Εσείς κι εμείς: Το έργο στο εξώφυλλο είναι του ζωγράφου Κ. Μαλέα με τίτλο: Καβάφης. Είμαστε στο τεύχος 119. Χρόνος 44 ος, Ιούλης – Σεπτέμβρης 2013. Όσοι ζωγράφοι επιθυμούν να δουν έργα τους στα εξώφυλλα του περιοδικού μας «Νέα Σύνορα», καλοδεχούμενοι. Καλοδεχούμενοι κι όσοι θέλουν να στείλουν συνεργασία τους. Όργιο παρανομιών Όργιο παρανομιών από ευυπόληπτα υποτίθεται πρόσωπα: Τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο (που τον φυλάνε δύο αστυνομικοί μη και κινδυνέψει από αόρατους κινδύνους), τον Γιάννη Καψή και τον Αντώνη Λιβάνη (που δεν γνωρίζουμε πόσοι τους φυλάνε), οι οποίοι εν μέσω Δικτατορίας, την 6 Απριλίου 1972, μου καταπάτησαν το εκδοτικό αντιστασιακό σήμα μου «Νέα Σύνορα» και στις 2 Οκτωβρίου του 1972 τους ακολούθησε και η Χούντα των Συνταγματαρχών, απαγορεύοντας την κυκλοφορία του περιοδικού μου. Σε τι διαφέρουν από τους τότε δυνάστες μας οι παραπάνω; Ο τρίτος δε εξ αυτών, κατακρατεί ακόμα και σήμερα το κατοχυρωμένο σήμα μας, διότι του το πούλησαν οι δικηγόροι μου: α) Ο αναπληρωτής(!) καθηγητής Στυλιανός Σταματόπουλος, οδός Σόλωνος 92, Αθήνα, με βοηθό του τον Κυριάκο Παπανικολάου, οι οποίοι μου υπέκλεψαν την υπογραφή μου, νομιμοποιώντας παράνομη παρουσία τους στον Άρειο Πάγο. β) Ο δικηγόρος Δημήτρης Μάντεσης – Θανασούλας, Εμμ. Μπενάκη 23, που «αμέλησε» τον επαναπροσδιορισμό της υπόθεσής μου παρ’ όλες τις οχλήσεις μου, που είχε αναβληθεί λόγω των εκλογών. Το κάθαρμα αυτό, αυτός ο απατεώνας, μου «πούλησε» από πάνω και τσαμπουκά μέσα στο γραφείο του!!! Θα ευαισθητοποιηθεί κάποτε ο Δικηγορικός Σύλλογος και ν’ αρπάξει αυτούς τους κυρίους από το γιακά; Δεν θα εκπλαγώ Δεν θα εκπλαγώ αν αύριο βγει στη φόρα κάποιο «επίσημο» έγγραφο με κάποια συμφωνία «κυριών», μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου, Σπύρου Μαρκεζίνη και Γεωργίου Παπαδόπουλου, που θα περιέχει τις σκέψεις τους πώς θα πραγματοποιούταν η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας από την 21η Απριλίου στο ΠΑΚ. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τόση αδράνειά τους; Ντ. Ντιντερό: Οι άνθρωποι σταματάνε να σκέφτονται, όταν σταματάνε να διαβάζουν. Αντ. Λιβάνης: Δεν έχω διαβάσει ούτε ένα βιβλίο μου, από όσα έχω εκδώσει!..
Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Εκδόσεις ηλεκτρονικών βιβλίων Περιοδικών – Εφημερίδων
Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας. «Νέα Σύνορα», τεύχος 119 Χρόνος 44ος, Ιούλης – Σεπτέμβρης 2013. Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ.: 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.neasynora.gr // e-mail: neasynora@otenet.gr www.nea-synora.gr // e-mail: valaskantzis@gmail.com Η εκχώρηση ονόματος χώρου [gr] εγκρίθηκε από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στ’ όνομά μας.
Ο ποιητής Δημήτρης Βαλασκαντζής στην πατρογονική οικία του στο Καρλόβασι Σάμου
Αφιέρωμα στον ποιητή Κ. Π. Καβάφη (Βλέπε και τυπωμένο 71ο τεύχος μας, έτους 1983) Tον περασμένο Απρίλιο συμπληρώθηκαν εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννηση του αξιόλογου νεοέλληνα ποιητή Κ. Π. Καβάφη, και 80 χρόνια από το θάνατό του. Γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 και έκλεισε τα μάτια του στις 29 Απριλίου 1933 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στο «Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον» του 1900 μαζί με φωτογραφία του της εποχής εκείνης, καταχωρείτο το παρακάτω κείμενο που ασφαλώς οφειλόταν στον ίδιο το Καβάφη. «Νέος, φιλόφρων τους τρόπους, πλήρης σφρίγους και ζωής, με άπειρον ποιητικήν τόλμην, άνθρωπος του κόσμου, λογογράφος, είναι εις εκ των συμπαθεστάτων Αλεξανδρινών φιλολόγων. Εγεννήθη εν Αλεξανδρεία όπου και διαμένει, είναι πλήρης ευφυίας και έρωτος προς τα γράμματα, κατέγεινε δε μετά πολλής επιμέλειας εις παντοδαπάς γνώσεις γλωσσών κλπ. γεινόμενος ούτω εγκυκλοπαιδικώτατος. Τα ποιήματα του αρέσουν και εκτιμώνται πολύ. Πλείστα εδημοσιεύθησαν εις διάφορα περιοδικά συγγράμματα Αθηνών ως και εν τω περιοδικώ μας ο «Κόσμος» και εν τω περυσινώ ημερολογίω μας. Το ύφος του είναι ρέον και σθεναρόν».
Τα «Νέα Σύνορα» έχουν να συμπληρώσουν στα παραπάνω, και κάποιες δύσκολες ώρες του κορυφαίου ποιητή. Καταχωρήθηκαν στο 71o τεύχος, στις σελ. 158–159, και είναι κείμενο του Lusien Padoux: Σ’ ένα κακοφημισμένο καφενεδάκι, όχι μακριά από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, πήγαινε (ο Καβάφης) και συναντούσε έναν πρώην ναύτη, που δούλευε εκεί σαν γκαρσόνι. Ο νεαρός αυτός, απ’ την πρώτη στιγμή, σαν να είχε μαντέψει τι τον ήθελε και από το πρώτο βράδι κιόλας της γνωριμίας τους, τον ακολούθησε. Μετά όμως από μερικές βδομάδες, έπεσε βαριά άρρωστος, από εξάντληση. Ο Καβάφης, είχε αναστατωθεί. Το απροσδόκητο αυτό γεγονός, μπορούσε να σημαίνει το τέλος στις εφήμερες ερωτικές τους σχέσεις. Αλλά αυτή η σκέψη, του χωρισμού – τόσο σφοδρό
ήταν το πάθος του – του έφερνε σχεδόν τρέλα και τον ώθησε, λίγο μετά, να προτείνει στο νεαρό, δίχως πια κανένα δισταγμό, να τον αντικαταστούσε στη σκληρή νυχτερινή δουλειά του και τούτο, για όσον καιρό θα απαιτούσε η ανάρρωσή του, έτσι δεν κινδύνευε να χάσει τη θέση του και να βρεθεί στο δρόμο, λόγω της απουσίας του. Έτσι, μ’ αυτό το πρόσχημα, εκείνος που έγραψε: «Την ζωή σου όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις», ο αθάνατος ποιητής της «Ιθάκης», του «Περιμένοντας τους βαρβάρους», επί δέκα συνεχείς ημέρες ή μάλλον νύχτες, σερβίριζε νερόβραστους καφέδες και νοθευμένα οινοπνευματώδη ποτά, σε απορρίμματα της κοινωνίας και κατάφερνε τελικά, με μια κίνηση του δεξιού χεριού του, που ήταν κάτω από τ’ άλλο, να τρίβει και να στεγνώνει το ένα μετά το άλλο, τα ξεπλυμένα από αυτόν, αραδιασμένα ποτήρια…
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στις 29-4-1863, πέθανε στις 29-4-1933 Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Ήταν το ένατο παιδί του Πέτρου Καβάφη (1814-1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού. Μετά το θάνατο του πατέρα του και την σταδιακή διάλυση της οικογενειακής επιχείρησης, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση, στην Πόλη (1882 - 84). Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 59 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1922. Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του ’80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη, το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του. Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομότεχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη. Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής. Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι
πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά». Το έργο του Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες. Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Ανέκδοτα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100 - 200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά. Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε. Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948. Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα. Οι θεματικοί κύκλοι της καβαφικής ποίησης Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
Τα ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (π.χ. Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ’21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι «ηττημένοι». Τα αισθησιακά ή ηδονικά ποιήματα, που είναι και τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός. Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους «διδακτικά». Ο Ε. Π. Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με «συμβουλές προς ομοτέχνους», δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας (Καισαρίων) κ.α. Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό και ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, τη φιλοσοφική του σκέψη και η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση. Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου – ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια όπως προαναφέρθηκε – είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά
δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο «ιστορικοφανή». Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή. Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο «ιστερογενή» για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό. Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες.
Ποίημα του Κ. Π. Καβάφη σε τοίχο κτηρίου, στην πόλη Λέιντεν της Ολλανδίας.
(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, «Ίκαρος» 1984) Ακολουθούν 58 επιλεγμένα ποιήματα του τιμώμενου ποιητή Κ. Π. Καβάφη, από καλό φίλο και συνεργάτη, ποιήματα που όπως μου γράφει τον ακολουθούσαν από όταν άρχισε να καταλαβαίνει ότι υπάρχει, ποιήματα που τον κυνηγούσαν και τον κυνηγούν ακατάπαυτα μέχρι σήμερα που διάγει τα 83 του χρόνια, όλη του τη ζωή δηλαδή. Ας τον συγχωρέσουν οι άνθρωποι κι ο Θεός…
Απ’ τες Eννιά Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα, και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω, και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό. Το είδωλον του νέου σώματός μου, απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα, ήλθε και με ηύρε και με θύμισε κλειστές κάμαρες αρωματισμένες, και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή! Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός, δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι, κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν, και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά. Το είδωλον του νέου σώματός μου ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά· πένθη της οικογένειας, χωρισμοί, αισθήματα δικών μου, αισθήματα των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Ένας Γέρος Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει. Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα· και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! – την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. .... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Ενώπιον του Aγάλματος του Eνδυμίωνος Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά, φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά τελών – θυσίας και σπονδάς – τω Ενδυμίωνι, από την Aλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά. – Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν. Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ’ ευοίωνοι επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.
Επέστρεφε Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με – όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα· όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Επήγα Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα. Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα. Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
Επιθυμίες Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά – έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Έτσι πολύ ατένισα – Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά. Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα· πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι, και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα. Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν η ποίησίς μου .... μες στες νύχτες της νεότητός μου, μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα ....
Ζωγραφισμένα Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ. Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης. Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει. Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω. Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει. Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. – Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα. Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
Η αρχή των Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής έγινεν. Aπ’ το στρώμα σηκωθήκαν, και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν. Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ’ το σπίτι· και καθώς βαδίζουνε κάπως ανήσυχα στον δρόμο, μοιάζει σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου. Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή. Aύριο, μεθαύριο, ή με τα χρόνια θα γραφούν οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.
Η Πόλις Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ’ είν’ η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.» Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις – δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Ιθάκη Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους. Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Ιερεύς του Σεραπίου Τον γέροντα καλόν πατέρα μου, τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα· τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει. Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον, εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται τους αποστρέφομαι. – Aλλά τώρα θρηνώ· οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου μ’ όλο που ήτανε – φρικτόν ειπείν – στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
Κατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων «Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής, «ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο που για μια μέρα (αν περισσότερο δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια να με φέρει ξανά – την εμορφιά του, την αγάπη του. »Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο που, σύμφωνα με την αναδρομήν, και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»
Κάτω απ’ το Σπίτι Χθες περπατώντας σε μια συνοικία απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ. Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως με την εξαίσια του ισχύν. Και χθες σαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παληό, αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες, και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα· τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί. Και καθώς στέκομουν, κ’ εκύτταζα την πόρτα, και στέκομουν, κ’ εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι, η υπόστασίς μου όλη απέδιδε την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.
Κεριά Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα – χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής Eλληνικών γραμμάτων (εν Kυρήνη) «Το τέλος μου επήλθε ότε ήμουν ευτυχής. Ο Ερμοτέλης με είχε αχώριστόν του φίλον. Τες ύστατές μου μέρες, μ’ όλο που προσποιούνταν πως δεν ανησυχούσε, ένοιωνα εγώ συχνά τα μάτια του κλαμένα. Σαν νόμιζε που λίγο είχ’ αποκοιμηθεί, έπεφτεν ως αλλόφρων στης κλίνης μου το άκρον. Aλλ’ ήμεθαν κ’ οι δυο νέοι μιας ηλικίας, είκοσι τριώ ετών. Προδότις είναι η Μοίρα. Ίσως κανένα πάθος άλλο τον Ερμοτέλη νάπαιρνεν από μένα. Τελείωσα καλώς· εν τη αμερίστω αγάπη.» – Το επιτύμβιον τούτο Μαρύλου Aριστοδήμου αποθανόντος προ μηνός στην Aλεξάνδρεια, έλαβα εγώ πενθών, ο εξάδελφός του Κίμων. Με το έστειλεν ο γράψας γνωστός μου ποιητής. Με το έστειλ’ επειδή ήξερε συγγενής ότ’ ήμουν του Μαρύλου: δεν ήξερε άλλο τι. Είν’ η ψυχή μου πλήρης λύπης για τον Μαρύλο. Είχαμε μεγαλώσει μαζύ, σαν αδελφοί. Βαθυά μελαγχολώ. Ο πρόωρος θάνατός του κάθε μνησικακίαν μου έσβυσ’ εντελώς..... κάθε μνησικακίαν για τον Μαρύλο – μ’ όλο που με είχε κλέψει την αγάπη του Ερμοτέλη, που κι αν με θέλει τώρα ο Ερμοτέλης πάλι δεν θάναι διόλου το ίδιο. Ξέρω τον χαρακτήρα τον ευπαθή που έχω. Το ίνδαλμα του Μαρύλου θάρχεται ανάμεσό μας, και θα νομίζω που με λέγει, Ιδού είσαι τώρα ικανοποιημένος. Ιδού τον ξαναπήρες ως εποθούσες, Κίμων. Ιδού δεν έχεις πια αφορμή να με διαβάλλεις.
Λάνη Tάφος Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε, στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες. Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα, που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει, που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει. Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του ανθυπάτου το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο ζωγράφο, και με τι καλλιτεχνικήν εκείνος πανουργία μόλις είδε τον φίλο σου κ’ ήθελε να σας πείσει που ως Υάκινθον εξ άπαντος έπρεπε να τον κάμει (μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του). Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι· και σταθερά εναντιωθείς είπε να παρουσιάσει όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν άλλον, αλλά τον Λάνη, υιό του Pαμετίχου, Aλεξανδρέα.
Μακρυά Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω... Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει – γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται. Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί... Εκείνη του Aυγούστου – Aύγουστος ήταν; – η βραδυά... Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά... A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
Μανουήλ Kομνηνός Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι (οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη. Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται, κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν, και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου. Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.
Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X. Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά. Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα· νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. – Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.
Θυμήσου, Σώμα... Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στην φωνή – και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε. Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν, μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες εκείνες σαν να δόθηκες – πώς γυάλιζαν, θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν· πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Μέρες του 1896 Εξευτελίσθη πλήρως. Μια ερωτική ροπή του λίαν απαγορευμένη και περιφρονημένη (έμφυτη μολοντούτο) υπήρξεν η αιτία: ήταν η κοινωνία σεμνότυφη πολύ. Έχασε βαθμηδόν το λιγοστό του χρήμα· κατόπι τη σειρά, και την υπόληψί του. Πλησίαζε τα τριάντα χωρίς ποτέ έναν χρόνο να βγάλει σε δουλειά, τουλάχιστον γνωστή. Ενίοτε τα έξοδά του τα κέρδιζεν από μεσολαβήσεις που θεωρούνται ντροπιασμένες. Κατήντησ’ ένας τύπος που αν σ’ έβλεπαν μαζύ του συχνά, ήταν πιθανόν μεγάλως να εκτεθείς. Aλλ’ όχι μόνον τούτα. Δεν θάτανε σωστό. Aξίζει παραπάνω της εμορφιάς του η μνήμη. Μια άποψις άλλη υπάρχει που αν ιδωθεί από αυτήν φαντάζει, συμπαθής· φαντάζει, απλό και γνήσιο του έρωτος παιδί, που άνω απ’ την τιμή, και την υπόληψί του έθεσε ανεξετάστως της καθαρής σαρκός του την καθαρή ηδονή. Aπ’ την υπόληψί του; Μα η κοινωνία που ήταν σεμνότυφη πολύ συσχέτιζε κουτά.
Μέρες του 1901 Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό, που μέσα σ’ όλην του την έκλυσι και την πολλήν του πείραν έρωτος, παρ’ όλην την συνειθισμένη του στάσεως και ηλικίας εναρμόνισιν, ετύχαιναν στιγμές – πλην βέβαια σπανιότατες – που την εντύπωσιν έδιδε σάρκας σχεδόν άθικτης. Των είκοσι εννιά του χρόνων η εμορφιά, η τόσο από την ηδονή δοκιμασμένη, ήταν στιγμές που θύμιζε παράδοξα έφηβο που – κάπως αδέξια – στην αγάπη πρώτη φορά το αγνό του σώμα παραδίδει.
Μέρες του 1903 Δεν τα ηύρα πια ξανά – τα τόσο γρήγορα χαμένα .... τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου .... Δεν τα ηύρα πια – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως, που έτσι εύκολα παραίτησα· και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα. Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο, τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.
Μονοτονία Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι – η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν. Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα. Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει· είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Μέρες του 1908 Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά· και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά, από το τάβλι, και τα δανεικά. Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί. Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό. Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν, νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών. Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε. Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί, στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά, όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς. Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν. Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό, κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι. Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ, σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι, δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί. Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό. Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά πολύ ξεθωριασμένη κανελιά. A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ, απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά, έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά. Το είδωμά σας τον εφύλαξε όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του, τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα. Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα. Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του· τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.
Μέρες του 1909, '10, και '11 Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού (από νησί του Aιγαίου Πελάγους) ήταν υιός. Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα φορούσε. Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς κ’ ελεεινά. Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια. Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί, αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ, καμιά κραβάτα κάπως ακριβή, καμιά κραβάτα για την Κυριακή, ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί, το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο πουλούσε. Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή, πιο τέλειο αγόρι από αυτόν – που πήε χαμένος: δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά· στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος, γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά, κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.
Μια Νύχτα Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη, κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα. Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι, το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν. Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης – τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!, μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X. Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε, πήγα στο σπίτι του, μ' όλο που το αποφεύγω να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια, προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές. Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια. Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη που από την άκρην όπου στάθηκα είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι, και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού. Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου. Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια· και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού· και σκέπτομουν που έχασα για πάντα την εμορφιά του, που έχασα για πάντα τον νέον που λάτρευα παράφορα. Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για την τελευταία μέρα που έζησε – στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού, στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό. – Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν, ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός. Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει. Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς. Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές· σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις. Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος, ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς όταν ετύχαινε η παρέα μας να συναντήσει αντίθετη παρέα. Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε. Μάλιστα μια φορά τον είπαμε πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον. Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα. A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται. Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές, τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα. Όταν ενθουσιασμένος ένας μας είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου, του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης (οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού». Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως για την ψυχή του νέου δέονταν. – Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια, και με τι προσοχήν εντατική στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν όλα για την χριστιανική κηδεία. Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης· αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός, με τους δικούς του, και που γένομουν ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος. – Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι, έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε, ή μιάμισυ. Σε μια γωνιά του καπηλειού· πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα. Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο. Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε. Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης. Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ, που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις. Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν – πολλά δεν ήσαν γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας. Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα στα μισοανοιγμένα ενδύματα· γρήγορο σάρκας γύμνωμα – που το ίνδαλμά του είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
Ο ήλιος του απογεύματος Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω. Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες. A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι. Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές, κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί· σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα. Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη. Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε· κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες. Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι που αγαπηθήκαμε τόσες φορές. Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά. Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι· ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά. ...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον, η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.
Ο καθρέπτης στην είσοδο Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό· τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο. Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη (τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής), στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη έμεινε μόνος, και περίμενε. Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε. Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει, κατά την ύπαρξίν του την πολυετή, χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα· μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν, κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.
Ομνύει Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή. Aλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με τες δικές της συμβουλές, με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της· αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με την δική της δύναμι του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.
Οροφέρνης Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του, το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο, αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου. Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία, απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι, και τον εστείλανε να μεγαλώσει στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους. A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου εγνώρισε πλήρη την ηδονή. Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός· αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην, με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος, το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο, κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους, ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός. Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα, στην βασιλεία χύθηκεν επάνω για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα, για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι, και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει, βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν. Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι – ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του. Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν· και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει. Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν· θυμήθηκε που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα, κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη, κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας, και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Για λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη, κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει, κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει, κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη. Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη· ή ίσως η ιστορία να το πέρασε, και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει. Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα, απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως, μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας, αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.
Όσο Mπορείς Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Όταν Διεγείρονται Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή, όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται. Του ερωτισμού σου τα οράματα. Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου. Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή, όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου, την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.
Ουκ έγνως Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες – ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων, κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος. Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’ εμάς τους Χριστιανούς. «Aνέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.
Η Σατραπεία Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται· να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις, (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις), και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα, και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. Και συ τα δέχεσαι με απελπισία αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει· τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε· την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους. Aυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης, αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία· και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
Περιμένοντας τους Bαρβάρους — Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα. — Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν. —Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη, και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα. — Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες· γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους, και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια· γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους. —Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν). Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι; Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. __ Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Πολύ Σπανίως Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι. Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα. Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε. Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του. Το υγιές, ηδονικό μυαλό των, η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των, με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
Ρωτούσε για την ποιότητα Aπ’ το γραφείον όπου είχε προσληφθεί σε θέσι ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη (ώς οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα τυχερά) βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά που όλο το απόγευμα ήταν σκυμένος: βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά και χάζευε στον δρόμο. – Έμορφος· κ’ ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φθασμένος στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοσι. Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει. Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές παρόδους που οδηγούσαν προς την κατοικία του. Περνώντας εμπρός σ’ ένα μαγαζί μικρό όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς, είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε, και ζητούσε τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια. Pωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών και τι κοστίζουν με φωνή πνιγμένη, σχεδόν σβυσμένη απ’ την επιθυμία. Κι ανάλογα ήλθαν η απαντήσεις, αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη, με υπολανθάνουσα συναίνεσι. Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια – αλλά μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν επάνω απ’ τα μαντήλια· να πλησιάζουν τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως· μια στιγμιαία στα μέλη επαφή. Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Στα 200 π.X. «Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων –» Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων», μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής. A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων». Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται. Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό· και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη. Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά, την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς· ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας. Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας, κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι. Με τες εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών. Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Τα Επικίνδυνα Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου· εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)· «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω, στες απολαύσεις τες ονειρεμένες, στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες, στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω – και θάχω θέλησι, δυναμωμένος ως θάμαι με θεωρία και μελέτη – στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»
Τα Παράθυρα Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. – Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Τείχη Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Το Πρώτο Σκαλί Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης· «Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα. Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι. Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω, πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα· κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.» Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια ανάρμοστα και βλασφημίες είναι. Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα. Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει. Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι πολίτης εις των ιδεών την πόλι. Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν. Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
Φωνές Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους. Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε· κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό. Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας – σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Che fece .... il gran rifiuto Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του. Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του.
