Στρατής Παρέλης, Παρακαταθηκών και δανείων

Page 1

Στρατής Παρέλης

ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ... (λόγος δεύτερος...)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ



ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ...


ISBN: 978-618-82188-5-7 Σειρά: Διανυσματικά ποιήματα © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Στρατής Παρέλης, 2015 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ekdoseisdianisma.blogspot.gr ekdoseisdianisma@gmail.com


Στρατής Παρέλης

ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ... (λόγος δεύτερος...)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ



λόγος δεύτερος

ΎΜΝΟΣ ΑΈΝΑΟΣ ΤΩΝ ΥΔΆΤΩΝ… Περιμένετέ με νερά, περιμένετέ με, βρέξτε με με την Αλήθεια σας, ξεγυμνώστε με, ζουπήξτε με, δαγκώστε τα κόκαλά μου, ακουμπήστε με στα παρόχθια βράχια, αποσυνθέστε με και επαναδημιουργήστε με, μαλώστε με και συμβουλέψτε με, κάντε με να ντραπώ, να κοκκινίσω, να στεφτώ την ιερή υγρασία σας, να κελαηδήσω γαλάζια. Πεθάνετέ με νερά, αναστήστε με, χορέψτε επάνω μου με την κάθε φιλέρημη δροσοσταλίδα, λατρέψτε με και ακυρώστε με, περιφρονήστε με, θρυμματίστε την αμαρτωλή επιδερμίδα μου, νιώστε με και αδιαφορήστε για μέναΌλος είμαι εσείς και όλος, μέσα στην ποίησή σας, στεφανώνομαι..

7


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΚΑΒΟΎΚΙ.. Τα χαμήλωσα όλα: τον ήχο Την ψυχή μου, τις απαιτήσεις· και μπήκα Πιο συμβιβασμένος σε οτιδήποτε· Άλλαξε βλέπεις ο καιρός, γύρω μας Πέφτουνε άγρια πιστολίδια· Πρέπει να προφυλαχτείς, οι ευαισθησίες Απαγορεύονται· Όσο θα ζεις να παραμένεις με καβούκι ανθεκτικό κι ας είσαι Όχι και τόσο ανθεκτικός εσύ από κάτω..

8


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΤΟ ΛΕΞΙΛΌΓΙΟ.. Η ζέστα προδίδει την φερεγγυότητα του καλοκαιριού· Εφτά σκαλοπάτια πιο ψηλά, μες τον ουράνιο θόλο Το ψάρι ιριδίζει και σπαρταρά Πάνω στις ασημοπράσινες πέτρες Τελειώνοντας τον ύμνο της δημιουργίας. Η γεωλογία φανερώνει τις ιαχές της· Κάθε κύκλος μαστίζεται από το καθαρό αλάτι Των αλυκών· κι ο καπετάνιος Αέρας ζεύει τα πυρρά άλογά του Σε μια παράφορη πιλάλα. Σκέφτομαι με εικόνες. Καταγράφω. Η λιακάδα αποκληρώνει τις αντοχές. Όπου είσαι θα είμαι, μεγαλώνοντας τις αποστάσεις, αφήνοντας πρόδηλο Το λεξιλόγιο το βουβό των ερώτων.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Μπαίνουν οι σκέψεις σου ενέχυρο; Με τον τρόπο που στην παραλία περπατούν οι παραθεριστές ή το μικρό κολυμπρί αδειάζει το κενό από το κενό του. Μασάς φύλλα παραισθησιογόνα, φύλλα της μοναξιάς, αλέθεις μες τις μυλόπετρες των ήχων, μουσικές που συνθέτουν το λαγαρό κονσέρτο του Ιουλίου· καθόλου άνεμος να πνεύσει· ιδρώνεις σαν μεγάλο ζαρζαβατικό που ντύθηκε δροσιά να υπερασπιστεί την ορθοδοξία των κήπων.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΕΠΟΧΙΚΌΝ ΑΝΆΛΟΓΟ… Σκληρός κόσμος· κάπου τον μαθαίνω και, κάπου, η γνώση του με ξεπερνά· Αναγνώθω τη λύπη του, την τραχιά του απόγνωση- στο θέατρό του, ο πόνος είναι ισοδύναμος θάνατος· Οι μέρες βαρυγκωμούν, σέρνουν ένα φορτίο Από πόνο· δεν διακρίνω πουθενά προοπτικές Για ευαγές κερδισμένο χαμόγελο. Κουράστηκε η ψυχή μου· διαβάζω Σέρνοντας το βλέμμα μου πάνω στο ψέμα των ειδήσεων- ποιός τις κατασκευάζει; Συζητώ με την ψύχρα της λογικής, αναζητώ Μία κουμπότρυπα να εφαρμόζει το μοιραίο κουμπί που Ή το κουμπώνεις και ξενοιάζεις, ή Αφήνεις έκθετη την γύμνια σου, τολμηρό ρόδο Που αποκαλύπτει της συνείδησης τον πυρετό. Δύσκολα θα με πολεμήσει η εποχή. Η πατρίδα αποφλοιώθηκε. Γάργαρα τολμήματα διατρανώνουν τα λάθη της. Αντίπαλε νου, δώσε μου το σύνορο όπου δεν είμαι δέσμιος Σε καμιά τυραννία..

10


λόγος δεύτερος

ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΆΣ… Δεν ξεχνώ τίποτα όλα αποτυπώνονται επάνω στις γραμματοσειρές της χλόης που αλαλάζει κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο. Στεντόρειο φως, υπερμέγεθες. Στο μεσημέρι που το καθετί υπεραπλουστεύεται έως θανάτου Και η «Φραγκοσυριανή» στο δίπλα συνεργείο δίνει και παίρνει. Δεν φαντάστηκα τίποτα, όλα ήρθαν να καταλήξουν μες τον επίλογο μιας μέρας ζεστής. Και οι λύπες που με πλησίασαν, τακτοποιήθηκαν σαν αναμμένες καμέλιες που δυσκολεύονται να γίνουν πειθήνιες κάτω από τόσο επίμονο φως.

11


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΟΡΜΈΜΦΥΤΟ.. Συνέχεια μεταμορφώνονται οι εποχές και κρατούν τόσο πόνο που παθιάζονται επί το πλείστον οι σελίδες μας για να τις περιγράψουν. Μικροσκοπική ψυχή και τιτάνια λύπη. Πεταλούδες αχνές, τρεμάμενες μες τον άνεμο, λίγες και αιθέριες οι χαρές που τις ζήσαμε. Παράξενα ωραία πράγματα: ποτέ μου δεν καταλαβαίνωΑκολουθώ τα μονοπάτια που μου έδειξες, μα με τα πληγωμένα πόδια μου πουθενά δεν θα φτάσω αλλού από τις αγωνίες μου..

12


λόγος δεύτερος

ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΆΡΧΕΙΣ ΜΑ ΝΑ Σ’ ΈΧΩ ΞΑΝΑΔΕΊ.. Έφερα το όνειρο ως τον ξύπνο και με μεταχειρίστηκε με επιφύλαξη η μέρα· ο φόβος μου κόμπος από τον εφιάλτη που ένιωσα: έσφιγγες το κεφάλι ενός μωρού και σαν δήμιος που ήτανε να το καρατομήσει ψύχραιμα, κοίταγες έξω από το παράθυρο, στο μέρος που φύονταν μία ελιά αέναα απ’ τους χειμώνες ταλαιπωρημένη. Τα μάτια σου βαθιά και αποφασισμένα, δεν άκουγες τον αποτροπιασμό μου, ήσουν μία μαινάδα που ζαλίστηκε από την μέθη του θανάτου· κόμπιαζες μόνο μπρος στα φωτεινά σκιρτήματα. Τι να σημαίνει άραγε όλο αυτό; Ποιό φρικαλέο μυστικό θα μου φανερωθεί;- να μένω αποσβολωμένος κάτω από την φοβερή μου αποκάλυψη κι εσύ να είσαι ανύπαρκτη μα, κι όμως κάπου, να σε έχω ξαναδεί..

13


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΝΎΧΤΙΟ ΔΡΆΜΑ… Βουλιαγμένα και σιωπηλά Τα ανθάκια της πικροδάφνης μπάζουν την νύχτα στο παιχνίδι- τα κοιτώ Και κλέβω την ροζαλί απόχρωσή τους Την διοχετεύω μες τις αγωνίες της νυχτερίδας Που χορεύει άτσαλα στα χαμηλά και Δίνει την αποκρουστική θεωρία της Στην ησυχία του βραδιού. Συμφωνώ με την πραγματογνωμοσύνη του ουρανού Που φωτογραφίζει τα αυτοκίνητα των τρακαρισμένων άστρων και δίνει το δυνατό φλας της Στις ενοριακές γειτονιές Επαγγέλλομαι έναν οραματιστή που λαθεύει και του είναι τούτο γνωστό· Όμως δεν δίνω σημασία στον θρεμμένο εγωισμό μου, Πια· προφυλάσσω την ενάργεια του μεσονυχτίου από το αδίσταχτο απόψε φεγγάρι Που ζητά το μισό του, έως μια ώρα να συμπληρωθεί Το άρτιο φωνήεν της μελαγχολίας..

14


λόγος δεύτερος

Η ΧΏΡΑ.. Οτιδήποτε δεν μιλήθηκε από τ’ άστρα το βράδυ, έγινε μια φλύαρη μουριά, έξω απ’ το σπίτι μου, που παίζει ομοιοκαταληξίες ήλιου με τα άτακτα κοτσύφια. Ζέστα· κι αν πεις να φανταστείς πως θα έχουνε φτάσει στην πόλη κάτω τα γυαλιστερά λεωφορεία θυμήσου τις κολλημένες αφίσες, πάνω τους, το τσίριγμα των φρένων, το αλλοδαπό ασκέρι που πηγαίνει για δουλειά, τον θόρυβο ήχο της ξύπνιας συνοικίας. Ζωγράφισα. Σκέφτηκα. Είπα. Το μελάνι άπλωσε επάνω στα χαρτιά, ήσυχο, αργό, φτιάχνοντας μια χώρα ανύπαρκτη, από εκείνες που βασανίζονται από τις κακοδαιμονίες που γεννά η σκέψη μας και των κακών ενστίκτων ο βόρβορος..

15


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΒΑΒΥΛΏΝΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΊΟΥ… Κοντινή μου και μη νυχτοπεταλούδα υπερβαίνει τα όρια κάτω από το αναντίρρητο άστρο και το κιννάβαρι της σελήνης. Μια γαλαρία φωτός όπως να βγαίνεις προς τον θάνατο απελευθερωμένος.. Α αεράκι περιπαιχτικό, πολυδύναμο κάτω από τον ουρανό της Βαβυλώνας, η ατίθαση όψη σου αφήνει το μπαμπάκι της συμπεριφοράς των φυτών να γίνει αίνιγμα τα ανήσυχα βράδια του Ιουλίου, και ο χασισοπότης καιρός πατά στα σκοτεινά, βρωμίζοντας το παραμύθι του καλοκαιριού..

16


λόγος δεύτερος

ΝΟΣΤΑΛΓΊΑ ΤΩΝ ΝΕΦΏΝ.. Λες να νοστάλγησα τα απολωλότα σύννεφα που μου μιλούν Περικλείοντας μια ζωγραφική τολμηρή και σπουδαία; Εδώ Που με καθήλωσε η ζέστα, μπρος σε μία άγονη Λύπη, ένα ακόνιστο μαχαίρι, ένα Σπίτι που μελαγχόλησε και το σηκώνω Με βία στους ώμους μου;.. Ιουλίου δομές, προσκολλημένες Στην ζέστα· καίγονται έως το μεδούλι τους οι ώρες· Ο ήλιος δεν ξαφνιάζει, ο ήλιος είναι προσταγή, Μία προστακτική φωνή που είναι πάνω απ’ τα λουλούδια. Μέρα Τετάρτη, παραγεμισμένη με τις αγωνίες μου, Μέρα θρυψαλιασμένη, μέρα που καινοτομώ σαν ένα νούφαρο που επιπλέει λαβωμένο Στην λίμνη που την χώρισαν, σαν κληροδότημα, οι ηλιαχτίδες.

17


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΖΩΦΌΡΟΣ.. Μετά που θα καείς και θα γίνεις ο ήρωας του ηδονικού ανέμου, Ας σε κρίνουν τα φεγγάρια, των λουλουδιών οι στρατοί, οι επαναστατημένοι καρποί των δέντρων, Όλα στην Φύση τα θυσίασες, Προσδοκείς ανάσταση νεκρών, και οι βδομάδες με συμπεράσματα εσπέρας σε πλησίασαν, Έως τις επικράτειες των ανοικτών θαλασσών, Υπαρκτός ο Εφέσιος υπαρκτή η πένα μου, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι μέσα σε μια κακοπροαίρετη εποχή, Στην ζωφόρο τ’ ουρανού δεν λείπουν οι Αθώοι, κι αυτοί που με αλληλεγγύη τους αισθάνθηκα παντού παρόντας κι αδέρφια μου..

18


λόγος δεύτερος

Η ΘΝΗΤΌΤΗΤΑ.. Στο μάκρος της μέρας, πλανιέται ευγένεια των λουλουδιών· Της γλώσσας θησαυρίζω φωτιά, Στην πένα μου έχει υπόσταση παράξενη· Γύρω διαβάζω: ζουμερό λίπασμα των χοϊκών επιμονών: Ανθισμένα τριαντάφυλλα, γνωμοδοτήσεις του θαύματος· Στον κήπο των αγαλμάτων, το ευχόμενο εγώ μου, συναντά και ξανά τον θεό· Σε όλη την ανάπτυξη του αετώματος, μία τριγωνική καλαισθησία αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να ξεπεραστεί η θνητότητα.

19


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΠΑΙΧΝΊΔΙ… Στο ερώτημα δεν υπάρχει απάντηση, στο ερώτημα· στην ζωή δεν υπάρχει σενάριο, στην ζωή όλα είναι ανοιχτά τα ενδεχόμενα· κερδίζω ένα φλύαρο πουλί που κάθεται πλέον στον ώμο μου και λέει λέει όσα δεν θα μπορούσα να πω. Πριονίζω το ξηρό κλαδί, η λιακάδα μαστίζει τις ουσίες· αντιμέτωπος με τα έσω μου, λυρικό παιχνίδι που παίζεται ερήμην μου, και όταν, ό,τι και αν αποφασίσω, άλλα θα λουστώ..

20


λόγος δεύτερος

ΣΙΩΠΗΛΉ ΚΑΤΑΓΓΕΛΊΑ… Τί είπα, τί όχι;- Αλήθειες μηρυκάζοντας, μπουκωμένος πόνο και θλίψη… Μην μου δείχνεται ένα θάνατο, δείξτε μου μια γέννηση, μια ελπίδα. Στην στυπτική ατμόσφαιρα μίας μελαγχολίας, στον μαύρο ουρανό των κοινωνιών, - τα καθεστώτα ευδοκιμούν αποθεώνοντας τον παρά, τα καθεστώτα κινούνται στα όρια μιας δίψας για αίμα ο βίος των πολλών να γίνει ανυπόφορος. Λύπη μου, λύπη μου, φύγε τώρα, μπορεί μια μέρα να ξυπνήσει ένα φωτεινό μυαλό και να αποτινάξει τον ζυγό που βαραίνει επάνω μας και ποτέ δεν τελειώνει:.- όταν κι εμείς θα έχουμε συνείδηση από πατρίδα που άλλα της πρέπουν..

21


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΌΝ… Θα μοιράσω την ύλη στους ανέμους, θα καρπωθώ μόνο το ψήγμα μίας φλόγας που πέφτει ιερόσυλη μες την λιακάδα του καλοκαιριού, αέναα εντρυφώντας μες τα πολλά. Θα επιμείνω να διαρκέσουν οι αισιοδοξίεςΤου προσανατολισμού μου οι αλήθειες θα φύονται πάλι στο παρτεράκι του παππούΣωρεύσα καλοκαίρια στην καρδιά μου· το παιδί που είμαι θέλει πάλι να παίξει με τα ολισθηρά πατίνια του στην κατηφορική άσφαλτο. Κι η σάκα μου απ’ το σχολείο κάπου εκεί θα περιμένει που στρίβω στην γωνιά να κόψω κάτι σύκα απ’ την συκιά και η Σοφία με περιμένει για φιλί και για συμπάθειες..

