Τεύχος 121, 2014

Page 1


Εσείς κι εμείς, Καλή χρονιά το 2014: Το έργο στο εξώφυλλο είναι του ζωγράφου Νίκου Ζωντού, τίτλος: «Μεράκι» και ανήκει στον Mansha Muhammad. Είμαστε στο ηλεκτρονικό τεύχος 121. Χρόνος 45ος, Γενάρης – Μάρτης 2014. Όσοι ζωγράφοι επιθυμούν να δουν έργα τους στα εξώφυλλα του περιοδικού μας «Νέα Σύνορα», καλοδεχούμενοι. Καλοδεχούμενοι κι όσοι θέλουν να στείλουν συνεργασία τους. Από το ηλεκτρονικό τεύχος 103-104 του 2008 έως το τεύχος 120 του 2013 συμπεριλαμβανομένου, στα site: nea-synora.gr και neasynora.gr, μας επισκέφτηκαν 17.262 αναγνώστες από διάφορες χώρες, όπως: (A) Afghanistan, Albania, Algeria, Andorra, Argentina, Armenia, Australia, Austria, Azerbaidjan. (B) Bahrain, Bangladesh, Belarus, Belgium, Bosnia, Brazil, Bulgaria, Burma. (C) Canada, Chile, China, Colombia, Croatia, Cyprus, Czech Republic. (D) Denmark, Dubai. (E) Egypt, European country. (F) Finland, France. (G) Germany, Great Britain, Greece. (H) Hong Kong, Hungary. (I) Iceland, India, Indonesia, Iran, Iraq, Ireland, Israel, Italy. (J) Japan. (K) Kazakhstan, Kuwait. (L) Latvia, Lebanon, Libya, Luxembourg. (M) Macedonia, Malaysia, Maldives, Malta, Masqat, Mexico, Moldova, Morocco. (N) Netherlands, Nepal, New Zealand, North Korea, Norway. (P) Pakistan, Paraguay, Peru, Philippines, Poland, Portugal. (R) Republic of Serbia, Romania, Russian Federation. (S) Saudi Arabia, Serbia, Sinqapore, South Κorea, Slovakia, Spain, Sweden, Switzerland, Syria. (T) Taiwan, Thailand, Tunisia, Turkey. (U) Ukraine, United States. (V) Venezuela, Vietnam. Καμουφλάρισαν το καταπατημένο εκδοτικό σήμα μου 10 φορές!.. Ο Αντώνης Λιβάνης και οι δικοί του διακηρύττουν πως ο εκδοτικός τους οίκος είναι ο πιο επιτυχημένος! Γνωστό πως ξεκίνησαν το 1972 καταπατώντας ξεδιάντροπα το αντιστασιακό εκδοτικό κατοχυρωμένο σήμα μας «Νέα Σύνορα», για να καταλήξουν με κομπίνες στο σημερινό «επίτευγμά» τους. Εμείς, ξεκινήσαμε πρώτοι την έκδοσή μας, με την ονομασία «Νέα Σύνορα» αρχές του 1969 και μέχρι σήμερα 2014 κρατάμε την ίδια επωνυμία, το ίδιο πάντα σήμα. Αντίθετα ο Α. Λιβάνης και τα τσιράκια του, ξεκίνησαν στα μέσα του 1972 με κλεμμένο το εκδοτικό κατοχυρωμένο σήμα μας, του οποίου παράλλαξε 10 φορές την επωνυμία, μέχρι να κατασταλάξει εδώ που είναι σήμερα, όπου έχει ρημάξει με τη σύγχυση που έσπειρε τους κόπους μας 45 χρόνων!!! Χαράμι του...


Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Εκδόσεις ηλεκτρονικών βιβλίων Περιοδικών – Εφημερίδων

Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας. Παλιά τεύχη (1 έως 102), νέα ηλετρ. τεύχη (103 έως 121) Χρόνος 45ος, Γενάρης – Μάρτης 2014. Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ.: 210-8815275, κιν. 6974868530, Σάμου 22730-33166. www.neasynora.gr // e-mail: neasynora@otenet.gr www.nea-synora.gr // e-mail: valaskantzis@gmail.com Η εκχώρηση ονόματος χώρου [gr] εγκρίθηκε από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στ’ όνομά μας.

####

Ο ποιητής Κώστας Καλαπανίδας


Δώδεκα ποιήματα του Κώστα Καλαπανίδα από «Το τελευταίο μάθημα» 1. Σύνοψη Μια μάνα να σε γεννήσει. Μια γυναίκα να σ’ αγαπήσει. Ένα παιδί σου τούτη την εύνοια της ζωής μες στα μάτια σου για πάντα να κλείσει. Κι ένα εγγόνι, στου χρόνου τη σκόνη, το ίχνος σου μην αφήσει να σβήσει.

2. Το λυχναράκι της λύπης Η αλήθεια – σαν την ποίηση – κάπου κάπου ψεύδεται. Όταν για παράδειγμα λέει: «Αυτό το λυχναράκι, στης λύπης μας τον ουρανό, γλυκαίνει με το φως του την κουρασμένη ευτυχία μας», είναι τόσο ωραία ειπωμένο, που δεν αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια, αφού είναι τόσο όμορφο.

3. Ο ήχος του φιλιού Με χόρευε στην αγκαλιά –μανούλα, κι έλαμπε. Εκείνος, όλος ένα χαμόγελο, μας έκλεισε στα χέρια του και τη φίλησε. Ε ουρανέ, άδειε, κουφέ κι αμίλητε, πού πήγαν, πού είναι; Κι εκείνο του φιλιού το φλ σε ποιες ταξιδεύει ατμοσφαίρες;


4. Η ευτυχία μου Σαν είχε η ευτυχία μου αποκάμει, σ’ εφτά τρύπες την τρυπώ στο καλάμι και το φέρνω στα χείλη. Μα τότες η πνοή μου λειψή για τις νότες. Σε κρυφό πάω τόπο και σκάβω και το αλάλητο καλάμι μου θάβω. Η ευτυχία μου είναι πια σ’ έναν τάφο κι από μνήμης μυστικά την αντιγράφω.

12. Η μοίρα μου Από αλεύρι ζητιανιάς έψηνε η γύφτισσα λειψόψωμα σε πλάκα πάνω απ’ τη φωτιά. Γύρω της τα γυφτόπουλα κοπάδι. Πήραμε όλα το μεράδι μας. Τα μάτια της τσιγγάνας ένα γέλιο. Το άλλο πρωί βρήκα στον τόπο κρύα στάχτη. Έτσι μου το ’γραψεν εμένα η μοίρα μου: Να τρώγω γύφτισσας ψωμί, ν’ αφήνω στάχτες και να φεύγω. 13. Από τα: «Δεκαπέντε ποιήματα» Φεγγάρι συμπονετικό, δεν χρειάζομαι πια την εξ ύψους παρηγοριά. Η ποίηση μ’ έχει διδάξει να διαχειρίζομαι τη λύπη μου. * Αφού, Θεέ μου, δεν ξέρω ότι υπάρχεις, τι σημασία θα είχε ν’ αλλάξω γνώμη;


22. Νατάσα Ναυαγισμένη πολιτεία μου, όνειρο δίχως ανάσα, Νατάσα! Λέξεις αμίλητες. Κι η φωνή άηχο κύμα στο αίμα. Σ’ αναζητώ σ’ αφώτιστα νερά γεμάτα πίσσα και γράσα, Νατάσα! Ενώ κήτη με φτερά φοβερά διασχίζουν τους ενήλικους φόβους μου.

23. Η Αβισάγ Στον προφητάνακτα Δαυίδ, προβεβηκότα ημέραις, φέραν για να ζεσταίνεται την ως σφόδρα καλή Αβισάγ, δεκαπεντάχρονη. Αμ έτσι, προφητάνακτα, μπορώ κι εγώ να γράφω ψαλμούς για το θαύμα.

24. Ερωτικό Κάτω απ’ τ’ ονειρικό φεγγάρι πλατιά ξαπλων’ η Θεσσαλία, σα μάνα και κυρά που φρόντισε ολημέρα τα παιδιά και τον κήπο της. Και το βουνό στο πλάι της, ολόρθο κι άγρυπνο, τη διασχίζει και τη γονιμοποιεί με τη μυστική ροή των νερών του.


25. Η αγάπη Άλλες λέξεις θα ’χα βρει κι αλλιώς θα ’χα διαβάσει τον κόσμο, αν τα πρώιμα λόγια σου δε μ’ είχαν σα βοριάς σχηματίσει. «Εσύ δεν ξέρεις ποιος είσαι», είπες. «Και ποιος ξέρει;» αντιρώτησα, σαν ν’απαντούσα. «Η αγάπη» είπες. «Προβλέπει χωρίς ν’ αποβλέπει». Γυρίζω στις ξενιτιές του κόσμου, ποιος είμαι, ακόμη να βρω (το ποτάμι δε γνωρίζει την κοίτη του) και σε ονειρεύομαι σαν πατρίδα.

26. Τελευταίο μάθημα Στο Βαγγέλη Κακατσάκη «Με φώτισαν τα μάτια σας. Ήπιατε απ’ την καρδιά μου. Ομοιωθήκαμε αλλήλοις». Πώς ρίχνει πίσω του ο δάσκαλος τριάντα πέντε γέννες παιδιά; «Χαίρετε!» είπε κι αποχώρησε χωρίς να στρέψει πίσω (υπάρχει βιβλικό παράδειγμα) το αλάτι της λύπης πήζει, δεν παίζεται.

####


Οι μετανάστες και τα ωδικά πτηνά… Προ καιρού έλαβα ένα e-mail από την αναγνώστριά μας κ. Ντέπη. Με ρωτούσε: Οι εκδόσεις «νέα σύνορα» δεν διοργανώνουν πλέον ποιητικούς διαγωνισμούς; Στις σελίδες 61 έως 66, υπάρχει απάντηση. Αυτό όμως με κέντρισε και σκέφτηκα να γνωριστούμε με τους αναγνώστες μας πιο στενά. Τι θα λέγατε αν όλους όσους μας διαβάζουν τους φέρναμε πιο κοντά μας; Σε κάθε τεύχος να καταχωρούμε φωτογραφία ενός από μας, με βιογραφικό του και e-mail; Κι ας αρχίσουμε από αυτό το τεύχος:

Mansha Muhammad, man45sha@yahoo.com Κοντά στην πλατεία Κυψέλης, οδός Σκοπέλου και Κερκύρας 89, υπάρχει ένα μαγαζί που πουλάει διάφορα ωδικά πτηνά και διάφορα μικρά ζώα. Αυτή η «θλιμμένη» βιτρίνα, λύπησε περαστικό συνεργάτη μας, τον Mansha Muhammad, μετανάστη (με άσυλο πρόσφυγα στη χώρα μας) κι έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του, πως σύντομα από τα λίγα λεφτά που είχε στην άκρη, θα αγόραζε δύο ωδικά πτηνά και θα τα λευτέρωνε. Λυπόταν που δεν είχε αρκετά χρήματα, να τα απελευθερώσει όλα! Και πράγματι σήμερα 11-11-2013 ημέρα Δευτέρα, πραγματοποίησε την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του. Παρακάλεσε εμένα, τον γράφοντα, να τον συντροφεύσω και πρόθυμα στηριζόμενος στη μαγκούρα μου τον ακολούθησα. Έβλεπα καθαρά πως ο παραπάνω συνεργάτης μας, συσχέτιζε τη δύσκολη θέση ενός μετανάστη, με την άχαρη θέση των φυλακισμένων πουλιών. Ξεκινήσαμε απ’ την οδό Αγίων Αποστόλων, μπήκαμε στην Εθνική τράπεζα οδός Κερκύρας και Ευβοίας, πήρε ο συνεργάτης μας 50 ευρώ απ’ τα λιγοστά χρήματα που είχε καταθέσει κι ανηφορίσαμε την


Κερκύρας: Άραγε ποια δύο πουλιά, από το πλήθος που υπήρχε στο «θλιμμένο» μαγαζί, θα είχαν την καλή τύχη να ελευθερωθούν; Πήραμε

Συρματοπλέγματα πάνω, συρματοπλέγματα κάτω…

σε χάρτινα κουτιά με τρύπες αερισμού, τα δύο τυχερά πουλιά και κατηφορίσαμε. Φτάνοντας, μπήκαμε στο Άλσος (Πεδίον Άρεως) κι άνοιξε ο Mansha ένα ένα τα δύο κουτιά και στοργικά, όπως όταν αγκάλιασε τα τρία μικρά παιδιά του που τ’ άφησε στη χώρα του, έπιασε απαλά – απαλά τα πουλιά, κι άνοιξε τις χούφτες του και τ’ άφησε να φτερουγίσουν μακριά μας, ελεύθερα. Στην επιστροφή ρώτησα τον Mansha, αν πίστευε πως θα υπάρξουν πατριώτες του μιμητές του, ώστε να εκλείψει αυτή η άκαρδη αιχμαλωσία των πουλιών κι ακόμα, αν βλέπει πως θα υπάρξει κάποιο άλλο μέτρο, για

9 Οκτωβρίου 2010: Κρατούμενοι πρόσφυγες – μετανάστες στο κέντρο κράτησης μεταναστών στο χωριό Φυλάκιο του Έβρου.


τους αλλοδαπούς πρόσφυγες, που οι ελληνικές αρχές τους συγκεντρώνουν σε μαντρωμένα στρατόπεδα. Με κοίταξε λυπημένα στα μάτια, αλλά δεν μου απάντησε. Κατέβασα αμίλητος το κεφάλι κι άρχισα να σιγοψιθυρίζω μέσα μου, σαν να προσευχόμουνα: Πουλάκι ξένο ξενιτεμένο πουλί χαμένο που να σταθώ Πού ν’ ακουμπήσω να ξενυχτήσω να ξενυχτήσω να μη χαθώ Βραδιάζει η μέρα σκοτάδι πέφτει και δίχως ταίρι που να σταθώ Που να φωλιάσω σε ξένο δάσος σε ξένο δάσος να μη χαθώ Γυρίζω να βρω που να καθίσω να ξενυχτήσω το μοναχό Κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτό

####

Και μια ακόμα φωτογραφία του «θλιμμένου» μαγαζιού.


Τα Δεκεμβριανά 1944 Το σώμα άψυχο – δολοφονημένο, καταμεσής στην άσφαλτο, ξαπλωμένο ανάσκελα, στη συμβολή Εμμ. Μπενάκη και Ζαλόγγου. Πού με πήγε ο νους; Δεκεμβριανά του ’44. Το ξόδι ήταν παιδί: 17-18 χρονών… Τότε με την οικογένειά μου μέναμε στο Καλαμάκι κι έφυγα με τα πόδια για την Αθήνα. Πήγαινα να βρω τον πατέρα μου που ήταν αποκλεισμένος στην Πλατεία Αμερικής. Τα λεωφορεία τα είχαν επιτάξει. Βαστούσα μια κούτα τσιγάρα, απ’ αυτά που δίνανε τότε με το δελτίο. Την είχα χωμένη στην δεξιά τσέπη του πανωφοριού μου, που ίσα-ίσα χώραγε. Ήταν ένα παλτό με ύφανση «τσουβαλέ», που μου ’χε δώσει, κάποια φιλανθρωπική επιτροπή, από τις τόσες που μοίραζαν τότε ρούχα και παπούτσια στα φτωχά παιδιά και που είχε τα γραφεία της απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα* στην Αθήνα. Η τσέπη βέβαια ήταν ρηχή κι έτσι που δεν είχε σκέπασμα, φαινόταν ολοκάθαρα η κούτα. Την είχα πάρει απ’ το μπακάλικο του Τσάκλα, στην Παναγίτσα του Έδεμ. Εκεί, μπροστά απ’ το μπακάλικο, υπήρχε μια μεγάλη αλάνα. Σ’ αύτη ήρθαν οι Άγγλοι και στήσανε καμιά δεκαριά κανόνια και «βάζανε» στην κατεχόμενη από τον ΕΛΑΣ, Αθήνα. Έφτασα χωρίς δυσκολία στου Μακρυγιάννη. Εδώ ήταν όλα ανάστα. Κόσμος πολύς με τα μπαγκάζια του πάνω σε κάρα, σε καροτσάκια, στους ώμους. Στοιβαζότανε στον έλεγχο ώρες, που ήταν στο τελευταίο οδόφραγμα – εκείνο με την κουλούρα το συρματόπλεγμα κι έφευγες προς την Καλλιθέα, τη Νέα Σμύρνη, το Παλιό Φάληρο, τη Γλυφάδα, όπου πρόφτανες. Μακριά, όσο γινόταν πιο μακριά, απ’ το μακελειό που γινόταν κι όσο γρηγορότερα, έξω απ’ τη ζώνη του σκοτωμού. Τους κρατούσαν ώρα εκεί. Γινόταν σωματική έρευνα και γερός έλεγχος σ’ ότι είχαν μαζί τους. Αυτοί με __________ * Τί παριστάνει αυτό το άγαλμα δεν κατάλαβα, παρά μόνο στα είκοσι μου, όταν με κάτι φίλους, πέρασα από πολύ κοντά. Έτσι που το έβλεπα από το λεωφορείο της γραμμής ( Έδεμ – Ακαδημία), τόσα χρόνια που πηγαινοερχόμουνα, στην αρχή στους συγγενείς μας και αργότερα στη δουλειά, νόμιζα πως παρίστανε κάποια γυναίκα, να έχει αρπάξει απ’ τα μαλλιά, κάποιον άντρα...


κατεβασμένα μάτια και μαλακή φωνή, για να περάσουνε προς τα έξω, εγώ παρακαλούσα να μ’ αφήσουν να πάω προς τα μέσα. Δεκατεσσάρων τότε χρονών, μα που έδειχνα μικρότερος. Ένα αδύνατο ψηλό παιδί, με κοντά παντελόνια και με καλαμένια πόδια.

Μπροστά στο νοικιασμένο σπίτι, στο Καλαμάκι

Στου Μακρυγιάννη όλες οι γωνίες των δρόμων, είχαν κλείσει από τα οδοφράγματα, που γίνανε τα ανατιναγμένα γωνιακά σπίτια ή οι γωνιακές πολυκατοικίες. Στα οδοφράγματα αυτά, είχαν φέρει για να τα ενισχύσουν, τα πιο απίθανα πράγματα. Έβλεπες κρεβάτια με τα κλινοσκεπάσματά τους, ψυγεία του πάγου, σκάφες, ποδήλατα, κομοδίνα, βιβλιοθήκες, κι ότι άλλο, που είχε όγκο. Εκεί όπως είπα, ήταν κι ο πρώτος ...μπλόκος, προς τα μέσα, ο τελευταίος προς τα έξω... Τον «κρατούσαν» χωροφύλακες απ’ το Σύνταγμα Μακρυγιάννη που ήταν εκεί κοντά, αλλά κι αστυνομικοί. Με ρώτησαν πού πηγαίνω κι όταν τους είπα, γελάσανε. Γύρισε πίσω, δε μπορείς να περάσεις, ήταν η απάντηση. – Μάνα δεν έχεις ρε, μου είπε κάποιος, πού σ’ αφήνει; Του είπα: – Πάω στο μπαμπά μου... Όταν είδαν πως επέμενα, μ’ άφησαν να περάσω αφού μ' έψαξαν πρώτα... Δεν βρήκαν τίποτα... Τί να βρουν; Την κούτα τα τσιγάρα του πατέρα μου κι ένα σήμα της RAF, που το ’χα βρει στο δρόμο στο Καλαμάκι. Τους το είπα, μου το επέστρεψαν. Στήλες Ολυμπίου Διός, Ζάππειο, Σύνταγμα, Πανεπιστημίου και νάμαι στην Ακαδημίας. Όλα τα μαγαζιά κάτω από την Ιπποκράτους, ήταν με σπασμένες τις πόρτες και τις βιτρίνες. Η φαντασία μου οργίαζε για κλοπές χρυσαφικών, άνοιγμα χρηματοκιβωτίων κι ότι μπορεί να βάλει


στο μυαλό του ένα μικρό φτωχό παιδί. Το Σύνταγμα, η Ομόνοια, η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας, είχαν πέσει στα χέρια των Άγγλων και των αστυνομικών. Οι μάχες τώρα γινόντουσαν από την Ακαδημίας και πάνω, προς τα Εξάρχεια. Από την Πλατεία Κάνιγγος, μέχρι ψηλά η Ακαδημίας και τα στενά, σ’ όλες τις γωνίες γκρεμίσματα και οδοφράγματα. Σ’ όλα τα τετράγωνα, οι μεσοτοιχίες του ενός νοικοκυριού από το άλλο, είχαν τρύπες, ανοίγματα, για να μπορούν αυτοί που είχαν στην κατοχή τους το τετράγωνο, να κυκλοφορούν από σπίτι σε σπίτι, χωρίς να εκτίθενται σε κίνδυνο, βγαίνοντας στους δρόμους ή στα στενά. Προσπαθούσα να βρω δρόμο ανοιχτό, να περάσω προς την πλατεία Αμερικής κι όταν είδα πως τέτοιος δρόμος, δεν υπήρχε σ' όλη την Αθήνα, κοίταξα να δω, πού μπορώ να χωθώ, κάποιο οδόφραγμα θάχε χώρο. Άλλωστε, πόσος ήμουνα, να μια σταλιά, άνθρωπος… Τίποτα. Εδώ γινόταν μάχη, πού να βρεις χώρο. Οι κλέφτες κι αστυνόμοι που παίζαμε στη γειτονιά μας, με τους Παπασιδέρηδες το Μιχάλη και το Μελέτη και τους Παπαϊωάννου, το Γιάννη και το Ζαχαρία ήταν; Από την Ομόνοια ούτε κουβέντα. Με διώξανε οι αστυνομικοί. Από το Κολωνάκι, δε γνώριζα το δρόμο. Προσπάθησα από την Εμμ. Μπενάκη και τη Θεμιστοκλέους. Τίποτα, δε μπορούσες να πας καλά-καλά, ούτε μέχρι την ...Ακαδημίας. Πήρα τη Χαριλάου Τρικούπη – εδώ κάτι γινόταν. Πέρασα την Ακαδημίας, έφτασα τη Σόλωνος, στοπ. Γινόταν σωστός πόλεμος... Είχα φτάσει στη ζώνη των επιχειρήσεων. Δεν περνούσε κουνούπι. Οι ελεύθεροι σκοπευτές, δεν έκαναν διάκριση, πυροβολούσαν οποιοδήποτε κινητό στόχο... Απελπισία... Προς τα πού να κάνω; Από τη μια οι Εγγλέζοι με τους αστυνομικούς, από την άλλη οι ΕΛΑΣίτες... Φωτιά σκέτη... Κάτι άρχισε και μ' ενοχλούσε μέσα μου. Κατάλαβα πως ήταν ο φόβος. Μ' είχε αγγίξει... Πήγα να γυρίσω πίσω, στο Φάληρο, στο Καλαμάκι, όταν σκέφτηκα τη θεία μου την Ουρανία. Ήταν μικρότερη αδερφή της μητέρας μου κι έμενε λίγα βήματα πιο κάτω. Άλλωστε πού να πάω, τρεις η ώρα, σε δυο ώρες θα νύχτωνε. Μόνο μέχρι τον Άγιο Σώστη προλάβαινα να περπατήσω μέρα. Θα πήγαινα κατ' αρχήν εκεί, στη θεία μου, και μετά έβλεπα. Πώς πάνε όμως; Κατηφόρισα σκυφτός τη Σόλωνος, κολλητά στον τοίχο κι όπου έβλεπα πόρτα, χωνόμουνα να φυλαχτώ. Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω-κάτω κι η καρδιά μου χαλούσε τον κόσμο. Είχα χάσει πολύτιμο χρόνο. Έπρεπε να πήγαινα στη θεία μου, κατά την ώρα της «ανάπαυλας» και όχι τώρα. Απ’ τις 11 μέχρι τη 1 το μεσημέρι, είχαν «διακοπή», στάση των εχθροπραξιών, για να μπορέσει ο κόσμος να βγει μήπως και βρει, να ψωνίσει τίποτα ή να φύγει φορτωμένος μ' ότι μπορούσε να σηκώσει – να πάρει. Η «ανάπαυλα» ήταν ευκαιρία σ’ όλους, να βελτιώσουν και τις θέσεις τους – να τις καλυτερέψουν, όπως αυτός ο Άγγλος που ήταν ψηλά στο μπαλκόνι με τα κάγκελα και που τοποθετούσε κι άλλα σακιά άμμο


μπροστά του, για περισσότερη προφύλαξη. Εγώ, εκείνες τις δυο ώρες, τις έφαγα χαζεύοντας και προσπαθώντας να βρω πέρασμα. Τώρα; Στη Ζωοδόχου Πηγής έστριψα αριστερά, προχώρησα με τις ίδιες προφυλάξεις κι όταν έφτασα στην οδό Ζαλόγγου, πήγα να στρίψω δεξιά. Στο νούμερο 7, έμενε η θεία μου. Ένα αλτ, που ακούστηκε πίσω μου, με κοκάλωσε! Ήταν ένας Άγγλος, ψηλός, με σοβαρό πρόσωπο, που με κοιτούσε ύποπτα. Στεκόταν όρθιος κι είχε στρέψει, ένα μακρύκαννο όπλο καταπάνω μου. Ήταν μισοκρυμμένος πίσω από μια γκρεμισμένη εξώπορτα, που «έλεγχε» όλη τη Ζαλόγγου, μέχρι την Εμμανουήλ Μπενάκη. Την εξώπορτα τούτη, την είχαν «κλείσει» χάμω χαμηλά με σάκους γεμάτους άμμο, πίσω δε από τους σάκους, ήταν κρυμμένοι δύο ακόμα Άγγλοι και τρεις δικοί μας, αστυνομικοί – όλοι τους με αυτόματα! Ανάμεσα απ’ τους σάκους με την άμμο, ένα πολυβόλο έβγαζε την κρύα μούρη του. Με βάλανε μέσα απ’ την εξώπορτα και με ψάξανε. Βρήκαν τα τσιγάρα, το σήμα της RAF κι οι ερωτήσεις βροχή. Δεν είχα να κρύψω τίποτα... Μ’ άφησαν... Το σπίτι της θείας μου, ήταν στο μέσον περίπου της Ζαλόγγου, εκεί που άρχιζε η οδός Σουλίου και η οποία Σουλίου, ήταν στα χέρια του ΕΛΑΣ. Ακούγαμε τα τραγούδια τους – φωνές νέων ανθρώπων. Έτσι το Νο 7, βαλλότανε κι απ’ τις δυο πλευρές... (Η Σουλίου βγαίνει στη Σόλωνος και συνεχίζει ακόμα λίγο, μέχρι εκεί που είναι σήμερα, το τσιγκογραφείο των Ευθυμιόπουλου – Μαραγκού.) Σαν αστραπή πέρασα και χώθηκα στο 7. Ήταν μια αυλή, που απ’ τη μια μεριά είχε μεγάλο ψηλό τοίχο (χώρισμα, απ’ την εξωτερική είσοδο του διπλανού σπιτιού, που παράξενο τα δωμάτια, είχαν είσοδο απ’ τη μέσα μεριά) κι απ’ την άλλη, δωμάτια – δωμάτια για εργένηδες ή οικογένειες μεροκαματιάρηδων. Φτωχοαυλή, με μια βρύση για όλους και μ’ ένα αποχωρητήριο. Μια ξύλινη σκάλα, οδηγούσε στο «δεύτερο» όροφο και τελευταίο, που ήταν ακριβώς πάνω από τα κάτω δωμάτια. Είχε κι εδώ μια βρύση για όλους κι ένα κοινόχρηστο αποχωρητήριο, όπως και κάτω. Ο «δεύτερος» όροφος, είχε τρία δωμάτια μόνο. Η θεία μου έμενε στο πρώτο έξω-έξω και ο εξωτερικός τυφλός τοίχος του, που έβλεπε λοξά τη Σουλίου, ήταν όλο τρύπες απ’ τις σφαίρες των ΕΛΑΣιτών... Οι Άγγλοι κι οι αστυνομικοί τα βράδια, ανέβαιναν από το λοξό στενάκι της οδού Κιάφας, που τώρα έχει γίνει πεζόδρομος, στα κεραμίδια των πίσω σπιτιών, που ήταν στο ίδιο ύψος σχεδόν με μας, και ευθεία με την οδό Σουλίου και στήνανε στις κορυφές τους πολυβόλα που γάζωναν όλη νύχτα. Από το μικρό φεγγίτη της πόρτας του δωματίου, βλέπαμε, έτσι όπως είμαστε κουρνιασμένοι στη γωνία, στο χαμηλό ντιβάνι, χωρίς καθόλου φως, τις πύρινες «γλώσσες», απ’ τις κάννες των πολυβόλων. Η θεία μου, ήταν σε κακό χάλι. Είχε πάθει από το φόβο της «χρυσή»… Ήταν κίτρινη, μα τόσο κίτρινη, αγνώριστη… Τάχασε όταν με είδε. Μ’ άνοιξε, μπήκα μέσα και με κοιτούσε ώρα πολύ, χωρίς να μπορεί να μιλήσει.


Στο μεσαίο δωμάτιο, έμεναν εκείνο τον καιρό, δυο νέοι άνθρωποι, εικοσιπέντε με τριάντα χρονών. Μου έκανε εντύπωση σ’ αυτούς, το ότι ήταν δυνατό δυο άνθρωποι νέοι, με υγεία ταύρου, να μη βρίσκονται τούτη τη στιγμή στα οδοφράγματα, παρά να είναι κρυμμένοι σ’ ένα δωμάτιο 2X3, τόσες μέρες τώρα. Ακόμα, το μαύρο χιούμορ που είχαν και η αδιαφορία με την οποία αντιμετώπιζαν, το μακελειό που γινόταν έξω απ’ την πόρτα τους. Ήξεραν κι έλεγαν ωραίες ιστορίες, πολλά, πάρα πολλά έξυπνα ανέκδοτα. Τα γέλια μας, πολλές φορές, πρέπει να φτάνανε μακριά κι ήταν πραγματική παραφωνία, μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό. Είχαν λουφάξει εκεί, ασφαλισμένοι, όσο μπορούσαν νάναι ασφαλισμένοι, και έλεγαν περιφρονητικά, άστους αυτούς κι έδειχναν περιφρονητικά έξω. Πρόβλημα φαγητού δεν είχαν. Είχαν προβλέψει. Πολλοί προβλέπουν και μην εντυπωσιάζεστε εύκολα.. Τσιγάρα δεν είχαν, κοίταγαν την κούτα του πατέρα μου, σαν... Πολλές φορές την πήραν στα χέρια τους και τη μύριζαν για πολύ ώρα. Όταν το πρωί ησύχαζαν κάπως τα πράγματα, κοιμόμασταν μ’ έναν βαθύ ευχάριστο ύπνο, που δεν ήθελες να τελειώσει. Γι’ αυτό, έφταιγε και το γεγονός, που ξενυχτούσαμε στο μεσαίο δωμάτιο,* γιατί πρόσφερε πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια. Όλο το βράδυ «ξενύχτηδες» και στ’ αυτιά μας, όλη εκείνη η συγχορδία, απ’ τους πυροβολισμούς απ’ τα τουφέκια, το κροτάλισμα απ’ τα πολυβόλα και τ’ αυτόματα, τις χειροβομβίδες, τους όλμους, τα πιστόλια και στα διάκενα, που γινόταν απόλυτη ησυχία, τα τραγούδια των ΕΛΑΣιτών... Δεν έπρεπε να ήταν και τόσο άσχετοι οι «παλληκαράδες» του μεσαίου δωματίου, (ως προς την τέχνη του πολέμου), γιατί σε κάθε κρότο όπλου – όταν δε λέγαμε κάτι άλλο – τους άκουγες να λένε: Αυτό είναι, από τουφέκι τάδε. Αυτό είναι4 από περίστροφο τάδε. Αυτό, από αυτόματο τάδε, κλπ. Πάντως, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή, να φανούν στην πόρτα οι «σύμμαχοι» μας οι Άγγλοι ή – αχ πώς τόθελα – οι ΕΛΑΣίτες, για να έβλεπα τους «ουδέτερούς» μας, τι θα κάνανε. Αν κι αυτοί ήταν αετοί: Είχαν ετοιμάσει δυο διαφορετικές ιστορίες, ανάλογα με το ποιός θάφτανε πρώτος – αληθοφανές ιστορίες, τουλάχιστο για το μυαλό της ηλικίας μου. Αλλά, όλα αυτά τα έξυπνα που λέγανε και τα καλοπιάσματα που μου κάνανε, ας τ’ άφηναν! Την κούτα δεν την άνοιγα, ούτε γόπα. Τα τσιγάρα ήταν του μπαμπά μου. Προσπάθησα δυο φορές ακόμα να «σπάσω» τον κλοιό και να περάσω προς τα Εξάρχεια. Τίποτα. Την Πλατεία Αμερικής, θα έπρεπε να την ...ξεχάσω. Όλα __________ * Στο τρίτο δωμάτιο, παλιά, έμενε μία κυρία με δύο μικρά παιδιά, που ο άντρας της ήταν ναυτικός – πάντα έλειπε... Αυτή η κυρία, είχε την κακιά συνήθεια όταν έβγαινε, να κλειδώνει τα παιδιά της μέσα στο δωμάτιο κι εκείνα έσκαγαν στο κλάμα. Ακόμα και σήμερα, μετά 70 χρόνια, είναι στ’ αυτιά μου το παραπονεμένο τους κλάμα, τ’ αναφιλητά τους. Πολλές φορές σκεφτόμουνα τί θα γινόταν αν καμιά φορά τύχαινε να πιάσει το παλιό σαράβαλο που μένανε φωτιά…


τα γωνιακά οικοδομήματα, όπως έχω πει, ήταν ανατιναγμένα για να γίνουν οδοφράγματα, να μην αφήνουνε να περάσουν τα τανκς. Από ένα τέτοιο χωροοδόφραγμα, έπρεπε να περάσω. Μα που ήταν αδύνατο... Πήγαινα όπου έβλεπα ελεύθερο – ανοιχτό χώρο κι έτσι χωρίς να το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα συνέχεια, μεταξύ των Άγγλων και των ΕΛΑΣιτών... Σε κάποιο στενό, προς την Πλατεία Κάνιγγος, με έπιασαν δυο οπλισμένοι με αυτόματα αστυνομικοί. (Μα τί το θέλω το «οπλισμένοι», εμφύλιος πόλεμος γινόταν!) Με πήγανε στο ταμπούρι τους και μόνο που δε με γδύσανε. Μου πήρε ο ένας τους το σήμα της RAF και το πέταξε πάνω σ’ ένα πάγκο. Μετά, πήρε την κούτα τα τσιγάρα, την άνοιξε και τα σκόρπισε έξω. Άρχισε να τα ελέγχει ένα-ένα, με προσοχή κι εκείνη την ώρα ο άλλος, πήρε το σήμα της RAF και το έβαλε στην τσέπη του. Όταν μου είπαν να φύγω, μάζεψα τα τσιγάρα στην ανοιγμένη κούτα και ζήτησα να μου δώσουν πίσω το σήμα. Ο πρώτος έκανε να το πιάσει, αλλά είδε πως δεν υπήρχε εκεί που το είχε πετάξει. Ρώτησε τον άλλο, που σήκωσε τάχα αδιάφορα τους ώμους του. Είπα τότε εγώ: – Ο κύριος, και τον έδειξα, το έβαλε πριν λίγο στην τσέπη του... Χλόμιασε απ’ τη μανία του κι έκανε να μου επιτεθεί: – Να σου δώσω κωλόπαιδο ένα μπάτσο, να σου πω εγώ, ήρθε η απάντησή του. Δεν είπα τίποτα, είχα φοβηθεί. Τον είχε κρατήσει ο πρώτος, να μη με χτυπήσει. Α όχι, δε θα ξανάκανα τέτοια κουτουράδα, ήταν η τελευταία φορά... Θα γύριζα τώρα αμέσως στη θεία μου και αύριο πρωί - πρωί, θάφευγα για το σπίτι μου, στο Καλαμάκι. Γύρισα πάλι από τους ίδιους δρόμους. Όταν πήγα να περάσω απ’ τους Άγγλους στη Ζωοδ. Πηγής και Ζαλόγγου, με σταμάτησαν και με ξαναψάξανε. Τα σούρτα – φέρτα μου, τους είχανε (άδικα βέβαια) υποψιάσει. Όταν είδαν ανοιγμένη την κούτα τα τσιγάρα, την τουμπάρισαν κι έλεγξαν κι αυτοί, ένα - ένα προσεχτικά τα τσιγάρα. Μετά, ένας από τους αστυνομικούς, σχεδόν θυμωμένα, μου είπε: – Θα πας από γύρω! Αν περάσεις αργότερα από τρία λεφτά, θα σε πυροβολήσω! Δηλαδή, θα έβγαινα στη Σόλωνος που γινότανε χαλασμός κι όταν έφτανα στη Σουλίου, που κι εκεί χαλασμός, θα έστριβα αριστερά και μετά ευθεία (με τα αντάρτικα τραγούδια στ’ αυτιά μου) για τη Ζαλόγγου, που θα μ’ έβλεπαν απ’ το στέκι τους τα «πατριωτάκια» με τους «συμμάχους» να περνάω και που αν αργούσα, θα με πυροβολούσαν... Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι αυτοί, δεν έπρεπε να είναι καθόλου καλά, αλλά τι να πω και τι να κάνω; Βγήκα στη Σόλωνος κι άρχισα να τρέχω προς τα κάτω. Όπου έβλεπα κούφωμα, κρυβόμουνα για λίγο και μετά, τρεχάλα πάλι. Στη Σουλίου που την πέρασα τρέχοντας, τα τραγούδια των παιδιών, εκεί. (Μα τι, πόλεμο κάνανε τούτοι!) Μούπαν τρία λεφτά, μα ’γω, σ’ ένα λεφτό είχα περάσει – σφεντόνα. Άνοιξα – έκλεισα με θόρυβο την εξώπορτα, ανέβηκα τις σκάλες τροχάδην. Χάρηκαν οι «ουδέτεροί» μας. Τώρα που θα γύριζα σπίτι μου, τα τσιγάρα...


– Δώστα μούπε η θεία μου, θα στα πληρώσουν... Τα πήρε και τους τάδωσε η ίδια. Ντουμανιάσαμε εκείνο το βράδυ, στο μικρό δωμάτιό τους. Την ίδια βραδιά η θεία μου, πήρε απόφαση να φύγουμε μαζί για το σπίτι μου στο Καλαμάκι, θα μάζευε τα πλέον απαραίτητα και θα φεύγαμε. Και τα «πράγματα» ήρθαν «ευνοϊκά». Τη δεύτερη μέρα η Σουλίου και η γύρω γειτονιά, έπεσε στα χέρια των αστυνομικών και των Άγγλων. Εκείνη τη μέρα είδα τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες, με στολές αγγλικές και με δίκοχα! Πού πήγαιναν με δίκοχα δίχως κράνος; Τους «ουδέτερους» ούτε που τους μίλησε κανείς. Ούτε που ήρθαν να μας ρωτήσουν, ποιός μένει εδώ, ποιός δε μένει, τίποτα. – Είχα βγει από το σπίτι, για να βρω κάποιο μέσο μεταφοράς, μια μοτοσικλέτα, ένα κάρο που θα μετέφερνε τα λίγα πράγματα της θείας μου στο Καλαμάκι, σπίτι μου. Είχα σταθεί στη γωνία Ζαλόγγου και Εμμ. Μπενάκη. Εκείνη τη στιγμή οι αστυνομικοί με τους χωροφύλακες, κατέβαζαν αιχμαλώτους. Ήταν νέα παιδιά, που για να παραπλανήσουν τους αστυνομικούς και να μην τους συλλάβουν, είχαν φορέσει πυτζάμες και πήγαν να «περάσουν» για ενοικιαστές. Αλλά τέτοιο καιρό, ποιός φορούσε πυτζάμες! Τους υποψιάστηκαν και τους κατέβαζαν, έτσι όπως τους πιάσανε, με τις πυτζάμες και τα όπλα νάναι στραμμένα καταπάνω τους και κείνα, τα ΕΛΑΣιτάκια, αμούστακα ακόμα, χλωμά, με τα χέρια ψηλά και τα μάτια τους να μην ακουμπάνε πουθενά και τα δόντια τους νάναι σφιγμένα. Ερχόντουσαν ομάδες – ομάδες, προς τα κάτω την Εμμ. Μπενάκη – προς την Ακαδημίας. Κόσμος είχε πιάσει τα δύο πεζοδρόμια και κοιτούσε άφωνος – σιωπηλός. Ένα ΕΛΑΣιτάκι, είχε πιαστεί στα λόγια μ’ ένα χωροφύλακα, που το έφερνε κι αυτό, έτσι όπως τους άλλους, με τα χέρια ψηλά, μα το περίστροφο που κρατούσε, του τ’ ακουμπούσε σχεδόν στη μέση του – μια σπιθαμή μακριά. Τούλεγε το παιδί: – Πουλημένε, χθες με τους Γερμανούς, σήμερα με τους Άγγλους, θα σας πληρώσει ο Ελληνικός Λαός, μη στενοχωριέσαι. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του (είχαν ήδη φτάσει δίπλα μας) κι ο χωροφύλακας εξ επαφής, πάτησε δυο φορές τη σκανδάλη. Ο μικρός έπεσε κι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο το παλληκαράκι στην άσφαλτο, του άδειασε το πιστόλι πάνω του. Ήταν δε τόση η λύσσα του χωροφύλακα – ήταν ένας τριαντάρης, τριανταπεντάρης, που ενώ είχε ρίξει και τις έξι σφαίρες, συνέχισε να πατάει τη σκανδάλη... τρεις – τέσσερις φορές. Το άφησε ξαπλωμένο εκεί ξέπνοο και συνέχισε το δρόμο του με τους άλλους αιχμαλώτους, βρίζοντάς τους άθλια. Ένας άλλος χωροφύλακας που πέρασε μετά λίγο, είπε φωναχτά – περιπαιχτικά, για να τον ακούσουμε, «απευθυνόμενος» στο νεκρό παιδί: – Έπεσες για την Πατρίδα... – Όταν απομακρύνθηκε, δύο άντρες, απ’ τους θεατές, σήκωσαν λίγο το πάνω μέρος του σώματος του παλληκαριού και τούβγαλαν το σακάκι της πυτζάμας, το άφησαν πάλι κάτω και του σκέπασαν το πρόσωπο και το πάνω μέρος του


κορμιού του... Ήταν ωραίο παιδί, ωραίο παλληκάρι. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην άσφαλτο, νεκρό, με όλη εκείνη την ηρεμία, έδειχνε πολύ ωραιότερο. Άξαφνα η σκέψη μου πήγε στη μάνα μου. Αν μου συνέβαινε κάτι, τι θάκανε; Τι θάκανε τώρα η μάνα τ’ αμούστακου τούτου αγοριού; Τί θα κάναν, θεέ μου, οι μάνες όλων των παλληκαριών κι απ’ τα δυο στρατόπεδα κι απ’ τις δυο παρατάξεις… Ένα αγόρι 13 χρονών με κοντά παντελόνια, μια κούτα τσιγάρα κι ένα σήμα της RAF, ένας Άγγλος με σοβαρό πρόσωπο και δυο «ουδέτεροι», ένα αδιάντροπο περίστροφο, που ξαπλώνει χωρίς πολλές κουβέντες νεκρό, μπροστά του ένα άλλο παιδί, λίγο μεγαλύτερο, ένας έλληνας στρατιώτης, που σηκώνει αβασάνιστα το μακρύκαννο όπλο του – αλήθεια πώς το μπόρεσε; – και «κατεβάζει» σαν τσόνι ένα άλλο παλληκάρι από μια μάντρα διέξοδο; Μπλεγμένα όλα αυτά, μέσα στο τόσο αίμα στην Πατησίων 87, τώρα στα 43 του χρόνια! Δεν έχει αλλάξει τίποτα λοιπόν, μετά τριάντα ολόκληρα χρονιά; Μετά τριάντα χρόνια, να σκοτωνόμαστε πάλι μεταξύ μας... Τότε να μας «προστατεύουν» οι Άγγλοι, λίγο πριν οι Γερμανοί και σήμερα οι Αμερικάνοι. Αύριο ποιός; Σήμερα που γράφω – «χτυπάω», όλα τούτα στη φωτοσύνθεση, είναι 11 Νοεμβρίου 1983. Δημήτρης Βαλασκαντζής

####

Κουβεντούλα Μπάρμπα-Γιώργου – Καραγκιόζη

Οι εκδότες παγκοσμίως ζουν από τα έντυπα που εκδίδουν. Με εμένα, τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα», συμβαίνει το αντίθετο: Τα έντυπά μου ζουν από εμένα, αλλά κι ο Αντώνης Λιβάνης με την οικογένειά του!.. Όλοι οι προδότες και μεγαλοαπατεώνες του ελληνικού λαού, από κάποιο πονηρό ζουλάπι αποκτούν φήμη και τιμές, κι όσοι δε τίμιοι πατριώτες κυνηγήθηκαν, πάλη άγρια κυνηγημένοι μένουν.


Παρά λίγο Πρωθυπουργός της χώρας μας ο Άκης Τσοχατζόπουλος!..

Θαυμάστε τον!.. Αλήθεια, η σειρά του Αντώνη Λιβάνη πότε θα έρθει; ΘΕΕ ΜΟΥ, ΠΟΤΕ ΘΑΡΘΕΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΒΑΝΗ; Μα ναι! Η σειρά του Αντώνη Λιβάνη, πότε θα ’ρθει; Δεν κουράζομαι, θα περιμένω. Ο λαός μας λέει: καλομελέτα κι έρχεται. Μίζες λοιπόν 18 δισ. δραχμές ή περίπου 54 εκατ. ευρώ πήρε ο Άκης Τσοχατζόπουλος μέσα σε μία δεκαετία, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου το οποίο τον έκρινε ένοχο. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, ο πρώην υπουργός ζητούσε ωφελήματα κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο Άμυνας από την άνοιξη του 1997 έως και τον Οκτώβριο του 2001. Σύμφωνα με το δικαστήριο τα χρήματα που εισέπραξε και που διακινήθηκαν τμηματικά και μέσω άλλων προσώπων ή εταιρειών, επί σχεδόν μια δεκαετία, υπερβαίνουν το ποσό των 18 δισ. δραχμών. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ο πρώην υπουργός κρίνεται ένοχος για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα προερχόμενη από κατ’ εξακολούθηση δωροδοκία, από κοινού και κατά μόνας, με την επιβαρυντική περίσταση ότι τέλεσε την πράξη κατ’ επάγγελμα, γεγονός που σύμφωνα με τον νόμο, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης από 10 έως 20 έτη. Την ενοχή 17, εκ των 19, κατηγορουμένων στην υπόθεση των παράνομων αμοιβών του Άκη Τσοχατζόπουλου, αποφάσισε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Στην ανάγνωση της απόφασης, όπως ανέφερε ο πρόεδρος, το δικαστήριο με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία και τις απολογίες των κατηγορουμένων, έκρινε ότι ο πρώην υπουργός διέπραξε το αδίκημα της


κατ’ εξακολούθηση δωροδοκίας (που είναι παραγεγραμμένο), ζητώντας ωφελήματα για να καταρτιστούν συμβάσεις για τα TORM1 και τα υποβρύχια. Ομοίως, ένοχοι κρίνονται ο αρχιτέκτονας Αριστείδης Οικονομίδης, η λογίστρια Ευφροσύνη Λαμπροπούλου, ο εξάδελφος του πρώην υπουργού Νίκος Ζήγρας, ο οποίος κρίθηκε αθώος για μία πράξη που αφορά έμβασμα σε λογαριασμό της Βίκυς Σταμάτη. Με την επιβαρυντική περίσταση της νομιμοποίησης εσόδων κατ’ επάγγελμα κρίθηκαν ένοχοι, επίσης, ο επιχειρηματίας Γιώργος Σαχπατζίδης, η κόρη του πρώην υπουργού Αρετή Τσοχατζοπούλου, η σύζυγός του Βίκυ Σταμάτη, ο πρώην γενικός διευθυντής Εξοπλισμών Γιάννης Σμπώκος, η δικηγόρος Ταλίτα Μαρία Τσεκούρα, ο δικηγόρος Γιώργος Κωνσταντάτος (που κρίθηκε αθώος για μια πράξη χρήσης πλαστού εγγράφου), ο οδοντίατρος Νίκος Γεωργουλάκης και οι επιχειρηματίες Οράτιος Μελάς και Κωνσταντίνος Αντωνιάδης. Ένοχοι χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της διάπραξης κατ’ επάγγελμα νομιμοποίηση εσόδων, που κατά τον νόμο τιμωρείται με κάθειρξη 5-10 έτη, κρίθηκαν οι Παναγιώτης Σταμάτης, Γκούντρουν Τσοχατζοπούλου, ο επιχειρηματίας, πρώην βουλευτής Φώτης Αρβανίτης και ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Ιανός Νίκος Καρατζάς. Τέλος, με την απόφασή του το δικαστήριο, κήρυξε αθώους λόγω αμφιβολιών, τον επιχειρηματία Παντελή Ζαχαριάδη και τον Κύπριο δικηγόρο Σπύρο Χατζηνικολάου. Η διαδικασία συνεχίζεται με τις τοποθετήσεις των δικηγόρων και την πρόταση των εισαγγελέων, για το αν και σε ποιους κατηγορουμένους θα αναγνωριστούν ελαφρυντικά. #### Η Βουλή μας… και η «Χρυσή Αυγή»…


Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής έχει ήδη εισηγηθεί την άρση της ασυλίας των έξι βουλευτών. Υπέρ της άρσης της ασυλίας των έξι βουλευτών της Χρυσής Αυγής, τάχθηκε την Τετάρτη με συντριπτική πλειοψηφία η Ολομέλεια της Βουλής. Πρόκειται για τους Ευστάθιο Μπούκουρα, Γιώργο Γερμενή, Παναγιώτη Ηλιόπουλο, Ηλία Παναγιώταρο, Ηλία Κασιδιάρη και Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλο. Συγκεκριμένα, επί των 247 ψηφισάντων βουλευτών, υπέρ της άρσης ασυλίας τάχθηκαν κατά περίπτωση 246 ή 247 βουλευτές. Ομόφωνη ήταν η απόφαση της Ολομέλειας για τον Ηλία Κασιδιάρη. Μοναδικός που ψήφισε «παρών» ήταν ο βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Βασίλης Καπερνάρος, στη μία εκ των δύο περιπτώσεων για τον Ηλία Παναγιώταρο. Ένα λευκό ρίχθηκε στην περίπτωση του κ. Αλεξόπουλου. Άκυρο, στην περίπτωση των βουλευτών Μπούκουρα, Γερμενή και Ηλιόπουλου, ήταν το ψηφοδέλτιο του ανεξάρτητου Νίκου Νικολακόπουλου. Για τους βουλευτές Μπούκουρα, Γερμενή και Ηλιόπουλο, το αίτημα των εισαγγελικών Αρχών αφορά τα αδικήματα της ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Για τους βουλευτές Παναγιώταρο, Κασιδιάρη και Αλεξόπουλο αφορά αδικήματα σε παλαιότερες υποθέσεις, όπως για παράδειγμα τα επεισόδιο έξω από το θέατρο «Χυτήριο». ####

Οι απατεώνες «ξαναχτύπησαν»!.. Στις 31/10/2013 λάβαμε ένα e-mail από τον John O. Iatrides, που παραλήπτη είχε τον Mr. A. Livanis και αφορούσε την έκδοση κάποιου βιβλίου του πρώτου που είχε αναλάβει να εκδώσει ο δεύτερος. Δεν είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται τέτοιος αναβρασμός και τέτοια σύγχυση. Θυμηθείτε και την περίπτωση του Μάρκου Βαφειάδη. Ο κύριος Ιατρίδης, είχε εκδώσει παλιά ένα βιβλίο του με εκδότη τον Αντώνη Λιβάνη και εκδοτικό σήμα το δικό μας «Νέα Σύνορα», κι όταν ο κύριος Ιατρίδης θέλησε να ανατυπώσει το παραπάνω βιβλίο του πάλι στον Α. Λιβάνη και είδε ότι το βιβλίο του Εξέγερση Sten Αθήνα, έχει επανεκδοθεί χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεσή του, ανησύχησε και μας έστειλε με e-mail την ανησυχία του: Please deliver the attached letter to Mr. A. Livanis and inform him that the letter and enclosures have been mailed to his office at 98 Solonos Street.


Please acknowledge receipt of this message. Thank you. John O. Iatrides Παρακαλούμε να παραδώσει την συνημμένη επιστολή προς τον κ. Α. Λιβάνη και τον πληροφορεί ότι η επιστολή και τα συνημμένα έχουν αποσταλεί στο γραφείο του στην οδό Σόλωνος 98. Παρακαλούμε να σας γνωρίσω τη λήψη αυτού του μηνύματος. Σας ευχαριστώ. John O. Iatrides

####

Original Message ----Από: John Ιατριδης Προς: neasynora@otenet.gr Κοιν.: valaskantzis@gmail.com Στάλθηκε: 10/13/2013 4:08:07 PM Θέμα: Re-issue του ΕΚΡΗΞΗ STEN ΑΘΗΝΑ Κύριοι, Έμεινα έκπληκτος μαθαίνοντας ότι το βιβλίο μου Εξέγερση Sten Αθήνα, έχει επανεκδοθεί χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεσή μου. Σύμφωνα με τη σύμβαση, που υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1972, αντίγραφο της οποίας σας στέλνω συνημμένο, το δικαίωμα να δημοσιεύσει στην ελληνική έκδοση χορηγήθηκε στην Νέα Σύνορα για μια περίοδο πέντε ετών, μετά την οποία όλα τα δικαιώματα σε αυτό το βιβλίο επανέρχονται σε μένα ως ο μοναδικός ιδιοκτήτη / συγγραφέα. Επιπλέον, η άδεια Νέα Σύνορα να δημοσιεύσει επρόκειτο να λήξει νωρίτερα από ό,τι τα πέντε έτη, εάν το βιβλίο εξαντλήθηκε ή από την αγορά, η οποία, φυσικά, συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Προκειμένου να εξετάσει τις επιλογές μου για το θέμα, θα εκτιμήσουν τη λήψη από μια άμεση και λεπτομερής εξήγηση για αυτή την εξέλιξη. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Με εκτίμηση. JohnO.Iatrides,Καθηγητής joiatrides@earthlink.net


Μήπως εννοείτε: Original Message ----- From: John Iatrides To: neasynora@otenet.gr Cc: valaskantjis@gmail.com Sent: 10/13/2013 4:08:07 PM Subject: Re-issue of EKRIXI STEN ATHENA Gentlemen, I was surprised to learn that my book Exegersi sten Athena has been reissued without my knowledge and consent. Under the contract, signed on December 7, 1972, copy of which I send you attached, the right to publish the Greek edition was granted to Nea Synora for a period of five years after which all rights to this book revert to me as the sole proprietor/author. Moreover, Nea Synora's licence to publish was to expire sooner than the five years if the book went out of print or off the market, which of course occurred many years ago. In order to consider my options in the matter I would appreciate receiving from you a prompt and detailed explanation for this development. Thank you for your consideration. Sincerely, John O. Iatrides, Professor joiatrides@ earthlink.net

Μήπως εννοείτε: Original Message ----- From: John Iatrides Προς: Γνωστοποίηση neasynora@otenet.gr: valaskantjis@gmail.com Στάλθηκε: 10/13/2013 4:08:07 PM Θέμα: Re-issue του ΕΚΡΗΞΗ STEN ΑΘΗΝΑ κύριοι, ήμουν έκπληκτος για να μάθει ότι το βιβλίο μου Εξέγερση Sten Αθηνά έχει επανεκδοθεί χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεσή μου. Σύμφωνα με τη σύμβαση, που υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1972, αντίγραφο της οποίας σας στέλνω συνημμένο, το δικαίωμα να δημοσιεύσει την ελληνική έκδοση χορηγήθηκε στην Νέα Σύνορα για μια περίοδο πέντε ετών, μετά την οποία όλα τα δικαιώματα σε αυτό το βιβλίο επανέλθει σε μένα ως ο μοναδικός ιδιοκτήτη / συγγραφέα. Επί πλέον, η άδεια Νέα Σύνορα να δημοσιεύσει επρόκειτο να λήξει νωρίτερα από ό,τι τα πέντε έτη, εάν το βιβλίο πήγε εξαντλημένα ή από την αγορά, η οποία, φυσικά, συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Προκειμένου να εξετάσει τις επιλογές μου για το θέμα, θα εκτιμήσουν τη λήψη από μια άμεση και λεπτομερής εξήγηση για αυτή την εξέλιξη. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Με εκτίμηση, Ιωάννης Ο. Ιατρίδης, Καθηγητής joiatrides@earthlink.net

####


470 Radmere Road Cheshire, CT 06410 203-272-5635 joiatrides@earthlink.net October 30, 2013

Mr. Antonis Livanis, Publisher Livanis Publishing Organization 98 Solonos Street Athens 106 80 Greece Dear Mr. Livanis, It appears that my attempt to communicate with Nea Synora by email (copy enclosed) has failed. I therefore write to you in the hope that you will take personal interest in my effort to obtain an explanation concerning the new release of my book Exegersi sten Athena. As you know, under the contract signed on December 7, 1972 between Princeton University Press and Nea Synora, the right to publish the book in Greece was ceded to Nea Synora for five (5) years, after which period all rights to the book revert to me as the sole proprietor. In addition, Nea Synora’s license to publish the book was to expire sooner than the five years if the book went out of print or off the market, which occurred many years ago. I therefore retain exclusive copyright to the book and I am surprised that a new Greek edition has been released without any attempt to communicate with me and without my consent. I might add that several years ago my concerns regarding any new edition of the book were communicated to you by Mr. Stelios Kouloglou who contacted me on your behalf to discuss such a possibility. Under “copyright” the new edition prints my name followed by “Copyright @2013: Ekdotikos Organismos Livani ABE.” I confess I do not understand such a designation. Since copyright is mine, how did the publishing company acquire copyright? What are the terms and conditions of the copyright and how do they comply with the terms established by the original contract? In short, what are the author’s rights and the publisher’s obligations to the author?


I would be grateful if you would acknowledge receipt of this letter and respond to the questions it raises at your earliest convenience. Thank you for your consideration in this matter. With all good wishes, Sincerely yours,

Enclosures: -Email Iatrides to Nea Synora 10/15/2013 -D. Loucopoulos letter to Curtis Brown, Sept 12, 1974. -Iatrides letter to Bangs, Oct 17, 1974. -A. Angelopoulos letter to Iatrides, Jan 30, 1975.

####

470 Radmere δρόμου Cheshire, CT 06410 203-272-5635 joiatrides@earthlink.net

30η Οκτωβρίου, 2013 Ο κ. Αντώνης Λιβάνης , Εκδότης Λιβάνης 98 Σόλωνος Αθήνα 106 80 Ελλάδα Αγαπητέ κ. Λιβάνης, Φαίνεται ότι η προσπάθεια μου να επικοινωνήσω με την Νέα Σύνορα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ( να επισυναφθεί αντίγραφο ) έχει αποτύχει. Γι' αυτό γράφω για να σας με την ελπίδα ότι θα λάβει προ-


σωπικό ενδιαφέρον στην προσπάθειά μου για να αποκτήσετε μια εξήγηση σχετικά με τη νέα έκδοση του βιβλίου Εξέγερση μου Sten Αθήνα. Όπως γνωρίζετε, σύμφωνα με τη σύμβαση που υπογράφηκε στις 7 Δε κεμβρίου 1972 μεταξύ Princeton University Press, Νέα Σύνορα, το δικαίωμα να δημοσιεύσει το βιβλίο στην Ελλάδα παραχωρήθηκε στη Νέα Σύνορα για πέντε ( 5 ) ετών, μετά την οποία περίοδο όλα τα δικαιώματα για το βιβλίο επανέλθει για μένα ως δικαιούχος. Επιπλέον, η άδεια Νέα Σύνορα να δημοσιεύσει το βιβλίο ήταν να λήξει νωρίτερα από ό,τι τα πέντε έτη, εάν το βιβλίο πήγε εξαντλημένα ή από την αγορά, η οποία συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Διατηρώ επομένως αποκλειστικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο βιβλίο και εκπλήσσει το γεγονός ότι μια νέα ελληνική έκδοση έχει κυκλοφορήσει χωρίς καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί μου και χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Θα ήθελα να προσθέσω ότι εδώ και αρκετά χρόνια τις ανησυχίες μου σχετικά με κάθε νέα έκδοση του βιβλίου που σας γνωστοποιούνται από τον κ. Στέλιου Κούλογλου ο οποίος επικοινώνησε μαζί μου στο λογαριασμό σας για να συζητήσετε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στο «πνευματικής ιδιοκτησίας», η νέα έκδοση εκτυπώνει το όνομα μου ακολουθούμενη από "Copyright @ 2013: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ABE ". Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω μια τέτοια ονομασία. Δεδομένου ότι το δικαίωμα είναι δική μου, πώς η εκδοτική εταιρεία να αποκτήσει τα πνευματικά δικαιώματα; Ποιοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις του δικαιώματος του δημιουργού και πώς συμμορφώνονται με τους όρους που καθορίζονται από την αρχική σύμβαση; Με λίγα λόγια, ποια είναι τα δικαιώματα του συγγραφέα και οι υποχρεώσεις του εκδότη προς τον συγγραφέα; Θα σας ήμουν ευγνώμων αν θέλατε να μου γνωρίσετε τη λήψη της παρούσας επιστολής και να απαντήσει στις ερωτήσεις που θέτει όσο το δυνατόν συντομότερα. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας σε αυτό το θέμα. Με όλες τις ευχές, Με εκτίμηση, Συνημμένα: -Email Ιατρίδης στην Νέα Σύνορα 15/10/2013 -D. Loucopoulos επιστολή προς Curtis Brown , 12η Σεπτεμβρίου 1974 - Ιατρίδης επιστολή προς Bangs, 17 του Οκτώβρη 1974. -Α. Αγγελόπουλος επιστολή προς Ιατρίδης , 30 Γενάρη 1975.


Original Message ----Από: John Ιατρίδης Προς: neasynora@otenet.gr Κοιν.: valaskantzis@gmail.com Στάλθηκε: 10/13/2013 4:08:07 PM Θέμα: Re-issue του ΕΚΡΗΞΗ STEN ΑΘΗΝΑ Κύριοι, Έμεινα έκπληκτος για να μάθει ότι το βιβλίο μου Εξέγερση Sten Αθηνά έχει επανεκδοθεί χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεσή μου. Σύμφωνα με τη σύμβαση, που υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1972, αντίγραφο της οποίας σας στέλνω συνημμένο, το δικαίωμα να δημοσιεύσει την ελληνική έκδοση χορηγήθηκε στην Νέα Σύνορα για μια περίοδο πέντε ετών, μετά την οποία όλα τα δικαιώματα σε αυτό το βιβλίο επανέλθει σε μένα ως ο μοναδικός ιδιοκτήτη / συγγραφέα. Επιπλέον, η άδεια Νέα Σύνορα να δημοσιεύσει επρόκειτο να λήξει νωρίτερα από ό,τι τα πέντε έτη, εάν το βιβλίο πήγε εξαντλημένα ή από την αγορά, η οποία, φυσικά, συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Προκειμένου να εξετάσει τις επιλογές μου για το θέμα, θα εκτιμήσουν τη λήψη από μια άμεση και λεπτομερής εξήγηση για αυτή την εξέλιξη. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Με εκτίμηση, John O. Iatrides, Καθηγητής joiatrides@earthlink.net

####

Μήπως εννοείτε: Original Message ----- From: John Iatrides Προς: Γνωστοποίηση neasynora@otenet.gr: valaskantjis@gmail.com Στάλθηκε: 10/13/2013 4:08:07 PM Θέμα: Re-issue του ΕΚΡΗΞΗ STEN ΑΘΗΝΑ κύριοι, ήμουν έκπληκτος για να μάθει ότι το βιβλίο μου Εξέγερση Sten Αθηνά έχει επανεκδοθεί χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεσή μου. Σύμφωνα με τη σύμβαση, που υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1972, αντίγραφο της οποίας σας στέλνω συνημμένο, το δικαίωμα να


δημοσιεύσει την ελληνική έκδοση χορηγήθηκε στην Νέα Σύνορα για μια περίοδο πέντε ετών, μετά την οποία όλα τα δικαιώματα σε αυτό το βιβλίο επανέλθει σε μένα ως ο μοναδικός ιδιοκτήτη / συγγραφέα. Επιπλέον, η άδεια Νέα Σύνορα να δημοσιεύσει επρόκειτο να λήξει νωρίτερα από ό,τι τα πέντε έτη, εάν το βιβλίο πήγε εξαντλημένα ή από την αγορά, η οποία, φυσικά, συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Προκειμένου να εξετάσει τις επιλογές μου για το θέμα, θα εκτιμήσουν τη λήψη από μια άμεση και λεπτομερής εξήγηση για αυτή την εξέλιξη. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Με εκτίμηση, Ιωάννης Ο. Ιατρίδης, καθηγητής joiatrides @earthlink.net

####

Η απάντησή μας Στείλαμε στον καθηγητή Ιωάννη Ο. Ιατρίδη, joiatrides @earthlink.net, το παρακάτω e-mail: Είναι γνωστό πως ο Αντώνης Λιβάνης και οι δικοί του, έχουν καταπατήσει το κατοχυρωμένο εκδοτικό σήμα μου «Νέα Σύνορα», μ’ αποτέλεσμα τα τραγελαφικά γεγονότα που παρατηρούνται. Είναι ακόμα γνωστό πως οι παραπάνω «τίμιοι εκδότες», έχουν καταπατήσει και δύο ακόμα κατοχυρωμένα εκδοτικά σήματα. Τα εκδοτικά σήματα: «Κλειδί» και «Μύθος». Για να έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα του θέματος που σας αφορά, ρίχτε μια ματιά στο βιβλιοπωλείο «Αλφειός», στα βιβλία μου:

Εγώ, τα «Νέα Σύνορα». (Οι σφετεριστές του κατοχυρωμένου τίτλου μου και οι ...πλατωνικές οχλήσεις μου!..) (Τόμος A΄) Βαλασκαντζής Δημήτρης Σελ.: 947. Τιμή: 20.00€

Εγώ, τα «Νέα Σύνορα» (και οι κατά συρροή σφετεριστές κατοχυρωμένων εκδοτικών σημάτων!..)


(Τόμος B΄) Βαλασκαντζής Δημήτρης Σελ. 959. Τιμή: 20.00€ Μετά τα παραπάνω, καταλαβαίνετε πως τα «Νέα Σύνορα» του Δημήτρη Βαλασκαντζή, δεν έχουν καμία ανάμιξη με τα βιβλία σας και με τα συμφωνητικά σας. Παρ’ όλα αυτά είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω σε ότι περνάει από το χέρι μου, αν και τα παραπάνω βιβλία μου, σας λύνουνε οποιαδήποτε απορία σας. Ευχαρίστως να σας βοηθήσω σε ότι μπορώ. Δημήτρης Βαλασκαντζής.

####

Οι δύο τόμοι του Δημήτρη Βαλασκαντζή με εξώφυλλα του ίδιου

(Τόμος A΄) Σελ. 947. Τιμή: 20.00€

(Τόμος B΄) Σελ.: 959. Τιμή: 20.00€


Επίλογος και του τεύχους 121: Αντώνη Λιβάνη, όσο εσύ και οι δικοί σου θα κατακρατάτε παράνομα το κατοχυρωμένο εκδοτικό σήμα μου «Νέα Σύνορα», τόσο θα σας σιχτιρίζουν όλοι οι τίμιοι άνθρωποι. Να σου στείλω μερικά από τα γράμματα που έλαβα ή θα περιμένεις να τα διαβάσεις όλα μαζί, στο νέο τόμο 1904 σελίδων που ετοιμάζω; Θα γελάσει και το παρδαλό …ελάφι σας.

Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα…

Όταν ο γάτος αποκοιμιέται, χορεύουν τα ποντίκια.

Θυμάστε το παρδαλό κατσίκι του γελοιογράφου Φωκίωνα Δημητριάδη;

Εδώ έχουμε το παρδαλό …ελάφι, του Αντώνη Λιβάνη…

####


ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗΣ H συνέχεια του ιστορήματός μας από το προηγούμενο τεύχος μας: No 120 ΠΕΡΙΣΙΛΛΟΓΗ…

Στο «Μεγάλο Χωριό» της Τήλου, πριν 50 χρόνια. Ήμουν 33 χρονών.

Μετά το τηλεφώνημα της Μαρίας, οι μέρες μου στην Αθήνα, περνούσαν στα ιατρεία του ΟΤΕ, στις επισκέψεις στη μητέρα μου στην Κλινική του Σινούρη στην Κηφισιά, και στο σπίτι του φίλου μου Γιώργου Πισκάρεφ. Όταν βράδιαζε πήγαινα κανένα σινεμά ή στο καφενείο της γειτονιάς μου που ήταν δυο βήματα από το σπίτι μου. Η μητέρα του Γιώργου μια μέρα που με είδε πολύ αναστατωμένο, μου έδωσε ένα ηρεμιστικό κι ήπια: Βαλεριάνα το λέγανε. Μετά λίγο με πήρε ύπνος βαθύς εκεί που καθόμουνα, στον καναπέ, στο σαλόνι τους. Ένα πρωινό που επισκέφτηκα τη μητέρα μου, την είδα να είναι στην αυλή της κλινικής. Κοίταζε τον εργάτη που πότιζε τα λουλούδια. Μόλις με είδε να έρχομαι, έτρεξε κοντά μου και μου είπε σαν παιδάκι που αισθάνεται απροστάτευτο: – Που θα πάμε τώρα; Κάτι τέτοιες στιγμές, με ταρακουνούσαν ψυχολογικά. Σε μια άλλη επίσκεψή μου, μου ζήτησε να την πάρω μαζί μου, έξω από την Κλινική. Την πήρα μετά από συμβουλή του κ. Σινούρη. – Μερικοί έξοδοι από την κλινική, θα τη βοηθήσουν να συνέλθει πιο γρήγορα από την πλήξη που την κυριαρχεί, μου είπε ο κ. Σινούρης.


Δεν ήξερα όμως πού να πάμε. Σκέφτηκα την παλιά μας γειτονιά στο Καλαμάκι και το αποφάσισα. Πήραμε το λεωφορείο και κατεβήκαμε από την Κηφισιά στην Αθήνα. Από το Σύνταγμα πήραμε το λεωφορείο για το Έδεμ, κι από κει περίπατος. Περάσαμε τη γέφυρα, την ταβερνούλα που με έστελνε η μητέρα μου και έπαιρνα το καλοκαίρι κρύο νερό. Ήταν πενήντα μέτρα πιο μέσα το κτήμα του Γκρόμαν, εκεί που μέναμε, στο γκαράζ, όσο ο πατέρας μου δούλευε ως προσωπικός οδηγός του. Θυμήθηκα που 20 χρόνια πριν, κάποιο πρωί, με ξύπνησε η μητέρα μου και μου είπε: – Έχω δίκη με τον Γκρόμαν για τους μισθούς του μπαμπά σου. Μετά τη δίκη θα πάω στη θεία σου Σταματία, να τους δω και να δω πώς περνάει κι η αδερφή σου η Ειρήνη μαζί τους. Θα γυρίσω το απόγευμα. Στο τραπέζι απάνω σου έχω ένα πενηντάρι για να πάρεις το μεσημέρι το φαΐ από το συσσίτιο του σχολείου. Θα δώσεις το πενηντάρι και θα πάρεις ρέστα 48 δραχμές. Να προσέξεις πολύ τα ρέστα, γιατί δεν έχουμε άλλα λεφτά για να περάσουμε. Τάκουσες; – Τάκουσα… – Το φαΐ που θα φέρεις να το βάλεις στην κουζίνα και να κλείσεις καλά την πόρτα, να μη μπει μέσα η γάτα. Τάκουσες; – Τάκουσα, τάκουσα… Άκουσα και την πόρτα που έκλεισε φεύγοντας η μητέρα μου. Ήμουνα τότε 10 χρονών. Το συσσίτιο μοιραζόταν στο δημοτικό σχολείο που ήταν στη δεύτερη στάση Καλαμακίου, εμείς μέναμε στην πρώτη στάση. Πήγαινα και γύριζα με τα πόδια. Πήγα στο σχολείο και επειδή ήταν νωρίς ακόμα για τη διανομή του φαγητού, παίζαμε με τα άλλα παιδιά κυνηγητό. Το πενηντάρι το κρατούσα στο χέρι σφικτά. Tο παντελόνι μου και το πουκάμισό μου δεν είχαν τσέπες, κι όπως ήμουν αφηρημένος με το κυνηγητό, έσκισα το πενηντάρικο στα δύο, το έκανα δύο κομμάτια. Όταν αντιλήφτηκα τη ζημιά που έκανα, έτρεξα αμέσως σ’ ένα μεγαλύτερο παιδί, ήταν 17 - 18 χρονών που αρεσκότανε να λέει πως είχε υπό την «προστασία» του τα πιο μικρά παιδιά, και του είπα για το φιάσκο που είχα πάθει. Έβαλε τότε ο «προστάτης» μας το σχισμένο στα δύο μέρη πενηντάρι στην τσέπη του και δανείστηκε από ένα άλλο παιδί ένα δίφραγκο για να πάρω το φαγητό. Σε ερώτησή μου με βεβαίωσε πως το σκισμένο πενηντάρι δεν είχε καμιά αξία πια. Το απόγευμα που ήρθε η μητέρα μου σπίτι, με ρώτησε για τα ρέστα από το πενηντάρικο. Εγώ είχα πιάσει την εξώπορτα και της έλεγα πως τα ρέστα ήταν πάνω στο τραπέζι! – Σε ποιο τραπέζι; – Στο μεγάλο… – Σε ποιο μεγάλο, έλα να μου δείξεις.


Ήρθε κοντά μου, με έπιασε από το μπράτσο και με έμπασε στο σπίτι. Έκλεισε την εξώπορτα και άρχισε να μου τις βρέχει. – Που είναι τα ρέστα, με ρωτούσε συνέχεια και μ’ έδερνε στα μαλακά. Άρχισα να κλαίω και της είπα πως τα είχα χάσει. – Πώς τα έχασες, πού; – Να, όπως ερχόμουνα σπίτι. Μιλιά εγώ για το σχισμένο πενηντάρικο. Όταν «κουράστηκε» να με δέρνει, κάθισε σε μια καρέκλα κι άρχισε να κλαίει. Παιδί της ήμουνα, μ’ αγαπούσε, αλλά και η οικονομική μας κατάσταση ήταν πολλή άσχημη. Στο τέλος μου είπε: – Πλύνε το πρόσωπό σου και πήγαινε να ψάξεις εκεί που νομίζεις πως τα έχασες. Πήγα μια μεγάλη βόλτα σε απόμερα μέρη κλαίγοντας και γύρισα σαν πεθαμένος. Δεν τολμούσα να πω στη μητέρα μου την αλήθεια… Το δίφραγκο όμως που «δανείστηκε» ο «προστάτης» μου, το επέστρεψα λίγες μέρες αργότερα. Πήγαινα όπως πάντα με τα πόδια για να πάρω το συσσίτιο του σχολείου και στο χωματόδρομο βρήκα ένα δίφραγκο. Το σήκωσα και μόλις έφτασα στο σχολείο, το έδωσα στους «ευεργέτες» μου. Την αλήθεια για το σχισμένο πενηντάρικο, την έμαθα μετά την υποχώρηση του στρατού μας από το Αλβανικό μέτωπο. Είχε έρθει σπίτι μας και φιλοξενούσαμε για λίγες μέρες, μια ξαδέρφη μου με τον σύζυγό της, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει απ’ το μέτωπο. Φορούσε μάλιστα ακόμα τη στολή του. Είχε βγει έξω από το γκαράζ και προσπαθούσε να ενώσει με σελοτέιπ δύο κομμάτια ενός χάρτινου πενηντάδραχμου. Τον είδα και του είπα πως ματαιοπονεί: – Δεν περνάνε τα σχισμένα χαρτονομίσματα. – Έτσι λες, μου είπε. – Ναι, έτσι λέω… – Πάμε μέχρι το περίπτερο που θέλω να πάρουμε τσιγάρα; Πήγαμε, πήραμε τσιγάρα και τα ρέστα, από το συγκολλημένο άκυρο υποτίθεται πενηντάρικο!.. Το παραπάνω γεγονός, ότι με κατάκλεψε ο «προστάτης» μου, δεν το έχω πει σε κανένα, είναι η πρώτη φορά που το εκμυστηρεύομαι. Σήμερα στα 84ρά μου χρόνια, γυρίζω βλέπω στο κάδρο τη συχωρεμένη μητέρα μου κι αναστενάζω: Καημένη μάννα… Περάσαμε το Αγγλικό νεκροταφείο. Μικρή η απόσταση, ήταν κι όμορφη μέρα. Στρίψαμε αριστερά κι ανεβήκαμε στο λοφίσκο ακολουθώντας το μακρύ αριστερό κομμάτι της μάντρας που κύκλωνε το νεκροταφείο. Κοιτούσαμε από μικρή απόσταση το παλιό σπίτι μας, το σπίτι των Παπασιδέρηδων, του γιατρού Αλεβιζάτου, και τέλος την «παράγκα» της κυρίας Ελένης Χατζοπούλου, που μας είχαν για πολύ


Το όμορφο σπίτι των Παπασιδέρηδων κι εγώ.

καιρό φιλοξενήσει, όταν οι Γερμανοί κατάσχεσαν το σπίτι μας για να στεγάσουν τον Αμερικάνο φιλάνθρωπο, τον οποίο διώξανε από το πολύ μεγάλο και ωραίο σπίτι του για να μείνουν οι αξιωματικοί τους και που αργότερα όταν έφυγαν οι Γερμανοί κατακτητές, επιστρέψαμε στο σπίτι μας και ο Αμερικάνος στο δικό του.

Αριστερά η μητέρα μου, δίπλα της η αδερφή μου, μπροστά τους εγώ οκλαδόν, δίπλα μου καθιστός ο Μελέτης Παπασιδέρης, και όρθια «πάνω» του η κ. Ελένη Χατζοπούλου και δεξιά της η κόρη της Κική.


Μετά για καιρό έμεναν εκεί φιλοξενούμενοι, εκτός από την οικογένεια Χατζοπούλου, ο γνωστός σας «Βασίλης» ή Ριχάρδος κι ο Μενέλαος Λουντέμης με τη γυναίκα του και το μωρό τους. Ήταν όπως τα είχαμε αφήσει. Δεξιά ο γνώριμος τόπος με τα σπίτια μας και αριστερά η μάντρα του νεκροταφείου, που σερνότανε σαν τεράστιο φίδι στη μικρή ανηφόρα. Να σημειωθεί πως στο τέλος της μικρής ανηφόρας υπήρχε στη μάντρα ένα άνοιγμα τεσσάρων – πέντε μέτρων χωρίς πόρτα, για να περνούν τα φορτηγά αυτοκίνητα που μετέφεραν σε βάθος 40 περίπου μέτρων, κοντά στον ιστό της σημαίας που υπάρχει εκεί, τα πτώματα Ινδών στρατιωτών. Τα έφερναν οι συμπατριώτες τους οδηγοί από τα πεδία των μαχών της Αθήνας, όπου οι Ινδοί και οι Άγγλοι πήραν μέρος, τον Δεκέμβρη του 1944, στον δικό μας εμφύλιο πόλεμο (Δεκεμβριανά) και τα καίγανε σε τεράστιες που στήνανε φωτιές, πραγματοποιώντας το έθιμό τους. Εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς – τότε ήμουν 13 χρονών – και οι συνομήλικοί μου, όταν βλέπαμε τα φορτηγά αυτοκίνητα να μπαίνουν από το άνοιγμα, τρέχαμε να δούμε. Πολύ συχνά ερχόντουσαν και παιδιά από τα χαμόσπιτα που ήταν λίγο πιο κάτω. Δεν είχαν αντιληφθεί την τραγωδία που παιζόταν, που οι Άγγλοι πέρα από το γεγονός πως ανακατεύτηκαν ξεδιάντροπα στα πολιτικά πράγματα του τόπου μας, συμμετείχαν ενεργά και στον εμφύλιο, κι επειδή τους έτσουζε να σκοτώνονται Άγγλοι στρατιώτες στις μάχες που διεξάγονταν, έφεραν πλήθος Ινδούς στρατιώτες, από τη χώρα τους, τους οποίους (πολλούς από αυτούς) έφαγε το σκοτάδι σε ξένο τόπο, για ξένα προβλήματα. Πάντως το θέαμα ήταν εντυπωσιακό! Θέαμα που δεν μας επέτρεπαν οι Ινδοί στρατιώτες να πλησιάσουμε κοντά. Όταν π.χ. ένα μεγάλο κομμάτι καιόμενο ξύλο «έσκασε» και πετάχτηκε στα πόδια μας, κι ένα παιδί το έπιασε και το πέταξε πάλι στη φωτιά, ένας πανύψηλος Ινδός τον πλησίασε και τον χαστούκισε. Άλλες φορές, όταν είχε αεράκι, καθόμαστε πολύ πιο μακριά, κι ο λόγος γιατί η μυρουδιά από τις καιόμενες σάρκες μας έφερνε ναυτία. Για τον ίδιο λόγο οι νοικοκυρές που ήταν τα σπίτια τους κοντά στο νεκροταφείο, κλείνανε σχολαστικά τα παράθυρα και της πόρτες. Όταν μπήκαμε με τη μητέρα μου από την Αθήνα στο λεωφορείο για το Έδεμ, κατά τη διάρκεια της διαδρομής μου εκμυστηρεύτηκε προσεκτικά και χαμηλόφωνα, αν και δεν χρειαζόταν, γιατί δεν υπήρχαν πολλοί επιβάτες, πως λίγο πριν αρρωστήσει και λίγο πριν αφήσει το σπίτι στο Καλαμάκι και πάει να μείνει με την αδερφή της, την θεία μου Σταματία, είχε κρύψει 120 χρυσές λίρες Αγγλίας στο μέσα μέρος της μάντρας του Αγγλικού νεκροταφείου! Δηλαδή λίγο πιο κάτω απ’ το άνοιγμα… Τα έχασα! Ήξερα πως η μητέρα μου είχε κομπόδεμα, αλλά όχι και λύρες και μάλιστα χρυσές! Μου είπε σχεδόν κολλητά στ’ αφτί μου: –Δημήτρη, έχω αρκετά χρήματα…


–Το ξέρω… Ξέρω και πού τα έχεις κρύψει… της είπα ψιθυριστά. –Πώς το ξέρεις; –Το ξέρω, όλες οι γυναίκες εκεί τα κρύβεται… στο στρώμα… Την είδα επί τέλους να χαμογελάει, μετά από πολλούς μήνες. –Όχι, όχι, προτού φύγει η Ειρήνη η αδελφή σου για την Αμερική με τον Φίλιππο και την κόρη τους, μου άφησαν αρκετά λεφτά, μου έστελναν δε κάθε τόσο κι άλλα από την Αμερική, δούλευα κι εγώ στου Γκρόμαν, μου έστελνες κι εσύ. Ένας άνθρωπος είμαι τι έξοδα είχα, ήμουν και ασφαλισμένη στο ΤΑΠ-ΟΤΕ από εσένα, έκανα όλα το χρήματα που περίσσευαν λύρες… και λίγο πριν φύγω από το σπίτι μας από το Καλαμάκι και πάω να μείνω με τη θεία σου τη Σταματία και την ξαδέλφη σου Ειρήνη, λίγο δηλαδή πριν αρρωστήσω, τις έκρυψα στο μέσα μέρος της μάντρας του Αγγλικού νεκροταφείου. Να τις αφήσω στο ακατοίκητο σπίτι μας στο Καλαμάκι ήταν ανοησία, να τις πάρω μαζί μου στο Περιστέρι, στο σπίτι της αδερφής μου, εκεί ήταν που φοβόμουνα περισσότερο. Γινόντουσαν ένα σωρό κλοπές. Τι να κάνω, τις έθαψα κι εγώ στο Αγγλικό νεκροταφείο. Δεν υπήρχε πιο σίγουρη «τοποθέτηση»… Μπήκαμε από το άνοιγμα στο Αγγλικό νεκροταφείο, κατηφορίσαμε πολύ λίγο, «σκάλισα» το μαλακό χώμα σ’ ένα σημείο που μου υπόδειξε η

Στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου. Από αριστερά: Η κ. Ελένη Χατζοπούλου. Στο κέντρο η μητέρα μου. Δεξιά τους η αδερφή μου.

μητέρα μου μ’ ένα κομμάτι ξύλου και «ξέθαψα» τις λύρες που ήταν μέσα σε μια μικρή άσπρη νάιλον σακούλα. Τίναξα τη σακούλα να φύγουν τα πολλά χώματα και την έβαλα σε μια τουριστική τσάντα που κρατούσα. Τέλος, για να δούμε την κυρία Χατζοπούλου και για να πλύνω και τα χέρια μου απ’ τα χώματα, πήγαμε να την «επισκεφτούμε», μα βρήκαμε στην «παράγκα» μόνο την κόρη της την Κική.


Η αδεφή μου Ειρήνη μπροστά στην «παράγκα» με τη μεγάλη ξύλινη βεράντα. Εδώ κι οι δύο οικογένειες μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί…

Η Κική κι εγώ, δεξιά μας το EDEM

Είναι γνωστό πως στη «παράγκα» μέναμε μεγάλο διάστημα κι εμείς: η μητέρα μου, η αδερφή μου, εγώ κι ο θείος μου ο Λουκάς, αδερφός της μητέρας μας, και που όταν έφυγαν οι γερμανοί γυρίσαμε στο σπίτι μας. Μετά από εμάς η οικογένεια Χατζοπούλου, φιλοξενούσαν για καιρό τον Μενέλαο Λουντέμη, τη γυναίκα του με το μωρό τους. Εκεί έμενε φιλοξενούμενος και ο αντιστασιακός «Βασίλης» ή Ριχάρδος. Μετά τις καλημέρες ζήτησα και μπήκα στην τουαλέτα και καθάρισα τη νάιλον σακούλα με τις λύρες, από τα υπόλοιπα λίγα χώματα που είχε


απ’ έξω, και την ξανάβαλα στον πάτο της τουριστικής τσάντας που κρατούσα και περιείχε τα βιβλιάρια ασφαλίσεώς μου, ασθενείας μου και το συνταγολόγιό μου του ΟΤΕ. Τις λύρες εκείνες, με τη βοήθεια του φίλου που γνώρισα στην Τήλο, εκείνου που είχε έρθει και κυνηγούσε πέρδικες, τις ρευστοποιήσαμε και κατάθεσα τα χρήματα στο ταμιευτήριο κι επιδόθηκα να αναζητώ αγορά ακινήτου. Ο φίλος αυτός έμενε στην Πλάκα, κοντά στα χρηματιστικά γραφεία, όλο και κάτι περισσότερο ήξερε από εμένα. Πέρα που ήταν έμπορος κι εγώ ένα αδέξιο ον, με γεμάτες τις τσέπες από καταπραϋντικά χαπάκια: Λίμπριουμ, βάλιουμ, ινσιντόν. Έμεινα πολύ καιρό εκτός υπηρεσίας τότε. Από το βιβλιάριο ασθενείας μου εκείνου του καιρού, βλέπω πως από την 13-12-1963 έως 21-2-1964, πέρασα τέσσερις φορές από Κ.Υ.Ε. (Κεντρική Υγειονομική Επιτροπή), που σημαίνει πως ήμουν εκτός υπηρεσίας όλο αυτό τον καιρό. Ήταν σ' άσχημη κατάσταση τα νεύρα μου. Όταν βγήκε η μητέρα μου από την κλινική επέστρεψα στη δουλειά μου στην Τήλο, παίρνοντας μαζί και τη μητέρα μου. Πήγαμε αεροπορικώς, προορισμός η Ρόδος, μετά με το βαποράκι πιάσαμε Τήλο. Δεν ήρθαμε ατμοπλοϊκώς, γιατί υπέφερε από ναυτία η μητέρα μου, στο παραμικρό μπότζι. Όταν κατέβαινα από τον Σταθμό, έμενα με τη μητέρα μου στον ξενώνα στο λιμάνι. Τρώγαμε έξω, πότε στο λιμάνι και συχνά στο «Μεγάλο Χωριό». Μόνο όταν ήμουνα υπηρεσία και καθόμουνα 24 ώρες στο Σταθμό, η μητέρα μου έμενε μόνη. Με τους άλλους δύο τεχνίτες είχαμε νοικιάσει δωμάτιο στο λιμάνι, μα δεν μπορούσε να μείνει μαζί τους.

Περιήγηση στο «Μεγάλο Χωριό»

Την φρόντιζε βέβαια ο φύλακας για ότι ήθελε. Όταν ήμουνα κάτω τις περισσότερες ώρες βρισκόμασταν στο «Μεγάλο Χωριό» και φορές τα βράδια κοιμόμαστε στον ξενώνα του «Μεγάλου Χωριού».


Γνωρίστηκε η μητέρα μου και με την οικογένεια του φίλου μου Γιάννη Γιαννουράκη, του Γιάννη Τζιφούντα και με την οικογένεια που έμενε στον Άγιο Αντώνιο, που αργότερα έφυγε για την Αυστραλία. Αλλά και με άλλους. Όμως αμέσως κατάλαβα πως δεν της άρεσε ο τόπος και τη στεναχωρούσε πολύ που κάθε τρεις ημέρες έμενε 24 ώρες μόνη της. Το συζητήσαμε και αποφασίσαμε να την πάω να μείνει στη Ρόδο, αυτό το λίγο καιρό που έμενε έως να πάρω τη μετάθεσή μου. Θα έμενε με την οικογένεια του Κώστα Γιαννουράκη, πρώτο ξάδερφο του φίλου μου Γιάννη. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ φιλόξενοι. Φυσικά η μητέρα μου έμενε εκεί με το αζημίωτο, αλλά ένας άρρωστος άνθρωπος όπως και να το κάνεις είναι μεγάλο βάρος. Το ξεπέρασαν όμως. Την πήγαιναν βόλτες, και τα παιδιά της κάνανε χαρές. Ακόμα, την έβαλαν να κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με μια ξαδέρφη τους, είκοσι περίπου χρονών, που είχε έρθει από την Τήλο, κι ήταν τόσο γλυκομίλητη και περιποιητική προς τη μητέρα μου, που μου πρότεινε η μητέρα να της ζητήσω σε γάμο!..

