Στρατής Παρέλης, Εκ προοιμίου...

Page 1

Στρατής Παρέλης

Εκ προοιμίου…

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ΑΘΗΝΑ 2017



ΕΚ ΠΡΟΟΙΜΊΟΥ…


ISBN: 978-618-5256-05-0 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Στρατής Παρέλης, 2017 www.dianisma.gr ekdoseisdianisma@gmail.com


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΕΚ ΠΡΟΟΙΜΊΟΥ…

ΠΟΙΗΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ



Σαφώς και δεν ανήκω πουθενά παρά μόνον στην ζόρικη μειοψηφία μου που επιμένει να ζητά φωνή από το άστρο και τραγούδι από τον ουρανό. Δεν θα καταλάβουν οι πολλοί και γι’ αυτό ποτέ δεν ανησύχησα. Προσαρμόστηκε το καβούκι της ευαισθησίας επάνω μου και με αυτό, θέλοντας και μη, διάγω. Χαίρομαι γιατί ό,τι είπα το είπα με σύνεση και με σημάδεψαν οι σιωπές. Θα καταλάβουν όσοι έζησαν ταπεινά με τον δικό τους σκοπό σε ένα δύσκολο κόσμο..

Σμίγουν αυτά που αγαπώ με κείνα που δεν θέλησα. Κι ίσως να βγαίνει πάντα λάθος ο υλικός λογαριασμός. Είναι που δεν κουράστηκα να αθροίζω εικόνες και για τις εικόνες σε πολλά να αφιερώθηκα. Είναι που ξέρω πως αυτή είναι η μόνιμη ανεκτίμητη κληρονομιά μου. Μετρώ και ξαναμετρώ. Φυσάει ένα κρύο αεράκι. Φτάνει ως εσένα που με διάβασες. Κάπου συναντηθήκαμε απόψε. Κάπου έγραψες ποιήματα που διάβασα κι εγώ..

Ποτέ δεν ήμουν πολύ καλός στο να φωτογραφίζω με τον φακό αλλά, ήμουν πάντα άφταστος στο να θησαυρίζω, με τα μάτια, εικόνες που κανείς δεν προσέχει- αυτό ήταν το μεγάλο ταλέντο μου. Βαραίνουν οι αποταμιεύσεις. Πληθαίνουν και πληθαίνουν και είναι δύσκολο να τις διαχωρίσει κανείς. Είναι η πορεία μας, είναι η ζωή μας, είναι ο τρόπος μας να υπάρχουμε: κάποτε επιβεβλημένος από τις συνθήκες και κάποτε από δική μας επιλογή. Είμαι τυχερός που κατέχω αυτό το εργαλείο της καταγραφής, αυτό που αργότερα γεμίζει την ποίηση μου με εκείνους τους χρωματισμούς που γίνονται η σπονδυλική στήλη της, αυτή που επάνω της στερεώνεται ένα ποιητικό όμορφο σώμα.. [ 7 ]


Προοίμιο.. Τραμπάλα μες το βλέφαρο του ουρανού, επανάληψη Στον χρόνο των επαναλήψεων, γέλιο Κι όταν η μελαγχολία φουντώνει- ευτυχώς. Πρωί! Ό,τι έγειρε εγείρεται κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό· Ο Δεκέμβριος ζητά την πέρλα του ορίζοντα Όλοι οι στίχοι διψούν για παρομοιώσεις Τίποτα δεν κουράζει την ευτυχία μου. Μετρώ κι όλο μου λείπουνε τα χρυσία -όμως ποιός νοιάζεται; Αφού μ’ ένα τραγούδι όλα καλύτερα φαίνονται Και να τ’ ακολουθούν τα σχήματα των εντυπώσεων. Δίρφη κορυφή των εκστατικών σφυγμομετρήσεων Δίρφη σαν να περπάτησε επάνω της η αδάμαστη Ήρα Δίρφη χιονισμένο μεγάφωνο της Ευβοίας.. Να που τα νεόκοπα λογισμικά δεν χώρεσαν την δίψα του ανθρώπου Για έρωτα· αυτά σταμάτησαν στο πρώιμο βραχάκι της ηλεκτρονικής μοναξιάς μας· Κι η ποίηση τόλμησε να γραφτεί με νέα άλματα μέσα στην γλώσσα Για όσους θα την πλησιάσουν, κερδοφόρα. Αυτή είναι μια άλλη λογιστική των καημών· Μια σημαιούλα ανεμίζει κλέβοντας αέρα της προσήλωσηςΈτσι- για να εκπέμπω φως σαγήνης και να γράφω..

[ 8 ]


Ποίηση καθ’ οδόν… Οικοδομούν όνειρα οι μύστες των στίχωνΕίναι μια θρησκεία παλιά, που ξενίζει τους σημερινούς, είναι μια γραφή που μαρτυρά πάθος για πάθος· Όπως και να σε γνωρίσω, είσαι αποτελεσματικό φως που εδραιώνει την κυριαρχία του Στην πλευρά των πραγμάτων την μυστηριακή· Ναός στην άκρη του βράχου, τέμενος στην αιχμή των νεφών- τι σημασία έχουν τα δόγματα Όταν ο άνθρωπος αξίζει όλες τις περιουσίες; Μην εγκλωβιστείς Στο σύμπαν των εκφοβισμών- ζήτα Μια δίοδο στις γαλαρίες της αισιοδοξίας- σκληρές Είναι πάντα οι εποχές· μα μείνε Στην εθνική οδό της Αλήθειας..

[ 9 ]


Σύμπαντος κόσμου… Αδιάφορα τα πράγματα κι ως την υπεραξία τους σπρωγμένα Ρέπουν προς την κακή διάθεση που η ύλη Μπουκώνεται θρασύτητα και κυριεύει Ευάλωτες ψυχολογίεςΌπως και να το δω, μελαγχολικό μου βγαίνει το βράδυ Περπάτησα μες την αγρύπνια μου κι ο τρούλος Του ουρανού στην κεφαλή μου στερεώθηκε Αδιάφορα τα πράγματα, γεμίζουν τις τσέπες μου σαν κάτι άχρηστα κλειδιά που δεν ανοίγουνε καμία πόρτα Ένθεν και ένθεν οι φωταγωγημένες βιτρίνες και οι συσκοτισμένες ψυχές Άγουρο το φρούτο της λύπης Αλλά, όλοι το γεύονται σαν μία επιβεβλημένη διδαχή μηδενίζονται τα κοντέρ της φιλαυτίας του εγωισμού η ομπρέλα χωρά μόνο κουρελιασμένες σκέψεις σου ψάξου στα σκοτεινά, μπορεί ο έρωτας να σε σώσει, μπορεί να χλιμιντρίσουνε τα άστρα πάνω απ’ το κεφάλι σου και το στερέωμα να διαβεί όπως μια ιστορία ξεχασμένη πάνω απ’ τις ζωές εκείνων που δειλά αυτομόλησαν..

[ 10 ]


Κολύμπι… Εργαστήρι των αέρηδων στα ψηλά εδράζεται θλίψη των νεφών πολύτροπο το φως διαμηνύει αυταπάτες δαιμόνια τελαλίζουν μία φενάκη που δεν σώνει γιατί το «γιατί» ερωτά και το «όταν» δημιουργεί χρονικές αντανακλάσεις; Απ’ όπου ήρθε η περιπλάνησή μου ήρθε κι ο στίχος Βύζαξε από την πραγματικότητα η ποίηση Περισυνέλεξα τα ωραία σκουτιά της Μια νύχτα που την έβλεπα να κολυμπά νεράιδα στο ποτάμι της Γραφής.

Ίσως εικονικό… Πυκνή κυρίαρχη ομίχλη- σαν των λέξεων που ανεβαίνουν όπως ο χυμός του δέντρου κάτω από την φλούδα· εξάπτονται όπως ακούς να είναι θρασεμένα τα φαινόμενα- και πριν να σβήσει η εικόνα απ’ το μυαλό μου της κυρά Χαρίκλειας που θυμιάτιζε, κυριακάτικα, στην παλιά γειτονιά, αγκιστρώνεται απ’ το λιβάνι της ο κόσμος. Πυκνή κυρίαρχη ομίχλη- σαν του μυαλού σκαμπανεβάζει από καιρό σε καιρό τις εικόνες και μπρος στα μάτια μου τις αποθέτει παλμό και καημό..

[ 11 ]


Γύρω γύρω άνεμος και, στην μέση, Λέσβος… Φιλότιμο χώμα, κλήρε της ανατολής ο φωτεινός Λεπέτυμνος ακούστηκε ως τα κάστρα της Λήμνου γιρλάντα ανέπαφη απ’ τον καιρό η Μήθυμνα, χρησμοδοτείέφεραν εδώ τα ζοφερά πλοιάρια- πώς η ζωή απαξιώνεται όταν το θέλει ο ισχυρός; Πώς ευτελίζεται της ανάσας το ρόδο; Κι έγινες ένα πιόνι της Ευρώπης ξεχασμένο στην γωνιά της σκακιέρας, όπου οι αδιάντροποι μαντράχαλοι της απατεωνιάς κερδίζουν ποντάροντας πάνω στο ιερό χώμα σου, νησί των μπαλωμένων ονείρων, σπηλιά των αρχέγονων ποιητάρηδων- μα πρόσεχε επιβουλεύονται τα ακρογιάλια σου οι φονιάδες διψούν για αίματα και σκοτωμόθυμέλη που επάνω σου η θυσία δεν έχει τελειωμό και γαλήνεμα…

[ 12 ]


Σελήνη του ονειροπόλου.. Εύθυμη νύχτα- ουσιαστική Προχώρησε έως το χάραμα- φερέγγυα για τα ωραία ψέμματά της Τα παραμύθια σκηνοθετήθηκαν- έτσι γίνεται πάντα Ζυγίζεται για να είναι σε έλλειψη η Αλήθεια- ποιός κρατάει Τα πρακτικά της δίκης των ψυχών και ποιός μετράει Ανάποδα μες τον καιρό, του εγωισμού του τα καμώματα; Ήρθαν αλλά δεν ήρθαν οι οντότητες του ουρανούΣαν για να ιδρύσουνε θρησκεία πάνω στην παλιά θρησκεία και σε έναν κύκλο ασύφταστο να εγκλωβιστούνεΠαρατηρώ: λιβάδια που ανατρέχει η περπατησιά μου· Περιπαίζω τα νέφη και εκείνα μου αποστέλλουν την δειλή νυσταγμένη σελήνη τους να μπει μες τα γραφτά μου να τα αναστατώσει..

Θήρα… Για εκείνα που αγαπώ, πάντα διπλές σημασίες· δεν ορίζω την φύση τους· κι άλλοτε με κυνηγούν δράμω σαν ένα ελάφι που το έχει στόχο η λέαινα ζωή, να το καταβροχθίσει..

[ 13 ]


Γράψε και σβήσε… Ας τα σκεφτώ και ανάποδα: κι απ’ τα ρούχα μου έξω Κι απ’ την εξασθενημένη ζωή μου- ακρότητες Πριν απ’ το ήσυχο παιχνίδι της μελαγχολίας· όλες οι σμικρύνσεις Για ένα σώμα που εγκαταλείφθηκαν, όλοι Οι δια βίου, έντονοι συμβιβασμοί- πώς ανασαίνεις και μετά Σου προστίθενται λάθη που κάνουν Αγωνία και το λαχάνιασμα. Γράψε Και σβήσε- αφομοιώσου στην καρδιά του φωτός..

Το γέλιο… Όλες οι ιδέες μέσα μου εκπυρσοκροτούν Το σώμα μου ανασαίνει πυρίτιδα Των ονείρων του. Ο κόσμος βάλθηκε να με παραξενεύει Μια ιδέα που είχα ζευγάρωσε με την σεμνή μου τριανταφυλλιά και γέννησε Πάθη του Ωραίου. Βρήκα τα λίγα που έχασα μες την αγρύπνιαΚι όλα καλά τα σχημάτισα Κάτω από το βλέφαρο της Αστραπής. Να ένα γέλιο τώρα, γάργαρο, που τρέχει πάνω στην ατμόσφαιρα, σαν το νερό που το συλλάβισες κι εκείνο πάει…

[ 14 ]


Ξόρκια απ’ όπου θα ήρθες… Ήμερα πρόβατα ονείρων βόσκουν την χλόη των ποιητικών μου λιβαδιών. Καλώστα τα άνθη- μειδιούν μες σε κήπους που σου ανήκουν και χαίρε. Ο ερχομός σου απλά κάνει τα γεγονότα αγαπητά. Κι όταν ανήκω σε περιέργειες και σε αναζητήσεις Χρειάζομαι τα λόγια σου για να ξορκίζω τους πάμπολλους λυσσασμένους δαιμόνους μου..

Γιατί έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος… Τσαλακωμένος πλανήτης τσαλακωμένος αιώνας· Απατηλές οι ελπίδες μου, Σηκώνουν το βάρος και το βάρος τις καταπλακώνει- Αλλά κοίτα Μες την καρδιά της αστραπής να δεις που όλα τα φωνήεντα συνθέτουν Έναν κελαηδισμό πουλιού που γράφει πάνω από το χάος Την φρόνιμη φλόγα της Αισιοδοξίας. Γιατί Έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωποςΓιατί έτσι πρέπει να σιγάν οι μικρότητεςΓιατί έτσι πρέπει να βγαίνουμε, σαν μικρά ζώα, έξω απ’ την φωλιά μας, στο φως Το πρώτο του ήλιου που κρεμά την πρώτη συλλαβή πάνω στο νομισματοκοπείο το λυρικό του ουρανού..

[ 15 ]


Των ημερών το στίγμα… Εύνοια των χρωμάτων- την στιγμή που οι παρομοιώσεις σπουδαιώνονται και τα γλαφυρά δευτερόλεπτα βοούν όπως μελίσσι γύρω από το αυτί του λουλουδιού. Εντός κοιτάζω: φρυκτωρίες να σου στείλω το μήνυμα των αστεριών οι θηλές απ’ όπου βυζαίνω την Αλήθεια τ’ ουρανού. Σφύζει από έντομα ο κήπος τα παράθυρα ανοιγοκλείνουνε απ’ τον αέρα ο Δεκέμβριος γέμισε παγωνιά κι οφθαλμαπάτη. Πάμε για τα Χριστούγενναπότε καμώνεται πως θα μας στέρξει ο καιρός και πότε μας πολεμάσαν μια φρεγάτα που την έφαγε η μάνητα της θάλασσας..

Οι μέλισσες των στίχων… Έφερε ψύχος ο Δεκέμβριος. Κάτι θερμές ιδέες που είχα αλώθηκαν. Έμεινα με ένα παλιό παλτό που χώρεσα μόλις και μετά βίας τα στιχάκια μου. Όταν θα λείπω κάποτε, κράτησε την φωνή μου ζωντανή ακούγοντας μέσα στο στήθος μου πόσο βοούν οι μέλισσες του φεγγαριού. Και μου ‘δωσαν πάντοτε άπεφθο μέλι.

[ 16 ]


Αποδημία ψυχής… Ξέφυγε η ψυχή μου και προς τα βουνά δραπέτευσε των συλλογισμών. Όπου την ήξερα δεν την βρήκα.. Μόνο την είδα που ανηφόριζε κατά των άστρων την γειτονιά αφήνοντάς με ανήμπορο να αντιδράσω. Γιατί ό,τι φως αγαπούσα το πήρε. Σκοτείνιασαν τα πάντα γύρω μου. Κι ήρθα στα συγκαλά μου ανοίγοντας παράθυρο κατά τον κήπο να κοιτάξω όπου ιερά ρόδα μαίνονταν όπως μια πυρκαγιά μες την ατμόσφαιρα και μέσα στο μυαλό μου.

Μαντινάδες… Στην Μάχη Τζουγανάκη… Αλφαδιασμένη λιακάδα ζεύει το Σάββατο στον σκοπό της οι μαντινάδες του μήνα γράφονται στα φτερά των πουλιών και τις κρατάμε όπως το φυλακτό της μάνας μας- ω χρόνια! Ακόμη συγκινούμαι από την άκανθα του δάκρυου κι ακόμα χαμογελώ που μες τα μάτια μου ο κόσμος βρίσκει τον σπουδαίο εαυτό του…

[ 17 ]


Απόδραση στον χρόνο της νύχτας… Κάτω απ’ τα λιγότερα φώτα διαφορετικές οι μελαγχολίες μας, διαφορετικές Οι παρουσίες μας, αθροίζουν Συστολή, σκανδαλίζονται Απ’ την επήρεια του ποτού. Γλέντι είναι που θα αγαπήσει, κάποτε, και τον εκτροχιασμόΕρχόμαστε κοντύτερα έτσι; Ή μην Λείπουμε όντας παρόντες και η νύχτα βοηθά τις αναπόφευκτες αποδράσεις μας;

Ώριμα γεγονότα… Την σύνεση την διαβάζω απ’ το ανοιχτό μου παράθυρο- φως Του ήλιου γλιστρά επάνω στα φυλλώματα, ένας χειμώνας Ζει για να ζει, ώριμα είναι τα γεγονότα Για την ποιητική τους εξύψωση. Την νύχτα όλη, το χάος έδεσε το φεγγάρι στον ερεβένιο αραμπά του, Η νυχτερίδα κρύφτηκε μες την σιωπή, ένα θαλασσοπούλι Ζήτησε άσυλο στου ουρανού την επικράτεια. Αποσβολωμένος ζητάω συμπάθεια, Τι διάβασα και ανταρτέψαν οι στίχοι Και έγιναν σαν μοιρολόι άπλαστο στα χείλια της Ελένης; Εδώ Που και λιγόλογα να ζεις πάλι θα σε χρεώσουνε για τον πληθωρισμό σου, Κλαίει σαν ρημαγμένος απ’ την μεταμέλειά του ο ευκάλυπτος..

[ 18 ]


Χανιά… Χαμηλή γη, σπαρμένη Βλαστάρια και πυρετό· στο οινομαγειρείο της πίνουν οι άρχοντες θεοί τα άκρατα ποτά της ευθυμίαςΚρήτη πιστοποιημένη ιερότητα, νέφος που κρατά το σιγανό ψιχάλισμα και την ομοβροντία του καιρού, σθεναράΣτο φως σου απόψε εγένετο η συνδιαλλαγή ψυχή μου με χάοςΣτιλπνά φωνήεντα που ψηφίζουν την όραση και ζωγραφίζουν πάνω απ’ τον ελαιώνα, ζητούν την ντροπαλοσύνη του γλάρου που μετεωρίζεται στα χαμηλά, επάνω από το αφρισμένο πέλαγος, ψηλαφιστά με την αιωνιότηταόι να πεις που θα γυρέψω περισσότερα: μια μυρωδιά θέλω από αυτό το εύγεστο θαυμαστικό που δένει μέσα μου τον σπόρο του ψιθύρου όπως εγγράφεται στο χορικό του καταχείμωνου κι αλλάζει η πορεία του κόσμου πια ριζικά οι ποιητές να αναστήσουνε την ψαλμωδία και να αφομοιωθούνε..

[ 19 ]


Προτροπή… Μην αφήσεις την μελαγχολία να κινήσει τα νήματα, συμβαίνουν Εικασίες, συμβαίνει Συσκότιση των ιδεών, θα γίνει σκληρό το πολίτευμα- βρες Ένα παράθυρο απ’ όπου θ’ αντικρίζεις την θάλασσα Και τον ωραίο ορίζοντα της ελευθερίας- και γίνε Ο πρωταγωνιστής του φωτός που θάλπει το οικουμενικό μέλι Στην πιο βαθιά της ψυχής σου κερήθρα..

Παρείσακτος χρόνος… Νέες ομιλίες προτού να ξημερώσει Κρύο δεκεμβριάτικο Αρνείται η ζωή μας να πιστέψει το κακό Θαύματα γίνονται όλα αλλά η πίκρα μας μένει.. Μια εποχή δολοφόνων μια εποχή κολασμένη Ανοίγω την πόρτα ο θάνατος σκηνοθετεί εις βάρος μου Έφυγε η Ελένη ακούγονται τα μακρινά βήματά της Όπως οδεύει στο φως.. Είναι γλυκός ο αφανισμός μου είναι γλυκιά η απώλεια Μοιρασμένα στο πριν τα λόγια που είπα σαθρές οι επιθυμίες μου Χριστουγεννιάτικά λαμπιόνια προφασίζονται την χαρά και στολίζουν Το νυσταγμένο προάστιο.. Περιμένω οκνηρά τηλεφωνήματα Τι σημασία έχουν οι ευχές όταν πια είναι του συνηθισμένου Τρόπου να λες αυτό που είπες και ευθύς εξαερώθηκε Αφήνοντας μία οσμή αυταπάτης αφήνοντας το μηδέν στο μηδέν; [ 20 ]


Και αλλιώς που γράφω ίδια μου φαίνεται εμέναΕσείς δεν το καταλαβαίνετε αλλά δρέπω αμετάφραστο χάος Ακούω και βλέπω- η φωνή μου σας φτάνει Διασχίζοντας τα ζοφερά δευτερόλεπτα που μας χωρίζουν..

