«Το
Διαμαντένιο Μενταγιόν», είναι ένα παραμύθι που γράφτηκε
από τους μαθητές και τις μαθήτριες της Β1 τάξης, του 8ου Δημοτικού Σχολείου Γλυφάδας. Δασκάλα: Παπαδοπούλου Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός φορούσε ένα μενταγιόν με ένα διαμάντι, που η αξία του ήταν ανεκτίμητη. ΄Ηταν το πιο όμορφο, το πιο σπάνιο και το πιο λαμπερό διαμάντι του κόσμου, που όταν οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω του, θάμπωναν όσοι το κοιτούσαν από τα υπέροχα χρώματα που ξεπηδούσαν από μέσα του. Το διαμάντι αυτό ήταν μοναδικό και έφερνε πλούτο και ευτυχία στο βασίλειο. Ο βασιλιάς το αγαπούσε πολύ και δεν το αποχωριζόταν ποτέ, γιατί του το είχε δώσει η μητέρα του, που της το είχε χαρίσει κάποτε ένας νάνος.
Μια μέρα ο βασιλιάς πήγαινε βόλτα στην εξοχή με την άμαξά του και την ώρα που περνούσαν τη γέφυρα πάνω από το μεγάλο και βαθύ ποτάμι, ξαφνικά η ρόδα της άμαξας χτύπησε πάνω σε μια πέτρα και τραντάχτηκε τόσο πολύ, που το μενταγιόν με το διαμάντι πετάχτηκε από το λαιμό του βασιλιά κι έπεσε κάτω στο ποτάμι, πάνω στο καράβι των πειρατών που εκείνη την ώρα περνούσε από κάτω. Ο αμαξάς το είδε την ώρα που έπεφτε, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι.
Γύρισαν στο παλάτι και ο βασιλιάς έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δει κανέναν και θύμωνε με το παραμικρό. Η χώρα βυθίστηκε κι αυτή σε μεγάλη δυστυχία.
Στο μεταξύ στο παλάτι ζούσαν και οι σαράντα νάνοι, πιστοί στρατιώτες του βασιλιά. Βλέποντας το βασιλιά σ’ αυτήν την κατάσταση προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Να ψάξουν, να βρουν και να φέρουν πίσω το διαμαντένιο μενταγιόν. ΄Ετσι ο βασιλιάς τους ανέθεσε αυτή τη δύσκολη αποστολή. Μαζί τους θα πήγαινε και ο αμαξάς που είχε δει το διαμαντένιο μενταγιόν να πέφτει στο καράβι των πειρατών και ήξερε πού ήταν το νησί τους.
Πήρε λοιπόν ο αμαξάς ένα χάρτη και μια πυξίδα για να μη χάσουν τη σωστή πορεία, πήγαν στο λιμάνι, ανέβηκαν στο πλοίο, που είχε ετοιμαστεί με εντολή του βασιλιά και ξεκίνησαν.
Δύο μέρες και δυο νύχτες ταξίδευαν και τη δεύτερη νύχτα που είχε και πανσέληνο, έφτασαν στο νησί των Πειρατών. ΄Εκρυψαν το καράβι τους σε ένα απόμερο κολπάκι, που στην ακτή είχε πολλές καλαμιές και ο σοφός νάνος τους έδωσε και κάλυψαν το πλοίο με ένα τεράστιο γκρι πανί που είχε επάνω κολλημένα φύλλα και έμοιαζε με βράχο.
Αφού άφησαν το καράβι τους, πήραν ένα μονοπάτι και βρέθηκαν μπροστά σε μια τεράστια χρυσή νεκροκεφαλή με ρουμπίνι στο ένα της μάτι, που ήταν στημένη πάνω σ’ ένα βάθρο. Στη βάση της νεκροκεφαλής ήταν κι ένα χρυσό σπαθί που έδειχνε προς μια κατεύθυνση. Ο αμαξάς τους είπε ότι έδειχνε την κατεύθυνση προς τη σπηλιά των Πειρατών.
