ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΑΝΥΣΜΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Σειρά: Διανυσματικά ποιήματα © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Λένα Σαμαρά, 2015 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ekdoseisdianisma.blogspot.gr ekdoseisdianisma@gmail.com
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΑΝΥΣΜΑ
‘’Τον κόσμο σεργιανώ πληρώνοντας με λύτρα της καρδιάς το κόσμημα της γραφής’’ Λ. Σαμαρά.
7
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΒΑΡΚΆΡΗΣ Λίγες σταγόνες αλάτι ακροβατούσαν στα δάχτυλά του Μα εκείνος έμοιαζε να χει αγκαλιάσει ωκεανούς του κόσμου . Το σταρένιο βλέμμα του ακολουθούσε τη ρότα που βασίλευε το αγιάζι κι ανέτειλε η καλοκαιριά Φθινόπωρο πια και τα μελτέμια θα έπαυαν να μιλούν στη βάρκα του . Μια παράξενη νηνεμία φώλιαζε στα νερά Σαν κάτι να θελε να του πει ,κάτι να του μηνύσει . Έσκυψε στις εντός του φωνές Μικρά κυματάκια που χοροπήδαγαν στο στέρνο του Στα χαρτιά τους έζωνε τους λογάδες της σιγής κι ανέμιζαν ελεύθερα τα πλουμιστά κοπάδια . Λόγιαζε τον ήλιο με την παλάμη κι όλο πιο τρανός φαινόταν Ζύγιζε τα δίχτυα στο κουφάρι της μνήμης μεθώντας τους κόκκους της κλεψύδρας . Ένα μικρό του κατάρτι χτύπαγε σαν εκκρεμές στο ρολόι της πυξίδας θυμίζοντας τις αμμουδιές που φόρτωναν χρυσάφι . Κι είναι τόσο όμορφες οι αμάραντες ψαριές του . Τα κοράλλια του έφταναν στα πέρατα του δρόμου αγγίζοντας τις πεταλούδες με το πουά φόρεμα Σπαρταρούσαν οι φόβοι του στο μπουκάλι της τόλμης χτυπούσαν τα γέλια στο απέραντο μίλι κι ανοιγόκλειναν τα κοχύλια των σκέψεων μοιράζοντας τα φιλιά στα χείλη των ονείρων . Να που είχε αρχίσει σιγά σιγά να αποκρυπτογραφεί το μήνυμα που έκρυβε το ακρογιάλι . Βαρκάρης ο νους σε στέκια μυστικά στήνει φωλιά κι από τα μάτια της ψυχής την ομορφιά κοιτά
9
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΤΟΝ ΧΟΡΌ ΤΩΝ ΗΜΕΡΏΝ Θα έπαιζαν ένα παιχνίδι ταίριαζε άλλωστε στο χορό των ημερών θα φόραγαν μάσκες να κρυφτούν από κείνους σήμερα θα γινόταν εκείνη ο Ανδρέας κι εκείνος η Μαρία έβαλε τα μάτια της φόρεσε τα χείλη της στόλισε τα μαλλιά με τα χρώματα της και προχώρησε θα συναντιόντουσαν στο μεγάλο χορό εκείνη κούμπωσε στις βλεφαρίδες της το βλέμμα του έκλεισε στο στόμα την ανάσα του κι ανακάτεψε το κεφάλι της να απλωθούν τα δάχτυλα που χάιδευαν τα μαλλιά της Πέρασαν τον δρόμο που κουρνιάζουν οι σκέψεις ο κόσμος γυρνούσε γύρω από αυτές διαλέγοντας τα χρώματα οι φορεσιές κρεμασμένες στα κλαδιά του ονείρου μοίραζαν τις στιγμές βάφοντας τον χρόνο εκείνος έδεσε στη μέση το φόρεμα της απουσίας εκείνη πέρασε στο λαιμό την έλλειψη της πνοής κράτησε στα δάχτυλα του την ψύχρα της μοναξιάς ένοιωσε στα χέρια της το αγιάζι της ερημιάς τα βλέμματα γέρναν στα μάτια του αδιάφορα κοιτούσε τις σκιές στο άδειο παγκάρι της η λαχτάρα κυνηγούσε το βήμα της το πέλμα της έψαχνε τα ίχνη του οι χτύποι της φώναζαν το όνομά του το άκουσμα της λέξης που έγραφε εκείνη κλόνιζε το είναι του. άρχισαν να τρέχουν στην ίδια κατεύθυνση όχι δε θα πήγαιναν στο χορό με τις μάσκες ο δρόμος τους έβγαζε στη θάλασσα της αγκαλιάς Πέταξαν τις μάσκες τα χέρια τους έπλεξαν τα κορμιά τους Ναι .. αυτή ήταν η αγάπη τους έγραφε το νοιώθω ζωγράφιζε το αισθάνομαι σκιαγραφούσε την παρουσία στο κάδρο που γυάλιζε το απών τραγουδούσε το διψασμένο φιλί στο όνειρο .. στη ζωή
10
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΣΤΑ ΜΎΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΎ Να που γύρναγε πάλι το κουβάρι στην ίδια ανέμη . Μα είχε μάθει πια . Η βελόνα περίμενε να αρχίσει να περπατά από την γνώριμη αφετηρία. Εκείνη που κρυβόταν ανάμεσα στο στέρνο του Το τακ τακ είχε ήδη αρχίσει να ακούγεται από τα τακούνια της Στο πέρασμα της χτυπούσαν τα κύματα που έφερναν οι σκέψεις Άλλοτε κάλμα κι άλλοτε ανταριασμένα σαν να έψαχναν βράχο για να ξεσπάσουν. Σε κάθε σκουντούφλημα της, τρυπούσαν τα δάκτυλα των ονείρων και μάτωνε το αυλάκι του υφαντού Εκείνος τους έριχνε το λάβδανο των χρωμάτων και την καλούσε να προχωρήσει στα σχέδια που λογάριαζαν τα μάτια του σκιαγραφώντας λευκά περιστέρια σε πολύχρωμο κήπο . Οι δαντελένιες κορδέλες χτίζαν το φράχτη της αυλόπορτας μη και περάσει το γκρίζο Τα νήματα γύριζαν το γαϊτάνι του χρόνου απλώνοντας τα χείλη της θαλπωρής, κι ένα γαλάζιο φόντο καρτερούσε τα φτερά του ουρανού . Συνέχιζε το υφαντό του με μια θλίψη να περνά πίσω από τα χαρακώματα του “Αργαλειού” κι έναν άγνωστο ορίζοντα του βάφτιζε το δρόμο . Μα του έφτανε .. του έφτανε που ένοιωθε τα χέρια που τον αγκάλιαζαν και θεέ μου !!! τι όμορφα του χαμογελούσαν
11
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΚΎΚΛΟΙ ΚΑΠΝΟΎ Κουρασμένος από το άσκοπο περπάτημα έκατσε στο πεζούλι της μικρής πλατείας Άδικος ο δρόμος ..οι σκέψεις τον κυνηγούσαν παντού και που μέρος να κρυφτεί από αυτές Έβγαλε τα μικρά χαρτάκια από την τσέπη κι ένα σακούλι που βάσταγε καπνό κι έστριψε ένα τσιγάρο . Τα δάχτυλα του έμοιαζαν σαν ένα μικρό ανεμοστρόβιλο που μάζευε τα σκόρπια φύλλα του κόσμου Το άναμμα θύμιζε την ανάγκη να κάψει τις ξερολιθιές που σκέπαζαν τα κρίματα . Άρχισε να καπνίζει και στο φύσημα αλληθώριζαν οι κύκλοι που χώνονταν στα μάτια του. Απέναντι του ένας τοίχος φορούσε τις μάσκες του Τα χέρια δίχως πρόσωπο κολλούσαν τα γιγαντιαία θαύματα του άδειου τίποτα Άρχισαν οι παράτες .. θα στολιστούν πάλι γαμπροί της ουτοπίας θα σκαρφαλώσουν στα βουνά της κούφιας λευτεριάς κι ύστερα θα αποδώσουν με λατρεία μια κάλπικη ανδρεία της ένδοξης πλαστής χαράς Κρότοι ξυπνούν οι θύμησες με κύμβαλα χτυπούν τα μηνίγγια του νου. Πως τα βαρέθηκε όλα αυτά … στα λευκά μαλλιά του κοιμόταν το παιδί ο έφηβος η νιότη και τώρα μεσήλικας μα πάλι η επανάληψη του έκοβε την ανάσα. Άπλωσε τις παλάμες να διαλύσει τους κύκλους λες και ήθελε να ξορκίσει το κακό. Μπροστά του βάδιζε ένα ζευγάρι πιασμένο χέρι χέρι. Χωρίς να το καταλάβει ..φώναξε “ να αυτό “ Κάποιος περαστικός που τον άκουσε τον πλησίασε ρωτώντας τον “είπατε τίποτε Κύριε; “ όχι όχι εγώ … τα χρόνια μου
12
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
TΟ ΣΠΊΤΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΛΆ ΔΩΜΆΤΙΑ Μέρες τώρα το σκεφτόταν . Τα λόγια της γιαγιάς ηχούσαν σαν τύμπανα στα αυτιά της “ Για να κλείσουν οι πληγές θα πρέπει να τις ξανανοίξεις με τα χέρια σου να μπήξεις τα νύχια σου στα εσώψυχά τους να τις ματώσεις , κι ύστερα να βουτήξεις τα δάχτυλα στο λάβδανο της ψυχής κι με εκείνο να τις αλείψεις. Αυτό θα έκανε λοιπόν . άρχισε να ντύνεται γρήγορα η απόφαση ήταν μια ανάσα που περίμενε να βγει απ τα γρανάζια που έπνιγαν το λαιμό της . Ανυπόμονα τα παπούτσια της άρχισαν να βηματίζουν έχοντας στις πλάτες το πέλμα της . Σε λίγη ώρα βρισκόταν έξω από εκείνο το σπίτι με τα πολλά δωμάτια που κάποτε φιλοξένησε στο πάτωμα τα δικά της χνάρια . Τα παράθυρα παλιά και σκουριασμένα πια θύμιζαν κάγκελα που με συρματόπλεγμα προσπαθούσαν να κλείσουν τον ουρανό. Πως μπορεί κανείς να κλείσει τον ουρανό; σκέφτηκε κι ένα αχνό χαμόγελο ειρωνικό έδωσε το παρόν στα χείλη της . Να που οι άνθρωποι όλα τα μπορούν συνέχισε η σκέψη της Πρωτοπόροι πάντα στους τρόπους εκείνους που τονίζεται το εγώ και κομματιάζεται το εύρος της γης . Αυτό που για κείνη ήταν ένα πλευρό του σύννεφου που αγκάλιαζε να ζεσταίνεται απ την πνοή του φεγγαριού είχε καταντήσει ένα κελί που την έπνιγε της έκοβε τον αέρα κι έσπαζε σιγά σιγά τα ανοιχτά της φτερά . Κρέμναγε τις μικρές λεπτομέρειες των ματιών της στης φτήνιας το τσιγκέλι . Απομάκρυνε το είναι της από εκείνα τα άρα που χόρευαν αδειανά χωρίς το ρυθμό του πως δίχως τη νότα του γιατί με σπασμένα τα πόδια του πιάνου πότε. Να που τώρα ξαναντίκριζε όλες εκείνες τις χαρακιές στους τοίχους κι εκείνες οι μικρές χαρές που φαίνονταν απ τις χαραμάδες πως έπαιρναν απ τα μάτια της την ομίχλη . Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε άφησε το παλτό της σε μιαν άκρη κι άρχισε να παρατηρεί Οι σκέψεις τις άρχισαν να φωνάζουν στις φλέβες του νου .. με ότι μάτια κοιτάς εκείνο θα βλέπεις . Ναι τώρα πια είχαν κοπάσει οι στάλες των 13
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ματιών είχε σπάσει το φράγμα της οργής είχε καταλαγιάσει η απογοήτευση . Ναι τώρα μπορούσε να δει , πως ο αργαλειός που ύφαινε το υφάδι της είχε σαπίσει . Τα νήματα πια ξεθώριασαν κι οι βελόνες τους πια δεν άγγιζαν την καρδιά της . Όλα ήταν όπως τα άφησε κι απλά η μούχλα ξεσκόνιζε αναμασώντας τα ίδια λόγια Οι άδειες καρέκλες πεταμένες στην γωνιά των ανεπιθύμητων για κείνους που δεσποτικά κύκλωναν το κτήμα της κιθάρας . Οι άδειες καρέκλες μουρμούρισε. Η ψυχή της χαμογέλασε ήξερε πως αυτές οι καρέκλες γέμιζαν το δικό της σαλόνι . μιλούσαν στη γλώσσα της ζούσαν στη δική της Ιθάκη . Σαν τραγούδι έβγαινε απ τα χείλη της “Σοφή μου γιαγιά ” Βιαστικά άρπαξε το παλτό της έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη κι άρχισε να τρέχει να προλάβει να γευτεί το μέλι της δικής της κηρήθρας . ‘’Στα μάτια που φορούν τον ήλιο στα γέλια που προχωρούν στα σκαλοπάτια που φυτρώνουν ανεμώνες .
14
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΤΟ ΛΙΒΆΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΌΚΚΙΝΕΣ ΠΑΠΑΡΟΎΝΕΣ Φόρεσε το πιο μακρύ της φόρεμα . όχι πως ντρεπόταν για τα πόδια της Δυο όμορφες γάμπες που κράταγαν το κορμί της σαν στήλες που καμάρωναν το στέγαστρο τους Μα να .. είναι που δεν ήθελε να φανούν εκείνα τα γδαρσίματα που είχαν αφήσει τις ούλες του στο μέχρι τώρα διάβα της πινελιές που φανέρωναν το πέρασμα της από άγρια γιοφύρια χαλικωμένους δρόμους που πλήγωναν το πέλμα της κι αντάριαζαν τις μνήμες του βυθού της . Πόσα δεν αντάμωσε στο δάσος της ζωής κρυμμένες σπίθες που φόρτωναν πειρατικές σημαίες και στοίβαζαν στα αμπάρια τους λάφυρα σκισμένων στιγμών μικρές πυγολαμπίδες που πέταγαν στα μαλλιά της αφήνοντας το νόημα της ζωής να ζουζουνίζει στο νου της. Κρατούσε στα χέρια της τα μικρά της φτερά εκείνα που γέμιζαν τα βράχια μ αγριολούλουδα κι άνθιζε η μοσχοβολιά της ρίγανης . Οι δικές της πνοές που φώτιζαν σαν αγρίμια στο σκοτάδι και μέρωναν στην ανατολή της μέρας . Το λουλουδένιο της φόρεμα κένταγαν οι μυγδαλιές τύπωναν τα μπουμπούκια της πασχαλιάς έραβαν το φουρό του οι δαντελένιες ακρογιαλιές κι εκείνοι οι ήλιοι στυλώνονταν στο στέρνο της . Πήρε το δρόμο κι άρχισε να σεργιανά στον δρόμο της φοίταγαν γελαστές τριανταφυλλιές με σπουδές στον άνεμο και στο λιοπύρι . Σε λίγο ..σε λίγο θα έφτανε στο δικό της λιβάδι Στο πράσινο χόρτο που μεγάλωνε τις κόκκινες παπαρούνες
15
ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ
ΦΌΡΤΩΝΕ Ο ΟΥΡΑΝΌΣ ΤΙΣ ΚΟΙΛΆΔΕΣ ΤΟΥ ,ΚΙ ΕΚΕΊ .. Τι όμορφα που κυλούσαν οι μέρες . Όχι ..όχι ποτέ δεν ήταν χαμένες οι ακίδες πάντα σε κάθε τόπο στην ώρα του λεπτοδείχτη φανέρωναν τις μύτες και έσερναν τη λύπη. Μα τούτα τα αστέρια άναβαν με το πρώτο ξύπνημα κι έσβηναν τα φώτα τους στη μοιρασιά του ουρανού. Μικρές παραφυάδες που ρίζωναν στο πλάγιασμα του πλάτανου με λόγια της φλογέρας στόλιζαν τα κλαδιά του Δεμένες στον ίδιο κόπο στον ίδιο ιδρώτα που ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς την κορυφή των ονείρων στάλαζαν στο στόμα κι άπλωναν σαν χαμόγελο Φόρτωνε ο ουρανός τις κοιλάδες του , κι εκεί ξαστέρωναν οι παπαρούνες , φιλιόταν οι λέξεις με τις ψυχές νανούριζαν λευκά τα σύννεφα τις βροχές δένονταν τα χέρια σχηματίζοντας σμήνος χελιδονιών στα δάχτυλα που βούταγαν στη θάλασσα της μελάνης να στιγματίσουν τον επίγειο παράδεισο . Η ομορφιά ζωγράφιζε το γαϊτάνι του καιρού με ανεξίτηλα τα χρώματα της συντροφικότητας Τι έγινε .. που πάνε τα όνειρα όταν στενεύει ο νους φορώντας το μονομάνικο σακάκι ; που χύνονται τα γέλια όταν στερεύει η άνοιξη; Μα να που ανάμεσα στο χτές και στο σήμερα πάλι τα δύσκολα απλώνουν και σμίγουν τα χέρια Ο Νίκος θα παίξει την μονοσάνδαλη κιθάρα , ο Πετρής θα αγγίξει τα πλήκτρα του ακορντεόν κι ένα τραγούδι θα γεύεται τα χείλη των πολλών Όπου να ναι έρχεται η Μαρία κρατώντας το φεγγάρι ,έχουν ανάψει τα φώτα κι η πολυθρόνα του είναι ζεστή . Η Γιώτα θα ζυμώσει το ψωμί κι η μυρουδιά απ το αλεύρι θα μυρίζει στα πρώτα βήματα . Τα ξύλα στο τζάκι θυμίζουν τον κορμό του πλάτανου και πως !! έμαθε να μιλά κι ανάμεσα απ τα φύλλα του να σιγοψιθυρίζει είναι η συνήθεια παγωνιά κι η ανθρωπιά μια λέξη που τη λέει η καρδιά
16
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΦΩΤΟΓΡΆΦΟΣ ΖΩΉΣ Ένας μικρός αναζητητής που μόλις αντίκριζε την ομορφιά με ένα κλικ κλείδωνε τις στιγμές στο σεντούκι του και τις έκανε ολότελα δικές του . δεν μπορούσε κανείς να του τις πάρει . Ακόμη κι αυτός ό ίδιος ο χρόνος σήκωνε τα χέρια ψηλά κι ανήμπορος κοιτούσε . Ναι έτσι ένοιωθε. Φωτογράφος ζωής . Πέρασε στο λαιμό την μικρή ζώνη που κράταγε το μυστικό του ονείρου και κίνησε για το κυνήγι του θησαυρού . Στο πέτρινο σοκάκι χόρευε η μυρουδιά του βασιλικού και μια μεγάλη πήλινη σκερτσόζα κοπελιά του χαμογελούσε δείχνοντας της γέννας της το χώμα . Σφύριζαν οι μολόχες το σκοπό του έρωτα στα αντικριστά μπαλκόνια κι εκείνος έμεινε να αναζητά την κυρά που τις ξεδίψαγε , κείνη που έλουζε τα μαλλιά τους με λευκό καταρράχτη στο πώμα του πότιστρου . Την γύρευε ανάμεσα από τα ξύλινα παντζούρια και το φως της ξεχασμένης λάμπας που ακόμα κράταγε την ομορφιά της στο λίκνισμα του τοίχου . Τα μάτια του γύμνωναν το παλιό αρχοντικό βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα του καιρού. Αντάμωναν τα βιβλία τις λέξεις κι εκείνες πέταγαν τις σκόνες τους να ξαναβγεί το ακριβό τους νόημα . Σκόρπιζαν τα πανωσέντονα οι καρέκλες να φανεί το κύρος της περηφάνιας και του σεβασμού . Στο πάτωμα στέκονταν ακόμα τα μικρά βήματα που σκόρπιζαν το γέλιο και την ανεμελιά στα ραντίσματα του ξύλου . Έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά έναν πίνακα .. μια γυναίκα του μιλούσε με τους βολβούς των ματιών της . Άκουγε στα βλέφαρα της τους χτύπους της καρδιάς του κυνηγούσε τους παλμούς του ανάμεσα στα μακριά δάχτυλα της κι αυτή ήσυχη και γαληνεμένη του έδειχνε τα χρώματα . Το εκκρεμές του ρολογιού ξύπνησε από τα καμώματα της σκέψης του που έτρεχε στο χθες και στο σήμερα . Απ το παλιό τζάμι ακούστηκε ένας θόρυβος σαν κάτι να χτύπαγε την καμπάνα της θύμησης πάνω του . Τρόμαξε ..πήγε να δει . Δύο χελιδόνια κρατώντας στο στόμα το χτίσιμο του σπιτιού τους φώλιαζαν πλάι στη διάφανη κοιτίδα . Τιτιβίζοντας έμειναν πάνω απ το κεφάλι του .Προσπαθούσε να καταλάβει . Σαν .. να άκουγε να του λεν …να του μιλάν για τις αξίες 17
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
‘κεινες που δεν έχουν σπίτι , τόπο , σπουδή .. μα ζουν στα μάτια… μέσα σου ψυχή
18
ΡΟΥΛΑ
ΤΟ ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΤΟΥ ΣΠΙΡΤΌΚΟΥΤΟΥ Μήνες τώρα στεκόταν εκεί στην άκρη Κάνεις δε του έδινε σημασία Η ερημιά του ‘πλεξε ένα στεφάνι από αράχνη Κι εκείνο αποκαμωμένο πια από το πάτημα της λησμονιάς έμενε σιωπηλό .. μονάχα να κοιτά Αντίκριζε τα γέλια που περνούσαν κι έκαμνε λίμνη το λυγμό και δάκρυ το χαμόγελο .. Ξενιτεύτηκαν τα παιδιά του μοιράζοντας τις φλόγες τους σε χέρια που χωρίς αξία έκαιγαν και άδικα το ένοιωθαν. Του έμειναν μόνο δυο – τρία που κοιμόταν στο χάρτινο κρεβάτι του μα και σαν χάραζε η αυγή θαρρείς και έχαναν τη στιγμή ακίνητα λαλούσαν πως πέρασε το πρωί , το γιόμα κι η νυχτιά πάλι η ιδία θα ναι . Κανείς δε τους χτυπά την πόρτα κι ο καιρός πια μια άδεια φυλακή . Το ράφι του στεγνό πανί που πάλιωσε τη βροχή μέσα σε τούτη τη σιωπή ακούστηκε σαν κρότος πως κάποιος νοιάστηκε για αυτό σαν πυροτέχνημα μικρό . Τεντώθηκε η ακοή τα λόγια για να φτάσει να ακούσει τα μελλούμενα που μιας γριάς τα ξόρκια έχει σπάσει . Τι είναι αυτό μπαμπά ; Κάποτε που η ζωή ήταν απλή κορδώνονταν σαν κυπαρίσσι στην αυλή Έφεγγε το λυχνάρι, άναβε τη φωτιά σε ότι είχε σβήσει ο καιρός σαν γνήσιο παλικάρι . Κορδώθηκε με τούτη τη φωνή κι έμεινε να παραμονεύει τι η τύχη του γυρεύει . Συλλέκτης ήταν μανιακός αυτή η ήρεμη χροιά κι έστηνε σε βιτρίνα του χρόνου τα άδολα μυστικά της μνήμης τα τερτίπια . Το σώμα του ένιωσε τη δόνηση της γης κι αλαφιασμένο από χαρά ξυπνά με βία τα παιδιά Ξυπνάτε φεύγουμε από εδώ βρέθηκε μια ζεστή καρδιά να μας χαρίζει ζεστασιά, μας περιμένει σπιτικό που θα ακούγεται η ζωή με τις φωνές των λουλουδιών δε θα ’μαστε πια μόνοι θα ακολουθεί το διάφανο γυαλί θα ναι ασπίδα μας και βιός στο δειλινό στου ήλιου το φως . Έσπασε η παγωνιά στο πάτωμα σαν ψίχουλο μοιράστηκε των γέλιων η φωτιά ξεφύτρωσε νέα πνοή κι ένα …σπιρτόκουτο γνώρισε της θύμησης φιλί
ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ
ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΟΙ ΡΥΤΊΔΕΣ ΚΎΚΛΩΝΑΝ ΤΑ ΜΆΤΙΑ Πόσο περίμενε .. περίμενε εκείνο το γυρισμό που θα έμοιαζε να μηδενίζει την απόσταση και να κινά το βήμα σε μια καινούργια αρχή . Χρόνια στη θάλασσα να μιλά με τα κύματα να αρρωσταίνει στης αστραπής το φθόνο κουμαντάροντας αισθήματα με ένα κουπί που πάνω στο αλωνάκι του έγραφε προσμονή Περίμενε να λαβώσουν τα νερά οι καιροί και να γυρίσει .. να γυρίσει που άραγε; Σε εκείνη .. εκείνη που χρόνια φύλαγε το κομποσκοίνι της έγνοιας στο στήθος της τον περίμενε κάθε φορά τον περίμενε Μια φιγούρα πια που είχε εναρμονιστεί με τους κάβους και το πεζούλι που φύλαγε τη θάλασσα Κάθε που τον δάγκωνε η απώλεια της μιλούσε ζωγραφίζοντας το πρόσωπο της στους τοίχους πίνοντας το κρασί στα δυο .. αγναντεύοντας την πόλη με δανεικά μάτια μυρίζοντας τον βασιλικό της φωτογραφίας που πρόσεχε μη μαραθεί κι εκείνος δε θα βρει τόπο να σταθεί. Αντάμωναν στο συρματόπλεγμα που έσερνε τη φωνή του στο κούφιο γυαλί που θύμιζε την μορφή τους κι όλα έμοιαζαν σαν μια ταινία με θεατές και πρωταγωνιστές τους ίδιους . μονάχα εκείνες οι θύμισες και οι μικρές καθημερινές στιγμές που φώναζαν απ τον υποβολέα ή γέλαγαν απ τα σκηνικά ήταν πια οι ζωές τους Μα τώρα είχαν ανοίξει οι θάλασσες κι έσερναν το τιμόνι στα πόδια της ξηράς . Φόρεσε το πιο όμορφό της φουστάνι Τι κι αν κάποιες ρυτίδες κύκλωναν τα μάτια αυτό ακόμα έσερνε πάνω του το γλυκό πουλί της νιότης έβαλε το άσπρο του πουκάμισο γυρίζοντας τα μανίκια του χρόνου ανάποδα να μετρούν πια τα μίλια της ένωσης τι κι αν οι κρόταφοι άρχισαν να δείχνουν τις ασημένιες κλωστές τους οι χτύποι ακούγονταν δυνατά και να που αυτά τα μάτια .. αυτά τα μάτια βρήκαν το είναι τους εκεί .. στων τόσων χρόνων … Πρώτο ραντεβού
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΣΤΟ ΑΛΩΝΆΚΙ ΤΟΥ ΛΌΓΟΥ Ο Γεροπλάτανος έμαθε να ακούει και σαν ζευγάς ξεχώριζε τα στάχυα της φωνής Χροιές που γέρνανε στο χώμα με σκέπαστρο τ άστρα και μια ανεμώνη να φέγγει η πένα το φιλί κι ο άνεμος να το σκορπά στου απέραντου την ομορφιά σα θρόισμα ακουγόταν το μέλωμα της συντροφιάς κι ένας μικρός παράδεισος φορούσε ρούχα της δουλειάς πόσα είχε να φροντίσει !! τα πέταλο της προκοπής να βρει με ήλιο να κεντήσει στα μάτια της υπομονής τις σπίθες να κρατήσει απ τις ιδέες που δένονταν γερό πλεκτό να κόψει εκείνο το δειλό το νήμα που σήκωνε την καταχνιά κι αντάριαζε σαν του καιρού το θύμα σκέπαζε τα οράματα μη τύχει και παγώσουν ρίζες να γίνουν στο μπετό και άρμενα στου κόκκινου τον πηγαιμό ζύγιαζε τα άτεκνα περάσματα με γκρεμισμένα ανώγεια τα ‘σερνε στην ξερολιθιά και στα χλωμά υπόγεια με μιαν ανέμη θέριζε κάθε παλιό χορτάρι και φύτευε φύλλα ελιάς στου κόσμου το δοξάρι κι είναι οι κόποι του άχραντοι και βουβοί μα φτάνει μια ανάσα του χαμόγελου για ανταμοιβή Στο αλωνάκι του λόγου ο κύκλος ζεστός τα χέρια κλαδιά κι ο δρόμος καρδιάς οδηγός
