Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα δάσος μαγικό,
μες σε μια μικρή καλύβα ζούσε ένα ξωτικό.
Ήταν όμορφο και ξύπνιο. Ήτανε και γελαστό.
Έτρεχε, έπαιζε όλη μέρα με του δάσους την ηχώ.
Τραγουδούσε, της μιλούσε και της έλεγε πολλά,
κι εκείνη τού απαντούσε δίχως λόγια περιττά.
Είχε όμως ένα χούι η νεράιδα η ηχώ, που πολύ το ενοχλούσε το μικρό μας ξωτικό.
Ό,τι έλεγε αυτό μία εκείνη το ‘λεγε οκτώ.