ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ ΙΙ
ΤΑ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΠΟΙΗΣΗ
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ
ΣΕΙΡΑ: Επτανησιακη Σχολη ΙΙ ekdoseisdiansma@gmail.com
ΤΑ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΠΟΙΗΣΗ
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ
ΤΑ
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΣΕΜΝΌΤΗ Μὴ μοῦ πῇς, δὲ σὲ ρωτάω, πῶς καὶ πόσο μ’ ἀγαπᾷς· φτάνει ἐγὼ νὰ σὲ κυτάω, φτάνει ἐσὺ νὰ μὲ κυτᾷς. Γιατί, φῶς μου, ἑνῷ γυρεύω τέτοια χάρη μοναχά, τὰ δύο μάτια ποῦ λατρεύω γέρνεις πάντα χαμηλά; Τὶ μ’ ἀρέσεις! Πρὶν τὰ χείλη μεταβιᾶς ν’ ἀνοίξω ἐγώ, ροδοστόλιστον Ἀπρίλη εἰς τὴν ὄψη σου θωρῶ. Σὲ θωράω σεμνὴν ἀκόμα, σὰν τὴν ὥρα ποὖχα ἰδῇ στοῦ προσώπου σου τὸ χρῶμα τῆς ἀγάπης τὴν αὐγή.
ΠΡΏΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΌΠΙ Πῶς δυνήθηκα νὰ ζήσω πρίν, ὦ κόρη, νὰ σὲ ἰδῶ; Τρέμει ὁ νοῦς νὰ γύρῃ ὀπίσω εἰς τὸν ἄτυχο καιρό. Τὸ θυμοῦμαι· ὁ κόσμος ὅλος ἦταν ἄκαρπη ἐρημιά· τ’ οὐρανοῦ δὲν εἶχε ὁ θόλος τέτοια ὡραίαν ἀστροφεγγιά. Δίχως ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἄδεια καὶ ἀσυντρόφιαστη ψυχή, τῆς νυχτὸς τὰ κρύα σκοτάδια τότε ἀνέβαιναν ἐκεῖ. Ξάφνου ἐπρόβαλες ὀμπρός μου, καί, μὲ χείλη φλογερά: Ἄστρο, ἐφώναξα, τοῦ κόσμου εἶν’ ἡ ἀγάπη μοναχά.
8
ΒΡΑΔΥΝῸ ΤΡΑΓΟῦΔΙ Εἶναι κρῖμα ν’ ἀντηχήσῃ τ’ ὄνομά σου στὸν ἀέρα, μ’ ὅσα ὁ κόσμος ὅλη μέρα τοὺς ἀντίλαλους ξυπνᾷ. Τώρα ἐβράδυασε, κ’ ἡ φύση, ἀπὸ ἀγάπη μαγεμένη, τοῦτο τ’ ὄνομα προσμένει μὲ μίαν ἄκρα σιγαλιά. Ἀπ’ τὰ χείλη μου τὸ κλέφτει κάθε ζέφυρος μὲ βία, καὶ, Μαρία, παντοῦ, Μαρία ν’ ἀντηχάῃ τριγύρω ἀκοῦς. Νά! - τ’ ἀγροίκησε καὶ πέφτει ὁλογλήγορα ἕν’ ἀστέρι· δίχως ἄλλο νὰ τὸ φέρῃ πάει σὲ κόσμους μακρυνούς.
9
ΠΕΡΙΔΙΆΒΑΣΗ Πίστεψέ το· ἀλήθεια, φῶς μου, καθὼς ἔγραψαν πολλοί, γιὰ ταὶς ὄμορφαις τοῦ κόσμου ἦρθαν ἄγγελοι στὴ γῆ. Δὲ μαντεύεις τὴν αἰτία ποῦ ξαστόχησαν γοργὰ τὴ χρυσή τους κατοικία, τὰ χαμένα τους φτερά; Κάθε βράδυ, ποῦ τ’ ἀέρι στὸ γιαλὸ μᾶς προσκαλεῖ, ἐγὼ τρέμω, ἂν ἕν’ ἀστέρι κάτου ἀστράφτοντας χυθῇ. Τρέμω, ναί, μὴν εἶν’ κἀνένα πνεῦμα ὁλόλαμπρο καὶ αὐτό, ὁποῦ σ’ εἶδε, καὶ γιὰ σένα παραιτάει τὸν οὐρανό.