Ιέρεια εκεί που με τον νου μου μόνο σε φτάνω… Είδωλα που κατακρημνίστηκαν μέσα μου, μοναξιές που με γονιμοποίησαν, ζήτησα την ελευθερία του ανέμου, και την ομορφιά του ρόδου- α κύμα της θαλάσσης που με πήρες, ζωντανή περιουσία της δροσιάς- μόνος μένω μες τον ακατοίκητο οίκο της έννοιας- α σιωπή που με έζεψες στης αγρύπνιας τις Αναγνώσεις- πόσα μετάφρασα βότσαλα και πόσα του ουρανού αστέρια- μύστης θρησκείας που δεν με φανάτισε σε τίποτα άλλο παρά στο άρωμα της ψυχής σου, ιέρεια του έρωτα, μέσα μου οπτασία που καρπώνεται το θυμίαμα των αετών, ζητώ την αβόλευτη μακρινή χαρά σου!

[ 21 ]


Νυκτός δρώμενα… Το βράδυ αμείβεται με το χαμόγελο του ουρανού και λάμψεις Βγαίνουν απ’ τον φλοιό των δέντρων απόλυτα Ιερατικές. Νιώθω Το απαλό μετάξι των στίχων να κανοναρχεί στο σκότος που βάλει Κατά του μύθου που θα γεννηθεί. Πουλιά κουρνιάζουν στους κλώνους που κροταλίζουν απ’ το αγιάζι του ψύχους. Ένα τάγμα αγγέλων μελετά την αιωνιότητα από το μέρος που μπορεί να ερμηνευτεί.. Απ’ αρχής… Θα σπρώξω το τοπίο ως τον Αύγουστο. Τίποτα δεν με σταματά. Γαντζώθηκαν οι λέξεις στον εγωισμό μου. Απαλείφω την εξουσία τους. Καμαρώνω για την απώλεια. Ας ξαναρχίσω να βλέπω τον κόσμο όπως το νεογέννητο κουτάβι που πολλά τα οσφραίνεται.. Εικόνα μία… Ευτυχεί στον αέρα Το μικρό στήθος της μέλισσας που για ένα άνθος δαπανά το πάθος της και επιστρέφει στην κηρήθρα. Τα φυλλώματα θροΐζουν κι αναταράσσονται όπως να θέλουν να απαγορεύσουνε κάτι από σφρίγος στο αποδημητικό νερό. Πληρούνται οι προϋποθέσεις του θαύματος! Διαχέεται μια μουσική. Ποιος μελωδεί; Πουλί αγάπα το ένστικτο και χλόη αγάπα την μικρή σαύρα που σέρνεται σαν μια φωνή ξεθυμασμένη. Στρογγυλή είναι η μέρα και του ήλιου το δόρυ γυαλίζει στέλνοντας την σιγουριά του στην εμφανή αθανασία..

[ 22 ]


^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^ Πιο γλυκιά είσαι όταν σκορπίζεις τον μπελά του ανέμου σιμά μου Κι η νιφάδα του χιονισμένου κάμπου κυλά πάνω στο μάγουλο του έρωτα Το γέλιο σου κελαρύζει σαν ίσαλος γραμμή της αισιοδοξίας Και, πριν πεθάνω, θα ‘θελα να διαβάσω, για τελευταία φορά, τα αινιγματικά μάτια σου… ^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^ Η γιορτή των ερωτηματικών… Επική νύχτα, ξύπνησα και ατένισα τον ουρανό· Μένω στης θλίψης το προάστιο, λιώσανε τα παπούτσια μου να γυρίζω Στους δρόμους του άγχους. Σταματώ την εκκίνηση· δεν σταματώ την οξύτητα Των πολέμων, το πικρό τραγούδι Των ξεριζωμένων, το δηλητήριο Των κολάσεων. Επική αγρύπνια, σκέφτηκα τόσα κι άλλα τόσα Ξεπήδησαν απ’ το κεφάλι μου Και σκαρφαλώσανε μέσα στο σκότος Του ουρανού, έγιναν άστρα- τα βλέπω Που τρεμίζουν όπως πυγολαμπίδας η αβεβαιότητα Μες της εξοχής το ήσυχο βράδιασμα.

[ 23 ]


Επικό μαράζι, αφήνω να με κατακλύσουν οι μπαταρισμένες φωνές Των απελπισμένων, μπαλώνω την ελπίδα, ένα κλάμα παιδιού βαραίνει τις σελίδες μου, μείνε κοντά μου Να ψάξουμε για την ελπίδα, ο καπνός απόψε δεν είναι της φάτνης, ο καπνός απόψε είναι της θυσίας, τα πολυβόλα ουρλιάζουν, μείνε κοντά μου, οι δυο μας Θα αμφισβητήσουμε πιο καλά την απώλεια..

****************************

Πότε θα γιορτάσουν οι μοναξιές, πότε Θα γιορτάσουν πάνω στο σώμα σου όλες οι συμπληγάδες των χαδιών; Μόνο η νύχτα δίνει τους σωστούς χρησμούς. Μόνο Για το φιλί να υπάρξουμε.. *************************

Σκοτεινές παρενθέσεις κάτω από των υδάτων τον σκοπό. Είσαι εκεί αλλά λείπεις. Ένα φως διαπερνά του νερού το λίπος και φτάνει Στην ήσυχη κοιλιά του βυθού. Εκστασιάζεσαι. Δίνεις κι αυτά που δεν ήταν να δώσεις. Όλα σου τα είπε εσένα η θάλασσα.

[ 24 ]


**************************** Φιλικό χιόνι, ανέμελο, σιωπηλό Τρέμει μες τον αέρα, πίπτει επί πάντων, συνοφρυώνεται μες την σιωπή, Κρατά την παρθενία του της λευκότητας, κρατά τον ψίθυρο των νεφών, Χιόνα ενδεδυμένη το χειμωνιάτικο πάθος της, χιόνα βαυκαλιστική, Εμμένει στις ψυχρές κτητικές της απάτες, δοκεί Α δοκεί και σχεδιάζει Χίμαιρες λευκές να χαρούν των παιδιών οι εξορμήσεις.. ********************************* Οχληρή επικαιρότητα, θόρυβε επί των θορύβων, τρύπιο Γεγονός κι η μέρα αλλάζει Τον σκοπό, στο μουντό μεσημέρι διασκεδάζουν Οι νιφάδες που ζήτησαν να φτιάξουν μια επικράτεια Στο φως το οκνηρό. Τα κρυμμένα σφίγγουνε τον κλοιό τους γύρω από την απουσία, Το Ίλιον έπαιξε σήμερα με του μυαλού μου Τις υπεκφυγές, νικημένος ήρθα Στην γιορτινή διάθεση των μελαγχολικών.. Το αβαντάζ των μπουκωμένων νεφών.. Γιατί έγειρε ο ουρανός κατά κείνο που και το ψύχος εγείρει· συσκοτίσεις οι μέσα μας- χωρίς κόπο μας κυριεύει η φιλαυτία· άλλα βρες Τον μικρό ήλιο που κρύβεται στα λυρικά φτερά σου, Πουπουλένιος, Μεταξωτός, Πολυδύναμος, κι έλα Να σε αναγγείλω στο κουρασμένο μεσημέρι Που ακινητεί μες τον χρόνο, αβαντάζ Των μπουκωμένων νεφών… [ 25 ]


Εικόνα… Κοιμήθηκαν στον ίσκιο της ελιάς και ξύπνησαν στο φως του φεγγαριού. Ένα αεράκι τρύπωσε μες τα πουκάμισά τους. Βράδιασε με μια υποψία μελαγχολίας. Γυαλίζουν τα πρόσωπά τους στο κρύο φεγγάρι. Η μεταλλική ησυχία απλώνει το δίχτυ της τριγύρω. Βρες τον σκοπό της σιγής και δώσε μοναχός σου το νόημα Στις ώρες που περνάνε.. ********************** Με μια συνέπεια έρχεσαι κοντά μου Από την ευθεία σιωπή, με το κοίλο Πάθος σου, μαινάδα της γραφής, ουτοπία Απ’ όλες τις τοποθετήσεις, κι όταν Νοσταλγώ του έρωτά σου τις υποταγές, πόσο Κοντά είμαι στην εμαυτήν απώλεια, σαν να νιώθω Ότι εχάθηκα πια και, μη όντας, γυρίζω Σε έναν κήπο που του ‘φύγαν τα ρόδα και μένει Το βράδυ που έπεσε, τραγούδι που να το απαγγείλεις, βραχνό.. **************************** Αφαίρεση στις μέρες του πόνου, αφαίρεση στα κατεστραμμένα όνειρα, αφαίρεση στο ζοφερό μήνυμα του πολέμου αφαίρεση στην δίψα για ύλη, αφαίρεση στην αφιλοσόφητη ζωή του όντος - και Πρόσθεση στην ελπίδα που κινά να μας συναντήσει, Πρόσθεση σ’ ένα τραγούδι δικαιοσύνης οικουμενικό, Πρόσθεση στην θαλπωρή μέσα στα ερωτικά μάτια σου κοπέλα Που σύντριψες την κακεντρέχεια κι αλλού ο νους μας αγαπά να τρέχει τώρα..

[ 26 ]


*********************** Είναι, λέει, που εσύ είσαι πίσω απ’ το τζάμι και στο θαμπό κρύσταλλο καθαρίζω μιαν άκρη για να σε κοιτάξω, ωραία ως ήσουν άλλοτε, μιας και η αγάπη μου ίδια ωραία σε κάνει ακόμη και τώρα – φερσίματα μέσα στην παγωνιά, πόθος που ποτέ δεν γιατρεύεται, φιλί που δεν ξεθύμανε, πάθος που, στον καιρό, ωραία θα σκαλώσει.. ************************

Χαμογελά ο αέρας Ζείδωρος μέσα στην επικράτεια Ράμφη πουλιών τσιμπολογούν την αφθονία Ατσαλάκωτο φως, εωθινό Ποιητικό μονοπάτι να «πάω»

Βαδίζοντας πάνω στο τιποτένιο σύνορο της καθημερινότητας… Δεν υπάρχουν φωνήεντα να ψιθυρίσω, όλα τα σκηνοθέτησε καλά η σιωπή, περπατώ στο χορικό μέσα μιας τραγωδίας ασύφταστης, τα χέρια μου μουλιάζουν από την γραφή, υδαρή αισθήματα κανονιοβολούν το έσω μου χάος, πού ήρθα θεέ μου- οι ώρες είναι φυλακή, νιώθω μια ξενιτιά που γίνεται πατρίδα μου, νιώθω μια ξενιτιά.

