Eλληνισμός 2021/2

Page 1

MAGYARORSZÁGI GÖRÖGÖK ORSZÁGOS ÖNKORMÁNYZATA

Έκδοση της Αυτοδιοίκησης Ελλήνων Ουγγαρίας Μάρτιος – αφιέρωμα, στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821

18 21

–2 02 1

1054 Budapest, Vécsey u. 5.

Ελληνισμός

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ TOY 1821


200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί γεγονός καθοριστικής σημασίας, καθώς η εμβέλειά της ξεπέρασε τα όρια του Ελληνισμού και αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα για λαούς στην Ευρώπη, όπως ο φίλος ουγγρικός λαός, που έγιναν, με τη σειρά τους, διαχρονικά σύμβολα γενναιότητας και αυταπάρνησης για το ιδανικό της ελευθερίας. Ανήκει στο φιλελεύθερο, επαναστατικό κύμα που συντάραξε την Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Αλλά, ενώ κινήματα σε άλλες περιοχές της Ευρώπης καταπνίγηκαν σχετικά γρήγορα, η ελληνική εξέγερση, που δεν ήταν απλώς ακόμα μία φιλελεύθερη επανάσταση, αλλά είχε κυρίως εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, απέβη τελικά νικηφόρα, διασπώντας, έτσι, και το σύστημα που είχε επιβάλει στην ήπειρό μας από το 1815 η Ιερά Συμμαχία. Η βαρύνουσα σημασία του εθνικού αγώνα των Ελλήνων έγκειται τόσο στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και συγκυρίες διεξαγωγής του, όσο και στο αποτέλεσμά του, αφού οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κράτους. Εξεγέρσεις είχαν ήδη σημειωθεί στην οθωμανική επικράτεια, αλλά η ελληνική ήταν η πρώτη που στόχευσε ολοκληρωμένα και επιτυχώς στην οριστική αποτίναξη του ζυγού και τη δημιουργία του κράτους-έθνους. Το επίτευγμα αυτό αποτέλεσε μήνυμα ελπίδας για τους αδύναμους, καταδεικνύοντας ότι αξίες βαθιά ριζωμένες στην ψυχή μένουν αναλλοίωτες στο πέρασμα των αιώνων. Στη διατήρηση της άσβεστης φλόγας και τη διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας και της γλώσσας του υπόδουλου έθνους συνέβαλαν όλοι, κληρικοί και λαϊκοί, ανεξάρτητα από την

2

οικονομική, επαγγελματική ή κοινωνική κατάστασή τους. Ποια Ελληνίδα ή ποιος Έλληνας μπορεί να ξεχάσει επιφανείς μορφές του κλήρου και της Εκκλησίας, όπως τον Παπαφλέσσα, ή περιώνυμους αγωνιστές, όπως τη Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Αθανάσιο Διάκο, ή σπουδαίους Έλληνες της διασποράς, όπως τον Αδαμάντιο Κοραή, ή, ακόμη, προσωπικότητες, όπως τη Μαντώ Μαυρογένους, που έδωσε τη μεγάλη περιουσία της για τον Αγώνα, και τόσες και τόσους ων ουκ έστιν αριθμός. Η προεργασία είχε ξεκινήσει νωρίτερα, με τον άνεμο του πόθου για ανεξαρτησία να εκδηλώνεται ήδη στα τέλη του 18 ου αιώνα με τοπικές εξεγέρσεις στη βαλκανική χερσόνησο, που βρισκόταν τότε σχεδόν ολόκληρη υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιθυμία των Ελλήνων για την ίδρυση ενός έθνους – κράτους, ο λεγόμενος εθνισμός, άρχισε να πραγματώνεται το 1814 σε μια ελληνική παροικία στο εξωτερικό, στην Οδησσό, με τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας. Ο ξεσηκωμός αυτός, εκτός από τον ηρωισμό των αγωνιστών και τη σταθερή απόφαση των Ελλήνων να αποτινάξουν, μετά από αιώνες σκλαβιάς, τον Οθωμανικό ζυγό, οφείλει την επιτυχία του, σε μεγάλο βαθμό, στη συμπάθεια και τον άκρατο ενθουσιασμό που προκάλεσε στην κοινή γνώμη των χριστιανικών κρατών, όπου πολλοί την έβλεπαν ως αναγέννηση της αρχαίας Ελλάδας. Σε πολλές χώρες δημιουργήθηκαν Επιτροπές υποστήριξης της ελληνικής υπόθεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη που αναγνώρισε τους επαναστατη-


μένους Έλληνες ήταν η μακρινή Αϊτή. Ο διασημότερος φιλέλληνας υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγάλος Βρετανός ποιητής Λόρδος Βύρων. Το φιλελληνικό κίνημα που δημιουργήθηκε, εξώθησε σταδιακά τους ιθύνοντες πολλών κρατών, ιδίως ορισμένων Μεγάλων Δυνάμεων, να εγκαταλείψουν την αρνητική στάση τους απέναντι στους «ταραξίες» και να συναινέσουν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους έστω σε μία μικρή γωνία των ελληνοκατοικημένων περιοχών. Το κίνημα αυτό είχε την απήχησή του και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων και δη στην Ουγγαρία. Βέβαια, η τότε πολιτική κατάσταση περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα ανοικτών εκδηλώσεων αλληλεγγύης και εμπόδιζε την οργανωμένη αποστολή βοήθειας στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ωστόσο, οι πηγές της εποχής, όπως εφημερίδες, εκθέσεις κρατικών Αρχών, απομνημονεύματα, αλληλογραφίες κλπ., προδίδουν τον ενθουσιασμό που κυρίευσε μεγάλο μέρος της ουγγρικής κοινής γνώμης. Σ’ ένα καφενείο της Πέστης προσπάθησαν να συστήσουν ακόμα και μία «Ουγγρική Λεγεώνα» για να βοηθήσουν τους Έλληνες, εγχείρημα που τελικά δεν ευοδώθηκε λόγω αντιδράσεων των Αρχών. Ξέρουμε όμως ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, μερικοί Ούγγροι φιλέλληνες κατόρθωσαν να μεταβούν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στο πλευρό των επαναστατών και να πέσουν μαχόμενοι ηρωικά, όπως συνέβη στη Μάχη του Πέτα το 1822. Ας σημειωθεί ότι στη μάχη αυτή πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων φιλέλληνες από 19 χώρες. Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων, παράλληλα με τα γεγονότα αλλά και αργότερα, ενέπνευσε αρκετά ουγγρικά λογοτεχνικά έργα. Ο ποιητής Dániel Berzsenyi (1776-1836), όταν έμαθε για τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), έγραψε ποίημα τιτλοφορούμενο «Νέα Ελλάς», το οποίο, όμως, εξ αιτίας της λογοκρισίας, δεν ήταν δυνατό να δημοσιευθεί παρά μόνο το 1842. Ο ποιητής Mihály Vörösmarty (1800-1855) στο λογοτεχνικό έργο του εξύμνησε επανειλημμένα τα κατορθώματα των Ελλήνων επαναστατών, γράφοντας, μεταξύ άλλων: «Κι απ’ την κρύα τέφρα της ανασταίνεται η ένδοξος Ελλάς, ξαναζωντανεύει τους παλιούς της ήρωες στο φως αυτής της σπίθας…» - της σπίθας του πατριωτισμού. Ο εθνικός ποιητής Sándor Petőfi (1823-1849) μετέφρασε ποίημα του Γάλλου Béranger για την Ελληνική Επανάσταση και ο άλλος μεγάλος ποιητής János Arany (1817-1882) ένα ποίημα του Λόρδου Βύρωνα για το ίδιο θέμα. Η απαρίθμηση θα μπορούσε να συνεχισθεί. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1848, και οι Ούγγροι ξεσηκώθηκαν κατά των τυράννων τους και αποδύθηκαν σ’ έναν πεισματώδη και ηρωικό αγώνα, για να

κατακτήσουν την ελευθερία τους. Oι πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες της Ουγγρικής Επανάστασης ανήκαν στη γενιά, η οποία, στα νεανικά της χρόνια, είχε επηρεασθεί βαθιά από τον αγώνα των Ελλήνων. Προφανώς η φλόγα που είχε ανάψει το ελληνικό ’21 δεν είχε σβήσει – ούτε στην Ουγγαρία, ούτε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα η ουγγρική εξέγερση προκάλεσε αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ξεκίνησε για την Ουγγαρία, για να βοηθήσει τους επαναστατημένους Ούγγρους, αλλά συνάντησε πολλά εμπόδια στο ταξίδι και έφθασε όταν, λόγω της ρωσικής επέμβασης, οι τύχες της Επανάστασης είχαν πλέον κριθεί. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι αρκετά μέλη της ελληνικής παροικίας της Ουγγαρίας πήραν μέρος στα επαναστατικά γεγονότα και αγωνίστηκαν γενναία για την ελευθερία της θετής πατρίδας τους. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, αλλά και καθ’ όλη την ιστορία του ελληνικού κράτους, οι Έλληνες του εξωτερικού παραμένουν συνοδοιπόροι μας. Με συγκίνηση και τιμή γιορτάζω την ιστορική αυτή επέτειο των 200 χρόνων της ελληνικής παλιγγενεσίας μαζί με τον ελληνισμό της Ουγγαρίας. Το πρώτο κύμα Ελλήνων που έφθασε εδώ συνδέεται άρρηκτα με τον αγώνα για ελευθερία, αφού εξέχουσες μορφές του, αλλά και λιγότερο γνωστοί συμπατριώτες μας πρόσφεραν πολύτιμη στήριξη και συνδρομή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, συμβάλλοντας στην πραγμάτωση του πολυπόθητου ονείρου για ανεξαρτησία. Αλλά και στη συνέχεια, στα πρώτα χρόνια ίδρυσης του νεότερου ελληνικού κράτους στάθηκαν αρωγοί στις προσπάθειες για την εδραίωση και ανάπτυξή του. Το παράδειγμά τους επάξια ακολούθησαν και οι επόμενες γενιές Ελλήνων που έφθασαν σ’ αυτόν τον τόπο, οι οποίοι, κρατώντας ψηλά τα ιδανικά της πατρίδας, διέγραψαν πορεία προόδου, συχνά υπό αντίξοες συνθήκες, τιμώντας την Ελλάδα και κάνοντάς μας εθνικά υπερήφανους. Οι απανταχού Έλληνες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας που αναπτύσσεται, δημιουργεί, αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα τις προκλήσεις και ξεπερνάει κρίσεις. Η κήρυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αποτελεί κορυφαίο ορόσημο, καθώς διασφάλισε τη συνέχεια του Ελληνισμού, που πλέον μετράει πάνω από 4.000 χρόνια αδιάλειπτης ιστορίας. Η λαμπρή επέτειος των 200 χρόνων έρχεται σε μια δύσκολη εποχή για τη χώρα μας και για όλον τον κόσμο, λόγω της πανδημίας, αλλά φέρει μαζί ανάταση ψυχής και εφόδια για να συνεχίσουμε την ένδοξη πορεία μας ως έθνος και ως κράτους. Eυθύμιος Παντζόπουλος Πρέσβυς της Ελλάδας στη Βουδαπέστη

3


200 év a görög forradalom óta A görög forradalom meghatározó jelentőségű eseménynek számít, mivel hatása túlterjedt a görögségen: nagyszerű példaképpé vált Európa többi népe – köztük a baráti magyar nép – számára is, amelyek azután szabadságküzdelmeik során maguk is a helytállás és az önfeláldozás ragyogó, időtálló példáival szolgáltak. Részét képezte annak a liberális, forradalmi hullámnak, mely a XIX. század elején rázta meg Európát. Azonban, míg Európa többi részén e mozgalmakat aránylag gyorsan elfojtották, a görög felkelés – amely nem csupán a liberális forradalmak egyike, hanem mindenekelőtt nemzeti felszabadító mozgalom volt – végül győzedelmeskedett, megtörve a szentszövetségi reakció kontinensünkön 1815 óta uralkodó rendszerét. A görögök nemzeti küzdelmének meghatározó jelentősége egyrészt a harc rendkívül nehéz körülményeiben mutatkozik meg, másrészt eredményében, mivel első ízben jött létre egy független állam az Oszmán Birodalomtól elszakadt területen. Az oszmánok tartományaiban már korábban is számtalan felkelés tört ki, de a görög forradalom volt az első, amely a török iga maradéktalan lerázását, a nemzeti állam létrehozását tűzte ki célul – és ezt a célt el is érte. Ez a vívmány a remény üzenetét küldte az elnyomottaknak, megmutatva, hogy a lélekben mélyen gyökerező értékeket az évszázadok múlása sem képes elhalványítani. Az olthatatlan láng ébren tartásához, az iga alatt nyögő nemzet identitásának és a nyelvének megőrzéséhez, minden társadalmi csoport hozzájárult: egyháziak és világiak gazdasági helyzetüktől, foglalkozásuktól, társadalmi státuszuktól függetlenül. Melyik görög feledhetné el a klérus, az egyház olyan személyiségeinek nevét, mint Papaflesszasz, vagy az olyan hírneves harcosokat, mint Bubulina, Kolokotronisz, Athanasziosz Diakosz, vagy a diaszpóra olyan tekintélyes képviselőit, mint Adamandiosz Koraisz vagy az a Manto Mavrojenusz, aki egész hatalmas vagyonát a szabadságharc ügyére áldozta – és még oly sokakat, kiket megszámolni sem lehet. Az előkészületek jóval korábban elkezdődtek, a függetlenség vágya már a XVIII. század végén megfogalmazódik, amikor a Balkánon, mely csaknem teljes egészében oszmán uralom alatt áll, helyi felkelések sora tör ki. A görögök törekvése egy nemzeti állam megalapítására – a nemzeteszme – 1814-ben kezd alakot ölteni, mégpedig külhonban, az ogyesszai görög kolóniában, a Filiki Eteria (Baráti Társaság) megalakulásával. A felkelés – a harcosok hősiességén, és a görögöknek a több évszázados oszmán iga lerázására irányuló elszántságán túl – annak köszönhette sikerét, hogy óriási rokonszenvet és lelkesedést keltett a keresztény államokban, ahol sokan az antik Hellász újjászületéseként ünnepelték. Számos országban a görög ügyet támogató bizottságok jöttek létre. Figyelemre méltó, hogy az első külföldi állam, amely elismerte a forradalmi Görögországot, a távoli Haiti volt. A leghíresebb filhellén, minden kétséget kizáróan, a nagy angol költő, Lord Byron. Az így létrejött filhellén mozgalom fokozatosan rászorította számos állam, köztük nagyhatalmak, vezetőit, hogy megváltoztassák negatív hozzáállásukat a „bajkeverő” görögökhöz, és beleegyezzenek, még ha csak a göröglakta területeknek csak egy kis részén is, egy független görög állam létrehozásába. A görögök mozgalma visszhangra talált a Habsburg Birodalomban, így Magyarországon is. Természetesen az akkori politikai helyzet nagymértékben korlátozta a szolidaritás nyilvános kimutatását, és megakadályozta a szervezett segítségnyújtást a harcoló Görögországnak. Mindazonáltal a korabeli források – újságok, állami szervek jelentései, emlékiratok, levelezések – arról árulkodnak, hogy a magyar közvélemény nagy része hatalmas lelkesedéssel fogadta a híreket. Egy pesti kávéházban a görögök megsegítésére még egy „Magyar Légió” toborzását is megkísérelték, amit azonban a hatóságok közbelépése meg-

4

hiúsított. Tudjuk azonban, hogy minden akadály ellenére, több magyar filhellénnek sikerült eljutnia Görögországba, közülük egyesek az 1822-ben lezajlott petai csatában haltak hősi halált. Meg kell említeni, hogy ebben a csatában 19 ország filhellénjei harcoltak a görögök oldalán. A görög szabadságharc, az eseményekkel egyidejűleg, de még később is, számos magyar irodalmi alkotást ihletett. Berzsenyi Dániel (1776-1836), amikor hírét vette a navarinói ütközetnek (1827), megírta „Új Görögország” című költeményét, amely azonban a cenzúra miatt csak 1842-ben jelenhetett meg. Vörösmarty Mihály (1800-1855) műveiben több ízben is megénekli a görög forradalmárok tetteit, Honszeretet c. versében pl. ezt írja: „S kihűlt hamvából a dicső Göröghon újra kél, s felhozza régi hőseit e szikra fényinél.” Petőfi Sándor (1823-1849) a francia Béranger egy, a görög forradalomról szóló versét fordította le, Arany János (1817-1882) pedig Byron egy költeményét ugyanezen témáról. A sort még folytathatnánk. Majd’ harminc évvel később, 1848. március 15-én, a magyarok is felkeltek zsarnokaik ellen, és makacs, hősies harcba kezdtek, hogy kivívják szabadságukat. A magyar forradalom politikai és szellemi vezetői jórészt ahhoz a nemzedékhez tartoztak, amelyre, fiatal éveiben, nagy hatást gyakorolt a görögök küzdelme. A láng, melyet az 1821-es görög forradalom gyújtott meg, nyilvánvalóan nem hunyt ki – sem Magyarországon, sem másutt Európában. Az immáron szabad Görögországban a magyar forradalom szimpátiát és szolidaritást váltott ki. A nagy görög költő, Arisztotelisz Valaoritisz (1824-1879) még el is indult Magyarországra, hogy segítse a felkelt magyarokat, de az úton számos akadályba ütközött, és mire a közelbe ért, az orosz intervenció már eldöntötte a forradalom sorsát. Megemlítendő mindazonáltal, hogy a magyarországi görög diaszpóra számos tagja vett részt a forradalmi eseményekben és harcolt hősiesen választott hazája szabadságáért. Ahogy akkor, sőt a görög állam fennállása óta mindig, a külhoni görögök velünk voltak és ma is mellettünk állnak. Meghatottság vesz rajtam erőt, és megtiszteltetésnek tekintem, hogy a görög újjászületés 200. évfordulóját a magyarországi görögökkel együtt ünnepelhetem. Az ide érkezett görögség első hulláma elszakíthatatlanul összekapcsolódik a görög szabadságharccal, hiszen jeles személyiségei és kevésbé ismert tagjai is értékes erkölcsi és anyagi támogatást nyújtottak otthon maradt honfitársaiknak a forradalmi harc alatt, hozzájárulva a rég vágyott függetlenség megvalósulásához. De a továbbiakban is, az új görög állam alapítása utáni években, komoly segítséget nyújtottak annak megszilárdításához és fejlődéséhez. Példájukat méltó módon követték a görögök később ide került nemzedékei is, akik magasra tartva az óhaza eszményeinek zászlaját, gyakran kedvezőtlen körülmények között boldogultak és értek el eredményeket, tiszteletet keltve Görögország iránt és okot adva számunkra is, hogy büszkék legyünk rájuk. A világszerte élő görögök elválaszthatatlan részei Görögországnak, amely fejlődik, alkot, magabiztosan reagál a kihívásokra és leküzdi a válságokat. A nemzeti felszabadító háború meghirdetése rendkívüli jelentőségű mérföldkőnek bizonyult, mivel biztosította az immár 4000 éves megszakítatlan történelemre visszatekintő görögség kontinuitását. Nagyszerű forradalmunk 200. évfordulóját a járvány miatt számunkra és az egész világ számára nehéz időszakban ünnepeljük, ám ennek ellenére az ünnep lélekemelő hatással van ránk, és útravalóval lát el, hogy nemzetként és államként is tovább haladhassunk dicsőséggel szegélyezett utunkon.

Efthymios Pantzopoulos Görögország budapesti nagykövete


200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Χαιρετισμός του Πρέσβυ της Κυπριακής Δημοκρατίας Αντώνιου Θεοχάρους Φίλες και φίλοι, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 εναντίον του Οθωμανικού ζυγού σηματοδοτεί την αφύπνιση των πανανθρώπινων αξιών στη Βαλκανική χερσόνησο μετά από το βαθύ σκοταδισμό που επέβαλλαν οι Οθωμανοί – Τούρκοι σε όλους τους λαούς που είχαν κατακτήσει. Το εγχείρημα απόκτησης της ελευθερίας από τους προγόνους μας, το οποίο κατέληξε στην επιτυχή ανακήρυξη, του ασφυκτικά μικρού όμως σε γεωγραφικά σύνορα, Ελληνικού Κράτους, βασίσθηκε πάνω στους αιματοβαμμένους αγώνες και θυσίες των αγωνιστών της επαναστατημένης Ελλάδας, από τη Μαύρη θάλασσα μέχρι και την ανατολική Μεσόγειο. Ευρισκόμενοι μέσα στα γεωγραφικά όρια της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας των Αψβούργων, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στον εμπνευστή και ιδεολόγο της ελευθερίας των λαών της Βαλκανικής, Ρήγα Φεραίο, ο οποίος μαζί με τους συντρόφους του συνελήφθη από την Αυστρο-Ουγγρική Αστυνομία και παραδόθηκε στους Οθωμανούς το 1798, όπου και εκτελέσθηκαν, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια. Ανάμεσα στους 7 συντρόφους του Ρήγα Φεραίου ήταν και ο Κύπριος Ιωάννης Καρατζάς ο οποίος διέμενε στη Βουδαπέστη και είχε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα μέσα από την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στους αγώνες του Ελληνισμού για ελευθερία πάντοτε η Κύπρος ήταν και θα είναι παρούσα. Στα δίσεκτα χρόνια της πανδημίας που ζούμε σήμερα αλλά και της διαρκούς απειλής που αισθάνονται η Ελλάδα και η Κύπρος από το νεότερο Τουρκικό Κράτος, θα πρέπει να μας καθοδηγούν, προς επίτευξη των στόχων για ελευθερία, ανε-

ξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, οι παρακαταθήκες των αγωνιστών του 1821 για ενότητα και συλλογική προσπάθεια. Χρόνια πολλά σε όλους μας Αντώνιος Θεοχάρους

5


Ευαγγελία Τσαρούχα

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΥΓΓΑΡΙΑ “Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.” Οδυσσέας Ελύτης Το Μάιο του 1986 είχα πάρει μέρος στο Ε΄Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο που οργάνωσε η Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών. Στην ανακοίνωσή μου, η οποία δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του συνεδρίου (Αργοστόλι 1991) μεταξύ άλλων είχα γράψει: ...Γλωσσοπλάστης της ουγγρικής είναι και ο Φέρεντς Κιούλτσεϋ στην εποχή της μεταρρύθμισης και της εθνικής αναγέννησης, που έγραψε και τον εθνικό ύμνο της Ουγγαρίας, το 1823. Ποιητής με βαθιά μόρφωση που θεώρησε καθήκον του την αφύπνιση του έθνους του και έγραψε ποιήματα χαιρετίζοντας την ελληνική επανάσταση. “Γλώσσα και εθνική πρόοδος” ήταν τα συνθήματα της ουγγρικής μεταρρύθμισης, και λίγο αργότερα, “πατρίδα και ελευθερία” θα γράψει ο Σιάντορ Πέτεφι, του οποίου η ποίηση έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την ποίηση του Σολωμού. Ποίηση – έθνος – ανεξαρτησία είχαν συνδεθεί με το όνομα του Ούγγρου ποιητή. Και “Μήγαρις πως έχω άλλο τι στο νου μου παρέξ ελευθερία και γλώσσα;” διαβάζουμε στο Διάλογο του Σολωμού. Τα κοινά χαρακτηριστικά των δυο ποιητών και ο θάνατος του Σολωμού έδωσαν αφορμή να ασχοληθούν, έμμεσα, με τα ιδανικά του ελληνικού αγώνα Ούγγροι ποιητές και συγγαφείς. Ο Μορ Σέγκφου με τον τίτλο Ο Πέτεφι της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στο Λογοτεχνικό Περιοδικό της Πέστης (Az újgörög irodalom Petőfije. Szépirodalmi Közlöny 1857, okt.11, 1.) προσπάθησε να δώσει τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Σολωμού και το γιατί θεωρείται ο βάρδος του ελληνικού έθνους. Κλείνει το άρθρο της νεκρολογίας με τη μετάφραση της πρώτης στροφής της “Φαρμακωμένης”. Τα τραγούδια μου τα ‘λεγες όλα Τούτο μόνον δεν θέλει το πης, Τούτο μόνον δεν θέλει τ’ κούσης, Αχ! Την πλάκα του τάφου κρατείς! Στο ίδιο αυτό περιοδικό, στις 4 Οκτωβρίου 1857, δημοσιεύεται το διήγημα “Το κεφάλι του Γιορδάκη”, που το έγραψε ο γνωστός συγγραφέας του ουγγρικού ρομαντισμού Μορ Γιόκαϊ, ο οποίος ήταν νεανικός φίλος του Πέτεφι. Στο διήγημα ο Γιόκαϊ απεικονίζει τον ηρωικό αγώνα και την αυτοθυσία μιας ομάδας Ελλήνων στον καιρό της επανάστασης του ‘21.. Εκείνος όμως που πρώτος ασχολήθηκε φιλολογικά με τα έργα του Σολωμού, ήταν ο Ιβάν Τήλφυ, καθηγητής της Ελληνικής Έδρας, που θεωρείται ο πατέρας των νεοελληνικών γραμμάτων στην

6

Ουγγαρία. Το 1848 εκδόθηκε το βιβλίο του Πρακτική Αρχαία και Νεοελληνική Γραμματική, έγραψε πάνω από εκατό μελέτες για την νεοελληνική λογοτεχνία και μετέφρασε αρκετά ποιήματα. Το 1861 βρισκόταν στην Αθήνα και επιστρέφοντας στην Ουγγαρία, πέρασε από την Κέρκυρα όπου ένας φίλος του Σολωμού του χάρισε την πρώτη κρητική έκδοση του Πολυλά. Ο Τήλφυ ήδη το 1861 είχε γράψει για τον Σολωμό στη μελέτη του “Η ελληνική ποίηση στα νησιά της Ιονίας” (A hellén költészet a jóniai szigeteken, Szépirodalmi Figyelő 1861), ουσιαστικά όμως, έχοντας στα χέρια του την έκδοση του Πολυλά, η μελέτη που έγραψε και την εξέδωσε η Ακαδημία το 1871 (Solomos Dénes költeményei és a hétszigeti görög népnyelv) είναι η πρώτη επιστημονική ανάλυση του σολωμικού έργου. Ο Τήλφυ, ξεκινώντας απ’ τα έργα, μας σκιαγραφεί τη σταδιοδρομία του Σολωμού. Τονίζει ιδιαίτερα και με αρκετά πρότυπα αποσπάσματα, την σημασία των έργων “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”, “Λάμπρος” και “Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι”, χωρίς να λησμονεί τον σατιρικό Σολωμό και τις φιλοσοφικές του ιδέες, τη σχέση του με την αρχαιότητα. Αξιολογεί υψηλά το ύφος του Σολωμού, και ενώ ο ίδιος είναι οπαδός της καθαρεύουσας, αναγνωρίζει τον γλωσσοπλάστη Σολωμό. Ο μαθητής και διάδοχος του Τήλφυ στο Πανεπιστήμιο ήταν ο γλωσσολόγος και οπαδός της καθαρεύουσας Βίλμος Πετς, ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα συνοψίζει μέσα σε 30 σελίδες την πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στα πλαίσια της πρώτης παγκόσμιας ιστορίας της λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα ( Hellének. Újkor. In: Egyetemes irodalomtörténet, Budapest, 1903), όπου αναφέρεται μόνο ο


Ύμνος και τίποτα άλλο απ’ τα έργα του Σολωμού. Μετέφρασε όμως 16 στροφές του Ύμνου στο μέτρο του Σολωμού. Απ’ τους μαθητές του Πετς θα προχωρήσουν μπροστά εκείνοι που θα σταθούν σταθερά δίπλα στο κίνημα του δημοτικισμού. Μεταξύ τους ανυψώνεται ο δάσκαλος της ουγγρικής νεοελληνολογίας, ο Έντρε Χόρβατ, που έγραψε, πρώτα στα ουγγρικά (Szolomosz. Debreceni Szemle 9/1935), και μετά ελληνικά ( Ο Σολωμός. Εκδ. Οικ. Α. Κασαγόνη. Αθήναι-Αλεξάνδρεια, 1935) τη μελέτη του “Ο Σολωμός”. Ο Χόρβατ καταλήγει στο εξής : “Όλος ο καλλιτεχνικός του βίος, η αισθητική του θεωρία και η ποιητική του πράξη δεν είναι άλλο παρά υπεράνθρωπη πάλη για την πραγματοποίηση της τέλειας αρμονίας, ιδέας και μορφής… σύμφωνα με το αθάνατο πνεύμα”. Η διαπίστωση αυτή ηχεί και απ’ τα άρθρα που έγραψε ο Χόρβατ στην Παγκόσμια Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια, το 1933, (Világirodalmi Lexikon, szerk. Dézsi Lajos, Studium. Budapest, 1933. Cf. Horváth E.: Az újgörögök, 1943). Ο άλλος άριστος μαθητής του Πετς, ο Γκιούλα Τσέμπε, γράφει στην Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια του 1927 (Irodalmi Lexikon, szerk. Benedek Marcell. Győző Andor kiadása, Budapest, 1927), μεταξύ άλλων, για το Σολωμό: Θεωρείται ο πατέρας της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας, είναι δημιουργός – ορόσημο. Οι φιλόλογοί μας αναγνώρισαν το σολωμικό έργο. Το πλατύ αναγνωστικό κοινό χρειάζεται να διαβάσει τα έργα για να τα εκτιμήσει και να τα υπολογίσει. Όσο μεγάλος και να είναι ο δημιουργός, δεν αρκούν οι φιλολογικές μελέτες για να γίνει δημοφιλής. Θυμούμαι πολύ καλά τις αναλύσεις που μας έκανε στη δεκαετία του ‘60 ο διάσημος βυζαντινολόγος καθηγητής μας Γκιούλα Μοράβτσικ . Θαυμάσιες διαλέξεις σε μας τους 2-3 κλασσικούς φιλολόγους που ενδιαφερόμασταν για την νεοελληνική λογοτεχνία. Το ίδιο έκανε ο Χόρβατ δυο δεκαετίες νωρίτερα, καθώς μας διηγούτανε ο μαθητής του, ο ερευνητής της ελληνικής διασποράς στην Ουγγαρία, ο Έντεν Φούβες, που είχε γράψει το 1957 ένα σύντομο άρθρο για το Σολωμό (Dionisziosz Szolomosz. Könyvbarát 1957). Μαθητής του Χόρβατ ήταν και ο Λάσλο Γκάλντι, που απόδωσε σε σύγχρονη μετάφραση τις 16 στροφές του Ύμνου στον 4ο τόμο της Ανθολογίας της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας (Világirodalmi Antologia, szerk. Trencsényi-Waldaphel Imre, Budapest, 1956). Όμως έπρεπε να περάσουν εκατό χρόνια απ’ τη μελέτη του Τήλφυ για να πιάσει στα χέρια του το ουγγρικό αναγνωστικό κοινό την πρώτη, αν και μικρή συλλογή του Σολωμού. Ο Δημήτρης Χατζής σύνταξε μια νεοελληνική ανθολογία στην Ουγγαρία, που στις 1000 σελίδες της επιχείρησε να αγκαλιάσει τα κυριότερα έργα των ελληνικών γραμμάτων (Az újgörög irodalom kistükre. Európa Könyvkiadó, Budapest, 1971). Στους προλόγους του κάθε κεφαλαίου προσπάθησε να δώσει μια προσιτή σύνθεση της ιστορίας της λογοτεχνίας και, στα πλαίσια αυτά, θεωρεί καθοριστική τη σημαντικότητα του Σολωμού. Τονίζει την συναρμολόγηση της δημοτικής ποίησης, της παράδοσης της αναγέννησης και του διαφωτισμού, τον πρώτο νεοέλληνα δημιουργό παγκόσμιας σπουδαιότητας. Στην ανθολογία αυτή περιλαμβάνονται εκτός από τον Ύμνο στη μετάφραση του Γκάλντι, η ,,Γαλήνη,, στην απόδοση του ΄Αρπαντ Παπ, ,,Η Καταστροφή των Ψαρών,, και ,,Ο Πειρασμός,, από τους ,,Ελεύθερους Πολιορκημένους,, στη μετάφραση του Κάλμαν Σαμπό, αποσπάσματα απ’ το ,, Διάλογο,, και τη ,,Γυναίκα της Ζάκυνθος,, στην απόδοση της Κλάρας Σιούλλουσυ. Η γενιά αυτή των νεοελληνιστών και οι μαθητές της γενιάς αυτής, μαζί με τον φιλικό κύκλο μεταφραστών που δημιούργησε γύρω της, θα κατορθώσει να αναδείξει και να προβάλλει πολύτιμα την ελληνική λογοτεχνία στην Ουγγαρία, όπου έχουν εκδοθεί πάνω από 60 βιβλία. Σ’ αυτό συνέβαλε και η σύσταση του νεοελληνικού κλάδου στην ΄Έδρα της Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Βουδαπέστης, το 1975, όπου συνυπήρχε η διδασκαλία γλώσ-

σας και λογοτεχνίας, η επιστημονική έρευνα και τόσες άλλες δραστηριότητες, όπως μεταφράσεις, ή λογοτεχνικές βραδιές κ.α. Το 1988 εκδόθηκε το “Επίτομο ελληνο-ουγγρικό λεξικό” (Mohay András: Újgörög-magyar kéziszótár, Akadémiai Kiadó), το βιβλίο για την “Μυθιστοριογραφική τέχνητου Νίκου Καζαντζάκη“ (Szabó Kálmán: Kazandzákisz regényírói művészete, Akadémiai Kiadó), καθώς και το βιβλίο μου “Νεοελληνική γλώσσα για αρχάριους και προχωρημένους” (Caruha Vangelió: Újgörög nyelvkönyv kezdő és középhaladó csoportok részére, TIT Budapesti Szervezete). Το 1989 θα εκδοθεί η πρώτη στην ουγγρική γλώσσα “Ιστορία της βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας” που την γράψαμε τρεις απ’ την Έδρα, ο βυζαντιλόγος Ιστβάν Καπιτάνφι, ο Κάλμαν Σαμπό και εγώ, που μου έτυχε να γράψω το κεφάλαιο του διαφωτισμού και της εθνικής αναγέννησης, και έτσι να εκτιμήσω τον Σολωμό σε ιδιαίτερο κεφάλαιο (Kapitánffy István – Caruha Vangelió – Szabó Kálmán: A bizánci és az újgörög irodalom története. Gondolat Könyvkiadó, Budapest). Στην ανθολογία του Άρπαντ Παπ “Η τρελή ροδιά” (A bolond gránátalmafa. Újgörög költök antológiája. Móra Ferenc ifjúsági Könyvkiadó, Budapest, 1985) προσθέτονται ακόμα τρία λυρικά ποιήματα του Σολωμού, “Η αγνώριστη”, “Η Ψυχούλα” και “Η Τρελή μάνα” σε μετάφραση του Ντέζιου Τάντορι. Ο Κάλμαν Σαμπό είχε ήδη μεταφράσει τη “Γυναίκα της Ζάκυνθος” το 1982, και έγραψε μια αναλυτική μελέτη του έργου, η οποία δημοσιεύτηκε στα ουγγρικά (A költészet forradalma – a forradalom költészete. Dionisziosz Szolomosz: A zakinthoszi asszony. Filológiai Közlöny 29/ 1983). Η μελέτη αυτή ανακοινώθηκε στο Συμπόσιο νεοελληνιστών στη Λειψία το 1984 και εκδόθηκε στα γερμανικά. Ελληνικά δημοσιεύτηκε επεξεργασμένη στα Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου. Αργοστόλι. 1991, με τον τίτλο “Ο επαναστάτης της ποίησης, ο ποιητής της Επανάστασης. Διονυσίου Σολωμού: Η γυναίκα της Ζάκυνθος”. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Και αναδημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα στον Κάλμαν Σαμπό – Szabó Kálmán Emlékkönyv. Έκδοση της Αυτοδιοίκησης Ελλήνων Ουγγαρίας. Βουδαπέστη, 2000. Στη σειρά Τετράδια – Ζ, δημοσίευσα την ουγγρική μετάφραση του έργου συνάμα με τη μελέτη (Dionisziosz Szolomosz: A zakinthoszi asszony. Szabó Kálmán fordítása, kísérő tanulmányával. Z füzetek/20, Budαpest, 1991). Προσθέτω τις τελευταίες παραγράφους της μελέτης: “ Η γυναίκα της Ζάκυνθος, ο εχθρός της πατρίδας, στη φαντασία τιμωρείται. Και στην πραγμτικότητα. Όταν ο Σολωμός παραμέρισε την τελευταία επεξεργασία του έργου, ήδη οι μεγάλες δυνάμεις του καιρού βάζουν τάξη (οι βασιλιάδες, 4/19) στην απελευθερωμένη από τους Τούρκους Ελλάδα. Για τους Κολοκοτρωναίους και τους Μακρυγιάννηδες ανοίγουν οι πόρτες των φυλακών. Το καλό, μόνο στη φαντασία νικάει το κακό,

7


κι αυτό το ξέρει ο ποιητής. Ο ποιητής όμως αισθάνεται πως χρειάζεται μια αισιόδοξη σύνθεση που να δείχνει τον ηρωισμό του λαού και να τον παρακινεί και να τον ενθουσιάζει. Και να η ηρωική Έξοδος του Μεσολογγιού. Και δεν είναι τυχαίος ο στοχασμός του στο Β΄Σχεδίασμα των Ελεύθερων πολιορκημένων ,,Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα. Θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδος μεγαλείο… και θα ‘σαι ευτυχισμένος,,. Ευτυχισμένος, γνωρίζοντας την ταυτότητα του έθνους, με την έννοια ,,Όπου κι αν πάω, η Ελλάδα με πληγώνει,, του Σεφέρη. Συμφωνώντας με τον Αυγέρη, τη Γυναίκα της Ζάκυνθος και μεις τη σχετίζουμε με την Επανάσταση και τις κεντρικές έννοιες, που εμπνέουν τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Αλλά και κάτι παραπάνω: ένα επαναστατικό σε μορφή και περιεχόμενο ποιητικό μήνυμα της Επανάστασης. Ένα αριστούργημα, που και είχε την τύχη της μη πραγματοποίησης των αρχικών στόχων του ‘21, παρανομιαζόμενο και απόκρυφο, παρεννοούμενο και όμως εμπνευστικό για νέα αριστουργήματα, απεικονίζοντας την πικρή πραγματικότητα, και απονέμοντας δικαιοσύνη – αν και στη φαντασία – στην Πατρίδα, στην Ελλάδα των Μεσολογγίτισσων. Γι αυτό λοιπόν, τον Σολωμό δεν τον εκτιμούμε μόνο για τη συνθετική του ικανότητα, αλλά τον θεωρούμε πρόδρομο της σύγχρονης ποίησης και αγωνιστή της ιστορικής αλήθειας. Επαναστάτη της ποίησης και ποιητή της Επανάστασης.” Μόλις είχε ήδη συσταθεί η Αυτοδιοίκηση Ελλήνων Ουγγαρίας το 1995, που πρώτη μέριμνά της ήταν η αναμόρφωση και η καλλιέργεια της διδασκαλίας της γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, όταν ο Κώστας Σούλας πρότεινε στο σώμα να αρχίσουμε την έκδοση βιβλίων με κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας για την ενίσχυση αυτού του σκοπού. Ο πρόεδρος της Αυτοδιοίκησης Γιώργος Τζιντζής, ο αντιπρόεδρος Θεόδωρος Σκεύης και η πρόεδρος της Αυτοδιοίκησης

Βουδαπέστης Άννα Αλευρά μου ανέθεσαν την ανθολόγηση και επιμέλεια αυτών των βιβλίων. ΄Έτσι εκδόθηκε το πρώτο δίγλωσσο βιβλίο της Αυτοδιοίκησης: ”Η Μάγια. Ανθολόγιο για παιδιά και νέους“. Στη μνήμη του νεοελληνιστή Κάλμαν Σαμπό. (Csillagvarázs. Újgörög versek és prózaírások fiataloknak. Szabó Kálmán neogrecista emlékére. Válogatta, szerkesztette, az előszót és az életrajzi jegyzeteket írta Caruha Vangelió. Görög Országos Önkormányzat, Budapest, 1996). Στη συλλογή αυτή θα απολαύσουμε και δυο ποιήματα του Σολωμού: “Εις Φραγκίσκα Φραίζερ” και την “Ξανθούλα” . Στη μετάφραση του Κάλμαν Σαμπό και Ντέζιου Τάντορι. Στο επόμενο δίγλωσσο βιβλίο: Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, Ελληνικά ποιήματα από την αρχαιότητα ως σήμερα (Örökségem a görög nyelv. Görög versek az ókortól napjainkig. Válogatta, szerkesztette és az életrajzi jegyzetek írta Caruha Vangelió. Görög Országos Önkormányzat, Budapest, 2002), όπου – στο εξώφυλλο έχουμε τον Ύμνο με τις νότες του Μάντζαρου –, υπάρχουν “Η καταστροφή των Ψαρών”, “Ο Πειρασμός, από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους” και “Η προφητεία απάνου στο πέσιμο του Μισολογγιού από την Γυναίκα της Ζάκυνθος”, μεταφρασμένα από τον Κάλμαν Σαμπό. Στο βιβλίο για μαθητές του Δημοτικού σχολείου της 4ης – 5ης γενιάς της ομογένειας, το πρώτο ανάγνωσμα είναι το ποίημα του Σολωμού “Η καταστροφή των Ψαρών” (Ευαγγελία Τσαρούχα – Καλλιόπη Μαρία Νάγκι: Ελληνική γλώσσα για μαθητές του Δημοτικού. Αρχικό επίπεδο επανένταξης. Caruha Vangelió – Nagy Kalliopé Mária: Görög nyelv általás iskolásoknak. Kezdő reintegrációs szint. Groatca Kiadó. Budapest, 2015.) Το βιβλίο Λαογνωσίας για τους μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης περιλαμβάνει κείμενα από τις απαρχές της ελληνικής λογοτεχνίας ως σήμερα. Δεν είναι δίγλωσσο, αλλά περιέχει και μεταφράσεις. (Αλκυόνη Νάγκι – Αντιγόνη Σαμπό Νάγκι: Κείμενα Λαογνωσίας για τη Μέση Εκπαίδευση. Nagy Alkioné Klára – Nagyné Szabó Antigoné: Görög népismeret – szöveggyűjtemény középiskolások részére. Groatica. Budapest 1915). Η 18η ενότητα (σελ. 119-135) είναι αφιερωμένη στα έργα του Σολωμού: αρχίζει με απόσπασμα απ’ το “Διάλογο”, συνεχίζει με τον ”Ύμνο”, συμπληρώνοντάς τον με τις στροφές για το Μεσολόγγι , στη μετάφραση της Αντιγόνης Νάγκι, και μετά ακολουθούν τα τρία σχεδιάσματα των ”Ελεύθερων Πολιορκημένων”, με μερικές μεταφράσεις ενδιάμεσα του Κάλμαν Σαμπό και της Αντιγόνης Σαμπό. Η ενότητα τελειώνει με το “Κεφάλαιο Ι. Της Γυναίκας της Ζάκυνθος”. Στη μετάφραση του Κάλμαν Σαμπό. Τη μετάφραση αυτή μπορείτε να την απολαύσετε στο βιβλίο: 1821-2021. A görög szabadságharc 200. évfordulójára – Ζήτω η 200ή επέτειος της ελληνικής επανάστασης!, το οποίο πρόσφατα εκδόθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο, όπου συμμετέχω στη συγγραφή του έργου με την Απήχηση της επανάστασης στην ελληνική λογοτεχνία. Τελειώνοντας ας προσθέσω πως ο Σολωμός μπορεί και πρέπει να γίνει προσιτός στο πλατύ κοινό του καιρού μας, σ’ αυτό μπορεί να βοηθήσουν και οι άλλες τέχνες, όπως βοήθησαν στο Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι – στη γιομάτη νέους θεατρική αίθουσα της Βουδαπέστης, στις 19 Απριλίου 1986 – η μουσική του Μαρκόπουλου και η χορογραφία του Μιχάλη Πατσιόρα. Κι αυτό θα το πετύχουμε αν έχουμε στο νου μας και τα λόγια του ποιητή: Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οδυσσέας Ελύτης