21
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΤΑΜΑΤΗΜΈΝΑ ΠΑΠΟΎΤΣΙΑ Μαμά σήκω να βάλεις τη σημαία στο μπαλκόνι της φώναζε γιορτάζει η Ελλάδα μας . Ένα σπασμένο χαμόγελο υγρό ακόμη από τις βραδινές βελονιές που χώραγαν στο νου και τρύπαγαν την καρδιά , αποκρίθηκε ..ναι μάτια μου σε λίγο ..θα κρεμάσουμε τη σημαία . Μόλις χθες με την ψυχή που έκλαιγε εξηγούσε στο μικρό της κρινολούλουδο πως δεν θα μπορούσε να συμμετέχει στο δρόμο της παρέλασης γιατί δεν είχαν τα απαραίτητα ρούχα . Προσπαθούσε να θάψει τις κρυμμένες ενοχές της που της φόρτωσαν οι καιροί μη και το βλαστάρι της αντικρίσει τα αγκάθια στο βλέμμα της μη φανεί το μάτωμα της καρδιάς της σαν αυλακιά στο μέτωπο Όχι δεν θα μπορούσε να τη στείλει όπως άλλα παιδιά. Μια παρήγορη σκέψη την επισκέπτονταν χτυπώντας το μυαλό φωνάζοντας .. μα θα χει κι άλλα χρόνια Μα αυτή πονούσε για τούτες τις μέρες . Σαν ιχνηλάτες που έψαχναν τα μύχια της ψυχής της οι φωνές μέσα της στροβιλίζονταν γύρω της αφήνοντας χαρακιές . -Πόσα παιδιά ταΐζονται με τούτον τον χορό; -Πόσα άστεγα κεφάλια θα φορούσαν για λίγο τον σκούφο του κεραμιδιού; -Πόσα χέρια της παλιάς σκάφης θα γέμιζαν το πιάτο τους στο άδειο της τραπέζι; κι εκείνα τα σχολειά πως θα έμοιαζαν με σπίτια που αγκαλιάζουν την ζεστασιά Ένας άγρυπνος χτύπος χτυπούσε ανελέητα μέσα της αφήνοντας τις ματιές στο πεζοδρόμιο που σκορπά η ανάσα , στη γέφυρα που κρύβει γυμνά κορμιά στα σκαλάκια της απόγνωσης ξεραμένων γιασεμιών και μόνο ένας ήλιος φανέρωνε τα χρώματα της μέρας . Μικρό το κακό σκέφτηκε η μικρή μου έχει φαγητό μια αγκαλιά κι ένα ταβάνι που κάθε βράδυ κλείνει τα όνειρά της . Μα εκείνες οι μικρές πιρουέτες που ξέμπαρκα ανοίγουν τα πανιά τους στα φανάρια; Τι κι αν τα μάτια εκστασιαστούν απ τη βοή των αεροπλάνων αν η μικρή καρδούλα χτυπήσει στο πέρασμα της αρματωσιάς το ψωμί στα χέρια λειψό . Στη φούστα του τσολιά αρμενίζουν χρόνια παλικαριάς κι αντρειοσύνης Μέσα της φτερούγησαν εκείνα τα απρόσωπα κορμιά που στόλιζαν τις δάφνες κείνα τα αμούστακα που χόρευαν στο όνομα της λευτεριάς πριν να την καλομάθουν 22
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
-Μαμά ξεχάστηκες; σε περιμένω ..έξω είμαι -Ναι καρδούλα μου .. βγαίνοντας για το μπαλκόνι είδε εκείνα τα σταματημένα παπούτσια που με ένα τους νεύμα να την καλούν να προχωρήσει .. Όχι δεν θα της έπαιρνε το θάρρος μήτε θα τσάκιζε τα φτερά της . Κρέμασαν μαζί την σημαία και εκείνη παίρνοντας στην αγκαλιά την Μαρία της , της είπε ναι .. γιορτάζει η πατρίδα μας για όσα της έδωσε το χθες -Μα να θυμάσαι για να αρχίσει ο ήλιος να γελά κι η πατρίδα να μιλά θα πρέπει να αντικρίζει χαμόγελα στα δέντρα, στόματα με φιλιά και χέρια που να κρατούν καλάθια που να χορταίνει η καρδιά Τα σταματημένα παπούτσια την άκουγαν σιωπηλά κι ένα μικρό χάδι κύλησε στα κορδόνια τους
23
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΠΛΑΝΌΔΙΟΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ Πόσα λίγα του χρειαζόταν πάντα για να χρωστά στη ζωή Ένα χαμόγελο μια ζεστή κουβέντα να τον σκεπάζει τις κρύες νύχτες κι εκείνη η αγκαλιά του ουρανού που έκρυβε όλα τα ανείπωτα στις τσέπες της φύλαγε τα μικρά του μυστικά στα χείλη της . Μα κι όταν έβγαιναν σεργιάνι τα σύννεφα εκείνος έφτιαχνε το δικό του γαλανό Έτσι και σήμερα . Άρπαξε στο ένα χέρι τον τρίποδα την παλέτα του στο άλλο τον καμβά φόρεσε τα χρώματα στα μάτια του και ξεκίνησε να βρει την άνοιξη στην αγκαλιά του χειμώνα . Το πλατύσκαλο που χώριζε τη θάλασσα απ τα πλακάκια της γης ήταν εκεί και τον περίμενε. Σαν να του έσκαγε ένα μικρό γελάκι ο ήλιος και εκείνος τον χαιρέτισε κουνώντας το κεφάλι . Το πινέλο έπαιζε στα χέρια του σαν ένα άλλο βιολί σκιτσάριζε τις νότες της ψυχής του στα πεζοδρόμια και πόσο μίκραινε ο κόσμος στη χούφτα του . Δυο γλάροι φάνηκαν να ζηλεύουν την ηχώ των χρωμάτων του κι έστησαν το κουβεντολόι καταπίνοντας το ρυθμό των κυμάτων Τα δάχτυλά του μέτρησαν τις νότες και στα πλήκτρα της καρδιάς του μια γλυκιά φυσαρμόνικα άνοιξε τις φυσαλίδες της να ακουστεί το ρεφρέν της μυγδαλιάς. Ο καμβάς του χώραγε τόσα ταξίδια όσα κι ο ίδιος περπατούσε στις χώρες των ονείρων του . Μια σπίθα του νου άναψε το φως της κι άρχισε να ζωγραφίζει Το πινέλο χόρευε στα μάτια ενός παιδιού το χρώμα έβαφε τα χνότα της ειρήνης ο άνεμος στέγνωνε τις λευκές στάλες που κούρνιαζαν στα βλέφαρα του κι ο λευκός του καμβάς έκρυβε τον παράδεισο Τον κοιτούσα να πιτσιλάει το γύρο του κόσμου εκστασιασμένη από το θαύμα της ομορφιάς. Ψιθύρισα …. θεέ μου πόση άνοιξη χωρά στο βλέμμα της ψυχής “
24
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
Ο ΜΟΝΌΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΆΣ Άρχισαν να δουλεύουν τα πλακάτ Τα πεζοδρόμια ανήμπορα να υπακούσουν το δρόμο της φυγής κουβάλαγαν στις πλάτες τα τραπέζια των μύθων . Εικόνες που κυμάτιζαν στα χαρτιά των χεριών χειροκροτούσαν τον ερχομό της πλάνης. Κουρασμένη η τριανταφυλλιά έγειρε στο πεζούλι της ο θόρυβος της έτσουζε τα μάτια . Πόσα χρόνια καρτέραγε να φανεί η άνοιξη μα πάλι λούζονταν σε λιμνάζοντα νερά Πόσο λυπόταν για αυτά τα σφαλιστά μάτια των τοίχων Προσπάθησε πολλές φορές να απλώσει τα κλαριά της στη πέργκολα του λυτρωμού μα πάντα ξεπήδαγε μια μέδουσα και ρουφούσε το μίσχο τους . στέγνωνε τα φύλλα της στο λιοπύρι της άγνοιας. Γερασμένη πια στο διάβα των χρόνων Απέμεινε να αγναντεύει την άπνοια του δεδομένου και την ξερολιθιά του παγωμένου σταθμού . Περίμενε .. περίμενε σε λίγο θα ‘ρθουν μονολογούσε Θα έρθουν εκείνες οι άστεγες πνοές να ξεδιψάσουν τα πέταλα σου Θα φανούν οι μινιατούρες της νιότης να υψώσουν το μπόι σου Κείνα τα κόκκινα σημάδια μοιάζουν με σπόρους που κουβαλούν λευκά περιστέρια τούτη η φωνή μοιάζει με λάβα που βγαίνει από ψυχή σε λίγο θα ‘ρθουν οι δροσουλίτες του έρωτα της αλήθειας θα ξεπηδήσουν απ τον κόρφο της σιωπής σπάνουν το απόστημα της ερημιάς φανούς ανάβουν γνώσης μες το βιβλίο του μαζί γράφουν νέες σελίδες σβήνουν με λόγια της βροχής το εγώ μελάνι παίρνουν της καρδιάς σκιτσάρουν το εμείς . Περίμενε θα ‘ρθουν .. θα δεις
25
ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ
Ο ΒΙΟΛΙΣΤΉΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΆΣ ………………………… Μήνες στην ίδια γωνιά Άπλωνε την μουσική του στα χέρια του άνεμου κι εκείνη ζέσταινε το πεζοδρόμιο, χόρευε επάνω στα κρύα παγκάκια κι απ τις πατούσες της έπαιρναν χρώμα να γιατρέψουν τις λαβωμένες σχισμές τους Μίλαγε στα δέντρα και εκείνα λύγιζαν τα κλαριά τους στην αγκαλιά της Περπατητές μαγεύονταν στην ομορφιά της αφήνοντας πίσω την θολούρα του μυαλού. Σαν απότομη σκέψη χωνόταν στα γρανάζια του νου κλείνοντας τις πόρτες στα θρυψαλιασμένα κομμάτια που χόρευαν στο βλέμμα . Ζευγάρια μάτια τριγύρω της μάτια της λύπης ,της συγκίνησης , του πως; μάτια που δένονταν στις χορδές του βιολιού κι αρμένιζαν με κατάρτι το δοξάρι Μονάχα τα δικά του μάτια κλειστά. Δεν ήθελε να κοιτά Έβλεπε απ τη χροιά απ το χτύπημα των τακουνιών απ’ εκείνο το ντλιν που ακουγόταν στο τενεκεδένιο τασάκι. Ζούσε στη θάλασσα του κάθε νότα κι ένα του κύμα ..πότε φουρτούνα πότε ξαστεριά “ ο βιολιστής της αγοράς “ Δίχως ταυτότητα ..γυμνή ψυχή στου δρόμου τη βοή Το σκουφί του μύριζε χνώτο από καπνό και το παλτό έδειχνε τα δόντια του χρόνου Μα να που σήμερα τον συναντώ με ξυρισμένο πρόσωπο και ρούχο καθαρό Τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτούν κι ένα χαμόγελο να ρίχνει στη γωνιά της μέρας το άγριο άχτι στου ήλιου τη φωτιά -Τι άλλαξε ; ρωτώ -Τίποτε μου απαντά μα είναι που περνούν παιδιά κι απ την δική τους την καρδιά πετούν τα περιστέρια για αυτό κι εγώ είπα να αφήσω τη χαρά στα δυο μικρά τους χέρια.
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΑΧ ΒΡΕ ΜΑΡΊΑ ΓΙΑΤΊ ΜΊΛΗΣΕΣ ......................................... Την άκουγα να κλαίει και της ζητούσα να ηρεμήσει για να καταλάβω τι λέει κάποια στιγμή μέσα από τα αναφιλητά ψιθύρισε σε παρακαλώ έλα ..έλα τώρα Έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά άρπαξα το μπουφάν κι έφυγα. Το βήμα μου έτρεχε λες και το κυνήγαγαν κι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από αγωνία . Σε λίγα λεπτά ήμουν έξω από το σπίτι της ,ανέβηκα γρήγορα τα λιγοστά σκαλιά και χτύπησα δυνατά την πόρτα . Μου άνοιξε ένα ράκος ..κόκκινα μάτια μουσκεμένο πρόσωπο και ένας βαθύς πόνος που έμενε σαν ρυτίδα στο μέτωπό της ‘’ τι έγινε Μαρία ; ‘’ έφυγε.. ‘’ ποιος ο Μάνος; κούνησε το κεφάλι της και ξέσπασε σε κλάματα .Του μίλησα ναι του μίλησα για τον ηλίθιο στη δουλειά, του είπα πως δεν αντέχω το βρώμικο ..χυδαίο του φλερτάρισμα Εκείνα τα σάλια που τρέχουν από το σιχαμένο στόμα του κι εκείνη η ματιά του που λες κι ετοιμάζεται να σκίσει τα ρούχα μου και να κομματιάσει την ψυχή μου .Του είπα πως το πρωί τα λέγαμε με μια συνάδελφο και η Δήμητρα που ήταν εκεί μας άκουσε . Να έβλεπες το ύφος της ..πως φώναζε ερωτηματικά και ειρωνεία . Ο Χρήστος; Είναι δυνατόν;. Ο Χρήστος την πήγαινε σπίτι και ήταν κύριος . Βγαίναν παρέα έξω επιστήμονας άνθρωπος με κύρος ..είναι δυνατόν ; ήθελα να την φτύσω σου λέω ντρεπόμουν που ήμουν γυναίκα με τα λόγια της Του τα είπα όλα . Άρχισε να μου λέει πως είναι λίγο περίεργο γιατί η Δήμητρα ήταν ωραία γυναίκα άλλωστε κι ο Χρήστος φαινόταν σοβαρός ..ευγενικός και μελιστάλακτος . βρε μήπως τον παρεξήγησες ; Τι λες τώρα του φώναξα ..γυναίκα είμαι λες να μην μπορώ να διακρίνω το χυδαίο από μια ευγενική κολακεία; Και; Τη ρώτησα τρομαγμένη .. φοβόμουν την απάντηση Κι η σκέψη μου τριγύριζε γύρω από δυο λέξεις ΄΄ βιασμός ψυχής ΄΄ Ένας δεύτερος λυγμός .. να τον έβλεπες μόνο να τον έβλεπες. Μου φώναζε κι εκείνες οι μικρές της λίμνες είχαν σπάει το φράγμα κι έτρεχαν ασταμάτητα .
27
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Με κοίταζε σαν να έφταιγα εγώ λες κι εγώ χυδαιολογούσα .. κι όταν τον ρώτησα τι με κοιτάς; μου απάντησε ..αχ εσείς οι γυναίκες.. κουνώντας το κεφάλι του. Ένα κρακ ακούστηκε στην ψυχή μου ..κι ήταν τόσο ξένος πια Του είπα να ανοίξει την πόρτα και να φύγει .. γύρισε την πλάτη και βγαίνοντας με κοίταξε .. Πόσο άδεια ένοιωσα .. τόσα χρόνια ήμουν μαζί του πάντα κοντά του ..στο ίδιο όνειρο στο ίδιο ξημέρωμα . τι ήμουν για εκείνον ; πόσο με είδε τι είδε ; την άκουγα να μονολογεί και δεν έβγαζα άχνα. Τι να έλεγα άλλωστε πως ματώνει η αλήθεια πως θέλεις να μισήσεις το άρωμά της να κλείσεις τα χείλη της μα πόσο λατρεύεις το φιλί της . Έμεινα κοντά της μέχρι που την ένοιωσα να κλείνει τα μάτια της από την κούραση του πόνου εξαντλημένη από απογοήτευση και τόσο ξένη από εκείνην. Καθώς κοιμήθηκε την σκέπασα με μια κουβέρτα κι έκλεισα σιγά πίσω μου Την πόρτα . Κατεβαίνοντας τα σκαλιά μουρμούρισα Αχ βρε Μαρία γιατί μίλησες δεν ξέρεις .. πως ότι δεν μας ακουμπά δεν πονά; Την ίδια στιγμή μια σκέψη φώναξε δυνατά … ναι μα αν η αγάπη ήταν εκεί θα έδινε λάβδανο φιλί θα στέγνωνε το δάκρυ θα έκλεινε την πληγή δε θα της γύριζε την πλάτη μα θα χε την αγκαλιά της ανοιχτή . Συνέχισα το δρόμο μου μια άλλη μέρα θα ερχόταν αύριο .. ίσως να έκρυβε μες την παλάμη της την πιο γλυκιά πνοή
28
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΜΟΝΑΧΙΚΌΣ ΚΑΒΑΛΆΡΗΣ ...................................... Μετρώντας τα σκαλιά της μέρας σ αντικρίζω στα κλαδιά της αιώνιας νιότης Φοράς τη δροσιά του καλοκαιριού κι αναπνέεις με την ανάσα των άστρων ένας άλλος Δον Κιχώτης μιας κέρινης εποχής η πανοπλία σου μυρίζει δυόσμο κι αντοχή και το σπαθί σου κόβει το άδικο και το μαύρο Φυλάς τη Δουλτσινέα σου στο απόκρυφο σημάδι της ψυχής στο δρόσο του αυγερινού και του φιλιού το χάδι Πιστός σου σύντροφος ο Ροσινάντε το άλογο των ονείρων σου να προχωρά στα μονοπάτια που γράφουν τα βήματα και ζωγραφίζουν του κόσμου τα κρίματα Μοναχικός καβαλάρης να ταξιδεύεις στους δικούς σου ουρανούς πατώντας στις μύτες το πρελούδιο μια άλλης σονάτας γεννημένης στον άνεμο γυμνασμένης στο πηγάδι των ευχών αντρειωμένη στην πυρά του αόρατου δάσους Στα χέρια σου φυτρώνουν οι σπόροι της άνοιξης της θλίψης της χαράς δεμένοι στο λάσο της αυτούσιας εικόνας που στροβιλίζει το νήμα των καιρών με ανέμη της δικής της γης στις μελωδίες που ξέρουν οι λίγοι και ζητούν οι πολλοί
29
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΤΑ ΣΓΟΥΡΆ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΆ Θα μπορούσε να πει κανείς αν τον κοιτούσε από μακριά πως είναι ένα όμορφο παλικάρι καθισμένο στο ακρογιάλι της θάλασσας με το βλέμμα στα ανοιχτά του ουρανού αγέραστο με την ικμάδα του να ζωγραφίζει καιρούς που πέρασαν και εκείνους που θα ‘ρθουν Στα σγουρά του μαλλιά καρφιτσωμένοι κύκλοι που αναποδογύριζαν στα κύματα και πάλι από την αρχή Ζοφεροί καιροί σαν στίγματα μελάνης έπεφταν στο ακριβό του πουκάμισο και εκείνος ο σηκωμένος γιακάς κρατά πάντα το βήμα ορθό . Χτυπά τα σήμαντρα στις μύτες των παπουτσιών μικρές πινελιές τα χρωματιστά του κουμπιά γελούν στις αυλές των στιγμών . Κει που πετούν οι ανταύγειες ξαπλωμένες στις ουρές των χελιδονιών . Μικρά ζουμπούλια που απλώνουν τα φτερά τους στο χώμα του νου , της καρδιάς του ζω πλάι στην ίσια γραμμή του υπάρχω . Δυο χείλη που αδιάκοπα φλυαρούν το χθες και γλυκοφιλούν τις ανάσες του αύριο, δίνοντας εντολές στους κορμούς των δέντρων να ψηλώσουν τις ρίζες τους χαμηλώνοντας το μπόι των μίσχων πως μοιάζουν τα χέρια του με ακριβές βεντάλιες που διπλώνουν τις πτυχές τους στη βροχή κι ανταμώνουν την ζεστασιά στο χνώτο του ήλιου . Τι όμορφος άντρας ΄΄ ο χρόνος ΄΄ αλύγιστος κωπηλάτης στα βαθιά νερά . Πόνος από αντάρτη δρόμο και γέννα από κοράλλι στης ζήσης τη χρυσή αμμουδιά
30
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
MΥΡΟΥΔΙΆ ΚΆΣΤΑΝΟΥ Μόνιμος θαμώνας στην γωνιά Κομνηνών – Τσιμισκή Ραντεβού κάθε χειμώνα με το αγιάζι και τα γλιστερά πεζοδρόμια Το μαγκάλι αντιστέκεται στο κρύο φορώντας τη ζακέτα της φλόγας κι εκείνος απλώνει τα χέρια να γευθούν τη θαλπωρή της Πόσο παλιό επάγγελμα ούτε θυμάται πότε ξεκίνησε πλανόδιος Καστανάς .. το παλτό του μιλά για τις αναμνήσεις κι εκείνη η καινούργια τραγιάσκα δε σταματά να φλυαρεί για νέο της υφάδι που σκεπάζει τα χιονισμένα μαλλιά του χρόνου του . Κάθε που τον καλημερίζω μου απλώνει ένα χαμόγελο που φτάνει στις δικλίδες που σέρνει το σώμα μου Ποτέ δεν τον άκουσα να παραπονιέται κι όταν τον ρώτησα γιατί συνεχίζει ακόμη αυτό το επάγγελμα εκείνος με μάτια γεμάτα λάμψη μου απάντησε ΄΄ δεν έχω άλλο να αγαπάω ΄΄ έμεινα κοντά του για λίγο Διψασμένο το μικρό παιδί που κουβαλώ μέσα μου ήθελε να ακούσει να μάθει να κλείσει πια το στόμα της η περιέργεια και να κοπάσουν τα γιατί της -Είμαι πολλά χρόνια στα φύλλα του δρόμου και στις γλάστρες της γειτονιάς κάθε περαστικός κι ένα κομμάτι του μικρού μου βιός Όταν ανάβω το μαγκάλι ζεσταίνονται τα φύλλα και μου μιλούν περνάν τα πουλιά και φλογίζουν το πέταγμα τους . κι ύστερα .. ύστερα ντύνομαι δάσκαλος στις μικρές φωνές που σεργιανούν στο βλέμμα μου . Αχ !!!!!!! πόση ευωδιά αφήνει η φλούδα του κάστανου κι ανοίγει η ψίχα να ταΐσει τα παγωμένα στόματα . πως με γεμίζει αυτό το κάτι .. που φωλιάζει στα βλέφαρα των παιδιών -Ναι αλλά το κρύο ; -Ρούχα ζητάει μόνο … ζεστή καρδιά .. κι όλα καλά Χαμήλωσα τα μάτια .. να σαι καλά Κυρ Παντελή Γύρισα στο γραφείο με την εικόνα του στα μάτια μου . Πόσο αλλιώτικο έμοιαζε το μικρό μου καθημερινό κελί Μύριζε κάστανο κι η τζαμαρία φώτιζε ζωή 31
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΓΑΛΆΖΙΟ ΣΠΊΤΙ Πόσα χρόνια τώρα μπαινόβγαινε στο γαλάζιο σπίτι Έτσι το έλεγε . Το ταβάνι του βαμμένο στο γαλανό τόσο έντονο που έμοιαζε να ακουμπά τα δάχτυλα του ουρανού Ένα μικρό καφενεδάκι που χώραγε τόσους πολλούς και καταλάβαινε τόσους λίγους. Οι μικρές παλιές ξύλινες καρέκλες αγκάλιαζαν την ζεστασιά του χώρου σαν στοργικές μητέρες που καλωσόριζαν με αγάπη τα νέα τους παιδιά . Φωτιστικά μίλαγαν με τα χρόνια περασμένου καιρού φορώντας στις μύτες τους τις μικρές σπίθες που άναβαν γεμίζοντας φως . Άκουγε γέλια , φωνές , πειράγματα κι όλα είχαν γίνει μια μπάλα ομορφιάς που έπαιζε στο μέσα της Τόσοι άνθρωποι τόσες ψυχές βαλμένες η καθεμιά στη δικιά της σελίδα Εκεί που αντάμωναν τα γράμματα σαν λόγια κι ακούγονταν οι τελείες της σιωπής . Εκείνη καθόταν στη γωνιά της και μέτραγε τις λέξεις. Πότε θύμωνε μαζί τους.. φουριόζες ξεκούμπωναν τον άνεμο κι άφηναν το κρύο να περνά στα σωθικά της , κι άλλοτε λάτρευε τόσο εκείνα τα μικρά κρινάκια που βάσταγαν στα χέρια τους και τα βελούδα χαμόγελα που στρώνονταν στα κόκκινα χείλη τους . Ήταν φορές που η μικρή της γωνιά έσφιγγε τη ζώνη η απογοήτευση έδενε στο τραπέζι της τα δίχτυα της κι εκείνη έκλεινε τα μάτια μη και περάσει στο βυθό τους . ένας κόμπος της έκλεβε τον αέρα . Μα χθες εκεί στη συντροφιά φώναξαν λέξεις σαν βελόνες που τρύπαγαν τον ήλιο της κι έγδερναν τον ουρανίσκο της . Μάζεψε τα γράμματα της λυπημένη κι άνοιξε την πόρτα στο δρόμο του πηγαιμού . Στο λευκό της βασίλευαν τα χρώματα δεν είχε θέση το μαύρο Καθώς έβγαινε το μικρό καναρίνι που χόρευε στο κλουβί του πετάρισε στα μάτια της το κελάηδημα του γαλήνευε τη θάλασσα της τα φτερά του έκλεβαν τις σκέψεις
32
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
Σήκωσε τα μάτια το γαλανό ήταν εκεί μαζί του κι οι μικρές πινελιές που ζωγράφιζαν τους τοίχους . Ναι αυτό θα κράταγε .. Γύρισε πίσω έστειλε ένα φιλί στα χαμόγελα κι έμεινε στη γωνιά της κοιτώντας τα μικρά κρίνα που άνοιγαν τα πέταλα, άπλωναν το άρωμα τους λικνίζοντας το κορμί της ομορφιάς .
33
ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ
ΠΑΡΑΔΟΜΈΝΟΣ ΒΡΆΧΟΣ Ένας ώριμος αέρας έπεφτε στα μαλλιά του Μικρές σχισμές οι λεπτές πιρουέτες που χόρευαν στο μέτωπό του φανέρωναν το ρυθμό της σκέψης του Σταυρωμένος πάντα στους λεπτοδείκτες του ρολογιού περίμενε τη γεύση του νέου φιλιού Περπατητής των μικρών αστεριών, των σπόρων, του κόκκινου χαλιού που φύλαγε στ αμπάρια του. Όριζε το πέταγμα της πεταλούδας , τη νιφάδα του χιονιού τα δάκρυ του σύννεφου , την καυτή ανάσα του ήλιου μα τούτη δω την ομορφιά ποτέ δεν μπόρεσε να την δαμάσει. Να την χορέψει στα χέρια του πόσο ήθελε.. μα αυτή μπαλαρίνα πάταγε στις μύτες κι ανέμιζε στο άπειρο πως θα θελε να την κλείσει στη χούφτα του να την κλειδώσει ανάμεσα στα δάχτυλα όμηρο της δικής του αυλής να την λευτέρωνε όποτε ήθελε να φιλήσει τα χείλη της . Μα εκείνη άπλωνε το πέπλο της και τύλιγε τον κόσμο λουζόταν σ ασύνορα νερά κι η ζώνη της φτιαγμένη από σμαράγδια έπεφτε γύρω του κι ήταν δέσμιος της φωτιάς της . Μεθούσε στο άρωμα της πνοής της . Έγραφε το όνομά της στα πέλαγα το καρφίτσωνε στους κόκκους της άμμου. Να λοιπόν που και σήμερα την περίμενε να τη δει να τη νοιώσει . Τούτος ο αγέρωχος , βράχος ΄΄ χρόνος ΄΄ είχε παραδοθεί στο πλέγμα της ΄΄ αγάπης ΄΄ Ήξερε πια πως δεν έχει νόημα η ύπαρξη .. δίχως ζωή
ΡΟΥΛΑ
ΑΠΌ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ ΤΗ ΣΚΟΠΙΆ Λίγες λέξεις μόνο κι αυτές επέστρεφαν σε κείνον Πόσες φορές δεν τις κατσάδιασε Θύμωσε μαζί τους φωνάζοντας τες να μην ξαναρθούν. Μα εκείνες εκεί .. πεισματάρικες αδέσμευτες ,αχαλίνωτες στο ζυγό Έφευγαν για καιρό , ξενιτεύονταν στα νησιά της σιωπής , κι αφήναν τη μέρα να κοιτά τον ήλιο τη γη να φωσφορίζει με τα χρώματα το δείλι να παιχνιδίζει στο χτένι του βουνού τις χαρές να λούζονται στους καταρράκτες της ομορφιάς τα γέλια να χοροπηδούν στους όρμους των χειλιών τη γαλήνη να καβαλά τους ώμους φλερτάροντας τις λευκές ανάσες Μα πάλι .. πάλι γυρνούσαν στο στόμα σαν ατέλειωτες καραμέλες με γεύση κυδωνιού . Στυφό το σώμα τους κρεμασμένο στη γλώσσα του δέντρου που φύλαγε τα κλαριά της υπομονής . Έτσι σκορπούσε ,ξεθώριαζε ο καιρός Αφήνοντας τις τελείες του σαν μικρές νιφάδες χιονιού στα μαλλιά του . Σκαλίζοντας μικρές αυλακιές στο μέτωπό του . Πόσα κέρδισε πόσα έχασε σ αυτό το πήγαινε – έλα . Μια ματιά στο κάστρο του σε εκείνους τους μικρούς σπόρους της αυλής του , του έδειχνε το τίμημα του ταξιδιού Φεγγοβολούσε σαν φεγγάρι φώτιζε σαν αυγή ο θησαυρός του ..το βιός του έσταζε φιλί Μα να που τώρα .. τούτες τον ξαναβρήκαν Να παίρνει θάρρος από το μίλημα της καρδιάς να στήνει χαρακώματα στα βλέφαρα νέας γενιάς Πλάι στο γιό του να περνά με μια αγκαλιά, και σαν τραγούδι να ακουμπά με χάδι τις λέξεις που γύρισαν από του χρόνου τη σκοπιά ΄΄ κάνε τα χέρια σου γροθιά, θα περάσει θα δεις ΄΄ πως τώρα πια έμαθε ..να τις αγαπά
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΦΟΡΏΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΝΔΎΑ ΤΩΝ ΧΕΙΛΙΏΝ ΣΟΥ Είναι η ώρα που ξυπνά το ηλιοβασίλεμα χαμηλώνω τα μάτια κι αφήνω το βλέμμα να περπατά στην αγκαλιά σου γαληνεύουν οι νότες σου και πέφτουν απαλά στο βελουδένιο σώμα σου αποζητώντας χάδι ακροδαχτύλων ακουμπώντας τα λυτά μαλλιά τους στα διαμαντένια σου χτένια το κόκκινο αντανακλά στον κρυσταλλένιο καθρέφτη σου φορώντας τον μανδύα των χειλιών σου σκεπάζοντας το χρυσαφένιο λαιμό μ αραχνοΰφαντο ιστό νεραΐδας που ολόγυμνη κολυμπά στο δοξάρι σου ένα κοχύλι σιγοτραγουδά τη μελωδία της αγάπης στα σπλάχνα σου αντίλαλος που κυβερνά το νου θωπεύει τα νήματα της καρδιάς αγγίζει τις χορδές της ευτυχίας τυμπανοκρούστες ψυχής μια τραμουντάνα με τυλίγει στην πνοή της ένα της φύσημα μου παίρνει τη σκέψη κουρνιάζω στο κενό εκεί μαζί της και παίρνω της γαλήνης πρωτοφίλημα κρέμομαι από το δίχτυ της δροσιάς σου λουσμένη απ τ’ άρωμά σου ΄΄ Θάλασσα μου