[ 27 ]


Εσμός λαθροκυνηγών οι λέξεις που δεν πιάνουν το νόημα, μόνο απειλούν την κατάσταση, μόνο απειλούν και τους αρέσει να απειλούν, πιάνουν οι σελίδες μου τις έννοιες που αποδημούν, με σκέψη πού πάω; Απαγορεύεται η ευτυχία του νου, τα καθεστώτα επιβάλλουν μηρυκασμό μπαγιάτικων ιδεών, ποιός επαναστατεί στα χαμηλά όταν οι επαναστάσεις γράφονται στα σύννεφα; Θα δω μες την αγρύπνια μου, θα δω όπου ένας αθώος βλέπει, τρεκλίζοντας και μεθυσμένος κάτω από τον μεσημεριανό ουρανό που κλείνει βλέφαρα και νοστιμεύεται μελαγχολίες.. Ομορφύναμε και ασχημύναμε αλλά μας έπιασε αδιάβαστους κι η ζωή, αφομοιώσαμε συμπεριφορές που μας πήγαν σε άθλια φιλοσοφία, κακοποιήσαμε τον έρωτα, στέγνωσε η ψυχή μας, κοιμηθήκαμε κάτω από το άστρο που, πια, μας μισούσε, και όταν επιτέλους ο χρόνος τελείωσε, κοιτάξαμε ψηλά στον ουρανό, ένα πουλί οδήγησε τα μάτια μας προς την ανατολή που ήρθε, ο νέος χρόνος ήτανε υπόσχεση ότι θ’ αλλάξουμε, ότι όλα θ’ αλλάξουν..

[ 28 ]


Ησυχία… Έχει ησυχία και την προστατεύω με τις παλάμες μου: σαν ένα μικρό πουλί που έπεσε απ’ την φωλιά και με έχει ανάγκη· κουκούβισε μέσα στα δάχτυλά μου και μ’ αφήνει να το χαϊδεύω με την γραφή, η πένα μου σχεδόν δεν το αγγίζει, απλά μου αφήνει τα νοήματα, ένα ένα, να ξεπηδούν απ’ το μικρό στηθάκι του και να γίνονται κτήμα μουόπως κτήμα μου γίνονται οι λέξεις, οι αριθμοί και ο θάνατος..

Μητρώο έκπληκτων παρατηρητών… Ανέκαθεν πίστευα πως η ποίηση έχει Σκοπό· όσοι την υπηρετούν από χόμπι, δεν θα φτάσουν παρά στο κοντινό Πουθενά της· όσοι βασανίζονται από μια λέξη, ένα στίχο και την τροφοδοτούν με το πάθος τους και την πριμοδοτούν με την ωραία αγρύπνια τους, θα γευτούν τον εκστασιασμό ενός που νιώθει πια τι είναι αλήθεια η Δημιουργία. Μυρίζει χαϊδεμένο δεντρολίβανο εδώ που είμαι. Είναι το κοίλο λιβάδι των παρομοιώσεων και είναι το φρούριο όπου φυλάσσονται τα τιμαλφή των άλλων οράσεων. Να προσπαθείτε. Να θέλετε να σας ανατάσσει η Ανάγνωση και να αφήνεστε να σας θρέφουν οι εικόνες και ο ευαγής, που πάντα μετεωρίζεται, προσανατολισμός. Αλλάζουν στίγμα οι Ωραιότητες. Κατανοήστε το. Και θα καταγραφείτε στο μητρώο έκπληκτων παρατηρητών. Εκεί που θα σας αναζητήσω και θα σας βρω..

[ 29 ]


Του έρωτα άνεμος… Αν ακολουθήσω τα μάτια σου, ποιούς δρόμους μελαγχολικούς θα περάσω, πόσες απόμακρες επαρχίες, όπου, τις νύχτες παίζουν βιολιά και μια κουκουβάγια αργολιώνει στο παράπονο να είσαι αλλού και αλλού πάντα να είμαι;.. Αν ακολουθήσω το μικρό μονοπάτι των σφιγμένων χειλιών σου, πόσο ρίγος να με διαπερνά ξεστομίζοντας μια λέξη που είναι απαρχή του ποιήματος; Ένα μικρό ποτάμι δακρύων ζώνει την μέρα με τον υδάτινο κλοιό του, Ένα μικρό πουλί κελαηδά κάτω από το ατίθασο τσουλούφι σου, Ο άνεμος παίζει με τις ανταύγειες των μαλλιών σου, Και η φαρέτρα των στίχων αδειάζει τοξεύοντας κατά την ερωτική πλάνη μου.. Αφίσα… Γδαρμένη αφίσα από τον αέρα και σαν να δοκιμάζονται επάνω της τα νεύρα του πεζοδρομίου, νύχτες μες το αγιάζι, μέρες στον ήλιο, παρέες που περνούν και ξεκολλούν το δέρμα σου επιδεικτικά, αφήνοντας σε πιο γυμνή, πιο ματωμένη, με λιγότερο μήνυμα, έως ότου μια ξαφνική βροχή να σε μουλιάσει και να ξεκολλήσεις από τον μεγάλο στύλο παραστάτη και να σε παρασύρουνε τα δάκρυα του ουρανού, σαν προσευχή ενός παιδιού που σήμερα δεν πιάνει τόπο…

[ 30 ]


Μάτια οχυρώματα… Να διαβάζω μάτια να διαβάζω φωτεινές αναπλάσεις της χαράς, στοχαστικά χαμόγελα, τύχες του έρωτα, πεμπτουσίες της εύμορφης συνείδησης. Ήλιος σήμερα· κέρδισα όλους του λαχνούς. σηκώθηκα νωρίς, περπάτησα, τα δέντρα ήταν η ζωντανή συντροφιά μου. Ένα σημάδι του θεού επάνω στον ευκάλυπτο, ένα κελάηδισμα αρχαίο μες τις φυστικιές κι ο ήλιος δίνει άριστα αποτελέσματα ευχής και ποίησης όπου κοιτάξεις. Να διαβάζω μάτια- ακόμη κι όταν η μελαγχολία τα κοιτά, να διαβάζω μάτια, κάμπους ξέχωρους όπου η θλίψη αγαπάει να έρχεται, να διαβάζω εκείνα που ποτέ δεν μου είπες, Φιλοσοφική γυναίκα, μεγάφωνο της αστραπής. να διαβάζω τους λίθους που έφτιαξαν τοίχους του οίκου σου, ή στο μισόφωτο, όταν βραδιάζει, των βιβλίων σου η σκέπη ονείρων κάνει οχύρωμα για την πικρή ζωή και για τον πόνο που ξεθάρρεψε..

Ερώτων… Σχηματισμένη από φιλιά, από ανελέητα χάδια, από έρωτασυγκλίνεις με τους πόθους μου και τον διασκελισμό έχεις του πάθους. Λέξη την λέξη, κουβέντα την κουβέντα, σε φτάνω καταιγίδα που κρυφά με ανάρπαξε.

[ 31 ]


Και, μέσα στους καθρέφτες, οπτασία που όπερ και εγένετο, μικροσκοπική και πουπουλένια, ντελικάτη σαν άνοιξης ανάσα, γεμίζεις εικόνες τον ύπνο μου, ταριχεύοντας στην σιωπή τόσα που είχα να γράψω ποιήματα.. Χορογραφία της μνήμης… Απόηχος του έρωτα στο μακρινό φιλί, Όλα χαθήκανε μα θα ξαναϋπάρξουν, Άφησε τα σημάδια της η μοναξιά, άφησε μια αντήχηση Από εκείνο που ποτέ δεν ειπώθηκε κι ήταν ρίζα της θλίψηςΚερδήθηκαν οι ουτοπίες, πάντα ουτοπίες κερδίζονται Χορογραφίες που τους έλειψαν οι χορευτές που αναστυλώνουν Το κέρδος μιας αγάπης που ναυάγησε μες τον καιρό- μνήμη μόνο Πάνω στα πράγματα, πάνω απ’ τα πράγματα, σαν κορεσμένο σύνολο μιας αυταπάτης Ότι συλλογιζόμαστε και όμως, αφελείς, ενεργούμε Προς τον εγωισμό μιας ηλιαχτίδας.. Είδωλο ραγισμένο στον καθρέφτη… Γοητεύεσαι από ένα καθρέφτη που φλυαρεί, εμμένοντας στα πολλαπλά πρόσωπά σου- σε θέλγει η άμετρη ειδωλολατρία του, το κρυπτόν που αποκαλύπτεται σε μικρά κομμάτια, όπως να σημαίνουν βαριά συμπεράσματα οι υπεκφυγές του. Εκεί μέσα βρίσκεις τον πραγματικό εαυτό σου: ένα πρόσωπο οικείο που διασπάται σε πτυχές ενός χαρακτήρα που καθώς φανερώνεται στα μάτια, αλλάζει συμπεριφορές και γίνεται μια αλλοπρόσαλλη ευθεία συμπεριφορά που εχθρεύεται τον κόσμο όλο και πολλά απ’ όλα απέχει.. [ 32 ]


Από την άλλη μεριά… Τα εφέ του θανάτου είναι λαχανιασμένη ζωή που καταθλίβεται- εγώ ξέρω πια· διαλυμένα όνειρα, σαν πλοία στο καρνάγιο, χασκογελούν με τις μπαταρισμένες τους άγκυρες, ο Ιανουάριος κομπάζει για λυτρωμό, φτάνουν οι αναμενόμενοι, κοιτάζουν γύρω τριγύρω, σαν περισκόπια που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν τον μεσσία, ο ουρανός είναι μουντός, το θέμα είναι ν’ ακούσεις κι από την άλλη μεριά των ώτων, στο πεδίο βολής των αθώων, εκεί όπου μια μαργαρίτα άνθισε και έδειξε την πύλη της άνοιξηςκάτω από τα πλουμιστά πέταλά της..

