Δημήτριος Μπονόβας, Σύνθεσις

Page 1



ΣΥΝΘΕΣΙΣ


ISBN: 978-618-82414-9-7

Σειρά: Ποιητικά διανύσματα © Εκδόσεις Διάνυσμα & Δημήτριος Μπονόβας, 2016 www.dianisma.gr ekdoseisdianisma@gmail.com


Δημήτριος Μπονόβας

ΣΥΝΘΕΣΙΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ



ΜΕΡΑ #1 Συνηθισμένο πρωινό. Πρησμένα μάτια απ’την αυπνία και νύστα, πολύ νύστα. Αλλά τι να κάνουμε – για να πετύχεις χρειάζονται θυσίες... Έχω μεγαλώσει πλέον. Υποχρεώσεις, δουλειές. Αλλά μέσα μου παραμένω παιδί. Και μερικές φορές, το παιδί υπερισχύει του μεγάλου. Είναι αυτές οι φορές που γράφω. Γράφω και εκφράζομαι. Ότι ένιωσα, ότι είδα, ότι αγάπησα, ότι μίσησα, θα’ναι γραμμένο σε κάποιο τετράδιο. Κι αν δεν είναι θα γραφτεί. Αυτή είναι η μαγεία της τέχνης. Μέσα απο λίγες γραμμές, μπορείς να εκφράσεις όλη σου τη ζωή. Μέσα απο λίγες νότες, τα συναισθήματά σου. Τι ωραίο...

{7}


ΒΡΑΔΥΝΟ ΛΕΓΚΑΤΟ Το βράδυ ήρθε και το σκοτάδι μας σκέπασε. Όλα ντύθηκαν στο μαύρο. Ένα φως όμως τρεμοσβήνει ακόμα. Είναι η λάμψη που εκπέμπει η ψυχή. Η ψυχή που θέλει να πετάξει. Η ψυχή που δεν ανήκει εδώ. Κάθε φορά μ’εγκαταλείπει. Και κάνει παρέα στ’άστρα. Τα κυνηγάει μ’ορμή. Και το φεγγάρι ξοπίσω. Μια αόρατη παρτιτούρα μες το φως...

{8}


Έτσι είμ’ εγώ. Ονειροπόλος στο επάγγελμα. Πιάνω το στυλό και καταθέτω. Καταθέτω την ψυχή μου, τα όνειρα μου, τη ζωή μου όλη. Συνθέτης βλέπεις μιας παράξενης μελωδίας. Με μείζονες κι ελάσσονες στιγμές. Γεμάτη ηχοχρώματα. Γεμάτη εμπαιγμούς κι οράματα. Σαν το ρεύμα που χτυπάει κι αφήνει μόνο την καρδιά να πάλλεται. Έτσι κι εγώ. Ονειροπόλος...

{9}


ΜΕΡΑ #2 Λίγα σήμερα. Βλέπεις, μας πιέζει κι ο χρόνος. Ο χρόνος περνάει. Περνάει και μεγαλώνουμε. Και μερικές φορές ξεχνάμε πως ήμασταν. Θυμόμαστε μόνο πως γίναμε... Όπως θέλαμε; Δεν ξέρω. Όπως μας πήγε μάλλον. Και που φτάσαμε; Είμαστε κοντά; Πόσο κοντά; Που κοντά; Στην αρχή ή στο τέλος; Τι να σου πω, θα δείξει. Θα μάθουμε στο παρα πέντε. Όταν ο χρόνος θα τελειώνει. Θα’χουμε πια μεγαλώσει...

{ 10 }


ΧΑΡΤΙΝΑ ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ Θυμάσαι τότε που φτιάχναμε χάρτινα καραβάκια κι έπειτα τα χαζεύαμε να ταξιδεύουν στο νερό; Και ξάφνου, όλα γύρω μας έπαιρναν μια όψη απαλή, αθώα. Ήμασταν παιδιά τότε. Κι εγώ κι εσύ ζωγραφίζαμε στην άμμο. Κάστρα, σπίτια, πολιτείες ολόκληρες. Δεν αρκούσε ένα κύμα για να τις καταστρέψει.

{ 11 }


ΧΑΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ Το γοργόν και χάριν έχει. Τρέξε λοιπόν και άσ’την πίσω. Μη γυρίσεις όμως να κοιτάξεις, δεν θα σε περιμένει. Γιατί μεγάλωσες. Και δεν κυνηγάς πια δράκους και φαντάσματα. Μόνο στιγμές και χρόνια. Τις στιγμές που δεν έζησες και τα χρόνια που πέρασαν. Μα το ρολόι πάει μόνο μπροστά. Μεγάλωσες...

