Στρατής Παρέλης, Έμπεδο πάθος

Page 1

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΕΜΠΕΔΟ ΠΑΘΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ



ΕΜΠΕΔΟ ΠΑΘΟΣ


ISBN: 978-618-82188-8-8 Σειρά: Διανυσματική Ποίηση Copyright © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Στρατής Παρέλης, 2016 ekdoseisdianisma@gmail.com


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΕΜΠΕΔΟ ΠΑΘΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣΔΙΑΝΥΣΜΑ



Ζήτα απ’ τα πινέλα σου να γίνουν τα φουρνέλα σου.. Ζήτα απ’ τα πινέλα σου να γίνουν τα φουρνέλα σου· φωνή που την ανακαλύπτω να με συναντά πίσω από τους βράχους, κάτω από τα γάργαρα νερά, στο μιλητό φως, στο αμίλητο πέτρινο άλγος, στην κάθετη ρωγμή του φαραγγιού, στην πλάγια βροχή που μπουμπουνίζει πάνω απ’ τα φυλλώματα, στο σημείο που στέκεται ένας ημίθεος και τραγουδά αόρατος πίσω απ’ τις δοσοληψίες του παρόντος με τον χρόνο τον επερχόμενο. Χθόνιο τσακμάκι που ανάβει το επίρρημα της χαραυγής, στην χλωροφύλλη που σε όλα αντιστέκεται αντιστοιχεί μια ευφορία καλλικέλαδη, όπως ποιήματος η μουσική, την ώρα που τα πάντα δικαιώνουν την κατάληξη και την επιθυμία να είναι ο ουρανός πιο προσιτός. Τα είδα και τα είπα- ζήτα απ’ τα πινέλα σου να είναι τα φουρνέλα σου- και ανατίναξε αυτήν την θλίψη που δεν οδηγεί και πουθενά, ζήτα να εγκολπωθείς το άχραντο μυστήριο των προσοδοφόρων βρύων που βελάζουν αποφασιστικά μέσα στο μεσημέρι, αφήνοντας και την ψυχή και την καρδιά σου να γελά μπαρουτοκαπνισμένα ευτυχισμένη..

7


Φθινόπωρο.. Φθινόπωρο εγνωσμένο πάνω στις πευκοβελόνεςΤο αντίπαλο δέος του κινεί τα νήματα της βροχής, Α μητρικό πρωτοβρόχι, α πατρικέ θυμέ του ουρανού! Λερωμένοι δρόμοι, λασπωμένα ασύμφωνα πεζοδρόμιαΑντίλαλος του νερού μες τα αυτιά των φυτών· Βρέχει μες την καρδιά της μέρας, η κάθε ώρα μαθαίνει να αναγνώθει το ψιχάλισμα· Πόλη ντεραπαρισμένη μες την αγωνία των συστημάτων, Πόλη φρεναρισμένη μες τον ρυθμό της αποξένωσης, Πόλη πολεμική, αφιλόξενη, ταπεινωμένη, Πόλη βαρκούλα στον ωκεανό. Στον ουρανό σκοτείνιασε, έπιασαν δουλειά οι ερινύες, Τα πουλιά σκαρφάλωσαν πιο ψηλά Ο θεός τα παραστέκεται, ο θεός τα προικίζει με χάρη Καθώς κουρνιάζουν ταλαιπωρημένα μέσα στα κλαδιά Αθώα, αθωότερα, αθωότατα. Βρέξε Σεπτέμβρη τις τύψεις σου, πέθανε το καλοκαίρι, Μια πένθιμη βροχούλα παρασέρνει των ποιημάτων την ευθυκρισία ως της γης το αλφάδιασμα· Όσα που λέω με παρρησία, πια δεν μου ανήκουνΑνήκουν σε μια αντίφαση που με γεννά και που, με πείσμα, με θρέφει.. ************************************************************************* Ο άνεμος γυρνά στο σπίτι παρασέρνοντας τα τοπία και το φθινόπωρο που μένει στενάχωρο πίσω από την θλίψη των δέντρων. Επέστρεφε όπως παλιά κι εσύ, άνοιγε την πόρτα και γλυκομίλα μου, άφηνέ με να σε κοιτώ και να αισθάνομαι πως τίποτα δεν άλλαξε, όλα είναι τα ίδια, η ζωή 8


συνεχίζεται μ’ έναν ρυθμό που τον συνηθίσαμε χρόνια και χρόνια και, πια, δεν μας παραξενεύει. Άφηνε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, σαν να μπορούμε να είμαστε, κάτι ώρες, ευλογημένοι, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο την βροχή και τα πεσμένα φύλλα πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ξημερώνει τώρα που γράφω· η νύστα έφυγε και πήγε κατά τα κλαδιά που ψιθυρίζουν κάτι κουτσομπολιά ακαθόριστα καθώς η μέρα τα σβήνει πιάνοντας δουλειά στην επιχείρηση του κόσμου. Όλα για μας συνεχίζονται…

9


Λογαριασμός.. Θα λογαριάσω τα φεγγάρια, τα άστρα και τον άνεμοκι αν δεν μου βγαίνουν οι πράξεις, θα ενστερνιστώ καθαρό έκπαγλο ουρανό να ανασχηματίσω τα φωνήεντα· θα φτάσω στο αμήν των πραγμάτων, θα οσμιστώ νερό και την αψάδα του βασιλικού που καίει, τα σέα μου τα μέα μου και τα υπάρχοντά μου δεν θα ‘χουν σημασία- θα χαρώ κάτι βράδια που πάλεψαν με την μελαγχολία και την νίκησανόπως νικά το νυχτολούλουδο με το μετάξι του την υγρασία της άπνοιας..

10


Όταν πια το καλοκαίρι, δεν… Το τοπίο θα σε φάει θα σε απορροφήσει Και το καλοκαίρι θα σταθεί πάνω απ’ τις ακρογιαλιές γυαλίζοντας Τα καινούρια παπούτσια του, Ο ήλιος θα είναι χλωμός αφηγητής ενός συμβάντος που ποτέ δεν συνέβη Και η μέρα θα κουνά την ουρά της σαν γάτα οικόσιτη που ψοφά για παιχνίδια και χάδια. Εσύ Θα κάθεσαι στην προβλήτα των αναπολήσεων και θα τάζεις στον εαυτό σου ψέματα λόγια, Ο έρωτας θα πέρασε από κει και θα έφυγε για την μακρινή γη των ονειροπολήσεων, Θα κρέμονται άστρα μαραμένα, θα σου μιλούν κοχύλια Του πελάγου, και μια μακρινή ηχώ από τον βαρκάρη της απέραντης θάλασσας Θα έρχεται να σε επανατοποθετήσει μες τις γλαφυρές εικόνες του πρωινού που στέφεται με την διαφάνεια της γενναίας ατμόσφαιρας..

11


Τεχνούργημα.. Διάπυρο γυαλί Χλιμιντρά σαν άλογο στεφανωμένο Μέσα του ανασταίνεται η Ανάταση Μέσα του βρίθει ο ουρανός Τα γκέμια του αόρατες υφές του Ανέφικτου Ασημίζουν μες το πουθενά κι όλο ύστερα λάμπουν· το πάθος της φωτιάς σβήνει μέσα στο σάλιο της ύλης, κρουστά φωνήεντα μάζας δίνουν τον όγκο τον φλογερό, το απώτατο μηδέν αγκαλιάζει το ένα, ο ενικός φλυαρεί πλουραλιστικά, του γυαλιού το όραμα τοκίζεται επί την φαντασία του τεχνίτη και δίνει αποτέλεσμα ατελέσφορο, καταφατικό έτσι που το ‘χει ανάγκη η φτώχια του βίου και ο οφθαλμός που βαρέθηκε να αναγνώθει θύελλες και μιζέρια..

12


Ειωθότα… Οι καλύτερες σκέψεις που κάνω επαναπατρίζον ται και αυτοκαθοδηγούνται κάτω απ’ τον ήλιο. Τις πλαισιώνει ένας πλατύφυλλος βασιλικός που ασθμαίνει ευτυχής μέσα στην γλάστρα. Βρίσκω τον μπελά μου αλλά ποτέ δεν τα παρατάω- ψάχνω μια σκοτεινή λέξη που να τιμά το τσακμάκι της και όταν την πειράζω ν’ ανάβει. Όποιος ακούει και στην ησυχία καταλαβαίνει. Είμαι ψαράς που η θάλασσα αμφισβητεί τα αγκίστρια του και του χαρίζει, προς λύση, αινίγματα που ξεπερνούν τις αλματώδεις φαντασίες.

13


Πρωτοβρόχι… Τα ραντάρ δείχνουν φθινόπωρο- οι υποψίες δεν είναι πια υποψίες· έβρεξε- ξέβρεξε, η ατμόσφαιρα τόσο τρελάθηκε που δεν αντέχεις άλλο να την ζεις· άσε μου τα πεσμένα φύλλα και των πεζοδρομίων το λασπωμένο ντέρτι και συγκεντρώσου στην θλίψη που υφέρπει πάνω στην λερωμένη άσφαλτο και τονίζει στην παραλήγουσα την Πέμπτη· ακούω και διαβάζω καλά: στο βιβλίο των αισθήσεων και στην ψιχάλα που μαλώνει με τον εαυτό της και τον σκοτεινιάζει.. Είμαι τόσο άδικος με τον εαυτό μου όσο μια επική καταιγίδα με την φωνή των νεφών..

14


Αναλογίες.. Τηρουμένων των αναλογιών, Άσπρα ή παρδαλά τριαντάφυλλα ματώνουν μες τον κήπο σπέρνοντας παντού μελαγχολίαΈτσι που κι ένας πόλεμος με τους αμάχους διεξάγεται που τρέχουν να κρυφτούν Πίσω απ’ την σαθρή κουρτίνα της ασφάλειαςΕπίπλαστα όλα: Τα πουλιά ευτυχώς τραγουδούν και κατορθώνουν να μην χαθεί το ηθικό της αυγής και, η μέρα που ξέρω, Αυτοπυρπολείται κάτω από τον ουρανό σαν μία διαμαρτυρόμενη φοιτήτρια για Τις δημοκρατίες της εποχής. Τα σώζω και τα μιλώ. Και όταν με διαβάζεις, Άκου κι αυτά που δεν ομολόγησα: Τρυφερά λογάκια που ταιριάζουν μόνο στις αθωότητες που τα παιδιά μπορούν..

15


Όμορφη.. Πολύ όμορφη! Εκεί που συναντιέται το Ψέμα με την Αλήθεια, εκεί Που οι όμορες σκέψεις καταλύουν την ασχήμια της θλίψης. Και το τοπίο την αναζητάΌπως να λείπει μια ψηφίδα του, όπως Να σχηματίζεται το πάζλ μες τα ωραία της μάτια, τω τρόπω Που οι θύελλες έχουν Να μαγνητίζουν το βλέμμα σου. Των ποιημάτων υπεράνω και στο σημείο το εν που οι μέρες Εξοστρακίζουν την μιαρότητα του βίου- δεν ξέρω Κι εγώ πόσο μα πόσο κοστίζοντας αυτό σε Αθωότητα. Αστην’ εκεί λοιπόν, μην την γυρέψεις πουθενά αλλού: Αστην’ εκεί που θα την νοσταλγήσεις σαν περάσουν τα χρόνια και θα την βρεις να στέκεται σαν λυπημένη Αγία δίπλα στα πιο τιμαλφή σου αποκτήματαΑέναα κινώντας τα αισθήματα κι εσένα..

16


Σκάκι των αποσκιρτήσεων.. Τα πούλια στασίασαν στην σκακιέρα, η σκηνή ακολουθεί το θλιμμένο ντεκόρ της, αν δεχτείς τον θάνατο θα σε ποδοπατήσουν οι ματαιότητες, όσο φαρμάκι πήρα τόσο φως γέννησα, τόσον πυρετόΣτυλώνω αυτί μέσα στην ησυχία, η νύχτα επέρχεται λυτρωτική, αδέξια πουλιά κουρνιάζουν στα κλαδάκια, φυσά ένα αεράκι γλυκό, ο εγωισμός δικαιολογείται έως τις αντωνυμίεςΝεότερος ερωτεύτηκα δυνατά, δέθηκα με τα σώματα, αγαπούσα να φιλώ τα λάγνα χείλη, χάιδευα τα ωραία πόδια των γυναικών, ήμουν ο εραστής τους, κι εκείνες μου χάριζαν την αιωνιότητα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν, λαχανιασμένοι κι οι δυο ξαπλώναμε στην ίδια κλίνη, ήμασταν θνητοί ημίθεοιΤώρα κλέβω ένα βιολί μεγαλύτερο απ’ το μπόι μου και ταξιδεύω κατά τον άνεμο, έχω μοίρα από λάμψη, στιλβώθηκα κάτω από τον ήλιο των λέξεων, η φτώχια μου είναι ο πλούτος μου, είμαι και πάλι ευτυχής..

17


Εικόνα… Μέσα στην αποχαυνωμένη άμμο θα χορέψουν οι πέτρες Η παραλία ερημική θα πίνει τον ήλιο του ορίζοντα Θα μεθούν τα χελιδόνια της Η θάλασσα θα κινείται επί σκοπόν Και ο θεός θα θαυμάζει το νυν και το απώτερο αύριο..

18


Γυναίκα των ευχαριστιών… Αδειάζουν τα μάτια, η γη ξεραίνεται όπως φλοιός καλαμποκιού και ραγίζει, ζει τον τρανό εφιάλτη της, συννεφιάζει στην παρούσα στιγμή της, ποιός είναι που συντελείται στο δράμα του ο κόσμος; Κι εσύ Γυναίκα των ευχαριστιών, θέαινα, που ακουμπάς την μουσική Ψυχή σου μες τους ουρανούς, ο λυρικός πόνος μου βρίσκει σε σένα έκφραση και δρόμοασυναγώνιστο Ύψος που κατακτώ μόνο με των αισθήσεών μου το βέλος- έλα ανάμεσα απ’ τα νέφη που δεν κοιμούνται, αγκάλισε το παγωμένο φεγγάρι και στρέψε τα κάτοπτρα των ελπίδων κατά τον Νοτιά του Πόλου που για ένα τραγούδι σου ακινητεί και συγκλονίζεται, φτάνοντας εσύ στον εαυτό που κατακτά ένας μύστης όταν των Μυστηρίων τον απορροφά η Διδαχή..

19


Στους μίζερους κριτικούς της λογοτεχνίας… Εγώ θα μετεωρίζομαι πάνω απ’ τα πλήκτρα κι εσύ μπες στον άχαρο ρόλο να με κρίνεις- μα δεν θα νιώσεις ποτέ τον τρύγο που μπόρεσα και το τρανό πατητήρι όπου σου έφτιαξα αυτό το δυνατό κρασί που τώρα χαίρεσαι. Δεν θα δεις των λουλουδιών τα λιβάδια και των χρωμάτων την πανδαισία όπου εγώ σαν πεταλούδα ανάλαφρη αποπάνω πέταξα και είδα να λάμπουν οι αβρότητες των θαυμάτων- δεν θα βρεις την νότα που μου έδωσε την μουσική και την καρδιά μου συνεπήρε- δεν θα ζήσεις παρά με το στενό στέρνο που έχεις- ούτε θα ακούσεις το ευφραντικό νερό να κυλά μες τα ωραία ρυάκια· θα μπεις στον κόπο να με κρίνεις μην ξέροντας τίποτα αληθινό από μένα- θα είσαι μια μίζερη σκέψη ενός διαβολάκου που τον κλωτσάει απ’ το σύμπαν του ο Θεός..

20


Ομπρέλα… Επάνω στην ομπρέλα σου γελάει η βροχή Τόσο μένος του ουρανού που πουθενά δεν χωράει Εσύ βαρυγκωμάς αναπολώντας την άνοιξη Ή το λιανό καλοκαίρι που βλασταίνει η μουσική μες την καρδιά σουΤώρα το νερό είναι λυγμός του ολέθρου Μπλαβίζει κάτω από τα αντιφατικά σύννεφα, αναστατώνεται Είναι μια διαμαρτυρόμενη γαλήνη που διαταράχτηκε Στην ψυχή σου μια θλίψη στην καρδιά μου ένα καρφί που πονάει.

21


Νταούλι της αποκάλυψης.. Λουλούδι που άναψε όταν η μέρα ξυπνούσε, τιναχτό άνθος που μπουρλοτιέρης γίνεται της ευωδιάς, στην καρδιά μου ο ύμνος της αυγής, το καθαρό ελιξίριο της φωτιάς όπου βρίσκουν την έκφρασή τους όλοι οι καθαρμοίΣε βρήκα με βρήκες, η ζωή προχώρησε κραυγαλέα και δυνατά· επίγραμμα του φωτός μόλις που σκοτεινιάζει, μόλις που ο ουρανός φορά τα πένθιμα κουστούμια τουδιεκδικώ ένα πάθος που με κατατροπώνει και με μεθά θέλοντας με την πολλή αμαρτία μου να αγιάσω..

22


Συγκλονιστικό.. Βάφω την νύχτα με το ντελίριο της αστραπής- βρέχει· η παράγραφος ανασυγκροτείται και με βάζει σε νέους μπελάδες: δεν μου φτάνουν οι λέξεις, πολλαπλά διχάζεται το νόημα και γίνεται πληθυντικό μεγάφωνο απ’ όπου η μελαγχολία αντηχεί μες του κόσμου τα ώτα· α οργανάκι που συνθέτεις της μουσικής τον ρυθμό, στην κλίμακά σου ωραία κι απόψε αφέθηκα, μέσα μου γράφεται η οδύνη της εποχής και μέσα μου ο κόσμος με ορμή πάλι και πάλι αναγεννιέται..

23


Μοίρες της πόλης… Στενοχωρημένος πίσω από το αιχμηρό εγώ των ανθρώπων, λυπημένος εδώ και εκεί και αλλού σκάβω την νύχτα και μετρώ τα σημάδια μου σκάβω και σκάβω, τρυπώ την ατσαλένια μου μοναξιά. οι λέξεις είναι αξίνες, είναι φτυάρια, είναι εκσκαφείς που στοιβάζουν το χώμα την σκοτεινή ύλη του Ανείπωτου, πάνω στην γη των ορατών. Ακούω πίσω απ’ τους ήχους, πίσω από τους θορύβους της μέρας, στο μέρος της πόλης που η πόλη αυτούσια μεταμορφώνεται και είναι πια μια έκφραση του εγωιστικού εαυτού της, μια έπαρση της φιλαυτίας των ανθρώπων που σκοτεινιάζουν ακολουθώντας προθέσεις που ξεπερνούνε τα ένστικτα- και τρακάρουν τις μοίρες τους, όταν οι μοίρες τους διαμοιράζουν την καταστροφή σε άνισα μερίδια πόνου και θλίψης..

24


Περιστρεφόμενη περί συνείδηση.. Ο κόσμος γυρνά γύρω από σένα αλλάζοντας τις προβλέψεις και τις διαφάνειες· Τόση ενορχηστρωμένη ανυπακοή που δεν ομολογείται σε καμία σελίδα· Ασύνορα κράτη που δημιουργούν καινούρια φυλακή και σε καινούριο χαλασμό πίπτουν και πίπτουν οι νέες ιστορικές πραγματικότητες· Γυναίκα μακρινή και κοντινή, Γυναίκα Αγία και διακαιομένη Μες την συνείδησή μου κι όταν η συνείδησή μου είναι Ένα άνθος που φυλλορροεί και του μίσχου του οι άκανθες Ψηλώνουν τρανά κάτω απ’ τον επιφανή ουρανό…

25


Εσύ.. Απόλυτο μένος όταν ο κόσμος θρυμματίζεται· Απόλυτη κομπορρημοσύνη όταν το να μιλάς τίποτα πια με ουσία δεν είναι· Ληστρική εξουσία, χαυνωμένο πλήθος, ταριχευμένη πάλαι λογικήΤα ταμεία διασκεδάζουν με την ανέχεια των πολιτών- οι πολίτες σχεδιάζουν μια απόλυτη υποταγή που δεν θα βγει σε καλό για κανέναν· Θα σε βάλω απέναντί μου και θα σου μιλώ, θα κουρελιάζουμε σωρηδόν τις απόψεις μας· δεν λειτουργούνε πια τα επιχειρήματα, ο κόσμος στενάζει, μπαρούτι σε όλες τις επιλογές, στην ησυχία που ζούμε, αποκάτω μπαρούτι· Το καταλαβαίνω: δεν θα ‘ρθεις από καμία αγάπη, θα μείνεις σε απροσδόκητη έρημο, θα σου ανήκει η ανυπακοή, θα με πείθεις κι όταν ακόμα δεν θα με πείθεις, θα σε ακολουθώ νομίζοντας θα φτάσουμε κάπου, θα είσαι η Μούσα μου, η Ειμαρμένη μου, η Προσευχή μου..

26


Των ματιών σου η περιουσία… Η γη σχηματίστηκε από τα μάτια σου, από τις βλεφαρίδες σου που ρίχνουν γέφυρες μέσα στην ερημιά του σύμπαντος, από την ίριδά σου την γαλαζωπή που τρέμει σαν φτερούγισμα πουλιού μες τον ορίζοντα των στοχασμών μου.. Είναι η επικοινωνία των στιγμών που κορυφώνονται γράφοντας στο ύψος όλων των ερώτων. Στα μάτια αυτά που το άκουσμα είναι πλοίο της όρασης και ταξιδεύει στο πέλαγο μιας λυρικής ελπίδας. Πώς αναγνώθω μέσα τους αυτό το κελάηδισμα διθύραμβο της Αστραπής και πώς πλοηγώ πόθους εύκρατους που κλέβουν νόημα από την κιβωτό μιας άλλης Φωτεινής Διαθήκης! Τα πάντα ομολογήθηκαν μες τα μάτια σου, τα πάντα που ταξινομούνται στην Βίβλο μιας ηθικής που πλέει προς της αιωνιότητας το βάθος και του Χρόνου το ξανά δεδομένο..

27


Κατά σένα… Το τοπίο κρέμεται από παντού κι η πόλη από τα φεγγάρια σου, από τον αποταμιευμένο γκρίζο ουρανό σου. Θα μοιράσω την περιουσία μου στους πληθυντικούς ανέμους και θα έρθω κοντά σου, λυπημένος και κλαίγοντας για τα λουλούδια που δεν αποστήθισα πριν βγω στην μοναξιά μου.

28


Επιθυμία… Φιλοξένησέ με ανάμεσα στα μάγουλά σου, ανάμεσα στα δροσερά χείλη σου, στο πρόσωπο που διψάει συμπάθεια και έρωτα, μοίρασε με κομματάκι κομματάκι σαν ψίχουλο λιανό ανάμεσα στα μαλλιά σου, πιες με, δάγκωσέ με, φίλα με κάνοντας τον πόνο μου γιορτή και προσδόκησε από μένα μόνο έναν αναστεναγμό ηδονής που σκορπίζεται όπως μειλίχιο αεράκι πάνω στην επιδερμίδα σου, αήττητος να μείνω ανάμεσα στα πράγματα που φθείρονται και σε λυπούνε..

29


Ο στίχος… Τα πράγματα είναι εκεί, μας περιμένουν, τα πλησιάζουμε, τα φτάνουμε και ξαφνικά αυτά λείπουν, δημιουργούν απουσίες- όπως μες την καρδιά του βραδιού η σελήνη κοάζει σαν τα εγγαστρίμυθα βατράχια που ακούγονται να σκίζουν το σεντόνι της ησυχίας. Στυλώνω αυτί· ακούω. Η πίσσα του ουρανού εξαπλώνεται εξακολουθητικά επάνω στην καρδιά μου. Ντύνω με λίγο φως το μολύβι μου και η ακίδα του είναι μια λόγχη που ξεκοιλιάζει την μελαγχολία που έχω. Σώσε με πάλι λαυρεωτικέ μεταλλικέ στίχε!

30


Ο θεός που λείπει… Από πόσα να παραιτηθώ και να μείνει στο τέλος η επικεφαλίδα του ήλιου Καρφωμένη πα’ στο κεφάλι μου; Μια μοναξιά γύρεψα, εξ αδιαιρέτου Με τα πρόσωπα της νύχτας, εκείνα Που ζουν μες την κατάνυξη του ουρανού. Πού σε βρίσκω τώρα Σκέλεθρο μες τον άνεμο κι η εποχή να φυσά απονιά στην καρδιά σου; Σε βλέπω και τρομάζω, είσαι μια λύπη που διατρανώθηκε Μαντεύοντας εκείνα που φοβάμαι να ομολογήσω Και μένω να εικάζω λόγια που θα γίνουν προσευχές Για κείνον τον θεό που λείπει.

31


Έξω ταραχή… Στην μεριά που εγκλωβίζονται τα χρώματα Η μέρα χάσκει σαν ανοικτή Πόρτα της Παράδεισος. Πουλιά πετάνε Μες τον δακρύβρεχτο ορίζοντα. Λείπω Από τις συναθροίσεις, τα πολιτικά δρώμενα, τον βάλτο Των ιδεών. Ξεπλένω τα πόδια μου μες το κρυσταλλένιο ρυάκι Που τρίζει την γη σαν όψιμος θυμός μέσα στο δάσος Που ενσαρκώνει στην ψυχή μου μια χαρά από εκείνες δεν αγοράζονται.

32


Πειρασμός της γεύσης.. Πειρασμέ των πειρασμών, δαγκωνιάρη σκύλε ακολούθα με. Στέψου το πάθος μου και δώσμου την ηδονή της γεύσης, δάγκωσέ με, γλύψε με, τόκισε την ευχαρίστησή μου επί τον ουρανίσκο μου που αδημονεί να ζήσει τις ανάλαφρες ανταύγειες της δροσιάς και της γλύκας- πλειοδότησε στην αδυναμία μου να ενδίδω άοπλος σε οπλισμένες απολαύσεις μυστηριακά ρουφώντας σιρόπι της έμπνευσης..


Φιλοπατρία… Καθετί που εξέχει απ’ την παραδοχή είναι κοφτερό. Το καταλαβαίνεις γιατί δεν χωρά στο μυαλό σου, δεν χωρά στην σιωπή ούτε στην ομιλία, δεν χωρά Στις λέξεις, στα εκκλησιαστικά μυστήρια, στον μυστήριο τρόπο Που αιώνες αυτά τελούνται και (παράξενο!) Οι ιερουργοί τους χρηματίζονται κατά κόρον, παραμένοντας Πρόσωπα που σκηνοθετούν πάντα την κόλαση. Στο πρωινό έσταξε μια υγρή σκέψη θεού. Ένα ψιχάλισμα στίλβωσε τα φυλλώματα, ο αέρας γκαστρώθηκε Από σπέρμα μελαγχολίας κι ερημιά. Σε έψαξα παντού αλλά σε βρήκα μόνο στην καρδιά μου. Περπατούσες Ασθμαίνοντας μέσα στην φθινοπωρινή μέρα, κουρασμένη από μία φιλοπατρία που τζάμπα ξοδεύεται Και τζάμπα, μάλλον, συνεχώς μας κυνηγά..

34


Ο σάλος των κατατρεγμένων… Ασφυκτιούν φωτεινά λόγια μέσα σ’ ένα σκοτεινό στόμα κι είναι το στόμα σου Κοινωνία παρακμασμένη. Βλέπω τον πόνο των μανάδων, την ειμαρμένη του κατατρεγμού, την απόγνωση των παρακείμενων της θλίψης. Δεν φτάνει η φωνή μου ως το σύμπαν των κυνηγημένωνΟι βόμβες τρυπούν το κεφάλι μου· Τόσο άπονος πια ο αιώνας; Διδάξου πονεμένε απ’ το φως που κρατά η καρδιά σου Και θέλει να κάνει μια ωραία ρωγμή Για να βγει στην επιφάνεια της χαράς, σαν θαλερό μυστήριο που οικουμενικά φωνάζει…

35


Βροχή της θαλάσσης… Κάθε σταγόνα διάλεξε τον τάφο του νερού να καταφύγει και να ενωθεί με το άσπονδό της σώμα, εκεί στα βαθιά ντυμένη ίματζ φαντασμαγορίας και παρφουμαρισμένη ντόπιο άρωμα της Κυριακήςιαχές θριάμβου την κέρδισαν καθώς έπεφτε στα γαλάζια βάθη σμίγοντας την διάφανή της ύλη με τον επουράνιο καημό όλα ωραία να τραγουδηθούνε στο νυν των άσωστων νερών, στο ντέρτι του πελάγου..

36


Νυκτός και άλλα… Ανάσκελη η νύχτα χασμουριέται κλέβοντας το όνειρο της οικουμένης. Των αστεριών η βαρύτητα βαρά ένα ταμπούρλο διεγερτικό. Άχρονε χρόνε πού με πας και να σου σκλαβωθώ άλλο δεν θέλω; Συντονίσου μοίρα με το κρυφό σχέδιο της υπεροψίας τ’ ουρανούσυντονίσου. Θα ακούσουμε να μιλούν φεγγάρια κάτω απ’ την μαρκίζα των ανέμων. Ο θάνατος θα είναι άξια επωδός.

37


Στον λόγο των φλύαρων νερών… Κινούνται ρίμες των νερών, άοκνα λόγια Των υδάτων, ο χρόνος ακουμπά την πλάτη του Στην αποδημητική τους ιστορία· μένει μια άτμιση και όταν Στην ατμόσφαιρα εξαχνώνεται ο πόθος της υγρασίας να πνίξει τα φυτά Με τα φιλιά της, η ζέρπερα Ναρκοθετεί την όραση και κανενός αρώματος η έννοια δεν Πλέκει τον υμέναιο των χρωμάτων αφού εσύ Αφήνεις, μετά, την νύχτα να σε πλεύσει μακριά, Στην θαλάσσια οδό των ελπίδων σου..

38


Το σύμφωνο της τραγωδίας… Η στεναχώρια κατευθύνει την ημέρα μου εις όλεθρον… Βλέπω μια θλίψη στα μάτια σου, αυτό το κακοδαίμον μικρόβιο της μελαγχολίας μολύνει τον χώρο σου και σε καταποντίζει σε μια συναισθηματική φυλακή από εκείνες που δεν έχουν αντικλείδια. Βαραίνουν όλα γύρω σου. Οι σκιές μεγεθύνονται σαν λύκαινας απειλές και ένας καπνός ντουμανιάζει τα πάντα ως να χαθούν στο αποφασιστικό σύμφωνο της τραγωδίας. Εκεί αρχίζει το ποίημα. Ακριβές. Όπως να βρέχεται από των δακρύων την υγρασία και να νοτίζει την ατμόσφαιρα με τον πόνο που έχεις και τον πόνο που έχω..

39


Ερωτικό… Ο αέρας κοντά σου μυρίζει προνόμιο· Αναρριχάσαι σε κορφές σκέψεις που οι άλλοι δεν φτάνουν· Παντού σε θωπεύει ιαματικό νερό, οι αβρότητες συλλαβίζουν το ντελικάτο κορμί σου, Είσαι η χίμαιρα των καθαρόαιμων ερώτων, Λέω και λέω για σένα και σε όλα αποδίδεται βαρύς καημός, Είσαι η άσβεστη αυτοκρατορία μου.

40


Μου ανήκει ένα Σύμπαν καλοήθειας Ο χρόνος γελάει πάνω απ’ τα ευλογημένα τοπία Στο άκουσμα των κελαηδισμών, ο ήλιος πλέκει τις αχτίδες του κάτω από τα στιλπνά φυλλώματα και Αποθεώνει τις ανάσες των πουλιών· Μου ανήκει ένα Σύμπαν καλοήθειας Μου ανήκει μια αβρή υπόσχεση όλα να απλοποιηθούν· Α μάνα Φύση, πού με χάνεις πού με βρίσκεις κοντά σου στρέφομαιΑκολουθώ διαταγές μυστικών που κανείς δεν διαβάζειΕίμαι ο μαθητής σου κι ο αγγελοκρουσμένος διδάσκαλος..

41


Αμφισβητώντας το κατεστημένο φως.. Αμφισβήτησέ τα όλα, αμφισβήτησε Την ηθική μας που παραπαίει, αμφισβήτησε Την κοινωνία μας που κλονίζεται, την τάχαμου Νομιμότητά μας, την ορθοδοξία μας, την ξιπασιά μας, την Ματαιοδοξία μας, την καλυμμένη Πορνεία μας, την υποκρισία, την παντού φυλακή μας- και γίνε Ένας άγγελος του Σώματος της Νέας Φανέρωσης Του Θείου, εκείνο το υψηλό Ιδανικό που φύεται Μες τις καρδιές των λίγων και τους πάει Στον ιδεατό κρύφιο παράδεισο Των άλλων ελπίδων..

42


Χρώματα.. Πόσο αγάπησα τα χρώματα, την καλλικέλαδη ουτοπία τους, το καλόγνωμο λουλούδι που κρατά ένα πνεύμα άνοιξης παντοτινής που αντιπαλεύει το ζοφερό στοιχείο της ζωής- ώσπου να μείνει παθιασμένο άνθος που ευδοκιμεί στους κήπους της ψυχής μου, στο γόνιμο έδαφος του ονείρου που έχω και του ονείρου που έχεις.

43


Φθινόπωρο.. Φθινόπωρο μου έδωσες την κραυγή των πεσμένων φύλλων, την υποταγή Σ’ έναν ρυθμό απατεωνιάς του αέρα που διεκδικεί Αντίφαση και κατάφαση, μέσα Σε μια ατμόσφαιρα που ασφυκτιά απ’ την μουντάδα τ’ ουρανού και της ψιχάλας.. Μια κίνηση να ομιλήσουν τα ακίνητα και των ποδηλάτων η λάμψη Να βρεθεί αντιμέτωπη με την στιλβωμένη έμπνευση. Μια υποταγή: όλα να σκουριάσουν πίσω απ’ την σκιά της υγρασίας και να αποβάλουν Μια ανάσα αζώτου κάτω απ’ τον τεζαρισμένο ουρανό· ξημερώματα που τα ανακαλύπτω να βοούν Σαν μελίσσι που ψάχνει την νέας κυψέλη του..

44


Χορεύτρια των γλαφυρών ίσκιων.. Χορεύεις φέγγοντας Χορεύεις παρασέρνοντας την χαρά απ’ το μανίκι Τα πόδια σου είναι παθιασμένο φεγγάρι Τα χέρια σου είναι η ανθισμένη μουσική Ω το κεφάλι σου πόσα λουλούδια αποστήθισε! Μιλάς οκτάβες μιας γλυκιάς μελαγχολίας Κι όταν σωπαίνεις αλαφροΐσκιωτη δέσποινα Οι ουρανοί αγάλλονται κι εσύ κρατάς τα κλειδιά τους Παιδούλα κόρη ερωμένη αρραβωνιαστικιά. Λουλούδι μου τα λουλούδια σου επαέ αγαπάω…

45


Σε χρόνο ανύποπτο.. Νύσταξαν τα τριαντάφυλλα, στον κήπο μου όλα νύσταξαν κι εσύ είσαι μια μνήμη ασθενική, όπως σε χορεύουν οι αναμνήσεις μες τον νου μου, σαββατιάτικα, τω τρόπω που η θύελλα θέλει της συγκίνησης. Κρατώ το φως σου, το άσβεστο πυρ που δίνει νόημα στα πάντα κι η ζωή μου επανακάμπτει, παίρνοντας ρυθμό από την μουσική που σου άρεσε και δεν την λησμονώτώρα που το φθινόπωρο καλά κρατεί και τα πεσμένα φύλλα των δέντρων μου σχηματίζουν την λυτρωτική προσευχή χέρι με χέρι εδώ, σε χρόνο ανύποπτο, ξανά ν’ αγαπηθούμε..

46


Φωλιά… Σημειώνεις γράμματα που στέκονται πίσω απ’ την πραγματικότητα, Το χέρι σου λειτουργεί έξω απ’ την φθορά, Κάθε βράδυ ο ουρανός σκοτεινιάζει, τα δέντρα Ρυτιδώνουν και ντύνονται τον σκοτεινό μανδύα τους, Το πηχτό νέφος κάθεται χαμηλά και ντουμανιάζει Σαν μια ομίχλη ζόρικη την κυριαρχία της νύχτας. Τότε σε κρατώ συντροφιά μου, τότε είμαστε δυο τιποτένια πουλιά Που κουρνιάζουν κάτω από τον ανύπαρκτο ουρανό..

47


Μια ρίμα του πελάγου… Για μια ιδέα γιασεμί η νύχτα γανώνεται και λάμπει όπως Αρραβωνιαστικιά του φεγγαριού. Στον καθρέφτη μέσα εικόνες φευγαλέες και πίσω από τα είδωλα Η ιστορία επαναλαμβάνεται κωφεύοντας για τον πόνο του πλήθους. Στα βαθιά μόνο της θάλασσας ένας ψαράς αλλιώς ψαρεύει και παρακαλεί τον ουρανό Για μία ρίμα αυθεντική ολόχρυση μια ρίμα του πελάγου..

48


Πραγματικότητα.. Μελίρρυτες φωτοχυσίες κι όταν ο ουρανός είναι πια ευανάγνωστος, λόγια πίσω απ’ την αυλή, κουβέντες που ο άνεμος παίρνει και τις σκορπίζει ολόγυρα, καπνός θυσίας, η Ιφιγένεια δεν είναι εκεί, σαλπάραν πάντως τα καράβια, ποιος θα νικήσει πίσω απ’ όλους τους πολέμους, ποια μηχανή θα σταθεί στο ύψος της και θα φέρει μια νίκη; Όσα συμπάθησα εξανεμίζονται και μένουν δακρύβρεχτα ενώ τ’ άλλα που μήγαρις ξέρω σαπίζουν κάτω από το βάρος μιας πραγματικότητας που είναι σκυθρωπή και ελάχιστα αλλάζει..

