Ιωάννης Πολέμης, τα ποιήματα

Page 1

1



τὰ ποιήματα


ekdoseisdianisma@gmail.com facebook.com/ekdoseisdianisma ekdoseisdianisma.blogspot.gr


ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ τὰ ποιήματα

εκδόσεις ΔΙΆΝΥΣΜΑ



ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟῚ (1888)


8


ΔΙΠΛΟΣ ΠΟΝΟΣ Χρυσῆ ἀράχνη μυστικὰ τὸν ἔρωτά μου ὑφαίνει κ’ εἶν’ ἡ ἀγάπη μου κρυφὴ κ’ ἐντροπαλὰ κρυμμένη. Κ’ ἡ πειὸ λεπτὴ ἀναπνοὴ ὅπου ‘ςτὸν κόσμο ἐστάθη ἄν τὴν φυσήσῃ μιὰ στιγμὴ ἐσχίστηκε κ’ ἐχάθη. Μόνον ἐκείνη π’ ἀγαπῶ ‘ςτὸ πλάϊ μου διαβαίνει καὶ σἄν νὰ βλέπῃ κἄτι τι μὰ δὲν καταλαβαίνει, γιατὶ ποτὲ δὲν ἔμαθε κι’ οὔτε ποτὲ θὰ μάθῃ πῶς κρύβω τὴν εἰκόνα της μέσ’ ‘ςτῆς καρδιᾶς τὰ βάθη. Κι’ ὅταν σιμά μου ἔρχεται καὶ χίλια λόγια ἀρχίζει, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἀγάπη μου ‘μπροστά της ξεχειλίζει καὶ θέλει μ’ ἕνα δάκρυο ‘ςτὰ μάτια νὰ φανῇ, Φεύγω προτοῦ τὸ δάκρυ μου ‘ςτὰ βλέφαρά μου φθάσῃ, γιατὶ ἐκείνη ἅμα τὸ ‘δῇ ‘μπορεῖ καὶ νὰ γελάσῃ, κ’ ἔτσι διπλὸς ὁ πόνος μου, διπλὸς θὲ νὰ γενῇ.

9


ΑΓΝΩΣΤΟΣ Οὔτε μὲ γνωρίζεις, οὔτε σὲ γνωρίζω, ποῦ καὶ ποῦ μοῦ ῥίχνεις μιὰ ματιὰ γοργή, κι’ ὅμως σἄν μὲ βλέπῃς κἄποτε νομίζω πῶς δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε ‘ςτὴ γῆ. Ἄν σοῦ’πῶ πῶς ἔρως τὴν καρδιά μου καίει, δὲν θὰ τὸ πιστεύσῃς ὅπως κι’ ἄν σ’τὸ ‘πῶ, κι’ ὅμως, δὲν εἰξεύρω, κἄτι τι μοῦ λέει, −κ’ ἴσως εἶν’ ἀλήθεια−ὅτι σ’ ἀγαπῶ. Οὔτε σὲ γνωρίζω, οὔτε μὲ γνωρίζεις, ὅμως σἄν διαβαίνῃς κ’ ἔτσι μὲ θωρεῖς, δίχως νὰ τὸ ξέρῃς κἄτι μοῦ χαρίζεις, δίχως νὰ τὸ ξέρω κἄτι μ’ ἀφαιρεῖς.

10


ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΝ Δὲν θέλω νᾆνε ὤμορφη πολὺ ἐκείνη ποῦ ἡ μοῖρα μοῦ ἑτοιμάζει· μ’ ἀρέσ’ ἡ εὐμορφιὰ ὅπου ‘μιλεῖ καὶ ὄχ’ ἡ εὐμορφιὰ ὅπου ξιππάζει.

11


Ο ΧΡΟΝΟΣ Κυλάει ὁ Χρόνος σἄν νερό, τρέχ’ ἡ ζωὴ σιμά του καὶ σέρνει κάθε μας χαρὰ ‘ςτὸ γοργοκύλημά του, σβύνουν τὰ τόσα ὀνείρατα−τοῦ ῥόδου χρυσαλίδες καὶ ‘ςτὸν ἀγέρα χάνονται χρυσόφτεραις ἐλπίδες. Κι’ ὁ Θάνατος ποῦ ἀθάνατο τὸν ἔπλασεν ἡ τύχη κόβει, θερίζει ἀνέσπλαχνα ὅ,τι ‘μπροστά του τύχει. Κυλάει ὁ Χρόνος σἄν νερὸ−’Στὸ γοργοκύλημά του δὲν σέρνει μόνο τὴ χαρά ποῦ βρίσκει ἐδῶ κάτου, μὰ παίρνει κάθε λύπη μας, κάθε καϋμὸ καὶ πόνο κ’ ἡ μαυροφόρ’ ἀπελπισιὰ βρίσκει γιατρὸ τὸ χρόνο. Κι’ ὁ Θάνατος κἀμμιὰ φορὰ ποῦ πόνους δὲν πιστεύει ἐνῷ θερίζει τὴ ζωὴ πόσους καϋμοὺς γιατρεύει! Διάβαινε, Χρόνε, γρήγορα, γιὰ χάρι σ’ τὸ γυρεύω μὰ σἄν θὰ ‘δῇς ‘ςτὸ πλάϊ μου τὴν κόρη ποῦ λατρεύω τότε νὰ κόψῃς τὰ φτερὰ ἀπ’ τὰ γοργά σου χρόνια καὶ σὺ σἄν βράχος νὰ σταθῇς ἀκίνητος αἰώνια. Κι’ ὁ Θάνατος ὅταν θἀλθῇ καὶ ‘δῇ τὸν ἔρωτά μας θὰ λυπηθῇ, θὰ σπλαγχνισθῇ, θὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά μας.

12


Η ΚΡΙΤΙΚΗ Ἡ Κριτική μοῦ φαίνεται θὰ μὲ μαλώσῃ πάλι καὶ θὰ φορέσῃ τὰ γιαλιὰ μὲ σουφρωμένα φρύδια καὶ τέτοια λόγια θὰ μοῦ ‘πῇ: −Δὲν ἔχει τάχα ἡ λύρα σου ἄλλαις φωναὶς νὰ βγάλῃ, ἀλλὰ μᾶς ψέλνει πάντοτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια γιὰ τὴν ἀγάπη σου; ‘ντροπή! Καὶ βέβαια ‘ςτὸ διάβολο καὶ πάλι θὰ μὲ στείλῃ καὶ θὰ μὲ ‘πῇ μονότονο ‘ςτὸ θέμα καὶ ‘ςτοὺς στίχους· ἀλλὰ κ’ ἐγὼ θὲ νὰ τῆς πῶ: −Μήπως ἀλλάζουν μυρωδιὰ τὰ ῥόδα τοῦ Ἀπρίλη, καὶ τ’ ἀηδονάκια τὰ δειλὰ μήπως ἀλλάζουν ἤχους, μήπως ἀλλάζουνε σκοπό; Αἴ! Κριτικὴ παράξενη, ὅπως σ’ ἀρέσει κρῖνε, μὰ ὅπου καθένας μας πονεῖ ἐκεῖ κι’ ὁ νοῦς του εἶνε.

13



ΑΛΆΒΑΣΤΡΑ (1900)



ΓΙΑΤΙ ΑΓΡΥΠΝΩ Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια μ’ ἄνοιξαν πληγή• κι ἀγρυπνῶ ἀπ’ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ’ τὴν ἔννοια κι ἀπ’ τὴ συλλογή. Τῆς νυχτὸς ἡ πάχνη χάνεται κι ἐκείνη ὅμοια μὲ καπνό. ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει, κι ὅμως ἀγρυπνῶ. Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφομιλιοῦνται τ’ ἄστρα ζηλευτά, ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται τὰ ματάκια αὐτά. Τίνος εἲν’ τὰ μάτια ; μὴ ρωτᾷς ἐμένα, κόρη εὐγενική• σῦρε στὸν καθρέφτη καὶ ζωγραφισμένα θὰ τὰ δεῖς ἐκεῖ. (Μελοποιημένο ἀπὸ τὸν Νικόλαο Κόκκινο)

17


ΝΕΟΣ ΑΙΩΝ Μιὰ κλεισμένη θύρα, μιὰ κλεισμένη θύρα βλέπω πάντα ἐμπρός μου… Ἐκεῖ μέσα ἡ Μοῖρα, ἐκεῖ μέσα ἡ Μοῖρα κατοικεῖ τοῦ κόσμου. Μαύρη, σιδερένια καὶ μανταλωμένη στέκεται μπροστά μου. Κρούω γιὰ νὰ μ’ ἀνοίξει καὶ βουβὴ ἀπομένει στὰ χτυπήματά μου. Καὶ τῆς φαντασίας τὴ χρυσὴ λαμπάδα μὲ λαχτάρα ἀνάβω καὶ κολλῶ τ’ αὐτί μου στὴ στενὴ σχισμάδα γιὰ νὰ καταλάβω. Στὰ βαθιὰ κατώγια καὶ σὲ κάθε δῶμα καὶ ψηλὰ στὴ στέγη μαῦρα μοιρολόγια καὶ λευκὰ τραγούδια κάποιο στόμα λέγει. Κρούω καὶ ξανακρούω κι ἀπαντοῦν οἱ κρότοι κεραυνῶν κι ἀνέμων, κι ἀπὸ μέσα ἀκούω καὶ θριάμβων ὕμνους καὶ κλαγγὲς πολέμων. Στεναγμοὶ καὶ γέλια καὶ φιλιὰ καὶ θρῆνοι ἀπὸ πέρα ὡς πέρα• μιὰ φωνὴ πνιγμένη μιὰ κατάρα ἀφήνει σὰν βροντῆς φοβέρα : 18


«-Φέρνω πόνους• αἷμα σὰν ποτάμι ρέε. μαῦρο Μῖσος, χαῖρε !» Κι ἀποκρίνετ’ ἄλλη :«Σήκω, Ναζωραῖε, τὴν Εἰρήνη φέρε !» Σὲ ρυθμοὺς κροτάλων σχίζουν τὸ ἀέρα καγχασμοὶ δαιμόνων καὶ τριγμοὶ κοκκάλων καὶ τραγούδια ὀργίων κι ἄγριοι βόγγοι πόνων. Καὶ βογκᾷ τὸ χῶμα καὶ βογγὰ ὁ ἀγέρας… Καὶ ψηλὰ στὴ στέγη καὶ σὲ κάθε δῶμα μιὰ φωνὴ πνιγμένη τέτοια λόγια λέγει : «-Φέρνω πόνους• αἷμα σὰν ποτάμι ρέε. μαῦρο Ψέμμα, χαῖρε !» Κι ἀποκρίνετ’ ἄλλη :«Σήκω, Ναζωραῖε, τὴν ἀλήθεια φέρε !» Καὶ τῆς φαντασίας τὴ χρυσὴ λαμπάδα μὲ λαχτάρα ἀνάβω καὶ κολλῶ τὸ μάτι στὴ στενὴ σχισμάδα γιὰ νὰ καταλάβω. Καὶ θωρῶ σκοτάδι καὶ σπασμοὺς ἐρώτων καὶ σπασμοὺς θανάτων καὶ σκιῶν κοπάδι καὶ σκιὲς ἀνθρώπων καὶ σκιὲς τεράτων. Καὶ κοιτάζω πάλι καὶ θωρῶ μιὰ λάμψη ἀπὸ τ’ ἄστρα ἀπάνου, 19


ἄφθαστη, μεγάλη, σὰν ρομφαῖα νὰ πέφτει στὴ φυγὴ τοῦ Πλάνου. Καὶ στὰ βάθη ἡ λάμψη ξάφνου φανερώνει ἕνα θρόνο χώρια, καὶ στὸ θρόνο ἀπάνω διπλοκαμαρώνει ρήγισσα πανώρια. Καὶ θωρῶ τὸ θρόνο σ’ ἕνα δάσος κρίνων νὰ φρουροῦν θηρία καὶ τραγούδια ἀκούω μὲ φωνὲς Σειρήνων : «Χαῖρε ἐλευθερία !» Μιὰ κλεισμένη θύρα, μιὰ κλεισμένη θύρα βλέπω πάντα ἐμπρός μου… περιπαίχτρα Μοῖρα, περιπαίχτρα Μοῖρα, τὸ κλειδὶ τῆς δὸς μού !

20


ΚΕΙΜΉΛΙΑ (1904)