22


λόγος δεύτερος

ΣΑΝ ΈΝΑ ΠΑΓΩΤΌ… Σαν ένα παγωτό λαχταριστό Το σύμπαν λιώνει, κι η φλογάτη κρέμα του Χιλιάδες απελευθερώνει πεφταστέρια να χαθούνε Στην άβυσσο· Επάνω στο χωνάκι του φρυγμένου Χρόνου μια σκηνοθεσία Ζέστας και αϋπνίας, κάνει αυτό το γευστικό σορόπι να γλιστρά Λερώνοντας με γεύση την ανάμνηση. Έλα εδώ και κοίτα: σαν παιδί που το απολαμβάνει και χαμογελά Στα χέρια του όταν κρατά την ίδια του επιθυμία, έτσι Κι οι μέρες πια περνούν, αφήνοντας το καλοκαίρι να αποφασίζει Για την θρησκεία των ανέμων και τον έρωτα.

23


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΜΕΤΆ ΤΗΝ ΝΎΧΤΑ ΤΊ; Ποιός είμαι και τί έχω, περιστασιακό απόκτημα που ουσιαστικά δεν μου ανήκει, αφού μόνο τα κελαηδίσματα να ευχαριστιέμαι θέλω των πουλιών και το αρχέγονο πρώτο φως της ημέρας; Μια αρχαία λαχτάρα, ένα σκίρτημα προτού να ανακαλυφτούν οι συλλαβές, λόγια, λόγια, και όλο αυτό το πλέγμα των σχέσεων που διαλύονται αφού ο καπνός των γεγονότων ξαναφέρνει φωτιά και λάθος στο λάθος. Ο ύπνος μου λιγόστεψε τα βράδια. Περπατώ πάνω κάτω μέσα στον εαυτό μου γυρεύοντας λύση στις αγωνίες μου. Ο Ιούλιος πεθαίνει στα χέρια μου. Ξετρυπώνω από τηλέφωνα ευκτικής λογικής. Μουτρώνω- ξεμουτρώνω. Αλλάζουν τα φεγγάρια, γεμίζουν, αδειάζουν, κινούνται σε τροχιά- δορυφόροι ενός ουράνιου ψεύδους. Κι εγώ μπαλώνω την σκέψη μου, μένω ακίνητος ώρες πολλές στο μπαλκόνι επιδιορθώνοντας τα πεσμένα άστρα και το σεντόνι, το ελαφρύ, του ουρανού..

24


λόγος δεύτερος

ΑΧ ΠΌΤΕ ΠΙΑ ΝΥΧΤΏΝΕΙ!; Το μεσημέρι αντανακλά τις πεποιθήσεις της μέρας και ενθουσιάζεται μες την υπερθετική του λιακάδα. Μαλώνουν οι μουριές με τους ευκάλυπτους και η φιλοσοφία του αέρα σπανίζει. Όλα απηχούν ένστικτο και πάθος που δεν συμμαζεύεται. Εσύ ντύθηκες εκπλήξεις του εγωισμού σου και ήρθες κοντά μου: Ιέρεια με βαθυκύμαντη αρχαία φωνή. Ένα στρουθίο παίζει πάνω στο φουστάνι σουΤα χρώματα σε διεκδικούν και σε αφήνουν μεθυσμένη κάτω από τον βέβηλο ήλιο. Λαχταρώ να σε φιλήσω μελαχρινέ πειρασμέ που έχεις την βροντή του πάθους κρεμασμένη πάνω στο ανοιχτό μπλουζάκι σου. Αχ πότε πια νυχτώνει!;

25


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΠΕΛΏΡΙΟ ΑΠΟΛΙΘΩΜΈΝΟ ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ! Διάφανη ιερή γαλήνη του Σαββάτου. Ο Αύγουστος απλώνει τα πλοκάμια του μες την αυγή και η ζωή είναι σεμνή και διατρανώνεται κάτω από τον έναστρο θόλο. Ξύπνημα ήρεμο γλυκό, στην ζέστα του καλοκαιριού που μεγαλώνει. Τα άστρα έπεσαν μέσα στα χέρια μου, όλα ανάβουν και σβήνουνε ευτυχισμένα. Το τριαντάφυλλο με την οξύνοια των μίσχων του γελά αφήνοντας τα πέταλά του να ιερουργούνε. Αδιάκοπα κελαηδίσματα, ορχήστρα μυστική που με τον χρόνο αντιπαραβάλει. Στήσε αυτί και άκου: η μέρα απορρέει από το μηδέν του χρόνου της και ξαφνιάζει ευχάριστα αυτή η αριθμητική των τζιτζικιών που ψάλλουν. Πελώριο απολιθωμένο καλοκαίρι!

26


λόγος δεύτερος

[ΑΠΌ ΠΑΡΑΜΎΘΙ ΕΚΚΙΝΟΎΝ ΟΙ ΏΡΕΣ] Από παραμύθι εκκινούν οι ώρες Κι από μία εστία που απλώνεται σαν της Χιονάτης η αφήγηση. Τερπνόν το ξύλινο σκάφος τερπνόν το φωνήεν Των λουλουδιών, κομψή η αγωνία της· και Το λασπωμένο μονοπάτι, άκρα του δάσους, μες την σιωπή, Απόκοσμο όνειρο. Τα φυτά μπήκαν στα μάτια μου, Ένα αεράκι φυσούσε εντείνοντας το φως, Ακούγονταν το πουλί, η ιστορία κυλούσε. Ό,τι δίψασα ήταν της ουτοπίας δεδομένο, Αράχνιασαν τα βιβλία μου, έχω κουρνιάσει μέσα σε ατέρμονα παραμύθια. Φαντάζομαι πανηγύρια που έχουν να κάνουν με την χαρά· Μαγικές βραδιές που τις καλλωπίζει το γεμάτο φεγγάρι· Ζω στην θαλερή αγκαλιά των εικόνων..

27


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΓΆΠΗ ΣΤΟ ΤΟΠΊΟ.. Ας έμενα εκεί, στον έσχατο βράχο, απόμακρος και μοναχικός, με αντικρύ μου την θάλασσα, το γλυκό δώρο του ήλιου, την αφιλτράριστη ακτίνα του φωτός, αντικρύ στην ψυχή μου, γράφοντας μια απολογία εαυτού. Να λείπει η ύλη, μόνο τα απαραίτητα: λίγο νερό και μια μουσική από πουλιά ζωγραφισμένα στο ηλιοβασίλεμα. Και ο δυνατός ύμνος των κυμάτωνήχος πλάγιος δεύτεροςτης λευτεριάς μου αντίκρισμα.

28


λόγος δεύτερος

ΤΑ ΠΑΡΆΘΥΡΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΜΈΝΩΝ ΣΠΙΤΙΏΝ.. Με αφήσανε τα παράθυρα να τα κοιτάζω: Λυπημένα, όπως ήταν, κλείνοντας τα μυστικά του παρατημένου σπιτιού, μου έκλεισαν το μάτι, μου κρυφομίλησαν, μένοντας μες τον βοριά ή μες τον αδυσώπητο ήλιο, γρατζουνισμένα από τον καιρό και τον φόρο του χρόνου. Και μ’ ένα λουλουδάκι στο περβάζι τους, στόλισμα στην γυμνότητα που ακoλουθήσανε, μαρμαρωμένα σαν σε παραμύθι, ακίνητα, βγαλμένα από μύθο κι από παρακμή. Σαλεύει τον μίσχο ο αέρας, μια πνοή, δυο πνοές, μια ζωή, ένας θάνατος- όλα πολλαπλασιασμένα. Και μια υποψία αιωνιότητας να τα εγκλωβίζει μες σε μία διαφάνεια που κομπάζει στέλνοντας το μήνυμα ετούτης της φωτογραφίας που δεν χώρεσε στο άλμπουμ των ωραίων αναμνήσεων..

29


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΛΆΘΟΣ… Ποτέ δεν συμβιβαστήκαμε: με την γνώμη τους, με την θέληση, με την ιδέα ότι θα ξυπνήσουμε μέσα σε ανελεύθερα όνειρα. Εμείς γκρεμίζαμε τα τείχη μας για χάρη λεβεντιάς. Κοιτούσαμε κατάματα τον ήλιο και κανένας δεν υποχωρούσε, Ξέραμε από πείνα κι από περηφάνια. Ποτέ μας δεν συμβιβαστήκαμε. Απλά οι μισθοφόροι των ταμείων έκαναν την ζωή μας φρικτή. Ποτέ μας δεν συμβιβαστήκαμε. Ξέραμε, ότι στο βάθος του χρόνου, θα αποδείξουμε το χυδαίο τους λάθος..

30


λόγος δεύτερος

ΟΙ ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΕΣ… Τις πιο πολλές φορές φοβόμουν να αγγίξω· πάντα η μνήμη πυρακτωμένη λεπίδα είναι· που την κρατά στα κουρασμένα χέρια του ο νους. Εκείνο το πρωί πήγα στην μάνα μου· ο Αύγουστος δεμένος σαν τσαμπί σταφύλι και μέσα στην κεχριμπαρένια ρόγα του έσφυζε η ζέστα ο ήλιος η ζωή. Πολύ καιρό είχα ν’ ακούσω. Μιλούσαμε και η κουβέντα το ‘φερε για τον λαό της γειτονιάς που έχασα γιατί η ζωή αλλού με τοποθέτησε. Οι γειτόνισσες, μία την μία, οι γειτόνισσες που, όταν ήμουν παιδί, ήτανε πανταχού πρωταγωνίστριες- τώρα λείψανε, ένας αέρας πήρε τις μορφές τους τους έκανε κηδεία μυστική, κηδεία τετελεσμένη αφήνοντας την σκιά να πλανιέται στον νου μου, το χώμα να τις αναπαύει, αφράτο και νωχελικό. Πόση απώλεια μες την ζωή!

31


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Κρατώ ακόμα και τον ήχο της φωνής τους, είναι παράξενο· μέσα μου συνθέτουν ένα παράξενο δέντρο: κλαδιά και φύλλωμα και ρίζες και κορμός, όλα συντονισμένα στην παρελθοντική τους διάρκεια. Τώρα δέρνονται από το μαβί του θανάτου, όλες τους πια αχτένιστες, κάθονται στα πεζούλια της πόρτας τους και σε κανέναν δεν ανοίγουν να μπει. Στο ποίημά μου μονάχα -και γιατί με έναν τρόπο παιδικό τις αγαπώιερουργούνε..

32


λόγος δεύτερος

Η ΑΛΉΘΕΙΑ.. Η Αλήθεια δεν έχει σχήμα- τα τριαντάφυλλα την πολιορκούν, Αγαπώ τα πολεμικά τριαντάφυλλα! Όλα βρίσκουν τον δρόμο να ‘ρθουν στην καρδιά μου: μύστες αληθινοί των λουλουδιών. Πλησιάζω με επιφύλαξη τις θρησκείεςΚατά βάθος γνωρίζω πόσο έχουν κοστίσει· Περιφρονώ· Οπλοφορώ έννοιες πάθους και πουθενά δεν χαρίζομαι. Η Αλήθεια είναι μια περιπέτεια που βαίνει εις πέρας. Αγαπώ το άρωμά της και την φιλόδοξη πορεία της προς το φως.

33


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΚΟΡΊΤΣΙ ΜΈΓΙΣΤΟ! Είναι φτιαγμένη από κέφι, μιλά τονίζοντας την ασύνορή της χαρά. Μαθαίνω από τις περιπλανήσεις της, είμαι μαθητής, ακολουθώ πετάγματα που δεν μου ανήκουνΤο μακιγιάζ της ντροπιάζει τα σκηνοθετημένα λουλούδια των κήπων, αυθόρμητη λαίλαπα όπου χιμά η ψυχή αστραπή το δειλό ντουβαράκι των εμποδίων να ρίξει. Θαυμάζω την λεπτή σκιά που αφήνει πίσω της, κάτι ανέφελο, μυστηριώδες που υπερβαίνει την γνώμη που έχω γα την ζωή και για τα θέλω της αγάπης..

34


λόγος δεύτερος

ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ… Το φεγγάρι που φθίνει, προβάρει την μαύρη νύχτα επάνω στο σώμα του. Ό,τι παροξύνεται είναι φεγγάρι, καθόλου άνεμος, η ζέστα νικά. Οι σκιές ζευγαρώνουν με τα θηλυκά φαντάσματα των δέντρων και τρέπουν σε φυγή τα δειλά πουλιά των κλαδιών. Όλες μαζί λεηλατούν το φασαριόζικο όνειρο των ανθρώπων. Νιώθω την μυρωδιά της απουσίας, ο χρόνος αντανακλά τα πάθη του πάνω στο κάτοπτρο της ήσυχης λίμνης. Είμαι λυπημένος -σαν στρατιώτης που επιστρέφει απ’ τον χαμένο πόλεμό του.

35


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΚΗΝΙΚΌ Α. Από τόσα απίστευτα πράγματα σχηματίστηκε η σιωπή.. Και την ακολούθησαν Τα σμήνη των πουλιών Πετώντας χαμηλά Στον δίκαιο ορίζοντα. Το καλοκαίρι σκαρφάλωνε επιδέξια Πάνω στις ντροπαλές βερικοκιές Σαν ένα άτακτο παιδί που βασιλεύει. Εκεί βρήκα πάλι τον ήλιο Να μιλά σαν σεβάσμιος γέροντας Μπροστά στην λίμνη με τις πάπιες. Εκπυρσοκροτούν οι αχτίδες του, Κρύβει όλο το πάθος που ανακαλύπτεις μετά, Στο φύλλωμα των δέντρων έχει εγκαταλείψει το στιλπνό πουκάμισό του Ατάραχος και ευτυχής. Και ο τζίτζικας Τροβαδούρος της ερημιάς και της ζέστας Έπιασε πάλι το οργανάκι του, τραγουδά Σαν μύστης που το ξέρει θα πεθάνει..

36


λόγος δεύτερος

ΣΚΗΝΙΚΌ Β. Φυλακισμένη μες τον αέρα Η πεταλούδα ακολουθεί το ασταθές βήμα της Περιτρέχουσα το έσχατο σύνορο της ερημιάς. Και του ήλιου το δίχτυ Βαθύ και σωτήριο Διώχνει κατά μακριά τις απειλές. Δίδαξέ με να θησαυρίζω σιωπή, να αντέχω Μες την μικρότητα των γεγονότων- μάθε με Να σέρνω τον κρυστάλλινο χορό σου Εκεί όπου απουσιάζεις, κι όμως είσαι εκεί, Σεμνός και αφανής με μια δική σου διάρκεια. Παίζω με τις αναμνήσεις: ένας τζόγος Φωτιάς- όλα σβήνονται Και εγγράφονται πάλι Πάνω στην κρουστή επιδερμίδα των φύλλων. Κι εγώ ακούω, ακούω.. Την δημητριακή προσευχή σου και το στάχυ της ελπίδας που λυγιέται και χρυσίζει Μες το ένδοξο φως..

37


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΚΗΝΙΚΌ Γ. Ανακάλυψέ με από το ίχνος μου, από το επιγραμματικό λουλούδι που λατρεύω, από την άφωνη φωνή. Επιχειρώ μες σε ερημιές που δεν ξέρεις. Συμμαζώνω τις ευθείες και ζητώ τις αποτελεσματικές τεθλασμένες τους. Σίγουρος είναι ο Αύγουστος, παρασημοφορημένος Αγαπώ την θερμή του αυθάδεια, την κλειστή άποψη ότι όλα είναι καλοκαίρι και λάμπουν. Επιχειρώ ένα λεξιλόγιο που βαστά αποτυπώματα από αρχαίες σελίδεςΙδρώνω κάτω από τον ίδιο ιωνικό και δωρικό ουρανό..

38


λόγος δεύτερος

ΌΠΩΣ ΣΕ ΈΧΩ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ… Κυνηγώ μια σκιά που έρχεται από την εικόνα σου- κι η εικόνα σου είναι μια θάλασσα αγωνιστική, μια γυναίκα που φυλάκισε όλον τον δαίμονα, είσαι η ανάκτηση των Σπουδαίων. Κάτω από την ψάθινη στέγη, κοντά στο κύμα, μ’ ένα μαντίλι στα μαλλιά, αήττητη και μελαγχολική, αναζητάς την αστραπή της φώτισης, σε μια πραγματικότητα που όλο βαλτώνει. Έξω απ’ τα γεγονότα, έξω απ’ τις εποχές, στην απόχη του χρόνου, εκεί όπου διάβασες άστρο και γεννήθηκε ο ουρανός, αμέριμνη για το κακό, εντεταλμένη να φέρεις ένα Μυστικό συνείδησης στο ύψος που όλοι θα μπορέσουν να κοιτάνε- Όταν θα γίνουνε οι κοινωνίες γκρεμισμένη φυλακή, απ’ όπου θα δραπετεύσουν οι αθώα καταδικασμένοι..

39


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΎΡΑ ΣΤΟ ΚΟΡΜΊ ΤΗΣ ΣΤΕΡΙΆΣ… Τι κουρέλια ντύνουν τον κόσμο- γιατί κι εσύ θα μείνεις να διαβάζεις το δάσος, λυπημένη, μπορεί κάτω από τον ουρανό που βραδιάζει, νεφελοσκεπασμένη με εμπριμέ διάθεση, μοντέρνα εκδοχή ενός ποιητικού της φύσης αγώνα. Στο κουφάρι ενός κορμού καθισμένη, ντροπαλή και θαρραλέα με άλλες ευθύτητες, παθιασμένη μένεις αγνή για τον κόσμο που ξέρω ότι ωραία πρεσβεύειςΑ θαλασσένια αύρα στο κορμί της καθεστηκυίας στεριάς!

40


λόγος δεύτερος

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΉ.. Απ’ την ζέστη λιώνουν οι διαφάνειες, το νερό τρακάρει με τον εαυτό του, το σύμφωνο διαφωνεί με το φωνήεν, η άμμος χτίζει την απουσία, ο θεός κοχλάζει ακυρώνοντας την μεγαλοθυμία του, όλα ζητούν ραστώνη. Ο εγωισμός του ήλιου μαραίνει την συνείδηση, το μετάξι των λόγων τσαλακώνεται βαριεστημένα, ευτελίζεται η τήλε επικοινωνία των ερωτευμένων, ιδρώνει ο βουερός μαχαλάς των εκκλησιαζομένων, ο μαθητής αντιδικεί με τον δάσκαλο, η μέρα προχωράει.. Ο τζίτζικας κανοναρχεί το μέγα καλοκαίρι ο ηλίανθος σπέρνει το βάλσαμό του στους αιώνες εσύ φουντώνεις σαν γαρδένια της κολάσεως σε πνίγει ανεπιφύλακτα ο πόθος. Και το μεσημέρι προχωρεί με μια σπουδή επιβεβαιωμένη, Αποταμιεύοντας νομίσματα των λουλουδιών, ασημένια Λόγια, και κομπολόγια των ανέμων- το μεσημέρι Θησαυρίζει βάθος λύπης για να γραφτεί το μικρό ήσυχο ποίημα μου..

41


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΚΙΝΕΊΣ ΤΑ ΠΆΝΤΑ, ΜΈΣΑ ΜΟΥ, ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ.. Ποιόν χορό κινεί η μέρα κι εσύ υπερίπτασαι της πραγματικότητας ατιθάσευτη σαν ειμαρμένη με την μαύρη εσθήτα σου; Σώμα άστρο, σώμα άυλο και με βάρος μιας τόλμης που ζητά να απελευθερώσει ένστικτα και ήξεις αφίξεις του φωτός. Ανεμίζουν τα μάρμαρα, καμία ύλη δεν είναι στατική, η αρχιτεκτονική βελάζει, τόση αθωότητα συσσωρευμένη μες την μουσική του οικοδομήματος- κλέβω Την εικόνα σου και σου την επιστρέφω, αφού δεν είσαι εκεί που θα ήθελα, και κάνεις να φαίνομαι σε όλα ανήμπορος και τώρα ακόμα..

42


λόγος δεύτερος

ΣΤΑΓΌΝΑ… Ύλη περιπαιχτική, ύλη δεσπόζουσα στην πεδιάδα των αισθήσεων, - κινείσαι αρχέγονα, κρατώντας το μυστήριο ψηλά, στο φως που αποκαλύπτει τις ουσίες γυμνές, τρανταχτές, συλλαβισμένες. Σταλάζεις λίγο λίγο μες τον πυρετό του ωκεανού, κάθε σταγόνα σου βαραίνει όσο ένα τίποτα που αγωνίζεται να γίνει κάτι, μεθάς από την γεύση της απουσίας και τότε τραμπαλίζεσαι πάνω στον ζοφερό καθρέφτη ώσπου μικραίνεις και μικραίνεις όσο να μείνεις ένα ψήγμα από κάτι που δεν λέγεται, γιατί ούτε κι αλήθεια υπάρχει..

43


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΠΡΩΙΝΉ ΕΙΚΌΝΑ… Τί πρόσωπο έδειξε η μέρα και η εικόνα της έμοιαζε Σαν ένα χαρούμενο μικρό κορίτσι που μόλις ξύπνησε Κοντά στην θάλασσα, μετά μια νύχτα Με των φιλιών τον άκαμπτο θόρυβοΉλιος γεμάτος χυμό, αρχαίο δώρο Στα μονοπάτια μιας οικουμενικής αρετήςΦως εκ φωτός, ζουμί του φρούτου που παντού διαλαλεί Την παρουσία του κι από τα βάθη του χορεύει Μες της καρποφορίας την σκηνήΚι ο ποιητής, ένα φερέφωνο που ξεστομίζει ιδέες της θαλάσσης Και ζωντανές προτάσεις θόλου γαλανού του ουρανού που γέμει Με μύρια πουλιά που ψάχνουν τον δικό τους Ασύγκριτο μέγα παράδεισο!

44


λόγος δεύτερος

ΛΟΥΌΜΕΝΟΙ… Και στην νύχτα και στον έρωτα και στο φεγγάρι Και στην μέρα που έρχεται και στο φως Του ήλιου, στο αυγινό μελτέμι και στη ασύνετη ανατολή που παίζει Με τα αινίγματα της ηλιαχτίδας, στο κίτρινο Δίχτυ πάνω απ’ τα πράγματα, στην άμμο Που χτίζει τις υπεροψίες του φλοίσβου, Αιγαίου Μεριά. Μοιράζονται όλα δίκαια, οι αψίδες του θριάμβου επικροτούν την πεταλούδα που τρελά Πεταρίζει μες τον ζεστό αέρα και κάνει τον Αύγουστο Να ντρέπεται για την μπαγιάτικη συστολή του· τα κορίτσια γελούν Και ενσπείρουν λόγια χαράς που θα τα βρούνε οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι Και- μακάρι! να μπορέσουνε να τα αποκρυπτογραφήσουν.. Το νερό είναι ξίφος αμφίστομο Το νερό είναι γαλαζοπράσινη ηδονή Το νερό είναι πυροτέχνημα έκπληξηςΚαι το καλοκαίρι εδράζεται πάνω στο θάρρος το υδρόγειο, το καλοκαίρι Σκάβει στην παραλία να παραχωθούνε οι καημοί μας, τώρα Που η στεναχώρια μου μόλις χωρά κάτω απ’ τα χάχανα των παιδιών και ένα λουλούδι μου δίνει το έναυσμα να χτίσω νέον κόσμο αθώο..

45


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Η ΚΌΡΗ Η ΘΑΛΑΣΣΆΧΡΑΝΤΗ… Επάνω στο κορμί σου γεύονται οι αθωότητες οπτιμιστικό νερό Και οι νύμφες του Αυγούστου στεφανώνονται πορφυρά ρόδα Στην γαστέρα σου λιμνάζει πόθος αγγέλων Και η επιδερμίδα σου κεντά της αμαρτίας την προίκα.. Ανεμίζουν τα μαλλιά σου ως την άβυσσο των ερωτικών περιπτύξεων Και το λινάρι του ντουνιά κρατά μια υποψία απ’ την σκούφια σου Σαρκώνεις την φυγή προς τα βασίλεια άλλων ελπίδων Κι αγέρωχη κινείς τα νήματα της επανάστασης και της ευαισθησίας. Γελάς πίσω απ’ τα γεγονότα που σε προλαβαίνουνε Γελάς και είσαι η επικύρωση των πάντων Κι εγώ που ξέρω από σημασίες του Τίποτα Ακολουθώ την όψη σου και θέλγομαι από το ερωτικό ανάστημά σου..

46


λόγος δεύτερος

ΑΠΟΤΎΠΩΜΑ… Δρασκέλισε στεριά και φέρε θάλασσα μπροστά σου, μάγισσα κόρη που των αερικών επήρες την θωριά και δεν χωράς μες το ποίημαΟ Αύγουστος ζεσταίνει τα γυμνά σου πόδια, η άμμος κλέβει αποτύπωμα απ’ την αιωνιότητα, χαρίζεις φωνή στο κύμαΚι ο ιερέας άνεμος ντουμάνιασε το πέλαγο με τον καημό μου, πόσο ερωτευμένος είμαι με το ανυπόστατο φωνήεν των χειλιών σου!

47


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΠΌ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΉ ΡΟΎΓΑ.. Χορός στα βασίλεια των υδάτων συμπεράσματα πυρακτώσεως εσύ αβρή και αιθέρια, εσύ μυστηριακή και του έρωτα δούλα, μεθάς το σύμπαν τριγύρω σου, αέναα κινάμενη πυγολαμπίδα που η θέωση της έκανε πιο άυλο το κορμί και η θρησκεία της πολλά, που αποδόθηκαν στον δαίμονα, εγκολπώθη’…

48


λόγος δεύτερος

ΈΡΧΟΜΑΙ… Έρχομαι στα ραντεβού της ψυχής μου· άκυρος και έγκυρος- έρχομαι από μέρες καθαρής σιωπής· λαβώνω την σκέψη, το καλοκαίρι βάφει τα αισθήματα με ήλιο, η θάλασσα εκκινεί τις ταυτότητες των νερών· διευκρινίζω φεγγάρια, ο Αύγουστος προσδοκεί ανάσταση κι εγώ που συλλαβίζω την συλλαβή την φυλακή, δέχομαι να υπάρξω σαν λυπημένο στρουθίο που μπούκωσε η ψυχή του με τόσο παράπονο..

49


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Η ΜΟΎΣΑ ΜΟΥ ΧΟΡΕΎΕΙ.. Αυτοκρατορικέ βράχε, άσε την θάλασσα να επικρατήσει, αφού δεν θα σε αντιπαλέψει η αιωνιότητα, γίνε λείος σαν μνήμη, γίνε αρωματικό πρωινό που σκλαβώνει τα έντομα και τα κουβαλά από μακριά να γευτούν την αναψυχή της γιορτής σου· και στο ευδαιμονικό νερό άσε τα πρόσωπα τα ιερά να αναφανούνε στο φως, αποκαλυμμένα στην ευδία του τοπίου, στην θυμέλη αυτή όπου τραγούδι είναι η μύηση και η μύηση, ιερό που ψηλώνει τραγούδι. Χορεύει η μούσα μου, χορεύει μες τα πολύχρωμα σύνολα των καλοκαιριών, χορεύει κάτω από τα μουστάκια του ήλιου, στην αδιάλειπτη σπουδή η θάλασσα υποβάλλει λόγια λογάκια, προσευχές, ρήματα μάγκικα, μαγνητικά· καιρό μετά από την λύπη μου, όπως αναστημένος που αντικρίζει νεόκοπο το φως, βγαίνω στον βουερό μαχαλά της παραλίας, και 50


λόγος δεύτερος

η νύμφη ίπταται την αγγίζουν τα μάτια μου, μπροστά απ’ την αρχιτεκτονική ενός ρευστού σύμπαντος που λιώνει λιώνει και λιώνει- σαν η απάντηση μιας αθωότητας σ’ αυτό που εγκλωβίζεται σε μια στενότητα δογμάτων και ζητά να γίνει αρτηριοσκληρωμένη θρησκεία των αδαών..

51


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΤΟ ΠΆΖΛ ΤΗΣ ΑΘΩΌΤΗΤΑΣ ΈΧΕΙΣ ΚΙ ΕΣΎ ΝΑ ΠΡΟΣΘΈΣΕΙΣ ΨΗΦΊΔΕΣ. Δεν στεγνώνει το ξύλο και δεν του λείπεται η φωνή, κρατά ένα αίμα ομιλητικό, πάντα, το κρύβει κι από τα χρόνια και, όταν παραστεί συγκυρία, ακούς την ψαχνάτη φωνή του. Από τα παιδικά μου χρόνια έρχονται οι μνήμες. Εικόνες αβρές, ταγμένες σε μια μεταφυσική που δεν την ορίζω. Λείπω αλλά είμαι παρών και ανασυνθέτω τα πράγματα. Στο χρώμα υποτάσσονται όλα, στην εικόνα, στην ποίηση. Κράτα τα με την συντόμευση που θέλει η μοίρα και αφιερώσου στον νέο σκοπό. Στο πάζλ της αθωότητας έχεις κι εσύ να προσθέσεις ψηφίδες.

52


λόγος δεύτερος

ΝΑΥΑΓΌΣ… Ο ουρανός ταΐζει τα περιστέρια μέλι χαράς- Αλλά ας είχα ένα μπαλκονάκι που να κλέβει μνήμη απ’ την θάλασσα κι ας ήταν, ο σεισμός του, σεισμός μου. Ο τοίχος μελετά τον ασβέστη του, η γεωμετρία, κι ας μην την θέλεις, χαρίζεταιΘρυψαλιασμένο κάστρο του ορίζοντα, από πού κρατάς και των ηφαιστείων οι οργές στην ομορφιά σου μπουμπουνίζουν; Ελλάδα σβήσε με στο χώμα σου, αφομοίωσέ με, υπόταξέ με θαρραλέα και εύρυθμα, αφάνισέ μεΑπό μια θάλασσα ήρθα και σε μια θάλασσα πάω, των αισθημάτων μου νοσταλγικός ναυαγός! 11.8.2015

53


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΎΜΑΤΟΣ.. Εισβάλουν τα μαλλιά σου μες το απόγευμα, εκεί όπου, παλιά, ένα φθινόπωρο έπαιζε με τις συννεφιασμένες πλεξούδες του και τώρα το καλοκαίρι ανοίγει λακκούβες, να βρει καταφύγιο, το παραμύθι της γης. Αέρινα κινείσαι, ο πόθος μου είναι ο λόγος μου, όλα ψηγμένα μες τον στίχο που αδημονεί να βγει τελάλης ενός μυστικού που δεν το αντέχω..

54


λόγος δεύτερος

ΜΕΤΑΜΟΡΦΏΣΕΙΣ.. Σκληρύναμε όλοι. Φορώ την ψυχή μου. Φορώ τις συνήθειες μου. Φορώ τα πάθη που είχα. Σαν να ταριχεύτηκαν μαζί με εμένα, ανήκοντας σε ένα σώμα που δεν μου ανήκει. Διαβάζω. Το βιβλίο φυγή προς την θλίψη. Κάθομαι μες την μοναξιά, κάθομαι μες την απουσία. Οι αισθήσεις μου παρακμάσαν. Είναι σαν το ξεκούρδιστο βιολί που ηχεί παράφωνα μες την πραγματικότητα. Ο χρόνος είναι πόνος και δάσκαλος. Τον σπουδάζω. Ανήκω σε μια απουσία που κλέβει ελπίδες..

55


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΙΕΡΉ ΠΡΟΣΜΟΝΉ… Ζαλισμένο πάει το γιασεμί- γεια σου φεγγάρι και ζέφυρε λίγε και εύοσμε! Αρώματα απλώνει η αισιοδοξία- ο κόσμος απλουστεύτηκε πάνω σε ένα νόμισμα Τύχης. Άκου προσεκτικά: ο ήλιος είναι επικός και πλέκει λόγια που φτιάχνουν μια θρησκεία λουλουδιών. Σε αγαπώ πίσω από κείνα που δεν ξέρεις- σε αγαπώ σαν περιμένοντας να ‘ρθεις, αγιάζω..