8


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ 88. Πήγες εις το Μεσολόγγι Την ημέρα του Χριστού, Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι Για το τέκνο του Θεού. 89. Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας Η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό, Και το δάκτυλο κινώντας Όπου ανεί τον ουρανό. 90. Σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά Και φιλώντας σου το στόμα Μπαίνει μες την εκκλησιά. ΟΙ ΕΛΕΎΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΈΝΟΙ. Σχεδίασμα Α΄. (απόσπασμα) Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω, κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει, ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι, αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό, εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι, και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου για να κάνω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιξε κι’ εσβηνότουνε, και μια φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε: Το χάραμα επήρα Του ήλιου το δρόμο, Κρεμώντας τη λύρα Τη δίκαιη στον ώμο, Κι απ’ όπου χαράζει Ως όπου βυθά, Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, Σχεδίασμα Β΄. (απόσπασμα) 1. Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει, Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτι η μάνα μνέει, Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: ,,Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’έχω γω στο χέρι; Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.,,

Σχεδίασμα Γ΄. (απόσπασμα) 1. Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, Κι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρη’ έχουν τα μάτια, Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος, Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια (Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε! Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει, Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου, Κι’ ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω. Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι. 13. Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. Ευαγγελία Τσαρούχα

9


A nagyhatalmak és a görög szabadságharc A görög szabadságharc idején közel egyforma súllyal esett latba Oroszország, Nagy-Britannia és Franciaország tevékenysége. A helyi görög vezetők, felismerve egy esetleges külföldi beavatkozás döntő jelentőségét, valamelyik nagyhatalom szövetségét keresték. Az ún. orosz „párt”, JoanniszKapodisztriasz Görögországba érkezésével elnökké választásával jött létre. A francia orientáció vezetője Joannisz Kolettisz volt, aki francia származású királyt szeretett volna görög trónra ültetni. A brit „párt”, Alexandrosz Mavrokordatosz vezetésével, különösen kedvező helyzetben volt. A brit hajóhad, a Földközi-tenger ura eldönthette volna a görög felkelés sorsát. A brit görögbarátok pedig fáradhatatlanul dolgoztak a görög ügyért. Görögország stratégiai fontossága, a sok görög sziget európai jelentőségű kérdéssé avatta a görög területek fölötti ellenőrzést. A nagyhatalmak közül a Habsburg Monarchiát és Poroszországot csak nagyon távolról érdekelte a régió sorsa. Nagy-Britannia, Franciaország és Oroszország számára viszont nagy tétek forogtak kockán, fontos volt ez a terület. A három állam közül a földközi-tengeri hajózást uraló Nagy-Britannia rendelkezett a legkedvezőbb lehetőségekkel a görög ügyek befolyásolására. Franciaország inkább az erőegyensúly fenntartására törekedett a Földközi-tenger medencéjében, de befolyásos hívei voltak Görögországban is. A francia kormány szoros kapcsolatban állt Muhammad Alival és Egyiptomot is támogatói között tartotta számon. Korábban Oroszország volt a legnagyobb befolyással rendelkező hatalom, főként a közös ortodox vallásnak, valamint az oszmán ügyekben való igen tevékeny részvételének, beavatkozásainak tulajdoníthatóan. Amikor 1821-ben megkezdődött a felkelés, egyik nagyhatalom sem volt igazán felkészülve nemzetközi válságra Keleten. Nagy-Britannia az Oszmán Birodalom fennmaradása mellett szállt síkra. Metternich rendkívül ellenségesen szállt szemben mindenfajta forradalmi tevékenységgel, és védelmezni kívánta a szomszédos Oszmán Birodalom területi épségét. Nézete szerint a felkelés veszélyes forradalmi kihívás volt a legitim uralkodó ellen, és félt, hogy ez hatással lesz, példaként szolgálhat az olaszországi, németországi és spanyolországi mozgalmakra, amelyeknek elnyomására mindent elkövetett. A görögországi történések szerinte az orosz térnyerésnek kedveztek, és olyan konfliktusokat okozhatnak, amelyek veszélybe sodorhatják az európai status quo-t. Az orosz reagálás kétféle volt. I. Sándor gyűlölte a forradalmi megmozdulásokat. De Oroszországnak szerződései voltak a Portával a dunai fejedelemségek kormányzásáról, vagy a szerb önkormányzatiságról, és bizonyos – önként is vállalt – kötelezettségei is voltak a balkáni ortodox keresztényekkel szemben. Az oszmán kormány figyelmét mindenesetre felhívta a vétkes lázadók megbüntetése és az ártatlan keresztények megbüntetése közötti különbségre. Ráadásul a Porta intézkedései gátolták az orosz kereskedelmi tevékenységet. Európa többi országába irányuló orosz gabonakereskedelem jelentős részét orosz lobogó alatt közlekedő görög hajók bonyolították. A felkelés nemcsak veszélyessé tette a tengeri közlekedést, de az oszmán hatóságok kezdték akadályozni az orosz hajórakományokat a török tengerszorosokon. Ezenkívül Oroszország a Kaukázus ügyében is konfliktusba keveredett az oszmán kormánnyal. Sándor cár a Portával fennálló vitás kérdések ellenére sem akarta, hogy a válság háborúba torkoljon. Nem törekedett az

10

Oszmán birodalom feldarabolására, és nem kívánta e birodalom nagyfokú meggyengülését se. Azt is jól tudta, hogy nem léphet fel erélyesen más érdekelt államokkal való konzultáció nélkül. Minden ilyen intervenció ugyanis oroszellenes európai koalíció megalakulását vonhatta maga után. Katonai lépésekre tehát nem került sor. Az orosz vezetés a tárgyalások útját választotta, és a többi nagyhatalommal egyetértésben cselekedett. Az orosz politika alapjában véve a régi maradt: a dunai fejedelemségek mintájára, oszmán szuverenitás alatt működő balkáni államformátumok megalakítását pártolta s e balkáni államocskák fölött orosz védnökséget igyekezett vállalni. Az oroszoknak nem volt céljuk a Görögország feletti uralom. Oroszországot sokkal jobban érdekelték a dunai fejedelemségek, Szerbia és a kaukázusi régió. Ezekről a kérdésekről az oroszok többnyire kizárólag a Portával tárgyaltak, a görög ügyekben viszont kénytelenek voltak együttműködni a többi érdekelt nagyhatalommal. Időközben a brit kormányra nagy nyomást gyakorolt a filhellén közvélemény, amely a görög forradalom támogatását követelte. A brit kormánynak természetesen megvolt a gyakorlati oka is a beavatkozásra. A görög események veszélyeztették, kárt okoztak a földközi-tengeri angol kereskedelemnek. Ráadásul Nagy-Britannia tartott attól, hogy ha nem cselekszik, akkor Oroszország egyedül dönti el a kérdést. A britek lassan mozdultak. 1823-ban elismerték a forradalmárokat hadviselő félnek, javítva ezzel jogi helyzetüket a hadviselésben és a diplomácia terén. A brit magatartásban kicsit később, és akkor állt be a jelentős fordulat, amikor az egyiptomi hadsereg megindult Kréta és Peloponnészosz meghódítására. Az elhúzódó görögországi harcok miatt II. Mahmud szultán ugyanis, 1824-ben egyiptomi helytartójától, Muhammad Ali pasától, Egyiptom és Szudán igazi urától kért segítséget. Ez utóbbi pedig (megkérve az árat: fiának Krétát, magának pedig Peloponnészoszt) elsőszülött fiát Ibrahim pasát küldi kb. 20 000 katonával Kréta és Peloponnészosz ellen. Ez a lépés azonban felborította a hatalmi egyensúlyt a Földközi-tengeren, mégpedig a britek rovására. 1825. november közepén, meghal I. Sándor cár. Fivére, I. Miklós követte a trónon, aki a vitás kérdésekben elődjénél sokkal keményebb magatartást tanúsított a Portával szemben. Ragaszkodott hozzá, hogy az oszmánok tartsák tiszteletben az oroszok érvényes szerződésekben foglalt, a balkáni ortodox keresztényekre vonatkozó jogait, de a konkrét görög kérdésben ő is a nagyhatalmakkal folytatandó együttműködést szorgalmazta. 1826 áprilisában, Szentpéterváron, I. Miklós koronázási ünnepségének idején megkötötték a szentpétervári egyezményt Nagy-Britanniával, amelyben a két állam igényt formál arra, hogy közvetítőként léphessen fel a görög konfliktus rendezése érdekében. A cél egy autonóm állam megteremtése volt, de a megalakítandó állam határait még nem jelölték ki. A Habsburg Birodalom nem vett részt ezeken a megbeszéléseken, számára szinte érdektelen volt ez a terület, Franciaország azonban 1827 júliusában bekapcsolódott a tárgyalásokba. Párizs nem engedhette meg magának, hogy kimaradjon a Földközi-tengert érintő ügyek megtárgyalásából. A görögök elfogadták a közvetítést, a Porta azonban nem. A nagyhatalmak ekkor olyan lépésre szánták el magukat, amely nagyban segítette a görögöket: a három állam hadihajóiból álló flotta segítségével tengeri blokádot vontak az Egyiptomból Peloponnészoszra irányuló katonai és utánpótlás útvonalak elvágására. Ilyen helyzetben szinte elkerülhetetlen volt egy nagyobb incidens. 1827 októberében a szövetséges haderő behatolt a Navarino-öbölbe, ahol a török-egyiptomi flotta (kiegészülve tuniszi hajókkal is) horgonyzott. Az oszmán flottát megsemmisítették, több mint nyolcezer – döntően görög származású