10
ΣΤῊ ΒΆΡΚΑ Κύτα ἡ θάλασσα πῶς μένει δίχως κίνημα, βουβή, ἐνῶ ἡ βάρκα μου διαβαίνει μὲ τὴν ὄμορφη ξανθή! Πλῆθος λούλουδα γελοῦνε στὰ προπόδια τοῦ νησιοῦ, κ’ ἕνα κῦμα δὲν τραβοῦνε μὲ τὰ μάγια τους αὐτοῦ. Χωρισμένο τ’ ἀκρογιάλι ἀπ’ τ’ ἀκίνητα νερά, ὅλη ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη, κράζοντάς τα ἐρωτικά. Ἀλλ’ ἀπόψε μὴν ἐλπίσῃ ἕνα μόνο τους φιλί, πρὶν ἡ Θεία ξαναπατήσῃ τ’ ἀνθοστόλιστο νησί.
11
ΞΎΠΝΑ Ξύπνα, κόρη· μὴν ἀργήσῃς τὸ προσκέφαλο ν’ ἀφήσῃς· μὴ στὴν κλίνη σ’ εὕρῃ ἀκόμα τῆς αὐγῆς τὸ πρῶτο χρῶμα! Χθὲς τὸ χάραμα δὲ σ’ εἶδα νὰ προβῇς, χρυσή μου ἐλπίδα, καὶ μὲ ζάλη, καὶ μὲ τρόμο ἐπαράδερνα στὸ δρόμο. Ὤ! μιὰ μέρα ἡ γῆ μονάχη τὴν τρομάρα μου θὲ νἄχῃ, καὶ θ’ ἀκούῃ τὴν ἴδια ζάλη, ἂν ὁ ἥλιος δὲν προβάλῃ.
12
ΤΡΑΓΟῦΔΙ ΤῆΣ ΑὐΓῆΣ Μὴ σὲ πλανοῦν τὰ ὀνείρατα· ἡ Αὐγὴ σ’ τὰ προβοδάει, ποῦ μὲ σκοπὸ βαστάει τὰ μάτια σου κλειστά· τί τ’ ἄστρο, ποῦ περήφανα στὸ μέτωπό της βάνει, ὅλη τὴ λάμψη χάνει σὰν τἄχεις ἀνοιχτά. Στὸ κύμα ἡ ροδοπρόσωπη βρέχει τὸ θεῖο ποδάρι, θωρῶντας μὲ καμάρι τὴν ὄψη της ἐκεῖ· ἀλλ’ ἂν τὰ ὡραῖα σου βλέφαρα τώρα ἡ φωνή μου ἀνοίγῃ, ἀχνίζοντας θὰ φύγῃ μὲ μίας ἡ φθονερή.
13
ΟἹ ΔΎΟ ΠΌΘΟΙ Λένε ὅτι τ’ ἄστρα, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολῶντας πλένε, δὲν εἶναι αὐτόφωτα κορμιά· πῶς ἔχουν κάμπους καὶ βουνά, πὤχουν ἀνθρώπους λένε. Μ’ ἀρέσει, κόρη μου, ποῦ σὺ μὲ ἀγάπη τὰ κυτάζεις, δίχως, ἂν ἦναι ἀληθινοί σὲ αὐτὰ ποῦ γράφουν οἱ σοφοί, καθόλου νὰ ξετάζῃς. Ἤθελα – μοὖπες μία βραδειά – νἆμαι κ’ ἐγὼ μ’ ἐκεῖνα, καὶ νὰ σοῦ ρίχνω ἀπὸ ψηλὰ στὸ μέτωπο καὶ στὰ μαλλιὰ κάθε ἀργυρή μου ἀχτῖνα. Τῆς γῆς ἀστέρι μοναχό, μὴ φύγῃς ἀπ’ ὀμπρός μου! Ἄφησε κάλλιο νὰ γενῶ μέρος ἀχώριστο κ’ ἐγὼ τοῦ ὡραίου μικροῦ σου κόσμου.
14
ΘΥΜΗΤΙΚΌ Τέχνη κἀμμία δὲ θέλει παραστήσει τῆς μάνας του τὰ κάλλη. Ἐδῶ μία μέρα, σκόρπια νὰ ταὔρῃ ὁλόγυρα στὴ φύση, ἄς τρέξῃ τ’ ἀγγελοῦδι ἐκεῖθε πέρα. Τὴν ἄσπρη αὐγή, τὴ χρυσωμένη δύση, τ’ ἄνθια, τὴ χλόη, τὸ πέλαο, τὸν αἰθέρα ἔχοντας τότε ὡς πρότυπα, θὰ ζήσῃ στὸ νοῦ του ὀμπρὸς ἡ ἀγνώριστη μητέρα. Ἀλλ’ ἂν στὴ θεία μορφὴ τ’ ὡραῖο θὰ σμίξῃ ποῦ πέρναε τοῦ κορμιοῦ κάθε στολίδι, καὶ τὴν κλεισμένη ἐπιθυμιά του ἀνοίξῃ. Θὰ τοῦ ζαρώσουν ἀπορίαις τὸ φρύδι, σά, μ’ ἄφωνη λαχτάρα, ὁ Πάππος δείξῃ ἕνα μικρὸ γυναίκειο δαχτυλίδι.
