυμήθηκε ότι της έλεγε η μάνα της όποτε ανέκυπτε το θέμα σε κάποιο κουβεντολόι, όπως θυμήθηκε και ότι κάθε φορά που ανέκυπτε το θέμα σε κάποιο κουβεντολόι, εκείνη σκεφτόταν ότι πράγματι προτιμούσε να είναι μόνη της σαν τον κούκο και αμέσως θυμόταν –ποιος ξέρει γιατί, άγνωστες οι βουλές των ορμονών– τον ξύλινο κούκο που είχαν κρεμασμένο δίπλα στον καλόγερο, στο σαλόνι του πρώτου της σπιτιού, απέναντι από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης. Δεν συνέβαινε πάντα, γιατί ο κούκος ήταν ελαττωματικός και ήθελε συχνά κούρδισμα, αλλά όποτε η έξοδός του από το ξυλόγλυπτο κλουβί του συνέπιπτε με τους χτύπους του καμπαναριού, ένιωθε μια περίεργη ικανοποίηση – ότι όλα, θες δε θες, κυλάνε ρολόι. Ήταν 10 το βράδυ όταν την ξάπλωσαν στη «σουίτα». Η μαία επιβεβαίωσε το προφανές: είχε έρθει η ώρα της. Το επιβεβαίωσε και ο γιατρός, που δεν άργησε να έρθει. Η αρχή είχε γίνει. Το ξενύχτι, όμως, δεν θα το γλίτωνε και μαζί της δεν θα το γλίτωναν ούτε η μάνα της ούτε ο άντρας της. Τι να έκαναν οι άλλοι και να περίμεναν εκεί; Γύρισαν στα σπίτια τους να πλαγιάσουν όσο προλάβουν πριν χτυπήσει το τηλέφωνο. 7
H Α Λ Κ Μ Η Ν Η K A I Ο Ι Α Λ Λ Ο Ι
Μετά την τέταρτη επίσκεψη του γιατρού είδε κι απόειδε, δεν την πείραζε καν που άνοιγε τα πόδια της ένας άλλος άντρας μπροστά στον δικό της και τους κοιτούσε και τους δύο συγκαταβατικά. Ούτε την πείραζαν οι ενέσεις που της έκαναν και της ξανάκαναν και της ξανάκαναν μπας και ενταθούν οι πόνοι και δει, μαζί της και όλοι οι παρευρισκόμενοι, επιτέλους χαρά στα σκέλια της. Ξημέρωσε, μεσημέριασε, βράδιασε, κι αυτή εκεί, να πονάει και να μη γίνεται τίποτα. Είχε πια βλαστημήσει θεούς και δαίμονες όταν, σχεδόν 24 ώρες μετά την εισαγωγή, ο γιατρός μπήκε για άλλη μία φορά στη «σουίτα», ακούμπησε το στηθοσκόπιο στη ρημάδα την κοιλιά της που δεν έλεγε να αδειάσει, και τον είδε να σφίγγει τα χείλια του καθώς, αφού το μετακίνησε σε τρία-τέσσερα διαφορετικά σημεία, μετά το σήκωσε, το κοίταξε με δυσπιστία και το χτύπησε με τον αριστερό του δείκτη για να δει μήπως το μαραφέτι ήταν χαλασμένο. «Γιατρέ μου, τι συμβαίνει με τον μπέμπη;» ρώτησε η Αλκμήνη καθώς χάιδευε το ιδρωμένο κούτελο της κόρης της. «Κάντε λίγη ησυχία, σας παρακαλώ, προσπαθώ να βρω τους παλμούς του μωρού» είπε για πρώτη φορά αυτούς τους εννιά μήνες, και μέχρι να τους βρει, η σαστισμένη με το καρπούζι, όπως της λέγανε, στην κοιλιά σκέφτηκε ότι έχει γούστο να τα κακαρώσουν τώρα δα η μάνα και ο άντρας της και να μεγαλώσει χήρα και ορφανή το πρώτο της παιδί. Παρέμεινε