ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ
ΩΣΕΊ ΠΑΡΏΝ… ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ
ΩΣΕΊ ΠΑΡΏΝ…
ISBN: 978-618-82414-8-0 Σειρά: Διανυσματική Ποίηση Εξώφυλλο: Θανάσης Πάνου Copyright © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Στρατής Παρέλης, 2016 ekdoseisdianisma@gmail.com
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ
ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ
Είναι διάφανο αυτό που σκέφτομαι, τόσο διάφανο που απορώ, κάποιες φορές, κι αν ορίζεται. Είναι από νέφος που φέρνει βροχή. Κι αυτή η τέχνη του, να με προκαλεί να το κυνηγώ, με εξιτάρει, με αναγκάζει να το ακολουθώ κι όπου βγούμε, ας βγούμε. Αυτή είναι η όμορφη μπέσα του. Και γι’ αυτό μένω ευχαριστημένος με την περιουσία που έχω, αλλά δεν μου ανήκει..
7
ΩΣΕΊ ΠΑΡΏΝ… Κλείνω τα ανοιχτά, ο πους βαδίζει στα σκληρά εδάφη της προσήλωσης· ο νους για άλλα εφορμά· Γαϊτανάκι, κρυφό μου σχολείο, τανύζω το τόξο, η σαΐτα στοχεύει μακριά, κι αν απών, πάντα εδωπέρα θα είμαι, θα κρατώ τον σκοπό, θα σμίγω τα πελάγη, θα ανταμώνω φωτιά με φωτιά, τίποτα δεν τελειώνει, όλα τα ναι ήτανε κάποτε όχι, όλες οι φωνές δηλωμένες σιωπές και άρρητος λόγοςΈχω σημαδέψει μια Ομορφιά μέσα στον κόσμο της ασκήμιας- έχω ονειρευτεί όπως κανένας ποτέ του δεν έκανεΝαυάγησα σε πέλαγα θαλερά..
ΜΕΓΆΛΗ ΔΕΥΤΈΡΑ… Του μυαλού μου κι αυτό: ξημέρωσε και άφησε κατάλοιπο η νύχτα Κάτι κοτσύφια που ακόμη αγαπούν Να χαίρονται την σύντομη ζωή.. Αθροισμένες μνήμες, αποταμιεύσεις Αβρές, τώρα που και ν’ ακούσει θέλει η ηλικία μου και οι καιροί Σηκώνουν θλίψη κι αγαπούν τον στοχασμό. Περίπατος κάτω από τις φιστικιές· Λόγχη το αεράκι, Μεγάλη Δευτέρα· Quo Vadis Κύριε; Πόσοι Χωρούν στην καρδιά σου; Η μέρα Σκηνοθετεί την απουσία σου.. 8
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΌ… Στην απογευματινή λιακάδα, η Ελένη είναι θλιμμένη και καπνίζει πίσω από τις τριανταφυλλιές, πολυόμματες όλες. Ο αέρας σκουντά τα μαλλιά της· αρχής γενομένης από Δευτέρα, είναι υποφερτή, γιατί σε αγαπώ, η ζωή.. Διαβάζω, γράφω. Παίζει η μουσική: τσακίσματα του ρυθμού που πολιορκεί μια ψυχή που ποτέ δεν σ’ αρνιέται..
ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΎΜΕ… Θα συναντηθούμε ύστερα από τις επιβουλές των ημερών, θα είναι Ανοιξιάτικη ιστορία, θα ανθίζουν Οι παπαρούνες στα έρμα χωράφια, τα μάτια σου Θα είναι δυο λυρικά παράθυρα απ’ όπου θα προβαίνει Ο θεός, θα είμαι Πιστός σου ακόλουθος, ανάμεσα Στις εβδομάδες που θα αστεΐζονται Με τον χρόνο- μελαγχολικές..
9
Ο ΜΙΣΘΌΣ ΜΟΥ… Τουλάχιστον να εισακουστώ από το βαθύ σου αίμα, από το αυτί σου που προσηλώνεται στις αορτές της σελήνης, από τα σχέδιά σου που αποκρυσταλλώνουν τον έρωτα που στις παρειές δεσπόζειΤουλάχιστον να μείνω στις κοιλάδες των σκέψεών σου, στο ασήμι πάνω στα αποφασιστικά νερά Της λίμνης που περικυκλώνεται από τις καλαμιές και φυλά Τα νυσταγμένα βατράχιαΗ πόλη διεκδικεί την ψυχή μου, η ψυχή μου πουθενά δεν βολεύεται, το ρολόι ντεραπάρει τον χρόνο μες την θλίψη μου, ευτυχώς που υπάρχεις, έτσι Για να μένουν οι ισορροπίες καλές ισορροπίες και Ο μισθός μου πολύς εν τοις ουρανοίς..
10
ΜΕΓΆΛΗ ΤΡΊΤΗ… Να βρεθεί ο τρόπος και ας συγχωνευτούν τα φωνήενταποιός δεν το θέλει; Να ερωτοτροπήσουν τα φυτά, οι μέρες να γίνουν μελένιες, ο χρησμός να πραγματοποιηθεί- α λοιπόν ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι σενέλθετε ας φιλοσοφήσουμε όλοι αβρά ποιός διατάζει και πάνω απ’ όλα εποπτεύει ο Θάνατος; Ουαί υμίν πού θα συναντηθούν των ψυχών μας οι καβαλάρηδες πίσω απ’ τις ηθικές, πίσω από των γεγονότων την οξύτητα και μετά θα αναγνώσουμε την επικινδυνότητα του βίου όπως μας παραδίδει έρμαια στο άροτρο της ξεχαρβαλωμένης αιωνιότητας;
11
αποδιοπομπαίοι
ΜΕΓΆΛΗ ΤΕΤΆΡΤΗ.. Τα υπόλοιπα, πάντα είναι ο μύθος· αλλά, η ιστορία, έτσι καταγράφεται, σαν να κινούν όλοι να πάνε για κάπου και, από μια μοίρα που αλλάζει τις πορείες τους, να χάνονται και να λοξοδρομούν αμετάκλητα. Ποιός μυρώνει τα πόδια σου και ποιός σε προδίδει απόψε- να τα αργύρια η αμαρτωλή που μετάνιωσε κι ο αδερφός σου που κολασμένα αισχρά ξεπουλήθηκε. Είναι κι αυτή η Τετάρτη που σε γυμνώνει και σε κάνει να θλίβεσαι. Είναι κι αυτό το δείπνο που σε άφησε απ’ όλα νηστικό. Πού είναι η αιωνιότητα; Πού πρέπει να στραφώ για να μην βλέπουν το κλάμα μου;
12
ΜΕΓΆΛΗ ΠΈΜΠΤΗ… Δύσκολος κόσμος, πολύ σκληρός. Αθροίζω τα ματωμένα κι είναι πολλά τα πολλά μου. Να με θυμάστε οι επόμενοι. Εις την εμήν ανάμνησιν να κρατηθείτε ορθοί. Αν λείψω- θα είμαι πάντα εδώ. Μαζί σας. Βλέπω τα λουλούδια που στολίζουν τον τάφο μου. Δεν μαραίνονται. Σχεδόν μου μιλάνε. Ο πόνος μου μόνο στα μάτια μου λέγεται. Εσείς που με ξέρετε, κατανοείται. Απ’ τον σταυρό επάνω βλέπω ατέλειωτο τον ορίζοντα. Βλέπω που κάποιοι μ’ αρνηθήκαν. Πάντα θα με αρνούνται κάποιοι. Κι είναι ο κόσμος δύσκολος, πολύ σκληρός. Κι η Άνοιξη πολύ ελπιδοφόρα..
ΓΛΥΚΙΆ ΦΥΛΑΚΉ… Όχι πια φλυαρία, παιχνίδι με τα λόγια, φιλαυτία που ακυρώνει την παράσταση. Σμίγουν οι ψυχές μας, σχεδόν εφάπτονται, δεν μας ξεχωρίζεις, μ’ ένα φιλί που εξαργύρωσε τον έρωτα και μια ματιά που δικαιώνει των αισθημάτων την ροή, να που είμαστε στων ερωτευμένων το κρατητήριο..
13
ΤΗΣ ΗΜΈΡΑΣ… Πίσω από το τέμπλο των αγρών, το πουλί Ντύνεται τα άμφιά του και βολιδοσκοπεί της ερημιάς το τοπίο. Ο άνεμος είναι μια φενάκη κραυγαλέα. Το Πάσχα έφτασε, ένα μένος ιερό λούζει των δέντρων τις κουκούλες. Κάπου ο Ιησούς βαστά τα βήματά του και κοντοζυγώνει στην καλύβα μας. Διαβάζουμε μια χίμαιρα που μας αλώνει. Όταν έρχεται το απόγευμα, μια τρελή νυχτερίδα επικρεμάται στο ιστίο της «Μαρίνας».. Κοιτώ. Ο νους μου γλυκά ξεσαλώνει..
14
ΜΕΓΆΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ… Σταύρωσον - αλλά η αδικία είναι νόμισμα που πουθενά δεν χωράει. Ό,τι αποταμίευσε η ψυχή, είναι δυο ρόδα από κείνα που στολίζουνε τον επιτάφιο και γράφουν σαν στίχους μετάνοια. Σήμερα που το να είσαι εσύ είναι σαν να είσαι οι άλλοι· Μακριά απ’ την χλεύη του παραπλανημένου πλήθους, έξω απ’ την Στιγμή που πάλλεται σαν αμοιβάδα που ορέγεται την θάλασσα· και κάτω από του στολισμένου επιταφίου το σκαρί, μια καρδιά που ποτέ δεν πεθαίνει, ένα φως ανέσπερο, επικό- προμηνύει των αναστάσεων όλων την αγρύπνια, ακούγεται μια δέηση που υπερβάλει εαυτόν γιατί έτσι και του Θεού χτυπάς την πόρτα- κι ένα αεράκι γλυκό, φτασμένο από των ουρανών, που μελαγχόλησαν, την αιωνιότητα..
15
ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΌ ΜΑΝΙΦΈΣΤΟ…Ή ΤΟ ΧΟΡΙΚΌ ΜΙΑΣ ΑΠ’ ΑΙΏΝΩΝ ΤΡΑΓΩΔΊΑΣ… Πληθυσμοί των ρακένδυτων αριθμών- και αριθμοί των ρακένδυτων πληθυσμών- να το ζητούμενο: να φιμωθούν οι μάζες· δεν συμφέρει η ελευθεροστομία τους· κυνήγησέ τες ως την άκρη της γης· θα αποκτήσουν οι λίγοι τον πλούτο- έτσι σκαρώθηκε ετούτο το παιχνίδι, θα αποστομωθούν οι πάντες· τα συστήματα δουλεύουν καλά: τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο·- ποιός θρησκεύει πίσω απ’ τις ηθικές που ελέγχουμε; Ποιός νομίζει ότι ο νους του ανήκει; Όλα θα γίνονται κάτω απ’ τους νόμους που θεσπίζουμε· να η πολιτική Απάτη- ας τους να νομίζουν ελεύθεροι· είναι δικός μας ο ουρανός και η νομή της εξουσίας κράτος το κράτος μας..
16
ΈΣΩ… Αντιγράφω από μέσα μου -το μέσα μου δεν εξαντλείται· Κόσμος άσπιλος, από πού κρατώ; Το σύμπαν επανέρχεται στα συγκαλά του· φωνές Ροή της άνοιξης, μυστικά των μυστικών. Των πραγμάτων η δυναμική, μεταγλωττισμένη αξία Κι όταν αθροίζω τίποτα να μου ανήκει. Μικρόκοσμος της φωτιάς κι η πυρκαγιά παίζει στα φρένα μου. Ωραία ηχούν οι σάλπιγγες του δειλινού κι ωραία ακούγονται οι άσωτες καμπάνες Που δαιμονίζουν τον κόσμο της νύχτας.. ΜΕΓΆΛΟ ΣΑΒΒΆΤΟ… Στρογγυλές σκέψεις, ολοκληρωμένες· πουθενά δεν εξέχει τι· κι Εκείνος τις μοίρασε στους μαθητές μην παραλείποντας μια δίκαιη κρίση. Εκείνοι έμειναν με το βαρύ απόκτημα και με τον φόβο του ερασιτέχνη να τολμήσει σθεναρά. Όμως, φιλότιμοι. Και νυν οι πρωταγωνιστές. Και με φορτίο. Τι να πιστέψεις κάτι ώρες; Όλα μοιάζουν έξω απ’ τα ανθρώπινα. Κι αυτή η Ανάσταση- απρόσμενη, τρομαχτική- μια τραγωδία. Τότε εμφανίστηκε Εκείνος. Λιανοκόκαλος, έξω από της ύλης το μαρτύριο. “Ελάτε είπε, αγγίξτε με, εγώ είμαι…” Θέλησε ο Θωμάς- τον δάχτυλο στον τύπο των ήλων.. πώς να πιστέψεις; Μίλησε· τους καθησύχασε· και όμορφα μετά, αναλείφθη’.. Σαββάτο επικρεμάμενο σαν η γη μες τον χρόνο. Σαββάτο με τα σημάδια σου και να ακούγεται η Φωνή Του, οικουμενικά τάζοντας δώρα. Σαββάτο μυθικό.. 17
ΚΥΡΙΑΚΉ ΤΟΥ ΠΆΣΧΑ… Το πρωινό έχει μια ναρκωτική σαγήνη που αγγίζει τα κόκαλα. Η Κυριακή είναι αντικατοπτρισμός της φωτιάς που γεννά την θρησκεία. Καμιά ανάγκη δεν έχω- καμιά επιθυμία. Φέρω το καταθλιπτικό δώρο του ουρανού στην σελίδα μου. Ο χρόνος ποδηγετεί τα πάντα. Ο ήλιος λούζει την αγωνία της γης. Ό,τι σκέπτομαι είναι ανατρεπτικό κάτι. Το τροφοδοτώ με την μελαγχολία μου. Πίσω από όλα τα γλέντια, υπάρχει ένας ανεξήγητος χαμός..
ΤΗΣ ΨΥΧΉΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΌΝΟ… Κάτω από το σιωπηρό τριαντάφυλλο είναι η αντανάκλαση ενός ιδεατού κόσμου που προσεγγίζω με την καρδιά μου. Ο βαθύς καημός που ανατρέμει επάνω στου κήπου τις ένοχες βοκαμβύλιες,. Το άλικο φως του γαρίφαλου που μπουκώνει το μεσημέρι με ευωχία. Εγώ που σου ανήκω. Πληθυντικά έντομα που μηνύουνε άνοιξη. Καθαρότητα προ των ουρανίων τελετών. Άνεμος με γεύση κανέλας. Λιγωτικό δεντρολίβανο. Άγουρος στοχασμός και λυρική πραγματικότητα. Ένθεος κήπος και μεθυσμένα παρτέρια όπου το στρουθίο όμορφα παίζει και είναι ευχαριστημένο με την επικράτεια..