Στη φωτογραφία: Από δεξιά όπως βλέπουμε: Ο Κώστας, το δεύτερο παιδί της οικογένειας Γιαννουράκη. Τον μικρό που είναι δίπλα του δεν τον ξέρω. Το παιδί με τα γυαλιά είναι φίλος του Κώστα, είναι από την Τήλο, δεν θυμάμαι το όνομά του. Η κοπέλα πίσω του είναι η ξαδέρφη τους από την Τήλο. Δίπλα της η μητέρα μου και πιο δίπλα η μητέρα του Κώστα. Ούτε το κοριτσάκι πίσω το ξέρω. Ξέρω το ξεκομμένο αγόρι με τα χέρια στις τσέπες, είναι ο τρίτος γιος της κ. Γιαννουράκη. Βγάζουν βόλτα τη μητέρα μου. Είναι στο χωριό «Τα τριάντα», λίγο πιο έξω από το λιμάνι. Το λένε έτσι, γιατί έχουν χωρίσει τις ιδιοκτησίες, σε τριάντα στρέμματα.


Μετά μια βδομάδα ήρθε η μετάθεσή μου και γυρίσαμε με τη μητέρα μου στην Αθήνα. Η υπηρεσία μου με έβαλε σ’ ένα γραφείο, να σκοτώνω …μύγες. Δεν είχα υπερεσιακό αντικείμενο για να απασχοληθώ. Έγραφα ποιήματα. Τα καταπραϋντικά χαπάκια, χαπάκια… και σ’ εμένα και στη μητέρα μου. Στο σπίτι με τη θεία μου Σταματία και την ξαδέρφη μου Ειρήνη, δεν πηγαίναμε καλά. Φοβόντουσαν τη μητέρα μου! Η θεία μου Σταματία μου έλεγε συνέχεια πως αγριευότανε που την έβλεπε έτσι. Ώσπου πήρα απόφαση και μετακόμισα σε ένα δυάρι διαμέρισμα διακόσα μέτρα πιο κάτω. Εδώ όμως ήταν καλά. Η μητέρα μου είχε καλές σχέσεις με την ιδιοκτήτρια και με τις γειτόνισσες, πήγαινε που και που στην αδερφή της. Στην υπηρεσία μου με πήρανε από το γραφείο και με έβαλαν στα μηχανήματα. Τώρα ήμουν καλλίτερα. Η μητέρα μου είχε το δικό της πρόβλημα με τα ψώνια του σπιτιού. Πήγαινε σε απομακρυσμένο μπακάλικο και φούρνο. Όταν τη ρώτησα το λόγο, μου είπε πως στα γειτονικά την κοιτάνε ύποπτα οι μπακαλόγατοι κι οι φουρναραίοι… – Με ρωτούσαν πού μένω! Ακούς να με ρωτάνε που μένω… Είναι κι ένας με μια βέσπα που με παρακολουθεί… Είχε ιδεοληψίες. Όταν τη μάλωνα χαϊδευτικά, μου έλεγε: – Ναι, εσύ δεν τους καταλαβαίνεις… Ώσπου ένα πρωί που είχα υπηρεσία, με καλεί η μητέρα μου στο τηλέφωνο και αναστατωμένη μου λέει: – Αυτός με τη βέσπα πήγε να με σκοτώσει, έλα γρήγορα!.. Πήρα άδεια εξόδου, καβάλησα τη μηχανή μου και λυπημένος κατάβαθα πήγα στο αστυνομικό τμήμα Περιστερίου, που κρατούσαν τη μητέρα μου και τον …υποψήφιο δολοφόνο της. Μόλις με είδε η μητέρα μου να έρχομαι, γυρίζει και λέει στον «βεσπάκια»: –Τώρα θα δεις… Τί είχε συμβεί: Η μητέρα μου πήγαινε στο μπακάλικο ακολουθώντας τον χωματόδρομο. Βάσταγε σφικτά τα λεφτά με το αριστερό χέρι που το είχε στην τσέπη, και με το δεξί κρατούσε μια τσάντα που είχε μέσα ένα μετάλλινο δοχείο για ταχίνι. Όμως σε κάποιο σημείο ο δρόμος είχε μια μεγάλη λακκούβα γεμάτη βρόχινο νερό και λάσπες. Στο ένα μόνο άκρο της υπήρχε στεγνό ένα πολύ στενό κομμάτι δρόμου, που περνούσε ίσαίσα ένας άνθρωπος μόνο. Φτάσανε συγχρόνως στο επίμαχο σημείο η μητέρα μου και ο «βεσπάκιας». Ο δεύτερος νομίζοντας ότι η μητέρα μου θα έκανε στην άκρη για να περάσει αυτός, μάρσαρε και πήγε κατά πάνω της. H μητέρα μου τρομοκρατημένη από την «επιθετικότητα» του «βεσπάκια» που την …παρακολουθούσε καιρό τώρα, του κατέβασε με δύναμη την τσάντα στο ξέσκεπο κεφάλι του, τόσο δυνατά που να τον ζαλίσει και να πέσει


αυτός και η βέσπα του, στο λάκκο με τις λάσπες και το βρόχινο νερό… Ευτυχώς που ο αξιωματικός υπηρεσίας και ο «βεσπάκιας», ήταν άνθρωποι με κατανόηση, και με μια συγνώμη μου, έληξε το θέμα. Της μητέρας μου όμως δεν της άρεσε η εξέλιξη που πήρε η υπόθεσή της και καθόταν σε μια πολυθρόνα κατσουφιασμένη κι αμίλητη. Δεν ήξερε πως αν δεν ζητούσα συγνώμη, θα είχαμε ταλαιπωρίες, ότι μας περίμεναν δικαστήρια. Ο θεός μας λυπήθηκε… Όταν επέστρεψα στη δουλειά μου απ’ το Αστυνομικό Τμήμα, με περίμενε κι άλλη ευχάριστη είδηση... Είχε έρθει η απόφαση μεταθέσεώς μου για τη Σάμο. Και για να βεβαιωθεί η ρήση πως όλα τα καλά ακολουθούν το ένα το άλλο, όπως και όλα τα κακά, την επομένη όταν γύρισα από τη δουλειά μου (ήταν 11 η ώρα βράδυ, είχα απογευματινή βάρδια), και μπήκα στην εξώπορτα του σπιτιού μου, βρήκα ένα σημείωμα του Γιάννη Γιαννουράκη. Είχε ξεμπαρκάρει και ήρθε από νωρίς να μας δει. Χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές, αλλά η μητέρα μου δεν πήγε να δει ποιος είναι, γιατί φοβόταν τον «βεσπάκια». Μου άφησε όμως σημείωμα με το τηλέφωνό του και την άλλη μέρα πρωί-πρωί που πήγα στη δουλειά μου τον κάλεσα. Δεν είχα τηλέφωνο σπίτι μου!.. Υπάλληλος του ΟΤΕ και δεν είχα τηλέφωνο!.. Χαρές εγώ, χαρές κι η μητέρα μου: είχε γνωρίσει τους γονείς του και τα αδέρφια του στην Τήλο και τους συγγενείς του στη Ρόδο. Ο λόγος που είχε χαρεί η μητέρα μου περισσότερο, ήταν που φεύγαμε για τη Σάμο και που ο Γιάννης Γιαννουράκης, βοηθούμενος από τον Δημήτρη Σιδιρόπουλο, έβαλε τα δυνατά του και αμπαλάραμε την οικοσκευή μας. Τη φορτώσαμε μετά σε ένα φορτηγό και την κατεβάσαμε στον Πειραιά. Εκεί τη μεταφορτώσαμε σ’ ένα βαποράκι που είναι γι’ αυτές τις δουλειές. Εμείς φύγαμε με το πλοίο της γραμμής. Έμεινε αρκετές ημέρες μαζί μας ο Γιάννης. Χωρίσαμε στο λιμάνι του Πειραιά. Αυτός θα έμενε λίγες μέρες στον Πειραιά, να κάνει οικονομική εκκαθάριση με την Εταιρία στην οποία ήταν μπαρκαρισμένος, και μετά θα κατέβαινε στο νησί του, στην ωραία Τήλο, στα Δωδεκάνησα.

####

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Από τους πρώτους που γνώρισα στο Καρλόβασι, εκτός απ’ τους τεχνικούς και διοικητικούς συναδέλφους και τις συναδέλφισσες,


τηλεφωνήτριες που υπηρετούσαν στο εκεί Τηλέπ-Κέντρο, ήταν κι η γιατρούδενα (έτσι την αποκαλούσανε), η Φαλίτσα Γεωργιάδου-Ρίτσου. Ένας γλυκός άνθρωπος, με κουράγιο απέραντο και υπομονή ιώβεια. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν εξορία στη Λέρο. Στη Λέρο ήταν κι ο φίλος μου ο Αλέξης Σεβαστάκης, ο μακρινός συγγενής μου Ιπποκράτης Ζαΐμης κι ο Γιάννης Τζιώτης. Φυσικά δεν ήταν μόνον αυτοί. Τη Φαλίτσα Ρίτσου, σπάνια την άκουγες να παραπονιέται. Είχε μόνιμα στα χείλη της μια πίκρα, μα που δεν άφηνε να κυλήσει. Δεν την άκουγες να κατηγορεί κανένα. Είχε πάντα ένα καλό λόγο στα πικραμένα χείλη της για όλους. Ακόμα και τους πολιτικούς της αντίπαλους, πρόσεχε να μην τους δυσκολεύει, να μην τους στεναχωρεί. Σεμνή, σοβαρή, καταδεχτική, σήκωνε ένα σταυρό δυσανάλογο με το μπόι της, μα η ψυχική της δύναμη ατσάλωνε και τη σωματική της αντοχή. Πώς άντεξε με τόσα που είχε να νοιαστεί; Το ιατρείο με τα προβλήματα κάθε άρρωστου. Την περιποίηση του πατέρα της που ήταν κατάκοιτος. Το νοικοκυριό του σπιτιού και την περιποίηση της κόρης της. Το έμπρακτο ενδιαφέρον της να βοηθήσει οικονομικά οικογένειες που είχαν στην εξορία τούς προστάτες τους. Το που ’δινε σωστές μάχες για το Ρίτσο. Που ’τρεχε στη Λέρο, στην Αθήνα. Να κάνει παραστάσεις, διαβήματα, δεν στεκόταν στιγμή. Κι απ’ τη μια να είναι υπερήφανη για την τίμια παλικαρίσια στάση της, για το που ήταν γυναίκα και μητέρα ενός παιδιού από τον Γιάννη Ρίτσο, κι από την άλλη να ’χει μια αποστροφή κι ένα μετάνιωμα μέσα της, βαθιά της, ένα μόνιμο βάρος γιατί ακριβώς ήταν η γυναίκα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Δεν είχε δικαίωμα πια στη ζωή. Δεν μπορούσε να χαρεί κι αυτή όπως όλες οι κοπέλες: Να πάει εκδρομές, να τρέξει ανέμελα στην εξοχή, σε διασκεδάσεις με φίλους, σε κοσμικά κέντρα, σε πάρτι, σε ταξίδια. Τα έχει όλα τελείως στερηθεί κι όλη μέρα να ’ναι κλεισμένη στο σπίτι και στο ιατρείο, μπλεγμένη με τα βάσανα των ασθενών της και τα δικά της. Το ξελάφρωμά της ήταν στη φύση. Όταν έβγαινε να πάει σε κάποιο χωριό για να δει κάποιον άρρωστο. Στη διαδρομή. Τότε μόνον έβρισκε χρόνο να ανασάνει λίγο. Κοιτούσε από το παράθυρο του ταξί, τη ζωή να οργιάζει. Την πυκνή βλάστηση, τα ζουζούνια που κατά δεκάδες πέρναγαν δίπλα από το αυτοκίνητο ή κτυπούσαν στο παμπρίζ του. Μισή ώρα, τρία τέταρτα ανάπαυλα, όσο κρατούσε η διαδρομή κι άλλο τόσο η επιστροφή, μα που και τότε κουβαλούσε μέσα της την ασήκωτη δυστυχία όλων αυτών των φτωχών ανθρώπων, που περίμεναν απ’ αυτή να σωθούν. Αυτή, τη Φαλίτσα Γεωργιάδου-Ρίτσου, ποιός θα την έσωζε; Κάποια μέρα που είχε επιστρέψει από τη Λέρο, πήγα για «ιατρική επίσκεψη». Θα μάθαινα νέα κι από τον Ρίτσου. Την βρήκα περίλυπη. Ψυχολογικά πεσμένη. Είπε αόριστα: – Να μη σ’ αφήνουν ν’ αναπνεύσεις ελεύθερα. Να χαρείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τα χρώματα των λουλουδιών, μια ήρεμη ανατολή, μια ήσυχη


δύση. Να είσαι αναγκασμένη να κλείνεσαι μέσα στο σπίτι για ν’ αποφύγεις τα συμπονετικά βλέμματα των φίλων, τα περιπαιχτικά των εχθρών... Η γνωριμία μου με το Αλέξη Σεβαστάκη, που έγινε στο Καρλόβασι δύο – τρία χρόνια πριν την Εθνοσωτήριο, στάθηκε αιτία ενός ομηρικού «καυγά». Είχα διαβάσει ένα βιβλίο του με διηγήματα, κι ήθελα να τον γνωρίσω. Πήρα μαζί μου την τελευταία ποιητική συλλογή που είχα τυπώσει, τη «Μόνη διέξοδο», και πήγα στο δικηγορικό του γραφείο. Ζεστός άνθρωπος, καλοσυνάτος, με ρώτησε για κάποιο παλιότερο βιβλίο μου, τις «Κραυγές στον Κίσσαβο». Είχε διαβάσει μια καλή κριτική στο «Ριζοσπάστη». – Υποψιάζομαι πως πρέπει να είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, μου είπε. Εγώ είχα τις αντιρρήσεις μου. Την κριτική αυτή του «Ριζοσπάστη» δεν τη γνώριζα κι ούτε την έχω δει μέχρι σήμερα (2014), ήξερα όμως το βιβλίο μου... Του είπα λοιπόν, πως ο «Ριζοσπάστης» έγραφε και γράφει καλά λόγια, ανεξαιρέτως για όλα τα βιβλία, καλά κακά, φτάνει να μιλούσαν για φτωχούς ανθρώπους, για κατατρεγμένους, για εργάτες που παθαίνουν ατυχήματα από παραλείψεις των αφεντικών τους, για εργάτριες που τις κάνουν μαιτρέσσες τους οι εργοδότες τους κτλ. Άναψε ο Αλέξης. Μου είπε: – Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα, εσύ, ένας προοδευτικός άνθρωπος. Του απάντησα ευγενικά, πως: – Δεν μπορώ να λέω ότι λέει ο «Ριζοσπάστης», ούτε να υποστηρίζω κάποιο κόμμα, που δεν το νοιάζει τί λένε και τί θένε οι οπαδοί του, αλλά ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια τις κονσερβαρισμένες εντολές από τη Μόσχα. Εντολές, που πάντα ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Δεν το δέχτηκε, με κανένα τρόπο: – Όχι, Δημήτρη, το ΚΚΕ, δεν παίρνει εντολές από τη Μόσχα, αλλά από τη βάση, από τον Ελληνικό λαό. Και με κράτησε εκεί πολύ ώρα, γιατί ήθελε να μου δώσει να καταλάβω, πώς λειτουργούν οι επιτροπές από το μικρότερο χωριό, ως τις μεγάλες πόλεις, ως την Αθήνα. Και τελείωσε λέγοντας: – Οι αποφάσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ είναι απόρροια του τί θέλουν και τί αποφασίζουν οι συναγωνιστές μας όλης της χώρας. Και βέβαια, δεν έχουν καμία σχέση με το τί θέλει ή τί δεν θέλει η φίλη Σοβιετική Ένωση. Δεν με έπεισε... Η πρώτη δουλειά μόλις έφτασα στο Καρλόβασι, ήταν να ψάξω για σπίτι. Το δικό μου, που ήταν στο Μεσαίο, ήτανε νοικιασμένο, έπρεπε να περιμένω λίγο καιρό μέχρι να λήξει το συμβόλαιο. Το 'χα αποφασίσει, θα έμενα εδώ μέχρι να πάρω σύνταξη. Δεν είχα σκοπό, διάθεση, να


ξαναγυρίσω στην Αθήνα, πολύ περισσότερο, σε άλλους Σταθμούς στην επαρχία. Κι αν έψαχνα για σπίτι από την πρώτη στιγμή και δεν κοίταγα να τακτοποιηθώ σε κάποιο στενό συγγενή μου, ήταν ακριβώς αιτία αυτή μου η απόφαση, πέρα που την επόμενη ή την μεθεπόμενη, το μικρό πλοιάριο με την οικοσκευή μου θα ’ταν εδώ. Έπρεπε μάλιστα να βιαστώ. Βρήκα και νοίκιασα ένα ωραίο νεοκλασικό σπίτι, κοντά στην παραλία του Νέου Καρλοβάσου, στη Ρίβα. Ήταν διώροφο, ψηλοτάβανο, με διπλή γυριστή μαρμάρινη σκάλα μπροστά, κεραμοσκέπαστο και πάρα πολύ ευρύχωρο. Τόσο ευρύχωρο, που ο ιδιοκτήτης του το χώρισε στα δύο. Το μπροστινό μέρος αποτελείτο από τρία μεγάλα δωμάτια, τα κοινόχρηστα, κι ένα μεγάλο ευρύχωρο διάδρομο. Είχε και τις ωραίες μαρμάρινες σκάλες στην είσοδο. Το είχε νοικιάσει λίγο καιρό πριν ένας αξιωματικός του στρατού. Εγώ νοίκιασα το πίσω μέρος, που ήταν τρία κανονικά δωμάτια, ένας ευρύχωρος κι εδώ μεγάλος διάδρομος, ένα άνετο μπάνιο και μια μεγάλη κουζίνα. Μπαίναμε κάνοντας τον γύρω του αρχοντικού κι ανεβαίναμε μια φαρδιά σκάλα, που τελείωνε σε μια βεραντούλα. Εκεί ήταν η είσοδος. Το ισόγειο δεν το χρησιμοποιούσαμε, ήταν αποθήκη για ότι περιττό. Το σπίτι αυτό απ’ την πρώτη στιγμή μου είχε μείνει στην καρδιά και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να το αγόραζα όταν θα έπαιρνα το εφάπαξ,. Το πουλούσαν. Δεν στάθηκα τυχερός, πρόλαβε και το αγόρασε η οικογένεια μιας δεύτερης εξαδέλφης μου. Ο ένας γιος της είναι πολιτικός μηχανικός και το αναπαλαίωσε με μεράκι. Είναι τώρα ένα στόλισμα για την περιοχή εκείνη. Η περιοχή αυτή του Αγίου Νικολάου, έχει μια ανεπανάληπτη ομορφιά. Ο δρόμος που κατεβαίνει απ’ την πλατεία και τελειώνει στην παραλία, στη Ρίβα, δεξιά κι αριστερά έχει πολύ ωραία νεοκλασικά μέγαρα και σπίτια με μεγάλους θαυμάσιους κήπους. Αρχή, το πραγματικά θαυμάσιο νεοκλασικό μέγαρο, που στεγάζεται σήμερα το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Αν προσθέσεις και την ωραία αρχιτεκτονική του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου, μένεις άφωνος. O δρόμος αυτός εκεί που συναντά την εκκλησία, διαπερνά κάθετα το δημόσιο δρόμο που πάει στο Βαθύ την πρωτεύουσα του νησιού απ’ τη μια και στο Πυθαγόρειο από την άλλη. Απέναντι απ’ το σπίτι που νοίκιασα, είναι ένα αρχοντικό, νεοκλασικού ρυθμού κι αυτό, αλλά πολύ μεγαλύτερο κι ωραιότερο. Μέσα δε η πολυτέλεια της κατασκευής του, άλλο πράγμα. Είναι επενδυμένο όλο με κόκκινο μάρμαρο. Λίγο πιο κάτω, απ’ τη δική μας πλευρά, προς της θάλασσα, εκεί που συναντάμε κάθετα τον τελευταίο προς την παραλία δρόμο, στη γωνία, υπάρχει ένα διώροφο νεοκλασικό σπίτι τελείως εγκαταλειμμένο. Το είχε ενοικιάσει πριν πολλά χρόνια η Εμπορική Τράπεζα, για το υποκατάστημά της στο Καρλόβασι, αλλά λίγο μετά το 1970 το άφησε, γιατί νοίκιασε γραφεία στο κέντρο, και το ωραίο κτίριο,


τελείως εγκαταλειμμένο από τότε, έχει ερειπωθεί. Αλλά γιατί η Εμπορική Τράπεζα δεν το αγόρασε, να το σώσει; Μόνον οι καταθέσεις των κατοίκων την ενδιαφέρουν; Την ίδια τύχη είχε κι άλλο ένα νεοκλασικό κτίριο. Είναι ακριβώς απέναντι απ’ αυτό της Εμπορικής Τράπεζας. Πριν πολλά χρόνια κι αυτό ενοικιάστηκε από την Εθνική Τράπεζα, για το υποκατάστημά της στο Καρλόβασι. Αλλά κι αυτοί, λόγω ανταγωνισμού, νοικιάσανε γραφεία στο Κέντρο της κωμόπολης, κι εγκατέλειψαν το ωραίο κτίριο, για να το χρησιμοποιεί σήμερα (1994) ο στρατός για αποθήκες... Γιατί δεν το αγοράζει η Εθνική Τράπεζα, να το σώσει; Μόνο οι καταθέσεις των κατοίκων και γι’ αυτούς έχουν ενδιαφέρον; Αλλά κι απ’ τη μεριά του Κέντρου της πόλης, έχει ωραία νεοκλασικά κτίρια και σπίτια, με κορωνίδα όπως σας είπα, το υπέροχο κτίριο του Πανεπιστήμιου του Αιγαίου. Λίγο παραπάνω απ’ τη πλευρά τη δικιά μου π.χ., είναι ένα μεγάλο αρχοντικό, ίσως το μεγαλύτερο κι ωραιότερο της περιοχής, μετά το κτίριο του Πανεπιστημίου. Απέναντί του δύο ακόμα νεοκλασικά σπίτια πολύ όμορφα και παραπάνω άλλα, που θα ήθελα πολλές σελίδες για να τα περιγράψω, έστω έτσι βιαστικά. Ο συγγενής μου, πολιτικός μηχανικός, έχει κάνει εμπεριστατωμένη μελέτη, για όλα τα νεοκλασικά σπίτια του Καρλοβάσου. Υπάρχουν συνοικισμοί ολόκληροι. Το απέναντι απ’ το σπίτι μου αρχοντικό, ήταν της πλούσιας οικογένειας των Νικολάου. Με το χρόνο η οικογένεια ξέπεσε γιατί τα ταμπάκικα που υπήρχαν στο Καρλόβασι χρεοκόπησαν. Το ύφος όμως κι οι συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα, κι όταν η κόρη της ξεπεσμένης αλλά με καλό όνομα οικογένειας, ερωτεύθηκε έναν φτωχό εργάτη, οι παλιές καλές μέρες στάθηκαν εμπόδιο στο δεσμό τους. Αυτό δεν το άντεξε το κορίτσι κι έπεσε από τον τρίτο όροφο του αρχοντικού στο κενό. Δεν την ήθελε όμως ο θάνατος. Έμεινε από τότε καρφωμένη σε μια αναπηρική καρέκλα με ρόδες. Την συνάντησα για πρώτη φορά, μια ηλιόλουστη μέρα του Οκτώβρη, όταν την έβγαλε ο αδερφός της να κάνουν μια βόλτα στον σχεδόν έρημο ασφαλτοστρωμένο δρόμο μας. Τί ομορφιά ήταν εκείνη! Σας ορκίζομαι, δεν έχω δει πιο όμορφη κοπέλα. Από τότε την έβλεπα τακτικά. Πότε στην αυλή της, πότε σ’ ένα από τα τόσα παράθυρα, πότε στο δρόμο μας με μια φίλη της, να κάνουν βόλτα. Τελικά, η οικογένεια εγκατέλειψε το αρχοντικό, όταν η κοπέλα αποπειράθηκε ξανά να αυτοκτονήσει, με τον ίδιο τρόπο, αλλά που αυτή τη φορά το κατάφερε. Τώρα το πούλησαν. Το αγόρασε η οικογένεια της δεύτερης ξαδέλφης μου, που αγόρασε και το σπίτι που έμενα. Όταν κατέβαινα στη Σάμο, στο Καρλόβασι, στεκόμουνα έξω από τα κάγκελα της μάντρας του αρχοντικού, και το κοίταζα ώρα πολύ. Ονειρευόμουν πως το έχω αγοράσει και πως το έφτιαξα ένα πολυτελές ξενοδοχείο. Στον πολύ


