ΔΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ Η μοναχική, τρίμηνη πεζοπορία μου στο Μονοπάτι της Κορυφογραμμής του Ειρηνικού είχε πολλές αφετηρίες. Πρώτη ήταν η αυθόρμητη απόφασή μου να κάνω την πεζοπορία, μετά ήρθε η δεύτερη, η σοβαρή απόφασή μου να την κάνω στ’ αλήθεια κι έπειτα ακολούθησε η μακρόσυρτη τρίτη, με εβδομάδες ολόκληρες γεμάτες ψώνια, πακεταρίσματα και προετοιμασίες για το εγχείρημά μου. Παραιτήθηκα από
Και τότε, επιτέλους, η ιδέα έγινε πράξη, που την ακολούθησε όμως η ζοφερή διαπίστωση της σημασίας της κι αυτή με τη σειρά της την ακολούθησε η απόφασή μου να τα παρατήσω, γιατί αυτό που σκόπευα να κάνω έμοιαζε τώρα παράλογο, άσκοπο, επικίνδυνο μέχρι βλακείας και πολύ αλλιώτικο από όσο το φανταζόμουν, ενώ παράλληλα εγώ έμοιαζα τελείως απροετοίμαστη. Και ύστερα όλα αυτά πήραν σάρκα και οστά. Έμεινα και το έκανα, σε πείσμα όλων. Σε πείσμα κάθε αρκούδας, κροταλία αλλά και κούγκαρ που ουδέποτε είδα. Σε πείσμα κάθε φου σκάλας, εκδοράς, τραύματος, αμυχής. Σε πείσμα της εξάντλησης και της στέρησης, του κρύου και της ζέστης, της μονοτονίας και του πόνου, της δίψας και της πείνας, του μεγαλείου και των φαντα σμάτων που με στοίχειωναν καθώς διένυα τα 1.800 χιλιόμετρα από την Έρημο Μοχάβι μέχρι την Πολιτεία της Ουάσιγκτον ολομόναχη. Και τέλος, αφού πια το έκανα, αφού περπάτησα τόσα χιλιόμετρα επί τόσες μέρες, ήρθε και η συνειδητοποίηση ότι ουσιαστικά εκείνο που θεωρούσα αφετηρία κάθε άλλο παρά αφετηρία ήταν. Ότι στην πραγματικότητα η πεζοπορία μου στο Μονοπάτι δεν ξεκίνησε όταν πήρα την αυθόρμητη απόφαση να το κάνω. Είχε ήδη ξεκινήσει πριν καν το φανταστώ, ακριβώς πριν από τέσσερα χρόνια επτά μήνες και τρεις μέρες, όταν όρθια σε ένα δωματιάκι της Μέιγιο Κλίνικ στο Ρότσεστερ της Μινεσότα έμαθα ότι η μητέρα μου πεθαίνει. Φορούσα πράσινα. Πράσινο παντελόνι, πράσινη μπλούζα, πρά σινη κορδέλα στα
εξέταση μετά την άλλη, στο μυαλό μου στριφογύριζε μια προσευ χή, αν και η λέξη προσευχή δεν ταιριάζει στην περιγραφή της. Δεν απευθυνόμουν με ταπεινότητα στον Θεό. Ούτε καν πίστευα στον Θεό. Η προσευχή μου δεν έλεγε: Θεέ μου, σε παρακαλώ, ελέησέ μας. Δεν σκόπευα να ζητήσω έλεος. Δεν το χρειαζόμουν. Σαράντα πέντε χρόνων ήταν η μητέρα μου. Μια χαρά φαινόταν. Εδώ και πολλά χρόνια χορτοφάγος. Γύρω από το περιβόλι της είχε φυτέψει κατιφέδες για να κρατάει μακριά τα ζωύφια, αντί να χρησιμοποιεί παρασιτοκτόνα. Τα αδέλφια μου κι εγώ υποχρεωνόμασταν να καταπίνουμε ολόκληρες σκελίδες σκόρδου όταν κρυολογούσαμε. Άνθρωποι σαν τη μητέρα μου δεν παθαίνουν καρκίνο. Θα το αποδείκνυαν οι εξε τάσεις στη Μέιγιο Κλίνικ, διαψεύδοντας τα λόγια των γιατρών του Ντούλουθ. Σίγουρα. Ποιοι ήταν στο κάτω κάτω αυτοί οι γιατροί του Ντούλουθ; Τι στο καλό ήταν το Ντούλουθ; Ντούλουθ! Ένα βλαχοχώρι μέσα στην παγωνιά ήταν το Ντούλουθ, με γιατρούς που δεν ήξεραν τι στο διάολο τους γίνεται και είπαν σε μια σαρανταπεντάχρονη χορτοφάγο, σκορδοφάγο και αντικαπνίστρια ότι βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου του πνεύμονα, να τι ήταν το Ντούλουθ! Γάμησέ τους. Ιδού λοιπόν η προσευχή μου: Γάμησέτουςγάμησέτουςγάμησέτους. Ωστόσο, εδώ στη Μέιγιο Κλίνικ η μητέρα μου δεν άντεχε να σταθεί όρθια για πάνω από τρία λεπτά. «Μήπως θέλεις καροτσάκι;» τη ρώτησε ο Έντι μόλις είδαμε μια σειρά από καροτσάκια παραταγμένα
αληθινό γιατρό, όπως τον λέγαμε. Εκείνον που θα συγκέντρωνε όλα όσα είχαν ήδη συγκεντρωθεί σχετικά με τη μητέρα μου και που θα μας έλεγε ποια ακριβώς ήταν η αλήθεια. Καθώς ανέβαινε το ασανσέρ, η μητέρα μου άπλωσε το χέρι και έπιασε το παντελόνι μου, τρίβοντας το πράσινο βαμβακερό ύφασμα ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Τέλειο», είπε. Ήμουν είκοσι δύο χρόνων, στην ίδια ηλικία που βρισκόταν κι εκεί νη όταν έμεινε έγκυος σε μένα. Θα έφευγε από τη ζωή μου στην ίδια φάση που ήταν εκείνη όταν ήρθα εγώ στη δική της, σκέφτηκα. Για κάποιο λόγο η φράση αυτή σχηματίστηκε ξαφνικά στο μυαλό μου, διώχνοντας προσωρινά τη γάμησέ τους προσευχή μου. Παραλίγο να ουρλιάξω από αγωνία. Παραλίγο να μείνω στον τόπο εξαιτίας της αλή θειας που ήξερα προτού τη μάθω. Θα ζούσα το υπόλοιπο της ζωής μου χωρίς τη μητέρα μου. Απώθησα τη σκέψη μαζί με ό,τι άλλο είχα μέσα μου. Εκείνη τη στιγμή, μέσα σε εκείνο το ασανσέρ, μου ήταν αδύνατον να πιστέψω κάτι τέτοιο και συγχρόνως να συνεχίσω να αναπνέω κι έτσι άφησα τον εαυτό μου να πιστεύει άλλα. Όπως, ας πούμε, ότι όταν ένας γιατρός σκοπεύει να σου πει πως πεθαίνεις σε πηγαίνει σε μια αίθουσα με ένα αστρα φτερό ξύλινο γραφείο. Μα δεν έγινε έτσι. Μας οδήγησαν σε ένα