Ο διευθυντής του περιοδικού μας «Νέα Σύνορα» Δημήτρης Βαλασκαντζής, στο πανέμορφο Ποτάμι του Καρλοβάσου Σάμου, πατάει τα 83 του χρόνια.
H συνέχεια του ιστορήματός μας από το προηγούμενο, 118 τεύχος μας Μια Κυριακή πρωί που έλειπαν οι γονείς μας, ήρθαν στο σπίτι μας στου Γκρόμαν, ο συμμαθητής μου Μπότης Μπαλάσης με το φίλο μας και γείτονά του Πέτρο Βασιλακάκη, ίδιας περίπου ηλικίας. Ήταν σπίτι και η αδερφή μου (δύο χρόνια μεγαλύτερή μου) και η οποία μας πρότεινε να μπούμε στον περιφραγμένο χώρο απέναντι από την πόρτα του σπιτιού μας, που είχε μανταρινιές και πορτοκαλιές. Μπήκαμε σ’ ένα ανισόπεδο μεγάλο χώρο με τρεις ή τέσσερις πεζούλες, που η μία από την άλλη διέφερε σε ύψος δύο με δυόμιση μέτρα. Κάποιος μας εκεί που καθόμαστε κατάχαμα και ξεφλουδίζαμε και τρώγαμε μανταρίνια και πορτοκάλια, αναρωτήθηκε, αν μας πάρουν είδηση από πού θα φεύγαμε. Ο Μπότης είπε πως εδώ είναι ζούγκλα και πώς ήταν αδύνατο να μας δούνε, κι εγώ βρήκα τη λύση, να φύγουμε προς τα κάτω, που ήταν ο περιμετρικός δρόμος, πηδώντας από πεζούλα σε πεζούλα. – Πού να πηδήξουμε, είπε ο Πέτρος. Θα σκοτωθούμε… – Ε, όχι και θα σκοτωθούμε, είπα εγώ.. – Για κάνε δοκιμή, είπε ο ίδιος. Σηκώθηκα και πήγα στο χείλος της πεζούλας και είπα: – Δύο μέτρα ύψος είναι όλο κι όλο και το χώμα πολύ μαλακό. – Πήδα τότε, ακούστηκε η φωνή του Μπότη… – Πήδηξε Δημήτρη, ακούω και τη φωνή της αδερφής μου. Δίνω μια, και βρέθηκα στην από κάτω πεζούλα. Όλοι τους βγάλανε μια κραυγή τρόμου. Σηκώθηκα τάχα αδιάφορος πήγα σε μια μανταρινιά, έκοψα ένα μανταρίνι κι άρχισα να το ξεφλουδίζω και να το τρώω. Οι από πάνω είχαν μαρμαρώσει. Ιδιαίτερα ο Μπότης που με είχε προκαλέσει. – Τρελός είσαι, μου είπε. Εγώ ήμουν έξω από τα μέτρα μου, αισθανόμουν πως πέταγα, πως δεν πατούσα στη γη. Αλλά αυτός ήταν πιο τρελός από εμένα: Αυτό το παιδί, ο συνομήλικος φίλος μου και συμμαθητής μου, όποτε έπαιρνε πατίνι από φίλο του – αυτό με δύο ρουλεμάν – για να κάνει μια βόλτα στην άσφαλτο του Καλαμακίου (δεν είχε δικό του), πάθαινε ατύχημα! Δύο φορές του έδωσαν φίλοι του το πατίνι τους και τις δύο φορές τον παρέσυρε αμάξι, ευτυχώς με όχι θανατηφόρα τραύματα και τις δύο φορές, ο τυχερός. Μετά τη μετακόμισή μας στην οδό Τρίτωνος, έχασα για καιρό την επαφή μου μαζί του. Ο πατέρας μου δεν τα πήγαινε καλά και με τους στενούς συγγενείς της μητέρας μου, ούτε το θείο μου Λουκά ήθελε στο σπίτι, ούτε τη θεία μου Σταματία, μα περισσότερο τη θεία μου Μαρία, όλα αδέρφια της μητέρας
μου. Ενώ στην οδό Κίμωνος στην Αθήνα ο θείος Λουκάς έμενε μαζί μας, θυμάμαι που με διάβαζε για το σχολείο, εδώ ούτε ν’ ακούσει κουβέντα γι’ αυτόν. Κι επειδή δεν είχε ο θείος Λουκάς που να μείνει, κοιμόταν σ’ ένα νεοανεγειρόμενο διώροφο, δίπλα ακριβώς από το σπίτι μας, που η αποπεράτωσή του λόγω του πολέμου είχε μείνει μόνο στο καλούπωμα – ούτε σοβάντισμα, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Είχε ανεβάσει στον πρώτο όροφο σε μια απάνεμη γωνιά, τούβλα της οικοδομής και τα τοποθέτησε με σχήμα γύρω γύρω στο σώμα του, και στη γούβα που σχηματίστηκε, άπλωσε στο πάτωμα άχυρα και σκεπαζόταν με το τριμμένο σακάκι του. Φυσικά τον πιρούνιαζε το κρύο. Η θεία Μαρία ήρθε μια μέρα να μας δει. Έμενε μόνη της στο Μεταξουργείο. Της πήγαινα κάθε τόσο τρόφιμα – από το υστέρημά μας, γιατί είχε αρρωστήσει από φυματίωση, όπως άλλωστε πολύς κόσμος στην Κατοχική Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, κι όταν είδε ο πατέρας μου πως η μητέρα μου να την έχει τραπεζώσει, μόλις έφυγε η θεία Μαρία άρπαξε τα πιάτα με τα οποία είχε σερβιριστεί και τα πέταξε από το παράθυρο της κουζίνας, που έβλεπε σ’ ένα μικρό αφύλακτο χωράφι. Φόβος και τρόμος του μην αρρωστήσουμε κι εμείς τα παιδιά. Με τη θεία Σταματία, την πιο μεγάλη από όλες τις αδερφές τους, ήταν πιο συγκαταβατικός. Αυτά, κι άλλες μικροδιαφορές και μικροκακίες, κάνανε τους γονείς μας να τσακώνονται άσχημα και ένα πρωί, όταν ο μπαμπάς μας είχε φύγει για τη δουλειά του, η μητέρα μας όπως σας είπα πιο πάνω, πήρε την αδερφή μου και τα πράγματά τους και φύγανε. Έπιασε εκείνο το ωραίο μεγάλο σπίτι στο Καλαμάκι και συνέχισε να εργάζεται ως εργάτρια στου Γκρόμαν. Εμείς, η αδερφή μου κι εγώ, είχαμε αρχίσει να πηγαίνουμε ξανά σχολείο κι όταν αποφάσισε ο πατέρας μου να μετακομίσει στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής, η μητέρα μου δεν με άφησε να τον ακολουθήσω, αν και κατά διαστήματα έμεινα μαζί του, ήμουνα τότε 13 χρονών. Θα πρέπει να πω, ότι και ο πατέρας μου κάποιο καιρό ήρθε κοντά μας για λίγο και ζούσαμε πάλι όλοι μαζί, στο τέλος επειδή συνεχίστηκαν οι διαφωνίες τους ζήτησε διαζύγιο και ξαναπαντρεύτηκε. Η γειτονιά μας στην οδό Τρίτωνος μετά του Γκρόμαν, είχε πολλά παιδιά, χαλούσε ο κόσμος από τα ξεφωνητά μας. Ήταν όμως και ημέρες που μας χαλούσαν την καλή διάθεση. Κάποια συνομήλικα παιδιά, πετσί και κόκκαλο απ’ την ασιτία, γυρνούσαν τη γειτονιά μας ζητώντας φωναχτά βοήθεια: – Μανούλα μου πεινάω, μανούλα μου πεινάω… φώναζαν. Τότε πολλά παιδιά και μεγάλοι πέθαιναν στο δρόμο από την πείνα. Τους μεταφέρανε με καροτσάκια στα νεκροταφεία.
Τον «Ελληνοαμερικανό» και τη μεγάλη οικογένειά του λοιπόν, τη φέρανε και την εγκαταστήσανε στο σπίτι μας που είχε ενοικιάσει η μητέρα μου, και εμάς: τη μητέρα μας, τον αδερφό της (το θείο μας Λουκά), την αδερφή μου και εμένα, μας στρίμωξαν σε δύο δωμάτια με κοινή κουζίνα και τουαλέτα, με μια άλλη οικογένεια που κατοικούσε σχεδόν δίπλα μας σε μία μακρόστενη ξύλινη «παράγκα» με τέσσερα δωμάτια και με πολύ μεγάλη ξύλινη βεράντα. Με την οικογένεια της κ. Ελένης Χατζοπούλου, συμβιώσαμε μέχρι που απεχώρησαν οι Γερμανοί. Τότε επέστρεψε η μεγάλη οικογένεια του «Ελληνοαμερικανού» στο «παλάτι» της κι εμείς στο άνετο ενοικιασμένο τεσσάρι. Εκείνο τον καιρό είχε επιστρέψει και ο μπαμπάς μας κοντά μας. Στη γειτονιά μας τότε ήταν μόνον πέντε σπίτια. Των Παπασιδέρηδων το σπίτι ήταν διώροφο ξύλινο σε γερμανικό στιλ, με απότομη σκεπή και κόκκινα φαρδιά κεραμίδια. Τα παράθυρα σαν περιστερώνας. Το είχε σχεδιάσει και επέβλεπε την κατασκευή του ο πατέρας τους που είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Ήταν πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας. Τώρα δεν ζούσε κι αυτός. Της Χατζοπούλου το σπίτι, που εκτός από το εργαστήριο, είχε άλλα τρία δωμάτια με τους βοηθητικούς χώρους. Το δικό μας σπίτι, μία υπερυψωμένη μονοκατοικία τεσσάρων ευρύχωρων δωματίων, ενός χολ, κουζίνας, μιας άνετης αποθήκης κι ενός στενού καμπινέ. Δίπλα μας, είχαμε κοινή ψηλή μάντρα μ’ ένα ωραίο τριώροφο κάποιου Νικολαΐδη, συγγενούς του Γκρόμαν, που το επιτάξανε οι Γερμανοί και το κάνανε αποθήκη πυρομαχικών. Εκτός από το υπόγειο που είχαν αποθηκεύσει πυρομαχικά, είχαν κατασκευάσει και τέσσερις ευρύχωρες αποθήκες από παχύ τσιμέντο και χοντρές μπετόβεργες στην αυλή, κολλητά με την κοινή μάντρα και που όταν έφευγαν υποχωρώντας από την Ελλάδα, τις υπονόμευσαν και πήγαν να τις ανατινάξουν. Το τριώροφο κατάφεραν να το ανατινάξουν, όπως και το ένα από τα τέσσερα τσιμεντένια δωμάτια, που πήρε φωτιά. Στα άλλα τρία, πρόλαβαν οι Ελασίτες που παραμόνευαν και κόψανε τα φυτίλια της βραδύκαυστου άφτρας. Κρίμα που δεν πρόλαβαν, τέτοιο ωραίο σπίτι. Το που έπιασε φωτιά μόνο η μία αποθήκη και κάηκαν ό,τι είχε μέσα με ισχυρές εκρήξεις, χωρίς ευτυχώς να πάρουν φωτιά και τα τρία άλλα, ήταν θαύμα. Δεν θα έμενε τίποτα όρθιο στη γειτονιά. Αλλά ήταν τέτοια η κατασκευή των αποθηκών τους που σε περίπτωση που γινόταν κάποιο λάθος και έπιανε φωτιά η μία, να είναι οι άλλες εξασφαλισμένες εκατό τις εκατό. Λίγο πιο πέρα, μπροστά από το σπίτι της Χατζοπούλου ήταν κι ένα άνετο διώροφο, του γνωστού γιατρού Αλεβιζάτου, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, που κι αυτό το επιτάξανε οι Γερμανοί και στήσανε μαγειρεία. Είχε μεγάλη αυλή, με φιστικιές Αιγίνης κι εδώ. Όταν σήκωσαν τα μαγειρεία, έμεναν στο σπίτι τρεις τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες. Πολλά δέντρα με
φιστικιές Αιγίνης είχαμε και στην απλόχωρη μαντρωμένη αυλή του σπιτιού μου. Το ίδιο και το διπλανό σπίτι της κυρίας Καράλλη. Από τα δεκατέσσερά μου χρόνια είχα την ατυχία να γνωριστώ με τον Μενέλαο Λουντέμη. Έμενε φιλοξενούμενος για καιρό στη γειτονική φιλική μας παράγκα, που πριν λίγο μέναμε φιλοξενούμενοι κι εμείς, όλη δε την ημέρα μετά το σχολείο και το διάβασμα, ήμουν εκεί. Έχω γεννηθεί στις 18 Αυγούστου του 1930 στην Αθήνα, στο παράνομά μου όμως ο ληξίαρχος από Βαλασκατζής κι από δικό του λάθος, πρόσθεσε ένα (ν) και το έκανε Βαλασκαντζής. Το (ν) αυτό με ακολουθούσε παντού: στο σχολείο δημοτικό και γυμνάσιο, στο στρατό, στον ΟΤΕ, έτσι κι εγώ το κράτησα και στη λογοτεχνική μου καριέρα. Κρυφά το ήθελα. Αυτό το ασήμαντο (ν) με απομάκρυνε από τους συγγενείς ακόμα και στον τηλεφωνικό κατάλογο, που άλλωστε τους περισσότερους δεν τους συγγένευα. Ούτε να τους επισκεφτώ πήγαινα, ούτε κρατούσα καμιά επαφή τηλεφωνική ή με αλληλογραφία μαζί τους. Ευχές σε ονομαστικές εορτές ή στις γιορτές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, δεν είχα. Τους απόφευγα συστηματικά, δεν ήθελα επαφές. Τα ενδιαφέροντά μας άλλωστε διαφέρανε. Αντίθετα, η αδερφή μου τους συγγένευε πολύ. Πού την έχανες πού την έβρισκες, σε επισκέψεις στους συγγενείς, ακόμα και στους πιο μακρινούς. Ένας γνωστός μου γι’ αυτή μου την ιδιοτροπία είπε αστειευόμενος: – Ο Δημήτρης πηγαίνει μόνον εκεί που δεν τον ξέρουν. Δεν είναι αλήθεια. Αντίθετα, δεν πηγαίνω πουθενά. Επιθυμία μου πάντως θα ήταν αν πήγαινα κάπου, αυτούς που θα συναντούσα, που θα συναναστρεφόμουνα, να μην τους ξέρω... Όταν γνωρίζεσαι με μερικούς ανθρώπους απογοητεύεσαι... Η οικογένεια που φιλοξενούσε εμάς επί κατοχής και στη συνέχεια τον Μενέλαο Λουντέμη με τη γυναίκα του και το παιδί τους, ένα κοριτσάκι μωρό τότε, τριών τεσσάρων μηνών, την αποτελούσαν τρία άτομα: Η κυρία Ελένη Χατζοπούλου, η μητέρα, γύρω στα σαράντα, χήρα. Ο άνδρας της πέθανε στη Γερμανική Κατοχή, στην πείνα. Ο γιος της Άκης, γύρω στα είκοσι, καθοδηγητής της ΕΠΟΝ, ένα βασανισμένο παιδί, που έμεινε χρόνια στο Ασκληπιείο Βούλας, υποφέροντας από υδρωπικία και που μερικά χρόνια αργότερα αυτοκτόνησε. Ήθελε να παντρευτεί μια κοπέλα, μα η μητέρα του δεν συμφωνούσε με την εκλογή του. Η κόρη της η Κική, γύρω στα δεκαοχτώ, οικιακά, των αγοριών της γειτονιάς το πρώτο ερωτικό ξύπνημα, στα …όνειρά μας... Οι δύο πρώτοι δούλευαν έξω για να τα φέρουν βόλτα. Η μάνα στους Εγγλέζους καθαρίστρια, ο Άκης ιδιωτικός υπάλληλος στην Αθήνα, σε κάποιο χρυσοχοείο νομίζω. Δεν είχαν άλλα έσοδα. Ακόμα, η οικογένεια τούτη έκρυβε έναν αντιστασιακό νέο, γύρω στα είκοσι τρία. Τον είχαν πυροβολήσει και τον τραυμάτισαν άσχημα ψηλά στο δεξί πόδι οι
ταγματασφαλίτες, σε κάποιο μπλόκο στην Καισαριανή. Είχε πάρει κι αυτός μέρος στη συμπλοκή εναντίον τους με μερικούς αντιφασίστες. Ήταν κοντά που θα φεύγανε οι Γερμανοί. Οι μετακατοχικές Αρχές Ασφαλείας, που δεν είχαν αλλάξει σε τίποτα, έψαχναν να τον βρούνε... Η σφαίρα τού έσπασε κάποιο κόκαλο στην κλείδωση της λεκάνης. Τον βάλανε στο γύψο από τη μέση και κάτω, όλη τη λεκάνη και το μισό δεξί πόδι από το γόνατο και πάνω, αλλά στάθηκε άτυχος. Ακολουθήσανε τα Δεκεμβριανά του ’44, ο εμφύλιος. Κατ’ ανάγκη, με τόσους πολλούς τραυματίες που είχαν, τον άφησαν για αργότερα κι όταν του αφαίρεσαν το γύψο, είχε πάθει αγκύλωση. Δε λειτουργούσε η δεξιά κλείδωση της λεκάνης και του δεξιού γόνατου. Περπατούσε στην αρχή με δεκανίκια κι αργότερα με τη βοήθεια μιας μαγκούρας, δύσκολα κι αστεία. Ήταν ωραίο παλικάρι ο Ριχάρδος Κωστόπουλος, έτσι τον λέγανε. Το πρώτο φτερούγισμα που έκανε η καρδιά μου για ανεξαρτησία από την οικογενειακή στέγη, μου το εμφύσησε ο Ριχάρδος. Από το σπίτι μου δεν είχα περιορισμούς κι ούτε είχα κανένα παράπονο. Έμπαινα, έβγαινα κι είχα μεγάλο κι άνετο δικό μου δωμάτιο. Και βέβαια δεν είχα δώσει καμιά αφορμή για να μου επιβάλλουν περιορισμούς. Αλλά και πού να πήγαινα; Στη γειτονιά με τους φίλους μου Παπασιδέρηδες, στο σπίτι της Χατζοπούλου ή το πολύ πολύ στο σπίτι του κουμπάρου μας Στέφανου Παπανικολάου, είχαν με τη γυναίκα του παντρέψει τους γονείς μου. Είχαν και δύο παιδιά στην ηλικία μου, τον Ζαχαρία και τον Γιάννη και παίζαμε στη γειτονιά τους με τ’ άλλα παιδιά, τον Δημήτρη Γκάγκοση, τον Μιχάλη Γεωργακόπουλο, τον Λάκη κι άλλους, κρυφτό ή άλλα παιχνίδια και δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα, γιατί το σπίτι τους ήταν σε απόσταση τριακοσίων μέτρων απ’ το δικό μου. Μόλις δε νύχτωνε γύριζα σπίτι. Μου είχε πει λοιπόν ο Ριχάρδος, πως πριν τραυματιστεί, είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε μια κάποια αυλή στο Βύρωνα ή στην Καισαριανή δεν θυμάμαι, και πως είχε μέσα όλα τα απαραίτητα. Το κρεβάτι, τα κλινοσκεπάσματα, τα σεντόνια, τις αλλαξιές του σ’ ένα ντουλάπι του τοίχου κι όταν ξάπλωνε το βράδυ στο ντιβάνι του, άναβε το τσιγάρο του χαμήλωνε το φως της λάμπας πετρελαίου κι άκουγε νοσταλγικές μελωδίες από ένα ραδιόφωνο κάποιου φίλου του που του το ’χε αφήσει. Έπιανε μακρινούς σταθμούς με μελωδίες που σε συνάρπαζαν και συγχρόνως σε νανούριζαν. Πρέπει να ήταν σταθμοί από τη Χαβάη ή από άλλα εξωτικά νησιά! Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ραδιόφωνο, μόνο ο κουμπάρος μας είχε, αλλά και του κουμπάρου μας το είχαν σφραγίσει οι Αρχές Ασφαλείας για να μην πιάνει άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς εκτός από την Αθήνα. Αλλά αυτός έφερε κάποιο ραδιοτεχνίτη κι έκτοτε μπορούσε
να πιάνει άνετα Λονδίνο για ν’ ακούει τα νέα στην ελληνική εκπομπή, που είχε κάθε μέρα στις οκτώ τ’ απόγευμα. Ονειρευόμουνα λοιπόν, να ’χω τη δουλειά μου, έστω και μηχανικός αυτοκινήτων όπως ήταν κι ο Ριχάρδος, το δωματιάκι μου σε μια αυλή, κι όταν γυρίζω το απόγευμα να πλένομαι στο κοινό βρυσάκι της αυλής με τη λεκάνη κάτω στο χώμα για να μαζεύει τα νερά με τις σαπουνάδες. Μετά να πηγαίνω στη διπλανή ταβερνούλα για φαγητό κι ύστερα να γυρίζω στο δωμάτιό μου, ν’ ανοίγω το ράδιο και να ξαπλώνω. Να με παίρνει απαλά ο μεσημεριάτικος ύπνος και να μην έχω κανένα να μ’ ενοχλεί, ούτε τη σπιτονοικοκυρά, γιατί θα της είχα δώσει εντολή, όταν έβλεπε κλειστά τα πατζούρια του δωματίου μου, να μη με ενοχλούσε για κανένα λόγο, ακριβώς όπως ο φίλος μου ο Ριχάρδος. Και πέταγε η καρδιά μου σε αυλές με δωμάτια που ’χαν κλειστά πατζούρια, με ένα ντιβάνι στη γωνιά, μ’ ένα ραδιόφωνο και μερικές αλλαξιές, και σε μια ταβερνούλα στη γειτονιά. Όσο για τ’ απογεύματα, θα κατέβαινα βόλτα στην Αθήνα για κανένα σινεμά ή θα ’μενα στη γειτονιά στο καφενείο με τους φίλους. Αυτή είναι ζωή. Σήμερα δεν αντιλαμβάνομαι εκείνη την αναστάτωση. Στο σπίτι μας υπήρχαν όλα τα απαραίτητα. Δεν είμαστε πλούσιοι μα δεν πεινούσαμε. Είχαμε νοικιασμένο μεγάλο ωραίο σπίτι με μεγάλη σάλα, που αργότερα μετά τα δεκαοχτώ μου, τα πάρτι που οργάνωνα έμειναν ιστορικά. Είχα και κατά δικό μου ωραίο κατακάθαρο δωμάτιο, τί την ήθελα την καμαρούλα σε μιαν αυλή με τόσες οικογένειες, που η φτώχια τους και η γκρίνια θα ’φερνε και καυγάδες, πέρα που οπωσδήποτε ησυχία δεν θα υπήρχε νύχτα μέρα. Είχα το ελαφρυντικό της άγνοιας. Τα έλεγε όμως τόσο ωραία ο μπαγάσας ο Ριχάρδος. Τότε κρατούσα σ’ ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο, όλους τους τίτλους των κινηματογραφικών έργων που είχα δει, σημείωνα ακόμα και το όνομα του πρωταγωνιστή του κάθε έργου. Αυτό το τετράδιο μου το ζήτησε ο Ριχάρδος, ήθελε να μου γράψει κάτι. Του το έδωσα κι όταν μου το επέστρεψε διάβασα στην πρώτη λευκή σελίδα του τα παρακάτω: Εσύ ο Νέος που τα μικρά σου χρόνια τα πάτησε η μπότα του κατακτητή, και που σου στέρησε κάθε χαρά και παιδικό παιχνίδι, μην ξεχάσεις πως όταν το δέντρο της Λευτεριάς καρπίσει και γευτείς τους καρπούς του, πως κοντά σε σένα που στερήθηκες τη χαρά, πως πολλές μάνες στερήθηκαν τα παιδιά τους. Ακολουθούσε ημερομηνία και η υπογραφή του: Ριχάρδος Κωστόπουλος κι από κάτω: Ανάπηρος του Αγώνα. Μου είχαν μάθει λοιπόν το τραγούδι απ’ έξω κι ανακατωτά. Είχα τρεις δασκάλους εγώ, ένα μαθητή αυτοί, αλλά δύστροπο. Την πολλή δουλειά την έκανε ο Άκης, ο καθοδηγητής. Όταν όμως οι αντιρρήσεις μου τον δυσκόλευαν κι ο Ριχάρδος το Ελασιτάκι αδρανούσε, μ’ έπιανε ο
Μενέλαος. Ο Άκης ήταν υπομονετικός, πράος, δεν με πίεζε. Το ίδιο κι ο Ριχάρδος. Ο Μενέλαος αντίθετα, ήταν ορμητικός, βίαιος. Θύμωνε κι όπως τον έβλεπα να έρχεται καταπάνω μου κουτσαίνοντας, τρόμαζα. Γούρλωνα τα μάτια και βιαζόμουνα να καταπιώ τις αντιρρήσεις μου. Τότε συμφωνούσα σε όλα. Ο Άκης, διαμαρτυρόταν: – Δεν είναι τρόπος αυτός, για να πείσεις κάποιον πως έχεις δίκιο, του έλεγε. Ο Ριχάρδος το διασκέδαζε. Ο Λουντέμης, ούτε που τον άκουγε. Φορές του απαντούσε: – Δεν κάνω για διαφωτιστής, ε!.. και γελούσε καλόκαρδα. Η μητέρα του Άκη κι η αδερφή του, τα βουβά πρόσωπα της τραγωδίας. Το ίδιο κι η γυναίκα του Λουντέμη, η οποία όπως είναι γνωστό, ήταν από ευκατάστατη οικογένεια και τώρα δυστυχούσε. Είχε εγκαταλείψει το πατρικό της νύχτα. Πήδηξε από ένα παράθυρο του ισόγειου με μια μικρή βαλίτσα στα χέρια κι ακολούθησε τον Λουντέμη, που εκείνο τον καιρό τον λάτρευε. Οι δικοί της δεν ήθελαν ν’ ακούσουν κουβέντα γι’ αυτόν τον ξεβράκωτο. Δεν άντεξε όμως την κακοπέραση η καλομαθημένη με τα Γαλλικά της, με το πιάνο της, με τα ταξίδια της και μετά λίγο τον εγκατέλειψε. Γύρισε στους δικούς της παίρνοντας μαζί της και το κοριτσάκι τους. Μετά καιρό, έμαθα πως το κοριτσάκι εκείνο πέθανε! Το πόσο κόστισε ο χαμός της κορούλας του στο Λουντέμη, φαίνεται από την ποιητική συλλογή του Κραυγή στα πέρατα. Όταν μεγάλος πια, το 1972, πήγα στο σπίτι της Ρίτας Μπούμη-Παπά για να πάρω κάποια συνεργασία της για το περιοδικό μου Νέα Σύνορα (ήταν ένα μεγάλο απόσπασμα, τρεις πικνοτυπωμένες σελίδες, από τη σύνθεση: Ας ξυπνήσει ο λατόμος, του Πάμπλο Νερούντα, σε μετάφραση της Ρίτας, που δημοσιεύθηκε στο 15ο τεύχος μου), είδα στο σαλόνι της που με πέρασε, να κάθεται μια όμορφη κοπέλα γύρω στα είκοσι οκτώ, μα που ήταν μικρότερη. Με είδε η Ρίτα που την κοιτούσα, και μου λέει: – Να σου συστήσω από δω κ. Βαλασκαντζή, την κόρη του Λουντέμη. – Η κόρη του Λουντέμη, είπα με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που έζησε πολύ καιρό κοντά τους και ήξερε, έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. – Όχι δεν έχει πεθάνει, μ’ απάντησε. Ήταν ένα εφεύρημα των συγγενών της γυναίκας του, για να κρατήσουν μακριά τον Λουντέμη από την κόρη του. Ταράχτηκα. Γύρισα και κοίταξα την κοπέλα σα να ζητούσα βοήθεια. Περίμενα μια διάψευσή της στα όσα άκουσα από τη Ρίτα. – Κάνανε τέτοιο έγκλημα, ρώτησα. – Δυστυχώς, μου είπε η Ρίτα και κούνησε το σκυμμένο κεφάλι της. Η κοπέλα ήταν σε μεγάλη αμηχανία. Δεν έβγαλε μιλιά, έπλεκε και ξέπλεκε τα δάχτυλά της.
– Σας ξέρω, της είπα, από τριών μηνών μωρό. Γέλασε, πικραμένα. Όταν ο Λουντέμης έμαθε πως η κόρη του ζει, το μωρουδάκι εκείνο ήταν είκοσι δύο χρόνων. Τότε ο ποιητής έμενε στο Βουκουρέστι και πηγαινοερχότανε τα δεκατρία χιλιόμετρα στο χωριό των διανοουμένων Μογκοσάγια. Έγραψε τότε στο Νίκο Παπά: – Θα τρελαθώ! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Γράψε μου πως δεν είναι αλήθεια... Ο Μενέλαος Λουντέμης ήταν αδύνατος με μέτριο ανάστημα. Είχε σοβαρό πρόσωπο, μακριά ίσια μαλλιά κι ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα. Το ένα του πόδι έπρεπε να είναι πιο κοντό από τ’ άλλο, γιατί κούτσαινε κι αυτός. Ακόμα και σήμερα ακούω τη φωνή του, ν’ απαγγέλλει ποιήματά του τα βράδια στη μακριά και άνετη βεράντα της εξοχικής, όμορφης, παλιάς ξύλινης μονοκατοικίας που τον φιλοξενούσαν, στους επισκέπτες φίλους του και βλέπω τον Ριχάρδο με τον οποίο καθόμαστε στην άλλη άκρη της βεράντας με τα γειτονόπουλα, να μας κάνει νόημα να σωπάσουμε και ν’ ακούμε: – Κοπροθεοί, γι’ αυτούς που δεν πιστεύουν, φώναζε. Κι οι φίλοι του και συναγωνιστές του, να έχουν τις αντιρρήσεις τους. – Ε, όχι και κοπροθεοί, ας έβρισκε κάποιαν άλλη λέξη. Κι άλλες φορές τον άκουγα να μου φωνάζει απ’ τη βεράντα, όταν παίζαμε με τα γειτονόπουλα, τους αδελφούς Παπασιδέρηδες τον Μελέτη και τον Μιχάλη, κλέφτες κι αστυνόμους: – Ε! Δημήτρη, μην πυροβολείς προς τα ’δω, θα μας σκοτώσεις. Και μπαμ, μπαμ, μπαμ, με το στόμα, εμείς, προτείνοντας τα ξύλινα πιστόλια μας. Τις περισσότερες φορές καθόταν σε μια σεζ-λογκ κι άκουγε τον Άκη που έπαιζε νότες στο βιολί. Φορές ο Λουντέμης τις τραγουδούσε σιγανά μαζί με το βιολί και συχνά διόρθωνε τον Άκη. Ήταν δάσκαλός του, έτσι τον ξέραμε: – Όχι, όχι, σολ, σι, ρε, φα, Άκη. Σολ, ρε, φα, ρε… Και επαναλάμβανε ο Άκης μονότονα κι επίμονα τις νότες, μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, όπως του τις είχε πει ο Λουντέμης, που εμάς παιδιά μας κούραζαν και συγχρόνως μας έκαναν να γελάμε: – Αυτός το βιολί του, λέγαμε γελώντας για τον Άκη. Το βιολί που είχε ο Άκης πρέπει να ήταν παλιό κι ακριβό, γιατί το πρόσεχε σαν τα μάτια του. Απ’ αυτόν άκουσα πρώτη φορά για τα βιολιά Στραντιβάριους. Το είχε βρει απ’ τον πατέρα του όταν πέθανε πρησμένος απ’ τις λαχανίδες που έτρωγε καθημερινά χωρίς λάδι. Πού να βρεις λάδι στην Κατοχή...
Για να πω την πλήρη αλήθεια, οι αντιρρήσεις που είχα και που νευρίαζαν τόσο πολύ τον Λουντέμη, αν και είχαν το χρώμα και τη θέση του αντιδραστικού, δε με ερμήνευαν. Έπαιρνα τη θέση αυτή, μόνο και μόνο για να ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, τι να απαντήσω στους φίλους μου ή σ’ άλλα παιδιά από άλλη γειτονιά, αν μου τη βγάζανε από δεξιά. Πρέπει όμως να ήμουν πολύ πειστικός και να είχα και επιχειρήματα, απόδειξη ο συχνός θυμός του Μενέλαου. Δεν ήθελα να τους στεναχωρώ, τους σεβόμουνα και στο βάθος πίστευα πως ό,τι και να μου έλεγαν είχαν δίκιο, πως το δίκιο ήταν με το μέρος τους, με το μέρος της παράταξης που υπερασπιζόντουσαν. Ο Άκης με τον Ριχάρδο εκείνο τον καιρό είχαν συνεταιριστεί. Αγόραζε ο πρώτος διάφορα υλικά από την Αθήνα και φτιάχνανε παιδικά παιχνίδια, κατά προτίμηση μικρά ξύλινα αυτοκινητάκια, απ’ αυτά που τα τραβάνε μ’ ένα σπάγκο τα μικρά παιδιά. Αυτά σήμερα τα κατασκευάζουνε όπως και τόσα άλλα πράγματα από πλαστικό. Φτιάχνανε λοιπόν διάφορα αυτοκινητάκια, ως επί το πλείστον όμως φορτηγάκια διαφόρων τύπων, ακόμα και ανατρεπόμενα. Εργαλεία είχαν ολόκληρο δωμάτιο, σωστό εργαστήριο από τον πατέρα του Άκη, που έκανε την ίδια δουλειά πριν πεθάνει. Απ’ αυτόν την είχε μάθει κι ο Άκης. Έτσι ο ένας είχε αναλάβει την αγορά των υλικών και τη διάθεση του εμπορεύματος, βάζοντας ακόμα το εργαστήριο και τη στέγη. Ο άλλος όλη την άλλη δουλειά, αν και τον βοήθαγε ο Άκης όταν γύριζε τις καθημερινές απ’ τη δουλειά του, μα κι ολόκληρες τις Κυριακές. Ομολογουμένως τα αυτοκινητάκια ήταν πολύ ωραία και πολύ κομψά. Τόσο ωραία και κομψά, που και μεγάλα καταστήματα στην οδό Σταδίου, τα βάζανε στη βιτρίνα τους δίπλα από παπούτσια πολυτελείας, από πανάκριβες γραβάτες, από ακριβά κουστούμια ή από πολύ ακριβές γυναικείες τουαλέτες. Τα είχαν προς πώληση αλλά και για στολίδι. Τα είδα με τα μάτια μου. Στα διαλείμματα της δουλειάς ο Άκης κι ο Ριχάρδος καταπιαστήκανε να φτιάξουνε ένα ιστιοφόρο. Το ξεσηκώσανε από κάποιο ξένο περιοδικό και όταν τους κούραζαν τ’ αυτοκινητάκια, πιάνανε το σκαρί. Βάλανε όλη τους την τέχνη και όλο το μεράκι τους και φτιάξανε στ’ αλήθεια ένα ιστιοφόρο χάρμα οφθαλμών. Είχε περίπου ογδόντα πόντους μάκρος και τρία ψηλά κατάρτια. Είχε ξάρτια, φλόκους, παπαφίγκους, καταστρώματα, άγκυρες, μεγάλα λευκά πανιά, τίποτα δεν του έλειπε, μόνο το ζύγιασμα, γιατί όταν κατεβήκαμε να το βάλουμε στη θάλασσα να πλεύσει, ήταν διακόσια μέτρα μακριά μας, μπάταρε και κόντεψε να βουλιάξει. Ευτυχώς το πιάσαμε: βράχηκαν μόνο τα πανιά του. Το ξεπέρασαν όμως κι αυτό το εμπόδιο τα παιδιά. Κρεμάσανε κάτω από την καρίνα βαρίδια από μολύβι
με ικανό βάρος ώστε να το κρατάνε όρθιο. Ήταν κάτι ανεπανάληπτο. Είχε μαζευτεί και κόσμος, μας χάζευε. – Θα του βάλλεται και μηχανή, μας ρώτησαν κάτι παιδιά κι εμείς γελάσαμε ευχαριστημένοι. Όταν γυρίζαμε «έστυβα» το μυαλό μου για να μαντέψω πού θα το τοποθετούσαν στο σπίτι. Ασφαλώς πάνω στο μπουφέ στη σάλα. Θα αφαιρούσανε τα βαρίδια, θα του φτιάχνανε μια βάση και θα ’ταν μοναδικό στόλισμα. Σ’ όλη βέβαια τη διαδρομή και που πήγαμε και που γυρίσαμε, το κρατούσα εγώ στην αγκαλιά μου με μεγάλη προσοχή και πολύ καμάρι. Είχαμε κατεβεί όλοι μας στη θάλασσα εκτός από την κυρία Ελένη. Κι ο Άκης κι ο Ριχάρδος κι η Κική. Νομίζω πως ήταν κι οι Παπασιδέρηδες. Όταν μπαίναμε στο σπίτι, γυρίζει ο Άκης και μου λέει: – Δημήτρη, το θέλεις το καραβάκι; Κοκκίνισα μέχρι τ’ αυτιά. Αν το ήθελα! Τί σόι αστείο ήταν αυτό; Τον κοιτούσα στα μάτια ασάλευτος με το καραβάκι στα χέρια και προσπαθούσα να καταλάβω αν σοβαρολογούσε. – Λέγε, το θες, με ξαναρώτησε. – Αν το θέλω, λέει, κι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. – Πάρ’ το, στο χαρίζω... Γύρισα και τους κοίταζα έναν έναν. Η Κική μου ’πε: – Πάρ’ το, δικό σου. Ο Ριχάρδος: – Άντε, σου ’φεξε. Πώς δεν πλάνταξα απ’ τη χαρά μου. Το πήρα και τρέχοντας το πήγα σπίτι μου. Το είδε η μητέρα μου μα δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Πειράχτηκα. Πώς τα καταφέρνουν μερικοί γονείς να είναι ξένοι με τη χαρά του παιδιού τους, στο μέτρο που δεν την προξενούν αυτοί. Μια μέρα ήρθε ο Ζαχαρίας στη γειτονιά μας ζωσμένος με μια φαρδιά ζώνη και θήκη πέτσινη πιστολιού άδεια. Ήτανε του πατέρα του. Ήταν λοχαγός στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο αλλά την έβγαλε παραλλαγή στο Επιτελείο στην Αθήνα. Είχε τον τρόπο του. Ο δικός μου που ήταν στρατιώτης και δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει, όργωσε όλη την Αλβανία. Το πιστόλι ο κουμπάρος μας, το παρέδωσε στις αρχές Ασφαλείας όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα και την άδεια πέτσινη θήκη την αντάλλαξε ο γιος του μ’ ένα ανατρεπόμενο αυτοκινητάκι. Τότε περίπου ήταν που μας έτυχε κάτι τελείως αναπάντεχο. Ο συνήθως πράος Ριχάρδος ήρθε στα λόγια για ασήμαντη αφορμή με τον Λουντέμη. Από λόγο σε λόγο ήρθαν στα χοντρά. Είχαν βγει στη βεράντα διαπληκτιζόμενοι, όταν ο Ριχάρδος στηριζόμενος με το αριστερό του χέρι στη μαγκούρα, τον πλησίασε κουτσαίνοντας πολύ απειλητικά, κρατώντας στο δεξί μια κοφτερή φαλτσέτα, καθημερινό εργαλείο της δουλειάς του.
Ήταν έτοιμος να του τη μπήξει στην κοιλιά. Το είδε ο Λουντέμης αλλά δεν κιότεψε. Στάθηκε στη θέση του χωρίς να λιποψυχήσει. Του ’πε: – Μια θα προλάβεις να δώσεις, υπονοώντας σαφώς πως οι φίλοι του και το Κόμμα, δεν θα τ’ άφηναν έτσι. Είχα βγει κι εγώ στη βεράντα και τους κοίταγα μαρμαρωμένος. Ευτυχώς, δεν δόθηκε συνέχεια στο επεισόδιο. Στο σπίτι του Άκη γινόντουσαν συχνά και κομματικές συγκεντρώσεις της περιφέρειας του Παλαιού Φαλήρου και του Καλαμακίου. Τους άκουγα να παίρνουνε αποφάσεις για διάφορα κομματικά θέματα που είχαν σε εκκρεμότητα. Έτσι, άρχισα να αποκτώ συνείδηση και συμπεριφορά συνωμοτική, να συμπεριφέρομαι συνωμοτικά. Γι’ αυτό όταν έμαθαν οι Αρχές πως κάτι τρέχει με το σπίτι του Χατζόπουλου, βοήθησα πολύ να εξαφανίσουμε ό,τι επιλήψιμο και δεν είπα κουβέντα σε κανέναν, ούτε στους δικούς μου. Ήρθαν λοιπόν κάποιο απόγευμα, μόλις νύχτωνε και κάνανε έρευνα. Ποιος ξέρει τι περίμεναν να βρούνε. Είχε όμως ειδοποιηθεί έγκαιρα η Κική από άνθρωπο αριστερό δικό τους κι αφού μαζέψαμε ο Άκης, η Κική, ο φίλος Ριχάρδος κι εγώ, όλα τα χαρτιά που μπορούσαν να ενοχοποιήσουν αγωνιστές, σηκώσαμε με προσοχή μια φαρδιά τάβλα από το πάτωμα του εργαστηρίου και τα βάλαμε όλα εκεί κάτω. Στον κενό χώρο μεταξύ γης και δοκαριών που στηρίζανε τα χοντρά σανίδια, τις χοντρές τάβλες του πατώματος, αφού πρώτα τα φτιάξαμε με μεγάλη προσοχή πακέτα. Με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή βάλαμε στη θέση της τη σανίδα, έτσι ώστε τίποτα να μην προδίδει πως είχε πρόσφατα ανασηκωθεί από τη θέση της. Δεν βρήκαν τίποτα και φύγανε. Οι Λουντέμηδες από άλλο κανάλι είχαν ειδοποιηθεί και απουσίαζαν κι ο Ριχάρδος πέρασε όλο εκείνο το βράδυ έξω, στο κτήμα του Γκρόμαν, στο ωραίο δασάκι που σήμερα δεν υπάρχει, τρακόσια μέτρα μακριά απ’ τα σπίτια μας. Αλλά η συνωμοτική μου αυτή συμπεριφορά και προσήλωση που αναφέρω πιο πάνω, μ’ έκαναν κάποια φορά να γελοιοποιηθώ. Ήταν με το δημοψήφισμα που έγινε το Σεπτέμβρη του 1946, όταν ζήτησαν οι κυβερνώντες να αποφασίσει ο Ελληνικός λαός, αν θα γύριζε ο Γεώργιος Γλίξμπουργκ στη Ελλάδα. Ήρθε λοιπόν ένας Ελασίτης σπίτι μας και ζήτησε το θείο μου Λουκά, αδερφό της μητέρας μου που έμενε μαζί μας και που ήταν οργανωμένος στον ΕΛΑΣ, αλλά επειδή δεν ήταν εκεί μου έδωσε ένα σημείωμα. – Στα χέρια του, μ’ έκανε προσεχτικό ο Ελασίτης. Μόλις έφυγε τ’ άνοιξα και το διάβασα. Ήταν τέσσερις λέξεις όλες κι όλες, μα που για ’μένα ήταν υπεραρκετές. Έλεγε: – Λουκά, γενικό σύνθημα ΑΠΟΧΗ.
Αυτό είναι, θα τους φάμε τους φασίστες, μονολόγησα! Κι άρχισε να δουλεύει η φαντασία μου. Έβλεπα μία τεράστια απόχη που είχε πιάσει μέσα όλα τα φασιστόμουτρα. Όπως στα καουμπόικα έργα, που πετούσαν ένα δίχτυ και τους πιάνανε όλους μέσα. Κάποιο κόλπο θα είχαν στήσει, κάτι ξέρανε αυτοί που τ’ αποφάσισαν. Όταν είδα τον μπάρμπα μου τον Λουκά να έρχεται προς το σπίτι, έτρεξα και του το πρόφτασα φυσικά συνωμοτικά, κοιτώντας προσεχτικά γύρω μου: – Μπάρμπα, γενικό σύνθημα απόχη! – Όχι απόχη βρε ανιψιέ, μου ’πε εκείνος χαμογελώντας, που είχε ήδη ενημερωθεί. Αποχή, δηλαδή απέχουμε, δε συμμετέχουμε στις εκλογές. Απογοητεύτηκα. Εγώ περίμενα δράση. – Κρίμα, του είπα, νόμιζα κι εγώ... Ένα μεσημέρι ο φίλος μου ο Μελέτης πήγε στην πίσω μεριά της εξοχικής παράγκας, εκεί που έβλεπε το μοναδικό ανοιχτό παράθυρο του εργαστηρίου του Χατζόπουλου και σκυφτός, με κρυμμένο όλο το σώμα του κάτω από το περβάζι του παράθυρου, θέλοντας ν’ αστειευθεί με τον Ριχάρδο (όλος ο κόσμος τον ήξερε ως Βασίλη), σήκωσε το χέρι του που ήταν οπλισμένο μ’ ένα άδειο ιταλικό περίστροφο (από εκείνα που είχαν μαζέψει για να τα καταστρέψουν με φωτιά ή με βαριές οι Γερμανοί, όταν αφόπλισαν τους Ιταλούς, όσους φυσικά δεν ήθελαν να δηλώσουν φασίστες, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943) και ακούμπησε την κάννη του περίστροφου στο τζάμι. Την ημέρα εκείνη ο Ριχάρδος είχε κάποιους φίλους του επισκέπτες κι επειδή ήθελαν να πούνε τα δικά τους μόνοι, τους πέρασε στο εργαστήριο και κάθισαν όλοι κοντά στον μεγάλο πάγκο που ήταν σύρριζα στο παράθυρο. Όταν λοιπόν είδαν ένα χέρι απ’ έξω να ακουμπάει στο τζάμι ένα περίστροφο, τα χρειάστηκαν και πετάχτηκαν όρθιοι. Ο Ριχάρδος μετά μάλωσε τον Μελέτη. – Να μην κάνεις τέτοια αστεία, του ’πε. Αν οι φίλοι μου ήταν οπλισμένοι θα σε πυροβολούσαν, νόμισαν πως κινδύνευαν. – Είναι κι αυτοί παράνομοι, τους αναζητά η αστυνομία, μου είπε μετά εμένα εμπιστευτικά. Το περίστροφο καθώς και δυο τρεις αραβίδες με καμένα κοντάκια, αλλά και άλλο στρατιωτικό υλικό, τα είχαν πάρει ο Μελέτης κι ο Μιχάλης από ένα στρατόπεδο μιας Γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας, κοντά στην εκκλησία του Σωτήρος στο Καλαμάκι, η οποία είχε σαν αποστολή να συγκεντρώνει τον οπλισμό και ό,τι άλλο στρατιωτικό υλικό των Ιταλών και να το καταστρέφει. Το στρατόπεδο αυτό μετά την υποχώρηση των Γερμανών, το φύλαγε μια στρατιωτική υπηρεσία Άγγλων. Οι φίλοι μου είχαν πρόσβαση στο στρατόπεδο αυτό, γιατί εκεί εργαζόταν σα διερμηνέας η μεγάλη τους αδερφή. Πήγαιναν λοιπόν, σκάλιζαν τους σωρούς τα όπλα κι όλα τα άλλα κι ό,τι τους γυάλιζε το
κρύβανε κάτω απ’ το παλτό τους ή το σακάκι τους και το παίρνανε. Η έξοδος απ’ το στρατόπεδο ήταν εύκολη, γιατί την αδερφή τους όταν σχόλαγε το μεσημέρι, την πήγαινε στο σπίτι της αυτοκίνητο του στρατοπέδου. Μπαίνανε κι αυτοί μέσα κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Με το ίδιο αυτοκίνητο μερικά απογεύματα, ερχόταν για επίσκεψη σπίτι τους ένας άγγλος αξιωματικός. Το άφηνε στον περίβολο κι ανέβαινε στο σπίτι. Εμείς, πιάναμε τη θέση του οδηγού και κάναμε πως οδηγούσαμε, μιμούμενοι με το στόμα το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου και το πιάσιμο των φρένων. Στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ψάχνοντας, δεν αφήναμε τίποτα απείραχτο, βρήκαμε ένα γεμάτο περίστροφο. Το πήραμε στα χέρια και το περιεργαζόμασταν. Βγάζαμε και βάζαμε τις σφαίρες στη φυσιγγιοθήκη, στη θαλάμη του όπλου: Το οπλίζαμε και το αφοπλίζαμε, το ασφαλίζαμε και το απασφαλίζαμε. Πώς δεν πάθαμε κανένα κακό! Μια μέρα είχα πάει κι εγώ έξω από το στρατόπεδο. Ήταν περιφραγμένο γύρω γύρω, με πολλές σειρές αγκαθωτό σύρμα από μεγάλες κουλούρες. Όταν με είδε ο Μιχάλης, πλησίασε από μέσα το σημείο που βρισκόμουνα και μου πέταξε έξω ένα περίστροφο. Ήταν όμως λίγο χτυπημένο με βαριοπούλα στην κάννη, μα μ’ ένα πυροβολισμό που ρίξαμε όταν γυρίσαμε σπίτι έφτιαξε. Ακόμα ένα πιστόλι φωτοβολίδας που μου χάρισαν και που ήταν κι αυτό χτυπημένο στην κάννη, μ’ αποτέλεσμα να μη μπορεί να μπει το φυσίγγιο στη θέση του, μου το έφτιαξε ο σιδεράς στην πρώτη στάση Καλαμακίου. Μου ξεβίδωσε ο Ριχάρδος τη βίδα που έχει στο σημείο που σπάει η κάννη για να πάρει το φυσίγγιο και του την πήγα. Με ρώτησε χαμογελώντας: – Από πού είναι αυτό ρε, από τη βρύση σας... Μα μου την έφτιαξε. Είχε χιούμορ αλλά ήταν κι είρων. Να σημειωθεί πως η ΟΥΛΕΝ στο Καλαμάκι ήρθε μετά από χρόνια. Όλοι από τα πηγάδια είχαμε νερό. Και για να πιούμε και για τη λάτρα του σπιτιού. Μετά δέκα χρόνια, είχα άλλη μία κουβέντα με το σιδερά. Περνούσα κι είδε ένα καινούργιο ζευγάρι αμερικάνικα παντοφλέ παπούτσια που φορούσα, δώρο του γαμπρού μου και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε: – Τα κληρονόμησες; Τότε όμως δεν ήμουν το παιδάκι των δεκατριών χρόνων. Μου κακοφάνηκε. Ήξερε πως η αδερφή μου ήταν παντρεμένη με Αμερικανό στρατιωτικό. – Δεν τα κληρονόμησα, του ’πα ψυχρά. – Αλλά, είπε κάνοντας ζάρες στο κούτελό του. – Μου τα χάρισε. Δεν πέθανε ακόμα ο άνθρωπος. Ο Μελέτης που λες και τον κυνηγούσε κακό μάτι, έπαθε γερό στραπάτσο στη μούρη, όταν μια μεγάλη πέτρα σε σχήμα και μέγεθος δίσκου που ρίχνουν οι αθλητές, τον βρήκε με την κόψη και με μεγάλη