22


ΖΩΓΡΑΦΙΑ Σκῖνοι καὶ πεῦκα θάμνοι καὶ χαμόκλαδα πυκνὰ στολίζουν τοῦ βουνοῦ τὴ ράχη• κάτω, νερὰ καθάρια καὶ τρεχούμενα, ἀπάνω ἡλιοκαμένοι βράχοι. Στὰ πόδια τοῦ σαρακωμένες, γέρικες ἐλιὲς μεστοῦν τοῦ καρποῦ τὰ πλήθη καὶ γύρω ἀμπέλια καταπράσινα ἐγκυμονοῦν τῶν πόνων μᾶς τὴ λήθη. Ὁ ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ χρυσοφωτὸς κόσμους ἐντόμων, νέους κόσμους πλάθει καὶ συντροφεύει ὁ βόμβος ὁ μονότονος τῆς μέλισσας ποὺ τριγυρνᾷ στ’ ἀγκάθι. Ἀργὰ τὸ δεῖλι, στοῦ ἥλιου τὸ βασίλεμα, σκορπίζουν γύρω τα φτερὰ τοῦ ἀγέρα γαυγίσματα σκυλιῶν, ἀρνιῶν βελάσματα καὶ στεναγμοὺς ἀπὸ βοσκοῦ φλογέρα. Κι ὅλα μαζί, καὶ θάμνοι καὶ χαμόκλαδα καὶ μέλισσες κι ἀρνιὰ κι ἐλιὲς κι ἀμπέλια, κοιμοῦνται μὲ τοῦ γκιώνη τὸ παράπονο, ξυπνοῦν μὲ τοῦ κορυδαλλοῦ τὰ γέλια.

23


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ -Παπά, μιὰ κόρη ἀγάπησα καὶ μ’ ἀγαποῦσε σὰν τρελλή• μιὰ μέρα τὴν ἀγκάλιασα, πῆρα τὸ πρῶτο της φιλί. Παπά, τί συλλογάσαι ; -Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ, συχωρεμένος νὰ ’σαι. -Μιὰ μέρα ἐκείνη ἐρίχτηκε στὴν ἀγκαλιά μου ντροπαλὴ κι ἁμάρτησα κι ἁμάρτησε ὄχι μονάχα μὲ φιλί. Παπά, τί συλλογάσαι ; -Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ, συχωρεμένος νὰ ’σαι. -Μιὰ μέρα τὴν παράτησα τὴν ὄμορφην ἁμαρτωλὴ καὶ δὲν τῆς ξαναζήτησα μήτ’ ἀγκαλιά, μήτε φιλί. Παπά, τί συλλογάσαι ; -Δὲν τὴν ἀγάπησες πολύ, καταραμένος νὰ ’σαι ! (μελοποιημένο ἀπὸ τὸν Σπύρο Σαμάρα) 24


ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΕΑΙ Γενιά, ποὺ χρόνους καὶ καιροὺς εἶχες πιστὰ συντρόφια στὰ κορφοβούνια τοὺς ἀιτούς, στὰ πέλαγα τοὺς γλάρους, κι ἀπὸ τῆς κούνιας τὸ φιλὶ κι ὡς τὸ φιλὶ τοῦ τάφου διπλὴ λαχτάρα σ’ ἔθρεψεν : ἡ Πίστη καὶ ἡ Πατρίδα! Καὶ σύ, γενιά, ποὺ ἐβλάστησες στὸ γέρικο κορμό της καὶ δὲν ψηφᾶς, φθινόπωρο τὰ φύλλα σου νὰ ρίξη, γιατὶ τὰ μαρμαρόδεσε μαρμαροχέρα ἡ Δόξα! Καὶ σύ, γενιὰ νιοφτέρουγη, δειλὸ ξεπεταρούδι, ποὺ παραιτώντας τὴ φωλιὰ πετᾶς ὁλόγυρά της, γιὰ νά ᾽σαι πάντοτε κοντὰ στῆς μάνας σου τὰ χάδια! Ὤ τρεῖς γενιὲς καλότυχες καὶ χρονοκαταλύτρες, ἡ χθεσινὴ κι ἡ σημερνὴ κι ἡ αὐριονή, σᾶς εἶδα τὶς τρεῖς μαζὶ στὸν ὕπνο μου, στὴν ὑπνοφαντασιά μου. Λαγκάδια, βράχοι καὶ βουνὰ καὶ πέλαγα καὶ κάμποι, σὰν νά ᾽χαν σμίξει ὅλες μαζὶ τὶς χάρες των καθένα κι ἔκαναν κάτι ἀγνώριστο, σὰν ἔξω ἀπὸ τὴν πλάση. Κι ἐκεῖ - ξάστερο τ’ ὄνειρο - κι οἱ τρεῖς γενιὲς ἀνταμα τριπλὸ τραγούδι ἐλέγανε, τριπλὸ χορὸ εἶχαν στήσει. Κι ἔλεγ’ ἡ χθεσινὴ γενιὰ μὲ μιὰ φωνὴ καθάρια: - Ἤμαστε κάποτε κι ἐμεῖς καὶ νιοὶ καὶ παλληκάρια, κι ἂν σκλάβοι ἐγεννηθήκαμε, δὲν εἴμαστε καὶ δοῦλοι. Τὸν ὕπνο δὲ χορτάσαμε· τὴ νύχτα καραούλι, τὰ ξημερώματα χορὸ καὶ τὴν ἡμέρα μάχη ἀπὸ κλεισούρα σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ κορφὴ σὲ ράχη. Ὡς ὅτου πιὰ μὲ τὸ αἷμα μας, ποὺ χύνονταν πλημμύρα, τὸ σάβανο τῆς Λευτεριᾶς τὸ κάναμε πορφύρα, κι ἀφοῦ τὴν ἀναστήσαμε σ’ ἄφθαστο μετερίζι μὲ τὸ νερὸ τ’ ἀθάνατο, ποὺ ἡ Πίστις ἀναβρύζει, κορόνα της φορέσαμε στ’ ἀχτινωτὸ κεφάλι 25


