Nea Synora, 110, 2011

Page 1


Εσείς κι εμείς: Το έργο του εξώφυλλου είναι του ζωγράφου Αριστομένη Τσολάκη, λάδι, 12Χ17 cm. Είμαστε στο τεύχος 110, χρόνος 42 ος, Απρίλης - Ιούνης 2011. Συνεχίζετε η επιθυμία μας να «ντύνουμε» τα νέα τεύχη μας με εξώφυλλα καλλιτεχνών, και βέβαια, όσοι ζωγράφοι επιθυμούν να δουν έργα τους στα εξώφυλλα του περιοδικού μας «Νέα Σύνορα», είναι καλοδεχούμενοι. Καλοδεχούμενοι κι όσοι από σας θέλουν να στείλουν συνεργασία τους. Γνωστό πως μετά το τυπωμένο τεύχος μας 101-102, με τα μνημεία κακοδικίας που καταχώρησε, τα τεύχη μας θα κυκλοφορούν ηλεκτρονικά δια μέσου του Ίντερνετ. Όσοι αναγνώστες μας θέλουν να λάβουν παλιά τυπωμένα τεύχη μας, ας μας τηλεφωνούν: 210-8815275 ή 6974868530. Η «επιβάρυνση» είναι δύο (2) ευρώ το τεύχος, εκτός τα ταχυδρομικά. Άδικο να μιλάμε για τυπωμένα τεύχη και ηλεκτρονικά τεύχη. Κάποιοι φιλόπονοι, προφανώς νέοι άνθρωποι, που πλαισιώνουν στο Ίντερνετ το «Google» Ελλάδα, μέσω των ηλεκτρονικών σελίδων τους, μας έχουν «αναβαθμίσει» τα εκατόν τόσα τυπωμένα τεύχη μας, και σε ηλεκτρονικά. Ευχαριστίες πολλές. Δ. Β. &

Αριστομένη Τσολάκη, λάδι, 30Χ20 cm


Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Εκδόσεις - Περιοδικό - Εφημερίδα

Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας «Νέα Σύνορα», τεύχος 110 Χρόνος 42ος Απρίλης - Ιούνης 2011 Εκδότης - Διευθυντής: Δημ. Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com neasynora@otenet.gr & neasynora@blogspot.com & www.neasynora.gr

&

Οδυσσέας Ελύτης: 13 χρόνια από το θάνατό του. 2-11-1911 – 18-3-1998

Οδυσσέας Ελύτης: Βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας,1978.


Για τον Οδυσσέα Ελύτη έχουμε πραγματοποιήσει τρεις συνεχόμενες τιμητικές βραδιές στην παλιά Στέγη μας Πολιτιστικών Εκδηλώσεων «Νέα Σύνορα», Γαμβέτα 6, τις παρακάτω: 11-3-1980, 18-3-1980 και 15-4-1980. Μερικά δημοσιεύματα του Τύπου.



Τις ημέρες εκείνες επισκεφτήκαμε τον Οδυσσέα Ελύτη σπίτι του και του παραδώσαμε εκτός από βιβλία που μας είχαν στείλει θαυμαστές του και μια μεταξοτυπία, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Ταλαγάνη, που ήταν εμπνευσμένο από την ποίησή του: Ελύτης 1979. Διαστάσεων 50Χ70.


Οδυσσέας Ελύτης 2-11-1911 - 18-3-1998. Φωτ. Πουλίδη.

Οδυσσέας Ελύτης Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια: Ο Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του Παναγιώτη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Ο Οδυσσέας Ελύτης με φίλους του, ακολουθεί ένα ποίημά του


Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω. Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τιποτα κανείς Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει Άϊ θυμοί κι άϊ τρέλες της πατρίδας! Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό άπιαστα του Παραδείσου σήματα

κάτι σαν

Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί είχε γίνει αθάνατη.

&

Που μια ιδέα μου


ΧΩΡΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Σ’ αυτό το τεύχος παρουσιάζουμε μία ποιήτρια και δύο ποιητές: Τη Μαρία Λογοθέτη, τον Κώστα Καλαπανίδα και τον Γιώργη Σερκεδάκη. Από τη θέση αυτή θα παρουσιάζονται νέοι και παλιοί Έλληνες και ξένοι ποιητές. Ακόμα στο τέλος των ποιητικών κειμένων, καταχωρούμε ενημέρωση για τους υπεύθυνους βιβλιοθηκών, βιβλιοθηκάριους, βιβλιοθέτες, βιβλιοκόμους, τον τρόπο που μπορούν να λάβουν δωρεάν βιβλία των εκδόσεών μας και όλα τα τεύχη (102) που έχει εκδώσει το περιοδικό μας, με μόνη βέβαια επιβάρυνση τους τα ταχυδρομικά.

Ο ποιητής Κώστας Καλαπανίδας

Έργο του Χρήστου Ντάντα, μολύβι, 25Χ35.

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι, υπάρχουν ποιήματα «ήσσονων ποιητών», που στέκουν με αξιώσεις ανάμεσα στα καλά ποιήματα «μείζονων ποιητών». Υπάρχουν και ποιήματα διακεκριμένων ποιητών, που δεν αντέχουν να βρίσκονται ανάμεσα στα καλά ποιήματα ποιητών ήσσονων. Απορρίπτουμε, ως εκ τούτου, την χωρίς λόγο και σκοπό παλιά κατηγοριοποίηση των ποιητών σε μικρούς και μεγάλους. Μας αρκεί η κοινή διαπίστωση και παραδοχή ότι, αν κάποιος έδωσε ποιήματα που πληρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που απαιτεί η Τέχνη της ποίησης, είναι ποιητής. Μετά την παραδοχή αυτή, το λόγο παίρνουν τα ποιήματα. Μια δεύτερη κοινή διαπίστωση, που σχετίζεται με την πρώτη, είναι ότι, επαρκή λειτουργικά και όμορφα ποιήματα που, λόγω βιώματος και ιδιοσυγκρασίας, έγραψε ένας «ήσσων» ποιητής, δεν ήταν δυνατό να τα είχε γράψει ένας «μείζων». Και φυσικά δεν τα έγραψε. Θα τα «υπέγραφε» όμως ως ποιήματα. Εδώ χρειάζονται (και δίνω) παραδείγματα: Δεν ήταν δυνατό να γράψει ο Ρίτσος την αγροτική ποίηση του Μ. Μέσκου. Ο Ελύτης την οργισμένη ποίηση του Θωμά Γκόρπα. Ο Σεφέρης τις εμφυλιακές «διηγήσεις» του Κ. Καλαπανίδα, ούτε τα τρυφερά παιδικά ποιήματά του ο Μ. Σαχτούρης. Και φυσικά κανένας (όντως) ποιητής δεν έχει τον τρόπο και τη γραφή του άλλου - αν αυτό συμβαίνει, πρόκειται για κακή μίμηση. Το μόνο, επομένως, στοιχείο, που διακρίνει ποιητές και ποιήσεις, είναι τα ποιήματά τους που λειτουργούν στους φίλους της ποίησης σαν λογότυποι: Ο Τάκης


Πλούμας, Η φοινικιά, Η Πρέβεζα, Ο λαγός, Η προσευχή του ταπεινού, Ο Σταύρος ο μηχανικός της οδού Καλλιρόης, Η ιερά οδός, Η κίχλη, Χώμα ελληνικό, Η Παναγίτσα στο Πυργί, Ο Μπολιβάρ, ο Σταυραετός, Η μάνα του Χριστού, Η σονάτα του σεληνόφωτος κ.λ.π. Θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια μερικά ποιήματα του (όντως) ποιητή Κώστα Καλαπανίδα, ανταποκρινόμενοι με αγάπη στην ειλικρινή φιλία του, που κρατάει δεκαετίες, κατά τις οποίες παρακολουθούμε την κατά ομόκεντρους κύκλους ανάπτυξη της πολύ ενδιαφέρουσας λυρικής ποίησής του. Την απαγγέλλουμε και σκεφτόμαστε πράγματα που δεν είχαμε σκεφτεί. Ανακαλύπτουμε δομές, και τρόπους γραφής και εκπληττόμαστε ευχάριστα. Σπουδάζουμε την απλή αλλά καίρια γλωσσική του έκφραση, μας συγκινεί. Δεν απορούμε μαζί με τον Ευτύχη Μπιτσάκη που, διαβάζοντας την ποιητική του συλλογή «ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ», του είπε: «Απορώ πώς με τέτοια ποίηση, δεν έγινες και δεν είσαι γνωστός ως ποιητής». Και δεν απορούμε, που ο Κώστας Καλαπανίδας δεν ξέρει κι ούτε ξοδεύει για δημόσιες σχέσεις. Κάθεται στο σπίτι του και γράφει. «Το να γίνω γνωστός δεν είναι δουλειά δική μου», λέει. Γι’ αυτό πήραμε την πρωτοβουλία να δημοσιεύσουμε ποιήματά του από τις δυο τελευταίες, την 15η και 16η, ποιητικές συλλογές του:

«ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ» Οριζοντίως και καθέτως Μετά την καλοσύνη αρχίζ' η ενοχή τού δίχως καλοσύνη. Διαφέρει μόνο αν τη μετράς οριζόντια, ή αν τη βλέπεις καθέτως. Ο Βρεττάκος, για παράδειγμα, πέρα ως πέρα καλός, νιώθει ενοχή που δεν κράτησε τον πόνο του γείτονα όμορφα πάνω στον ώμο του. Κι είναι σαν λίμνη στρωτή· ρίχνεις το βότσαλο και οι ένοχοι κύκλοι δεν βρίσκουν ακτή. Η δική μου ενοχή μετριέται καθέτως. Σαν το πηγάδι, για παράδειγμα, που του εξαντλήσαν το νερό, κι ο κουβάς, στεγνός, χτυπάει στου βυθού τις πέτρες και δοκιμάζει τη συνείδηση. Όμως το ύψος έχει το βάθος του· το σχοινί του κουβά άκρες· και το άφες αυτοίς ακουμπά στο φραγγέλιο. Για τούτο λέγαν οι παλιοί: « Όταν μαζεύετε τα μήλα, αφήστε κι ένα δύο στη μηλιά». 1986


Τρισάγια δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω Μίλτος Σαχτούρης 1 Κι εκεί που η γυναίκα ζύμωνε ψωμί απ' το καινούργιο αλεύρι, και τα παιδιά κάνανε κούνιες στα κλαδιά των δέντρων και τα πουλιά σταχομαζώνανε και τα μυρμήγκια, όρμισε φοβερό το ανεπιθύμητο, σαν ποτάμι που αναθυμάται την παλιά του κοίτη στα σπαρμένα. Κρατήθηκε από την άσπρη ποδιά - τα χέρια της γεμάτα ζυμάρι τα παιδιά πήδησαν απ' τα δέντρα, ενώ τα πουλιά, που ακόμα σταχομάζωναν, σηκώθηκαν αναμαλλιασμένο γνεφάκι στην πρώτη ντουφέκια. Ο πρώτος νεκρός! Κείνο το ψωμί δεν έσκασε, δε ρόδισε, δε μοσχομύρισε ποτέ ν’ αλείψουν φέτες τα παιδιά, να πέσουν ψίχουλα για τα πουλιά, να πάρει το δίκιο του κι ο ζητιάνος. Μόνε ξεχείλισε απ' την πινακωτή και σκέπασε το νυφιάτικο, υφαντό μεσάλι. 2 Ο άντρας γύρισε χωρίς την άσπρη φοράδα του, που την έλεγε «νύφη μου!» Την ξεκοιλιάσανε τ' αεροπλάνα, που πολυβολούσαν χτένι το δάσος. «Κάλλιο εσύ, νύφη μου, γιατί έχω παιδιά να μεγαλώσω, ο έρμος...» Την έκλαψε εκεί στην ερημιά σαν παιδί, φορτωμένη κασόνια με σφαίρες. «Καταραμένοι, που κάνετε τον πόλεμο!» Τη χάιδευε κι εκείνη χτυπιόταν στο χώμα, ζεστή. Γύρισε μόνος, κρατώντας το χαλινάρι με τ' ασημόκαρφα. Τα ξανάλεγε κι έκλαιγε. Οι άλλοι φόρτωναν κι έφευγαν – ο κόσμος αγριεύτηκε κι αγρίεψε. «Εγώ δε φεύγω. Εδώ είν' ο τόπος μου.» Έμειν' εκεί. Στον τόπο του. Για πάντα. 3 Ο Πανάγος, ο Βάιος, ο Κωσταντής έφυγαν εξόριστοι στη Ρουμανία, θυρωροί στην Αθήνα, συνδικαλιστές στη Δυτική Γερμανία, να ζυμώνουν τη νέα εργατική συνείδηση στο όραμα της ειρήνης. Και η ειρήνη να διαβρώνεται ύποπτα από ανώνυμα οξέα με το «Δε γίνεται τίποτα!» Δεν είν' αυτά ποιήματα τρισάγια είναι σε μνήματα θυμάμαι και θυμώνω. 1978


Η. Κ. (1907 - 1947) Η υπογραφή Ο αδερφός μου ήρθε στη ζωή για να πεθάνει. Είδε το φως, ανέπνευσε, δεν μπόρεσε όμως να πιει γάλα ζωής. Ο πατέρας μου τον πήρε τρυφερά από τον κόρφο της λεχώνας, που ανασηκώθηκε κλαίγοντας κι έκανε το σταυρό της, τον σήκωσε, γυμνούλι, πιο ψηλά απ' τα μάτια του, είπε: «Στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σε βαφτίζω χριστιανό και σ' ονομάζω Γεώργιο». Σε λίγο ο αδερφός μου έπαψε ν’ αναπνέει. Απόκτησε όμως το δικαίωμα επώνυμου σταυρού, πλάι στους τάφους των προγόνων. Τα λουλούδια μεγαλύτερ' απ' το μικρό σώμα του. Την επομένη, 21-1-1946, ο πατέρας μου δήλωσε στο ληξιαρχείο τη γέννηση, τη βάφτιση και το θάνατο του αδερφού μου κι έβαλε την υπογραφή του, τεκμήριο ότι υπήρξαν και οι δυο σε μια εποχή θανάτων.

Το σφοντύλι Στον απάνω κόσμο άφησε μόνο ένα σφοντύλι, βαρύ και σκληρό από ξύλο βελανιδιάς. Στη μεγάλη φούρλα, γύρω απ' το κενό κέντρο, χάραξε βαθιά με το μαχαίρι του ένα όνομα: ΑΛΕΞΩ (Το ο μια ανορθόγραφη, επικίνδυνη γούβα). Έγνεθε η μάνα μου και μοιρολογούσε, πενήντα χρόνια ακόμη, μετά τον εμφύλιο που τον αφάνισε. Τούτ' το σφοντύλι, κειμήλιο βαρύ στο γραφείο μου, όπου, στο άδειο του κέντρο, τοποθετώ την πένα που γράφω. Πάω να το σηκώσω και μετατοπίζομαι, άλλοτε στο άνω κι άλλοτε στο κάτω μέγα κενό, ενώ στη ρίζα της γλώσσας μου κινούνται λέξεις, κόκκινες από το τελευταίο αίμα της Ιστορίας. 1972 «Η ισότητα» Σαν άστρο μην καεί απ' το φως του, ο ύπνος σβήνει το μυαλό κι ελευθερώνει τα όνειρα: Και κατέβηκε ο πατέρας μου που πήγε από μαχαίρι, – δώδεκα χρονώ – και με συμβουλεύει. «Εσύ θα ετοιμάσεις φέτος της πασχαλιάς το αρνί. Θα του χαϊδεύεις το λαιμό, θα του σιγοσφυρίζεις, κι εκεί, θα βάλεις μαχαίρι».


Κρατούσε από πυξάρι γκλίτσα σκαλιστή (η λαβή, άκακο φίδι με φολίδες και γαλανά μάτια από δόντια τσατσάρας), στους κροτάφους ελάχιστο γκρίζο, και βαδίζαμε αργά, πλάι στα πρόβατα, που ρύθμιζαν με τη βοσκή τ' ασημοκουδουνάκια τους. Ήξερε καθεμιανού τη γενιά και τ' αγαπούσε, και τα νοιάζονταν. Καθένα και τ' όνομα του. Πώς να 'τανε με την «ισότητα»; Εκείνη η Μεγάλη Παρασκευή συνεχίστηκε για χρόνια. 2000

Ε νέδρες

Τι συνθήκες κι εκείνες! Και τι λέξεις γεννήσανε! Λέγαμε: «μια ντουφεκιά δρόμος», «πολυβόλο το στόμα του», κι ο λόγος μας δεν παραξένευε κανένα. Τις μέρες κοιμόμαστε ως αργά. Τις νύχτες στήναμε ενέδρες. Γνοιαζόμαστε μόνο να τις στήνουμε σωστά χωρίς τσιγάρο, ψιθύρους και κίνηση και μ' αξούριστο πρόσωπο, μην καθρεφτίζει άστρα. Είχαμε μάθει πια καλά: Ενέδρα ίσον δρόμος. Ο δρόμος πάει τον εχθρό· δεν τον διαλέγει εκείνος. Ο εχθρός, συνεπαρμένος από τις αναμνήσεις του, την αριθμητική των σχεδίων, των ονείρων τη γλύκα, αφήνει τα βήματά του στη σοφία του δρόμου· κι αυτός, όπως ο κυνηγάρης σκύλος φέρνει το λαγό, τον οδηγεί στο πέταλο της ενέδρας, μπροστά στ' αμείλικτα στόχαστρα. Πολλοί οι εχθροί, πολλοί οι νεκροί, στην τύχη ζήσαμε. Πηλός είναι ο άνθρωπος. Κι ο φόβος του σαν τον αμείλικτο ήλιο· βρίσκει το απρονόητο σκουλήκι στην πέτρα και το στεγνώνει. Πώς να μιλήσουμε για τη συνείδηση μπροστά στην ένοχη ιδιοτέλεια της ύπαρξης; Γι’ αυτό αλλάζουμε νοήματα, πλάθουμε νέες λέξεις, ή σιωπούμε, κάνοντας πως δεν ξέρουμε. Κάποια που κατακάθισαν στις μέσα μας χαράδρες σκοτάδια μίσους, κατ' εντολήν, πια δεν «τ' αναμοχλεύουμε». Κι έρχεται και μας βρίσκει της κούρασης ο αθώος ύπνος και μας γιατρεύει.


Τα πρωινά τις Κυριακές, μετά τη θεία λειτουργία, με τους παλιούς εχθρούς μαζί, στα τραπεζάκια της πλατείας – Πώς είστε; – Δόξα τω Θεώ! Πίνουμε το βαρύ γλυκό και λέμε του άλλου κόσμου νέα, ενώ, με συνετή προβλεπτικότητα, αφήνουμε ρωγμές στης κουβέντας το πέταλο, με το «βεβαίως!», με το «μάλιστα!», με το μονόφωνο το «ναι!», χωρίς το φόβο οι σκέψεις να περνούν κι ελεύθερες να πάνε (οι σκέψεις, σαν τον άνθρωπο, λόγια κι αέρας είναι), γιατί τώρα το ξέρουμε: Εχθροί κι εμείς υπήρξαμε. Κι οι εχθροί άνθρωποι είναι. 1975

Η«Αγιατράπεζα» Πέρασε το δίαυλο «αδήλωτος κι ανυπόγραφος». Δούλεψε στα ξένα σπίτια, σήκωσε κι αυτός το δικό του, στην παραλία, απέναντι απ' το Μακρονήσι: Εδώ η ελιά, εκεί δυο φιστικιές, η αυλόθυρα, τ' όρθιο κυπαρίσσι στην άκρη – μνημόσυνο για τους συντρόφους που έμειναν εκεί για πάντα κήρυκες και σηματωροί – και παραδώ, στον ιθαγενή σκίνο, που τον γιγάντωσε η μοναχοσύνη του, η βάση για την «αγιατράπεζα». Έτσ' ήταν γνωστή στους Μακρονησιώτες η πλάκα που χρησιμοποιούσε ο Μίλτος για τραπέζι. Τη μετέφερε μ' ένα καΐκι, την κουβάλησε με τους φίλους – πιο βαριά κι απ' την ονειρεμένη ιδεολογία τους – την έστησε στην άκρη, ώσπου να φτιάξει τ' άλλα και τη βάση. Να πίνουν εκεί τον καφέ τους και να θυμούνται. «Μην τα συνταρχάς, οι πληγές στάζουν ακόμα. Το μέλλον αργεί», του 'λεγαν σκεπτικοί οι φίλοι. Έκανε να τους μαλώσει για την ολιγοπιστία τους, αλλά τον προλάβαινε εκείνο το τρέμισμα πλάι στο στόμα· και σώπαινε. Τους κοίταζε μόνο, καταπίνοντας το παράπονο. Έφυγε ο Μιλτιάδης πρόωρα. Σκόρπησαν κι οι φίλοι και χάθηκαν. Την «αγιατράπεζα» την τοποθέτησε αργότερα ο γιος του. Κι εκεί τώρα τα εγγόνια του ακουμπούν τα walkman, τα english books, την παγωμένη, απολαυστική coca cola τους. Το μέλλον αργεί. 2002 &


Στο κάστρο του Δομοκού μνήμη Ελενίτσας Κόκκινου Στο ανερμήνευτο κάστρο του Δομοκού, λαβωμένο απ' τη σύγχρονη θλίψη, παρηγορητικό με πήρε το απόβραδο αγναντεύοντα κι αναπολώντα. Κι αναδεύτηκαν με τις νυχτερίδες, σαν αντίφωνα του Ύπνου, οι σκιές των προγόνων, ζητώντας τη φωνή και το αίμα μου, ν’ αναδυθούν από τα φαράγγια του χρόνου. Κόκκινα, δειλινά δάκρυα ανάβλυσαν από τις γιγάντιες, φιλιωμένες πέτρες, ενώ μια αδυσώπητη, θηριώδης συκιά ερείπωνε με τις φονικές ρίζες της τα εχέμυθα κι απαραμύθητα αρχαία τείχη. Ένας γκιόνης, άχρονος κι ανετόπιστος, ταλάντωνε με το θρήνο του το ελάχιστο φως, που σαν πουλάκι ματωμένο, πεσμένο απ' τη φωλιά, ανάσαινε ακόμη, πάνω από τις πρώτες χαραδρώσεις της νύχτας. Χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ βυθίστηκε το δειλινό πίσω απ' τα περήφανα Άγραφα, τα λυπημένα Τζουμέρκα. Κι ενώ στην πόλη άρχισαν να κυλούν οι βραδινές εκβολές των ανθρώπων, πάνω απ' την Όθρη άναψαν τα πρώτα έκπληκτ' αστέρια. 2002

Σχέδιο νυχτερινής απόδρασης Ο πυρομάχος δοξάζει με κόκκινο τα ξερά ξύλα. Τα καρφιά όμως μένουν εκεί, στη στάχτη. Τρυπούν, χωρίς τίποτα πια να συνδέουν. Κοιτάζει τα χέρια του, λοτόμοι απόμαχοι μπροστά στο δάσος, που αέναα ξαναγεννιέται με τ' αγριμάκια του, με τα πουλιά. Πάψε! Δεν μας σώζουνε πια προσπάθειες μάταιες: Φαντασιώσεις: Η νεάνις με το πουλί και τον καθρέφτη. Σκηνοθεσίες: Κόρη νέα με τον ηλίανθο στο χέρι. Ιδανικεύσεις, λυρισμοί, ακόμη κι αποκλίσεις.


Παρά ταύτα, αποφάσισε την απόδραση. Το σκοτάδι είναι ύπουλα φιλικό: Καλύπτει, μεγεθύνει και παρακινεί. Όταν όμως άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο (θα φορέσει στενά να δείχνουν τα σκέλη, θα ρίξει κολλύριο να λάμπουν στο σκοτάδι τα μάτια, θα αιφνιδιάσει και θα φιμώσει το φύλακα...), διαπίστωσε πως φύλακας και φυλακή ήταν ο εαυτός του. Και η ποινή του ισόβια. 1987

Η Ευρυδίκη Γεμάτ' οι δρόμοι χαρτομάντιλα. Πώς να μιλήσεις για μαντίλια.

Οι τελευταίοι εμφύλιοι Στεναγμοί ένας ένας σα μαντίλια διπλώνονται και μπαίνουν, με τη λεβάντα, στη βαθιά κασέλα της λήθης. Στερημένη κι αβοήθητη η Ευρυδίκη, ανήλιαγη παραφυάδα μιας στεγνής εποχής, δίπλωσε τη λυπημένη της ύπαρξη, κι αγράμματη, αθώα καλοσύνη, μπήκε στον ανόνειρο ύπνο, ένθα ουκ έστι πόνος... Κι έτσι θα βγαίνει, λυπημένη, στο λίγο χρόνο που μας μένει, σαν να θυμάτ' εμάς Εκείνη κι όχι δική μας να' ναι μνήμη. 2007 Πατρίδα Το παρελθόν σε σώνει ή σε σκοτώνει. Το μέλλον σε κάνει φονιά.

Παραιτούνται τα σπίτια όταν τ' αφήνουμε. Και γιατί δεν αντέχουν στη σιωπή να θυμούνται, βυθίζουν στη σκόνη πορτρέτα και έπιπλα. Ανεβαίν' ο κισσός στο κεραμίδι, γραπώνει και διαβρώνει το κρυμμένο κλειδί, ο αέρας σωρεύει λίγο λίγο το χώμα στο θυροστόμι, ενώ ο σέρσεγκας ζυμώνει πηλό με το σάλιο του και χτίζει φωλιά στην κλειδότρυπα.


Αργότερα, κόβ' η σκουριά το μεντεσέ, το παντζούρι κρεμάει, σπάζοντας το τζάμι, κι η αράχνη στήνει ιστούς θανατηφόρας ομορφιάς, στη θέση που προορίζονταν για τους καλούς επισκέπτες. Όταν κάποτε επιστρέφεις, βρίσκεις το σπίτι στον τόπο του, πριονίζεις το κλαδί, που απ' το σπασμένο τζάμι έριξε φρούτα στο σαλόνι, και, σαν διαρρήκτης, παραβιάζει τα πορτοπαράθυρα. Εισβάλλει τότε ο αέρας απ' τ' άσπαρτα χωράφια, οι καινούργιοι ένοικοι αναστατώνονται, απ' τα θολά έπιπλα ανασταίνονται μνήμες και παλιά τραγούδια. Το ρολόι αρχίζει πάλι να μετρά το χρόνο. Τα γνωρίζω καλά όλ' αυτά, γιατί άθελά μου υπήρξα δραπέτης και νοσταλγός. Οι ξένοι τόποι γίνονται κάποτε και δικοί μας, ωστόσο, μόνο μια γωνιά μ' ένα κρεβάτι και πέντε πράγματα, μια καρέκλα κι ένα παραθύρι μπορούμε δικαίως να ονομάσουμε πατρίδα.

Οι ιστορίες των ποιητών Θηρεύουμε ερωτήματα για να σκαρώνουμε απαντήσεις που δεν θ' ακυρωθούν ποτέ, αφού η μόνη αληθινή απάντηση παράπεσε και χάθηκε στα παιδικά μας παιχνίδια· κι εκείνη, που γοήτεψε τους αυτόχειρες, βυθίστηκε μαζί τους στη σιωπή των τάφων. Να, γιατί οι χωρίς τέλος κι αρχή, και γι' αυτό αδιάψευστες, ιστορίες των ποιητών θα γοητεύουνε πάντα τους ανθρώπους. Λιανό παιδάκι σκάλιζε στο καπνισμένο ριζοσπήλι κι ήβρε ασπρογάλανα λιλιά από παλιό, σπασμένο πιάτο. Τα χνότισε, τα γυάλισε, τα φανταζόταν ολόκληρα, τα σκεφτόταν καινούργια. «Θα 'τανε του προπάππου σου», είπε ο πατέρας του, «είχε τα στήθια τριχωτά κι απροκάλυπτα κι ότανε σφύριζε ο χιονιάς και σκέπαζε τον τόπο ως κάτω, κατέβαινε στην ποταμιά κι έπιανε με τα χέρια του τα ελάφια». Το παιδί, που δεν είχε γίνει ακόμα το λαδάκι του αίμα κι έφεγγε η φαντασία του (αφού η μόνη εμπειρία που το κρατούσε απροσπέλαστο ήταν αυτή η εύνοια, που οι ενήλικες ονομάζουνε τρυφερότητα κι αθωοσύνη), έβλεπε πάνω στα λιλιά το θεόρατο πρόγονο, ξεστήθωτο, ξεσκάλτσωτο, να κρατάει στα σιδερένια μπράτσα του όμορφο, άγριο ελάφι. Γιατί αν θυμηθούμε πώς είμαστε παιδιά, τα μυστήρια λύνονται· το πράγμα αποκαλύπτει την αύρα του· κι από το θραύσμα αναδύεται το θαύμα του ολόκληρου.


Να, γιατί οι ποιητές αρμολογούν θραύσματα και συνθέτουν έτσι τις γοητευτικές ιστορίες τους. 2000 Η θάλασσα (θέμα για διήγημα)

Οι επαναστάσεις ανεβάζουν ενοχές. Κι η ποίηση, που επανάσταση πολλοί τη λένε, ενέχεται που κάνει ενδιαφέρον το φανταστικό, απογειώνει το πραγματικό, και ντύνει την αλήθεια άλλοτε με ένδυμα γάμου κι άλλοτε με κουρέλια διακονιάρη. Εγώ τη μόνη επανάσταση που έκανα ήταν όταν άρπαξα και πούλησα τον κόκορα του σπιτιού, να πάω στην κατασκήνωση. Το μόνο που είχα τότε στο μυαλό – ας όψονται τα Λόγια της Πλώρης – ήταν να ιδώ την παινεμένη, την κυματούσα τη θάλασσα. Όταν επέστρεψα, κολυμβητής!, με το απέραντο, αεικίνητο γαλάζιο να κατακλύζει το είναι μου, η ηττημένη μάνα μου έκλαψε γοερά, όχι για τον κόκορα, αλλ' από μετανόηση, γιατί μ' ανάγκασε να αρνηθώ τη λογική άρνησή της. Βάζω αυτή την ένοχη, απλή αφήγηση ανάμεσα στα ποιήματα, δίχως μεταστοιχειώσεις και συμβολισμούς και λαμπερές επινοήσεις υπονοήσεων, και χωρίς να επιδιώκω ιλίγγους μετεωρισμών, άλγη πνευματικά, συνειρμικά παράλογα, συγχύσεις σκοπιμότητας κι εκφραστικές αλχημείες. Όλ' αυτά, συν τους ποικίλους οργασμούς της γλωσσικής διαχρονίας, τ' αφήνω στους πιο από μένα λιπαρούς ποιητές, που, σίγουροι, επαρκείς, βραβευμένοι κι επωνυμότατοι, δοξάζουν την ποίηση. Εγώ, με μόνη έγνοια την πράξη της ανάγνωσης, αρκούμαι να διηγηθώ, πώς, δεκαπενταετής, πήγα κι είδα τη θάλασσα. 1997


Η καλομοίρα (θέμα για διήγημα) Το 'λέγε ο κούκος κι άνθιζε ο τόπος. Κι ο δάσκαλος, είκοσι πέντε χρόνων όμορφος, ανάσταινα τους ωραίους ήρωες της Ελλάδας, ενώ απ' τ' ανοιχτά πορτοπαράθυρα έμπαιναν οι διδαχές των πουλιών. Τα δωδεκάχρονα παιδιά ανέβαζαν το λόγο μου στις παρθενικές τους ψυχές, στην ακοίμητη, αεικίνητη φαντασία τους. Μια Καλομοίρα, μιας καλομάνας άγριο αγγελούδι, ξέκοψε απ' τους συμμαθητές, μόνη, στο μοναχό, τελευταίο θρανίο και τόξευε με τη ματιά βαθιά στη φαντασία μου. Οι ήρωες ανησύχησαν. Η Ελλάδα κυμάτισε στο γαλανό του χάρτη. Μόνο ο Ιησούς μου παραστέκονταν, νέος, ωραίος και γνωρίζοντας. Κάλεσα την Καλομοίρα στην έδρα· κι ήρθε με το χαμόγελο. Ήταν μια μέθη από άνοιξη. Τα δυο της χείλη βυσσινάκια. Της παραμέρισα τα μαλλιά κι έδωσα ράπισμα στο φόβο μου. Ο Ιησούς τίναξε έξω απ' το κάδρο το χέρι δεν πρόλαβε. Η Ελλάδα βούλιαξε στ' ακρογιάλια της. Οι ωραίοι ήρωες έγιναν πάλι αγάλματα. Ένα παράπονο αμίλητο κέντησε τις καρδιές μας. Μια γλυκύτατη δίκασε και τους δυο μας ένοχη λύπη. Το ξέρω, δεν το' πες πουθενά. Το ξέρεις κι εσύ πως το κρατώ στ' αμίλητα. Τριάντα χρόνια! Φτάνει πια! Η ελπίδα ν’ ανταμώσουμε, έτσι τυχαία, σ' ένα δρόμο, δεν έχει πια νόημα. Ούτε καν θα θύμιζε τι είχαμε κάποτε υπάρξει. Τώρα δεν έχουμε καμιά αμφιβολία τι ένιωσες τότ' εσύ, και τι τρομοκράτησε εμένα. Ούτε φόβο έχουμε σήμερα. Γι' αυτό αποδίδω το περιστατικό στην κοινή ανάγνωση – ίσως φτάσει και στα δικά σου χείλη – κι άσε τους ηθικολόγους, τους παιδαγωγούς και τους ψυχολόγους να ονειρεύονται και να διαφωνούν, άλλοι πως πράξαμε σωστά κι άλλοι πως ήταν λάθος. Τι έγινε τότε, γνωρίζουμ' εμείς. Κι αρκεί. 1988


Το κορίτσι με το ξύλινο πόδι Κορίτσι αγίνωτο των δεκάξι. Κρίνος ακράτητος στην τελετουργία της άνοιξης. Άνθιζε η μέρα κι έλαμπες ήλιος. Ανέβαινε το φεγγάρι και ξυπνούσες τ' αηδόνια. Άνοιγες τα βιβλία σου κι έμπαινε πάλι η μάνα σου στον αργαλειό των ονείρων. Το μηχανάκι δεν είδε το φορτηγό που έστριβε. Ήταν η μέρα βροχερή κι η άσφαλτος γλιστρούσε. Θα γυρίσει πάλι το σφοντύλι του ήλιου, θα στεγνώσει ο αέρας τις κλωστές της βροχής, κι οι φίλες σου θα βγουν στην αγορά. Ανάμεσα τους θα κροτεί ένα ξύλινο πόδι, Που όλο και θα ξεμένει πίσω, ώσπου ο απόηχος θα σβήσει τελείως. Πες μου, Φανούλα, το χαμόγελο πώς μπορεί και στέκεται πάλι σ' ένα ξύλινο πόδι; 1999 Ξέμπαρκός Σαν καράβι στ' ανοιχτά πέρασε η ζωή μου· με σκουριές, σκορβούτο και μαύρους καπνούς. Πέρασε και δεν άφησε κόλπους με χρυσές αμμουδιές, φτερωμένα ιστία, νησιά μαγευτικά. Μόνο μια κραυγή από μαύρη μπουρού κι αλλεπάλληλα κύματα φόβου. Ιδού, επιστρέφω απ' τις πλάνες μου. Ταπεινώνω τα κύματα, δένω τα παλαμάρια των ανέμων, ρίχνω τ' αστέρια μου κι αγκυροβολώ. Κι ενδεδυμένος τον εαυτό μου, αφήνομαι στον ελάχιστο φλοίσβο των έσχατων λόγων μου. Όταν πλανήτες άλλοι θα βρίσκουνε αύριο κομμάτια των ξύλων μου, να σκέφτονται μόνο τη φωτιά. Βάρυνε κι άλλο, Ουρανέ, το βήμα μου. Βάθυνε κι άλλο τον ύπνο μου, Νύχτα. 2001 «ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ» (αυτοέκδοση, 2008, σελίδες 80, αντίτυπα 400).


«ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΟΝΕΙΡΩΝ» Όσοι λυπημένοι… Ανήκουμε στις λέξεις. Είμαστε ο λόγος μας. Στης λύπης μας τον ουρανό μαύρο σταφύλ' η ποίηση. Την αποστάζω και πείθομαι. Τη «διηγούμαι» και συμπονεί. Ρυθμό της δίνω και συντρέχει. Όσοι λυπημένοι, προσέλθετε. Τα ποιήματά μου έχουν λύπη για όλους.

Α, ζωή Απ' το παράθυρό μου βλέπω δέντρα να κινούνται, νερά να κυλούν, πουλιά κι ανθρώπους να περνούν και να πάνε... Α, ζωή, πώς τρέχεις έτσι; Ούτε τα λάθη μας δεν προλαβαίνουμε να διορθώσουμε.

Ο άνθρωπος Μέσα στον άγλωσσο κι αδάκρυτο κόσμο, ο άνθρωπος μια χρυσή βροχή από λέξεις, μια αστείρευτη πηγή δακρύων συμπάθειας, ένα πεντάγραμμο ατέλειωτο, γεμάτο τραγούδια. Περπατάει κι ανθίζουν χαρές αγριολούλουδες. Κατεβάζει τα φρύδια κι αρχίζ' η βροχή. Γίνεται λίμνη στρωτή και σε πάει βαρκούλα.


Πρωινό στην Κορακιά Φυσάει δροσιά απ' το Μακρονήσι. Θα σηκώσει ήλιο. Ο κορυδαλλός αναλήφτηκε ν' αποπλύνει τη νύχτα. Ο κόκορας έσβησε τη φρυκτωρία του φράχτη και κατέβηκε στο σκουλήκι. Ο κοκκινολαίμης δεν λέει ν' αφήσει ακόμη το απονύχτι του σκίνου. Στον ακρόβραχο ο γέροντας αγκιστρώνει αργά και ρίχνει δόλωμα στην αιωνιότητα. Ενώ της Αφροδίτης ο φτερωτός τρελογιός τοξεύει στ' αγριλίδια, όπου αστράφτει κρυμμένο ποδήλατο. Στην Κορακιά το πρωί δικαιώνονται τ' άδικα. Καλημέρα, ανίκητε θάνατε! Καλημέρα, νικήτρα ζωή! 1995 Αύριο Αύριο θα καλυτερέψει ο καιρός. Θα βγουν παππούδες με τα εγγόνια τους στις παιδικές χαρές, κι άλλοι, με πρόσχημα το σκύλο τους, θα βγουν να περπατήσουνε για την υγεία. Και μανούλες γλυκιές, αφού με το χαμόγελο στείλουν τα παιδιά τους στο δάσκαλο (που μπορεί να τα βγάλει περίπατο στο λόφο με τις πρώιμες ανεμώνες), θ' ανοίξουν τα παράθυρα, θ' απλώσουνε στον ήλιο τα ζεστά σεντόνια, θα φτιάξουν το γλυκό φαΐ, θα βάλουνε λουλούδια σε ωραία βάζα. Ως και οι υπομονετικοί νεκροί θα δεχτούνε αύριο ανθρώπους, ζωντανούς ακόμη, που, με λουλούδια, λαδάκι και κεριά, θα συρρεύσουν στα σκιερά νεκροταφεία.

Ένας άνθρωπος Ζώντας το τρυφερό έλεος κάποιας αδικίας, περιμένει κάτι ωραίο, που αργεί, ενώ τον ωθούν εμπρός τα πίσω χρόνια. Οι άνθρωποι, που σα φίδι τους δαγκών' η αλήθεια, τον χαιρετούνε, περνούν. Κανένας δε ρωτά. Αλλά κι ο ίδιος τι θα 'χε να τους απαντήσει; Αν τους έλεγε πως περιμένει κάτι που δικαιούται,


«Και ποιος δεν δικαιούται», θα του απαντούσαν. Γιατί ο καθένας κουβαλά τη δική του αδικία, που σιγά σιγά χωνεύει όλες τις αδικίες. Τους χαμογελά λοιπόν και κρυφά τους ευχαριστεί που υπάρχουν.

Η σκιά Περνούσα, την ώρα που άναψε στην απέναντι κολόνα το φως. Τον ίδιο δεν τον είδα. Είδα όμως τη σκιά του στο λευκό τοίχο. Σαν να παράσταινε κάποιο ζώο. Ή σαν να ζητούσε ελεημοσύνη. Όχι, δεν τον είδα. Δεν είδα το πρόσωπο του. Ο ίσκιος του, πάντως, ήταν τόσο πραγματικός, όσο αβέβαιος, φασματικός και αόριστος ήταν ο ίδιος, ανάμεσα στις άλλες σκιές του βραδιού.

Τα ζάρια ...κι εκεί που ο Θεός έριχνε ζαριές, διερευνώντας, σα μαθηματικός, την υπέρλογη εξίσωση του κυκλικού, άπειρου χρόνου του, προς την απρόβλεπτη αταξία των πιθανοτήτων, του γλίστρησαν τα ζάρια και, περνώντας μέσ' απ' τα σύννεφα, έπεσαν, αστραφτερά, μπρος σ' έναν κουρελή, που είχε γείρει ακουμπώντας στον μπόγο του. Έλαμψαν το πρόσωπο και τα χέρια του. «Τα ρίχνουμε;» είπε σε κάποιον που περνούσε με ρεμπούμπλικα, μαύρο κοστούμι και λάπτοπ. Κι όπως ο Θεός δεν προσδοκούσε να κερδίσει κάτι, κι ο ίδιος δεν είχε να διακινδυνέψει άλλο τίποτα, τα 'παίξε και τα 'χάσε. Και άφροντις κοιμήθηκε στα κουρέλια του.

Ο καφές Τις νύχτες, αιμάτινες κατεβασιές (τα ερυθρά, φεγγαράκια στη χάση τους) αποσπούν και συμπαρασύρουν τις λέξεις. Το πρωί ξεβράζονται, σαν παιδεμένα ποταμόξυλα,


με μορφές άγνωστων, φοβερών ζώων. Μοιάζει με τούτο, λες, μοιάζει μ' εκείνο... Αλλά ποια λέξη ήταν χθες, που δαχτυλίδι εφάρμοζε (σε ποιο δάχτυλο;) δεν θυμάσαι να πεις. Λοιπόν, με ποιες λέξεις, φίλε, αδερφέ, αγαπητέ, βαρύν εσύ, πικρόν εγώ, να πιούμε τον καφέ μας;

Σιωπή Ύστερ' από τόσα χρόνια έμαθα να σου γράφω ποιήματα. (Κώστας Χελμός)

Τόσος χρόνος! Τόσος δρόμος! Τόσο μαζί! Τόσα λόγια και αισθήματα! Κι απομείναμε τόσο σιωπηλοί! Τόσο λίγοι και μόνοι! Σαν εξωκλήσι δισυπόστατο που του 'κλεψαν το σήμαντρο. Σαν κυπαρίσσι δειλινό χωρίς πουλιά μόνο στυφά κυπαρισσόμηλα που κάπου κάπου πέφτοντας τρυπούνε τη σιωπή κι ανοίγουν λακκουβίτσες, σα μικρά «αχ!» στης σκιάς το σάπιο φυλλόχωμα. Στίχοι Της άγνοιας η αυτάρκεια. Της μοίρας η παραδοχή. Οι θεοί που ανύπαρκτοι, μας τρομάζουν εδώ, μας σώζουν μετά. Η χαρά του ελάχιστου. Του συντρόφου η απόλαυση. Το συναίσθημα που ανάβει το πνεύμα. Τ' αναλώσιμα όνειρα. Ο φοβερός φόβος του πόνου. Ο ύπνος κι ο χρόνος που χωνεύουν τα πάντα. Του λυρισμού ο λυγμός. Τ' αβαθή των παιδιών δάκρυα. Η ξεροκέφαλη θέληση, που αφήνει μαύρο ίχνος στην πέτρα,


το αίμα.

Η μικρή μας πόλη Η μικρή μας πόλη μεγαλωμένη με καλούς τρόπους και παλιές αρχές, προπάντων με ηθική: Χαμηλωμένο βλέμμα, λευκό γιακαδάκι με κόπιτσα, χτένισμα με αφέλειες, οικογενειακός εκκλησιασμός κι απογευματινός περίπατος, με κατάληξη το ζαχαροπλαστείο της πλατείας. Προσεκτικό, σαν με καλή αγωγή, και το αεράκι, δεν φυσάει άτσαλα, δεν ξεσκεπάζει τα κρυμμένα. Στο μπαλκονάκι του απογεύματος, κότσος καλοζυγισμένος, σιδερωμένες ριγέ πιτζάμες, βαρύ γλυκός και ρεμβασμός. Όλα στο μέτρο. Ολιγοσύνη, γαλήνη, ευπρέπεια. Η μικρή μας πόλη θυμάται, νοσταλγεί και ταξιδεύει.

Οι γέφυρες του Δούναβη ... κι όταν σιγήσουνε οι έξυπνες βόμβες κι ηρεμήσουνε πάλι τα σκιαγμένα πουλιά, θα σκαλώνουν ακόμα στις κομμένες γέφυρες μέλη που αναζητούν το αίμα τους, αίμα που γυρεύει τις παλιές του φλέβες. Οι ζωντανοί θα παίρνουνε τη φωνή τους σφυρίγματα του αέρα, παιχνίδια του νερού, κι απορώντας πώς γκρεμίζονται γέφυρες, που με του πρωτομάστορα στοιχειώσανε την όμορφη γυναίκα, θα σκάβουνε στα ερείπια θεμέλια πιο βαθιά, να στεγάσουνε πάλι εστίες και διπλά κρεβάτια. 1999 &


Oι δίδυμες Είναι δυο δίδυμες λεξούλες, που ούτ' ένα σημαδάκι, να τις διακρίνεις. Όταν η μια βγαίνει στο φως, η άλλη καιροφυλακτεί στη σκιά της. Άλλες φορές αλλάζουνε φορέματα και μας παραπλανούν: «Δεν είμ' εγώ. Η άλλη είμαι». Μαζί τους έμαθα κι εγώ να μπλοφάρω. «Με σένα είμαι», λέω πειστικά. Κι εκεί που λέω: «Η ψυχή μου γώνιασε μ' ετούτη», βγαίνει η άλλη απ' τη σκιά, σπάζει το αλφάδι, κόβει το νήμα της στάθμης και καταστρέφει την ισορροπία. Και το παιχνίδι συνεχίζεται. Παιδικές απορίες Λένε, πως το αθώο, μικρό παιδί είναι ένα τίποτα με προοπτική. Λένε, πως ο μεγάλος με παιδιά ή παιδί κάνει στο συμβολαιογράφο γονική παροχή. Λένε, πως ο συνταξιούχος, σεβάσμιος γέρων είναι πάλι ένα τίποτα με δίχως μέλλον. Μαμά, ποιο είναι το καλύτερο;

Ένοχη λειτουργία Εγώ μικρό ψαλτάκι, ισοκράτης, να ψάλλω το «ελέησον» και το «παράσχου» και η λοξή ματιά μου, «κεχαριτωμένη», να σου καίει ως τη ρίζα τη μνήμη. (Το βλέμμα του Ιησού στη συγκατάβαση. Ο Αϊγιώργης πισωκάπουλα να παίρνει το κορίτσι, άσπρο νερό να πέφτει από ψηλά και του δράκοντα να ξεπλένει το αίμα.) Κι εσύ, παπαρουνίτσα του Απριλιού, κάτω απ' τα στήθη να κρατάς τα χέρια σταυρωμένα, την ένοχή σου άνθιση να κρύβεις, και να ζητάς συγχώρεση από την Παναγιά για την εν διανοία συντελεσμένη αμαρτία σου. Ενώ έξω από την εκκλησιά


ν' ανθίζει, να φτεροκοπά και να οργιάζ' η φύση. Τροχαίο Λίγα πράγματα στην κρεβατοκάμαρη, να μη σκουντά η ανάμνηση, να μη βρίσκει να κρυφτεί στο κουνούπι. Όταν με ξυπνούσε παράωρα, κουνούσα στο σκοτάδι σιγανά το χέρι μου, μην καθίσει στο πρόσωπο σου. Πώς ν' άναβα το φως, που κοιμόσουν χορτάτος; Τώρα, με το παραμικρό, αμέσως ξυπνώ, ανάβω το φως, το εντοπίζω, το αφανίζω. Αλλά πώς να κοιμηθώ ξανά, που πλάι μου δεν είσαι; Πού αμάρτησα, Θεέ μου, και μ' άφησες μόνη, σε τοίχους λευκούς ν' αφανίζω κουνούπια;

Στο σαραντάημερο της Β . Ποιον τραγουδάς να κοιμηθείς; Ποιον κλαις που δεν θυμάται; Δεν ψάχνω κάποια λέξη να κλείσω αυτό το ποίημα. Από χρησμό, ή προσευχή, ή έστω από ξόρκι, τη λέξη - ρόπτρο αναζητώ ν' ανοίξω το παλιό το σπίτι, να πάρει ο αέρας απ' τα έπιπλα τη σκόνη του καιρού, να μπουν της μνήμης τα πουλιά, τα πετροβολημένα. Γιατί άλλο είν' ο θάνατος, άλλο το ποίημα του θανάτου, κι άλλο εσύ, πολυαγαπημένη, τότε συμμαθήτρια με το αβασίλευτο χαμόγελο και το στραβό δοντάκι, που προσπαθείς μετά το πριν, να κρατηθείς από το σπίτι, απ' τη ζωή κι απ' τη λειψή μας αντοχή να σε πενθούμε.

Το κόκκινο φόρεμα Με αμίλητη λύπη πήρε απ' το καθαριστήριο, φρεσκαρισμένα, σε σακούλες - κρεμάστρες, τα όμορφα φορέματα της γυναίκας του. Περπατήσανε μ' αυτά μεγάλες, μαγιάτικες μέρες ευτυχίας. Τα τοποθέτησε με τρυφερότητα στο VW του, και, στη μακριά οδό Αριστοτέλους,


κρεμούσε κι από ένα στα χερούλια των κάδων απορριμμάτων. Δεν άντεχε να νιώθει στο κενό τους τη σκιά της αγαπημένης του. Κέρδιζε διαφορετικά αυτός τη θεραπευτική λύπη της μνήμης της. « Ας τα γεμίσουν με τα σφριγηλά, ερωτικά σώματα τους κάποιες άλλες γυναίκες», είπε. Βγήκε απ' την Αριστοτέλους, βγήκε από την Αθήνα, να τη σκεφτεί μέσα στη φύση. Όταν επέστρεφε, είδε μόνο μια κρεμάστρα, να την εμψυχώνει το δειλινό αεράκι. Έσβησε τη μηχανή. Άναψε τσιγάρο. Μια κυρία, μια κερδισμένη, ευφρόσυνη έκπληξη, (Θεέ μου, σαν τη Μαρούλα μου!) έβγαλε απ' τη σακούλα το κόκκινο φόρεμα, το ξεμέτρησε, στήθος, μπόι, το πήρε... Κοίταζε τα θεσπέσια πόδια της, που πήγαινε... Ο καπνός του τσιγάρου ανέβηκε όλος στα μάτια του.

Παναγία της μνήμης Μεγάλο ψυχοσάββατο. Δέχονται κόσμο σήμερα οι νεκροί. Κι ήρθα να σε συλλογιστώ μ' ένα κεράκι. Μου 'δίνες να κρατώ τεντωμένο κι όρθιο το μπαμπακένιο φιτίλι. Κι εσύ, παλινδρομώντας τις ζεστές παλάμες σου, σάρκωνες την κλωνιά λιανό μελισσοκέρι. Μυρίζανε τα χέρια σου κερί και τα φιλιά σου μέλι. Υπάρχουν πράγματα μεγάλα, μάνα, που μάτωσα να τ' αρνηθώ και να τα εγκαταλείψω. Της έλλειψής σου είμαι η μόνη βεβαιότητα. Δεν προσεύχομαι πια. Σε ένα μόνο πιστεύω, στο θαύμα της μνήμης. Τουτ' η φλογίτσα, τούτο το πικραμύγδαλο φως, είσ' εσύ, τρέμουσα, δακρυσμένη κι αβοήθητη. Θεοί πολλοί χάραξαν την καρδιά μου, την προσευχή μου, σταθερή κι ανέλπιδη, μόνο σε σένα, Παναγία της μνήμης μου.


Η πεταλούδα Γύρισε από το Νοσοκομείο. Τα τζάμια κόκκινα απ' το δειλινό. «Τώρα μόνο ο Θεός», είπε μυστικά ο γιατρός. Με το λευκό του πρόσωπο μίλησε και σ' εκείνη. «Όλα θα πάνε καλά. Να παίρνεις τα φάρμακά σου.» Κοίταξε γύρω. Τα πράγματά της, όλα στη θέση τους, ανάσαιναν ένα ζωογόνο, πλούσιο παρελθόν. Πήρε θάρρος. Χαμογέλασε σε όλα, σε όλους. Στο κομοδίνο τα φάρμακα, τα γυαλιά της, ένα βιβλίο με το σελιδοδείκτη στη σελίδα 87. Οι δικοί της πατούν ελαφρά, κρατούν το χαμόγελο. Το παράθυρο μισάνοιχτο - 13 Ιουλίου - σαν για να βγει μια πεταλούδα, που είχε μπει στο δωμάτιο κατά λάθος.

Η φωτογραφία Στο Νίκο Χαρόγιαννη Αναγνωρίζω την ελιά αριστερά στο μέτωπό σου. Τη βλέπω, όταν χτενίζομαι κάθε πρωί, να φύγω. Την παίρνω μαζί μου ως τη στάση του λεωφορείου, κι εκεί τη βυθίζουν τα θλιβερά νέα της εφημερίδας. Πατέρα, με κοιτάζεις με την ίδια προσήλωση – λήθη εσύ, α-λήθεια εγώ – αλλά σου είμαι άγνωστος. Εξήντα χρόνια πια απ' τον εμφύλιο. Τριάντα πέντε μεγαλύτερος σου. Τώρα ποιος πρέπει να 'ναι ένοχος που δε βοήθησε τον άλλο;

Δυο παιδιά ΘΑΝΑΣΑΚΗΣ Ρυάκι που ξεκίνησε να γίνει ποταμός, και τό 'πιαν ρίζες σκοτεινές,


αγρίμια κι ήμερα γελάδια, κι οι γεωργοί το καταξέσχισαν για τα ποτίσματα αυλάκια. Αχ, ήταν η θάλασσα μακρυά και το νερό ήταν λίγο. ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ Τι λες, παπά, πως ήταν χους στ' αδέρφια του και στους γονιούς; Τι λες και ψάλλεις ήταν γη ένα αγίνωτο παιδί; Και τι θα χάσει η Αγία Γραφή αν πεις: Χρυσό ητανε πουλί ήτανε φως, ανθός και νους και ντύθηκε τους ουρανούς; Ν' ακούσ' η μάνα η πικρή, φτερά στο φως να ονειρευτεί; Στον τόπο ... κι όταν απομακρύνθηκαν οι σκαλωσιές και φάνηκε αυστηρός ο Παντοκράτορας και γλυκύτατη η Πλατυτέρα, ο αγιογράφος τα μάτια τους ώρα πολλή ατένισε, και δάκρυσε κι είπε, ακουστά, «ευχαριστώ!» κι έκανε το σταυρό του. Κι εκεί, στο κέντρο της Παντάνασσας, πριν απ' τα θυρανοίξια, στον κύκλο με τον μαρμάρινο δικέφαλο, χόρεψε τη «νεκρώσιμη», στον τόπο, μόνο μ' ένα βιολάκι... Ώσπου το μαντιλάκι κόπηκε. Και οι άγιοί του κινηθήκανε στους ακίνητους τοίχους.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Μέσα στο αθάνατο παλτό του, με διαβασμένο πρόσφορο, λειψή φετούλα στο χαρτί κασέρι και με κρασί, που το 'λέγε παρηγοριά. Τούτος ο ταπεινός ψάλτης του αγίου Ελισαίου έβγαλε τόση ποίηση από μια παλάμη νησί, που έκανε το νησάκι ήπειρο· και τους απλούστατους ανθρώπους του στασίδια πανανθρώπινα, ν' ακουμπούνε «τα πάθια τους και τους καημούς»


οι λυπημένοι του κόσμου. Ο Αρχίλοχος Εγώ, ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο, δεν έγινα στρατιώτης για να γράψω το έπος των στρατηγών. Όλους αυτούς, τους τάχα ήρωες, θα τους περάσει ο λόγος μου από σαράντα κύματα. Κι άμποτε τα βρω σκούρα, ανένοχα θα πετάξω την ασπίδα μου και θα τρέξω να κρυφτώ στα σχίνα. Γιατί το μόνο που λογαριάζω δεν είναι να πεθάνω για την πατρίδα, αλλά να ζήσω με την Νεοβούλη μου. Και δεκάρα δεν δίνω αν με πουν ρίψασπι, ή αν οι Παριανοί με στήσουν άγαλμα και με χαρακτηρίσουν Όμηρο, τάχα, των Κυκλάδων. Εγώ το μόνο που δοξάζω είναι ο έρωτας της ζωής. Αν, παρά ταύτα, κάποιος ανάξιος Ναξιώτης με σκοτώσει, μαζί μου θα τον μνημονεύουν οι αιώνες: Ο άξεστος Κόρακας σκότωσε τον ποιητή Αρχίλοχο.

Ο στρατιώτης της Πίνδου «Για του Χριστού την πίστη την αγία...» ίσως και να 'μαι ήρωας. Στις μάχες πού να ξέρεις πόσους βρίσκουν οι σφαίρες σου. Ωστόσο, εγώ σκοτώθηκα το 1940 στην Πίνδο, από σφαίρα ήρωα, καθολικού, χριστιανού, ενώ μας οδηγούσε, άτρωτη, η Παναγία των Ορθοδόξων. Αυτά, με ματωμένο στόμα, είπε ο εικοσάχρονος έλλην στρατιώτης από την Άνω Βρονταριά, μπροστά στη μπάρα της θύρας εφτά τ' ουρανού, στους ιερούς δικαστές του Υψίστου, πριν τον καταχωρήσουν στους λαϊκούς ήρωες του σοσιαλισμού, ή στους πιστούς της βασιλευομένης δημοκρατίας. Ενώ καθισμένος σε μια πέτρα, κουρελής και χωρίς αιγίδα, χαμηλόβλεπε λοξά κι έσπαζε πλάκα ο άλλοτε κατάλληλος και νυν ανυπόληπτος κι έκπτωτος, νεφεληγερέτης Δίας.

«ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΟΝΕΙΡΩΝ» (Σχήμα 14Χ21, σελ.: 96, αντίτυπα 400, Εκδ.: Πάσσαρη 2010).


Ο Κώστας Καλαπανίδας γεννήθηκε στην Παλαιοκαρυά Τρικάλων το 1935. Υπηρέτησε στη Δημόσια Εκπαίδευση ως δάσκαλος, σχολικός σύμβουλος και σε ομάδες συγγραφής γλωσσικών βιβλίων στο πλαίσιο του Παιδ. Ινστιτούτου και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βραβεύτηκε δύο φορές από το Υπ. Παιδείας, δυο φορές από «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά» και με το Α' βραβείο από τη «Μακεδόνικη Καλλιτεχνική Εταιρία». Από τις Εκδόσεις «Άγκυρα» κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Πιστόλι στο μέλι». Από τις Εκδόσεις: «Πάσσαρη», (Θήρας 102 & Τραπεζούντος, Αργυρούπολη, Τ.Κ. 164 51, Τηλ.: 210-9965656, fax: 210-9958328, www.ekdoseispassari.gr, e-mail: info@ekdoseispassari.gr) κυκλοφόρησαν το 2010 τα «Χελιδόνια» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (με δική του επιμέλεια επανέκδοσης), το μυθιστόρημά του «Η αγάπη γράφεται με κιμωλία» και η 16η ποιητική συλλογή του «Απελάσεις ονείρων».

&

H ποιήτρια Μαρία Λογοθέτη

1950 – 2009 Γεννήθηκε το 1950 στον Πειραιά. Γιατρός, παθολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε στα κεντρικά του ΙΚΑ, σε όλες τις θέσεις. Επί σειρά ετών εργάστηκε ως ελεγκτής γιατρός και πρόεδρος των δευτεροβαθμίων επιτροπών εξωτερικού. Υπηρέτησε την Ιατρική σαν πραγματική λειτουργός και συνειδητή Χριστιανή. Το 1973 πρωτοστάτησε στην ομαδική έκδοση «ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ» με Ποίηση, Πεζό Λόγο και Ζωγραφική. Μαθήτρια του Γ΄ Θηλαίων Πειραιά είχε κερδίσει κατ’ επανάληψη το 1ο πανελλήνιο βραβείο έκθεσης. Έχει κερδίσει το 1ο βραβείο Ποίησης της Εταιρείας Ελλήνων Ιατρών Λογοτεχνών και επαίνους. Εξέδωσε 5 ποιητικές συλλογές, όλες εκτός εμπορίου, αναρτημένες στην ιστοσελίδα www.perialla.gr. Ποιήματά της φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και έχουν μελοποιηθεί από την Αθηνά Λάμπρου. Για 31 χρόνια ήταν ή σύντροφος και γυναίκα του Γιώργου Σερκεδάκη. Έφυγε Μάρτη του 2009, 58μισυ


χρόνων από ανακοπή, έχοντας αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια, αυτοπειθαρχία και αληθινό ηρωισμό, ένα λέμφωμα το 1993 και σκλήρυνση κατά πλάκας από το 2000. Μέχρι τελευταίας στιγμής λειτουργούσε στο ιατρείο της εισπράττοντας αγάπη και εκτίμηση από ασθενείς και συναδέλφους. Συχνά έλεγε: – Μ' αρέσει που με αγαπάνε... – Μου καίνε τα χέρια αυτά τα 50 ευρώ της γιαγιάς… Ποιήματά της παρουσιάστηκαν στα Αγγλικά από τα GREEK LETTERS, ετήσια και εκτός εμπορίου έκδοση, τόμος 2009 – 2010 της Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών.

Τα σπίτια μας Θα κτίσουμε τα σπίτια μας χωρίς παράθυρα και αυλές, να μη μας παρασύρει η βροχή και κοιτάμε, να μη μας παρασύρει η άνοιξη κι αναρωτιόμαστε.

Εκ των προτέρων Μια Κυριακή πρωί την ώρα που θ' απλώνεις στον ήλιο τα μουσκεμένα σου όνειρα, μια Κυριακή πρωί – να το θυμηθείς – ένα άγγισμα φύλου που έπεσε, ξαφνικά, θα βαρύνει στον ώμο σου.

Προειδοποίηση Αν εννοείς τη σκεβρωμένη πόρτα που οδηγεί στη νύχτα μου, απ’ αυτήν μακριά τα χέρια, μην τολμήσεις ν’ αγγίξεις το πόμολο, μην αποπειραθείς να γυρίσεις το κλειδί, μια καταιγίδα αιμάτινων αποκαλύψεων θα σε γεμίσει ρυτίδες.


Κατά τύχην Συμπτωματικές οι αντιφάσεις της ζωής μας, δεν μπορούν να σου διασαφηνίσουν καμιά επεξεργασία απ’ όσες παρανεβλήθησαν και καθόρισαν. Και οι ελπίδες και οι απελπισίες μας έτσι, κατά τύχην, ενέσκηπταν πάντοτε σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές τους και μετατόπιζαν συμπτωματικά τις συναρτήσεις μας, ως το περίγραμμα του κενού που ανέμιζε – σημαίες – τις κραυγές μας.

Χάσαμε Πίσω από αυτό το παράθυρο δεν έχουμε ούτε ένα κομμάτι σύννεφο εμείς που παίξαμε κορώνα – γράμματα και χάσαμε τον ουρανό που ‘ταν δικός μας.

Σιωπή Δεν έχουμε εμείς τα κλειδιά, δε μπορούμε να σας ανοίξουμε αυτή τη σιωπή, δεν ξέρουμε καν τι περιέχει. Κάπως αλλιώς Αν καταργούσες, λέω, Θεέ μου τις νύχτες, αν απέσυρες τους τρομαγμένους ίσκιους των δρόμων και τους στίχους που ζητάνε σώνει και καλά να καταγραφούν, αν τα διαμόρφωνες κάπως αλλιώς τέλος πάντων.....


Η άλλη πλευρά της ζωής Στη θέση μου κάθισαν βασιλιάδες έκπτωτοι και στρατηγοί πεσόντες σε καιρό ειρήνης. Τον όρκο μου τον απήγγειλαν παρενθέσεις και παρατατικοί, σημεία στίξεως χωρίς κανένα αντίκρισμα, τη φωνή μου τη ντύθηκαν δηλώσεις ανυπόγραφες, δεν έχω που να κλείσω το γόνυ. Στις τσέπες μου κρατώ τον ούριο άνεμο, δεν θα φυσήξει ποτέ, στα μαλλιά μου φυτρώσανε φύκια. Κάποτε ήθελα να σου μιλήσω για μένα, με πρόλαβε η άλλη πλευρά της ζωής, μην κοιτάς που δεν έχει νόημα πια. Εσύ να θυμάσαι πως η τελευταία πανσέληνος του περσινού καλοκαιριού, έσταξε το υστέρημά της στο φιλί που σου είχα ζητήσει και το στοίχειωσε.

Το πλήρωμα του χρόνου Κι ακόμα πιο ύστερα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάτι σαν μια νέα ευκαιρία εμπειρία διάδοχη παυσίπονη σε χορήγηση υπογλώσσια του ενός μιλιγκράμ. Και δεν παραλείπω βέβαια να σου πω ότι τα ενδιάμεσα στάδια είχαν εξελιχθεί ερήμην, θα ‘λεγα είκη και ως έτυχε αν εξαιρέσεις κάποιες ασήμαντες ανυπόγραφες αναιμικές στιγμές. Και τώρα που πέρασαν όλα και τώρα που πέρασες μια υποψία υπόλοιπου χωρίς καμιά αποσκευή


ισχυρίζεται, σου χρεώνω όσα κατά λάθος μείναν πίσω, μ’ έχουν ζαλίσει αυτά αυτά που κατά λάθος μείναν πίσω, ο μάντης Κάλχας σου έχει φυγαδεύσει τον ούριο άνεμο, ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσα να πλεύσω. Θα συναντηθούμε πάλι στην άκρη της μεσίστιας εποχής εσύ ν’ αραδιάζεις όψιμους προβληματισμούς κι εγώ να σκύβω το κεφάλι.

Άτιτλα -1. Μην ξεχνάς την πόρτα ανοιχτή, φαίνονται τα δάκρυα μας από το δρόμο όποιος περνάει σκύβει και κοιτά.

-2. Σε στοιχειοθετούν τούτοι οι ανέμελοι γλάροι, φορτώνονται τ’ όνομά σου και γράφουν κύκλους στο πέλαγο.

-3. Τώρα που τα χαμόγελα σου κρεμάστηκαν ακρωτηριασμένα στα γερασμένα χειμωνιάτικα κλαριά, Τώρα που σκόρπησες την έννοια σου στο θυμωμένο ορίζοντα, τα λιμάνια μου όλα φορτώθηκαν τα καράβια και τους φάρους τους και τις απανεμιές


κι έφυγαν. -4. Κι αν θέλεις να ξέρεις εγώ έσβησα το φεγγάρι, εγώ το παραμόνεψα χτες βράδυ στη γωνιά και το ‘σβησα.

-5. Όταν η βροχή ξεκινά απ’ την ομπρέλα μας, ακριβώς κάτω απ’ την ομπρέλα μας, τι θέτε να κάνουμε;

-6. Εγώ λέω αυτή την παρατεταμένη σιωπή σου την οφείλω, αυτό το λιωμένο φεγγάρι σου το 'χω δανειστεί καρφωμένο έτσι πάνω απ’ το παράθυρο που μου άνοιξες στο γκρεμό να σκύβω που και που να κοιτάζω.

Εναπομείναντες Πλέομε τώρα, λοιπόν, προς μια σιωπή δίσεχτη και οι οιωνοί μας παγίδες και τράφοι και δισταγμοί και αινίγματα τώρα που η ζωή σου ξέμπαρκη δανείζει τα ναύλα της σε ναυαγούς κι αγύρτες.


Στα μάτια σου Στα μάτια σου άνοιξα δυο μεγάλες τρύπες σε πανσέληνη ώρα και κοίταξα μέσα απ’ αυτές ένα ένα τους χωρισμούς μου να διεκδικούν αφιλοκερδώς μια ευκαιρία εκτός τόπου και χρόνου. Γιατί επέλεξα εσένα σαν ενδιάμεσο, γιατί πίσω απ’ τις ρυτίδες σου όλο το παιχνίδι, γιατί ο ζωδιακός ενέδωσε. Παραπυλαίος δειγματισμός εκτός συναγωνισμού, ανεμπόδιστος. Όμως, φαίνεται η απόπειρα ήταν δόκιμη, σταλακτίτες και ιριδίζοντα στοιχεία βρήκαν διέξοδο προς την πληγή, η πληγή επουλώθηκε. Το κλειδί της διεργασίας έπεσε σ’ ένα στρόβιλο σε μια αναίτια ώρα κι ούτε πια. Δεν δέχομαι την ευθύνη που μου προσάπτεις, εγώ απλώς είχα βγει ανάμεσα σε ληγμένες συσκευασίες εξοπλισμών και μάζευα ανέμους ένα για κάθε μέρα, ένα για κάθε εποχή, έτσι για να μη μου λείψουν έτσι για να γράψω κι απόψε πριν κοιμηθώ, ένα στίχο. Κι εμείς μείναμε Δεν ακούσαμε τις καμπάνες δεν τις περιμέναμε τόσο νωρίς. Κι εσύ αναστήθηκες, Κύριε, κι εμείς μείναμε στον παγωμένο δρόμο με σβηστό το κερί μας, με σβηστή τη χαρά μας, με Μεγάλη Παρασκευή.


Ο ποιητής Γιώργης Σερκεδάκης

Ο Γιώργος (Γιώργης) Σερκεδάκης γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Σίβα Ηρακλείου. Σπούδασε υπολογιστές. Δούλεψε, περίπου δυο χρόνια, σε σκληρές οικοδομικές δουλειές, σε μεταφορική και διαφημιστική εταιρεία. Από το 1975 – όλως τυχαία – μέχρι και το 2008 σταδιοδρόμησε και ξεχώρισε χωρίς να αφομοιωθεί, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των Δημοσίων Σχέσεων και του Μηχανολογικού Μάρκετιγκ, σε δύο Πολυεθνικές, κατασκευής ηλεκτρομηχανολογικών εξοπλισμών και συστημάτων παραγωγής, για τη μεσαία και βαριά βιομηχανία. Γράφει ποίηση από το 1970 και από το 1980 και δοκιμιακά κείμενα. Βασικός συντελεστής στην εβδομαδιαία εκπομπή «Τέχνη και Λόγος» στο ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ στη Θεσσαλονίκη – αρχές της δεκαετίας του 1980 – όπου παρουσίασε με τον φιλόλογο και συγγραφέα Στέργιο Βαγγλή, σημαντικούς εκπροσώπους της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Έχει συνεργαστεί με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και με επαρχιακές και αθηναϊκές εφημερίδες. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές – οι δύο εκτός εμπορίου. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και Αγγλικά και έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Σερκεδάκη. Τα πρώτα του ποιήματα παρουσιάστηκαν στα «Θρακικά Χρονικά» το 1974 και τα τελευταία στην εκτός εμπορίου πολύγλωσση ετήσια έκδοση 2009 – 2010 των GREEK LETTERS – Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία της Ένωσης Ελλήνων Μεταφραστών. Είχε την τύχη να γνωρίσει και να διδαχτεί από σημαντικούς ανθρώπους – πνευματικούς και μη – που τον τίμησαν με εμπιστοσύνη και φιλία ανεξαργύρωτη. Σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή του ήταν η γιατρός και ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ, ανεκτίμητη σύντροφος και γυναίκα του επί 31 χρόνια, που έχασε το Μάρτη του 2009, ύστερα από πολύχρονη ταλαιπωρία της. Παρουσιάστηκαν στα Αγγλικά από τα GREEK LETTERS, ετήσια και εκτός εμπορίου έκδοση – τόμος 2009 – 2010 της Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών.


& Μη μου μιλάς Για τους δρόμους, για τους δρόμους για τ' άσπρα τα περιστέρια και των αγγέλων τα φτερά μη μου λες κουρνιάσανε στη στέγη μου και σωπαίνουν φορώντας το κλάμα μου, ισκιώσανε τον ουρανό και δε βλέπω κλείσαν τους δρόμους και δεν καρτερώ. Μη μου μιλάς για την ελπίδα που χτίζει ο φόβος όταν με πνίγουν, οι τοίχοι μου.

Γιατί Φοβάμαι το κενό και τους άδειους δρόμους τη μοναξιά που αγαπώ φοβάμαι, τα χαμόγελα που μάθαν να χλομιάζουνε στο φως της λάμπας φοβάμαι, διαρκώς φοβάμαι κάποτε εμένα, κάποτε εσένα πίστεψέ με δεν έχω να σου κρύψω τίποτα δε θέλω να σου κρύψω κάτι δεν έχω – κι αν είχα, δε θα μπορούσα άλλωστε και το ξέρεις – είμαι ένας άνθρωπος που διαμαρτύρεται και το ξέρεις που απεχθάνεται το φόβο του τα ενδεχόμενά του που απεχθάνεται τα κάθε ενδεχόμενα φοβάμαι, πίστεψέ με κι αυτό το χέρι σου έγινε κρύο και κείνα τα παράπονα τα ανελέητα κι εκείνες οι ανθρώπινες ευαισθησίες που δεν έχουν συναίσθημα και αγάπη είναι σκληρές φοβάμαι και χάνομαι κι όταν ρωτάω γιατί, καταλαβαίνω καταλαβαίνω εμένα, εσένα καταλαβαίνω το φόβο σου κι όμως ρωτάω, ρωτάω πάντα σε ρωτάω γιατί.