μεγάλο του κήπο έχω φτιάξει πισίνα, και πιο ’κει ίσως μπανγκαλόου. Τους έχω αυτοκινητάκια ανοιχτά, για να πηγαίνουν οι τουρίστες για μπάνιο στην παραλία που θέλουν ή βόλτα στο Καρλόβασι και στα γύρω χωριά... Όταν έπιασε το βαποράκι με την οικοσκευή μου το Καρλόβασι, ήμουνα στο Σταθμό. Μέχρι να κατεβώ, η μητέρα μου με τον Δημήτρη τα είχαν μεταφέρει στο σπίτι μας, στη Ρίβα. Οι ημέρες που δεν ήμουνα στο Σταθμό, πέρναγαν πολύ όμορφα. Ξυπνούσα κατά τις δέκα, μετά από έναν ύπνο ήσυχο, ατάραχο. Εμείς, επειδή απέχαμε απ’ το Κέντρο, δεν μας ανησυχούσαν περαστικά αυτοκίνητα ή μηχανάκια. Αφήστε, που οι στρατιωτικοί ήταν σκληροί στις αποφάσεις τους για τα μηχανάκια. Είχαν βγάλει διαταγή και επιτρέπανε να κυκλοφορούν μέσα στην πόλη, μόνο απ’ τις 7 το πρωί έως τις 10 το βράδυ. Μετά τις 10 είχες μήνυση στην τσέπη. Πού να ξεμυτίσει κανένας. Ακόμα, τόσο απομακρυσμένα, δεν κατέβαινε ο κόσμος. Μόνο στο Κέντρο είχε λίγη κίνηση. Το σπίτι να ευωδιάζει απ’ τ’ αρώματα των λουλουδιών και του γιασεμί. Ο αέρας π’ αναπνέαμε δροσερός. Ποτέ βουλωμένη μύτη, φλέματα. Το πρωινό δεν κρατούσε πολύ, το ’χε άλλωστε έτοιμο η μητέρα μου. Τί ωραία που είναι να σε περιποιούνται! Μετά φεύγαμε για το Κέντρο με τη βέσπα μου για ψώνια. Γυρίζαμε φορτωμένοι μ’ ότι μας είχε παραγγείλει η μητέρα μου, βάζαμε τα μαγιό μας, παίρναμε την πετσέτα και το καπέλο μου εγώ και με την ησυχία μας, πάλι με τη βέσπα για το Λιμάνι. Κάναμε μπάνιο κι ηλιοθεραπεία στην ολοκάθαρη θάλασσα κι αμμουδιά μέχρι τις δυόμισι. Γυρίζαμε σπίτι, κάναμε ντουζ για να φύγει τ’ αλάτι και καθόμαστε στο τραπέζι, για μεσημεριανό φαγητό με τη μητέρα, τον Δημήτρη κι εμένα, που το είχε έτοιμο σερβιρισμένο η μητέρα μου. Ακολουθούσε ο μεσημεριανός ύπνος, που μετά την κούραση της θάλασσας και το μπόλικο καλό φαΐ, σου ’φερνε υπνηλία. Τ’ απόγευμα φρέσκοι φρέσκοι ανεβαίναμε στην πλατεία, για καμιά βόλτα, μέχρι να έρθει η ώρα για το σινεμά. Μετά το σινεμά, επιστροφή στο σπίτι για βραδινό φαγητό και ξανά στην πλατεία για μια πάστα, ένα παγωτό και τέλος κατηφόρισμα για το σπίτι, για ύπνο. Θα ήταν πια μεσάνυχτα, ίσως κι αργότερα. Αυτά στην αρχή. Γιατί μετά, γνωρίστηκα με πολύ κόσμο κι αρκετές φορές φεύγαμε τ’ απογεύματα για τα Πλατανάκια, στον Άγιο Κωνσταντίνο, για χορό. Άλλες, μας καλούσαν στο σπίτι τους και μέναμε μέχρι αργά, κι άλλες τους καλούσα στο δικό μου. Όταν ανέβαινα στο Σταθμό, αυτό γινόταν κάθε τέταρτη μέρα, η μητέρα με το Δημήτρη πήγαιναν στις Βαλιωντάτες, στο κτήμα της, για να το περιποιηθούν. Είχε μερικές πεζούλες με κλήματα.


Ανέβαινα λοιπόν, τη μία μέρα στις 11 το πρωί, καθόμουνα όλη τη μέρα και τη νύχτα εκεί, και την άλλη στις 11, ερχόταν ο άλλος τεχνίτης και με αντικαθιστούσε. Μετά από τέσσερις μέρες, πάλι τα ίδια. Όπως καταλαβαίνει κανείς, με τις βόλτες, με τα μπάνια, με το σινεμά και τις επισκέψεις, δεν έμενα ικανοποιημένος. Ήθελα να γράψω, να τυπώσω. Φυσικά, δεν είχα κάποιο πρόγραμμα, που έλεγε πως από τις 6 έως τις 8, γράψιμο. Έγραφα όποτε είχα διάθεση και κατά κανόνα στο Σταθμό, τότε που ήμουνα μόνος κι απερίσπαστος. Έτσι, έργο είχα, το τύπωμα μου έλειπε. Ρώτησα να μάθω αν υπήρχε τυπογραφείο στο Καρλόβασι. Έμαθα λοιπόν, πως ο Μανώλης Τροβάς, ένας σχετικά πολύ νέος άνθρωπος που κρατούσε ένα μικρό βιβλιοπωλείο, ότι είχε ένα καλά εξοπλισμένο τυπογραφείο! Γέλασα. Ήταν δυνατό. Καλά εξοπλισμένο τυπογραφείο στο Καρλόβασι... Πού ήταν και δεν το ’χα δει τόσο καιρό. Ήταν αλήθεια! Κάτι παραπάνω από αλήθεια. Δεν υπήρχε όμως ζήτηση. Ποιός θα τύπωνε βιβλίο εκείνο τον καιρό. Οι άνθρωποι που γράφανε και τύπωναν, ήταν μαντρωμένοι στη Λέρο. Όσο για τα νεκρώσιμα αγγελτήρια και τα φέιγ βολάν, τα τύπωνε στο πι και φι ο Βαγγέλης Μελετίου, ένας απίθανα ενεργητικός άνθρωπος, που είχε μερικές κάσσες στοιχεία, τα περισσότερα καταστραμμένα, και ένα πρωτόγονο μικρό πιεστήριο, που ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν γι’ αυτές τις δουλειές. Θα κινούσε ολόκληρο πιεστήριο ο Τροβάς, που τύπωνε ολόκληρα δεκαεξασέλιδα, για να τυπώσει νεκρώσιμα αγγελτήρια και φέιγ βολάν για το έργο της Παρασκευής, που θα παιζόταν στο «Πανσαμιακό»; Αλίμονο. Το πιο απίθανο σ’ αυτή την περίπτωση, ήταν πως ο Τροβάς δεν είχε μόνον ένα πλήρες εξοπλισμένο τυπογραφείο σε αδράνεια, είχε φέρει και τυπογράφο από την Αθήνα, που ήταν πολύ καλός τεχνίτης και στη στοιχειοθεσία και στο τύπωμα! Τί τον έκανε; Τίποτα, τον είχε και καθόταν... Του είχε νοικιάσει σπίτι, τον πλήρωνε και καθόταν! Πήγα και βρήκα τον Τροβά. Του είπα πως ήθελα να μου τυπώσει μία ποιητική συλλογή δύο τυπογραφικά με εξώφυλλο διχρωμία, και του ζήτησα τιμή. Η τιμή ήταν καλή. Όπως της Αθήνας δηλαδή, αλλά άντε τρέχα στην Αθήνα. Συμφωνήσαμε. Φώναξε τον τυπογράφο που κοπροσκύλιαζε σ’ ένα καφενείο και του ’δωσε τα χειρόγραφα, ν’ αρχίσει αμέσως. Ήταν είκοσι έξι ποιήματα, που τα διάλεξα μέσα από πολλά άλλα. Το τυπογραφείο ήταν κάτω από το βιβλιοπωλείο, στο πιο κεντρικό σημείο. Για να μπεις όμως μέσα πάθαινες. Έστριβες δεξιά από την πόρτα του βιβλιοπωλείου, κατηφόριζες μια πολύ στενή σούδα, έμπαινες δεξιά σε μια αυλή από μια ξύλινη πορτίτσα και μόλις την περνούσες πάλι δεξιά και μετά πέντε βήματα είχες μπροστά σου το κάτω μέρος του βιβλιοπωλείου και τη μικρή πόρτα του τυπογραφείου. Έσκυβες για να μπεις, αλλά μέσα σε περίμενε η έκπληξη. Ήταν ένα πλήρες άνετο,


κλασσικό τυπογραφείο. Με τις κάσσες του, με πολλών ειδών στοιχεία, σχεδόν καινούργια. Με το ηλεκτρικό μαχαίρι για το χαρτί. Με το πιεστήριο, σχεδόν καινούργιο κι αυτό, που τύπωνε όπως σας είπα ολόκληρο τυπογραφικό, 16 σελίδες! Εκεί όμως που το ’χε ήταν κρυμμένο κι απ’ τον θεό. Σ’ ένα ισόγειο χώρο με τζαμαρία, θα ’ταν κόσμημα. Ο τυπογράφος, δεν ξέρω γιατί, δεν πολύχώνευε τον Τροβά. Το τυπογραφείο πράγματι μοναδικό για τα δεδομένα του Καρλοβάσου και γιατί όχι και της Σάμου, ήταν σε λάθος άνθρωπο, σε λάθος χέρια. Γι’ αυτό, μετά λίγες μέρες, που πήρε θάρρος μαζί μου ο τυπογράφος, μου είπε; – Πάρτου το, κύριε Δημήτρη, το πουλάει. Θα του το φας για μια μπουκιά ψωμί. Πάει χαμένο στα χέρια του. Εγώ δυστυχώς δεν έχω λεφτά να το αγοράσω. Θα το δουλεύω εγώ και θα μοιραζόμαστε τις εισπράξεις. Να βγάζεις και τα βιβλία σου τσάμπα. Θα πιάσουμε όλη την αγορά. Να το μεταφέρουμε μόνο σ’ άλλο χώρο, έξω απ’ αυτόν τον τάφο. Ούτε κουβέντα να γίνετε. Δεν είχα λεφτά ούτε διάθεση να μπλεχτώ με τυπογραφείο. Αλλά το βράδυ που έπεφτα για ύπνο, εγώ που άλλοτε κοιμόμουνα σαν πουλάκι, τώρα ξαγρύπναγα. Έβλεπα με τη φαντασία μου πως είχα αγοράσει το τυπογραφείο και το εγκατέστησα στο ισόγειο του σπιτιού μου, στη Ρίβα. Εκεί κάτω βέβαια ήταν στοιβαγμένα ένα σωρό άχρηστα πράγματα, αλλά με μισή μέρα δουλειά, θα νοικοκυρευόταν. Είχε άλλωστε πάρα πολύ χώρο. Το ισόγειο ο νοικοκύρης δεν το είχε χωρίσει στα δύο, όπως τον πρώτο όροφο. Ήταν ενιαίο. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο λοιπόν, φορτώναμε όλο το τυπογραφείο και τσουπ, στη Ρίβα. Όταν δε ξενοικιαζότανε το σπίτι μου στο Μεσαίο, μπορούσαμε να διαθέσουμε όλο το χώρο του ισογείου γι’ αυτή τη δουλειά, που δεν ήταν καθόλου λίγος. Μεγάλο το σπίτι. Διάλεξα την οικογένεια των στοιχείων, με την οποία θα τυπώναμε τα ποιήματά μου, πόσων στιγμών κι άρχισε η στοιχειοθεσία. Σε δύο μέρες είχε τελειώσει. Ποιήματα ήταν. Μου ’δωσε δοκίμια. Έκανα τις διορθώσεις και τα επέστρεψα. Για να μην πολυλογώ, σε μια βδομάδα είχα στα χέρια μου έτοιμα και τα δύο τυπογραφικά. Τώρα ήθελα τη σφραγίδα της λογοκρισίας, γιατί εκείνο τον καιρό (Μάρτιος του 1968), υπήρχε ακόμα σε ισχύ η προληπτική λογοκρισία. Αυτό το ’ξερε κι ο Τροβάς κι ο τυπογράφος κι εγώ. Έτσι, μόλις πήρα στα χέρια μου έτοιμη και την τρίτη διόρθωση, έφυγα για την Αθήνα. Έφτασα μεσημέρι και το απόγευμα πέρασα και είδα τον Ρένο Αποστολίδη στο σπίτι του. Τότε ακόμα είμαστε φίλοι. Τον παρακάλεσα να ρίξει μια ματιά στα ποιήματα, μήπως μου είχανε ξεφύγει τίποτα λάθη, ορθογραφικά ή τυπογραφικά και την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο Υπουργείο Προεδρίας, για την κόκκινη σφραγίδα. Άδικα όμως. Εμείς που ζούσαμε μόνιμα στην Επαρχία, έπρεπε να καταθέτουμε τα δοκίμια προς έγκρισιν εις τας κατά τόπους Νομαρχίας


ή στας Αστυνομικάς και Στρατιωτικάς αρχάς. Μου έδωσαν και τη σχετική εγκύκλιο. Την άλλη μέρα ξανά στο Καρλόβασι. Έδωσα στον κ. Κοντό, τον τυπογράφο, τις διορθώσεις του Ρένου και του είπα μ’ ευθύνη δική του να τις περάσει. Όταν δε τελείωνε και με τα τελευταία λάθη, να τύπωνε. Η έγκριση των δοκιμίων ήταν ζήτημα ωρών. Ο τυπογράφος πέρασε τα λάθη και μετά μισή ώρα, κατά παράβαση του Νόμου περί εκτάκτων μέτρων που ίσχυαν, έβαλε μπρος το πιεστήριο και τύπωσε τα ποιήματα. Κανονικά, ας το ξαναπούμε, θα έπρεπε να του φέρω πρώτα πάνω στα δοκίμια την κόκκινη σφραγίδα της λογοκρισίας του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως της Χούντας ή εν πάση περιπτώσει την έγκριση κάποιας άλλης αρχής, που να είναι εξουσιοδοτημένη για τούτο, και μετά να βάλει μπρος το πιεστήριο. Είχαμε όμως συμφωνήσει με τον Τροβά, πως αν δεν κατάφερνα να πάρω έγκριση, θα καταστρέφαμε τα τυπογραφικά που είχαμε τυπώσει, και θα διαλύαμε τις φόρμες, τα στοιχειοθετημένα ποιήματα και φυσικά θα πλήρωνα στο ακέραιο την εργασία και τη ζημιά. Αυτός δεν είχε να χάσει τίποτα. Πήρα την εγκύκλιο και τα δοκίμια και πήγα στον κ. Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Καρλοβασίου. Του έδωσα τα ποιήματα και την Εγκύκλιο και του ζήτησα βάσει του εγγράφου που του προσκόμιζα, να μου βάλει υπογραφή και σφραγίδα. – Δεν είσαι καλά, μου είπε ο κ. Διοικητής. – Δεν σας κατάλαβα, του είπα ευγενικά. – Ώστε αυτά μου σκάρωνες τόσον καιρό με τον άλλο τον Αθηναίο, που λέει πως δουλεύει στον Τροβά κι όλο στα καφενεία είναι; – Δεν κάναμε τίποτα παράνομο. Έγραψα μερικά ποιήματα, κι ο άνθρωπος τα στοιχειοθέτησε. Η δουλειά του είναι. – Και πού ξέρω γω, ρε, τί λεν αυτά; – Διαβάστε τα. – Τι να διαβάσω και κουροφέξαλα μου λες τώρα. Δεν έχω δουλειά εγώ και θα κάτσω να διαβάζω στιχάκια; Πού ξέρω εγώ από στιχάκια και μου ζητάς να τα εγκρίνω; – Έτσι λέει η εγκύκλιος της Προεδρίας. – Ας τη να λέει. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Πάρτα και στρίβε. Να τα πας να τα δούνε στη Στρατιωτική Διοίκηση, στο Δεύτερο Γραφείο. Κι όσο για τον άλλο θα στον τακτοποιήσω εγώ. Μου ’ρθε να μου παίζει πρέφα και τάβλι στο Καρλόβασι. Η Στρατιωτική Διοίκηση Καρλοβάσου ήταν δύο λεπτά με το μηχανάκι. Πήγα. Στο Δεύτερο Γραφείο βρήκα τον λοχαγό που έμενε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού μου, στη Ρίβα. Καθόταν σ’ ένα από τα δύο γραφεία που είχε μέσα το δωμάτιο. Στους τοίχους ο Παπαδόπουλος και το πουλί


της Εθνικής Στρατιωτικής Επαναστάσεως. Του είπα τί θέλω, αλλά αυτός μου ’λεγε άλλα. Πρέπει να τον είχε ειδοποιήσει ο κ. Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος, γιατί φαινόταν ενημερωμένος. – Εσύ είσαι σε μια θέση εμπιστευτική στον ΟΤΕ, δεν ήρθες όμως ποτέ να μας πεις κάτι. Δεν μπορεί να μην έπεσε στην αντίληψή σου τίποτε. Τον κοίταξα στα μάτια παραξενεμένος και του είπα: – Δεν καταλαβαίνω τί θέλετε να μου πείτε. Τί είναι αυτό που θέλετε να μάθετε από μένα. Τί ξέρω που σας ενδιαφέρει και που θέλετε να το μάθετε; – Κοίτα, τώρα έχω πολύ δουλειά, μου είπε. Έλα όμως κάποια άλλη μέρα, να πιούμε καφέ και να τα συζητήσουμε. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω με το θέμα του βιβλίου σου, δεν είναι στις αρμοδιότητές μου. Με το μηχανάκι είσαι, με ρώτησε στη συνέχεια, έτσι για να σπάσει τον πάγο. – Είναι αναξιοπρεπές το μηχανάκι, του είπα, αλλά τί να κάνω. Εσείς οι αξιωματικοί όμως, συνέχισα δεικτικά, πήρατε όλοι καινούργια αμάξια. Σας ωφέλησε η αλλαγή της 21ης Απριλίου. – Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε επίμονα. – Μην το λες, μου είπε. Το μηχανάκι είναι αξιοπρεπέστατο. Κι εμείς, συνέχισε, οι περισσότεροι αξιωματικοί, είχαμε αμάξια και πριν από την 21η Απριλίου. Σκατά είχατε, είπα από μέσα μου και σηκώθηκα να φύγω, με σκούρες, μελαγχολικές σκέψεις: Πληροφοριοδότη με ήθελε ο κ. λοχαγός! Μόνο που τους πληροφοριοδότες τους λέμε κάπως αλλιώς εμείς στον τόπο μας. Αλλά τί πληροφορίες να του δώσω; Τί ήξερα, που μπορούσε να τον ενδιαφέρει; Σίγουρα θα είχε ενημερωθεί για τις επισκέψεις μου στη Ρίτσου. Ας τον να περιμένει... Από την ημέρα εκείνη όλο και μάθαινα πως η αστυνομία ρωτούσε για μένα. Πότε αυτό, πότε τ' άλλο. Έπιαναν τους φίλους μου, τους γνωστούς μου, τους συγγενείς μου. Την άλλη ημέρα έφυγα για το Βαθύ. Πήγα στη Νομαρχία και μίλησα με τον Γραμματέα. Του είπα για ποιό λόγο ήμουν εκεί, του ’δωσα τα δοκίμια και την εγκύκλιο της Προεδρίας κι έκανα πως ήμουν βιαστικός. Δεν το ’φαγε. – Εμείς αγαπητέ μου κύριε, μου είπε, αγαπάμε και υποστηρίζουμε τους λογοτέχνες, αλλά αυτό που μας ζητάτε, δεν εμπίπτει μέσα στα διοικητικά καθήκοντα της Νομαρχίας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι, μόλις τυπώσετε τη συλλογή σας, να μας κάνετε μία αίτηση και ευχαρίστως να αγοράσουμε μερικά αντίτυπα του βιβλίου σας, για τις βιβλιοθήκες του Νομού μας. Νομίζω πως στο πρόβλημά σας, οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι να δώσουν λύση, είναι η Στρατιωτική Διοίκηση Σάμου, το Φρουραρχείο, ο Φρούραρχος.