– ember veszett oda. (Az oszmán tengerészek nagy része görög nemzetiségű volt, a lakosság görög részéből került ki ugyanis a flotta legénységének legnagyobb hányada). A navarinoi katasztrófa heves reagálást váltott ki Konstantinápolyban. A flottát olyan hatalmak semmisítették meg, amelyek nem voltak hadiállapotban a Portával. Az Oszmán Birodalom mindhárom hatalommal megszakította a diplomáciai viszonyt, de a fő ellenségnek Oroszországot tekintette. Felmondta az 1826 októberében kötött akkermani egyezményt és szent háborút hirdetett Oroszország ellen. (Az akkermani egyezményben állapodtak meg az ázsiai határokról, valamint a kereskedelmi konfliktusok rendezéséről. S ami igen fontos volt a balkáni államokra nézve, ennek az egyezménynek két különálló rendelete szabályozta Havasalföld és Moldva valamint Szerbia ügyeit is). A tényleges harcok azonban csak 1828 áprilisában kezdődtek, amikor az orosz csaptok átlépték a fejedelemségek határait. Az orosz-török háborúnak az 1829 szeptemberében megkötött drinápolyi békeszerződés vetett véget. Az orosz vezetés tudta: nem tud (és ezért nem is akart), olyan rendezést kierőszakolni keleten, amely más érdekelt kormányok ellenállását, nagyfokú ellenérzését váltotta volna ki. Jól tudták, hogy csapataik nem foglalhatják el tartósan Konstantinápolyt, még akkor sem, ha módjukban áll bevenni a várost. Céljaik tulajdonképpen (kicsit kiszélesítve az orosz prioritásokat) az akkermani szerződésben foglaltak érvényesítése volt, hiszen ezeket a Porta egyszer már elfogadta. Nem törekedtek tehát az Oszmán Birodalom megsemmisítésére vagy szétdarabolására; inkább olyan helyzetet próbáltak elérni, hogy belülről tudjanak irányítani, hogy az Oroszország rendelkezzen elsőrendű befolyással a szultáni tanácsra, annak döntéseire. (Az elkövetkező években Oroszországot valóban jobban érdekelte a Porta védelme. Néhány évvel később, 1833-ban például, amikor az egyiptomi Muhammad Ali franciák által kiképzett és nagyrészt felfegyverzett katonái hallgatólagos angol jóváhagyással elindulnak Konstantinápoly ellen, az örök ellenség Oroszország hadiflottája érkezik meg a város alá, meghiúsítva ezzel az akció sikerét). Ennek a módosult politikának megfelelően voltak tehát mérsékeltek a drinápolyi békeszerződés feltételei. Oroszország megkapta a Duna-deltát és bizonyos területeket a Kaukázus vidékén. Kártérítésre ítélték az Oszmán Birodalmat és megerősítették az akkermani szerződést. A X. cikkelyben pedig a Porta beleegyezett Görögország autonóm státuszába. A szerződés előírta továbbá a török tengerszorosok megnyitását az orosz kereskedelmi hajók előtt és garantálta a szabad kereskedelmet birodalom szerte. Oroszország tehát egyedül tárgyalta meg a Portával a fejedelemségek és Szerbia ügyeit és csak ezután társult a szövetségeseivel, hogy közös megegyezéssel rendezzék a számukra igencsak érzékeny görög helyzetet. Az 1828-29-es orosz-török háború kezdetén a görög ügyek rövid időre háttérbe szorultak a nemzetközi diplomáciában. Ám minthogy az oszmán hadsereget szinte teljes egészében lekötötte az orosz invázió, a nyugati hatalmak elérkezettnek látták az időt és alkalmuk is nyílt a görög ügy rendezésére. A nyugati beavatkozás az oszmán és az egyiptomi katonai fölény megszüntetésében, valamint az stabil görög kormány megalakítását célzó tervekben öltött testet. Muhammad Ali, nyugati nyomásnak is engedelmeskedve 1828 augusztusában beleegyezett, hogy kivonja az egyiptomi csapatokat Peloponnészoszról. Francia hadsereg foglalta el az egyiptomiak helyét, más görög területekre pedig brit tiszteket és legénységet küldtek.

Időközben, röviddel görög földre érkezése után, 1828 februárjában Kapodisztriasz megalakítja Görögország első kormányát. Kapodisztriasz megkísérelt ugyan egy stabil kormányzatot létrehozni, kapcsolatokat kiépíteni és tárgyalni, mindez azonban nem vezethetett eredményre. A brit politika a cár külügyminiszterét látta benne, akiben nem szabad megbízni. Hasonlóan görög ellenfelei is, a francia és a brit párt, azonnal oroszpártinak bélyegezte, aki az orosz befolyást segíti elő. Meggyilkolását követően (1831. október 9-én egy olyan család – Mavromihalisz – állt bosszút rajta, amelynek több tagját is bebörtönöztette) egy triumvirátus (Avgusztinos Kapodisztriasz – a meggyilkolt elnök testvére, Kolokotronisz és Koletisz) próbált úrrá lenni az anarchián, ám ők sem tudták, képtelennek bizonyultak irányítani az országot. Oroszországot, Franciaországot és Nagy-Britanniát pedig arra ösztönözte a görög forradalmi hadak kudarcsorozata és a polgári vezetők sok sikertelen kísérlete a stabil, tartós kormányzás biztosítására, hogy átvegyék az irányítást és maguk döntsenek a görög kérdésben. A nagyhatalmak felismerték tehát azt, hogy az egyik legnehezebb kérdés Görögországban a stabil kormányzat létesítése. Mivel a viszálykodó görög „frakciók” nem tudtak megegyezni egy hazai jelölt személyében, a nagyhatalmak úgy döntöttek, hogy külföldi fejedelem kerüljön Görögország élére. A tárgyalások ezen végső szakasza éppen ezért görög résztvevők nélkül zajlott. (A legnépszerűbb jelölt Leopold Saxen-Coburg volt, őt a britek szemelték ki, a főherceg azonban elutasította a jelölést. Később Belgium trónját foglalta el.) Az 1830. február 3-án a Londonban aláírt szerződés („protokoll”) tartalmazta a modern görög állam megalakulásához szükséges legfontosabb megegyezéseket. Először: a három nagyhatalom megállapította a létrejövendő ország határait– először két folyó: nyugaton Aszpropotamos (Acheloosz) és északon Szperchiosz mentén húzták meg a határt. Ezt később, Konstantinápolyban, majd ugyanabban az évben – 1832 augusztusában – Londonban aláírt szerződésben pontosítják. Kisebb területeket juttattak Görögországnak és nagyjából az Arta-Volosz vonalon húzzák meg a határt. Másodszor: a nagyhatalmak döntöttek az autonómia vagy függetlenség kérdéskörben. Nagyjából a britek nyomására határozták el, hogy inkább független, mint autonóm állam létesítéséről lesz szó. A brit diplomácia nagyon is tartott attól, hogy egy új Konstantinápolyhoz kötődő autonóm államban az orosz érdekek fognak inkább érvényesülni. Úgy vélték ez kevésbé valószínű, ha Athén és Konstantinápoly között megszakad minden kapcsolat. Az orosz kormány kezdetben az autonómiát pártolta (a drinápolyi békeszerződésben is ez szerepelt), de végül elfogadta az új rendezést. Harmadszor: érdekeik megvédése céljából a három hatalom magát nevezte ki az ország protektorainak, avagy garantálóinak. Negyedszer pedig: döntöttek az államforma kérdéséről is. Minthogy az államforma királyság lett (másra gondolni sem lehetett), uralkodót kellett találni. Ez sem ment könnyen, mivel mindegyik újdonsült protektor beleegyezésére volt szükség. Végül 1832-ben I. Lajos, filhellén, bajor király másodszülött fiát, Ottót nevezték meg a hatalmak. Az új uralkodó, aki kinevezésekor mindössze tizenhét esztendős volt, 1833 februárjában érkezett Görögországba. Felvette az Othon nevet, saját nevének görög változatát. A frissen felállított „bajor” államgépezetben csekély volt a görög részvétel. A térképen megjelent tehát a modern görög állam, létrejött a független Görögország, de messze nem abban a formában, ahogy a görögök ezt korábban megálmodták, és amiért síkra szálltak.

Dr. Dzindzisz Jorgosz történész, tudományos főmunkatárs

11


„Alexandrosz Ypszilantisz 1821-ben megindított görög szabadságharca idején Európa minden művelt személyisége filhellén volt!”

Interjú dr. Diószegi György Antallal, művelődéskutatóval az 1821-es görög forradalom jelentőségéről – Mi indított a görögség történeti kutatásának az irányába? – A kutatásaim megkezdése során a családi gyökereim jelentették az alapot: anyai ági felmenőim között a XVII–XIX. századi tokaji görög Papademosz/Szerviczky-, Karátsonyi- és Demeczky- családok tagjai is fellelhetőek. Oldalági rokonságban állok (többek között) a méltán nevezetes pesti görög Takiadzisz/Takátsy- és Vikelasz/Bekella-családokkal is. Nagybátyám oltotta lelkembe a tokaji görög elődeink emlékét: 14 éves koromban, 1976 nyarán ő vitt el életemben először Tokajba, ahol büszkén mesélt a görög kompániáról a görög ősünk síremlékénél az általuk felépített görög templomnál. Magyar őseim filhellén érzülete körében pedig fontos utalnom arra, hogy számukra a görög műveltség alapvetést jelentett a családi és az iskolai neveltetésük által! Édesapám, Diószegi György (1936–2005) okleveles gépészmérnök, főiskolai tanár az ókori görög filozófia szerelmese volt: az ő kezdeményezésére az érettségim előtti évben, 1980 nyarán (az akkor még a Magyar Nemzeti Múzeumban működő Országos Széchenyi Könyvtárban) kezdtem meg művelődéskutatói munkámat. Nagy örömöt jelentett számomra „A bölcsesség szeretete” (Bp., 2006.) címet viselő közös könyvünk megszületéséhez vezető folyamat, mivel ez fontos alapot jelentett a további művelődéskutatói munkámhoz. 1981 óta publikálok (pl. Tokaj és Hegyalja, Agora, Ellinizmosz, Isztrosz, Ethnica, Partium, Széphalom, Tokaji Hírek, Lovas Nemzet). 1994 óta tudatosan meghatározott szempontok szerint kutatom és publikálom a magyarországi görögök XVII–XIX. századi sorstörténetét: a Kárpát-medence mintegy 70 városa, települése régi görög örökségét ismertettem az eddig megjelent írásaimban. A magyarországi görögség történetének kutatása terén végzett munkámban a magyar-görög nemzetbarátság adalékainak feltárását tekintem fő célomnak. Ennek jegyében születtek meg (többek között) „A magyarországi Papadémosz-akta … (1658–1963)” (Budapest, 2009.) és az „Adalékok az 1848–49. évi dicsőséges magyar szabadságharc tisztikara görög eredetű hőseinek arcképvázlatához” (két kiadás: Bp., 2008., 2010.) címet viselő könyveink, melyeket leányommal, Krisztinával társszerzőségben írtunk meg. Az első könyv megszületésében Vaszilisz Angelidisz, „A Görög Kultúráért Alapítvány” elnöke játszotta a legfőbb szerepet, aki rávett arra, hogy menjünk el 2008 szeptemberében a XVII. századi görög őseim szülőföldjére, Szervia városába. Hatalmas és megújító élmény volt! – Ebben az évben ünnepeljük az 1821es görög szabadságharc 200. évfordulóját. Véleményed szerint mi a jelentősége ennek a nagyszerű eseménynek az új generáció számára?

