ΚΑΘΈΝΑΣ ΈΧΈ Ι ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΟΝ Έ ΙΡΟ. Το ότι δεν το βρήκες ακόμη δεν σημαίνει ότι δεν έχεις. Όλοι έχουμε. Ίσως νομίζεις ότι το όνειρό σου είναι αυτό των γονιών σου, ίσως του ή της συντρόφου σου, ίσως των social.
Και πού θα ξέρω ότι το όνειρό μου είναι το δικό μου όνειρο; Από το συναίσθημα, φυσικά. Το συναίσθημά σου είναι το GPS σου.
Χωρίς γονείς μπορείς να ζήσεις. Χωρίς σύντροφο μπορείς να ζήσεις. Ακόμη και χωρίς παιδιά μπορείς. Όχι όμως χωρίς όνειρο. Έίχα κι εγώ το δικό μου όνειρο. Καλά τσιμεντωμένο, φυσικά. Όσο καλά και να το έχεις τσιμεντώσει όμως, να ξέρεις ότι κατά καιρούς θα σκάει μύτη. Έίτε θα κάνει μικρά κρακ στο τσιμέντο είτε θα σου τραγουδάει μελωδίες. Όμως η μελωδία στην αρχή ίσα που θα ακούγεται. Λιγότερο κι από ψίθυρο. Γι’ αυτό δική σου δουλειά είναι να έχει ησυχία μέσα σου. Αλλιώς δεν θα την
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΠΕΤΕΙΑΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ακούσεις – όπως οι περισσότεροι. Στην αρχή θα μάθεις να τον αναγνωρίζεις τον ψίθυρο. Μετά θα μάθεις να τον ακούς. Ύστε ρα θα προσαρμοστείς στην έντασή του. Μετά θα σου γίνει γνώριμος κι οικείος. Σαν ένα κομμάτι της ύπαρξής σου. Ο σκοπός σου, βλέπεις, είναι μέρος της ύπαρξής σου. Έίναι μια από τις αισθήσεις σου. Ίσως η σημαντικότερη.
Κάπως έτσι έγινε και με μένα. Ήξερα ότι ο δικός μου σκοπός ήταν να βοηθάω ανθρώπους να βρουν το δικό τους. Να τους εμπνέω. Το ήθελα πολύ. Αλλά κώλωνα. Story telling; Ούτε ανέκδοτα δεν μπορούσα να πω, από τον τρόμο της πιθανής πα γωμάρας στα μάτια των ακροατών μου. Δημόσια ομιλία; Στο μεταπτυχιακό μου πρέπει να είχα κάνει μία από τις χειρότερες ever. Γράψιμο; Η έκθεση δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Κι αν το νομίζεις έτσι, για σένα είναι έτσι. Όμως μου άρεσε πολύ να διαβάζω. Και να παρακολουθώ σεμινάρια. Και να κάνω πράγματα για την προσωπική μου εξέλι ξη. Μου άρεσε επίσης πολύ η αλχημεία. Να κάνω τα σκουπίδια χρυσάφι. Το δηλητήριο βάλσαμο. Και τον πόνο δύναμη. Έίχα χρέος πια να κυνηγήσω το όνειρό μου. Δεν χώραγε άλλος πόνος στη ζωή μου.
Στη διαδρομή έφαγα χυλόπιτες, με κοίταξαν παράξενα, μου είπαν μπόλικα ΔΈΝ ΓΙΝΈΤΑΙ. Όμως δεν τα άκουσα. Και κυρίως δεν τα είπα εγώ στον εαυτό μου. Κι από αυτοαπόρριψη, βλέ πεις, είχα χορτάσει. Σήμερα το 1ο ΔΩΡΟ έχει φτάσει τα 200.000 αντίτυπα στη χώρα μας, μεταφράζεται σε 31 γλώσσες και οδεύει προς τον παγκόσμιο στόχο του 1.000.000 αντιτύπων. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι βοηθάει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Έχω λύσει τα θέματά μου; Προφανώς όχι.
3 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
Τα έχω βρει 100% με τον εαυτό μου; Όχι.
Νιώθω πάντα ικανός; Σίγουρα όχι.
Ξέρω ότι θα πεθάνω κι εγώ ως «Έργο σε Έξέλιξη». Και αυτό έχει φέρει Έιρήνη στην ψυχή μου. Δεν έχω πια ανάγκη να είναι όλα τέλεια, γιατί δεν θα είναι.
Έάν εγώ κυνηγάω το δικό μου όνειρο, μπορούν όλοι. Θέλει όμως Δουλειά. Θέλει Απόφαση, θέλει Αυτοϋποστήριξη και κυρίως θέλει Συνειδητό Ξεβόλεμα. Καμιά αλλαγή δεν έγινε ποτέ χωρίς Ξεβόλεμα.
Οφείλεις να κυνηγήσεις το δικό σου Όνειρο, σαν να εξαρτιόταν η ίδια σου η ζωή από αυτό. Γιατί στην κυριολεξία εξαρτάται. Και να σου πω και κάτι ακόμη. Δεν εξαρτάται μόνο η δική σου ζωή από τον σκοπό σου. Έξαρτάται κι η δική μου κι όλων μας. Ο σκοπός σου, πέρα από τη δική σου ζωή, θα ομορφύνει τη ζωή και του διπλανού και του παραδιπλανού σου. Κι ας μην τον ξέρεις. Γι’ αυτό είμαστε εδώ. Για να αφήσουμε τον κόσμο καλύτερο από ό,τι τον βρήκαμε.
Κλείνοντας, θέλω να σε ευχαριστήσω που βοήθησες να κυ νηγήσω το δικό μου όνειρο και, μαζί μ’ αυτό, και το όνειρο κάποιων διπλανών και παραδιπλανών.
Σε ευχαριστώ που ήσουν εκεί .
Στέφανος
4 ΤΟ ΔΩΡΟ
ΛΙΛΗ
ΑΝΗΣ Υ ΧΗΣΑ. Έπτά το πρωί δε συνηθίζει να χτυπάει το τηλέφωνο. Τα κορίτσια τα παίρνω εγώ για καλημέρα, αλλά λίγο αργότερα. Ήταν η μεγάλη μου κόρη. Έκλαιγε με αναφιλητά. «Μπαμπά, πέθανε η Λιλή. Τη βρήκα το πρωί πεθαμένη στο κλουβάκι της». Η Λιλή ήταν το κουνελάκι της.
Λυγμοί. Κενό, εγώ. «...ρε Αύρα, πόσα χρόνια την έχουμε τη Λιλή;» «Όχι πολλά, μπαμπά, πέντε-έξι». «Ρε συ, Αύρα… Τόσο ζουν τα κουνελάκια», είπα στην τύχη. Λυγμοί.
«Απ’ τη στιγμή που θα γεννηθούμε, μωρό μου, το μόνο σί γουρο είναι ότι θα πεθάνουμε.
Όλα τελειώνουν για να ξαναρχίσουν. Κι όλα αρχίζουν για να τελειώσουν.
Η Λιλή στα έξι χρόνια της έζησε τουλάχιστον για 100 ανθρώπινα. Έκανε παιδάκια, έζησε ευτυχισμένη, αγάπησε κι αγαπή θηκε. Λίγοι άνθρωποι έχουν περάσει τόσο όμορφα όσο η Λιλή, μωρό μου».
Ησυχία απ’ την άλλη. «Όλοι μας θα φύγουμε, αγάπη μου. Η Λιλή έζησε 100 χρό νια. Έσύ πόσο σκοπεύεις να ζήσεις; 200; 300;»
Υποψία χαμόγελου...
Τα παιδιά πρέπει να τη ζουν από μικρά τη ζωή. Όχι να τη χαϊδεύουν. Πήρα λοιπόν την τσάπα του πατέρα μου, τη Λιλή στο κουτάκι της και τα κορίτσια απ’ το σχολείο. «Θέλετε να τη θάψουμε μαζί, ρε;» Η μικρή απάντησε κατευθείαν. Η μεγάλη ξεροκατάπιε και τελικά κούνησε το κεφάλι της. Πήγαμε στο αγαπημένο μας λοφάκι στη Βουλιαγμένη. Έκεί όπου όλη η θάλασσα γίνεται χρυσαφιά το απόγευμα. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε χώμα. Έσκαψα μια λακκούβα. Έβγαλα τη Λιλή προσεκτικά απ’ το κουτάκι. Ήταν τυλιγμένη μ’ ένα ρυζόχαρτο. Σα νυφούλα. Την πήρα αγκαλιά για να τη βάλω στο λάκκο. Η μεγάλη δε μου άφησε περιθώρια. Μου την πήρε απ’ τα χέρια, όπως η μάνα το παιδί. Της έβγαλε προσεκτικά το ρυζόχαρτο. Την έφερε κοντά στο προσωπάκι της. Της έδωσε ένα τελευταίο φιλί. Την ακούμπησε μαλακά στο λάκκο και της έβαλε λίγο μαρουλάκι πλάι για να μην πεινάσει. «Κλείσε τα ματάκια σου, Λιλή μου», της είπε. Τη σκέπασε με το ρυζόχαρτο, σαν να τη σκέπαζε στο κρεβατάκι της. Μετά της έβαλαν λίγα κυκλάμινα δίπλα και τη σκεπάσαμε. Τοποθετήσαμε δυο μεγάλες πέτρες για να θυμόμαστε πού κοιμάται το αγαπημένο μας κουνελάκι. Μετά πήγαμε για παγωτό.