15
ἘΠΙΘΥΜΊΑ Ἂν ἐδυνότουν ἄνθρωπος ξένη μορφὴ νὰ πάρῃ, τοῦ Πλάστη τέτοια χάρη θὰ ἐγύρευα θερμά. Καὶ μὴ θαρρῇς, ἀγάπη μου, πῶς ἤθελα ζητήσῃ μὲ θεία νὰ μὲ στολίσῃ ἀθάνατη ὀμορφιά. Νὰ μὲ ζηλέψουν ἔπρεπε στὸν οὐρανὸ κ’ οἱ ἀγγέλοι, ἂν ὅ,τι ὁ νοῦς μου θέλῃ συνέβαινε ποτέ· ἀνίσως καὶ τὰ μέλη μου ἠμπόρειαν νὰ γενοῦνε τ’ ἄσπρο σκυλλάκι, ποὖναι μερόνυχτα μ’ ἐσέ.
16
ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΌΣ Δὲ θαυμάζει ὁ λογισμός μου ἂν μιὰ τράπεζα ἠμπορεῖ δραγομάνος τ’ ἄλλου κόσμου ἐξαιτίας σου νὰ γενῇ· ἂν ὁλόκληρη κινιέται, καί, μὲ χτύπους μετρητούς, τὴν ἀκούω ν’ ἀπολογιέται γιὰ τοὺς ἄφωνους νεκρούς. Νὰ σκιρτάῃ καὶ νὰ σοῦ κρένῃ μὴ δὲν εἶναι φυσικό, ὅταν τέτοιο τὴ θερμαίνῃ τέτοιο χέρι ἀγγελικό; Ὦ, ξανθή μου, ἂν ὀμπροστά σου ζοῦν καὶ τ’ ἄψυχα κορμιά, τὸ τί αἰσθάνομαι στοχάσου, ὅταν μὤρχεσαι κοντά!
17
ΛΑΜΠΡΉ Χριστὸς ἀνέστη σήμερα κάνουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι· στὴν ἀναγάλλιαση τῆς γῆς, ἔλα νὰ σμίξωμε κ’ ἐμεῖς, παρθένα ὡραία, τὰ χείλη! Εἶν’ ἅγιο τέτοιο φίλημα· θὰ τὸ ζητάω μὲ θάρρος, ὅσαις φοραίς, ἀγαπητή, καὶ δίχως νἆναι ἡ σημερνή, ξαναπατιέται ὁ Χάρος. Σὰ δὲ σὲ βλέπω εἶμ’ ἄψυχος· ἀλλὰ ποτὲ δὲ βγαίνει εἰς τὸν ὀρίζοντα τὸ φῶς, δίχως νὰ σ’ ἔχω πάλε ὀμπρὸς καὶ ἀνάσταση νὰ γένῃ. Νὰ τὴ γιορτάσῃς θέλοντας, ἁγνή μου περιστέρα, πρέπει, ὡς ὀρθόδοξη καλή, ‘ς ἐμὲ τοῦ Πάσχα τὸ φιλὶ νὰ δίνῃς κάθε μέρα.
18
ἈΝΘΌΝΕΡΟ Τοῦ Ἀπριλιοῦ ποῦ μᾶς ἐπέρασε δέξου, κόρη ἀγαπημένη, ἐδῶ μέσα σφαλισμένη τὴν ὡραία μοσχοβολιά. Γιὰ σὲ τ’ ἄνθια ἐπῆαν χαρούμενα μὲς ταὶς φλόγαις, ποὖχαν βία καὶ τὴν ὕστερη εὐωδία νὰ χωρίσουν ἀπ’ αὐτά. Σοῦ τὸ λέω φθονῶντας, κ’ ἤθελα μ’ ἀναμμένο ἀγάπης βλέμμα νὰ μοῦ ἐστράγγιζες τὸ αἷμα ἀπ’ τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς. Τότε ‘γώ, κλεισμένον ἄρωμα στ’ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς σου, ἂν ἐφθόναα συλλογίσου ὅλα τοῦτα ποὺ σκορπᾷς!
19
ΛΟΥΛΟΎΔΙΑ Σ’ ἀρέσουν τ’ ἄνθια; Γλήγορα στὸ περιβόλι ἂς πᾶμε· ὡραῖο δεμάτι κάμε μὲ χρώματα πολλά. Ὀμπρός σου ἰδὲς τὰ λούλουδα πῶς νέα λαβαίνουν ὄψη! Τί χέρι θὰ τὰ κόψῃ αἰσθάνονται καὶ αὐτά. Ὢ κύτα δύο τραντάφυλλα, τὰ δύο ‘ς ἕνα κλωνάρι! Στὸν κόρφο σου γιὰ χάρη ζητοῦν νὰ τὰ δεχτῇς. Μὴ τὰ χωρίσῃς· ἄφηστα ζευγαρωμένα ὡς εἶναι· μία τύχη σὰν αὐτήνε θὰ λάβωμε κ’ ἐμεῖς.
20
ΤῸ ΣΚΟΥΛΗΚΆΚΙ Στάσου, Μαρία! - χαμήλωσε τὰ γαλανά σου μάτια, σκουλῆκι ἀψήφιστο νὰ ἰδῇς, ποῦ τὄχουν κάμῃ καταγῆς τρία, τέσσερα κομμάτια. Βλέπεις; - καθένα στρίφεται, πάει χώρια, καὶ λαβαίνει δύναμη πάντα καὶ ζωή, ὅσο, μὲ ὁλάκερο κορμί, σκουλῆκι νέο νὰ γένῃ. Πότε ζωαὶς ἀνθρώπιναις ἀνθρώπου ἀπομεινάρι στοῦ κόσμου ἐγέννησε τὸ φῶς; Ὄχι· ὁ περήφανος θνητὸς δὲν ἔχει τέτοια χάρη. Νἆταν αὐτό, θὰ σὤλεγα: μὲ μίαν ἀξίνα χύσου καὶ κόψε με λιανὰ λιανά· κάθε κομμάτι καὶ καρδιά, κάθε καρδιά δική σου.
21
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ὄχι· ἀνθρώπινο κοντύλι δὲ σὲ ἱστόρησε, Θεά! Πνέουν, ταράζονται τὰ χείλη, κυματίζουν τὰ μαλλιά. Λέει καθένας ὁποῦ βλέπει τέτοιο πλάσμα τοῦ φωτός: γιὰ ζωγράφος δὲν τῆς πρέπει παρ’ ὁ Ἥλιος μοναχός. Τὸν ἐμάγεψες, καὶ τόση φλόγα αἰσθάνθη ἐρωτική, ὁποῦ ἐδῶ νὰ σὲ τυπώσῃ μία δὲν ἔκαμε στιγμή. Τὰ ματάκια σου, Θεά μου, σὰν τὸν ἥλιο θαυμαστά! Ὅμοια εἰκόνα στὴν καρδιά μου ξάφνου ἐχάραξαν καὶ αὐτά.
22
ΔΈΗΣΗ Ὅσαις φοραίς, ἀγάπη μου, στὴν ἐκκλησιὰ σὲ σμίγω, τὸ στόμα δὲν ἀνοίγω μία προσευχὴ νὰ πῶ. Ἐσὲ τηράω κ’ αἰσθάνομαι, ἐνῷ κοντά σου μένω, τὸ πνεῦμα μου κλεισμένο σὲ κύκλο μαγικό. Θαρρῶντας πῶς ἁμάρτησα, τὸ μέρος ποὖσαι ἀφίνω· φτερὰ στὸ νοῦ μου δίνω, καὶ φεύγω ἀπὸ τὴ γῆ. Μὲ φλογισμένη δέηση στὸν οὐρανὸ προστρέχω, καὶ πλέον σιμά μου σ’ ἔχω, ὅσο ἀνεβαίνω ἐκεῖ.
23
ἌΔΙΚΗ ΖΉΛΕΙΑ Τοῦ προσώπου σου τὰ κάλλη νὰ μοῦ σβύσῃ ἀπὸ τὸ νοῦ ὀμορφιὰ δὲ βρίσκετ’ ἄλλη εἰς τὴν πλάση τοῦ Θεοῦ. Τρέμει, ἀλήθεια, τὸν Ἀπρίλη ἡ καρδιά μου ἀπὸ χαρά, ὅταν βλέπω ἕνα γιοφύλλι, ἕνα ρόδο, μιὰ μοσκιά. Βρίσκω, ναί, θλιμμένη χάρη κ’ ἕνα μάγεμα κρυφὸ εἰς τὸ κάτασπρο φεγγάρι, στὸν ὡραῖον αὐγερινό. Μόν, ἀγάπη μου, στοχάσου ποῦ μοῦ δείχνει ὁ λογισμὸς ἕναν ἴσκιο τσ’ ὀμορφιᾶς σου στὰ λουλούδια καὶ στὸ φῶς.
24
ΤᾺ ΤΡΑΓΟΥΔΆΚΙΑ Χαρὰ σὲ σᾶς! - ἡ ἀγάπη μου, τραγούδια εὐτυχισμένα, σᾶς ἔχει φυλαμένα στὴν κλίνη της κοντά. Ὅταν ἐκεῖ, σὰν ἄγγελος, μονάχη ἀργοπλαγιάζει, σᾶς παίρνει, σᾶς διαβάζει μὲ ἁγνότατη χαρά. Προπερσινὸ τραντάφυλλο, ποῦ ἐγὼ τῆς εἶχα φέρῃ, μὲ τὸ δεξί της χέρι, διαβάζοντας κρατεῖ· καὶ ‘ς ἕνα ἢ ‘ς ἄλλο φύλλο σας τὸ ἀγαπητὸ ξεράδι σᾶς βάνει γιὰ σημάδι, προτοῦ νὰ κοιμηθῇ.
25
ΘΎΜΗΣΗ Τοῦ κάκου μᾶς χωρίζουνε ράχαις, βουνὰ καὶ κάμποι· τὸ πρόσωπό σου λάμπει στὸ νοῦ μου, στὴν καρδιά. Τῆς λύπης μαῦρο σύγνεφο δὲν ἠμπορεῖ νὰ φτάσῃ τὸ φῶς του νὰ σκεπάσῃ μίαν ὥρα μοναχά. Καὶ πρὶν σωθοῦνε ἡ μέραις μου, στοῦ χάρου τὸν ἀγῶνα τὴ θεία, γλυκειά σου εἰκόνα θὰ βλέπῃ ὁ λογισμός. Ἀνίσως ἔχει ὀνείρατα ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου, στὸν ἅδη κ’ ἐκεῖ κάτου θὰ μ’ ἀπομείνῃ ὀμπρός.
26
ἈΠΟΜΑΚΡΥΣΜΌΣ Στὴν ἐξοριὰ ποῦ βρίσκομαι, στὴ θλίψω ὁποὖμαι τώρα τ’ ἁρμονικά μου δῶρα θὰ δέχεσαι συχνά. Ἐδῶ, ποῦ ξάφνου ἐρρίχτηκα ἀπὸ τὴν ἄγρια τύχη, μοῦ ἀπόμειναν οἱ στίχοι ἀθλία παρηγοριά. Καὶ πῶς μίαν ἄλλη δύναται τώρα ἡ ψυχή μου ναὔρη; Δὲ σὲ θωράω καὶ μαύρη μοῦ φαίνεται ἡ ζωή. Στὴ νύχτα ποῦ μ’ ἐπλάκωσε τραγούδια νέα μαθαίνω· ἀηδόνι τυφλωμένο τερπνότερα λαλεῖ.
27
ΧΕΛΙΔΌΝΙΑ Ἄχ! τὸ θεόρατο βουνὸ γιατὶ δὲ χαμηλόνει; Χριστέ μου, ἂν ἦταν βολετὸ νὰ δώσω μία νὰ τὸ διαβῶ σὰν ἕνα χελιδόνι! Ὡραία τῆς Ἄνοιξης πουλιὰ γιὰ πέρα μισεμένα, δανείσετέ μου τὰ φτερά, καὶ νέα λαλήματα γλυκὰ θὰ μάθετε απὸ μένα. Τί λέω! Τερπνότατη φωνή σᾶς ἔδωκεν ἡ φύση, καὶ μὲ τὰ μάγια της αὐτὴ θἄχῃ τὴ χάρη κάθε αὐγὴ τὸ φῶς μου νὰ ξυπνήσῃ. Ἐγὼ - καὶ ἂς πλέκω τεχνικὰ τοῦ τραγουδιοῦ τὸ στίχο πέρα, σὲ τούτη τὴν ἐρμιὰ ξυπνάω τριγύρω μοναχὰ τῆς λαγκαδιᾶς τὸν ἦχο.
28
η ποιητικη συλλογη/επιλογη ποιηματων Τα Λιανοτραγουδα του Γερασιμου Μαρκορα στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε τον Μαιο του 2014 απο τις εκδοσεις δυανυσμα και κυκλοφορει δωρεαν σε ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα πνευματικα δικαιωματα αριθμος εκδοσης |14|
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