Nea Synora. Samos

Page 1


Έργο του Ε. Μήλλα


Στέγη Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Εκδόσεις - Περιοδικό - Εφημερίδα

Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας. ΑΦΙΕΡΩΜΑ στη ΣΑΜΟ εκτός σειράς, Απρίλης 2011. Εκδότης - Διευθυντής: Δημ. Βαλασκαντζής Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.neasynora.gr & www.nea-synora.gr

&

Εν αρχή η οικογένεια: Ο παππούς, η γιαγιά, τα αδέρφια του πατέρα μου και οι αδερφές του. Στη μέση ο βενιαμίν: Το στερνοπαίδι, ο πατέρας μου, 5 χρονών.


ΣΑΜΟΣ SAMOS Αφιέρωμα στη γενέτειρα των γονιών μου Birthplace of my parents Η Ιστορία μέσα από φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής

Πρώτες Εικόνες Αυτά τα σκαλιά τα πρωτανέβηκα μόνος και βιαστικά στα 6 μου χρόνια. Πίσω στα είκοσι μέτρα με ακολουθούσαν η μητέρα μου και η αδερφή μου, που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη. Με ορμήνεψε η μητέρα μου τι να κάνω και μ’ έστειλε μπροστά. Όταν έσπρωξα την μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα στο σπίτι, είδα μπροστά μου μια «όρθια», απότομη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω όροφο. Δεξιά μου άδειο από άνθρωπο το δεμάτιο, αριστερά η κουζίνα με ευχάριστες μυρωδιές. Μπήκα στην


κουζίνα κι είδα τον παππού μου ξυπνητό, να αναπαύεται αναγερτός στο σκαλιστό παλιό καναπέ του. Τον πλησίασα του πήρα το χέρι και το φίλησα. – Ποιούνου είσαι, με ρώτησε κοιτώντας με στα μάτια, της Γεωργίας; – Ναι, της Γεωργίας, απάντησα. Παραξενεύτηκα που δεν με ρώτησε: Του Θοδωρή είσαι; Ήμουνα γιος του γιου του κι όταν με βάφτισαν με ονόμασαν Δημήτριο, όπως λέγανε και τον ίδιο τον παππού μου. Αλλά δεν το σχολίασα ποτέ μου. Στα ίδια σκαλιά με τα παιχνίδια μου πάνω κάτω ένα απόγευμα, περδούκλωσα τα πόδια μου και κουτρουβάλησα στα σκαλιά μ’ αποτέλεσμα ένα μεγάλο καρούμπαλο στο δεξιό μέρος του μετώπου μου. Κλάματα, φωνές, κακό. Έτρεξε ο παππούς μου, με σήκωσε, κάθισε στα σκαλοπάτια και με κράτησε στα γόνατά του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πεντόδραχμο μετάλλινο, μου τόδωσε και μου είπε οδηγώντας ήρεμα το χέρι μου με το δικό του, να βάλω την επιφάνεια του πεντόδραχμου που κρατούσα πάνω στο καρούμπαλο, πιέζοντάς το. Ένοιωσα κρύα την επιφάνεια του πεντάδραχμου στο κούτελό μου, μα λίγο - λίγο έφυγε ο πόνος και αργότερα και το καρούμπαλο. Απέναντι από την εξώπορτά μας ήταν ένα εγκαταλειμμένο ισόγειο οίκημα και στο μοναδικό σκαλοπάτι της εισόδου του, ήρθε ένα μεσημέρι και κάθισε μια γιαγιά που γυρνούσε τα σπίτια του Καρλοβάσου και ζητούσε ελεημοσύνη. Έβγαλε από την τσέπη της τα χαρτονομίσματα τα μέτρησε – ήταν αρκετά, δεν είχα ξαναδεί τόσα πολλά – και τ’ άφησε διπλωμένα δίπλα της στο σκαλοπάτι. Έβγαλε και τα κέρματα τα μέτρησε και τα ξανάβαλε στην τσέπη της. Και τότε σηκώθηκε να φύγει χωρίς να πάρει τα χαρτονομίσματα. Εγώ καθόμουνα στο τελευταίο σκαλί με τη μισάνοιχτη πόρτα στην πλάτη μου, και φώναξα στη γιαγιά: – Καλέ γιαγιά, τα λεφτά σου… Μ’ άκουσε ο παππούς από μέσα και βγήκε στην πόρτα, είδε τη γιαγιά είδε και τα χαρτονομίσματα και της είπε: – Πάρε και τα λεφτά σου Μερόπη, κι έλα και από δω. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και της έδωσε κάποια κέρματα. Όταν πέρασε από δίπλα μου ο παππούς μου για να μπει στο σπίτι, με κοίταξε στα μάτια και μου χαμογέλασε. Πάντα μας κοιτούσε στα μάτια. Κάποιες μέρες πηγαίναμε με τη μητέρα μας στο χωριό της τις Βαλιωντάτες, που είχε ο μεγάλος αδερφός της ο θείος Λευτέρης και η μητέρα μου μικρά αμπέλια. Τα πολλά αμπέλια τα είχε ο πατέρας της μητέρες μου, ο παππούς μου, ο Ιωάννης Ανάσης, ο κιουπς. Τον έλεγαν έτσι, γιατί μια μέρα που καθάριζε ένα μεγάλο κιούπι από μούστο – τόχε πλαγιάσει με την κοιλιά κι είχε χωθεί με τη μούρη μέσα, έπαθε ζαλάδα από τις αναθυμιάσεις και δεν μπορούσε να βγει, πανικόβλητος δε, άρχισε να φωνάζει: Βγάλτε με από το κιουπ, βγάλτε με από το κιουπ, για να τον ακούσουν οι συχωριανοί του, που τον τράβηξαν σκασμένοι στα γέλια από τα πόδια και τον έβγαλαν έξω: Αν κανείς τον φώναζε μετά με το παρατσούκλι που του κόλλησαν, φουρκιζόταν πολύ, γινότανε «Τούρκος»!.. Τα πρωινά τις Κυριακές, μας έπαιρνε εμένα και την αδερφή μου ο παππούς Βαλασκατζής, όσο είμαστε στο Καρλόβασι, και πηγαίναμε στην εκκλησία της Παναγίας που είναι δυο βήματα από το σπίτι του. Όταν τελείωνε η λειτουργία της εκκλησίας και βγαίναμε στο φαρδύ αυλόγυρό της, ο παππούς μας αγόραζε κουλούρια και κοιτούσε που θα πέσει η ματιά μας, σε ποιους μικροπωλητές που ήταν γεμάτος ο χώρος, για να ικανοποιήσει όποια μας επιθυμία. Εμείς αποφεύγαμε να κοιτάμε τους μικροπωλητές, μας το είπε η μητέρα μου, γιατί όποιον κοιτούσαμε μας πήγαινε σιμά του ο παππούς μας και μας αγόραζε απ’ την πραμάτεια του. Φορές όμως δεν μπορούσαμε να μην κοιτάμε…


Ήτανε ανοιχτοχέρης χωρίς να ζητάει από τους άλλους να κάνουν γι’ αυτόν το ίδιο. Θυμάμαι όταν μια μέρα πήγα από μόνος μου στο υποδηματοποιείο που είχε πλησίον στη σημερινή κεντρική πλατεία Βαλασκατζή, με έβαλε πάνω σε μια ψηλή καρέκλα και αφού μου έβγαλε τα παπούτσια που φορούσα, μου φόρεσε ένα καινούργιο πολύ όμορφο ζευγάρι. ‘Όσο έμεινα στο μαγαζί κι όταν έφυγα για να γυρίσω στο σπίτι του παππού μου, δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου από τα όμορφα καινούργια μου παπούτσια, και για να μη με βλέπει ο κόσμος και γελάει που πήγαινα έτσι σκυμμένος, πείρα ένα μονοπάτι που εκείνη τη στιγμή τόβλεπα λεωφόρο σημαιοστολισμένη εορταστικά κι εμένα να μην περπατάω παρά να πετάω, έχοντας στ’ αριστερά μου και πάνω τον κεντρικό δρόμο που πήγαινε παράλληλα με το μονοπάτι στο σπίτι του παππού μου και στα δεξιά μου έναν πελώριο λάκκο με μποστανικά. Η σημερινή πλατεία Βαλασκατζή τότε, ήταν ο τεράστιος λάκκος που αναφέρω πιο πάνω, είχε βάθος τρία και βάλε μέτρα και διαστάσεις περίπου 30Χ60 μέτρα ή εν πάση περιπτώσει όσο είναι σήμερα η παραπάνω πλατεία, στον οποίο λάκκο ο ιδιοκτήτης του καλλιεργούσε ζαρζαβατικά και τα διέθετε στην αγορά. Στην Παναγία ο παππούς μου είχε δικό του στασίδι και δεν το έπιανε κανείς άλλος ακόμα κι όταν ήταν άρρωστος και δεν πήγαινε στις λειτουργίες. Μου το έδειξε. Έσκυψε κοντά μου και μου είπε απαλά: – Όταν εγώ φύγω, να έρχεστε να κάθεστε εσύ ή ο μπαμπάς σου, κι εγώ θα σας βλέπω από ψηλά και θα χαίρομε. Λένε πως ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Όταν έγινα 17 χρονών ξαναπήγα στη Σάμο και στη λειτουργία της Παναγίας, μα δεν ζούσε πια. Το στασίδι ήταν άδειο κι όταν πήγα και κάθισα στη θέση του παππού μου, οι φίλοι του μεγάλης ηλικίας άνθρωποι, ήρθαν δακρυσμένοι και με χαιρέτησαν και με ρωτούσαν, αν ήξερα πως ήταν το στασίδι του παππού μου...

Δημήτριος Εμμ. Βαλασκατζής Τις Κυριακές το μεσημέρι και τις εορτές ο παππούς μου, καλούσε στο σπίτι του κι έτρωγε μαζί τους ένα «μισοπάλαβο» που τα παιδιά του Καρλοβάσου τον περνάνε στο κατόπιν και τον γιουχάρανε. Για τη μνήμη του παππού μου συνεχίστηκε και από την κόρες του και θείες μου Μελπομένη Βαλασκατζή και Δέσποινα Λέφα - Βαλασκαντζή το τραπέζωμά του. Νομίζω πως τούδιναν και χρήματα, γιατί τον έβλεπα να περνά ταχτικά στο σπίτι τους.