είπε ότι η μητέρα μου θα ήταν τυχερή αν ζούσε έναν χρόνο ακόμα. Μας εξήγησε πως δεν θα προσπαθούσαν να τη θεραπεύσουν, πως η περίπτωσή της δεν έπαιρνε θεραπεία. Τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν, μας είπε. Συνηθίζεται να ανακαλύπτει κανείς τόσο αργά τον καρκίνο του πνεύμονα. «Μα δεν είναι καπνίστρια», αντέδρασα λες και μπορούσα να τον πείσω να αλλάξει διάγνωση, λες και ο καρκίνος βάδιζε βάση λογικής και διαπραγματεύσεων. «Κάπνιζε μόνο νεώτερη. Έχει χρόνια να κάνει τσιγάρο». Ο γιατρός κούνησε λυπημένα το κεφάλι και συνέχισε. Έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Μπορούσαν μόνο να προσπαθήσουν να απαλύ νουν τον πόνο της πλάτης της με ακτινοβολίες, πρότεινε. Η ακτινοβολία πιθανόν να μείωνε το μέγεθος των όγκων που μεγάλω ναν κατά μήκος της σπονδυλικής της στήλης. Δεν έκλαψα. Μονάχα ανέπνεα. Έντονα. Σκόπιμα. Κι έπειτα ξέ χασα να αναπνεύσω. Είχα λιποθυμήσει κάποτε – στα τρία μου χρόνια κράτησα την αναπνοή μου επειδή δεν ήθελα να βγω από την μπανιέρα, βέβαια ήμουν πολύ μικρή για να το θυμάμαι. Εσύ τι έκανες; Εσύ τι έκανες; ρωτούσα συνεχώς τη μητέρα μου μικρή, κάνοντάς τη να μου λέει την ιστορία ξανά και ξανά, κατάπληκτη και κατευχαριστημένη με την ασυγκράτητη θέλησή μου. Με πήρε αμέσως στα χέρια
λία», είπε. «Ένα τράνταγμα και τα κόκαλά σας μπορεί να θρυμμα τιστούν σαν φρυγανιά». Πήγαμε στις γυναικείες τουαλέτες. Μπήκαμε η καθεμιά στη δική της, κλαίγοντας. Δεν ανταλλάξαμε λέξη. Όχι επειδή νιώθαμε ολομόναχες στη θλίψη μας, μα επειδή τη βιώναμε μαζί, σαν ένα σώμα αντί για δύο. Ένιωσα το βάρος της μητέρας μου καθώς έγειρε πάνω στην πόρτα, με τα χέρια της να τη χτυπούν αργά αργά, κάνοντας ολόκληρο το κούφωμα να τρέμει. Έπειτα βγήκαμε έξω για να πλύνουμε τα χέρια και τα πρόσωπά μας, κοιτώντας η μια την άλλη μέσα από τον φωτισμένο καθρέφτη. Μας έστειλαν να περιμένουμε στο φαρμακείο. Κάθισα ανάμεσα στη μητέρα μου και στον Έντι με το πράσινο σύνολό μου και τον πράσινο φιόγκο να βρίσκεται περιέργως ακόμα στα μαλλιά μου. Ένα με γαλόσωμο φαλακρό αγόρι είχε κουρνιάσει στα πόδια ενός ηλικιωμένου. Μια γυναίκα είχε ένα χέρι που κουνιόταν σπασμωδικά από τον αγκώνα και κάτω. Το κρατούσε γερά με το άλλο της χέρι, προσπαθώντας να το καλμάρει. Περίμενε. Περιμέναμε κι εμείς. Μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα καθόταν σε ένα καροτσάκι. Φορούσε μοβ καπέλο και άπειρα διαμαντένια δαχτυλίδια. Το βλέμμα μας δεν έφευγε από πάνω της. Μιλούσε ισπανικά στους ανθρώπους που την περιέβαλλαν, την οικογένειά της, ίσως και
«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα. Από τα μεγάφωνα της αίθουσας αναμονής ακουγόταν ένα τραγούδι. Τραγούδι δίχως λόγια, μα η μητέρα μου τα ήξερε και, αντί να μου δώσει απάντηση, μου τα τραγούδησε σι γανά: Paper roses, paper roses, oh how real those roses seemed to be.* Ακού μπησε το χέρι της στο δικό μου και είπε: «Από ανα μονής ακουγόταν ένα τραγούδι. Τραγούδι δίχως λό για, μα η μητέρα μου τα ήξερε και, αντί να μου δώσει απάντηση, μου τα τραγούδησε σι γανά: Paper roses, paper roses, oh how real those roses seemed to be.* Ακούμπησε το χέρι της στο δικό μου και είπε: «Tο τραγούδι αυτό το άκουγα μικρή. Περίεργο τώρα που το σκέφτομαι. Να ακούω το ίδιο τραγούδι και τώρα. Πού να το φανταζόμουν!» Τότε φώναξαν το όνομα της μητέρας μου: Η συνταγή της ήταν έτοιμη. «Πήγαινε να μου τη φέρεις», μου είπε. «Πες τους ποια είσαι. Πες τους ότι είσαι η κόρη μου». Ήμουν η κόρη της και όχι μόνο. Ήμουν οι Κάρεν, Σέριλ, Λιφ. Κάρεν, Σέριλ, Λιφ. ΚαρενΣεριλΛίφ. Σε όλη μου τη ζωή τα ονόματά μας γίνονταν ένα στα χείλη της μητέρας μου. Κι αυτό το ένα το ψιθύριζε, το φώναζε, το σφύριζε και το τραγούδαγε. Ήμασταν τα παιδιά της, οι σύντροφοί της, το τέλος και η αρχή της. Οι συνοδοιπόροι της. «Πόσο σας αγαπάω; Τόσο;» μας ρωτούσε δείχνοντας με τα χέρια της. «Όχι», απαντούσαμε εμείς με πονηρά χαμόγελα. «Πόσο σας αγαπάω; Τόσο;» μας ξαναρωτούσε, ξανά και ξανά και ξανά, ανοί γοντας κάθε φορά τα χέρια της λιγάκι παραπάνω. Μα όσο κι αν τα τέντωνε, ποτέ δεν
λιάδες γνωστά πράγματα στο σύμπαν του Τάο Τε Τσινγκ* και άλλα δέκα χιλιάδες ακόμα. Η αγάπη της πανίσχυρη, ολοκληρωτική και απέριττη. Κάθε μέρα αντλούσε από το ανεξάντλητο απόθεμά της. Μεγάλωσε σε οικογένεια καθολικών με πατέρα στρατιωτικό. Έζησε σε πέντε διαφορετικές πολιτείες και σε δύο χώρες πριν καν κλείσει τα δεκαπέντε. Αγαπούσε τα άλογα και τον Χανκ Ουίλιαμς, και την καλύτερη φίλη της την έλεγαν Μπαμπς. Στα δεκαεννιά της έμεινε έγκυος και παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Τρεις μέρες αργότερα τη χτύπησε άσχημα. Εκείνη έφυγε, μα ξαναγύρισε. Έφυγε, μα πάλι ξαναγύρισε. Αποκλείεται να το ανεχόταν, μα το ανέχτηκε. Της έσπασε τη μύτη. Της έσπασε τα πιάτα. Της έγδαρε τα γόνατα σέρνοντάς τη στο πεζοδρόμιο μέρα μεσημέρι από τα μαλλιά. Μα δεν τη λύγισε. Στα είκοσι οκτώ της χρόνια κατάφερε να τον αφήσει για τελευταία φορά. Ήταν μόνη, μαζί της στο αυτοκίνητο οι ΚαρενΣεριλΛίφ. Μείναμε σε μια μικρή πόλη μια ώρα έξω από τη Μινεάπολη σε μια σειρά από συγκροτήματα κατοικιών με παραπλανητικά ονόματα: Αμπολή, Βραχόλοφος, Δεντρόσπιτο και Αρχοντικό της Θείας Λίμνης. Έκανε τη μια δουλειά μετά μια άλλη. Σερβιτόρα σε ένα μέρος που λεγόταν «Νορβηγός» κι έπειτα σε ένα άλλο που λεγόταν «Αιωνιότητα», όπου η στολή της ήταν ένα μαύρο μπλουζάκι που στο στήθος έγραφε ΕΜΠΡΟΣ, με γυαλιστερά γράμματα στα χρώματα του ουράνιου
από το κράτος τυρί και γάλα σκόνη, κουπόνια φαγητού και επιδόμα τα φαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και δώρα από φιλάνθρωπους τα Χριστούγεννα. Παίζαμε κυνηγητό και αγάλματα και παντομίμα πλάι στα γραμματοκιβώτια των διαμερισμάτων που άνοιγαν μόνο με κλειδί, περιμένοντας να μας έρθουν επιταγές από το πουθενά. «Δεν είμαστε φτωχοί», έλεγε ολοένα η μητέρα μου. «Η αγάπη μάς κάνει πλούσιους». Ανακάτευε φυσικές χρωστικές με νερό και ζάχαρη και παρίστανε ότι φτιάχνει ένα ιδιαίτερο ποτό. Από αϊλάκι ή πορτοκάλι ή λεμόνι. Θα θέλατε ένα ακόμα, μαντάμ; ρωτούσε με μια υπεροπτική βρετανική προφορά που πάντα μας έκανε να γελάμε. Άνοιγε διάπλατα τα χέρια, μας ρωτούσε πόσο μας αγαπάει και το παιχνίδι δεν τέλειωνε ποτέ. Μας αγαπούσε περισσότερο από όλα τα γνωστά πράγματα στον κόσμο. Ήταν αισιόδοξη και ήρεμη, εκτός από μερικές φορές που έχανε την ψυχραιμία της και μας έδερνε με μια ξύλινη κουτάλα. Ή μια φορά που ούρλιαξε ΓΑΜΩΤΟ και ξέσπασε σε λυγμούς επειδή δεν τακτοποιούσαμε το δωμάτιό μας. Ήταν καλόκαρδη και ανεκτική, γενναιόδωρη και άδολη. Έβγαινε με άντρες που είχαν ονόματα όπως Φονιάς και Ντούμπι και Νταν ο Μηχανόβιος και με έναν που τον έλεγαν Βίκτορ και του άρεσε το σκι. Μας έδιναν πεντοδόλαρα για να πάμε να αγοράσουμε καραμέλες και να μείνουν μόνοι στο σπίτι με τη μαμά μας. «Κοιτάξτε καλά δεξιά και αριστερά
ένα νοικιασμένο, σαραβαλιασμένο αγροτόσπιτο με χωμάτινο δάπεδο στο υπόγειο και τέσσερα διαφορετικά χρώματα στο εξωτερικό του. Το χειμώνα μετά το γάμο τους ο Έντι έπεσε από μια σκεπή ενώ δούλευε και χτύπησε τη μέση του. Ένα χρόνο αργότερα εκείνος και η μητέρα μου έλαβαν μια αποζημίωση δώδεκα χιλιάδων δολαρίων και με αυτήν αγόρασαν 160 στρέμματα γης στην κομητεία Άιτκιν, μιάμιση ώρα δυτικά του Ντούλουθ, πληρώνοντας εξολοκλήρου με μετρητά. Σπίτι δεν υπήρχε. Κανείς ποτέ δεν είχε σπίτι εκεί. Τα 160 στρέμματά μας ήταν ένας τόπος γεμάτος δέντρα, θάμνους και χορτάρι, νερόλακκους και βαλτονέρια κυκλωμένα από αγριόχορτα. Και δεν υπήρχε τίποτα που να χωρίζει τον τόπο αυτόν από τα δέντρα, τους θάμνους και το χορτάρι, τους νερόλακκους και τα βαλτονέρια που τον περιέβαλλαν για χιλιόμετρα ολόκληρα προς πάσα κατεύθυνση. Τους πρώτους μας μήνες εκεί κάναμε επανειλημμένως όλοι μαζί το γύρο της γης μας, εξερευνώντας τον αγριότοπο στις δύο πλευρές που δεν συνόρευαν με το δρόμο, λες κι έτσι θα τον προστατεύαμε από τον υπόλοιπο κόσμο, θα τον κάναμε δικό μας. Και σιγά σιγά τον κάναμε. Τα δέντρα, που αρχικά μου φαίνονταν όπως όλα τα άλλα, έξαφνα έγιναν αναγνωρίσιμα σαν πρόσωπα παλιών φίλων μέσα σε ένα πλήθος αγνώστων, τα κλαδιά τους σάλευαν με νόημα, τα φύλλα τους έγνεφαν σαν οικεία χέρια. Οι σωροί του χορταριού και οι άκρες των γνώριμων πλέων βούρκων μεταμορφώνονταν σε σημάδια, σε οδηγούς, δυσδιάκριτα για όλους εκτός από εμάς. «Τα βόρεια», έτσι
ογέννητα κοτοπουλάκια που τα πήρε δωρεάν η μητέρα μου από ένα μαγαζί, επειδή αγόρασε τροφή για κοτόπουλα. Ο Έντι το καλοκαίρι θα ερχόταν μόνο τα Σαββατοκύριακα και θα έμενε μόνιμα με τον ερχομό του φθινοπώρου. Η μέση του είχε βελτιωθεί αρκετά ώστε να μπορεί και πάλι να δουλεύει κι έτσι εξασφάλισε, σε περίοδο αιχμής, μια δουλειά ως μαραγκός πολύ προσοδοφόρα για να την απορρίψει. Οι ΚαρενΣεριλΛίφ έμειναν πάλι μόνοι με τη μητέρα – όπως ακρι βώς και τα χρόνια προτού παντρευτεί. Από το πρωί μέχρι το βράδυ το καλοκαίρι εκείνο ήμασταν σχεδόν συνέχεια μαζί και σπανίως βλέπαμε άλλους. Απείχαμε 32 χιλιόμετρα από τις δύο μικρές πόλεις που βρίσκονταν σε αντίθετες κατευθύνσεις: τη Μους Λέικ στα ανατολικά, το Μακ Γκρέγκορ στα βορειοδυτικά. Το φθι νόπωρο θα πηγαίναμε σχολείο στο Μακ Γκρέγκορ, τη μικρότερη από τις δύο πόλεις, με πληθυ σμό τετρακόσιους κατοίκους, το καλοκαίρι όμως, πέρα από τους περιστασιακούς επισκέπτες –μακρινούς γείτονες που περνούσαν για να μας συστηθούν– ήμασταν μόνο εμείς και η μαμά. Μαλώναμε, μιλού σαμε, αστειευόμασταν και επινοούσαμε τρόπους διασκέδασης για να περάσει η ώρα. Ποιος είμαι; ρωτούσαμε ασταμάτητα ο ένας τον άλλον, παί ζοντας ένα παιχνίδι στο οποίο όποιος έκανε την ερώτηση έβαζε κάποιον στο μυαλό του, είτε διάσημο είτε όχι, και οι άλλοι μάντευαν ποιος είναι βασισμένοι σε μια
μοαπωθητικό DEET ή οποιοδήποτε άλλο χημικό, καταστροφικό για τον άνθρωπο, για τη φύση, για το μέλλον. Αντίθετα, μας συμβούλευε να αλείφουμε το σώμα μας με έλαιο από βληχούνι ή μέντα. Τα βράδια μετρούσαμε για πλάκα τα τσιμπήματα στα κορμιά μας, υπό το φως των κεριών. Εβδομήντα εννέα, ογδόντα έξι, εκατόν τρία. «Μια μέρα θα με ευγνωμονείτε γι’ αυτό», έλεγε πάντοτε η μητέρα μου όταν τα αδέλφια μου κι εγώ παραπονιόμασταν για όλα εκείνα που δεν είχαμε πια. Ουδέποτε ζήσαμε στην πολυτέλεια, ούτε καν σαν άνθρωποι της μεσαίας τάξης, μα είχαμε έστω τις ανέσεις της εποχής μας. Πάντοτε υπήρχε τηλεόραση στο σπίτι μας και φυσικά κανονική τουαλέτα και βρύση για να πιεις ένα ποτήρι νερό. Στην καινούργια μας ζωή ως πιονέροι ακόμη και η ικανοποίηση των πιο απλών αναγκών μας συνήθως περιλάμβανε μια σειρά από κοπιαστικές εργασίες, δύσκολες και βαρετές. Την κουζίνα μας την αποτελούσαν ένα καμινέτο μάρκας Κόλμαν, ένα προστατευτικό για υπαίθριες φωτιές, ένα παλιάς τεχνολογίας ψυγείο πάγου που το έφτιαξε ο Έντι και χρειαζόταν όντως πάγο για να διατηρεί τα τρόφιμα έστω και ελαφρώς κρύα, ένας φορητός νεροχύτης κολλημένος σε έναν εξωτερικό τοίχο της παράγκας και ένας κουβάς νερό με καπάκι. Κάθε εξάρτημα, που προσέφερε μόλις κάτι παραπάνω από αυτό που απαιτούσε, χρειαζόταν περιποίηση και συντήρηση, γέμισμα και άδειασμα, κουβάλημα και ξεφόρτωμα, άντληση και φροντίδα, τροφοδότηση και παρακολούθηση. Η Κάρεν κι εγώ μοιραζόμασταν ένα κρεβάτι σε μια υπερυψωμένη
μού κρατούσαν θαυμάσια παρέα. Ενίοτε έβλεπα τόσο ξεκάθαρα την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά τους, που ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι η μητέρα μου είχε δίκιο. Ότι κάποια μέρα θα την ευγνωμονούσα και πως τελικά ήδη την ευγνωμονούσα τώρα που ένιωθα να ξυπνά μέσα μου κάτι τόσο δυνατό και αληθινό. Εκείνο, λοιπόν, που ξύπνησε τότε μέσα μου είναι αυτό που θυμήθηκα χρόνια αργότερα, όταν η ζωή μου κυριεύτηκε από θλί ψη. Εκείνο είναι που με έκανε να πιστέψω ότι η πεζοπορία στο Μονοπάτι της Κορυφογραμμής του Ειρηνικού θα συνιστούσε τον τρόπο για να ξανα γίνω αυτή που ήμουν κάποτε. Τη νύχτα του Χαλοουγουίν μετακομίσαμε τελικά στο σπίτι που φτιάξαμε με κλαδιά και ξύλα. Δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε τρεχούμενο νερό ούτε τηλέφωνο ούτε τουαλέτα, ούτε καν ένα δω μάτιο με πόρτα. Σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας μου ο Έντι και η μαμά συ νέχιζαν να το φτιάχνουν, να κάνουν προσθήκες, να το βελτιώνουν. Η μητέρα μου φρόντιζε το περιβόλι και αποθήκευε λαχανικά για το φθι νόπωρο, σε μεταλλικά δοχεία ή στην άλμη ή στην κατάψυξη. Έξυνε κορμούς δέντρων και έφτιαχνε σιρόπι από σφενδάμι, ζύμωνε ψωμί, έξαινε μαλλί και κατασκεύαζε δικές της βαφές για υφάσματα από αγριοράδικα και φύλλα μπρόκολου. Μεγάλωσα
όμως καθεμιά μας θα έκα νε τη ζωή της, που θα την προσδιόριζα εγώ. Θα έμενα στην εστία, ενώ εκείνη θα πηγαινορχόταν με το αυτοκίνητο. Εάν διασταυρώνονταν οι δρόμοι μας στην πανεπιστημιούπολη, δεν θα με χαιρετούσε αν δεν τη χαιρετούσα πρώτη εγώ. «Μπορεί και να είναι ανώφελα όλα αυτά», είπε αφότου καταστρώ σαμε το σχέδιό μας. «Το πιθανότερο είναι να αποτύχω ούτως ή άλλως». Για να προετοιμαστεί, έγινε σκιά μου κατά τους τελευταίους μήνες της τελευταίας μου χρονιάς στο σχολείο, κάνοντας όλα τα μαθήματά μου για να εξασκηθεί. Επαναλάμβανε τις εργασίες μου, έγραφε τις ίδιες εκθέσεις με μένα, διάβαζε όλα μου τα βιβλία. Εγώ βαθμολογούσα τη δουλειά της, χρησιμοποιώντας ως οδηγό τη βαθμολογία των δασκά λων μου. Την έκρινα ως αστα θή μαθήτρια στην καλύτερη περίπτωση. Πήγε στο κολέγιο και πήρε σε όλα Α. Μερικές φορές την αγκάλιαζα κατενθουσιασμένη όταν τη συνα ντούσα στην πανεπιστημιούπολη, άλλες την προσπερνούσα σαν να μην την ήξερα. Ήμασταν και οι δύο τελειόφοιτες στο κολέγιο όταν μάθαμε ότι έχει καρκίνο. Δεν πηγαίναμε πια στο Σεντ Τόμας. Μετά την πρώτη μας χρονιά κάναμε και οι δύο μετεγγραφή στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα –εκείνη στην πανεπιστημιούπολη του Ντούλουθ, εγώ της
παρώντας με να πάρω το πτυχίο μου ό,τι κι αν συνέβαινε. Εκεί νη θα έκανε, όπως είπε, ένα διάλλειμα. Δυο μαθήματα μόνο της έμεναν για να αποφοιτήσει και θα αποφοιτούσε, μου είπε. Θα το έπαιρνε το πτυχίο της κι ας πέθαινε, είπε και γελάσαμε κι ύστερα κοιταχτήκαμε με βλέμμα σκοτεινό. Θα δούλευε από το κρεβάτι. Θα μου έλεγε τι να δακτυλογραφώ και θα το δακτυλογραφούσα. Πολύ σύντομα θα ένιωθε αρκετά δυνατή ώστε να ξεκινήσει τα δύο της μαθήματα, ήταν κατηγορηματικά βέβαιη. Έμεινα στο πανεπιστήμιο, πείθοντας τους καθηγητές μου να μου επιτρέπουν να παρακολουθώ τις παραδόσεις μόνο δυο μέρες την εβδομάδα. Και αμέσως μόλις περνούσαν οι δύο μέρες, έτρεχα σπίτι για να είμαι με τη μητέρα μου. Σε αντίθεση με τον Λιφ και την Κάρεν, που από την στιγμή που αρρώστησε μετά βίας άντεχαν να είναι κοντά της, εγώ δεν άντεχα να είμαι μακριά της. Επιπλέον ήμουν και απαραίτητη. Ο Έντι έμενε μαζί της όποτε μπορούσε, μα είχε και τη δουλειά του. Κάποιος έπρεπε να πληρώνει τους λογαριασμούς. Μαγείρευα φαγητά που η μητέρα μου προσπαθούσε να φάει μα σπανίως τα κατάφερνε. Νόμιζε πως πεινάει και μετά καθόταν σαν φυλακισμένη κοιτώντας το φαγητό στο πιάτο της. «Ωραίο φαίνεται», έλεγε. «Μάλλον θα το φάω αργότερα». Έτριψα το πάτωμα. Άδειασα τα ντουλάπια και τα έντυσα με και νούργιο χαρτί. Η μητέρα μου κοιμόταν, βογκούσε, μετρούσε τα χά πια της και τα κατάπινε. Τις καλές μέρες καθόταν σε μια
επόμενη χρονιά και ήξερα πώς ακριβώς της φάνηκε στα πρώτα τους ραντεβού. Ήξερα ότι όταν, έφηβη ακόμα, ανακοίνωσε την είδηση της απροσδόκητης εγκυμοσύ νης της στους γονείς της, του πατέρα της του έπεσε από τα χέρια το κουτάλι που κρατούσε. Ήξερα πως απεχθανόταν την εξομολόγηση στην εκκλησία, καθώς και όλα όσα εξομολογιόταν. Ότι δηλαδή έβριζε και αυθαδίαζε στη μητέρα της, ότι γκρίνιαζε που εκείνη έστρωνε το τραπέζι, ενώ η μικρότερη αδερφή της έπαιζε. Ότι φορούσε φορέματα φεύγοντας από το σπίτι για το σχολείο και στο δρόμο τα άλλαζε βάζο ντας το τζιν παντελόνι που είχε κρυμμένο στην τσάντα της. Σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας και της ενήλικης ζωής μου της έκα να αδιάκοπα ερωτήσεις, βάζοντάς τη να μου περιγράφει κάθε στιγμή, ζητώντας να μάθω ποιος είπε τι και πώς, τι ένιωθε μέσα της όταν συ νέβαινε το καθετί, που στεκόταν ο τάδε και τι ώρα ακριβώς ήταν. Και εκείνη μου τα έλεγε όλα, με δισταγμό ή με ευχαρίστηση, γελώντας και ρωτώντας με γιατί στο καλό ήθελα τόσο πολύ να τα μάθω όλα αυτά. Ήθελα να τα μάθω. Αδύνατον να εξη γήσω το γιατί. Μα τώρα που πέθαινε τα ήξερα όλα. Είχα τη μητέρα μου ήδη μέσα μου. Όχι μόνο εκείνα τα κομμάτια του εαυτού της που έζησα, μα κι εκείνα
λότερο από όσο περίμενα. Δεν γλίστραγαν στο δέρμα της. Σκάλω ναν και στράβωναν. Εξοργίστηκα με τη μητέρα μου, σαν να έβαζε σκόπιμα τα πόδια της σε τέτοια θέση ώστε να μου είναι αδύνατον να της τις βάλω. Έγειρε πίσω και στηρίχτηκε στα χέρια της, με τα μάτια κλειστά. Την άκου γα να παίρνει βαθιές ανάσες, αργές. «Να πάρει», είπα. «Βοήθησέ με». Η μητέρα μου έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου αμίλητη. «Γλυκιά μου», είπε τελικά κοιτώντας με και απλώνοντας το χέρι για να μου χαϊδέψει τα μαλλιά. Τη συγκεκριμένη λέξη τη χρησιμοποιούσε συχνά από όταν ήμουν παιδί και μάλιστα με έναν πολύ χαρακτηριστικό τόνο στη φωνή της. «Δεν ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα», αυτό μου είπε με το γλυκιά μου, «μα έτσι είναι». Και αυτή ακριβώς η αποδοχή του πόνου ήταν που με ενοχλούσε περισσότερο από όλα στη μαμά μου, η ανεξάντλητη αισιοδοξία και θετικότητά της. «Πάμε», είπα αφού της φόρεσα με δυσκολία τα παπούτσια. Οι κινήσεις της αργές και βαριές καθώς έβαζε το παλτό της. Βγαίνοντας από το σπίτι στηριζόταν στους τοίχους, με τα δυο πολυαγαπημένα της σκυλιά να την ακολουθούν, χώνοντας τις μουσούδες τους στις παλάμες της και στους μηρούς τους. Την κοιτούσα να χαϊδεύει τα κεφάλια τους. Δεν είχα πια προσευχή να πω. Οι λέξεις γάμησέ τους δυο πικρά χαπάκια στο στόμα μου. «Γεια σας, αγάπες μου», είπε στα σκυλιά. «Γεια σου, σπίτι», είπε και βγήκε από το σπίτι. Δεν φανταζόμουν ότι τελικά η μητέρα μου θα πέθαινε. Η σκέ ψη ούτε καν μου περνούσε