49


Ομορφιά! Μεστό πρόσωπο και τα χείλια που τρέμουν διαβάζοντας το νυν της συγκίνησης· καλοσχηματισμένα μάτια, και το μάγουλο ρόδινο φρούτο καλόχυμο, δυναμωμένο· σε είδα κοπελιά μου και σε θαύμασα, έτρεχε ακόμη ο Οκτώβριος τα φύλλα των δέντρων μαστίγωναν την μέρα· κι εσύ έλαμπες σαν να μην σε αφορούσαν όλα αυτά, αλλά να ήσουν μια νεράιδα ενός αλλιώτικου παραμυθιού..

50


Ισοδυναμία… Ξεφύλλισέ το: Σαν μια πνοή ανέμου να το παρασέρνει, ξεφύλλισέ το, Και δέξου την σιωπή σαν δώρο από ρόδο πορφυρό που, μες τα χέρια σου, Σκιρτά και σε ματώνει- ω πόσο ποθόδοξη η ρανίδα του αίματος Εκείνη! Μιλά το άνθος και σε φέρνει μες την άλλη σου πραγματικότητα: Εκείνη που προβάλει αν ξεκόψεις από τούτη των πεζών αναζητήσεων, κι αν αρνηθείς Να είσαι ο στόχος των ρηχών πραγμάτων. Λάμπει για δες παντού επάνω σου ο πηλός, κοίτα τον, λάμπει· Και η Δημιουργία αποκτά πάλι Σκοπό και μια θειότητα που σου αρμόζει!

51


Ποιήτρια μέρα… Μια ποιήτρια μέρα που δουλεύει πάνω στην έννοια της αιχμής των πραγμάτων, Μια αποθέωση των γήινων αλλά και μια λύπη τεράστια, ξεκινώντας Από τα καραβάνια των προσφύγων που σφίγγουν στην αγκαλιά τα παιδιά τους Βαδίζοντας προς την ελπίδα ή την απώλεια. Και ο θεός μικρός ή μέγας, παρακολουθεί. Όλα να τα πω, κι εκείνα που δεν λέγονται, γιατί το να αποκρύπτεις Είναι η φωλιά του κάθε Κακού- όλα Να τα παρουσιάσω μες το φως και ας αντέξουνε την κριτική της Αποκάλυψης ή όχι, δεν με νοιάζει, με νοιάζει η ανθρωπιά να βρει τον τρόπο να εκφραστεί πίσω απ’ τις φωνές, τις βόμβες, τα κανόνια, όλα να τα ακούσουνε ακόμα και εκείνοι που είναι αδιάφοροι και ζούνε την μακαριότητα του κτήνους..

52


Σκιές.. Υπόσταση έχουν οι σκιές και ναυαγούν πίσω απ’ τα σύννεφα Κι “ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”- ω πόνε Πού σε συναντώ και πού υπερβάλεις; Πού σε επωμίζομαι και πού ξεριζώνονται οι πατρίδες Για να γεμίσουν τα αδηφάγα ταμεία τους Οι άκαρδοι..-Ω πόνε Πόσους νεκρούς χωράει η θάλασσα και πόσους αμετάκλητα λησμονημένους Που ταξιδεύουν προς την σκοτεινή μεριά του θανάτου, δακρυσμένοι Και σφίγγοντας στην αγκαλιά τα παιδιά τους; Ω σκιά Που συνθέτεις το λυπητερό τραγούδι που λέει μνήμα το κύμα Κι αφρίζει πάνω από την λύπη όλων εκείνων που κοιτούν, Όταν πατήσουν στην ακρογιαλιά, πίσω, κατά την θάλασσα, κατά Εκεί που χρώμα έχει η κραυγή κι όμως ήχο δεν έχει..

53


Να, κοίτα… Τεκμηριωμένος ανάμεσα σε αντιφατικές καταστάσεις και πράγματα Που βρίθουν γύρω μου όπως μια υποψία διαβρωτική τα σουλουπώνει Και τα αποδομεί αέναα. Να, κοίτα Που λείπω τελικά κι όμως, ωσεί παρών, χαμογελώ και πάω Διάφανος και καθόλου ερεβώδης, Προς την συντέλεια του κορμιού μου που μπουμπουνίζει από καημό και έρωτα και κρυμμένο, μεγαλόσχημο, θάνατο. Να, κοίτα Χαιρετώ σε μέρα, ακονίζω τις αισθήσεις μου πάνω στα σχήματά σου, ρουφώ την σκόνη του ήλιου σου, χαϊδεύω τις σιωπές σου, κινούμαι υπερθετικός κάτω από τα χρώματά σου που καλουπώνουν την ευκτική δίνη των προσευχών μου..

54


Μακάβριο… Ας κερδίσω έναν αφρό που τρίβεται ανάμεσα στα δάχτυλά μου, έναν αφρό που αφήνει το κύμα που σκάζει επάνω στα βράχια τελειώνοντας σαν επωδό ομοιοκατάληκτη έτσι την λύπη του. Με σκέβρωσε η θάλασσασαν σκαρί που η νίκη του ήταν αβέβαιη και χάθηκε όπως οι απώλειες τρώνε τα ψιχία των αναμνήσεωνβυθίζομαι στην τιποτένια αίγλη του εφησυχασμού· όλα γύρω μου βυθίζονται· ο αιώνας, και τούτος, βυθίζεται· σκηνοθετώ πατώντας επάνω σε μια ματωμένη άμμο που έθαψε τον πόνο των προσφύγων και την αιχμηρή πονεμένη φωνή τους..

55


Αγάπη η τήλε… Ανάβουν φωτιές και η αντήχηση των αισθημάτων κάνει γκελ μες την καρδιά της νύχτας· Η νύχτα είναι μέταλλο Μέταλλο καυτό που ασφυκτιά κάτω από τον έωλο ουρανό που καγχάζει· Περνούνε τρένα Ακούγονται τα βαγόνια τους που γλιστρούν πάνω στις ατσαλένιες ράγες Σαν μεθυσμένες μέλισσες που πολύ μόχθο φορτώθηκαν· Τότε εγώ πεισμώνω και γίνομαι ένα παιδί που διεκδικεί Αγάπη κι άλλη αγάπη κι άλλη αγάπη· Τότε εγώ είμαι εσύ και οι δύο είμαστε ένα- ενώ Είσαι μια μακρινή διεκδίκηση που πονά πολύ παντοτινά την καρδιά μου..

56


Η πόλη… Αψιά πνοή έχει ο αέρας και κόβει σαν ένα μαχαίρι άμεμπτα δίκοπο· Ό,τι βρίσκω το χάνω, λιγοστεύουν οι ελπίδες μου· Ο νους μου κυνηγά τα μυστήρια, ενώ Μια βατή σκέψη αποκαθιστά την Αρετή στο ψηλότερο βάθρο της· Απ’ το μπαλκόνι μου όλα είναι ερμηνεύσιμα: σαν Να απλουστευτήκαν για να μ’ αρέσουν· Πέρα κοιτάζω: Είναι η πόλη ντυμένη τον αιθυλένιο μανδύα της και με προκαλεί να της δώσω σκοπό και προσδιορισμό που ν’ αντέχει στον χρόνο..

57


Ερώτων αποσκιρτήσεις… Κυλούν τα τεντζερέδια σου επάνω στα πλακάκια, γιατί κάνεις τόσον ακούραστο θόρυβο; Εγώ που σ’ αγαπώ, λιώνω μπροστά στα πόδια σου, φυλάκισέ με, Ανάμεσα στις τρυφερές λαγόνες σου κι ας μείνω εκεί, λιγωμένος Και παραδομένος στην χάρη σου. Βρήκα Να λείπεις και να είμαι και εγώ εκεί Που η αύρα σου ξενεφελώνει τα ουράνια, ποιος να σε παραβγεί στην ομορφάδα, Θεά μου, Κόρη των γλαφυρών ανέμων, Μαντόνα αρραβωνιαστικιά μου;..

58


Οι πινελιές σου… Λεπτό, λεπτότερο κι απ’ τον διάφανο αέρα, το αίσθημα μες απ’ τα μάτια σου έφεγγε, νικητήριο. Και το ζωγράφιζες απλώνοντας την μυρωδιά του χρώματος επάνω στον καμβά, με νεραϊδένια χάρη, πριγκίπισσα των λυρικών στιγμών. Τότε, εκεί, ο κόσμος ήταν απλούστερος και είχε ξεμπερδέψει με τους μπελάδες που τριγύρω του έπαιζαν ένα παράξενο θέατρο μιας μάχης ανίερης και φορτισμένης με αμετάκλητο θάνατο..

59


Θηλυκό… Φοράς την σύγχρονη εκδοχή του μύθου σου και βγαίνεις για ψώνια, επιβλητική κι υπέροχη, σαν μισοτελειωμένος οργασμός, σαν συγκλονιστικό τριαντάφυλλο που δεν σηκώνει αμφισβητήσεις η χάρη του, φοράς την ψυχή σου, την λουστραρισμένη σου προσωπικότητα, θηλυκό των εκπλήξεων, θυελλώδες βάδισμα επάνω στα υποταγμένα πεζοδρόμια, φοράς τα αισθήματα που για σένα θα γεννηθούνε, πριν ακόμα όλες οι μυσταγωγίες θα γίνουν μια άρρητη φράση που ζητώ και δεν είπα..

60


Στιχάκι του πόνου.. Μοίρασε τις μέρες, δες το κατακάθι τους· ξημερώσαμε αγκαλιασμένοι, με χίλιους φόβους, άνθρωποι με μοίρα ανθρώπων. Οι κοιτίδες μας ρημάχτηκαν· στο όνομα ποιού θεού οι άδικοι εγκληματούνε; Το χέρι σου μέσα στο χέρι μου- πληγωμένο χέρι· πληγωμένη καρδιά που αντικατοπτρίζει επάνω της όλο τον πόνο της ανθρωπότητας· επέστρεψε όλες τις λύπες σου σ’ αυτήν την μέρα που καταρρακώθηκε και στάζει αίμα· είναι άδικη η ανάσα των φανατικών- εμείς αγαπήσαμε μια τάξη που διασαλεύτηκεμελαγχόλησε ακριβό πουλί μου, μελαγχόλησε κελάηδησε μες το αυτί της οικουμένης, άσε το τραγούδι να θεραπεύσει τις πληγές- ο ήλιος πιάνει τα γκέμια· θα συναντηθούμε όλοι στον διπλανό μας παράδεισοοι ψυχές βράζουν, διαστέλλονται, ακολουθώντας την λυπημένη φωνή τους· τίναξε άνθος στίχε μου, έλα κοντά στους πολύ πονεμένους..

61


Απολογισμός των καυτών δακρύων.. Οικουμενικό αγκάθι, οικουμενικό δακρυσμένο μάτι, οικουμενικό ποίημα που χαράσσει την ρίμα του επάνω στον παλμό του πλήθους και το αναστατώνει- την ώρα που η Ιστορία αδιαφορεί για την ρημαγμένη συνείδηση του κόσμου και σφυρίζει αδιάφορα επάνω από τις εκατόμβες των θυμάτων- η Ιστορία λιμάρει τα νύχια της και τα μπήγει στις σάρκες των ευαίσθητων άτυχων. Το δάκρυ ποια αμαρτία ξεπληρώνει, πόσο καυτό είναι αυτό που δεν έχει αντίκρισμα; Βρες την αρχή της κακιάς ώρας και ξέγραψέ την, βρες την αρχή αυτού του νήματος που ξεδιπλώνεται μες τους αιώνες και σε οδηγεί στο μαύρο κι άραχλο παρελθόν ενός φανατικού παράφρονα..

62


Αμήν! Καυτό σύννεφο, κακότροπε αέρα, Σκέπασες τον ουρανό που αγαπούσα- κακόβουλη απειλή. Τώρα στα βαθιά κοιτάζω: ένα παραμύθι ξετυλίγεται και αφήνει το μελαγχολικό σημάδι του Επάνω στις πρωτεύουσες που, φοβισμένες, Ανοίγουν τα κουρασμένα μάτια τους ν’ αντικρύσουν την νέα μέρα. Και το πλήθος- πού στρέφεται το πλήθος; Καθένας σφίγγει τα πιστεύω του και πριμοδοτεί μια λύπη που, ξαφνικά, δεν υπάρχειΌπως δεν υπάρχουν οι θρησκείες πέρα από κείνον τον νου που ξέρει να διαβάζει πίσω απ’ τα γεγονότα. Αμήν!

63


Ελπίζω στον Άνθρωπο! Από το πλήκτρο η σκιά, από το πλήκτρο η μετάγγιση κι όμως φαίνονται και δεν φαίνονται οι φαυλότητες καλυμμένες πίσω από των καθεστώτων την δεξιότητα να εξουσιάζουν ρημαγμένους λαούς. Πώς να πω, πώς να σου δείξω το άφατο μυστικό που το ξέρεις ότι κι εγώ αλήθεια το ξέρω και την δική σου ζωή καταδυναστεύουν μοιράζοντας άδικα τον οικουμενικό άρτο; Πέτυχα. Όλα μου υπάκουσαν. Το κλάμα ενός παιδιού ακούστηκε πίσω απ’ την παλιά αυλή κι η Λέσβος έπιασε πάλι καθήκοντα τροφού και προστάτιδας. Α εικόνες να μην φύγουν ποτέ απ’ τα μάτια μου! Α εικόνες που το αίμα είναι ο θλιβερός τους πρωταγωνιστής- α εικόνες! Ζω με τα θαυμαστικά μου κι, ευτυχώς, ακόμη, ελπίζω στον Άνθρωπο..

64


Ο Φωτεινός Άνθρωπος… Από την δόξα ποιάς ηλικίας έρχεται ο πόλεμος; Όπως τον ορίζουν οι βόμβες που πέφτουν από τα φτερά των αεροπλάνων, όπως τον ξέρουν οι χαροκαμένες μανάδες, τα μικρά παιδιά που διαμελίζουν τα όνειρά τους έως της φρίκης. Και η λογοτεχνία τι βάρος μπορεί να σηκώνει, αρραγής και ανένδοτη να αποσιωπήσει αυτά που άρρητα είναι μα θα πρέπει να λέγονται… Έγινε η ποίηση σταθμός αναμετάδοσης φρικαλεοτήτων πολέμου. Το αίμα χοχλάζει μέσα της και στις σελίδες που μυρίζουν μπαρούτι ο θάνατος είναι η μόνιμη επωδός. Τι σκηνοθετώ που ο άνεμος το παίρνει και το διασκορπίζει στον ποιητικό μου ορίζοντα; Ζαρωμένες λέξεις, μαραμένα φωνήεντα, σύμφωνα σε ασυμφωνία τελαλίζουν την επιθυμία μου για ωραία κατάληξη: Ας σεβαστούν οι αιώνες τον Φωτεινό Άνθρωπο- ας αγνοήσουνε τον Σκοτεινό..

65


Με καθυστέρησαν οι νύχτες… Με καθυστέρησαν οι νύχτες.. Με τα αρχοντικά φεγγάρια τους, τρεκλίζοντας πλάι στα άστρα, με καθυστέρησαν οι νύχτες. Το δοξασμένο νεφέλωμα, οι τραχιές πεδιάδες, το βουνό που κοιμάται.. με καθυστέρησαν οι νύχτες. Το αγιόκλημα, η λεμονιά, το κυπαρίσσι που μιλούσε… καθυστέρησαν οι νύχτες.

με

Το αιρετικό κύμα που έκλεβε την θάλασσα μπροστά απ’ τα μάτια μου, που την απίθωνε ‘δωνά, μέσα στα χέρια μου, ο γλάρος που είχε μια όρεξη για τα παιχνίδια που δεν ξέρω… με καθυστέρησαν οι νύχτες. Μακρινό φεγγάρι, μεταξένιο Έκπαγλο μες την αρμονία τ’ ουρανού, μίλησέ μουΒρίσκω ένα φως και ανάβω το δεητικό καντήλι μου, Για τα λουλούδια μόνο και για τα παιδιά του κόσμου πάντα προσεύχομαι! *************************************************************************** Θαμπή μέρα των αισθημάτων- μα παραμένει ηλιόλουστη· Τα αυτοκίνητα γλιστρούν πάνω στην άσφαλτο, όπως να είναι πάλι να ζήσουν την δική τους κατωφέρεια. Αντηχώ- μέσα μου και γύρω μου, αντηχώ. Δεν σε μοιράζομαιείσαι η δική μου σκέψη που με πληρώνει 66


με άκρατο εγωισμό.. Πώς ξεθυμαίνουν με τον καιρό όλα τα αρώματα; Θυμάμαι και ξεχνώξεχνώ κι η μνήμη μου με κυνηγάει: ίδια πονώ όπως οσμίζομαι τους θανάτους. Το άδικο δεν χωράει στις τσέπες μου. Ευτυχώς! ************************************************************************* Ψευτίζουν όλα με έμφαση, ου ψευδομαρτυρήσεις, τα γεγονότα έγιναν φυλακή που πολύ σε πονάνε. Τα πολιτεύματα μειχθίτω, πανάθεμα! Ποιόν να πιστέψω; Βρικόλακες βρικολάκων κι οι λόγοι τους παγίδες λαμπρές. Με τις ιδέες μου πάω κι απ’ τις ιδέες μου έρχομαι. Αντιδραστικός, αντιφατικός- μα εσαεί φιλαλήθης κι ανθρώπινος. Κοίταξε την πλευρά μου την άλλη αυτήν που με κάνει να φαίνομαι αξεμπέρδευτα βασανισμένος. Υπάρχω γιατί υπάρχεις- είναι ο τρόπος μου ο τρόπος σου- είναι που είμαστε κι οι δύο μία φωνή.. ********************************* *************************************** Καθιζάνει το σφρίγος που ήθελα να κρατούν τα λουλούδια, Καθιζάνει το φως των ιδεών, Ζούνε ευτελισμό οι κοσμοθεωρίες, Μίκρυνε ο ρημάδης ο αφιλότιμος άνθρωπος, Είναι οκνό το φως της αστραπής που ονειρεύτηκαΟ πόνος είναι ο τρόπος, ο πόνος είναι η λύπη που μπόλιασε Την ψυχολογία που έχω και έχεις.. 67


Οι αλήθειες πρέπει να ξεχνιούνται… Τα χέρια μου κληρονομούν το φθινόπωρο που τελειώνει Ο Νοέμβριος βουίζει είναι μια μέλισσα δοξασμένη Α παλμέ του χειμώνα, πώς αλήθεια μας έρχεσαι! Σκύβω και κοιτώ, κάτω απ’ τον βράχο ένα πουλί ωδικό θάλλει και λάμπει Η Τετάρτη γεμίζει ανθοδέσμες δεήσεων Το Παρίσι ντύθηκε πένθιμες σερπαντίνες Ποιος παραπλανά τις μάζες και οι μάζες αγαπούν να εθελοτυφλούν; Όσα είπα ξέχνα τα- οι αλήθειες πρέπει να ακούγονται και μετά να ξεχνιούνταιΔεν συμφέρουν όσο τα κερδοφόρα πάμφθηνα ψέματα…

68


Τριαντάφυλλο σε εγρήγορση… Μένεις μες το φως, αγκυλωμένος, πολυσήμαντοςκαι οι πατούσες σου αβρά πατούν μες τον άνεμο, αβρά αφήνουν ίχνη ανάστροφα μες την αιωνιότητα. Των ρόδων η θέρμη, κανοναρχεί ως εκεί που δεν φτάνεις· μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Κι όμως, είσαι ευτυχής και τα σημάδια όλα σε δείχνουν: Είσαι παρακμασμένος θεός. Η μέρα σβήνεται με γομολάστιχα· ανοίγεις έκπληκτος τα μάτια και την συναντάς, έχει γίνει ρυθμός σου, σου μίλησε το παλιό σπίτι γερνά μες τον ύπνο σου, κρατώντας μνήμες, σαν μια νιφάδα του χιονιού που λίγο λίγο λιώνει..