Τον κοίταγα χωρίς να τον διακόψω, έτσι που ίδρωνε ο χοντρός, ανακατεύοντας τα χαρτιά του και τα μολύβια του, όσο μίλαγε. Γύρισα να φύγω, μουρμουρίζοντας: Μας υποχρέωσες. Όταν είχα φτάσει στην πόρτα κοντοστάθηκα και τον ρώτησα: – Πού μπορώ να βρω τον κ. Φρούραρχο; – Μα, απάνω στο στρατόπεδο θα είναι. Στη Μονάδα, που είναι πάνω απ’ το Νοσοκομείο. Πήγα. Διατυπώσεις και τηλεφωνήματα από την πύλη. Οι Α(λφα) Μ(ήτες) και οι ΕΣΑτζήδες αγρυπνούσαν. Ανάπαυαν τα χέρια τους πάνω στις φουσκωτές θήκες των πιστολιών τους, κοιτάζοντάς με εξεταστικά, φιλύποπτα. Ο Στρατιωτικός Διοικητής του νησιού, ήταν ένας ωραίος άνδρας, πενήντα πέντε με εξήντα χρονών. Ψηλός, ευθυτενής, στυλάκι που λέμε, με γαλανά, φωτεινά μάτια, άσπρα μαλλιά και με πλούσιο όμορφο χαμόγελο. Όταν του είπα τί δυσκολίες είχα βρει μέχρι εκείνη τη στιγμή, τον πιάσανε τα γέλια. Γελούσε ακόμα, όταν ζήτησε απ’ τους επιτελείς του να του πούνε, αν τους είχε απασχολήσει στο παρελθόν κάτι παρόμοιο με το δικό μου πρόβλημα. Κι αυτοί, κρατώντας τα γέλια, σήκωναν τους ώμους. Τέλος, ο έξυπνος κι ευχάριστος αυτός άνθρωπος, είπε: – Μα τί, φιλολογικό σαλόνι είναι εδώ ή Μονάδα Στρατιωτικών Επιχειρήσεων! Άρχισα να γελάω κι εγώ. Ξέχασα τις ταλαιπωρίες, τα σούρτα φέρτα στα διάφορα γραφεία, τα σου ’πα μου ’πες με τους διάφορους υποϋπεύθυνους ή ανεύθυνους, και μάζεψα τα ποιήματα που ήταν πάνω στα γραφεία. Πριν λίγο, είχαν πάρει ο καθένας από ένα τετρασέλιδο και διάβαζαν, συσπώντας το πρόσωπό τους, ανάλογα με το θέμα, του ποιήματος. – Εγώ δεν ξέρω από ποίηση, αλλά μου φαίνονται καλά, είπε ένας ταγματάρχης. – Καλά, καλά, επιβεβαίωσαν οι άλλοι. Τους χαιρέτησα έναν έναν δια χειραψίας κι έφυγα. Λίγο πριν φύγω, ο Διοικητής μου’ χε μιλήσει πολύ σοβαρά, κι ήτανε απόλυτος. – Άκου κύριε Βαλασκαντζή, θ’ ανεβείς στην Αθήνα ή θα πάρεις τηλέφωνο αυτούς τους ειδήμονες της Προεδρίας Κυβερνήσεως, και θα τους πεις πως ο Στρατιωτικός Διοικητής της Σάμου, κύριος Τάδε (αχ, δεν συγκράτησα το όνομά του), τους παραγγέλνει να μην τον απασχολούν με θέματα λογοκρισίας, γιατί έχει πολύ σοβαρότερες δουλειές να κάνει. Ξαναπήγα στην Αθήνα. Είπα στον υπεύθυνο λογοκρισίας, την παραγγελία του Φρούραρχου Σάμου, και μου είπε βιαστικά, σχεδόν νευριασμένα: – Καλά, καλά. Που ’νε τα δοκίμια.


Του τα ’δωσα, τ’ άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει. Στο δεύτερο κιόλας ποίημα της συλλογής, «κλότσησε»: – Το ποίημα αυτό δεν περνάει, να το βγάλεις. Περίμενε να δούμε και τ’ άλλα. Όταν τελείωσε με το διάβασμα, είπε ένα μακρόσυρτο: – Τέλος πάντων, και μου ’δωσε πίσω τα δύο τυπογραφικά. – Η σφραγίδα, έκανα ντροπαλά. – Τη σφραγίδα θα την πάρεις, όταν αφαιρέσεις το ποίημα: «Μια δεύτερη περίπτωση», απ’ την έκτη σελίδα. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως η αφαίρεση ενός ποιήματος από τη συλλογή μου, ήταν τεχνικώς αδύνατη, γιατί: – Το βιβλίο είχε τυπωθεί και βιβλιοδετηθεί. Κι όσα για το επιλήψιμο τούτο ποίημα, δεν ήτανε η πρώτη φορά που δημοσιευόταν. Ήτανε πρωτοδημοσιευμένο στο περιοδικό «Λογοτεχνικό Στάδιο», σε τεύχος που κυκλοφόρησε μετά την 21η Απριλίου 1967. – Φέρτο να το δω, και τα ξαναλέμε. – Το ’χω στη Σάμο, θα σας το φέρει κάποιος φίλος μου. – Σύμφωνοι. Το έστειλα με τον Βαγγέλη Μήλλα, φίλο μου και συνεργάτη στο βιβλίο που τύπωνα: είχε φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο και ετοίμαζε κι άλλες εργασίες του, για εξώφυλλα άλλων βιβλίων μου. Είναι γιος του Μήλλας Φιλμς, που γύρισε τη θαυμάσια ταινία Στέλλα, με την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα. Του το ταχυδρόμησα την ίδια μέρα που γύρισα από την Αθήνα. Μετά μερικές μέρες έλαβα γράμμα του με ημερομηνία 25 Ιούνη ’68, που μου γνώριζε πως: έλαβε το περιοδικό και πως πήγε στο Υπουργείο Προεδρίας, αλλά δυστυχώς παρ’ όλο που τους τόνισε, ότι το ποίημά μου δημοσιεύτηκε μετά την 21η Απριλίου του ’67 και τους έδειξε το «Λογοτεχνικό Στάδιο», το απέρριψαν χωρίς δεύτερη κουβέντα, διότι γράφει για χασίσι. Όταν ρώτησε: καλά δεν γίνεται έλεγχος, του ’παν πως βάζουν μια τυπική(;!) σφραγίδα. Έχετε ακούσει κανέναν άλλον άνθρωπο, να έχει ταλαιπωρηθεί τόσο, για να εκδώσει μια πλακέτα τριάντα δύο σελίδων; Τί κάνουμε τώρα; Ίδωμεν... Κάθισα και σκάλιζα τα χαρτιά μου. Έψαχνα να βρω ένα ποίημα που να έχει κάποια ενότητα με τα άλλα της συλλογής, για ν’ αντικαταστήσω τη «Μια δεύτερη περίπτωση», που δεν περνούσε στη λογοκρισία. Βρήκα ένα που το ’γραψα καθ’ οδόν προς Καρλόβασι, όταν γύριζα ένα απόγευμα από το Βαθύ. Κόντευα να φτάσω στο ψαροχώρι Αυλάκια, εκεί που είναι η άσφαλτος ευθεία, όταν σταμάτησα το μηχανάκι και κατέβηκα. Έβγαλα ένα μπλοκάκι κι ένα μπικ, κι άρχισα να σημειώνω μέσες – άκρες, τον ερεθισμό που είχα δεχτεί


και που μου το είχε εμπνεύσει η αντιπάθειά μου, για κάποιο εξ αγχιστείας συγγενικό μου πρόσωπο. Θα το έκανα ποίημα! Τον άνθρωπο αυτόν δεν τον πήγαινα. Ήταν ένας άνδρας, γύρω στα σαράντα, μέτριο ανάστημα αλλά κακοσούλουπος. Είχε μια τεράστια κοιλιά, αδύνατα πόδια και πρόσωπο θρασύ. Ήταν λογάς, εξυπνάκιας, φαγάς, εγωιστής, ψευδολόγος, εμπαθής, κουτσομπόλης, κομπλεξικός, τί δεν είχε! Νομίζω πως πολλοί στο Καρλόβασι δεν τον συμπαθούσαν, ακριβώς για το χαρακτήρα του. Κάποια μέρα ήμουν στο σπίτι των συγγενών μου, που είχε μπει σώγαμπρος, ο αντιπαθητικός τύπος. Καθόμουν στη απλόχωρη κουζίνα του ωραίου αρχοντικού, που ήταν στο κέντρο, συζητώντας με τη γυναίκα του. Ήταν ώρα φαγητού και με κράτησε να μου κάνει το τραπέζι. Σε λίγο ήρθε κι ο τύπος. Αν καθόμαστε με την ξαδέρφη μου στην κουζίνα, ήταν γιατί η κοπέλα είχε πολύ δουλειά, με τα διάφορα ταψιά που έβαζε κι έβγαζε στο φούρνο της ηλεκτρικής κουζίνας. Φαγητά δυο, γλυκά ταψιού να μπουχτίσεις. Αισθανόμουνα όμως όμορφα. Ήταν όλα καλοβαλμένα, πεντακάθαρα κι ομόρφαιναν πολύ το χώρο, τα διάφορα τζετζερέδια, μικρά και μεγάλα, τα μπακίρια κι άλλα πολύ ωραία παλιά πήλινα βάζα, που ήταν στα ράφια γύρω γύρω. Μας σερβίρισε να φάμε με τον άνδρα της. Η ίδια θα έτρωγε μετά. Τη χόρτασαν οι μυρουδιές, μας είπε. Ο σώγαμπρος έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ. Το τί κατέβασε δεν λέγεται. Τρεις φορές πήγε το πιάτο του στο ταψί. Κρέατα, σαλάτες, τυριά, ψωμιά, έφαγε μέχρι σκασμού. Μίλαγε κι έτρωγε, μίλαγε κι έτρωγε. Όταν τρώγαμε το γλυκό μας, ραβανί νομίζω, αυτός έφαγε τρία τέσσερα κομμάτια, ήρθε ο γιος τους. Πέταξε την τσάντα τού σχολείου στον καναπέ της κουζίνας και κάθισε στο τραπέζι. – Μαμά πεινάω, είπε, παίζοντας τα ρουθούνια του. Ήταν ένα ωραίο παιδάκι, γύρω στα έντεκα, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά, όλο υγεία. Δεν χρειάστηκε να το ξαναπεί, του ’βαλε η μητέρα του, ένα πλούσιο πιάτο μπροστά του. Έφαγε το παιδί, χόρτασε κι έσπρωξε λίγο μπροστά το πιάτο, σημάδι πως δεν πήγαινε τίποτα άλλο κάτω. Πού να ’τρωγε όλο κείνο το κρέας, όλες εκείνες τις πατάτες. Το πιάτο ήταν φίσκα. Πέρα που δεν περιοριζότανε μόνο στο πιάτο που είχε μπροστά του, ήταν οι σαλάτες, ήταν τα τυριά! Είχα ανάψει τσιγάρο, όταν είδα το δεξί χέρι του γαμπρού μας, που τόσην ώρα έπαιζε τα δάκτυλά του ταμπούρλο πάνω στο τραπέζι, να το απλώνει στο πιάτο του γιου του, να παίρνει ένα κομμάτι κρέας και να το τρώει! Μετά ξανά και ξανά. Έφυγε και το κρέας που περίσσεψε και οι πατάτες. Το γυάλισε! Ύστερα από τόσο φαΐ, από τόσα γλυκά! Αυτόν τον άνθρωπο είχα στο μυαλό μου, όταν έγραφα τις σημειώσεις, μέσα στη μέση του δρόμου. Χαιρέτησα κι έφυγα. –Δημήτρη να σε βλέπομαι, φώναξε η ξαδέρφη μου.


–Θα έρχομαι, θα έρχομαι. Ας δούμε και ας κριτικάρουμε την έμπνευση: ΜΙΑ ΓΚΡΙΖΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Όχι τόσο ο λερός χοίρος – χοίρος είναι, όσο που όλο σαν δικό μου κομμάτι το ένιωθα! Κι όσο που έτρεχα όλο στον ίδιο τόπο βρισκόμουνα: μήτε που να φύγω μήτε που να μη νιώθω. Κ’ έκλαιγα θρηνητικά όσο το απαίσιο κτήνος κοντύτερα ήτανε: όσο ένα γινόταν μ’ εμένα. Κι ούτε που έτρεχα φελούσε ούτε που ’κλαιγα, που χτυπιόμουνα! Θεέ μου, πώς γίνονται τέτοια όνειρα; Πώς γίνονται τέτοιες συγγένειες; Υπάρχει βέβαια μια υπερβολή στο ποίημα. Από το να μην πηγαίνεις έναν άνθρωπο, μέχρι το κτήνος και το χοίρος, υπάρχει σαφής διαφορά, απέχουν παρασάγγες και δεν έχουν καμία σχέση με το σώγαμπρό μας. Αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό. Το ποίημα από μόνο του έστεκε, μου άρεσε. Το βάζω λοιπόν σ’ ένα φάκελο και το στέλνω του Μήλλα, στην Αθήνα. Τρέχα, του γράφω, στην Προεδρία, πάρε έγκριση, και ειδοποίησέ με το γρηγορότερο. Πράγματι, έτρεξε ο Μήλλας. Στις 27 Αυγούστου του ’68, στις μία το μεσημέρι, λαβαίνω τηλεγράφημά του, που μου έλεγε; Ενεκρίθη «Γκρίζα Περίπτωση», Βαγγέλης. Οι συνάδελφοί μου στον ΟΤΕ σηκώνανε τους ώμους. Τί συνθηματικά τηλεγραφήματα ήταν αυτά; Η Αστυνομία είπε πως κάτι ετοίμαζα και να με προσέχουν! Από τις 25 του Ιούνη λοιπόν, που πήρα το γράμμα του Μήλλα, ως τις 27 Αυγούστου, που πήρα το τηλεγράφημά του, είχαν περάσει δύο και πλέον μήνες! Αν τώρα κοιτάξουμε στον κολοφώνα της πλακέτας, που γράφει πως το βιβλίο τυπώθηκε τον Μάρτη του ’68, έχουμε μήνες ...πέντε! Πέντε μήνες κι ακόμα δεν είχαμε τελειώσει...


Βρήκα τον κύριο Κοντό, τον τυπογράφο, και του ζήτησα να στοιχειοθετήσει το: εγκριθέν ποίημα. Θα κρατούσαμε και το πρώτο ποίημα, που ήταν ήδη στοιχειοθετημένο. Θα τυπώναμε σε πεντακόσια φύλλα χαρτιού, το ένα ποίημα απ’ τη μια, το άλλο απ’ την άλλη, θα αφαιρούσαμε την πρώτη σελίδα από κάθε πλακέτα, και θα την αντικαθιστούσαμε με τη νέα που είχαμε τυπώσει, και τέλος. Ήμουν όμως άτυχος. Ο τυπογράφος τα ’χε τσουγκρίσει με τον Τροβά κι ήτανε στα δικαστήρια. Δεν τον άφηνε ο Τροβάς να ξαναμπεί στο τυπογραφείο. Τί κάνουμε τώρα; Ήταν απλό. Θα έδινα λεφτά στον Κοντό, θα ανέβαινε στην Αθήνα, θα στοιχειοθετούσε τα δύο πρώτα ποιήματα, με ίδια στοιχεία στο τυπογραφείο ενός φίλου του, και μετά θα τα τύπωνε κατά τα γνωστά. Θα ερχόταν μετά στο Καρλόβασι, θα παίρναμε τα βιβλία από τον Τροβά, θα τα πηγαίναμε στου Μελετίου που είχε και βιβλιοδετείο, και θα αλλάζαμε το πρώτο φύλλο. Αμάν! Κι έτσι ακριβώς έγινε. Ανέβηκε στην Αθήνα, το τύπωσε, γύρισε στο Καρλόβασι, αλλάξαμε την πρώτη σελίδα και ταχυδρόμησα στο Μήλλα έξι αντίτυπα, για την Προεδρία της Κυβέρνησης, που αυτή τη φορά δεν είχε αντίρρηση. Υπήρχε βέβαια μεγάλη διαφορά στην οικογένεια των στοιχείων και στις στιγμές αυτών που τύπωσε στην Αθήνα ο κ. Κοντός, από τα υπόλοιπα. Ήταν όμως ώρα για τέτοιες μικρολεπτομέρειες; Αλλά ας δούμε το ποίημα, που δεν άρεσε στη λογοκρισία. Το ’γραψα με αφορμή τη ζωή ενός παιδιού, ονόματι Γιώργου, το οποίο μου είχε δώσει πολλά στοιχεία για να γράψω τη ζωή του. Ήταν στα δέκα επτά του χρόνια τότε κι έμενε μ’ έναν τριαντάρη σερβιτόρο. Κάπνιζαν μαζί τσιγαριλίκια και μετά κάνανε κτλ. Αλλά ο ήρωας του ποιήματος, ήταν παράδειγμα προς αποφυγείν. Γιατί δεν το θέλανε; ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Πόσες φορές: ω! πόσες φορές τ’ ορκίστηκες πως: Όχι - όχι! Σήμερα ξανά τρέχεις με το πενηντάρι στο χέρι και μ’ αγωνία ψάχνεις στα γνωστά μέρη για το γνωστό, ύποπτο πρόσωπο. Θυμώνεις που θα σου κλαίγεται πάλι πως έχει λίγο πράμα κι ότι έχει πολύ κυνηγητό η δουλειά, για να στο δώσει ακριβότερα. Θυμάσαι που τις άλλες έκανε πως δε σε ξέρει


και ρωτούσε – τάχα – κατάπληκτος πώς έτυχε και τον γνωρίζεις αφού, μόλις είχε ’ρθει απ’ το χωριό του. Πόσες φορές τ’ ορκίστηκες πως: Όχι - όχι! Ματαιοπονία... Ανεξάντλητα ποτίζεσαι και πάντα με στεγνό λαρύγγι μένεις. Αλλά, ας δούμε μία κριτική, από τις πολλές που πήρα για τη συλλογή μου αυτή. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Βραδυνή», στη σελίδα «Φιλολογική Βραδυνή» της Δευτέρας, 16 Δεκεμβρίου 1968, με τίτλο; Παλιές και νέες φωνές και υπότιτλο: Με θλιμμένη πνοή μελαγχολίας. Δημήτρη Βαλασκαντζή: «Περιπτώσεις». Τη σελίδα «Φιλολογική Βραδυνή», ως γνωστόν, την επιμελείτο τότε ο Μπάμπης Κλάρας. ΝΕΟΣ ποιητής από τη Σάμο ο Δημήτρης Βαλασκαντζής, πριν από λίγο είχε επισημάνει «Δώδεκα Στιγμές» με ισάριθμα σονέτα, που αποστάζανε θλίψη και μελαγχολία, συγκίνηση και πίκρα. Τώρα προσφέρει «Περιπτώσεις» καθημερινότητας, όπου κάτω από την πεζότητα διαφαίνεται κάποιος ψυχισμός: Πέρασε όλη του η ζωή μέχρι να καταλάβει πως ήταν δίπλα του οι βάρβαροι! Πως δεν ήταν κίνδυνος να ’ρθουν... Πικραμένος στο βάθος, αφήνει μια γεύση σαρκασμού: Τα ’δωσες όλα για ένα: Ναι. Κι όταν το πήρες, το πέταξες! Οι στίχοι του έχουν μια αυτοτέλεια και υπόσχονται ωριμότερες επιτεύξεις. Με τους τυπογράφους Κοντό και Μελετίου γίναμε φίλοι. Από τον πρώτο έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου, μπροστά απ’ τα βιβλία, έναν ασημένιο(;) κόκορα, μινιατούρα, έτοιμο να επιτεθεί. Μου τον χάρισε στο Καρλόβασι, όταν πήγα να τον επισκεφτώ σπίτι του. Έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι (ένα δωμάτιο, κουζίνα και το αναγκαίο).


Το τυπογραφείο του Μελετίου ήταν ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο, στο δρόμο το δικό μου. Ήταν πενήντα μέτρα μακριά το σπίτι μου. Τώρα που τέλειωσα με τις «Περιπτώσεις» κι είχα στα χέρια μου τη μακέτα του εξώφυλλου και τα ωραία σχέδια του Μήλλα για την τρίτη έκδοση των «Δώδεκα Στιγμών», τον πολιορκούσα για να το τυπώσει. Με τη λογοκρισία δεν είχαμε πρόβλημα, γιατί είχαμε πάρει έγκριση. Υπήρχε μόνο ο δισταγμός του. Το πρόβλημα του Μελετίου, το ξανά ’πα, ήταν πως είχε λίγες κάσσες κι αυτές με τα περισσότερα στοιχεία σπασμένα ή τραυματισμένα. Λίγα ήταν που ο οφθαλμός τους ήταν ακέραιος. Έτσι, όταν τελικά αποφάσισε να το τυπώσει, έβαλε όλο το μεράκι του: διάλεγε με προσοχή τα στοιχεία και στοιχειοθετούσε μόνο δύο ποιήματα. Όταν τύπωνε τα δύο ποιήματα διέλυε τις φόρμες και ξεκίναγε να στοιχειοθετήσει τα άλλα δύο. Αυτό τον διευκόλυνε και από απόψεως τυπογραφείου. Είχε ένα παλιό όρθιο πιεστήριο, που η δυνατότητά του ήταν να τυπώνει μόνο δύο σελίδες βιβλίου σε σχήμα όγδοο. Τυπώσαμε πρώτα τα ποιήματα και μετά βάλαμε χρώμα και τυπώναμε τα σχέδια. Σε κάθε σελίδα ένα ποίημα και στην κορυφή του ποιήματος ένα σχέδιο του Μήλλα, που είχε φυσικά εικαστική σχέση με το σονέτο. Όταν τελειώσαμε, περάσαμε στο εξώφυλλο. Ο Μήλλας ήθελε ολόκληρη τη μπροστινή σελίδα ένα χρώμα, πλακάτ. Αλλά το χαρτί του εξώφυλλου που είχαμε ήταν γκοφρέ. Έτσι, έβαλε ο τυπογράφος μεγάλη πίεση για να πιάσει παντού το μελάνι και το γέρικο πιεστήριο βογκούσε. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να πάθουμε σοβαρή ζημιά. Του είπα να σταματήσει. Πήρα στα χέρια μου τα τυπωμένα πρόχειρα εξώφυλλα και τα σύγκρινα. Ένα δυο είχαν τυπωθεί με πολύ πίεση και ήταν όπως τα ’θελε ο Μήλλας, πλακάτ. Άλλα είχαν τυπωθεί με λιγότερη πίεση και παρουσίασαν ανάμεσα στο χρώμα ακατάστατες λευκές γραμμές και στίγματα. Αισθητικά, αυτά με τις γραμμές και τα στίγματα, ήταν άρτια. Αντίθετα, αυτά με το πλακάτ ήταν τελείως αντιαισθητικά. Έτσι λύθηκε το πρόβλημα του πιεστηρίου, μόνο ποιός άκουγε τον Μήλλα. Θυμάμαι τί παράπονα έκανε για το κίτρινο χρώμα των «Περιπτώσεων». Τώρα δεν ήταν μόνο που το εξώφυλλο δεν τυπώθηκε πλακάτ, ήταν και το χρώμα. Το είχε ζητήσει, μαύρο – γκρι – άσπρο, κι εγώ το τύπωσα, μαύρο – κόκκινο – άσπρο! Ας τον ακούσουμε: Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 1968. Αγαπητέ μου φίλε Δημήτρη, γεια σου. Χάρηκα πολύ όταν έλαβα τα δύο υπέροχα -- ομολογώ -- αντίτυπα των «Δώδεκα Στιγμών». Μου άρεσε εξαιρετικά ως σύνολο το βιβλίο. Επίσης