{ 12 }


ΜΕΡΑ #3 Είναι η γλυκιά αυτή νοσταλγία που με πιάνει μερικές φορές και μου κατακλύζει την ψυχή, με συνεπαίρνει ολόκληρο. Είναι τα τόσα αρώματα, οι χιλιάδες αναμνήσεις. Τα χαμόγελα, της Κυριακής τα πρωινά. Αυτά θυμάμαι και το μυαλό τρέχει ασταμάτητα, γεμίζει σελίδες με μελάνι. Ελάχιστος φόρος τιμής το μελάνι μου. Κι ένα κεράκι αναμμένο. Η καρδιά μου θυμάται και αγαλλιάζει. Σαν ένα πύρινο σώμα η ανάμνηση κι απόψε ήρθε. Και πάλι εύχομαι να’ταν εδώ, να με τυλίξει με στοργή κι αγάπη. Να με πάρει απ’το χέρι για μια βόλτα. Μου λείπει...

{ 13 }


ΜΕΡΑ #4 Κοιτώντας τις γραμμές και ψάχνοντας για λέξεις. Θυμάμαι το χτες και φοβάμαι το αύριο – κάπου στη μέση είσαι κι εσύ. Σε θυμήθηκα κι απόψε και άνοιξα την πληγή. Μα δεν φταίει το σκοτάδι ούτε κι οι αναμνήσεις. Φταίει η καρδιά μου που χτυπάει ακόμα στον ρυθμό σου. Φταίνε αυτά τα μάτια που μέσα τους έσβησ’η μορφή σου. Και το μυαλό που δεν ξεκολλά και υφαίνει πρόσωπα κι ιστορίες. Το βράδυ αυτό γύρισες πίσω κι απάλυνες την ψυχή. Και τ’ άστρα ανάβουν πάλι. Κι όλα φωτίζουν. Μη με ξυπνάς. Μη με ξυπνάς απ’αυτό το παραμύθι.

{ 14 }


ΜΕΡΑ #5 Μέσα στην πλάνη του μυαλού μου σε γύρεψα. Μέσα στις φλέβες της καρδιάς μου σε βρίσκω. Τι κι αν τέλειωσε, θυμάμαι. Ήταν πρωί. Ο ήχος απ’τις στάλες της βροχής και οι φωνές των περαστικών βάραιναν το τοπίο. Ήταν μουντό το κλίμα, συνηθισμένο. Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα έξω. Κρύωνα. Το κεφάλι μου βαρύ. Λίγος ύπνος, πολλές σκέψεις. Μα μία μόνο κυριαρχούσε. Κατέβηκα το στενό πέτρινο δρόμο αμίλητος. Άκεφος ακόμα. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και ψαχούλεψα. Ήταν εκεί. Μια φωτογραφία ξεθωριασμένη πλέον. Περνάνε τα χρόνια βλέπεις. Έφτασα κάτω απ’το μπαλκόνι. Σήκωσα τα μάτια να δω. Δεν ήσουν εκεί. Αύριο πάλι...

{ 15 }


ΜΕΡΑ #6 Το βλέπω σιγά-σιγά να’ρχεται, να πλησιάζει. Η άμυνα ακόμα αντέχει αλλά πόσο; Είμαστε στην πρώτη λέξη. Μια ύστατη προσπάθεια να σώσω την παρτίδα. Λένε ότι όταν πονάς δυναμώνεις. Μάλλον έχω ταιράστια δύναμη... Μερικές φορές, θυσιάζεις κάτι μικρό για να σώσεις αυτό που έχει σημασία. Ρίχνεις όλα σου τα στρατεύματα στη μάχη για ν’αποφύγεις την κατραπακιά. Και νομίζεις για λίγο ότι κέρδισες. Αλλά το παιχνίδι δεν τέλειωσε ακόμα. Ποτέ δεν τελειώνει. Ο γρίφος της ζωής, δύσκολος. Προχώρα, προχώρα, προχώρα. Πάντα με στρατηγική. Μη μένεις πίσω. Ίσως κάποτε να βρεις τη λύση. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση λένε. Το μαύρο και το άσπρο σε χορό. Δύο λέξεις, επτά γράμματα, πολλοί οι τρόποι. Η επόμενη κίνηση επισφαλής. Ο αντίπαλος πιέζει ασφυκτικά. Σαν βόλτα σε τεντωμένο σκοινί. Που ξαφνικά σπάει. Και το κενό περιμενει για να σε καταπιεί. Κι όλο πέφτεις και πέφτεις... Μέχρι να βρεθεί ένα χέρι να σε σταματήσει. Για πόσο ακόμα; Ρουά ματ.