69


Μάτια… Ιερά χαμογελαστά μάτια που μεταλαμπαδεύουν την χαρά τους στα δικά μου φωταγωγοί της σύνεσης, ταξιδιάρικα όσο η ψυχή τους ορίζειΈρχονται φεύγουν γελούν τάχαμου καμώνονται τα αμίλητα- μα κοντά μου, ξεκλειδώνονται και μπορώ να διαβάσω τον πόθο τουςσαν μια σταγόνα νερό που τρέχει επάνω στα τσουλούφια μου ενώ ψιχαλίζει και τρέχω να έρθω όσο πιο γρήγορα θα μπορούσα, κοντά σου.. ************************************************************************* Τρέμει ένα λουλούδι μες τον αέρα. Η γυμνή φλογέρα του αφήνει το λυρικό πάθος της να πλανιέται πάνω στα άοκνα χρώματα των πέταλων. Μωβ, κίτρινο ροζαλί άλικο κόκκινο. Των εντόμων η ταξιαρχία που ξέρει Αγαπά να πλησιάζει την όψη τους. Μυστικά στέργει να ομονοούν τα αντίπαλα ο Θεός! 70


Ανθοδέσμη… Οπού συμμετέχουν φεγγάρια ο ουρανός είναι πιο γλυκός, σκεπάζει την πόλη καλόγνωμος και λυρικός. Καταλαβαίνω πως λείπεις. Η σημασία σου είναι η πίκρα μου. Όλες οι πίκρες μου είναι μια ανθοδέσμη με μαραμένα τριαντάφυλλα.

71


Γυμναστική… Νεύω στην πρωινή ομίχλη Έλα κοντά μου υγρό φιλί του αέρα άγγιξέ με Σηκώνω τα χέρια –”εν δυο” Ανατάσεις ψυχής του πνεύματος γέλιο Διάσταση εξωσυμπαντική σε αμφισβητώ θλίψη μου δεν σε παραδέχομαι Ιθύνων νους – ρυθμίζει το λάκτισμα, μακριά ο θόρυβος μακριά η συστολή Χαρούμενος λαχανιάζω εκπνέοντας ηρεμία που εγκαθιδρύθηκε Μες το νεότατο σπλάχνο μου..

72


Εσωτερικές εκτελέσεις… Η μέρα έχει όραση και φορολογεί τις ελπίδες μου. Όπου με συναντά με μαλώνει κάνοντάς με να νιώθω άσχημα που απειθώ σε όλα, είμαι αντιρρησίας από πεποίθηση, είμαι ουραγός Μιας λίστας απελπισμένων. Συγχαίρω το μηδέν- οι αριθμοί δεν μου αρέσουνε- μπορείς με αυτούς Να φτιάξεις ένα χρέος που δεν θα σε ωφελήσει Πουθενά. Συνήθισα να τρώω πάθη- συνήθισα να συνηθίζω. Κι αν γράφω είναι γιατί οι αγχόνες που με περιμένουν δεν αγαπούν τον ντελικάτο λαιμό μου..

73


Σπίτι στο λιβάδι… Της σιγής δηλωμένο, Πουλί που ανοίγει όλα τα σύνορα. Και που το κοιτώ Νιώθω ο ποταμός να του μιλάει και η όχθη Να φιλοδοξεί χλόη δεητική και μαστοφόρες ήμερες αγελάδες. Η μέρα χρυσή. Σπείροντος τον ανάπαιστο στο τρυφερό χάδι της πάχνης. Μπουκάρει ακόμα ο Νοέμβριος: Απ’ την εξώπορτα που έμεινε ανοικτή να μην αφήσει τα άστρα της έξω η νύχτα. Το σπίτι από καρδιά ερωτευμένου και απόψε όμορφα φωταγωγήθηκε..

74


Πλησίασμα… Σαν δυο δέντρα θα ανταμώσουμε κορυφή με κορυφή Σαν δυο δέντρα θα μιλήσουμε ζωή με ζωή μελαγχολία με μελαγχολία Σουρουπώνει στα πέρα προάστια Ο ουρανός διαβάζεται κι απ’ την ανάποδη, τα χρώματά του Μαζεύουν την γύρη των λουλουδιών και ραίνουν το επιτύμβιο ράσο τουΤουλίπα του καημού μου μαβί σύννεφο, έλα και σκούντηξε με να συνέλθω Από το αλλόπαρμά μου, είμαι ένας αλαφροΐσκιωτος που όλα αλλιώς τα κοιτάειΘα μετουσιωθώ σε κείνα που δεν μπόρεσα να φτάσω και θα υπάρξω έτσι σύντομα μακριά και κοντά σου..

75


Αγίου Στυλιανού… Κανέναν βοσκό των νεφών δεν στεναχωρεί η Αρκαδία. Οι καμπάνες της σημαίνουν και οι φλέβες του μαρμάρου αντιβοούν διαστέλλοντας κι άλλο το σύμπαν μας. Ο άγιος κρύπτει την αγάπη κάτω απ’ το παλτό του Παλεύει με του εαυτού του τα λάθη Παλεύει με την πάλη τουΤον συναντώ αγουροξυπνημένο να πίνει τον ιερό του καφέ και να κοιτάζει το καμπαναριόΌση ευλάβεια μου έδωσε σας δίνωΌλα μοιράστηκαν τα αγαθά τουΤώρα ατενίζει το μέλλον ενάρετος και πολλαπλά ευτυχισμένος..

76


Λογοτεχνία η ένδον.. Βεληνεκές μιας φωτιάς που αλλάζει κατευθύνσεις μέσα στην πραγματικότητα, βεληνεκές ψυχολογίας. Αληθινά, φαντάζεσαι κόσμους που δεν υφίστανται, αληθινά είσαι πέρα από κάθε φυλακή και γι αυτό δεν σε αφορούν κανενός εγκλεισμού οι δύσκολοι νόμοι. Γράφεις αψίδες θριάμβου και περνάς προς την μεριά την φωτεινή, της αποκάλυψης. Σε χάνω και σε βρίσκω όταν τέλειωσαν οι ελπίδες και δεν έχουν νόημα πια οι απελπισίες..

77


Μετουσίωση… Τι ζύγι αγαπά ο λίθος και πώς η ησυχία εδράζεται Πάνω σε κάτι βότσαλα περίεργα και που κρυφομιλούνε; Σ’ αγαπώ και τεχνηέντως εργάζομαι Πάνω σε κάτι λέξεις που με δυναστεύουν. Τα φωνήεντα μου περίσσεψαν και αποφεύγω Να συγχρωτίζομαι με σκληρά, οκνηρά ογκόλιθα σύμφωναΕυτυχώς, κάποτε, σαν μια ορχήστρα, κάποια απ’ αυτά, μου συμφωνούνε. Σ’ αγαπώ και δεν είμαι εγώ- είμαι ο εαυτός μου ο άλλος Που αποκρύπτει την ασχήμια του κόσμου και μιλά μια γλώσσα που τον κόσμο μας τον καλλωπίζει..

78


Υποσχέσεις… Αμελώ μες την μέρα να δω τα πουλιά που πετούν· ο άνεμος ξέχασε τα σημάδια του επάνω στα κλαδιά της μουριάς· τον άκουγα το βράδυ που κεκέδιζε μια σκέψη φασαρίας· το σπίτι μπάταρε μες τον ορίζοντα, έμεινε μόνο το μπαλκόνι του με τον βασιλικό που πότιζα όλο το καλοκαίρι· Τώρα, Σαββάτο, βγήκε ένας ήλιος κι όλα πήραν από το χρυσάφι του· κλωστές αχτίδες έραψαν την θλίψη την χθεσινοβραδινή όσο να είναι υποφερτή να την κοιτάζεις· άκουσα την πόλη που ξύπνησε· η ζωή μου υποσχέθηκε, όλα μου υποσχέθηκαν κι ελπίζω οι υποσχέσεις τους να τηρηθούν..

79


Εγώ, εσύ κι η εποχή μας… Κι εδώ ένας τρελός καιρός- σαν να μοιράζει ανάσταση ο ήλιος· κρατούν μπαμπακοσύννεφα το “φα” των μουσικών που έσπειραν οι ουρανοί κοντά μου· πού πήγες εσύ και πού σπουδάζει την γραμματική του ο Δεκέμβριος; Απ’ την βροχή μας έμεινε μία μελαγχολία φιλντισένια. Κάρφωσα την καλή μου γνώμη πάνω στο λουστρίνι της ασφάλτου και έφτασα πολύ μακριά μέσα στο μεσημέρι που αποφλοιώνεται. Σε είδα- δεν με είδες. Κανείς δεν βλέπει αν δεν απογυμνωθεί απ’ τα κουστούμια που του ράβει ο καιρός. Κι η εποχή που φλυαρεί, αινίγματα μου βάζει..