που της χάρισα κάποτε. Έμεινε καρφωμένη στο μυαλό μου αυτή η εικόνα για τις δύο πρώτες εβδομάδες αφότου φύγαμε από τη Μέ ιγιο Κλίνικ, όταν όμως μπήκε στην πτέρυγα νοσηλείας του νοσοκομείου στο Ντούλουθ, η εικό να έσβησε, δίνοντας τη θέση της σε άλλες, πιο ταπεινές και αληθινές. Φανταζόμουν τη μητέρα μου τον Οκτώβριο, έφτιαχνα στο μυα λό μου τη σκηνή. Ύστερα έφτιαχνα μια άλλη με τη μητέρα μου τον Αύγουστο και άλλη μια τον Μάιο. Κάθε μέρα που περνούσε ξεπη δούσε ένας ακόμα μήνας. Την πρώτη της μέρα στο νοσοκομείο μια νοσοκόμα πρότεινε στη μητέρα μου να της δώσει μορφίνη, μα εκείνη αρνήθηκε. «Μορφίνη δίνουν στους ετοιμοθάνατους», είπε. «Μορφίνη σημαί νει ότι δεν υπάρχει ελπίδα». Μα άντεξε μονάχα μια μέρα. Κοιμήθηκε και ξύπνησε, κουβέντιασε και γέλασε. Έκλαψε από τον πόνο. Εγώ καθόμουν μαζί της τη μέρα και ο Έντι τη νύχτα. Ο Λιφ και η Κάρεν έμειναν μακριά, προβάλλοντας δικαιολογίες που τις έβρισκα ανεξήγητες και εξοργιστικές, μολονότι η απουσία τους δεν έδειχνε να ενοχλεί τη μαμά μου. Την απασχολούσε μόνο το να μην πονάει, πράγμα ανέφικτο στα διαστήματα ανάμεσα στις δόσεις της μορφίνης. Ποτέ δεν κα ταφέρναμε να βάλουμε τα μαξιλάρια στη σωστή θέση. Κάποιο απόγευμα μπήκε στο δωμάτιο ένας γιατρός που δεν τον είχα ξαναδεί και μας εξήγησε ότι η μητέρα μου ουσιαστικά πέθαινε. «Μα πέρασε μόνο ένας μήνας», είπα αγανακτισμένη. «Ο άλλος γιατρός της έδωσε ένα χρόνο». Δεν πήρα απάντηση. Ήταν νέος, γύρω στα τριάντα μάλλον. Στεκόταν πλάι στο κρεβάτι της μητέρας μου, με το ένα του χέρι, ελαφρύ και τριχωτό, χωμένο στην
του δι έκρινα το περίγραμμα του πέους του. Ήθελα απεγνωσμένα να τον τραβήξω στη μικρή τουαλέτα απέναντι από το κρεβάτι της μητέρας μου και να του δοθώ, να κάνω οτιδήποτε προκειμένου να μας βοηθή σει. Κι επίσης ήθελα να μου χαρίσει ηδονή, να νιώσω το βάρος του κορμιού του επάνω μου, να νιώσω τα χείλη του στα μαλλιά μου και να τον ακούσω να λέει το όνομά μου ξανά και ξανά, να τον αναγκάσω να με προσέξει, να νοιαστεί, να γεμίσω την καρδιά του με έλεος για μας. Όταν η μητέρα μου του ζητούσε κι άλλη μορφίνη το έκανε με τρόπο πρωτόγνωρο για άνθρωπο. Σαν λυσσασμένο σκυλί. Ο νοσοκόμος δεν κοιτούσε εκείνη, αλλά το ρολόι του. Διατηρούσε την ίδια έκφραση στο πρόσωπό του ανεξάρτητα από την απάντηση. Κάποιες φορές της έδινε μορφίνη δίχως να πει λέξη και άλλες αρ νιόταν με φωνή τόσο απαλή όσο το πέος στο παντελόνι του. Τότε η μητέρα μου εκλιπαρού σε και κλαψούριζε. Έκλαιγε και τα δάκρυά της κυλούσαν σε λάθος κατεύθυνση. Δεν έπεφταν στα μάγουλά της κι έπειτα στις άκρες των χειλιών της, μα κυλούσαν δεξιά κι αριστερά κι έφταναν στα αυτιά της και στα μαλλιά της. Δεν έζησε ένα χρόνο. Δεν έζησε μέχρι τον Οκτώβριο ούτε μέχρι τον Αύγουστο ή τον Μάιο. Έζησε σαράντα εννέα μέρες αφότου ο πρώτος γιατρός στο Ντούλουθ
φίλος μάς είπε πως έμενε στο Σεντ Κλάουντ με ένα κορίτσι που λεγόταν Σου. Κάποιος άλλος πως τον είδε να ψαρεύει στη Λίμνη Σέριφ. Δεν μου έμενε χρόνος για να κάνω κάτι, απορροφημέ νη καθώς ήμουν καθημερινά με τη φροντίδα της μητέρας μου, κρατώντας πλαστικές λεκανίτσες για να κάνει εμετό, τακτοποιώντας αδιάκοπα τα ενοχλητικά μαξιλάρια, σηκώνοντάς τη για να βάλω την πάπια που οι νοσοκόμες άφηναν κοντά στο κρεβάτι, καλοπιάνοντάς τη για να φάει μια μπουκιά φαγητό, που την ξέρναγε δέκα λεπτά αργότερα. Κυρίως την έβλεπα να κοιμάται, η σκληρότερη δουλειά από όλες, την έβλεπα να αναπαύεται με πρόσωπο σφιγμένο από τον πόνο. Κάθε φορά που σάλευε, τα σωληνάκια που ήταν κρεμασμένα γύρω της τραβιόντουσαν και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, έτρεμα μήπως και μετακινηθούν οι βελόνες από τους πρησμένους της καρπούς και τα πρησμένα της χέρια. «Πώς νιώθεις;» τη ρωτούσα όλο γλύκα μόλις ξυπνούσε, απλώνοντας το χέρι μέσα από τα σωληνάκια για να της στρώσω τα μαλλιά. «Αχ γλυκιά μου», ήταν το μόνο που κατάφερνε να πει τις περισσότερες φορές. Κι έστρεφε αλλού το βλέμμα. Όσο η μητέρα μου κοιμόταν εγώ τριγυρνούσα στους διαδρό μους του νοσοκομείου, το βλέμμα μου έπεφτε στα δωμάτια των άλλων μέσα από τις ανοιχτές τους πόρτες, έβλεπα φευγαλέα γέροντες με τρομερό βήχα και μελανιασμένη σάρκα, γυναίκες με επιδέσμους γύρω από τα
κι αν έκανε, ό,τι κι αν έλεγε εκείνος. Εντούτοις, του τηλεφωνούσα καθημερινά από τον τηλεφωνικό θάλαμο του νοσοκομείου εκείνα τα ατέλειωτα απο γεύματα, ή τα βράδια που γύριζα στο σπίτι της μαμάς και του Έντι. Κάναμε ατέρμονες συζητήσεις κι εγώ έκλαιγα και του εξιστορούσα τα πάντα, κι εκείνος έκλαιγε μαζί μου και προσπαθούσε να τα κάνει όλα μια στάλα καλύτερα, μα τα λό για του έμοιαζαν κούφια. Σαν να μην τα άκουγα σχεδόν. Τι ήξερε εκείνος από απώλεια; Οι γονείς του ζούσαν ακόμα και είχαν έναν ευτυχισμένο γάμο. Η σχέση μου μαζί του και με την εκπληκτικά τακτοποιημένη του ζωή έμοιαζε απλώς να μεγαλώνει τον πόνο μου. Δεν έφταιγε εκείνος. Μου φαινόταν δυσβάσταχτο να είμαι μαζί του, μα το ίδιο δυσβάσταχτο μου φαινόταν και το να είμαι με οποιονδήποτε άλλον. Με έναν μόνο άνθρωπο άντεχα να είμαι κι ήταν ο πιο δυσβάσταχτος από όλους: η μητέρα μου. Τα πρωινά καθόμουν κοντά στο κρεβάτι της και προσπαθούσα
να της διαβάσω. Δύο συγκεκριμένα βιβλία: Η αφύπνιση της Κέιτ Σοπέν και η Κόρη του Αισιόδοξου της Γιουντόρα Γουέλτι. Βιβλία που τα διαβάζαμε στο κολέγιο, που τα αγαπούσαμε. Ξεκινούσα λοιπόν, μα αδυ νατούσα να συνεχίσω. Κάθε μου λέξη έπεφτε στο κενό. Το ίδιο συνέβαινε και όταν προσπαθούσα να προσευχηθώ. Προ
Ο Θεός δεν εκπλήρωνε επιθυμίες. Μια ανελέητη σκύλα ήταν ο Θεός. Τις τελευταίες μέρες της ζωής της, η μητέρα μου ήταν πολύ καταβεβλημένη. Της είχαν ήδη βάλει ορό μορφίνης, ένα διάφανο σακουλάκι γεμάτο υγρό που κυλούσε αργά αργά στο σωληνάκι που είχε κολλημένο στον καρπό της. «Ωχ, ωχ», έκανε όταν ξυπνούσε. Ή ξεφυ σούσε βαριά. Με κοιτούσε και η αγάπη της φευγαλέα ακτι νοβολούσε. Άλλες φορές βυθιζόταν πάλι στον ύπνο σαν να μην ήμουν καν εκεί. Κάποιες φορές ξυπνούσε και δεν ήξερε πού βρίσκεται. Απαιτούσε να της φέρουν εντσιλάδα κι έπειτα κομπόστα μήλου. Πίστευε πως όλα τα ζώα που αγάπησε βρίσκονταν μαζί της στο δωμάτιο – και ήταν πολλά. «Αυτό το άλογο παραλίγο να με ποδοπατήσει», έλεγε και κοιτούσε τριγύρω επικριτικά, κι άλλοτε άπλωνε το χέρι της για να χαϊδέψει μια αόρατη γάτα που κούρνια ζε πάνω στο γοφό της. Τον καιρό εκείνο λαχταρούσα να μου πει ότι είμαι η καλύτερη κόρη στον κόσμο. Δεν ήθελα να το θέλω, μα το ήθελα, ανεξήγητα, σαν να είχα έναν υψηλό πυρετό που μόνο μ’ αυτά τα λόγια θα έπεφτε. Έφτασα στο σημείο να τη ρωτήσω ευθέως: «Είμαι η καλύτερη κόρη στον κόσμο;» Μου είπε ναι, φυσικά και είσαι. Μα δεν μου αρκούσε αυτό. Ήθελα να το σκεφτεί από μόνη της και να το ακούσω να βγαίνει από το ίδιο της το στόμα, για μένα. Διψούσα για αγάπη. Η μητέρα μου πέθανε γρήγορα, μα όχι ξαφνικά. Σαν φωτιά που
στο τζάμι, το πίεζα δυνατά κι εντόπιζα ένα σημείο της που χανό ταν στον ορίζοντα. «Δωμάτιο με θέα!» αναφωνούσε η μητέρα μου, αν και πολύ αδύναμη για να σηκωθεί να τη δει και η ίδια. Έπειτα πιο σιγανά έλεγε: «Όλη μου τη ζωή περίμενα ένα δωμάτιο με θέα». Ήθελε να πεθάνει καθιστή κι έτσι πήρα όσα μαξιλάρια κατάφερα να βρω και έφτιαξα ένα στήριγμα για την πλάτη της. Εγώ ήθελα να την πάρω από το νοσοκομείο, να την πάω σε ένα λιβάδι με αχιλ λείες και να πεθάνει εκεί. Τη σκέπασα με ένα πάπλωμα που έφερα από το σπίτι, ένα πάπλωμα που το είχε ράψει η ίδια από κομμάτια παλιών μας ρούχων. «Πάρ’ το από δω αυτό», μούγκρισε αγριεμένα και το έσπρωξε με τα πόδια της σαν να κολυμπούσε. Κοιτούσα επίμονα τη μητέρα μου. Έξω ο ήλιος λαμπύριζε στα πεζοδρόμια και στις παγωμένες γωνιές. Ήταν η γιορτή του Αγίου Πατρικίου, οι νοσοκόμες τής έφεραν ένα πράσινο τετραγωνισμένο ζελέ και το άφησαν να τρεμουλιάζει στο τραπέζι πλάι της. Αυτή ήταν και η τελευταία ολόκληρη μέρα της ζωής της. Το μεγαλύτερο μέρος της το πέρασε με τα μάτια ανοιχτά, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, άλλοτε σε κατάσταση διαύγειας κι άλλοτε βυθισμένη σε παραισθήσεις. Το βράδυ εκείνο την άφησα κι ας μην ήθελα. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί είπαν στον
«Θα γυρίσω το πρωί», είπα στη μητέρα μου. Κοίταξα τον Έντι που ήταν μισοξαπλωμένος στον μικροσκοπικό καναπέ. «Θα γυρίσω με τον Λιφ». Μόλις άκουσε το όνομά του άνοιξε τα μάτια της: γαλανά και λαμπερά, όπως πάντα. Ίδια και απαράλλαχτα σε πείσμα της κατάστασής της. «Πώς γίνεται να μην είσαι θυμωμένη μαζί του;» τη ρώτησα με πικρία για δέκατη ίσως φορά. «Με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται», μου απαντούσε συνήθως. Ή «Είναι μόνο δεκαοκτώ χρόνων, Σέριλ». Μα τώρα απλώς με κοίταξε και είπε: «Γλυκιά μου», όπως τότε που της θύμωσα επειδή δεν της έμπαιναν οι κάλτσες. Όπως κάθε φορά που με έβλεπε να υποφέρω επειδή ήθελα κάποια πράγματα να είναι διαφορετικά, ενώ εκείνη προσπαθούσε να με πείσει με μια μόνο λέξη πως έπρεπε να αποδε χτώ τα πράγματα όπως είναι. «Αύριο θα είμαστε όλοι μαζί», της είπα. «Και θα μείνουμε όλοι εδώ, κοντά σου, εντάξει; Κανείς μας δεν θα φύγει». Έσκυψα ανάμεσα στα σωληνάκια που αιωρούνταν γύρω της και τη χάιδεψα στον ώμο. «Σ’ αγαπώ», της είπα σκύβοντας για να τη φιλήσω στο μάγουλο, μα εκείνη αποτραβήχτηκε γιατί ήταν τέτοιος ο πόνος της που δεν άντεχε ούτε καν ένα φιλί. «Αγαπώ», μου ψιθύρισε, παραλείποντας το Σ’ από την τόση αδυναμία της. «Αγαπώ», ξανάπε καθώς έβγαινα από το δωμάτιο. Μπήκα στο ασανσέρ, βγήκα έξω στο κρύο και περπάτησα στο πεζοδρόμιο. Πέρασα από ένα μπαρ γεμάτο ανθρώπους που
σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να ξέρει πού βρισκόταν ο αδερ φός μου. Έπινε πολύ, μου είπε κάποιος. Ναι, πράγματι, μου είπαν κάποιοι άλ λοι, έβγαινε με ένα κορίτσι από το Σεντ Κλάουντ που λεγόταν Σου. Τα μεσάνυχτα χτύπησε το τηλέφωνο και του είπα ότι το τέλος πλησίαζε. Όταν μπήκε μέσα μισή ώρα αργότερα, ήθελα να του βάλω τις φωνές, να τον ταρακουνήσω, να ξεσπάσω και να τον κατηγορήσω, μα μόλις τον είδα απλώς τον αγκάλιασα και έβαλα τα κλάματα. Τη νύχτα εκείνη μου φάνηκε τόσο μεγάλος, μα και τόσο μικρός ταυτόχρονα. Για πρώτη μου φορά είδα ότι είχε γίνει άντρας πια, μα παράλληλα έβλεπα μπροστά μου και ένα αγοράκι. Το δικό μου αγοράκι, εκείνο που σχεδόν το μεγάλωσα, εφόσον δεν είχα άλλη επιλογή παρά να βοηθώ τη μητέρα μου τις αμέτρητες φορές που εκείνη ήταν στη δουλειά της. Η Κάρεν κι εγώ είχαμε τρία χρόνια διαφορά, μα μεγαλώσαμε σχεδόν σαν δίδυμες, εξίσου υπεύθυνες και οι δυο μας για τον Λιφ. «Δεν μπορώ να το κάνω», έλεγε και ξανάλεγε κλαίγοντας. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη μαμά. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ». «Πρέπει», του απάντησα, μα ούτε εγώ το πίστευα. Ξαπλώσαμε μαζί στο μονό του κρεβάτι, κουβεντιάζοντας και κλαίγοντας μέχρι το πρωί, ώσπου αποκοιμηθήκαμε πλάι πλάι. Ξύπνησα μερικές ώρες αργότερα
απευθυν θούμε στο γραφείο των νοσοκόμων πριν μπούμε. Μια νοσοκόμα μας πλησίασε στο διάδρομο καθώς βαδίζαμε προς το γραφείο και, προτού προλάβω να μιλήσω, μας είπε: «Έχουμε βάλει πάγο στα μάτια της. Ήθελε να δωρίσει τον κερατοειδή της κι έτσι χρειαζόμαστε τον πάγο για…» «Τι;» φώναξα με τέτοια ένταση που η νοσοκόμα έκανε ξαφνιασμέ νη ένα βήμα πίσω. Δεν περίμενα απάντηση. Έτρεξα στο δωμάτιο της μητέρας μου, με τον αδερφό μου να με ακολουθεί. Μόλις άνοιξα την πόρτα ήρθε προς το μέρος μας ο Έντι ανοίγοντας διάπλατα την αγκαλιά του, μα τον απέφυγα και όρμησα προς τη μητέρα μου. Τα χέρια της στα πλευρά της σαν κέρινα, ωχρά, άσπρα, μαύρα, μελανά, δίχως βελό νες και σωληνάκια. Τα μάτια της καλυμμένα με δύο χειρουργικά γάντια γεμισμένα με πάγο, με τα χοντρά τους δάχτυλα απλωμένα στο πρόσωπό της. Μόλις την άγγιξα, τα γάντια γλίστρησαν κι έπεσαν πρώτα στο κρεβάτι κι έπειτα στο δάπεδο. Ούρλιαξα, ούρλιαξα ξανά και ξανά και ξανά, χώνοντας το πρό σωπό μου στο σώμα της σαν τρομαγμένο ζώο. Είχε πεθάνει πριν μια ώρα. Τα άκρα της κρύα, μα η κοιλιά της ζεστή φωλιά ακόμα. Πίεσα το πρόσωπό μου στη ζεστασιά της και ούρλιαξα ξανά. Την ονειρευόμουν ασταμάτητα. Στα όνειρά μου ήμουν πάντα κοντά της όταν πέθαινε. Εγώ τη σκότωνα. Ξανά και ξανά. Εκείνη με πρό
να ένα μικρό ρόπαλο του μπέιζμπολ και τη χτυπούσα μέχρι θανάτου, αργά, δυνατά, αξιοθρήνητα. Την έχωνα σε ένα λάκκο που είχα σκά ψει, έριχνα χώμα και πέτρες πάνω της και την έθαβα ζωντανή. Δεν ήταν σουρεαλιστικά τα όνειρά μου. Συνέβαιναν στο φως της μέρας. Σαν ντοκιμαντέρ του υποσυνείδητού μου και έμοιαζαν τόσο αληθινά όσο η ίδια μου η ζωή. Το φορτηγάκι μου ήταν όντως το φορτηγάκι μου. Η αυλή μας ήταν η κανονική μας αυλή. Το ρόπαλο του μπέιζ μπολ βρισκόταν στην ντουλάπα μας μαζί με τις ομπρέλες. Δεν ξυπνούσα κλαίγοντας από τα όνειρα αυτά. Ξυπνούσα ουρλιά ζοντας. Ο Πολ με άρπαζε και με έσφιγγε στην αγκαλιά του μέχρι να ηρεμήσω. Μούσκευε μια πετσέτα με κρύο νερό και την ακουμπούσε στο πρόσωπό μου. Μα οι βρεγμένες πετσέτες δεν μπορούσαν να σβή σουν τα όνειρά μου. Τίποτα δεν τα έσβηνε. Τίποτα δεν θα τα έσβηνε. Τίποτα δεν μπο ρούσε να φέρει πίσω τη μητέρα μου ούτε θα απάλυνε την απουσία της. Τίποτα δεν θα με έβαζε δίπλα της τη στιγμή του θανάτου της. Κι αυτό με τσάκιζε. Με απομόνωνε. Με διέλυε ολοένα και περισσότερο. Μου πήρε χρόνια για να ξαναβρώ τη θέση μου ανάμεσα στα δέκα χιλιάδες πράγματα. Για να γίνω η γυναίκα που ανάθρεψε η μητέρα μου. Για να θυμηθώ τον τρόπο που μου έλεγε γλυκιά μου και να φέρω στο νου μου το βλέμμα της. Θα υπέφερα. Ναι, θα υπέ φερα. Θα ήθελα να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Η επιθυμία μου ήταν μια ζούγκλα κι έπρεπε μόνη μου να βρω τον τρόπο να βγω από κει. Μου πήρε τέσσερα χρόνια επτά μήνες και τρεις μέρες για να τα καταφέρω. Δεν ήξερα πού πήγαινα, μέχρι που έφτασα. Σε ένα μέρος που λεγόταν Γέφυρα των Θεών.