Γιάννης Διογένης
ΠΡΩΙΝΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΛΥΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΟΝΕΙΡΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ
Στο εξώφυλλο, έργο του ποιητή
ΠΡΩΙΝΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΛΥΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΟΝΕΙΡΟ
ISBN: 978-618-82188-9-5 Σειρά: Διανυσματικά ποιήματα © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Γιάννης Διογένης, 2016 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ekdoseisdianisma.blogspot.gr ekdoseisdianisma@gmail.com
Γιάννης Διογένης
ΠΡΩΙΝΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΛΥΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΟΝΕΙΡΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ
Περπάτησα, σ’ έναν ουρανό γεμάτο αγάπη... που παράδεισος έμοιαζε... Είδα, την αγάπη, που, μ’ απλοχεριά μοίρασε ο ΘΕΟΣ. Μα, και τον πόνο το δάκρυ... που σκορπούν, οι ανθρώποι στο διάβα του χρόνου Χιλιάδες πουλιά, λεύτερα να πετάνε στους ουρανούς κι άλλα τόσα μαχαίρια να τα σημαδεύουν Σε είδα ν’ αγαπάς και να μισείς, το τίποτα με τόση ευκολία, που τρόμαξα!
7
Βάφτισα τα χέρια μου φτερά κι άρχισα να πετώ Εκεί. ανάμεσα απ’ τα σύννεφα κρατώντας. σφιχτά στα χέρια μου, την αγάπη. Μα είδα τον κόσμο άδειο, από ψηλά κι άνοιξα, τα χέρια μου και γέμισε , μ’αγάπη ο ουρανός! Που παίρνουν τα πουλιά. και σεργιανούν στις γειτονιές τραγουδώντας την! ΤΙ ΛΑΘΟΣ!
8
Στις γειτονιές του κόσμου χιλιάδες κυνηγοί, παραμονεύουν. Και της αγάπης, τα πουλιά , δεν είναι πια εδώ Και σκόρπισε η αγάπη την πήρε ο άνεμος μακριά και μείναν οι κυνηγοί και τα όπλα τους.
9
Κι αντάμωσα, σ’ ετούτο το ταξίδι. ποιητές στην άκρη τ’ ουρανού Εκείνα τα μικρά, σοφά ανθρωπάκια, που γεμίζουν, αγάπη, την ψυχή σου, και τη ζωή σου κάνουν, πιο όμορφη, απ’ το λιοβασίλεμα ίσα με το δειλινό. Κι ακόμα τη νύχτα, κάνουν, πιο φωτεινή, μ’ όλα της τ’ αστέρια στεφάνι, στα μαλλιά σου.
10
Θέλω να βλέπω, ποιητές, πολλούς ποιητές, να γεμίσουν, οι δρόμοι, κι όλες, οι πλατείες να γεμίσει ο ουρανός. Κι απ όλες, τις γωνιές, της γης, μηνύματα αγάπης, ν ακούγονται και περιστέρια, να πετάνε της ειρήνης, τα παιδιά. Κι οι ποιητές, να τραγουδάνε! να τραγουδάνε… όσα δεν μπόρεσες να πεις κι εσύ, στη μέση της πλατείας
11
να ζεις! Τ΄ όνειρο που σου στέρησαν κι ότι αγάπησες σ’ αυτόν τον κόσμο.
12
Παίρνω μαζί μου
το γαλάζιο τ’ ουρανού το πιο βαθύ, της θάλασσας, γαλαζοπράσινο το χρώμα... Του καναριού θα πάρω το κελάηδημα και μια πρωινή, των λουλουδιών, δροσοσταλιά τραγούδι να σου γράψω. . Να σου το λεν για καλημέρα τα πουλιά μ’ ένα χαμόγελο, ήλιου ζεστό ελπίδας πόρτα, θα σου ανοίξω .
13
Για να διαβείς , μ’αγάπη μες τον κόσμο αυτόν, σαν κάθε μέρα.