{ 16 }


ΜΕΡΑ #7 Ξέρω, έχω γίνει βαρετός πλέον. Μα οι πληγές ανοίγουν τα βράδια. Νομίζεις πως είσαι καλά μέχι να μείνεις μόνος. Και τότε πονάς. Ανάβεις το φως και ψηλαφίζεις τις ουλές που σου άφησαν τα χρόνια. Και θυμάσαι. Πόσο εύκολα τα παλιά, πόσο δύσκολο το τώρα.

{ 17 }


ΜΕΡΑ #8 Μα δεν είναι οι μνήμες εύκολες, τα χρόνια φταίνε. Και τα σκοτάδια που έρχονται και σου στήνουνε παγίδα. Γιατί το βράδυ η σκέψη χάνεται στο χθες. Όχι για στιγμές αλλά γι’ανθρώπους. Κι όσο μεγαλώνεις γίνονται πολλοί και πιο πολύ. Και σταματάς. Σταματάς να θυμάσαι. Το δάκρυ βλέπεις... Μα κάποτε κι αυτό στεγνώνει. Και γίνεται γλυκό μεθύσι. Μεθύσι απ’αυτά που κρατάνε πολύ και πιο πολύ. Άστατες νύχτες με λίγο ύπνο και μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Για να παίζεις με τις σκιές... Δεν μ’αρέσει αυτός ο κόσμος αλλά πρέπει να τον ζήσω. Να επιβιώσω λένε. Επιβίωση, αυτή είναι η λέξη. Παλιά ζούσαμε, αναπνέαμε. Τώρα μεγαλώσαμε και απλά επιβιώνουμε... Μεγάλωσα λοιπόν κι εγώ και πρέπει αναγκαστικά να “επιβιώσω”. Τι γίνεται όμως αν εγώ θέλω να ζήσω; Φόβος. Αυτή η αποκρουστική λέξη. Όλοι φοβόμαστε. Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Κι αυτό με ωθεί κάθε μέρα να προσπαθώ. Όλο και πιο πολύ. Προσπαθώ να “ζήσω”. Ρε, μήπως είναι καλό πράγμα ο φόβος; { 18 }


ΜΕΡΑ #9 Δεν έμαθα ποτέ να κολυμπάω. Στον βυθό της τρέλας, στην απόγνωση της σιωπής. Σε μια θάλσσα γεμάτη απο όνειρα χαμένα. Ίσως γιατί τα δικά μου πέταξαν. Εκεί ψηλά περιμένουν την τελείωση. Δεν πάτησα ποτέ τις λάσπες. Δεν λέρωσα ποτέ τα “θέλω” μου με “πρέπει”. Και τα φτερά απο κερί δεν είναι. Φτάνει έν’άστρο για να κάνεις μιαν ευχή. Να ζητήσεις της ζωής τα χατίρια. Κι ο ουρανός γεμάτος απόψε... Δεν έμαθα ποτέ να κολυμπάω, σωσίβιο μια ελπίδα. Στο μαύρο ανάβει ένα φως και ξέρω, είναι για’μένα. Και στο τέλος θα φτάσω στον προορισμό. Με αμυχές και γρατζουνιές αλλά καθάριο βλέμα. Κοντεύω...

{ 19 }


Ήμουν εδώ... Όταν το φως είχε χαθεί και πάλευα με τα σκοτάδια. Όταν δυνατή βροχή κάλυπτε την ψυχή και τα μάτια. Όταν άπλωνα το χέρι και δεν ήταν κανείς εκεί να με κρατήσει. Θα είμαι εδώ... Όταν δούμε λάμψη στο τέλος του δρόμου. Όταν ο ήλιος ανατείλει ξανά στην καρδιά και στο μυαλό. Όταν ο κόσμος θα γεμίσει με χέρια.

{ 20 }


ΜΕΡΑ #10 Μια ακόμα σελίδα σ’ένα βιβλίο δίχως τέλος. Ξεφυλλίζοντας τα παλιά, γράφω το τώρα. Το μελάνι συναντά το χαρτί και μαζί υφαίνουν ιστορίες. Με δράκους και μάγισσες, κάστρα και πολιτείες. Χτίζω αυτό που θέλουν να γκρεμίσουν. Με μια πένα, μια καρδιά και το μυαλό σ’εγρήγορση. Κι όσα έχουν φύγει κι όσα θα’ρθουν. Μπορεί να φταίω κι εγώ που διάλεξα αυτόν τον δρόμο. Ίσως να φταίει κι ο χρόνος που τόσο γρήγορα περνά. Παλιές σκέψεις καινούργιες εμπειρίες, πορείες, στιγμές. Δεν είναι το τέλος αυτό, δεν φτάσαμε ακόμα...