18
ΣΕΛΉΝΗ… Άφωνο φεγγάρι, επηρμένο, λιβανίζοντας Τα ακραία όρια του ουρανού. Κι εσύ Μαριονέτα θανάτου, ξόανο μιας θεάς μακρινής Που θυμίζει τα παρελθόντα. Το σπίτι άδειασε, φύγαν οι συγγενείς, ο μελαγχολικός Ξανάγινε μελαγχολικός και της χαράς Σβήσαν τα φώτα. Όμορφα ο αέρας κινεί τα νήματα της αγρύπνιας. Άσε τουλάχιστον, ανοιχτό το παράθυρο να μπει η σελήνη ντυμένη όλη την τραγωδία μας.
ΤΟΥ ΜΑΐΟΥ… Όλα που θαύμασα ήτανε δρομολόγια άστρων. Μπορεί και την φωνή του πουλιού καθώς αποκωδικοποιούσε τον γαλαξία και μου δήλωνε την παθιασμένη μου μηδαμινότητα. Κάτω απ’ τον ουρανό ευανάγνωστος ο πόθος, κι η νύχτα κι αυτή, ευτυχώς, ευανάγνωστη. Ακούγονταν το σκέρτσο του ωκεανού- πολύ σε μαγνήτιζε. Του Μαΐου φανερώσεις, εστίες που μας φιλοξενούν εμμένοντας οι εαυτοί μας στον άκαμπτο πόνο..
19
ΤΟΠΊΟ… Υγρό κινούμενο τοπίο· Ο Μάιος παραπλανά τον Αχέροντα- δεν είσαι Διαβασμένος καλά· λαχανιάζεις Ανάμεσα στα πεύκα, στην πλαγιά Με τα σκοίνα και τις ορμέμφυτες εθελούσιες παπαρούνες· ο κόπος σου Ο ιδρώτας μας, φωτεινό μαρτύριο της λιακάδας, εδώ Που η πλαγιά στολίζεται με της βλάστησης τα καψόνια και την εικόνα Ενός μύθου συντηρούν όλες οι ώρες που εντός τους παραδόθηκα κι ευδοκιμώ..
ΤΕΤΆΡΤΗ… Έχει οσμή η ψυχή, έχει στερέωμα; Χάθηκα ανάμεσα στις ευωδιές. Ο Μάιος παραπλάνησε τις αναζητήσεις μου- ασκοπώ. Κι είναι ωραία η νύχτα, φεγγάρι βελουδένιο δίνει αξία στο πουθενά· Ένα αεράκι μπλέκεται ανάμεσα στην μουριά και ψιθυρίζει Ευαγγέλιο μιας Τετάρτης που δεν συμβιβάζεται..
20
ΚΗΔΕΊΑ… Σφίγγομαι σαν την πέτραΛυπούμαι και δεν- σαν να ζω Την κηδεία μου· κι ο νεκρός Είναι η όψη μου που κανονιοβολείται από μια λύπη που δεν άντεξα Και κρύφτηκα κάτω από τον βελούδινο κήπο..
ΆΣΤΡΑΨΕ ΦΩΣ… Βγαίνω από το σώμα μου και αιωρούμαι στην νύχτα που απλώνει μια σαγήνη ευφραντικήΟ αέρας δίνει τα ρέστα του, τον ρουφώ με τα διψασμένα ρουθούνια μου και χαίρομαι αυτό το ελάχιστο που είναι το πανΑ σκοτεινό Σημείο που μ’ ακολουθείς στον κύκλο αυτό της διαίρεσης και να μην μου ανήκουν τα πράγματα!Κι η ύλη φρενιάζει να είναι το δόκανο που κεντρίζει την ματαιοδοξία μουΑς κρατηθώ στο φως μιας αστραπής που νιώθει κι ο νιός τον εαυτό του- ω Ποιητή!
21
ΤΌΛΜΗ… Διασκεδάζουν οι αρτηρίες· ο ρους είναι η ονομαστική δύναμη της φωτιάς· πρέπει να έχεις πάθος και αγάπη για καθετί- μην είσαι μια φοβισμένη μαριονέτα που τσακίζεται πίσω απ’ την συνήθεια· ο ρόλος σου ενός δόκιμου ήρωα που δεν τον εξουσίασε κανένα χτυποκάρδι.. ΣΥΡΤΌΣ ΣΚΟΠΌΣ… Κώδικας της σιωπής κι όπως ο άτσαλος πουνέντες συναντά τα λυμένα μαλλιά σου Βαθύ κυανό και να εδράζεται το ποίημα πάνω στην τριγωνική ταράτσα όπου η μπουγάδα ανεμίζει μ’ ελαφρότητα Έλα απ’ όπου μπορείς, και σύναξε το ύδωρ που σου δίνει η βροχή, ξημέρωσε κι είναι η Ομορφιά πειθήνια Πάρε στίχους, πλέξε μουσική, άκου όπου κανείς δεν ακούει- αυτό το Ανείπωτο σε συναντά στους κήπους που χλευάζουνε τα επουσιώδη σκιάχτρα μιας ζωής που κάνουνε οι άνθρωποι που ζούνε πάντα πικραμένοι..
22
ΒΆΦΟΥΝΕ ΚΌΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΆ ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ… Όσα να πεις πάλι δεν λες αυτά που θέλεις και είναι που θέλει άλλο νόημα η εποχή· μιλούν αλλιώς τα σώματα, ο αχινός των σκέψεων διαφορετικά αγκυλώνει και το πολίτευμα είναι μια δύνη που δεν ξέρεις πότε θα σε καταπιεί. Βάφουνε κόκκινα μαλλιά τα κορίτσια· χτυπούν τατουάζ και δίνουνε στην έκφραση γαρνίρισμα· οι χειρονομίες τους είναι πουλιών νεύματα που δηλώνουν πως ήρθε αυγή· η νιότη είναι ένας ατίθασος αέρας που μηρυκάζει φωνές θάρρους· ελπίδα έχω στο κεφάλι που άφησε τα ήσυχα κουρέματα και έδειξε πως και με άλλο δρόμο μπόρεσαν να εκφραστούν οι κόμες…
23
ΤΟΥ ΜΆΙΟΥ ΣΑΒΒΆΤΟ… Γυρεύω γυρεύω- τι ζητά Κάποιος που δεν ησύχασε ούτε στον ύπνο; Γεύσεις έχω από μελιού απείκασμα Και μοσχοβόλησε μέσα στον νου μου ο πεύκος. Του Σαββάτου ο ειρμός καπνός που αγαπά τα ουράνια. Σάλπιγγες που διαλάλησαν μια Γη Επαγγελίας. Πού είναι πια η Κιβωτός και ποιά ηθική ενστερνίστηκες Κουρασμένε οδοιπόρε που καίνε οι πατούσες σου απ’ της ερήμου το λιοπύρι; Ένα ξαφνικό χελιδόνι ζητά της Άνοιξης την φωνή και διατρανώνει Των μυστηρίων την νεότητα όπως κι ο κόσμος μέσα στην καρδιά μου είναι Λατρευτικός και αιώνιος…
ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΈΝΗΣ Η ΦΙΛΟΤΙΜΊΑ… Σχεδιάζω ένα βήμα που καταντάει μετέωρο, σχεδιάζω Ένα τροχάδην στο σκηνικό των ανέμωνΚι είναι αρχαιολογικό εύρημα οι σιωπές που Γονιμοποιούν το σύμπαν της πέτρας, των λουλουδιών Την φρενίτιδα, το σκεύος Του ήλιου που, εντός του, πολλά μαρτυρήθηκαν. Θέατρο των κοσμοθεωριών κι όταν συγκρούστηκαν οι πάντες με τους πάντες Ίδια παρέμειναν τα συμφέροντα κι ίδια οι τάξεις έφτασαν στην αταξία. Τελικά Ένα ασύμφορο σύμπαν οργανώνουμε για των πολλών την ευτυχία και της οικουμένης την λαγαρή φιλοτιμία..