κορόνα, ποὺ ὀμορφότερη στὸν κόσμο δὲν εἶν’ ἄλλη. Ζαφείρια τὴ στολίζουνε καὶ τὰ ζαφείρια ἐκεῖνα ἔχουν μπριλάντι ἡλιόφωτο στὴ μέση, τὴν Ἀθήνα. Κι ἔλεγ’ ἡ σημερνὴ γενιὰ μὲ μιὰ φωνὴ καθάρια: - Εἴμαστε σήμερα κι ἐμεῖς καὶ νιοὶ καὶ παλληκάρια. Σκλάβοι δὲ γεννηθήκαμε σὲ θλιβερὰ κρεβάτια, στ’ ἄπλετο φῶς τῆς Λευτεριᾶς ἀνοίξαμε τὰ μάτια. Ἡ ξενοιασιὰ μᾶς ἔριχνε τὰ δολερά της βρόχια. Γοργὰ ξεχνοῦν οἱ νιόπλουτοι τὴν πρωτινή τους φτώχεια. Πρωτότοκοι τῆς Λευτεριᾶς καὶ πρῶτοι κληρονόμοι, γοργὰ κι ἐμεῖς ξεχάσαμε πὼς μένουν κι ἄλλοι ἀκόμη. Ὡς ὅτου ἀκούσθη μιὰ φωνὴ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη μεσ’ ἀπ’ τῶν ἅγιω τάφων σας τὴν ἱερὴ κρύπτη. Ἔτσι στὸ θεῖο πρόσταγμα ποὺ ἔκαμ’ ἡ ψυχή σας, φωτιὰ ἦταν τὸ ἀνασήκωμα κι ἄνεμος ἡ φωνή σας. Καὶ νά ἡ γενιὰ ἡ αὐριανή, δειλὸ ξεπεταρούδι, χορεύει ἀναθαρρεύοντας καὶ τέτοιο λέει τραγούδι: - Φιλῶ τὸ χέρι σου, παππού, τὸ χέρι σου, πατέρα, μὰ ἐμεῖς καλύτεροι ἀπὸ σᾶς, θὰ γίνωμε μιὰ μέρα. Ὅ,τι γενναῖο κι ὅ,τι ἱερὸ στὸ νοῦ μας σᾶς ὑψώνει θ’ ἀστράφτη ἐμπρὸς στὰ μάτια μας καὶ θὰ μᾶς τὰ θαμπώνη. Κι ὅ,τι μικρὸ καὶ ταπεινὸ ἢ στὴν ψυχὴ ἢ στὴ σκέψη κακοὶ καὶ δίσεχτοι καιροὶ σᾶς ἔχουν δασκαλέψει στὰ θαμπωμένα μάτια μας θὰ χάνεται, θὰ σβήνη, καὶ δάσκαλός μας κι ὁδηγὸς ἡ νίκη σας θὰ γίνη. Κι ὅρκο σᾶς κάνομε βαρύ, κι ὅρκο ζωῆς, θανάτου, πὼς γρήγορα μὲ τὸν καιρό, στὸ γοργοκύλισμά του, θὰ φέρωμε καὶ μεῖς στερνὸ στολίδι στὴν κορόνα χρυσὸ δικέφαλον ἀιτὸ νὰ λάμπη στὸν αἰώνα!

26


το βιβλίο τα ποιηματα του Ιωαννη Πολεμη στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε τον Μάιο του 2015 απο τις εκδοσεις δυανυσμα και κυκλοφορει δωρεαν σε ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα πνευματικα δικαιωματα

εκδόσεις ΔΙΆΝΥΣΜΑ


28


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.