14
Ψάχνω το όμορφο αύριο που μου είχαν υποσχεθεί Και χαιρετίσματα μου στέλνουν αυτοί , που μου το κλέψανε! ΧΑΜΟΓΕΛΩ Ξέρω, πως φταίω γι αυτό τους πίστεψα... τους κλέφτες των παιδικών μου, ονείρων. Τους εμπόρους , των παιδικών μου χρόνων. Τους αγωνιστές , του βολέματος που αμοίβονται τις μετρητοίς κάποιοι, απ’ αυτούς κι επί πιστώσει.
15
Πέτρα την πέτρα χτίζανε τείχη γύρω μου γιατί, δεν πήρα δράμι, από τη ρόγα τους τα’βλέπα χαμογέλαγα Μα, που να φανταστώ πόσο κοστίζει ένα χαμόγελο.
16
Κι ένα ‘ ‘δήθεν’’ ανήσυχο πρωινό -σε σκηνοθετημένη απόδρασηΚι αφού εκείνοι δεν φταίξανε ποτέ δραπέτευσα, μαζί με τα όνειρά μου Μια αγαλλίαση , γέμισε την άδεια τους ψυχή μια δικαίωση πλανάται στα σωθικά τους ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! το ΕΓΩ, ΔΙΚΑΙΩΘΗΚΕ!
17
Ο κίνδυνος απομακρυνόταν μαζί με τον επικίνδυνο, για κείνους αλλοπαρμένο γι άλλους και γι άλλους ποιητή. Τα μάτια τους λάμπουν, από ευτυχία. Το αγκάθι, δεν είναι πια εδώ απερίσπαστοι πια, θα συνεχίσουν το έργο τους.
18
O ποιητής, αγόγγυστα βούτηξε στο κενό . συνέχισε το τραγούδι του Eκείνο το τραγούδι, που κανείς τους, ΠΟΤΕ δεν ένοιωσε γιατί αν ακούγαν, τις φωνές των. ποιητών ΤΟΥΤΟΣ ΔΩ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΑ ΤΑΝΕ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ
19
Ο ποιητής συνέχιζε το ταξίδι, με το τραγούδι του, τ’ ακόμα πιο γλυκό και το παράπονο του. O ήλιος , ετοιμάζεται να λικνίσει το κορμί του, στους ρυθμούς της γλυκειάς μελωδίας. Tα σύννεφα τραγουδούν χορεύουν, αγκαλιάζονται με μιά γλυκειά ερωτική διάθεση.
20
Tα δένδρα απλώνουν τα κλαδιά τους χείρα βοηθείας, στο κενό. Tα πουλιά φτερουγίσαν Με μιάς, βρεθήκαν, στο κενό Και το κενό, γέμισε σύννεφα δένδρα πουλιά. Όλα μια του σύμπαντος φωνή! ΝΑ ΣΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠOIHTH! ΝΑ ΣΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗTH! Πόσα, δεν μπόρεσαν να δουν τα μάτια εκείνων.
21
Κι ύστερα, περάσαν χειμώνες και καλοκαίρια άλλα τόσα. Kι έμεινα στη σιωπή να μετρώ μιά-μιά τις πληγές μου Kαι δάκρυσαν τα σύννεφα.
22
Κι έπεφτε, το δάκρυ μου βροχή, στο διψασμένο χώμα. Κι ένα μικρό λουλούδι ξεπρόβαλε, θα’ταν γιασεμί ή κρίνο, ή ένα λευκό τριαντάφυλλο Που, απ’ τ’ άρωμά του μεθυσμένα, τα πουλιά, μηνάνε. μιά ΚΑΛΗΜΕΡΑ, αλλιώτικη. . Που ‘διωξε το δάκρυ, κι έφερε στη θέση του χαμόγελο γλυκό Και το λουλούδι μεγάλωνε, όσο κυλούσε η μέρα Μιά μέρα, τόσο διαφορετική, γεμάτη αγάπη, ομορφιά, χαμόγελο κι ελπίδα Μέρα, από κείνες, που δύσκολα συναντάς. 23
Ο άνεμος πόρτα την πόρτα, σιγοτραγούδαγε, τα σημεία των καιρών.