δύναμη στα χείλια. Την είχαμε βρει σ’ ένα χωράφι και ρίχναμε δίσκο μέσα στον πολύ μεγάλο αυλόγυρο του σπιτιού τους, ποιος θα την πάει πιο μακριά. Αυλόγυρος; Τι λέω! Ήταν ένα οικόπεδο δέκα στρέμματα περίπου, κατάφυτο από φιστικιές Αιγίνης. Είχε και μερικά πεύκα κοντά στο φαρδύ χορταριασμένο τόπο που παίζαμε ποδόσφαιρο, δίπλα ακριβώς από τη χαμηλή μάντρα, που κολλητά απ’ έξω οι Γερμανοί είχαν ρεμιζάρει κάτω από ψηλά πεύκα, για να μη φαίνεται από τα αγγλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, ένα αυτοκίνητο κλοβός - ραδιογωνιόμετρο με μια ριμολκούμενη γεννήτρια ρεύματος. Απ’ την άλλη μεριά, μέσα από τη μάντρα, ήταν μια μεγάλη στέρνα που τη γέμιζε νερό ένας πανύψηλος ωραίος ανεμόμυλος. Εκεί συναγωνιζόμαστε ποιος θα την πάει πιο μακριά και όποιος υστερούσε τον περιγελούσαμε, χαλώντας τον κόσμο με τα ξεφωνητά και τα γέλια μας. Χώρος άνετος, φαρδύς ορίζοντας, αλλά που δεν μας φαινόταν, γιατί όλη η περιοχή ήτανε ανοιχτός χώρος. Η γειτονιά μας ήταν σ’ ένα μικρό ύψωμα, μακριά από τη θάλασσα διακόσα, διακόσα πενήντα μέτρα. Από τη μια βλέπαμε τη θάλασσα μέχρι την Αίγινα. Από την άλλη, τους πρόποδες του Υμηττού κι ολόκληρο το γκρίζο όγκο του βουνού. Βλέπαμε και την Αθήνα κι αριστερότερα, μέχρι και την Καστέλα. Τίποτα δε σου έφραζε τη θέα. Θάλασσα και σπαρτά κυμάτιζαν γύρω μας. Είχε παντού πολύ φως και καθαρό αέρα. Χωράφια απέραντα, χέρσα ή σπαρμένα με στάρι, κριθάρι, βίκο, βρώμη, κατάλληλα, ας το πούμε κι αυτό, για ζευγαράκια που τα ’βλεπες μόλις σουρούπωνε, να έρχονται αγκαλιασμένα και να ξαπλώνουνε στα γρασίδια. Την άλλη μέρα, όταν και όπου έβλεπα πατημένο γρασίδι, πήγαινα κι έψαχνα το χώρο. Όλο και κάτι θα είχε πέσει απ’ τις τσέπες του καβαλιέρου, μα κέρματα, κανένας αναπτήρας, κάποιος σουγιάς, ένας νυχοκόπτης… Μας είδε λοιπόν ένας Γερμανός στρατιώτης που είχε υπηρεσία στο αυτοκίνητο κλοβό - ραδιογωνιόμετρο. Ήταν τέσσερα πέντε μέτρα πιο ’κει από μας, έξω ακριβώς από τη χαμηλή λασπόκτιστη μάντρα που έφερνε γύρω όλο το κτήμα τους και που για πόρτες είχε απλά ανοίγματα. Πήδηξε το τοιχάκι κι ήρθε κοντά μας. Τον ξέραμε. Έπαιζε απρόσκλητος συχνά μαζί μας ποδόσφαιρο, μ’ ένα πάνινο τόπι που είχαμε. Μάλιστα όταν μας κέρδιζε, του ’λεγα: σάιζεν Χίτλερ και το ’σκαζα, γιατί με κυνηγούσε να με δείρει. Μιαν άλλη φορά θυμάμαι που μας ρώτησε, πώς λέμε σε μια κοπέλα στα Ελληνικά σ’ αγαπώ. Προφταίνω τότε και του λέω: – Σε σιχαίνομαι, μωρή! Το ’μαθε απ’ έξω αφού το επανάλαβε πολλές φορές, μ’ άσχημη βέβαια προφορά κι όταν τελείωσε η βάρδια του έφυγε για να συναντηθεί με μια δικιά μας κοπέλα. Γύρισε το βράδυ ενώ δεν είχε υπηρεσία, μ’ άρπαξε και δεν ήξερα για πιο λόγο μου τις έβρεχε στον πισινό.
Ήρθε λοιπόν κοντά μας χαμογελαστός και ζύγισε στο χέρι του την πέτρα. Εμείς είχαμε σταθεί δύο τρία βήματα μακριά σε σχήμα πέταλου γύρω από το γερμανό στρατιώτη και περιμέναμε. Αυτός, καμπούριασε το σώμα του, παίρνοντας το στιλ δισκοβόλου, έκανε δυο ζωηρούς γύρους επί τόπου όπως κάνουν οι αθλητές και ετοιμαζόταν να την αφήσει να πάει πέρα μακριά, όταν η πέτρα του ξεγλίστρησε από το χέρι και βρήκε κατευθείαν στα χείλια τον Μελέτη που έπεσε ανάσκελα ξερός. Είχαμε μείνει άλαλοι όλοι. Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα καθόλου να είμαι στη θέση του Γερμανού. Είχε χλομιάσει κι ήταν έτοιμος να πέσει κάτω λιπόθυμος κι αυτός. Άλλωστε παιδί ήταν, δεκαεννιά με είκοσι χρόνων. Όταν συνήλθε μέσα στο σπίτι του ο Μελέτης, που τον μεταφέραμε όσο διαρκούσε η λιποθυμία του κι είδε από πάνω του τη μάνα του, της είπε με χείλια πρησμένα και γεμάτα αίματα: – Τι κακό όνειρο που ήταν αυτό, μαμά. Τέλος, ειδοποίησε ο Γερμανός την υπηρεσία του από το τηλέφωνο που είχαν στο ραδιογωνιόμετρο και ήρθαν και πήρανε τον Μελέτη, για τις πρώτες βοήθειες. Λίγες μέρες αργότερα, πήραμε την πέτρα και την ρίξαμε σ’ ένα ξεροπήγαδο που ήταν λίγο πιο κάτω, κοντά σ’ ένα ξεροπόταμο, λες και έφταιγε αυτή. Μερικοί Γερμανοί που είχαμε γνωρίσει, μετά τον πόλεμο, ήρθαν τουρίστες στην Ελλάδα και πέρασαν να μας δούνε. Εγώ ήμουνα με μετάθεση της υπηρεσίας μου στην Κρήτη, βρήκαν τον Μελέτη και τον Μιχάλη και μου το είπανε όταν συναντηθήκαμε. Δεν θυμόμουνα όμως για ποιούν απ’ όλους μου λέγανε. Ακόμα, μετά την απελευθέρωση φέρανε οι Άγγλοι μερικούς Γερμανούς στρατιώτες, αιχμαλώτους πολέμου και σκάβανε τα θεμέλια της μάντρας του Αγγλικού Νεκροταφείου, που πέρναγε είκοσι μέτρα από το σπίτι των Παπασιδέρηδων. Πήγαμε κοντά τους κι οι τρεις και τους πιάσαμε κουβέντα. Ο Μελέτης τα ήξερα καλύτερα απ’ όλους μας τα γερμανικά. Φύγαμε λυπημένοι. Άνθρωποι κι αυτοί, άνθρωποι κι εμείς. Ο Ριχάρδος με κοίταγε με λοξό μάτι, που τους λυπόμουνα. Πήρε ο Μελέτης το ακορντεόν βγήκε στη βεράντα στο ισόγειου του σπιτιού τους κι έπαιζε γερμανικές μελωδίες. Δεν ήμουν λοιπόν Εθνικόφρων, μα δεν είχα εκδηλώσει ποτέ φανερά ποιο ήταν το πολιτικό μου πιστεύω. Πάντα όμως κάτι πήγαινε στραβά! Για παράδειγμα όταν προσελήφθην στον ΟΤΕ, μας δώσανε να συμπληρώσουμε και να υπογράψουμε κι ένα χαρτί απ’ τα πολλά, μ’ ένα σωρό μη τεχνικές ερωτήσεις. Π.χ., αν ήμαστε στην ΕΠΟΝ ή στα Αετόπουλα ή σ’ άλλη αριστερή οργάνωση. Αν ήταν ο πατέρας μας ή η
μάνα μας ή κάποιος συγγενής μας στον ΕΛΑΣ, στο ΕΑΜ ή στο ΚΚΕ. Εγώ βέβαια για τον εαυτό μου, την αδερφή μου και για τους γονείς μου δεν είχα τίποτα, αλλά είχα το θείο μου τον Λουκά, τον αδερφό της μητέρας μου που όπως είπα ήταν οργανωμένος στον ΕΛΑΣ, μα δεν έγραψα τίποτα. Πάνω όμως στη βιασύνη μου να συμπληρώσω γρήγορα και τ’ άλλα χαρτιά που μας έδωσαν, εκεί που ρωτούσαν: επιδοκιμάζετε τη δράση των κομουνιστών, έγραψα ένα: βεβαίως, με κεφαλαία! Ούτε ναι, ούτε όχι, βεβαίως! Όταν δε με ρώτησε ο γραμματέας της Υποδιεύθυνσης που δίναμε εξετάσεις: – Πώς γίνεται να είσαι αρχηγός στους προσκόπους, να είσαι γραμμένος στη ΧΑΝ (τίποτα το σπουδαίο αγγλικά μάθαινα και μη μου πείτε γιατί δεν πήγαινα να μάθω ...