μου άρεσε πολύ αυτό το άσπρο, που υπάρχει μες στο κόκκινο. Πολύ θα το ’θελα να το τυπώσεις έτσι, κι όχι σκέτο χτυπητό κόκκινο. Έτσι όπως είναι. Μου άρεσε πολύ ως εμφάνιση. Έχω έτοιμη τη μακέτα της «Τρελής του Κισσάβου». Υ.Γ. Σου ’χω έτοιμες τρεις μακέτες για τα «Νέα Σύνορα». Άμα θες να τις δεις, γράψε μου, τηλεφώνα μου. Αυτή τη φορά ο Μήλλας δεν είχε παράπονα ή είχε πολύ λίγα. Ευτυχώς. Δεν ήθελα να τον δυσαρεστώ, ό,τι έφτιαχνε ήταν από αγάπη γι’ αυτό που καταπιανότανε και ποτέ για να έχει κάποιο όφελος. Πήρα κι αυτή την πλακέτα από το τυπογραφείο. Την έστειλα σε γνωστούς, σε φίλους, σε εφημερίδες και σε περιοδικά. Ας δούμε μία κριτική που πήρα για την πρώτη έκδοση, που έγινε στη Λάρισα το 1962, και που έχει δημοσιευτεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στις 9.9.62. ΤΑ 12 Σονέτα του Δημήτρη Βαλασκαντζή, είναι μια ακόμη λυρική προσφορά του ποιητή που συνεχώς ανεβαίνει τις κορφές του Ολύμπου. Μια καθαρή, με απλούς τόνους φωνή, διακηρύχνει την πίστη του στις ανθρώπινες αξίες. Συναίσθημα, αίσθημα και αίσθηση, ύφος και άψογος στο σύνολό του στίχος, παρά τις όποιες αναπόφευκτες μικροεπαναλήψεις, προθέσεις να υπηρετηθή ορθόδοξα η Τέχνη και ζωντανά, αποτελούν το νέο συνθετικό επίτευγμα του Β. Και λέω επίτευγμα, γιατί ο Β. τα κατάφερε στο απ’ τα δυσκολότερα είδη της ορθόδοξης ποιήσεως, το Σονέτο, στο οποίο προσέθεσαν διαδήματα αξετίμητα ο Ερεντιά, ο Γρυπάρης, ο Μαβίλης, ο Δελακοβίας κ. ά. Β. Καλογιάννης. Τα γράμματα του Μήλλα βοηθάνε πολύ (μετά 36 περίπου χρόνια), να θυμηθώ σημαντικές λεπτομέρειες για τις εκδόσεις που πραγματοποίησα τότε, αλλά και τις κινήσεις ή προεργασίες που έκανα για το ξεκίνημα του περιοδικού μου, «Νέα Σύνορα». Στο γράμμα του της 15.11.1968, που δημοσιεύω πιο πάνω, στο υστερόγραφο, μου γράφει πως έχει έτοιμες τρεις μακέτες για το εξώφυλλο του περιοδικού που ετοιμαζόμουνα να εκδώσω. Για να έχει λοιπόν έτοιμες τρεις μακέτες στις 15 του Νοέμβρη, σημαίνει πως ο Μήλλας είχε ειδοποιηθεί από εμένα τουλάχιστον δύο τρεις μήνες πιο πριν, για την πρόθεσή μου να εκδώσω το περιοδικό. Δηλαδή, στα μέσα περίπου του Αυγούστου ή του Σεπτέμβρη του 1968, ο Μήλλας έγινε κοινωνός της σκέψης μου, που σημαίνει πως εγώ από πολύ πριν το είχα αποφασίσει, κι ακόμα πως από πολύ πριν το σκεφτόμουνα. Πράγματι, η ενδόμυχη επιθυμία μου να εκδώσω λογοτεχνικό περιοδικό με τον τίτλο «Νέα Σύνορα», γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1963, ημέρα της δολοφονίας του Πρόεδρου των ΗΠΑ, Τζων Κέννεντυ. Τότε υπηρετούσα στον Σταθμό Ασυρμάτου της Τήλου, στα Δωδεκάνησα.


Άκουσα λοιπόν από το ραδιόφωνο τον σχολιαστή να λέει, πως σύνθημά τους οι Κέννεντυ είχαν το μότο: «Νέα Σύνορα», κι ένιωσα έναν ευχάριστο ήχο στ’ αυτιά μου. Από εκείνη την ημέρα, οι δύο αυτές λέξεις με συνόδευαν παντού, σ’ όλες τις εκδοτικές μου ενέργειες, που αφορούσαν την επιθυμία μου να εκδώσω ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Όταν μάλιστα είχα πάει στη Ρόδο στις αρχές του 1964, για να τυπώσω τη δεύτερη έκδοση των «Δώδεκα Στιγμών», είχα ζητήσει και πήρα από τον τυπογράφο, εκτός από την τιμή της πλακέτας που θα τύπωνα, και κοστολόγιο για την έκδοση ενός περιοδικού 32 σελίδων, σε σχήμα 8ο. Ήταν πράγματι από τότε επιθυμία μου το περιοδικό που θα εξέδιδα, να έχει σαν τίτλο του τις λέξεις «Νέα Σύνορα», κι αργότερα η απόφασή μου αυτή έγινε πραγματικότητα, δίνοντάς τες στον Μήλλα, για να προχωρήσει σε σχεδιασμό της μακέτας του εξωφύλλου. Από το 1963 λοιπόν, συζώ με τον τίτλο «Νέα Σύνορα», κι έρχονται στα μέσα του 1972, ο Αντώνης Λιβάνης, ο Γιάννης Καψής και ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, όταν το περιοδικό μου ήταν στα πρόθυρα να απαγορευτεί από τη Χούντα, γιατί ήταν καθαρά ένα αντιστασιακό έντυπο (γι’ αυτό άλλωστε κυκλοφόρησε το 1969, για ν’ αντισταθεί εναντίον του τύραννου, εναντίον οποιουδήποτε τύραννου) και ενώ είχε κατατεθεί στο Υπουργείο Εμπορίου ο τίτλος στο όνομά μου, στήνουν οι ...αντιστασιακοί μας, οι ...τίμιοι αυτοί άνδρες, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία θα έκανε εκδόσεις βιβλίων με εκδοτικό σήμα «Νέα Σύνορα»!!! Γράφουν δηλαδή στα παλιά τους τα παπούτσια τα δικαιώματά μου, τους αγώνες μου, τα έξοδα και τους κόπους μου τόσων χρόνων, και βεβαίως τους επωφελούνται σιωπηρά, βάζοντας σαν τίτλο στην επιχείρησή τους, το γνωστότατο πλέον σήμα μου «Νέα Σύνορα». Αλλά έχω αναφερθεί αναλυτικότατα στην υπεξαίρεση από τους πάρα πάνω ...κυρίους της αντιστασιακής μου δράσης και του τίτλου «Νέα Σύνορα», με δύο τόμους που εξέδωσα το 1999 και το 2000, ο πρώτος τόμος με 948 σελίδες και ο δεύτερος με 960 σελίδες, χωρίς ποτέ να ζητήσω κανένα αντάλλαγμα, από την αποκατασταθείσα δημοκρατία στον τόπο μας, όπως κάνανε αυτοί και άλλοι. Έκανα το χρέος μου και μετά κάθισα στην άκρη σαν τίμιος και σοβαρός άνθρωπος, που τον αγώνα τον κάνει όχι για να ωφεληθεί ο ίδιος, αλλά ο τόπος. Μα ως εδώ και μη παρέκει, όχι νηστικός κι από πάνω δαρμένος... Να σημειωθεί πως στο περιοδικό μου, εκτός από το πρώτο τεύχος, δεν καταχωρούσα ποτέ δημοσιευμένα κείμενα. Σπάνια γινόταν εξαίρεση κι αυτό αν υπήρχε ειδικός λόγος, όπως όταν θέλαμε να δείξουμε τον τρόπο γραφής κάποιου ή να σώσουμε κάποιο σπάνιο κείμενο. Παράδειγμα το πρώτο αναρχικό κείμενο που ανακάλυψε ο Νίκος Δανδής και αναδημοσιεύτηκε στο 34ο τεύχος μας και μερικά άλλα αλλού.


Αλλά ας μη σπαζοκεφαλιάζουμε: Ο καλός, ο τίμιος άνθρωπος, σιγά σιγά δημιουργείται κι αν γίνει κάποτε κάτι το οφείλει στο μόχθο του και στην ικανότητά του. Ο απατεώνας, ο καιροσκόπος, τεμπελιάζει και παραμονεύει να βρει ευκαιρία να την αρπάξει, να την εκμεταλλευτεί και αν γίνει κάποτε κάτι, το χρωστά αποκλειστικά στον κόπο, στον αγώνα και στον κάματο του άλλου που αδίκησε. Τέτοιος είναι κι ο Αντώνης Λιβάνης και η κολεγιά του: ο Γιάννης Καψής, η αδερφή του και ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος... Συνεχίζει: ####

ΤΖΩΝ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ ΚΕΝΝΕΝΤΥ (50 χρόνια από τη δολοφονία του) 22-11-1963 Ένας Τσόνσον άπλωσε εκεί που είχες θέση, σαν ένας Τσόνσον στου Λίνκολν. Τι που υπήρξαν ο Μπουθ, ο Όσβαλντ; Τρόμαξες μη σε πούνε δειλό οι καταγέλαστοι και πήγες στο Τέξας. Σύνεση που ο Λίνκολν δεν πήγε στη Βαλτιμόρη, σύνεση. Ήξερες τι γένεται στο Ντάλλας, στο Γκάλβεστον. Κι έτσι, αλάλαξαν οι δολοφόνοι σου, πως πέθανες σαν τύραννος. Δ. Β.


####

####


Ο φιλόμουσος κριτικός λογοτεχνίας Μ. Βουδούρης γράφει:


Η επιτροπή: Δημήτρης Βαλασκαντζής, Κώστας Καλαπανίδας, Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μαρία Λαγκουρέλη.

Οι ασεβούντες… Ασεβούντες προς τον – έως το έτος 2001 – 2002 – άγνωστόν των κ α ι ως άνθρωπον κ α ι ως δημοσιογράφον / συγγραφέα – Απόστολον Γιαννάκην (1942 -1996), οι. πέντε οίκτου άξιοι στιχοπλόκοι, δήθεν ποιηταί, γελοίοι και κουφολόγοι, έγραψαν τα ελεεινά «ελεγειακά» ψευδοποιήματά των περί του νεκρού, αδίκως και προώρως θανόντος φίλου και πνευματικώς συνεργάτου του Δ. Βαλασκαντζή, ιδιοκτήτου, εκδότου, διευθυντού του περιοδικού «Νέα Σύνορα» και μέλους της επιτροπής κρίσεως του διαγωνισμού ποιήσεως, αποκλειστικώς και μόνον δια να κολακεύσουν τον Δ. Βαλασκαντζήν (και τα άλλα μέλη της επιτροπής κρίσεως) οι ευτελείς άνθρωποι, οι δοξομανείς, οι έρποντες κόλακες και κακοί Έλληνες ψευδοποιηταί, ασεβείς. Ο Δ. Βαλασκαντζής δεν έπρεπε να δημοσίευση αυτά τα πέντε «ποιήματα» εις το περιοδικόν του «ΝΣ», και διέπραξε, σφάλμα δημοσιεύσας ταύτα.–


Περί του περιοδικού «Νέα Σύνορα», Αθήνα (1969-2002) Έχομεν εις την ιδιωτικήν συλλογήν μας Ελληνικών βιβλίων και περιοδικών όλα τα τεύχη του αξίου λόγου, δημοκρατικού, προοδευτιικού (κατά την γνώμην – κρίσιν άλλων και αριστερού, μη κομματικού, μη κομμουνιστικού) περιοδικού των Αθηνών «Νέα Σύνορα» του λογοτέχνου – συγγραφέως κ. Δ. Βαλασκαντζή, ήτοι τα τεύχη 1 – 89 (1969-2002) και τα έχομεν αναγνώσει όλα, όλα τα κείμενα, όλας τας συνεργασίας Ελλήνων και αλλοεθνών. Κατά την διάρκειαν της εν Ελλάδι επικρατούσης Τυραννίδος (4/1967 - Ι973 - 74) το πρδκ. ΝΣ υπήρξεν όντως αντιτυραννικόν, αντιστασιακόν (και οι συνεργασίαι ή συνεργάται του). Δεν είνε δυνατόν όλοι οι άνθρωποι (αδιακρίτως πολιτικής – ιδεολογικής εντάξεως γραμματικών γνώσεων, απόψεων περί λογοτεχνίας, φιλολογίας, Τέχνης, πολιτικής κλπ. να έχουν τας ιδίας απόψεις. Ως φιλομαθείς – φιλόμουσοι αναγνώσται του πρδκ. ΝΣ γράφομεν (ιδιωτικώς) τα εξής (ως πρώτη «δόσις»), ελπίζοντες ότι θα καταδεχθή να τα αναγνώση (ίσως και προσέξη) ο κ. Δ.Β. ο έκδοτης – ιδιοκτήτης του, ιδίως περί των τευχών 85 – 89 (2001-02). Καλώς έπραξεν ο κ. Δ.Β. και ετίμησε πνευματικώς τον φίλον του, συνεργάτην του, ατυχήσαντα Α. Γιαννάκην.

Ο Δημήτρης Βαλασκαντζής, εκφωνεί τα ονόματα των βραβευθέντων και ο πατέρας του Τόλη Γιαννάκη, τους ενχειρίζει τις διακρίσεις.


Όμως αρκεί άπαξ, τουλάχιστον αυτός ο τρόπος της τιμήσεως. Δεν πρέπει να καθιερωθεί ετήσιος διαγωνισμός ποιήσεως. Έστω άπαξ και διαγωνισμός διηγήματος. Δημοσιεύματα του Α. Γιαννάκη, ας εκδώσει αυτοτελώς (βιβλίον η βιβλία) ο κ. Δ.Β. Σχεδόν κωμικός κατήντησεν αυτός ο ετήσιος διαγωνισμός ποιημάτων. Γράφει και «απόψεις» του ο κ. Δ.Β. αι οποίαι κάμνουν κακήν εντύπωσιν εις (τους) αναγνώστας του (περί της αξίας κλπ. του διαγωνισμού του και άλλα συναφή – σχετικά). Πόθεν λ.χ. γνωρίζει ο κ. Τάδε και ο κ. Δείνα οι γράψαντες εγκωμιαστικά περί Α. Γιαννάκη ποιήματα; – Δεν έπρεπε ο κ. Γ. Μαγκλής να είναι μέλος της επιτροπής κρίσεως, οράτε φωτοτυπίαν του έτους 1963 και κακής πράξεώς του). – Ας τα διαγράψη αυτά τα περί των «διακρίσεων» του πρδκ. ΝΣ (πρώτη σελίς) ο κ. ΔΒ, και ας αποφεύγη ο ίδιος (ο κ. ΔΒ) την δημοσίευσιν φωτογραφίας έργων προσωπογραφίας του (οπωσδήποτε εις το πρδκ. του ΝΣ).– Ας αφιερώσει όσα τεύχη θέλει εις ποιητάς, πεζογράφους ή ιστορικά γεγονότα (Ελληνικά, Έλληνας ή ξένους) όμως όχι εορταστικού, μόνον εγκωμιαστικού χαρακτηρας (λ.χ. Έλλη Αλεξίου, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρεττάκος, ΕΠΟΝ) κ α ι διότι είναι «αμφιλεγόμενα» γεγονότα, αμφιλεγόμενοι (φιλολογικώς αλλά και εθνικώς, κοινωνικώς, πολιτικώς, πνευματικώς ομοεθνείς μας λογοτέχναι).– Ας αποφεύγη χαρακτηριστούς π.χ. Ν. Μπελογιάννης (νεομάρτυρας κλπ.). Μάρκος Βαφειάδης (μέγας κλπ. στρατηγός κλπ. και άλλα περί άλλων). Ο Ν. Βρεττάκος ήτο συγχρόνως φίλος: του κ. Δ. Βαλασκαντζή και συνεργάτης του αλλά και του κ. Μ. Σταφυλά εναντίον του οποίου τόσα επικριτικώς έγραψεν - εδημοσίευσεν ο κ. Δ. Βαλασκαντζής.– Έλαβεν ή όχι (δεν γνωρίζομεν λεπτομερείας, ούτε ψεύδεται ο κ. Δ.Β.) ο κ. Δ.Β. την επιστολήν της (δήθεν) Βάσως Δανέζη (περί της υποθέσεως της Ανθολογίας Αποστολίδη), έπρεπε όμως (και πρέπει) να την ανεδημοσίευσεν από το πρδκ. «Τετράμηνα», Άμφισσα, τεύχος Ιαν. 1974 και να την σχολιάση (να απαντήση) κατά την κρίσιν του (ή και ο κ. Κωστελένος). Πρόκειται περί θέματος φιλολογικού κ α ι ηθικού, πρωτίστως ηθικού. (Περί των περιοδικών της κατηγορίας των ΝΣ: λογοτεχνίας, φιλολογίας, ιστορίας, πολιτικής, εγράφησαν ειδικαί μελέται ακόμα και διδακτορικαί διατριβαί. Κάποτεν ελπίζομεν, μετά πολύ χρόνον κάποιος ενδέχεται να συγγράψη μελέτην και περί των ΝΣ, ή ομού περί άλλων περιοδικών συγχρόνων του. Δικαίως θα επικρίνη την παράλειψιν αυτήν του κ. ΔΒ ο συγγραφεύς της μελέτης. Άνθρωποι είμεθα. Ποτέ δεν είνε αργά, και θα είναι, προς τιμήν του κ. ΔΒ. η δημοσίευσις έστω και μετά πάροδον τόσων ετών. Ο περί της (όχι και τόσον σπουδαίας «φιλολογικής» – «πνευματικής») υποθέσεως Α. Λιβάνη χιλιάδες σελίδων γράψας – δημοσιεύσας κ. Δ.Β., έπρεπε να γράψη κάτι και περί της επικριτικής (δικαίως επικριτικής) κριτικής (1981) του λογοτέχνου κ. Κ. Κοβάνη περί του βιβλιδίου του Μ. Βουδούρη (1979) περί ης Ανθολογίας κλπ! Αποστολίδη.


Τα «κείμενα» ή το «κείμενον» του Μ. Βουδούρη (1979) είναι όντως ως τα/το εχαρακτήρισεν ο λογοτέχνης – κριτικός κ. Κ. Κοβάνης (1981), όμως τα κείμενα του κ. Δ. Βαλ. και (των) άλλων συνεργατών του πρδκ. του ΝΣ είναι ως τα εχαρακτήρισεν ο κ. Κ. Κοβάνης; (Οράτε φωτοτυπίαν της κριτικής του κ. Κ. Κοβάνη, 1981).- Εγκαίρως έλαβε φωτοτυπίαν της κριτικής του κ. Κ. Κοβάνη ο κ. Δ. Βαλασκαντζής. Αλλά και (ως μας είπον τέως συνεργάται του πρδκ. του ΝΣ) και άλλα κείμενα απαντητικά (εις δημοσιευμάτων άλλων περί του πρδκ. του ΝΣ) έχει εγκαίρως λάβει και δεν εδημοσίευσεν (παραμένουν εισέτι ανέκδοτα) ο κ. Δ. Βαλασκαντζής ο οποίος – δυστυχώς – πράτει (έπραξεν) ως άλλοι (πράξαντες) τους οποίους δικαίως (οράτε ΝΣ) επέκρινεν (περιοδικόν ή εφημερίς ΝΣ) ο κ. Δ. Βαλασκαντζής. Δεν μας αρέσκουν ως άνθρωποι κοινωνικοί ή και πνευματικοί οι Έλλη Αλεξίου, Ν. Βρεττάκος και Γ. Ρίτσος, ιδίως ο Γ. Ρίτσος ο πολλά ανθελληνικά, φιλοτυραννικά (ΚΚΕ, ΛΣΕ, περί τυραννικών κομμουνιστικών καθεστώτων, καθαρμάτων λ.χ. Ν. Ζαχαριάδη, Άρη Βελουχιώτη, Β. Ι. Λένιν κλπ, κλπ, εγκωμιαστικά – «ποιήματα» γράψας). Δεν μας αρέσκουν τα εγκώμια κλπ, του ΔΒ περί ΕΠΟΝ, Μ. Βαφειάδη, ΚΚΕ/ΔΣΕ, Ν. Μπελογιάννη κλπ. ομοίων των οργανώσεων, κομμάτων, γεγονότων κλπ. κλπ. Δεν είναι ποίησις, λογοτεχνία εν γένει (αλλά και κριτική φιλολογία κλπ.) τα πλείστα δημοσιευθέντα (βραβευμένα ή μη) κείμενα ιδίως των τευχών 85 – 89. Ποιητικώς δεν είναι (πλέον) καλόν πρδκ. τα ΝΣ. Ας πράττη κατά την κρίσιν του ο κ. Δ. Βαλασκαντζής. Εμείς είμεθα μόνον φιλομαθείς – φιλόμουσοι. – Χαίρετε. – Ποιήματα γραμμένα από Έλληνες ποιητές για τον Τόλη Γιαννάκην, «Απόστολον Γιαννάκην, δημοσιογράφον, λογοτέχνην, κριτικόν της

Ο πατέρας του αδικοχαμένου Τόλη Γιαννάκη, μιλάει με την κόρη του, αδερφή του εκλειπόντος


λογοτεχνίας, Αλεξανδρούπολις 1942 – Αθήνα, 22.01.1996» εις πρώτην δημοσίευσιν εν τω περιοδικώ «Νέα Σύνορα», έτος 33 ον, τεύχος 89ον, Αθήναι, Ιανουάριος - Μάρτιος 2002, σελίδες 61-64η, επωνύμως, των κ.κ. Παντελή Νικ. Σκαφίδα, Αδόλφου – Γεωργίου Τζιτζιάρη, Γιάννη Γιακουμάκη, Γεωργίου Κανλή, Γρηγορίου Ι. Σ. Καρυδά (συνολικώς πέντε αυτοτελή ποιήματα ενεπίγραφα ισαρίθμων ποιητών).

Μ. Βουδούρης

####

Μετά την απονομή τρία μέλη τα επιτροπής συζητούν. Από δεξιά: Κώστας Καλαπανίδας, Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μαρία Λαγκουρέλη.

####


«Νέα Σύνορα» Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας. Τεύχος 121. Χρόνος 45ος, Γενάρης - Μάρτης 2014 Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275, κιν. 6974868530, Σάμου 22730-33166. www.neasynora.gr // e-mail: neasynora@otenet.gr www.nea-synora.gr // e-mail: valaskantzis@gmail.com Η εκχώρηση ονόματος χώρου [gr] εγκρίθηκε από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στ’ όνομά μας. Ακόμα το εκδοτικό σήμα «Νέα Σύνορα», για να προστατεύεται, το έχουμε καταθέσει από το 1970 στο Υπουργείο Εμπορίου «Τμήμα Σημάτων». Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» (neasynora@otenet.gr). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» (babiniotis@t-online.de


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.