Παραλήρημα Λες δεν πειράζει μια φορά λες δεν πειράζει δυο φορές κάποτε συνηθίζεις να λες δεν πειράζει είσαι ένας λυπημένος άνθρωπος που δεν μιλά και η ζωή σκυφτή μπρος στο μπαλκόνι σου και η σημαία σου γερμένη στο κοντάρι της αντίκρυ στο Βοριά οπού φυσά αποκομμένη και απρόθυμη – πέρα από την όποια της συνθηκολόγηση – αδύναμη και μόνη καθώς κοιτάς στον ουρανό το δρόμο της βροχής και του σύννεφου λες, δεν πειράζει την άλλη φορά θα γίνει άνοιξη και σκέφτεσαι αν θα προφτάσεις να τη δεις έτσι μέσα στην πρόφαση και μες στο δισταγμό δίνοντας ολοένα παρατάσεις – μπορεί και παραστάσεις κωμικές – ωστόσο, για σένα ήταν μια υπόθεση δύσκολη δεν ήταν πρόφαση σαν έμαθες, πως τίποτα πια δεν πειράζει ................................................... κι ακούς τους άλλους να σου λένε διάφορα και ύστερα και άλλους να τους λεν πως πάει ξεχάστηκε, τον πήρε ο καιρός και δεν πειράζει...

Αλλοίμονο Σπασμένες πόρτες, ραγισμένοι καθρέφτες. Είναι η απώλεια της φωνής του φόβου και του υπολογισμού είναι εκείνα τα χιλιόμετρα της εθνικής με τους νεκρούς στα ρείθρα να περιμένουν το γιατρό, ν’ αναγνωρίσει τον επιτέλους θάνατο. Με χειροπέδες τα απογέματα τελειώνουν και το πρωί πλένονται μ’ εφιάλτες και με δάκρυα ξανά.


Αλλοίμονο για αυτούς που ακόμη κρύβονται στα παραμύθια και ξεδιπλώνουν τη ζωή στις αποστάσεις και στα συντρίμμια τους.

Κοιμήσου Κουβαλώντας μια παρεξήγηση ο καθένας κατάσαρκα ντυμένος τη μοναξιά και τη μοίρα του γίναμε λογαριασμοί και ονόματα άδεια μαντάτα που δεν ταξιδεύουνε πια. Κοιμήσου κι αν το παράπονο που έχεις αγκαλιά ξυπνήσει, τίποτα μην του πεις. Κι αν πάλι πέθανε μην κλάψεις. Είναι τα χίλια πρόσωπα που έχεις είναι τα χίλια λόγια που μιλώ καθώς ο θάνατος είναι μια άμυνα μες στα σπασμένα λόγια και τα αμίλητα πράγματα. Κοιμήσου κι εγώ, θα φυλάξω τον ύπνο σου.

Κάποτε Κάποτε με δυο κουβέντες κάλπικες τελειώνεις τη ζωή σου και τη χάνεις. Ύστερα μαθαίνεις να μιλάς γι' αγαπημένα αστέρια που γίνανε στάχτη στις χούφτες σου. Στο τέλος εκεί που ψάχνεις για το γέλιο σου, χρωματισμένο στις φιγούρες του δρόμου συνηθίζεις να δέχεσαι το παιχνίδι των κρεμασμένων και συ.

&


Στην ίδια σειρά Στην ίδια σειρά αυτός που ακονίζει μαχαίρια κι αυτός που μετράει τ' αστέρια στην ίδια σειρά αυτός που σκοτώνει κι αυτός που πληρώνει, στην ίδια σειρά ένας σταυροκοπιέται ο άλλος καταριέται, ο ένας σε φιμώνει κι ο άλλος σε σταυρώνει και σου γελά. Ανάβουν οι σηματοδότες πειθαρχημένοι στρατιώτες μες στη σειρά, μέσα στ' αγιάζι κάποιος τρομάζει ο άλλος σαρκάζει , λες, δεν πειράζει στη ίδια σειρά, ένας παραπονιέται ο άλλος δε μιλιέται ο ένας είναι προδότης κι ο άλλος Δον Κιχώτης ο ένας με μαχαίρια κι ο άλλος με τ' αστέρια να τα μετρά.

Δεν είναι Δεν είναι η ζωή που μου έδωσες αλλά ο τρόπος να μετρώ τους ανθρώπους κατά τον τρόπο που τη μετρούν.

Όταν ένα παιδί Όταν ένα παιδί σου ζωγραφίζει ένα παράθυρο δεν ξέρεις προς τα πού βρίσκεται οι κόσμος. ... Και αν αυτό είναι η ζωή,


που να του πεις να κοιτάξει; Και αν αυτό δεν είναι η ζωή τι να του πεις;

Ξανά Να ξαναχτίσουμε τα ποιήματα είπαμε να ξαναγράψουμε τις εμπνεύσεις μας να καταγράψουμε ξανά τις περισυλλογές μας, για να συμπεριλάβουμε τις οπισθοβασίες και τις αναθεωρήσεις μας τις κλειδαμπαρωμένες μας δικαιολογίες τις αξιοπρεπείς ενοχές, την υποχρεωμένη μας ευπρέπεια. Να ξαναγράψουμε τα ποιήματα είπαμε και κατά που επιβάλλεται πλέον, να ενταφιαστούμε με αρετή και με σύνεση.

Σ’ ένα πακέτο τσιγάρα Στίχοι που γράφονται σ’ ένα πακέτο τσιγάρα λέξεις σπασμένες και σκληρές που δε σ’ αγγίζουν ούτε σε εμπιστεύονται σήμερα. Στίχοι που γράφονται μέσα σε κύβους σιωπηλούς σ’ επαναλήψεις και ακαθόριστα σχήματα στίχοι που χάθηκαν σαν τα καράβια όταν ταξίδευαν τη νοσταλγία και την εγκατάλειψή σου στη νύχτα και τώρα προχωρούν χωρίς πυξίδα ούτε λιμάνι κοντινό με τις συντεταγμένες της θλίψης σου. Στίχοι που γράφονται σ’ ένα πακέτο τσιγάρα οι στίχοι μου σήμερα.

Τόσες αθροίσεις Τόσες αθροίσεις


και ρημάξαν οι ελπίδες μας τόσες αθροίσεις κι έγινε ενδεχόμενο η ζωή μας τόσες αθροίσεις και σβήσαν οι προοπτικές που συντηρούσαν τα προσχήματα και τις προθέσεις μας τόσες αθροίσεις και τώρα στο μηδέν. Θε μου πώς να πιστέψουμε ότι η ζωή δεν είν’ αυτή που εχθρευόμαστε παρά εκείνη που εμείς καταντούμε Θε μου, πώς να πιστέψουμε ότι από το θάνατο που κουβαλούμε μέσα μας ζητούμε δανεικά. Προσωπογραφία Δεν είμαι εγώ είναι ένας άλλος που περπατάει στο δρόμο μου με ίδια βήματα βέβαια χειρονομίες, κινήσεις με ίδιες συνήθειες, αν θες. Ωστόσο είναι ένας άλλος αυτός μια άσκημη σύμπτωση που έρχεται από το χρόνο και τις πιθανότητες απρόσκλητα μ’ ένα μαχαίρι κοφτερό με ένα καθρέφτη ν ' αποτυπώσει πάνω του τη διάψευση και την αλήθεια μου ή την αλήθεια τ' αλλουνού που είναι ψέμα όσο κι αν την ακούς ή αν την ακουμπάς, και κείνη στέκει ακλόνητη και τραγική μοιραία με ανεξακρίβωτη ταυτότητα ψυχρή σ’ αυτό το πέρασμα των αντιθέσεων που πάλεψα να καταργήσω μια ζωή περιφρονώντας τα περίτεχνα χαμόγελα και τις κουβέντες της αγοράς . Δεν είμαι εγώ, είναι ένας άλλος. Αν τον προσέξεις θα δεις περπατάει σκυφτός


μιλάει κι ακροβατεί στα όνειρα σου εμπορεύεται το συναίσθημα και τον τρόμο σου πρόσεξέ τον εκείνος λέει ψέματα κατασκευάζει θανάτους κι αντιπαρέρχεται πρόσεξέ τον όταν επισημαίνεις αδιέξοδα όταν γυρεύεις ελπίδες εκείνος εισηγείται τη ζωή σου σε ελιγμούς. Μ' ένα πουκάμισο λεπτό έχει σκεπάσει την καρδιά του μην και χτυπήσει γιατί ντρέπεται μην ακουστεί και τρομάξεις – όσο κι αν είναι σίγουρος ότι δε χτύπησε ποτέ – πάντως φοβάται πρόσεξέ τον είναι αυτός που χάραξε το δρόμο του σε μια κλωστή που όλο κόβεται και όλο αρχίζει. Δεν είμαι εγώ είναι ένας άλλος αυτός που περπατάει στο δρόμο μου. Εγώ, έμαθα να μιλώ τη γλώσσα εκείνων που ορίζουν τη ζωή μέσα στο κλάμα και στο θάνατο και δεν πιστεύουνε ούτε ελπίζουν. Μην του φωνάξεις τ' όνομα μου και σ' ακούσει δε θέλω, μ' ακούς; Εκείνος που φωνάζει με κραυγές που σε τρελαίνουν ντυμένος το φονιά και τον επαίτη μαζί αυτός, ο δύστυχος ο καιροσκόπος, δεν είναι δυνατόν να είμαι εγώ. Είναι ένας άλλος αυτός που περπατάει στο δρόμο μου. Είναι ένα άλλος δεν είμαι εγώ.

Οι παλιάτσοι Παλιάτσοι που γυρνούμε και ξεχνούμε και λόγια δανεικά αναμασούμε σε ένα θέατρο σκιών


σκιές κι εμείς που δεν τις προσπερνούμε. Τη μοίρα μας ποτέ δεν κυβερνούμε στη λάσπη τη ζωή μας οδηγούμε παζάρι των ποικιλιών όπου τα όνειρά μας εκποιούμε. Χειροκροτούν κι εμείς χειροκροτούμε κι ανάλογα χαμόγελα φορούμε στο νόμο των συναλλαγών όπου ρημάζομε ξαναγυρνούμε. Τσάκισαν τα φτερά μας, δεν πετούμε νεκροί που για το θάνατο γερνούμε σε δήθεν λόγια αξιών αυτοσαρκάζομε κι ακροβατούμε. Παλιάτσοι που διψούμε που πεινούμε σε δρόμους μοναχούς σαν τριγυρνούμε αποκαΐδια των στιγμών που καίμε μέσα μας να ζεσταθούμε.

Ξόδεψα τη ζωή μου Ξόδεψα τη ζωή μου ακροβατώντας σ’ επάλληλα όνειρα σε προσμονές ακαθόριστες και μεταθέσεις διαρκείς ανοίγοντας παράθυρα διαρκώς μια προς το θάνατο και μια προς τον κόσμο. Ξόδεψα τη ζωή μου κατά τον τρόπο των ανθρώπων που διαμαρτύρονται κατά τον τρόπο των ανθρώπων που επιμένουν να περπατούν ζωντανοί, ιχνηλατώντας το καιρό με το αίμα τους μέσα από στίχους μοναχικούς και ιστορίες παγιδευμένες δίχως προοπτικές, συσχετισμούς και ανταλλάγματα, χωρίς κανόνες ακολουθώντας τους δρόμους της καρδιάς και της μοίρας τους. Ξόδεψα τη ζωή μου διαγράφοντας κύκλους που θα χωρούσανε τα παραμύθια μου μαζί τους για να ταξιδέψω


και να κρυφτώ. Δε βρέχει Δε βρέχει κι είναι παρατημένες οι σημαίες μας σε σκονισμένους δρόμους σε ξεβαμμένους ιστούς φορώντας τρομαγμένα όνειρα και άγονες διαμαρτυρίες εκτεθειμένες στην κούραση και στη θλίψη μας. Έξω από το παράθυρο πηγαινοέρχεται ο καιρός κρατώντας σ’ ένα κοντάρι τα ρούχα μας θρυμματισμένη εικόνα που μας βαραίνει τα μάτια. Δε βρέχει το νέφος γαντζωμένο στα παράθυρα και σ’ ένα αίσθημα πνιγμού που αργοσαλεύει στην πόλη αυτή που διαρκώς καταθέτουμε τη σιωπή και το θάνατο. Δε βρέχει και πως να ξεπλυθούν τα όνειρα που περιμένουνε, να ζωντανέψουν οι σημαίες μας, που περιμένουνε να ξαναγεννηθούν. Ανασαιμιές Όταν σε βρήκα, μετρούσες του λιόσπορου τα φύλλα. Μην τις μαδάς τις μαργαρίτες που αργοστάξαμε τις παιδικές στιγμές. Όταν με βρήκες στ’ απαλοκοίμισμα της κληματιάς ήμουν ανάγερτος στη φωτεινή τη δέσμη των ποικιλιών. Μην τους μαδάς τους κυματόφερτους αφρούς στα γλαρόπουλα. ...Σήμερα μας βρήκε ο ήλιος να συναρμολογούμε τα σπυριά του ροδιού που απόμεινε άντυτο, αγίνωτο. Δεν είπαμε τίποτα. Ο δρόμος σου πια, χωρίς μαργαρίτες ο δικός μου, δίχως αλόγατα. ...Μια χουφτιά ιδρώτας τι να προλάβει να σου πει, τι να προλάβει...


Σε δυο όψεις α. Αητέ που ξέχασες στο λιόγερμα τις φτερούγες πότε ο χρόνος της επιστροφής; β. Θαρθούνε μέρες που θα διαμαρτυρηθεί η σιωπή μας και θα νοιώσουμε ότι δεν είμαστε μονάχοι σε τούτο τον κόσμο. Περίμενε!

Της Μ α ρ ί α ς Νύχτα που σκεπάζεις τα πέλαγα που κουμαντάρεις και οδηγείς την αστραπή στη θάλασσα και στο τιμόνι του καραβοκύρη εκείνου οπού έμαθε να ζει τη μοίρα του πάνω στα κύματα και στον τρόμο νύχτα που νανουρίζεις προσδοκίες και καημούς ντυμένη με πεφτάστερα και με φεγγάρια νύχτα της αλύτρωτης λύπης, του φόβου και της εγκατάλειψης νύχτα δική μου και νύχτα της Μαρίας μου που έφυγε για σένα και τώρα αναπαύεται στα πόδια σου στη σκέψη μου και στην ψυχή μου μην την τρομάζεις, μην τη φοβίζεις σε παρακαλώ, προστάτεψε το κοριτσάκι μου από το ξεροβόρι κι από τη βροχή φώναξε τους αγγέλους σου, φώναξε την πανσέληνο και τα αστέρια γιατί τους είχαμε εμπιστευτεί όνειρα και ευχές και τώρα οφείλουν να γλυκάνουνε, τον πόνο και την πίκρα της για τόσα πράγματα που άδικα της στέρησαν ο ουρανός σου κι ο Θεός. Νύχτα των ανθρώπων οπού κοιμούνται ξάγρυπνοι για πάντα, χωρίς το φως τούτου του ήλιου κρατώντας συντροφιά σε ατελείωτα ποιήματα και αποσιωπητικά


νύχτα των υποσχεμένων ονείρων, νύχτα της Παναγίας μας και του Χριστού τούτου του κόσμου, του ψεύτη και του άδικου, που ασελγεί στη μοίρα της καρδιάς και της τύχης, ελέησον τη Μαρία μου που τώρα κείτεται στον ουρανό και στο χώμα παραδομένη στου Θεού τον καιρό. Δεκέμβρης 2009 στις 7

&

Τα «Νέα Σύνορα» και οι βιβλιοθήκες της χώρας μας: Τον Καλοκαίρι του 1985, τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, γυρίσαμε με δικό μας μέσο με τον ζωγράφο Χρήστο Ντάντα, πολλές πόλεις της χώρας μας και χαρίζαμε στις βιβλιοθήκες τους μια σειρά του περιοδικού μας – όσα μέχρι τότε είχαμε εκδώσει – από το 1ο τεύχος έως 79ο του περιοδικού μας και βιβλία δικά μας και φίλων μας. Οι βιβλιοθήκες που περάσαμε και οι πόλεις αναφέρονται στη συνέχεια. Τώρα παρακαλούμε τους βιβλιοθηκάριους των πόλεων που επισκεφτήκαμε να μας γράψουν («Νέα Σύνορα», Αγ. Αποστόλων 6. 113 62 Αθήνα), ή να μας τηλεφωνήσουν (2106435709, 210-8815275 και κιν.: 6974-868530), ποια ακριβώς περιοδικά μας και βιβλία μας έχουν, για να τους στείλουμε δωρεάν όσα τους λείπουν. Εμείς έως σήμερα έχουμε εκδώσει 102 τεύχη του περιοδικού μας και πολλά βιβλία. Αν υπάρχει φίλος σας ή αντιπρόσωπός σας στην Αθήνα, ας μας επισκεφτεί ενημερωμένος βέβαια και με κάποια εξουσιοδότηση, για να του παραδώσουμε όσα περιοδικά μας και βιβλία που σας λείπουν. Αν οι υπεύθυνοι των βιβλιοθηκών σας δεν διαβάσουν αυτό το δημοσίευμα, όποιος το διάβασε ας ειδοποιήσει τον βιβλιοθηκάριο της πόλης του ή οποιοδήποτε υπεύθυνο, Δήμαρχο, Αντιδήμαρχο ή όποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δήμου σας. Καλό θα κάνει στον τόπο του. Από τον παρακάτω κατάλογο βιβλιοθηκών ενώ βλέπουμε πως έχουμε καταθέσει βιβλία μας και σε χώρες του εξωτερικού, δεν έχουμε καταθέσει βιβλία μας και περιοδικά μας στα νησιά μας παρά σε δύο τρία: Στη Σάμο και στο Καρλόβασι Σάμου, που έχουν πλήρη σειρά του περιοδικού μας και των βιβλίων μας, στην Τήλο Δωδεκανήσου δύο τρία βιβλία μας και στο Ηράκλειο Κρήτης, τα δύο αφιερώματα που έχουμε τυπώσει για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ευκαιρία λοιπόν να αποκτήσουν και όλα τα νησιά μας δωρεάν βιβλία μας και περιοδικά μας, Γράφτε μας ή τηλεφωνήστε μας. Αποφεύγουμε τα E-mall για τους γνωστούς λόγους. Να τα αποφεύγεται και σεις, γιατί δεν τα ανοίγουμε, δεν τα διαβάζουμε.

Σε ποιες πόλεις μπορούν οι φίλοι μας να βρούνε το περιοδικό μας «Νέα Σύνορα»


και βιβλία των εκδόσεών μας: Δημοτική βιβλιοθήκη Αγρινίου Εθνική βιβλιοθήκη Αθήνα Δημόσια βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα Δημοτική βιβλιοθήκη Δήμου Αθηναίων Δημοτική βιβλιοθήκη Αιγίου Αγροτική βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας Δημοτική βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας Δημοτική βιβλιοθήκη Αλεξανδρούπολης Βιβλιοθήκη Αμαλιάδας Δημοτική βιβλιοθήκη Αμυνταίου Δημοτική βιβλιοθήκη Αντιρίου Βιβλιοθήκη Αράχοβας Δημοτική βιβλιοθήκη Λυγουριό Αργολίδος Βιβλιοθήκη «Ο Δαναός», Άργος Δημόσια βιβλιοθήκη Αρεοπόλεως Βιβλιοθήκη Άρτας Δημοτική βιβλιοθήκη Ασπροπύργου Πνευματικό Κέντρο Άστρους Δημόσια βιβλιοθήκη Βαθύ Σάμου Δημόσια βιβλιοθήκη Βέροιας Λαϊκή βιβλιοθήκη «Οι Τρεις Ιεράρχες», Βόλος Δημοτική βιβλιοθήκη Βόλου Εκκλησιαστική βιβλιοθήκη Βόλου Βιβλιοθήκη Γυμνασίου Καμ. Βούρλων Δημοτική βιβλιοθήκη Βραχατίου Δημόσια βιβλιοθήκη Δήμου Γιαννιτσών Βιβλιοθήκη Μαγουλιανά Γορτυνίας Βιβλιοθήκη Δεσκάτης - Γρεβενά Δημοτική βιβλιοθήκη Γυθείου Δημοτική βιβλιοθήκη Διστόμου Δημόσια βιβλιοθήκη Δράμας Σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», Έδεσσα Δημοτική βιβλιοθήκη Ελασσόνας Δημοτική βιβλιοθήκη Ελευσίνας Βιβλιοθήκη Ερμιόνης Παιδική βιβλιοθήκη Αλεξάνδρου, Ημαθία Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσπιέων Δημοτική βιβλιοθήκη Νέας Αβόρανης Θεσπιέων Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης


Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θήβας. Βιβλιοθήκη Ποντιακού Συλλόγου Ίασμου Ζωσιμαία εν Ηπείρω βιβλιοθήκη Ιωάννινα Δημοτική βιβλιοθήκη Καβάλας Δημόσια βιβλιοθήκη Ελευθερούπολης Καβάλας Λαϊκή βιβλιοθήκη Καλαμάτας Δημοτική βιβλιοθήκη Καλαμπάκας Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Αιγαίου, Καρλόβασι Δημοτική βιβλιοθήκη Καρλοβασίου Δημοτική βιβλιοθήκη Καστοριάς Δημοτική βιβλιοθήκη Κατερίνης Βιβλιοθήκη Δήμου Σικυώνος Κιάτου Δημοτική βιβλιοθήκη Κοζάνης Βιβλιοθήκη Κοινότητας Πεντάλοφος Κοζάνης Δημοτική βιβλιοθήκη Κομοτηνής Δημόσια βιβλιοθήκη Κόνιτσας Δημοτική βιβλιοθήκη Κορίνθου Βιβλιοθήκη Μητρόπολης Κορίνθου Δημοτική βιβλιοθήκη Κορώνης Δημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου Κρήτης Δημοτική βιβλιοθήκη Κύμης Δημόσια βιβλιοθήκη Λαμίας Δημόσια βιβλιοθήκη Λαρίσης Δημόσια βιβλιοθήκη Λειβαδιάς Λαϊκή βιβλιοθήκη Λεωνίδιο Δημοτική βιβλιοθήκη Λεωνιδίου Δημόσια βιβλιοθήκη Λουτρακίου Δημοτική βιβλιοθήκη Μεγαλόπολης Δημοτική βιβλιοθήκη Μεγάρων Δημοτική βιβλιοθήκη Μεσολογγίου Δημοτική βιβλιοθήκη Μεσσήνης Δημοτική βιβλιοθήκη Μεθώνης Μεσσηνία Δημοτική βιβλιοθήκη Μολάοι Δημοτική βιβλιοθήκη Νάουσα Δημόσια βιβλιοθήκη Ναυπάκτου Δημόσια βιβλιοθήκη Ναυπλίου Δημοτική βιβλιοθήκη Νέας Χαλκηδόνος Δημοτική βιβλιοθήκη Νεοχωρίου Δημόσια βιβλιοθήκη Ξάνθης Δημοτική βιβλιοθήκη Ορεστιάδας Δημοτική βιβλιοθήκη Πατρών Δημοτική βιβλιοθήκη Πεταλίδι


Βιβλιοθήκη Πρέβεζας Δημόσια βιβλιοθήκη Πύργου Ηλίας Δημόσια βιβλιοθήκη Σέρρες Δημοτική βιβλιοθήκη Σιάτιστα Δημοτική βιβλιοθήκη Σουφλίου Δημόσια βιβλιοθήκη Σπάρτης Δημοτική βιβλιοθήκη Τρικκαίων Δημόσια βιβλιοθήκη Τριπόλεως Βιβλιοθήκη ΔΕΠΑΦ Φέρρες Δημοτική βιβλιοθήκη Φιλιατρά Σύλλογος (βιβλιοθήκη) Φοινικούντας Δημόσια βιβλιοθήκη Χαλκίδας Biblioteca Nazionale Marciana, Venezia Biblioteka Kombetare, Tirane Stadt-Und Universitats-Bibliothek, Bern Ticino, Liceo cantonale Lugano 1 Stadtbucherei Konstanz Gemeinde Vaduz Verkehrspolizei

&

«Νέα Σύνορα» Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας «Νέα Σύνορα», τεύχος 110 Χρόνος 42ος Απρίλης - Ιούνης 2011 Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com neasynora@otenet.gr & neasynora@blogspot.com & www.neasynora.gr Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» (neasynora@otenet.gr). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» (babiniotis@t-online.de)


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.