56


λόγος δεύτερος

ΤΈΡΑΣ ΤΟΥ ΟΛΈΘΡΟΥ.. Φωσφορίζουν τα φωναχτά λουλούδια της θαλάσσης Και στο πέρας των έργων, η φωνή είναι μια προσευχή που εξυψώνει τους πάντεςΨάχνει ο άνθρωπος, ψάχνει την απ’ αιώνων κιβωτό τουΌλα που χάθηκαν θα πρέπει να ξαναβρεθούν· Βρίθουνε οραμάτων οι συγγένειες του πνεύματος που τηρεί την οικουμενική του αλληλεγγύηΑγωνίζονται να φτάσουν κάπου ευοίωνα οι λαοί· Και ο θεός; Πού αλήθεια σκοπεί; Τι κάνουμε λάθος Κι εμείς αποσχιζόμενοι από τον ηθικό κορμό του; Πλάσαμε κείνο που αντιβαίνει και στον εαυτό μας και μας πολεμάΤέρας του ολέθρου..

57


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΈΡΩΣ.. Έρως ανίκατε και όλο το καλοκαίρι Μια ρίζα της καρδιάς δουλεύει κάτω από την επιφάνεια των φαινομένων· Στον ντελή Χρόνο αφομοιώνονται οι προσευχές, Η γη λαχανιασμένα, ανασαίνει, Άκαρπα βράχια παραστέκουν την θάλασσα, ο κήπος Γέμισε ανεπίδοτα ζαρζαβατικά, Ένας αέρας μπαινοβγαίνει στην αυλή μας, Χαστουκίζει τις ντομάτες που κοκκινίζουνε, Η διμοιρία των γαρίφαλων στοιχίζεται πάνω στου ασβέστη την ισιάδα, Μου λείπουν όλα και ελπίζω να τους λείπω..

58


λόγος δεύτερος

ΕΠΑΡΧΙΑΚΌ… Σε τι ναυάγια σερνόμαστε αλλά μην Και σε βρει αφύλαχτο η τύχη θα ορμήσει επάνω σου.. Ζήτησα το νερό, η κάψα Με έφαγε· κι ακολούθησα Μικρά επαρχιακά μυστικά, λατρεύοντας Τον μύθο που γεννά η φύση, την λατρεία Που γεννιέται από μια σιγανή φωνή Που εκβάλουν των χόρτων οι ζωές ως επάνω Στην σελίδα του πρέποντος βίου. Πού είναι Η στίξη των χρωμάτων, η τέλεια συνδιαλλαγή Του ειπωμένου με το ιδεατό, η σύζευξη, Κρατάς με κρατώ σε, να διαβούμε Μια ανεξερεύνητη δημητριακή θάλασσα; Και στου χωριού την περιπέτεια, ένας εικονικός Ημίθεος μπόμπιρας να ζει ανάμεσα στα υπαρκτά δαιμόνια Σφραγίζοντας το στόμα του καλοκαιριού με άψητο Ώριμο καλαμπόκι. Είδα και είπα. Προπάντων όμως, ένιωσα. Όποιος με δει απ’ την πλευρά την μία ας Με ψάξει και στην άλλη όψη του νομίσματος Που, μ’ έκπληξη, κι εμέ τον ίδιον περιμένει.. 59


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΊΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ.. Μην κοιμηθείς στον κήπο, κάτω από τις λεμονιές, χάραξε τον ύπνο σου, καθαρό πάνω στα φύλλα, και πάνω στα κλωνάρια της συκιάς, και γείρε Δέσποινα Μάνα, στην κλίνη των ονείρων, εκεί που ο άνθρωπος Άνθρωπος είναι, τελειώνοντας την κάθαρση του άχθου και του βίου. Προσιτή Κόρη του Ουρανού, που οδηγείς το ένστικτο στην σωστή του πλευρά, που επινοείς του πόνου τον καθαρμό και της λύπης την λύση. Σου ταιριάζει ο Αύγουστος: με την θερμή του ιδιοσυγκρασία, με την συνείδηση που γελά, με την αποφυγή στο κακό, και με την προσεγμένη προσήλωση το χείλη να γελά του πικραμένου.. Σε αρνούμαι και σε επικροτώ, σε φεύγω και σου επιστρέφω, Αθηνά Δέσποινα, Ίσιδα, ιερή σκιά που διατρανώνεις το όμορο πάθος.. Για την πίστη που έχασα τόση πίστη και βρήκα, θνητών που ζήλεψαν την ταπεινή σου αγκαλιά και θέλησαν να στραφούν μες τον άγιο σου κόρφο.. Ματώνει από πίστη αυτός ο μήναςτον ζωγραφίζω με την ματαιοδοξία μου- όμως συνεπαρμένος κι άθεος ένθεος, ολόκληρος γελώντας 60


λόγος δεύτερος

ως μέσα μου, ως το απώτατο κύτταρο που από σένα φωτίζει των φρένων μου τον μυστικό παλμό..

61


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΓΝΌ ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ… Αγνό ευπροσήγορο τριαντάφυλλο, Αναμμένο μες την πορσελάνη του ανθοδοχείου, Σώμα ταξιδεμένο στην ακραία ταπεινή γωνία της καρδιάς μου, Μαγικό δώρο, κάνω ό,τι κάνω και για μένα υπάρχεις, για μένα μελωδείς Πάλι και πάλι. Από εκείνα που σε ήξερα τα αρώματα, από εκείνη την ερωτική νύχτα που ήρθες Στολίζοντας την κοπέλα μου με το εύγλωττο μύρο σου- σεπτό Και αναλλοίωτο, έξω απ’ τον χρόνο, στην μακρινή γειτονιά Μιας αγρύπνιας μου όπου πασχίζω με τα δάκρυα και τα φιλιά σου ν’ αναστήσω Ενός ποιήματος την άπεφθη μορφή..

62


λόγος δεύτερος

ΠΑΦΛΑΣΜΌΣ ΤΩΝ ΥΔΆΤΩΝ.. Σιωπηλά, επισκέπτομαι το ύψος σου και ακούω τον βράχο που ερμηνεύει θάρρη και θάλασσα. Αφρίζουν τα νερά- η σκέψη, όπως κι εσύ την τσιγκλάς, και εκείνη, αφρίζει. Το μεσημέρι είναι ένα γραμμάτιο ζέστας. Όταν ξοφλήσεις τις ηλιαχτίδες, η μέρα θα είναι μια αποταμίευση που μπάζει μνήμες και μελαγχολία. Ο Αύγουστος θεϊκές καταβολές έχει και στεφανώνεται με επική γαλήνη των φυτών..

63


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΦΩΣ… Μελάνι στο χαρτί, μέταλλο στην ακρογιαλιά, γυμνή σαρανταποδαρούσα της άμμου, το καβουράκι κρύβεται χαρούμενο μες το θερμό λουτρό του, ο αστερίας πέμπει άφωνη φωνή κάτω απ’ τον ήλιο. Λάμψη μες τον αέρα, Αύγουστος νουνεχής, οι νόμοι των πραγμάτων αναιρέθηκαν, αρχίζει η λειτουργία η θεία, κάτω από το εκκλησιαστικό ακάλυπτο φως..

64


λόγος δεύτερος

ΚΊΟΝΕΣ ΤΩΝ ΔΑΣΏΝ… Ποιούς κίονες αγαπά ο ήλιος και ποιοί στηρίζουν των δασών το αέτωμα; Ευθύς εξαρχής, του ουρανού το αντιστύλι, λαξευμένοι στο άχραντο φως, ξύλινο απομεινάρι απόναν κόσμο που πλανιέται μες την γεμάτη ερημιά του τοπίου, ξημερώματα, ο λαύρος τελάλης της μέρας εξαπολύει τα πάθη του πάνω στην χώρα των φυτών και των πνευμάτων, και οι νύμφες όλες χορεύουνε, όπου κι αν πας, μες την εικόνα όλες πλάστηκαν οι δραπετεύσεις..

65


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Ο ΎΠΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΊΑΣ.. Κωμωδία εντόμων πάνω στην τραγωδία του ουρανού. Δήγματα ανελέητα, κι όπου σε πετυχαίνουν, φονιάδες δάκνουν και δάκνουν. Η μέρα έφερε συννεφιά. Μπαρούτι αψύ γεννήθηκε κάτω από την φαντασία της ηρεμίας. Η Παναγία κουρασμένη ξάπλωσε επάνω στα υφαντά. Έκλεισε τα μελαγχολικά μάτια της. Ο ουρανός τραντάχτηκε να φέρει μήνυμα της Πομπηίας. Προσθέτω ό,τι αφαιρώ και πάλι Είναι μια σκοτεινή φιγούρα που προβάλει πάνω απ’ τις επάλξεις Του άγουρου ουρανού.. Όταν το απόγευμα σκηνοθετεί επί σκηνής γεγονότα, Ο σεβασμός μου κρεμά τα ασπρόρουχα της Πίστης επάνω στο σκοινί του γαλάζιου..

66


λόγος δεύτερος

ΙΩΝΙΚΌ… Μυθικό αεράκι του δεκαπενταύγουστου, εντεταλμένο ανασύρει μνήμες Ζει με παράπονο η μητέρα μου, Στον ύπνο της βγαίνει σε ξέφωτο μακρινό κι Ιωνίας παράλια αντικρίζει Σπίθες πετάνε τα μάτια της Απ’ τον καυτό πόνο λυγίζει Και όταν ξυπνά ένας καπνός της κρύβει τον ντουνιά Φαίνεται που μιλάει η γιαγιά μου Στα τελώνια και στα ξωτικά τα αδάμαστα Πλέκει το σκοτεινό μαλλί της Και συγυρίζει μια αυλή όπου την πνίξαν τα γεράνια Ώσπου αναφαίνει η Παναγιά με το μαντήλι της το κατακόκκινο Και ορμηνεύει τα παιδιά να μείνουνε αθώα ως την συντέλεια Στην πέρα γειτονιά και στον μαχαλά των πραματευτάδων..

67


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΊΑΣ ΜΟΥ… Άυλη, κινείς ένα σύμπαν από αποχαυνωμένα μειράκια και πραγματεύεσαι τον έρωτα με την φορά των πραγμάτων, εσύ που σχηματίστηκες από την τόλμη του δημιουργού να αμαρτήσει, ντυμένη σκιά και φιλαυτία, ντυμένη μύθο και ανυπακοή, σε βρίσκω και σε χάνω, σε μία διάρκεια όπου ο χρόνος που ξέρω δεν είναι τίποτα άλλο από μια ποιητική γενναία διάθεση όλα να μείνουνε, ως έχουν, στην αιωνιότητα που μόλις τ’ ακουμπά..

68


λόγος δεύτερος

ΦΕΣΤΙΒΆΛ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΏΣΕΩΝ… Μπορεί και να σαι κάτι που ξέφυγε από το χρώμα και έγινε ουτοπία. Ζεις με συνείδηση ποταμού που εκβάλει συναισθήματα υδάτων στην παγωμένη θάλασσα πραγματικότητα. Ήσουν η λυρική απόχη που φυλάκισε και την μουσική και το γεμάτο φεγγάρι. Ήσουν η παράγραφος που χωρούσε την λοξή απεικόνιση των ενστίκτων όταν αυτά καταλήγουνε τροχοπέδη που θέλει το λάθος. Ώσπου, μια μέρα, νικήθηκες από των αρωμάτων την συνδιαλλαγή και κατέληξες μελαχρινό άστρο που γεννήθηκε από μία ευχή κι από έναν απίστευτο κόσμο..

69


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΊΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΎΓΟΥΣΤΟΥ.. Για να την υμνήσουν αηδόνια, έγειρε στο στρώμα και προσποιήθηκε ύπνο. Κι έκλεισε τα μάτια, όπου χώρεσε κι ακόμα είναι αποτυπωμένη, η οικουμένη. Οι αόρατοι άγγελοι έγιναν ορατοί και οι καμπάνες της βασιλείας ήχησαν. Μήτηρ Θεού, ορθόδοξο ρυάκι της Συγχώρεσης. Κι απ’ τα μεγάλα μάτια σου τα σφαλιστά, ο πόνος πανταχού νικήθηκε και το ανθρώπινο γένος εξιλεώθη’ μπροστά σε τούτη την εικόνα που δεν έφτανε να φανταστεί ο νους της μάζας που ανομεί και που συσκέπτεται με το κακό. Ω Κυρά μίλα μου, άσε την φωνή να με συναντήσει, κι άναψε την ψυχή μου, ως ανάβουνε τα λαμπερά κεράκια της Προσευχής, πάνω στα μανουάλια των ανέμων, που την παίρνουν και την φτάνουνε σε Σένα που κοιμήθηκες, ανάμεσα στα βουρκωμένα δέντρα και το δειλινό, που σε κρατάει αγκαλιά του, αφήνοντας το μύρο να πλανιέται ολόγυρα, στις γειτονιές του φεγγαριού και στα φτωχόσπιτα των πάντοτε αθώων..

70


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

Ο ΉΧΟΣ ΜΙΑΣ ΑΠΏΛΕΙΑΣ… Φαίνεται σε ωραίο παραμύθι κατοικήσαμε, γιατί Και των βραδιών χαθήκανε τα ρόδα και Της χαράς της καρδιάς μας εσκόνταψε η φορά. Έτσι Μεγαλώσαμε μες σε πόλεις μουντές που ζητάνε εξιλέωση Και ρίχνονται σε ανταγωνισμό μια θλίψη υποφερτή να πετύχουν Όπως οι εποχές ζαρώνουν πάνω στο Τεντωμένο δέρμα του τυμπάνου που ήχο βγάζει Μαραμένο, σκαιό. Ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν μιλάνε, στέκονται Σαν απολιθωμένες οπτασίες, άυλες, μισές Και υπονοούν μπελάδες με τον εαυτό τους Τον ίδιο και την ματωμένη, ασυγκρότητη θύμηση. Σου υποτάχτηκα και σε έμαθα και σε είπα, Ανοίγοντας τις σελίδες μία την μία να σε πω που ήσουν πάντα αλλού Γυναίκα χίμαιρα, σκοτεινέ παρανομαστή των ερώτων, Όπως σε χάνω μέσα στην οχλαγωγή και την ταγμένη συγκυρία Να λείπουν όλα που ήθελα και όλα που αγαπούσα να έχω να πω..


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΕΙΚΌΝΑΣ ΤΟ ΕΓΚΌΛΠΙΟ.. Από την εικόνα τι καταλαβαίνεις και λιώνει Από ορέξεις και σφρίγος ο Αύγουστος; Κινούνται επικές αγχόνες, η ζέστη μας δίκασε, Περιπλέουμε σύνορα ακαθόριστα· Στο ειρμό μιας σελήνης, οι νύχτες αναποδιάζονται και εμφανίζονται αλλόκοτα τέρατα· Ακούγονται φωνές συνθλιμμένες, οκνές, Ευώνυμα, οι αυλές στολίζονται με λυρικές βοκαμβύλιες Μια λεμονιά, δίφορη, σκορπά ατασθαλίες στον ντουνιά, Ο κήπος ζητά την εύνοια των ηλιαχτίδων, Μυρίζει γιασεμί μες τον μπελαλίδικο άνεμο, μυρίζει συμπάθεια· Από την εικόνα καταλαβαίνεις το νόημα το μέγιστον, εκεί Όπου ο κήπος επαναλαμβάνεται, ως να κατρακυλήσει Κάπου κοντά στην άγουρη θάλασσα..

72


λόγος δεύτερος

ΠΡΩΙΝΉ ΕΙΚΌΝΑ.. Αξημέρωτα ακόμη· το φως κρατά μια έκπληξη για τον εαυτό του· Στα ψηλά, ανοίγονται μονοπάτια, και ο θάνατος απομακρύνεται ένδοξος. Βελάζουν τα κοπάδια, η μέρα ξεκινά, Όσο σφρίγος της προσθέτουν οι μέλισσες, τόση μουσική εντάσσεται μες τον οντά του ημερινού φεγγαριούΑκούω. Παραπλέουν πλοιάρια το αρχαίο ακρωτήρι και των ηφαιστείων αναγνωρίζεις την πηγμένη λάβα που φιλοξενεί κάτι σπιτάκια τακτοποιημένα λευκά, αρχιτεκτονικά με λαϊκή σοφία και πάνω της. Ο ήλιος, όπου να ‘ναι, θα βγει. Ένας βόμβος από χαρούμενα πανιά αντιλαλεί στον ορίζοντα. Σε βρίσκω, κάπου εδώ όπου, για χρόνια, σε χάνω..

73


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΔΎΕΙΣ… Έλιωσαν όλα, οι χαρές, τα πάθη και με το πρόσωπο στον τοίχο, ανάμενες φιλί κι εξιλεώθης Δεσποσύνη γιρλάντα, ορθία συνείδηση, πόθου κι εκείνου Του κορμιού που σου χαρίστηκε και όλα γύρω σου αναστατώθηκαν, σαν σπασμένες φτερούγες πουλιών που πουθενά πια δεν θα πετάξουν, αργούν μες το γαλάζιο του ουρανού και δέχονται να γίνουν ναυάγια μόλις νυχτώνει και χτυπάει ρυθμικά τα κομπολόγια του το φως..

74


λόγος δεύτερος

ΑΛΛΗΛΈΓΓΥΟ ΦΩΣ.. Θα βρουν τις ισορροπίες τους τα ειωθότα, ο ουρανός θα γεμίσει κρωξιές των πουλιών, ο λίγος άνεμος θα καρπωθεί την κόψη της σημαίας την τρομερή, η ψυχή σε όλα γύρω μας θα ξεχειλίσει και ένα φεγγάρι θα ‘ρθει μετά να αναπαύσει τις κουρασμένες τριανταφυλλιές που γλυκά σου γελάνε. Θα σε αναζητώ σαν πάντα, πίσω από των γεγονότων τον θόρυβο, στο πλατύσκαλο της νύχτας, κάτω από το κλειδωμένο κάστρο της σκέψης μου και θα υπερασπίζομαι μια ηθική ανθισμένη που είχες και έχεις.

75


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΠΌΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΊΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΎΟΥΣΑΣ… Σκεβρωμένα ξύλα, μπαταρισμένες αντένες μες τα ρηχά νερά, ο αέρας παίζει με τις μνήμες, η θάλασσα παραμένει μία και εύγλωττη, κινείται επί σκοπόν και αποδεκατίζει τις θλιμμένες ταξιαρχίες των εντόμων που βάλλουν κατά πάνω στην επιδερμίδα και την ησυχία την άφθονη. Του καλοκαιριού η ταχύτητα φέρνει ροές των λέξεων δρεπανηφόρες και μικρή συντέλεια των αποφάσεωνΣκούντησα τον ακαμουφλάριστο δυόσμο, όπως τον πότιζα, ως το ρουθούνι μου εχώθηκε η φωνή του! Στον δρόμο περνούσαν τα αυτοκίνητα: βιαστικές ταχύτητες και φλας κουρασμένα. Οι βεβαιότητες έσκυψαν ως το τρεμουλιαστό νερό και έγιναν μια λάμψη τιποτένια. Του Αυγούστου το μυθιστόρημα γράφεται, εκ νέου, από κάτι αλλοδαπούς που θέλουνε να ζήσουν με μια άποψη, καθ’ όλα, δανεική..

76


λόγος δεύτερος

ΤΑΞΙΝΌΜΗΣΗ… Όλα ανήκουν στις σκιές και στην θάλασσα: τα παλιά μπαούλα που άνοιξα και φανερώθηκε, από τα πλεκτά της η γιαγιά μου, οι τροχοί των αυτοκινήτων που περίμεναν υπομονετικά να με απάγουν αλλού κι αμετάκλητα, οι σκέψεις μου ατέλειωτες σαν μια καρποφορία που την έβλαψε η παγωνιά και το χαλάζισιωπούν όλα και όμως όλα έχουν φωνή, μέσα μου, παραπλέουν και ευγενικά, αναγκάζοντάς με να προχωρήσω, να σταθώ σε μια νέα σελίδα. Και η ζωή, όπως την πήρα και όπως την είπα, γελαστή ή θλιμμένη, η ζωή με τις δυσκολίες της, που μ’ άφησε να την γευτώ και να μην την γευτώ, μαθαίνοντάς με μυστικά της αντίφασης, η ζωή έρχεται μες το ποίημα μου, αληθινός μπελάς, η ζωή υποβάλει αλήθειες και αταξινόμητα όνειρα. Έτσι βρίσκω τον δρόμο μου, τον τρόπο μου, την πραγματική σημασία των μη φανερών: Αυτών που ξέρω να με οδηγάνε κατά την σκοτεινή μεγάλη νύχτα των αφηγήσεων, αυτών που θα με φέρουν μπροστά στην λυπητερή τελετή να ακουστούν χαμηλόφωνα άσματα και ένας ψίθυρος από τα λόγια που σε συνοδεύουν απ’ το φως στο μαύρο φως του αγαστού θανάτου..

77


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΠΡΩΙΝΌ ΆΝΘΟΣ… Κρέμεται ένα λουλούδι αμβρόσιο Το ζεύω στο άρμα μιας νίκης Αφηνιασμένο άρωμα της Ομορφιάς Πρωινό κρατά την σημαία ψηλά, ο ήλιος θάρρητα έχει Μπατάρει τις ψαρόβαρκες, κυκλώνει τον πλατύ ελαιώνα Των πουλιών οι λαίλαπες κινούν για της χαράς τα λιβάδια Εμμένουν σε πυρ παραδείσιο, εμμένουν Σε μουσική αυθόρμητων καημών Αχ αναστενάζει η γοργόνα κι αχ Αναστενάζει ο κάβουρας Ο έρωτας τρυπά τα αυτιά των μελισσών και να δεις ωδικά σκουλαρίκια!

78


λόγος δεύτερος

ΤΑΛΆΝΤΕΥΣΗ… Φέρε το φεγγάρι στα μέτρα σου και σχημάτισε μιαν απόχη ακλόνητη, μια μοίρα των άλλωνΗ φωτιά πέφτει πάνω στις κεφαλές των ψαριών και αυτά ωραία ασημίζουνε, κόβοντας το νηφάλιο νερό με τα ξαφνικά ουραία πτερύγιά τους· Η βάρκα πλέει σαν ένας στοχασμός γλυκόςΚι ο ουρανός εγκαθιδρύει μυστηριακά νεφελώματα, σελίδες μαγικές όπου ένας θεός και παίζει και δεν παίζει..

79


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΈΝΑΟΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ… Επιστρέφω εκεί όπου ποτέ δεν υπήρξαπάντα υπήρξα παθιασμένος μ’ αυτό το “ποτέ” κρέμασα φεγγάρια στην κρεβατή μου, κρέμασα άστρα και κάτι πήρα από της μάνας μου την λεοντή, να κοίτα: αυτήν την καλογερίστικη διάθεση, μόνος σέρνω το σιγανό τραγούδι μου και μ’ ακούει μοναχά ο ουρανός.. Εδώ που η φωλιά των πουλιών, λες κι έπεσε μες τα χέρια μου και την υπερασπίζομαι διαβασμένος να ακούω ρήματα θάλασσας και τελεσίδικες αποφάσεις λουλουδιών… Εδώ που η μιλιά μου είναι ένα τρυπάνι που τρυπανίζει τον ορίζοντα- κλείνοντας τις εκκρεμότητες με του Θεού την γνώμη και της φύσης τον κουρασμένο πια λόγο. Κρατώ από του παππού μου τις αγιότητες και λίγο από το δωρικό συννεφάκι που με γαλούχησε και πλέον εχάθη’…

80


λόγος δεύτερος

ΚΆΛΑΜΟΣ 21.8.2015 Είναι το τυχερό μου σκηνικό: αέρας να ερωτευτεί τον αέρα και μια ωραία θάλασσα να αγκαλιάσει με έρωτα το κορμί μου, σήμερα που του Αυγούστου ξεθύμανε η ζέστα και η πυκνή ατμόσφαιρα άφησε τα διαφανή πουλιά της να αναρριχηθούν ως τον ουρανό που ζαλίζεται από των νεφών τις ταχύτητες. Κολύμπησα μένοντας ευχαριστημένος από το νερό, από την αισιοδοξία του, από την αέναη καθαρότητα να του μιλείς και να σ’ ακούει, όπως ενός θεού τ’ αυτί, ενώ, μετά, φάγαμε με τους φίλους στο παλιό σπίτι χρισμένο ανάμεσα στα πεύκα και τις πικροδάφνες, γελώντας και επιμένοντας στην παιδικότητα που μας ανήκει ακόμα κι αν βασανισμένα μεγαλώσαμε. Έκλεισε σαν μια προσευχή και τούτη η Παρασκευή. Έμεινε έφηβη ωστόσο, κι αν δεν ήταν. Την κράτησα στιλπνή μες την ψυχή μου αφήνοντας το χρώμα της να ανήκει σε αυτόν τον χρόνο που με πολεμά και ούτε του ξεφεύγω ούτε μου ξεφεύγει..

81


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΊΟ ΕΡΏΤΩΝ… Ιππεύει ο καιρός άγριες χίμαιρες Ιερόσυλα δόγματα ξεστομίζουν οι λάγνοι που αποζητούν Στο κορμί ηδονές και μαρτύριο Η τρομαγμένη ψυχή είναι ενδοτική μπαλαρίνα Χορεύει κάτω από τον προβολέα των αισθήσεων Και (πώς να το πω;) αφήνεται να την θωπεύουν δαπανηρά Οι εξουσιαστές και οι προύχοντες- α ατιμία Όλες οι φιλαργυρίες να μην μπορούν να μου δώσουν Μια γενναιότητα ποιητική! Κοιτάζω που χορεύεις Μεσσαλίνα- κοιτάζωΣε άλλον πόνο άραγε πονάς, σε άλλη αίσθηση; Ραγίζονται τα πεζοδρόμια που πάτησες, Οι περιγραφές για του λόγου σου πάντα ραγίζονταιΓυναίκα οφιούχα, ντελίριο της λαγνείας και του εκτυφλωτικού πυρετού..

82


λόγος δεύτερος

Η ΕΙΚΌΝΑ… Ζητώ την εικόνα, είδωλο μακρινό κι αδιάλειπτο Αντεστραμμένο μες την άθεη αιωνιότητα, Κλέβοντας χρώμα και σκιά από το υπερπέραν, τοκίζοντας Το σχήμα της, την μουσική Του περιβάλλοντος, τον ξαφνικό ήχο Ενός πουλιού που τρόμαξε και πετά Προς τον ουρανό αναζητώντας Ελευθερία χαρά του. Ζητώ την εικόνα, ζω την καυχησιά της, το μεγαλείο της, την ιερή Σιωπή της, όταν Επικρέμαται πάνω από το χάος Της πραγματικότητας και τα πάντα μέσα μου αλλάζει Που φλυαρούν να φτάσουν σε μια συμφωνία αναγνωσμένων λόγων και ηθών..

83


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ… “Τα ωραία ποιήματα αγγίζουν την μοναξιά και την αγάπη, δανειζόμενα το χέρι του θεού..”, είπε· και δάνεισε την φωνή του στο σαββατόβραδο· όλα ήσυχα, η πόλη πέθαινε και ξαναγεννιόταν, ακολουθώντας την τραγωδία της. Άνθρωποι βουλιαγμένοι μες τον εαυτό τους, πίνοντας ξεροσφύρι το ευλογημένο φεγγάρι που πάσχιζε να γεμίσει με την θρησκεία λαγνεία του. Νυχτερίδες πετούσαν χαμηλά· η ποίηση ήταν ορατή και μας ένωνεΦιλαράκι της μακρινής ηπείρου, φιλαράκι πώς να σε πω- φιλαράκισε νιώθω που αλλάζεις τα ωδικά μου χλιμιντρίσματα σε μία γλώσσα κατανοητή μόνο από επαναστάτες του ιλαρού φωτός.

84


λόγος δεύτερος

ΑΝΆΔΥΣΗ… Βλέπω μια θάλασσα που κινεί λυρικές, μέσα μου, μνήμες, προσθέτω ευσυνείδητα τον ουρανό και έχω Ιδέα γόνιμη ταξιθέτρια του φωτός, ω τύχη! Μια αχτίδα εισβάλει στην γαστέρα της και έχει μετουσιωθεί κι εκείνο που είδα κι εκείνο που να δω δεν επιτρέπεταιΈνα μαχαίρι των αποκαλύψεων χειρουργεί βαθιά την θλίψη του έξω κόσμου κι ο μέσα κόσμος ευωδιάζει και αναστατώνει τα σύμπαντα.. Ω δώρο να είμαι ο νοών το άπεφθο φωνήεν της ημέρας και της νύχτας, Καθώς μηρυκάζει ο ουρανός έωλα άστρα και χασμουριέται κάτω από την ζοφερή ανία του, α δώρο να μου μένει το ποίημα ίζημα λαμπερό μιας θλίψης που είχα και μου την ξέπλυνε η μαργιόλα επική αδούλωτη θάλασσα..

85


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ.. Το καλοκαίρι βάφει τα χείλια του σαν τις ντομάτες που καμαρώνουν μες τα καφάσια, πάνω στον πάγκο του μανάβη. Δεν υποψιάζεται την βραδύκαυστη απειλή να το αφομοιώσει το ρέον φθινόπωρο με τις βροχές και το επίμονο λάκτισμα να σπρώξει τα πάντα μες το γκρίζο, φαιό λιβάδι του. Διαβάζω την απουσία του όταν η παρουσία δεν είναι παρουσία, μόνο μια τρυφερή χαρά που λιγοστεύει κάτω από τον ήλιο, μια σαρκοφάγος που κρατά τα απομεινάρια ενός βασιλιά που κοιμήθηκε λυπημένος κάτω απ’ τα εκατοχρονίτικα πλατάνια και τον λιγοστό αέρα που κλονίζει τις σκέψεις και τις πυκνές πικροδάφνες.. Πυκνό σαν φύλλωμα της μουριάς το καλοκαίρι, αφήνει την στιλπνή του πραγματικότητα να αιωρείται πάνω από του Αυγούστου τις τυχαιότητες αναζητώντας ένα μελτέμι να παρασύρει τις αναμνήσεις του ωραίες ή κακές, μακριά, εκεί που σβήνει η γραμμή των τεθλασμένων βουνών και ο νοτιάς..

86


λόγος δεύτερος

ΑΠΟΧΏΡΗΣΗ.. Πίσω απ’ το τζάμι, ο χρόνος διαχειρίζεται μια ιερή διαφάνεια κι εσένα που εξαϋλώνεσαι λυόμενη σε ωδικά άνθη που ακλουθούν στην ροή τον αέρα και τον ερωτικό λυπητερό στίχο μου. Των μαλλιών σου οι κλίμακες βοηθούν τα πουλιά να διαβούν ουρανό. Σφραγίζεται από μελαγχολία το παράθυρο. Το σπίτι μένει βουβό και ρημαγμένο. Ένα χτυποκάρδι ακούγεται από μέσα του, σαν χτύπος Απ’ το ρολόι του τοίχου που μετρά την αμέτρητη μέρα. Και, όταν χάνεσαι, μια μουσική μελαγχολική χρωματίζει τον ήλιο με την πορφυρή αναμονή να βγεις στο ξέφωτο ενός έρωτα και να σε ξαναδούμε..

87


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΜΠΑΛΑΡΊΝΑ ΤΩΝ ΟΝΕΊΡΩΝ.. Θα κοιμηθείς μες το φως κι αντιστρέφοντας την μελοποιημένη ηλιαχτίδα ως την υποψία όλα να ξανασυμβούν τα πραγματικά και των κλειστών γεγονότων η τάξη να διασαλευτεί ώσπου οι θύρες να ανοίξουν της συγκυρίας ήλιος να λούζει τα γλαυκά πουλιά του ανέμου και ήλιος να τα βαφτίζει περιώνυμα μες το φως. Τα πέλματά σου δοκοί που επάνω στηρίζεται μια μοναξιά και μια ψυχή ταξιδεύτρα- φρονούν βήματα αιθέρια στον καθαρό ύμνο του καλοκαιριού- κι οπόταν συντυχαίνει ο ζέφυρος με την ευδία και την μιλιά της θαλάσσης καταλαβαίνω πως ώ! μου ‘φτιαξες την καρδιά ωραία στο μέγιστο μελαγχολικό μου Σαββάτο..

88


λόγος δεύτερος

ΝΕΌΤΗΤΑ ΠΈΡΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΆΓΝΩΣΗ.. Τα νερά θα με προδώσουν, τα νερά· κι εσένα που διαβάζεις την απογευματινή ησυχία και το ναυαγισμένο όνειρό σου που παρασύρει ο ποταμός κάτω απ’ τα γεφύρια του, ρακένδυτο όταν θα έρθει το βράδυ να αναγγείλει το πρίμο φεγγάρι του, μια εικασία όλα να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου, καθώς ο χρόνος εξαφανίζει τις ρυτίδες για να γραφτεί η ιστορία με το σφρίγος μιας νεότητας που στην δική σου αρέσκεται να ζει παράλληλα και να προσιδιάζει..

89


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΙΩΒΗΛΑΊΟ… Στην τρυφερή αλόη την αμυντική χρυσόμυγα τριγύριζε αγαπώντας την απειλή και την καλαίσθητη αναρχίαΚαι στο λεμόνι που έδενε νταή καρπό, ο ήλιος χάριζε τα πεντόβολα, του αγίου Φανουρίου η πλατιά σκέπη όπως ενός φαντάρου το βασανιστήριο πολιούχο τον έφτασε, προστάτη- και βόηθα μας! Άλλο δεν θα μας μείνει από την πίστη Στο τέλος σβήνονται όλαο χτύπος της καρδιάς μας προδίδει κοσμοθεωρία ξεστρατισμένη, τω τρόπω που ένας άγγελος προβληματίζεται και μένει αφηρημένος να κοιτά στον ορίζοντα δύουν οι βάρκες και το στεφάνι του ήλιου κυκλώνει του βουνού το σκληρό αγέραστο κρανίο.. ω, κράτος το εύδαιμον! Για σένα πολύ ονειρεύτηκα… 90


λόγος δεύτερος

ΤΗΣ ΣΕΛΉΝΗΣ ΙΝΤΕΡΜΈΔΙΟ.. Σπαταλήθηκαν οι ζωές μέσα στις ξοδεμένες μέρες, κι εμείς μετρήσαμε άστρα, μετρήσαμε μεγέθη ουράνια ανακαλύψαμε μια εξαργυρωμένη ελπίδα που λεπτουργήθηκε από την σμίλη του μυαλού Εδώ Ύστερα Τώρα ένα φεγγάρι καταλυτικό μαζεύει πίκρες σαν ένας τεράστιος φωτεινός μαγνήτης μετατρέπεται σε ένα σχολείο της νύχτας όπου φοιτούν σκιές μαθήτριες και της ψυχής σου πολλαπλές θλίψεις βάρβαρες νικήτριες μελαγχολίες..

91


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΤΆΣΗ ΛΕΩΦΟΡΕΊΟΥ… Το μεσημέρι, λυγισμένο, σαν τόξο, μες την μέρα φλυαρεί και συγκεράζει αυτό το βουητό των εντόμων το άξεστο και το χασομέρι να περνούν μπροστά από τις βιτρίνες οι κυρίες και να ψάχνουν μια ιαματική εικόνα από κείνες που ανασύρουν την ευωχία τους της ψυχήςΑλλά τι ανακαλύπτω, μάγουλο σαν βερίκοκο και να σε καμαρώνω κοπελιά μου θεά που περνάς απ’ το ‘να πεζοδρόμιο στο άλλο και πολύ όλες οι ώρες οι εντός μου μπερδεύονται μαζί κι αναστατώνονται; Φιγουράρεις στην έκπληξη- κι όταν σε είδα να περνάς χαμογελαστή κάτω απ’ την σκιά της μαρκίζας, να η καρδιά μου πολλαπλά και ωραία φτερούγησε! Τώρα Απομακρύνεσαι- συντεταγμένη να αρέσεις στο έπακρο, αιθεροβατούσα ως την πιο πέρα στάση του λεωφορείου, εκεί όπου οι ιδρωμένοι αγαπητικοί σε θέλουν και λοξά κοιτάζουν σαν ενός φιλιού ουσία να έχουν στο μυαλό τους και σε όσο τους έμεινε για να σκεφτούνε, άχρηστο και φασαριόζικο, μήπως μυαλό..

92


λόγος δεύτερος

ΤΩΝ ΤΥΜΒΩΡΎΧΩΝ.. Μην χάσεις από πουθενά το μυστήριο Όπως η εποχή το φέρνει και των αρχαίων Τελετουργιών διαλευκαίνεται το αληθές περιεχόμενο- ήλιος Είναι η σκέψη και επάνω στο ασβεστολιθικό απομεινάρι Λαλεί το πουλί, κερδίζει δικά του τα σύμβολα, Και η ύλη ποτέ δεν πεθαίνει. Θρυμματισμένε καθρέφτη, βρες μου εκ νέου το είδωλο, ανασκεύασε Την θεωρία, την μέρα, τον τόπο, Μοίρασε τους κλήρους- η Τύχη παίζει τα παιχνίδια της Και όταν την καλώ να μου είναι φίλια Μηδέν το επιθυμητό αποτέλεσμα..

93


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΑΡΧΑΊΟ ΜΟΝΟΠΆΤΙ.. Πυκνώνει το δάσος πυκνώνει η θέληση Οι αχτίδες του ήλιου σκορπούν μια ομιχλώδη ησυχία Πάνω στο χώμα- ο καιρός Ευτυχώς, καλός· ακούγεται ο δρυοκολάπτης μου μαλώνει τα παιδιά του· Φύλλα γυαλιστερά αξίζουν πιο πολύ απ’ ο,τιδήποτε· Κορμοί θεοτικοί ερμηνεύουνε αλλιώς το ύψος που Τους εδόθη· η αλεπού και το κρυφό τσακάλι, Ο ερωτευμένος σπίνος και η ωραία της αυγής Θυμόσοφη και ζαλισμένη κουκουβάγια, Ακούγεται η ζωή που σφύζει, ακούγεται Το θέατρο του πρωινού που αντιπαραβάλει Με την σκηνοθεσία και τους νόμους του θεού..

94


λόγος δεύτερος

ΠΑΝΣΈΛΗΝΟΣ ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ… Το σύμπαν είναι τυχοδιωκτικό· απ’ το κεφάλι σου πετούν πουλιά, οι σκιές τους συναντούν το βράδιασμα· ένας άνεμος έρχεται κι ένας άνεμος πάει· η νύχτα κρέμεται από μια ευχή, η σελήνη γεμίζει, μελετά τα άστρα γύρω της, τα ρολόγια αξιώνονται ακρίβειες, η Αρχαία Μνήμη κληροδοτεί θαυμασμό και μια δόξα που ταξιδεύει, η μουσική της ψυχολογίας γελά- ποιος το καταλαβαίνει; Το είπα κι αλλιώς: είμαι ζωσμένος θάλασσα· η Ελλάδα κινεί το ακίνητο εκρεμμές του κόσμου- την αντιπαλεύονται· ας τους κάνουμε, ενωμένοι, να σφάλλουν· μια Νίκη θα οργανωθεί πάνω από τα τείχη που κρατούν τα Σύμβολα· το ξέρω και το ξέρεις: η πανσέληνος μεθοδεύει συμπάθειες κι εκείνο που δεν είναι ορατό αλλά, όπως φιλοσοφία αλήστου μνήμης, λάμπει…

95


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Η ΠΑΛΙΆ ΒΡΎΣΗ… Τρέχει απ’ την παλιά βρύση η συλλαβή του νερού και όταν το ποτιστήρι γέμισε, μισός ήλιος στα δέντρα και κάπου εισχώρησε, ένα αεράκι που σκούντηξε τα αποδημητικά πουλιά σε εγερτήριο, τιτιβισμοί μελωδικοί, και άσπρα λόγια της θαλάσσης,- μ’ αρέσουν οι σιωπές, όπως τις θησαυρίζω κάτω από την επικράτεια των θαλερών φυτών, ποιητικά σκευάζοντας λόγια περιχυμένα το ροσόλι του ημερινού φεγγαριού- σάλπιγγες ιλαρές πριχού ο Αύγουστος τελειώσει και τα ρήματα των αισθημάτων πάψουνε την θλίψη που ενορχηστρώνει η εποχή..

96


λόγος δεύτερος

ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΎΣΕΣ.. Να φοβάσαι τον άνθρωπο, μου είπε, είναι ο δηλητηριώδης Πρωταγωνιστής του δράματος, να φοβάσαι τον άνθρωπο. Η μέρα λικνίζονταν σαν σκούνα που αποφασίζει να μπατάρει. Ένας πουνέντες βάραινε κι άλλο την διάφανη Κραταιή θάλασσα. Μελαγχολούσες. Όπου σε συναντούσα, με την σκέψη μου, μελαγχολούσες..

97


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟΠΊΟ… Ανάμεσα στον Αύγουστο που τελείωσε και τον εγκυκλοπαιδικό Σεπτέμβριο, χωρέσανε κάτι ακρογιαλιές και κάτι πέρα νυχτοπούλια, αεικίνητα, πλουραλιστικά πετώντας μες τον ουρανό που μπλαβίζει, δυνητικά ωραίος κι ανέφελος. Έκλεψα μια ακρογιαλιά και την προσθέτω στην καρδιά μου! Αν την δεις θα πεις πως είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα να διώχνει την θλίψη μου· τώρα κινώ τα νήματα της νύχτας, ένα τριζόνι τρύπωσε μες το πουκάμισό μου και λέει, λέει- πόσα πράγματα μπορείς να σκεφτείς που διαγράφουν μια πορεία φθίνουσα όπως ζωή που το καντήλι της τελειώνει… Δευτέρα άγονη- ο έρωτας μας πλησίασε και έλιωσε γοργά όπως τα χελιδόνια τον κρατούσαν στα φτερά τουςμηδέν άγαν μες την γαλήνη του βραδιού, μηδέν άγανΕρμήνευσε σωστά τα κλωνιά των πεύκων που τρέμουν ευεπίφορα και γέρνουν μες το παραμύθι της ώρας του μεσάνυχτου του φεγγαριού..

98


λόγος δεύτερος

ΔΙΕΚΔΙΚΏ… Διεκδικώ την αύρα σου, το μυστήριο που αποπνέεις, την κουβέντα που δεν προλάβαμε να πούμε, τον ουρανό που κοιτάζουν τα μάτια σου· μπορώ μια μνήμη αλλά δεν μπορώ αυτήν την πληγωμένη καρδιά που μου άφησες φεύγοντας, απομακρυνόμενη μες την αλλόκοτη ευκαιρία που ζητούσες να βρεις. Κι έρχεται ένα φιλί από χρόνο παρελθόντα να κλειδώσει την απονιά των αναμνήσεων- κι εκεί που έλεγα τα καταφέρνω, όλα διαλύονται και σκορπούν ρημαγμένα μες το φοβερό πουθενά..

99


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΊΜΗΜΑ ΜΙΑΣ ΦΤΩΧΉΣ ΠΑΤΡΊΔΑΣ… Υπάρχουν σύμπαντα που θα τα εξερευνήσω μόνο με την καρδιά μου· μόνος, απόμακρος από όλους και όλα, λυπημένος, θα στραφώ κατά κείνο που δεν λέγεται ούτε ποτέ και έχει ειπωθεί· κομματιασμένος στον ορίζοντα, ματωμένος από τον πόνο των φίλων, εγώ πληρεξούσιος των αθώων, πλάνητας και προσφυγάκι μες την χλεύη του κόσμου. Ποίηση πού με προστάτεψες και πού με άφησες να πληγωθώ, να διαμελιστώ, να συρθώ πληγιασμένος, αιμόφυρτος πάνω στην λασπωμένη γη, όταν τα κράτη ασφυκτιούσαν μες τα σύνορά τους και οι πληθυσμοί έκλαιγαν βουβά κάτω απ’ τις νύχτες του ουρανού; Κακοφορμίζει η πληγή του πλανήτη, στο αέρα οσμίζεσαι το σάπιο καθεστώς των ταμείων, αποφορά σε πιάνει απ’ τα ρουθούνια, τα κανόνια μόνο μιλάνε, σκληρός φθόγγος η βοή των κανονιών. Κι εσύ πατρίδα μου ευτελισμένη, κάποτε δίκασε τους προδότες σου, κάποτε δώσε στα δικαστήρια τον λόγο, κι άσε τους υβριστές να χαθούν μες την μαύρη ομίχλη του θανάτου κι όρθωσε το ανάστημά σου, ανάστημα ιδεοφόρο μες τους νέους καιρούς, φέρε την μαγεία της δόξας σου ως το σήμερα, ξαναγεννήσου από του μηδενός την ακίδα, σαν ένα τραγούδι παγκόσμιο, ένα τραγούδι 100


λόγος δεύτερος

των λαών του δίκιου, που σηκώνουν στην πλάτη τους το βαρύ τίμημα της φωτιάς που ζεσταίνει την καρδιά των φτωχών..

********************************************* Κλείνω ένα βιβλίο όπως κλείνω μια θάλασσα, όπως την περπατάς κι εσύ επάνω στην αβρή ακρογιαλιά τηςΟι πατούσες σου σαν βουλοκέρι σφραγίζουν το γράμμα που θα μου στείλει απόψε το φεγγάριΔεν σε έχω, δεν σε είχα, δεν σε έχει κανείςΕίσαι μια χίμαιρα δεδηλωμένη, ένας στίχος που πέφτει στο καθαρό νερό του πόντου κι ενστερνίζεται πάθος και ιαχή..

101


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΚΑΛΉΝ ΕΣΠΈΡΑ ΆΡΧΟΝΤΕΣ! Καλήν εσπέρα άρχοντες! Μην χαίρεστε Ο όλεθρος, κάποτε, θα φορά τα πρόσωπά σαςΑυτό που πλησιάζει φίδι κολοβό Που αναστήσαν τα ταμεία σας. Λαοί ξεπατρισμένοι ποδοπατούνται από τα τανκς του παρά σαςΜανάδες που πικράθηκαν πιο πολύ κι απ’ την πίκρα, Παιδιά που κλαίνε, πρόσωπα μουδιασμένα απ’ την θλίψηΚαλήν εσπέρα άρχοντες! Μην χαίρεστε Θα ρθούνε μέρες που θα δικαστείτεΘα ενωθούν οι λαοί θα σηκώσουν ψηλά την οικουμενική τους αλληλεγγύηΤότε που εσείς θα τρέχετε να κρυφτείτε Μέσα στους λάκκους που ανοίξαν οι οβίδες σαςΜην λυπηθείτε τώρα.. Γελάστε, κοροϊδέψτε αυτούς τους ξεριζωμένους που κοιμούνται ματωμένοι στα χώματαΑύριο θα δαγκώνει ο ήλιος Την σάπια κοιλιά σαςΑύριο θα φανεί ένας νέος θεός Που θα ορκίσει το σύμπαν σε νέες πραγματικότητες..

