Γεωργιος Σουρης // Λ Υ Σ Ι Σ

Page 1

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

(2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 1853 - 26 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 1919)

ΛΎΣΙΣ εκδόσεις

ΔΙΑΝΥΣΜΑ



ΛΎΣΙΣ


ΣΕΙΡΑ: κλασικα διανυσματα IV ekdoseisdianisma@gmail.com


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

(2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 1853 - 26 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 1919)

ΛΎΣΙΣ εκδόσεις

ΔΙΑΝΥΣΜΑ



ΣΤΗΝ ΠΟΎΝΤΑ

Η Τουρκία παραχωρεί τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας. Ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στο Άκτιο της Πρέβεζας (Πούντα) για να καταλάβει την Άρτα. 21 Μαΐου 1881.

Τοὺς κλέφταις λησμονήσετε κι’ ἑτοιμασθῆτε ὅλοι μὲς στ’ ἁγιασμένα χώματα ὀγρήγορα νὰ πᾶμε, ἡ θλιβερὴ καρδοῦλα μας νὰ γίνῃ περιβόλι, νὰ σφάξωμε κοτόπουλα, νὰ πιοῦμε καὶ νὰ φᾶμε. Πάρετε σεῖς τὴ λύρα σας κι’ ἐγὼ τὸν ταμπουρᾶ, στὴν Ποῦντα νὰ πετάξωμε, ἀδέρφια, μὲ φτερά. Ἔ! τέλος πάντων ἔφεξε γιὰ τὴ φτωχὴ πατρίδα... δόξα νὰ ἔχῃ ὁ Θεός, τὰ πήραμε τὰ μέρη... τόσον καιρὸ πιὰ ἔγινε τὸ μάτι μας γαρίδα κι’ ὁ Κουμουνδοῦρος ἵδρωσε ὡς νὰ τὰ καταφέρῃ. Πάρεσε σεῖς τὴ λύρα κι’ ἐγὼ τὸν ταμπουρᾶ, στὴν Ποῦντα νὰ πετάξωμε, ἀδέρφια, μὲ χαρά. Χαλάλι καὶ τὰ δάνεια καὶ ἡ ἐπιστρατεία καὶ ἂς ψοφᾷ τὸ ἕνα μας καὶ τἄλλο μας μουλάρι, κι’ ἂν ὅλα μᾶς ψοφήσουνε ἀπὸ πολλὴ νηστεία, τοὐλάχιστον γιὰ κέρδος μας μᾶς μένει τὸ κριθάρι. Πάρετε σεῖς τὴ λύρα σας κι’ ἐγὼ τὸν ταμπουρᾶ, τὸ ζήτημα ἐλύθηκε καὶ πᾶμε μιὰ χαρά.

7


Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΌΣ Με αφορμή την Πρωταπριλιά, ο Σουρής παρουσιάζει τον πρωθυπουργό Κουμουνδούρο να κάνει πρωταπριλιάτικη φάρσα κάνοντας λογοπαίγνιο με την περιοχή γύρω από το Άκτιο (Πούντα) που παραχωρήθηκε στην Ελλάδα από την Τουρκία, και το κρύωμα (πούντα). 1 Απριλίου 1881.

Εἰς τὸ διάβολο ὁ Γλάδστων, οἱ Ἐγγλέζοι καὶ οἱ Γάλλοι, μᾶς ξεκούφαναν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μου αὐτί... Θὲ νὰ κάμω ὅ,τι ἔλθῃ στὸ δικό μου τὸ κεφάλι, δὲν ἀκούω πιὰ κανένα, Ἄγγλο, Γάλλο πρεσβευτή. Λοιπὸν πόλεμο κηρύττω στ’ ὄνομα τοῦ Βασιληᾶ... Μὰ ἐσεῖς μὲ γέλοια λέτε «χά! χά! χά! Πρωταπριλιά». Τόσου χρόνου ρεζιλίκι εἰς τὸ ἔθνος μας δὲν φθάνει, κι’ ἀπεφάσισαν τὴν Ποῦντα νὰ μᾶς δώσουν μοναχή; Τί νομίσανε; τοῦ δρόμου πὼς γινήκαμε ζητιάνοι; Μία Πούντα μᾶς χαρίζουν, γιατὶ εἴμαστε φτωχοί; Λοιπὸν πόλεμο κηρύττω στ’ ὄνομα τοῦ Βασιληᾶ... Μὰ ἐσεῖς μὲ γέλοια λέτε «χά! χά! χά! Πρωταπριλιά». Γιὰ τὴν Ποῦντα λοιπὸν τόσα μιλιούνια ξωδευθῆκαν, γιὰ τὴν Ποῦντα νἄχω τόσο εἰς τὰ σύνορα στρατό; Γιὰ τὴν Ποῦντα τῆς Καστέλλας τὰ προχώματα γινῆκαν; Ἂν ἐβάσταξα ὡς τώρα, παραπέρα δὲν κρατῶ. Λοιπὸν πόλεμο κηρύττω στ’ ὄνομα τοῦ Βασιληᾶ... Μὰ ἐσεῖς μὲ γέλοια λέτε «χά! χά! χά! Πρωταπριλιά».