[ 33 ]


Επίσκεψη στον θησαυρό της νύχτας… Επίσκεψη στον θησαυρό της νύχτας, κρύο απόψε, ντύσου με τα ζεστά πανωφόρια σου, χρονιάτικο ποίημα, θεοτικό, επουράνιο συγκλίνει με την γεωμετρία των άστρων, όπου η εξωστρέφεια και η αντίφαση να κρατάς μυστικά και να σου φανερώνονται πάντα. Ιδιωτεύω φαίνεται από πεποίθηση. Κολλάνε άλλοι πια τα ένσημα μου. Εγώ ό,τι εργατοώρες είχα τις δαπάνησα για μια μπουκιά ονείρου και ενός στημένου στίχου αίμα. Επίσκεψη στον θησαυρό της νύχτας, πάλι αγρυπνώ, φορώ τα άρβυλά μου, ανηφορίζω κατά το συναίσθημα, να με πιστεύεις σ’ ό,τι λέω. Επίσκεψη στον θησαυρό της νύχτας, η σιωπή είναι πάντα σιωπή, πουθενά δεν πιστεύω πια, όπως το θέλουν οι κρατούντες- πολλές πληροφορίες και να ζεις απληροφόρητος σου επιβάλλουν. Μπερδεμένος απ’ τα πολλά- τι όμορφα όταν ανθίζανε τα λίγα! Βάζω απόψε το φεγγάρι προσκέφαλο, η νύχτα μεγαλώνει, ο θείος καπνός της λερώνει τις στεγνές μου πεποιθήσεις, ντύσου με το άστρο κι έλα να με βρεις, χάιδεψα τον βασιλικό και μοσχοβόλησε, μείνε όπου είσαιπροτού ν’ αρχίσουν του θανάτου οι μουσικές..

[ 34 ]


Κορίτσι που, μες τον ήλιο, διατυμπανίζει την χαρά του Και το φωταγωγούν οι μέλισσες ηλιαχτίδες καθώς Χρυσώνουν την λάμψη του. Άγαλμα Ασωφρόνιστο, βαθύ άγαλμα Που τρέπει την θλίψη παραπέρα, αέναος χορός της ψυχής γύρω από της αισιοδοξίας το άστρο- κορίτσι Που βουλήθηκε πτυχές του έρωτα καινούριες- και νίκησε Σ’ όλους του γαλαξίες του μεσημεριού..

Δορκάς… Μέσα στην έρημο μου κοιμάσαι μέσα στην έρημό μου χορεύεις Σαν μια δορκάδα που αλήτεψε κάτω από του ήλιου το λαμπιόνι και ύστερα Ευόδωσε να σμίξει με του πόθου της το αντίκρισμα. Σκαιός ο αέρας, αναμαλλιάζει την χλόη, λιανή βροχή Ύστερα που οι ανδραγαθίες τελείωσαν. Χειμώνιασε και στην ψυχή σου ατέλειωτο θέρος. Προσεύχομαι στην ικμάδα της σκέψης σου, ω φερέγγυα ψυχή αθωότητας, και μόνος τελαλίζω Του νου σου τις λυτρωτικές βαθυσήμαντες λέξεις..

[ 35 ]


Οδοί… Οδοί να λυτρωθείς και οδοί να βρεις την απώλεια- καθαροί οδοί, δρόμοι του θεού, και του δαίμονα, άτσαλοι δρόμοι. Καθαίρω την ψυχή μου να περνώ από την αγωνία μου στο έλεος. Άνεμος εισβάλει στα ψυχολογικά χωράφια μου, και συναντά την δύσκολη που ξημέρωσε μέρα, εκ προοιμίου θεοτική..

Το αντάλλαγμα… Όταν βραδιάζει στρογγυλό φως του φεγγαριού στιλβώνει τα κλωνιά των δέντρων χιμά πάνω στις προσόψεις των πολυκατοικιών. Ένα κουρασμένο πουλί κουρνιάζει χαμηλά της σκοτεινής πεποίθησης. Ο ύπνος του αχνίζει. Φιλοσοφώντας στο αγιάζι, έρχεται η σύνεση: μείνε ταπεινός και εγγράψου πάνω στα ατσαλένια λιθάρια που συγκροτούν το πλακόστρωμα. Θα ξημερώσει κάποτε ζητώντας τις καρδιές μας για αντάλλαγμα.

[ 36 ]


Μανιφέστο προσωπικής ευθύτητας… Η ηλικία μου δρα σαν μια νιφάδα που αργά ή γρήγορα θα λιώσει. Μισός εαυτός μου αποδέχεται την μελαγχολία και μισός την πολεμά· Τι διαλέγω; Υποθετικά αθροίζω στοιχεία που αποδεικνύουν περίτρανα ενοχή· αποσπώ από την εξαντλημένη σοφία ενός λίθου την συμπόνια και βιοπορίζομαι· Ένα πολύχρωμο Τίποτα ανοιγοκλείνει μπρος τα μάτια μου σαν στρείδι που διαλαλεί το μπερδεμένο του πετράδι· Πολύτιμα ναυάγια σκηνοθετούν μες το μυαλό μου· ό,τι απόκτησα το πλήρωσα δις· Λάρυγγα της ιστορίας, πέμψε την στεντόρεια φωνή σου στα πεζοδρόμια των συναγμένων μαζών Και επαναστάτησε ενάντια στον μπουχό των πολιτευμάτων· Πώς νιώθει πια ένας ποιητής που φιμώθηκε, πώς νιώθει; Δεν θυμώνω πια με τις υποχωρήσεις, θυμώνω με την ατολμία· Από τον ύπνο μου ένα φάντασμα σηκώνεται και ραπίζει την εικόνα των αγαλμάτων· Αρχαίες κουβέντες πίσω απ’ τον μαντρότοιχο με κάνουν να κρυφακούω πού ο έρωτας πάει· Το φως τρεμίζει το φως μέσα μου και υποθάλπει την αξία των γύρω..

[ 37 ]


Α ζωή!... Αποχαιρετισμός στα όπλα λοιπόν, κατά τις επιταγές Αυτών που σκέφτηκαν να μείνουν με τα όνειρα Βάθυνε η μέρα, τα κυνηγόσκυλά της Ψάχνουν την πέρδικα μες τα κλαριά- ανάσκελα ο ήλιος Βάφει την οικουμένη και κρωγμούς βγάζει πολύχρωμους- α κόσμε, Μια φωτιά μες τα σκέλια σου, μια φωτιά, Ένα σπέρμα θανάτου που την ζωή Κάνει παυσίλυπο Τραγούδι που έντονα ισχύει Επάνω στο άνθους τις φτερούγες- α ζωή, Πλουραλιστικό μεζεδάκι και τσίπουρο να μεθύσουν Οι πιο φανατικοί συνδαιτυμόνες σου..

Λόγια… Λόγια που με συνάντησαν, λόγια κάθετα, εποχιακά Ή αιώνια, με σθένος μιας αναπνοής, λόγια αέριναΜείνανε στο μυαλό μου, πολύτιμα, αγαπημένα, καθορίζοντας Τον τρόπο που σκέφτομαι, λόγια ανθρώπων που ήρθαν πριν από μένα Και ‘μείναν ή έφυγαν, αλλά στερέωσαν μέσα μου Μια διδαχή σαν θρησκείαΧάραξαν τις μορφές εκείνων που αγάπησα μέσα στον νου μου και με έμαθαν Ν’ αγαπώ, να σέβομαι, να ακούωΛόγια πιο πολύτιμα απ’ όλα τα αποκτήματα που είχα ή θα έχω..

[ 38 ]


************************ Γλύκανα τις γωνίες, τις στρογγύλεψα, Έκανα στρογγυλό τον πόνο, διασκέδασα Με την αγρύπνια μου- σε καλό βγήκε Αυτή η ήσυχη κουβέντα με τις αντιφάσεις μου, Δέχτηκα την αγριότητά τους, διαιρέθηκα Σε ένα που είμαι και σε κείνον που με κάνουν Οι ατσαλοσύνες του έρμου βιοπορισμού μου.. Μολύβι των εμπνεύσεων… Ένα ντουμάνι που πλανεύει τον ευκάλυπτο απ’ τα κλαδιά του και αέρας μεταφυσικός, περιρρέων που φτύνει πάνω στις αξιοσύνες του μεσημεριού, δύσκολος τρόπος να φιλιώσουν οι ηλιαχτίδες με του χιονιού την οξύτητα, ιδέες ψύχους στα μεστά μήλα, γυαλίζουν κι άλλο την φλούδα τους Ιανουαρίου θρασυτάτου, μένουμε εμβρόντητοι, πώς γράφω χωρίς πολεμικά θάρρη και αποφάσεις μιας συνόδου τουλάχιστον σε κάτι οικουμενικής; Βάζω φρένο στις αισθήσεις, οι αρτηρίες μου ανταριάσουν, η φλέβα χτυπά στο μελίγγι, έλα στο χαμηλό φως του δωματίου και ξάπλωσε κοντά μου, η έμπνευση ζαλίζει του μολυβιού μου την αιχμή, σαν δόρυ που στον πόλεμο ξαστόχησε.. [ 39 ]


Γράφω… Κάλμαρε η νύχτα και φουσκώσαν τα πνευμόνια της, το κρύο γέμισε τον ουρανό των άστρων, πηγή των λόγων, σκοτεινέ θόλε που ραγίζεσαι από του μολυβιού την κόψη άσε με να σε αποκαλύψω, φωνήσας μες τα σκότη τα συμπαντικά, α τρελό παιδί των εμπνεύσεων, πες μου κι εμένα πόσο κοστίζει αυτή των στίχων μου η φυλακή… Γράφω· στερεώνεται η σμίλη μου στο μάρμαρο και ύστερα, το κρούει όπως δρυοκολάπτη ράμφος που του ξύλου πελεκάει το σώμα να ανοίξει μια σωστή φωλιά… Γράφω· στα ρουθούνια μου ακόμη το άρωμά σου, το σαπούνι που για το κορμί σου όμορφα φλυάρησε, στο χιονάτο του μελιού στήθος σου… Γράφω· ο έρωτας εμμένει σε κάτι ντροπαλά φωνήεντα που ψελλίζουν οι μελαγχολικοί πρίγκιπες του ονείρου που πρωταγωνίστησες…

[ 40 ]


Μην χαμογελάς άλλο- ο παράδεισος σκοτεινιάζει τις ορτανσίες του Τι να συγκριθεί με το βλέμμα σου; Πάθος Έχει ο ήλιος, μα του πόνου το μέτρο είναι ένα αγκάθι που μάτωσε κι απόψε την θύμηση. Σμίγουν οι πεταλούδες των σκέψεων επάνω στο άνθος του πόθου. Κλείνει η βίβλος των φιλιών- ο έρωτας για πάντα συντελέστηκε. Στα μελαχρινά τσουλούφια σου θα κρεμαστεί κι απόψε το όψιμο φεγγάρι. Κοιμήσου..

************************ Πάνω στα κύματα αποφασίζω, πάνω στον παρορμητισμό που οδηγεί στο ξεστράτισμα από τις ασφαλείς οδούς της συνέπειας, αγαπώ τον εκτροχιασμό που με βγάζει σε παραδρόμους που ποτέ δεν περπάτησα, αγαπώ να αγαπώ και να κινδυνεύω για τούτο. Το ξέρουν όσοι δεν φοβούνται να χάσουν, όσοι μπορούν να ζήσουν με ένα κατακερματισμένο «εγώ» που βάλλεται απ’ την σαγήνη του έρωτα., του οποιουδήποτε έρωτα εισβάλει πάνω σου και σε κατακυριεύει. Εδώ είναι η τόλμη να μείνεις μόνος σου και να σου λείπουνε όλα. Εδώ είναι το ποιητικό λιβάδι όπου χαρούμενες πετούν πολύχρωμες σκέψεις πεταλούδες. Και τι χαρούμενος διάκοσμος! Να εφεύρω την Στιγμιαία Χαρά!