Η γιαγιά μου Αικατερίνη Δ. Βαλασκατζή πέθανε πολύ μεγάλη, πέρασε τα ενενήντα. Για χρόνια την περιποιούταν η κόρη της Μελπομένη. Δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί μόνη της. Είχανε κατεβάσει ένα ντιβάνι από τον πάνω όροφο που ήταν οι κρεβατοκάμαρες και όλη την ημέρα και τη νύχτα εκεί, να τη βολοδέρνουν οι αναμνήσεις των εφτά παιδιών της που τα τέσσερα είχαν βρει καταφύγιο σαν οικονομικοί μετανάστες στο Πίποντι της Μασαχουσέτης στην Αμερική. Αυτοί τους στήριζαν οικονομικά. Κρατούσε τις φωτογραφίες τους, τις φιλούσε κι έκλεγε. Όταν τη μάλωνε η κόρη της, είχε στα χείλη της το ίδιο παράπονο: – Μαρ’ συ, θα πεθάνω… Κι η θεία μου η Μέλπα είχε κι αυτή πάντα την ίδια απάντηση: – Όλοι μας θα πεθάνουμε…

Η Αικατερίνη Δ. Βαλασκατζή Η θεία μου η Μελπομένη ήταν δραστήριος άνθρωπος και πρόσεχε πολύ την καλή φήμη του ονόματός μας. Φρόντιζε να ψωνίσει, να μαγειρέψει, να συγυρίσει το σπίτι, να περιποιηθεί τη μητέρα της, και επειδή δεν υπήρχε τότε νερό μέσα στα σπίτια, κουβαλούσε πότε με κουβάδες, πότε με στάμνες, νερό από τη «νερομάνα» που ευτυχώς ήταν 20 βήματα μακριά από την πόρτα τους και γέμιζε το κιούπι της κουζίνας. Τότε, στα 17 μου, που ήμουν το Καλοκαίρι στη Σάμο, πήγα ένα απόγευμα να την επισκεφτώ, έμενα τότε με τη θεία μου Δέσποινα στο Μεσαίο Καρλόβασι, κι όταν την είδα μεγάλη γυναίκα να κουβαλάει ολόκληρη στάμνα γεμάτη νερό από τη «νερομάνα», έτρεξα να της πάρω τη στάμνα. Όταν το είδε η θεία μου μ’ απανέβηκε: – Όχι, όχι, ποιος είσαι; Εσύ είσαι Βαλασκατζής!.. Στα είκοσί της χρόνια η συχωρεμένη αδερφή μου, είχε κατεβεί στη Σάμο και έμενε με τη θεία Μελπομένη, στο Νέο Καρλόβασι. Πήγαινε καθημερινά στα ξαδέρφια μας, τις κόρες του θείου Εμμανουήλ Βαλασκατζή, που είχαν μεγάλη παρέα από νέους ανθρώπους. Στην παρέα αυτή ήταν κι ένας νέος καλής οικογένειας που καλόβλεπε την αδερφή μου. Η αδερφή μου δεν έδωσε σημασία στο φλερτ του νέου κι αυτό έγινε αιτία να φουντώσει το αίσθημά του, και που τον έχανες που τον εύρισκες τα άγρια μεσάνυχτα με τους φίλους του, να κάνει καντάδες κάτω από τα παράθυρα της θείας Μέλπας. Όταν είχε παραγίνει το «κακό», ένα βράδυ ανοίγει το παράθυρο η θεία Μέλπα και λέει στον ερωτοχτυπημένο νεαρό: – Μπας και λωλάθηκες Χ(αρίλαε), και μας κάνεις ρεζίλι στη γειτονιά;


«ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ EINAI ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ»

Τα Καρλοβάσια: Το Νέο – Το Μεσαίο – Το Παλιό – Το Λιμάνι. Μπροστά και κάτω η Κεντρική Πλατεία Βαλασκατζή, δαπάναις του θείου μου Βασίλη Βαλασκατζή, στη μνήμη του πατρός του. Η φωτογραφία από το παράθυρο του παραδοσιακού σπιτιού του παππού μου, που κρίθηκε διατηρητέο αιτήσει μου και που από το ‘91 μου ανήκει.

Ηλιοβασίλεμα στο Καρλόβασι, απ’ τη μικρή βεράντα μου.


Δύση στο Καρλόβασι, από το πάνω παράθυρο

Το πατρογονικό μας σπίτι


Το λιμάνι Καρλοβάσου

Στο βάθος το Καρλόβασι


Προς Ποτάμι, Καρλοβάσου

Επιστροφή στο Καρλόβασι από Λέκκα


Καρλόβασι προς Λέκκα

Στον καναπέ του παππού μου, παππούς κι εγώ πια. Όταν κατεβαίνω στη Σάμο, στο πατρογονικό μου, αργά το βράδι σηκώνομαι ασυναίσθητα απ’ το άνετο κρεβάτι και κατεβαίνω στο ισόγειο να ξαπλώσω στον καναπέ του παππού μου. Εκεί τον γνώρισα παιδάκι 6 χρονών. Κοντά του βρίσκω στα 82ο μου χρόνια, σιγουριά και ασφάλεια.




Το ποίημα: Εις Σάμον, του Ανδρέα Κάλβου, είναι φωτοτυπία από το πρώτο τεύχος του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα», που τύπωσα (στην πρώτη και δεύτερη σελίδα του), το 1969 στο Καρλόβασι της Σάμου. Ναι, πρωτοσέλιδο στη Δικτατορία και μάλιστα στην επαρχεία, από έναν νέο υπάλληλο του ΟΤΕ, που έπαιζε «απερίσκεφτα» κορώνα γράμματα τη σταδιοδρομία του, μην ακούγοντας τη φωνή της σωφροσύνης που του κραύγαζε: Ο σώσων εαυτόν σωθήτω. Υπάρχουν όμως και ξεροκέφαλοι Αντώνη Λιβάνη – όπως και σφετεριστές, αλλά και κάποιοι άλλοι που δοξολογούσαν τη Χούντα, και για ανταμοιβή σήμερα είναι στα πράγματα με θέσεις κι αξιώματα. Δεν έχω παράπονο όμως, κι εμένα η ευγνωμονούσα Πατρίς, μ’ αντάμειψε: Η αδέκαστη Δικαιοσύνη του τόπου μας, επέτρεψε εν μέσω Δημοκρατίας: σ’ εσένα Αντώνη Λιβάνη, στον Γ. Χαραλαμπόπουλο και στον Γ. Καψή, να σφετεριστείτε το σήμα του απαγορευμένου από τους Δικτάτορες περιοδικού μου «Νέα Σύνορα», κι αυτό για να φανείτε Αντιστασιακοί με ξένα κόλλυβα. Ένας παιδικός φίλος μου είπε: Ο πνευματικός κόσμος ξέρει την τίμια στάση σου στη Δικτατορία, ξέρει και τις τόσες υποσχέσεις


που σου έδωσε ο Λιβάνης για να σε καθησυχάσει, πως πράγματι θα απαγκιστρωθεί από το σήμα του περιοδικού σου, μα δεν το πραγματοποίησε, κι αυτό λέγετε: Προδοσία!.. Αυτός έβαλε δίπλα στο σήμα σου «Νέα Σύνορα» το Λιβάνης, βάλε κι εσύ δίπλα στο παράνομα του Λιβάνης Εφιάλτης ή Ιούδας. Άλλωστε μετά τις τόσες αποκαλύψεις σου εναντίον του, το όνομα Λιβάνης, θα μείνει στην Ιστορία συνώνυμο του Εφιάλτη και του Ιούδα. Να είσαι καλά φίλε.

Η ΣΑΜΟΣ ΜΑΣ… Ο ίδιος παιδικός φίλος μου είπε: Αν αγαπάτε τον τόπο σας, το νησί σας, τη Σάμο, τώρα που πλησιάζει το Καλοκαίρι, θα πρέπει όλοι σας να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα στους εμπρηστές. Όχι άλλη φωτιά στο όμορφο νησί σας. Μόλις δείτε ύποπτες κινήσεις κάποιου και αθώος να είναι, να ειδοποιείτε την αστυνομία – έστω και ανώνυμα. Αυτές οι παροτρύνσεις των φουσκωμένων καρεκλοκένταυρων: Πως δεν έγινε και τίποτα σοβαρό με τις πυρκαγιές, και πως σε 60 χρόνια θα είναι πάλι ίδια η Σάμος, ρίχνουν λάδι στις στημένες μηχανές των εμπρηστών και των πατρόνων τους. Κι αναρωτιόμαστε όλοι μ’ απογοήτευση: Δεν είναι σοβαρό γεγονός οι τόσοι εμπρησμοί, οι τόσες καμένες περιουσίες φτωχών ανθρώπων, οι τόσοι χωρίς κανένα λόγο θάνατοι; Ρημάχτηκε, ερημώθηκε μεγάλο μέρος, του όμορφου νησιού σας… Κάθε χρόνο, που βρίσκετε ένα απ’ τα δύο μεγάλα κόμματα στην εξουσία, κάποιοι πατρονάρουν κάποιους αδίστακτους πολιτικούς και η Σάμος καίγεται!.. Το ίδιο έγινε και πέρσι και κάθε πέρσι, μ’ αποτέλεσμα οι τουρίστες να μπαίνουν στο βαποράκι εγκαταλείποντας τη Σάμο, για να βρουν ησυχία στην «φιλόξενη» Τουρκία. Και μας λένε πως δεν έγινε τίποτα; Έχουν και στην Τουρκία όμορφες ακρογιαλιές και μάλιστα χωρίς ανάγκη για πυροσβεστικά αεροσκάφη, που κάνουν αυτόν τον δαιμονισμένο θόρυβο, που σε λιποψυχεί και σου χαλά τη διάθεση να μείνεις έστω λίγο ακόμα στην Ελλάδα, στη Σάμο. Φεύγουν το γρηγορότερο, γιατί με τέτοιες πρακτικές νοιώθουν οι άνθρωποι ανασφάλεια. Αν αγαπάτε το όμορφο νησί σας αυτό να κάνετε. Να βάλετε πρώτη έγνοια σας να μην υπάρξουν άλλοι εμπρησμοί – στο χέρι σας είναι, ώστε να κρατήσετε φέτος τους τουρίστες στο νησί σας, γιατί όσοι έρθουν και μείνουν ευχαριστημένοι, θα φέρουν του χρόνου και τους φίλους τους. ΤΙ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΙ ΤΙ ΧΑΣΑΜΕ

Από Βαλιωντάτες (Τ’ αηδόνια) άποψη


Από Βαλιωντάτες (Τ’ αηδόνια) άποψη

Βαλιωντάτες ή Τ’ αηδόνια


Βαλιωντάτες, άποψη

Από Βαλιωντάτες, ψηλά οι Μανωλάτες


Από Βαλιωντάτες, στο βάθος ο Άγιος Κωνσταντίνος

Η Άμπελος από την τοποθεσία «Κούκλος»


Η Άμπελος από την τοποθεσία «Κούκλος»

Οι Σπαθαραίοι


Η Σαμιωπούλα, στο βάθος η Ικαρία

Η ομορφιά του Καρβούνη


Περίπατος στον Καρβούνη

Περίπατος στον Καρβούνη


Στον Καρβούνη

Στον Καρβούνη


Στον Καρβούνη

Στον Καρβούνη


Πυθαγόρας ο Σάμιος

Το Πυθαγόρειο


Το Πυθαγόρειο

Το Λιμάνι Πυθαγορείου


Το Λιμάνι Πυθαγορείου

Προς Πυθαγόρειο από Βαθύ


Πυθαγόρειο, στο βουνό ο αναμεταδότης του ΟΤΕ

Προς Πυθαγόρειο από Σπαθαραίους


Η Σάμος

Παλιά ήταν ο Α/Τ Σάμου, Μπουρνιάς. Πίσω το βουνό είναι Τουρκία


Η Σάμος: Του Π. Αναστασιάδη

Ο Δημήτρης Βαλασκαντζής το 2005, κρατά το 97ο τεύχος του περιοδικού του «Νέα Σύνορα», που είναι αφιερωμένο στο Γιάννη Ρίτσο.


Έργο του Ε. Μήλλα


Έργα του ταλαντούχου ζωγράφου Χρήστου Ντάντα

Πάνω Βαθύ. Σάμος

Πάνω Βαθύ, Σάμος


Πάνω Βαθύ, Σάμος

Προς Πύργο


Από Πυθαγόρειο προς Πύργο

Το Ηραίον


Πάνω Κοκκάρι

Πλατανάκια, Αγ. Κωνσταντίνος


Πλατανάκια, Αγ. Κωνσταντίνος

Πλατανάκια, Αγ. Κωνσταντίνος


Ποτάμι, Καρλόβασι

Ο Άγιος Κωνσταντίνος


Στενό στο πάνω Βαθύ

Οικία Σούτου, Καρλόβασι


Πατρογονικό Βαλασκαντζή, Καρλόβασι

Πατρογονικό Βαλασκαντζή, Καρλόβασι


Έργο του Ε. Μήλλα


ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ του ζωγράφου ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΤΑΝΤΑ για τους εμπρησμούς των δασών μας ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Τιμητική για τον κ. Τηλαυγή Δημητρίου Πυθαγόρειο Ο ζωγράφος Χρήστος Ντάντας, απόφοιτος σχολής Καλών Τεχνών και Παιδαγωγικής Ακαδημίας, έχει την τιμή να σας προσκαλέσει στα εγκαίνια έκθεσης ζωγραφικών έργων του που θα εκτεθούν στην αίθουσα εκθέσεων του ξενοδοχείου Samaina Inn στο Καρλόβασι. Η έκθεση αυτή έχει θέση διαμαρτυρίας για τους εμπρησμούς των δασών μας, είτε είναι προϊόν σκοπιμότητας είτε απροσεξίας. Δίπλα στα μεγάλα τελάρα με καμένα τοπία και δάση του Καρβούνη, θα θαυμάσετε λάδια και ακουαρέλες από ομορφιές της Σάμου, που γλίτωσαν από την πύρινη λαίλαπα. Η παρουσία Σας θα είναι μεγάλη τιμή για τον ζωγράφο. Διάρκεια εκθέσεως από το Σάββατο 26 Ιουλίου 2003 έως την Τρίτη 5 Αυγούστου 2003. Οι εκδόσεις «Νέα Σύνορα»

Μετά τον εμπρησμό, λάδι, 1,40 X 1,40 m


Ας θαυμάσουν το αξιέπαινο έργο τους, λάδι, 1,40 X 1,40 m


Σε 60 χρόνια θα ξαναφυτρώσουν; Λάδι, 1,40 X 1,40 m


Καμένη η Σάμος από τα ίδια της τα παιδιά!!! Λάδι, 1,40 X 1,40 m



Ο Καρβούνης στα χέρια συμπατριωτών εμπρηστών

Ο Καρβούνης, ό,τι απόμεινε


Ο Καρβούνης καμένος

Ο Καρβούνης καμένος


Καρβούνης, τραγωδία Ι

Καρβούνης, τραγωδία ΙΙ


Καρβούνης, τραγωδία ΙΙΙ

Καρβούνης, τραγωδία ΙV


Καρβούνης, τραγωδία V

Καρβούνης, τραγωδία VI


Καρβούνης, τραγωδία VII

Καρβούνης, τραγωδία VIII


Το υπέροχο δάσος του Μπουρνιά δεν υπάρχει πια

Το δάσος δεν υπάρχει πια. Καμιά σχέση με τον Καρβούνη. Άλλος εμπρησμός


Το ωραίο δάσος του Μπουρνιά πάει

Τα κάτοπτρα, του Α/Τ Σάμου


Έργο του Ε. Μήλλα


Ο Γιάννης Ρίτσος στο Καρλόβασι της Σάμου Λίγο μετά που μετακόμισα στο σπίτι μου στο Μεσαίο, πήραν απόφαση οι στρατιωτικοί στην Αθήνα, να πάρουν τον Ρίτσο από τη Λέρο και να τον φέρουν στη Σάμο. Κι εκεί εξορία κι εδώ εξορία, θα είπαν. Έτσι θα γλίτωναν και τις πιέσεις από το εξωτερικό. Τόσα αξιόλογα επίσημα πρόσωπα τους ζητούσαν επίμονα να τον αφήσουν ελεύθερο. Θα σταματούσαν και οι διάφοροι ραδιοσταθμοί να μιλάνε νυχθημερόν γι' αυτόν: πως η υγεία του είναι κακή και πως κινδυνεύει η ζωή του, κι άλλα κι άλλα... Ήταν 29 Οκτωβρίου του 1968, όταν τον έφεραν στο Καρλόβασι. Πέρασαν δυο μέρες και μετά από μια «ιατρική» επίσκεψή μου, δέχτηκε να με δει, για λίγο. Με πέρασε από τη σάλα η γυναίκα του κατευθείαν στο δωμάτιο που εργαζόταν τις περισσότερες ώρες, αποφεύγοντας τον προθάλαμο του ιατρείου, για να μη δουν αυτοί που περίμεναν πως επισκέπτομαι το Ρίτσο. Η πρώτη και μοναδική ως εκείνη τη στιγμή συνάντησή μου με τον Ρίτσο, ήταν ένα καλοκαίρι, πριν την «Εθνοσωτήριο», που είχα κατεβεί στη Σάμο για διακοπές. Έκανε μπάνιο στη θάλασσα και πέρασα με τη βέσπα μου μαζί μ' ένα ντόπιο παιδί, που μου τον έδειξε. Δεν τον ήξερα, ούτε την ποίησή του! Η πρώτη γεύση από ποίηση Ρίτσου ήταν ο μελοποιημένος «Επιτάφιος» από τον Μίκη Θεοδωράκη που άκουγα στο τρανζίστορ μου. Πρέπει να ήταν το Φθινόπωρο του '60. Πριν λίγο καιρό είχα μετατεθεί από τον σταθμό της Όσσας στον σταθμό του Μεζούρλου της Λάρισας, μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα που είχα. Όταν κατέβηκα μάλιστα στην Αθήνα και πήγα σ' ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσω αυτήν του την πλακέτα, δεν θυμόμουν ούτε το όνομα του ποιητή ούτε τον τίτλο του ποιήματος! Βγήκα κι εγώ έξω, πήγα σ' ένα δισκάδικο, ζήτησα το δίσκο μ' εκείνα τα τραγούδια του Μπιθικώτση, σημείωσα το ονοματεπώνυμο του στιχουργού και τον τίτλο του ποιήματος, είπα ευχαριστώ κι έφυγα... Έχω τη συλλογή του αυτή ακόμα στη βιβλιοθήκη μου. Μου 'δειξε, λοιπόν, το παιδί τον Ρίτσο κι αμέσως γύρισα στο πατρογονικό σπίτι μας, στη θεία μου Μέλπα, εκεί που έμενα όποτε ερχόμουν μεγάλος στη Σάμο. Πήρα τις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές μου και πήγα και του τις χάρισα. Δεν τον ξαναείδα γιατί το απόγευμα της ίδιας μέρας έφυγα για την Αθήνα. Με θυμήθηκε! – Τι κάνετε κύριε Βαλασκαντζή, με ρώτησε και μου 'δωσε το χέρι. – Εγώ σας αφήνω να τα πείτε, είπε η Φαλίτσα κι έκλεισε την πόρτα με μεγάλη προσοχή, τόση, που μου 'κανε εντύπωση. Ο Ρίτσος καθόταν πίσω από ένα γραφείο κι έγραφε. Άφησε το γραφείο και κάθισε σε μία πολυθρόνα απέναντί μου. Εγώ κάθισα στον καναπέ. Όταν έφυγα ήταν αργά. Μ' είχε κρατήσει τέσσερις ολόκληρες ώρες! Είχα πάει στις έξι το απόγευμα και πλησίαζε δέκα. Η γυναίκα του, διακριτική, ήρθε δύο φορές. Την πρώτη μας έφερε καφέ και κουλουράκια, την άλλη να μας ρωτήσει αν θέλουμε τίποτα και να πάρει τα φλιτζάνια. Ήρθε κι έφυγε αθόρυβα, νόμιζες πως δεν πέρασε άνθρωπος παρά μια ανάλαφρη σκιά. – Δημήτρη, μου είπε ο Ρίτσος όταν έφευγα, σε περιμένω αύριο. Να μου φέρεις και το περιοδικό, που μου είπες πως βγάζεις. Όταν πήγα σπίτι μου, ήμουν ξαναμμένος. Ένα ξάναμμα ευχάριστο. Τόσες ώρες με τον Γιάννη Ρίτσο! Και να κάνω από λεπτότητα να φύγω και να μη μ' αφήνει. – Έχεις να πας κάπου, με ρωτούσε. – Όχι. – Τότε κάτσε.


Και πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα! Μα τι ήταν; Ίσα ίσα ένας χαιρετισμός. Ήμουνα σαστισμένος. Χαρούμενος στην αρχή, μετά λυπημένος. Τα βιβλία μου το 'ξερα, δεν λέγανε τίποτα... Αυτούς που μου γράφανε καλές κριτικές, άστους... Μου το 'χε πει κι ο Ρένος Αποστολίδης πριν ένα χρόνο, μα με κάποια διπλωματικότητα: – Άκου Δημήτρη. Πριν από καιρό ήρθε κάποιος σοβαρός άνθρωπος περασμένης ηλικίας και μου έφερε ένα μάτσο χειρόγραφα. Ήταν ποιήματα κι ήθελε να τα εκδώσει. Τα διάβασα κι όταν ξανάρθε του 'πα πως δεν τ' αξίζουν τόσο πάθος, τόσο πόνο, – δεν λεν τίποτα... Αυτό, τη δεύτερη φορά που πήγα σπίτι του και που θα 'πρεπε κάτι να μου πει για τα βιβλία μου που του είχα πάει την πρώτη φορά. Κατάλαβα... Τι μπέρδεμα! Έβγαλα όλα τα χαρτιά μου και τα ξεχώρισα. Από δω ένα σωρό αδημοσίευτα ποιήματα, από 'κει τέσσερις νουβέλες, τριακόσιες χειρόγραφες κόλες διαγωνισμού περίπου η κάθε μια, έτοιμες για τύπωμα. Το 'χα πει και στον Ρίτσο όταν με ρώτησε. – Πως, βέβαια, γράφω και πεζό λόγο... Έχω έτοιμες για τύπωμα τέσσερις νουβέλες... Κάποιος φίλος μου έχει ετοιμάσει και τα εξώφυλλα. – Τόσες πολλές, έκανε έκπληκτος. Και παρατήρησε με τακτ, πως πολλά πράγματα μαζί δεν μπορεί να τα κάνει κανείς: – Ή παπάς - παπάς, ή ζευγάς - ζευγάς, είπε παραστατικά και συνέχισε: Θα πρέπει να διαλέξεις ή ποιητής ή πεζογράφος. Η μία απ' τις τέσσερις νουβέλες: «Η τρελή του Κίσσαβου», εξιστορούσε τη μίζερη και στερημένη ζωή μιας οικογένειας κτηνοτρόφων - καλλιεργητών, που έζησα από πολύ κοντά τη βασανισμένη ζωή τους στο χωριό Σπηλιά, που βρίσκετε στην πλαγιά του Κίσσαβου, από τη μεριά του Συκουρίου και της Λάρισας. Το κύριο πρόσωπο ήταν μια μάνα. Είχε τέσσερα παιδιά κι έναν άξεστο σύζυγο γιδάρη που πίστευε και φορές το πραγματοποιούσε, πως πρέπει ο άνδρας να δέρνει μια φορά την ημέρα τη γυναίκα του, έστω κι αναίτια, για να μη σηκώνει κεφάλι. Η φτωχή αυτή μάνα είχε κάνει ένα καιρό σε ψυχιατρείο, αιτία φυσικά η μαύρη ζωή της που γινόταν κατάμαυρη από τον καταπιεστή σύζυγο. Εκείνο τον καιρό που κρατούσα σημειώσεις 1959 - 1960, η ηρωίδα μου φορές ζούσε σε μια ομίχλη, πορευόταν σ' ένα κενό. Τέτοιες ώρες ξεχνούσε τα πάντα, ακόμα και τα παιδιά της που υπεραγαπούσε. Μερικά χαπάκια, καταπραϋντικά, θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν, μα ούτε να το σκεφτεί τέτοιο έξοδο ο σατράπης σύζυγος. Τέτοια πολυτέλεια! Ένα τέτοιο κενό έμαθα πως την οδήγησε να πέσει σ' ένα βάραθρο, σ' ένα φοβερό γκρεμό, που βρίσκεται είκοσι μέτρα πίσω από το σπίτι τους. Χάσκει πελώριο, τεράστιο άνοιγμα, με απύθμενο βάθος. Εκείνο τον καιρό που ταξινομούσα τα χαρτιά μου ζούσε ακόμα. Γκρεμίστηκε πολύ αργότερα και πολύ πιο αργότερα έμαθα το τραγικό της τέλος. Η άλλη νουβέλα: «Το παιδί με το κόκκινο πουλόβερ», εξιστορούσε τη ζωή ενός εικοσάχρονου τσοπάνου απ' τη Σπηλιά κι αυτός, που παρασύρθηκε από την άκρη του δρόμου, από το χωματόδρομο πούνε στην άκρη της ασφάλτου, από ένα ανατρεπόμενο φορτηγό τη στιγμή που με βοηθούσε ν' αλλάξω το κλαταρισμένο λάστιχο μιας βέσπας. Σκυμμένος κι αυτός κι εγώ πάνω στον τροχό, πέρασε ο φορτηγατζής και θέλησε να παίξει μαζί μας, να μας τρομάξει, έτσι που είχαμε γυρισμένη την πλάτη στην άσφαλτο. Πήρε λίγο δεξιά το τιμόνι ώστε να περάσει όσο μπορούσε πιο κοντά μας – ξυστά, έτσι που ο θόρυβος απ' το διερχόμενο αυτοκίνητό του να μας κοψοχολιάσει. Δεν υπολόγισε όμως καλά, μπήκε πιο μέσα από όσο υπολόγιζε και μας πήρε σβάρνα. Το παιδί αφού χαροπάλεψε άγρια, πέθανε μετά δύο ώρες από ρήξη του σπλήνα. Τον είχε χτυπήσει η μπροστινή ρόδα κάτω από το δεξιό του χέρι έτσι όπως το είχε σηκωμένο και κρατούσε τη ρόδα (καθόμαστε κι οι δύο μας σκαμνάκι) και οι


ψευδοπλευρές πιεζόμενες βίαια κομμάτιασαν τη σπλήνα του και πέθανε από ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία. Εμένα μ' άφησε σακάτη σπάζοντας το αριστερό μου χέρι και πόδι. Δεν μπορώ όμως να διώξω τον πειρασμό και να μη σας πω, πως το πρωί της ημέρας εκείνης: 25-5-1960, που κατέβαινα με την ίδια βέσπα από τη Σπηλιά στο Συκούρι, ότι είχα μια προειδοποίηση! Είχα πάρει απ' τη Σπηλιά κι ένα χωρικό που πήγαινε για δουλειές του στη Λάρισα. Στη μέση της διαδρομής μας έκοψε το δρόμο ένας λαγός. Ο χωρικός τότε γυρίζει και μου λέει: – Κάτι κακό θα σου συμβεί σήμερα, κύριε Δημήτρη. – Έλα τώρα, του λέω, γιατί; – Σου έκοψε το δρόμο πρωί πρωί λαγός... Η τρίτη νουβέλα: Ο «Μαγκουφίας», μιλούσε για τη ζωή ενός παιδικού μου φίλου – Αρβανίτη στην καταγωγή – από τον Αυλώνα Αττικής. Μαγκουφίας στ' Αρβανίτικα νομίζω πως σημαίνει μαγκούφης κι απ' αυτή τη σκοπιά σαν κύριο μοτίβο εξελίσσετο ο μύθος. Ο παππούς του δεκαοχτάχρονος, ένα ωραιότατο παλικάρι, ζούσε σ’ ένα χωριό της Βόρειας Ηπείρου και για τα μάτια μιας συγχωριανής του πιάστηκε στα χέρια μ’ έναν αστυνομικό. Τον χτύπησε άσχημα κι επειδή δεν τον χώραγε πια ο τόπος πέρασε στην Ελλάδα. Βρήκε διέξοδο στο Άγιο Όρος, αλλά δεν άντεχε να τον πηδάνε ο ένας καλόγερος μετά τον άλλο κι έτσι το 'σκασε και γύρισε πίσω στον κόσμο και άλλα πολλά. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε όταν η μάνα του πέθανε, μια Μπουλιέρισα από την ορεινή Ναυπακτία. Και ξετυλιγόταν ο μύθος, πώς έζησε τα μικρά της χρόνια, πώς όταν μεγάλωσε. Ο πατέρας του, άλλη στάση, άλλη θέση. Ο «Μαγκουφίας» να βρίσκει μπροστά του συνεχώς τα κατορθώματα του γέρου του. Στο στρατό να τον κοιτάνε ύποπτα, που ήταν γιος κομουνιστή κι άλλα κι άλλα. Η τέταρτη νουβέλα με τίτλο: «Η υπομονή βασίλεψε», διεκτραγωδούσε την οδύσσεια μιας μικρής κοπέλας, που κατάφερε να επιζήσει της Μικρασιατικής καταστροφής και να φτάσει στην Ελλάδα με το φόρεμα μόνο που φορούσε. Παντρεύτηκε κι έζησε για να δει το θάνατο του άντρα της και το γάμο τής μοναδική τους κόρης. Από το γάμο αυτό βγήκε ένα αγόρι, η μόνη και απέραντη αγάπη της γιαγιάς. Τον γαμπρό της τον κρεμάνε επί κατοχής οι Γερμανοί γιατί ήταν σύνδεσμος του ΕΛΑΣ με τους αντάρτες κι η κόρη της ξαναπαντρεύεται με προξενιό ένα ψαρά από την Αγχίαλο. Κάνουν δύο παιδιά μα η καρδιά της γιαγιάς στο πρώτο παιδί, που κακό που ‘παθε η έρμη, βγήκε κάπως ζωηρό. Έλεγε λοιπόν, για να δικαιολογήσει την αγάπη της προς τον μεγάλο: – Ήταν μια φορά κι ένα καιρό μια κοπέλα που δεν έκανε παιδιά. Παρακάλεσε τότε το Θεό να τις δώσει ένα παιδί κι ας ήτανε και φίδι. Τη λυπήθηκε ο Θεός και γέννησε ένα φίδι. Αλλά φίδι ήταν αυτό, σηκώθηκε και πήγε στο αντικρινό βουνό. Έμεινε πάλι μόνη μα δεν παραπονιόταν. Ώρες αγνάντευε το βουνό. Ήξερε πως ήταν εκεί. Μόνο όταν έβλεπε να πιάνει φωτιά το βουνό, έβγαινε έξω όλο ανησυχία και ρωτούσε όποιον συναντούσε στο δρόμο, δείχνοντας το βουνό: – Δεν μου λες πατριώτη, καίγονται και τα φίδια; Ξεφύλλιζα και διάβαζα, ξεφύλλιζα και διάβαζα. Άρχισα ν' ακούω θορύβους έξω. Όταν γύρισα να δω στο παράθυρο, είχε φέξει. Κοίταξα τον όγκο των χιλίων τόσων σελίδων που αποτελούσαν οι τέσσερις νουβέλες κι αποθαρρύνθηκα. Η κάθε νουβέλα είχε γραφτεί και κοιταχτεί τουλάχιστον πέντε φορές για να καταλήξει εκεί που ήταν σήμερα. Τόσος κόπος πεταμένος. Τόσος χρόνος σπαταλημένος. Κι οι άνθρωποι αυτοί, που τους βασάνιζα με τις ώρες, να μου πουν αυτό, να μου διηγηθούν το άλλο. Και να 'χω και τις απορίες μου, τις αντιρρήσεις μου! Φορές να ωρύομαι πως δεν είναι πιστευτά αυτά που μου λένε. Να διαπληκτίζομαι! – Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, μονολόγησα κι άρχισα να σχίζω.


Μέσα σε λίγη ώρα οι χίλιες τόσες κόλλες διαγωνισμού ήταν χαρτοπόλεμος. Πόσες ώρες πολύμοχθης εργασίας πήγαν χαμένες! Σήμερα σκέφτομαι πως μπορούσα να αφήσω γι' αργότερα το σχίσιμο, όταν θα στηριζόμουνα στα δικά μου πόδια, όταν δεν θα είχα ανάγκη από δανικά δεκανίκια... Μήπως με είχαν πάρει τα χρόνια, τριάντα οχτώ χρόνων ήμουνα τότε. Μη νομίσετε πως παραπονιέμαι, απλώς θυμάμαι. Έβαλα σε νάιλον σακουλές τις σκισμένες κόλλες και κατέβηκα στο πλυσταριό. Άδειασα το περιεχόμενό τους κάτω από το καζανάκι που ζεσταίναμε νερό για τη μπουγάδα, γέμισα το καζανάκι με νερό κι έβαλα φωτιά. Ύστερα πήγα για ύπνο... Ήταν περασμένο μεσημέρι όταν ξύπνησα. Αισθανόμουν άνετα. Το επί πλέον βάρος των χαρτιών μου ήταν στάχτη. Τώρα μόνο ποίηση! Πρώτα να διαβάσω όσους ποιητές μου λείπανε και μετά στρώσιμο στο γράψιμο. Καθόμουν ξαπλωμένος με ανασηκωμένα τα μαξιλάρια στην πλάτη μου και σχεδίαζα. Ήταν αναμφίβολα μεγάλη τύχη να γνωριστώ με τον Γιάννη Ρίτσο. Πόσα αποθησαύρισα μέσα σε τέσσερις ώρες! Μα και πόσο άνετα αισθανόμουν μαζί του. Φτάσανε αυτές οι λίγες ώρες για να μην έχω ξέχωρα δικά μου μυστικά. Και με πόση ευχαρίστηση τον άκουσα όταν χωρίζαμε να με λέει: Δημήτρη. Αυτό το κύριε Βαλασκαντζή που είπε όταν μπήκα, ε... με κούμπωσε. Τώρα όμως, Δημήτρη. Είναι φίλος μου! – Είμαι φίλος του Γιάννη Ρίτσου, μισοφώναξα και πετάχτηκα από το κρεβάτι. Σε λίγη ώρα είχα κάνει την τουαλέτα μου και ξανάπιασα τα χαρτιά μου. Ξεχώρισα καμιά δεκαριά ποιήματα και τα καθαρόγραψα σε ένα εκατοντάφυλλο σπιράλ τετράδιο. Έψαξα και βρήκα από ένα, όσα βιβλία μου είχα τυπώσει μέχρι εκείνη την ώρα. Πήρα μία κόλλα περιτυλίγματος, την άπλωσα στο τραπέζι, έβαλα πάνω το τετράδιο με τα ποιήματα, τις ποιητικές μου συλλογές και τελευταίο το πρώτο τεύχος του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα», τα πακετάρισα προσεχτικά. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκα πως είχα «Το τραγούδι της αδελφής μου» του Ρίτσου και το 'βαλα κι αυτό μαζί. Θα τα πήγαινα το βράδυ στο Ρίτσο. Όταν μπήκα έκλεισε τα πατζούρια για να μη βλέπουν αυτοί που περνούσαν απ' έξω, ποιοί είναι μέσα. Μου είπε: – Όταν έρχεσαι να μου χτυπάς το παράθυρο για να μην ενοχλούμε τη γυναίκα μου. Θα σου ανοίγω εγώ. Έτσι κάναμε. Χτυπούσα το παράθυρό του τρεις φορές, έβγαινε από το γραφείο του στο χολ κι αν ήταν νύχτα έσβηνε τα φώτα και στο χολ και το εξωτερικό της πόρτας, μου άνοιγε κι όταν έμπαινα τα ξανάναβε, ώστε να μη φαίνεται ποιος μου ανοίγει. Όταν έφευγα το ίδιο. – Γιάννη, σου έφερα του είπα, ό,τι μου ζήτησες. Τις έξι ποιητικές μου συλλογές, το πρώτο τεύχος του περιοδικού μου, δέκα νέα ποιήματά μου και το δικό σου: «Το τραγούδι της αδερφής μου». Το βρήκα και τ' αγόρασα από ένα καροτσάκι στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Τα πήρε και τ' άφησε στο γραφείο του, δίπλα από τα γραφτά του. – Θα τα δω απόψε και θα σου πω αύριο, μου είπε. Θα 'ρθεις, δεν θα 'ρθεις; – Θα 'ρθω. Μεθαύριο ανεβαίνω στο σταθμό. Έμεινα άλλες τέσσερις ώρες! Αλλά και τις επόμενες ημέρες, όποτε δεν ήμουνα στη δουλειά μου, επί τρεις μήνες εκτός μιας μικρής διακοπής, που πήγε για ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα, καθόμασταν και συζητούσαμε επί ώρες, ακούραστα. Φορές που έβγαινε έξω, να κάνει τη συνηθισμένη βραδινή του βόλτα, τον συναντούσα και καθόμαστε μαζί στη γνωστή θέση που συνήθιζε στην παραλία, εκεί που έφτιαξε το «θρόνο» του η Φαλίτσα. Όταν δε πέρναγε κανένα μηχανάκι ή κάποιο αυτοκίνητο, από εκείνα που μας