Ρωσικά, σαν το Νώντα Παπαγεωργίου, κολχοζικό Κοινοτάρχη στη Λάμπαινα Μεσσηνίας, που μου έλεγε πως τα Ρωσικά είναι η γλώσσα του μέλλοντος), και να επιδοκιμάζεις τη δράση των κομουνιστών, έμεινα να τον κοιτάω απορημένος. – Νόμιζες πως γράφει, αποδοκιμάζετε, έτσι δεν είναι, μου είπε. Και συνέχισε: Καλά πήγαινε, το διόρθωσα εγώ. Πριν φύγω, πρόλαβα και είδα το ερωτηματολόγιο που είχα συμπληρώσει και που το είχε μπροστά του. Στην επίμαχη ερώτηση είχαν τραβηχτεί γραμμές πάνω στο βεβαίως με πιο σκούρο χρώμα μπικ και πιο δίπλα, με το ίδιο μπικ και με ξένο γραφικό χαρακτήρα, να γράφει: Όχι. Είχα στενοχωρηθεί για την απροσεξία μου. Να σταδιοδρομήσω πήγαινα, πού βρέθηκε αυτό το: βεβαίως; Από την άλλη μεριά το κρυφοχάρικα. Δεν είχα εξαναγκαστεί να πω άλλα από αυτά που ενδεχομένως θα ήθελα να πω. Κι ήτανε κι εκείνο το παιδικό τραύμα: Ζητούσα από το θείο μου Λουκά να με γράψει στην ΕΠΟΝ, αλλά αυτός δεν ήθελε. Δεν μ’ έπιανε το μάτι του. Αλλά εκείνο που μ’ ενοχλούσε πάντα με τους Αριστερούς, με τους αντάρτες του δεύτερου γύρου και που το είχα χρεώσει σαν παθητικό στην Αριστερή παράταξη, ήτανε το παιδομάζωμα. Δεν το δεχόμουνα. Με στεναχωρούσε που μάζευαν τα παιδιά και τα οδηγούσαν σε γειτονικές χώρες. Πάντα όμως βιαζόμουνα να διώξω από τη σκέψη μου αυτό το δυσάρεστο γεγονός. Δεν ήθελα να το θυμάμαι ούτε και είπα ποτέ σε κανέναν πως ήμουνα ενοχλημένος από τη βίαια απομάκρυνση τόσων παιδιών από τις εστίες τους: από τη μάνα τους, τον πατέρα τους, από τ’ αδέρφια τους, τους συγγενείς τους, τους φίλους τους. Είναι η πρώτη φορά που το λέω. Αυτός είναι κι ο λόγος νομίζω που πήγαινα με τον Κίμωνα Κασιμάτη στην παιδούπολη του Έδεμ, δίπλα από τον ξεροπόταμο και κάναμε συγκεντρώσεις στην ομάδα προσκόπων που είχαμε φτιάξει από παιδιά της παιδούπολης, απ’ τα ανταρτόπληκτα όπως τα λέγαμε. Ήθελα να εξιλεωθώ για τη σιωπή μου; Δεν ξέρω. Τ’ ότι δεν ήμουν Εθνικόφρων, τ’ ότι πίστευα δηλαδή πως οι Αριστεροί είχαν το δίκαιο με το μέρος τους και πως τελικά, τελειωμένα πράγματα,
μια μέρα στον κόσμο θα επικρατούσε ο σοσιαλισμός, ο κομουνισμός, εν πάση περιπτώσει η εργατική κι η αγροτική τάξη, ήταν αιτία να τα βρω μπαστούνια μια μέρα και στο στρατό. Ας ήμουνα στους προσκόπους, ας ήμουνα στη ΧΑΝ. Φαίνεται πως ήμουνα κρυφοκουκουεδάκι και ασυναίσθητα δεν έχανα ευκαιρία να το κρυφοδείχνω. Έτσι, όταν στη Βασική Εκπαίδευση, που έκανα στις Διαβιβάσεις στο Χαϊδάρι, μας έδωσαν να συμπληρώσουμε κάτι χαρτιά κι έφτασα εκεί που έλεγε: Ποια είναι η γνώμη σας για τον κομουνισμό, απάντησα χωρίς πολύ σκέψη, πως δεν έχω γνώμη! Αυτό έγραψε και o Βασίλης, ένας συνάδελφός μου που κοιμόταν στο πάνω μέρος του κρεβατιού και με ρώτησε τι να γράψει. Δεν έχω γνώμη… Συνεχίζεται…
ΕΠΙ ΤΗ 39η ΕΠΑΙΤΕΙΩ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙΣΗΣ ΕΠΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑΝ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Οι ισχυροί συγγενείς του Αντώνη Λιβάνη, οι οποίοι ως γνωστό τον γλύτωσαν επί Γερμανικής Κατοχής από τα χέρια των ΝΑΖΙ, και όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκε η απόφαση που είχαν πάρει να τον εκτελέσουν ως πολέμιό τους, αλλά τον άφησαν οι κατακτητές και ελεύθερο (βλέπε ηλεκτρονικό τεύχος μας 112, σελ. 3 έως 10). Eπί Χούντας των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1972, από εισπράκτορας λεωφορείων του ΚΤΕΛ Αχαΐας, μεταμορφώνεται σε «εκδότης», καταπατώντας χωρίς ντροπή την κατοχυρωμένη στο Υπουργείο Βιομηχανίας επωνυμία μου «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ», ώστε να σπείρει σύγχυση, μια που το ενοχλητικό έντυπό μου με την ίδια επωνυμία, στεναχωρούσε τους φίλους του. Τα παρακάτω τ’ άφησε στα χέρια της Εθνοσωτήριας Κυβέρνησης των Συνταγματαρχών. Όπου, ο Αντώνης Λιβάνης, ενώ λέει ότι καταδιώκετε, αγκαζάρει δύο (2) γνωστούς του, ίδιας στόφας, και συντάσσουν με (2) δύο συμβολαιογράφους, στην καθαρεύουσα παρακαλώ, την παρακάτω αισχρή συμβολαιογραφική πράξη: ΕΠΕ (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης). Προσοχή στην ημερομηνία: 6-4-1972.
ΑΡΙΘΜΟΣ 5416 ΣΥΣΤΑΣΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΡΑΧ. 220.000.Εν Αθήναις σήμερον την έκτην (6) του μηνός Απριλίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού εβδομηκοστού δευτέρου (1972) έτους, ημέραν Πέμπτην και εν τω ενταύθα και επί της οδού Σταδίου αριθμός 39 κειμένω συμβολαιογραφείω μου ιδιοκτησίας Ειρήνης συζύγου Ανδρέου Κριεζή ενώπιον εμού του Συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑΝΟΥ, εδρεύοντος ενταύθα, παρουσία και του επί συμπράξει προσληφθέντος συναδέλφου μου Συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών Βασιλείου Κλεάρχου Καντιάνη, εδρεύοντος ενταύθα, γνωστού μοι και μη εξαιρετέου ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και μη εξαιρετέοι κ.κ. 1) Έλλη σύζυγος Σπυρίδωνος Παρασκευοπούλου, θυγάτηρ Παντελή και Ελευθερίας Καψή, οικοκυρά, κάτοικος Αθηνών (Βασιλέως Γεωργίου 28) γεννηθείσα εις Μυτιλήνη (ταυτότης Α. 063362/1962 του Α΄ Παρ. Ασφ. Αθηνών), 2) Ιωάννης Γεωργίου και Δήμητρας Χαραλαμπόπουλος, μηχανολόγος, κάτοικος Γλυφάδας Αττικής (Πρίγκηπος Πέτρου 17), γεννηθείς εις Ψάρι Τριφυλλίας Μεσσηνίας, το έτος 1919 (ταυτότης Η. 886809/67 του Ι΄ Παραρτήματος Ασφαλείας Αθηνών) και 3) Αντώνιος Ηλία και Παναγιώτας Λιβάνης, έμπορος, κάτοικος Αθηνών (Καλλιγά 44), γεννηθείς εις Πάτρας το έτος 1925 (ταυτότης Α. 908858/1964 του Τμήματος Γενικής Ασφαλείας Πατρών), οίτινες ητήσαντος την σύνταξιν του παρόντος και συνομολογήσαντες εδήλωσαν και συναπεδέχθησαν τα ακόλουθα. Οι συμβαλλόμενοι δηλούν ότι, έχοντες την Ελληνικήν Ιθαγένεια, συνιστώσιν μεταξύ των εταιρείαν Περιωρισμένης Ευθύνης, ης το Καταστατικόν συμφώνως τω Νόμω 3190/1955 έχει ούτω:
Κ Ε ΦΑ Λ Α ΙΟΝ Α΄ ΕΠΩΝΥΜΙΑ – ΕΔΡΑ – ΣΚΟΠΟΣ – ΔΙΑΡΚΕΙΑ Ά ρ θ ρ ο ν 1ον.Συνιστάται εταιρεία Περιωρισμένης Ευθύνης υπό την επωνυμίαν «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης. Κτλ., βλέπε ηλεκτρονικό τεύχος 109, σελ. 6 έως 17. Όπως του είχαν υποσχεθεί (του Αντώνη Λιβάνη), η Εθνική Κυβέρνηση των Στρατοκρατών κράτησαν το λόγο τους και: Έτσι, το 7ο Επιτελικό Γραφείο της ΧΧ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στις «αρμόδιες» υπηρεσίες της Μεραρχίας, με ημερομηνία εγγράφου 2-8-1972, διατάζει ν’ απαγορευθεί η κυκλοφορία του περιοδικού «Νέα Σύνορα», διότι: «το περιοδικό «Νέα Σύνορα» είναι «λογοτεχνικό περιοδικό με συνεργάτες κομμουνιστάς». Προσοχή παρακαλώ την παραπάνω ημερομηνία: 6-4-1972. Γνωστό δε πως κανένας από τους συμπράξαντες για την καταπάτηση του εκδοτικού σήματος «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ», δεν είναι Κομμουνιστής. Ούτε ο εκδότης του «ενοχλητικού λαθρόβιου εντύπου» με την ίδια επωνυμία, ήταν ή είναι Κομμουνιστής. Ας ξαναδούμε τις ημερομηνίες: Σύσταση ΕΠΕ: η 6-4-1972. Απαγόρευση κυκλοφορίας του ενοχλητικού περιοδικού: η 2-81972. Δηλαδή, μεσολάβησαν τέσσερις μήνες. Όσο χρειάζεται για να συζητηθεί, να αποφασιστεί, να συνταχθεί, να καθαρογραφεί και να δακτυλογραφηθεί με άνεση ένα έγγραφο. Τι συμπέρασμα βγάζετε; Θα ευαισθητοποιηθεί κάποτε η Δικαιωσύνη στον τόπο μας, ώστε ν’ αρπάξει αυτούς τους κυρίους από το γιακά; Για περιμένουν να έρθει στα πράγματα η «Χρυσή Αυγή»;
«Νέα Σύνορα» Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας. Τεύχος 119. Χρόνος 44ος, Ιούλης - Σεπτέμβρης 2013 Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.neasynora.gr // e-mail: neasynora@otenet.gr www.nea-synora.gr // e-mail: valaskantzis@gmail.com Η εκχώρηση ονόματος χώρου [gr] εγκρίθηκε από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στ’ όνομά μας. Ακόμα το εκδοτικό σήμα «Νέα Σύνορα», για να προστατεύεται, το έχουμε καταθέσει από το 1970 στο Υπουργείο Εμπορίου «Τμήμα Σημάτων». Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» (neasynora@otenet.gr). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» (babiniotis@t-online.de)