80


Σκηνοθεσίες… Την σκιά φοβάμαι καθώς πέφτει το βράδυ και ο κόμπος δεν λύνεται του μελαγχολικού μου εαυτού. Ζητώ την ειλικρίνειά μου κι απ’ τις δύο όψεις. Τηλεφωνώ στο υπερπέραν σου. Η νύχτα στήνει το θεατρικό σανίδι της και πάνω του περπατούν οι νάνοι συλλογισμοί μου. Με εκπλήσσω καθώς είμαι ο ίδιος αυτός που οργανώνει την παράσταση ενός καυτού ολέθρου.

81


Ασκητικό ύψος… Ίσια στραβώνει το πέλαγος κι ο νους μου στραβά περιπλανιέται μέσα σε μια δύνη που δεν του δείχνει συμπόνια και έλεοςΑνακουφίζομαι να ξέρω η μουσική ποτέ δεν νοσεί και όλα τα νοσήματα θεραπεύειΚαι η εικόνα: αγιάζει το τοπίο και με εντάσσει στον ηχηρό λυτρωτικό σκοπό της (πουθενά δεν χαθήκαμε· περιπλανηθήκαμε αλλά είμαστε πάλι εδώ, πιο πλούσιοι, πιο γνώστες πιο ωραίοι) κι ακολουθούμε τα καινούρια δύσκολα.. Σαν πάντα, δηλαδή… χαίρομαι, λυπάμαι, ευτυχώ, δυστυχώ, είμαι ζουζούνι που τρυπά το φρούτο κι απομυζά τους χυμούς των ημερώνβρήκα και έχασα- έχασα και ξαναβρήκα: αντίφαση μες την πραγματικότητα, βουερό βάσανο που κλονίζει τις περιπλανήσεις μου και φως αόκνου φύσεως σαρκώνει..

82


Μέδουσα… Λείπουν κάτι ψιλά γράμματα και το ηλιοβασίλεμα σαλεύει μπουκωμένο θλίψη και τσαλαβουτά πίσω απ’ τα βουνά στην αγέραστη, τελεσίδικη θάλασσα. Αγγελίες θεού έρχονται και- δια στόματος αγγέλωνσκίζουν αποξαρχής τον ουρανό μελωδικά φωνημένες. Υπάρχεις λοιπόν- ή τουλάχιστον, υπήρξες. Αυτό δίνει σ’ όλα το νόημα… Κι αν πω να σε αγκαλιάσω το πέλαγος με τρώει σαν μία μέδουσα που δεν κατάφερα να πολεμώ..

83


Γυρίζω από την δουλειά… Η μέρα μου τελειώνει με μια κούραση πολλή. Σκέφτηκα, αποφάσισα, σκαρφάλωσα, βίδωσα, είπα. Γυρίζω σπίτι με πονώντας το κορμί. Επάνω στο τραπέζι είναι αχνιστά τα γιουβαρλάκια. Τα ετοίμασες φροντίζοντάς με εκεί που και εγώ ο ίδιος ξέχασα να με φροντίζω πια. Σε ευχαριστώ! Έτσι λιγόλογα όπως το συνηθίζω. Κι αν δεν το λέω, το λέω: σ’ αγαπώ πίσω από μία της ψυχολογίας όψη που κι εγώ σε μένα εύκολα ποτέ δεν μαρτυράω.

84


Τριαντάφυλλο εκατόφυλλο. Μπούκωσε η ψυχή από την θλίψη της. Αλλά ο ενεστώτας δεν μπερδεύεται επ’ ουδενί με τον μέλλοντα. Και το ρόδο αποδέχεται το αγκάθι του καθώς το πρωινό φως στολίζει με την ατσιδοσύνη του τα απαλά πέταλα που ευωδιάζουν πασίδοξα. Τριάντα ή εκατό- συντελεσμένα μες το κεχριμπάρι του ήλιου που βαθαίνει την υπόστασή τους έως ν’ απομείνει μόνο το άρωμα Και το αποφασισμένο χέρι μου να στο προσφέρει, εδώ.

85


Διάλεκτος… Χαρούμενο το μεσημέρι τραγουδάει ροκανίζοντας την ηλιόλουστη σιωπή και τα δάχτυλά του νυμφεύονται τα εϋπλόκαμα πεύκα. Στιλπνό φύλλο του δέντρου χλιμιντρά τσακίζοντας την φωνή του έως το λυρικό πεντάγραμμο της ατασθαλίας. Ένοχοι όλοι για όλα. Κι εγώ επίσης. Σου πήρα ένα φιλί και με ευδαιμόνισε ο θάνατος για όσο σημείο τον αμφισβήτησα. Τώρα και τότε. Των χειλιών ο παφλασμός ως την αιωνιότητα ακούστηκε και γκρέμισε όλα της θλίψης τα τείχη. Να με πει η διάλεκτος μέσα στους εκλεκτούς της. Να σ’ αγαπώ και εκεί που τρελά σ’ αγαπάω..

86


Του χειμώνα… Ντούρο ξίφος δεκεμβριανό, που ξημεροβραδιάζεις την απειλή έξω απ’ την πόρτα μας, λιγάκι πέρα απ’ το αιγαίο, μπαρούτι που δεν ξεθύμανε, σκούρε, επίμονε θάνατεΣτο άκουσμά σου τα πουλιά σιωπούν και οι αχτίδες του ήλιου λυγίζονται, όπως σε μια διάθλαση που χάνεται το νόημα κι ο νοητός τους προσανατολισμόςΟι ελπίδες, σφιγμένες μες των προσφύγων τον κόρφο, επιβιβάζονται σε μια βαρκούλα βάρκα γιαλό, κι αναζητούν μια στεριά που να αγαπά του ανθρώπου τον κόποΧειμώνας μας ήρθε χειμώνας τράκαρε πάνω μας τα ζοφερά του αυτοκίνητα, χειμώνας μας περιπαίζει· Φόρτωσε σ’ έναν σάκο τις αγωνίες σου και αποδήμησε λυπημένο αηδόνι, φωτίσου από την χαρά που έρχεται απ’ τα έγκατα της ψυχήςΚαι ανάσυρε το φωνήεν το λυρικό της Απόφασης, χόρεψε μες την παρένθεση των πραγμάτων, εκεί που η ζωή οριστικοποιεί την μαγεία της και ωραία ποικιλοτροπεί και επαναλαμβάνεται.. 87


Αμφισβητήσεις… Κάποτε δεν θα έχω απαντήσεις και θα σου δώσω απλά μια ευκαιρία να με αμφισβητήσεις τω τρόπω που τα λουλούδια αμφισβητούν την κεραμιδένια φυλακή τους της γλάστρας και κορδώνονται ενώ δεν γνωρίζουν πως το άρωμα είναι η αξία και η ματαιοδοξία τους, ενώ σκορπούν μες τον αέρα την ψυχή τους πριν δύσει ο ήλιος και αποτυπωθούν στα χαρτιά μου, αγκαλιάζοντας μια σκέψη του βραδιού και ένα αλύχτισμα του ζώου που ξεμένει έξω απ’ την πόρτα σου, μες το αγιάζι, ερωτευμένο με σένα και μην αμφισβητώντας σε πουθενά και διόλου..

88


Δυστυχώς εμείς αναιδούμε και σκεφτόμαστε ατυχώς.. Λυσσασμένο σκηνικό που ακυρώνει όλες τις κοσμοθεωρίες, Βαρυσήμαντο μήνυμα η κοινωνία φρίττει, Στα οδοφράγματα παίζεται ο φονικός κυκλώνας και οι έντρομοι τον νιώθουν και ακολουθούνε, Δυστυχώς επτωχεύσαμεν, δυστυχώς Για το φιλόπτωχο ταμείο τσιμουδιά, του πολιτεύματος ο σκύλος θα γαυγίσει Πηδώντας πάνω από τον φρούριο της κακομοιριάς μας.. Δυστυχώς εμείς αναιδούμε και σκεφτόμαστε ατυχώς..

89


Θεμέλιο… Λίθος πάνω στον λίθο, σκέψη πάνω στην σκέψη- έτσι γεφυρώνεται η απόσταση κι ο άνθρωπος που λυπήθηκε στέκεται τώρα πια ευχαριστημένος στην πέρα όχθη της πραγματικότητας. Να ξεχνάς έχει σημασία, να ξεχνάς και να αφήνεις παραπέρα την λύπη σου, καθώς αναζητάς μιαν απόφαση από εκείνες που πονάνε. Κι η γέφυρα που γίνεται σύμβολο δονείται από παλμό συγκατάβασης, κι ο λίθος συζεύει τις αντιφάσεις που δημιουργούν χωρισμούς και δηλητήρια της μελαγχολίας. Η ψυχολογία απεκδύεται τα αγκάθια της, ο χρόνος καλπάζειΚι η αυτοκρατορία των ωρών κυριαρχεί ακλόνητη και στην ουσία της παιδαριώδης..

90


Φιλί θαλασσινό… Υπήρξες μια στιγμή που δεν υπήρξα: σαν να ανοίγει το παράθυρο και να εισβάλει ο αέρας παρασέρνοντας ρήματα ψευδαισθήσεων και ματωμένα φιλιά. Και το τρέχον δευτερόλεπτο, κολασμένο από έναν έρωτα που δεν πρόλαβε να γεννηθεί συσκέπτεται με την θάλασσα και σ’ αφήνει γυμνή μες την αιωνιότητα. Πουθενά δεν σε βρήκα. Σε είχε συντελέσει η θάλασσα, σε είχε παρασύρει ο αέρας, σε είχε πει η ιστορία πριν κι η ίδια γραφτεί. Και σε κράτησα στον νου μου, ιερή και ιδεατή, ώσπου με αφάνισε ο πόνος κι ο θάνατος..

91



ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΜΠΕΔΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΠΑΡΕΛΗ ΣΤΟΙ Χ ΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ & ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2016


ISBN 978-618-82188-8-8


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.