παρακολουθούσαν κι εκείνον κι εμένα, έσκυβα και μ' έκρυβε στην ποδιά του, βάζοντας τα χέρια του πάνω μου για να μη με φωτίσουν οι προβολείς τους και δουν ότι είναι και άλλο άτομο παρέα του, αλλά και ποιός είμαι. Μια βραδιά, ήταν έντεκα - δώδεκα η ώρα, τον πήγα σπίτι μου. Τον πέρασα από την κατασκότεινη χωμάτινη σούδα που συνόρευε με την πίσω μεριά του σπιτιού μου και μπήκαμε στην αυλή μου από τη μικρή ξύλινη πορτίτσα που 'βλεπε στη σούδα. Κρατιότανε σφιχτά από το χέρι μου σκοντάφτοντας συνεχώς, δεν ήξερε τον τόπο. Αλλά κι εγώ που τον ήξερα, κόντευα σε μια στιγμή να τσακιστώ, μα συγκρατήθηκα απ' το σφικτά δεμένο χέρι του Ρίτσου στο δικό μου. Καθίσαμε λίγο στο γραφείο μου, η μητέρα μου κοιμόταν και μετά φύγαμε από τον ίδιο σκοτεινό δρομάκο. Στις συναντήσεις μας εκείνες τι δεν είπαμε. Δε μιλούσαμε κατ’ ανάγκη για την πολιτική άσχημη κατάσταση μόνο, που δεν έλλειψε κι αυτή απ' τις συζητήσεις μας, αλλά για ποίηση, για ποιητές, για πεζογραφία, για θέατρο, για ζωγραφική, για τη Μυθολογία του Ρισπέν, για τον Μενέλαο Λουντέμη ονομαστικά, τον Ρένο Αποστολίδη και για χρώματα. Για άλλους ακόμα Έλληνες συγγραφείς και ξένους, για καλά βιβλία, για κακά βιβλία, για μεταφράσεις στα Ελληνικά και από τα Ελληνικά, για βιβλιοδεσία, κι άλλα, κι άλλα. Δεν αφήσαμε θέμα που να μην το εξαντλήσουμε κι άλλα που γνώριζε λιγότερο, να τα αγγίξουμε, να τα ψηλαφίσουμε. Φορές μου έπαιζε πιάνο και μία φορά μου έκαναν με τη γυναίκα του το τραπέζι. Κάποια άλλη φορά του έφτιαξα το ραδιόφωνο που είχε κάποια βλάβη, για να μπορεί ν' ακούει το Λονδίνο και τη Ντόυτσε-βέλε. Εκείνη τη βραδιά ακούσαμε μαζί τις ειδήσεις. Οι συναντήσεις μας άρχιζαν συνήθως στις πέντε το απόγευμα και τελείωναν λίγο πριν τις 9, που άρχιζαν οι εκπομπές των ξένων ραδιοφωνικών σταθμών στα Ελληνικά. Κάθε βράδυ κάτι είχαν για το Ρίτσο. Μου έδειξε και πώς ζωγράφιζε, πώς έφτιαχνε τις μονοτυπίες του, πώς εκμεταλλευόταν εικαστικά τις προεξοχές στις πέτρες, στα καλάμια και με παρότρυνε ν' αγοράσω πινέλα, διαλυτικά, χρώματα, και να δοκιμάσω να ζωγραφίσω κι εγώ σπίτι μου. Όταν καθίσαμε του είπα πως έσκισα κι έκαψα τις τέσσερις νουβέλες και μου είπε: – Καλά έκανες. Σ' αυτά τα πράγματα χρειάζεται σοβαρότητα, Δημήτρη. – Ναι μα πίστευα πως το βιβλίο αυτό για το άτυχο παιδί, εννοώντας τον τσοπάνο, θα ήταν ένας φόρος τιμής, μια διαμαρτυρία για τον άδικο θάνατό του. – Γράψε ένα ποιητικό βιβλίο, μου είπε απλά. Όταν κάποια στιγμή αναφέρθηκα στην ποιήτρια της Θεσσαλονίκης Χρυσάνθη Ζιτσαία και στον ποιητή Θανάση Παπαθανασόπουλο που εκείνες τις ημέρες είχα λάβει συνεργασία τους για το περιοδικό μου, είπε σοβαρά: Δεν τους γνωρίζω. Όταν του έδειξα ποιητικά βιβλία τους που είχα μαζί μου και του διάβασα κάποιους στίχους τους που μου άρεσαν, μου είπε: Δεν είναι για πέταμα οι άνθρωποι. Μετά λίγο ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και ξεφυλλίζαμε μαζί τις ποιητικές τους συλλογές, σχολιάζοντας το ποιήματά τους που μου άρεσαν και που τα είχα σημειώσει με κόκκινο μαρκαδόρο. Σε μια στιγμή μου λέει: – Το ποίημα αυτό του Παπαθανασόπουλου είναι ωραίο, δεν το ‘χεις σημειώσει. Στη συνέχεια βρήκε κι άλλα και του Παπαθανασόπουλου και της Χρυσάνθης Ζιτσαίας, που ενώ μου άρεσαν δεν τα είχα τσεκάρει. Τον άκουσα τότε να μου μιλάει για το δέσιμο του στίχου που είχαν, την εσωτερική συνίζηση, τον απαλό – μη ενοχλητικό σαρκασμό και συνέχισε να μιλάει για την ποίησή τους σαν να τους γνώριζε καλά, ιδίως τη Χρυσάνθη Ζιτσαία. Του είπα έκπληκτος: – Μα μου είπες Γιάννη, πως δεν τους γνωρίζεις. Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε: – Μου στέλνουν τα βιβλία τους, είπε.


Την επομένη που πήγα, είδα έναν αγνώριστο Ρίτσο. Ήταν θυμωμένος και σχεδόν μου φώναζε. Το περιοδικό μου ήταν γι' αυτόν, το λιγότερο απαράδεκτο! – Σου είπα πουλάκι μου, πως αυτά τα πράγματα χρειάζονται σοβαρότητα... Μου είπε κι άλλα: για τη βάση και τη θέση του ανθρώπου, το ειδικό βάρος και την ικανότητά του. – Μ' αυτά τα πράγματα δεν παίζουν Δημήτρη. Κοίτα ο Όμηρος, μας μιλάει από δύο χιλιάδες χρόνια κι ακούγεται σαν να είναι σημερινός. Πόσο δίκιο είχε! Στα κείμενα του περιοδικού δεν είχαν κρατηθεί ούτε οι στοιχειώδεις κανόνες της τυπογραφίας. Ποιες βαρείες, ποιες οξείες, χαμός! Τό 'χω πει ξανά, δεν έφταναν τα στοιχεία και δεν είχα τρόπο, δεν μου ήταν εύκολο ν' ανεβώ στην Αθήνα και να το τυπώσω εκεί... Του το 'πα και ηρέμησε. – Άκου τώρα, είπε: Οι ποιητικές σου συλλογές «Φτερουγίσματα», «Κραυγές στον Κίσσαβο» και «Δώδεκα σονέτα», δεν διαβάζονται. Απ' τη «Μόνη διέξοδο» και τις «Περιπτώσεις», ξεχώρισα αυτά τα ποιήματα και μου τα ‘δειξε. Σε μερικά έχω βάλει το χέρι μου. Από τα «Θεσσαλικά», πήρα μόνον ένα ποίημα. Τώρα μπορείς αν θέλεις, αυτά τα ποιήματα που σου ξεχώρισα να τα τυπώσεις σε μια συλλογή. – Με τι τίτλο, ρώτησα κι ένιωθα ν' ανασηκώνομαι. – «Ποιήματα», είναι ωραίος και σοβαρός τίτλος. Φυσικά θα προσέξεις με τι στοιχεία θα στοιχειοθετηθεί το βιβλίο. Τα απλά των 10 είναι νομίζω ό,τι καλύτερο. Το σχήμα του, όγδοο. Το εξώφυλλο με μεγάλα αυτιά να μη φαίνεται φτωχό. Ο τίτλος με 22ρια ή 24ρια, απλά και λίγο πιο πάνω από τη μέση του εξώφυλλου. Τ' όνομα σου έτσι, τα ποιήματα έτσι, το ξάκρισμα έτσι... – Τα Ποιήματα, είπα, ακούγεται καλύτερα. Λέω να βάλω και εκδόσεις «Νέα Σύνορα». – Όχι, «Ποιήματα». Τα Ποιήματα, προϋποθέτουν και πεζά που δεν έχεις. Τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα» άστες για αργότερα, όταν θα 'χει γίνει γνωστό το περιοδικό. Φυσικά δεν θα αναφέρεις πουθενά στη νέα σου συλλογή τα παλιά σου βιβλία. Να τα ξεχάσεις. – Και να θέλω να τα ξεχάσω εγώ, δεν γίνεται τίποτα. Εσύ δεν μου είπες τι έπαθε ο Καβάφης; Μέχρι «κλέφτης» έγινε για να εξαφανίσει τα δημοσιευμένα ποιήματά του που δεν του άρεσαν, μα αυτοί πήγανε και τα ξετρύπωσαν, τα ξέθαψαν. – Εσύ δείξε με το να μην τ' αναφέρεις στο νέο σου βιβλίο πως δεν τ' αναγνωρίζεις κι αυτοί ας ψάξουν να τα βρούνε. Πάρε και «Το τραγούδι της αδερφής μου», σου 'χω γράψει μια αφιέρωση. Θέλεις να μου διαβάσεις ένα δυο ποιήματά σου; Είδα κι αυτά στο τετράδιο. Σου σημειώνω δίπλα τη γνώμη μου: καλό, αχαμνό, θέλει δούλεμα, κτλ. Αυτά που σου σημειώνω σαν καλά μπορείς να τα βάλεις στη νέα ποιητική συλλογή σου. Άρχισα να διαβάζω ένα ποίημά μου, με φωνή ήσυχη, χαμηλή. Τότε ο Ρίτσος με διέκοψε και με θερμή φωνή μου είπε: – Μπράβο, αυτός ο χαμηλός τόνος είναι που ταιριάζει στην ποίησή σου, συνέχισε. Και τις επόμενες ημέρες, όποτε δεν ήμουνα στη δουλειά μου, θυμάμαι πως καθόμασταν με το Ρίτσο και συζητούσαμε επί ώρες, ακούραστα. Εκτός βέβαια το μικρό διάστημα που έλειψε για ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα, αλλά και για να πάει (αν του το επέτρεπαν) σε κάποιο συνέδριο λογοτεχνών στο εξωτερικό. Από τον Ρίτσο έμαθα αργότερα πως μετά το πέρας των ιατρικών εξετάσεων, αντί να του επιτρέψουν να πάει στο συνέδριο λογοτεχνών που ήταν επίσημα καλεσμένος (ήταν μεταξύ Γενάρη και Απρίλη του 1970), οι φρουροί του τον οδήγησαν στον Παττακό. Ο Παττακός του είπε, πως αν έδωνε το λόγο του πως δεν θα έκανε αντικυβερνητικές δηλώσεις στο εξωτερικό και πως δεν θα ανακατευότανε σε καμιά αντικυβερνητική


κίνηση, θα τον άφηναν ελεύθερο να πάει στο συνέδριο και να επιστρέψει στο σπίτι του στην Ελλάδα. Τότε ο Ρίτσος του είπε: – Ξεχνάτε ποιος είμαι; Και του ανάφερε πως ήταν μέλος του ΚΚΕ από τότε. Πως στις τάδε εκλογές ήταν υποψήφιος Βουλευτής Επικρατείας του ΚΚΕ. Πως ήταν Πρόεδρος στις τάδε και στις δείνα αριστερές επιτροπές. Και άλλα. Ο Παττακός νευρίασε πολύ από την απάντηση του Ρίτσου και έδωσε εντολή να τον ξαναφέρουν στη Σάμο.

Οι πολύ δύσκολες ημέρες Με την επιστροφή του Ρίτσου από τη Λέρο και τον περιορισμό του στο σπίτι της γυναίκας του, τα πράγματα χειροτέρεψαν για μένα. Γιατρός ήταν η Φαλίτσα και μπορούσα να την επισκέπτομαι για προβλήματα υγείας δικά μου, της μητέρας μου ή της οικογένειας του πατέρα μου κι έτσι κρυφά να βλέπω και τον Ρίτσο, αλλά οι τόσο συχνές επισκέψεις μου μαθεύτηκαν από την Αστυνομία κι από τότε έξω από το σπίτι μου ακόμα και τα βράδια έβλεπα χωροφύλακες, πέρα από την ημερήσια παρακολούθηση. Λίγο πιο πάνω αναφέρομαι στο ταξίδι που έκανε ο Γιάννης Ρίτσος στην Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις και που έτσι, αναγκαστικά, διακόπηκαν οι σχεδόν καθημερινές επισκέψεις μου στο σπίτι της γυναίκας του. Η απουσία αυτή του Ρίτσου μου δυνάμωσε την επιθυμία να τον συναντώ και παραμέρισε τη σύνεση που με προειδοποιούσε για τους αντικειμενικούς λόγους που ελλόχευαν και παλαιότερα με έκαναν να φοβάμαι μη χάσω τη δουλειά μου. Είχαν διώξει πολλούς συναδέρφους μου για πιο ασήμαντες αφορμές. Έτσι όταν γύριζε (το ‘μαθα από τη Φαλίτσα), πήγα «προκλητικά» με τον Δημήτρη Σιδηρόπουλο στο Λιμάνι. Δεν περιμέναμε κανένα και δεν είχαμε κανέναν άλλο λόγο να βρισκόμαστε εκεί. Αρκετοί Χωροφύλακες, άλλοι με πολιτικά κι άλλοι με στολή υπηρεσίας, είχαν πιάσει θέσεις. Ίσως κατάλαβαν για ποιό λόγο πήγαμε. Μας κοιτούσαν. Εμείς κάναμε τους αδιάφορους. Άλλωστε κι άλλες φορές πηγαίναμε στο Λιμάνι την ώρα που ερχόταν το πλοίο, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Ήρθε το βαπόρι, έδεσε. Είδαμε το Ρίτσο στο πρώτο κατάστρωμα, ανάμεσα σε δύο χωροφύλακες που ‘χαν τα όπλα τους κρεμασμένα από τον ώμο και τη Φαλίτσα να ανεβοκατεβαίνει στο πλοίο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Το πλοίο ήταν έτοιμο να φύγει κι ο Ρίτσος δεν κατέβαινε, μια που ‘χε προορισμό το Καρλόβασι. Κάποια στιγμή το βλέμμα του στάθηκε πάνω μας. Κλίσαμε μπροστά λίγο το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού κι έκανε το ίδιο κι ο Ρίτσος. Περιττό να πω, πως δεν ξέφυγε η κίνησή μας αυτή, από τους Χωροφύλακες. Τελικά το πλοίο σάλπαρε με ρότα για το Βαθύ με το Ρίτσο και τη γυναίκα του μέσα, κι εμάς να μας έχει φάει η περιέργεια για τι έτρεχε. Μάθαμε αργά το βράδυ για ποιό λόγο δεν βγήκαν στο Καρλόβασι. Τους ήθελαν στην Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Σάμου, για να τους καταστήσουν προσεκτικούς κτλ, κτλ. Διαβάστε μια σύντομη ομιλία μου που έγινε την 4-12-79, στη Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών «Νέα Σύνορα», που ήταν στην οδό Γαμβέτα για τα 70χρονια του ποιητή, και που είναι δημοσιευμένη στο 74ο τεύχος, στη σελίδα 120 του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα», νομίζω πως προσφέρει: Το Καρλόβασι είναι μια αραιοκατοικημένη κωμόπολη κι αποτελείται από το Νέο Καρλόβασι, το Μεσαίο και το Παλαιό. Ήσυχη κωμόπολη – τρία ήσυχα χωριά δηλαδή. Ήσυχα είναι ακόμα και κει που τα σπίτια είναι κοντά κοντά, πλάι πλάι στα τρία κέντρα, γύρω απ' τις πλατείες με τα μπακάλικα, τα μανάβικα, τα κουρεία, τα


περίπτερα. Την ηρεμία χαλά πότε πότε κανένα αυτοκίνητο ή μηχανάκι και του ντελάλη η φωνή για το βραδινό κινηματογραφικό έργο, στο «Πανσαμιακό». Ήσυχοι, ήρεμοι κι οι κάτοικοι. Δεν ταράζει τρεχαλητό, κραυγή, βαριά ανάσα, την ηρεμία του τόπου. Ήσυχο περπάτημα, μακριά κοντοστεκάματα που συνοδεύονται από αγνάντεμα των μπαξέδων ή του βαποριού που περνά κοντά στη στεριά. Οι συζητήσεις μέσα στη μέση του δρόμου. Στο Μεσαίο Καρλόβασι μένει η οικογένεια του Γιάννη Ρίτσου. Η γυναίκα του, η Φαλίτσα Γεωργιάδου - Ρίτσου, γιατρός και η κόρη της, μαθήτρια γυμνασίου. Εδώ φέρανε απ’ τη Λέρο οι δικτάτορες τον Γιάννη Ρίτσο να συνεχίσει την εξορία του. Η υγεία του ήταν κακή και οι ραδιοσταθμοί στο εξωτερικό χαλούσαν τον κόσμο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Μετά από της ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα, αποφάσισαν: Τόπος εξορίας, το σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι.

Το σπίτι της Φαλίτσας Γεωργιάδου Ρίτσου στο Μεσαίο Καρλόβασι. Στο δεξιό παράθυρο είναι το γραφείο του Γιάννη Ρίτσου Η Φαλίτσα, η καημένη η Φαλίτσα, να τρέχει στους άρρωστους το πρωί, το απόγευμα ιατρείο σπίτι της κι όλο τον καιρό που ο Ρίτσος βρίσκεται στη Λέρο, να κάνει τεράστιες προσπάθειες με διαβήματα και παραστάσεις, μήπως και τον ελευθερώσουν για να μην πεθάνει στην εξορία, γιατί θα πέθαινε κι αυτή. Πότε στην Αθήνα, πότε στη Λέρο, να μη λείψει τίποτα του Γιάννη, ας δώσει και στους συντρόφους του απ’ τα δέματα. Δέματα, δέματα!.. Ήρθε ο Ρίτσος σε γνώριμο τόπο. Στην αρχή ήταν όλα όμορφα. Οι φίλοι του βέβαια λείπανε, ήτανε εξορία κι αυτοί: Ο Αλέξης Σεβαστάκης π' άφησε απροστάτευτα τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Ο Ιπποκράτης Ζαΐμης κι άλλοι... Μετά λίγες ημέρες άρχισε το μαρτύριο της μοναξιάς. Η γυναίκα του στους άρρωστους το πρωί, κατάφερνε ίσα ίσα να νοικοκυρέψει το σπίτι, να ετοιμάσει τον παππού, την κόρη της για το σχολείο και το μεσημέρι που γύριζε να ετοιμάσει βιαστικά το μεσημεριανό. Όλα αυτά με διακοπές από επισκέψεις αρρώστων και από το τηλέφωνο. Αχ αυτό το τηλέφωνο, καλύτερα ήταν που το είχαν κόψει. Μεσημεριάτικη ανάπαυλα δεν υπήρχε ή ήταν σπάνια. Πολλές φορές απαντούσε ο Ρίτσος στον τηλέφωνο, να την αφήσει να ξεκουραστεί. Τ' απογεύματα ως αργά το βράδυ ιατρείο και πολλές φορές – πάρα πολλές φόρες, να τη σηκώνουν τα βράδια, να την παίρνουν με ταξί για τα γύρω χωριά. Όταν γύριζε είχε ξημερώσει... Δεν είχε λοιπόν παρά την κόρη του, τον παππού, τη ζωγραφική, το γράψιμο και το πιάνο. Η Έρη είχε το μερίδιό της στο απόγευμα του Ρίτσου, της έκανε Γαλλικά. Έφταναν αυτά; Έφτανε η ποίηση, η ζωγραφική;


Βέβαια ούτε λόγος για προσωπικές επισκέψεις στο Γιάννη Ρίτσο. Άλλωστε ποιός τολμούσε; Η χωροφυλακή παρακολουθούσε άγρυπνα, ποιός μπαίνει, ποιός βγαίνει. Είχαν ακόμα τον τρόπο να μαθαίνουν τι ελέγετο μέσα στο σπίτι. Όσο για το τηλέφωνο το παρακολουθούσαν, χωρίς αμφιβολία. «Εδώ άρχισε η εξορία μου», μου εκμυστηρεύτηκε σε μια μας συνάντηση. Στο Παρθένι είχε τους συντρόφους του, μπορούσε να αλλάξει μια κουβέντα, εδώ; Τα βράδια που έβγαινε, «έπιανε» την παραλία από το Λιμάνι μέχρι τα Ταμπάκικα. Απόφευγε στην αρχή να κάνει βόλτα την ημέρα για να μη φέρνει σε δύσκολη θέση τον κόσμο που θα ‘πρεπε να τον καλημερίσουν και τους ήταν απαγορευμένο – φοβόντουσαν, όλοι μας φοβόμαστε. Όμως και την ημέρα και τη νύχτα κάποιο μηχανάκι τον παρακολουθούσε. Κι όσοι τολμούσαν να τον χαιρετήσουν, να πούνε δυο λόγια μαζί του, τους καλούσαν στο Τμήμα για υπόθεσή τους. Να ταξιδέψει έξω από το νησί ή να πάει σ' άλλη πόλη ή χωριό του νησιού το απαγόρευαν. Η αλληλογραφία του, όσα γράμματα θέλανε να περάσουν και να φτάσουν στα χέρια του, ήταν φανερά παραβιασμένα και λογοκριμένα… Αυτό που ζωντάνευε και κράτησε όρθιο τον Ρίτσο ήταν η δουλειά. Όταν δεν έγραφε, ζωγράφιζε, οτιδήποτε, οπουδήποτε. Σου μιλούσε καθισμένος στο γραφείο του και το χέρι του να τραβάει γραμμές πάνω σε πακέτα από τσιγάρα – και στα δυο μέρη του πακέτου, να φαίνεται η φίρμα της εταιρίας αλλά να την εκμεταλλεύεται εικαστικά, που να ομορφαίνει το έργο του. Η Έρη, η κόρη του, ήταν πρώτη μαθήτρια στην τάξη της. Έπρεπε στο τέλος της χρονιάς να πάρει κάποιο βραβείο, μα τι λέμε τώρα, σε κόρη κομμουνιστή θα δώσουν βραβείο. Το πήρε ένας ανιψιός μου από ξαδέρφη, μα που το ‘λεγε πως δεν ήταν καλύτερος από την Έρη. Την 21η Απριλίου 1967 είχαν συλλάβει και τη Φαλίτσα. Την πήγαν στο Βαθύ και την κλείσανε σ' ένα μπουντρούμι θεοσκότεινο. Όταν την άφησαν, πήγαινε συχνά και καθότανε στην ορισμένη θέση της παραλίας, που συνήθιζε να κάθεται και να κοιτά τη θάλασσα ο Ρίτσος.

Η αλληλογραφία του Ρίτσου Η απόρρητη αλληλογραφία του Ρίτσου με τους φίλους του στο εξωτερικό, ίσως και μερικών στο εσωτερικό, γινόταν με βοήθειά μου. Αλλά και τα βιβλία του που τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν εκείνο τον καιρό στο εξωτερικό με νέα ποιήματά του, το 'χει κάνει γνωστό ο ίδιος ο Ρίτσος (βλέπε «Νέα Σύνορα», τεύχος 81, σελίδα 58), πως τα χειρόγραφά του με τη βοήθειά μου έφταναν έως την Αθήνα, στα χέρια της Νανάς Καλιανέση.* Εκείνη μετά με δικό της τρόπο, τα προωθούσε στον προορισμό τους. Με την Νανά Καλιανέση γνωριστήκαμε το Καλοκαίρι του 1969. Ανέβηκα στην Αθήνα να τυπώσω το 3ο τεύχος του περιοδικού μου και επί τη ευκαιρία μου έδωσε ο Γιάννης Ρίτσος κάποιες επιστολές του. Τότε το βιβλιοπωλείο της: Ο «Κέδρος», ήταν σε μία γωνιακή στοά, που το ένα της σκέλος έβλεπε και βλέπει στην Πανεπιστημίου και το άλλο στη Χαριλάου Τρικούπη. Το βιβλιοπωλείο της ήταν στη γωνία που σχημάτιζε η στοά. Μπήκα μέσα και ζήτησα την κυρία Νανά. Πίσω από τους πάγκους ---------* Άλλη κλέφτρα κι αυτή, θεός να τη συχωρήσει. Έκλεψε το εκδοτικό σήμα «Κέδρος» από τον μέχρι πρωτινός συνέταιρό της, που ήταν η ονομασία του χωριού που γεννήθηκε, και τον εξεδίωξε κι από την επιχείρηση...


ήταν δύο νέοι άνδρες και δύο μεγαλούτσικες κυρίες. Το βιβλιοπωλείο ήταν όλο κι όλο ένας απλώς στενός διάδρομος κι είχε απάνω ένα πατάρι, που πήγαινε κανείς από μια σιδερένια νομίζω σκάλα, από το βάθος του διαδρόμου. – Εγώ είμαι, μου είπε η πιο νέα από τις δύο γυναίκες, και με κοίταξε ερωτηματικά. Την πλησίασα απ' έξω από τον πάγκο, έσκυψα κοντά της και της είπα σιγανά: – Έρχομαι από τη Σάμο. – Α, τι μας κάνει ο Ρίτσος, καλά είναι, μου λέει δυνατά, τόσο, που ήμουν βέβαιος πως ακούστηκε κι έξω από το βιβλιοπωλείο. – Καλά, καλά, έκανα αποσβολωμένος. – Τι νέα μας φέρνεις, με ρώτησε με την ίδια δυνατή φωνή. – Μου έδωσε κάτι γράμματα να σας δώσω, τις είπα σιγά, συνωμοτικά και κοίταξα προς το πατάρι. Σας παρακαλεί, συνέχισα με φανερή τώρα πια τη δυσφορία μου, αν έχετε τίποτα γι' αυτόν να μου το δώσετε. – Πότε φεύγεις, με ρώτησε αδιάφορα σαν να μην κατάλαβε το βλέμμα που έριξα προς το πατάρι και να μην την αφορούσε η δυσφορία μου. – Στο τέλος της βδομάδας, της είπα. – Πριν φύγεις πέρνα από δω, θα έχω κάτι, μου είπε κι άπλωσε το χέρι της να πάρει τα γράμματα. – Γύρισα κοίταξα τους άλλους, που είχαν καρφωμένα τα μάτια τους πάνω μου κι άρχισα να βγάζω από τις εσωτερικές τσέπες του καλοκαιρινού κουστουμιού μου τα γράμματα. – Μην φοβάσαι, μου 'πε καθησυχαστικά η Καλιανέση, είναι δικοί μας άνθρωποι. Είναι κι αυτοί φίλοι του Ρίτσου. Οι νέοι άνδρες και η μεγαλύτερη κυρία είδαν που ήμουνα σαστισμένος, γιατί δεν περίμενα να γίνει ολόκληρη συζήτηση για τον Ρίτσο έτσι στη φόρα, και στα χείλη τους διέκρινα ένα ελαφρό χαμόγελο συγκατάβασης. Αλλιώς είχα φανταστεί την συνάντηση τούτη. Περίμενα να με ανεβάσει στο πατάρι και με σιγανή ψιθυριστή φωνή να της έλεγα ότι είχα να της πω. Ούτε συζητήσεις μπροστά στους άλλους, ούτε να παραδώσω έτσι στα φανερά τα γράμματα του Ρίτσου. Εκείνη τη στιγμή που παρέδινα τις επιστολές, μπορούσε να με δει ο οποιοσδήποτε που τυχαία πέρναγε από τη στοά ή έκανε πως κοίταγε τα βιβλία της βιτρίνας ή τέλος που καθόταν στο απέναντι μαγαζί. Ευτυχώς για μένα που εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μέσα στο μαγαζί κανένας πελάτης. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πώς βάζανε σε κίνδυνο έναν άνθρωπο, που για δική τους εξυπηρέτηση πάσχιζε. Το θεώρησα τελείως απαράδεκτο. Πήγα το Σάββατο το μεσημέρι. Μαζί μου ήταν κι ο Δημήτρης Σιδηρόπουλος, ντυμένος με στρατιωτικά. Υπηρετούσε στη Θήβα εκπαιδευόμενος ως οδηγός ρυμουλκού. Ήταν με άδεια στην Αθήνα. Ήταν εκεί η Καλιανέση. Μας είπε: – Καλώς τους και μου έδωσε καμιά δεκαριά βιβλία. Ήταν μεταφράσεις ποιημάτων του Ρίτσου, που είχαν κυκλοφορήσει στο εξωτερικό. Γνωστές συλλογές του στην Ελλάδα. Βέβαια εκείνο τον καιρό δεν κυκλοφορούσε κανένα βιβλίο του Ρίτσου, ήταν όλα απαγορευμένα. Πήγαμε στο Ξενοδοχείο κι άφησα τα βιβλία πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι μου. Θα τα ξεφύλλιζα αργότερα. Όποτε ερχόμουνα στην Αθήνα, έμενα πάντα στο ξενοδοχείο ΕΛΛΑΣ. Ήταν ιδιοκτησία ενός ξαδέρφου μου εξ αγχιστείας, είχε παντρευτεί την Μάρω Βαλασκατζή, αδερφή του Γιώργου, του Γιάγκου και της Παγωνίτσας, που έχει γιους τον Μανώλη Κυριαζή, πολιτικό μηχανικό και τον Αντώνη Κυριαζή, ιθύνοντα νου της εταιρίας Singular. Ήταν πολύ κεντρικό, αρχές Γ'


Σεπτεμβρίου, στην Ομόνοια. Ήταν και πολύ κοντά στο τυπογραφείο που τύπωνα το περιοδικό. Ήθελα πέντε λεπτά με τα πόδια. Βρισκόταν στη γωνία Αναξαγόρα και Πειραιώς. Εκείνη την ημέρα ήταν μαζί μας κι ένας φίλος του Σιδηρόπουλου κι αποφασίσαμε το βράδυ να πάμε όλοι μαζί σινεμά. Μεγάλος λόγος γινότανε εκείνο τον καιρό για το κινηματογραφικό έργο: «Ο λοχίας». Μας το συνέστησε ανεπιφύλακτα ο Βαγγέλης Μήλλας. Το έπαιζαν στο «Περοκέ». Παρουσίαζε μια στρατιωτική μονάδα Αμερικανών στρατοπεδευμένη στη Γερμανία κι έναν Αμερικανό λοχία που πήρε απ' το λόχο για γραφέα έναν ωραίο νέο στρατιώτη, που τον εντυπωσίασε. Μαζί οι δυο τους στο γραφείο, μαζί στις ασκήσεις, μαζί έξω στην πόλη, μαζί κι όταν ο στρατιώτης έβγαινε με την κοπέλα του! Κάτι ακαταλαβίστικο, μα που ωστόσο σε υποψίαζε πως ο λοχίας είχε επιθυμίες ομοφυλοφιλικές απέναντι στον στρατιώτη. Όταν δε το κατάλαβε κι ο στρατιώτης και δεν θέλησε να ξαναπάει στο γραφείο ούτε να τον ξανακάνει παρέα, ο λοχίας αυτοκτονεί θορυβώδικα στο κοντινό δάσος. Βγήκαμε έξω σχολιάζοντας αρνητικά το έργο και κοιτάζαμε για κανένα ταξί, να μας πάει μέχρι την Ομόνοια. Έξω από το «Περοκέ» ήταν σταματημένα δύο ταξί αλλά οι οδηγοί τους δεν ήταν στη θέση τους. Έριξα μια ματιά στο καφενείο που είναι κάτω από το κινηματοθέατρο, και είδα μια μεγάλη παρέα να παίζει χαρτιά. Ασφαλώς δύο απ' αυτούς θα ήταν οι οδηγοί. Τους ρώτησα αλλά δεν μου δώσανε σημασία, ήταν απορροφημένοι απ' το παιχνίδι. Βγήκα έξω μουρμουρίζοντας: – Έναν αστυνομικό βρε παιδιά. Και κατέληξα απογοητευμένος: Όταν τους θέλεις δεν τους βρίσκεις! Εκείνη τη στιγμή είχε σταματήσει ένα διερχόμενο ταξί και με άκουσε ο οδηγός του. Όταν δε μπήκαμε και οι τρεις μέσα με ρώτησε: – Τι τον ήθελες τον αστυνομικό; – Να, δύο ταξί είναι παρκαρισμένα έξω από το καφενείο και οι οδηγοί τους παίζουν χαρτιά μέσα. – Όχι, δεν παίζανε χαρτιά, μου λέει. Δεν είδες καλά. Κι άρχισε μια πάρλα γυρίζοντας συνέχεια το σώμα του και το κεφάλι του προς τα πίσω που καθόμουνα με τον Σιδηρόπουλο. Του είπα να κοιτάει μπροστά, μας έφτανε το φιάσκο του έργου, να μην είχαμε και κανένα ατύχημα. – Εμένα μου λες για ατύχημα που είμαι γεννημένος απάνω στο τιμόνι; Και μπλα, μπλα, μπλα. – Καλά, συγνώμη… – Τι συγνώμη και κολοκύθια μου λες τώρα, ήρθε η απάντηση, ώσπου ο Σιδηρόπουλος δεν άντεξε. Του έπιασε το μπράτσο όπως το είχε πάνω στου συνοδηγού το κάθισμα για να μπορεί πιο εύκολα να γυρίζει προς τα πίσω, και τον τράνταξε. – Γύρνα μπροστά. Οδήγα και μη βγάζεις μιλιά, του 'πε απειλητικά. Φτάσαμε στην Ομόνοια. Έδωσα χρήματα στον Σιδηρόπουλο να πληρώσει και κατέβηκα από το ταξί. Αλλά μέχρι να ανεβώ στο πεζοδρόμιο, ο Σιδηρόπουλος είχε πιαστεί με τον ταξιτζή. Κάτι του είπε ο οδηγός, κάτι του είπε ο Σιδηρόπουλος, βγήκαν από το ταξί κι ήρθαν στα χέρια. Σε μια στιγμή μάλιστα ο Σιδηρόπουλος βγάζει τη στρατιωτική ζώνη, την πιάνει από το κέντρο και ετοιμαζόταν να του σφυρίξει τις αγκράφες στο κεφάλι. Τρέξαμε τους χωρίσαμε, χαιρετήσαμε το φίλο του Σιδηρόπουλου και πήγαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν ήδη αργά, περασμένα μεσάνυχτα.