8


ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΠΈΗΔΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΊΑΣ Μετά την ένωση της Θεσσαλονίκης με την Ελλάδα, τα βακουφικά κτήματα εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τη διαχείρηση των τουρκικών θρησκευτικών ιδρυμάτων. Ωστόσο η απαίτηση των μπέηδων της Θεσσαλίας να τους παραχωρηθούν περιουσιακά και προσωπικά προνόμια απορρίπτεται. 4 Ιουνίου 1881.

Ἐλάβαμε τὸ γράμμα σας καὶ σᾶς εὐχαριστοῦμε, ἂν ἐρωτᾶτε καὶ γιὰ μᾶς ὡς τούτη τὴ στιγμή, δόξα νὰ ἔχῃ ὁ Θεός, σὰν Μπέηδες περνοῦμε. Εἴδαμε να μᾶς γράφετε – μεγάλη μας τιμή! πὼς ἔχετ’ εὐχαρίστησι μ’ ἐμᾶς νὰ ἑνωθῆτε, καὶ μάλιστα καὶ Ἕλληνες ἀκόμη νὰ γενῆτε. Γι’ αὐτὴν τὴν εὐχαρίστησι σᾶς κατευχαριστοῦμε, ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνωμε τὸ τόσο Μπεϊλίκι; Μπέηδες σεῖς, Μπέηδες μεῖς, θ’ ἀλληλοφαγωθοῦμε... Δὲν δίνει σἄλλον ὁ Ρωμηὸς τὸ καπετανιλίκι. Ἂν θέτε ὅμως καὶ καλὰ ἡ ἕνωσις νὰ γίνῃ, τὸ Μπεϊλίκι, Μπέηδες, μόνον σ’ ἐμᾶς θᾶ μείνῃ. Δὲν φθάνει ποὺ ἡ Ἤπειρος ἀνοίγεται ἐμπρός σας, ποὺ πάλι τὰ Βακούφια σας στὸ χέρι σας κρατεῖτε, μὰ καὶ τοῦ Μπέη τ’ ὄνομα τὸ θέλετε δικό σας; Ἄ! εἶσθε ἀθεόφοβοι, καὶ νὰ μᾶς συγχωρῆτε. Χαλάλι τὰ Βακούφια σας κι’ οἱ φόροι καὶ τὸ νοῖκι, ἀλλὰ γιὰ ὄνομα Θεοῦ σ’ ἐμᾶς τὸ Μπεϊλίκι.

9


ΑΤΤΙΚΈΣ ΝΎΚΤΕΣ Ο Σουρής σατυρίζει τη συνήθεια των Αθηναίων να κάθονται ώρες ολόκληρες στα καφενεία πολιτικολογώντας. 28 Μαΐου 1881.

Στὸν οὐρανὸ κρεμειέται τὸ ἀργυρὸ φεγγάρι, καὶ ποῦ καὶ ποῦ ἀέρι δροσάτο μὲ φυσᾷ, ἡ Μοῦσα κι’ ὁ Ἀπόλλων, ἀγαπητὸ ζευγάρι, γιὰ μιὰ στιγμὴ μὲ πέρνει μ’ ὀνείρατα χρυσᾶ. Ἀκούσετε τραγούδια, ἀκοῦτε μουσική, ντουέτο κι’ οἱ γαϊδάροι, μαζὶ κι’ οἱ βαθρακοί. Μ’ ἀκοῦστε τί φωνάζουν οἱ μάγγες, συμπολῖται... κινήθηκε καὶ πάλι, φωνάζουν, ὁ στρατός· εἶναι παληὸ χαμπέρι... δὲν πάει νὰ κινῆται; μὲ τῇς πολλαῖς κινήσεις κουράστηκε κι’ αὐτός. Ἔ! καφετζῆ, γιὰ φέρε ἕνα νερὸ δροσάτο, νὰ πιοῦμε καὶ λιγάκι, νὰ πᾷν τὰ ντέρτια κάτω. Τί ζέστη! Καίω ὅλος... ἀκοῦστε τοὺς βατράχους... Γιὰ δέτε καὶ τ’ ἀρχαῖα μνημεῖα ἀπ’ ἐδῶ... Ὤ! πῶς μοῦ ἐνθυμίζουν τοὺς Μαραθωνομάχους, καὶ μὲ τὴ φαντασία στὰ χρόνια των πηδῶ. Μὰ πῶς μ’ ἐνθουσιάζουν αὐτοὶ οἱ βαθρακοί... Γιὰ δέτε δὰ πῶς πέφτουν ρουκέταις ἀπ’ ἐκεῖ. Θαρρῶ τοῦ ὑπουργείου συμπλήρωσις θὰ γίνῃ, ἀλήθεια δὰ ἐβγῆκε κι’ ὁ νέος ἰραδές... Μὲ τοῦτον πιὰ θὰ ἔλθῃ παντοτεινὴ εἰρήνη, κι’ ὁ πόλεμος θὰ εἶναι νερόβραστος φιδές. Ἡ τόση μας ἀντάρα ἐβγῆκε παιγνιδάκι...

10


Ἔ! καφετζῆ, μᾶς δίνεις κανένα τσιγαράκι; Εἶν’ ἕνδεκα καὶ κἄτι... πῶς πέρασε ἡ ὥρα! Ὁ ὕπνος κατεβαίνει στὰ μάτια μου γλυκά... Μᾶς ἔρχονται καὶ ἄλλα πολλὰ τορπιλλοφόρα, καὶ νέα Κροὺπ κανόνια γιὰ τὰ πολεμικά. Τί διάβολο τὰ θέλουν νὰ νοιώσω δὲν μπορῶ! Ἔ! καφετζῆ, μᾶς φέρνεις καὶ δεύτερο νερό; Στὴν Τύνιδα τοῦ Μπέη ὁ νέος κληρονόμος λέγουν πὼς ἐπισκέφθη τὸν κύριο Ρουστάν... Τὸν φουκαρᾶ τὸν Μπέη τὸν ζάρωσεν ὀ τρόμος, δὲν παίζουνε οἱ Γάλλοι, ἢ τὰν ἐπὶ τάν. Καὶ γιὰ τὴ Βουλγαρία κἀτι θαρρῶ πὼς εἶδα... Ἔ! καφετζῆ, μᾶς φέρνεις καμμιὰν ἐφημερίδα; Ἀμμὲ ἐκεῖνοι πάλι οἱ Ἰρλανδοὶ τί θέλουν! Ἔ! καφετζῆ, καὶ τρίτο, ἂν ἀγαπᾷς, νερό! Τὸν Γλάδστωνα τρομάζουν, ἀναφοραῖς τοῦ στέλλουν, καὶ τὸν κακὸ ψυχρό τους κι’ ἀνάποδο καιρό. Μὰ τέλος καληνύκτα κι’ ἀρχίζω νὰ κοιμοῦμαι, καὶ αὔριο τὸ βράδυ ἐλᾶτε νὰ τὰ ποῦμε.

11


ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΙΌ Ο ελληνικός στρατός προχωρεί για να καταλάβει την περιοχή της Άρτας και, περνώντας από το χωριό Δημαριό, υψώνει την ελληνική σημαία. 25 Ιουνίου 1881.

Χαρῆτε, παλληκάρια... Ἑλληνικὴ παντιέρα ἐπάνω εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας ἐστηλώθη, ἀνάσαναν οἱ σκλάβοι μ’ ἐλεύθερον ἀγέρα καὶ ἀπαντειοῦνται τόσα ὀνείρατα καὶ πόθοι. Ἐλεύθεροι καὶ σκλάβοι ἀπὸ καρδιᾶς φιλιοῦνται, γεμίζει ὁ ἀγέρας ἀπὸ χαρᾶς φωναῖς, χρυσόφτεραις ἐλπίδες στὰ στήθεια των γεννειούνται, καὶ Τούρκου δὲν γροικιέται τριγύρω ἀμανές. Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ’ ἀνήμερο θεριό, κι’ ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ, καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε... Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό... Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε». Χαρῆτε, καὶ ἂν δίχως νὰ ἀνοίξῃ καμμιὰ μύτη, τὸ χῶμα μας πατοῦμε, παιδιά, ὑπομονή, καὶ ἴσως θὲ νὰ φέξῃ ἀργότερα μιὰ τρίτη, ποὺ μ’ αἵματα ἡ δόξα ἐμπρός μας θὰ φανῇ. Στὰ πόδια μας ἡ δόξα βαθυὰ βαθυὰ κοιμᾶται, καὶ φθάνει ἕνα στόμα μονάχα νὰ βρεθῇ νὰ τῆς φωνάξῃ «Σήκω» κι’ αὐτὴ θὰ σηκωθῇ... Μὰ ποιὸ θὰ εἶν’ ἐκεῖνο, ἀδέρφια, μὴ ρωτᾶτε. Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ’ ἀνήμερο θεριό, καὶ ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ,

12


καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε... Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό... Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε». Χαρῆτε, καὶ ἂν δίχως νὰ ἀνοίξῃ καμμιὰ μύτη, τὸ χῶμα μας πατοῦμε, παιδιά, ὑπομονή, καὶ ἴσως θὲ νὰ φέξῃ ἀργότερα μιὰ τρίτη, ποὺ μ’ αἵματα ἡ δόξα ἐμπρός μας θὰ φανῇ. Στὰ πόδια μας ἡ δόξα βαθυὰ βαθυὰ κοιμᾶται, καὶ φθάνει ἕνα στόμα μονάχα νὰ βρεθῇ νὰ τῆς φωνάξῃ «Σήκω» κι’ αὐτὴ θὰ σηκωθῇ... Μὰ ποιὸ θὰ εἶν’ ἐκεῖνο, ἀδέρφια, μὴ ρωτᾶτε. Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ’ ἀνήμερο θεριό, καὶ ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ, καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε... Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό... Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε». Φιλῆστε τὴ σημαία τὴ χρυσοκεντημένη, στὸν ἴσκιο της δροσοῦλα θὰ εὕρετε γλυκειά... Ὤ! πιὸ καλὰ νὰ ἦταν κατακουρελιασμένη, καὶ νἄκουε κἂν μία πολέμου τουφεκιά. Ἀλλὰ ἂς εἶναι κι’ ἔτσι... ἔξω κακὴ καρδιά, ἂς πάψῃ πιὰ τῆς τόσης μουρμούρας τὸ ψαλτῆρι, καὶ ὅλοι εἰς τοῦ ἔθνους τὸ νέο πανηγύρι ἂς σφικταγκαλιαστοῦμε ἐλεύθερα παιδιά. Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ’ ἀνήμερο θεριό, καὶ ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ, καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε... Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό... Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε».

13


ΑΧ! ΤΙ ΚΡΊΜΑ 28 Ιουνίου 1881

Πόσο τώρα μετανοιώνω ποὺ δὲν εἶμαι στρατιώτης! Ἄχ! ἂν ἤμουνα καὶ πάλι φανταράκι ζηλευτό, θὲ νὰ πήγαινα στὴν Ἄρτα παλληκάρι κι’ ἐγὼ πρώτης δίχως ναῦλο νὰ πληρώσω οὔτε κάλπικο λεφτό. Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα, νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα! Στὸν παληὸ καιρὸ ἐκεῖνο, ὅπου ἤμουν γὼ φαντάρος εἶχε βάσανα κι’ ἀγκάθια τοῦ σολντάνου ἡ ζωή, τὸν ἐτρόμαζε ὁ ἴσκιος τοῦ πολέμου ὡσὰν χάρος, καὶ ξεκούφαινε τ’ αὐτιά μου τοῦ πολέμου ἡ βοή. Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα, νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα! Ἄχ! τί νειάτα ἦταν κεῖνα!... μὲ τὸ ὅπλο εἰς τὰ χέρια ἐπροσμέναμ’ ὥρα ὥρα ἕνα μὰρς νὰ μᾶς εἰποῦν... νὰ χημήξωμε στοὺς Τούρκους καὶ στῇς Τούρκαις σὰν ξεφτέρια, καὶ σὲ δυὸ ἀπ’ τὰ σπαθιά μας σὰν ρεπάνια νὰ κοποῦν. Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα, νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα! Μὲ τῇς δόξαις μου ἐκείναις ζῶ ὡς τώρα μοναχός μου, αὐταῖς μέσα εἰς τὸν νοῦ μου χύνουν οἶστρον ὑψηλό, ὡσὰν ὄνειρο περνοῦσε κάθε ὥρα ἀπ’ ἐμπρός μου, τῇς κυττάζω, τῇς θυμοῦμαι, καὶ μὲ κάνουν νὰ γελῶ. Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα, νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

14


Τώρα γλέντι καὶ ραχάτι, καὶ τρεχάματα καθόλου, τώρα ζήτω καὶ εἰρήναις καὶ ρουκέταις καὶ χαρά, καὶ κατάληψις τῆς Ἄρτας καὶ ἀργότερα τοῦ Βόλου, δίχως ψεύτικη κἂν μάχη καὶ δυὸ ἄσφαιρα πυρά. Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα, νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα! Ὤ! ἀφῆστε με καὶ πάλι τὴ σπαθάρα μου ν’ ἁρπάξω, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ κόψω ὅποιον Τοῦρκο κι’ ἂν εὑρῶ, τὸ σπαθὶ τὸ θέλω τώρα γιδοπρόβατα νὰ σφάξω, καὶ χορτάτος νὰ φιλήσω τῆς σημαίας τὸ σταυρό. Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα, νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

15


Η ΣΗΜΑΊΑ ΜΑΣ Μετά την υποστολή της τουρκικής σημαίας στην Άρτα επρόκειτο να γίνει η έπαρση της ελληνικής, που θα συνοδευόταν από πυροβολισμούς. Οι τουρκικές αρχές ζητούν να μην ριχτούν πυροβολισμοί και η ανύψωση της σημαίας αναβάλλεται μέχρι να δοθούν οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση τελικά δέχεται να μην πέσουν πυροβολισμοί. 2 Ιουλίου 1881.

Μὴ ρίξετε, Γκιαούρηδες, οὔτ’ ἕνα κἂν κανόνι, γιατὶ μπορεῖ τὰ νεῦρα μας αὐτὸ νὰ ἐρεθίσῃ, κι’ ὁ Τοῦρκος ὅλοι ξέρετε πὼς εὔκολα θυμόνει, καὶ ἔπειτα... ὁ πόλεμος στ’ ἀληθινὰ θ’ ἀρχίσῃ. Μὴ ρίξετε μιὰ κανονιά, γιατί, μὰ τὸν Προφήτη, σᾶς κόβουμε τὴ μύτη. Αὐτὰ μᾶς εἶπαν παστρικὰ οἱ Τοῦρκοι γιὰ φοβέρα κι’ ἐμεῖς ἀπὸ εὐγένεια καὶ ὄχι ἀπὸ τρόμο μιὰ κανονιὰ δὲν ρίξαμε γιὰ τὴν πτωχὴ παντιέρα, κι’ οὔτε κουμποῦρι βρόντησε σὲ σπῆτι ἢ σὲ δρομο. Στὴν Ἄρτα τὴν στηλώσαμε μὲ ζήτω, μὲ μυρσίναις, καὶ κάμποσαις ρετσίναις. Κι’ ἂν μᾶς ἀπαγορεύατε καὶ τῇς φωναῖς ἀκόμα, καὶ ἂν τὸ ζῆτω βλέπαμε τ’ αὐτιά σας πὼς πειράζει, εἰς τὴ στιγμὴ θὰ κλείναμε τ`ο φλογερό μας στόμα, κι’ ἕνας Ρωμηὸς δὲν θἄθελε τὸ ζήτω νὰ φωνάζῃ· κι’ ἂν κατοχὴ τῆς Ἄρτας μας δὲν θέλατε νὰ γίνῃ, καὶ τοῦτο θὰ τὸ κάναμε ἀπὸ ἁβροφροσύνη. Ὄχι πῶς σᾶς φοβόμαστε γι’ αὐτὸ καὶ σᾶς ἀκοῦμε,

16


εἴμαστε τόσον εὐγενεῖς καὶ τόσο ντελικάτοι, ὅπου ποτὲ δὲν θέλομε κι’ ἐχθροὺς νὰ ἐνοχλοῦμε... ἐμεῖς μὲ τὴν εὐγένεια σᾶς μπαίνομε στὸ μάτι. Ἐσεῖς μᾶς φοβερίζετε κι’ ἐμεῖς σᾶς χαιρετοῦμε, ἐσεῖς φωνάζετε σικτὶρ κι’ ἐμεῖς δὲν σᾶς μιλοῦμε. Καὶ ἔπειτα γιατί πομπὴ κι’ ἐπίδειξις νὰ γίνῃ, γιατί νὰ πέσουν μερικὰ κανόνια στὸν ἀέρα, ἀφοῦ στὴν Ἄρτα μπήκαμε λεβέντικα μ’ εἰρήνη, καὶ στήσαμε στὸ κάστρο της Ἑλληνικὴ παντιέρα; Εὐχαριστοῦμε μάλιστα γιὰ τὴ φοβέρα τούτη, γιατί δὲν ἐξωδέψαμε οὔτε ὀκᾶ μπαροῦτι. Ἀφῆστε, Τοῦρκοι, τ’ ἅρματα, ἀφῆστε τῇς φοβέραις, κι’ ἐλᾶτε εἰς τὸ πλάϊ μας σὰν τοὺς Ἰσραηλίταις, μ’ εἰρήνη νὰ σκοτώνουμε τῇς πονηραῖς ἡμέραις, καὶ νὰ κτυποῦν ἡ μύταις μας μὲ τῇς δικαῖς σας μύταις. Ἐλᾶτε ν’ ἀγαπήσωμε, νὰ πιοῦμε καὶ νὰ φᾶμε κι’ ἐμεῖς γιὰ τὸ χατῆρι σας καὶ τὰ κανόνια σπᾶμε.

17


ΣΤΗ ΛΆΡΙΣΣΑ Το επεισόδιο της Άρτας (βλ. Η Σημαία μας) επαναλαμβάνεται και στη Λάρισσα. Η κυβέρνηση ενδίδει και πάλι στις τουρκικές απαιτήσεις για να αποφύγει τις προστριβές. 16 Ιουλίου 1881.

Στὴ Λάρισσα θὰ μποῦμε... σημάνετε, τρουμπέταις, κτυπήσατε καὶ πάλι, ταμποῦρλα, δυνατά, βροντήσετε κανόνια, κι’ ἀνάψετε ρουκέταις... Ἀλλ’ ὄχι! ἂς μὴ γίνῃ κανένα ἀπ’ αὐτά, γιατί μπορεῖ οἱ Τοῦρκοι νὰ πειραχτοῦν, καὶ τότε ἐγὼ τὰς χείρας νίπτω, γενναῖοι πατριῶται. Πρέπει καλὰ καὶ σώνει νὰ ἐνθουσιασθοῦμε, εἶναι ἀνάγκη τάχα νὰ πέσουν κουμπουριαῖς; Καὶ τάχα δίχως ζήτω καὶ βρόντους δὲν μποροῦμε νὰ ψάλωμε τοῦ ἔθνους τῇς νέαις λευθεριαῖς; Ἀφῆστε ἀπ’ τὴ γῆ μας οἱ Τοῦρκοι ν’ ἀλαργάρουν, καὶ τότε ἡ κουμπούραις ἂς δώσουν καὶ ἂς πάρουν. Ὅ,τι κι’ ἂν πῇς ἀξίζει ἡ λευθεριὰ τοῦ κράτους, μὰ κι’ ἡ ζωή, ἀδέλφια, ζυγίζει πιὸ βαρειά... ἐλευθεριὰ μὲ μάχαις, μὲ αἷμα καὶ θανάτους ἀληθινὴ δὲν εἶναι, θαρρῶ, ἐλευθεριά. Καὶ τί θὰ ὠφελήσῃ νὰ ἐλευθερωθοῦμε, σὰν πρέπει, πατριῶται, γι’ αὐτὸ νὰ σκοτωθοῦμε;

18


ΧΕΙΜΏΝΑΣ 20 Σεπτεμβρίου 1881

Καλῶς τὰ πρωτοβρόχια, καλῶς τον τὸν χειμῶνα μὲ τῇς βρονταῖς, τὸ κρύο, τὸ χιόνι, τὴ βροχή· θὲ νὰ τραβοῦμε ὕπνο, ποὺ θὰ πηγαίνῃ γόνα, χωρὶς κοριὸς ἢ ψύλλος νὰ μᾶς ἀνησυχῇ. Ἀντίο καλοκαῖρι καὶ σκόνη βρωμερή... Πλακώνει ὁ χειμῶνας μὲ φόρεμα βαρύ. Τί ὤμορφα ποὺ εἶναι νὰ βρέχῃ, νὰ χιονίζῃ, καὶ σὺ εἰς τὸ κρεββάτι κατακουκουλωμένος ν’ ἀκούῃς τὸν ἀέρα τὸ κρῦο νὰ σφυρίζῃ, καὶ μάλιστα νὰ εἶσαι κι’ ἀπογυναικωμένος. Ὦ! συγχωρήσετέ με, κυρίαι εὐγενεῖς, καὶ τὴν ἀδιαντροπιά μου δὲν πέρασε κανείς. Πρέπει νὰ λέμε κἄτι γιὰ νὰ περνᾷ ἡ ὥρα, μᾶς φθάνει τόση λίμα γιὰ τὴν πολιτική, τὸ μέλλον τῆς πατρίδος πάει ἐμπρός, καὶ τώρα ἂς κάνωμε κουβέντα διαφορετική. Ἂς ποῦμε γιὰ τὸ κρῦο καὶ ἄλλες ἐξυπνάδες, κι’ ἂς κάνωμε, κυρίαις, καὶ λίγους χωρατάδες. Δὲν θἄχωμε καὶ πάλι καμμιὰ ἐπιστρατεία, κανεὶς δὲν θὰ φοβᾶται νὰ γίνῃ στρατιώτης, ἡσύχασε ὁ Βλάχος καὶ ἡ διπλωματία, καὶ θἄλθωμε στὰ νειάτα τῆς λεβεντιᾶς τῆς πρώτης. Λίγο κρασὶ ἢ μπύρα, κανένα γλυκὸ μάτι, καμμία ἐσπερίδα, καὶ ἔπειτα... κρεββάτι.

19


Ψυχή μου, τί ὡραῖα!... νά! νά! ἀκούω μπρός μου τοὺς φίλους ἐπιστράτους μὲ νέα ρεδιγκότα στῇς Λαύραις των νὰ λένε «ψυχή μου, ἥλιε, φῶς μου» ἀκέραιοι καὶ σῷοι κι’ ἀφράτοι καθὼς πρῶτα. Εἰς τὸ κορμὶ δὲν ἔχει κανεὶς λαβωματιά, μὰ ἔχει λαύρα μέσα καὶ φλόγα στὴ ματιά. Πηδοῦν καὶ τρέχουν ὅλοι γι’ ἀγάπη διψασμένοι, καὶ μὲς σὲ μυρωδάτη κοπέλας ἀγκαλιὰ τῇς ὥραις τοῦ πολέμου θυμοῦνται οἱ καϋμένοι, καὶ σβύνουν τὴ φωτιά των μὲ χάδια καὶ φιλιά. Τὸν πόλεμο, τὸ κράνος, τὸν σάκκο βλαστημοῦν, καὶ δός του μ’ ἕνα κι’ ἄλλο φουστάνι πολεμοῦν. Εἰρήνη κι’ ἡσυχία μὲ κάστανα, μὲ μῆλα, μὲ τσάϊ, μ’ ἐσπερίδες, μὲ πιάνα, μὲ χορούς... Πιὸ γρήγορα, λεβέντη χειμῶνα, κατρακύλα, καὶ δὲν θὲ νὰ μᾶς εὕρῃς σὰν πέρσι σοβαρούς. Τουφέκι πιὰ δὲν ἔχει σὲ τοῦτο τὸν καιρό, μόνο κρασί, γυναῖκα, μεθύσι καὶ χορό.

20


η ποιητικη συλλογη λυσις του Γεωργιου Σουρη στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε τον Μαιο του 2014 απο τις εκδοσεις δυανυσμα και κυκλοφορει δωρεαν σε ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο αριθμος εκδοσης |14|

εκδόσεις

ΔΙΆΝΥΣΜΑ



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.