Τεύχος 120, 2013

Page 1

Μενέλαος Λουντέμης (1906 – 1977)


Εσείς κι εμείς: Στο εξώφυλλο ο Μενέλαος Λουντέμης. H φωτογραφία από το opencalendar.gr – Είμαστε στο τεύχος 120. Χρόνος 44 ος, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 2013. Από το ηλεκτρονικό τεύχος 103-104 του 2008 έως το τεύχος 119 του 2013 συμπεριλαμβανομένου, στα site: neasynora.gr και neasynora.gr, μας επισκέφτηκαν 15.436 αναγνώστες των τευχών μας, κι από διάφορες χώρες, όπως: (A) Afghanistan, Albania, Andorra, Argentina, Armenia, Australia, Austria, Azerbaijan. (B) Bahrain, Bangladesh, Belarus, Belgium, Bosnia, Brazil, Bulgaria, Burma. (C) Canada, Chile, China, Croatia, Cyprus, Czech Republic. (D) Denmark, Dubai. (E) Egypt. (F) Finland, France. (G) Germany, Great Britain, Greece. (H) Hong Kong, Hungary. (I) Iceland, India, Iran, Iraq, Ireland, Israel, Italy. (J) Japan. (K) Kazakhstan, Kuwait. (L) Latvia, Lebanon, Libya, Luxembourg, Mexico, Morocco. (M) Macedonia, Maldives, Malta, Malaysia, Masqat. (N) Netherlands, Nepal, New Zealand, North Korea, Norway. (P) Pakistan, Paraguay, Peru, Philippines, Poland, Portugal. (R) Republic of Serbia, Romania, Russian Federation. (S) Saudi Arabia, Serbia, South Κorea, Slovakia, Spain, Sweden, Switzerland, Syria. (T) Taiwan, Thailand, Tunisia, Turkey. (U) Ukraine, United States. (V) Vietnam. Αυτά να τα βλέπουν αυτοί (της γνωστής «παραπολιτικής» τρόικας) που καταπάτησαν και χρησιμοποιούν παράνομα το κατοχυρωμένο εκδοτικό σήμα μας «Νέα Σύνορα», 41 χρόνια τώρα. Αυτή η βρωμερή Τρόικα που μας βασανίζει τόσα χρόνια, είναι γνωστά στιγματισμένα «πολιτικά» πρόσωπα, που κουβαλάνε στην πλάτη τους σωρό παρανομίες. Ποιος δεν ξέρει τις παρανομίες του Γιάννη Χαραλαμπόπουλου, του Γιάννη Καψή και του Αντώνη Λιβάνη. Αυτών των αδίστακτων βασανιστών, που με κάποια δουλικά ανταλλάγματα, επέζησαν πολιτικά, για να βασανίζουν αθώους, τίμιους πολίτες. Δύο ποιητικές νότες Μεγάλη καταδίκη μας κληροδότησε ο πλάστης: Κάθε φορά που αποπατούμε, η ματιά μας να στρέφεται στις ακαθαρσίες μας. Μεγαλύτερη όμως θαρρώ καταδίκη δεν υπάρχει από το που είσαι φορές αναγκασμένος να στρέφεις τη ματιά σου σε μερικούς Λιβάνηδες, σε μερικούς Θαλασσινούς. Αθήνα, 17-6-2005 Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ. Μενέλαος Λουντέμης


Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Εκδόσεις ηλεκτρονικών βιβλίων Περιοδικών – Εφημερίδων

Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας «Νέα Σύνορα», τεύχος 120. Χρόνος 44ος, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 2013. Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ.: 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.neasynora.gr // e-mail: neasynora@otenet.gr www.nea-synora.gr // e-mail: valaskantzis@gmail.com Η εκχώρηση ονόματος χώρου [gr] εγκρίθηκε από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στ’ όνομά μας. _________________

Ο Μενέλαος Λουντέμης


Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος

Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Η «πένα» του έχει αμεσότητα, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα», διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Γεννήθηκε το 1906 ή κατ' άλλους το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού (Λουδίας). Από τον ποταμό Λουδία εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης. Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη» και να ανασάνει οικονομικά. Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, λόγω των πολιτικών του περιπετειών και της οικονομικής του ανέχειας. Το 1938 ήταν ήδη


φτασμένος συγγραφέας και τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν». Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» αναφέρονται «...προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας…». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος». Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ». Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ για τον Λουντέμη. Εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την πατρίδα, «ένα ελληνικό καφεδάκι... μια ρετσίνα...», έγραφε σ' ένα φίλο του. Μετά την μεταπολίτευση ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον «ερασιτεχνικό» τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η


κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Κνουτ Χάμσουν, Μαξίμ Γκόργκι, Παναΐτ Ιστράτι κ.ά.): ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Στη λογοτεχνία του Λουντέμη δεσπόζει η τάση του να στρέφεται εξ' ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και το οποίο μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Μέρος της κριτικής (Ζήρας) του καταλογίζει τεχνικές και εκφραστικές ατέλειες, στρατευμένο ύφος που αποβαίνει σε βάρος της οικονομίας της αφήγησης, αλλά αναγνωρίζει τον λυρικό του οίστρο. Κάποιοι άλλοι θεωρούν το έργο του απολύτως ξεπερασμένο σήμερα, καθώς αναφέρεται σ’ ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια. Ποιήματα του Λουντέμη μελοποίησαν οι αδερφοί Κατσιμίχα («Ερωτικό Κάλεσμα») και ο συνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης («Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος») με ερμηνευτή τον Αντώνη Καλογιάννη.

Ο Μενέλαος Λουντέμης με τη γυναίκα του και την κόρη τους Μυρτώ, μπροστά στην ξύλινη βεράντα της οικίας Χατζοπούλου, στο Καλαμάκι


Ο «θάνατος» της Μυρτώς Δεν θυμάμαι πότε έμαθα το «θάνατο» της Μυρτώς. Θυμάμαι πότε έμαθα πως ήταν εσκεμμένο ψέμα o θάνατός της. Ήταν το 1972. Πήγα στο σπίτι της Ρίτας Μπούμη – Παπά, για να πάρω κάποια συνεργασία της για το περιοδικό μου «Νέα Σύνορα». Είδα στο σαλόνι της που με πέρασε, να κάθεται μια όμορφη κοπέλα. Με είδε η Ρίτα που την κοιτούσα, και μου λέει: – Να σου συστήσω από δω κ. Βαλασκαντζή, την κόρη του Μενέλαου Λουντέμη. – Η κόρη του Λουντέμη, έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια είπα (βλ. ηλεκτρονικό τεύχος 119, σελ. 67). Όντας στην Αθήνα ο Λουντέμης λαμβάνει γράμμα από τη γυναίκα του που έχει πια υπογράψει δήλωση και έχει φύγει με το παιδί τους, τη Μυρτώ, για τη Γερμανία. Η είδηση τον συγκλονίζει. Το παιδί είναι νεκρό... Τού έγραφε ψέματα όπως θα μάθει χρόνια αργότερα... Ο ποιητής συγκλονίζεται και γράφει το ποίημα «Η Μυρτώ χάθηκε»: Η Μυρτώ χάθηκε Πού χάθηκες κοριτσάκι; «Μυρτώ... Μυρτώ...» Γέμισα τον κόσμο. Έσπειρα τον κόσμο με τ όνομά σου. Μα εσύ δεν βρέθηκες. Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι; Ποια φτερά σε σήκωσαν απ τη ζωή; Ρωτώ τους δρόμους: «Μην ακούσατε κάτι βηματάκια; – ήταν πολύ αλαφρά». Κείνοι πνίγονται στη σκόνη. Δεν απαντούν. Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι; Αν μου το κάναν αυτό οι ουρανοί, πώς μπόρεσαν; Πώς μπόρεσαν κείνοι να σ αγαπήσουν πιο πολύ απ τον πατέρα;


Ρωτώ τους αέρηδες αυτούς που ρχονται απ τα δάση, απ τη γη, απ τις θάλασσες. «Ήταν κάτι λογάκια που μύριζαν πασκαλιά μην τ άκουσε κανείς;» Κείνοι βογκούν σαν λαίμαργα πουλιά Και φεύγουν. Πού χάθηκες κοριτσάκι; Ρωτώ τα φύλλα, τα καΐκια, τους ατμούς. Τα μπουμπούκια που ξεκίνησαν απ την ανυπαρξία. Τα σύννεφα ... «Μην είδατ ένα προσωπάκι; – Ήταν πολύ αχνό». Σωπαίνουν. Πού χάθηκες κοριτσάκι; Τα μάτια μου θα σ έβρισκαν και δίχως φως. Και δίχως ήλιο θα σ έπιαναν τα δάχτυλά μου. Πώς χάθηκες λοιπόν μικρό μου; Πότε μεγάλωσε τόσο πολύ ο κόσμος, ώστε να μπορέσεις να χαθείς εσύ; Εγώ θα σ έβρισκα... Ας είσαι μικρό σαν το χνουδάκι. Σαν πεταλούδα ας είσαι αλαφρό. Αδύνατο, σαν τη φλογίτσα του κεριού, ας είσαι. Εγώ θα σ έβρισκα. Γιατί σωπαίνεις; Γιατί σωπαίνεις, λοιπόν, κοριτσάκι; Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις. Αν δεν μπορείς να τους πεις να με φωνάξουν. Τότε κλάψε, κοριτσάκι. Κλάψε! Και τ αυτιά μου θα σ ακούσουν. Κι ύστερα ας μην ακούσουν πια άλλην μουσική στον κόσμο.


Ο ποιητής Μενέλαος Λουντέμης κατά κόσμον Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης, γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης το 1912. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Ήταν το μόνο αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάστασή του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσουφλίδη. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Τάκης Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματά του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» το 1938 και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του ή Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη». Πρόσφυγας από την Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη, έργα του Γαλλικού ποταμού. Στην Δ΄ τάξη του – εξατάξιου τότε – Γυμνασίου «απεσύρθη» για πολιτικούς λόγους και απεβλήθη απ’ όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να διοριστεί βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης» το 1938 και να ανασάνει κάπως οικονομικά. Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα


ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη. Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο – ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους έλληνες συγγραφείς και μια κόρη, τη Μυρτώ. Ο Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του «ερασιτεχνικού» τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο – αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Για τον Μενέλαο Λουντέμη, βλέπε και στο προηγούμενο ηλεκτρονικό τεύχος μας: 119, έτους 2013, σελ. 64, 67, 68, 69, 70 και 71.


Η επιστροφή του Λουντέμη στην Ελλάδα (1976) (η φωτογραφία είναι από το PoliticoKafeneio.com) Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια 

Μενέλαος Λουντέμης - Ποιήματα Μενέλαος Λουντέμης (Κωνσταντινούπολη 1906 - Ἀθήνα 1977): (ψευδώνυμο τοῦ Γιάννη Βαλασιάδη)· πεζογράφος καὶ ποιητής. Ἐρωτικὸ κάλεσμα Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά. Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια. Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές. Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες. Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά. Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος. Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά. Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια. Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί. Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.


Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων. Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.

Ὁ σταχτὺς θάνατος Θαρροῦσα ὡς τώρα - φίλοι μου καλοί θαρροῦσα ὡς τώρα... πῶς ὅλα τὰ πράματα βαδίζουν στὴ γῆ μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα. Ἡ Χαρὰ ἄσπρη. Ἡ Θλίψη χλωμή. Ὁ Ἔρωτας ρόδινος. Ο Θάνατος μαῦρος. Ἔτσι θαρροῦσα... Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου, μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα. Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα. Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα... Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα. Ἔτσι νόμιζα.

Μὰ μιὰ μέρα... Μιὰ μέρα - φίλοι μου καλοί ἕνα σταχτὺ σύννεφο ἄφησε τὸν οὐρανό του κι ἔπεσε στὴ κάμαρά μου. Καὶ τότε... ὅλα... ἔχασαν τὸ χρῶμα τους. Η Θλίψη ἔγινε σταχτιά. Σταχτιὰ κι η χαρά. Σταχτὺς κι ο Ἔρωτας. Καὶ σταχτύς - ἀλίμονο - κι ο Θάνατος. Ὦ Σειρῆνα, ἐσύ... Ἐσὺ ποὺ τά ῾βαψες ὅλα. Ποὺ τ᾿ ἄλλαξες ὅλα,


γιατί δὲν ἄφηνες τὸ Θάνατο - τουλάχιστον αὐτόν νὰ μὲ πάρει μὲ τ᾿ ἀληθινό του χρῶμα;

Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό, ἦταν ἕνα γραμμόφωνο. Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο. Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι, ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο, γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του. Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό, ἦταν ἕνας Ἔρωτας. Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη, γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο γιὰ νὰ πει τὸ καημό του. «Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν ἄλλων ματιῶν μεθύσια καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά; Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε, Ἔρωτα χρυσομάλλη, ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη, ἦταν ἡ Λησμονιά». Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό, δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας, δὲν ἦταν ἕνας πόνος. Ἦταν μισὸς ἔρωτας - μισὸς πόνος καὶ μιὰ μισὴ πλάκα, πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό: «Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ... ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...» Θέ μου! Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!


Ἕνα πονετικὸ χέρι, γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά, ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας, ὁλόκληρο τὸ τραγούδι: «Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν τὰ μαγεμένα βέλη; Ἔρωτα Μακιαβέλλι. Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν, μὲ δάκρυα πικραμένα, καρφιά ῾ταν πυρωμένα καὶ μπήχτηκαν βαθιά». ..................................

Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι; Μὴ μοῦ χτυπᾶτε. Δὲν εἶμαι ῾δῶ. Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη. Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι. Μάταια χτυπᾶτε. Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω. Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου, οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου. Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι. Δὲν εἶμαι ῾δῶ. Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο σ᾿ ἕνα κόσμο, - φέρετρο ὅπου ἀπαγορεύεται - μὲ κίνδυνο ἀνάστασης ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου! Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι. Κάνετε λάθος. Λάθος στὸ σπίτι. Λάθος στὴ πόρτα. Λάθος στὸν αἰῶνα. Λάθος. Λάθος. Λάθος!


Γι᾿ αὐτὸ πάψτε. Πάψτε - γιὰ τὸ Θεό - νὰ μοῦ χτυπᾶτε! Σᾶς τὸ ξαναλέω - μή! Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ. Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα κι ἀκροβάτισα ἀράχνη, ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα. Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα, ποὺ - ἀλίμονο - εἶχε τ᾿ ὄνομά μου! Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης. Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη. (Τέσσερα Ποιήματα ἀπὸ τὴν συλλογή: «Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας»).

---------------------Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουνε καὶ φέτος στὴν αὐλὴ καὶ θὰ γεμίσουν μ᾿ ἄνθια τὸ παρτέρι. Πικρὴ ποὺ εἶν᾿ ἡ Ἄνοιξη σὰν εἶσαι δίχως ταίρι! Πικρὴ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή! Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὴ πρωϊνὴ γιορτή, γιὰ νά ῾μπουν οἱ μοσχοβολιὲς ἀπὸ τὸ περιβόλι. Ἂχ κάθε του τριαντάφυλλο καὶ μία πλήγη ἀπὸ βόλι, εἶναι γιὰ ῾σὲ ποιητή! Κουράστηκα νὰ σὲ καρτερῶ, Ἔρωτα καὶ νὰ λιώνω, ῾πὰ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς σκυμμένος, μιὰ ζωή. Μ᾿ ἂν ἤτανε νὰ ῾ρχόσουνα γιὰ ἕνα ἔστω πρωΐ, χίλια θὲ νά ῾δινα πρωϊνά, νὰ ζήσω ἐκεῖνο μόνο. ---------------------Θρόμβοι αἱματένιοι στοῦ κλαβιέ, κυλῆσαν τὴ καδένα. Κόκκινη γύρη, ποὺ τὸ δρόμο πῆρε τῆς νοτιᾶς. Ψυχή, ποὺ θάλασσα ἔγινες, - μιὰ θάλασσα φωτιᾶς -... Μπαλάντα τοῦ Σοπὲν Νούμερο Ἕνα.


.................................... Ἀντίο Γαλήνη τώρα πιά. Ἀντίο σεμνὴ Ἡσυχία κι ἀντίο ῾σὺ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ, Χαρὰ ποὺ στ᾿ ἀποδείπνι σου δὲ βρῆκα οὔτε ψιχία καὶ καλῶς ᾖρθες βιαστικὲ καὶ βίαιε Χαλασμέ! Στάχτη ἡ Ἀγάπη. Ἡ Ἐλπίδα ἀβέβαιη καταχνιά. Καπνίλα, αἱμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι... Μὲς στὶς ρωγμὲς ὁ Θάνατος, σὰ κρύος βοριάς, τρυπώνει κι οἱ ἄνθρωποι - σφάγια - τόνε προσμένουν στὰ παχνιά! Ὀρθὴ ἡ Φοβέρα μοναχὰ καὶ μοναχὰ ἡ Ὀργή, - κλᾶψτε μικροί, ποὺ γιὰ μεγάλοι ῾χατε φτάσει Ἡ Δόξα ἐφτερούγισε, λίγο νὰ ξαποστάσει, ἐπάνω στὰ κεφάλια σας καὶ μίσεψε γοργή! Μικρὲ Ἐαυτέ, ποὺ γιὰ αητὸς ἀνέβαινες κι ἀπὸ ψηλά, τὸν ἥλιο βάλθηκες, σὰ σύννεφο νὰ ῾σκιώσεις. Γραμμένο σου ἤτανε σὰ σύννεφο νὰ λιώσεις καὶ σὰ βροχὴ νὰ πέσεις χαμηλά. Καὶ τώρα ἀπὸ τὸ χῶμα αὐτό, ποὺ ποτισμένο τό ῾χω ῾γώ μὲ τῶν ματιῶν μου τὴ βροχὴ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου, ζητῶ φωτιά, ἀπ᾿ τὴ στοργὴ τοῦ τελευταίου ἐντόμου, ν᾿ ἀνάψω, νὰ πυρποληθῶ καὶ νὰ φλεγῶ! Τοὺς πράους δὲ κατάφερα νὰ τοὺς λατρέψω καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσω πού ῾κλαιαν, πάνω στοὺς ἄδειους μώλους. Εἶν᾿ ἡ καρδιὰ μ᾿ ὁλόκλειστη γιὰ τοὺς οὐράνιους, δυνατούς. Καὶ γιὰ τοὺς γήϊνους... καὶ γιὰ ὅλους... καὶ γιὰ ὅλους... Στιγμὴ δὲ τὴ ξεδίψασα τὴν ἄγρια ῾παντοχή μου, θλιμμένος κι ὄντας ἔκλαιγα καὶ ποὺ τραγούδαγ᾿ ὄντας... Καὶ τὸ κοράκι, ποὺ ἀπ᾿ τὰ Ἠλύσια μ᾿ ἔφερε πετώντας, γιὰ πληρωμή, μοῦ πῆρε τὴ ψυχή μου! ............................... Καλή μου τέλειωσε ὁ Σοπέν; Ἂ πόσο ὑπέροχη ἤσουν! Κι ἐγὼ δὲ μπόρεσα ἁπλόν, οὔτ᾿ ἕναν ἔπαινο νὰ βρῶ. Μὰ πῶς νὰ σὲ παινέψουνε, πῶς νὰ χειροκροτήσουν,


τὰ χέρια τοῦτα ποὺ τριάντα χρόνια, κάμαν στὸ σταυρό; (Δύο ποιήματα ἀπὸ τὴν Συλλογή «Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουν καὶ φέτος»)

 Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2011 Μενέλαος Λουντέμης - απόσπασμα

«…Η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει τη ζωή μας… Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας. Λοιπόν; …Σ’ άφησε; Σε πρόδωσε; Καλύτερα έτσι. Θα ‘χεις κουράγιο να ξαναδοκιμάσεις. Αν έμενε, κι ανακάλυπτες τι ψεύτικο μικροπραγματάκι ήταν, θα πληγωνόσουν για πάντα. Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν τη χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθησή της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν τη χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν’ την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’ την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις. Σαν να της κλείνεις το δρόμο να ξανάρθει. Κοίταξέ με προσεχτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο. Ήταν τρελλή; Ήταν άρρωστη; …Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο. Κείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο. Γιατί τώρα στα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις θα τα πιεις και


τα δύο μαζί. Ένα ένα δε στα δίνουν. Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;…» (Μενέλαος Λουντέμης, απόσπασμα από το βιβλίο «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους»)  Υπάρχει θέση στη σκέψη μας, υπάρχει χώρος στις κουβέντες μας για ένα σπουδαίο Έλληνα πεζογράφο που ''έφυγε'' πριν από 34 χρόνια; Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Ιανουαρίου 1977, ενώ οδηγούσε. Τι τραγική ειρωνεία! Η καρδιά που θα 'λεγες πως βαστούσε χρόνια την πένα του, αυτή η ίδια καρδιά τον είχε προδώσει... Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης. Προσφυγόπουλο από την Αγία Κυριακή της Κωνσταντινούπολης. Το ψευδώνυμό του το πήρε από το Λούντα, παραπόταμο του Εδεσσαίου, όπου συνήθιζε παιδί να περνά πολλές ώρες. Έζησε σκληρά παιδικά χρόνια, υποχρεώθηκε στη βιοπάλη και την περιπλάνηση ανά την Ελλάδα, στοιχείο που θα εμπνεύσει αργότερα τη λογοτεχνική του παραγωγή. Έγραψε περίπου 50 βιβλία. Το 1938 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημά του «Τα πλοία δεν άραξαν». Στη διάρκεια του πολέμου έλαβε μέρος στην Αντίσταση κι ο Εμφύλιος τον βρήκε στην εξορία. Το 1956 δικάστηκε για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες», ενώ δυο χρόνια αργότερα κατέφυγε στη Ρουμανία. Το 1962 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975... Το ''Ένα παιδί μετράει τ' άστρα'' το διάβασα στα δεκατρία μου. Σίγουρα δεν κατάλαβα και πολλά τότε. Στην πραγματικότητα το Λουντέμη τον ''συνάντησα'', τον ''ανακάλυψα'' σε αρκετά μεγάλη ηλικία, στα εικοσιένα. Κι ήταν τότε που τα βιβλία του είχαν γίνει, θαρρείς, η φυσική προέκταση των χεριών μου. Κοιμόμουν, ξυπνούσα, βάδιζα κι η σκέψη μου, η έγνοια μου όλη, ήταν ο ίδιος κι ό,τι είχε γράψει. Το πάθος, η αμεσότητα, ο λυρισμός, η αγάπη στους ωραίους αγώνες και τον άνθρωπο, ο ιδανικός έρωτας, όλα στοιχεία του σπουδαίου έργου του και της ψυχής του. Την ώρα που «ανοίγει την καρδιά του και τις καρδιές των άλλων». Παρόλο που πολλά πράγματα έχουν απομυθοποιηθεί πια κι άλλα τόσα έχουν μπει στη θέση που τους ταιριάζει, ο Μενέλαος Λουντέμης εξακολουθεί να είναι για μένα ο αγαπημένος μου - ο λατρεμένος μου συγγραφέας.


Όταν το 1996 σε μια εκδρομή στην Έδεσσα, επισκέφτηκα το χωριό Εξαπλάτανος, βρέθηκα μπροστά σε ένα πραγματικά αποκαρδιωτικό θέαμα. Ένα σπίτι ερείπιο, ξεχασμένο, σε απόλυτη αποσύνθεση, με μια σκεπή έτοιμη να καταρρεύσει, με σπασμένα τζάμια, βγαλμένη πόρτα είχε μετατραπεί σε έναν αληθινό σκουπιδότοπο. Στην πρόσοψή του όμως μια επιγραφή έστεκε ασάλευτη με κεφαλαία γράμματα: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ. Σιωπή κι ύστερα απόγνωση. Πώς γίνεται το σκοτάδι να νικάει το φως; Κι εγώ που νόμιζα πως το αντίθετο συμβαίνει... Ο Μενέλαος Λουντέμης, ωστόσο, αυτό το αιώνιο τρυφερό παιδί που μετράει τ' άστρα κουτσαίνοντας, συνεχίζει να ζει μέσα από τα βιβλία του και ν' απευθύνεται σ' όποιον ονειρεύεται ν' αλλάξει τον κόσμο, κάνοντας αρχή από τον ίδιο τον εαυτό του...  Ο Μενέλαος Λουντέμης θα αφιερώσει ένα ποίημα σ αυτά τα αγέρωχα αγριοπούλια που φτάνουν σ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου μες στην καρδιά του χειμώνα: Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο Απ τ ακρωτήρι που κυττάει προς τα πελάγη μες σ ένα σύννεφο απ αμμόσκονη και φως, Με τ ανοιξιάτικου πρωινού τις ηλιαχτίνες κινούνε, κι έρχονται, και φτάνουνε, καθώς - σμήνος χαρμόσυνο - οι μικρές μας χρυσαϊτίνες. Ξαναγυρνούν οι ουρανοί οι λησμονημένοι. Μεθυστικός δονεί στα στέρνα μας σεισμός. Στ ακροθαλάσσι μας φτεροκοπούν αλκυόνες. Περνάει φλογάτη μια βραγιά από ανεμώνες, που τις μαστίγωσε ο χιονιάς, κι ο φασισμός. Καλωσορίσατε. Σα φύλλα από βιολέτες, τα λόγια αυτά από τα τραγούδια μου μαδώ, καθώς ο μπάτης το μαντήλι μου φουσκώνει Πάω να σας δείξω ουρανό και δείχνω σκόνη Δεν έχουμε άλλο τίποτα εδώ. Περνάει η γυναίκα, - η Ανδρομάχη, η Ηγερία Περνάει μαζί της η φωτιά και το νερό. Μα οι ραβδισμοί βαρειά τα γόνατα λυγάνε. ʼ! Τη γυναίκα, που δεν πρέπει να τη χτυπάνε ούτε και με της μύγας το φτερό.


Πρώτη περνά παραμερίστε να διαβεί Περνάει πικρή, βαλαντωμένη, η νέα μητέρα. Μικρή τρυγόνα, δίχως ταίρι και φωλιά. Η αυγουστιάτικη περνάει μοσκοβολιά, της νέας μας θρησκείας η πλατυτέρα. Περνάει η Μάνα γονατίστε - η μαύρη Μάνα Στήθος κλειστό σαν ιερό εκκλησιάς βουβής. Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της, τα Σκοπευτήρια που ματώσαν τα όνειρά της, καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής. Περνούν οι ωραίες ωραίες όλες, ως τη μια: Τα έκθαμβα μάτια, τ ανυπόμονα τα χείλη. Περνάει η νέα Ελληνίδα η ανθοστήλη. Όλες ωραίες ωραίες όλες - ως τη μια. Για να περάσουνε πετούμε τις πληγές μας γιασεμιά Λεύκες ολόρθες που εθροούσατε μακρυά μας τρεις αργοκίνητους αιώνες, τρεις χρονιές. Σήμερα θύελλα, αύριο πείνα οι παγωνιές. Ζούσατε κάτω απ τη βροχή κι απ τη στοργή μας (μια βαρβαρότητα όλη η μέρα σας ωμή) Με λίγα ψίχουλα από ελπίδα και ψωμί. ʼ, τα τραγούδια που θα λέαμε στη χαρά μας Τάπαμε κλάματα τρεις χρόνους στη σειρά, για τα χαμένα καλοκαίρια τα παιδιά μας, που άφησαν βίαια τη ζωή με μια κραυγή, και το γαρούφαλο του έρωτα απ το στόμα τους το φορέσανε στο στήθος μια πληγή. Και τα κορίτσια, τ ανθισμένα, ωραία, κορίτσια. Που ακινητούν σε κοιμητήρια βραδυνά, λιγνά φυτά, κεραυνωμένα απ το δρολάπι, πούφυγαν άξαφνα απ το πλάι σας με ένα «αχ»!.. πριν να προφτάσουν να στενάξουν απ αγάπη. Μα ας τη σκορπίσουμε τη θλίψη αυτή την ώρα. Κι ας ξεδιπλώσουμε στον ήλιο τη χαρά. Καλωσορίσατε! Κι οι γάζες μας μαντήλια! (ʼ, τι γλυκά η πληγή μας τώρα που πονεί) Καλωσορίσατε! Ξεβράχνιασε η φωνή!


Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!

Μία Επιστολή

7/6/2013 11:44 πμ Προς valaskantzis@gmail.com<valaskantzis@gmail.com>; Αγαπητέ κύριε Βαλασκαντζή, καλημέρα σας. Αν και έχω ένα μεγάλο αριθμό τευχών των Νέων Συνόρων, του περιοδικού σας, μου λείπουν και ορισμένα. Μήπως μπορείτε να με πληροφορήσετε λ.χ. που μπορώ να βρω το τεύχος 63 του 1977, όπου δημοσιεύονται επιστολές του Νίκου Καχτίτση προς τον Μιχ. Βουδούρη; Υπάρχει κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο που διαθέτει τεύχη; Σημειωτέον, ότι έγραψα δυο φορές στον Μιχ. Βουδούρη, στη διεύθυνση της Ολλανδίας που μου έδωσε η Ρουμανίδα γυναίκα του, αλλά δεν είχα απάντηση, ίσως λόγω των περιπετειών της υγείας του. Σας χαιρετώ, Αλέξης Ζήρας

Αγαπητέ κύριε Αλέξη Ζήρα, Αν έρθετε στο γραφείο μου (Αγ. Αποστόλων 6, Κυψέλη) θα βρείτε το 63ο τεύχος του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα», αλλά και όσα άλλα σας λείπουν. Ευχαριστώ. Δημήτρης Βαλασκαντζής


H συνέχεια του ιστορήματός μας από το προηγούμενο, 119 τεύχος μας

Και στρατιώτης… Τα χρόνια περνάνε πολύ γρήγορα, έτσι έφτασε η στιγμή να παρουσιαστώ στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεως (ΚΕΔ) στο Χαϊδάρι, για να υπηρετήσω τη θητεία μου. Τότε δούλευα σε μια επιχείρηση στην οδό Κοραή που κατασκεύαζε ραδιόφωνα και παρακολουθούσα μια βραδινή σχολή ραδιοτεχνιτών. Η επιχείρηση είχε στο ισόγειο τα γραφεία της και τα εργαστήριά της στον πάνω όροφο. Λίγο πιο κάτω, στην πλατεία Κλαυθμώνος, ήταν και η σχολή που φοιτούσα. Κάποιο απόγευμα, βγαίνοντας από την εξώπορτα της επιχείρησης, «πέφτω» πάνω στον Ριχάρδο που κατηφόριζε την Κοραή κουτσαίνοντας, βοηθούμενος από τη γνωστή μαγκούρα του. – Επ’ τι γίνεσαι, τον ρώτησα. Προσπάθησε να με αποφύγει, παρακάμπτοντάς με. Τον ακολούθησα. Τον είδα πως κοιτούσε με τρόπο πίσω του, αν τον ακολουθώ. Άνοιξα το βήμα μου και τον έφτασα. – Δεν μας μιλάς, τον ρώτησα. – Γιατί να σου μιλήσω; Σε ξέρω; Με ξέρεις; Πώς με λένε, ξέρεις; Τον κοιτούσα αποσβολωμένος και με κάποια πίκρα στο βλέμμα μου. Τί να του απαντούσα πως τον λένε, Βασίλη ή Ριχάρδο; – Γιατί κάνεις πως δε με ξέρεις, του είπα. Με φοβάσαι μη σε καταδώσω; Το παιδί που εμπιστευόσουνα και που το συμβούλευες να είναι τίμιο, έγινε καταδότης; Κι ήμουν έτοιμος να κλάψω. – Με συγχωρείς Δημήτρη, δεν σε γνώρισα. Πέρασε τόσος καιρός από τότε. – Δεν πειράζει, δεν πειράζει, του είπα καταπικραμένος κι ανηφόρησα την Κοραή μονολογώντας: Ριχάρδε ή Βασίλη με τις αφιερώσεις σου… Ριχάρδε ή Βασίλη με τα παχιά σου λόγια…


Στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων Στο ΚΕΔ που πήγα αφού μας δώσανε τα στρατιωτικά και αλλάξαμε κι αφού ασφαλίσαμε τα πολιτικά μας ρούχα σε δέματα, μας δώσανε να συμπληρώσουμε κάποια χαρτιά με ερωτήσεις και μία απ’ αυτές ήταν: Ποιά γνώμη έχετε για τον κουμμουνισμό. Εγώ χωρίς καθυστερήσεις και εσωτερικές αναστολές, έγραψα πως δεν έχω γνώμη. Ναι, δεν είχα γνώμη. Τί ήξερα από Κομμουνισμό, για να έχω και γνώμη; Όταν με φώναξε στο Διοικητήριο, στον πρώτο όροφο, ο αξιωματικός του Α2 γραφείου, για να δει υποθέτω τι σόι φρούτο είμαι και με ξαναρώτησε, του απάντησα θαρρετά πως ναι, δεν έχω γνώμη. Είχε το βαθμό του λοχαγού. – Πώς δεν έχεις γνώμη ρε, δεν είσαι άνθρωπος εσύ, μου αντέτεινε. – Είμαι άνθρωπος, επέμενα, αλλά δεν έχω γνώμη. – Μας γράφεις εδώ πως είσαι και αρχηγός προσκόπων. Τι σόι αρχηγός προσκόπων είσαι και δεν έχεις γνώμη, έκανε φτιαχτά απορημένος. – Στους προσκόπους, του απάντησα ήσυχα, μας έχουν μάθει να μην ανακατευόμαστε με την πολιτική. – Πολιτική είναι οι κομμουνιστές ρε, μου φώναξε άγρια και σηκώθηκε απ’ το γραφείο του έτοιμος να μου ριχτεί. Τον συγκράτησε όμως ένας άλλος αξιωματικός συνεργάτης του, υπολοχαγός, που ήταν μέσα. – Έξω, έξω, μου φώναξε μανιασμένος ο λοχαγός, δείχνοντάς μου την πόρτα και κοιτώντας με μοβόρικα. Βγήκα έξω και περίμενα πλάι απ’ την πόρτα, χωρίς να φαίνομαι από τους δύο αξιωματικούς. Δεν μου ’χε πει να φύγω… Τους άκουγα που συζητούσαν μέσα. Ο λοχαγός εκνευρισμένα, δυνατά. Ο υπολοχαγός ήρεμα και κάτι του έλεγε αλλά δεν τ’ άκουγα, δεν τα ξεκαθάριζα. – Ακούς εκεί το τσογλάνι, πολιτική οι κομμουνιστές! Αυτός θα είπε και στον άλλο, να γράψει πως δεν έχει γνώμη. Δεν μ’ άφησες να τον πάρω με τις κλοτσιές στις σκάλες. Μετά λίγο βγήκε ο υπολοχαγός απ’ το γραφείο για κάποια δουλειά, με είδε και με ρώτησε τι κάνω εκεί. – Τι να κάνω, είπα μουδιασμένα κι ένιωσα τα πόδια μου να μη με στηρίζουν καλά, κάτω από το χοντρό χακί παντελόνι. Βασική εκπαίδευση κάναμε, είμαστε όλοι «τρακαρισμένοι». – Να πας στο λόχο σου. – Ακόμα εδώ είναι αυτός, άκουσα το λοχαγό να φωνάζει από μέσα. Έφυγα τροχάδην. Με τον υπολοχαγό είχα ξανασυναντηθεί στο στρατόπεδο. Είχα πάρει το μεσημεριανό φαγητό στην καραβάνα και στο άλλο χέρι τη μισή κουραμάνα και καθόμουνα στον ήλιο κι έτρωγα μαζί με πολλούς άλλους


συναδέλφους μου. Μας είχαν μεγάλα μακριά τραπέζια και πάγκους μέσα σε κάτι μεγάλες σκηνές στο προαύλιο, εκεί δηλαδή που καθόμαστε τώρα και τρώγαμε, αλλά ήταν πολλά τα άτομα και δεν αρκούσαν οι θέσεις, αλλά κι η Οκτωβριανή λιακάδα δεν μας έκανε καρδιά να μπούμε μέσα και να ψάξουμε στις σκηνές για κάποια θέση. Είχαμε καθίσει κατάχαμα στη λιγοστή πρασινάδα, με την καραβάνα ανάμεσα στα πόδια μας και τρώγαμε. Τότε φάνηκε ο υπολοχαγός. Κοίταξε ένα γύρω τους συναδέλφους μου, σταμάτησε σε μένα και με ρώτησε: – Είναι στρατιώτες μέσα στις σκηνές; Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα στα μάτια, μα δεν του απάντησα αμέσως. Την απάντηση: ναι είναι μέσα φαντάροι, τη θεώρησα αστεία, γιατί οι φωνές και τα γέλια των στρατιωτών που τρώγανε κάτω απ’ τις σκηνές, χαλούσαν τον κόσμο. Τους άκουγε κι ο ίδιος. Παρ’ όλα αυτά με ξαναρώτησε: – Είναι στρατιώτες μέσα στις σκηνές; – Είναι, είναι, του είπα. Δεν τους ακούτε που κοντεύουνε να σχηματίσουν κυβέρνηση; – Τι κάνουν, τι κάνουν, με ρώτησε απορημένος. Παράτησα το φαγητό και σηκώθηκα όρθιος. Τί την ήθελα πάλι την εξυπνάδα; Τον είδα να με κοιτάει προσεχτικά και να μισοχαμογελάει. – Είναι, είναι, βιάστηκα να ξαναπώ. – Μη σηκώνεσαι, μη σηκώνεσαι, μου είπε αλλά είχα σηκωθεί πια. – Πώς σε λένε, με ρώτησε τώρα με το ίδιο προσεχτικό κοίταγμα και το ίδιο μισοχαμόγελο. – Στρατιώτης Δημήτριος Βαλασκαντζής, κλάσεως 1951, 27β ΕΣΣΟ, εξ Αθηνών, άρχισα να παρουσιάζουμε φωναχτά, φέρνοντας το δεξί χέρι στο κεφάλι όπου φορούσα τον μπερέ, χαιρετώντας και στεκάμενος προσοχή. Οι συνάδελφοι παράτησαν το φαΐ και κοιτούσαν περίεργοι, ποια εξέλιξη θα είχε η κουβέντα μου με τον κύριο υπολοχαγό. Δεν έγινε τίποτα από αυτά που φοβόντουσαν. Ήρθε ο υπολοχαγός λίγο πιο κοντά μου, μου κατέβασε το χέρι που τον χαιρετούσα κλαρίνο μέχρι τότε και μου είπε: – Κάτσε να φας. Κι εσείς οι άλλοι, γύρισε στους συναδέλφους μου, τελειώστε το φαΐ σας, και μπήκε σβέλτα στην πιο κοντινή σκηνή. – Έλα, ψάρακα, έσκισες, μου είπε κάποιος φαντάρος κι αρχίσαμε όλοι να γελάμε. Εγώ πετούσα. Είχα κολακευτεί από τη χειρονομία του υπολοχαγού. Δεν είχα όρεξη να φάω άλλο! Σηκώθηκα, πήγα προς τα βαρέλια να ρίξω το υπόλοιπο φαγητό, όταν άκουσα κάτι τσιγγανάκια που ήταν σκαρφαλωμένα απ’ έξω στη μάντρα του στρατοπέδου να φωνάζουν: – Εδώ, εδώ, φαντάρε, μην το πετάς το φαγί.


Σταμάτησα με την καραβάνα έτοιμη να αναποδογυριστεί και γύρισα πίσω το κεφάλι να δω σε ποιο φαντάρο μιλούσαν τα παιδιά. Κανείς!.. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα, ότι είχα πάει στρατιώτης... Την άλλη φορά που συνάντησα τον υπολοχαγό, ήταν ένα απόγευμα στα σκαλιά του κτιρίου της ΣΑΔ (Σχολή Αξιωματικών Διαβιβάσεων). Με ρώτησε τι ήθελα εκεί κι όταν του είπα πως πήγα να δω κάποιο συμμαθητή μου απ’ το γυμνάσιο που τώρα ήταν ΥΕΑ (Υποψήφιος Έφεδρος Αξιωματικός), μου είπε όλος χαμόγελο, αστεία: – Θα πεθάνετε κι οι δύο! Μου ’δωσε το χέρι, χαιρετηθήκαμε κι έφυγε προς τα έξω. Εγώ δεν παρέλειψα να τον χαιρετήσω στρατιωτικά κι αυτός μου το ανταπέδωσε. Και τώρα αυτή η ταπείνωση... Να στέκομαι με τρεμάμενα πόδια, έξω από το γραφείο τους και μετά να φεύγω του σκοτωμού για το λόχο μου! Όχι, σκεφτόμουνα, δεν φτιάχνει άνδρες ο στρατός, ανδρείκελα φτιάχνει. Ανθρώπους ανίκανους να σταθούν στα πόδια τους, να υπερασπίσουν τον εαυτό τους κι έτοιμους να εκτελέσουν την πιο απίθανη χοντροκεφαλιά που θα τους διάταζε ο πρώτος γαλονάς... Αν ένας στρατιώτης, έλεγα με το νου μου, τρέμει τους αξιωματικούς που υποτίθεται πως είναι τα μεγαλύτερα αδέρφια του (έτσι μας έλεγαν), τότε τι οικογένεια είναι αυτή που φοβάται το ένα μέλος το άλλο, που φορές το μισεί ή που αλληλομισούνται. Άντε τώρα σε ενδεχόμενο πόλεμο, αυτός ο σαστισμένος στρατιώτης, να πάει στο μέτωπο να πολεμήσει, όταν δίπλα του στο ίδιο χαράκωμα έχει κι άλλον εχθρό! Πειθαρχία δεν είναι: έλα δω ρε βλάκα, πήγαινε ’κει, πέσε κάτω, σήκω ’πάνω. Πειθαρχία είναι ο αλληλοσεβασμός. Πειθαρχώ γιατί πιστεύω στο σωστό που κάνουν όλοι. Όχι γιατί φοβάμαι τον ανώτερο, την τιμωρία. Σήμερα (1993) βλέπω πως με τον υπολοχαγό εκείνο πήγαινα ευχαρίστως να πολεμήσω, έστω με μεγάλο ρίσκο να χάσω τη ζωή μου, να σκοτωθώ. Με τον λοχαγό του Α2 ούτε βήμα. Πέρα που νομίζω πως θα είχα συνέχεια στο νου μου πώς να του κάνω κακό... Δεν ήμουν λοιπόν «Εθνικόφρων», αλλά δεν είχα δώσει κι αφορμή. Στην προκείμενη περίπτωση τι μετρούσε και δεν ήθελε με κανένα λόγο η Υπηρεσία μου, να με στείλει στη Σάμο; Υπήρχε σαν αφορμή, σα δικαιολογία, κάτι... Όταν υπηρετούσα το 1960 στο Σταθμό ασυρμάτου της Όσσας, πάνω στον Κίσσαβο (1978 υψόμετρο), σε κάποια απεργία με εργατικά αιτήματα, λίγο μετά που φύγαμε απ’ το Σταθμό μ’ έναν άλλο συνάδελφο, τον Χαράλαμπο Παπαγεωργίου (μεγαλύτερο αδερφό του κολχοζικού Κοινοτάρχη της Λάμπαινας Μεσσηνίας που αναφέρω πιο πάνω), στο δίκτυο εκδηλώθηκε ανωμαλία κι έγινε διακοπή. Ο φύλακας του Σταθμού κάποιος ονόματι Κώστας Ζέστας, που ζούσε με την οικογένειά του στο χωριό Σπηλιά, κάτω, μακριά τρεις ώρες με τα πόδια, κομματικός παράγοντας σ’ αυτό εδώ το χωριό του τότε Πρόεδρου της Βουλής


Κωνσταντίνου Ροδόπουλου, ο οποίος είχε μείνει επάνω για να επέμβει σε περίπτωση πυρκαγιάς, είπε στους προϊσταμένους μου, πως όταν έφευγα του είπα χαμογελώντας, πως δεν θα ’χουμε πάει πιο κάτω και θα γινόταν διακοπή. Έτσι κι έγινε! Ακόμα, ένας άλλος συνάδελφος που υπηρετούσε στον ίδιο Σταθμό με εμάς, ο Αθανάσιος Τσιμπουρλάς, προϊστάμενος του Σταθμού σαν παλαιότερος τεχνίτης, έγραψε και υπέγραψε αναφορά του προς την Υπηρεσία μας, πως του εκμυστηρεύτηκα ότι εγώ έκανα εσκεμμένα την ανωμαλία στα μηχανήματα, μ’ απώτερο σκοπό να πετύχει η απεργία μας. Αυτά το 1959, λίγα χρόνια μετά τον ανταρτοπόλεμο και με τη Δεξιά στην Κυβέρνηση, σ’ όλη της τη δόξα και που ακόμα και πρώην Αριστεροί για να επιζήσουν είχαν γίνει κομμουνιστοφάγοι. Ένας τέτοιος κομμουνιστοφάγος ήτανε κι ο Κώστας Ζέστας, ο φύλακας του Σταθμού μας. Οργανωμένος από το 1936, έτσι μας είπε, στο ΚΚΕ με δράση. Είχε μάλιστα σκοτώσει κι ένα χωριανό του, κτυπώντας τον στο κεφάλι μ’ ένα φορτωτήρα στο έμπα του χωριού, μέσα σ’ ένα εγκαταλειμμένο από τότε χαμόσπιτο, για κομματικές διαφορές. Το τελευταίο μας το πρόφτασαν οι συγχωριανοί του και δεν το αρνήθηκε όταν τον ρωτήσαμε: – Δύσκολα χρόνια τότε, μας είπε. – Ενώ τώρα είναι εύκολα, τον ρώτησα. Δεν απάντησε. Ήταν κουτοπόνηρος. Οι χωριανοί του τον έλεγαν λαγό, κατάφερνε να ξεγλιστράει γενικά απ’ τις κακοτοπιές. Φορτωτήρας είναι ένα χοντρό μακριό ραβδί που καταλήγει, όχι πάντοτε, σε διχάλα και που το χρησιμοποιούν σα βοήθημα οι χωρικοί στο φόρτωμα και στο ξεφόρτωμα των ζώων, γαϊδουριών, αλόγων. Αυτόν τον άνθρωπο είχαν απάνω για να φυλάει το Σταθμό, αλλά και να παρακολουθεί τι κάναμε και τι λέγαμε, συστημένος στον ΟΤΕ από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων. Βάλανε έναν εγκληματία να φυλάει εμάς παιδιά ακόμα και φυσικά δεν τη γλύτωσε ο ένας από μας. Σε κάποια διαφωνία του με τον Τσιμπουρλά, που όπως είπα ήταν προϊστάμενος του Σταθμού, δούλεψε πάλι ο φορτωτήρας. Τον κτύπησε δυνατά κι αυτόν στο κεφάλι κι όταν έπεσε κάτω ζαλισμένος, συνέχισε να τον κτυπά βάναυσα, με δύναμη, μέχρι που του έφυγε ο μεγάλος θυμός. Τον άφησε τότε, δεν ήξερε κι αυτός πόσο τραυματισμένο, μισολιπόθυμο, μόνο του στα 1978 υψόμετρο, που για να έρθει βοήθεια χρειαζόντουσαν τρεις ώρες το λιγότερο και λάκισε για το χωριό του. Αν γλύτωσε το θάνατο ο Τσιμπουρλάς, ήταν γιατί έκρυψε το κεφάλι του μέσα στο στήθος του και το σκέπασε με τα χέρια και με τα πόδια, όπως είχε πέσει κάτω κι είχε γίνει κουβάρι. Έτσι, τα πολλά κτυπήματα τα έφαγαν τα χέρια του, που του τα κούλανε. Φυσικά το επεισόδιο φρόντισε ο Ζέστας να γίνει, όταν ήταν μόνος του ο Τσιμπουρλάς στο Σταθμό. Έτσι είναι, όλα εδώ πληρώνονται...


Αυτό και άλλα πολλά από τον προστατευόμενο του κ. Προέδρου της Βουλής, λες και δεν μας φτάνανε οι τόσες δυσκολίες με τη διαβίωσή μας πάνω στο βουνό, που για συντροφιά στη μοναξιά μας μακριά απ’ το σπίτι μας, τους δικούς μας, τους φίλους μας, είχαμε το συνεχή θόρυβο των γεννητριών ρεύματος και των βεντιλατέρ των μηχανημάτων. Χωρίς να υπολογίζουμε στην ταλαιπωρία που μπαίναμε, κάθε φορά που θέλαμε να κατεβούμε ή ν’ ανεβούμε στο Σταθμό. Πέντε με έξι ώρες πεζοπορία η διαδρομή Συκούρι – Σπηλιά – Σταθμός, και να χώνεσαι φορές τον Χειμώνα μέχρι τη μέση στο χιόνι, για να φτάσεις απάνω ή κάτω ξεπαγιασμένος, μούσκεμα. Στο πρόσωπο δε να έχεις εκτεταμένα εγκαύματα από το χιόνι, που θέριζε όπως ερχόταν με δύναμη στριφογυριστό. Κολλούσε στο πρόσωπό σου κι αμέσως γινότανε πάγος, ένα με το δέρμα τού προσώπου σου. Όταν δε τραβούσες τον πάγο, να φεύγει μαζί του και μέρος απ’ το δέρμα του προσώπου σου: από το κούτελό σου ή το μάγουλό σου, ανάλογα. Τα δάχτυλα των χεριών πρησμένα. Παρ’ όλα τα γάντια, να έχουν βγάλει χιονίστρες. Τα πόδια μούσκεμα, παπαριασμένα μέσα στις γαλότσες, παρά τις μάλλινες κάλτσες. Να έχουν δε πρηστεί και να μη βγαίνουν απ’ τις γαλότσες, να πονάνε αφόρητα. Τελικά οι καταγγελίες του Κώστα Ζέστα και του Τσιμπουρλά δεν αποδείχτηκαν, γιατί η διακοπή προερχόταν από το Σταθμό του Πηλίου κι έτσι γλύτωσα την απόλυση, αλλά και τον Εισαγγελέα. Από το Ζέστα έχω συγκρατήσει και το παρακάτω: Μιλούσε σ’ ένα βοσκάκι, τον Αριστείδη Δοξαρά, που πέρναγε τα γίδια του κοντά απ’ το Σταθμό κι ήρθε να μας δει. Του ’λεγε: – Σ’ είδα όπως ερχόμουνα που κοιμόσουν πάνω στο βράχο, κοντά στο Καταφύγιο. – Ε, και... έκανε ο μικρός. Φοβήθηκες μη μου φάει ο λύκος τα γίδια μεσημεριάτικα; – Όχι, αλλά θα σε δάγκωνε ένα φίδι. – Και το ’διωξες; – Το ’διωξε ο βράχος. Του ’πε: άστον, θα τον δαγκώσω εγώ... Μετά από αυτά καταλαβαίνετε, πως για να πετύχω τη μετάθεση στη Σάμο, θα έπρεπε να έχω κάποιον Άγιο. Πράγματι, είχα Άγιο. Μάλλον απόχτησα δύο Αγίους, ο ένας ήταν γυναίκα. Είχα κατεβεί στον κάτω όροφο απ’ αυτόν που έκανα βάρδια, στη Γραμματεία, για να ρωτήσω την τύχη της αίτησής μου για μετάθεσή μου στη Σάμο. Εργαζόμουνα τότε στον 5ο όροφο Πατησίων 85. Όταν γύρισα στην αίθουσα των μηχανημάτων, πρέπει να ήμουν στεναχωρημένος και να φαινόταν, γιατί με πλησίασε ένας συνάδελφος, ανώτερος από ’μένα στο βαθμό, ο Παναγιώτης Ασδεράκης και μου είπε:


– Δημήτρη, αν θες να πας στη Σάμο, να κάνεις αυτό που θα σου πω εγώ. Τον κοίταξα αμήχανα, δύσπιστα. – Να πας να βρεις τη γυναίκα του Δασκαλάκη και να της πεις ότι η Σάμος είναι η ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών σου, πως εκεί έχεις σπίτι και πολλούς συγγενείς, όπως είναι αλήθεια, και πως θα ’ναι καλύτερα και για την άρρωστη μητέρα σου, αν μπορούσες να μετατεθείς εκεί. Τον άκουγα με κατεβασμένο κεφάλι. Ο Δασκαλάκης, πατριώτης του Ασδεράκη, Κρητικοί κι οι δύο, ήταν ο προσωπάρχης της Υπηρεσίας μας, ό,τι ήθελε έκανε. Εμένα όμως ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να με δει. Ήταν δυνατό να του γυρίσει το μυαλό η γυναίκα του; Μάλιστα πριν μερικές μέρες πέρασα από τα γραφεία για ν’ αφήσω μια ποιητική συλλογή μου κι όταν μπήκα στο δικό του μου είπε κοιτώντας αλλού, πως δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος μαζί μου. Συνέχισε δε να μου κάνει παρατηρήσεις και μη θέλοντας να συγκρουστώ μαζί του είπα: – Αν εσείς νομίζετε πως είναι έτσι, έτσι θα είναι. Γυρίζει τότε και μου λέει θυμωμένα: – Δεν μου λες, χάρη μου κάνεις; Πήγαινε στην εργασία σου. Μαλάκωσε λίγο όταν του είπα, πως είχα πάει για να του αφήσω το βιβλίο μου. Τώρα με συμβούλευε ο Ασδεράκης, να πάω να βρω τη γυναίκα του! Εύκολο ήταν; Παρ’ όλα αυτά πήγα. Πήρα τη διεύθυνση από τον Ασδεράκη, πήρα και άδεια εξόδου. Έμεναν σ’ ένα παλιό σπίτι στην οδό Δεληγιάννη, απέναντι σχεδόν απ’ το τριγωνικό παρκάκι. Δεληγιάννη είναι η κεντρική οδός που πηγαίνει για το σταθμό Λαρίσης. Κτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξαν με μηχανισμό από πάνω. Μπήκα, έκλεισα την πόρτα κι άρχισα ν’ ανεβαίνω μια απότομη ξύλινη σκάλα. Από το κεφαλόσκαλο μια γυναικεία φωνή με ρώτησε ποιος είμαι και τι θέλω. Σταμάτησα ν’ ανεβαίνω, σήκωσα τα μάτια και είπα: – Την κυρία Δασκαλάκη, παρακαλώ. Στην κορυφή της σκάλας, στεκόταν μια συμπαθητική κουρασμένη γυναίκα με τσεμπέρι στο κεφάλι και ποδιά για το νεροχύτη μπροστά της. Σίγουρα θα είναι η υπηρέτρια, σκέφτηκα. – Η κυρία Δασκαλάκη δεν είναι εδώ. Έχει ανέβει στο Κέντρο της Αθήνας για ψώνια και δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσει, μου απάντησε η κουρασμένη φιγούρα. Είπα ευχαριστώ και γύρισα να κατεβώ τα λίγα σκαλιά που είχα ανεβεί. – Ποιος να της πω ότι τη ζήτησε, άκουσα πίσω μου την ίδια φωνή. Είπα χωρίς να γυρίσω όσο μπορούσα ευγενικά: – Δεν πειράζει, θα ξαναρθώ, ευχαριστώ. Κι έκλεισα μαλακά την πόρτα πίσω μου. Ο Ασδεράκης μόλις με είδε, με ρώτησε:


– Εντάξει; – Τι εντάξει, δεν ήταν εκεί. Είχε ανέβει για ψώνια στο Κέντρο, του απάντησα. – Ποιος σου τα ’πε όλα αυτά, με ρώτησε. – Η υπηρέτρια... – Ποια υπηρέτρια, δεν έχουν υπηρέτρια. – Ήταν μια γυναίκα του λαού με φακιόλι και ποδιά κουζίνας. – Την πάτησες Δημήτρη, η Δασκαλάκαινα ήτανε... Κατέβασα το κεφάλι. – Τι κάνω τώρα, τον ρώτησα. – Να ξαναπάς!.. Την άλλη μέρα ξαναπήγα. Μου άνοιξε η ίδια κουρασμένη γυναίκα. Ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και της άπλωσα το χέρι. – Καλημέρα σας κυρία Δασκαλάκη. – Με ποιόν κύριο έχω την τιμή, με ρώτησε και μου ’δειξε καρέκλα να καθίσω. Ήταν ένα πολύ άνετο σαλόνι, στο οποίο βρισκόσουνα μόλις τελείωνες το τελευταίο σκαλί της απότομης σκάλας. Κάθισε κι αυτή. Της είπα με ποιόν είχε την τιμή και ποιο ήταν το πρόβλημά μου. Για τη χθεσινή μου επίσκεψη, κουβέντα. Σε λίγες ημέρες είχε βγει η απόφαση κι έφευγα με τη μητέρα μου για το Καρλόβασι. Η Αγία Δασκαλάκαινα έκανε το θαύμα της και δε μετρήθηκαν ούτε η «εσκεμμένη ανωμαλία», ούτε η αντιπάθεια που μου είχε ο άνδρας της. Κι αυτά τρεις μήνες μετά την Εθνοσωτήριο!.. Ας είναι καλά η χριστιανή. Ο Άγιος Ασδεράκιος μόλις έμαθε απ’ τη Γραμματεία πως φεύγω, με πήρε παράμερα και μου το ’πε. Μου είπε ακόμα: – Προς θεού μην κάνεις την κουταμάρα και πάρεις τηλέφωνο το Σταθμό της Σάμου και τους πεις πως μετατέθηκες εκεί, χάθηκες. Κουβέντα. Να τους παρουσιαστείς σα φάντης μπαστούνι. Τόσα χρόνια είναι αυτοί εκεί κάτω, ας πάει και κάποιος άλλος. Κατάλαβα τι μου έλεγε ο Παναγιώτης Ασδεράκης. Υπήρχε φόβος, αν μάθαιναν οι συνάδελφοι που υπηρετούσαν στο Σταθμό της Σάμου πως πήγαινα με μετάθεση εκεί, να πάρουν κάποιο τηλέφωνο και να μην προλάβω ούτε στο πλοίο να μπω και να ’χει ακυρωθεί η μετάθεσή μου. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει με τον Θανάση Τσιμπουρλά. Ο Τσιμπουρλάς μέσω των πεθερικών του (ήταν παντρεμένος από την περιφέρεια εκείνη, το Συκούρι), κατάφερε μέσω του Ροδόπουλου (είχε μεγάλη πέραση σ’ όλη τη Θεσσαλία ο τότε Πρόεδρος της Βουλής), να πάρει μιαν υπόσχεση για μετάθεση στη Ρόδο. Την επεδίωκε καιρό. Όταν λοιπόν από το ιδιαίτερο γραφείο του Ροδόπουλου τον ειδοποίησαν πως φεύγει για τη Ρόδο, έπιασε το τηλέφωνο ο καλός σας και είπε στους


συναδέλφους εκεί, πως εντός της βδομάδας παίρνει μετάθεση για την πόλη της Ρόδου κι αν μπορούσανε να του βρούνε σπίτι (είχε και δύο μικρά παιδιά). Αυτό ήταν! Μόλις έκλεισε τη γραμμή ο φίλος μας ο Θανάσης, δούλεψε το σύρμα, και αντί για τη Ρόδο, βρέθηκε στη ...Λαμία! Όταν πήγα στο Σταθμό μου φέρθηκαν ψυχρά. Ο ένας απ’ αυτούς με κράτησε στην εξώπορτα και μου ζήτησε να δει την απόφαση της μετάθεσής μου για να μου επιτρέψει να μπω μέσα. Το οξύμωρο είναι πως με γνώριζαν όλοι. Το προ προηγούμενο καλοκαίρι μάλιστα τους είχα επισκεφτεί και δε βρήκαν καμία πρόφαση, κανένα λόγο, για να μη μου επιτρέψουνε να μπω, να κάτσω και να τηλεφωνήσω στο Σταθμό της Αθήνας, όπου υπηρετούσα τότε. – Κανονικά θα έπρεπε να μη σου επιτρέψουμε την είσοδο, μακάρι να κρατούσες και εκατό διαταγές μεταθέσεως, μου είπε. – Καλά, τον ρώτησα, τι είναι ο Σταθμός εδώ, φέουδό σας;.. – Φέουδό μας είναι, ήρθε κοφτή η απάντηση. Εδώ, συνέχισε οργισμένος, είναι τα συμφέροντά μας... – Δηλαδή εμένα πού είναι τα συμφέροντα μου, στην Όσσα και στην Τήλο; Έλα σώσον Κύριε… Αργότερα έμαθα πως την ημέρα που αναχωρούσα για το Καρλόβασι, κάποιος άλλος «καλός» συνάδελφος, ο Άγγελος Τσαλιαγκός, που εργαζόταν μαζί μου στον Σταθμό της Αθήνας, ένας τεμπελχανάς και μισός που μπαινόβγαινε στις τουαλέτες για να φάει το ωράριο της βάρδιας του, αφήνοντας τα κορόιδα να δουλεύουν, ειδοποίησε τους τεχνίτες στη Σάμο, πως έχω φύγει για ’κει με μετάθεση και να λάβουν τα μέτρα τους. Του απάντησαν τότε κατηγορηματικά, πως ας πήγαινα δεν θα μου επιτρέπανε την είσοδο στο Σταθμό. Ας σημειωθεί πως ο βουλευτής του νησιού είχε συγγενείς τούς δύο από τους τέσσερις τεχνίτες που υπηρετούσαν εκεί. Τον έναν τον είχε πρώτο εξάδελφο και τον άλλο θείο!.. Ο δε γιος του φύλακα του Σταθμού, είχε παντρευτεί την αδερφή τού ενός απ’ αυτούς τους δύο!.. Ο τρίτος είχε κι αυτός τον τρόπο του, όσο για τον τέταρτο ήταν παντρεμένος με τηλεφωνήτρια και συνυπηρετούσαν, αυτός στο Μπουρνιά κι αυτή στο Βαθύ στο ΤηλέπΚέντρο. Ήταν ο πιο σίγουρος πως θα ’μενε, ήταν αβαντάζ που είχε τηλεφωνήτρια σύζυγο. Κι όμως αυτόν φάγανε! Στο Ηράκλειο Κρήτης Η πρώτη μετάθεση στη σταδιοδρομία μου σαν υπάλληλος του ΟΤΕ, ήταν στην Κρήτη. Το ήθελα. Δεν είχα πάει ποτέ. Στις 11-2-1957 το πρωί


βρισκόμουνα στο Ηράκλειο. Πήρα από την Πύλη του Ιησού (Καινούργια πόρτα), το λεωφορείο για τις Αρχάνες – ιστορική κωμόπολη, που στο σημερινό χώρο της, υπήρχε πλούσια μινωική πόλη και σε μια ώρα – παραπάνω, ήμουνα ’κει. Από δω, με τα πόδια, για την κορφή του «ιερού όρους» Γιούχτα (811 μ) – άλλη μια ώρα περίπου, «ακριβώς», πάνω απ’ τις ξακουστές Αρχάνες, για τα θαυμάσια ροζακί επιτραπέζια σταφύλια, που... αλλοίμονο, φεύγουν κατευθείαν στο εξωτερικό, στις ξένες αγορές, με βαπόρια που έρχονται μόνο γι’ αυτό, περιμένοντας να φορτώσουν στο λιμάνι του Ηράκλειου... Ο Σταθμός ασυρμάτου που θα υπηρετούσα σαν τεχνικός, είναι κτισμένος στο «μέτωπο» του ανθρωπόμορφου όγκου. Το βουνό, από μακριά, δείχνει, σαν κεφάλι «φυτεμένο» ανάσκελα στη γη και το πρόσωπο να ξανοίγει τον ουρανό. Ξεχωρίζεις, άνετα, το κούτελο, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, το πηγούνι – κι όλο το υπόλοιπο βουνό και η Κρήτη, σώμα του!.. Εκεί, στη Μινωική εποχή, υπήρχε «Ιερόν κορυφής», οίκος 8Χ5 μ. με επίχρυσον δάπεδον» και περιβαλλότανε με κυκλώπειο τείχος. Σκάψανε για τα θεμέλια του κτιρίου, βρήκαν «είδωλα λατρευτών ανδρών και γυναικών, αναθηματικά μέλη και ζώδια», άλλα σπασμένα κι άλλα άθιχτα. Λένε πως στο Γιούχτα έχει ταφεί ο Ζεύς, υπάρχουν «αποδείξεις». Στους Χριστιανικούς χρόνους, γινότανε λατρεία, για τον Αφέντη Χριστό, στον ίδιο χώρο. Μου είπαν, πως ωραία κομμάτια πήραν ο εργολάβος κι ο μηχανικός(;) κι αργότερα, όταν κτίστηκε το κτίριο κ' ήρθαν οι «σύμμαχοι» (Γάλλοι), για να εγκαταστήσουν τα μηχανήματα, πήραν κι αυτοί! Όταν πήγα, μόνο τα σπασμένα κομμάτια, βρήκα... Με το τέλος του «σχολικού έτους» του 1957, ήρθανε εκδρομή στο Γιούχτα, τα παιδιά του τριτάξιου Γυμνάσιου, από τις Αρχάνες, με την καθηγήτρια τους. Γύρισαν το βουνό, ήρθαν και σε μας. Γνωριστήκαμε και με δύο από αυτά γίναμε φίλοι: Μανώλης Μαρκομανωλάκης, απ’ τις Αρχάνες ο ένας, Μανώλης Αλετράς, απ’ τους Κουνάβους ο δεύτερος, πολύ καλός φίλος, μέχρι σήμερα. Με την καθηγήτρια τους, γίναμε αμέσως φίλοι. Της διάβασα τα πρωτόλειά μου, της έδειξα και κάτι σχέδια με σινική μελάνη – αντίγραφα τα περισσότερα. Λίγες μέρες αργότερα, μου ’στειλε με τον φύλακα(;) του Σταθμού, μια τοπική εφημερίδα που ’βγαινε στο Ηράκλειο, με τις εντυπώσεις της, από την εκδρομή τους κ' είχε μια – δύο φράσεις – φιλόφρονες, για μένα και το έργο μου. Της χάρισα, όταν τη συνάντησα στο Ηράκλειο, ένα σκίτσο αντίγραφο: Ένα φίδι, περιπλεγμένο με μερικά φάκελα αλληλογραφίας, κορνιζαρισμένο. Το ’χε προσέξει, το ανάφερε και στην εφημερίδα, της άρεσε: Βιργινία Βέργη, καθηγήτρια φιλόλογος, απ’ το Φόδελε της Κρήτης. Πού να είναι τώρα; (Τον τέταρτο μήνα του ’13, κοντά μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η Βιργινία, μετά 56 χρόνια που ακολουθούσαμε μαζί την κηδεία του


Καζαντζάκη. Έψαχνε να με βρει, λες και την ηλέκτρισε εκείνο το δικό μου: Πού να είναι τώρα; Της έστειλα την ποιητική συλλογή μου «Φάτις», Αθήνα 2006 και έλαβα τα δικά της: 1) Βιργινία Βέργη - Νέρη: «Η Αίγυπτος μέσα από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Κονταροκτύπημα ιδεών στις φαραωνικές φυλακές. Ανάτυπον από το 17ο τεύχος του περιοδικού «Παλίμψηστον». Βικέλια Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειον 2000. Στο εσωτερικό του μπροστινού εξώφυλλου γράφει με μπικ: Στον συγγραφέα Δημήτρη Βαλασκατζή, τον παλιό αγαπητό φίλο και λάτρη του Καζαντζάκη και της Κρήτης. Με φιλία και εκτίμηση. Βιργινία Βέργη - Νέρη. Χαλάνδρι 11-4-2013. 2 ) Βιργινία Βέργη - Νέρη: «Δύο ανέκδοτες επιστολές του Ιωάννη Νταφώτη προς τον Πρόεδρον της Κριτικής Αδελφότητος Αλεξανδρείας Αιγύπτου Κ. Π. Μανταδάκη. Ανάτυπον. Περιοδικό «Παλίμψηστον» τεύχη 19/20. Βικέλια Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειον 2004-2005. Στο εσωτερικό του μπροστινού εξώφυλλου γράφει με μπικ: Στον συγγραφέα Δημήτρη Βαλασκατζή, τον παλιό αγαπητό φίλο στέλνω αυτή την εργασία μου για να γνωρίσει ένα θρυλικό ήρωα, τον Ιωάννη Νταφώτη που υπήρξε ο υπερασπιστής των Αρχανών κατά την επανάσταση του 1897. Με φιλία και εκτίμηση. Βιργινία Βέργη - Νέρη. Χαλάνδρι 11-4-2013. 3) Βιργινία Βέργη - Νέρη: «Ο δημοδιδάσκαλος Ιωάννης Ν. Ζωγραφάκης, τα χαμένα του χειρόγραφα και η διασωθείσα χειρόγραφη Γεωγραφία της νήσου Κρήτης 1903. Ανάτυπον από το τεύχος του Περιοδικού «Παλίμψηστον». Βικέλια Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειον 2006 – 2007. Στο εσωτερικό του μπροστινού εξώφυλλου γράφει με μπικ: Στο Δημήτρη Βαλασκατζή. Με φιλία και εκτίμηση. Βιργινία Βέργη Νέρη. Χαλάνδρι 11-4-2013. 4) Βιργινία Βέργη - Νέρη: Η Ράλα ή της γυναικός το χρέος. Μια γυναικεία μορφή στην Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη. Ανάτυπο από τη Θαλλώ. Περιοδική έκδοση του Συνδέσμου φιλόλογων νομού Χανίων. Χανιά, Καλοκαίρι 2004, τεύχος 15. Στο εσωτερικό του μπροστινού εξώφυλλου γράφει με μπικ: Στο Δημήτρη Βαλασκατζή, που συνάντησα για πρώτη φορά το 1957στην κορυφή του Γιούχτα στις Αρχάνες Κρήτης, και ξανασυναντώ σήμερα, 7-1-2013 στην Αθήνα, ύστερα από 56 χρόνια… Καλή χρονιά. Με φιλία. Βιργινία Βέργη - Νέρη. Χαλάνδρι 7-12013. 5) Βιργινία Βέργη - Νέρη: Από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη. «Απόλλων Ιδιόφωνο», σελ. 55-70, τεύχος 14, Ιούνιος 2008. Ηράκλειο Κρήτης. 6) Βιργινία Βέργη - Νέρη: «Φόδελε», Τοπία - Θρύλοι και αληθινές ιστορίες, σελ. 255, εκδόσεις: «Δωρικός», Αθήνα 2010. Στην πρώτη λευκή σελίδα γράφει με μπικ: Στο συγγραφέα Δημήτρη Βαλασκατζή, τον παλιό αγαπητό φίλο, που τον γνώρισα πριν 56 χρόνια στην κορυφή του Γιούχτα στις Αρχάνες. Με φιλία και μεγάλη εκτίμηση. Βιργινία Βέργη - Νέρη.)


Έφυγα απ’ το Γιούχτα, με δυσμενή μετάθεση για την Όσσα, 1850 μ. υψόμετρο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα: 30-11-1957. Το χιόνι είχε αποκλείσει την περιοχή από Συκούρι και πάνω – κι όμως ζήτησαν η εκτέλεση της διαταγής τους, να αναφερθεί τ η λ ε γ ρ α φ ι κ ώ ς!.. (Καραγιαννάκος). Η καρδιά μου έμεινε σ’ ένα δωματιάκι και μια κουζινούλα, στο στενό δρομάκο στον Πόρο, που μου ’χε νοικιάσει ο τρίτος Μανώλης – ο Πατσουράκης, με μια χαρακιά στο μικρό αριστερό δάχτυλο, απ’ το τζάμι της μεσαίας πόρτας, που ’σπασε και μ’ έκοψε. Ποτέ ένα τόσο επιπόλαιο τραύμα, δεν κόστισε τόσο πολύ... Το βράδυ στο πλοίο ήρθαν να με αποχαιρετήσουν οι δύο πρώτοι Μανώληδες. Είχα στενοχωρηθεί, φαινόταν... Θα μου πείτε, τί σχέση έχουν όλα αυτά, με τον Νίκο Καζαντζάκη; Έχουν!.. Ό,τι έχει σχέση με την Κρήτη, αφορά τον Καζαντζάκη – είναι Καζαντζάκης! Άλλωστε η επέτειος δεν είναι μόνο γιορτή δική του, γιορτάζει όλη η Κρήτη, όλη η Ελλάδα – όλος ο κόσμος. Κι ό,τι γίνεται στον κόσμο – το είδαμε στα βιβλία του, είναι Νίκος Καζαντζάκης. Με τη Βιργινία ακολουθήσαμε την κηδεία του Καζαντζάκη. Ήξερε πρόσωπα και πράγματα και με κατατόπιζε. Μου ’δειξε ποια, από τις γυναίκες, που ήταν ντυμένες στα μαύρα, ήταν η Ελένη Καζαντζάκη. Μου ’πε πολλά, είκοσι έξι χρόνια πέρασαν από τότε που περιγράφω τις ημέρες εκείνες, πού να θυμάμαι. Από τον Άγιο Μηνά που τον ξενύχτησαν οι δικοί του, στους κεντρικούς δρόμους (Καλοκαιρινού, Βασ. Κων/νου, Πλατεία Ελευθερίας, Γεωργίου του 2ρου, Χαρ. Τρικούπη, Πλαστήρα) και μετά πάνω στο Βενετσιάνικο τείχος, στην Τάμπια του Μαρτινέγκου, κοντά στην καινούρια πόρτα, εκεί θα ήταν το τέλος. Είχαν ανοίξει το λάκκο και περίμεναν. Μπροστά πήγαινε ένας έφηβος, με στιβάνια και κριτικά ρούχα – φορεσιά. Στα χέρια του η «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, σε μεγάλο σχήμα. Το είχα δει, στη βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο – είναι ακόμα εκεί. Ακολουθούσε η σωρός, που απ’ τη μία και την άλλη παράστεκαν ωραίοι έφηβοι, ντυμένοι κι αυτοί με στιβάνια και κρητικά ρούχα, οι συγγενείς, οι φίλοι, ο κόσμος. Δεν ήταν πολύς κόσμος. Για το τεράστιο γεγονός, που κηδεύαμε τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, δεν ήταν πολύς κόσμος. Δεν είχαν αντιληφθεί, τι γινόταν εκείνη τη μέρα; Σημεία των καιρών; 'Όχι πολύς κόσμος, σαστισμένος. Στην Τάμπια του Μαρτινέγκο, λοιπόν! Για τον Καζαντζάκη, δεν υπήρχε κοιμητήρι στην Ελλάδα. Για τους Μεταξάδες βρέθηκε, για τους Ράλλιδες, το ίδιο... Ούτε παπάς!.. Κανένας παπάς, από ολόκληρη πόλη, δεν βρέθηκε, να πει: Εγώ. Τον «συνόδεψε», ο παπα-Κυπριωτάκης, από τον συνοικισμό τ’ Άι - Γιάννη, του Ηράκλειου. Κακορίζικο παπαδαριό. Ο Κυπριωτάκης λοιπόν, ο φτωχοπαπάς, έψαλε και πάνω στον τάφο: Δια


παν πλημμέλημα εκούσιο ή ακούσιο, για όσα ομίλησε ή συνέγραψε και νταν η αγκωνιά από την Βιργινία. Σ υ ν έ γ ρ α ψ ε !..

Τυχερέ Νίκο Καζαντζάκη, αφορισμένε από το παπαδαριό, εκεί πάνω, στην Τάμπια του Μαρτινέγκο, στο Βενετσιάνικο τείχος, που βλέπεις όλο το Ηράκλειο και τις γύρω περιοχές! Που απ’ το Νοτιά τ’ Ατσαλένιο, η Κνωσός, ο Άγιος Σίλας και πιο πέρα ο Γιούχτας – ο Θεός Γιούχτας, που μετράει το μπόι του, με τ’ ανάστημά σου. Που απ’ την Ανατολή, ο Πόρος, του Κοκκίνη το Χάνι, η αμερικάνικη βάση, με τα τεράστια κάτοπτρα, πάνω στην κορφή του βουνού ν’ ανιχνεύουν ασταμάτητα μέρα – νύχτα τους αιθέρες – για την ελευθερία μας! Και πιο πέρα ακόμα, η Χερσόνησος, τα Μάλια! Που απ’ το βοριά, το «Κάστρο», η Θάλασσα, το νησάκι Δία και πέρα μακριά η Σαντορίνη. Που απ’ τη δύση, η Χανιόπορτα, τ’ Ανώγεια, τ’ Αστράκι, ο Μάραθος, το Φόδελε, η πατρίδα του Ελ Γκρέκο. Τυχερέ Καζαντζάκη, που δεν σε βάλανε σ’ ένα μουντό καταθλιπτικό αραχνιασμένο νεκροταφείο, που κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν φεύγει, μα πάνω εκεί, όχι με τους νεκρούς, παρά, με τους ζωντανούς, που κατά χιλιάδες φτάνουν για να σε δουν.


Πήραμε να κατηφορίζουμε για το «Κάστρο» θλιμμένοι: Η Ελένη Καζαντζάκη, η Αναστασία Ζορμπά, η Μαρίκα Παπαϊωάννου (η γυναίκα του Χουρμούζιου), ο Λευτέρης Αλεξίου (αδελφός της Έλλης – η ίδια, ήταν στο εξωτερικό εκείνο τον καιρό), ο Γιώργος Γεωργιάδης, δήμαρχος του Ηράκλειου, ο Γεροκωστόπουλος, υπουργός παιδείας!.. Για τον Μητροπολίτη Κρήτης, Ευγένιο, θέλουν να λένε, πως ξεμπρόστιασε την Κυβέρνηση. Του ’χανε απαγορέψει να «παραστεί» κι αυτός είπε: Σαν Μητροπολίτης υπακούω, σαν ιδιώτης όχι: Πήγε και ξαγρύπνησε το νεκρό, στον Άγιο Μηνά κι αυτός. Όχι πολύς κόσμος λοιπόν, σαστισμένος. Ο μηχανισμός της δεξιάς, είχε δουλέψει μ’ επιμέλεια. Άλλωστε το κλίμα της εποχής!.. Οργίασαν οι βουλευτές, οι παράγοντες και το να πάνε δύο άνθρωποι – όσοι άνθρωποι – δημόσιοι, υπάλληλοι στην κηδεία, ήταν ένας μικρός ηρωισμός ή κουτουράδα δηλαδή, που την πληρώνει κανείς, με μια δυσμενή μετάθεση, που όμως δεν φαίνετε. Βάζουν π.χ. έναν συνάδελφό σου «κουμπουρά» (είχε στο Σταθμό, δύο χειροβομβίδες μιλς και ένα περίστροφο γεμάτο – πού τα ’χε βρει; Σήμερα είναι με καλό βαθμό και σε πολύ καλό πόστο. Παριστάνει και τον ΠΑΣΟΚτζή…) και στην αρχή παραπονιέται εναντίον σου. Μετά το παράπονο γίνεται κατηγόρια κι από ’κει και κάτω, είναι όλα εύκολα – ακόμα κ’ η δυσμενή μετάθεση. Την άλλη μέρα, ανέβηκα στο Γιούχτα. Με ειδοποίησαν να «μπω» σ’ ένα κανάλι – διόδευση, γιατί δεν ακουγότανε καλά. Άκουσα κάποιο δημοσιογράφο να μεταδίδει στην εφημερίδα που εργαζόταν στην Αθήνα, ανταπόκριση για την κηδεία. «Ήταν εκεί» που ο κόσμος πληροφορήθηκε το θάνατο του συγγραφέα του «Καπετάν Μιχάλη», κ’ έλεγε: «Οι μανάβηδες άφησαν τα καφάσια με την πραμάτεια τους στο Μεϊντάνι, οι περιπτεράδες τα περίπτερά τους, οι κουρείς με σαπουνάδες στο πρόσωπο τους πελάτες τους. Ένας χασάπης με τεράστιες μουστάκες πετάχτηκε έξω με τα μαχαίρια της δουλειάς του στα χέρια και ρωτούσε αγριεμένος, αν είναι αλήθεια». – Πώς, έκανε, ο άλλος από την Αθήνα, πώς είπατε κύριε – κι είπε ένα όνομα, «μουσάτος με μαχαίρια»; Και πήγαινε κορδόνι η ασυνεννοησία. Εμ, βέβαια, τόσοι άνθρωποι πούχαμε «μπει μέσα» στη γραμμή, πώς ν’ ακουστούνε, οι άνθρωποι!.. Ήμουνα μόνος στον Σταθμό, μ ό ν ο ς, και… ότι άρχιζε η μοναξιά μου… Πιο πέρα καθότανε ένα βοσκάκι κ’ έπαιζε κρητικούς σκοπούς, μ’ ένα φύλλο δέντρου στο στόμα. Στάθηκα στο παράθυρο και τον άκουγα. Με χαιρέτησε, το χαιρέτησα. Στην Αθήνα, μετά ένα χρόνο, έμαθα πως το σκοτώσανε. Είχε κοιμηθεί και μπήκαν τα γίδια που φύλαγε και κάνανε ζημιά – αστεία πράγματα, διακόσιες – τρακόσες σημερινές, δραχμές!..


Όχι, συνεχίστε να μου λέτε, τι σχέση έχουν όλα αυτά, με τον Καζαντζάκη!.. Νίκο Καζαντζάκη, βγαίνε τις νύχτες και χούγιαζε τους πολιτικάντηδες και το παπαδαριό, να παγώνει το αίμα τους. Βοήθα τους νέους να βρίσκουν το δρόμο. Ζήτα ένα χέρι από τον Ειρηναίο, ξέρει από γκαντέμηδες κι από σιχτιριτζήδες, όλη η ζωή μας που γίνεται και θα γίνεται, είσαι Σύ. Το Ηράκλειο είναι ο ομφαλός της γης, σ’ ακούει όλη η οικουμένη…

Φύλλο πορείας για τον Α\Τ Όσσας Ανέβηκα στην Αθήνα κι έμεινα με τη μητέρα μου δύο τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, ένας συγγενής του Μανώλη Αλετρά, μας έφερε δώρο ένα καφάσι θαυμάσια ροζακί επιτραπέζια σταφύλια, απ’ αυτά που φεύγουν κατευθείαν στο εξωτερικό. Ας είναι καλά το παιδί. Την επομένη πήρα το υπεραστικό λεωφορείο για Λάρισα. Απ’ την πλατεία Ταχυδρομείου της Λάρισας, πήρα το λεωφορείο για Συκούριο κι από εκεί, τρεις ώρες ποδαρόδρομο μέσα στην κακοκαιρία και το χιόνι για το χωριό Σπηλιά. Την επομένη με τον Ζέστα, τον φύλακα του Σταθμού, ξεκινήσαμε για την κορυφή. Φτάσαμε μετά τέσσερις ώρες ξεπαγιασμένοι και καθίσαμε γύρω τριγύρω στη σόμπα για να ζεσταθούμε και να στεγνώσουμε τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας. Στη συνέχεια ακολούθησε η ενημέρωση για τα ηλεκτρονικά μηχανήματα και τα ηλεκτρικά ζεύγη που τροφοδοτούσαν με ρεύμα τα μηχανήματα και με φως το κτίριο. Έξω παγωνιά σιβηρική. Τώρα περνάνε από τη σκέψη μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα οι μέρες που έζησα στον Σταθμό της Όσσας. Oι «Κραυγές στον Κίσσαβο» που έγραψα, και οι χωρικοί που περιγράφονται στις σελίδες αυτής της


ποιητικής συλλογής, με κορυφή τον άτυχο Κώστα Παπουτσή, που έχασε στο σουρούπωμα της 25-5-1960 τη ζωή του, στα είκοσί του χρόνια από εγκληματικό αστείο ενός νέου ανθρώπου – φορτηγατζή, που θέλοντας ο ανόητος να μας τρομάξει, προσπάθησε στο δρόμο των Τεμπών, να περάσει ξυστά από εμάς με το φορτηγό του, μα που δεν υπολόγισε καλά το χώρο και μας παρέσυρε, έτσι που εμείς οι δύο σκυμμένοι κοιτούσαμε να αλλάξουμε στην άκρη της λεωφόρου, στο χωματόδρομο, το κλαταρισμένο λάστιχο της βέσπας μας. Η μπροστινή ρόδα του φορτηγού είχε χωθεί ανάμεσά μας και τον είχε χτυπήσει κι εκτινάξει μέτρα μακριά, άσχημα τραυματισμένο στις ψευδοπλευρές, οι οποίες πιεζόμενες βίαια κομμάτιασαν τη σπλήνα του και πέθανε από ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία το ίδιο βράδυ με φρυκτούς πόνους. Εμένα με σήκωσαν από το τόπο του δυστυχήματος με σπασμένο το αριστερό χέρι από τον αγκώνα και το αριστερό πόδι από τον αστράγαλο και κάτω, μα το δράμα που έζησα ήταν ο τόσο άδικος θάνατος του μικρότερου από εμένα κατά εννέα χρόνια Κώστα Παπουτσή. Εκείνη την ημέρα κατέβηκα από τον Σταθμό στο Συκούρι, για να παραστώ στη δίκη του τέως φύλακα του Σταθμού, για τον τραυματισμό του Θανάση Τσιμπουρλά. Στη Σπηλιά που έφτασα, μου ζήτησε ένας συνομήλικός μου χωρικός, να τον πάρω μαζί μου στη βέσπα μέχρι το Συκούρι, να μην πεζοπορεί τρεις ώρες. Ξεκινήσαμε και λίγο πιο κάτω μας σταμάτησε η μητέρα του Κώστα Παπουτσή, και με παρακάλεσε να δώσω στο γιο της ένα μικρό δέμα. Ο γιος της ήταν βοσκός σ’ ένα διπλανό χωριό κοντά στο Συκούρι. Πήρα το δέμα – ρούχα πρέπει να είχε, και κατηφορίσαμε. Στη μισή περίπου διαδρομή ένας λαγός μας έκοψε το δρόμο κι ο συνομήλικος μου είπε: – Κύριε Δημήτρη, σήμερα θα σας συμβεί κάτι κακό… – Γιατί, τον ρώτησα. – Γιατί σας έκοψε το δρόμο, πρωί πρωί λαγός… – Αυτά είναι, του λέω, αρλούμπες… Πήγαμε στο Συκούρι, πήγα στο Δικαστήριο όπου καταδικάστηκε ο Ζέστας και το απόγευμα πήγα στο διπλανό χωριό για να παραδώσω το δέμα στον Κώστα. Μπαίνοντας στο χωριό δεξιά μου άκουσα ήχο από κυπριά. Σταμάτησα τη βέσπα και σε λίγο είδα τα γίδια και τη φιγούρα του βοσκού που τα πρόσεχε: Ήταν ο Κώστας. Ήρθε κοντά, πήρε το δέμα και μου πρότεινε να κάτσω στο καφενείο του χωριού, που ήταν πιο κάτω, και να τον περιμένω να πάμε με τη βέσπα καμιά βόλτα, είχε μπεζερίσει με τα γίδια. Πήγε στη στάνη τα γίδια, άλλαξε τα παλιά με τα καθαρά ρούχα που του έστειλε η μάνα του κι ήρθε στο καφενείο. – Πού θα πάμε, ρώτησα. – Να πάμε μια βόλτα στη Λάρισα, είπε.


Στο μέσω της διαδρομής κλατάρισε το πίσω λάστιχο, με τα γνωστά αποτελέσματα. Δεν κατάφερε να μου αλαφρύνει τον πόνο η καταδίκη του φορτηγατζή, ούτε η απόλυτη συμπαράσταση των συγγενών του Κώστα και των φίλων του. Ο θάνατος είναι θάνατος και δεν ελαφρώνει ούτε γιατρεύεται με τίποτα. Οι συνάδελφοι και οι ντόπιοι χωρικοί, έλεγαν κουνώντας το κεφάλι, πως η κάθε ημέρα ζωής στο Σταθμό ήταν μια ημέρα άδικα χαμένη από τη ζωή μας. Αντίθετα για μένα εκεί, η κάθε μια ημέρα ήταν διπλό κέρδος, απόδειξη: τα «Φτερουγίσματα», ποιήματα, Λάρισα 1960. Οι «Κραυγές στον Κίσσαβο», Λάρισα 1961. Τα «Δώδεκα σονέτα», Λάρισα 1962. Τα «Θεσσαλικά», ποιήματα, Αθήνα 1969 και τέλος οι τέσσερις νουβέλες, τριακόσιες χειρόγραφες σελίδες η κάθε μία, που δεν δημοσίευσα ποτέ, τις έσκισα και τις έκαψα στο τζάκι του σπιτιού μου στο Μεσαίο Καρλόβασι (βλ.: 97 ο τεύχος του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα». Τελικά υπήρξαν κακές και καλές ημέρες, μα δεν ξεχνιούνται ούτε οι πρώτες ούτε οι δεύτερες. Δεν ξεχνιέται η χαρά του Αριστείδη Δοξαρά όταν του κάναμε δώρο στη γιορτή του ένα φτηνό ρολόι χεριού, δεν ξεχνιέται η χαρά του Λάκη Δοξαρά όταν τον πήραμε σε μια βόλτα μας στο Βόλο, δεν ξεχνιέται ο κατάπικρος θάνατος του Κώστα Παπουτσή, η χαρά του Νίκου Παπουτσή που τον πήραμε μαζί μας στη Θεσσαλονίκη, δεν ξεχνιέται ο Χρήστος, ο Δημήτρης, ο Θύμιος κι ο Σταύρος Καραμούζας, που ο τελευταίος μαζί με δυο άλλους, σε κατάσταση ευθυμίας – ελαφριάς μέθης, για «πλάκα», μου σπάσανε το κοντέρ της βέσπας μου που άφηνα στο ύπαιθρο, κι όταν το έμαθα ποιος το έκανε και τον ρώτησα, μου είπε χαμογελώντας καλοσυνάτα: – Κάνε μου μήνυση να σου πληρώσω τη ζημιά, λεφτά θα πάρεις, ψυχή θα πάρεις; Με τις οικογένειες Δοξαρά, Παπουτσή και με δυο τρεις ακόμα, είχαμε δεθεί. Πολύ αργότερα έμαθα πως η μητέρα του Αριστείδη και του Λάκη Δοξαρά, έπεσε στο γκρεμό που έχασκε είκοσι βήματα πίσω από το σπίτι τους. Κάποτε οι άνθρωποι αυτοί ήταν η καθημερινή ζωή μας, σήμερα των περισσοτέρων έχω ξεχάσει το παράνομα, αλλά και τα μικρά τους ονόματα… Πολλοί απ’ αυτούς έστηναν γλέντια στην πλατεία του χωριού και μας καλούσαν να μετέχουμε. Ήταν τιμής τους να βρισκόμαστε στην παρέα τους. Όταν τελείωνε το γλέντι και φεύγανε για το σπίτι τους, μάλωναν ποιος θα μας πάρει να μας φιλοξενήσει. Όλα τα σπίτια είχαν ανοιχτές τις πόρτες τους. Φορές οι νέοι άνθρωποι του χωριού, ερχόντουσαν στο Σταθμό και στήναμε προς τιμή τους αξέχαστο γλέντι με ευκαιρία της εορτής του προφήτη Ηλία, που ήταν στην κορυφή του βουνού του Κισσάβου.


Μερικές φωτογραφίες από τη ζωή μου στη Θεσσαλία. Η πρώτη στη Λάρισα, η δεύτερη στο Συκούρι, η τρίτη και η τέταρτη στη Σπηλιά, το 1960, η πέμπτη και η έκτη ο Κίσσαβος, η έβδομη, η όγδοη και η ένατη ο Σταθμός Ασυρμάτου και οι κεραίες του. Οι υπόλοιπες μέρος της ζωής μας.

1. Ηλιοβασίλεμα στo Αλκαζάρ της Λάρισας,

2. Στο Συκούρι, το 1960.

3. Από τη Σπηλιά (1960)

4. Με φόντο τον Κίσσαβο (1960


5. Ο Κίσσαβος και ο Σταθμός.

6. Στο βάθος ο Κίσσαβος

7. Ο σταθμός ΟΤΕ

8. Ο πυλώνας με φόντο την κορυφή

9. Ο πυλώνας το χειμώνα

10. Εγώ, ο φύλακας κι ο σκύλος μας


11. Ο Χρήστος, ο νέος φύλακας, εγώ κι ένας ορειβάτης επισκέπτης

12. Ο αδερφός του Πρόεδρου της Βουλής, δύο φοιτητές κι εγώ. 1960

Στο Νοσοκομείο Λαρίσης Στο εφημερεύον νοσοκομείο που μας πήγαν έγινε «συναγερμός». Μου δέσανε το χέρι για να μην κρέμεται κι ασχολήθηκαν όλοι οι γιατροί και το προσωπικό με τον Κώστα. Ήταν όμως αδύνατον των αδυνάτων να τον σώσουν. Με πήγανε κοντά του έτσι φασκιωμένο στο χέρι και στο πόδι για να τον ησυχάσουν λίγο. Ήξεραν – εγώ όχι – πως γρήγορα θα πέθαινε. Τον ρώτησα: – Πώς είσαι Κώστα; – Μη χειρότερα, Δημήτρη… Και με απομάκρυναν από κοντά του. Στην μεγάλη αίθουσα που μας έβαλαν, υπήρχαν πολλά κρεβάτια. Μεσολαβούσαν δύο κρεβάτια από τον Κώστα, τα οποία σε λίγο, μετά τις ενέσεις που μου κάνανε, χάθηκαν. Όταν τα ξημερώματα άνοιξαν λίγο τα μάτια μου και γύρισα το βλέμμα μου προς τον Κώστα, είδα να είχαν κυκλώσει το κρεβάτι του με άσπρα παραβάν. Αλλά αμέσως με ξαναπήρε ο ύπνος και ξύπνησα στις 11. Τότε έλειπαν τα παραβάν και ο Κώστας, το δε κρεβάτι ήταν άδειο και στρωμένο. Κατάλαβα τότε πως είχε πεθάνει. Από τον γιατρό της βάρδιας έμαθα, πως πέθανε με άσχημο θάνατο… Ο πατέρας του Κώστα που ήρθε να πάρει τη σωρό του παιδιού του, μ’ αγκάλιασε κλαίγοντας: – Πώς θα καταπιούμε αυτό το φαρμάκι, είπε. Δεν θυμάμαι να έχω κλάψει περισσότερο στη ζωή μου… Το ότι με σημάδεψε ανεξίτηλα ο θάνατος αυτός, φαίνεται από την ποιητική


συλλογή «Κραυγές στον Κίσσαβο», Λάρισα 1961, κι από το ποίημά μου «Ενδόμυχο», που έγραψα μετά 40 χρόνια: Ενδόμυχο (Στη μνήμη του, μετά 40 χρόνια) Τελευταία φορά που μας ενόχλησε ήταν στην ονομαστική εορτή ενός γείτονά του. Χόρευε ζεϊμπέκικο μόνος στη μέση του μικρού δωματίου ανεμίζοντας ένα κόκκινο ανδρικό μαντίλι που λίγο πριν το ’χε δεμένο στο λαιμό του. Λύγιζε τη λεπτή μέση του κι η αρμονία του άρτιου συμμετρικά κορμιού του ανάβλυζε ένα ανομολόγητο όραμα: Τον βλέπαμε, αρχαίο σάτυρο, να ερωτοτροπεί ανοιχτά με τη θηλυκή ομήγυρη. Τα ερωτικά λικνιστικά τσακίσματα του κορμιού του, αποδεχόταν παθητικά κι αχόρταγα ο γυναικείος περίγυρος – στα μάτια τους η λιγοθυμιά. Οι άρρενες κοιτούσαμε ζηλόφθονα, που υπερκέρασε με πόθο τα θηλυκά. Όλες δικές του κι εμείς σα ν’ απουσιάζαμε. Τ’ αεράκι απ’ το φανταχτερό μαντίλι του με τ’ άρωμα του λαιμού του, η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του, το κοίταγμά του πότε με το ξέχειλο πότε με το συγκρατημένο χαμόγελο κι η αβίαστη θέση του να καθυποτάξει λάγνα τα θηλυκά, μας φανάτιζε αρνητικά. Λίγες ημέρες αργότερα μια ρόδα φορτηγού του έκοψε τη ζωή. Έφυγε στα είκοσί του ανέραστος μα τον είχαν ονειρευτεί όλες οι κοπέλες του χωριού μας στο παρθενικό κρεβάτι τους. Το δυστύχημα πέρασε κι από της εφημερίδες των Αθηνών. Είδε το δημοσίευμα ο καλός φίλος μου Σοφοκλής Προβατάς και κατέβηκε από τους Αμπελόκηπους στο Καλαμάκι – πήγε σπίτι μου, μήπως μάθει κάτι νεότερο. Η μητέρα μου του είπε πως δεν είχε νέα μου και πως ανησυχούσε. Για το ατύχημα δεν είχε ιδέα, ούτε ο Σοφοκλής της έκανε


νύξη για τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Τέλος, τη μητέρα μου την ενημέρωσα εγώ για το δυστύχημα και την διαβεβαίωσα πως δεν κινδυνεύω από τα τραύματα που είχα. Παρ’ όλα αυτά, μία ημέρα μετά την ενημέρωσή της, μου κτυπούσε την πόρτα της κλινικής που με είχαν μεταφέρει. – Δεν σου είπα να μην έρθεις, της είπα, γιατί είμαι εκτός κινδύνου; – Το παιδί μου είναι στο Νοσοκομείο, να μην έρθω να το δω; Είπε με παράπονο, που τη μάλωνα. Μετά την έξοδό μου κι από την Κλινική, επέστρεψα στην υπηρεσία μου, στην Όσσα. Αλλά επειδή το χέρι μου είχε πάθει αγκύλωση και χρειαζόταν κινησιοθεραπεία, με μετάθεσαν στο Σταθμό του ΟΤΕ στο Μεζούρλο, στη Λάρισα, που υπήρχαν ειδικοί γιατροί.

Στο Μεζούρλο, Λάρισα Εδώ, στη Λάρισα, στοιχειοθέτησα και τύπωσα την πρώτη ποιητική μου συλλογή: «Φτερουγίσματα», τα Χριστούγεννα του 1960. Ακόμα, γνωρίστηκα με δημοσιογράφους και με συγγραφείς κι άρχισα κι εγώ να καταχωρώ στις εφημερίδες της Λάρισας, ανέκδοτα ποιήματά μου, κριτικές βιβλίων και δοκίμια. Η δεύτερη ποιητική συλλογή μου ήταν οι: «Κραυγές στον Κίσσαβο», που τυπώθηκε κι αυτή στη Λάρισα το 1961 και που είχε ενθουσιώδη υποδοχή. Οι κριτικές ήταν ευμενέστατες. Είναι αφιερωμένη στον αδικοχαμένο φίλο μου Κώστα Παπουτσή, με πολλά ποιήματα γι’ αυτόν. Τον ίδιο χρόνο 1961, τύπωσα και τα: «12 σονέτα», κι αυτά στη Λάρισα. Μετά από ταλαιπωρίες με πειθαρχικά για τις διαφορές μας με τον Τσιμπουρλά, με έφερε η Υπηρεσία μου στην Αθήνα, Πατησίων 85 στον 5ο όροφο. Ζητούσα τότε να με μεταθέσουν στη Σάμο, αλλά μου το απόκλεισαν, το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να με στείλουν στην Τήλο, που ήταν κοντά στη Σάμο και να πετιέμαι κάθε τόσο να βλέπω την μητέρα μου, που θα είχε μετακομίσει εκεί. Υπήρχε ο «Πανορμήτης» που κρατούσε δρομολόγιο Ρόδο – Θεσσαλονίκη κι έπιανε και Σάμο. Το είδα ενδιαφέρον και δέχτηκα να πάω στην Τήλο. Η μητέρα μου όμως δεν αποφάσιζε να φύγει από την Αθήνα, θα έμενε με τη θεία μου Σταματία (αδερφή της) και με μία πρώτη μου ξαδέρφη (κόρη του αδερφού τους).


Στην Τήλο, Δωδεκανήσου

Τα «Λιβάδια»: Πίσω απ’ το βουνό, ο Σταθμός. Πηγαινοερχόμασταν ποδαρόδρομο!

Στην Τήλο έγραψα την ποιητική συλλογή «Η μόνη διέξοδος» και την τύπωσα στη Ρόδο το 1963. Στη Ρόδο ανατύπωσα και τις «Δώδεκα στιγμές» το 1964, σε β΄ έκδοση, τα «Δώδεκα σονέτα» του 1962. Στην Τήλο πήγα με μετάθεση της Υπηρεσίας μου στις 13.1.1963 και έφυγα στις 27.4.1964, όταν την ανακάλεσαν, γιατί η μητέρα μου που παρέμεινε στην Αθήνα, αρρώστησε σοβαρά. Δεν κατέβαινα συχνά στα δύο κατοικήσιμα χωριά, τα «Λειβάδια» και το «Μεγάλο Χωριό». Tα «Λειβάδια» ήταν το Λιμάνι και το «Μεγάλο Χωριό» η πρωτεύουσα. Καθόμουν στο Σταθμό κι έγραφα. Εκεί, στο Σταθμό της Τήλου, γνώρισα τον Γιάννη Τζηφούντα και τον Γιάννη Γιαννουράκη, που είχαν έρθει για να στεγανοποιήσουν μέρος της ταράτσας του Σταθμού, που την πέρναγαν νερά της βροχής. Ο Γιάννης Τζηφούντας και ο Γιάννης Γιαννουράκης, ζούσαν με τις οικογένειές τους στο «Μεγάλο Χωριό». Ο πρώτος παντρεμένος, ζούσε με τη γυναίκα του κι είχαν κι ένα μωρό, ο δεύτερος, ο Γιαννουράκης, με τους γονείς του και με τ’ αδέρφια του: ένα δεκατριάχρονο αγόρι και μια δεκαεξάχρονη ωραιότατη κόρη. Οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού, έμεναν στο «Μεγάλο Χωριό», μισή ώρα από τα «Λειβάδια», το λιμάνι του νησιού, με το φορτηγό του Γιάννη Τζηφούντα, που ήταν και το μοναδικό τετράτροχο σ’ όλο το νησί. Κατέβηκαν λοιπόν στα «Λειβάδια» με το φορτηγό, κι από ’κει έδωσαν δύο ώρες με τα πόδια για να ’ρθουν απάνω: Από τη μεριά του νησιού που


Τα «Λιβάδια», Τήλου Δωδεκανήσου

ήταν ο Σταθμός, το αντίθετο δηλαδή άκρο απ’ το «Μεγάλο Χωριό». Δεν υπήρχε δρόμος, μόνον ένα μονοπάτι στο σύνολό του – όταν πήγαινες – ανηφορικό, που οδηγούσε στις εγκαταστάσεις μας και που μόνον εμείς, οι τεχνίτες, ο φύλακας, τ’ αγριοκάτσικα και οι πέρδικες το περνούσαν. Πρέπει να ήταν τότε ο Τζηφούντας τριάντα κι ο Γιαννουράκης δεκαοχτώ με είκοσι χρονών. Ήταν εργατικότατοι. Και στο μπαξέ του πατέρα τους και στο ψάρεμα με τον πατέρα του ο Γιανουράκης, αλλά και σε όποια άλλη δουλειά που παρουσιαζόταν, που τον ήθελαν, δεν έλεγε όχι. Ήταν ωραίος νέος – και τα τρία αδέρφια ήταν ωραία παιδιά. Όταν κολυμπούσε στη θάλασσα τον έχανες. Την περισσότερη ώρα ήταν κάτω από την επιφάνεια του κατακάθαρου νερού. Χωρίς βέβαια κάποια μάσκα ψαροντουφεκά, μόνο βατραχοπέδιλα ήθελε. Η μάσκα ήταν πολυτέλεια, δεν τη χρειαζόταν. Το ευλύγιστο κορμί του γλιστρούσε σαν δελφίνι μέσα στο νερό. Άλλες φορές κρατούσε ο Τζηφούντας το ψαροντούφεκο και καθόταν και περίμενε σε ένα σημείο. Πήγαινε ο Γιαννουράκης και έδιωχνε τα ψάρια προς τη μεριά του Τζηφούντα κι αυτός τα κτυπούσε. Τους έλεγα πως αυτό είχε μεγάλο κίνδυνο, μπορούσε να γίνει κάποιο λάθος κι αντί για ψάρι να καμακώσει ο Τζηφούντας, τον Γιαννουράκη. Αυτοί τίποτα, γελούσαν. Πήγαινα και στο κυνήγι για τρυγόνια ή για πέρδικες. Πέρδικες να δουν τα μάτια σας. Είχαν έρθει τότε κάποια παιδιά απ’ την Αθήνα κι είχαν τέτοια επιτυχία, που είχαν γεμίσει την κατάψυξη όλων των ψυγείων του νησιού με πέρδικες, ακόμα και το δικό μας του Σταθμού. Θα τα πήγαιναν δώρο στους φίλους τους στην Αθήνα. Πήγαινα ακόμα στο γήπεδο για μπάλα, ένα χωράφι λίγο κατηφορικό με τέσσερις πέτρες για γκολπόστ,


στα πανηγύρια που γινόταν κάθε τόσο. Φορές ανέβαινα στην τράτα του «Αντρέα Ζέπου» από τα «Λειβάδια» κι ανοιγόμασταν βαθειά με τ’ αδέρφια του για να γυρίσουμε φίσκα από λαχταριστά μπαρμπούνια, επιθετικές καραβίδες, ολοζώντανους αστακούς και αρκετά χταπόδια. Το λέγανε «Αντρέα Ζέπο», γιατί ο μικρότερος της οικογένειας, τραγουδούσε συνέχεια το τραγούδι του. Ένα βράδυ κοιμήθηκα στο κατάστρωμα αυτής της τράτας με τον «Αντρέα Ζέπο» και τα αδέρφια του. Ήμουνα στη Ρόδο, στη Ρόδο ήταν και τα παιδιά με την αραγμένη τράτα τους σε κάποιο λιμανάκι. Με τράβηξαν με το ζόρι, να φάμε και να κοιμηθούμε όλοι μαζί στο κατάστρωμα. Πράγματι περνούσα όμορφα. Είχαμε όμως και άλλου μια όμορφη συνήθεια. Τ’ απογεύματα που έβγαινε ο Γιαννουράκης στον καφενέ, τις περισσότερες φορές έβαζε ένα λουλούδι στ’ αριστερό αυτί του, απ’ αυτά που περιποιόταν η μάνα του στην ανοιχτή αυλή τους. Δεν υπήρχε κάποια επιτήδευση σ’ αυτό. Ήταν κάτι τελείως αυθόρμητο. Οι κοπέλες τον θέλανε και κρυφομιλούσαν γι’ αυτόν, κοιτάζοντάς τον με την άκρη του ματιού τους. Όταν δε πιάσανε δυο κορίτσια να χαϊδεύονται μεταξύ τους, σ’ ένα χάλασμα λίγο πιο κάτω απ’ τα σπίτια κι έγινε ανάστα το χωριό, τις υπερασπίστηκε. Είπε: – Καλά κάνανε, αφού στ’ αγόρια μας φτάνει να την παίζουμε με το χέρι κι αφήνουμε τα κορίτσια έτσι, χωρίς να τους δείξουμε ενδιαφέρον, χωρίς να τις αγαπήσουμε… Τώρα είναι ξενιτεμένος, ζει στην Αστόρια της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Κάποια μέρα το καράβι που ήταν μπαρκαρισμένος έπιασε Αμερική, το ’σκασε την ίδια μέρα, και την άλλη, παντρεύτηκε μια Ελληνοαμερικανίδα κι έμεινε να εργάζεται κρυφά σαν υδραυλικός. Σήμερα έχει Αμερικάνικο διαβατήριο. Νομίζω πως έχει πάρει και τον μικρό μαζί του, τον Γρηγόρη. Τη στεγανοποίηση της ταράτσας του Σταθμού, την πήρε με μειοδοτικό διαγωνισμό ο Γιάννης Τζηφούντας. Ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος. Αυτός είχε το φορτηγό αυτοκίνητο, αυτός τη λάντζα που έβγαζε στη στεριά τους επιβάτες απ’ τα πλοία, γιατί τα μεγάλα πλοία δεν πλεύριζαν, ήταν ρηχά τα νερά, αυτός το μύλο που άλεθαν το σιτάρι, το κριθάρι και το καλαμπόκι οι χωριανοί του. Η δραστήρια ζωή του Τζηφούντα και του Γιαννουράκη, με έβγαλε από τη νάρκη του «συγγραφέα» και όταν ήμουν κάτω τους ακολουθούσα παντού, όπου πήγαιναν. Γνώρισα και τους μεγαλύτερους αδερφούς Τζηφουνταίους, αυτόν που εργαζόταν στην Αθήνα και τον αδερφό τους που δούλευε στην ιδιωτική ηλεκτρική εταιρία, η οποία ηλεκτροδοτούσε το «Μεγάλο Χωριό». Ήταν ένας καλοσυνάτος άνδρας, παντρεμένος κι αυτός, οικογενειάρχης. Όταν εξαγόρασε η ΔΕΗ την ιδιωτική επιχείρηση, έμεινε να εργάζεται σαν υπάλληλός της, άλλωστε δεν υπήρχε κι άλλος, ήταν στα χέρια του. Οποιαδήποτε δουλειά που έφερνε χρήματα, ήταν μέσα οι Τζηφουνταίοι. Και δυναμίτες για καλή ψαριά έριχνε ο Γιάννης


Τζηφούντας, και κρυψώνες έφτιαχνε κοντά σε πηγές για πέρδικες, και παγίδες για λαγούς έστηνε. Θα αναφερθώ σε δύο περιπτώσεις που ήμουνα παρών. Η πρώτη: Ένα απόγευμα καθόμουνα στο μπαξέ του Γιαννουράκη και κοίταγα που δούλευαν. Ήταν όλοι εκεί. Ο πατέρας, η μάνα, τ’ αδέρφια του κι ο ίδιος. Σε μια στιγμή ακούμε από τη μεριά της θάλασσας ένα πολύ δυνατό κρότο κι είδαμε τα νερά της να πετάγονται στα ύψη. – Δυναμίτης, είπε ο πατέρας του. – Ο Τζηφούντας, μου λέει ο Γιάννης. Τρέξαμε, ανεβήκαμε στη βέσπα μου και σ’ ένα λεπτό ήμασταν στην παραλία. Σε πενήντα μέτρα απόσταση από το γιαλό, μέσα σ’ ένα βαρκάκι ήταν ο Γιάννης Τζηφούντας και με μια απόχη μάζευε τα ψάρια απ’ τη θάλασσα που είχαν ανεβεί στην επιφάνεια και τα έριχνε μέσα στη βάρκα. Μάταια όμως. Τα περισσότερα ψάρια τ’ άρπαζαν οι δεκάδες γλάροι που τους είχε μαζέψει ο κρότος, κράζοντας θορυβώδικα. Ήτανε δε τόσο το θράσος τους ή η πείνα τους, που αρπάζανε τα ψάρια και μέσα απ’ την απόχη, όπως την γύριζε στον αέρα, αλλά και μέσα από τη βάρκα, δίπλα απ’ τα πόδια του Τζηφούντα. Να τους διώχνει αυτός, να τους κτυπά με την απόχη, αυτοί τίποτα εκεί. Μερικοί ήτανε κι επιθετικοί. Άλλοι, πέφτανε με δύναμη από ψηλά στη θάλασσα, κάνανε μακροβούτια και φτάνανε τα ψάρια που ήταν στον πυθμένα ή που αιωρούντο στο νερό. Ανεβαίνανε μετά στη επιφάνεια τα τρώγανε και δώστου ξανά βουτιές και μακροβούτια για κι άλλα ψάρια. Όταν μας είδε ο Τζηφούντας φώναξε: – Γιάννη, έλα... Γδύθηκε γρήγορα ο Γιάννης κι έπεσε στο νερό. Είναι γνωστό πως όλο το Καλοκαίρι στα νησιά και στις παραθαλάσσιες περιοχές, τα παιδιά φοράνε συνέχεια από μέσα αντί για σλιπάκι το μαγιό τους, δεν το αποχωρίζονται. Σε λίγο είχε φτάσει τη βάρκα και βουτούσε κι αυτός. Έφτανε τα ψάρια τα έβαζε μέσα απ’ το μαγιό του, κατάσαρκα κι όταν δεν χωρούσε άλλα, ανέβαινε και τ’ άδειαζε στη βάρκα. Ο Τζηφούντας στο μεταξύ με σβέλτες κινήσεις σκέπασε μ’ ένα καραβόπανο τα ψάρια που είχαν μείνει στη βάρκα. Κόντευε οι γλάροι να τον αφήσουν με την όρεξη. Τώρα τα πεινασμένα πτηνά που δεν βλέπανε πουθενά ψάρια, πετούσαν στριφογυριστά με τσαλιμάκια πάνω απ’ το κεφάλι του ή καθόντουσαν στα άκρα της βάρκας κοιτώντας μια με το ένα μάτι, μια με το άλλο. Πού να φύγουν κι οι κρωξιές, κρωξιές. Η δεύτερη: Με ειδοποίησε από βραδύς ο Τζηφούντας πως αύριο το πρωί, πριν απ’ τα χαράματα, θα πηγαίναμε για πέρδικες. Έμεινα στο σπίτι του Γιαννουράκη, κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στην αυλή. Από ’κει ήρθε νύχτα και μας πήρε. Φύγαμε με το φορτηγό του προς τον «Άγιο


Αντώνιο», τον περάσαμε και πήραμε το δρόμο για το βυζαντινό μοναστήρι, μακριά τρία τέταρτα της ώρας. Κοντά εκεί σταματήσαμε και κατεβήκαμε. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια ανηφόρα που μας ξεθέωσε. Σταματήσαμε επί τέλους, βρήκε μια έτοιμη κρυψώνα, εγώ δεν έβλεπα τίποτα, σήκωσε τα ξερά κλαδιά και μπήκαμε και οι τρεις από κάτω. Καθίσαμε και περιμέναμε. Ήταν μια μεγάλη φυσική γούβα, που μας χώραγε ξαπλωμένους άνετα και τους τρεις. Γύρω γύρω είχε μεγάλους θάμνους κι απάνω τους είχανε στερεώσει τη «σκεπή» από μεγάλα ξερά κλαδιά θάμνων. Και δίπλα να πέρναγες, δεν φαινόταν πως εκεί ήταν κρυμμένοι άνθρωποι. Ο Τζηφούντας μου εξήγησε γιατί όλες αυτές οι προφυλάξεις. – Θα έρθουν σε λίγο οι πέρδικες να πιούνε νερό. Ακριβώς απέναντί μας, δεν φαίνεται ακόμα, είναι η πηγή. Εμείς θα τις τουφεκάμε κι επειδή αυτές δεν θα βλέπουν κανένα άνθρωπο, δε θα φεύγουνε. – Καλά, δεν θ’ ακούνε τις τουφεκιές; Δεν θα βλέπουν που πέφτουν οι άλλες σκοτωμένες δίπλα τους, ρώτησα. – Όχι, ούτε θ’ ακούνε, ούτε θα βλέπουν. – Μα τότε αυτό είναι σφαγή, είπα. Ευτυχώς δεν πραγματοποιήθηκε. Άσε που δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να την πραγματοποιήσει. Θα σκότωνε μια δυο και θα σηκωνόμουνα για να φύγουνε οι άλλες. Όταν ξημέρωσε δεν είχαν φανεί οι πέρδικες. Βγήκαμε απ’ την κρυψώνα κι είδαμε πως κάποιος είχε βουλώσει την πηγή. Δεν υπήρχε νερό. – Ν’ αγιάσουν τα χέρια του, είπα από μέσα μου. Αργότερα έμαθα πως αυτός ο τρόπος κυνηγιού, το καρτέρι στην πηγή, που μόνο κυνήγι δεν είναι, απαγορεύεται. Και μη μου πείτε, πως γι’ αυτό υπάρχουν οι νόμοι, για να παραβιάζονται... Πολλές φορές, άλλοι κυνηγοί, νέοι άνθρωποι ως επί το πλείστον, πήγαιναν εκεί που ήταν κρυμμένος ο Τζηφούντας και διώχνανε με την παρουσία τους τις πέρδικες ή τάχα αστειευόμενοι τραβούσαν τα ξερά κλαδιά και ξεσκέπαζαν την κρυψώνα. Φυσικό ήταν, φίλοι χωριανοί του και ομοϊδεάτες του. Κι όταν λέμε δεξιοί να εξηγούμαστε, πως εννοούμε ότι αυτή την ορισμένη στιγμή, η παράταξη αυτή εξυπηρετούσε καλλίτερα τα συμφέροντά τους. Αν άλλαζαν τα πράγματα, θα βλέπανε. Ο Γιάννης Τζηφούντας ήταν αυτός που έφερε απάνω σ’ εμάς τον Γιαννουράκη. Του ’δωσε οδηγίες για τη στεγανοποίηση και σηκώθηκε κι έφυγε. Όταν δε, μετά πέντε μέρες τελείωσε η εργασία και πήρε τα χρήματα, κράτησε αυτός το ψαχνό και σ’ αυτόν, τον Γιαννουράκη που έκανε όλη τη δουλειά, όλο το χαμαλίκι, του ’δωσε ψίχουλα... Λένε πως τα πρώτα χρήματα, τα πρώτα λεφτά οι Τζηφουνταίοι, τα ’βγαλαν πηγαίνοντας απέναντι, στην Τουρκία. Έφταναν αργά το βράδυ κι άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Μα ένα βόδι, μια γελάδα, ένα γίδι, κάποιο


κατσίκι, κάποια αρνιά, τα ’βαζαν στη λάντζα, τα ’σφαζαν εν πλω προς Ρόδο, και φτάνοντας το πρωί εκεί, τα πουλούσαν στη αγορά και μετά πίσω στην Τήλο. Τότε ήταν κι ο τρίτος αδερφός τους εδώ, που σήμερα ήταν «χρηματιστής» στην Αθήνα. Μετά απ’ όλα αυτά, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς πως οι Τζηφουνταίοι είχαν ανταγωνιστές στο νησί, αν θέλετε κι εχθρούς. Η αλήθεια όμως είναι πως όσοι τους ανταγωνίζονταν ήταν μόνο με τα λόγια, γιατί ήταν άνθρωποι χωρίς ανάστημα, χωρίς νεύρο, χωρίς καμία ικανότητα. Νωθροί, τεμπέληδες, βρωμοκουτσομπόληδες. Αν οι Τζηφουνταίοι τα είχαν όλα στα χέρια τους, ήταν γιατί ήταν και εργατικοί και ικανοί. Εγώ βέβαια δεν τους πολύ χώνευα, ήταν και η ιδεολογική διαφορά που μας χώριζε, αλλά δεν το έδειχνα. Κοίταγα το συμφέρον της Υπηρεσίας μου, μια που ήμουν ο προϊστάμενος του Σταθμού, σαν παλαιότερος τεχνίτης. Το που δεν πολυχώνευα τον Γιάννη Τζηφούντα και το σινάφι του, το κατάλαβε όταν μετά δυο χρόνια συναντηθήκαμε τυχαία στην Αθήνα. Ήταν Καλοκαίρι δέκα η ώρα βράδυ, μόλις είχα τελειώσει την υπηρεσία μου και γύριζα σπίτι. Πήρα τον υπόγειο απ’ την Πλατεία Βικτωρίας που ήταν η δουλειά μου, Γ΄ Σεπτεμβρίου 102, στο δωδέκατο όροφο, και κατέβηκα στην Ομόνοια για να πάρω το λεωφορείο από τη Ζήνωνος για τη Νέα Κολοκυνθού. Χαρές αυτός, αγκαλιές!.. – Για σένα ερχόμουνα, μου είπε. Θα πήγαινα στη δουλειά σου κι αν δεν σ’ εύρισκα θα ερχόμουν σπίτι σου. Έχω τη διεύθυνση. Πάμε κάπου να κάτσουμε να φάμε κάτι και να τα πούμε. Ενοχλήθηκα. Διάολε, ολόκληρη πόλη η Αθήνα, τριών εκατομμυρίων ανθρώπων, πάνω μου έτυχε να πέσει! Τον χαιρέτησα συγκρατημένα και προφασίστηκα μια επείγουσα δουλειά που θα με κρατούσε μέχρι πολύ αργά. Του είπα αόριστα να συναντηθούμε κάποτε άλλοτε, μιαν άλλη μέρα. Κατάλαβε πως ήθελα ν’ αποφύγω. Ποιά κάποια άλλη μέρα, αφού μου είπε πως αύριο γύριζε στο νησί. – Παίζεις ΠΡΟ-ΠΟ με ρώτησε για να σπάσει τον πάγο. – Όχι δεν παίζω, δεν μου αρέσει το ποδόσφαιρο, έκανα βαριεστημένα. – Καλά κάνεις, γιατί είναι απάτη. Τώρα μόλις βγήκα απ’ το γραφείο του τάδε, και μου είπε το όνομα ενός Υπουργού της ΕΡΕ, και μέσα εκεί, κανόνιζαν ποιές ομάδες θα κερδίσουν ή θα χάσουν το Σαββατοκύριακο. Παρ’ όλα αυτά, που δεν συμπαθούσα τους Τζηφουνταίους και που κοίταζα το συμφέρον της Υπηρεσίας μου, για τη δουλειά που πήρε στο Σταθμό ο Γιάννης Τζηφούντας, τιμωρήθηκα από την Υπηρεσία μου, με δέκα ημέρες προσωρινή απόλυση! Αιτία το που δεν δέχτηκα να μεροληπτήσω υπέρ του πολιτικού αντιπάλου των Τζηφουνταίων. Για πρώτη φορά ο μειοδοτικός διαγωνισμός έγινε στο Δημαρχείο του «Μεγάλου Χωριού» της Τήλου, με Πρόεδρο εμένα και μέλη δυο άλλους


συναδέλφους από το Σταθμό, και τελευταίος μειοδότης αναδείχτηκε ο Γιάννης Τζηφούντας. Δεν άρεσε όμως αυτό στον κομματάρχη του Γιάννη Ζίγδη, ήταν τότε η Ένωση Κέντρου στα πράγματα, γιατί αυτός ήταν που είχε δώσει την άλλη προσφορά. Μάλιστα είχε βάλει να με πιάσει και κάποιος συνάδελφός μου από το Τηλέπ-Κέντρο Ρόδου, που τον είχε ανιψιό. Μου ζήτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, να δείξω στο θείο του την τελευταία προσφορά, ώστε να βάλει κάτι παρακάτω και να πάρει τη δουλειά. Η πρόταση μού έγινε τηλεφωνικά κι εγώ για το φόβο των Ιουδαίων, μαγνητοφώνησα τη συνομιλία μας. Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ κάτι τέτοιο, πέρα που αν, αν λέω, ήθελα να τον βοηθήσω, δεν ήξερε ο έρμος να βγάλει τα μάτια του. Να έδινα τη δουλειά και μάλιστα εν γνώσει μου πως είναι ανίδεος; Δεν ενέδωσα λοιπόν, αν και ο κύριος κομματάρχης το ’χε σίγουρο πως θα του έδινα την τελευταία προσφορά, κι όλο με γυρόφερνε. Όταν δεν πήρε τη δουλειά, έφυγε για Ρόδο κι έτρεξε στον Ζίγδη. Έτσι, ακυρώνουν τον μειοδοτικό διαγωνισμό και προκηρύσσουν νέο, με Πρόεδρο αυτή τη φορά τον Προϊστάμενο του τηλεφωνικού γραφείου του ΟΤΕ της Τήλου, που είχε έδρα τα «Λειβάδια». Σ’ αυτόν το μειοδοτικό διαγωνισμό δεν έλαβα μέρος, ήμουνα μάλιστα υπηρεσία εκείνη την ημέρα πάνω στο Σταθμό, αλλά και σ’ αυτόν τον διαγωνισμό, τελευταίος μειοδότης, ανακηρύσσεται ο Γιάννης Τζηφούντας. Τον ακυρώνουν όμως ξανά! Ζίγδης ήταν αυτός... Προκηρύσσουν άλλο νέο μειοδοτικό διαγωνισμό με Πρόεδρο αυτή τη φορά, τον Προϊστάμενο του ΟΤΕ στο Τηλέπ-Κέντρο Ρόδου, αλλά και πάλι τελευταίος μειοδότης, ανακηρύσσεται ο Γιάννης Τζηφούντας! Είπα κι εγώ πως θα έληγε εδώ το ζήτημα, αμ δε... Ο κομματάρχης του Ζίγδη, μούτρο κι αυτό, ξεχνάω τ’ όνομά του, μη μπορώντας ν’ αντέξει την ήττα που είχε υποστεί, και θεωρώντας εμένα υπαίτιο, γιατί αν του είχα δήξει την προσφορά του τελευταίου μειοδότη τότε που ήμουν εγώ Πρόεδρος της επιτροπής, το θέμα θα είχε λήξει ευνοϊκά γι’ αυτόν. Κάθετε λοιπόν και μου κάνει αναφορά στην Υπηρεσία μου, γράφοντας ένα σωρό ψεύδη και ανακρίβειες, τα οποία πολύ εύκολα απόδειξα πως δεν ήταν αλήθεια και πως αν μου έκανε την αναφορά αυτή, την έκανε μόνο και μόνο για να με εκδικηθεί, γιατί δεν μερολήπτησα υπέρ του. Αλλά το Πειθαρχικό που με παρέπεμψαν αδιαφόρησε τελείως. Δεν δέχτηκε να μ’ ακούσει ούτε τη μαγνητοφωνημένη ταινία που περιείχε την συνομιλία μου με τον ανιψιό του, ανώτερό μου στο βαθμό όπως σας είπα, που με πίεζε να δείξω την τελευταία προσφορά στο συγγενή του. Ο Πρόεδρος του συνδικάτου μας της ΠΕΤ-ΟΤΕ, Κώστας Μπίτζιος, που πήγα και τον είδα την προηγουμένη το βράδυ στα γραφεία του συλλόγου, μόλις άκουσε την μαγνητοταινία, μου είπε: – Τον έπιασες...


Όλα αυτά όμως το Πειθαρχικό δεν τα έλαβε υπ’ όψιν του, γιατί υπήρχε εντολή από τον ίδιο τον Υπουργό Βιομηχανίας κ. Γιάννη Ζίγδη, να τιμωρηθώ, για να μάθω να μην αψηφώ την επιθυμία ενός Υπουργού και να μη στήνω μαγνητόφωνα στις τηλεφωνικές γραμμές. Το ήξερα, γι’ αυτό μια μέρα πριν από το Πειθαρχικό ανέβηκα στην Αθήνα, πήγα και τον συνάντησα στο Υπουργείο του. Του είπα πως είναι άδικο αυτό που επιχειρείται και μάλιστα από τον Γιάννη Ζίγδη, έναν κατ’ εξοχήν τίμιο πολιτικό, και μου υποσχέθηκε πως δεν θα τιμωρηθώ. Δεν βαριέσαι... Καλά καλά δεν μ’ άφησαν να μιλήσω... Με γνώριζε. Είχαμε συναντηθεί άλλες δύο φορές. Η πρώτη ήταν όταν ήρθε προεκλογική περίοδο στην Τήλο και μπροστά μου, μέσα στο καφενείο του «Μεγάλου Χωριού», αφού με ρώτησε ποιός είμαι, επιτέθηκε στους ψηφοφόρους του λέγοντάς τους αχάριστους και άλλα. Τα έκανε συχνά κάτι τέτοια ο Γιάννης Ζίγδης και φυσικά ξέρουμε όλοι πού βρίσκεται πολιτικά. Πως είναι τίμιος άνθρωπος το ξέρει όλος ο κόσμος, αλλά ξέρει και τί ξεροκέφαλος είναι... Η δεύτερη ήταν, όταν πήγα και τον βρήκα στο γραφείο του στη Ρόδο. Οι Τζηφουνταίοι και οι άλλοι της Δεξιάς παράταξης, βλέποντας το μεγάλο ρεύμα που υπήρχε σ’ όλη την Ελλάδα για την Ένωση Κέντρου, μέχρι ο Σοφοκλής Βενιζέλος κατέβηκε στη Ρόδο, ήθελαν να έρθουν σε κάποια συνεννόηση μαζί του. Γιατί αυτοί να ψήφιζαν ΕΡΕ; Εγώ βρισκόμουν στη Ρόδο για ιατρικές εξετάσεις και με καλή προαίρεση, το μετάφερα στον Ζίγδη. – Όχι, φώναξε δυνατά, δεν τους θέλω, δεν δίνω συγχωροχάρτια εγώ. Έχουν κάνει πολλά... Μου είπε κι ένα κομπλιμέντο για το θείο μου Βασίλη Βαλασκατζή, πρώτο ξάδερφο του πατέρα μου, βιομήχανο, εφοπλιστή κτλ: Αξιοπρεπής κύριος, κι έφυγα. Μετά τις εκλογές που τις πήρε βέβαια η Ένωση Κέντρου, στην Τήλο και ειδικά στο «Μεγάλο Χωριό», γινόταν αλληλοσκοτωμός μεταξύ των ΕΡΕτζήδων. Ο ένας τα έριχνε στον άλλο. Κατηγορίες, παράπονα. Ένας μεγαλομπακάλης, φίλος και συνεργάτης των Ιταλών, που έχυσε μαύρο δάκρυ ο πατριώτης μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, όταν φεύγανε οι κοκορόφτεροι έκλαιγε και μετά δεν έχανε ευκαιρία να διατυμπανίζει, πως η ζωή στα Δωδεκάνησα με τους Ιταλούς ήτανε πολύ καλλίτερη και πως πάντα θα τη νοσταλγεί. Και για να δείξει πως δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο η νίκη της Ε.Κ., είπε: – Τί Ένωση Κέντρου, τί ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση), πως όλοι Έλληνες είμαστε. Τότε τί μου ’ρθε και του ’πα: – Φαίνεται πως δεν είμαστε όλοι Έλληνες και κόντεψε να σκάσει. Εδώ μου καθόταν αυτός ο άνθρωπος, αλλά αυτό είναι κάτι ακόμα, για το οποίο έχω μετανιώσει.


Ο αδερφός του, άλλος μεγαλομπακάλης, είχε το μαγαζί του στα «Λειβάδια» κι επειδή ήτανε εργένης, διέμενε μέσα στο μπακάλικο. Είχε ένα ράντζο σε μια σκοτεινή άκρη, και τα κλινοσκεπάσματα κουβέρτες και σεντόνια, βγάζανε μια μπόχα που σ’ έπιανε από μακριά, που σ’ έδιωχνε. Εκεί κοιμόταν, εκεί έτρωγε (τηγάνιζε κανένα αυγό ή άνοιγε καμιά κονσέρβα!), εκεί αποπατούσε. Τα ρούχα του που φορούσε και η ποδιά του, να βρωμοκοπάνε μπακαλιάρο, λακέρδα και ξινισμένη φέτα, γιατί δεν τ’ άλλαζε μήνες. Το που εκμεταλλευότανε την ανέχεια και τη δυστυχία των χωριανών του, για να πηδάει τις κόρες και τις όμορφες γυναίκες τους, ήταν γνωστό σε όλους, ακόμα κι ο αστυνόμος το ήξερε. Αλλά το κουτσομπολιό, κουτσομπολιό κι απ’ τους δύο. Όλοι είχανε αυτό, είχανε το άλλο, μόνο αυτοί ήταν καλοί!.. Γι’ αυτό σας λέω, πως εδώ μου καθόντουσαν. Στην Τήλο παρ’ όλο που ήταν μικρό νησί και αποκλεισμένο, πέρναγα καλύτερα απ’ την Όσσα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα να κινδυνεύεις κι είχε τόσες εξοχές, αν και τα χωριά εκεί εξοχή είναι. Πήγαινα για ψάρεμα με βάρκα ή με καλάμι από τα βράχια για μερικά πετρόψαρα που δεν τα ’τρωγα γιατί δεν μου άρεσαν τότε τα ψάρια ή με ψαροτούφεκο με τους Γιάννηδες για κανένα Ροφό.

«Λιβάδια»: Καλεσμένος σε γλέντι γαμήλιας τελετής Εγώ, αριστερά του διοπτροφόρου, χορεύοντας

Ενώ είχαμε νοικιασμένο σπίτι στα «Λειβάδια», δεν πήγαινα να κοιμηθώ εκεί τα βράδια, αλλά κοιμόμουνα στον ξενώνα του «Μεγάλου


Χωριού» ή στο μπαξέ του Γιαννουράκη, κατάχαμα, πάνω σ’ ένα καραβόπανο που ’χαν αφημένο δίπλα στη στέρνα. Μερικές φορές κοιμήθηκα και στο γιαλό που ήταν οι ηλεκτρογεννήτριες, στον «Άγιο Αντώνιο», σε μια πολύ φιλόξενη οικογένεια που μετά λίγο μετανάστεψαν στην Αυστραλία οικογενειακώς. Ήταν ένα καλοκάγαθο ζευγάρι κι είχαν κι ένα γιο δεκατεσσάρων χρονών. Μ’ αυτόν πήγαινα στο ψάρεμα με ένα μικρό βαρκάκι που είχε κι όταν άρχιζε το ψάρεμα κι έριχνε το αγκίστρι με το δόλωμα στη θάλασσα, ξεκούμπωνε τα δύο κουμπιά του παντελονιού του μπροστά για γούρι! Κοιμόμασταν φυσικά όλοι στη βεράντα του σπιτιού τους, που ήταν δέκα πόντους πάνω από την παραλία και λίγα μέτρα από τη θάλασσα. Φορές έπιανα κουβέντα για να ξεχνιέμαι με τον μεγάλο Τζηφούντα, που ήταν εκεί όλο το βράδυ και επιτηρούσε άγρυπνα κι άυπνος, τις μηχανές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, για τον ηλεκτροφωτισμό του «Μεγάλου Χωριού». Οι πολύ καλοί αυτοί άνθρωποι, όταν ήρθαν στην Αθήνα, πήρανε τηλέφωνο την υπηρεσία μου και με ζήτησαν. Ήθελαν να με δούνε και να με αποχαιρετήσουν. Φεύγανε για την Αυστραλία και δεν θα ξαναγύριζαν. Εγώ ήμουνα εκτός υπηρεσίας, έμαθα την παραγγελία όταν πια είχαν φύγει. Αν τους ξέρει κάποιος από τους αναγνώστες μας, τον παρακαλώ να τους πη πως έχουνε όλη μου την αγάπη. Πήγαμε και στο βυζαντινό μοναστήρι, με αφορμή τον εορτασμό του. Δεν θυμάμαι ημερομηνία, Καλοκαίρι ήταν. Φτάσαμε βράδυ με τον Γιαννουράκη. Ήταν μακριά, πήγαμε με τη βέσπα μου. Μεγάλης ηλικίας νοικοκυρές να μας περιποιούνται. Μας έφεραν και μας πρόσφεραν πλήθος φαγώσιμες νοστιμιές. Αργά, όταν περνούσα την είσοδο του μοναστηριού, είχα βγει έξω να δω την αστροφεγγιά, ακούστηκε ένας θόρυβος κι άρχισε η σκεπή του προθαλάμου να ρίχνει νερό κουβάδες πάνω μου!.. Οι φίλοι και οι φίλες μου στήσανε παιχνίδι με ευχές σωρό για υγεία και προκοπή. Κάποιοι και κάποιες έτρεξαν γλήγορα και φέρανε πετσέτες για να σκουπιστώ, μα δεν πρόσφεραν τίποτα. Το κοντομάνικο καλοκαιρινό πουκάμισο και το ελαφρό καλοκαιρινό παντελόνι, ήταν μούσκεμα. Περισσότερο μούσκεμα το σλιπάκι. Δεν σωζόμουν με τίποτα… Με πήγαν σε ένα δωμάτιο φιλοξενίας και μου έδωσαν ένα σεντόνι με το οποίο τυλίχτηκα όλος, αφού πέταξα όλα τα μουσκεμένα ρούχα από πάνω μου. Το σώμα μου έτρεμε, τα δόντια μου κτυπούσαν. Γύρισα και ζήτησα συγνώμη από τους Αγίους που με βλέπανε τσίτσιδο. Όταν ήρθε η ώρα να κοιμηθούμε. εδώ στο ίδιο δωμάτιο με ξεχωριστά στρωσίδια ο Γιάννης Τζηφούντας, ο Γιάννης Γιαννουράκης κι εγώ, ερχόντουσαν οι κοπέλες και μας κτυπούσαν την πόρτα κι έφευγαν τρέχοντας ξεφωνίζοντας. Νομίζω πως μαζί τους ήταν κι η γυναίκα του Γιάννη Τζηφούντα!..


Παλιά η Τήλος και η Λέρος ήταν λεπρονήσια. Όπως η Σπιναλόγκα στον κόλπο του Άγιου Νικόλαου στην Κρήτη. Φέρνανε λοιπόν απ’ όλη την Ελλάδα τους λεπρούς και τους εγκαταλείπανε σχεδόν στην τύχη τους. Είχαμε και στο Καρλόβασι λεπροκομείο, πέρα μακριά έξω από το Καρλόβασι, αλλά δόθηκε εντολή να κλείσει και τους ασθενείς τους μοίρασαν στην Τήλο και στην Λέρο. Ένας λεπρός, χανσενικούς τους λένε, ήταν από το Καρλόβασι και ζούσε από τότε στην Τήλο στα «Λειβάδια». Είχε γίνει αρνητικός, που σημαίνει ότι δεν μετέδιδε την ασθένεια κι ασχολιότανε με γεωργικές εργασίες. Κοντά του έφερε και το γιο του, ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι, που δεν είχε ασθενήσει και που εργαζόταν σαν τηλεφωνητής στο γραφείο του ΟΤΕ στα «Λειβάδια», κι αυτό, γιατί στην Τήλο τότε είχε μόνον χειροκίνητα τηλέφωνα και καθόλου αυτόματα. Ο «μικρός» έμαθε πως η καταγωγή μου είναι από τη Σάμο και με πήρε τηλέφωνο μόλις ήρθα στο Σταθμό. Μου ζήτησε: – Όταν κατεβείς απ’ τον Σταθμό να βρεθούμε να τα πούμε, μου είπε. Όταν πήγε σπίτι του το ’πε και στον πατέρα του. Οι άλλοι δύο συνάδερφοι στο Σταθμό, κατάλαβαν με ποιόν μιλούσα κι όταν τελείωσα τη συνομιλία, με έκαναν προσεχτικό στο γεγονός πως ο πατέρας του παιδιού είναι λεπρός. – Αν σε καλέσει στο σπίτι του, να μην πας, μου είπαν. Ακόμα με κατατόπισαν σε ποιό καφενείο να κάθομαι και σε ποιό να μην πηγαίνω. – Όλοι τους βέβαια είναι αρνητικοί, συνέχισαν οι συνάδερφοι, αλλά φύλαγε τα ρούχα σου. Ένα βράδυ μπαίνει στο καφενείο που καθόμουνα στα «Λειβάδια» ένας βασανισμένος πενηντάρης και λέει φωναχτά: – Ποιός είναι το Βαλασκατζάκι; Γύρισα τον είδα και του είπα: – Εγώ... Ήρθε κοντά μου μ’ άρπαξε το χέρι, με τράβηξε με δύναμη από την καρέκλα που καθόμουνα, με σήκωσε και μ’ έριξε στην αγκαλιά του. Με κρατούσε σφικτά ώρα κι άρχισε να με φιλάει πολλές φορές και στα δυο μου μάγουλα. Τα δάκρυά του πέσανε και στο δικό μου πρόσωπο. Εγώ που είχα καταλάβει ποιός είναι μαρμάρωσα, ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Έπιασα ένα χέρι όλο λέπια και σύγκορμος ανατρίχιασα. Το γέρικο σκαμμένο σκληρό του πρόσωπο, σχεδόν μ’ έγδερνε, όπως το ’σερνε πάνω στο δικό μου. Καθίσαμε. Ήξερε όλους τους δικούς μου. – Τί μου θύμησες, μου ’λεγε, τί μου θύμισες και τα μάτια του τρέχανε. Άρχισα να αισθάνομαι τύψεις, έτσι που φοβόμουνα για τον εαυτό μου, ήτανε τόσο αληθινά συγκινημένος! Όταν πήγα σπίτι, πλενόμουνα ώρα. Βιάστηκα να πάω. Απ’ το πολύ σαπούνι κι απ’ το πολύ οινόπνευμα, το πρόσωπό μου και τα χέρια μου ξεράθηκαν, σκάσανε.


Με το Γιαννουράκη που εργαζόταν τότε στον Σταθμό, τις ώρες που ξεκουραζόταν ή του φαγητού, λέγαμε τα προβλήματά μας. Έτσι έμαθε από μένα πως όταν υπηρετούσα στο Σταθμό του Μεζούρλου στη Λάρισα το 1961, είχα σχέσεις με μια κοπέλα από τη Γιάννουλη, που ήταν δασκάλα στο εκεί δημοτικό. Η κοπέλα αυτή όμως ήθελε εδώ και τώρα γάμο. Εγώ την αγαπούσα, αλλά δεν μπορούσα να προχωρήσω σε γάμο γιατί σκόπευα να μεταναστεύσω. Θα με έπαιρνε κοντά του ένας θείος μου, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, στη Σαουδική Αραβία. Αν παντρευόμουνα λοιπόν θα δυσκολευόντουσαν πολύ τα πράγματα. Πού θα είχα μυαλό για δουλειά, πέρα που ποιός έπαιρνε απόφαση να φύγω αν γινόταν γάμος. Και τα παιδιά; Τί θα τα κάναμε τα παιδιά αν ξεπεταγόντουσαν ένα δυο. Εγώ στο εξωτερικό, αυτή στο σχολείο, τα παιδιά στο σπίτι. … – Όχι, όχι. Γάμο μπορούσα να κάνω αφού πήγαινα κάτω και εργαζόμουνα μερικά χρόνια. Θα γύριζα μετά, θα παντρευόμαστε και θα φεύγαμε μαζί πίσω. – Σωστά τα λες, μου ’λεγε ο Γιάννης. Πέντε μέρες που έμεινε απάνω, εκεί γυρόφερνε η συζήτησή μας. Το ’βλεπε πως με πείραζε πολύ που ήμουν μακριά της. – Πότε την είδες τελευταία φορά, με ρώτησε. – Αρχές Καλοκαιριού. Είχα πάει στη Λάρισα με την κανονική μου άδεια. – Τώρα πότε θα την ξαναδείς; – Του χρόνου πια με την κανονική μου άδεια, εκτός αν... – Εκτός, τί; – Εκτός αν πάω και κόψω τις αμυγδαλές μου. Το σκέπτομαι σοβαρά. Δεν μ’ έχουν ενοχλήσει ποτέ, αλλά αν τις κόψω, θα πάρω δεκαπέντε ημέρες αναρρωτική άδεια... – Θα κάνεις ολόκληρη εγχείρηση για να πας να τη δεις; Τόσο την αγαπάς; – Δεν είναι μόνο αγάπη αυτό που αισθάνομαι. Μια γυναίκα όταν αγαπάει ξέρει να περιμένει. Αυτή σου λέει ή με παντρεύεσαι τώρα αμέσως ή χωρίζουμε και παίρνω κάποιον άλλο. … Δεν είχα ξαναμπεί σε χειρουργείο, φοβόμουνα. Αλλά τί ήταν μια εγχείρηση αμυγδαλών, χραπ χραπ και τελείωσε. Θα πήγαινα σε μια καλή Κλινική της Ρόδου, τις έβγαζα και μετά με την αναρρωτική στο χέρι θα ’μπαινα στο πλοίο για τον Πειραιά. Από ’κει στο τραίνο κι έφτασα στη Λάρισα. Ο πρώτος ήμουνα ή ο τελευταίος που έβγαζε τις αμυγδαλές του. Τα σκατοπράγματα.


Στη Ρόδο Κατέβηκα στη Ρόδο, μου ’δωσαν απ’ το Τηλέπ-Κέντρο εισιτήριο για το Νοσοκομείο αλλά διαμαρτυρήθηκα. – Δεν θέλω Νοσοκομείο. Θα πάω σε μια Κλινική, ποιά είναι η καλύτερη; Οι συνάδερφοι κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και σήκωναν τα χείλια τους. – Ποιά Κλινική έχει καλλίτερο όνομα βρε παιδιά, ρώτησα. – Του τάδε, είπε μια καπέλα. – Ε, στου τάδε θα πάω. Βγήκα έξω, συναντήθηκα με το Γιαννουράκη που ήρθε κι αυτός στη Ρόδο για να μου συμπαρασταθεί, αλλά και από περιέργεια για να δει μέχρι πού θα το τραβήξω και φύγαμε για την Κλινική. Τη βρήκαμε, μού ’δωσαν κρεβάτι, έβαλα τις πιτζάμες και ξάπλωσα. Αύριο το πρωί θα γινόταν η επέμβαση. Ήταν είδη περασμένο απόγευμα. Ο Γιαννουράκης έφυγε για τα «Τριάντα», ένα χωριό έξω απ’ την πόλη της Ρόδου περί τα έντεκα χιλιόμετρα. Θα διανυχτέρευε στο σπίτι του θείου του, αδερφού του πατέρα του. Θα ερχόταν αύριο. Το Χωριό το λέγανε «Τριάντα», γιατί τα αγροτεμάχια είχαν χωριστεί ανά τριάντα στρέμματα. Πήρα ένα βιβλίο με ποιήματα να διαβάσω, αλλά τίποτα. Τα γράμματα χανόντουσαν, ο νους μου έτρεχε τρελά πέρα δώθε. Αυτή η Κλινική δεν μπορεί να είναι η καλλίτερη, σκέφτηκα. Κι αν είναι, σκέψου πώς θα είναι οι άλλες, αλλά να μου το θυμάστε, πως σύντομα θα κλείσει: Ήταν μια μεγάλη σάλα με παρατεταγμένα δυο δυο τα κρεβάτια σε τρεις σειρές και ο μόνος ασθενής ήμουν εγώ. Δεν είχε άλλο άρρωστο μέσα. Δωμάτια των δύο, των τριών ή έστω των τεσσάρων κλινών, πουθενά. Μόνο αυτή η σάλα. Ρώτησα τη μοναδική νοσοκόμα χωρίς άσπρη μπλούζα, γιατί τόση γκίνια από πελάτες και μου δικαιολογήθηκε πως τα Καλοκαίρια οι ασθενείς προτιμάνε το Νοσοκομείο. – Είναι και που εμείς δεν δεχόμαστε ασθενείς του ΙΚΑ, συμπλήρωσε. – Αυτό είναι. Πες μου έτσι. Τώρα μάλιστα. Όχι και μαζί με τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΤΕΒΕ. Ήταν όμως και το άλλο. Δεν είδα πουθενά σάλα χειρουργείου. Είχα δει μόνο ένα γραφείο που ήταν φάτσα από το διάδρομο και δίπλα από τη σάλα που ήμουνα ξαπλωμένος. Είχε μέσα ένα μικρό γραφείο με την καρέκλα του και μια ιατρική πολυθρόνα που άνοιγε και έκλεινε. Σε μια άκρη είχε ακόμα ένα μικρό κλίβανο για να αποστειρώνουν τα ιατρικά εργαλεία: τα νυστέρια, τις λαβίδες, τα ψαλίδια. Εκεί θα είναι σκέφτηκα τα εξωτερικά ιατρεία. Κάπου δίπλα θα είναι το χειρουργείο. Αύριο θα το ’βλεπα.


Από τις σκέψεις αυτές μ’ έβγαλε κάποιος νέος γύρω στα είκοσι δύο, που μπήκε φουριόζος μέσα στη σάλα. Διευθύνθηκε στην άλλη άκρη, ξεκλείδωσε μία ντουλάπα τοίχου κι άρχισε ν’ αλλάζει: παντελόνι, πουκάμισο, κάλτσες, παπούτσια. Τον ρώτησα: – Είσθε καλά τώρα, ε... Σας βλέπω ζωηρό. – Δεν είμαι ασθενής, μου είπε με χαμόγελο. – Αλλά τί είσθε; – Στρατιωτικός. Επειδή τα καλοκαίρια έχει πολύ τουρισμό και δεν επαρκούν τα δωμάτια των ξενοδοχείων, όταν βγαίνω απ’ τη μονάδα μου, μένω εδώ. – Φίλος του Διευθυντή; Γύρισε και με κοίταξε: – Όχι, δεν χρειάζεται μέσον. – Δηλαδή μπορεί ο κάθε στρατιώτης να ’ρχεται και να μένει εδώ; – Δεν είμαι στρατιώτης, είμαι αξιωματικός... – Μάλιστα, τώρα κατάλαβα. Έλεγα κι εγώ. – Αλλά, συμπλήρωσε, μπορεί να έρθει ο καθένας εδώ να μείνει, φτάνει να πληρώσει. Κλείδωσε τη ντουλάπα κι όπως ήρθε φουριόζος έφυγε. Δεν καταλάβαινα τίποτα, μα τίποτα. Κλινική ξενοδοχείο πρώτη φορά συναντούσα. Δεν έφταναν τα άλλα! Πρωτόγονη κατάσταση. Αύριο θα βλέπαμε. Δεν έμεινα πολύ σ’ αυτό, ο νους μου μ’ έτρεχε στα χθεσινά: Είχαμε φτάσει με τον Πανορμήτη στο λιμάνι της Ρόδου μετά το μεσημέρι. Στη Σύμη από λάθος οδηγία του λοστρόμου, το καραβάκι κτύπησε στην προβλήτα του λιμανιού και καθίσαμε πολύ ώρα εκεί, για να διαπιστώσουν οι ειδικοί αν είχαμε κάποιο ρήγμα. Βούτηξαν και δύτες. Πεινούσαμε. Μέχρι να πάμε να φάμε, να αγοράσω μερικά πράγματα που θα μου χρησίμευαν τις ημέρες που θα έμενα στην Κλινική, βράδιασε. Ήθελα να μείνω λίγο μόνος και σκέφτηκα να πάω μια βόλτα με τη βέσπα μου. Μετά θα πήγαινα να συναντήσω μια γνωστή μου κοπέλα. Είπα στο Γιάννη πως θα πήγαινα να δω μια φίλη μου που την γνώριζα από την Αθήνα κι έφυγα. Θα ανταμώναμε στο ξενοδοχείο ό,τι ώρα γύριζα. Και δεν έλεγα τελείως ψέματα. Την τελευταία φορά που κατέβαινα από τον Πειραιά στην Τήλο, είδα στην πρύμη του καραβιού να κάθεται μια νόστιμη κοπέλα γύρω στα είκοσι, με κάπως φανταχτερό ντύσιμο. Πιάσαμε κουβέντα κι έμαθα πως δούλευε σ’ ένα καμπαρέ στη Ρόδο, την «Ευτυχισμένη βάρκα». Πήγαμε στην καμπίνα μου κι όταν εγώ βγήκα για φαγητό, αυτή επειδή είχε ζαλιστεί μου ζήτησε κι έμεινε κάτω. Είχα πρώτη θέση δίκλινο κι έτυχε να μην έχω άλλον μέσα, έτσι η κοπέλα βγήκε από την καμπίνα την άλλη μέρα το μεσημέρι, όταν εγώ αποβιβαζόμουν στην Τήλο. Ταξίδευε τρίτη θέση για οικονομία. Αυτήν ήθελα να συναντήσω. Τώρα θα μου πείτε πως


γίνεται να είσαι ερωτευμένος με μια γυναίκα και να τρέχεις να συναντήσεις μιαν άλλη. Θα σας απαντήσω πως γίνεται, γίνεται. Ρώτησα κι έμαθα που ήταν το καμπαρέ, κλείδωσα τη βέσπα μου και μπήκα μέσα αεράτος. Ήταν μια σάλα μακρόστενη που στο κέντρο είχε την πίστα του χορού και απ’ τη μια και την άλλη πλευρά, είχε ιδιαίτερα. Όταν διέσχιζα τη σάλα που χόρευαν μερικά ζευγάρια, κοιτώντας μήπως δω τη γνωστή μου, μια άλλη κοπέλα του μαγαζιού μ’ έπιασε από τη μέση και με παρέσυρε σ’ ένα ιδιαίτερο. – Σαμπάνια, διέταξε στο γκαρσόνι. Την ρώτησα για τη γνωστή μου κι έμαθα πως είχε γυρίσει στην Αθήνα μια βδομάδα πριν. Ήπιαμε τη σαμπάνια, χορέψαμε αλλά δεν μ’ άφηνε να φύγω. Μου ζητούσε φορτικά να καθίσω μέχρι της δύο μετά τα μεσάνυχτα, για να φύγουμε μαζί. Όταν της είπα πως δεν μπορούσα να ξενυχτήσω, γιατί αύριο με περίμενε χειρουργείο, μου είπε: – Καλά, πάμε να φύγουμε τώρα. Πάω μια στιγμή στην τουαλέτα, πλήρωσε να είμαστε έτοιμοι. Περίμενα δέκα λεπτά μα δεν φαινόταν. Ήταν πολυλογού, απαιτητική, μιλούσε φωναχτά κι όταν γελούσε, συχνά χωρίς λόγο, χαχάνιζε. Είχε κι ένα ελαφρό τικ στο δεξιό μάτι, που την έκανε να το ανοιγοκλείνει πιο συχνά από το άλλο. Ένας λαϊκός τύπος, θα την έλεγε σπαστικιά και δεν ήτανε τουλάχιστον όμορφη. Της είχα πει ένα ανέκδοτο μήπως την κάνω και σταματήσει την πολυλογία της, πως τάχα κάποτε ρώτησαν κάποιο φίλο μου, αν του άρεσαν οι φλύαρες γυναίκες ή οι άλλες κι αυτός απάντησε, ποιές άλλες; Αλλά αυτή με κοίταγε σαν να περίμενε να συνεχίσω την ιστορία κι έδειχνε πως δεν καταλάβαινε γιατί σταμάτησα τόσο απότομα. Περίμενα άλλα δύο λεπτά. Είχα μπεζερίσει, σηκώθηκα κι έφυγα. Πήγαινα σιγά σιγά για το ξενοδοχείο, όταν πλεύρισε τη βέσπα μου ένα ταξί. Γυρίζω και βλέπω την κοπέλα του καμπαρέ, να έχει βγάλει το κεφάλι και τα χέρια έξω απ’ το παράθυρο της πίσω πόρτας και να μου ζητάει φωνάζοντας και χειρονομώντας να σταματήσω. Α μέχρι εδώ και μη παρέκει, είπα από μέσα μου. Κατάλαβα πως θα έμπαινα σε ταλαιπωρίες μαζί της, γι’ αυτό συνέχισα να οδηγώ και πήγα απ' ένα δρόμο που κλείνεται από «φυτεμένες» αρχαίες δωρικές κολώνες, που ενώ περνάνε ανάμεσά τους ποδήλατα και μηχανάκια άνετα, για τετράτροχα είναι αδιέξοδος. Ε, θα το πιστέψετε, δεν παραιτήθηκε όταν μ’ έχασε, πήρε στη σειρά τα ξενοδοχεία και ρωτούσε για μένα. Ευτυχώς που είχα νοικιάσει δωμάτιο σε μια πανσιόν. Αλλά το ξενύχτη δεν το γλίτωσα. Όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο βρήκα τον Γιαννουράκη να με περιμένει. Με ρώτησε: – Μπορεί να πεθάνει κανείς από τις αμυγδαλές; – Απ’ τις αμυγδαλές όχι. Αλλά έχω διαβάσει στις εφημερίδες, πως κάποιος γιατρός όταν αφαιρούσε τις αμυγδαλές σ’ ένα παιδί, του ξέφυγε


η μία αμυγδαλή από τη λαβίδα και πήγε η άτιμη κι έφραξε το αναπνευστικό σωλήνα του άτυχου παιδιού, που πέθανε από ασφυξία. – Πάμε λοιπόν να γλεντήσουμε την τελευταία βραδιά σου, μου λέει. Εγώ πληρώνω. Πήγαμε στου Μπαμπούλα. Ένα λαϊκό κέντρο με ορχήστρα και λαϊκούς τραγουδιστές, που ήταν στην παραλία σε μια μεγάλη ξύλινη εξέδρα πάνω από τη θάλασσα. Σχεδόν απέναντι από το καμπαρέ «Ευτυχισμένη βάρκα». Παραγγείλαμε φρούτα και κρασί. Τα λαϊκά τραγούδια δίνανε και παίρνανε. Φύγαμε μετά τις δύο σιγοτραγουδώντας πάνω στη βέσπα μου: Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα. Περάσαμε πολύ ωραία. Είχε πολύ κόσμο, παρ’ όλα αυτά, είχαμε γίνει ένα με τον κόσμο. Νέοι, κορίτσια κι αγόρια, γυναίκες, άνδρες, όλοι μια παρέα. Ακόμα και αλλοδαποί δίπλα μας κοντά μας. Αν δεν είχε ζαλιστεί ο Γιάννης, τόσο, ώστε να κάνει εμετό και να του χαλάσει το κέφι, θα ήτανε αξέχαστο γλέντι. – Άχρηστος έγινα, έλεγε και ξανάλεγε. Την άλλη μέρα το πρωί που ήρθε ο Γιατρός, με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος. – Πανέτοιμος, του είπα. Με πήγανε στο μικρό δωματιάκι με την πολυθρόνα. Είχε έρθει άλλη μια νοσοκόμα. Μου ’παν: – Κάτσε, και μου ’δειξαν την ιατρική πολυθρόνα. Τους κοίταγα ερευνητικά, ανήσυχα. Ασφαλώς εδώ θα μου δίναν την προνάρκωση, μα δεν έβλεπα άλλο γιατρό. Ολόκληρη Κλινική μ’ ένα γιατρό και δύο νοσοκόμες! Υπομονή, είπα στον εαυτό μου. Ετοίμασαν τα ιατρικά εργαλεία, τις σύριγγες με τη νάρκωση των αμυγδαλών, κι όταν πήρε ο γιατρός στο χέρι το νυστέρι και στάθηκε πάνω απ’ το ορθάνοιχτο στόμα μου κι άρχισε να κόβει στη βάση τις αμυγδαλές, όσα σημεία τους δεν ξεριζωνόντουσαν, κατάλαβα πως δεν υπήρχε χειρουργείο, πως εκεί σ’ αυτό το δωματιάκι έμελε να πραγματοποιηθεί η αμυγδαλεκτομή. Κλινική δεν ήθελα; Με την πρώτη κοψιά, άρχισα να αισθάνομαι το αίμα να κατεβαίνει άφθονο στον οισοφάγο μου και να μου πλημυρίζει το στομάχι. Με γρήγορες κινήσεις ο γιατρός έπιανε τις κομμένες αρτηρίες που αιμορραγούσαν μια μια με αιμοστατικές λαβίδες και αφού τις ασφάλιζε τις άφηνε να κρέμονται έξω και πλάγια απ’ τα χείλη μου κι απ’ τις δύο μεριές, για να προχωρήσει στις άλλες. Αλλά, το αίμα που κατάπινα συνεχεία, οι αιμοστατικές λαβίδες, τρεις τέσσερις από τη μια, άλλες τόσες από την άλλη, και τα χέρια του γιατρού, μου έκλειναν σχεδόν το στόμα και μου δυσκόλευαν πολύ την αναπνοή, τόσο πολύ που σε μια στιγμή ένοιωσα να λιποθυμάω. Έκανα μεγάλες προσπάθειες με βαθιές


εισπνοές που μοιάζανε βογγητά, να πάρω λίγο περισσότερο οξυγόνο για να διώξω τη λιποθυμία, μα τίποτα. Το ’πα του γιατρού. – Γιατρέ, θα σας πέσω. Χάνω τις αισθήσεις μου. Πράγματι είχα χάσει ήδη την όραση όμως άκουγα καθαρά. Ο γιατρός έδωσε βιάστηκες οδηγίες στις κοπέλες, που είχαν πανικοβληθεί. – Σταθείτε απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά και κρατείστε τον να μην μας πέσει. Την πλάτη του σφικτά στην πλάτη της πολυθρόνας. – Γιατρέ, του είπα ήσυχα, αν με ξαπλώσετε λίγο θα συνέλθω. – Να σε ξαπλώσουμε, έκανε πρόθυμα αυτός. Άκουσα που άνοιξε την πόρτα και τα βήματά του που βγήκε έξω ν’ απομακρύνονται, αλλά αμέσως να επιστρέφουν. Τον άκουσα που έστρωνε κάτι δίπλα στην πολυθρόνα στο πάτωμα και που ζήτησε απ’ τις κοπέλες να τον βοηθήσουν να με κατεβάσει απ’ το κάθισμα. Με ξαπλώσανε ανάσκελα χωρίς μαξιλάρι, κατάλαβα απ’ την αφή πως το στρωσίδι ήταν κουβέρτα. Σε λίγο είχα συνέλθει. Κοίταξα προς τις κοπέλες που φαινόντουσαν κατατρομαγμένες και τους χαμογέλασα, αν και τί χαμόγελο θα ’ταν αυτό μ’ όλες εκείνες τις αιμοστατικές λαβίδες που κρεμόντουσαν από το στόμα μου. Προσπάθησα να μαντέψω ποιανής ήταν η φωνή που είπε (τη στιγμή που ο γιατρός ήταν δίπλα στο θάλαμο για την κουβέρτα): – Να τον πάμε γρήγορα στο Νοσοκομείο, όταν εκείνος τις παραμέρισε κι έσκυψε πάνω μου. – Να κάνεις λίγο κουράγιο να τελειώσουμε, γιατί σε λίγο θα λήξει η νάρκωση και δεν θα μπορώ να σε χειρουργήσω, μου είπε, θα πονάς πολύ. – Είμαι καλά τώρα, να σηκωθώ. Μου ζήτησαν να κρατάω με τα χέρια μου τις αιμοστατικές λαβίδες, μην από το βάρος τους ή από αδέξια κίνηση τραβηχτεί καμιά κι αρχίσει πάλι η μεγάλη αιμορραγία, κι αμέσως με ανασηκώσανε, με πιάσανε από τις μασχάλες και με ξανακάθισαν στην πολυθρόνα. Ευτυχώς δεν είχαμε άλλη εμπλοκή. Οι μύτες των αιμοστατικών λαβίδων κρατούσαν γερά τις κομμένες άκρες των αρτηριών που πριν λίγο αιμορραγούσαν ακατάσχετα και σε λίγο που ο γιατρός έδεσε τις άκρες αυτές με μεταξωτή κλωστή, τις αφήρεσε. Τώρα που φύγανε οι λαβίδες ανάσαινα άνετα. Εκείνος ο ρόγχος, η μεγάλη προσπάθεια να ανασάνω δεν υπήρχε. Μου ρίξανε ένα ρούχο στην πλάτη και με πήγανε στηρίζοντάς με στο κρεβάτι μου. Η αίσθηση όμως πως κρεμόντουσαν απ’ το στόμα μου λαβίδες, κράτησε δυο μέρες. Τί σου είναι ο άνθρωπος! Άλλοι για να κάνουν εγχείρηση ξεσηκώνουν ολόκληρο το σόι. Εγώ, ούτε συγγενείς, ούτε φίλους, ούτε μητέρα, ούτε τίποτα... Όταν ήρθε απ’ τα «Τριάντα» ο Γιαννουράκης, με βρήκε στο κρεβάτι μου, κρατώντας ένα μπλοκ κι ένα μολύβι στο χέρι. Ο γιατρός που με είδε πως έγραφα αυτά που ήθελα να πω, με αποπήρε. – Να μιλάς. Ήσυχα, αλλά να μιλάς.


Όταν δε με συνάντησε μια ημέρα μετά που έφυγα από την Κλινική του να κάνω βόλτα μπροστά στο ενυδρείο, στο λιμάνι, μου είπε σοβαροαπειλητικά: – Να μην κυκλοφορείς πολύ έξω, γιατί αν κρυώσεις κι έχουμε καμιά αιμορραγία, να το ξέρεις, θα σε στείλω στο Νοσοκομείο. Απειλή κι αυτή, σκέφτηκα. Κάθισα μερικές ημέρες στη Ρόδο. Περίμενα να θρέψουν λίγο οι πληγές στο λαιμό μου και μετά να ταξιδέψω. Φοβόμουνα μήπως ζαλιστώ στο καράβι κι έκανα εμετό. Αυτό μπορούσε να έχει ως επακόλουθο να ερεθιστούν ή να τραυματιστεί ο λαιμός μου από την αναρρόφηση της τροφής και να είχαμε κάποια αιμορραγία κι άντε μέσα στο πλοίο να βρεις γιατρό και μάλιστα ωτορινολαρυγγολόγο. Στην αρχή έκανα μικρές εξόδους απ’ το ξενοδοχείο. Πήγαμε με το Γιαννουράκη στις «Πεταλούδες», στο δρόμο που γίνονται τα ράλι των αγωνιστικών αυτοκινήτων, σ’ ένα πανηγύρι κοντά στα «Τριάντα» και δυο φορές στο σπίτι του θείου του. Ένα πρωί όμως πήρα την απόφαση κι έκανα τη μεγάλη έξοδο. Ξεκινήσαμε με τη βέσπα μου να κάνουμε το γύρω του νησιού. Πήραμε το δρόμο του Αρχάγγελου, τον περάσαμε και φτάσαμε στη Λίνδο. Ανεβήκαμε στο Μεσαιωνικό Κάστρο κι από κει φύγαμε και μέσω του χωριού Αγ. Ισίδωρος, περάσαμε στην άλλη μεριά του νησιού από ένα στριφογυριστό δρόμο πάνω σ’ ένα βουνό, προς το Καρπάθιο πέλαγος και γυρίσαμε στη Ρόδο μέσω του χωριού «Τριάντα». Κάναμε γύρω στα 180 χιλιόμετρα. Στις δύσκολες διασταυρώσεις θυμάμαι, κατέβαινε από τη βέσπα ο Γιαννουράκης και κρατώντας ανοιχτό στα χέρια του το χάρτη της Ρόδου, κοιτούσε τις ταμπέλες των δρόμων και μου έδειχνε προς τα πού να πάμε. Όταν εν τέλει ήρθε η μέρα να φύγω για την Αθήνα, με πήγε μέχρι το πλοίο. Μου είπε: – Τόσες γυναίκες μπορείς να έχεις στη Ρόδο, τί θέλεις και τρέχεις στη Λάρισα; – Δε μ’ έβαλε στο χειρουργείο μόνο η αγάπη που της έχω, αλλά και το πείσμα. Δεν είναι χωρατό στο ξανάπα. – Πόσο θα λείψεις; – Δυο μέρες να πάω, δύο να γυρίσω. Δύο να μείνω μαζί της κι άλλες δύο σπίτι μου με τη μητέρα μου στην Αθήνα, μας κάνουν οκτώ, έχουν μείνει δέκα ημέρες, έχουμε υπόλοιπο δύο, θα τις ξοδέψω στα ενδιάμεσα. – Θα ήθελα πολύ να τη γνωρίσω αυτή τη γυναίκα. – Κάποτε μπορεί να δοθεί ευκαιρία. – Τί κάποτε. Τώρα. Θα έρθω μαζί σου. Περίμενε. Πήγε στη σκάλα του πλοίου που βγάζανε εισιτήρια, πήρε ένα τρίτης θέσης, το σήκωσε ψηλά για να το δω.


– Ντόλτσε βήτα, μου φώναξε. Κι όταν ήρθε κοντά: Άσε τον πατέρα μου να με περιμένει. Θα περάσω όμως κι από μερικές εταιρίες στον Πειραιά, μήπως βρω να μπαρκάρω. Στην Αθήνα δεν ανεβήκαμε καθόλου. Πήραμε απ’ τον Πειραιά το τραίνο για τη Λάρισα. Μόνο μέχρι να φύγει το τραίνο, πεταχτήκαμε με το Γιαννουράκη στο σπίτι ενός γνωστού του εφοπλιστή που του είχε υποσχεθεί από παλιά πως θα τον ναυτολογούσε σ’ ένα από τα καράβια του. Πουθενά αλλού, δεν ήθελα καθυστερήσεις. Φτάσαμε στη Λάρισα, πήγαμε στη Γιάννουλη κι όταν με είδε η Νίκη είπε: – Πάλι άδεια; – Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις, τη ρώτησα. – Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς τα καταφέρνεις... – Είμαι με αναρρωτική άδεια, της είπα απλά. – Αρρωστοφαγιά, ρώτησε περιπαικτικά. – Έκοψα τις αμυγδαλές μου. – Μεγάλο κατόρθωμα... Τώρα καταλαβαίνω το πείσμα σου. Είσαι πικαρισμένος, μου είπε ο Γιάννης όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Σου κάνει κόλπα λοιπόν. Έτσι σου συμπεριφέρεται κι όταν είσαστε μόνοι; Αλλά γιατί την αφήνεις να σου μιλάει έτσι; Δεν του απάντησα κι αυτός απέφυγε να με ξαναρωτήσει. Όταν ήρθε δε αργότερα η Νίκη στο ξενοδοχείο, βρήκε αφορμή το φαγητά και βγήκε. Μια ώρα μετά ή αργότερα, τον βρήκαμε να μας περιμένει στο εστιατόριο «Δύο Φεγγάρια», που ήταν ακριβώς απέναντι απ’ το ξενοδοχείο που είχαμε πιάσει δωμάτιο. Με σεβάστηκε. Δεν μου ξανάκανε λόγο για τον τρόπο της κοπέλας, αν και ήταν μάρτυρας τέτοιας ή παρόμοιας συμπεριφοράς. Υπέμενα κι έκανε το ίδιο κι αυτός, δεν μίλαγε αν κι έβλεπε πως βασανιζόμουνα. Το ’βλεπα στα μάτια του, πως με συμπονούσε. Καημένε Γιάννη... Στις διηγήσεις μου δεν πρόκειται να περιγράψω λεπτομέρειες από τις ιδιαίτερες σχέσεις μου με τις κοπέλες που γνώρισα, ούτε θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες στα προσόντα τους από πλευράς εμφάνισης. Αυτά ανήκουν σ’ αυτές και σε μένα και σε κανέναν άλλο. Μου κακοφαίνεται να φέρνω στο νου του αναγνώστη εικόνες που θα τον διεγείρουν, που θα τον κάνουν να κλείνει τα μάτια και να βάζει στη θέση μου τον εαυτό του, όπως έκαναν άλλοι συγγραφείς με μένα, όταν ήμουνα πιο μικρός, που κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου όλο ταραχή κι ανησυχία.