6 ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
«Όλα είναι μες στη ζωή, ρε παιδιά. Ένα είναι όλα. Έμείς οι άνθρωποι μόνο τα ξεχωρίζουμε σε “καλά” και “κακά”. Βροχή και λιακάδα είναι ένα. Ζωή και θάνατος ένα. Αγάπη και φό βος ένα. Θάλασσα και βουνό ένα. Μπουνάτσα και φουρτούνα ένα. Μετά τη λιακάδα έρχεται το μπουρίνι. Μετά το καλο καίρι ο χειμώνας. Μετά το καλό έρχεται το κακό. Παλιά μού άρεσαν τα μισά. Τώρα πια μου αρέσουν όλα», είπα, μπας και χρυσώσω το χάπι. Δεν περίμενα απάντηση. Ήρθε απ’ τη μικρή: «Δηλαδή, τώρα, ρε μπαμπά, σου αρέσει αυτό που δε σου αρέσει;»
7 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ
ΚΑΘ ΟΤΑΝ ΠΙ ΣΩ ΜΟΥ. Δεν τον είχα δει. Κάποια στιγμή ο μουσικός στη σκηνή τα ’δινε όλα. Μας είχε κυριολεκτικά ρου φήξει. Και τότε το πρωτάκουσα. Το κομπολόι. Πίσω μου. Να παίζει ρυθμικά. Βασανιστικά, σαν το μαρτύριο της σταγόνας. Στην αρχή γύρισα διακριτικά για να καταλάβει ότι ενοχλούσε. Το κομπολόι ήταν απ’ τα παλιά. Τα κεχριμπαρένια. Ο τύπος μεσήλικας, γύρω στα εξήντα. Δεν κατάλαβε ότι ενοχλήθηκα. Σταμάτησε για λίγο. Νόμισα ότι είχε καταλάβει. Μετά ξαναξε κίνησε. Ξανακοίταξα. Τίποτα. Ένα κομμάτι μέσα μου ντρεπόταν να του μιλήσει. Η εσωτερι κή διαμάχη κράτησε δευτερόλεπτα. Την πήρα γρήγορα την απόφαση. Ξέρω πια να μην τα κρατάω. Του το ’πα με γνέψιμο. Έδειξα το κομπολόι και χαμογέλασα. Ο τύπος δεν κατάλαβε. Στην αρχή έκανε να μου το δώσει. Νόμιζε ότι ήθελα να το παίξω. Γέλασα με την ψυχή μου με το μεγαλείο του Έλληνα. Πάντα έτοιμος να μοιραστεί. Αυτή τη φορά του εξήγησα. Έυγενικά. Έκεί είναι το κλειδί: να ελέγχεις το θυμό σου. Αλλιώς θα χάσεις το δίκιο σου. Ο τύπος τελικά κατάλαβε. Χαμογέλασε. Ήταν ευγενέστα τος. Σταμάτησε αμέσως. Καπάκι ακούω την κόρη του από δίπλα: «Ήθελα να σ’ το πω κι εγώ, μπαμπά».
Παλιά δε μιλούσα. Τα κρατούσα μέσα μου. Και δεν έκανα καλό σε κανέναν. Πρώτα σε μένα. Έίναι πολύ πικρό να νιώθεις λίγος. Ότι δεν αξίζεις. Ότι δε σ’ ακούει κανείς. Ούτε καν εσύ. Το ’χω νιώσει βαθιά στο πετσί μου. Αλλά ούτε για τον άλλο δεν είναι καλό. Δεν του δίνεις την ευκαιρία του ν’ αλλάξει. Μην ξεχνάς όμως να του μιλάς όμορφα. Και στον εαυτό σου όμορφα να μιλάς. Αυτά πάνε πακέτο, βλέπεις.
κι εσύ
παιδιού. Ξεφορτώσου την. Στο διάλειμμα πιάσαμε την κουβέντα με τον τύπο. Ήταν φι λικός. Μιλήσαμε για τη ζωή και τις μικροχαρές της. Όμορφος άνθρωπος, αλέγρος, εκδηλωτικός. Μ’ έπιασε απ’ τον ώμο. Γε λάσαμε. Στο τέλος μού ’δωσε το κομπολόι για να παίξω. «Σ’ το χρώσταγα», μου είπε με νόημα και μου έκλεισε το μάτι.
Τη λατρεύω αυτή τη χώρα.
Τους λατρεύω αυτούς τους ανθρώπους.
Τους λένε Έλληνες.
Κι έχουν μεγάλη ψυχή.
9 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
Θάρρος το λένε και θ’ αλλάξει τη ζωή σου. Ειδικά αν μεγάλωσες
με τη ρετσινιά του καλού
ΤΙΜΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΣΟΥ
ΈΙΝΑΙ ΦΙ ΛΟΣ ΑΠ Ο ΤΗ ΘΈ ΣΣΑΛΟΝ ΙΚΗ. Δυο μέτρα λεβέ ντης. Παλιά τρώγαμε έξω κάθε φορά που κατέβαινε Αθήνα. Οι δυο μας. Τα τσούζαμε και λίγο. Μετά από το κρασί έβγαιναν πάντα οι αλήθειες. Έίχε έναν αφοπλιστικό τρόπο να σε καθηλώνει όταν έλεγε κάτι. Και το ’λεγε πάντα καλά ο μπαγάσας. Έκείνη τη βραδιά η κουβέντα ήρθε στις γυναίκες. «Στεφανάκι», μου λέει, «άκου τι έλεγε ο μπαμπάς μου για τις γυναίκες», κι έλαμψε ένα πονηρό γελάκι στην άκρη των χειλιών του. «Ο χειρότερος άντρας είναι η καλύτερη γυναίκα...» Σκάσαμε κι οι δύο στα γέλια. Όχι μόνο για την υπερβολή, αλλά και για τον τρόπο που το είπε.
Κι εκεί που γελάγαμε, ο φίλος μου άρχισε να κλαίει. Ήρεμα στην αρχή, πιο έντονα μετά, με λυγμούς στο τέλος. Δεν είχα ιδέα γιατί έκλαιγε. Ούτε ήξερα πώς να αντιδράσω. Σεβάστηκα
το φίλο μου και τη στιγμή και τον άφησα να ξεσπάσει.
«Τι έγινε, ρε Μπάμπη;» τον ρώτησα στο τέλος.
«Ο πατέρας μου, ρε. Δεν τον έχω πια στη ζωή μου. Έφυγε ξαφνικά πριν χρόνια. Κι εγώ ο μαλάκας δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπάω. Μόνο όταν έφυγε κατάλαβα το μεγαλείο του». Έίχα μείνει να κοιτάω το φίλο μου και να πονάω κι εγώ μαζί του. Τα ’χουμε δεδομένα τα πράγματα στη ζωή. Και τους γονείς μας μαζί. Και δεν είναι. Μια ωραία πρωία την κάνουν και μένουμε με τα χρωστούμενα. Κι όλα αυτά που θέλαμε να τους πούμε και δεν είπαμε ποτέ. Έάν οι δικοί σου γονείς ζουν, τράβα να τους δεις. Σήμερα. Το σύμπαν δεν κρατάει καθυστερήσεις όταν έρχεται η ρημάδα η ώρα.
Να τους παίρνεις αγκαλιά.
Μην τη φοβάσαι.
Και να τους λες πόσο τους αγαπάς.
Έχουν κάνει τόσα για σένα
Μόνο όταν κάνεις παιδιά θα καταλάβεις πόσα.
Χωρίς να σου ζητήσουν τίποτα πίσω.
Μόνο να τους αγαπάς.
Αυτό θέλουν.
Και να τους το δείχνεις.
Και τα λάθη με καλή πρόθεση τα έκαναν.
Να τους τα συγχωρείς.
Τα έκαναν κι οι γονείς τους.
Θα τα κάνεις κι εσύ με τα παιδιά σου.
Και θα έρθει μια μέρα, και σ’ το εύχομαι, που θα σε πάρουν
11 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
κι αυτά στη δική τους αγκαλιά.
Για να σε συγχωρέσουν.
Να τους αγαπάς τους γονείς σου, ρε.
Σαν τα παιδιά σου.
Αν δεν υπήρχαν οι γονείς σου, δε θα υπήρχαν τα παιδιά σου.
Γιατί απλά δε θα υπήρχες εσύ.
12 ΤΟ ΔΩΡΟ