24
[ΕΤΟΎΤΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΉΜΑΤΟΣ ΤΟ ΘΈΜΑ..] Κήπους θα κρεμάσουν τα φυτά ως την Δευτέρα Παρουσία· Κι ένα τριαντάφυλλο θα φυλλοροεί στο αέναο άσεμνο Πουθενά· Ο Θεός επί σκηνής, ο Θεός όπως ποτέ δεν τον είδαμε, Βάφει με χρώμα ελεητικό τις σκουριασμένες άγκυρες των ερώτων· Των μωρών κι όλη η πόλη έγινε μια άδεια Ουτοπία· Ως κι η πατρίδα αμβλύνθηκε, ως κι η πατρίδα έγινε μια ντεραπαρισμένη φυλακή· Θα μείνουμε ανέστιοι και θα γελούν οι σαλτιμπάγκοι πολιτικάντηδες- ω κοίτα Άδειασε από φωνήεντα το λεξιλόγιο και μυθιστορηματικά η αφήγηση των γεγονότων υπερβολικά μας αρρώστησε· Μείναμε να λατρεύουμε προγονικές μνήμες που δεν μας μπόλιασαν με το οξύ Πνεύμα της αυτοκριτικήςΦληναφήματα λόγων που θα μας παραπλανήσουν γεννούν μια σύγχυση αξέστωνΕτούτου του ποιήματος το θέμα θα ορθωθεί μπροστά μου θέλοντας να με καταδικάσει για όσα δεν είπα..
25
ΜΆΝΑ ΑΒΡΉ… Βοή από τους ουρανούς, κάτι σχίζεται Και μεσουρανούν πλοιάρια εντός των νεφών, άγγελοι Σαλπίζουν, κι η Μάνα στέκεται ανάμεσα στα αναμμένα βουνά να ξορκίσει Το κακό που σώνει την ζωή του παιδιού της. Οι τεθλασμένες των θυσιών καταλήγουν μια άσωστη ευθεία Που ανταμώνει την καρδιά που πάλλεται όπως διαπασών των αισθημάτων. Είναι Μάιος. Τα ξόρκια πιάνουν να ξεμπλέκουν την συνομωσία της ζήλιας. Σε έναν κόρφο όρμο της αγάπης, της μάνας η ματιά μεγιστοποιεί του σωσμού τις ασπίδες. Ένα λουλούδι δίνει το βελούδο του στην μουσική και ως της Ποίησης τα έγχορδα φτάνουν οι εμπνεύσεις της λατρείας που δεν φθίνει..
26
ΣΥΝΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΑΘΏΩΝ… Ξενύχτια στην πληθυντική νύχτα· Οδηγούν οι οσμές τον κήπο και από τα πέταλα Των λουλουδιών προκύπτει κοσμοθεωρία Ευωδερή· Κάτι να λέμε, είναι και η σιωπή μας που παρφουμάρει τα μεσάνυχτα, Ακολουθούν Λεπτοδείχτες οι αργοπορημένοι και τα φώτα Της πόλης, από μακριά, ζαλίζουν Τα σμήνη απ’ τα μυγάκια Που ενοχλούν την ευκρασία. Διαβάζω, γράφω· δίχως στοιχεία κι αποδείξεις ενοχοποιούμαιΠάντα ένας αθώος θα πληρώνει το μάρμαρο Της συντυχίας…
27
ΥΠΕΡΣΥΝΤΈΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΣΦΥΓΜΟΜΕΤΡΉΣΕΩΝ… Δονούνται όλα και καταλήγουν στα αζήτητα· Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζεινΘαύματα όλα· Είναι που εγένοντο τα λόγια μεγάλα και νοτίστηκε το μαξιλάρι μας απ’ το κλάμα· Τίποτα, όλα τίποτα, αφυδατωμένη αφαίρεση και πού να σταθείς με μια πίστη που μπάζει; Ενάντια όλαΘέλει κουράγιο μέλισσας και ακλόνητο προσανατολισμόΜέγα έλεος- κλυδωνίζονται οι πλατφόρμες που εδράζουν το θάρρος μας..
ΜΙΚΡΉΣ ΑΝΑΛΟΓΊΑΣ… Επιθετικό ρήμα, ρηξικέλευθο, απορρέον από την κοιλιά της αστραπής· και οι κουβέντες μας, όταν μας έφερε η βδομάδα στις πράξεις μας αντιμέτωπους, α τότε που σε αγχώνει η ζωή και πάντα έτσι θα γίνεται όσο να σφαλίσεις τα μάτια και με άλλα όνειρα να φύγεις και να ονειρευτείς..
28
ΤΟ ΛΥΡΙΚΌ ΣΟΥ ΦΙΛΌΤΙΜΟ… Γνωρίσματα που στέλνει η ώρα στον νυν καιρό, όλα Απλούστερα σχεδόν απαξιώνονται καθώς τα σμίγεις κάτω απ’ τον κόρφο του κήπου που κρατά τριαντάφυλλα και πνιγμένες ωχρές βιολέτες που συμποσιάζονται με τον παρόντα αέρα πριν μεσημεριάσει και το ντούρο μαχαίρι της λιακάδας αθυροστομήσει πάνω στην ιστορία που προτάσσει το ποίημα μου.. Είδα και λέω· πάντα μια αλήθεια κρατώ και την μοιράζομαι. Κι εσύ που με διαβάζεις, κρύψε την λύπη σου και κάρφωσε ένα ανθάκι γιασεμί στο αυτί σου να γυρίσει το κορίτσι να κοιτάξει κατά την πλευρά που είναι η ψυχή σου και είναι το λυρικό σου φιλότιμο..
29
ΕΊΛΩΤΑΣ… Πίσω απ’ τα φανερά γεγονότα είναι ένας είλωτας που ασφυκτιά να επαναστατήσει. και οι κοινωνίες των κραταιών τον αφαιμάσσουνε ζητώντας του κι άλλη φωνή κι άλλη ψυχή. Ο ιδρώτας του είναι τα ποτάμια του χτες και του αύριο. Ζει απομονωμένος κάτω από το καύκαλο της φτώχειας. Αποστεώνεται. Τον παρατηρώ- αιώνες τώρα τον παρατηρώ. Πρόσωπο μιας βαθιάς οδύνης που του έχουν επιβάλλει. Στο στήθος του μικρόκοσμος της αστραπήςΛύνει τους τυφώνες του κάτω από το φως των ονείρων. Κι εγώ αναρωτιέμαι κάποτε αν θα εξημερωθούν τα θηρία και αν θα δω έναν δίκιο παράδεισο..
ΤΡΑΓΟΎΔΙ… Το τραγούδι είναι στρογγυλό, είναι έλασμα, είναι πόνος· Στον βυθό του ένας δύτης ερευνά τα κοράλλια της αστραπής· Ο στίχος ιριδίζει, απ’ όπου κι αν τον δεις, η αιχμή Όλης της μουσικής διέπει την αυτοκρατορία του φεγγαριού σαν δύσκολη έννοια..
30
ΠΟΙΗΤΉ… Έχε ένα τριαντάφυλλο στην καρδιά κι ένα κορίτσι κλεισμένο στον αθωότατο ύπνο σου. Βασιλιά των ονείρων, Ποιητή ουρανού και γης, που δεν δανείστηκες καμία Σοφία, μόνο επίκτητη δοκιμάστηκε επάνω σου η Αρετή και Αδάμαστος μέσα σ’ όλες τις αντιξοότητες έμεινες.. ΜΕ ΈΔΕΣΕ Η ΛΎΠΗ. Ήτανε όπως κανείς δεν το περίμενε: οι ισορροπίες κρατήθηκαν πάνω σε ανισορροπίεςκι έτσι όπως γίνεται να χάσεις το νόημα και σου είναι άγνωστα κάτι φορές τα προσφιλή, κατάλαβα να αθροίζω απουσίες που πολύ με πονέσανε. Ήτανε ο θάνατος, το καθαρό Μυστικό, που σε πιάνει αδιάβαστο. Με έδεσε η λύπη. Ξάπλωσα κι έκλεισα τα μάτια. Δεν είναι όλα παιχνίδι του ύπνου. Ο πόνος μου θέλει εκφράσεις αλλά πάντα θα είναι βουβός.. 13.05.2016
31
ΕΡΩΤΙΚΌΝ ΑΛΛΙΏΣ… Στα σύννεφα οι κωλοτούμπες, στην νεφόσκονη που σαν μπουχός τινάζεται πάνω απ’ το χάος των πεποιθήσεών μας, έτσι όπως έχουν καταλήξει οι πολιτικές αδιέξοδες και οι κόποι μας κατεστραμμένοι· όπως κι αν το δω, ρέπει στον όλεθρο. Ευτυχώς έχω διάθεση απόψε για τραμπαλισμούς και αβρότητες επάνω στην κοιλιά ενός σύννεφου, εκεί που παίζω παιχνίδι καθαρό και που με σκέφτεσαι ακόμα..
ΆΝΕΥ ΣΗΜΑΣΊΑΣ… Είναι που δεν βοήθησαν και οι καιροί: Απ’ όσα γύρισα, δεν γύρισα και ας φανεί, και καλά, επιστρέφωΗ τέχνη μου υπαγόρευε απουσίεςΔεν πράττεις ευ θα αποτραβηχτείς στην μπάνταΒότσαλο βγάζει ο γιαλός στην άμμο και Βότσαλο στιλπνό κι ο ουρανός ονειρεύεταιΣαν ο πηλός στα χέρια μου η σιωπήΤην διδάχτηκα, με διδάχτηκεΦεστιβάλ ειδήσεων που με παραπλανούν, αποκαρδιωμένη μέρα, Πολιτικά αντίσκηνα και άντε βάλε την ζωή να ορθοποδήσειΕλλάδα αστρόσκονη στου σύμπαντος το Άνευ Σημασίας.. 32
ΠΆΛΙ ΕΔΏ… Πού συμπίπτει η μοναχική σου ζωή με το ηλιοβασίλεμα; Κι ο αέρας που σηκώθηκε, σαββατιάτικα να μας τρελάνει, πού Παίζει, σε ποιες συμμετέχει πλεκτάνες, όπως Βραδιάζει και το σκέπτεσαι: όλα μελαγχολούν και πεθαίνουν. Ένα φεγγάρι προκύπτει πίσω από κάθε λέξη σου· Ο ευκάλυπτος κλονίζεται και μένει Με τα ξηλωμένα κρόσσια του να φλυαρεί μια μουσική που μαραίνεται. Τα πουλιά τιτιβίζουν και κούρνιασαν- ακούς Τις τελευταίες καληνύχτες των μανάδων τους. Άσε το βιβλίο και περπάτησε στον δρόμο· σκοτείνιασε Και χάσαμε άλλη μια μέρα όχι από κείνες των ημερολογίων.. ΕΞ’ ΑΠΟΣΤΆΣΕΩΣ… Κάνω ένα χαρούμενο λάθος και όλα απλουστεύονται. Είναι οι συνεφαπτομένες σιωπές μας που επικοινωνούν από μακριά. Όλα όμως δένονται κάτω από τον γόρδιο της πατρίδας. Δεν θα λυθούν- όσο κι αν θέλεις να τα, αλλιώς, παρουσιάζεις. Αρά, κι απ’ όπου είσαι, μες ενώνει μια σιωπή Και μια σπουδή που, ίδια μες τα πράγματα, εργάζεται..
ΤΟΠΊΟ… Βρήκε η άνοιξη το τοπίο θαρραλέα μικρό· Κάτι αχυρόμπαλες που απομείνανε, ζητούσαν διάρκεια· Φως και σε όλα διαλεχτές εκφάνσεις: Η ζωή, η ζωή είναι αυτή, είπα- α τι ωραία που καλπάζει! Το άλλο πρωί, η μέρα ζεύτηκε τα χαλινάρια της και κάλπασε μες την λιακάδα· Μακριά ακούγονταν να μιλούν τα νερά· Κέρδισε στην ρουλέτα ο Μάιος. Ανάμεσα στην πρωινή ησυχία και το όνειρο Οτιδήποτε ξύπνησε ήταν γαλάζιοΥπερασπίστηκε την ευδία το μεσημέρι. Κι εγώ εκεί παρατηρούσα και δεν προλάβαινα Να ζωγραφίσω την χαρά που είχε η μέλισσα Να πεταρίζει πάνω από των λουλουδιών την υγεία..
34
ΤΟΥ ΚΑΗΜΟΎ ΑΝΑΛΌΓΙΟ… Λεπτομέρειες έχει η φωτιά και η μελαγχολία Σε λεπτομέρειες διαφέρει. Έχουν ρίζα Ιλαρή τα φυτά και τα ανθάκια που ζορίζουν τον κήπο Ζητούν υπόσταση απ’ την Φωτιά. Ο Νους Ψάχνει στις σκοτεινές γαλαρίες, όπου Του βουνού η καμπούρα φορτώνεται νύχτα και Τραβά για την πόλη. Πώς λοιπόν να μην αφουγκραστείς Μες τα μεσάνυχτα αστερισμούς που καιροδηλώνουν Και ξυπνούν μεγαλοσύνες Θαυμάτων; Α Λύπη, α ψυχή πληγωμένη, α! Χαράσσονται τα εμβλήματα της Ποίησης πάνω στο στήθος μου και ο καημός από πού ήμουν νεότερος, ίδιος ήταν και μένει..
ΕΥΤΥΧΏΣ ΤΑ ΠΟΥΛΙΆ… Τα προάστια σκουριάζουν και αγκομαχούν καθώς τα πλακώνει η νύχτα. Οι άνεργοι βολτάρουν στους δρόμους τους, σαν μουδιασμένα πειραματόζωα, εγκλωβισμένα στην επιτυχημένη παγίδα τους. Οι βιτρίνες κομπάζουν- οι βιτρίνες έχουν φωτεινό αντικείμενο συνδιαλλαγής. Η άσφαλτος γυαλίζει όπως λουστρίνι που δεν φόρεσε κανείς. Ευτυχώς η Ελλάδα και ζαλισμένη, επιβιώνει μασώντας φύλλα όπως η γιαγιά Πυθία της. Τα σκωπτικά πουλιά κουρνιάζουν στα δέντρα αφού ξεφωνίσουν τον κόσμο που έχασε τις λυρικές ευαισθησίες του..