Η Μαρία Η αδερφή του Γιαννουράκη είχε γνωριστεί μ’ ένα παιδί από τη Ρόδο, που εργαζόταν οικοδόμος και λίγες ημέρες πριν πρωτομπαρκάρει, Σεπτέμβρης του ’63, με παρακάλεσε να ενδιαφερθώ και να μάθω τις προθέσεις του παλληκαριού. Ο ίδιος ήταν πολύ νέος για να κάνει κάτι τέτοιο, σχεδόν συνομήλικος του υποτιθέμενου γαμπρού κι ο πατέρας του πού ν’ αφήσει τις δουλειές του και να τρέχει στη Ρόδο, ήταν κι αμόρφωτος άνθρωπος, μπορούσε να παρεξηγηθεί. Δέχτηκα. Πήρα τον «Πανορμήτη» και πήγα στη Ρόδο. Συναντήθηκα μ’ έναν πρώτο ξάδερφο του Γιάννη, τον Κώστα Γιαννουράκη και του ζήτησα να με πάει στην οικοδομή που εργαζόταν ο μέλλον γαμπρός τους. Τον ήξερε. Ήταν γείτονες. Στο σπίτι του Κώστα είχαν γνωριστεί η αδερφή του Γιάννη κι ο ενδιαφερόμενος. Δούλευε εκεί, στα «Τριάντα». Σ’ ένα γιαπί. Τον γνώριζα κι εγώ, είχα έρθει πολλές φορές στα «Τριάντα» στο σπίτι του Κώστα, είχα μείνει μάλιστα και μερικά βράδια. Του ζήτησα και κατέβηκε απ’ τη σκαλωσιά κι είπαμε να συναντηθούμε τ’ απόγευμα. Όταν βρεθήκαμε του είπα ευθεία πως μιλάω εκ μέρους της οικογένειας της Μαρίας και πως αν θέλει θα πρέπει να μου πει καθαρά ποιές είναι οι προθέσεις του απέναντί της. Θα πρέπει να ξέρει πως είναι ένα φτωχό κορίτσι κι αν σκέπτεται σοβαρά, να έρθει στην Τήλο την ερχόμενη Κυριακή να επισημοποιήσει τη γνωριμία του. Μου είπε: – Θα ’ρθω. – Την Κυριακή που μας έρχεται, του είπα για να βεβαιωθώ. – Την Κυριακή που μας έρχεται, με βεβαίωσε. Ήρθε, δεν είχε άλλα λόγια. Μάλιστα όταν στο λιμάνι, στα «Λειβάδια», τον σταμάτησε ο Αστυνόμος γιατί του ήταν άγνωστος, του είπε: – Είμαι ο αρραβωνιαστικός της Μαρίας Γιαννουράκη. Τί άλλο λόγο να δώσει; Ανέβηκε στο «Μεγάλο Χωριό», πήγε στο σπίτι τα είπανε τα συμφωνήσανε και το ίδιο βράδυ, νομίζω, έφυγε για τη Ρόδο – η δουλειά του. Εγώ εκείνη τη μέρα ήμουνα υπηρεσία στο Σταθμό, δεν τον είδα καθόλου. Από την ημέρα εκείνη όμως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Ενώ έπιασα τον εαυτό μου να μη θυμάται καθόλου τη Δασκαλίτσα της Λάρισας, άρχισα να έχω αϋπνίες, εκνευρισμούς, μελαγχολίες για άλλη τώρα αιτία. Παλιά πήγαινα με τη βέσπα μου σ’ ένα σωρό μέρη με τον Γιάννη. Τώρα... Ήθελα να ’μαι συνέχεια κοντά στο σπίτι τους, να βλέπω τη Μαρία, να της μιλάω. Εκεί σ’ ένα διπλανό σπίτι πολύ μεγαλύτερο έμενε κι η οικογένεια του μεγαλομπακάλη του «Μεγάλου Χωριού». Είχε τρία παιδιά κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι και τα δύο πρώτα παιδιά ήταν θαυμάσια. Το στερνό ήταν ένα νευρόσπαστο, ένα αυθάδικο παιδί, που με την πρώτη λέξη που


ξεστόμιζε τ’ αντιπαθούσες. Επιθετικό, γκρινιάρικα ύπουλο. Έτρωγε της χρονιάς του απ’ τον μεγάλο. Ο Άγιος Αντώνιος, ήταν τρία λεπτά με τη βέσπα μου. Αν ερχόμουνα εδώ ήταν διότι ήξερα πως ένας πρώτος ξάδερφος του Γιάννη είχε μαντρί. Είχε λοιπόν όλα τα χρειαζούμενα στρωσίδια για να κοιμηθεί κανείς. Αυτός κοιμόταν στο χωριό. Τα στρωσίδια τα είχε για ώρα ανάγκης. Αλλά η οικογένεια με τον δεκατετράχρονο δεν μ’ άφηναν να πάω να πάρω τα ρούχα εκείνα που ήταν όλη μέρα μέσα στη σκόνη και στον ήλιο. Να γυρίσω στα «Λειβάδια» ούτε κουβέντα, πνιγόμουνα, κοβόταν η αναπνοή μου, έχανα τον κόσμο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτό μου. Με τη Μαρία πολλές φορές είχαμε συζητήσει το θέμα του γάμου της. Της είχα πει και το πίστευα, πως της ταίριαζε ένα παιδί τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της και δυσανασχετούσα που αυτή διαφωνούσε ριζικά. Μου έλεγε πως ήθελε για ταίρι της έναν άνδρα τουλάχιστον τριαντάρι δημιουργημένο. – Να όπως εσύ, που είσαι μορφωμένος, σοβαρός και προ πάντων Δημόσιος Υπάλληλος. Με την άδειά σου το Καλοκαίρι, με το γιατρό σου για σένα και την οικογένειά σου, με την ασφάλειά σου για όλους σας. Αλλά πού τέτοια τύχη... Δεν συμφωνούσα. – Οι νέοι με τους νέους, της έλεγα. Στην ηλικία τη δικιά μου οι άνδρες πρέπει να παντρεύονται μια κοπέλα είκοσι πέντε με είκοσι έξη χρονών. Γι’ αυτό όταν ο αδερφός της μου είπε για το παιδί που ενδιαφερόταν, δέχτηκα να μεσολαβήσω. Τώρα τί ήθελα; Γιατί στεναχωριόμουνα, γιατί αναστέναζα; Όταν σε λίγο έφυγε για να μπαρκάρει ο Γιάννης, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Τότε δεν είχα καμιά δικαιολογία να πηγαίνω σπίτι τους ή στο μπαξέ τους. Ακόμα δεν ήταν σωστό ούτε να τη σταματώ στο δρόμο για να πούμε δυο λόγια έστω ουδέτερα. Αρρεβωνιασμένη κοπέλα ήταν. Τώρα άρχισα να πηγαίνω συχνά στη Ρόδο. Μόλις κατέβαινα από το Σταθμό, έμπαινα στο καραβάκι και στη Ρόδο. Κάτι είχε καταλάβει ο ξάδερφος του Γιάννη, ο Κώστας, ένα παιδί δεκαπέντε δεκάξη χρονών και μ’ έκανε πολύ παρέα. Μ’ έπαιρνε στο σπίτι τους και γενικά προσπαθούσε να με παρηγορήσει. Ήταν συγγενείς της Μαρίας και μπορούσα μαζί τους να μιλάω συνέχεια γι’ αυτή. Τί είχε καταλάβει η άλλη όλη οικογένεια δεν ξέρω κι ούτε έδωνα μεγάλη σημασία σ’ αυτό. Την οικογένεια αποτελούσαν οι γονείς και τρία αγόρια. Ο μεσαίος ήταν ο Κώστας. Τον Γιάννη, όταν έφυγε για να μπαρκάρει, τον συνόδεψα μέχρι τη Ρόδο. Άγονη γραμμή είχε κάθε Δευτέρα και το Χειμώνα κάθε δεκαπέντε μέρες. Εξυπηρετούσε όμως ο «Πανορμήτης». Σε πήγαινε στη Ρόδο ή στην Κω κι από κει έπαιρνες το πλοίο της γραμμής για Πειραιά. Κάτι


ήθελα να του πω, αλλά δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω. Ήρθε στο λιμάνι κι ο ξάδερφός του ο Κώστας. Άντε τώρα να του μιλήσεις για τη Μαρία. Τον αποχαιρετήσαμε, ανέβηκε στο μεγάλο κατάστρωμα και μας κουνούσε το χέρι χαμογελώντας. Όταν «αμόλησε» το πλοίο (αυτά μου τα διηγιόταν ο Γιαννουράκης δέκα χρόνια αργότερα, όταν ανταμώσαμε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης), τον πλησίασε ένας καθώς πρέπει κύριος, καλοντυμένος, με τρόπους και πιάσανε κουβέντα. Τον ρώτησε από πού είναι και τί πάει να κάνει στην Αθήνα. Ο Γιάννης του απάντησε πως είναι από την Τήλο και πως πάει στον Πειραιά για να μπαρκάρει, μόνο που δεν έχει κάτι συγκεκριμένο. – Ψάχνοντας, συμπλήρωσε. – Δεν θα χρειαστεί αγαπητέ μου, του είπε τότε ο κύριος με περίσσια ευγένεια και ζωηρό ενδιαφέρον. Έχω γραφείο ταξιδιών στην Αθήνα, οδός Αθηνάς 205. Να έρθετε τη Δευτέρα (ήταν Σάββατο), θα σας μπαρκάρω οπωσδήποτε. Να σας γράψω τη διεύθυνσή μου και τα τηλέφωνά μου, μόνο που δεν κρατώ στυλό μαζί μου. Πάμε στην καμπίνα μου κι ανεβαίνουμε μαζί πάλι. Ο Γιάννης που δεν πίστευε στ’ αυτιά του, τον ακολούθησε πρόθυμα. Κατέβηκαν στην καμπίνα, έκλεισε ο αξιοπρεπής ταξιδιωτικός πράκτορας την πόρτα κι όταν τελείωσε το γράψιμο και του ’δωσε το σημείωμα, άπλωσε το χέρι κι έκανε απόπειρα άσεμνης χειρονομίας. Ο Γιάννης τον εμπόδισε, του ’πε: συγγνώμη, κι άνοιξε την πόρτα κι ανέβηκε βιαστικά στο μεγάλο κατάστρωμα. Τη Δευτέρα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, πήγε στη διεύθυνση που του είχε δώσει, κι είδε με κατάπληξη πως η οδός Αθηνάς τελειώνει στο νούμερο 160! Κάλεσε ένας συγγενείς του τα τηλέφωνα που του είχε δώσει, μήπως και είχε γίνει λάθος στον αριθμό, αλλά του λέγανε πως δεν υπάρχει ταξιδιωτικό γραφείο σ’ αυτά τα νούμερα. Του ’πα κι εγώ κάτι που δεν ήξερε, πως όταν μετά από τα πολλά τρεχάματα που είχε: πέρνα σήμερα, πέρνα αύριο, κατάφερε επιτέλους να βρει πλοίο και μπάρκαρε, η οικογένειά του στην Τήλο, έλαβε δύο τηλεγραφήματα από ισάριθμους βουλευτές της περιφέρειας Δωδεκανήσου, που τους γνώριζαν ο καθένας για δικό του λογαριασμό, πως: Μετά από προσωπικό ενδιαφέρον και σύντονες ενέργειες του Βουλευτή κ. Κολοκυθά, ο υιός σας Ιωάννης Γιαννουράκης, μερύμνη ημών ναυτολογήθηκε στο τάδε πλοίο. Ποιός απ’ τους δύο πολιτικούς ενήργησε για να μπαρκάρει ο Γιαννουράκης; Κανείς!.. Και μη με ρωτήσετε τώρα γιατί τέτοια και τόση ξεδιαντροπιά...


Ένα μεσημέρι καθόμουνα στο καφενείο που σύχναζα στα «Λειβάδια» και περίμενα να έρθει ο «Πανορμήτης» για να πάω στη Ρόδο, όταν βλέπω τους νέους που βρισκόντουσαν μέσα στον καφενέ, κάποιοι να πηδάνε από τα παράθυρα κι άλλοι να το σκάνε απ’ την πόρτα, μόλις φάνηκε να ’ρχετε ο παππάς του χωριού. – Βρε σεις, τους φώναζε ο παππάς, θα πεθάνετε και δεν θα βρεθεί άνθρωπος να σας θάψει. Πρόλαβε δύο και τους σταμάτησε. Ρώτησα τον καφετζή τί συμβαίνει και μου είπε: – Όποιος πηγαίνει σε κηδεία και σηκώνει νεκρό, παθαίνει μεγάλο κακό ή αυτός ή η οικογένειά του… – Πιστεύεις στ’ αλήθεια τέτοιες αηδίες, τον ρώτησα και γέλασα. – Ναι γέλα, ήρθε η απάντηση. Έτρεξα και πρόλαβα τον παππά. – Να βοηθήσω κι εγώ πάτερ, του είπα. – Άξιος ο μισθός σου τέκνον μου, μου είπε και γύρισε στους άλλους που παίζανε κρυφτά στις γωνίες. – Ξένο άνθρωπο ευλογημένοι θ’ αφήσετε να σηκώσει τη νεκρή; Ντράπηκαν κι άρχισαν να ’ρχονται ένας ένας. – Δεν πειράζει πάτερ, να βοηθήσω κι εγώ, του είπα. Πράγματι βοήθησα, ήταν και βαριά η συχωρεμένη κι αρκετός ο δρόμος απ’ την εκκλησία μέχρι το νεκροταφείο. Πρόσεξα πως όταν περνούσε η πομπή της νεκρής μπροστά από κάποιο σπίτι, έβγαινε η νοικοκυρά του σπιτιού μ’ ένα μαστραπά γεμάτο νερό έσκυβε και το σκόρπιζε απαλά στο χώμα μπροστά στην είσοδο είτε του σπιτιού είτε της πόρτας του φράχτη, αν ήταν το σπίτι περιφραγμένο. Μ’ όλη αυτή τη διαδικασία έχασα το πλοίο, κι έτσι την άλλη μέρα το πρωί ανέβηκα στο Σταθμό. Τί να ’κανα κάτω; Δεν είχα δέκα λεπτά που μπήκα, όταν με ειδοποιεί το τηλεφωνείο απ’ τα «Λειβάδια», να μπω στο κανάλι της Αθήνας. Ήταν η πρώτη μου ξαδέρφη η Ειρήνη, κόρη του θείου μου του Λευτέρη, μεγαλύτερου αδερφού της μητέρας μου, με την οποία μέναμε στο ίδιο σπίτι στην Αθήνα. Μαζί μας, έμενε και η θεία μου Σταματία, μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μου. – Δημήτρη, να έρθεις αμέσως στην Αθήνα, μου λέει, η μητέρα σου είναι πολύ βαριά. – Τί πολύ βαριά, Ειρήνη, είπα όλος ανησυχία. – Είναι πολύ βαριά, μου ξαναλέει. Η θεία Σταματία κι εγώ, έχουμε κατατρομάξει. – Άκου, σε παρακαλώ, αν πέθανε, πες μου να το πάρω απόφαση, μη με βασανίζεις. Για να ’ρθω απάνω στην Αθήνα, θέλω πάνω από 48 ώρες, πες μου το να μη με τρώει η αγωνία. – Όχι, όχι δεν πέθανε. Αλλά να, κάνει παράξενα πράγματα. Κλείνει τους γενικούς διακόπτες του ηλεκτρικού, σφαλίζει τα πατζούρια μέρα


μεσημέρι για να μη μας τραβάνε, λέει, φωτογραφίες. Μας λέει να μιλάμε σιγά, γιατί μας παρακολουθούνε κι άλλα. – Δηλαδή, της σάλεψε; – Κάτι τέτοιο. Οι δύο συνάδελφοι κι ο φύλακας που ακούγανε την συνομιλία, είχαν κοκαλώσει. Άντε τώρα, να πείσεις τους αγράμματους νησιώτες της Τήλου, πως δεν είχαν δίκαιο να φοβούνται να πάνε σε κηδεία και να σηκώσουν νεκρή ή νεκρό... Ή τους αγράμματους γιδάρηδες της Σπηλιάς Λαρίσης, πως δεν ήταν ειδοποίηση κακού που με περίμενε, το «κόψιμο» πρωί πρωί του δρόμου μου από λαγό… Ανέβηκα στην Αθήνα κι αρχίσαμε γιατρούς, κλινικές. Εκείνο τον καιρό έβρισκα πως ήμουν μόνος, πως δεν είχα κάπου να στηριχτώ. Ο νους μου, το σώμα μου, η σκέψη μου, το είναι μου, ήταν συνέχεια στη μητέρα μου και στη Μαρία, στο «Μεγάλο Χωριό». Έβλεπα ερωτική ταινία κι έκλαιγα. Αν κάποιος πήγαινε να βγει μπροστά από τη σειρά που περιμέναμε όλοι, γινόμουνα θηρίο. Εκείνη η εποχή είχε πολύ κλάμα. Αυτή η Μάρθα Βούρτση, μ’ είχε πεθάνει. Αν και δεν πήγαινα συχνά στο σινεμά, γιατί ζαλιζόμουνα, δεν μπορούσα να παρακολουθήσω την εναλλαγή των εικόνων. Τόσα χάπια! Librium, valium, insidon. Από ένα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μετά φαγητό. Σε κάθε καθισιά τρία. Αν άκουγα ερωτικό τραγούδι ή για τη μάνα άλλο κλάμα. Κάθισα κι έγραψα στο Γιάννη Γιαννουράκη. Είχα λάβει γράμμα του από την Πολυνησία. Του ’γραψα πως ήθελα να παντρευτώ την αδερφή του και του ζητούσα τη γνώμη του. Η απάντηση ήρθε γρήγορα. Μακάρι, μου ’γραφε, αλλά δεν ήταν αυτός που θα αποφάσιζε τελικά. Ήταν η Μαρία, ήταν οι γονείς τους. Πήρα την ξαδέρφη μου την Ειρήνη και πήγαμε στον ΟΤΕ Περιστερίου. Δώσαμε πρόσκληση για συνδιάλεξη με τη Μαρία Γιαννουράκη, «Μεγάλο Χωριό», Τήλου. Την ορισμένη ώρα είμαστε ’κει: – Γειά σου, Μαρία. Όλοι καλά εκεί; – Γειά σου, Δημήτρη. Όλοι καλά. Τί κάνει η μαμά σου; – Τη βάλαμε σε Κλινική. – Πάει καλύτερα; – Αρχές είναι. Πάρε την ξαδέρφη μου την Ειρήνη, θέλει να σου μιλήσει. – Εμπρός, εμπρός, είμαι η Ειρήνη, πως σας λένε εσάς; – ... – Χάρηκα πολύ δεσποινίς Μαρία. Τί καιρό έχετε εκεί; – ... – Κι εδώ τα ίδια κάνει. Άντε γειά σας, χάρηκα πολύ, πάρτε τον Δημήτρη.


– Έλα Μαρία, σε πήρα να μάθω νέα σας και να σε ρωτήσω πόσο αργά είναι για μας τους δυο. – Αχ Δημήτρη, αχ Δημήτρη, γιατί δεν μιλούσες πιο μπροστά; – Έχεις δεσμευτεί... – Δεν το καταλαβαίνεις. – Το καταλαβαίνω, το καταλαβαίνω. Γεια σου Μαρία. – Γεια σου, γεια σου, Δημήτρη. Συνεχίζει.

Από Ηράκλειο Κρήτης στην Όσσα, κι από την Όσσα, στην Τήλο!

Στο «Ποτάμι» του Καρλοβάσου


Ο Γιώργος Κολοβός www.neasynora.gr, βλέπε τεύχος 119, σελίδες 2 και 79. Είμαι κατάβαθα λυπημένος για τον καλό φίλο μου.

Το κράτημα Έκανε πατινάζ στο παραλιακό πεζοδρόμιο, μεταξύ Μπάτη – Παλμύρας (στο Παλαιό Φάληρο), όταν πέρασαν ξυστά δίπλα του καβάλα σ’ ένα ποδήλατο δύο παιδιά – στην ηλικία του. Δεν τους γνώριζε. Αυτός που καθόταν πίσω, του έκανε νόημα να πιαστεί από το χέρι που του άπλωσε, κι άρχισαν ένα ξέφρενο τρέξιμο. Μπροστά το ποδήλατο, πίσω τα πατίνια. Τον κράταγε γερά. Φορές ορθοπεταλιές αυτός π’ οδηγούσε το ποδήλατο. Γέλια, ενθουσιασμός,


ενώ οι περιπατητές να κάνουν στην άκρη, στα επικίνδυνα παιχνίδια των τρελλόπαιδων. Εκείνο το κράτημα, κράτησε μια ζωή – γερά. Δημήτρης Βαλασκαντζής 8-3-2013 

Offshore Κυπριακή Εταιρία «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ»-ΛΙΒΑΝΗΣ LTD Πότε επί τέλους θα αποφασίσουν αυτοί που κρατάνε στα απόκρυφά τους, να μας φανερώσουν το μακρύ κατάλογο, το πλήθος των Offshore Εταιριών που λυμαίνεται τον τόπο μας; Πολύς ντόρος γίνεται και πολλές καρδιές κτυπούνε άτσαλα κάθε φορά που ανακινείτε το θέμα των Offshore Εταιριών, αλλά πού θα πάει, ουδέν κρυπτόν υπό του ήλιου. Πέρα που, από το γεγονός και μόνο, πως έχεις Offshore εταιρεία, έχεις χαρακτηριστεί ...αχαρακτήριστος. Στο επόμενο τεύχος μας πιστεύουμε πως θα έχουμε λίστα με ονόματα Ελλήνων, που έχουν Offshore Εταιρίες στην Κύπρο. Λίγη υπομονή… Τα «Νέα Σύνορα» Το τρίμηνο λογοτεχνικό περιοδικό μας «Νέα Σύνορα» εκδόθηκε και πρωτο-κυκλοφόρησε στη χώρα μας και στο εξωτερικό, αρχές του 1969, κατατέθηκε δε η επωνυμία του για να προστατεύεται το σήμα του στο Υπουργείο Εμπορίου στις 17-11-1970 (βλ. σελ. 66). Η προστασία διαρκεί δέκα χρόνια, πράγμα που δεν γνωρίζαμε. Όταν το μάθαμε, πήγαμε και την ανανεώσαμε την 07-02-1983. Έκτοτε κάθε τέλος της 10χρονης προστασίας την ανανεώνουμε εμπρόθεσμα μέχρι σήμερα. Έτσι και στις 07-02-2013 (βλ. σελ. 69) ανανεώσαμε εμπρόθεσμα την προστασία του σήματός μας. 




Ανανέωση σήματός μας «Νέα Σύνορα», νέα δεκαετία (2013 – 2023)



Επίλογος του τεύχους 120: Αντώνη Λιβάνη, όσο εσύ και οι δικοί σου θα κατακρατάτε παράνομα το κατοχυρωμένο εκδοτικό σήμα μου, τόσο θα σας σιχτιρίζουν όλοι οι τίμιοι άνθρωποι. Να σου στείλω μερικά από τα γράμματα που έλαβα ή θα περιμένεις να τα διαβάσεις όλα μαζί, στον τόμο 1904 σελίδων που ετοιμάζω; Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι…


«Νέα Σύνορα» Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας. Τεύχος 120. Χρόνος 44ος, Οκτώβρης - Δεκέμβρης 2013 Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275, 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.neasynora.gr // e-mail: neasynora@otenet.gr www.nea-synora.gr // e-mail: valaskantzis@gmail.com Η εκχώρηση ονόματος χώρου [gr] εγκρίθηκε από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στ’ όνομά μας. Ακόμα το εκδοτικό σήμα «Νέα Σύνορα», για να προστατεύεται, το έχουμε καταθέσει από το 1970 στο Υπουργείο Εμπορίου «Τμήμα Σημάτων». Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» (neasynora@otenet.gr). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» (babiniotis@t-online.de)


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.