Αφιερωμένο στον μπαμπά μου. Αφιερωμένο σε όλους τους μπαμπάδες. Όπου κι αν είναι.
Πρόλογος ΙΣΊΔΩΡΟ ΤΟΝ ΈΛΕΓΑΝ τον μπαμπά μου, αλλά οι φίλοι του τον φώναζαν καπτα-Σιδερή. Η μαμά τον έλεγε χαϊδευτικά Νταίρη. Ισίδωρος Ξενάκης. Μου αρέσει να το λέω ολόκληρο, γιατί στα αυτιά μου ηχεί σαν μελωδία. Δεν ήταν πάντα έτσι. Μου πήρε μισή ζωή να καταλάβω πόσο υπέροχη ήταν αυτή η μελωδία.
Ο μπαμπάς μου γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1929 και πέθανε (πήρε μήνες να το ξεστομίσω αυτό) στις 24 Ιουλίου του 2018, στα 89 του χρόνια. Πλήρης ημερών, θα έλεγε κάποιος. Για μένα, όμως, έφυγε νωρίς. Όταν έρχεται η ώρα να φύγει ο μπαμπάς σου, πάντα θα είναι νωρίς.
ΚΆΠΤΑΙΝ
6
Ένα μήνα πριν φύγει, έκοβε ντομάτες από τον κήπο του με τις εγγονές του. Κάθε μέρα έκανε 20 λεπτά διάδρομο, περνούσε τέσσερις-πέντε ώρες στο μποστάνι του και δύο ώρες με τα φιλαράκια του στο αγαπημένο του καφέ. Μέχρι το τέλος. Όργωνε κάθε Δευτέρα την πλατεία της Βούλας, τις τράπεζες και τις δημόσιες υπηρεσίες. Τον μπαμπά μου λες και τον είχε ξεχάσει ο Θεός. Μέχρι που τον θυμήθηκε. Καταγόταν από τη Χίο και μεγάλωσε με τα τρία αδέρφια του στα χωράφια και στις ελιές στο Λατόμι, λίγο έξω από τη Χώρα. Ο μπαμπάς του, ο Στέφανος Ξενάκης, ήταν έμπορος και πουλούσε μαστίχα. Τα έχασε όλα στον πόλεμο, όπως κι οι περισσότεροι. Ο μπαμπάς μου μπάρκαρε στα 19 του, πήγε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων και γρήγορα έγινε Καπετάνιος. Ταξίδευε μέχρι τα 46 του κι όταν βγήκε στη στεριά, έγινε Αρχικαπετάνιος. Ο μπαμπάς μου σταμάτησε να δουλεύει στα 83 του. Ο μπαμπάς μου δεν έλεγε πολλά. Κοίταζε τη δουλειά του. Βοηθούσε τα πληρώματα, χωρίς να τους χαρίζεται. Ήταν δίκαιος, αλλά όπου χρειαζόταν κι αυστηρός. Πάντα χαμογελούσε. Πάντα δούλευε. Πάντα αγαπούσε. Τον μπαμπά μου τον χόρτασα. Ποτέ δεν τον στερήθηκα. Με είχαν με τη μαμά στα καράβια από τα δύο μου χρόνια. Η μαμά λέει ότι ήταν παρακινδυνευμένο, αλλά εγώ λέω ότι ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έκαναν ποτέ. Τον μπαμπά μου πάλι δεν τον χόρτασα. Βλέπεις, τον μπαμπά σου ποτέ δεν τον χορταίνεις. Ο μπαμπάς μου ήταν ένα κράμα χωριατόπαιδου με αξίες κοσμοπολίτη, που ήξερε πώς να συμπεριφέρεται και να
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
7
τιμάει τους πάντες. Μεγάλωσε στα χωράφια κι όμως θα μπορούσε να είχε μεγαλώσει στο Παρίσι ή στο Λονδίνο. Ίσως γι’ αυτό τον έλεγε Κάπταιν ο Μαθηός, το αγαπημένο του αφεντικό. Ήταν, νομίζω, ο μόνος που τον έλεγε Κάπταιν. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, είναι αφιερωμένο στον Κάπταιν. Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Ισίδωρο Ξενάκη. Τον δικό μου Κάπταιν.
20 ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ
Μόνο μπροστά ΜΆΡΙΟ ΤΟΝ ΛΈΝΕ κι είναι συνάδελφος απ’ τον ΣΚΑΪ. Με
τα παιδιά αυτά ήμασταν χρόνια μαζί. Είναι πια οικογένεια. Έχουμε περάσει διά πυρός και σιδήρου. Τα μοιραστήκαμε όλα. Χαρές, λύπες. Και συνεχίζουμε να τα μοιραζόμαστε. Ο Μάριος είναι από τους πιο φρέσκους στην παρέα. Μπήκε όμως με τα μπούνια μέσα και τον αγαπήσαμε απ’ την πρώτη κιόλας μέρα. Είχε στείλει ο αδερφός του βιογραφικό, για μια θέση που είχε ανοίξει. Αξιόλογος ο αδερφός του. Αξιόλογη, για την ακρίβεια, όλη η οικογένεια. Είχα πάρει τηλέφωνο, θυμάμαι, να του μιλήσω. Βγήκε ο μπαμπάς
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
9
του. «Ο Μιχάλης βρήκε δουλειά. Έχω όμως τον Μάριο, τον αδερφό, του κι αυτός αστέρι. Να σ’ τον στείλω;» μου έκανε σαν να με ήξερε χρόνια. Πάνε είκοσι χρόνια και βάλε από τότε. Ακόμα το σκέφτομαι και γελάω. Είναι ακόμα με τον Μάριο το δικό μας αστείο. Σκάμε κι οι δυο στα γέλια στο άκουσμά του. Η ζωή δεν τα φέρνει πάντα δεξιά. Ειδικά στον Μάριο έφερε μπόλικες στραβές. Και βαριές. Απ’ αυτές, όμως, που σου μαθαίνουν να ’σαι κορυφαίος καπετάνιος. Στο τώρα, όμως, σου σκίζουν την καρδιά. Αβάσταχτος ο πόνος. Πριν τρία χρόνια, ο Θεός τού πήρε την πολυαγαπημένη του Νατάσα. Τη λατρεμένη του σύζυγο. Την υπεραγαπούσε. Ο Μάριος ήταν συντετριμμένος, αλλά ποτέ δεν έχασε το χαμόγελό του. Πονούσε αφόρητα, αλλά είχε δύο υπέροχα κορίτσια να μεγαλώσει. Τραγικός πατέρας. Στον αποχαιρετισμό της Νατάσας δεν θυμάμαι να έχω δει τόσο δυνατό κι αποφασισμένο άνθρωπο στη ζωή μου. Είχε γίνει ένα με τα κορίτσια του, τα έσφιγγε στην αγκαλιά του και τους χαμογελούσε. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να κλαίμε όλοι εμείς. Δάκρυα πόνου αλλά και λύτρωσης. Τα κατάφεραν τελικά ο Μάριος και τα κορίτσια του. Μια κουβέντα είναι τα κατάφεραν. Η ψυχούλα τους το ξέρει. Προ έτους, ο Μάριος πέρασε κι άλλο κάβο. Έχασε και τους δυο του γονείς σχεδόν ταυτόχρονα, με τρόπο τραγικό. Κάπου είχα διαβάσει ότι αν καταφέρεις να λύσεις το πρόβλημα, «δικαιούσαι» κι άλλο. Συχνά μεγαλύτερο. Έτσι και στον Μάριο. Το σύμπαν επεφύλαξε κι άλλο. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς στο καλό τα κατάφερε. Ποτέ δεν κατάλα-
ΚΆΠΤΑΙΝ
10
βα πόσο πόνεσαν όλα αυτά. Ποτέ δεν κατάλαβα πού στην ευχή τη βρήκε όλη αυτή τη δύναμη μέσα του. Μόνο όταν σε έχασα, κατάλαβα τι πρέπει να πέρασε ο φίλος μου. Τον πήρα προχθές τηλέφωνο να δω τι κάνει. «Ρε συ, εγώ έχασα τον πατέρα μου στα 89 του, έφυγε ήρεμα κι όμορφα, αλλά για πρώτη φορά κατάλαβα ότι δεν τον χόρτασα και κλαίω μέρα-νύχτα. Εσύ πόση δύναμη έχεις, ρε πούστη μου, και πού στο καλό τη βρήκες μέσα σου;» του έκανα με αγάπη κι απέραντο θαυμασμό. Πρέπει να του πήρε μια-δυο ανάσες: «Στεφανάκο, κοιτάμε μπροστά. Μόνο μπροστά». Έμεινα ν’ ακούω. Χθες ανέβασε ένα υπέροχο βιντεάκι με τις κόρες του μέσα στο αμάξι, όπου πήγαιναν διακοπές οι τρεις τους. Κι οι τρεις μες στη χαρά και τραγούδαγαν. Πιο χαρούμενος απ’ τους τρεις τους ο Μάριος. Ένα υπέροχο βιντεάκι, ωδή στη ζωή. Του ’γραψα σχόλιο από κάτω: «Μάριε, διδάσκεις ζωή». Του έστειλα κι ένα προσωπικό μήνυμα. «RESPECT, φίλε. Τίποτα άλλο». Απάντηση: «Να ’σαι καλά, Στεφανάκο. Υγεία και χαμόγελα». Μόνο μπροστά.
23 ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ
Οι γονείς μας ΠΟΤΈ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΖΌΜΟΥΝ ότι θα έφευγε ο μπαμπάς
μου. Κι ας ήταν 89. Η υγεία του ήταν μικρού παιδιού. Μέχρι προ διμήνου μάζευε τις ντομάτες απ’ τον κήπο του με τις εγγονές του. Τον είχα για μόνιμο. Κι όλοι όσοι τον γνώριζαν. Δεν τον χόρτασα. Έτρωγαν τα βράδυα με τη μάνα μου σπίτι τους, που ήταν δέκα λεπτά απ’ το δικό μου, και σπάνια έτρωγα μαζί τους το σπιτικό φαΐ της μάνας μου, που πάντα είχε προϊόντα απ’ το μποστάνι του πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε εκατοντάδες ιστορίες απ’ τα καράβια και την κατοχική Χίο, αλλά ήξερα ότι ήταν εκεί και κάποια
ΚΆΠΤΑΙΝ
12
στιγμή θα μου τις έλεγε. Δεν τον γέμισα με φιλιά κι αγκαλιές, γιατί ήξερα ότι θα ήταν εκεί κι αύριο και τον άλλο μήνα και τον άλλο χρόνο. Δεν χόρτασα τη μυρωδιά του απ’ την υπέροχη παιδική του επιδερμίδα. Εκείνη ήταν εκεί. Εγώ δεν ήμουν εκεί. Με τον μπαμπά μου είχα πάντα πολύ καλή σχέση. Ήταν ο ήρωάς μου. Όσο μεγάλωνα συνειδητοποιούσα το μεγαλείο του. Κι όμως τον έβλεπα μια-δυο φορές τη βδομάδα. Συνήθως στο πόδι. Βιαζόμουν χωρίς να υπάρχει λόγος. Προ είκοσι τριών ημερών μάς την έκανε. Ξαφνικά. Για δικούς του λόγους. Κι έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Και δεν άκουσα τις ιστορίες του. Και δεν χόρτασα τη μυρωδιά του. Και δεν τον γέμισα με φιλιά. Και δεν του τα ’πα όλα για να είναι ακόμα πιο περήφανος για μένα. Διψούσε για τα νέα μου κι εγώ του τα ’δινα με δελτίο. Και βλέπω τις φωτογραφίες του και κλαίω. Και νιώθω τις μυρωδιές του και πονάω. Και θα ’δινα το σύμπαν ολόκληρο να τον έχω πλάι μου για έναν μήνα, έστω μια εβδομάδα, ίσως και μια μέρα. Και τώρα η μάνα μου, με την οποία δεν είχα τις καλύτερες σχέσεις, είναι μαζί κι ο πατέρας μου κι η μάνα μου. Και σ’ ένα βράδυ ξεπεράσαμε θέματα άλυτα για δεκαετίες μεταξύ μας. Ευτυχώς, τώρα έχω εκείνη. Ευτυχώς, έχω ένα ποδάρι, που λέμε και στη Χίο, γιατί αλλιώς θα ’μουν εντελώς κουτσός. Χέστηκα αν έχεις πλακωθεί με τους γονείς σου ή τον γονιό σου. Χέστηκα αν έχει κάνει τα λάθη του. Λες κι εμείς δεν θα κάνουμε. Τράβα πάρ’ τον αγκαλιά. Τράβα πες του
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
ότι τον αγαπάς. Τράβα μύρισε τις μυρωδιές του. Τράβα άκου τις ιστορίες του. Δεν είναι ανάγκη να τα ξαναβρείτε. Ούτε να λύσετε τα θέματά σας. Βγάλ’ το από μέσα σου. Μοίρασέ το. Δεν θα σε ρωτήσει πριν την κάνει. Ο δικός μου δεν με ρώτησε. Και θα μείνεις με τα χρωστούμενα και τον πόνο. Εγώ θα ’δινα τον κόσμο ολόκληρο να είχα τον μπαμπά μου στο πλάι μου έστω και μία ώρα. Ίσως κι ένα λεπτό πια.
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΥΑΛΑ