Απανθίσματα (ποίηση)

Page 1

απανθίσματα

Χριστίνα Γαλιάνδρα – Strada, Ρούλα Τριανταφύλλου Δημήτριος Γκόγκας

Ποίηση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ 2018


ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΙΑΝΔΡΑ – STRADA, ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ ISBN : 978-618-81297-3-3 © Χριστίνα Γαλιάνδρα – Strada, e-mail: christinegaliandra@gmail.com Ρούλα Τριανταφύλλου, e-mail: hroula2@gmail.com Δημήτριος Γκόγκας, e-mail: dimitriosgogas2991964@yahoo.com Τίτλος Συλλογής: Απανθίσματα Επιμέλεια- Σελιδοποίηση: Δημήτριος Γκόγκας ΕΚΤΥΠΩΣΗ- ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ 2018 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του ηλεκτρονικού βιβλίου χωρίς την έγγραφη συναίνεση από τους συγγραφείς. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση Ποιημάτων μέρους ή όλου το βιβλίου όπως και η έντυπη αναπαραγωγή του έργου από τους ιδίους τους συγγραφείς. Ο Εκδοτικός οίκος εφ΄ όσον το επιθυμεί δύναται να αναπαραγάγει με την άδεια των δημιουργών, εντύπως το παρόν έργο. Ο κάθε Δημιουργός διατηρεί το δικαίωμα να εντάξει τα ποιήματά του σε άλλη δική του έντυπη Ποιητική Έκδοση.


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα περασμένα μεσάνυχτα ήρθε και πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι με δυο γυναίκες αγκαλιά και κάτω από το παράθυρο μου “κατέβα άθλιε” μου φώναζε “παράτα τα που να σε πάρει σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά” … Απόσπασμα από το ποίημα : «Ο Άλλος» του Γιώργου Παυλόπουλου


Στους ποιητές που προσπαθούν να εξέλθουν της αβύσσου


ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΙΑΝΔΡΑ – STRADA


ΑΓΑΠΩ Αγαπώ τον ήχο που έχει το γέλιο σου Τους γκρίζους κροτάφους και τον τρόπο που κλείνουν τα βλέφαρά σου Αγαπώ τα φιλιά που γεννιούνται απ τα χείλη σου Τα όνειρα που βλέπεις στο πλάι μου και τα βήματα που κάνεις για μένα Αγαπώ το φεγγάρι που λάμπει στο σπίτι σου Τον ήλιο που φωτίζει την αυλή σου Τη βροχή που δροσίζει το χώμα σου Αγαπώ το κάθε τι που είσαι εσύ Το οτιδήποτε μοιάζει με σένα και το παραμικρό που φωνάζει το όνομα σου.


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΙΩΝΙΑ Ντύθηκα πόθο. Ένιωσα πάθος. Γέννησα οργασμούς. Έσταξα ηδονή. Γέμισα ιδρώτα. Εισέπνευσα έρωτα. Πεπλοτυλίχτηκα. Σανδαλώθηκα. Καρδιοτινάχτικα. Μαντατοφόρα αγάπης. Σκορπίζοντας όλα τα πέταλα του άνθους μου. Να βαδίσεις. Στο αντάμωμα ψυχών . Στην ενσωμάτωση κορμιών. Προσκυνητής αιώνια να μείνεις.

7


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΝ ΘΕΣ Ακόμα κι αν βρέχει στον τσίγκο κι ο αέρας σηκώνει τα ρούχα. Ακόμα κι αν χιόνι τα μαλλιά μου στόλισαν Εγώ στο στόμα μου θα κρύβω ένα αγέννητο καλοκαίρι. Με δυο φυσήματα στο χέρι , η ψυχή μου κουρνιάζει σε φλόγα άσβηστη. Αν θες να το νιώσεις ασήμωσε Ένα καρβέλι ζεστό ψωμί. Λίγο τυρί και κρασί που δε σε μεθάει, τη στιγμή που διαβαίνει στα δρομάκια της φλέβας.

8


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ Αν μια μέρα χαθώ μην τρομάξεις. Στη ζωή σου ξανά θα φανώ. Σα βροχή , σαν αγέρας, σα δάκρυ... Να σ’ αγγίζω με χάδι σεπτό. Αν στην πόρτα μου χόρτα φυτρώσουν. Πιο ψηλά κι από σένα πυκνά... Μη δειλιάσεις και μην αγριέψεις... Κάποιου πόνου θα είναι σπορά. Αν μια μέρα φωνάξεις και λείπω. Και ο τόπος σου μοιάζει αδειανός. Γέμισέ τον με νότες του κόσμου, κάπου μέσα θα είμαι ρυθμός. Αν ο έρωτας κάπου σ’ αφήσει. Και το δρόμο δε βρίσκεις να ‘ρθείς... Τότε κάτσε σε ίσκιο μεγάλο, μη σε κάψουν λυγμοί της στιγμής. Κάπου γύρω θα είμαι ιδέα. Λίγο πνεύμα και λίγο ψυχή. Θα σε βλέπω μα δε θα σ’ αγγίζω. Μιας λεπίδας θα είμαι πληγή.

9


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΡΠΑΓΗ Απ’ τα μαλλιά την άρπαξα τη νύχτα. Σε υπόγειο κελί την έκλεισα με τη βία. Δε θέλω να καλύπτει τα μάτια σου. Να σε ντύνει με χρώμα ωχρό. Τώρα ουρλιάζει. Δαγκώνει τα σίδερα. Χτυπιέται στους τοίχους με μανία. Βρίζει. Καταριέται. Να μη ξημερώσει ποτέ η ανάσα σου. Να μην τρέξει ποτέ η αγάπη στις φλέβες σου. Αλλά εσύ... Πυρήνας φωτιάς είσαι. Λάβα που σκαρφαλώνει στο σώμα μου. Φιλί που κρεμιέται στα χείλη μου και πάει... Εκεί θα την αφήσω να ξεψυχήσει. Ντροπιασμένη. Με ένα εγώ κουρελιασμένο. Να μη βρεθείς ποτέ στο βασίλειό της. Δεν σου πρέπει εσένα το σκότος. Ένας ήλιος αλήτης σε θέλει και κει θα σε πάω. Στα σοκάκια του σου δίνω ραντεβού. Να περιμένεις...

10


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΝΟΙΞΕΣ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΕΣ Άνοιξες χέρια να πιάσεις τον κόσμο. Ξέχασες... Είναι ψυχρά. Άνοιξες μάτια να δούνε εικόνες. Ξέχασες... Είναι θολά. Άνοιξες χείλη να πάρεις φιλιά. Ξέχασες.. Είναι πικρά. Άνοιξες στήθος να βάλεις αγάπη. Ξέχασες ...Ζεις μοναξιά. Άνοιξες σκέψη να έχεις απόψεις. Ξέχασες...Μιλάς κυνικά. Άνοιξες πόρτες να βγεις να πετάξεις. Ξέχασες...Δεν έχεις φτερά

11


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΧΤΙΝΕΣ ΩΡΑΣ Στα υπόγεια του νου μου σε έχω φυλαγμένο. Δραπέτης ενός κόσμου τυφλού. Έτσι συστήθηκες. Κι όταν σε ρώτησα πως σε λένε ‘’είμαι ο ένας’’ απάντησες. Τότε αποφάσισα να σε κρύψω. Γιατί στον κόσμο μου βλέπουν. Κι ότι δουν το πληγώνουν. Στο εξήγησα και κατάλαβες. Δε σε πειράζει που κρύβεσαι. ‘’Για την καρδιά μου ‘’ είπες. ‘’Για αυτήν θα λέω ψέματα. Να μη μάθει τι γίνεται εκεί έξω’’. Σ΄ αγκάλιασα τρυφερά. Σαν μάνα το παιδί της. Σαν γυναίκα τον εραστή της. Σαν θεός το δημιούργημά του. Κι η αγάπη μου έγινε τροχός να βαδίζει η ζωή σου σε δρόμους τσαλακωμένους. Σε πόλεις ντυμένες μ΄ ομίχλης φόρεμα. Μ΄ άρωμα βαρύ μοναξιάς. Στα υπόγεια του νου μου σ΄ έχω φυλαγμένο. Όταν ξημερώσει ελπίδα θα σε βγάλω. Να σε λούσουν οι αχτίνες της ώρας. Της δικής σου ώρας.

12


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ Τα αστέρια παρακάλεσα. Τον ήλιο το φεγγάρι. Να μου χαρίσουνε πνοή γιατί δεν έχω άλλη. Άγρια πέρασα βουνά. Ποτάμια κρυσταλλένια. Έπεσα και γονάτισα για μιας ελπίδας βλέμμα. Μίλησα μα δε μίλησαν. Ρώτησα μα δεν είπαν. Έφυγα με μυαλό τρελό κι ούτε με ξαναείδαν. Τα αστέρια παρακάλεσα. Τον ήλιο το φεγγάρι. Αν είναι άλλο να μη ζω ας με έχουνε στο πλάι. Άγρια πέρασα βουνά. Ποτάμια κρυσταλλένια. Έσκυψα και τα φίλησα για να γινούμε ένα. Αν τύχει και ποτέ διαβείς. Αν λάχει και περάσεις. Περπάτησε ευλαβικά. Κλωνάρια μου μη σπάσεις. 13


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Αν θέλεις λίγο να πλυθείς. Πρόσωπο να φωτίσεις. Με απαλές κινήσεις σου. Νερό να ακουμπήσεις. Κι αν κάνεις κάποτε ευχή. Κοιτώντας τα ουράνια. Κάπου ψηλά θα βρίσκομαι για να σε δω μια στάλα.

14


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΓΩ ΠΟΥ ΛΕΣ Εγώ που λες κυρά... Στον πόνο μου γελούσα... Και στις ψηλές φωτιές... Έπεφτα... Δε λυγούσα... Εγώ που λες κυρά... Δε χάρισα ένα δάκρυ... Κι αν κάτω μ’ έριχναν... Έζησα απ’ ανάγκη... Εγώ που λες μες στις σκιές... Τον δυνατό ... Δεν τον φοβόμουν... Μη μου ζητάς να προσκυνώ... Δήθεν για το καλό μου... Στερήθηκα πολλά... Για χάρη της ψυχής μου... Και λάσπες δεν ανέχτηκα ... Να έχει το κορμί μου... Εγώ που λες κυρά... Γεννήθηκα στο χώμα... Δεν έβγαλα κραυγή... Κι ας κρύωνα στο σώμα... Εγώ που λες κυρά... Τον θάνατο αγγίζω... Κι όταν πονώ βαθιά... Ζεμπέκικο αρχίζω... 15


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Εγώ που λες και τον εχθρό... Στα μάτια τον κοιτάζω... Για να του πω μιά και καλή... Πως δεν τον λογαριάζω... Εγώ που λες και να χαθώ... Καθόλου δε με νοιάζει... Δώρο την κάνω τη πνοή.. Σ΄ αυτό που μου ταιριάζει..

16


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΔΕΜ Κρυστάλλωσαν οι ευχές καθώς βγήκαν. Πάγωσε το χαμόγελο ενώ ξεμύτισε. Καρφώθηκε το βλέμμα στο χάος. Και έμεινε η μάσκα του προσώπου ορφανή. Χωρίς φύσημά σου. Δίχως ανάσα σου. Και ενώ μια Δαλιδά αναζητά το Σαμψών της... Ο κήπος της Εδέμ μαραζώνει.

17


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΛΑ ΝΑ ΠΙΕΙΣ Έλα να πιείς αγάπη μου σου φύλαξα δυο χείλη. Να μη γυρνάς τα βράδια σου να μη διψάς στο δείλι. Ακούμπησε στη χούφτα μου φωλιά σου για να γίνει και πάψε να ανησυχείς δική σου θε να μείνει. Έλα να πιείς αγάπη μου απ’ της καρδιάς το δάκρυ και άκουσε το χτύπο της που σου μιλά για αγάπη. Έλα αγάπη, αγάπη μου στο δισκοπότηρό μου, μεθυστικό κρασί κρατώ να σε μεθάω φως μου. Γουλιά γουλιά σταλιά - σταλιά τα χείλη μου θα στάζουν. Και τη δροσιά που έχουνε σε σένανε θα τάζουν.

18


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΛΑ ΝΑ ΣΕ ΧΟΡΤΑΣΩ Τις φλέβες μου θα σκίσω . Να τρέξει το αίμα σαν μάνας γάλα. Κι άμα διψάς . Τα δάκρυα θα ρίξω να σε δροσίσω. Και τα μαλλιά μου… Για σένα τα μακραίνω. Να σε σκεπάζουν όταν κρυώνεις. Γιατί δεν έχω τίποτα. Μόνο την αγάπη σου έχω. Χρυσό φλουρί να εξαγοράσω την ελευθερία μου. Ελπίζοντας πως δε θα μου το πάρουν για ένα κομμάτι ζωής. Έχω μπουχτίσει από ψίχουλα στιγμών. Έλα να σε χορτάσω. Στρωμένο είναι το τραπέζι της καρδιάς. Κι ας μην έχω τίποτα. Μονάχα την αγάπη σου. Καρβέλι της ψυχής να συγχωράει!

19


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Στον ώμο σου γέρνω τραγούδι να πω. Σώπα και άκου τι έχω να πω. Ματώνει ο ήλιος κι η νύχτα συχνά... Πληγές του φροντίζει σα μάνα ,κρυφά. Ο ρίζες των δέντρων δεν είναι βαθιά. Το χώμα παλεύει πριν μείνουν γυμνά. Βουνά συννεφιάζουν. Κανείς δεν πατά. Αργά χαμηλώνουν να βρουν συντροφιά. Καρδιές διπλοκλείνουν. Σκουριάζει η ματιά. Παλεύει η ψυχή μας να βρει κλειδαριά. Ευχές χαραμίζει ο χρόνος συχνά. Ζωή μας ζητά να σταθεί σε τροχιά. Κοιμάται η ελπίδα σ’ ονείρου παχνιά. Ας τη λιγάκι.. Κουράστηκε πια. Στον ώμο σου γέρνω τραγούδι να πω. Δε ξέρω ακόμα ποιο θα ‘χει σκοπό. Η γη μου γυρίζει. Μαζί της και ‘γω. Μα εσύ μη φοβάσαι γιατί σ’ αγαπώ.

20


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΝΤΕΛΩΣ ΞΑΦΝΙΚΑ Λες, κοίτα τι λες. Πως τίποτα δεν ένιωσες ποτές. Στο χτες. Δεν ορκιζόσουνα στο χτες . Ούτε στο αύριο , δε θες. Αγάπες να σε ντύνουνε. Και εντελώς ξαφνικά μ’ απαρνήθηκες. Εντελώς ξαφνικά με πουλάς. Εντελώς ξαφνικά δε με σκέφτεσαι κι απορώ τι θα κάνω μετά... Το κλειδί πως να αφήσω στην πόρτα σου. Τα χιλιάδες φιλιά που τα πας.... Και τα βράδια που μ’ έλεγες μάτια μου... Τώρα πες μου τι κάνω μ’ αυτά... Φταις, τώρα μην κάνεις ότι κλαις. Μη λες. Δικαιολογίες σου φτηνές. Μα πες. Τώρα πως κλείνω τις πληγές.. Που στην καρδιά μου ανοίξανε... Που εντελώς ξαφνικά μ’ απαρνήθηκες. Εντελώς ξαφνικά με πουλάς. Εντελώς ξαφνικά σα σκουπίδι σου. Στα σκαλιά που πατάς με πετάς. Κι απορώ αν ποτέ σου αγάπησες . Απορώ αν ποτέ σου πονάς. Απορώ μες στα ψέματα που μαθες. Καταφέρνεις ποτέ να γελάς. 21


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΞΟΡΙΣΤΗ Έπιασα τη νύχτα από τις άκρες της και στην έστρωσα σεντόνι. Μάζεψα τ’ αστέρια και στα φτιαξα μαξιλάρι. Φύσηξα το φεγγάρι και άναψε. Εδώ να κοιμηθείς... Και μη φοβάσαι. Τις πύλες του Παραδείσου μου θα ανοίξω να κρυφτείς. Κι αν μου ζητήσει το λόγο ο θεός, θα του πω ότι σ’ αγάπησα. Κι ότι εξορίστηκα από μια κόλαση μοναξιάς... Για σένα...

22


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΡΩΤΟΓΕΝΝΗΜΑ Έλα να ιδρύσουμε μια Αλήθεια . Οι δυο μας. Και θα ορκιστώ πρώτη . Στις περιπλανήσεις των χεριών σου. Στα ακρωτήρια του κορμιού σου. Στους οργασμούς μέχρι τα τρίσβαθα. Κι όταν με τη σειρά σου γονατίσεις. Καθώς περνάω το σπαθί να ορκιστείς. Μη βιαστείς να ψελλίσεις τους όρκους . Η ίδρυση θα ορίζετε με κανόνα αυστηρό. Δε θα χαρίζεται ακόμα και να χάνει. Και στην ανάγκη μπορεί και μόνη της να κάψει τα κορμιά. Που μέχρι πρότερα δηλώναν, προδομένα...

23


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ … Και να στερέψεις η αρμύρα σου θα καίει πάντα τη σάρκα μου. Ο ουρανός σου θα φυλακίζει συνέχεια το βλέμμα μου κι ο ταξιδιώτης του βυθού σου θα ξεναγεί αδιάκοπα τη ψυχή μου στα ναυάγια του λόγου σου. Θάλασσά μου... Ακόμα κι αν σε λερώσουν με στεριά που βίαια κέρδισαν, θα συνεχίζεις να δίνεις τροφή για να χορτάσουν όσοι στα πέρατα για λίγο κάτι, δυστυχήσαν . Λες και γνωρίζεις θάλασσά μου, ποιος απ’ τα σπλάχνα του γεννάει την αγάπη και ποιος αυγά φιδιών τη νύχτα νανουρίζει ως να βγούνε...

24


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΘΥΜΗΣΟΥ ΜΕ … Είχα στις χούφτες μου νερό και ξεραθήκαν. Λουλούδια στα μαλλιά που μαραθήκαν. και στα δυο χείλη μου στιχάκια που σβηστήκαν. Θυμήσου με... Μέσα στα μάτια μου αστέρια που χαθήκαν. Μες στη καρδιά μου τόσοι χτύποι που φθαρθήκαν. και στα φτερά μου χίλιοι άνεμοι που κρυφτήκαν. Θυμήσου με... Μες στην ανάσα μου ελπίδες που λυγίσαν. Μέσα στη σκέψη μου μορφές που με συνθλίψαν και στ’ όνειρά μου αντοχές που μ’ αρνηθήκαν. Θυμήσου με... Μέσα στις ώρας το λεπτό φέρε με πάλι. Ύστερα κάθισε και σκύψε το κεφάλι. Αλλά με θρήνους τ’ όνομά μου να μην πείς. Θυμίσουμε... Μες στα σκοτάδια που δε θα χεις μια λυχνία. Μέσα στα είδωλα που ψάχνεις για ευλογία. Μέσα σε κείνους που ποτέ σου δε θα βρεις.

25


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ Αφαίμαξα τη λογική. Τρόχισα τα συναισθήματα. Σμίλεψα τις ιδέες και έφτιαξα είδωλο να προσκυνούν τα δάκρυα καθώς πέφτουν στον τύμβο της ψυχής σου. Για να μην τρέχει άδικα το αίμα στις φλέβες. Για να μην υπηρετώ άθεη στο ναό των στεναγμών σου. Και για να μην φτιάχνω ψεύτικο θρόνο όταν χρηστεί η αγάπη σου μέγα Ιέρεια στην αυλή της καρδιάς μου.

26


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ Κάθε που φτάνει η νυχτιά. Στα αστέρια κουβεντιάζω. Τους λέω και παρακαλώ... Ποτέ μου μη σε χάσω. Μες στη ποδιά μου κάθονται. Δειλά - δειλά κοιτάνε... Τις λέξεις που απ’ τα χείλη μου για χάρη σου σκορπάνε. Διάπλατα ανοίγει ο ουρανός. Φεγγάρι χαμηλώνει. Και η ματιά μου έρωτα ανείπωτο δηλώνει. Πέσε κοιμήσου ήρεμα. Όνειρα σου χω στρώσει. Μα σα ξυπνήσεις ψάξε με. Θλίψη να μη ζυγώσει. Όλα τα έχω απαρνηθεί. Για αγάπης σου χατίρι. Χάδι μες στη καρδούλα μου τα ολόγλυκά σου χείλη. Κάθε που φτάνει η νυχτιά. Η σκέψη μου ματώνει και ψιθυρίζει μοναχά για σένανε πως λιώνει. 27


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΡΩΤΑΣ … Άχρωμα χείλη χωρίς τα φιλιά σου. Άδεια ματιά όταν λείπει θωριά σου. Σώμα νεκρό αν δε ζω άγγιγμά σου. Και συ να ρωτάς τι νιώθω μακριά σου. Ανάσα ψυχρή κι ας βγαίνει το φως. Δάκρυ μαζί και κρυφός στεναγμός. Καντήλι γυρτό δίχως λάδι σταλιά. Και συ να ρωτάς αν σε θέλω, συχνά. Πόρτα της πίκρας χωρίς λογική. Κολάσεως τόπος κι αβύσσου μαζί. Άνυδρη χώρα στο χάρτη καρδιάς. Και συ να ρωτάς ποιο το τέλος για μας. Σταμάτα να τρέμεις την κάθε στιγμή. Εγώ σ’ αγαπάω διπλά στη ζωή. Μία για κείνη που δε σ’ είχα βρει και μία για τώρα που ζούμε μαζί.

28


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ Πενθούνε τα χείλη μου απόψε. Δε θα κυοφορήσουν λέξεις να αναθρέψεις. Στην καταιγίδα της θλίψεως έπεσα. Που να ακουμπήσω τις αντοχές μου να στεγνώσουν... Σε ποια γωνιά της ψυχής να κουρνιάσω? Μη μου μιλάς απόψε. Στη σιωπή να ταχθούμε κι οι δύο. Φόρο τιμής. Στα ξεβαμμένα χαμόγελα. Στα άχρωμα μάτια. Στα χείλη που είναι ακόμα υγρά απ’ το κρασί της απάτης.

29


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΜΙΑΣ ΦΕΓΓΑΡΑΔΑΣ ΣΤΡΑΤΑ Πάλι φεγγάρι στέκεσαι στου κόσμου το μπαλκόνι και με κοιτάς περίλυπο τώρα που η γης νυχτώνει Σπόρους Φεγγάρι ..δάκρυα επέτρεψε να ρίξω Για μιαν ελπίδα που ΄φυγε μπας και τη φέρω πίσω. Ώρα καλή Φεγγάρι μου κι αν ξεχαστείς με τ άστρα Θυμήσου είναι η ζωή μιας Φεγγαράδας στράτα.

30


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΜΠΟΡΕΙ Εγώ... Κι αν με όλους μιλάω. Εγώ... Κι αν γελάω πολύ. Στο λαιμό θηλιά κουβαλάω. Μπορεί... Να τη σφίξω μπορεί. Εγώ... Κι αν χαμόγελα δίνω. Εγώ... Κι αν τραγούδι θα πω. Πληγή στα χέρια κρατάω. Μπορεί... Να μη κλείσει μπορεί. Εγώ... Κι αν χορεύω με πάθος. Εγώ... Κι αν αστεία κοιτώ. Με θλίψη συνέχεια ξυπνάω. Μπορεί... Να μη φύγει μπορεί. Εγώ... Κι αν στολίζομαι φως μου. Εγώ... Κι αν φοράω κραγιόν. Στο σκοτάδι, σκοτάδι φυσάω. Μπορεί... Να μη σβήσει μπορεί.

31


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΝΑ ΓΙΝΟΤΑΝ Στο θεό που πιστεύεις. Στο κρασί που κερνάς. Στο τσιγάρο που κάνεις. Στα φιλιά που σκορπάς. Στους σταθμούς που διαβαίνεις. Στα σκοτάδια που ζεις. Να γινόταν να έρθω σ αγαπώ να μου πείς. Στα φεγγάρια π’ αράζεις. Στις ευχές που ζητάς. Σε δυο μάτια που ψάχνεις σε στιγμές μοναξιάς. Στις φωτιές που ανάβεις δίχως σπίθα καρδιάς . Να γινόταν να έρθω να μου πεις μ΄ αγαπάς. Να γινόταν κοντά σου σαν παιδί να γελώ και στα χέρια σου μέσα να πεθαίνω να ζω. Να γινόταν να γίνω μία στάλα βροχής κι όπως πέφτω στο χώμα σ’ αγαπώ να μου πεις. 32


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ Μα στη ψυχή μου το σκοτάδι κυβερνά. Ξημερώνει. Κι ο ήλιος που θα βγει δε με μετρά. Κλείσαν οι δρόμοι. Ερήμωσαν. Ίσκιος βαρύς μ’ ακολουθεί. Βαρύνανε τα βήματά μου, έγινε δύσκολη η φυγή. Ξημερώνει. Λάθος τις ώρες μου μετρώ. Ξημερώνει. Σε ποια κουβέντα να πιαστώ. Έκλεισα πόρτα και καρδιά. Σφάλισα κάθε ελπίδα. Άλλη φορά δε θα ανεχτώ. Χτυπήματα στα στήθια. Έκλεισα πόρτα και καρδιά. Σ’ Ανατολές μου χίλιες. Έτσι κι αλλιώς δε ζήλεψα ψεύτικες ηλιαχτίδες.

33


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ Έγειρε το κεφάλι. Τα χείλη ψιθύρισαν ‘’Τετέλεσται’’. Το σώμα παραδόθηκε . Η ψυχή αποχαιρέτησε τα εγκόσμια και βιαστικά εξυψώθηκε στα ουράνια. Αλλά η γη δε σείστηκε. Ο ουρανός δε βρόντηξε. Η βροχή δεν έγινε το δάκρυ. Ήσυχα η ψυχή ταξίδεψε. Η τελευταία πνοή ενός άλλου Χριστού. Που δεν θα τον κλάψει η μάνα. Δε θα λυγίσει ο φίλος. Και καμία Μαγδαληνή δεν θα τον αλείψει με μύρο.

34


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΟΥ Τον μισώ το χειμώνα σου θεέ μου. Γιατί μ΄ αναγκάζει να ντύνομαι βαριά και να συνεχίζω να τρέμω απ’ το κρύο. Κάνει τον ουρανό να κλαίει Να ρίχνει τα δάκρυά του και να μουσκεύω ως το τελευταίο κύτταρό μου. Σκεπάζει με το γκρίζο χιτώνα του την πλάση εμποδίζοντας τον ήλιο να λάμπει υπέρλαμπρος στο θρόνο του για αρκετό καιρό. Τον μισώ το χειμώνα σου θεέ μου. Γιατί για να κερδίσω την τροφή μου , πρέπει να παγώσουν τα χέρια και τα πόδια μου. Να αψηφήσω το φαινόμενο της αστραπής που ενώ σκάει στη γη τον νιώθω επάνω μου. Τον μισώ το χειμώνα σου θεέ μου. Γιατί σκοτώνει τα τζιτζίκια μου καθώς τραγουδάνε. Διώχνει τη γεύση της αρμύρας απ’ τα χείλη μου και μου προσφέρει τη πικρή γεύση της ορφάνιας στην κάμαρά μου. Τον μισώ το χειμώνα σου θεέ μου. Εκείνον που έφερες στην καρδιά μου κατακαλόκαιρο . Χωρίς να σκεφτείς αν η κληματαριά μου κλάψει για τα σταφύλια της...

35


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΟΤΙ ΜΕ ΣΕΝΑ ΕΓΙΝΕΙ Στην άμμο γράφω σ’ αγαπώ. Το κύμα πάει και σβήνει. Ότι για σένα ένιωσα. Ότι με σένα εγίνει. Στις πιο ψηλές, ψηλές κορφές. Φωνή μου ανταριάζει. Μα μόνο ο αντίλαλος. Ψυχή μου αγκαλιάζει. Μένω ακίνητη , βουβή. Τον ερχομό να ακούσω. Μα πλησιάζει μοναξιά. Τα μάτια πως να κλείσω. Στην άμμο γράφω σ’ αγαπώ. Στην κορυφή ουρλιάζω. Στο τέλος πάγος γίνομαι αφού δε σ’ αγκαλιάζω. Έκατσα κι ονειρεύτηκα. Ένα φιλί σου μόνο. Να το χω άγιο φυλαχτό. Στη πίκρα και στον πόνο. Έκατσα και σε έφερα . Στη μνήμη της καρδιάς μου. Να μου σκορπίσεις, Έρωτα. Τη στάχτη απ΄ τη φωτιά μου. 36


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΠΟΝΕΘΗΚΑ Στον ήλιο που μ’ έκαιγε. Στη βροχή που με μούσκευε. Στ’ αγέρι που με φύσαγε. Στη θάλασσα που μ’ αγρίευε με τα κύματά της. Στα βουνά που αντιλαλούσαν την κάθε μου φράση. Παραπονέθηκα... Κι η φύση σώπασε. Ο ήλιος βούτηξε στη θάλασσα και πνίγηκε. Η βροχή μετατράπηκε σε σύννεφο σκιερό. Τ’ αγέρι δε ξαναφάνηκε. Αλλού σκορπίζει τώρα ανασαιμιά. Κι όσο για τα βουνά... Βουβοί φράχτες του κόσμου μου. Παραπονέθηκα.... Και δεν υπάρχει πιά ‘’παρακαλώ’’. Ούτε καν χτύπημα σε πόρτα για να ανοίξει.

37



ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ



ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ Περαστική με σκεπάζει Μια φλύαρη σιωπή -Όπως κι ζωήΜυστήρια Κρατώ κλειστά τα μάτια Η αυριανή γιορτή Μια ψευδαίσθηση

41


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ Μετρήσαμε την δύναμή μας Μέσα στην φλογερή νύχτα Σε ένα μάταιο αγώνα κατάκτησης Δυο νικητές, δυο ηττημένοι Σ’ έναν παράδεισο που δεν έγινε δικός μας Δυο ξένοι Κουβαλάμε μέσα μας Σαν ένα σώμα Λαβωμένη σημαία, την

42

αγάπη


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΚΟΚΚΙΝΟ Κόκκινα τριαντάφυλλα –έστρωνες Του έρωτα Του πάθους Κι έγιναν του αίματος , πληγή της προδοσίας. Σε μια μοίρα χαραγμένη Άλικες λέξεις Ψιθυρίζουν: Μοναξιά.

43


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΓΝΩΣΗ Ναι Το βλέπω Το αισθάνομαι Το γνωρίζω Εσύ Κι ο κόσμος σου Ένα αφηρημένο: «Σ’ αγαπώ» Κι εγώ Δεσμώτης Σε μια πικρή Μικρή Απέραντη αλήθεια

44


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΓΕΓΟΝΟΣ Χρόνια –Χέρσα χωράφια Καλοκαίρια –Πουλιά αλαργινά Ταξίδια –Ναυαγισμένα πλοία Στο κατώφλι μου, Θλιμμένα φθινόπωρα Δυο βήματα- Δυο κύματα Ο χειμώνας

45


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΠΟΥΣΙΑ Σε λεπτομέρειες μετρούσες την αγάπη μου Κι απαιτούσες να αγαπηθείς Χωρίς εσύ ποτέ να αγαπήσεις Οι μέρες μου , μικρές εξορίες Ρούχο φορεμένο κατάσαρκα Η απουσία σου

46


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΠΕΛΑΓΟΣ Γεννήθηκα ανυπόταχτο πουλί Ριπή ανέμου Σταλαγματιά βροχής Κι όμως Η δική σου θάλασσα Κουρασμένα νερά Χρόνια Καρφωμένα στο νερό τα κύματα Δεν με ταξιδεύουν πια Πουθενά Αποκοιμήθηκα με δυο δάκρυα Με σπασμένα φτερά Ατενίζω νοερά ταξίδια Το πέλαγος.

47


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ Μηδενίσαμε τον χρόνο στο αιώνιο παιχνίδι Τεντωμένο σχοινί, η αγάπη σου Ανάμεσα σε δυο παλμούς Ξανά και ξανά Ισορροπώ Μια περίτεχνη ακροβασία, επέλεξα Να χα τη δύναμη Να κρυφτώ Μικρή σταγόνα Τόσο κοντά Τόσο μακριά Στις μικρές Ώρες Που έζησα. Στις ρωγμές της ψυχή σου.

48


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΦΕΓΓΑΡΙΑ Παράτολμα τα ανοιξιάτικα φεγγάρια. Τρέχουν μέσα σε σύννεφα περιγελώντας τα ανθρώπινα. Παιχνιδιάρικα τα καλοκαιρινά. Λιάζονται αμέριμνα στα πελάγη. Ακινητούν την απεραντοσύνη του ορίζοντα. Σοφά, συλλογισμένα φεγγάρια. Τα χειμωνιάτικα παγωμένα φεγγάρια. Στέκουν και δεν μιλούν. Σιγούνε στα μυστήρια. Κι έτσι Όμοιες οι μέρες, όμοιες κι οι νύχτες. Εξουθενωμένα παιδιά αυτά του Φθινοπώρου. Συμφιλιώθηκαν με τις ριπές του ανέμου, τη βροχή, την καλοκαιρινή λιακάδα, τον άστατο ζέφυρο. Πίσω τους τρέχω κι εγώ. Ψιθυρίσματα μέσα στον ύπνο μου οι ήχοι της νύχτας κάτω από το φεγγαρόφωτο. Συμφιλιώθηκα. Εσύ, Ένας άλλος πλανήτης, χωρίς φεγγάρια. Όμοιες οι μέρες σου, όμοιες οι νύχτες. Δρομέας σε άδειο ουρανό αναζητάς, την φεγγαρόλουστη νύχτα, που έκρυψα το όνειρο. 49


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΣΥ Εσύ: Όλες οι φλόγες μου Η πρώτη , η τελευταία Δίψα μου. Παλιό κρασί Που μεθάει η καρδιά Και ψιθυρίζει : «Έρωτα»

50


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ Τις ξάστερες νυχτιές Στης μάνας γη την αγκαλιά Μονάχο το κορμί απλώνω. Και την αυγή Στο φως του ήλιου Αβρό το ξεδιπλώνω Τα δάκρυα της νυχτιάς Για να στεγνώσουν.

51


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΥΠΟΣΧΕΣΗ Η ώρα μάταια περνά Σταμάτησε κι ο χρόνος στης αγωνίας τη λαχτάρα Όταν εκείνο το πρωί το γκρίζο τ’ ουρανού και γης γίνηκαν ένα.

52


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΛΗΘΗ Το κρασί του έρωτα που με μέθυσε Κι εκείνη η κόκκινη φλέβα Ποτάμι Που παρασύρει η λήθη

53


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ Σε φιλήδονο κορμί Στον άνομο χορό Έδωσε όρκο Σε λικνίσματα ηδονικά Σκορπά επτά πέπλα Σαγηνεύει -Τηρεί την υπόσχεσηΤο δώρο, έσταζε αίμα.

54


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΝΟΧΗ Μοιραστήκαν Τα ώριμα μήλα Φεύγοντας εκείνος Αναρωτιόταν για τ’ όνομά της Με ένοχο βλέμμα Γύρισε Και την είπε: Εύα «Έρημη πόλη η ψυχή μου. Τη γύμνωσες»

55



ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ



ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΕΝΟΧΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ Είναι γνωστό σε όλους. Ο ποιητής πρέπει να γυμνωθεί για να φτάσει την αλήθεια. Μα τόση απογύμνωση που η αλήθεια φαντάζει ψέμα. Αγγίζει το λάθος. Δυναστεύεται. Η γύμνια γίνεται ντροπή στα άκρα και τα μέσα της αιωνιότητας. Αθλείται ο ποιητής Προδομένος με τα ίχνη του μήλου στα χείλη του τρέχει να κρυφτεί, να λογιστεί πίσω από τις αμέτρητες λέξεις που σφαδάζουν πολλαπλασιάζονται με τόλμη και θάρρος ψάρια να χορτάσουν οι άπιστοι να κρυφτούν στο αγκαθωτό καβούκι τους, οι συκοφάντες, οι φαρισαίοι. Ένοχος ο ποιητής στη πρώτη μπόρα δραπετεύει να ξεπλυθεί εκ νέου.

59


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ Ο χρόνος που χάθηκε Σαν να με τιμωρεί που τον άφησα να τεθεί στο πλην Και δεν ξέρω τον λόγο. Θαρρώ πως δεν θα τον μάθω ουδέποτε Μεγάλωσα μαζί του Χέρι με χέρι Χαρτί, καλαμάρι, περιπλάνηση στα ρήματα Γεννιέμαι, μεγαλώνω, κρατιέμαι και τώρα Είτε στην ενεργητική, είτε στην παθητική φωνή Αναμένω το ρήμα πεθαίνω να ζήσω. Λυπάμαι που σα φυσά κλείνω τα παράθυρα Φοβάμαι τον δριμύ αέρα Διστάζω και τραβώ το χέρι απ΄ το μάνταλο Ποδοπατώ μια μνήμη ίσως την ονομάσω ερινύα Με πονούν οι φτερωτές τύψεις Κι όταν Με πιάνει το παράπονο ανάβω ένα κερί αιώνιο μνημόσυνο Στον χρόνο που αφήνει απλώς ένα σημάδι Μου αποδυναμώνει την τεχνική του λόγου Και υποκλίνεται στον πληθυντικό Στον χρόνο που αφήνει απλώς πολλά σημάδια Στο κορμί Στην ψυχή Και υπογράφει αιωνίως δικός σου Αύριο πάλι

60


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ Αν ο χρόνος είναι πίκρα Αγγίζω μια πίκρα στο βλέμμα σου Πίσω από το παραθύρι που έκλεισες Παραμονεύει ένας χλωμός ήλιος. Ο ίσκιος σου. Σπάθη απελέκητη στα απρόσιτα του χρόνου Πάνω της καρφιτσώνονται ερινύες Σ΄ ότι πεθύμησες Ότι πόθησες Σ΄ ότι σκούπισες με το μαντήλι του νοτιά Στα ροδομάγουλά σου. Αν ο χρόνος είναι λύπη Βάφει με λύπη το Καλοκαίρι στα χείλη σου Το χέρι του, σφικτά κρατεί το Φθινόπωρο Σαν ένα βαρύ κτύπο Πάνω σε ότι έζησες Και θες να ζεις Κόβοντας ότι ονειρεύτηκες στα σκότη Σ΄ ένα διπλό χορευτικό Και η ζωή σου Μία οδός που αμφίδρομα παραδίδει σκυτάλη στις αιώνιες δρασκελιές του χρόνου

61


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΤΑΞΙΑ Όταν ξεκινά η περίοδος του κυνηγιού Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι Στο σπίτι υπάρχει πάντα νερό σε λαγούμια με δηλητήριο Και τροφή γιομάτη καρφίτσες για τη μάσηση Ώρες – ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω θεού Νίπτοντας τα χείρας επί των υδάτων Τι μέρες και κείνες, οι μέρες του κυνηγιού Η πατέρας λιοντάρι Η μάνα αλεπού Οι γέροντες κόρακες Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες και η πολιτεία νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους. Αταξία Οι νεκροί με τους ζωντανούς και τανάπαλι.

62


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ… Της Κύπρου και της Αμμοχώστου Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε. Στα δύο κόπηκε ο αέρας. Καταβυθίζεται άδοξα πικρός. Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν. Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας. Ουτοπία εκτός. Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας. Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο, είναι παιδιά μας. Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε. Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες. Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές κι είναι όρθιες γυναίκες. Οι γυναίκες μας, Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει μέσα από τα καταπράσινα φύλλα της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς, της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας. Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος. 63


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες Από τον ξεροπόταμο, στη μεγάλη θάλασσα το ξύλινο καράβι Τίποτα και ποτέ τίποτα Οι λόφοι γίνανε βουνά κι οι στενωποί λεωφόροι Πέτρινες γιρλάντες, κρεμασμένοι τοίχοι με τις μυρωδιές των νοικοκυριών να κρέμονται από βρεγμένα σύρματα και πολύχρωμα μανταλάκια Τα βήματα της κατηγορίας είναι βιαστικά κρύβονται μέσα σε μάλλινες γεροντίστικες κάλτσες σε μαύρα παπούτσια αγορασμένα από παζάρι σχισμένη η ετικέτα πιστοποίησης η συκοφαντία και το ψέμα δεν έχουν ετικέτα εγώ με την ανημποριά του κόσμου και τον φόβο των Ιουδαίων στην γραμμή του φαρισαϊσμού και στις βρεγμένες όχθες των κομμάτων μια ιδεολογία μπλεγμένη σε πέντε δάκτυλα και άλλα τόσα ψηφοδέλτια Ένα τουφέκι μαστίγιο τύπου Μ1 στον ώμο κτυπά πριν την πρωινή αναφορά εν δυο κάτω με τα χέρια στην ανάταση Την φτώχεια να σου λέει σφίξε τα δόντια πιο δυνατά πιο δυνατά ως να ματώσει το κλάμα να γίνει προσφάγι κι η φτώχεια να πάψει να διαμαρτύρεται 64


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Πότε πότε από την μυστική γωνιά με τους τσίγκους στο πάτωμα και το βλέμμα στην πόλη η σκοπιά φούντωναν τα μεγάλα ιδανικά η Πατρίδα φούσκωνε κι αυτή στα στήθη άπλωνε ρίζες και κλαδιά, ύγρανε και στέγνωνε μια πορεία προς άνω, ψήλωνα κι εγώ δεν το περίμενα νόμιζα πως ήδη είχα ψηλώσει.

65


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Και τα ενδύματα πήρανε άλλο χρώμα, κάπως ανοίξανε όπως ο ουρανός ανοίγει πόρτες κι υποδέχεται ακόμα όνειρα και βάζει ενέχυρο τις υποσχέσεις, μέχρι λέω μέχρι και πρέπει να ομολογήσω πως και τούτη η σκέψη σαν διαθήκη μοιάζει όλο και περισσότερο που θα την πάρω παραμάσχαλα με το ολοκαίνουργιο κουστούμι να καμουφλάρει την φτώχεια μου.

66


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ Η Ελπίδα της αιώνιας ζήσης, στα στήθη του φωλιά. Οπλισμένος κι ο φόβος κονδυλοφόρος στην διαθήκη του. Τα οστά να σφαλιστούν με αμμοχάλικο των ακρογιαλιών στην αυλή του πατρικού του, όπου ο ήλιος πελεκίζει το δάκρυ και το φέγγος αναδύει το μοιραίο. Η άβυσσος βαφτίστηκε και μέσα στην σκληρή πραγματικότητα κυλούσε το τριήμερο πένθος, Σείστηκαν οι καρδιές συθέμελα, ταραγμένα πελάγη. Τα λόγια αναβόσβηναν πυρακτωμένες δάδες. Ενταφιάστηκε ως μια ακατάληπτη διαθήκη στο μακρύ πελεκητό σεντούκι. Να γίνει λίπασμα στις ρίζες κείνου του σπιτιού. Κάπου – κάπου κρατούσε ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη. Έτρεχε αναβάτης μια βουνίσιας ράχης να προλάβει ανατολές και δύσεις. Να εξαγνίσει τον χαμένο χρόνο, να λιτανεύσει στους απόντες το άφθαρτο. Εκεί στην γραμμή των οριζόντων, ανάμεσα στις εποχές, οριοθετήθηκε η τιμή και η μνήμη. Πρώτος, δεύτερος χρόνος, πίκρα, ούτε που θυμόταν. Το σεντούκι πετάχτηκε στην άκρη της αποθήκης μαζί με τις ερωτήσεις. 67


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Ποια ήταν η ανεπαίσθητη στιγμή που γύρισε το βλέμμα στον χρόνο; Πως μπόρεσε η μοναξιά να τριγυρνάει μαζί του στους λασπωμένους χωματόδρομους; Μύριζαν όμορφα και οι καημοί και οι λύπες! Μύριζε και το χώμα λίβανο και οσμή κεριού που σβήνει! Και καθώς σχηματίζονταν στη ζωή νέες μορφές από ήλιους, βουνά και κάμπους, έρχονταν και έφευγαν οι καντηλανάφτες των ονείρων. Το μουχλιασμένο σεντούκι μνήμη αδιάκοπη μα πια αταίριαστη. Ιδού οι αλητείες στον λόγο. Ιδού οι άρπαγες γυπαετοί και οι δρυοκολάπτες. Και εκεί στο βυθό της γης, σαγηνευμένοι σκώληκες αγκάλιασαν το ξύλο, έγλυψαν άνευ οίκτου τα φθαρμένα κόκκαλα, έγιναν ένα. Ιδού η μοίρα. Μόνο ο θεός τήρησε μια υπόσχεση επιταγή και πήρε την ψυχή του.

68


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΚΡΑΥΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ Α Προσπάθησα, να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων. Αλήθεια! Κάθε που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους, κολλούσα τα δικά μου. Ανώφελο! Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες, τους Κύκλωπες στους δρόμους. Δεν κατανοούσα, πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί, μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ και το ουσιαστικό του εγωισμού! B Ο κύριος μου μόνος πια, με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές. Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα. Έξυνε το αριστερό πόδι, τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες, ένα θραύσμα πολέμου. Έξυνε και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς. Εγώ του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες! 69


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

Αγαπούσε την ειρήνη, την ομορφιά των κάμπων και των βουνών. Να είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ. Μια μέρα δεν άντεξε. Ακούστηκαν οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του, πήρε τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα. Το γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του. Είχα ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση: Αν αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο Κουλουριάστηκα κάτω από τις σκάλες. Δεν γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη. Γ. Μυρίζω τη ζωή και το θάνατο Του κυρίου μου αρνούμαι το πένθος

70


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Με την οιμωγή στο φτερωτό του νου φυλλομετρούσε τον άσβεστο χρόνο, απλώνοντας πολυσέλιδα τις καιόμενες λέξεις και τους ανόητους ορισμούς. - «Πανάθεμα» ψέλλισε – Μια επιληπτική τάση εκδιδόμενη και ταχεία να διορθώσει τον λόγο μ΄ ότι του είχε απομείνει στη χαρακωμένη παλάμη και στο τρύπιο δισάκι μα θες, αναδυόταν ως χρόνια επιταγή. Στην φτωχική γωνιά που ορθώς ανέκραξαν: Οινομαγειρείο «η Ωραία Γλώσσα» όχι τίποτα σπουδαίο, ένα χαμόσπιτο με το πρώτο συνθετικό άνυδρο, άγευστο και ανοργασμικό και το ακολούθως μια βάρκα ξύλινη αργοσάλευτη, καλοπελεκημένη μέσα στο αέρινο γαλάζιο που έδωκε ο θεός μέσα στο άσπρο των κυμάτων όπου κατοικεί ο γλάρος και η ελπίδα μεθά στο χρώμα του σώματος που γεννά, στο χώμα που βαδίζει εκεί που ονειροβατεί τυφλά μια χάρτινη πατρίδα, χαλκογραφούσε ανά τους αιώνες την γλώσσα των ποιητών. Άρπαξε όπως – όπως την σκόνη, μία σκόνη αλάτι, την αποθήκευσε στη χούφτα πασπάλισε την φτώχεια του λόγου του, 71


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

πάλι προς το τέλειο. Δοκίμασε μια πρέσα - δοκίμασε στην άκρια της γλώσσας όπου πατεί ο λόγος κι ο αντίλογος και γλύκανε με μιας και ο δικός του κόσμος.

72


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

[ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΣΒΕΣΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ] Ανάμεσα από τους ασβεστωμένους τοίχους έβγαινε η πληγωμένη σιωπή να συμπληρώσει τις τελείες. Στο ξύλινο τραπέζι είχαμε πάντοτε όλα τα πιάτα γι αυτούς που λείπανε και ξέραμε πως δεν θα ρθουν. Μόλις ακούγαμε βήματα έτρεχε η μάνα ν΄ ανοίξει. Συνήθως δεν ήταν κανείς. Κάποιες φορές ο ταχυδρόμος με το πέτσινό του σάκο κι άλλες οι γειτόνισσες με το τσεμπέρι στο κεφάλι. ο ταχυδρόμος δεν έφερνε τίποτα πλην της καλημέρας. Αχρείαστη ήταν! Οι γειτόνισσες έφερναν το δικό τους πιάτο, μια συμπόνια δίπλα και δυο καλές κουβέντες, βοήθεια πάντα στην σιωπή. Τα βράδια λοιπόν δεν έρχονταν κανείς; Η πόρτα φωτιζόταν από το φεγγάρι τα σύννεφα κοιμόντουσαν στις παρυφές του ουρανού, εμείς στην αγκαλιά της μάνας. Κι όσες φορές η μάνα άνοιγε την πόρτα έτριζε η σιωπή της αυλής. Φοβόντουσαν τα ζώα. Άντε τώρα στην ευχή του θεού και στην σιγαλιά των λόγων της πλανεμένης νύχτας. Μέσα στο κουρνιαχτό του κοτετσιού 73


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

η νυφίτσα κράδαινε την ορμή της τα μάτια γυάλιζαν πίσω απ΄ τις δαντελωτές άσπρες κουρτίνες. Ποιος να ναι έλεγε η μάνα; Τα μάτια μας συναντιόνταν μ΄ αυτά του χωροφύλακα και του δωσίλογου της γειτονιάς Η σιωπή της έρμης αυλής το πρωί μιλούσε! Δεν έλεγε πολλά, δεν έλεγε και λίγα! Το σούρουπο ψέλλιζε τις πρώτες κόκκινες λέξεις Μικρό παιδί που το ντάντευε η εσπέρα και το λίκνιζε το απομεσήμερο. Σαν όμως έπεφτε λεπίδι το βράδυ έτριζε από καημούς έτριζε και το μάνταλο στην πόρτα η γλώσσα βάφτιζε με ωραία ονόματα πόθους, οράματα και επιδιώξεις. Κι η μάνα συνέχιζε να ανοίγει την πόρτα στο πρώτο χτύπημα. Κανείς δεν είναι έλεγε και ανακάτευε την θρακιά με την μασιά και το κούτσουρο!

74


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι Τεράστιες χώρες μες στον μήνα Σεπτέμβρη Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα Και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας Είναι μια απέραντη σιωπή το σοκάκι που πρώτο περπάτησες το κλαδί που έσπασες το πρώτο πουλί που σκότωσες κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους πάνω στις ράχες τους κι αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο. Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου να τους τα επιστρέψεις μα δώρα λες και δεν μοιράζονται Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσεςπως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων μα ολότελα, αφέθηκες στην κατάρα της. 75


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΤΡΑΥΜΑΤΑ Είναι μέρες που παραπονιέσαι. Γκρινιάζεις σαν αποδημητικό πουλί που λαξεύει στο δρόμο του. Σου μιλώ για όσα πέρασα. Επιμένεις πως πάσχω από παιδικά τραύματα. -Κρυώνω σα γυμνό Φθινόπωρο που χάνει τα φύλλα τουΠες μου λοιπόν, αγαπημένη: Εσύ που σ΄ όλο σου το κορμί έχεις ενήλικα τραύματα, είσαι καλύτερος άνθρωπος;

76


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ Στεκότανε μ΄ ένα άτολμο μειδίαμα, μα βουβός κι άκουγε τη καρδιά του. Χτυπούσε στις Αλκυονίδες μέρες πιο δυνατά απ΄ το ανάλαφρο του αέρα. Ζούσε ακόμα, κι ας προτιμούσε τον γρήγορο θάνατο. Στο απέναντι σιδερόφρακτο μπαλκόνι μια λυγερόκορμη κόρη, άπλωνε τ΄ ασπρόρουχα της, όμορφη θέα στα μάτια μας. Έριχνε κλεφτές ματιές στους άνδρες που διασταύρωναν τον δρόμο. Ο μαύρος καφές πάντα πικρός μαλάκωνε ένα ξερόβηχα. Ότι απέμεινε απ΄ την εποχή της δικτατορίας. Ούτε αγώνες, ούτε σημαίες, ούτε συνθήματα. Μόνο ένας ξερόβηχας που τράνταζε τα σωθικά του. Όχι τώρα πως πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα. Στις λαϊκές αγορές, πίσω από τους πάγκους, όπου στήνονταν μικρές συνεδρίες, μιλούσε πλέον όλο και λιγότερο. Φοβότανε. Το βράδυ ξάπλωνε συνήθως μόνος. Κοίταζε τη πρασινογάλαζη θάλασσα που κρεμότανε στο τοίχο. Στη παραλία πεταμένα φύκια, μισά όξω απ΄ τη κινούμενη άμμο. Μια σκουριασμένη βάρκα τσαλακωμένη στο κάδρο κι ένας γλάρος που ποτέ του δεν πέταγε. Κι όμως, πάντα τον έβρισκε ένα πόντο πιο πέρα.

77


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ Ότι αγόραζε μισό τιμής, του χάλαγε σε λίγες μέρες. Έτσι ήταν σκέφτηκε. Ότι πληρώνεις παίρνεις. Μια ζωή, στα παζάρια της Τρίτης, στα πεταμένα φτηνιάρικα. Για σταθερό αποκούμπι κράτησε μια φωλιά από τούβλα στο χωριό του. Να ΄χει ένα κεραμίδι πριν το τέλος που δεν θ΄ αργούσε. «Τι να το κάνει τότε…» μονολόγησε. Σαν η καρδιά δεν αγαπά, τι να κάμεις το σώμα; Άδειο κιβώτιο σε θάλασσα. Μουλιάζει, σαπίζει, χάνεται. Έσκαψε σαν γκρίζος κάστορας την τρύπα του. Ζώστηκε τους χρόνους γύρω από τη μέση του. Δεν ξεχώριζε τώρα από το υπόλοιπο σώμα. Ρύθμισε τον πυροκροτητή στην ώρα που έπρεπε. Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά. Δείλιασε. Πάλι ένα τούβλο και μια κεραμίδα τον περίμεναν. Η πολυπόθητη δραπέτευση που σχεδίαζε απέτυχε. Στο φως που σβήνει δεν έφτασε ποτέ του.

78


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΗΧΟΣ Αγνοούσε τον ήχο της σιωπής. Μια ζωή μέσα στις απεργίες, φωνές, συνδικαλισμούς κι άλλες βλαβερές δραστηριότητες της εργατιάς. Να ΄ναι όλα ίδια, ή ίδια τα έβλεπε; Ταπεινά δήλωνε δούλος, σιωπηλά λάτρευε την αθωότητα. Τα βράδια, όταν χτύπαγε το σφυρί και το αμόνι σπινθήριζε ίσα που άκουγε την καρδιά του πίσω από τους πνεύμονες. Σπονδυλωτά τείχη γεμάτα αρρώστιες. Μετά την αλλαγή που τόσο προσδοκούσε, την ώρα μάλιστα που απλωνόταν ανθρωπομάνι από πολιτικάντηδες, στους δρόμους της νυχτιάς, η βουλή του διαστελλόταν επικίνδυνα. Ο σιωπηλός ήχος του φόβου αποτελούσε άλλοθι και κίνητρο για την ακινησία. Προσευχή και λύτρωση.

79


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΧΩΜΑΤΕΡΗ Τα γερασμένα απορριμματοφόρα βογκούσαν τα πρωινά. Εγκυμονούσες ματαιοδοξίες, πλαστικές σακούλες, ξεραμένα αποφάγια, κενές συσκευασίες, χαμένα πρωινά, χαλασμένες συσκευές, θλιμμένους αποχαιρετισμούς, σχισμένα σεντόνια και παπλώματα, έρωτες που δηλώθηκαν φόνοι εκ προμελέτης, αγάπες που αγνοήθηκαν μέλισσες που βούιζαν γύρω από ένα πεταμένο γαρούφαλλο πρωταγωνίστριες της σήψης και κάπου στο βάθος το τέλος των όλων. Εκεί, περπατούσε πεταμένος κι ο άνθρωπος φορώντας για ρούχο μια Δύση. Σαβανώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε, ν΄ αντέξει τον θάνατο.

80


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΠΑΡΟΥΣΙΑ Τα συνήθη βράδια μετά το προσκλητήριο, όπου φωνάζαμε με τα στήθη υπερήφανα: παρόντες στο στρατόπεδο μια νεκρική υπέκυπτε στο βέλος, του «Αλτ, τις ει» Ψίθυροι γυρόφερναν. Στα σιδερένια κρεβάτια, ιαχές από ψύλλους τσίκνα και μπόχα απ΄ τις άπλυτες κάλτσες Κάτι σώματα φαντάρων αιωρούνταν έξω απ΄ τα τρύπια συρματοπλέγματα. Οι παγωμένες ανάσες τους, ίσα που σχημάτιζαν τα ποθητά σώματα ανεκπλήρωτων ερώτων.

81


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΣΥΝΟΥΣΙΑ Θωρούσε με μια ελπίδα, τη λερωμένη κλειδαρότρυπα -μήνες τώραανήμπορος να τη πλησιάσει. Πλην της στιγμής αυτής. Του δόθηκε αίφνης η ευκαιρία –μη την χάσεις κάποιοι βροντοφώναξαν γελώνταςΑγόρασε μύρο και άσπρα πανιά σπάργανα. Κι ύστερα αφού οσμίστηκε το άρωμα του καθαρού και τη γλύκα της παρθενίας γλίστρησε το κλειδί στη γυαλισμένη τρύπα να ξεκλειδώσει την ηδονή της ποίησης που ανοιξιάτικα κατάκτησε.

82


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ Θυμάται ακόμα τη μάνα να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. «Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι. Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της. Στις γιορτές το ίδιο. Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους. «Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. «Να σιάξουν οι χρόνοι» μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. Ύστερα με μια λαγάνα αποχαιρετούσε το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα. Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει. Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της. Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του, καμπάνες τον καλούν. Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του. Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του. Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του. Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο, με το ψωμί παραμάσχαλα, πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο και πότε στον κόσμο ολάκερο. Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.

83


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΑΣΘΕΝΕΙΑ Είπε δεν θα πει πρωτάκουστα πράματα ως εκ τούτου το χειροκρότημα παρακαλά να μην ακουστεί πέραν της αύρας του καθενός. Συνυπάρχει σε μια ομάδα, -κάποιοι την είπαν συμμορίαπνευματικής και κοινωνικής αφύπνισης ύστερα από θολές βολιδοσκοπήσεις συνείδησης. Μαζί με άλλους ομότεχνους λαφυραγωγεί. Καθώς εφορμά στις λέξεις με λυσσαλέα όρεξη πολλάκις, πότε με πέλεκυς, πότε με κόμπο κρεμάλας ή ακόμα και με κοινά μαχαίρια οικιακής χρήσεως, διαγιγνώσκει τις αδυναμίες της ασθένειάς του. Ποίηση. Γύρω από μια φωτιά, πίνει ποτά και άλλες νεκρώσιμες ουσίες Δεν κοιτά στα μάτια τους συντρόφους -ίσως από ντροπήκαι ανίατοι όντας επιθυμεί διακαώς να ξεσκίζει τις σάρκες του. Λουόμενος με ποίηση μόνο θέλγητρο αυτό- κατασπάραξης.

84


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΒΑΡΥΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Σηκώθηκε κατηχητής της ασημαντότητας και σήμερα. Το και τοποθετείται λόγου τόνου στην επανάληψη Με απόκρουση επιδρομής Λαιστρυγόνων και Κυκλώπων Και την Ιθάκη, χωρίς οίκτο γραμμένη για αυτόν, να απομακρύνεται Εκτός κι αν Ιθάκη είναι το τέλος, οπότε Κι οι Λαιστρυγόνες δεκτοί κι οι Κύκλωπες. Αν δε στον αγώνα έγινε και σοφότερος, τι τύχη! Κατέφαγε τις σκέψεις, η ζωή πλέον δεν έχει σκέψεις Μόνο άγρια πηγή σε λευκό περιθώριο που γερνάει με σκέψεις Και το πνεύμα το ουράνιο Που θα συναντήσει ως συνείδηση στον μεταθανάτιο αγώνα Μια άλλη Ιθάκη. Τραγωδία με ιδιόχρησης κώνειο Σύμπραξη του νεκρού σώματος και ενός σαρκίου που αιωρείται.

85


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΜΙΚΡΗ ΕΝΟΧΗ Αυτό το πνιγηρό κλάμα της Άνοιξης ως ακούγεται μέσα από την πικρή φυλακή που χτίστηκε γύρω του, αναρωτιέται αν είναι δικό του παντοτινά, στο πέρα και στο μετά, στο αύριο το σήμερα το ξέρει μια ατελείωτη θάλασσα στον ορίζοντα η μαύρη γραμμή του μολυβιού που βάφει τα ματοτσίνορα φαντάζει σχοινί από ξέπλεκη θηλιά όπου αιωρείται η ζωή, η χαρά και ο πόνο του Παρήγγειλε την αγάπη και η αγάπη φρόντισε σερβιτόρος απλήρωτος να φέρει και κώνειο

86


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ Ο χρόνος επίδεσμος Οι μέρες μου ανεμόμυλοι Τραύματα στο χρόνο όλα τα ζην στις ώρες μου και στην ιστορία ενός μικρού Φθινοπώρου!

87



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ



ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΙΑΝΔΡΑ – STRADA Η Χριστίνα Γαλιάνδρα γεννήθηκε το 1973. Καθιερώθηκε στην γραφή με το ψευδώνυμο Strada. Έχει αποσπάσει αρκετά βραβεία κ έχει τρείς ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της. Το 2015 ebook από τις εκδόσεις Διάνυσμα με τίτλο «Εκπτωτοι Άγγελοι» Το 2016 σε εκτυπωμένη μορφή με τις εκδόσεις το ανώνυμο βιβλίο με τίτλο «Ανέγγιχτη θλίψη» και το 2018 άλλο ένα ebook από τις εκδόσεις Διάνυσμα με τίτλο. « Ψυχοπαγίδες» Από το 2014 είναι συνεργάτης της εταιρείας Gnome Publications Ltd Μηνιαία Ελληνο-Καναδική Εφημερίδα στο Βανκούβερ

91


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Η Ρούλα Τριανταφύλλου, γεννήθηκε στην Αμαλιάδα Ηλείας. Από το 1985 ζει μόνιμα στις Λεύκες Πάρου. Στον χώρο της ποίησης έκανε την εμφάνισή της το 2013 με την Ποιητική Συλλογή: «Ματιές της ζωής από το κέντρο του Αιγαίου» Ακολούθησαν άλλες δύο συλλογές από τις εκδόσεις Διάνυσμα: Το 2015 «Πληγές που θρέψαμε» και το 2017 «Τα ανέγγιχτα του χρόνου» Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις: της Ιστοσελίδας «Τοβιβλίο.net» και των «Ποιητικών Διανυσμάτων» Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στην Αγγλική γλώσσα από τον Ποιητή --μεταφραστή: Μανώλη Αλιγυζάκη και στην Αλβανική γλώσσα, από τους Ποιητές-μεταφραστές-Πέτρο Τζερκέζη, Βασίλειο Τσιούκλα (Vasil Çuklla) Τον Οκτώβριο του 2014 έλαβες το Γ’ Βραβείο ανομοιοκατάληκτης λυρικής ποίησης με το ποίημα: ΄΄Αυλαία΄΄ ‘’Καφενείο των ιδεών’’ «Λογοτεχνικός διαγωνισμός: Σικελιανά 2014»

92


ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε παγκόσμιους και πανελλήνιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς και έχουν αναρτηθεί σε σχετικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. Το 2015 εξέδωσε σε ηλεκτρονική μορφή την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και τον επόμενο χρόνο συμμετείχε στο εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ: Ταξίδια Πολύτιμα του Νου. Από το 2014 μέχρι και το 2017 συμμετείχε στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές, από τις Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ.

93



Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΑΝΘΙ Σ Μ ΑΤΑ Σ Τ Ο Ι Χ Ε ΙΟ ΘΕ Τ Η ΘΗ Κ Ε & ΣΕ Λ Ι ΔΟΠΟΙ ΉΘΗΚ Ε ΤΟΝ Α ΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2018 ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ


ISBN : 978-618-81297-3-3


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.