24
Κι έχει καιρό, να μου γελάσει ο ουρανός ήρθε χειμώνας στην καρδιά κι επέβαλε , τους δικούς του κανόνες. Παγωνιά και κρύο... Βροχή, μοναξιά και δάκρυ. Κι ο ποιητής δραπέτευσε από μέσα μου Με αγγέλου φτερά, στους ανέμους γυρίζει γυρεύοντας, ΕΛΠΙΔΑ Μου ορκίστηκε θα τη βρει! Θα τη φέρει ξανά, στη ζωή μου
25
για, -όπως παλιάνα γελάσω και πάλι.
26
Μου χαμογέλασες, κι άνοιξε τα βλέφαρα, η αυγή. Κι ο ήλιος αγκάλιασε τη γη Κι ένα φιλί ο ουρανός, της θάλασσας κρυφά, απ’ τα μάτια μου. Κι η μέρα, μες την απέραντή της ομορφιά υπόσχεται έναν γαλανό ουρανό. Κι ωκεανούς αγάπης για να γευθείς Και σήμερα το ταξίδι της.
27
Καταμεσής, τ’ ονείρου μου. είδα έναν άγγελο πάνω στην πλώρη. Με τ’ άσπρα του φτερά Μου χαμογέλασε Κι είδα στο πλάι του να ‘χει τη μάνα μου εσένα… και την Παναγιά Πέρναγα λέει, απ’ άγρια κύματα!.. . Μα είχα, της μάνας την ευχή της Παναγιάς την προσευχή, κι εσύ, μου κράταγες το χέρι.. Κι ο άγγελός μου οδηγός! Κι έτσι μονάχα μέρεψε ο καιρός.
28
Σκόρπιες στιγμές, μάζεψε ο χρόνος έξω απ’ την πόρτα σου. Χιλιάδες αναμνήσεις, ταινία βουβή. Που σου μιλά, το παρελθόν ΄ αγάπες, όνειρα, τόσο κοντά και τόσο μακριά μαζί. Και στην αρένα το χθες, παλεύει με το σήμερα. Το αύριο περιμένει, καρτερικά τον νικητή. Μα νικητής δεν θα βγει, σε τούτο το παιχνίδι. Η μοναξιά φωνάζει πως υπάρχει Το δάκρυ κυλά, ο καιρός περνά. 29
Η ζωή μια καινούργια σελίδα ανοίγει Με μιά καλημέρα καθ’ αυγή.
30
Γιατί το ‘χουν συνήθειο, οι ανθρώποι να πνίγονται, σε μιά, βαθιά καθημερινότητα. Την μονότονη, εκείνη αιτία που προκαλεί, κάθε είδους, βόλεμα.
Πίσω, στο σήμερα λοιπόν κοίτα, τους χθεσινούς σου φίλους! Πόσοι είναι πλάι σου; Ποιοί συνθηκολόγησαν;. Ποιοί, άδοξα και πρόωρα, 31
σβήσαν τη σημαία απ’ τη μνήμη; Δες ποιητή, εκείνους, που θ’ άλλαζαν τον κόσμο Δες ποιητή με ποιούς, θ΄αλλάζαμε τον κόσμο.
32
Καινούρια μέρα , πια, χαράζει Σε τόπους μακρινούς, αναζητώ τη γαλήνη μου. Ζεστή αγκαλιά, η ξένη πολιτεία πόσο παράξενο στα ξένα, τόσοι φίλοι! Και ξένη , άγνωστη λέξη, η αποξένωση! Κι ο ποιητής, μέσα μου, ξανάρχισε , να τραγουδά Τούτος ο κόσμος, του ταιριάζει Αυτός ,ο κόσμος, πίστεψε, σε σένα , ποιητή! Κάτι, πρέπει να κάνεις γι αυτόν τον κόσμο
33
Κι όχι να τραγουδήσεις γι αυτόν τον κόσμο Να τραγουδήσεις, μ αυτόν τον κόσμο.
34
Κι εδώ οι άνθρωποι σ’ αγαπούν ποιητή και σ’ αγκαλιάζουν δίχως δόλο αγνά κι αληθινά Και τα τραγούδια τους ντυμένα μ’ ομορφιά κι απλότητα συνάμα ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ! Δε χρειάζεται, να προσπαθήσεις, ν’ ανοίξεις, τα φύλλα της καρδιάς τους. Κι ο ξένος γίνεται φίλος Κι ο φίλος αδερφός 35
Κι όλοι μαζί μ’ αγάπη, διαβαίνουν Τα μονοπάτια, του χρόνου.