35
ΣΤΙΓΜΙΑΊΟ… Πίσω απ’ τα χαμηλωμένα σου μάτια κράτα την θλίψη μου και στοχάσου πώς ξετυλίγονται τα λόγια της θαλάσσης. Βρέθηκε ένας άπονος καιρός να μας ενώνει Και να μας χωρίζει ταυτόχρονα. Είναι το άθροισμα όλων των μυστικών που κρατάς και κρατώ ώσπου μια μέρα στα ουράνια να συναντηθούμε. Κλείνω το φως· σε ακολουθώ σε πορεία φθίνουσα προς τον οίκο του ανέμου και όταν Η νύχτα γύρω μου καλά κρατά..
[ΠΆΛΙ ΘΑ ΓΕΛΆΣΕΙΣ, ΣΑΝ ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΊΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΒΡΉΚΕ ΤΗΝ ΛΥΡΙΚΉ ΤΗΣ ΦΩΝΉ] Πάλι θα γελάσεις, σαν μια πριγκίπισσα που βρήκε την λυρική της φωνή· Τα σύννεφα θα σκορπίσουν κουβαλώντας την στεναχώρια σου μακριά Και θα φωτίσουν τα μάτια σου όπως του κοριτσιού που του περίσσεψε η αισιοδοξία· Πάλι θα γελάσεις· ο χρόνος θα οργανώσει αλλιώς τις οικονομίες του και Θα σε βρει να τον δέχεσαι όπως μια συμβουλή που σου ‘δωσε μια μέρα κάποιας μάνας ο άπεφθος πόνος..
36
ΤΗΣ ΞΑΦΝΙΚΉΣ ΑΠΌΦΑΣΗΣ… Ένας συναγερμός να ενορχηστρωθούνε τα φωνήεντα και ας μην βοηθά η μέρα, ο καιρός, η εποχή, χίλιοι διαβόλοι- εμείς που ζήσαμε πένητες μες τα υλικά όμως με πλούσια Ιδέας αποταμίευση, ξέρουμε πόσο κροτούν τα τιμαλφή και πόσο τα ανεπιθύμητα. Σκεβρώνουν και σκουριάζουν μες τον αέρα οι επίπλαστες δημοκρατίες. Εμείς θελήσαμε πολίτευμα καρδιάς και για μια ψήφο τ’ ουρανού ξενυχτήσαμε, γράφοντας άστρα στο καλό μας το τετράδιο. Ιδεολόγοι στο έπακρον, τιμητές μιας θάλασσας ελευθερίας και ενός Κοριτσιού που, στα όνειρά του, μας παντρεύτηκε, στολίζοντας με μια γιρλάντα στίχου τα μαλλιά του. Να Που ήρθε η ώρα. Παραμένουμε ταπεινοί, δακρυσμένοι μπροστά σε μια Μαντόνα που γελά και σβήνει το αχνό της χρώμα μακριά, σ’ αυτήν την δύση..
37
ΝΤΟΎΡΟ ΊΛΙΟΝ… Ακτογραμμή δαντέλα κι ας συννέφιασε Πάνω απ’ τα βουνά, να φέρει Μια λιγνή βροχή που αποδόμησε των θεών τις προθέσειςΝυσταγμένα νερά, μπαρούτι Μες την πέτρα, ακόνι σχήμα του αρχέγονου Λίθου· μεσημεριάζει· Ο άνεμος σκουντά τον μπελά της πλαγιάς και τσακμακώνεται το πεύκο Τρυπώντας παρειές του αοράτου με Τις βελόνες του- Ίλιον Προάστιο ντεραπαρισμένο Μες το σύθαμπο. Ακούραστα Φλυαρεί εμμένοντας στις γύφτικες συνομιλίες του Προτού του πάρκου η σκηνή εκθρέψει νέους ηθοποιούς της σιωπής..
38
ΣΤΗΝ ΑΙΧΜΉ ΤΩΝ ΕΡΏΤΩΝ… Ανάμεσα σ’ αυτό που είσαι και σ’ αυτό που είμαι, πόσος δρόμος! Πόσα κλειστά παράθυρα, σιωπές, μοναξιές που στενάζουνε! Άηχα είναι τα δευτερόλεπτα κι όμως βοά η ώρα. Όταν νυχτώνει, η μέθοδος του φεγγαριού, γυμνώνει κλαδιά των δέντρων και, πάνω τους, το ασήμι θρονιάζει φαντάσματα των σκιών. Διαβάζω τότε. Σε διαβάζω τότε. Δεν μιλάς δυνατά- είσαι μια αχνή φωνή που ζεύει τους ψιθύρους σε χορό αέναο. Ξέρω πόσο αξίζουν οι φιλολογίες.- δεν συμπαθώ: Είμαι απόμακρος και μόνο την παρουσία σου ονειρεύομαιόπως, το ξέρω, κινείς τα νήματα του θέσφατου ήλιου.
39
ΤΟΥ ΧΟΡΟΎ ΙΈΡΕΙΑ.. Διψάς χορό της τόλμης κι ω Νικάς σε μάχες που δεν έχουν γεννηθεί, προτού Η αορτή στείλει το αίμα με βροντή στα άκρα, η επιδερμίδα Ανάψει και ο ιδρώτας γίνει οξυγόνου εξαργύρωση- ψηλά Μες το γαλάζιο που ασφυκτιά Από την έννοια του να μην σε χάσει σε κοιτάζει- τώρα Δένεσαι μυσταγωγικά στου σεντονιού τις καθαρές επιμηκύνσεις, στις Παγωμένες πτυχές του αέρα, δίκαιη Και κορυφαία ενός χορού που δεν έχει συνέχεια- μόνο Ξεδιπλώνει την χορογραφία πιο λεπτά και πιο σεμνάστο καθαρό Διάστημα μιας αστραπής..
40
ΤΕΘΛΑΣΜΈΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΏΣΕΙΣ… Ακανόνιστα σχήματα που αλλάζουν μες την ατμόσφαιρα που ντρέπεται Για τον λογαριασμό μιας άνοιξης που οριοθετεί Τις χειμωνιάτικες απόψεις της πίσω από των δέντρων την ζαλάδα, στο κενό Μιας ψιχάλας που βάφει Με διαφάνεια το Ορατό, την ώρα Που ο άτσαλος αέρας αφορμίζει πάνω στα φυλλώματα- να εδώ Που είσαι και που είμαι. Του Σαββάτου εξάψεις, περιτρέχουσες Την θαλερή ανθοφορία- κι ας μην στερεώθηκε Μηδέν σωστά κι επάνω στα σωστά. Ο καιρός των μαγικών- ακούς Κάθε ψιχάλα που ανοίγει την ευθεία της Ως τις τεθλασμένες περιπτώσεις του αύριο.. ΜΠΑΛΑΡΊΝΑ ΤΗΣ ΆΜΜΟΥ… Να υπερβείς την σιωπή- εκεί είναι το νόημα- με τον τρόπο που οι ηλιαχτίδες διασπούν το στερέωμα και το καβούρι λοξοπατά μες το ερημικό τοπίο, ντάλα το μεσημέρι, που η γυμνή χορεύτρια κάθεται στο ζεστό χώμα και ανασυντάσσει τις δυνάμεις της- ω Κυριακή μεθυσμένη και ιερατική· όπως οι ιερουργίες του φωτός σβήνουν το μέγα Σκότος της καρδιάς μας..
41
ΛΥΠΗΜΈΝΟΣ ΚΑΙ ΜΌΝΟΣ… Να σου κοστίσουν όλα ναι, αλλά όχι στις ψυχολογίες. Από κει που αρχίσαμε, πάλι θα βρούμε το έναυσμα· θρυμματισμένα λόγια, μουσικές απέραντες, στης ψυχής το κονάκι έρχονται να φιλοξενηθούν- ανήμερα των γενεθλίων- η φωτιά ρέει φωτιά, ό,τι ακούς ασήμαντο είναι, η πληγή από το ποίημα επουλώνεται- αλλά άλλο το “γράφω” κι άλλο το “αισθάνομαι”- θέλει να γεννηθείς μ’ αυτήν την νιώση που η Δημιουργία σε προκαλεί κι εσύ αιωνιότητες ορέγεσαι- καθώς και που δεν είσαι είσαι λυπημένος και μόνος..
42
ΓΕΝΈΘΛΙΑ… Για τον Χρόνο τα εύσημα, για τον Χρόνο· όπως με έπλασε Δίκαια γελώντας εις βάρος μου, μιας Και δεν μπόρεσα μία εικόνα μου υποφερτή. Αλλά προσπάθησα, δεν εντάχθηκα στον εσμό, δεν εντάχθηκα- πήγα μοναχική πορεία Και σκλάβωσα τον εαυτό μου στα υψηλά. Τεντώνω το τόξο· το βέλος θα με πληγώσειΤων γενεθλίων μου η αορτή θα γεμίσει με αίμα το ήσυχο σούρουπο· Ο αέρας με μαδά σαν ένα λουλούδι που δεν μαρτυρά τον έρωτά σου· Εντάσσομαι σε έναν περίγυρο που είναι τελεσίδικη φυλακή..
ΝΥΝ Η ΤΕΛΕΊΑ… Της γραφής όλα συντάσσονται· Ένα αναγνωστήριο στηριγμένο στο πρώτο φως Και το λίκνισμα των κλαδιών που δοξολογούνε· Α πώς ξημέρωσε! Ένα πνιχτό γέλιο του φεγγαριού, διαρκεί ακόμα· Επάνω στις ταράτσες και στης μπουγάδας το σκοινί Φαντάσματα τα ασπρόρουχα· Καθαρό Τίποτα που προβάλει μες από τα γεγονότα· Καθαρή μέρα που θα συντριβεί πάνω στα βράχια της αιωνιότητας..
43
ΑΓΓΕΛΟΥΔΈΝΙΑ… Επάνω σου ανθίζει η βοκαμβίλια του φωτόςΑγγελουδένια που κρατάς πόθους στην γύμνια σου και προσδοκίεςΤι κρούει τα νερά κι υψιπετείς αόκνως στρέφοντας το Μέγα Μυστικό σε διάρκεια; Είσαι αφρού δόξα κι αιθέρια ποιείς το σουλάτσο μες τις πρωτεύουσες της αυταπάτης Μοίρασε τα λουλούδια γύρω μου- ο πόθος μου δεν θα είναι ανώδυνοςμε κατασπαράσσει..
***************************** Σβηστήρας χρειάζεται για πολλά, αλλά και όλα αν τα απαλείψεις, πάλι σε κόπο θα μπεις μιας πονοκέφαλης δημιουργίας. Πού να ηρεμήσει ο εαυτός! Μ’ ανοιχτά τα μάτια κοιμάται τις νύχτες. Εθίζεται και η ψυχή σε άθλους κι ίσως δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη στις κωμωδίες και στα δράματα του κόσμου. ****************************
44
ΑΎΡΙΟ… Εδώ συντρέχουν λόγοι σοβαροί, εργάζονται οι φιλότιμοι για την ελπίδα- όμως το απατεώνικο χρήμα, σαν λεκές, τα κυριεύει όλα, μηδέν απομένει και μηδέν ξαναγίνεται το παν. Έλα να στρώσουμε να κοιμηθούμε. Αύριο θα πρέπει να αποφασίσουμε για πολέμους. Έλα και ας ονειρευτούμε μια ζωή που επιτρέπει να αναπνέουμε πίσω απ’ τα μάτια και τα χάδια του ήλιου..
ΝΟΣΤΑΛΓΊΑ… Απόκοτο φιλί που σου πήρα – ω ήταν που ήθελες να μου παραδοθείς και το ήξερα - ω τι έμεινε από μια νύχτα που αγαπηθήκαμε, πόσου πόθου αντίκρισμα, πόσης φωτιάς το παιχνίδι- ω σαν να υπήρξα δραπέτης από όλα, σαν να βρήκα μέσα μου και άλλους εαυτούς, που σ’ έχασα σε νοσταλγώ αδιάλειπτα ακόμα..
45
ΤΟΥ ΧΟΡΟΎ… Τι χορούς επινόησες μες την λιακάδα μοντέρνα αμαζόνα που με τον έρωτα έπαιξες του όντος. Κι ύστερα στου δρόμου την πίστα, αέρινη και συλλαβιστή μες την ατμόσφαιρα, κινήσεις είπες που την εικόνα σου όμορφα λυρικά κινούν..
27 ΜΑΐΟΥ 2016 Εκκινούν κάτι αισθήματα που μας συναντούν, Παρασκευή που βράδιασε κι ακόμα αλητεύω του νου μου μην μαζεύοντας τα περπατήματα. Λιγόστεψε το φως και το φεγγάρι Αστείες σκιές γελούν πίσω απ’ τον μαντρότοιχο Σχολάσανε τα καφενεία, οι θαμώνες πια έφυγαν Η πόλη δεν μπαλώνει καμιά ξηλωμάρα της. Όπου διαβάζεις είναι σιωπή Συμπληρώνεις τα τιποτένια ελλείμματα Ένα σύννεφο καγχάζει εμμένοντας στην υπόκωφη μουσική Όπου διαβάζεις ενεργοποιούνται οι εκπλήξεις..
46
ΞΎΠΝΗΜΑ… Έχουν αλήθεια τα πρωινά· οι λιακάδες Που νοστιμίζουν τον ενικό αέρα, τα κελαηδίσματα· Θησαυρισμένα μες το τετράδιο της ζωής, φιλέρημα, Που κρούονται από μια θέση γλαφυρή του Μαΐου· ξημέρωμα Μες την μπελαλίδική κοινωνία, το προάστιο ακόμη κοιμάται, αυτοκίνητα Τσουλούν στην λεωφόρο, σε λίγο όλα ξαναρχίζουν Και κομίζουν την εκνευριστική τους φασαρία..
Τ Ένας ήλιος ζεστός πάνω απ’ το Μπογιάτι, μια μέρα γλυκιά και χαρούμενηόσο και να μας πολεμούν και όχι να μας καταβάλουνμια αποφασισμένη χίμαιρα που μας ανήκει όπως μας ανήκουν τα όνειρα και η ατίθαση καρδιά που δεν την αλλοτριώσουν..
47
Τ Όλα τα τοπία μέσα σου αποδομούνται και μετουσιώνονται σε έναν βραχνά που με σφίγγει και πάω να ανταμώσω το μελαγχολικό μου περίβλημα. Δομείται από στενοχώρια η φυλακή· ο αέρας λίγος εισβάλει απ’ το παράθυρο θυμίζοντας την Άνοιξη και τον καημό της μαργαρίτας. Μεσημεριάζει. Ο ωραίος ήλιος περνά στα βλέφαρά μου και φτάνει μελένιος ως αυτήν την καρδιά που πάλλεται γιατί για σένα όλη η Ποίηση ξαφνικά σχηματίσθη’… Κι εδώ είναι που η θρυμματισμένη σιωπή ακουμπά τα αυγά της που με την νοσταλγία σου εκκολάπτονται, αφήνοντας τα χρώματα το παν να κυριεύσουν..