12


– Alexandrosz Ypszilantisz és az 1821-ben megindított görög szabadságharc egyetemes jelentőségéről méltó módon megemlékezni a 200. évforduló jegyében különleges művelődéskutatói élményt jelent! Évek óta kutatom ezen történelmi korszak emlékeit, ami egyben a filhellén magyar és hungarofil görög kapcsolatok értékvilágában is hatalmas jelentőséget képvisel. Két évszázaddal ezelőtt a kontinensünk legegyetemesebb értéktára a filhellénizmus volt, ami a klasszikus műveltség legfőbb fokmérőjeként valójában hidat teremtett a különféle nemzetek legkiemelkedőbb tudósai és közéleti személyiségei között. A magyarországi görögség különlegesen jelentős helyzetben van ezen történelmi örökség felmutatásában! E tárgykörben igen fontos, hogy a második diaszpóra görögsége ma is jó szívvel gondol a magyarság befogadó aktusára, melyet az is fényesen mutat meg, hogy 2006-ban a magyarországi görögök kiadták a „Köszönjük Magyarország” címet viselő impozáns könyvet. Ebben a munkában meghatározó és kimagasló szerepet töltenek be napjaink görög nemzetiségi önkormányzatai és egyesületei (pl. Kariatidák). Tisztelet és köszönet illeti mindazokat, akik cselekvő módon vesznek részt a hagyományőrzésben, melyeknek célja a görögség összetartó erejének megőrzése! A történelem lényege a nemzedékeken átívelő értéktári örökség megőrzése, átélése és felmutatása. Európa XXI. századi nemzedékei számára a görög műveltség ismerete, a filhellénizmus újrateremtése hatalmas lehetőség; hiszen a humanizmus egyetemes üzenetét hordozó műveltségről van szó. Úgy érzem, hogy napjaink számos kérdésköre terén a humanizmus értékvilága jelenti a legméltóbb megközelítést a válaszok keresésében. Ez igaz a hétköznapok, a magánélet, a közbeszéd, a művészet, valamint (sok mással együtt) a történelmi világkép területein is. – Az idei emlékévben milyen írásaid megjelenése várható az 1821-es görög szabadságharc legkiemelkedőbb hősei bemutatása céljából? – A legmagasabb szintű csodálat él bennem Alexandrosz Ypszilantisz különleges jelleme iránt, hiszen e görög szabadsághős és a „Szent Csapat” olyan küzdelmet vállalt föl, ami

a nemzetközi helyzet alapján valójában nem sok reménnyel kecsegtetett. De a lelkesítő korszellem és a görög nemzeti áldozatkészség, valamint a rengeteg véráldozat révén csodával határos módon megszületett a független Görögország. Európa szabadságeszményt megtestesítő vitézségi értéktárában Alexandrosz Ypszilantisz és a „Szent Csapat” különleges helyet képvisel! Ezt egyetemes szinten is indokolt felmutatni 2021-ben! Igen nagy örömet okozott számomra, amikor 2020 márciusában Elefteria Thomaidu felkért „Az 1821-ben megindított görög szabadságharc egyetemes jelentősége” címet viselő könyv megírására. A görög fordítás Sztefopulosz Vaszilisz érdeme. Igen fontos azt is hangsúlyozni, hogy a XIII. kerületben Szabó Kálmán és Dimitriosz Hadzisz emléktáblái a magyar-görög barátság kiemelkedő voltára mutatnak rá! „A bizánci irodalom kistükre. Antológia.” (Budapest, 1974.) címet viselő mű megszületésében Dimitriosz Hadzisz kiemelkedő munkát végzett. E könyv méltó folytatását jelentette Kapitánffy István, Caruha Vangelio és Szabó Kálmán 452 oldalas kötete, ami „A bizánci és az újgörög irodalom története” (Bp., 1989.) címet viselte. Bízom abban, hogy a fenti nagy műveltségű szerzők által képviselt minőségi történelemszemlélet nyomdokain haladva számos jelentős könyv fog majd megszületni a mostani évtizedben a filhellén értékrend jegyében! Immár negyven éve publikálok, és igen különleges élményt jelent a számomra az, hogy éppen ebben az esztendőben, 2021ben már eddig is több írásom jelent meg az 1821-es görög szabadságharc egyetemes jelentőségéről (pl. a Lovas Nemzet márciusi számában). E körben igen jó érzés arra is utalnom, hogy érettségi előtt álló gimnazistaként (még 19 éves sem voltam), amikor 40 évvel ezelőtt (1981. január 17-én) a Magyar Nemzetben jelent meg az első (és igen terjedelmes) publikációm a reformkor értékvilágáról, Kossuth Lajos történelmi jelentőségéről, hírlapírói minőségéről. Az idei emlékévben több olyan írást is tervezek, melyben a 2 évszázaddal ezelőtti reformnemzedék azon filhellén személyiségeit kívánom bemutatni, akik személyes kapcsolatban álltak görög kortársaikkal. – Sok éves tapasztalattal rendelkező művelődéskutatóként mi a legfontosabb történelmi üzenet a magyarországi görögök számára? – Művelődéskutatóként úgy érzem, hogy évezredek óta minden értéküzenet a történelmi tapasztalatok felismerése és legméltóbb értelmezése mentén született meg. Így volt ez már Hérodotosz korában, és így lesz ez a XXI. században is! Az 1821-es szabadságharc filhellén értékvilága az európai örökségtár kimagasló értéke. Két évszázaddal ezelőtt Európa minden művelt személyisége a filhellén műveltség birtokában volt, és ezen történelmi örökséget a XXI. századi megemlékezéseken is fontos felmutatni. Hatalmas műveltségi kincs ez a magyarországi görögség számára! – Szeretnél röviden mesélni a jövőbeli terveidről? – Lényegesnek tartom, hogy a görög szabadságharc 200. évfordulójának megünneplése méltó módon valósuljon meg 2021-ben; és ezt a következő években is folytassuk, hiszen a 2 évszázaddal ezelőtti 20-as évek a görög kitartás és vitézség legragyogóbb korszakai közé tartoztak. Úgy érzem, hogy 2023ban „SZOLOMOSZ EMLÉKÉV” lesz Görögországban! Már most érdemes célul kitűzni a megvalósítandó feladatokat a méltó megemlékezések érdekében, hiszen a görög nemzeti himnuszban fejeződik ki a sorsközösség egyetemes jelentősége, ami egybefűzi a világ különböző országaiban élő görögséget. A jelen évtizedben az egyetemes értékek mentén fontos célkitűzésem, hogy a 330-ban Nagy Konstantin által megalapított Konstantinápoly 11 évszázadon át tartó művelődéstörténeti jelentőségét a legméltóbb módon összegezzem, hiszen 2030-ban lesz az 1700. évfordulós emlékév. A múlt azé, aki megműveli! – Nagyon köszönöm az interjút. Az Ellinizmosz magazin és a görög közösség nevében sikeres munkát kívánunk!

Andreas Oikonomou

13


Η συμβολή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821 (1821–2021) Διακόσια ολόκληρα χρόνια από την επέτειο της Εθνικής παλιγγενεσίας συμπληρώνονται φέτος και ο απανταχού Ελληνισμός καλείται, όχι μόνο να εορτάσει την ιστορική αυτή επέτειο ως ένα ιστορικό γεγονός του παρελθόντος, αλλά κυρίως να αναβαπτιστεί στα νάματα και το πνεύμα των ηρωικών και μαρτυρικών προγόνων και πατέρων μας, καθώς η δική τους αυτοθυσία και προσφορά χάρισε στο Γένος μας την ελευθερία. Με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη, δέος και βαθύ σεβασμό κλίνουμε τα γόνατα, σε όλες εκείνες τις ιερές και ηρωικές μορφές, γνωστές και άγνωστες σε όλους εμάς, αλλά γνωστές στην αγάπη του Θεού, που με το αίμα και την θυσία τους πότισαν και έθρεψαν το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο αγαθό της ανθρωπότητας, την ελευθερία, και αγωνίστηκαν για μια αδέσμευτη Ελλάδα. Ανάμεσα στο πλήθος των μαρτυρικών αυτών μορφών ξεχωρίζουν οι μορφές των Πατριαρχών, Επισκόπων, Ιερομονάχων, Ιερέων, Διακόνων και Μοναχών, που πρωτοστατούν στον αγώνα της ελευθερίας, με τίμημα τον μαρτυρικό τους θάνατο. Θάνατο, που μεταμορφώνεται σε ζωή και ανάσταση, όχι μόνο για αυτούς τους ίδιους, αλλά και για ολόκληρο το Γένος μας. Ο Γάλλος Πρόξενος Πουκεβίλ, σημειώνει ότι περισσότεροι από 100 Πατριάρχες, Επίσκοποι και Ιερείς θανατώθηκαν κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Οι Έλληνες πριν το 1821 πραγματοποίησαν περί τα 80 απελευθερωτικά κινήματα, στα περισσότερα των οποίων πρωτοστατούσαν Επίσκοποι. Η Εκκλησία ήταν εκείνη που ορθώθηκε ως υπερασπιστικό τείχος, διακρατώντας τους Έλληνες κατ’ ουσία πνευματικά ελεύθερους, αναζωογονώντας την παράδοση και ενισχύοντας το εθνικό όραμα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σημειώνει: «Σαν μια βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό». Και ενώ βλέπουμε ότι όλα τα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη είχαν ως στόχο την Εκκλησία και την άρχουσα τάξη, στην Ελλάδα ο αγώνας συντελείται με την Εκκλησία να πρωτοστατεί. Η Επανάσταση του 1821 και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία και ελευθερία ωρίμασαν ως κοινός καρπός της ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του Κλήρου. Κατά τον Φωτάκο, ο οποίος υπήρξε υπασπιστής και γραμματέας του Θ. Κολοκοτρώνη, και μια από της πλέον σημαντικές πηγές του αγώνα, «πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένονποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς˙ αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. …. Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτονκλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ό,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει…. και … είπαν πολλά εναντίον του». Σε άλλο έργο του Φωτάκου διαβάζουμε: «Ευτυχισμένη ήτον η ημέρα της επαναστάσεως [...], διότι και τότε, και προ χρόνων ακόμη το Έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιονκλήρον ως οδηγόν του. Οι λειτουργοί ούτοι του αληθινού Θεού του Υψίστου φρόντισαν και ητοίμασαν το Έθνος των δια να επαναστατήση, ν ἀλλάξῃ τον δεσπότην της δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων [...], ότι άνευ τούτων δεν είναι πλέον δυνατόν να υπάρξωμεν. Εσυμβούλευ-

14

σε τους αληθείς Χριστιανούς, τους ευλόγησεν, αγίασε τα όπλα των δημοσίως, και ύψωσε την σημαίαν του σταυρού και του Έθνους. Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια, και τας τροφάς, όχι μόνον διἰδίων εξόδων και θυσιών, αλλά και με τα ίδιά του χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος μαζύ με τους στρατιώτας, και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν δια να ενισχύση τον στρατόν του.» Και συνεχίζει: «Ούτως δε ενεργείτο η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια [δηλ. καταλύματα], τα οποία έγιναν κοινά δια την ελευθερίαν την εθνικήν.» Για τα μοναστήρια οι ιστορικές μαρτυρίες είναι ενδεικτικές: Στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου όλοι οι μοναχοί, περί τους 70, ήταν μέλη της Φιλικής, και πολέμησαν οι ίδιοι τον Ιμπραήμ και το Δράμαλη με αρχηγό τον Προηγούμενό τους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος «ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμονολόκληρον», ενώ τα καντήλια, αργυρά σκεύη και αφιερώματα δόθηκαν «εις πληρωμήν του ελληνικού στόλου». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη στο Ηράκλειο της Κρήτης, Μονή της μετανοίας μου, η οποία κατά την περίοδο της Επαναστάσεως πρόσφερε για τις ανάγκες του αγώνα όλα τα ασημένια και αργυρά σκεύη που υπήρχαν τότε. Και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πάμπολλα στην ελληνική επικράτεια. Όταν ωρίμασαν οι συνθήκες και ο λαός ήταν πλέον έτοιμος, στις 25 Μαρτίου 1821 οι πρόκριτοι που είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, μαζί με οπλαρχηγούς, ύψωσαν με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό την σημαία της Επαναστάσεως με το βροντερό και καταλυτικό «Ελευθερία ή Θάνατος». Η Εκκλησία συμμετείχε όχι μόνο στην προετοιμασία, πάντοτε σε αγαστή συνεργασία με την Φιλική Εταιρία, στην κήρυξη αλλά και στην διεξαγωγή του Αγώνα των Ελλήνων στο πεδίο της μάχης και στον στίβο της πολιτικής. Ατελείωτος είναι ο κατάλογος των κληρικών, όλων των βαθμίδων, από Επισκόπους μέχρι απλούς Μοναχούς και κορυφαίων Διδασκάλων του Γένους, που είτε πολέμησαν είτε διακρίθηκαν για την πολιτική τους δράση, όπως ο Έλους Άνθιμος και ο Παροναξίας Ιερόθεος, ο τελευταίος φορώντας μάλιστα στρατιωτική στολή. Ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Μεθώνης Γρηγόριος, και ακόμη οι Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας και Αθανάσιος Διάκος είναι από τα πιο γνωστά και περιλάλητα ονόματα κληρικών που πρωτοστάτησαν και θυσιάστηκαν για την επανάσταση. Άλλοι διέτρεχαν «άνω και κάτω» κατηχώντας και διαδίδοντας τα της Εταιρείας ως απόστολοι της Φιλικής, κι άλλοτε λειτουργώντας ως μεσολαβητές στις διαμάχες των καπεταναίων, συνδράμοντας με ότι μέσα διέθετε ο καθένας στις ανάγκες του πολέμου. Κατά τη μελέτη του Πέτρου Γεωργαντζή, σε σύνολο περίπου διακοσίων αρχιερέων κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, αποδεδειγμένα


οι 81 είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. 73 έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, 42 υπέστησαν σκληρές διώξεις, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και 45 «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή, δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων κρίνεται ισότιμη και ισοβαρής με εκείνη των μεγάλων συναγωνιστών τους οπλαρχηγών. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία ήταν αυτή που ηγήθηκε των προεπαναστατικών κινημάτων και η πρώτη που δεχόταν τις βαριές συνέπειες αυτών των πρωτοβουλιών. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο πλήθος των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας.

Καταλυτική υπήρξε η συμβολή της Εκκλησίας στην προαγωγή της παιδείας και του φωτισμού του Γένους. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας το 1593 αποφάσισε να προαγάγει ενεργά την παιδεία. Ήδη από την εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν κραταιά, οι Ιερές Μονές υπήρξαν κέντρα εκπαίδευσης. Κατά τους αιώνες της σκλαβιάς οι Μονές αυτές αναδείχθηκαν σε εστίες παιδείας, θρησκευτικής τέχνης, αλλά και καταφύγια κλεφταρματολών και αγωνιστών του 1821. Στις Ιερές Μονές και τις Εκκλησίες τα μικρά Ελληνόπουλα μάθαιναν γράμματα και μυούνταν στην ελληνική παιδεία, συλλαβίζοντας το Ψαλτήρι, το Τριώδιο, την Παρακλητική, το Ευαγγέλιο, τις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Η προετοιμασία της Επανάστασης του 1821 συμπορευόταν με την εθνική συνειδητοποίηση. Οι πιο σημαντικές μορφές ιερωμένων που πρωτοστάτησαν σε αυτή την πνευματική προπαρασκευή του λαού ήταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ Έκδοση της Αυτοδιοίκησης Ελλήνων Ουγγαρίας Εκδότης: Αυτοδιοίκηση Ελλήνων Ουγγαρίας Υπεύθυνος Έκδοσης: Χριστοδούλου Κωνσταντίνος Αρχισυντάκτης: Οικονόμου Ανδρέας Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Πήτερ Ολντερ Συντακτική Επιτροπή : Αυγουροπούλου Βούλα, Πάντσιου Αλεξάνδρα, Τσαρουχά Χριστίνα Ρεπορτάζ νεολαίας: Σπύρος Σ. Κλείτσας Διεύθυνση Σύνταξης: 1054 Budapest, Vécsey u. 5. Τηλέφωνα: 06-1-302 7274, 06-1-302 7275 Φαξ: 06-1-302 7277 e-mail: ellinismos@hotmail.com Τυπογραφείο: Pannonia Nyomda Kft. ISSN: 1786-0989 φωτογραφίες : Μαρία Καραγιώργη

Ξεχωριστή θέση στη χορεία των διδασκάλων του Γένους κατέχει ο Ιερομόναχος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Στην πιο σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, ανάμεσα στα έτη 1759-1779, περιήλθε τα περισσότερα μέρη της σκλαβωμένης Ελλάδας φωτίζοντας τους Έλληνες με τις διδαχές του για την πίστη στο Χριστό και την αξία της μόρφωσης και της ελευθερίας, κρατώντας ζωντανή την ελπίδα τους και εγκαρδιώνοντάς τους. Το σπουδαιότερο, όμως, μέλημα του Πατροκοσμά ήταν να μορφωθεί ο λαός, να αποκτήσει ελληνική παιδεία, που θα οδηγούσε στη συνειδητοποίηση της εθνικότητας, στη θρησκευτική αναγέννηση και στην διεκδίκηση της ελευθερίας. Η Ιστορία επαξίως αφιέρωσε λαμπρές σελίδες στον αγώνα που έδωσαν απλοί και λόγιοι κληρικοί για να μην απολέσουν οι σκλαβωμένοι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα κατά την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, αργότερα για να ωριμάσει η ιδέα του ξεσηκωμού και τέλος κρατώντας τα όπλα δίπλα στο λαό που πολεμούσε τον Τούρκο κατακτητή. Η εθνική συνειδητοποίηση, σε μεγάλο βαθμό έργου του Κλήρου, προηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης και χαλύβδωσε τη θέληση των υποδούλων, ώστε να μη καμφθούν από τις τρομερές δοκιμασίες. Το λαμπρό και περίτεχνο ψηφιδωτό του Αγώνα του 1821 θα έχανε τα πιο λαμπρά του χρώματα αν αφαιρούσαμε τον κεντρικό ρόλο της Εκκλησίας και των Κληρικών. Η γνώση της ιστορίας συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία μας, αποτελώντας παράλληλα ασφαλή οδηγό για κρίσιμες μελλοντικές αποφάσεις. Η γνώση του φοβερού αλλά και ένδοξου παρελθόντος μας συντελεί στην καλλιέργεια υγιούς εθνικού φρονήματος, στον σεβασμό των αξιών και της εθνικής μας κληρονομιάς. Ο φωτισμένος πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, εξηγώντας στους Ευρωπαίους ηγέτες τι σημαίνει ο όρος «Ελλάς», τόνιζε ότι η Ελλάδα δεν είναι περιοχή που ορίζεται από γεωγραφικά όρια, αλλά πρωτίστως πολιτισμική, γλωσσική και θρησκευτική οντότητα. Η Εκκλησία καθ’ όλη τη διάρκεια των σκοτεινών και δύσκολων αιώνων, δεν άφησε τους υπόδουλους Έλληνες να το λησμονήσουν. Σε μας τους συγχρόνους Έλληνες, από όποιο σημείο του κόσμου κι αν βρισκόμαστε, που δεν είμαστε πλέον υπόδουλοι, αλλά ζούμε σε δύσκολες και ιστορικές εποχές, με τα γεγονότα να εξελίσσονται σε γρήγορους ρυθμούς, σε μας λοιπόν απομένει να σχεδιάσουμε ένα ευοίωνο μέλλον για τον απανταχού Ελληνισμό. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη, χωρίς εθνομηδενιστικά κινήματα και αγκυλώσεις, και αφομοιώσουμε τα διδάγματα των Κληρικών και των Αγωνιστών του 1821 που έχυσαν ποταμούς αιμάτων για την ελευθερία μας. Επισκόπου Απαμείας κ. Παϊσίου

ELLINIZMOSZ Az MGOÖ kiadványa Kiadó: az MGOÖ Testülete Felelős kiadó: Hristodoulou Konstantinos Főszerkesztő: Οikonomou Andreas Grafika: www.kornetas.hu Szerkesztőségi bizottság: Avgouropoulou Voula, Pancsosz Alexandra, Tsaroucha Christina Ifjúsági rovat: ifj. Klicasz Szpirosz 1054 Budapest, Vécsey u. 5. Telefon: 06-1-302 7274, 06-1-302 7275 Fax: 06-1-302 7277 e-mail: ellinismos@hotmail.com Nyomda: Pannónia Nyomda Kft. ISSN: 1786-0989 Fotók: Karajorgis Maria

A lap megjelenését támogatta a:

15



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.