36
ΕΛΕΥΘΕΡΑ Κι όσο ψηλά. Στον ουρανό μου να πετάς κυνηγημένο μου πουλί, μακριά απ’ όπλα που πληγώνουν τα φτερά σου και πλάνα λόγια μάγισσας κακιάς, που κλέβουνε τα όνειρά σου. Πέτα ΕΛΕΥΘΕΡΑ.. κι όσο ψηλά, και. το γλυκό τραγούδι σου, ο άνεμος να ψιθυρίζει , σ’ εκείνους, που ‘μάθαν μόνο
37
να σημαδεύουν το χαμόγελό σου.
38
Κλείνω τα μάτια σαν τραγουδώ κι ονειρεύομαι Κήπους ολάνθιστους κι ουρανούς γαλανούς μ’ ολόλευκα περιστέρια Ήρεμη δύναμη η αγάπη Σε γαλαζοπράσινα νερά βασιλεύει Κι, ένα χαμόγελο να φτάνει κι ίσως να περισσεύει, φορές Για να γεμίσει, τη ζωή σου μ’ ομορφιά Ανοίγω τα μάτια και τ’ όνειρό μου πάντα εδώ Μ’ ένα, καινούριο τραγούδι. Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι.
39
Φύσαγε αεράκι την αυγή, κι έστελνε τη δροσιά του Κι όλη την ομορφιά που κρύβε η μέρα Και άνοιξε το παράθυρο ξεκλείδωσε την πόρτα της ψυχής σου! Δώρα που σου στείλε ο Θεός, τα διπλοκλείδωσες. Γιατί; Βάλε το άσπρο στη ζωή σου Βρες ένα όνειρο Νιώσε την ομορφιά, της μέρας τόσο απλόχερα σκορπισμένη παντού. 40
Σ’όνειρο που ανέβαινε στον ουρανό, επιβιβάστηκα Μ’ όλα, τα χρώματα, της μέρας Κι ένα χαμόγελο αγάπης αγκαλιά Κι έξω βρέχει... Κι έξω μελαγχολία. Κι η μέρα, ξεκινούσε το ταξίδι της... Μέρα, τ’ όνειρό μου , που περίμενε ν ‘αποδράσει.
41
Και να που ξημερώνει κι αρχίζει η ζωή τ’ όμορφό της τραγούδι Κι ανοίγει, τα μάτια του, το μικρό λουλούδι της αυλής. Περιστέρια ξεχύθηκαν στον ουρανό Κι ένας, χαρούμενος, ζεστός ήλιος, την καλημέρα του, σου λέει Σήμερα , που η αγάπη κατακτά ,απάτητες κορφές! Τις καρδιές, των ανθρώπων . Να ο κόσμος σου ποιητή Χωρίς πολέμους, και μίση Βγαλμένος απ’ όνειρο
42
Με τη φτώχεια , να μένει μακριά πολύ μακριά στο μυαλό, των μικρών ανθρώπων.
43
Και φτερουγίσανε τα όνειρά μου στον γαλανό σου ουρανό Κι ένας ήλιος ζεστός τα καλωσόρισε τ’ αγκάλιασε η αγάπη Κι... ένας άνεμος γλυκά τα σκόρπισε στου κόσμου τις καρδιές Έτσι ... που μάθε ο κόσμος τι θα πει όνειρο τι θα πει αγάπη τι θα πει να ξεκινάς το πρωινό σου μ’ένα χαμόγελο Μ’ένα αγαπώ με διάθεση να ζεις κι αυτή τη μέρα όπως ονειρεύτηκες.
44
Κι ο βασιλιάς ζήλεψε, τα πλούτια του ποιητή Με πρόσχημα , τη γνωριμιά, καλεί τον στο παλάτι. Κοίτα ποιητή, μέτρα , ως που φτάνει το μάτι σου κι εφτά φορές πιο πέρα Στον ουρανό. στη γη, στη θάλασσα Κι ότι κι αν δεις δικό μου θα ναι. Φτάνει μια διαταγή μου να ειδείς τη δύναμή μου σ’ αυτόν τον κόσμο.
45
Μα.. άρχοντά μου! Αλίμονο κι εφτά φορές, το μέτρημα και χίλιες, δέκα ακόμα κι όσες φορές να τα μετρήσεις τίποτα απ’ όλ’ αυτά, θα δεις, δε σου ανήκει. Κοιτώ, στον ουρανό τα πουλιά, που πετάνε κι αν, μιά διαταγή σου, φτάνει, να πάψουν να πετούν δώστηνε! Κοιτώ τη γη καρποφορούν τα δένδρα και τ’ ανθολούλουδο σ’ άγονη γη μα 46
και στη πέτρα ακόμα διατάξεις δε διατάξεις κι ακόμα, της θάλασσας... όταν αγριεύει κι όταν θεριεύει πρόσταξέ την να ηρεμήσει Αχ! άρχοντά μου δεν είναι , να εξουσιάζεις τον κόσμο είναι... ΝΑ ΖΕΙΣ με τον κόσμο!.
47
Λεύτερα , πάλι τα πουλιά, ξεχύθηκαν σ’ ουρανούς δροσοσταλιές, - δάκρυ αποχωρισμού στα μάτια της αυγήςΤου πρωινού , το χρώμα σαν ξεκινάει η ζωή το δρομολόϊ της. Κι ο ήλιος με το ζεστό του χαμόγελο κι φύση ντυμένη μ’ όλη της την ομορφιά.
48
Και να στο πόδι ξανά, αυτοί, που διαλέξαν για όπλα τους, το μυστρί και τη λάσπη. Και χτίζουν τον κόσμο , με την δική τους αμορφωσιά Κρεμούν ταμπέλες σε μαγαζιά κι ανθρώπους Σε μετράνε. -ανάλογαπου γέρνουν οι ιδέες σου, -το βάρος της τσέπης σου Δεν νιάστηκαν γι αξίες της ζωής Όχι, το πως δεν έχουν μα... τις κλείδωσαν μέσα τους, βαθιά. Μα χάσαν το κλειδί, στης ζωής στη διαδρομή Κριτές των πάντων με τα δικά τους, μέτρα και σταθμά. 49
Εκείνοι, που χωρίσανε τον κόσμο Κινούν, ξανά, τα νήματα Δεν ένιωσαν ποτέ αυτόν τον κόσμο δεν άκουσαν ποιητών φωνές Κι άραγε; πως να νιώθεις αν μισείς.. Και ψάχνεις στου ποιητή τον ουρανό με τ’ όπλο σου, για να σκοτώσεις, τα όνειρά του.
50
Κι άιντε ξανά, στο προσκεφάλι κάθε αγνώστου, τροβαδούρος και γελωτοποιός μαζί, να τραγουδάει, για όλα αυτά που χετε λείψει, και που κανένας σας, ποτέ, δεν τα χει πει... μια αγκαλιά μ’ αυτούς που αγάπησαν τον κόσμο, πάντα μπροστάρης στον αγώνα ο ποιητής, κοντά σ’ αυτούς δίπλα σ’ αυτούς που δεν φοβήθηκαν. Σ’ αυτούς που χρόνια τώρα, βήματα κάνουν μπροστά, μα,χρόνος κι ανάγκη, τους τραβάνε πάντα πίσω. Σ’ αυτούς που στιγμή τη στιγμή λιθαράκι λιθαράκι, καθημερνά, χτίζουνε τ’ όνειρο, που λέγεται ζωή. Με ιδρώτα, Με αίμα, Με χαμόγελο. Σ’ αυτούς που δεν φοβήθηκαν, να πούνε, ΝΑΙ, στα όνειρά τους, και το πλήρωσαν ακριβά. Σ’ αυτούς που ψάχνουν στη ζωή αγάπη, κι όνειρα, που να μπορείς να τα περπατήσεις. 51
Κι αν με ρωτάς, γιατί τους ξέχασε ο Θεός, αφού τα πάντα μοίρασε -πως πρέπεικαι με περίσσιο δίκιο μάλιστα! Άκου, θα πω… Πως και στο δίκιο ακόμα του Θεού, κουμάντο, μαθές, κάνουν οι ανθρώποι. Κι αν με ρωτάς, για η τύχη τους γυρνά τη πλάτη; γιατί σ’ αυτούς δε γέλασε η ζωή; γιατί δε βγήκε τ’ όνειρο, μαζί τους για σεργιάνι; Άκου, θα πω... Γιατί στη ζωή υπάρχουν αυτοί που παλεύουν, αυτοί που ματώνουν και οι άλλοι… εκείνοι που ανταμείβονται.
52
Γι αυτούς λοιπόν γέλα ποιητή Κλάψε για κείνους! Τραγούδα τους όσο μπορείς! Ζήσε στ όνειρό τους, σα νάναι δικό σου όνειρο ΕΙΝΑΙ δικό σου όνειρο! Είσαι η ανάσα η ελπίδα τους.
53
Αγέρηδες , και θάλασσες σου σιγοτραγουδούνε Ο ήλιος σου χαμογελά αηδόνια σου μιλούνε Κι όταν νυχτώνει , ποιητή παρέα κι αγκαλιά σου, η ομορφιά, και τ’ ‘όνειρο! Ο ουρανός, τ’ αστέρια κι ένα φεγγάρι ολόγιομο! Και στ όνειρό σου, συντροφιά, ακόμα Και της ζωής μας, νόημα και χρώμα.
54
Kι ευτυχισμένος θα σαι ποιητή Θα νιώσεις τη σιωπή, να σου τραγουδά Θα δεις τη νύχτα να χορεύει Θα ακούσεις τη βροχή να σου εξομολογείται μονάχα σε σένα, μπορούν, να πουν, τ’ Άγια, μυστικά της ψυχής τους Ευλογημένος, σπέρνεις την αγάπη στις καρδιές του κόσμου.
55
Κι όσο υπάρχει γαλάζιο τ’ουρανού το χρώμα, ήλιος και θάλασσα Θα δίνεις όραμα πατρίδα, στων αιώνων τους ποιητές, να το φωνάζουν ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΜΕ ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ, ΔΕΝ ΞΟΦΛΗΣΑΜΕ Όνειρο Γη Πατρίδα Ιστορία Όραμα ΕΛΛΑΔΑ Μια αγκαλιά στο πέρασμα του χρόνου.
56
Εκεί, ψάξε να με βρεις σ’ ουρανό θα πετώ Ανάμεσα από ήλιους, αστέρια. Με νότες συντροφιά, πουλιών κελαρίσματα χαμόγελο κι αγάπη Και χρώματα χιλιάδες, χρώματα κι ανθαρώματα αμέτρητα που, κι εσύ, τα ονειρεύτηκες Ψάξε κάπου εκεί, την ψυχή σου θα βρεις, που… ΠΟΤΕ δεν μπόρεσες να φυλακίσεις που... ΠΟΤΕ δεν τη ρώτησες πού τα όνειρά σου ταξιδεύει που... ΠΟΤΕ δεν νοιάστηκες , αν είχε όνειρα ΠΟΤΕ δεν ονειρεύτηκες έναν τέτοιο κόσμο 57
Βιογραφικό Σημείωμα Ο Γιάννης Διογένης γεννήθηκε στον Τύρναβο της Λάρισας το 1967,όπου και ζει εργάζεται και δημιουργεί. Γράφει από μικρό παιδί κι έχει ασχοληθεί με διάφορα είδη γραφής: [Θεατρικά, Μυθιστόρημα, Σάτιρα κ.ά. ] Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και έχουν αποδοθεί χορωδιακά σε διάφορα χορωδιακά φεστιβάλ. Συμμετείχε στο 22ο παγκόσμιο συνέδριο ποίησης που έγινε στην Λάρισα τον Ιούνιο του 2011 Επίσης ενεργή συμμετοχή σε πολλά πολιτιστικά περιοδικά Έργα του: 1.Καθημερινές Σκέψεις(1997)ποιήματα, έκδοση του ιδίου. 2.Σημείο Αναφοράς(2002),έκδοση του ιδίου. 3.Μπορώ να Ημερέψω τη Θάλασσα(2006). έκδοση Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Τυρνάβου.
ISBN: 978-618-82188-9-5