΄Ετσι ακολούθησαν αυτή τη διαδρομή και πραγματικά έφτασαν έξω από τη σπηλιά. ΄Ομως η είσοδός της ήταν σφραγισμένη με μια γιγάντια πέτρα και καθώς το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω της, είδαν ότι πάνω ψηλά ήταν χαραγμένος ένας γρίφος που θύμιζε αίνιγμα. «Ανοίγει όποιος βρει, εκείνο που ρούχα πράσινα φορεί. Κόκκινο σαν φωτιά είναι μέσα κι έχει μαύρα στρατιωτάκια.»
Ο σοφός νάνος που όλοι τον εμπιστεύονταν κατάλαβε ότι σύμφωνα με το γρίφο έπρεπε να ψάξουν για ένα καρπούζι που μάλλον θα βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Ψάχνοντας, το βρήκαν τελικά πάνω από την είσοδο της σπηλιάς και τους οδήγησε εκεί μια μυστική σκάλα που δεν μπορούσε να τη διακρίνει εύκολα ανθρώπινο μάτι. Ζούληξαν το παράξενο καρπούζι στη μέση και άνοιξε μεμιάς η πόρτα της σπηλιάς.
Σιγά σιγά οι νάνοι μπήκαν μέσα και τι να δουν! Βαρέλια, βαρέλια πολλά! ΄Αλλα γεμάτα με κρασί και άλλα με μπαρούτι για τα όπλα των πειρατών. Υπήρχαν και κάτι σκελετοί κρεμασμένοι στο βάθος. Οι πειρατές κοιμούνταν, αλλά μόλις μπήκαν και οι σαράντα νάνοι μέσα στη σπηλιά, ξύπνησαν τρομαγμένοι, άρπαξαν τα όπλα τους και ήταν έτοιμοι για πόλεμο...
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο σοφός νάνος έβγαλε το βιολί του και άρχισε να παίζει μια γλυκιά μελωδία. Οι πειρατές μαγεμένοι από τη μουσική έριξαν κάτω τα όπλα τους και ξανακοιμήθηκαν. Οι νάνοι χωρίς να χάσουν χρόνο κι ενώ ο σοφός νάνος συνέχιζε να παίζει την υπέροχη μελωδία με το βιολί του, άρχισαν να ψάχνουν παντού για το μενταγιόν με το διαμάντι, αλλά δεν μπορούσαν να το βρουν.
Είχαν κουραστεί και λίγο έλειψε να απογοητευτούν και να τα παρατήσουν, όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ο πολύχρωμος παπαγάλος των πειρατών που τον είχαν μαζί τους, αλλά επειδή τον κακομεταχειρίζονταν ήθελε να φύγει μακριά τους. Ζήτησε λοιπόν από τους νάνους να τον πάρουν μαζί τους κι εκείνος θα τους βοηθούσε να βρουν αυτό που ζητούσαν.
Αφού εκείνοι συμφώνησαν, ο παπαγάλος τους οδήγησε μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ στο δωμάτιο των θησαυρών. Θάμπωσαν τα μάτια τους από το χρυσάφι! Εκεί είδαν και το μενταγιόν του βασιλιά. ΄Ηταν ψηλά σ’ ένα βαθούλωμα που έκανε ο βράχος. Ο παπαγάλος πήρε έναν από τους νάνους στα φτερά του, τον ανέβασε ως το βαθούλωμα του βράχου κι έτσι το πολύτιμο μενταγιόν με το πανέμορφο διαμάντι ήταν στα χέρια τους.
Οι νάνοι πήραν το μενταγιόν του βασιλιά, πήραν και τον πολύχρωμο παπαγάλο και γύρισαν γρήγορα γρήγορα στο καράβι τους. ΄Ολες αυτές τις ώρες το βιολί έπαιζε ασταμάτητα. Σταμάτησε μόνο όταν είχαν πια απομακρυνθεί πολύ από το νησί.
Γύρισαν λοιπόν πίσω, έδωσαν το μενταγιόν με το διαμάντι στο βασιλιά τους και ξανήρθε η ευτυχία και ο πλούτος στη χώρα τους. Ο βασιλιάς για να γιορτάσει το γεγονός οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή για όλους τους υπηκόους του. ΄Οσο για τους πειρατές κανείς δεν έμαθε τι έγιναν. Μπορεί να κοιμούνται ακόμα. Κι από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα…