Ανατολικά της Αττάλειας

Page 1



Ανατολικά της Αττάλειας


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Ανατολικά της Αττάλειας» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2014 © Μάριος Μιχαηλίδης

ISBN: 978-960-9796-22-4

Επιμέλεια: Αγγέλα Γαβρίλη

Εκδόσεις Momentum Πανόρμου 83, 11524 Αθήνα, τ: 2103315186, 2130229425 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα, τ: 2262100795, f: 2262027275 url: www.momentumbooks.gr e: info@momentumbooks.gr


ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙ∆ΗΣ

Ανατολικά της Αττάλειας Βόρεια της Λευκωσίας

MB Momentum Ο



Περιεχόμενα Στο λιμάνι της φυγής 13 Το καράβι επιτέλους φτάνει 20 Τα αχ του έρωτα 23 Το ταξίδι - Οι πόθοι του Ιορδάνη 27 To ταξίδι τελειώνει - Η καραντίνα 31 Οι πρόσφυγες σκορπίζουν 38 Η μνήμη αντιζυγιάζει τον καημό… 41 Οι πρώτες μέρες στη Λευκωσία 45 Τα προμηνύματα 50 Το μνημόσυνο του Ιορδάνη 55 Το νησί σιγοβράζει 61 Ο παιδεμός της μνήμης 61 Το αναπάντεχο 67 Η θεία Μεγαλύνη - Οι ψηφίδες του μεγάλου πόθου 78 Ο ξεσηκωμός 86 Ο Παντελής - Το αδιέξοδο 89 Το μαστίγωμα της μνήμης 89 Ενός πόνου απερίγραπτου… 97 Νεάπολη - Ψηφίδες οδύνης 103 Προμηνύματα χαμού 121 Ο θάνατος της Μαρίας - Ο Ζαφέρ 128

7



Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας Μιαν αγωνία που ζήσαμε… Τα Ανεξίτηλα, Αθήνα 1987 (∆όμος)



Της Ζωής, της Αλεξίας Του Κωνσταντίνου της Κατερίνας και Του Φίλιππου



Στο λιμάνι της φυγής «Να δώσει η Παναγία να ’ρθει το καράβι νωρίς, να μπούμε μέσα να σωθούμε…» Το ’λεγε και το ξανάλεγε η Μαρία κι έκανε αντήλιο την παλάμη της, κοιτάζοντας κατά την Αττάλεια κι όλο τέντωνε το κορμί της κι άφηνε βαθύ αναστεναγμό, καθώς άπλωνε τα δυο της χέρια κι έστρεφε το βλέμμα της προς τον ουρανό. «Σώσε μας, Παρθένα μου, σώσε μας…» Μα ό,τι έκανε, το ’κανε κρυφά. Μίλαγε ψιθυριστά, μην ακούσουν τα παιδιά και τρομάξουν που τους έλαχε μέγα κακό, ο Παντελής, η Αγγελική κι η Αναστασία. Μωρά τα κοριτσάκια, στα πέντε η μια και στα έξι η άλλη, με τον Παντελή στα δεκατέσσερα, μα να δείχνει πιο μεγάλος για το αδρό του ανάστημα και το αχνόμαυρο μουστακάκι. Γύρω στα δεκαεφτά τον έκανες και να κρατά μες στις παλάμες του τα χεράκια των κοριτσιών, μην τυχόν και τ’ αρπάξει κανείς ή παίζοντας κάνουν πως φεύγουν και χωθούν στο πλήθος, που όλο και πύκνωνε.

13


Μάριος Μιχαηλίδης

Να δεις πώς μαζεύονταν οι άνθρωποι σαν τα πρόβατα κοντά στο κριάρι με μιαν αρχέγονη τάξη κατά φυλάς και κατά γένη, με το γενάρχη μπροστά να τους ηρεμεί και να τους γεννά την ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά, «Μόνον υπομονή να κάνετε, εδώ δε θα μας πειράξει κανείς». Όλοι οι γενάρχες εκεί. Με το καλπάκι στο κεφάλι να κοιτιούνται και ν’ ανταλλάσσουν υπόγεια μηνύματα με τα μάτια, χωρίς κανείς να τους αντιλαμβάνεται. Το γένος Χατζηνικολάου, το γένος Αμπατζίογλου, το γένος Σεραφείμογλου και το γένος Ιορδάνη Κουρκούσογλου. Μα εδώ είναι η Μαρία. Τον άντρα της τον Ιορδάνη τον έσφαξαν οι τσέτες ένα μεσημέρι που απόκαμε από τον ιδρώτα κι ένιωσε να ξεψυχά, μα μήτε νερό μήτε ίσκιος, μόνο «∆ουλεύετε άπιστοι για τη δόξα του Aλλάχ». Όταν τρέκλισε μια, τον έσπρωξε αυτός με το καμουτσίκι και έπεσε με το πρόσωπο στα χαλίκια, βογκώντας «Ήμαρτον, Θεέ μου, ήμαρτον». Έτρεξε ο ξάδελφός του ο Αντώνης, μα ούτε αυτός γλίτωσε. Τους θέρισαν σαν ώριμα στάχυα. Kι άχνα δεν έβγαλαν. Όταν το άκουσε η Μαρία, αλλοφρόνησε. Από τα σπλάχνα της βγήκε σπαραχτική φωνή κι όλη μέρα μάτωνε τα μάγουλά της, χτυπούσε τα στήθια της, ανέσπα τα μαλλιά της κι έμοιαζε σαν πανάρχαια αρνάδα, που ψυχανεμίζεται δίπλα της το σφάχτη. Ράγισε η καρδιά της Αλάγιας από το βόγκο και τον αναστεναγμό. Έφυγε ο Ιορδάνης. Έφυγε. Κι ούτε μπόρεσε να τον βρει και να τον θάψει, γιατί τον έριξαν σ’ ένα βάραθρο μαζί με τον ξάδερφό του τον Αντώνη, βορά στα τσακάλια και 14


Ανατολικά της Αττάλειας

στα όρνεα. Αυτόν με τις σαράντα γκαμήλες και τους εκατόν υποτακτικούς, που δόξαζαν τ’ όνομά του και του φιλούσαν τα χέρια, γιατί τους είχε σαν παιδιά του. Τούρκους και Ρωμιούς. Όλο το γένος τον έκλαψε, τον έκλαψαν κι οι Τούρκοι. Σαν το ’μαθαν ήρθαν λαός πολύς, από τη Σμύρνη, το Αϊβαλί, την Αμάσεια, ακόμη κι από τα στενά του Βοσπόρου ήρθαν έμποροι τρανοί. Ήρθε κι ένας Ρώσος κοντραμπατζής να συντρέξει τη Μαρία. Ο Χαμίτ Αγάς, φίλος κι αδερφός του Ιορδάνη, πάσχιζε να πείσει τη Μαρία να γυρίσουν μαζί στο Βόσπορο, να προστατέψει κι αυτήν και τα παιδιά της. Εκείνη, όμως, ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Το ’νιωθε χρέος της να ’ναι με το γένος, όπως θα ήταν κι εκείνος, ο άντρας της, που τον θέρισε ο Τούρκος και τον πέταξε στο φαράγγι, που το έλεγαν Ακάρ Σου, νερό που στάζει, ψηλά στα όρη της Καραμανιάς, μακριά από την Αλάνγια, την Αλάγια των Ρωμιών. Ο Χαμίτ το ’λεγε ξανά και ξανά, μα γνώριζε το πείσμα των Ρωμιών. Η Μαρία ετοίμασε έναν μποξά με ρούχα, παξιμάδια και εικονίσματα. Με τρόπο ξεχώρισε μιαν ασημένια Παναγία για τη Σουμπούλ Χανούμ, που πίστευε στη Μαριάμ Ανέ, τη Μάνα του Χριστού, και της έκανε τάματα και έστελνε στολίδια να στολίσει η Μαρία την εικόνα της στην εκκλησιά, τη Θεοτόκο, χτίσμα κι αυτό του προπάππου της, του άρχοντα Αντώνμπεη. Ο Χαμίτ Αγάς πήρε την εικόνα και την έκρυψε στον κόρφο του, μην τον δουν οι στρατιώτες που ήρθαν, είναι αλήθεια 15


Μάριος Μιχαηλίδης

όχι χωρίς σεβασμό, για να φέρουν το μαντάτο του ξεριζωμού. Είχαν μαζευτεί στο σπίτι όλοι οι υποτακτικοί. Οι άντρες είχαν κατεβασμένο το κεφάλι και οι γυναίκες κλαίγανε με ένα κλάμα βουβό. Η Μαρία έδωσε τα κλειδιά στο γέροντα Μεχμέτ. Του σφούγγισε τα δάκρυα και την ώρα που του ζητούσε την ευχή του, σκίστηκαν τα σπλάχνα της γριάς Αϊσέ Χανούμ. Η καημένη δεν άντεξε να βλέπει τη Μαρία, το κοριτσάκι που το ντάντεψε και το μεγάλωσε, να παίρνει τώρα το δρόμο του χαμού.

Στο μικρό λιμάνι της Αλάγιας οι στρατιώτες όλο και πύκνωναν και οι Ρωμιοί, αμίλητοι κοίταγαν κατά το πέλαγο. Ήταν να έρθει το καράβι του Λόρμπεη, του αδερφοποιτού του Ιορδάνη. Εγγλέζο τον έλεγαν οι Τούρκοι, γιατί ήταν ξανθός γαλανομάτης, και Λόρδο οι Ρωμιοί, μα όλοι το γνώριζαν πως ήταν Έλληνας, από τη Χίο. Κάποτε, με τον παππού του ξενίστηκαν στην Αλάγια και γνώρισε μιαν κορασιά από την Αττάλεια και από γένος ελληνικό, μα ποιος Τούρκος τολμούσε, να πει πως κρατά από τέτοια ρίζα. Όταν, όμως, πρωτοείδε τη Μαρία εθεοκρούστη κι έπεσε μες στου έρωτα την παραζάλη. Μα ήταν γραφτό η Μαρία να παντρευτεί δεκαέξι χρονών τον Ιορδάνη, το γιο του άρχοντα Ιωσήφ Κουρκούσογλου, γένος που κρατά από το Αϊβαλί. Και όταν αυτός τον ξόρκισε, ο Λόρμπεης ορκίστηκε πως θα προστατέψει το γένος του, 16


Ανατολικά της Αττάλειας

αν τύχει κάτι. Και το κακό έτυχε. Οι άρχοντες Ρωμιοί της Αλάγιας είναι τώρα με έναν μποξά ρούχα στο χέρι, με αφημένα στους γειτόνους τα σπίτια, τα υποστατικά, τα κοπάδια, τους κήπους… Σαν όνειρο… Όρθιοι κοιτάνε τα καράβια, που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα και όλο ρωτάνε: «Πού είναι το καράβι… πού είναι το καράβι…» Έσκυψε ο Χαμίτ Αγάς με σεβασμό μπροστά στη Μαρία κι ούτε που τόλμησε να της ξαναπεί για τα χρήματα, που είχε φέρει για κείνη και τα παιδιά της. Η αρχόντισσα έσκυψε κι αυτή το κεφάλι και «Ο Θεός να σε φυλά», ψιθύρισε στα τούρκικα. Ο Χαμίτ ανέβηκε στο άλογό του και μαζί με τους υποτακτικούς του στράφηκαν προς το βορρά, καλπάζοντας.

Η ώρα περνούσε κι ο μόλος γέμιζε κόσμο. Υπομονετικά, οι γενάρχες επαναλάμβαναν λόγια παρηγοριάς και ελπίδας. Ότι σύντομα θα γυρίσουν πίσω στα σπίτια και στα περιβόλια τους, αφού όλα θα έχουν τελειώσει, όπως τελειώνει ένα μπουρίνι, απ’ αυτά που συχνά πιάνουν στα μέρη τους. Το πλήθος άκουγε αμίλητο. Με θλιμμένο βλέμμα οι πιο πολλοί κοίταγαν γύρω τους σαν να ήθελαν να αιχμαλωτίσουν τις εικόνες των σπιτιών, των βράχων, των αμπελιών, της θάλασσας... Μετά, σαν υπνωτισμένοι στάθηκαν στη σειρά και κρατώντας τα χαρτιά τα έδειχναν στους στρατιώτες. Οι Αλαγιώτες δεν είχαν ποτέ προβλήματα με τις αρχές. Μέχρι που ήρθαν εκείνοι οι αγριάνθρωποι, οι τσέ17


Μάριος Μιχαηλίδης

τες, με τις πάλες και τα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος. Τα μπράτσα τους ήταν όλο πληγές που τις έξυναν επίτηδες για να στάζει αίμα. Είχαν ξυρισμένα κεφάλια, κι όλο φωνάζανε και μαλώνανε με τους στρατιώτες, γιατί τάχα σφραγίζανε με ευκολία τα χαρτιά των Ρωμιών. Ο Παντελής στεκόταν πίσω από τη μάνα του, κρατώντας σφιχτά τα χεράκια των κοριτσιών, της Αγγελικής και της Αναστασίας. Κι εκεί που η Μαρία έκανε να δώσει τα χαρτιά, ένας στρατιώτης τράβηξε απότομα τον Παντελή. Η Μαρία έβγαλε μια φωνή στριγκλιά: «Αφήστε κάτω το παιδί, είναι μικρό, δεν κάνει για στρατιώτης». Ο Παντελής έκανε να φύγει, μα την ίδια στιγμή ένας από τους άλλους τον άρπαξε και χτυπώντας τον στο πρόσωπο, «Θα πεθάνετε», φώναζε, «θα πεθάνετε!» Όρμησε σαν ύαινα η Μαρία, πασχίζοντας να τον σώσει από τα χέρια τους και την ίδια στιγμή, σαν από κάποια δύναμη σπρωγμένη, τράβηξε από τον κόρφο της ένα χαρτί με τη βούλα του Μπέη της Αλάγιας. Ο στρατιώτης το πήρε και το κοίταζε με τον αντάρτη, που ορκιζόταν στον Αλλάχ πως το χαρτί ήταν ψεύτικο. Είναι αλήθεια, οι Ρωμιοί πάσχιζαν να γλιτώσουν με κάθε τρόπο. Η σκέψη και μόνο πως θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν τα αδέρφια τους από την Ελλάδα, τους σκότωνε. Γι’ αυτό άλλοι έπαιρναν τα βουνά και άλλοι έβρισκαν καταφύγιο σε χτήματα αγαθών ανθρώπων, ενώ άλλοι πλήρωναν για να πάρουν ψεύτικα πιστοποιητικά και να μπουν στα καράβια, να σωθούν. 18


Ανατολικά της Αττάλειας

Φαίνεται πως ο αντάρτης είχε εξουσία. Ο στρατιώτης έσφιξε τα δόντια και δεν έβγαλε μιλιά. Κοίταξε ξανά και ξανά τη βούλα με την υπογραφή και τέλος σφράγισε το χαρτί. Η Μαρία δάγκωσε τα χείλια της και κατάπιε το θυμό της. Γιατί όλο λογάριαζε τη θέση της, τώρα που ο Ιορδάνης χάθηκε και την άφησε με μικρά παιδιά και με ένα μεγάλο χρέος απέναντι στο γένος.

19


Το καράβι επιτέλους φτάνει Πήρε να βραδιάζει κι όλοι απόκαμαν. Μόνο η Μαρία, όρθια στο μόλο κοίταγε κατά την Αττάλεια. Ήταν να έρθει το καράβι του Λόρμπεη, μα όλο αργούσε. Πιο πίσω, ο ορίζοντας έπαιρνε ένα βαρύ χρώμα, μελανό, και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις πως μέσα από τα σύννεφα υψώνονταν πυρωμένες γλώσσες φωτιάς. Κάποιοι είπαν πως έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Η Μαρία τους κοίταξε αυστηρά. «Τα χτήματά μας τα φυλάνε οι γειτόνοι. Όπου να ’ναι θα ’ρθούν οι τσέτες και θα γεμίσει ο τόπος στρατό. Οι Έλληνες σκόρπισαν στο Αφιόν Καραχισάρ και πήραν το δρόμο για τα παράλια. Οι Τούρκοι καίνε και σφάζουν». Κι έριξε το βλέμμα της με νόημα στον παπα-Αποστόλη που σιγομιλούσε με το χότζα. Οι γενάρχες βουβάθηκαν. Ένας ψέλλισε: «Καίγεται η Σμύρνη», μα την ίδια στιγμή ρούφηξε τη γλώσσα του και έσκυψε το κεφάλι από ντροπή. ∆ίπλα, η Μαρία τον μαστίγωνε με τη ματιά της.

20


Ανατολικά της Αττάλειας

Η ώρα δεν έλεγε να περάσει. Μέχρι που ένα φωτάκι, στην αρχή τόσο δα, έκανε τη Μαρία να σηκωθεί και να προχωρήσει προς την άκρη του μόλου. Σηκώθηκαν κι άλλοι, μα ευθύς γύρισε πίσω και άπλωσε τα χέρια της, προστάζοντας σιγή. ∆υο στρατιώτες, Αλαγιώτες, ο ένας Τούρκος κι ο άλλος από Ρωμιό πατέρα, την πλησίασαν, κάτι της ψιθύρισαν κι έφυγαν βιαστικά. Το πλήθος σάλεψε κι ακούστηκαν πνιχτοί αναστεναγμοί ελπίδας και τσακισμένης χαράς, καθώς φάνηκε η σκιά του καραβιού, που όλο μεγάλωνε και άφηνε στο σύθαμπο να φανούν η πρύμνη… το κατάρτι... Τώρα η λαχτάρα της σωτηρίας γινόταν ορμή που δύσκολα δαμάζονταν, καθώς το καράβι έδενε κι όλοι στριμώχνονταν στη σκάλα για ν’ ανέβουν. Τελευταία ανέβηκε η Μαρία. Ο Λόρμπεης την κοίταξε παρακλητικά, μα το δικό της βλέμμα ομολογούσε την απόφασή της να φύγει μαζί με όλο το γένος. Είχε ευθύνη. Οι γενάρχες μέτρησαν ίσαμε εκατό. Ήταν όλοι τους θλιμμένοι και βουβοί και είχαν το βλέμμα συνέχεια στραμμένο προς την Αλάγια που σιγά-σιγά χανόταν. «∆εν ξέρεις πού θα φτάσει αυτή η ιστορία…», είπε ψιθυριστά ο Λόρμπεης στη Μαρία. «Θα τραβήξουμε για την Κύπρο. Σε δεκαπέντε ώρες θα πιάσουμε στη Φαμαγκούστα. Εκεί είναι Εγγλέζοι και έχουν φιλέψει με τον Κεμάλ. Εκεί Ρωμιοί και Τούρκοι ζουν μονιασμένοι. Στα Βαρώσια είν’ ο αδερφός της Φαράχ, ο Ναζίμ. Φτάνοντας, θα στείλω να μας βρει».

21


Μάριος Μιχαηλίδης

Το καράβι ήταν ψαράδικο, από τα μεγάλα. Παλιά, ταξίδευε στη Μαύρη Θάλασσα κι ο Λόρμπεης εμπορευότανε με τους Ρωμιούς της Τραπεζούντας κι ακόμη έφτανε πιο πάνω, κι έκανε κοντραμπάντο με ρώσικο χαβιάρι. Το ήξεραν οι αρχές, μα όλοι από αυτό ζούσανε και οι τολμηροί πλουτίζανε. Ο ξανθός «Τούρκος» ήταν παλικάρι από γενιά καλή και ξεχώριζε στο φέρσιμο. Ούτε τον ένοιαζε που άλλοι τον λέγανε Ρωμιό και άλλοι Εγγλέζο. Ούτε και τον πείραζε που τον φώναζαν Λόρμπεη. Ίσαίσα, γιατί καθώς το πρόφεραν οι μπέηδες και οι άρχοντες, οι Ρωμιοί, μα κι άλλοι, Αρμεναίοι και Μακεδόνες, καθόλου δεν έκρυβαν το σεβασμό τους. Γιατί ο Λόρδος ήταν άνθρωπος καλός κι όλους τους βοήθαγε, μα πιο πολύ τους Αλαγιώτες, από έρωτα κρυφό για τη Μαρία και αγάπη αδερφική για τον Ιορδάνη.

22


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.