[ 41 ]


Ερωτικός φλοίσβος… Η θάλασσα σε κατακτά σαν κύμα που ζητά ασύνορη ακτή. Αυτή είσαι που η υδατογραφία σε θέλει. Γέμισες πεμπτουσία των υδάτων, μία στεντόρεια Γραφή όπου ο ρους είναι απόπλους προς του πόθου τις ακτές. Ιερή φουσκάλα που θα εκραγείς μες την σκέψη μου.. Φλοίσβος σε θέλει και Φλοίσβος σε παίρνει. Κυλά στις φλέβες σου Ποτάμι η κάψα που δεν αναγνώθεται. Μαγκανοπήγαδο που ανασύρει το φιλί τσαμπί σταφύλι..

************************* Συνταγές δεν θέλει η θλίψη, όλες με τσουρουφλίσαν οι μελαγχολίες μου, ξεκούμπωσα τα ρούχα μου και εισβάλει ο πόνος, Προς την ανατολή κοιτάζω, στο παράθυρο αντιφεγγίζουν τα ρόδα του ήλιου, Εαυτός εναντίον εαυτού πάντα οι λέξεις, Ποιήματα με την μπαρούτη της εγρήγορσης, Ησυχάζω και σκέφτομαι Σκέφτομαι, λυπάμαι, Φίλε μου θα σε ανταμώσω πίσω απ’ όλες τις σιωπές που με σκεπάσανε, Φίλε μου ταξιδεύεις για την μελλοντική μας συνάντηση, Μπορεί να μην με ακούς μα οι ξηρές ψυχές μας πάντα θα επικοινωνούνε..

[ 42 ]


Ας με βρει ένα παρήγορο βόλι και ας σβήσει η καρδιά μου Κάτω απ’ την υγεία του ήλιου, ασθμαίνοντας όπως θα μετρώ Πλοιάρια ονείρων πίσω από την θάλασσα της μοίρας. Καθελκύω φιλοσοφίες που ζητούν να είναι αγκαθερές, τα μυστικά ακούω Πνεύματα της Προσήλωσης, είναι καλός ο Σκοπός. Και όταν δεν μιλώ, πάλι μιλάω, τρεφόμενος από τις αντιφάσεις μου, θνητός Καθ’ όλα, μέρμηγκας στον στίβο μιας αδιαμόρφωτης μελαγχολίας..

*********************** Ψυχανεμίζομαι θάνατο ζυμωμένο με κραταιά ηλιαχτίδα Και βαρύγδουπο μένος της αστραπής ζωσμένης την λιανή βροχούλα που αυτομόλησε Απ’ των νεφών τα κράτη προς της γης μου το όνομα. Κυριακή εμφαντική που τα πάντα σαρώνει. Η αττική βαυκαλίζεται διδάσκοντας γαλήνη και των πνευμάτων. Οξύνθηκε η πάλαι ποτέ περισπωμένη μου. Αντιβαίνω κανόνες λογοτεχνίας. Αντιβαίνω τον ρου της γραμματικής. Οι στίχοι μου περιρρέουν το εικονοστάσι των αγγέλων- βάφω με χρώματα που δεν υπάρχουν, βάφω με της ψυχής μου τα χρώματα. *********************** Ανθίσταται μέσα μου ο εαυτός, με νικάει· Πού με είδα πού με ξέρω, ίδιος δεν είμαι με κείνον που νόμιζα, Χαρακωμένος απ’ αρχής, τελαλώ και μήγαρις έχω Προκοπή στην απώλεια. [ 43 ]


Αν με ανακαλύψεις ψάχνοντας μες τις παρόδους, τα σκοτεινά Σοκάκια της συνείδησης, να γεύομαι ένα φως που το φαντάστηκα, μην αποκαλύψεις Πως έκλαψα πάνω στο μάρμαρο της ελπίδας, πες Πως θράφηκα μόνο με καυτές ουτοπίες.. Ανέτειλε μέσα μου, ψηφία που διαβάζω μ’ αισιοδοξία, Και τα μαλλιά σου χρυσά, ανεμίζουν Σαν δακτυλοδεικτούμενες ηλιαχτίδες Πάνω στο καύκαλο της γης. Τοπίο έρημο, ψηφιδωτό Μιας άνοιξης που έρχεται. Γλιστράς πίσω απ’ την οθόνη, κι όλο κατέχεις Το μυστικό των αποκαλύψεων.. ************************* Γήινη μέρα, με φλούδα από πορτοκάλι, ωχρή Και ντροπαλή καθώς ξημέρωσε μες τα ανόθευτα προάστια και κίνησαν Οι εργασίες. Κι εσύ Πίνεις καφέ στο τάδε μαγαζί, αποφασισμένη Να τα βγάλεις πέρα με τις ευθύνες σου. Ο ήλιος μπαλώνει τα ξηλωμένα πουκάμισα των συνειδήσεων, Στην λάμψη του υποκλίνονται όλα, Ένα αεράκι τρέπει την ανησυχία σε φυγή. Η Αττική είναι μια μυθική πριγκίπισσα που θέλει πίσω τα παλιά βασίλειά της. *****************************

[ 44 ]


Εντόπισα την θλίψη· καθόταν στην αυλή της ψυχής μου κάπνιζε σαν μαλωμένη με όλους. Τα λουλούδια γύρω της μαραίνονταν. Ένας καταθλιπτικός ουρανός βοηθούσε στο φόντο μιας απελπισίας. Έσπρωξα την πόρτα, μπήκα μέσα: « Έιδώσε λίγο χώρο στα γιασεμιά· έιδώσε λίγη αναπνοή στον έρωτα…» Τότε ξαφνικά, καπνός, ένα συννεφάκι κατέβηκε και την τύλιξε και μέσα από τα μάτια μου αναλήφθηκε. υποχωρώντας σε αυτά που ήθελα κρυφά και διεκδίκησα ..

[ 45 ]


Κηδεία… Η εικόνα ρέει σαν ένα συννεφένιο μπιχλιμπίδι κάτω απ’ την απόφαση του ουρανού. Κι ένα μεταλλικό φως, σχεδόν κυνικό, τσουλάει Ανάμεσα στις μετώπες των δέντρων, να συμμαζέψει Την αντίφαση και την κατάφαση, σ’ ένα παιχνίδι Που αποδεικνύεται μοίρα Και καλουπώνει να μείνει έτσι πάντα ο βίος. Κι είναι κι αυτά που με πονούν, διαβασμένα κι απ’ την ανάποδη, σαν καρκινικές επιγραφές, στραμμένα, Στο μηδέν μου που φλερτάρει με αριθμούς Αχρείους και λίγους. Φύγε τώρα φίλε, τρέξε Προς την έξοδο, προς το σκοτεινό σημείο της απουσίας, τρέξε Και μην διαπραγματευτείς τίποτα από αυτά που δεν σου ανήκουν, φύγε Προς την ανθισμένη ησυχία σου, ντυμένος Ένα σκούρο φέρετρο που καγχάζει Κάτω από το λασπωμένο χώμα και ζητά να σωπάσει την θνητή φύση σου, την στιγμή Που κι εσύ δεν έχεις άλλο ανάγκη από μια μαύρη μπέρτα όπως αυτών που ιερουργούνε Πίσω από την αστραπή..

[ 46 ]


Ουσιαστικά ήσουν πρόσωπο, ήσουν μια έντονη άνοιξη Που έδινε νόημα στις νύχτες της απουσίας. Ουσιαστικά ήσουν ωραίο συμπέρασμα, ήσουν ξεκάθαρο πάθος Ήσουν νεροποντή πάνω στο διψασμένο χώμα μου. Με συναντούν σύμπαντα φωνηέντων και τεχνηέντως κινούν επάνω μου την μηχανή των εκπλήξεων. Μέσα στον ουρανό είδα που απουσίαζες. Σε αναζήτησα όταν μου έλειπε η φωτιά και έτσουζε το κρύο στα λιγνά μάγουλά μου. Σε αναζήτησα φωνή με σιωπή, σιωπή Με φωνή, σαν ένας που λατρεύει κάτι και γι αυτό, καλά το ξέρει πως, σιγά σιγά, πεθαίνει. Δεκέμβρης

2016

Το αισθηματικό τριαντάφυλλο και οι πόνοι που δεν παρέρχονται.. Εκεί πού έσκυψες να πάρεις απ’ τα χέρια της αιωνιότητας τριαντάφυλλο άλικο και ράγισε το στέρνο της γηςΠού πάνε οι εγωισμοί μας όταν κοιμόμαστε, πού πάνε; Ποιός χαρακτήρας μας πολλαπλασιάζει το άρωμα και ποιός Το ελαττώνει; Όλο ένα σύννεφο βρήκα Μπροστά από τα ερωτήματα. Όλο ένα πνιγμένο δάκρυο πίσω από κείνα που ποτέ μου δεν ομολογώ. Μεγάλωσε η μέρα· έβγαλε κρύο. Το αισθηματικό σου τριαντάφυλλο πολλαπλασίασε τους πόνους που δεν παρέρχονται..

[ 47 ]


Το φως το αφήνω αναμμένο… Το φως το αφήνω αναμμένο Αν θες να σηκωθείς την νύχτα και να βγεις στο μπαλκόνι να συνομιλήσεις με το άστρο- το φως το αφήνω αναμμένο· Ο αέρας σαρώνει τα κάστρα των ονείρων Ένα ποτάμι κυλά ανάμεσα απ’ του μυαλού σου την συνέχεια Μπορεί να έχεις γίνει οπτασία, μπορεί Να γκρεμίζεις τα παραδεδεγμένα τα έωλα και τα φρικτά· Πάντως το φως το αφήνω αναμμένο Αν θες να σηκωθείς την νύχτα και να φύγεις από κοντά μας Σαν ένα άστρο που συνομιλήσαμε και έμοιαζε να μας ακούει Πάνω απ’ το παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, πίσω από τα σύρματα Του οικοπέδου που γεμίζει παπαρούνες την άνοιξη Και διαμαρτυρημένες πληθυντικές υποσχέσεις… *************************************

[ 48 ]


Ο γκολκίπερ των κουκουναριών… Γλώσσα έχει ο άνεμος μα δεν μιλά Συνοφρυώνεται πίσω απ’ τις μυρσίνες, σκυθρωπάζει Και βούλεται εκδίκηση επάνω στα κλωνάρια τα χιονισμένα- αλλά εσύ Για πού το έβαλες χαρωπέ σκίουρε των τραμπαλισμών και σαν έλασμα εκτινάσσεσαι Να πιάσεις το μεστό κουκουνάρι, φίλε μετέωρε; Τα πόδια σου διαβατήριο αποσκιρτήσεων Είσαι ο ποιητής του Αστραπιαίου Αεικίνητε φίλε ανασφαλή Γυμνάζεις τόσο το βλέμμα μου Απ’ τον αντίποδα της όρασης στο φόντο μιας μαγείας που μου αρέσει. Δέξου να σε αφομοιώσει η θέα Δέξου να καταπιεί τον άκρατο εγωισμό σου Δέξου να μηρυκάσει το τοπίο την λιλιπούτεια φύση σου, Σαμάνε της ερημιάς που σαρκώνεται κάτω από το άπεφθο χιόνι.. ************************************* Η ευσέβεια των χειμωνιάτικων ηλιαχτίδων χτίζει καθεδρικές προσευχές στο κυριακάτικο πρωί. Ο αέρας χορεύει στο ταψί της υγρασίας. Οι στίχοι έχουν μια αθωότητα παιδική. Έχω ευθύνη να σου αναθέσω το μέλος που σοκάρει την τραγωδία ολόκληρη. Πλησιάζουμε για το μεγάλο μπαμ των συνειδήσεων. Ο άνθρωπος φθίνει μέσα του της Δημιουργίας το φως. Πού θα πάμε άραγε όταν τελειώσει αυτή η Βίβλος των θαυμάτων; Πόσο θα αντέξουμε εξανδραποδισμό; Συνθέτω αγρύπνιες που μόνο εσύ καμάρι μου κατανοείς. Είμαστε ερωτευμένοι με το ίδιο φεγγάρι.. [ 49 ]


Τα πράγματα μας ανθίστανται, αφήνουν Μια οσμή σαν θειάφι Προκλητικό, έτσι η ύλη πορεύεται, βλέπεις Και που τα ακολουθούμε αυτά λοξοδρομούν Πεισματικά, για να μην μας ανήκουν. Τόσες Νύχτες λογάριασα και δεν μου βγήκε ο λογαριασμός, τόσα φεγγάρια είπα και ξεράθηκε Το στόμα μου- αφήνω Να με λούσει ο κρύος αέρας Απόψε που ο Γενάρης οξύνθηκε και έβαλε κρύο Που την ψυχή μου μαράζωσε..

Όνειρο… Και έτσι όπως συνεχίζονταν το βράδυ Απαλές τουλούπες ύπνου έπεφταν σιμά μου Και ράγιζε από παντού ο ουρανόςΕίδα τα νυχτοπούλια να πετούν σαν τρελαμένα, Ο αέρας έσκιζε τις τέντες των αστεριών, και το φεγγάρι κάτι ανούσιο παρωδούσε. Τότε Όπως να βρέθηκα σε άλλον κόσμο Στύλωσα ξαφνικά τα μάτια κατά τον ορίζοντα: Έρεβος και μία σπαθιά από το φως των άστρων Μαδούσε που και που τα σύννεφα κι ως την ματιά μου Έφτανε αυτό το κουρδισμένο Πουθενά. Φάνηκε η όμορφη νεράιδα και Πήγε και κάθισε στο μέρος της γαλήνης· τα χέρια της Κουνούσε σαν να έδιωχνε την νύχτα· Ξύπνησα μέσα στην σελίδα μου και παραφύλαξα· Ήρθανε τα πουλιά και κάθισαν κοντά της· Του φεγγαριού το φόντο ωραία ασήμωνε Τα γύρω· κάλμα· μόνο απ’ τα μαλλιά της οι πλεξούδες Σμίγαν τους δύο κόσμους που αντιλήφθηκαΚι όλο ένας αέρας λίγος έκανε το ποίημα προσιτό..

[ 50 ]


*********************** Φοράς αιλουροειδή, του αίματος αδέσμευτη σκύλα Που αλυχτά μέσα στις νύχτες μου, σαν ειμαρμένη. Ερεθισμένη απ’ την οσμή του αίματος, επικίνδυνη, φρενιασμένη Κινείς τα νήματα του μοιραίου. Φτάνω Να σε μαθαίνω ακολουθώντας σε μες τον λαβύρινθο Της θήρας που με πετυχαίνει ανυπεράσπιστο και μόνο. ***************************

Στο περίγραμμα προστίθενται και αφαιρούνται όλα: σχήματα αισθημάτων και της εβδομάδας οι ημέρες Τσαλακωμένες απ’ το κρύο και του χειμώνα την μάνητα. Πέφτουν αργύρια στην σκοτεινή κασέλα και απ’ την λειψανοθήκη ο άγιος σου μειδιά όπως να θέλει σου συμπαραστέκεται. Μυρίζουν ρόδα. Μυρίζει πάχνη πρωινή και ο καπνός από μια προσευχή που δεν σώθηκε. Σφίγγω την ψυχή μου και πάω. Σφίγγω τα χρώματα. Το κέλυφος του ορίζοντα ραγίζεται κι ένα πουλί συμπαντικό αναφαίνει μέσα στην γαλήνη του όρθρου. Για ορθόπλωρες πλεύσεις και για πιο μεστά καίρια μηνύματα. ***********************************

[ 51 ]


Εκβολή πάντα μες του γαλάζιου τις ιαχές Ποταμός ιώδης μέλι απ’ του εγκρεμού του συλλάβισμα Οχυρώθηκα σε σιωπές μέγιστες, ήπια Την πρωινή δρόσο μου ευφρανθήκαν τα φρένα Ο ήλιος καίει τα σπαρτά των σκέψεων Πλέει η αρχαία τριήρης στου γιαλού την σελίδα Ακούγεται τραγούδι σιγανό Μηχανικές θλίψεις αναστατώνουν το τοπίο Καταγράφω την χαρά σε όμορα ψήγματα Κάτι κατάφερα να σώσω απ’ το παρελθόν των λέξεων Λεξιλόγιο ανάγκης οι στίχοι που λέω Σαν μια ελληνική διάρκεια που την υποψιάζομαι και την υπηρετώ Φόρος του αίματος που με ακολουθεί κι είναι η κοντινή μου ελπίδα Τι θέλω πολυτέλειες μες τον καιρό; Μ’ ένα ψιχίο, όπως στρουθί, μπορώ να ζήσω φτάνοντας πολύ ψηλά Στην χώρα των ονείρων και στον μαχαλά της κρυφής αγωνίας μου.. ******************************

Κάθε αλήθεια έχει λέπια πόνου γι αυτό Να μένετε προσκολλημένοι στο φως, στην βαθιά αναπνοή Των αθώων. Κερδώο επιφώνημα, ρίμα στον ρου του πελάγου, ίαμβε Μεθυστικέ, πήγαινέ με Στο ιστορικό σταυροδρόμι, ω χαρωπέ καθοδηγητή!

[ 52 ]


Ιδρώνω μελάνι καυτό, ιδρώνω επιχειρήματα Φωτιάς, ιδρώνω λέξεις. Κάθε μου βήμα μία προτροπή στο ανίκητο χάος Που κατοικεί την εικασία μου και μεγεθύνει την χίμαιρα. Ω χαρωπέ καθοδηγητή!

*****************************

Παραμένω σιωπηλός· η μοναξιά καταγράφει το σιρόπι μιας μελαγχολίας, Λείπω απ’ όλες τις ομηγύρεις των παραμυθιών, αν διαβάζεις Τα μισοφωτισμένα γραφτά μου Ο αέρας σκλαβώνει τις μυρσίνες, Ακούγονται εκείνοι που κοιμήθηκαν νωρίς και υπήρξανε φίλοι, Τώρα κατοικούν μια χώρα δακρύων, εγώ ξέρω Πόσο το αίμα σπαταλήθηκε να ξεδιψάσουν άρρωστα μυαλά και φρικαλέοι αντιδημοκράτεςΣτιγματίζω τον αιώνα που πέρασε χωρίς να διδαχτούμε απ’ τον πόνο του, Κάποιος τρέχει μέσα μου Κυνηγημένος απ’ το σκοτεινό δόκανο του θανάτου, Στις φλέβες μου μία βοή από σύννεφο αδειάζει την μανία της Στον νου μου ακόμαΞημερώνομαι αναζητώντας νέες επιθυμίες, Στον φαρδύ ύπνο χώρεσα τα όνειρα και άφησα να τρέχουν στο καλό λιβάδι της σύνεσης, Αν πλησιάσεις την φάτνη των ταπεινών, ξέρε το πώς για το δικαίωμα να αναπνέουμε ελεύθερα θυσιάστηκαν κάποτε όλα..

************************************

[ 53 ]


Ανάκατα παύουν οι μέρες να με συγκινούν Είναι που μπουκώθηκα μελαγχολίες και βαρέθηκα πια Διαβάζω τις εικόνες ήσυχα που κυλούν μπρος απ’ τα μάτια μου Δημιουργούνται εύληπτα ποιήματα, με υπερηφάνεια Όταν βραδιάζει κινούνται τα νήματα αλλιώς Οι μαριονέτες του σκοταδιού χορεύουν ξεβιδωμένες Ενώ εγώ προσπαθώ να αλφαδιάσω μια τέχνη που ρέπει προς το χάος και ξιπάζεται.. ******************************

Ας χαρώ έναν ύπνο μακαριστό, μπολιασμένο Ονείρων γύρη και πέταλα Λουλουδιών που ντύνουν Την οδό που απάγει στην ευτυχία της μοναξιάςακόλουθος είμαι του φεγγαριού- ας επιστρέψει η χάρη μου Όπου κι αν είσαι- σύντροφος μιας ζωής, της ζωής σουΛικνίζονται οι αποστασίες μου, λικνίζομαι ακολουθώντας τες, λιλιπούτειος τζογαδόρος Μιας προσωπικής περιπέτειας- ναι Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε συναντήσω- αν και Οι λέξεις μου σε φτάνουν, μακρινέ δέκτη Του απώτατου ονείρου και της όμορφης αλληλεγγύης .. Καλαμάτα 4 Φεβρουαρίου 2017 ***************************** [ 54 ]


Καταφθάνουν πλοιάρια και, ώσπου το ψηφιδωτό να ραγίσει ο ορίζοντας κραδαίνει τα σύννεφα ώσπερ να σβήνεται ο ποταμός της λάβας του ήλιου και να χύνεται μια γλυκιά μουσική απ’ αοράτου. Κτήσεως απ’ αρχής της οικουμένης: κύκλος οι εικόνες, κρατά το μυαλό μου το εύοσμον, νικώ όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, μακαριστός στα σεμνά μου καθήκοντα. Έφτασα πια να παραδέχομαι τα ταπεινά, τώρα που ξέρω πόση αξία έχουνε οι αστραπές και πόσο δάκρυ χαλάλισα να μην μπορώ να εξανθρωπίσω στην μάζα, το αγελαίο εγωιστικό ελατήριο..

[ 55 ]


Να… Να σε νιώσω πως είσαι μες τον έρωτά μου και πως προσδοκάς ήλιους χαρωπούς! Να βρω τον μίτο που οδηγεί στης καρδιάς σου τον άμετρο μυθώδη λαβύρινθο.. Να σε περιμένω… Πάντα να σε περιμένω: Μπορεί μες τα όνειρά μου, μπορεί μες το συντελεσμένο ποίημα που σου ανήκει, που πάντα σου ανήκε, αλήθεια.. Να σε έχω ανάγκη.. Για να υπάρξω μέσα στις πελώριες γαλαρίες των ματιών σου που οδηγούν στην ευτυχία που οίδα.. *********************** Σκοτεινή φωτεινή φυλακή… Αυτό το αεράκι που είναι ντροπαλό και βλάσφημο και το συναντώ κάτω από τις φυστικιές. Σήμερα βρέχει: μια άτσαλη βροχή που θυμίζει κατάρα μιας μάγισσας. Όταν κοπάσει ο νους μου, θα βγω στα ψηλά και θα ατενίσω κατά την ανατολήεκεί που τα κόκκινα πιπέρια του ήλιου δίνουν μια γεύση τσουχτερή στον ουρανό και όλα υπόσχονται κάτι. Μεροκάματα μες την αγρύπνια, κουρασμένο κορμί κι ο άγγελος να μην μου παραστέκεται. Πόσοι άγγελοι ‘φύγαν από κοντά μου; Αθροίζω λέξεις που κωλυσιεργούν στο χάος των παρομοιώσεων και πάλι φρέσκιες μοιάζουν όπως να κόπηκαν από τον κήπο του λεξιλογίου τον εύοσμο.. Να! σκοτεινή φωτεινή φυλακή! [ 56 ]


Μεταξύ μας παρεμβάλλονται απροσπέλαστες γεωγραφίες, άγρια ρήματα, νύχτες άγονες, μακράν των ερώτων. Κάτι που ανθίζει μυστικά, με τραβά, με μαγνητίζει, μένω εκεί που έπεσε η αυλαία και αποκαλύφθηκε ολόγυμνη η αλήθεια των φερέγγυων άστρων. Πήρα στα χέρια το τηλέφωνο, σχημάτισα τον αριθμό, δεν βρήκα πάλι κουράγιο. Παρεμβάλλεται ο εγωισμός μας, εκεί που μετά, σκέφτομαι ότι ο θάνατος θα τα λύσει κάποτε όλασαν να ‘ναι τα προβλήματα γι’ αυτόν, εύκολες ασκήσεις ενός θάρρους που ποτέ ο ίδιος δεν είχα..

Εκ προοιμίου… Εκ προοιμίου λιακάδα αμέτοχη στου καιρού τις αστοχίες· Και ο ήλιος που έζωσε τα φυσεκλίκια του και κίνησε για τις χώρες τις άπω, σθεναρά αισιόδοξος. Τρέμουν μες τον αέρα πεταλουδίτσες φωτιάς και η κάθε ανάσα σβήνει κι ανάβει να μοιραστούνε οι κλήροι για έναν κόσμο καλύτερο. Έρχομαι ταπεινά στην εκκλησία σου Δέντρο της Σκέψης και επικροτώ τις σφραγίδες σου πάνω στο χώμα, πάνω στην γαστέρα της γης που εκκολάπτει μέλισσες παλιγγενεσίας να καταστρώσουν τα σχέδια του μέλλοντος κι ο άνθρωπος ευτυχισμένος να είναι μ’ ένα τραγούδι και ενός πουλιού κελαηδισμό ανάμεσα στα κλωνάρια που εξέχουν στο αύριο. Ποίημα συντελεσμένο ‘πα στην όψη ορατή της σελήνης..

[ 57 ]


Αχελώος… Σφυρίζοντας μες τα σύννεφα, ο αέρας γελά για τον σαματά. Κι ο Αχελώος γυμνοπόδης πατά το σθεναρό πόδι του στον κόσμο των κάμπων. Τρίζουν οι ραφές, το τοπίο μπαλώνει τις κουρελιασμένες ψηφίδες του και στέκει Εκεί σαν μαργωμένη προσευχή που έφτασε Στον απώτατο δυνητικό ουρανό. Φλεβάρη ολόγυμνε- ακούω την αλήθεια σου. Συνδύασα το λίγο μου με την πνοή των ελαιόδεντρων και ησύχασα Βαθιά μες την ψυχή μου, ευχαριστημένος Με κείνα που ήταν και πάντα θα είναι τα τιμαλφή εσπεριδοειδή της Αιτωλίας που μου αρέσει..

[ 58 ]


Των άστρων.. Κόμπο κόμπο το σύννεφο δοκιμάζει την θλίψη μου· άκουσα είδα· στερέωσα τις σιωπές και άνοιξα το παράθυρο· ο αέρας σούριζε· μια σκοτεινιά έπαιρνε τις πλάτες των δέντρων· συνομιλούσα με τα κτίσματα- αυτή υπήρξε η λατρεία μου, στύλωνα τα μάτια μες την ερημιά και έπιανα το άδηλο σήμα: όλα εκφράζονται· έσκυψα μέσα μου να δω: όπως ταριχευμένη η ζωή και πάλι σπουδαία να φαίνεται· την δοκίμασα απ’ όλα για όλα· οργάνωσα την νύχτα να μου μένει πειθήνια· έγραψα πάνω στον καμβά της: όπου κοιτούσα έτρεμαν, που καιροδηλώνουν, άστρακαι τα αποκρυπτογραφούσα εγώ..

******************************** Πένθος βαρύτιμο που γέρνει πάνω στην ψυχή των νυσταγμένων πουλιών Και ψύχος, άπεφθο ψύχος, φτάνοντας το μεσημέρι στο τέρμα του Στύλωσα αυτί και άκουσα: ο αέρας αρκούνταν σε σχήματα φοβερά Έπαιξαν μπρος στα μάτια μου οι φωτοσκιάσεις Κινούνταν αλυχτώντας ο Φεβρουάριος Κάτι μικρές σταγόνες μιας ψιχάλας άτολμης μπαρούτιαζαν την ατμόσφαιρα Όπως να έξυναν το ποίημα ή παλίμψηστο που ανακάλυψε ο επηρμένος αρχαιολόγος Της σίγουρης φθοράς.. [ 59 ]


*************************** Προτού χαθούν, οι μυστικοί κόσμοι συναντώνται Είναι που ενός αέρα η πνοή ζεύει το χρυσάφι σε οργασμό Κάθετα όλα, προσανατολίζονται κατά την μέγιστη Χάριν Ευλογία μες τους αιθέρες, έμπνευση απ’ όπου κι αν κοιτάξεις Και που τα διαβάζω, χρησμούς αφήνουν τα μάτια κι επιμένω να τους μιλώ Κι όταν πια δεν υπάρχουν, όταν εκπυρσοκρότησαν οι κάνες του θανάτου και το αίμα έτρεξε όπως σημαιοστόλιστη εκκλησιά που σήκωσε ψηλά της Ανάσταση- μαρτυρία μου ο κόσμος και έλεος.. *********************************** Μοιρασιά… Εγωισμός που χωράει μες το γαρύφαλλο Και νέφος σκοτεινό που άφησε κατάλοιπα του φεγγαριού μέσα στην μέραΌμως ξημέρωσε καλά· οι ελπίδες γεννήθηκαν Και ένας ήλιος έλαμψε ο νεφεληγερέτης· Παιδιά κλωτσήσανε το τόπι και γελάσανε στην φωτεινή αλάνα· Ο άνεμος τυχοδιώκτης απολύθηκε Επέστρεψα από την επαρχία που με φιλοξένησε αγαπημένα, Συντυχαίνω ανθρώπους απλούς που γνωρίζουν το δίκιο, Αγαπώ να περιφέρομαι μες τους κήπους της δράσηςΚρατώ μια εικόνα για μένα και παντού τα πάντα μοιράζομαι.. 18.2.2017

[ 60 ]


Τα χέρια μου δοκιμασμένος τρόπος να επικοινωνώ Σημαίνουν και σημαίνονται- εγείρουν την ρητορεία της αφής Και- ευτυχώς- ζουν την αυθάδεια των δευτερολέπτων· Τα χέρια μου νομίσματα τα που δεν εξαργυρώνονται Εσπεριδοειδή που λιμπίζονται οι ευτυχίες· Τα χέρια μου τα κάστρα μου οι άμυνές μουΤα χέρια μου τα αισθητήρια των καημών.. Σύλβια των ξενοδοχείων.. Οι καιροί που με πλήγωσαν, οι μιαροί καιροί μάτωσαν την ψυχή μου, μαζεύτηκα σε μιαν άκρη, σαν πληγωμένο ζώο ανάσανα σαν στον μοναχικό μου οίκο ιδρώνοντας αίμα, κι ερωτευμένος αείΑλλά κι εσείς πρέπει να με δεχτείτε έτσι, λυπημένο που αξιώνομαι ιδέες κυανέςΆστο το μυαλό μου να περιπλανιέται άσωτο μες τους απώτατους ουρανούς μια θέληση έχω φωτιάς πουθενά δεν ανήκω έκλεισα όλες τις ρωγμές συμπαγής είμαι λίθος μιας νότας είπα και έγραψα ξενύχτησα πάνω στο κρύο σεντόνι


του ξενοδοχείου μ’ έναν φακό γράφοντας όταν οι άλλοι κοιμόνταν και ‘γω συνέφερνα τας φρένας μου με την Σύλβια να με πλησιάζει αυτοκτονική και θέλοντας να μου ξομολογηθεί όσα δεν είπε ποτέ σε κανέναν κι αφήνοντάς μου δώρο μια θλίψη του βλέμματος που την ανέσυρα ως την αυγή όπως μια βάρκα από την ήσυχη θάλασσα και πάταγα το μουσκεμένο πόδι μου στην άμμο όπου ο κάβουρας πριν λίγο αράδισε τεντώνοντας τις απειλητικές δαγκάνες του ως το άγνωστο μέλλον..




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.