102


λόγος δεύτερος

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ ΤΩΝ ΗΜΕΡΏΝ.. Δεν συναινεί ο ουρανός σ’ ατασθαλίες· η Δράμα είναι βαθύ λιβάδι, ήσυχο, σαν μεταφυσικό. Αυτά που προτείνω είναι πάντα τα δυσκολότερα, δυσκολότερος ο αέρας που ανασαίνω, τα όνειρα, η σιωπή, όπως την περιέχω και με περιέχει, αυτός ο τρόπος μιας οπτικής μοναστικής κι όπως κουρτίνα που τραβιέται για να απομονωθείς από τα πράγματα, όταν τα πράγματα είναι οι τραγικοί μεγάλοι δυνάστες σου.. Ας είναι! Έχει φασαρία η πόλη, έχει ζωή. Πληθυσμός, εκ θεμελίων χαρούμενος. Μαγαζιά που γεμίζουν από παλμό νεολαίας, ταβερνάκια που δίνουν στην τσίκνα την πρέπουσα δικαίωση. Από νωρίς στο μεροκάματο. Άραξε Αξημέρωτα το φορτηγό· λαχανιασμένο· μέσα του η ανάσα των επίπλων. Τα χέρια μας σαν δυνατές τανάλιες σφίγγουν την φωνή του όγκου τους βιδώνουν σίγουρα σε μια συναρμογή όλα όπως πρέπει να γίνουν για να χει η αρχιτεκτονική, ουσία και νόημα. Ιδρώτας, κατσαβίδια, μαστοριά. Τι κόβει το πριόνι που δεν είναι άσπονδος χρόνος; Το βράδυ διαβάζω κάποιον ποιητή που είχε οικουμενικά οράματα. Εμένα πού πήγαν τα οράματά μου; Στένεψε η εποχή. Όλα χωρούν σε μια μικρή, πικρή κοίτη. Δεν συναινεί ο ουρανός σ’ ατασθαλίες. Ομιλούνται προσφυγές και ανοσιότητες. Ομιλούνται έκλυτα ήθη. 103


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Όσα σκέφτομαι πίπτουν και ξαναπίπτουν στο καλάθι των αχρήστων κάνοντας το μέλλον πιο μπαρουτοκαπνισμένο, πιο γυμνό. Και τα λουλούδια που αγαπώ θυμώνουν κάποτε- δεν μου μιλάνε.. Δράμα 14 Σεπτέμβρη 2015

104


λόγος δεύτερος

ΦΙΛΊ ΑΚΡΙΒΌ.. Υποδόρια συναντούνται τα ηφαίστεια των παθών· Αν χοχλάζει η καρδιά, μην φοβάσαιΘέλει ένα κάτι αλλιώτικο να την αντέξεις την ζωή· Γενέθλιες μέρες σηματοδοτούν την χαρά που ζητάς· Κάτω από τον ουρανό κουράστηκες να διαβάζεις την γη· Μας χώρισε η ζωή, μας πλήρωσε πικρά, μας έβαλε εμπόδια αποστάσεις· Όμως ένα φιλί σου είναι κλίμακα απ’ όπου σκαρφαλώνω κει που οι άλλοι δεν ξέρουνεΥπερασπίζομαι τα βράδια που σε είχα αγκαλιά και κέρδιζα όλες τις πιθανότητες..

105


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΔΡΆΜΑ ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΤΟΣ.. Στην πράξη αντιστοιχεί μια ακρίβεια, όπως να περιγράφεις την σκηνή του εγκλήματος όπου όλα πρέπει να είναι απόλυτα εξακριβωμένα. Αγαπώ τους επαρχιακούς δρόμους, κουράστηκα απ’ την δουλειά, θα ήθελα μια ησυχία και μια πένα αποτραβηγμένη από τα ζοφερά κρύα μελάνια της πρωτεύουσας. Ό,τι αγγίζω με τον νου μου, επιστρέφει διφορούμενα, μαντεύει τις αδυναμίες μου, στήνει πολιορκίες μυστικές, απ’ όπου δεν ξεφεύγω: είναι ο εγκλωβισμός μου μες το γεγονός. Η φτώχια βάζει ράγες από μέταλλο, πικρές. Τι θα απογίνεις πατρίδα μετά από ετούτη την ακρίδα των πληρωμένων δημοσιογράφων; Πώς θα είναι τα αύριο λιβάδια σου; Κάποιος κλείνει τα πάντα, τα κλειδώνει και πετάει τα κλειδιά· ποιος θα μπει μες τις άλλες σελίδες; Αντιστοιχεί ένας δισταγμός και δεν παρακινείς τα πλήθη. Η κάθε λέξη λειτουργεί κι αρνείται την σαφήνειά της· όλη η ποίηση ποιεί έναν συμβιβασμό που δεν μου ανήκει. Δράμα 14. Σεπτέμβρη 2015

106


λόγος δεύτερος

ΑΝΆΠΟΔΑ… Ανάποδα διαβάζω- ανάποδα την θάλασσα, τον ουρανό, την δικαιοσύνη- σε μια επικινδυνότητα που αντίρρηση από μόνη της είναι στα παραδεδεγμένα στοιχεία μου· ανάποδα στοιχειοθετώ τα ψηφία μου· γεωμετρίες ευπροσάρμοστες, λυγίζουν, αναπλάθονται- και γεωγραφίες που αλλάζουν την τάξη των συνόρων- μετακινούνται όπως νεροσταγόνες οι λαοί· κύμα που πάει προς την ενδοχώρα της παρακμασμένης ηθικής- κι ηθική δεν υπάρχει. Νομοθετούν μονάχα οι ισχυροί- πάντα έτσι δεν γίνονταν; Κι ο χρόνος συνηγορεί να υπάρξεις σαν θύμα που το πρόσβαλε η ορδή του κανιβαλισμού..

107


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΑΒΒΆΤΟ.. Τι μέρα! Όσες νότες κατόρθωσα μ’ εγκαταλείψαν και τις αναζητώ μες τα αυλάκια του μυαλού. Έλειψες κι εσύ. Κανείς δεν σε συνάντησε όπως εγώ απογυμνωμένη από τις ιδεοληψίες σου. με μια φιλοσοφία που αγαπά τρόπους των λουλουδιών, με μια φωνή χαριέσσα σαν ώριμο φρούτο που του περισσεύουν οι χυμοί. Κανείς δεν σε συνάντησε: μόνο μες την καρδιά μου ηχούσανε τα λόγια σου και έπνιγε το λυπημένο μου φεγγάρι το πικρό Σαββάτο..

108


λόγος δεύτερος

ΜΑΡΑΓΚΟΣΎΝΗ… Ένας βιαστικός καφές κι η μέρα αρχίζει Τέμνοντας τα μεγέθη κατ’ εξακολούθηση. Σκαμπανεβάσματα της διάθεσης, κόπος, Προβληματισμός να ταιριάξουν των χιλιοστών οι φατρίες. Πριόνι αποφασιστικό κι η βίδα θα συγκρατήσει στέρεα τα υλικά. Κόλλα, σφυρί, - α η ριμάδα λεπτομέρεια! Όλα υπακούουν στον σοφό διαιρέτη Που γεμίζει την ύλη μαγεία. Αλλά πού είμαι εγώ; Μ’ αυτόν τον τρισαναθεματισμένο δυισμό μου Άλλος να είμαι εδώ να βιοποριστώ και άλλος Να είμαι εκεί που η νύχτα συντελεί το θαύμα της και με γεμίζει Ασπίδες λέξεων για ένα πόλεμο τον πιο φανατισμένο;.. Σφίξε την ζώνη σφίξε την ψυχή σου τα σπλάχνα σφίξε, πλανίζονται και αλφαδιάζονται και οι σκέψειςΌπως πάνω σ’ ένα καράβι που παιδεύεται στην τρικυμία γέρνουν μια δω μια κει τα ειπωμένα και τα ειωθότα επόμενα.. Καβάλα.. 13.5.2015

109


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Η ΝΎΧΤΑ ΠΆΝΤΑ ΕΊΝΑΙ ΕΠΩΔΌΣ… Νύχτωσε· φέραν έναν καθρέφτη και τον κρέμασαν στην μεγάλη αίθουσα: ίσως για να μπουκώσουν το κενό με ψευδαισθήσεις. Η εξώπορτα έμεινε ανοιχτή. Περνούσαν ζευγαράκια στον δρόμο. Και κάτι σκυλιά που έμοιαζαν απόλυτα βαριεστημένα. Εκείνος πήγε κοντά της και την φίλησε. Φαινόταν πολύ όμορφη μέσα σ΄ αυτό το μελαγχολικό φως του βραδιού. Τα μελαχρινά της την έκαναν πιο ιερή.. Το σπίτι βούλιαζε ολοένα. Κι από φιλί σε φιλί μπάταρε σε μια διάσταση που δεν την ξέρει κανένας. Στον καθρέφτη πέρασαν οι σκιές ενός θιάσου που σκηνοθετούσε πάνω στα χορικά της Άνοιξης. Βακχικά ή Ανθεστήρια. Την τύλιξε με το σακάκι του και αποκοιμήθηκαν μες την χλιδή ενός χρόνου αγώγιμου από όνειρα. Λήξανε όλα. Η νύχτα πάντα είναι επωδός…

110


λόγος δεύτερος

ΤΟ ΠΟΊΗΜΑ… Σβήνει το άρωμα των ρόδων μέσα στην φλογερή φυλακή του απογεύματος. Ένα νεύμα ηλιαχτίδας ξεπνοΐσμένης κάνει το σώμα ερρωμενέστερο. Νιάτα στα νιάτα- κρύσταλλα που ιριδίζουν έως της ευτυχίας τα σήμαντρα. Φιλοξενία στον πόθο, πάνω στης γης την πλάτη, όταν Τα πάντα θα ερωτευτούν και θα φωταγωγήσουνε την οικουμένη. Θρησκεία ανέμου σε όλα τα χαράματαΜετά που οι πνοές αφήνουν μια υπόσχεση από γενναίο θεό Που δραγουμάνος δίνει ουσία στον καημό μου.. Και σ’ όλα που τα έχουμε αλλά δεν μας ανήκουν Το ποίημα- μην ανήκοντας πια σε κανένανΜόνο ένας ύμνος στην εκλιπούσα λεβεντιά..

111


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΈΤΣΙ ΤΑ ΛΈΩ.. Αξιώνω έπαθλα που δεν είναι ορατά. Έτσι, όπως στα χρόνια απαξιώνονται οι ιδέες και η δημοκρατία με το ετσιθέλω κάποιων ατονεί και μουχλιάζει.. Ας με καταλαβαίνουν οι φίλοι: ζυμώνω άλλες φιλοδοξίες.. Επικοινωνώ μ’ έναν κόσμο αγνότερο. Τι να θελήσω που δεν το ‘χει η μέρα που μου χαρίζει την ανάσα και τις λυρικές εικόνες που τρέφουν το νοητικό στομάχι μου; Μιλάω πάντα όπως να είμαι ο πιστότερος όλωνΚαι παρ’ αυτά, αθεήσας.. αμέ.. Με καλύπτει η νύχτα με την ολόμαυρη μπέρτα της. Κι είμαι μοναστηριακός καλόγερος ανάμεσα στον όχλο που σε όλα του ακροβατεί..

112


λόγος δεύτερος

ΑΡΧΑΓΓΕΛΙΚΌ ΡΟΔΑΛΌ ΛΕΊΟ ΣΤΕΡΈΩΜΑ… Μια βάρκα πλέει ανοιχτά της αγάπης· Ενός χελιδονιού η πρύμνα κάνει τα τσαλίμια της μέσα στον ήλιο που λαχάνιασε· Τα ηλιοτρόπια γελάνε· Η μηχανή της ξενιτιάς ξέγραψε όλα τα κορμάκια· Ο αιώνας μου είναι αμετάκλητα πρόσφυγας· Είδα το αίμα που κοχλάζει πάνω απ’ τις πατρίδες· Τα εισιτήρια κόπηκαν για ανεπιστρεπτί ξεριζωμό· Η πίκρα που θα νιώσεις άνθρωπε δεν έχει αντίδοτο· Η θάλασσα είναι αγία κοιμωμένη· Ευτυχώς των λουλουδιών το σπαθί μετράει με βιας την γη την παντέρμη· Θυσίασα- θυσιάστηκα· κι έχω μια όρεξη απόψε για θάνατο Τόση που δεν χωρά σε τούτα που θα πω τα λογάκια…

113


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΎ ΔΙΔΑΧΉ… Όχι θλίψη- ένα πείσμα ίσως που καίει τον περίγυρο. Ασφυκτικά συμβαίνουν οι πραγματικότητες. Πώς να τις πω με τα μοντέρνα ελληνικά μου; Αποστέλλω φωνήεν και σύμφωνο ένρινο μου επιστρέφεται. Μαστίζει η φωνή μου την νύχτα και του αγιοκλήματος η κόψη Μοιράζει το μπαρούτι της στο Κορδελιό. Φτωχογειτονιές που ζήτησαν ήλιο και τους έλειψε θάρρος Ν’ ακούσουν λειτουργία μες από του τζίτζικα το πρωτοκλασάτο τετέρισμα..

114


λόγος δεύτερος

ΟΙ ΜΟΎΣΕΣ ΤΩΝ ΝΕΦΏΝ… Στο ρυάκι των χρόνων μου, αυτά που ανθίστανται, οικοδομούν εγωιστικές προσηλώσεις. Μια ανάγνωση συνεχίζεται όπως να ξέθαψε κάτι πολύτιμο ο αρχαιολόγος. Δεν ορίζω και τίποτα· όλα υπερβάλουν μέσα μου και γύρω. Χαράσσονται των αρωμάτων οι πυροβολισμοί στρογγυλοί όπως ένα γεμάτο φεγγάρι και αριθμημένοι σαν τα φυλλώματα πάνω στο δέντρο της οξιάς.. Τι αιωρείται πάνω απ’ το νερό και τι υποκλέπτει εικόνες από παράδεισο όταν και η σκλαβιά ελευθερία μετράται; Κι εγώ έχοντας χάσει τα κουράγια μου, εγώ διαβάζω τα στιλπνά φτερά του αεροπλάνου που αγωνιά να σηκωθεί πάνω απ’ το χώμα, μέσα στον αιθέρα που θεραπεύει τις Μούσες των νεφών..

115


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΠΡΊΛΙΕ.. Οι πολυκατοικίες είναι η μοντέρνα γειτονιά των ανθρώπων. Δύσκολη γειτονιά- δύσκολοι άνθρωποι. Κλειδωμένες ψυχολογίες, κουμπωμένοι χαρακτήρες, αιώνια φοβισμένοι υποτακτικοί. Ο ήλιος ψήλωσε· ξύπνησε η πόλη· η μέρα στέλνει το γράμμα της να σταθεί πάνω στον καθαρό ουρανό. Απρίλιε μάχου για μιαν αγάπη που σου έχω- μάχου Για ένα φως που μου χρωστάς..

116


λόγος δεύτερος

ΤΑ ΠΡΌΣΩΠΑ.. Διαβάζω τα πρόσωπα, περπατώ πάνω στα πρόσωπασαν να είναι ο δρόμος που βγάζει στις σπηλιές της ψυχής. Τα μάτια τους τρυπάνια που με γεμίζουν πληγές αγαπημένες. Την αναπνοή τους ακούω, αεράκι μες την ατμόσφαιρα τέλματος Τα μάτια τους και η αναπνοή τους εχέγγυα μιας επικοινωνίας βαθιάς. Πίσω από τον τοίχο της σιωπής, τα πρόσωπα μορφάζουν ή μιλάνε ακολουθώντας τον ήχο μιας μουσικής που δεν είναι δικιά μου ούτε δικιά σου- μιας μουσικής που φτάνει από καρδιά σε καρδιά και ξεκαρφώνει το κάδρο του ηλιοβασιλέματος, στον ορίζοντα..

117


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΌΣ ΜΟΥ ΑΠΟΥΣΙΆΖΩ… Στρογγυλό πάθος που εφαρμόζει μια καληνύχτα πάνω στο βλέφαρο του φεγγαριού. Ελάχιστα απέχω από το απόλυτο! Συγκυρία η ράχη να αγγίζει το στήθος μου. Καθένας λόγος μια δική μου δυσκολία. Πέφτει σκοτάδι· οι ήχοι μικραίνουνε. Με συνεπαίρνει το κρύο αεράκι. Τα πνευμόνια μου ζητούν το λαχάνιασμα. Πρωτότυπο μάθημα όταν λείπουν οι άλλοι. Και μοναχός μου απουσιάζω..

118


λόγος δεύτερος

Ο ΚΌΣΜΟΣ ΣΤΟ ΌΝΕΙΡΌ ΜΟΥ.. Να κοιμηθώ, πήρα μια βάρκα απ’ το φεγγάρι. Σκεπάστηκα με το άστρο, σκεπάστηκα με το σεντόνι της νύχτας Και βγήκα από την άλλη μεριά, στο ξέφωτο Ενός όμορφου ονείρου. Δεν ήμουν τότε παιδί- ποτέ δεν ήμουν. Άκουγα τις φυσαρμόνικες να παίζουν λυπημένα Κάτω από του ουρανού το ευχέλαιο. Και προσευχόμουν- τότε ακόμη προσευχόμουν Αλλά ο κόσμος δεν μπόρεσε ποτέ του να γίνει πιο δίκαιος.. Ξύπνησα τρομαγμένος και αδαής. Δεν είχα μνήμες παρά μόνο απ’ τα ανθισμένα τριαντάφυλλα..

119


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΡΚΟΎΜΑΙ ΣΕ ΜΠΑΡΟΎΤΙ ΠΟΙΗΤΙΚΌ… Έλειψες από την γειτονιά των άστρων και η πνοή σου κοιμήθηκε μες τον γαλάζιο αέρα που αντάμωσε την θάλασσα. Δεν έχω τίποτα να σκέφτομαι- μόνο Κάτι κουβέντες αόριστες -σαν η βροχή. Ο ήλιος φανερώνεται και κρύβεται. Όλα τα υπάρχοντά μου είναι ανώφελο κάτι. Κατάλαβα Των ανθρώπων την καυτερή τους αρμύρα. Μονάζω βλέπεις. Μεθώ με λόγια. Οι λέξεις με μπολιάζουνε. Έτσι Είμαι ψυχή αντάρτισσα που αρκείται σε μπαρούτι ποιητικό..

120


λόγος δεύτερος

ΜΈΝΕΙΣ ΣΕ ΆΛΛΗ ΠΑΡΟΜΟΊΩΣΗ ΚΙ ΕΓΏ ΤΟΎΤΟ ΤΟ ΞΈΡΩΓια να τρέχω κάτω από τα σύννεφα γυμνάζομαι σε μια σιωπή βελουδένια. Το ακρωτήρι αφήνει την αψάδα του στην θάλασσα - και σαν σε παλιά γειτονιά Το στενάκι μυρίζει ασβέστη. Μένεις σε άλλη παρομοίωση κι εγώ τούτο το ξέρωΠροκαλώ του εαυτού μου τα μυστικά· προσβάλλομαι από μελίγκρα των ονείρων. Έλα σαπούνι μου να απολυμάνεις την κάθε σκέψη που κάνω. Την νύχτα είμαι άλλος. Έχω σημάνει κάθε δύσκολο συναγερμό.. Τα γεράνια βλέπω που αρνούνται να είναι όπως ο κόσμος τεθνεώς. Τα φυτά εισβάλλουν επάνω μου. Εφαρμόζουν τον αγαπημένο αποκλεισμό τους Και στην καρδιά μου ακόμα..

121


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

Ο ΈΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΊΑ.. Ταξιδεύουν στον χρόνο: Λόγια που βάφουν ερυθρά την σιωπή και πανσέδες Που κρυφογέρνουνε το κεφαλάκι τους Να πουν το φοβερό τους χρωματιστό μυστικό. Στο μπαλκόνι η Ελένη ποτίζει. Ωραία τα μαλλιά της κυματίζουν σαν μία σημαία μελαχρινή. Βλέπω τα μάτια της. Εκείνα που δονούν την επαρχία σαν σεισμός που την καρδιά μου αναστατώνει. Μου ρίχνει μια κλεφτή ματιά. Ο έρωτας περιστρέφεται γύρω από κάτι που δεν είπα και δεν είπες..

122


λόγος δεύτερος

ΚΆΤΙ ΦΟΡΈΣ ΖΗΤΏ ΈΝΑ ΈΛΕΟΣ.. Κάτι φορές εξακοντίζω μήνυμα κι ας λείπουνε οι ορατοί αποδέκτεςΚάτι φορές και μ’ εμένα θυμώνω γιατί Με δάγκωσε η ολιγωρία μου- κάτι φορές το μυστικό μου είναι μια πλουραλιστική σφεντόνα που Στέλνει την πέτρα μακριά, στο υπερπέραν όλων των θρησκευμάτων. Συλλέγω φως και το σκοτάδι πολεμώ Ανοίγοντας τα αόρατα φτερά μουΚάτι φορές αυτός που είμαι εγώ Κλονίζεται κι από την λύπη· Κάτι φορές ζητώ ένα έλεος απροσδιόριστο..

123


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΝΟΣΤΑΛΓΊΑ… Αυτό που είναι δίπλα μας αυτό θα μας προδώσει Αφήνοντας κάποτε να το κλέψει η θάλασσα Σαν ζωή που την φυσάει ένας φιλόδοξος αέρας Και χάνει το νηφάλιο βάθος της. Κατευθείαν λευκά λουλούδια που χρησμοδοτούνε Πίσω από της γειτονιάς τα σπίτια στον δρόμο Που βγάζει έξω απ’ του χωριού την αλάνα.

και κρύβονται

Ένας καπνός από φωτιά στο τζάκι ανεβαίνει λιγνός Και στέλνει τα ψιθυριστά σινιάλα του Χειμωνιάτικα λόγια Που πυρπολήθηκαν απ’ την διδασκαλία της φωτιάς. Βρίσκω τα τρυφερά γλαστράκια σου να μου γνέφουν Μαφιόζικα τολμήματα στα τέλη Απριλίου εκεί Που κι ο αιώνας με ξάφνιασε και η ανάγνωση Πολύ μακριά απόψε με πήγε Στα μέρη μίας νοσταλγίας να σε είχα απόψε κοντά μου..

124


λόγος δεύτερος

ΑΣ ΜΕ ΔΙΚΆΣΕΙ Η ΣΙΩΠΉ ΜΟΥ… Προσεκτικά: ένας ψίθυρος εντείνει τις αγωνίες μέχρι κόκαλο, Μία φωνή σκαλώνει πάνω στα κεραμίδια της νύχτας· Γράμματα, πολλαπλασιασμοί, αριθμοί, Διαιρέσεις, προσθέσεις, όλα του αυτού εαυτούΣκυλεύουνε τούτην την εποχή οι άρχοντες πάνω στα πτώματα σκληρότηταΈξοδος, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, άκου Τι απ’ τα νιάτα σου έρχεται· Οι νυχτερίδες δεν ευελπιστούνε· Ο άνεμος σπέρνει ζαλάδες πάνω στην αγαπημένη λεμονιά· Μυρίζει ευαισθησία και αντίλαλος από παράδεισο· Θαμπά έρχονται τα κεκτημένα να θαφτούν Κάτω απ’ την μέρα που τέλειωσε· Ας με δικάσει η σιωπή μου.. Θρησκείες που περιφρόνησα δίπλα μου υπάρχουν..

125


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΝ Ο ΜΆΙΟΣ… Αν οι επιλογές μου, τα συσκεπτόμενα άνθη, οι παπαρούνες που δρέπουν το άλικο παρθένες, τα χαμομήλια δοκησίσοφα και αναπλασμένα, οι ιαχές των δέντρων, η αντήχηση κάτω από τον ουρανό το βιολί της μέλισσας λυρικό και άοκνο, οι νότες των χλοοφόρων αναμνήσεων, εγώ που σ’ αγαπώ και δεν σε έχω, η διαπραγμάτευση που βασανίζει τον αέρα μου το εθνικό μου καθήκον, ο καπνός των ονείρων που εξατμίζονται στο πρώτο φως της μέρας, η ανάσα μου σχηματισμένη πάνω στης αιωνιότητας το μανίκι, το ποίημα μου μισοτελειωμένο σαν ένας τελάλης αχινός που κυοφορεί όλους τους κινδύνους μιας αόρατης θάλασσας.. Αν ο επουράνιος ιδεατός Μάιος…

126


λόγος δεύτερος

ΠΊΣΩ ΑΠ’ ΤΑ ΧΑΛΆΣΜΑΤΑ… Σκόρπισαν πούπουλα μες τον αέρα και Φωνήεντα θανάτου· ο πόλεμος Μαίνονταν· μια βροχή Δυνάμωνε, ξέπλενε το χυμένο αίμα, οι πυροβολισμοί Ακούγονταν ως τις γειτονιές των αγγέλων. Τότε εσύ Φάνηκες πίσω απ’ τα χαλάσματα, αέρινη Σαν οπτασία- και σιγανοπερπατούσες πάνω Στην λασπωμένη γη· τα μαλλιά σου Λυτά, ανεμόδοξα, Σκόρπιζαν παθιασμένες ανταύγειες· ένα παιδί Σ’ ακολουθούσε· Κανείς δεν ήξερε πού πας· μόνο όταν κόπασε η βροχή Σε είδαν που έστριψες στην γωνιά μιας ελπίδας Όλα να γίνουν καλύτερα- εδώ Που μολύνθηκε η ζωή μας από λέρα πολέμου..

127


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΕΠΑΓΩΓΙΚΉ ΚΑΛΛΙΚΈΛΑΔΗ ΚΥΡΙΑΚΉ… Ξύπνησαν λόγια στο λιβάδι της μέλισσας, ο ήλιος γεύτηκε μπουρμπουριστή ομορφιά· Τα κλειδιά ακούστηκαν που ξεκλειδώνουν το σύμπαν, με την παρέα γελάσαμε και ήπιαμε καφέ, η χαρά μας δεν λέγονταν· πάντα απολαμβάνω αυτά τα δώρα της φιλίας· μετά Περπατήσαμε μες την λιακάδα, ήρωες ενός ιδιωτικού μυθιστορήματος, αψεγάδιαστοι και σε σκέψη και όψη, ντύνοντας κέφι την μέρα μας μια επαγωγική καλλικέλαδη Κυριακή..

128


λόγος δεύτερος

ΑΠΟΥΣΊΑ.. Χέρι που οργώνει το νερό ευανάγνωστο χέρι Που ζητά την δροσιά όπως τραγούδι χαρμόσυνο· Ο ρους φλερτάρει με την ιστορία που δεν ξαναγράφεται Ψαύεις την μαχητικότητα της Στιγμής Επιδερμίδα νεύρα νύχια όλα σε εγρήγορση Συγκρατούν την ιδέα σωστά, όλα είναι σημαντική διδαχή Ιούνης κερνάει και Ιούνιος πίνει Κι αυτό που είσαι εσύ δεν είναι κι όμως κοντά μου..

129


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΤΟΛΊΔΙΑ… Πόδια στην άμμο, πέδιλα που συντροφεύουν τις πατούσες Και νύχια τυρκουάζ Βαμμένα Κυνηγώντας μια αίσθηση κάψας Χρυσάφι στόλισμα στο φως, χρυσάφι Του νηφάλιου μεσημεριού ξόανο Φετίχ των ανέμων Ανεβάζει τον πυρετό του καλοκαιριού Μαρία Ελένη Ασημίνα Κυριακή Ρέπω προς την σιωπή των αγαλμάτων..

130


λόγος δεύτερος

Η ΜΠΑΛΑΡΊΝΑ ΆΝΟΙΞΗ ΚΛΈΒΕΙ ΤΟ ΌΡΑΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΆΣ… Αυτά που χορεύουν δεν είναι των ανθέων οι ταξιαρχίες, ούτε καν η στρωτή απλωμένη θάλασσα στο λιβάδι, της χλόηςΕίναι η ντελικάτη παιδούλα που μοσχομυρίζουν αέρα φρέσκο τα μαλλιά της όπως αχτένιστα κραδαίνουν το σύμπαν της έκπληξηςΕίναι η Άνοιξη μεστωμένη με στήθια λαύρα προκλητικά και οι πόθοι που την ορέγονται και την ακολουθούνΗ Άνοιξη προ των πυλών, η Άνοιξη Διαβάζοντας ψαλμούς απ’ τα παλιά ανθεστήρια, η Άνοιξη που έπαιξε τόσο με την πραγματικότητα που η πραγματικότητα λουλούδιασε!

131


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΊΑ ΌΤΑΝ Η ΠΥΞΊΔΑ ΔΕΝ ΑΓΑΠΆ ΤΟΝ ΒΟΡΙΆ… Και η λιακάδα σχολιάζει το μεσημέρι. Μια απογευματινή βροχούλα μετά, δροσίζει τις μουριές που φορτωθήκανε υπεροψία. Στο παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, η σκουριά προσφέρει τις υπηρεσίες τηςΝταλκά που έχω! – η νύχτα που θα ‘ρθει κρεμά τα άρματά μου λέξεων καριοφίλια στον μπλαβί ουρανό. Συρρικνώθηκαν τα φεγγάρια- ο άνεμος προπονεί τις επιθυμίες. Κόβε καλά μαχαίρι μου: σε τούτο το ζωνάρι που σ’ έχω μην μου ζητάς αναπαμό· αντάρτεψε και ζήτα την δικαιοσύνη που για μένα θέλω: των αδούλωτων…

132


λόγος δεύτερος

ΤΙ ΜΑΤΑΙΏΝΕΤΑΙ ΌΤΑΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΊ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΜΕΝΕΤΟΊ;… Το θάρρος μας σχισμένο σαν πανί που τρέμει στην αντάρα. Το θάρρος μας εμείς οπού πασχίζουμε να είμαστε οι αληθινοί εμείς. Το θάρρος μας σβηστήρας για την αλλοτρίωση που πανδημεί. Ανακουφίζομαι όταν κοιτώ τον ουρανό. Μπορεί και ν’ αποβλέπω σ’ ένα τρίγωνο από εκείνο που ήξεραν οι προπαππούδες μου. Θρησκεύω ξεστομίζοντας λογάκια ακατάληπταΜε έπλασαν εμένα θυμωμένο… Καρφίτσα που τρυπά τα χώματα και που τσιμπάει τους νεκρούς για να ξυπνήσουνε καρφίτσα.. Οξύ το βέλος που αγαπώ- και για τον νου και την καρδιά μου, οξύ… ************************************************************* Ξύλο που ξέβρασε η θάλασσα και θάλασσα που ξέβρασε το ξύλο: Ενότητα όταν η ενότητα σπάζει και γίνεται ένα μεθύσι της ύλης διαλεκτικό. Στην παραλία, έρημη κάτω από την αραιή συννεφιά και τον ήλιο που κρύφτηκε· ένα χελιδονάκι τιτιβίζει ανέμελο και διψασμένο για ελευθερία που θέλησε..

133


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΠΌΛΥΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΈΣ ΓΕΩΓΡΑΦΊΕΣ.. Κλειστά σύνορα και ανοιχτές γεωγραφίεςΔεν ανήκει τίποτα στα έθνη- τα έθνη ταλανίζονται να υπερασπιστούν μια έκταση που δεν επεκτείνεται· Είναι η φιλαυτία τους, είναι ο εγωισμός τους· Τα έθνη είναι ο εγκλωβισμός μες το χωράφι που πλημμύρισε αγκάθια· Βρίσκω το που ψάχνω όταν η ικανότητά μου να νικώ Έχει κιόλας εκλείψει..

134


λόγος δεύτερος

ΤΟ ΠΟΊΗΜΑ ΜΟΥ… Σχήματα εισβάλλουν μέσα στα σχήματα και γίνεται ένας πανζουρλισμός από ατασθαλίες που διαβρώνουν το στερεό των πραγμάτων να γίνει ρευστότητα που δεν συναντάται. Η φυσική κανονιοβολεί την χημεία, οι πράξεις ξεπερνάνε τις δράσεις μας, ο έρωτας είναι ένας φόβος περίεργοςΌλα ακολουθούν την πεπατημένη, έτσι που και το ποίημα μου είναι βατό από τους τυμβωρύχους που αγαπούν να αφαιρούνε κτερίσματα..

135


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΣΗΜΑΤΟΔΌΤΗΣΗ.. Σε τι αισιοδοξία αποβλέπει ο απελπισμένος και πώς διαχειρίζεται τις μέρες του, σε φυλακή όντας αυτός από αυτόν; Κι από τι χείμαρρο παρασυρμένος του πάθους του κρυφός που καταλήγει ποταμός, εστιάζεται σε λεξιλόγια που φθίνουν και πεθαίνουν; Κανείς δεν καταλαβαίνειΤο ξέρω εγώ Κι εσύ επίσης το ξέρεις· Ευχόμαστε αλλά δεν γίνονται με τις ευχές καλύτερα τα πράγματαπυρήνες αναζητά μιας φωτιάς ο Ποιητής και τους πίδακες ξέρει του αθάνατου νερού. Αλλά η αθανασία είναι μια νόθα κόρη της ματαιότητας· ψάξε εκεί που η θάλασσα παντρεύεται με την στεριά και οι γλάροι φιμώνουν το μεσημέρι τελαλίζοντας την γεωμετρία του ουρανούΟυσιαστικά ως το έπακρον..

136


137


Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΊΩΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΑΡΕΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ & ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2015


ISBN: 978-618-82188-5-7


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.