36
ΡΟΥΛΑ
ΔΙΑΔΡΟΜΉ ΣΤΑ ΧΝΆΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΎ Πρωινό Παρασκευής μια μέρα που φανέρωνε στάλες ανάσας. Τέλειωνε το καθημερινό αλισβερίσι του δουλεύω με δουλεύουν. Στη σκέψη μου κυλούσε ένα χαμόγελο ξεκούρασης το φόρεσα στις πλάτες και ξεκίνησα για τη στάση του λεωφορείου Λιγοστός κόσμος τούτη την ώρα σπασμένα τα κομμάτια του καιρού πού έτσι κι αλλιώς είχε αφήσει πολλούς χωρίς δουλειά . Σε λίγα λεπτά βρισκόμουν μέσα σ αυτό το κουτί που είχε μάθει τη διαδρομή μου και σαν ένα άλλο τρεχαντήρι έριχνε τα δίχτυα να μαζέψει την ψαριά του να την μοιράσει στα καφάσια της αγοράς . Αχ.. ευτυχώς έχει μια άδεια θέση . Δίπλα μου ένας μεσήλικας με απλό προσεγμένο ντύσιμο κι ένα κασκέτο που φανέρωνε άλλες εποχές. Ξαφνικά άρχισε να μιλά. Στην αρχή νόμιζα πως μίλαγε σε κάποιο τηλέφωνο σε λίγα λεπτά τα λόγια του έβγαζαν φωτιές τα απομεινάρια της ψυχής του ξεστόμιζαν τις πίκρες πέταγαν τις αδικίες λες και ζητούσαν κάποιο χέρι να σταματήσει τον καπνό της φωνής του . Έμεινα να τον ακούω κι ένας κόμπος άρχισε να δένει το στέρνο μου και να τυλίγει το λαιμό μου. Ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου ..γύρισα να δω . Μια κυρία που κουνούσε το κεφάλι της στο μεταξένιο κασκόλ μου έλεγε ‘’ μη του δίνεις σημασία σακάτης είναι ΄΄ θύμωσα τόσο στα λόγια της που δεν απάντησα καν γύρισα το κεφάλι μου στην αρχική του θέση. Ο άνθρωπος πλάι μου συνέχισε τα λόγια που τον έπνιγαν εκείνα που δεν άκουγαν πια τους γύρω και μετρούσαν τα αποκαΐδια του . Οι συζητήσεις μες το λεωφορείο ποικίλες από το που πας μέχρι το ποιοι θα είναι οι νέοι κεφαλοκράτορες . Κάποιοι ενοχλήθηκαν απ τον μονόλογου του κυρίου κι άρχισαν τις παρατηρήσεις ΄΄ ε σταμάτα πια μας ζάλισες ΄΄ Τότε άκουσα δυνατά την φωνή ..εκείνη που με γέμισε αγαλλίαση Ένα παλικάρι με τα βιβλία στα χέρια του απαντούσε στις στυφές γκρίνιες ΄΄Ο σεβασμός φαίνεται στον πόνο η χαρά μόνο γελά ΄΄ ήθελα τόσο να βρεθώ κοντά του να τον αγγίξω . Σηκώθηκα απ τη θέση μου και πήγα πλάι του . Με ένα χαμόγελο ψιθύρισα ΄΄ σε ευχαριστώ ΄΄ και εκείνο κούνησε το κεφάλι ανταποδίδοντας τα χαμόγελο . Έφτασα στον προορισμό μου . Κατεβαίνοντας απ το λεωφορείο έπιασα τον εαυτό μου να μονολογεί ΄΄ Σακάτης κόσμος ΄΄.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΠΑΣΜΈΝΑ. ΕΛΛΗΝΙΚΆ Το μικρό κουπέ του τρένου έμοιαζε σαν μικρό κελάρι που ήταν έτοιμο να καρπίσει διάφορα καλούδια . Η ματιά του ανίχνευε το χώρο ψάχνοντας μια γωνιά να ξαποστάσει την πραμάτεια που κουβαλούσε στο μέτωπο. -Περάστε του φώναξε χαμογελώντας ένα στόμα , που το ένιωσε σαν σόμπα παλιάς εποχής που με τα ξύλα της άπλωνε ζεστασιά . Βάζοντας την παλάμη στο στήθος ένδειξη ευχαρίστησης προχώρησε αφήνοντας τον μικρό του σάκο στο σιδερένιο πάτωμα . Έκατσε πλάι σε κείνα τα άσπρα μαλλιά που φόρτωναν τους χρόνους σαν ένα μέλλον δικό του στα σκαλιά της ζωής . Απέναντι τους δυο καλοντυμένες κυρίες εξιστορούσαν τις πιέτες από τα ακριβά τους φορέματα , κι εκείνα τα στολίδια που φάνταζαν στον λαιμό κουδούνιζαν δείχνοντας το λαμπερό τους βάρος . -Από πού είσαι παλικάρι μου ρώτησε ο γέροντας απλώνοντας το χέρι του σαν ερωτηματικό που περίμενε απάντηση . -Τούρκι εγκω τούρκι λιγο ελληνικά . Ερκομαι από Γκερμανία παω χωριό να βρω παππου μου , μαμα μπαμπας γκερμανία μετανάστοι . Παππούς Πολύκαστρο Κρόνια Ελλάντα πάω να τους ντω. Ο Γέροντας άπλωσε το χέρι του σκεπάζοντας τη φούχτα του Ισμαήλ και κουνώντας το κεφάλι του είπε .. ξέρω .. ξέρω κι εγώ στην Γερμανία ήμουν πολλά χρόνια . Και λές και οι θύμησες γίνανε χορεύτριες στα μάτια του κι άρχισε να μιλά να μιλά . Δεν καταλάβαινε πολλά ο Ισμαήλ μα ένοιωθε τις γκριμάτσες αυτής της όμορφης ρυτίδας. Τα χρώματα που έβγαιναν από τα χείλη του ,τις λύπες στους βολβούς των ματιών του που πέρναγαν σαν στάλες ψιλής βροχής . Ο Ισμαήλ έσερνε το σβέρκο σαν εκκρεμές δηλώνοντας κατάφαση σε ότι άκουγε .. δεν καταλάβαινε όμως ένιωθε Ένιωθε την ανάγκη του γέροντα να μιλήσει να τον ακούσουν. Σε λίγο θα ξεκινούσε το τρένο και η φωνή του ελεγκτή εισιτηρίων αντηχούσε . Ένας μικροσκοπικός κύριος με ύφος αυστηρό ζήτησε από τον γέροντα το εισιτήριο Κείνος άρχισε να ψάχνει τις τσέπες ..πουθενά και τραβώντας τις τσέπες προς τα έξω με πληγωμένο βλέμμα ,τα παλιωμένα από φθορά μικρά
38
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
δισάκια του σακακιού έμεναν κούφια και άδεια . Με βλέμμα κριτή ο μικροσκοπικός άνθρωπος του φώναξε . Περάστε έξω κύριε . Ο γέροντας άρχισε να παραμιλά ζητώντας του να τον αφήσει να πάει στο χωριό να δει τα εγγόνια του . Οι δυο κυρίες κοιτώντας η μια την άλλη έδειχναν τον οίκτο τους σε εκείνο το γεροντάκο ψιθυρίζοντας .. τι κρίμα Ο Ισμαήλ θύμωσε , έβαλε το χέρι στο παντελόνι βγάζοντας κάποια χαρτονομίσματα .. φωνάζοντας με τα σπασμένα του Ελληνικά ,τι κάνει ; πόσο το εισητήρι .. Ο Ελεγκτής του απάντησε και βλέποντας τα χρήματα του έκοψε ένα καινούργιο εισιτήριο. Τα βουρκωμένα μάτια του γέροντα και τα απλωμένα χέρια του έκαναν μια αγκαλιά τον Ισμαήλ . Εκείνος απλώνοντας τα νεανικά φτερά του .. είπε μόνο .. αι παππού. Το τρένο ξεκίνησε το ίδιο και ο προορισμός στη ζωή . Άλλες γλώσσες μα ίδιοι χτύποι ,άλλες πατρίδες μα ίδιο το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο . Το γέλιο του γέροντα ακουγόταν στον κόσμο και κείνα τα φτερά του Ισμαήλ πως άγγιζαν τον ουρανό.
39
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΚΑΛΙΚΆΝΤΖΑΡΟΣ Πόσο βολικά σου ήρθαν όλα κανείς δεν ήξερε τα κρυμμένα σου πτώματα είχαν όλα εξαφανιστεί χάθηκαν από ντροπή κι απελπισία Έτοιμος λοιπόν να χορέψεις ξανά το χορό του θριάμβου φοβόσουν την μέρα τρόμαζες στην αστραπή ούτε που πρόσεξες πως ότι φυλούσες στην άδεια σου γιορτή είχε χτύπο και πνοή μήτε που γνώρισες παιδιών αθώα δάκρυα στα χέρια σου τα πάντα μια κίβδηλη αμοιβή Φορτωμένα τα σακιά σου από λάφυρα που έκλεβες γυρνοβολώντας τις νύχτες , σε γκρίζο σκηνικό στημένος ΄΄ καλικάντζαρος ΄΄ Μα ξέχασες πως κάθε ξωτικό έχει και ένα δίδυμο αδερφό που κόπηκε στο αμόνι κι έμαθε να μπαλώνει Της χαραυγής φορά φτερά στα μάτια απλώνει τη χαρά κι απ το δικό του αδράχτι το νήμα πέφτει σαν νερό που πνίγει άδικο καιρό Απ τη μικρή του αγκαλιά τα νούφαρα στέλνουν φιλιά στο δρόμο να χει η ζωή .. αγάπη .. γέλιο κι αντοχή
40
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΚΛΩΝΆΡΙ ΕΛΙΆΣ Συγκεντρώσεις ….. κάνει κρύο κι εκεί στους δρόμους κάποιοι κοιμούνται Ομιλίες…. φόβος στον ήχο φόβος τι άλλο θα πάρουν; Φιέστες .. πώς να ντύσουν; να ξεδιψάσουν τα χείλη να γεμίσουν τα στόματα ψωμί Τάματα… κενό με δίχως γράμματα κούφια πατώματα που να βρουν τα πόδια βήμα να πατούν Τι άραγε θα θυμηθούμε πριν τι θα ξεχάσουμε μετά Θα φανούν τα όρια; Θα βγουν οι σκέψεις απ τις συμπληγάδες; Ποια Σκύλλα ποια Χάρυβδη αγρυπνά στα σοκάκια της άπνοιας δίχως μια στάλα νερό Τριβελίζουν το νου οι φωνές που μόνο κρότο κάνουν Πόσα ακόμα θα μένουν τα χέρια δεμένα σε έναν σταυρό που δεν τους ανήκει Ποιο κλωνάρι ελιάς θα κόψει το σχοινί να βγει στους δρόμους το σώμα σου ψυχή Πώς να μιλήσεις στα παιδιά με κόμπους στο λαιμό μ’ αγνάντεμα ένα θολό τοπίο κι ένα σπίρτο να καίει στον καιρό Κι εσύ κάπου εκεί να παλεύεις ανάμεσα στο ίσως φανούν τα χελιδόνια του χειμώνα και στον τρόμο του πάλι και του μη με μια ελπίδα να σου σκαλίζει την πληγή. Μια ανάσα ένα μπορώ σου φωνάζουν είμαι εδώ Ακούς;
41
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΤΙΣ ΡΊΖΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΎ Εκεί τον γνώρισε σε μια τραμπάλα της ζωής εκείνος με τα χέρια του έπιανε το φεγγάρι Κοιτώντας τα μάτια της έκοψε μια φέτα του και της την χάρισε εκείνη μόλις είχε πατήσει το πρώτο σκαλί για το ανέβασμα στον άπιαστο Τον έφτανε κάθε που ξεμύτιζε το άστρο της απ την κρυψώνα του καιρού Άγγιζε τα λευκά του φτερά κι ανέμιζαν τα φυλλοκάρδια της μικρές ψίχες που φόρτωναν το δισάκι της ομορφιάς Μετρούσαν τις μικρές ηλιαχτίδες τις νύχτας μαζί κοιτάζοντας από ψηλά το γύρο του κόσμου Τα λαμπιόνια πετούσαν τις πολύχρωμες σκιές τους στα μάτια τους . Ένας κόσμος τόσο ίδιος με κείνους και τόσο μακρινός από αυτούς Στα δάχτυλα τους μετρούσαν τις λέξεις στο κομποσκοίνι του λυτρωμού Το φέγγος της μέρας κούρδιζε το ρολόι του κι εκείνοι μοιράζονταν στους λεπτοδείκτες της στιγμής . Φωνές αρμένιζαν στα πανιά της ασφάλτου και εκείνοι σαν άλλοι ιχνηλάτες αναζητούσαν το χώμα που φύτρωνε η μοσχοβολιά το μίσχο που θα έσπερνε τα γελαστά μάτια Κρατιόταν από τις μύτες που είχε το φόρεμα του σύννεφου μη και ξυπνήσει απότομα το αγέρι και φυσήξει τα όνειρα και χαθούν Στα μάτια του φάνταζε η πούλια στο βλέμμα της χωρούσε ο Αυγερινός Δυο νυχτολούλουδα στις ρίζες του ουρανού
42
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΣΑΝ ΜΙΑ ΠΑΡΤΊΔΑ ΣΚΆΚΙ Η μέρα άρχισε σιγά σιγά να μαζεύει τις τσαχπινιές της κι ένα γλυκό σούρουπο έκανε το βήμα του να προϋπαντήσει τη νύχτα που ερχόταν . Όλα είχαν τελειώσει . οι σερπαντίνας ξάπλωναν στην άσφαλτο κι έμοιαζαν με χρωματιστές κλωστές στο διάβα του δρόμου τα μικρά κομφετί στόλιζαν τις αυλές μικρές πουά αναλαμπές που με το μικρό φύσημα του ανέμου άλλαζαν ρότα . Άρχισε να απλώνει τα δίχτυα της η ησυχία . Κόπασαν οι φωνές της μουσικής τα δάχτυλα που χόρευαν οι μουτσούνες που κουβαλούσαν γέλια κι εκείνα τα φορέματα που θύμιζαν φουρό φουσκωμένο από θάλασσα δίπλωσαν τις πιέτες τους έτοιμα να κοιμηθούν στο σεντούκι του χρόνου . Έμεινα στη γωνιά του καναπέ μου αφήνοντας το βλέμμα μου στο κενό και στα χρώμα του γκρίζου που έπαιρνε ο ουρανός . Η σκέψη μου πλανιόταν σαν μικρός κονδυλοφόρος σε περγαμηνή Άρχισε να κινεί τις λέξεις στο σκάκι της γραφής . Τοποθετούσε τις αξίες στη θέση του βασιλιά και της βασίλισσας οι μαχητές μου τα συναισθήματα άλογα που πάλευαν να κερδίσουν τον πόλεμο . Τα πιόνια μου οι ζεστές μου πράξεις άλλαζαν θέση γυρεύοντας τις απαντήσεις στα γιατί του κόσμου . Επιβλητική πένα έστησε τα πόδια της στο χαρτί και με ύφος μουτζούρας με ρωτούσε ΄΄ Χρειάζονται μάσκες για να γραφτούν χαμόγελα; Πρέπει να φορά δαντελωτές κάλτσες η μέρα για να χαρεί; πρέπει να γίνει χορός για να φανούν τα βήματα της αγάπης; Έμεινα να την κοιτώ τυλιγμένη στα φασκιά της σιωπής Αγέρωχη συνέχισε να με ρωτά; και τώρα που βγήκαν οι μάσκες θα φανούν τα πρόσωπα; Έβαλα τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά μου τίναξα τούτη τη σκέψη που με πονά .. φόρεσα τα διάφανα μάτια που πλάγιαζαν ήσυχα πλάι μου στα μαξιλάρια του όμορφου κόσμου και πριν φύγει της είπα πως .. όπου υπάρχουν μάσκες φυτρώνουν φεγγάρια πρόσωπα ..όταν χορεύει η αγάπη κερνά ο αυγερινός κι όπου υπάρχουν άνθρωποι φυτρώνει η ανάσα και καίει ο λυτρωμός. Την είδα να φεύγει βιαστική. Κι ύστερα πρόσεξα πως... οι μαχητές μου .. είχαν κερδίσει την παρτίδα
43
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΝΌΤΕΣ ΜΟΥΣΙΚΉΣ Λόγια … λόγια κομμένα ..ραμμένα σε κάθε δρόμο σε κάθε ντύμα τρέχουν να προλάβουν το χρόνο μαραθωνοδρόμοι που ακουμπούν τη σκυτάλη της σκέψης βιαστικά ..χωρίς ανάσα Σκορπούν χαρές .. λύπες κι ύστερα σαν άλλοι λιποτάκτες κρύβονται τα χρώματα που γέννησαν πίσω τους να μη δουν πόσο μ’ αρέσουν κείνα τα λόγια που αφήνονται στα κύτταρα των ματιών βαδίζουν ανάμεσα στα χαλίκια και στα μικρά τριφύλλια της άνοιξης χάνουν το δρόμο μα έχουν οδηγό τα πέταλα της καρδιάς περνούν τις συμπληγάδες του γιατί μ άνεμο με φεγγάρι μα η Ιθάκη είναι εκεί απάντηση να δώσει το σώμα τους γαλήνη να μυρώσει κείνα που δε φωνάζουν για να ακουστούν τα νοιώθεις να περπατούν στα σύνορα της ψυχής να αρμενίζουν στα βλέφαρα κρατώντας ένα κομμάτι γης του σπόρου τους αχ.. άνθρωπε σου δόθηκε η φωνή σου απλώθηκε ο λόγος κι αντί να γείρεις πλάι του πέρασες πάνω του κι άρχισες να φλυαρείς κι είναι τόσο απλό ..χαμήλωσε το βλέμμα τα λόγια της ψυχής χτυπούν σαν νότες μουσικής
44
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΙΧΝΗΛΆΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Ανέμιζε παρέα με ένα Γκάτσο και με ένα Δίστομο ξεκρέμαγε καρφιά Στα Ανώγεια φύλαγαν φιλιά σαν τσιλιαδόροι για να γευτούν του Νίκου την παλικαριά Σέρνανε πάνω της μύρια πουλιά οι αγύρτες κι ένας δάσκαλος της κρέμαγε φλουριά τα μάτια να ναι της κορυφής οι ορειβάτες κείνα που ψάχνουν την γύμνια του φονιά Δεν την αγγίζανε τις νύχτας αγωγιάτες που σεργιανούν για μια ελεύθερη βραδιά μα κείνοι που χαν τις καρδιές διαβάτες να περπατούν μέσα στου κόσμου τα στενά Εκεί που σέρνεται η φθορά κι αρχίζει η πείνα να κλέβει τα όνειρα να σπάει ιδανικά να μεγαλώνει με της γέννας κάποιο μνήμα που να θυμίζει στέκια που χώρεσαν αδράχτι από νήμα ερημιά . Την προσπεράσαν χρόνια που έζησαν στη νιότη χρώματα που έβαψαν του κόσμου ουρανοί μα τάξαν του βίου της το πιοτί μη και στερέψει την πηγή που νόημα είχε δοθεί Ιχνηλάτης του νου μ’ αφορισμό το κέρδος σωσμένου ναυαγού Να τριγυρνά σου φεγγαριού το ρέμα κι αγνό ποτάμι απ την αυλή της να περνά κι αν δεν την γνώρισες κι αν έκλεισε τα μάτια στα καταγώγια που υπογράφανε συνήθεια είναι γιατί ξεχώρισε ένα αστέρι που ‘μπηξε μες τα στήθια αναζητώντας στον καιρό που να ναι .. η αλήθεια
45
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΊΟ Ταξιδεύει κουβαλώντας πάνω του μύρια σώματα Φορεμένες πανοπλίες σε πολέμους που αγίνωτοι ξενυχτούν στο μέρωμα του Αυγερινού . Στη φορά των συναισθημάτων πλέουν οι φουρτούνες , το λίκνισμα της νηνεμίας και κείνης της ταχιά στιγμής που δρόσιζε το είναι του . Κουβέντες που ξεπηδούν απ τα αμπάρια της μνήμης χύνονται στα ποτάμια της ζωντανής ελπίδας Αγέραστος ουρανός στα πέλαγα της θάλασσας ρουφά με λαχτάρα τον αιώνα στα σπλάχνα . Α!!! πόσους λογάδες της ομορφιάς δε γιόρτασε στην αυλή του Κοιμάται με αστραπές και ξυπνά με ήλιους Μαζεύει βότσαλα του φεγγαριού , σπέρνει στην άμμο τα άστρα να σεργιανούν οι φάροι . Λυτές συμπληγάδες του χορεύουν στο πέρασμα της Κίρκης παράλληλοι δρόμοι δένουν στην διασταύρωση της Αθηνάς σκορπώντας τα λιθάρια τους στο φως του Απόλλωνα Ταξιδιάρης ανθός , άφθαρτος .. μοναχός Ασχημάτιστος πολύγραφος με δάχτυλα βιαστικά που αναζητά την άγνωστη ερωμένη . Να δει τις πολεμίστρες στα μάτια της, τα άγουρα φιλιά φυτεμένα στους όρμους της, σημάδια που κεντούν περιστέρια στους κόρφους της γέννες που ξεδιψούν το νου βλαστάρια της γνώσης που ανθίζουν εκεί που ανοίγει το άπειρο Σαν ένας λαθρεπιβάτης που ασύνορα στο βλέμμα του απαντά
46
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΠΟΛΎΧΡΩΜΕΣ ΚΟΡΔΈΛΕΣ Άρχισε να μαζεύει σιγά σιγά εκείνα τα πήλινα κιούπια που κουβαλούσαν τις μικρές της πλεξούδες Πολύχρωμες κορδέλες που στόλιζαν την αυλή της κρατώντας στο στόμα φλούδες από γλυκό βύσσινο και γεύση από μανταρίνι Ο καιρός είχε ραγίσει τις μικρές της πλάκες κι η υγρασία νότισε στα σπλάχνα της. Έπαιρνε αγκαλιά ένα ένα τα μικρά της δοχεία τους μίλαγε για τα όμορφα τόξα που της χάρισαν , για τα κύματα ακρογιαλιάς που φούσκωναν στα φύλλα τους , για κείνα τα κοχύλια που έσερναν τη μελωδία στις πλάτες τους . Την έβλεπα να τραγουδά στον κόσμο της που λες και μια σκάφη του ουρανού ήταν που πλένονταν παιδιά της γης κι άφηναν ξέπλεκα τα μαλλιά τους στο χτένι της ευωδιάς . Έμεινα να κοιτώ το χαμόγελό της που απ τα χείλη του κρέμονταν ζεστά αερικά φιλώντας τις άκρες του . Κάθισε κοντά τους και πως φώτιζε ο ήλιος στα μάτια τους . Το βλέμμα μου αντάμωσε το δικό της κι ύστερα μπήκα μέσα της . Γνώρισα τη μουσική της θάλασσας και ήπια απ το βυθό της . Σφράγισα τα χείλη μου και της φώναξα δυνατά Ναι .. θα φτιάξουμε την αυλή και στους κορμούς της θα ανοίξουμε το σκέπαστρο που θα φορά το ντύμα της συντροφικότητας να σωθούν οι σπόροι για να πλουτίσουν οι σοδειές που θα σπουδάζουν ..το αύριο
47
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ ΤΟΥ ΦΤΕΡΩΤΟΎ Με το πρώτο ξύπνημα άνοιξε τα παντζούρια της ζεστής φωλιάς της κι άφησε τον ήλιο να προχωρεί από τις ξύλινες χαραμάδες στο βλέμμα της Έβαλε κάτι πρόχειρο πάνω της και βγήκε στη μικρή αυλή να καλημερίσει τις χρωματιστές μολόχες την γαρυφαλλιά τα χρώματα του κήπου της. Εκεί στα αυλακωτά σκαλοπάτια του αντίκρισε ένα μικρό φτερωτό μια μέλισσα που ανάμεσα απ το σιγοψιθύρισα ζητούσε βοήθεια Άφησε ελεύθερα τα μάτια της ψυχής να δουν τον πόνο και στην απόλυτη σιγή να ακούσουν τι λέει ετούτη η μικρή Τα μικρά της χέρια ανήμπορα να φτερουγήσουν και το παράπονο μιας σταλιάς πνοή . Δεν ήξερε τι να κάνει και η πρώτη της σκέψη ήταν να την ξαπλώσει σε ένα στρώμα Πήγε λοιπόν στην κουζίνα πήρε ένα μικρό χάρτινο τραπεζομάντιλο το έστρωσε στα πλακάκι που έκρυβε το χώμα της κι ύστερα με τη χούφτα της βοήθησε τη μινιατούρα της ζωής να ξαπλώσει. Στο λευκό της σεντόνι φάνηκαν κηλίδες σαν κόκκοι άμμου κι η μικρή μέλισσα κουνώντας τα πόδια τίναζε από πάνω της ότι της βάραινε το κορμί . Γλυκολαλούσαν τα πέταλα τραγούδαγαν οι ρίζες κι οι μίσχοι λικνίζοντας το σώμα χόρευαν στην ομορφιά της μέρας Σε λίγα λεπτά ένοιωθε ελεύθερη .. έτοιμη να ανοίξει και πάλι τα φτερά της στον άνεμο . Λίγο πριν φύγει στάθηκε δίπλα της ζουζουνίζοντας ψιθύριζε ένα ευχαριστώ κι εκείνη που ήξερε τη γλώσσα της ψυχής χαμογέλασε κι απ τα χείλη της βγήκε ένα .. πέτα ψυχή μου πέτα
48
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΤΟ ΠΑΡΆΠΟΝΟ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ Άρχισε να περπατά έτσι ανέμελα πια στο κατηφόρι που δένονταν το τέλος του Στα μαλλιά του μια πεταλούδα του θύμιζε πως ακόμη υπάρχουν χρώματα Μα εκείνος σκυφτός προχωρούσε με άδειο το νου Αφού πια κανείς δεν νοιαζόταν για εκείνον κι αυτός θα πέταγε τις ευθύνες που τον βάραιναν απ την τσέπη και θα προχωρούσε ανάλαφρος. Ούτε που είδαν τις χαρακιές στα μάτια ούτε που γνώρισαν τα σπασμένα του δάκρυα Τον χειροκροτούσαν μόνο για εκείνες τις βραδιές που τους χάριζε το ολόγιομο φεγγάρι Όταν τους άφηνε να κυλιστούν στα νερά της θάλασσας ή όταν τους φόραγε την άνοιξη.. τους έλουζε με το άρωμά της Μα πόσο εύκολα τον προσπέρναγαν όταν μάτωνε όταν τα αγκάθια έγδερναν το κορμί του η λήθη του χαμογελούσε Και τώρα για δες.. το μόνο που περιμένουν είναι η φυγή του η ταφή του στα περασμένα.. ανοιχτές οι ουλές ..ποιόν νοιάζει Ο όχλος σημάδευε σαν άλλος ανελέητος δικαστής τα πόδια του. Φωνές ΄΄ στα τάρταρα ΄΄ θρυμματίστε τον ΄΄ Φταίχτης κι αποδιοπομπαίος τράγος … έμεινε να τους κοιτά .. τι έκαναν ; γιατί τον άφησαν να κατρακυλά; γιατί δε του δέσανε τα χέρια όταν έκλεβε τη χαρά τους; γιατί δεν του κλείνανε το στόμα όταν φώναζε τις κραυγές τους; γιατί τον χρησιμοποιούν σαν τρύπιο σφουγγάρι κι ύστερα τον πετούν Ναι αυτός θα τέλειωνε τον προορισμό του μα τις δικές του πληγές θα τις φόρτωνε σε κείνον που θα έρθει Έτσι ανοιχτές γιατί δεν έκλεισαν ποτέ .. πότε άραγε θα δουν; Κατηφόριζε .. λίγες καμπάνες θα χτυπούσαν ακόμη στα αυτιά του λίγα κόκκινα φιλιά θα μοιράζονταν τον ήχο .. κι ύστερα θα έπαιρνε αγκαλιά το παράπονό του ..ύστερα θα έβρισκε το ξαποστάσι του ναι ..εκεί ..στα πουλιά και στον αέρα ΄΄Δε φταίει ο χρόνος που περνά μα η μνήμη που ξεχνά’’
49
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΕ ΤΟΎΤΟ ΤΟ ΝΟΈΜΒΡΗ Γέμισαν οι αίθουσες φωνές Ένα άλλο καράβι περνά να τους κλέψει τη ρότα που είχαν χαράξει Στα άδεια θρανία πετούν οι σκέψεις και το δωμάτιο ασφυκτιά που μας πάνε; πως μας θέλουν; Οι κουρτίνες λικνίζονται τρομαγμένες από το νέο που τρίζει κι εγώ.. εσύ .. α!! κλειστά τα αυτιά Ακούγονται μονάχα τα γέλια που βγαίνουν στο μέτωπο φαίνεται μόνο η μπάλα που τρέχει στην αυλή ψάχνοντας πόδια για να παίξει πότε θα δω; πότε θα δείς; Έχουν σκουριάζει τα κάγκελα κι εκείνος ο απρόσωπος δήμιος ιδεών σουλατσάρει πουλώντας λευκό θάνατο ραντίζοντας το αύριο με σαθρά φύλλα Κι εμείς .. σε ένα άδειο κουτί βρίζεις ..φωνάζω σε άηχη ερημιά διπλώνουν οι μέρες και πάλι ακροβάτες Μια δρασκελιά φτάνει να ξεκλειδώσει η ανάσα κιοτής κι άβουλος ο πλαστικός αέρας που πουλούν μα εμείς σπόροι του όλου που ανθίζουν στη βροχή Θυμήσου πόσες φορές πέρασε ο Νοέμβρης απ τα κορμιά των παιδιών και δες δες πως φωτίζει ο ήλιος στα μάτια τους Έλα να σταθούμε πλάι του να γίνουμε φωτιά που το ζεσταίνει στα κρύα του βήματα Να μάθουμε απ τα χείλη του .. και πάψε πάψε να μιλάς .. σωπαίνω Άκου τι όμορφα που τραγουδούν στη χροιά τους κρέμεται η ζωή στις νότες τους ζει πάντα.. ένα κόκκινο δέντρο
50
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΤΗΣ ΆΝΟΙΞΗΣ ΤΟ ΣΚΙΆΧΤΡΟ Έβαλε πάλι τα καλά του και στήθηκε σαν αετός που χει ανοίξει τα φτερά του, για να ακουμπήσει κάθε φτερωτό κελάηδημα του ήλιου με φόντο ένα βασιλικό. Της άνοιξης το σκιάχτρο φύλακας και φρουρός αμίλητος ντυμένος με λόγια που ακούει η πηγή κι όσα ζητά του λύχνου η άσβηστη κορυφή Στόλισαν το καπέλο του κόκκινες παπαρούνες κι η γη του ‘δωσε μολυβιά καρδιάς να αφουγκράζεται του κόκκους της χαράς. Στα μάτια του έδεσε καρπό της θάλασσας το δάκρυ να ιδρώνει ο κόπος στο νερό κυλώντας άκρη σ άκρη Τριγύρω του τα χρυσαφένια στάχυα χόρευαν το γάμο του καιρού το πάντρεμα μιας μοσχοβόλιστης ελιάς με κείνο του ουρανού Ταμπούρλα χτύπαγε η σιωπή και το γλυκό το αγέρι τους χάριζε τη μουσική των φύλλων που ριγά στο νιόφερτο κλαδί . Τα δώρα τους τα φέρναν αγριολούλουδα μαβιά που γέρνανε το σώμα στου βράχου την ζεστή αγκαλιά Γέλαγε ο μικρός φρουρός και κοίταγε όλο του το βιός Αχ !! και να βλέπαν οι θεοί ..τι λείπει απ τη ζωή
51
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΤΑ ΣΠΛΆΧΝΑ ΕΝΌΣ ΣΤΑΘΜΟΎ Πέρασα την πύλη του πηγαιμού βημάτισα στα σπλάχνα ενός σταθμού στο διάδρομο στεκόταν κάτι ξεχασμένες αποσκευές σαστισμένες από την πολυκοσμία οχλαγωγία από άδειους ψίθυρους Μια διμοιρία από ερωτήματα χώραγαν στις τρύπιες τσέπες τους και γρατζουνούσαν τη σάρκα τι έφταιξαν; γιατί είναι εδώ; πως διώχθηκαν από το ζεστό σπίτι; τι τις ανάγκασε να κρύψουν τα όνειρά τους στο πάτωμα της σάρκας τους με φύλακες την απόγνωση και την απελπισία Ένας ξυπόλυτος νεκρός ζήταγε μια γωνιά ψωμί κι ένας κουλουρτζής τάιζε στο πέτρινο σκαλί στα πουλιά σπίθες απ’ το σουσάμι πιο κει δυο μάτια παιδικά γύρευαν τα ζαχαρωτά να κρύψουν το ακριβό τους κλάμα σε ένα παστέλι Κάποιος τρελός τελάλης για πασχαλιά μιλούσε έσερνε κόκκινες στιγμές μ αγάπη τις φιλούσε στέγνωνε μες το βλέμμα του ένα του κόσμου κέρμα να το ανταλλάξει την αυγή με ένα γέλιου νεύμα Με κοίταγαν οι αποσκευές αμίλητος κοιτούσα ανήμπορος στην άνοιξη το χρώμα της να δώ άπλωνα πια το χέρι μου και αποχαιρετούσα της επιφάνειας το φιλί να φύγει στο καλό Ζούσα την πίκρα της χαράς στου άγνωστου το βιός είδα του ήλιου φως να μου ξεπλένει τα γιατί σε μια του δρόμου αποσκευή Αφορισμένος θα γυρνώ στο βουητό του κόσμου να γράφω κείνα που κοιτώ μ αγκάθι άγιου δυόσμου Κατάρα να ναι η ευχή ; τα μάτια σου.. ψυχή
52
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΡΑΚΟΣΥΛΛΈΚΤΗΣ Πριν το χάραμα χαθεί ....μες την καλύβα του γυρνά ψάχνει τα ρούχα... τα παλιά με εκείνα να ντυθεί για εκείνον η μέρα ...άρχισε ξανά αντίστροφα να μετρά το παντελόνι του ...τρύπιο και μπαλωμένο ένα πουκάμισο ....ξεθωριασμένο στον καιρό κι εκείνος αρχινά ....πρωί πρωί δουλειά Βγαίνει στους δρόμους ...για να δει ότι παράτησε η ζωή ....ότι πετάξαν οι θεοί στους κάδους μέσα να χωθεί κάτι ίσως να βγάλει... κάτι ίσως σωθεί Μες τα σοκάκια που γυρνά ..πόσα δεν έχει βρει να κλαίνε ...όνειρα μωρά ..μείνανε μόνα τους αυτά τα έκλεψε .....η απογοήτευση η σκληρή τα έκρυψε πολύ βαθιά ...μόνο η ψυχή μένει εκεί χαρές ......που πνίγηκαν αυτές μέσα σε άδειες αγκαλιές ποτάμι η πίκρα που κυλά ...τα έχωσε μες τα δικά της τα νερά αγάπες....που χάθηκαν αυτές ..στου απέραντου μέσα το χθες φιλιά ....τριγύρω αφημένα ....ψάχνουν δυο χείλη ..μ’ αυτά να γίνουν ένα χάδια...μικρές δροσοσταλιές ...κοιτούν απεγνωσμένα ικέτες γίνανε αυτά μονάχα για μια αγκαλιά ..δυο χέρια ανοιγμένα Τα μάζευε όλα αυτός... τα βράδια σαν τα κοίταγε έκλαιγε μοναχός τα σκέπαζε.. με ένα κουρέλι που χε κει για να ζεσταίνει τη ζωή τα φύλαγε....ήταν αυτός για κείνα ...άγρυπνος φρουρός μικρό ήταν το σπίτι του ....μα η καρδιά μεγάλη κάθε πρωί με την αυγή ....τα τάιζε με τρυφεράδα με στοργή για γάλα. .ένα χαμόγελο ζεστό. .το γιατροσόφι τους αυτό ψωμί τους φρέσκο και λαχταριστό ....σ’ όλα τους... ένα σ’ αγαπώ ένα μονάχα είχε σκοπό .......τη δύναμη αυτά να βρουν να ζωντανέψουν .....στα πόδια τους ..για να σταθούν να βγουν στον κόσμο πια αυτά ...και να φωνάξουν δυνατά πως είναι εκεί ..πως μες το ψέμα και στην αλήθεια του μες την αδιαφορία του και τη συνήθεια του …………… ένας ρακοσυλλέκτης μοναχά.. κράτησε τα πιο πολύτιμα αγαθά μικρός κι ανήμπορος αυτός ...μα είχε πλούσια καρδιά κι από ρακένδυτος ζωής ...έγινε άρχοντας... . ψυχής
53
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΥΠΌΓΕΙΑ ΚΙΒΩΤΌΣ Μια βουτιά στα ενδόμυχα της Με περίμενε θαρρείς κι άνοιξε το πέπλο του κόσμου της Αγουροξυπνημένα κοράλλια κουνούσαν πέρα δωθε το κορμί σαν ευαίσθητες κιμωλίες που έψαχναν τον τοίχο τους να δηλώσουν παρών χρωματιστές γιρλάντες που ανέμιζαν στο απέραντο. Κράτησα στη χούφτα κοχύλια κλακέτες κι αυτά μου χτύπαγαν τα δάχτυλα μουρμουρίζοντας στα αυτιά μου κάτι από λόγια γαρυφαλλιάς ,κάτι από μελωδία σκουλαρικιάς , απροσδιόριστα χνώτα που όμως πως μοσχοβολούσε η μυρωδιά που Έκλεβαν απ το άγνωστο . Άρχισε να γαργαλά το πέλμα μου η άμμος φωνάζοντας το γέλιο να ξαπλώσει στο στόμα μου . Οι μικρές μπουρμπουλήθρες φανέρωναν το τρεχαλητό του να φτάσει απ την καρδιά στα χείλη μου. Κάποιο δεινοί κολυμβητές παιχνίδιζαν στο πλάι μου ανοίγοντας τους βρόγχους μου κει που οργώνει το άπειρο και σπέρνει η ηλιαχτίδα . Χτύπαγαν την ουρά τους σαν να χαστούκιζαν το φορτίο που έκρυβε η βροχή . Πόσες φωνές ,παράπονα από γυαλιστερές πέτρες που δεν αντάμωναν τον ήλιο ,τρελές πεταλούδες που ανέμελα γυρνούσαν στο καρουζέλ της ομορφιάς , μικροί θυμωμένοι αντάρτες που έψαχναν να βρουν τη γη πιο μέσα από τη ψυχή , σπινθήρες που αναβόσβηναν να δουν το κορμί της φωτιάς . Πως !!! όλα έδειχναν μια κιβωτό με χίλιες γλώσσες . Ήπια απ το ποτήρι της θάλασσας κι όταν αυτή με έβγαλε στη στεριά μου, πως ρούφηξαν τα μάτια μου το άρωμα της ζωής στον κρίκο μιας στιγμής
54
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΣΤΑ ΒΉΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΣΈΛΗΝΟΥ Οι μουσικές φόρεσαν τα ακριβά τους ρούχα στολισμένες γιρλάντες στις νότες με χρώματα προκαλούσαν την κλεφτή του ματιά να κολλήσει στα σκαλιά του πιάνου. Σιγά σιγά η μέρα θα χαμήλωνε τα φώτα της στήνοντας την αυλαία της αναμονής όπου φωτίζει το βλέμμα και τραγουδά η γύρη των λουλουδιών . Η σκέψη στριφογύριζε στο πέρασμα του σαν αναδυόμενη ομορφιά που γεννιέται στα σπάργανα του ουρανού . Φέτα ..φέτα συμπληρώνει το γυμνό ανάγλυφο κορμί της. Το ασημί σατέν σκεπάζει τους ώμους κεντώντας το επιβλητικό φωτοστέφανο που ξεχνά τα πόδια ., σκουντά τη μιλιά σβήνει τα μουρμουρητά του νου , αφήνεται στο άκουσμα του παφλασμού της ψυχής Τα λόγια σιωπούν , τα δάχτυλα απλώνουν τις φτερούγες τους ενώνονται οι χτύποι στην ανεμόσκαλα του ουρανού . Στην αίγλη της φιλούν τα αστέρια το βέλος του έρωτα δένουν τους κρίκους της αγάπης κι ο κόσμος μια πινελιά που ζωγραφίζει το κάδρο της Πανσέληνου. Α!! αγάπη .. τι όμορφα πετάς στο βλέμμα μου και πως βουτώντας στο νου σου .. διαβάζει ο ουρανός
55
ΒΆΔΙΖΑΝ ΓΡΉΓΟΡΑ ΟΙ ΣΚΈΨΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑ ΑΝΤΑΜΏΣΟΥΝ ΤΙΣ ΜΥΓΔΑΛΙΈΣ Ένας σιδερένιος νάρθηκας κρατούσε μόνιμα το πόδι του στη ζωή Ο χρόνος κυλούσε στις πατούσες του αργά κι η άσφαλτος φανέρωνε την ισιάδα στο βήμα . Έτρεχαν οι φωνές κομπιάζοντας στη ματιά σιγούρευαν το βλέμμα της λύπησης κι εκείνη του οίκτου, που μαχαίρωνε τη σκέψη φουρτούνιαζε τα νερά της ψυχής του . Τι δεν έβλεπαν; Τι δεν άκουγαν; Στα μάτια του στράγγιζε ο ίδιος ήλιος τις αχτίδες του, στα μαλλιά του ανέμιζε η όμοια αύρα του καλοκαιριού , στο μέτωπο φτερούγιζαν οι ίδιες ρυτίδες που αυλάκωναν τα σκαμπανεβάσματα του καιρού. Η μουσική χόρευε στον ίδιο ρυθμό το σκοπό της, που έχασαν το ξάστερο βλέμμα; Άρχισε να τους πλησιάζει φορτώνοντας τα χέρια του τις γωνιές του κόσμου του . Βάδιζαν γρήγορα οι σκέψεις του να ανταμώσουν τις μυγδαλιές που φύτρωναν στο λιβάδι του ισου νόμου που έγραφε η καρδιά , χοροπηδούσαν τα χείλη να φτάσουν τα λόγια της ειλικρίνειας , κολυμπούσαν τα όνειρα κάτω απ τη στέγη των άστρων που φέγγιζαν στη λίμνη της ανοιχτής έννοιας . Ξεστόμιζε η χώρα της ανθρωπιάς τις πράσινες βροχούλες τις ελπίδας. και τα πολύχρωμα ντύματα σχημάτιζαν το κορμί της Ίριδας . Τον άκουγαν τα νοήματα τον έβλεπαν οι ήχοι κι η μικρή γερουσία της φυλής άλλαξε το αποτέλεσμα ΄΄ τι ονειροπαρμένος ΄΄ Μια μικρή ηχώ ντυμένη στο σώμα μια ειρωνείας γλυκόπικρα ψιθύρισε. ΄΄ Ψυχές σε νάρθηκα ΄΄
56
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΓΛΥΚΌΛΑΛΑ ΠΟΛΎΧΡΩΜΑ ΠΟΥΛΙΆ ΤΗΣ ΝΙΌΤΗΣ Ηλιοβασίλεμα κι από ψηλά όλα μοιάζουν μικρές πυγολαμπίδες χωμένες σε ένα πέτρινο δάσος Ξεχωρίζουν οι φωνές των τζιτζικιών και το σιγομουρμούρισμα της θάλασσας Ένα σμήνος χαράς πετά πάνω απ τα μαλλιά μας Χελιδόνια .. πόσο τα αγαπάς αρπάζεις τη φωτογραφική μηχανή βιαστικά να κερδίσεις τη στιγμή κοντράροντας το χρόνο Το χαμόγελό σου ζεστή ανταύγεια μικρού παιδιού σ’ αγκαλιάζω και νοιώθω πόσο μου λείπεις μυρίζω τα μαλλιά σου κι αναπνέω την εφηβεία Τίποτε δεν άλλαξε .. όπως τότε δυο κοπελιές ντυμένες άνοιξη να κεντούν όνειρα στο περιβόλι του ουρανού γλυκόλαλα πολύχρωμα πουλιά της νιότης Οι αναμνήσεις κερνάν βανίλια παγωτό στο στόμα και το σήμερα γίνεται χθες κόβοντας το νήμα της απόστασης με τους χτύπους της καρδιάς αχ .. αλήθεια δε θυμάμαι να σε έχασα ποτέ δεν έλειψα λεπτό απ τη σκιά σου κυκλοφορείς πάνω μου σαν μια στάλα δροσιάς κι έχω κουμπώσει στο πουκάμισο της καρδιάς Μιλάς και φεύγουν οι παλμοί μου να κρύψουν την κάθε λέξη στο σεντούκι της μνήμης Τρέχουν .. τρέχουν οι εικόνες να προλάβουν το λεωφορείο του χρόνου που βιαστικά περνά Τα αεροπλάνα που πετούν μας θυμίζουν τον ερχομό σου και συγχρόνως την ώρα που γρήγορα έρχεται αυτή του αποχωρισμού που πάλι θα μοιραστούμε δυο δάκρυα Πόσο με θυμώνει ετούτη η ώρα σ’ αφήνει να αγγίξεις τον ήλιο κι ύστερα σου τραβά το χέρι μην καείς Λές και μου έκλεψες ή σου έκλεψα τη σκέψη κοιταζόμαστε στα μάτια και με μια φωνή τα χείλη μας ξεστομίζουν .. ναι αλλά τώρα γελάς και γελάω δεμένες κι οι δύο με λώρο ψυχής στρατευμένες πορείες στο πάντα πιστοί υπήκοοι του ήλιου κι αρμενιστές της αγάπης αχ ..βαλάντια ακριβά το τίμημα σου βρε ζωή μα φτάνει μόνο μια στιγμή και σ αγαπώ απ την αρχή 57
ΕΚΕΊ ΠΟΥ ΌΤΑΝ ΤΟ ΔΆΚΡΥ ΦΤΆΣΕΙ ΣΤΑ ΧΕΊΛΗ Ένας κόσμος γεμάτος από κτίρια με μικρά μπαλκόνια που κρέμονται από τον ήχο της σιωπής και τους στύλους της απόλυτης μοναξιάς Στοιβαγμένοι άνθρωποι στο κιβώτιο των αριθμών και των αλλεπάλληλων ενταλμάτων κινούμενα γράμματα σε μια κυλιόμενη σκάλα της συνήθειας κι ενός σκίτσου που να μοιάζει ζωή Ξεσπά το βλέμμα κι αρχίζει να τρέχει λυγίζει τα κάγκελα που του κλείνουν το δρόμο κι ανοίγεται στο γύρο γύρο της γειτονιάς Η Θάλασσα ακουμπά τα ρουθούνια προκαλώντας τη γεύση του πόθου για ένα κύλημα στην άμμο στο δρόμο περπατούν οι μουσικές ζητώντας αντάλλαγμα ένα κέρμα Στα μικρά ξύλινα σπιτάκια παίζουν κυνηγητό οι πετούνιες με τα νεογέννητα ζουμπούλια Ένα ελαφρό αεράκι σηκώνει τις φούστες τους κι απλώνεται η μυρουδιά της άνοιξης Ζηλιάρα η λεμονιά τσιτώνει τους καρπούς της κερδίζοντας τη στιγμή των ματιών κι η ντερμπεντέρισσα αμυγδαλιά ρίχνει μια γυροβολιά στην πίστα των λουλουδιών θυμίζοντας τον πρώτο ερχομό της Έμαθα να ακούω τα λόγια της να πλένομαι στις χαρές της να κολυμπώ στο χρώμα της σπέρνοντας τους σπόρους της ομορφιάς στη γη που ορίζω εκεί που όταν το δάκρυ φτάσει στα χείλη ποτίζει το χώμα της ψυχής κι ανοίγει ένα χαμόγελο
58
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΖΕΣΤΈΣ ΝΟΣΤΑΛΓΊΕΣ
Μια μουσική ένα νοσταλγικό τραγούδι κι άρχισα να μετρώ αντίστροφα το χρόνο . Ίσως σαν αντίδραση στου κούφωμα του καιρού ή σαν απάντηση στην επιφάνεια του σήμερα Αντίκρισα το μικρό κοριτσάκι του μπαμπά που στα πλεγμένα κοτσιδάκια κρεμόταν κορδέλες ανέμελης δροσιάς και κάθε παιχνίδι κρυβόταν στα μύχια του νου μου σαν ανεξίτηλη πινελιά . Την έφηβη με τις ατέρμονες συζητήσεις εξερευνώντας τα νύχια του πως, το μίσχο των γιατί ,μα καταλήγοντας πάντα στο ίδιο μονοπάτι που φύτρωναν χαμόγελα . Τις παρέες με χρώματα πολιτικής διαμάχης μα στεριωμένες στη βροχή που με το φιλί της νότιζε η φιλία . Μάτια ανοιχτά ..ορθάνοιχτα στη λύπη στη χαρά πάντα εκεί να ακούσουν το στόμα πριν πει , πριν λυγίσει το δάκρυ αθέατοι σπόγγοι που μέτραγαν τη θάλασσα . Πόσο άλλαξαν όλα πόσο άλλαξα κι εγώ. Κι όμως ακόμα θέλω να φωνάξω να μ ακούσεις να μιλήσεις να σε δώ , να αγγίξω εκείνο το μικρό φυλαχτό σου δίνοντας το θάρρος να σου πω , να τραγουδήσω στο ρυθμό σου χορεύοντας στο βήμα των πολλών , να κλείσω το γυαλί περιμένοντας να διαβώ τα σκαλιά των ματιών σου να αντικρίσω το λόγο μέσα στο βλέμμα σου . Αχ .. πως θα θελα να χαρακώσω σε ένα φλιτζάνι του καφέ την συνάντηση παλιού καιρού στο γνώριμο μου τώρα . Να κλείσω ένα .. είμαι εδώ στου ερχομού την ώρα .