{ 21 }


ΜΕΡΑ #11 Σαν να’χουν έρθει τα πάνω-κάτω. Κοιτάς στον καθρέπτη και δεν βλέπεις ομοιότητες. Η ηλικία έχει καλύψει την αθωότητα. Μα δεν είναι αυτό. Δεν είναι αυτό που σου τρώει τη σκέψη, που σου κατατρέχει την ελπίδα. Δεν είν’αυτό. “Μα ξέρεις, έτσι είναι η ζωή” σου λένε. Όχι, το αρνείσαι. Σταματάς για να κοιτάξεις πίσω. Και το λίγο γίνεται πολύ. Και το “γιατί” σου ξεφεύγει. Και πέφτει στη δήθεν ατάραχη επιφάνεια. Και κάνει θόρυβο. Τόσο πολύ που σε ξεκουφαίνει. Φωνάζεις. Φωνάζεις για να καταφέρεις ν’ακουστείς. Και ο καθρέπτης σπάει. Και γίνεται χίλια κομμάτια. Τα κομμάτια μιας ζωής. Της ζωής σου...

{ 22 }


ΕΡΗΜΟ ΝΗΣΙ Τι άλλο να πω αναρωτιέμαι. Αν μπορούσες έστω για λίγο να δεις... Να δεις τι κρύβεται πίσω από τις μάσκες. Ποτέ σου δεν κατάλαβες πως είναι...

{ 23 }


Δεν ξέρουν... Δεν ξέρουν πως είναι να ξυπνάς για ένα όνειρο, να κοιμάσαι μ’αυτό. Να δίνεις χρώμα στο σκοτάδι. Δεν ξέρουν... Ίσως ποτέ τους δεν ένιωσαν αυτό τον πόνο στο στομάχι, στην καρδιά. Σαν κάτι να φτερουγίζει. Να πετά. Είναι οι ίδιοι που βλέπουν μόνο τοίχους. Που χτίζουν μόνο τοίχους. Για να κρυφτούν απ’το όμορφο. Και να ζήσουν στη μιζέρια. Δεν ξέρουν... Δεν ξέρουν πώς να συλλαβίσουν τη λέξη “αγάπη”. Ξέρουν μόνο από φόβο. Φοβούνται να ονειρευτούν, να νιώσουν. Ν’ αφουγκραστούν την όμορφη μελωδία της ζωής. Γιατί η ζωή είναι γραμμένη σε μείζονα.

{ 24 }


Και μέσα σε μια στιγμή αλλάζουν όλα. Αρκεί να μπορέσεις να το δεις. Να το καταλάβεις. Το μονοπάτι αυτό κάπου θα σε βγάλει – άγνωστο το τέρμα. Τη διαδρομή καθόρισε τη. Κι όταν γέρος πια θυμάσαι τι έχεις κάνει, να χαμογελάς. Να’χεις όμορφα να λες πως έζησες, πως είσαι χορτασμένος. Γιατί στο μαύρο ρίχνεις φως, δεν είσαι από’κείνους. Πικρά η ζωή κι αν κέρασε, γλυκά θ’ανταποδώσεις.

{ 25 }


ΜΕΡΑ #12 Το τέλος έφτασε λοιπόν, η αυλαία πέφτει. Η σκηνή θ’αδειάσει από μορφές, ήχους, μελωδίες. Μα κάθε τέλος μια νέα αρχή, μια νέα προσπάθεια. Η Ιθάκη πλησίασε κι άλλο, το ταξίδι όμως κρατάει. Κι η σχεδία θαλασσοδέρνεται, μ’αντέχει. Είναι το μέλλον άγνωστο κι αβέβαιο. Και το βουνό ψηλό μα πρέπει να τ’ανέβεις. Πάρε μια ανάσα λοιπόν και ξεκίνα. Βαθιά και μεγάλη σαν ισοκράτη. Για να σου κρατάει το ρυθμό. Παίξε τις νότες ενός κομματιού χαρούμενου, πάνω στ’άσπρα πλήκτρα. Και γράψε ένα αριστούργημα...

{ 26 }


ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Σαν τη πρώτη νότα ενός κομματιού, σαν τη πρώτη εισπνοή μετά τη γέννα. Φύσηξε φως, ζωή, φύσηξε αντάρα. Στα σπλάχνα μέσα μια βροντή, στη σκέψη καταιγίδα. Και κάτω από τα πόδια μου ξανοίγει πάλι ο δρόμος.

{ 27 }





Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΣΎΝΘΕΣΙΣ» ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΠΟΝΟΒΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕ ΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΗΛΕΚ ΤΡΟΝΙΚΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ GFS DIDOT CLASSIC ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2016 ΣΤΟ ΑΤΕΛΙΕ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑ

αριθμός ηλεκτρονικής έκδοσης 23


δ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ

www.dianisma.gr

λογοτεχνία με... μαθηματική ακρίβεια

www.dianisma.gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ

λογοτεχνία... με μαθηματική ακρίβεια

ISBN: 978-618-82414-9-7


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.