48
ΦΙΛΑΥΤΊΑ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ… Ανθούν, λοιπόν, του πελάγου ρήματα κι ωστόσο μηδαμινά τα αποκτήματα μιας φαντασίας παρακμασμένης. Λογοτεχνία γδαρμένη από της κοινωνίας το γυαλόχαρτο. Δέρνεται πάνω στα κακοτράχαλα βράχια, αρνείται την πραγματικότητα- αλλά, εγώ αυτό θέλω ξίφος που κόβει, αποφασιστικό κοπίδι της τελείωσης; Αγαπώ το τελεσίδικο πότο της Αλήθειας.- αν βρω από πού αρχινά αυτό το ένθεν παραμύθι όλα τα πραΰνει η θάλασσα, τα απομυζά σαν τεχνίτρα δολοφόνος, σαν βρικόλακας που ζητά την ζωή για να θρέψει τον θάνατο,- α τότε θα αποσυμφορήσω την φιλαυτία του νερού, την δίψα για ένα σάβανο που φέρει την κατάθλιψη μπροστά μας.. Θάλασσα του εγώ, παθιασμένο ζουλούδι που περιτρέχει τα άνθη των λέξεων, παραμυθένιο τέλος όταν τέλος πια δεν υπάρχειστην μυστική κρύπτη των λεξιλογίων ο χρόνος κρύβεται σαν σε αόριστη φυλακή.
49
Τ Ένα σύννεφο νύχτας επάνω στην σκηνή και όλα όσα σπουδάζεις σε ανταμώνουν στο δακρύβρεχτο πουθενά. Είσαι η λυρική οπτασία των σκέψεων που δεν ευοδώθηκαν, ένα ιερατικό πρόσωπο που τραβά κατά την υψιπέτεια του Καθαρμού. Αντιγράφω μνήμες από μια τελετή που ο καθένας μυήθηκε προτού γεννηθεί και πια δεν θυμάται. Του θεάτρου το φως χαμηλώνει καθώς επί σκηνής αναφαίνουν οι τραγωδοί και του δράματος οι κορυφαίοι. Καταφτάνω πίσω από σύμβολα που με βάζουν στον κόπο να ζω ξοδεύοντας της αναπνοής μου τον ψίθυρο μέσα σ’ ένα άγνωστο πλάνο όπου και ο θεός αυτομόλησε και η ψυχή σου ακόμα..
50
Τ Αποσπώνται ψηφίδες ερυθρές απ’ το ηλιοβασίλεμα· Μένος της γης ξεπηδά απ’ τους πίδακες της σιωπής· Ο ουρανός τρέχει γαλάζιος, Ίχνη θεού αναρτώνται επάνω στα ευαγγέλια των ανθέων, Κυριακή. Λείπουν ιδέες απ’ την στενογραφία του κόσμου, Δροσερές απουσίες καιροφυλακτούν να δέσουν τον Μάιο, Ένα πουλί που πιάστηκε στην ξόβεργα του ήλιου Λαλεί μια μουσική αρχαϊκή και αναπλασμένηΚυριακή. Της Λοκρίδας γύρω μου ο ενεστώτας Και της Σπερχειάδας ο αμέριμνος θόρυβος, Των Λουτρών Υπάτης ο υπερσυντέλικος Και μια φιλία που έχω και που είχαΚυριακή. Τρέχει δαιμονικά το αυτοκίνητο, Γκάζι στο γκάζι και δεν φτάνουν οι επιταχύνσεις, Ακολουθείς την ηθική που σου υπαγορεύουν τα φυτά, Ω μαΐστρε που ρέπεις στον μοναχικό σου βίοΛιθάρι το λιθάρι χτίζεται η εορτή που μας ανήκειΚυριακή..
51
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΌ… Ζέφυρος ξαναμμένος, απογεύματος η δόξα, ως τον ουρανό η φωνή τουΑκολουθούν ψίθυροι το χρώμα και η σπουδή πάνω στον Έρωτα είναι, Να μ’ αγαπάς, να σ’ αγαπώ και να κυλούν οι μήνες όμορφα ευτυχισμένοι. Βρίσκω την σθεναρή φωνή των μυθιστορημάτων να ομονοούν με τα ποιήματα και να σου μένει Ένας αντίλαλος από φιλιά που δεν ξεθύμαναν ούτε σε φτάνουν να χορταίνεις..
ΡΟΥΛΈΤΑ… Θα κλειδωθούν πάνω στην μελαγχολία σου οι στίχοι του αύριο, Ένα βλέμμα που ποντάρουν επάνω του τα ποιήματα την καθαρή υπεραξία τους, Θα κλειδωθούν στην όψη σου οι αρετές του κόσμουΝα οι μελωδίες που αγαπώ, να αυτό που προσβλέπωΣαν μια μουσική που καρφιτσώνεται πάνω στον μίσχο ενός λουλουδιού και για ένα λουλούδι Εκκινώ τον κόσμο και στην ρουλέτα που συνθλίβομαι, εσύ ποντάρεις ανελέητα θανάτους..
52
Ο ΈΝΑΣ ΟΙ ΌΛΟΙ… Σε περικυκλώνουν οι αύρες και σε ψαύουν τα φωνήεντα όπως εκστασιάζεσαι μες της Άνοιξης τον κήπο, τρυφερέ μου Δέσποτα, αρραβωνιαστικέ των στίχωνΚι αν σε ερμηνεύσω απ’ την καλή -όσο και αν ανάποδα βαδίζειςμε συνδράμει η Έννοια, μου παραστέκεται του νοήματος η καθαρή Πρώτη Ουσία, μεγαλωμένε απ’ το βυζί της Ποίησης και στην ποδιά κανακεμένε της ΜουσικήςΑ έτσι αλαφροπατάς πάνω στην χλόη του ουρανού, εθελούσια θυσιασμένος για να μην κλάψουν οι άλλοι, Α έτσι ομοιοκαταληξία στεφανώνεσαι του όρθρου και στον επιτάφιο θρήνο σε ανταμώνω του ηλιοβασιλέματος- εκεί που είσαι αυτός που είσαι όλοι κι είσαι μόνος σου αυτός που η οικουμένη σε σένα προσβλέπει.. 53
ΠΕΡΊΠΟΥ ΠΡΟΣΤΊΘΕΣΑΙ σε ένα φόντο παραμυθιού κι όταν μεσημεριάζει, φωνούλες πολυσήμαντες ασημίζουν πάνω από τα γλαφυρά δέντρα κι έως να απαλλοτριωθεί η Άνοιξη και να μοσχοβολήσουν οι ίασμοι και τα πλανητάρια των τηλεσκοπίων να ανακαλύψουν νέα αστέρια που γεύονται την φιλαυτία σου και πάντα αμφιβάλουν για μας που είμαστε οι δορυφόροι του Έρωτα..
Μήδεια όμως… Τί θα γεννήσει η μοίρα σου και ποιός θα σου παρασταθεί εδώ πέρα που τελειώνουν οι τύψεις σου και η λύπη καλά κυριεύει το σκοτεινό συκώτι σου, πολλά πικραμένο κι όμως δυνητικό και που γεννά: Μουσικές που εντρυφούν μες τον μυστικισμό των ονείρωνα μάννα φόνισσα, χαροκαμένη, με τα φρένα χαλασμένα- να που οι λίθοι γύρω σου γίναν φαντάσματα και ορθώνονται μπροστά σου δικαστές και τιμωροί της ψυχής σου δεινοί.. 54
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝ ΤΟΥ ΣΤ ΡΑΤ Η Π Α ΡΕ Λ Η ΣΤ ΟΙ Χ ΕΙΟΘΕΤ ΗΘΗ Κ Ε & ΣΕ Λ Ι ΔΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΤΟ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2016
ISBN 978-618-82414-8-0