59
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΟΜΊΧΛΗ Καθισμένη στο πεζούλι του υγρού της κάστρου άπλωνε τις ανάσες της γελώντας δυνατά ..χαιρέκακα ..τρομακτικά Η δυστυχία ήταν το πιο γλυκό ποτό στα χείλη της Στα θολά της τζάμια ζωγράφιζε με κόκκινο τα ματωμένα όνειρα έκρυβε στις μουσκεμένες της παλάμες τους χάρτες που σχημάτιζαν τον δρόμο για το λιβάδι Θύμωνε όταν μικρές άτακτες ηλιαχτίδες τράβαγαν τις κουρτίνες της χώνονταν κάτω από τις χαραματιές της σκληρής της πόρτας Φόβος της ο μαΐστρος λαχτάρα της η βροχή άκουγε από μικρή πως μετά από κάθε μπόρα βγαίνει ουράνιο τόξο στολίζεται ο ουρανός με χρώματα απ τη γη Στα μπαλωμένα σκίτσα της το φόντο ήταν πάντα γκρι πώς να το αντέξει η κρυφή φως κατάσαρκα της για να μπει στα χέρια της μεγάλωναν πνιχτές φωνές και του χρόνου της το εκκρεμές της χάριζε τους δείκτες που χαράκωναν του ξάστερου ουρανού τους σταλακτίτες Εκεί σε ένα σεντούκι έκρυβε μύρια μυστικά φαρμάκωνε χαμόγελα φόραγε αγκάθινο στεφάνι σε κάθε χαράς μαλλιά Κάποτε ήρθαν ξωτικά που μύριζαν λεβάντα κι αγριοκερασιά στης λήθης το πηγάδι πέταξαν τα παλιά της κουρελιασμένα αγκάθια σάπιζαν στην ποδιά της τον ήλιο βάλανε να περνά μπροστά από κάθε συννεφιά Ζωή της πήραν οι θεοί την μουντή γυρνά και σκυθρωπή οι μουσικοί ‘σπάσαν τις νότες που ήταν φτιαγμένες με γυαλί έγραψαν μελωδίες σε χαρτί με πένα τους της άνοιξη του Απρίλη το φιλί.. Ποτέ της δεν κατάλαβε πως του κόσμου της το μερτικό πάντα θα ναι μικρό σε όποιο καιρό η ομίχλη κι αν φανεί είναι η κλεψύδρα της μικρή κι η άμμος γρήγορα κυλά από της ψυχής του ήλιου τη ματιά
60
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΊ ΚΑΙ ΘΡΑΎΣΜΑΤΑ Πόσες φορές περπάτησα με άδειες τσέπες στα γεμάτα μυαλά των ανθρώπων Κινήθηκα στις ράγες που έκαιγαν από βιασύνη δίχως την ανάσα του μήπως Αντάρτεψα στη μηχανή δεμένη με σινιάλα ακαταλαβίστικα , σχηματισμούς δίχως νόημα στρωμένοι σε άκαπνους καπνούς Παραλογισμοί πια οι έννοιες …οι ουσίες κι αμέτρητα θραύσματα χωρισμένα στους δρόμους σαν άλλες κατεδαφισμένες περιοχές με οδοφράγματα . Κοιτώ εκείνο το όχι που φώναξα και μου γελά εκείνο το ναι που μου καρφιτσώθηκε στο στήθος σαν πληγή Ένας ακάλεστος κόμπος δεμένος στο λαιμό του κόσμου Εκείνο το Δεν που φώναζε για να σκύψει το κεφάλι τις ανοιχτές ασύνορες αγκαλιές που φώλιαζαν τον κόσμο και ψάχνουν τρόπους , κλουβιά να κλείσουν τις φωνές Κείνο το στα έλεγα εγώ που περνά πάνω από πετσί μου από το πρωτοκλάμα μου λες και ζωντανεύει απ τα αγκάθια του. Παραλογισμοί που κολάν στο μυαλό μου σαν μέδουσες Θραύσματα που σπαταλούν την ανάσα των ανθρώπων ποτίζοντας νεκρά φυτά κι αρμένικα χωράφια. Και συ μου λες γιατί θυμώνω κι εσύ μου λες ..όλα θα αλλάξουν Πάψε ονειρεύομαι ναι .. μα δε ζω με αυταπάτες Αύριο θα ψάχνω τον Νίκο μεθαύριο την Ελένη με ένα λυπάμαι θα βολευτώ και με ένα αντίο θα πορευτώ Δεν θέλω να λυπάμαι δε θέλω αποχωρισμούς τρύπιες δεκάρες οι δικαιολογίες που τίποτα δεν κρατούν Θέλω να στύψω το λεμόνι και να χυθεί στους δρόμους η πηγή να φτιάξω ένα τιμόνι που θα ανεβαίνει σε κορυφή Σώπασε πια υπομονή ραγίζουν τα φιλιά σου κι αν ο ήλιος κρύβει τις στάχτες το κάψιμο να μην φανεί σε ένα χαρτόκουτο διπλό θα σπάσει η λαλιά σου σαν πέσει πάνω σου ο χιονιάς σαν δράκος και φονιάς Πάψε δε θέλω να μου λες πως βράζει μέσα μου η οργή Το νιώθω κι έμαθα να την αγαπώ σαν μια αγάπη από πληγή και με τρομάζει μη με ξεχάσει αυτή Τίποτε δεν γεννήθηκε να καίει που να μην είχε αγάπη πιει Κι εγώ γεννήθηκα άνθρωπος και μέσα μου κλαίει ένα παιδί 61
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΣΤΗ ΣΚΆΦΗ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΎ Μάζεψα στις χούφτες δυο τρία γαρύφαλλα Από εκείνα που πέσαν κάτω , από το πέρασμα των χρόνων. Προσπαθούσα να θυμηθώ το αλλοτινό τους άρωμα κι εκείνη την αθώα υφή που έγλειφε τα δάχτυλά μου . Δυο τρεις περαστικοί ξεστράτιζαν την ματιά μου μα επίμονη επέστρεφε και πάλι στην αφετηρία της Πως μουρμούριζαν τούτα τα πέταλα, κάθε ένα τους και μια θύμηση που στο τέλος πετούσε τη σκυτάλη στο σήμερα . Μεγάλωσα .. μεγάλωσα; ή ακόμη φωνάζω τις ώρες σαν παιδί κι ακούω επιλεκτικά την σιωπή σαν μεγάλος . Θρόνιασαν τα χρόνια μου στην αράδα τους μα τούτη η ψυχή .. ανένταχτη , χωρίς ησυχασμό , σαν ένα πέλμα που δεν στεριώνει στο τσιμέντο κι αναζητά το χώμα που του ανήκει Μαζεύω τα γράμματα μου στη σκάφη του καιρού τα πλάθω σαν από ζυμάρι, φτιαγμένοι ουρανοί, μπιγκόνιες που ανηφορίζουν με τα χέρια ανοιχτά ψηλαφίζοντας τις άκρες ενός αλλιώτικου θεού . Σαν άστρα που χώθηκαν στο τίποτε ψάχνοντας το πιο μικρό πολύ . Ότι μ αγγίζει εκείνα τα κυκλάμινα που πάντα είχαν το στόχο τους εναρμονισμένα με τα δύσκολα στου βράχου τη σχισμάδα . Χα!!!!! πως χαμογελούν τα εύκολα μα.. τι κρότο χαράς ρίχνουν τούτα τα εμποδισμένα γέλια . Πως με κεντάν τα όνειρα που πλέκουν την ποδιά μου κι εκείνες οι μικρές πνοές πως γίνονται νυστέρια κι ανοίγουν νέες αυλακιές, μικροί μου φανοστάτες που ρίχνουν φως στα θέλω μου μη και δοθούν σε εραστές της λήθης σαν αποστάτες μη λυγούν στου δρόμου μου το εκκρεμές Σαν δείκτες να με συναντούν εκεί που ιδρώνουν οι γωνιές και καίγονται οι στάχτες Ανάβει φλόγα το γιατί κι ένας χορός που τρέμει βήματα σέρνει για ζωή .. μ όπλο του την ψυχή Κι εγώ πλάθω τη γη στα σύννεφα που κροταλίζουν την στιγμή κι εσύ μια άνοιξη μουγκή που ψάχνει να ακουστεί σε μια γιορτή κουφή που δεν χτυπούνε τα λόγια κι οι λεπτοδείκτες της καρδιάς ..δεν έχουνε ρολόγια
62
ΛΕΝΑ ΣΑΜΑΡΑ
ΣΤΗΝ ΠΊΣΤΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΎ Καλεσμένη σε ένα χορό Μια πρόσκληση από εκείνες τις προαιρετικές που πάντα πίσω απ της εικόνες κρύβεται μια υποχρέωση. Τα πόδια μου δήλωναν την άρνηση τους το μυαλό μου γέμισε χιλιάδες ρίζες που κολλούσαν στις σκέψεις μου σαν μέδουσες . Κι η καρδιά μου α!!!! η καρδιά μου Αυτή ήξερε πως ακόμη κι αν χρειαζόταν να πάρει τα πόδια μου αγκαλιά να τυλίξει στο κουβάρι τις φωνές του νου και να τις βάλει στην τσέπη αυτή θα πήγαινε . Έτσι διαμελισμένο το σώμα μου άρχισε να ντύνεται Φόρεσε το χαμόγελο μιας καλημέρας στις πλάτες και πήρε τον δρόμο προς την πίστα του χιονιού . Αντίκρισα κουκουλωμένα στόματα νιφάδες της λάμψης κρυωμένα λόγια .. μα πόσο με μάγεψαν εκείνα τα μάτια που σαν πιρουέτες λίκνιζαν το φως τους πιασμένα απ τα βλέφαρα χάραζαν κύκλους κι άπλωνε η λιακάδα το πιο ζεστό της κορμί Δεν ήξερα αν χωρούσα δε γνώριζα τα βήματα μα αφέθηκα στους παλμούς μου ήξερα πως εκείνοι θα με πήγαιναν κοντά της. Θα συναντιόμουν με ..τη γραφή
63
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΠΛΑΝΕΎΤΡΕΣ ΜΟΥ ΘΎΜΗΣΕΣ Πλανεύτρες θύμησες γυρνάτε στο νου σαν πολύχρωμες τσιγγάνες που τραγουδούν το σκοπό τους χτυπώντας τα τακούνια της ιστορίας . Ξυπνάτε μέσα μου όσα ποτέ δεν βρήκαν τον ήσυχο ύπνο κείνα που δε ζώστηκαν ποτέ με τη λιακάδα του φωτοστέφανου κι ούτε περπάτησαν στα σύνορα της ειρήνης Καλπασμοί ατίθασων αλόγων που με δρασκελιά πατάνε το τότε στο σήμερα Τόσο άδικο αίμα χωμένο στα σπαρτά και μόνο οι κόκκινες παπαρούνες το ντύθηκαν Το φώναξαν μυροφόρες κι εκείνο ακούστηκε σαν θρόισμα ανάμεσα στον ήλιο και στο βήμα Θολές μου εικόνες ποιάς μνήμης το χρώμα σας ξεθώριασε κι κείνο το γκρίζο αρχονταρίκι που πάντα σερνόταν πάνω σας πόσο στητά σιδεριά ζει το κορμί του . Γέρασε ο χρόνος κι άδειασε τις τσέπες του πετώντας απ το μπαλκόνι τα έφηβα στήθη και τα μικρά τσαλακωμένα σημειώματα της λευτεριάς . Μα τίποτε δε χάθηκε στο δρόμο έγινε πεταλούδα , νότα , μελωδία σιωπής ατέρμονη λαχτάρα , αξεδίψαστο νερό γεννά .. γεννά κοχύλια , βοτάνια πνοές Α!!!!!! κοιτάτε πως λουλουδιάζει η άνοιξη φτάνει ένα τσακ να ανάψει ο διακόπτης στις λευκές σελίδες . Κι εκείνο το βιβλίο να ξαναγράψει απ την αρχή .
64
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΣΑΜΑΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ & ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2015