ψύχραιμη –θυμήθηκε εκείνη τη μέρα που για μερικές ώρες δεν ένιωθε κλωτσιές στην κοιλιά της και πάνω που είχε αρχίσει να ανησυχεί, η Αλκμήνη τής είπε να τρίψει την κοιλιά της με τσίπουρο και, πράγματι, το οινόπνευμα έπιασε τόπο, το ποδοβολητό ξανάρχισε, «εβίβα, λεβέντη μου», είχε πει από μέσα της– και καλά έκανε, γιατί ο γιατρός τελικά χαμογέλασε. «Μας κάνει κόλπα ο μπαγάσας. Σαν ταμπούρλο χτυπάει η καρδιά του. Είσαι έτοιμη, κορίτσι μου. Πάρτε τη στο χειρουργείο» είπε στη νοσοκόμα που τον συνόδευε. 8
Θ Ε Ο Δ Ο Σ Η Σ
Μ Ι Χ Ο Σ
Με τα πολλά, το αγόρι βγήκε. Ας είναι καλά η βεντούζα που έβαλε ο γιατρός στα σκέλια της μάνας του και το τράβηξε πριν οι 60 του πόντοι και τα πέντε του κιλά την κόψουν στα δύο και την αφήσουν στον τόπο. «Μην ανησυχείτε, θα επανέλθει το κεφάλι του στο κανονικό του σχήμα και μέγεθος, είναι φυσιολογικό όλο αυτό» τους καθησύχασε ο γιατρός και πείστηκαν όλοι – εκτός από την Αλκμήνη. Τρεις μέρες αργότερα, λεφτά ακόμη δεν υπήρχαν αλλά το αγόρι θα έφευγε από τη «σουίτα» με ολόκληρη προίκα. Όλοι όσοι είχαν έρθει να το δουν είχαν φύγει αφήνοντας κάτι πίσω τους. Μια λίρα ο ένας, ένα καροτσάκι ο άλλος, μέχρι και πορσελάνινο σερβίτσιο είχε αγοράσει κάποιος. Να τα κάνει τι ακριβώς τα φλιτζάνια και την πορσελάνη τους ένα μωρό; Τα μάζεψαν όλα και πήγαν στο πρώτο τους σπίτι – το πρώτο σπίτι του αγοριού, τώρα πια. Τον ένα μήνα που έμεινε μαζί τους η Αλκμήνη, μέχρι η λεχώνα να βρει τα πατήματά της, την άφηναν να κάνει του κεφαλιού της και όποτε το αγόρι ξυπνούσε για να φάει, επέμενε να πιέζει ελαφρά με τα χέρια της το κεφάλι του για να το μικρύνει, να το στρογγυλέψει, να το σουλουπώσει όσο και όπως μπορούσε. «Μην του μείνει, καλέ, κουσούρι του παιδιού» έλεγε και ξανάλεγε, χωρίς να παίρνει από λόγια. «Τι κουσούρι, καλέ μαμά;» της έλεγε η λεχώνα. «Δεν άκουσες τι είπε ο γιατρός;» «Μωρέ, ακούς τι σου λέω εγώ;» επέμενε η Αλκμήνη και συνέχιζε να πασπατεύει το κατά γενική ομολογία θεόρατο κεφάλι του πρώτου της εγγονιού. «Ρε μαμά», πήγαινε να ψελλίσει τις αντιρρήσεις της η κόρη της. «Μαμούνια. Άιντε από κει που θα μου πεις κιόλας, λες και δεν έχω μεγαλώσει παιδιά εγώ» απαντούσε θιγμένη η Αλκμήνη, μόνο και μόνο για να βγει από πάνω, παίρνοντας αμέσως την κόρη της με το καλό. «Βρε κουρτσούλι μου, ξέρει ο γιατρός 9
H Α Λ Κ Μ Η Ν Η K A I Ο Ι Α Λ Λ Ο Ι
και δεν ξέρω εγώ;» ρωτούσε και έδινε μόνη της την απάντηση, το πόρισμα που έληγε τον ατέρμονο διάλογο: «Μεγάλο κεφάλι, μεγάλες σκοτούρες, άκου με μένα που σ’ λέω». Πες το ψέματα.
10
11