Ετοιμαζόμαστε να πέσουμε, όταν μας χτυπάει την πόρτα ο ξενοδόχος. Τον ρώτησα τι θέλει και μου είπε πως: – Κάποιοι κύριοι σας ζητούν. Ανοίγω ανυποψίαστος την πόρτα και ορμάνε μέσα τρεις αστυνομικοί εν στολή. Ο ένας απ' αυτούς, ένας πελώριος άντρας, κοιτώντας με στα μάτια, με ρωτάει: – Ποιος είναι αυτός που λέει πως είναι πούστηδες οι αστυνομικοί; Έλα σώσουν Κύριε και να ήταν αλήθεια αυτό, ποιος τολμούσε να το πει; Τέτοιον καιρό μάλιστα... Άρχισαν να ψάχνουν παντού: στη ντουλάπα, στα κομοδίνα, κάτω από τα κρεβάτια, κάτω από τα στρώματα. Ο θεόρατος αστυνομικός έπιασε στα χέρια του τα βιβλία του Ρίτσου. Τα κοίταξε αλλά δεν έβγαλε τίποτα και τα παράτησε εκεί που τα βρήκε. – Εμπρός, πέστε μου, ποιος είπε τους αστυνομικούς πούστηδες, ξανάπε το θηρίο. – Κανείς, ήρθε σχεδόν ταυτόχρονη η απάντηση κι από μένα κι απ' τον Σιδηρόπουλο. – Κανείς; Για έλα εδώ μέσα εσύ, είπε κι άνοιξε την πόρτα του δωματίου και φάνηκε η σιλουέτα του ταξιτζή. Ποιος απ' τους δύο είπε τους αστυνομικούς πούστηδες; – Ο μεγάλος, ήρθε σταθερά η απάντηση. Ο μικρός πήγε να με χτυπήσει, όταν διαμαρτυρήθηκα. – Είσαι στρατιώτης, ρώτησε τον Σιδηρόπουλο το «θηρίο». Πού υπηρετείς; – Ναι, στη Θήβα. – Είσαι με άδεια, ξαναρώτησε ο πανύψηλος. – Ναι, έχω εικοστετράωρη. – Καλά, εσύ πέσε να κοιμηθείς. Ο μεγάλος και γύρισε σε μένα, θα έρθει μαζί μας. – Θα έρθω κι εγώ μαζί, είπε αποφασιστικά ο Σιδηρόπουλος. Εγώ παρακαλούσα να φύγουμε το συντομότερο από το δωμάτιο του ξενοδοχείου και όπου θέλανε ας πηγαίναμε. Του Ρίτσου τα βιβλία μόνο να μην παίρνανε χαμπάρι. Ήταν, που μέσα στις σελίδες τους, είχαν και χειρόγραφες επιστολές φίλων του… Μας πήγαν στον αξιωματικό υπηρεσίας του 4ου Αστυνομικού Τμήματος. Εκεί ακούω με κατάπληξη τον ταξιτζή να βεβαιώνει, πως έξω από το «Περοκέ» με άκουσε να λέω: Πού είναι ένας αστυνομικός. Όταν τους θέλεις τους πούστηδες, δεν τους βρίσκεις... Είχα γίνει θηρίο. Του είπα: – Δεν είσαι τίμιος άνθρωπος. Αν δεν ήμουν εγώ στη θέση αυτή κι ήταν κανένα ανθρωπάκι θα το έκαιγες. Εμένα όμως δεν μπορείς. Σ' εμένα θα βρεις τον μάστορά σου, κι αμόλησα ένα πυροτέχνημα: Γιατί εγώ είμαι συντηρητής των Σταθμών Υπέρ Βραχέων Κυμάτων του ΝΑΤΟ και πέρα απ' αυτό και δημοσιογράφος. Βγάζω το έγκυρο περιοδικό «Νέα Σύνορα». Ο ταξιτζής τα `χασε, κιτρίνισε κι άρχισε να μπερδεύει τα λόγια του. Το ΝΑΤΟ που μπλέχτηκε στη μέση, του έκανε τα πόδια να τρέμουν, τη γλώσσα του να τραυλίζει. Το είδε ο αξιωματικός υπηρεσίας, υπαστυνόμος ήταν, και του είπε να βγει έξω από το γραφείο κι έκλεισε την πόρτα. Είπα στον υπαστυνόμο ν' αφήσει ανοιχτή την πόρτα μην πιαστούνε στα χέρια με τον Σιδηρόπουλο που περίμενε έξω. Μου είπε: – Μη στεναχωριέστε, είναι αστυφύλακας έξω. Το μόνο που θέλω από σας, παρακάλεσε, είναι να αποδείξετε όλα αυτά που είπατε πριν. Έβγαλα από την τσέπη μου την ταυτότητα του ΟΤΕ. Τίποτα το ιδιαίτερο, η υπηρεσιακή ταυτότητά μου ήταν. Το ΝΑΤΟ μπήκε για σάλτσα, αν και στα ασυρματικά δίκτυα που είχαμε στην υπηρεσία μου, περνούσαν πολλά κυκλώματα,


διοδεύσεις του ΝΑΤΟ, πέρα που τους συντηρούσαμε κι ολόκληρα δίκτυα. Έβγαλα και μία ταυτότητα κάποιου Λογοτεχνικού Σωματείου και πείστηκε. – Θέλω να σας πω, μου είπε, πως δεν πρέπει να λαβαίνετε, εσείς μορφωμένος άνθρωπος με τέτοια θέση, τα λόγια ενός ανθρώπου μεροκαματιάρη. Θα τον καλέσω μέσα να σας ζητήσει συγνώμη και παρακαλώ να λήξει εδώ το θέμα. Άνοιξε την πόρτα, τον φώναξε μέσα και του είπε συνοφρυωμένα, να μου ζητήσει αμέσως συγνώμη. Ο ταξιτζής άρχισε να μυξοκλαίει. Ζήτησε και συγνώμη. Σηκώθηκα να φύγω, όταν ο υπαστυνόμος φώναξε μέσα τον Σιδηρόπουλο. – Σας έχουν πει στη μονάδα σου, τον ρώτησε ήπια, να συμπεριφέρεστε έτσι στους πολίτες; Να βγάζετε τη ζώνη και να σπάτε κεφάλια; – Μας έχουν πει, του απάντησε ο Σιδηρόπουλος, να μην τολμήσει κανείς να παρουσιαστεί στην αναφορά με σπασμένο κεφάλι. Αν εσείς τώρα με αναφέρετε για τ' αποψινό, θα πάρω δέκα μέρες τιμητική άδεια. Τη Δευτέρα το πρωί με τον παιδικό φίλο μου Νίκο Ζέμπερη, δικηγόρο παρ' Αρείω Πάγω, πήγαμε στο 4ο Α\Τ και ζητήσαμε τα στοιχεία του ταξιτζή από το βιβλίο συμβάντων, για να του κάνουμε μήνυση. Κατά σύμπτωση, αξιωματικός υπηρεσίας ήταν ο ίδιος υπαστυνόμος. – Μα νομίζω πως πήρε τέλος στο θέμα αυτό, είπε. Ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα. Τους πληροφοριοδότες δυστυχώς όλοι και πάντοτε τους προστατεύουνε... – Αν θα επιμείνετε, συνέχισε, θα καλέσω εδώ τον οδηγό, να σας κάνει κι αυτός μήνυση, γιατί τον χτυπήσατε. – Ποιος τον χτύπησε, ρώτησα. – Μα γιατί επανέρχεστε, αφού σας ζήτησε συγνώμη. – Επανέρχομαι, γιατί αν ήμουν κανένα ανθρωπάκι, όπως είπα και χτες, με το ψέμα του θα με είχε κάψει. Κράτησε μέσα για λίγο μόνο τον Ζέμπερη κι όταν βγήκε ο Νίκος μου είπε: – Πάμε να φύγουμε. – Του πήρες το όνομα; – Όχι, πάμε να φύγουμε. Ας ευλογεί τον Ζέμπερη που τον έσωσε, το καθίκι. Ανέβηκα κι άλλες φορές στην Αθήνα. Τώρα, η Καλιανέση με ανέβαζε και μιλούσαμε στο πατάρι. Φαίνεται πως ο Ρίτσος της έγραψε ότι παραπονέθηκα, πως εν πάση περιπτώσει δεν ήταν σωστό να με βάζει σε κίνδυνο. Της έδωσα και μου τύπωσε την ποιητική συλλογή μου «Ποιήματα» (1969), σε 8 ο σχήμα, που συζητούσαμε και σχεδιάζαμε με τον Γιάννη Ρίτσο, χωρίς να αναφέρονται βέβαια πουθενά οι εκδόσεις «Κέδρος» ή άλλος εκδότης. Ξανανέβηκα στην Αθήνα και συνάντησα τη Νανά Καλιανέση στις αρχές του Σεπτέμβρη 1969. Αυτή τη φορά δεν ήμουν σκαστός. Ανέβηκα στην Αθήνα με την κανονική μου άδεια (βλέπε «Νέα Σύνορα», τεύχος 82, σελίδες 101 και 102), κρατούσα μια λίστα με ονόματα συγγραφέων και ζήτησα από τη Νανά να μου δώσει βιβλία τους. Την είχε γράψει με τα ίδια του τα χέρια ο Γιάννης Ρίτσος. Διαβάστε τη λίστα:


Η λίστα του Γιάννη Ρίτσου

Αγόρασα πολλά βιβλία, έδωσα γύρω στις 6.500 δρχ. Τότε το κάθε περιοδικό μου το πουλούσα 10 δραχμές, ο δε μισθός μου ήταν 4.569 δρχ., έτσι για να συγκρίνετε.


Τον Οκτώβρη του `69 ετοιμαζόμουνα να ξανανεβώ στην Αθήνα, για να τυπώσω το 4ο τεύχος του περιοδικού μου. Του το είπα του Ρίτσου και με ρώτησε αν προλαβαίνει να γράψει μερικά γράμματα. – Με την ησυχία σου, είπα. Μετά δύο μέρες μου έδωσε τέσσερις πολυσέλιδες επιστολές και μία χειρόγραφη ποιητική συλλογή, δεν θυμάμαι τον τίτλο, μα ήταν πρόβλημα: Δεν μπορούσα να ταξιδέψω με τόσα γράμματα. Αν με ψάχνανε. Ένα γράμμα κάπου το κρύβεις, τώρα όλα αυτά; Ήμουν σίγουρος πως θα μου κάνανε έρευνα στο πλοίο. Τώρα τελευταία είχαν λυσσάξει μ' εμένα οι χωροφύλακες, μ' είχανε στο κατόπι. Αλλά και ο διοικητής τους, ένας καλοθρεμμένος ανθυπομοίραρχος, με καλούσε κάθε τόσο, στο Σταθμό Χωροφυλακής: εις το Γραφείο του κ Αστυνόμου, ίνα εξετασθείτε επί υποθέσεως αφορώσης την Αστυνομίαν, και με κοιτούσε ύποπτα. Έχω κρατήσει δύο τέτοιες ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ και τις έχω. Η μία με ημερομηνία 2410-1969, η άλλη 19-02-1970. Αφορμή βέβαια, οι τακτικές «ιατρικές» επισκέψεις μου στη Ρίτσου, που έγιναν αντιληπτές από τους καταδότες, και ειδοποίησαν τους στρατιωτικούς και την αστυνομία. Πριν καιρό, είχα άλλη πρόσκληση για υπόθεσή μου. Όταν πήγα να δω τι με θέλουν, μου το είπαν τηλεγραφικώς: – Φαλίτσα στοπ... – Τι στοπ, ρώτησα. – Φαλίτσα... – Μα είναι χρόνια η οικογενειακή μας γιατρός, γι' αυτό πάω. – Να την αλλάξετε... – Πώς να την αλλάξουμε. Γνωρίζει το ιστορικό του καθ' ενός μας μέσα στην οικογένειά μου και της έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. – Βρε ακούς τι σου λέω; Είναι εντολή. Δεν θα ξαναπάς και δεν θα την καλέσεις ούτε σπίτι σου ξανά. Τελειώσαμε... Ακούς εκεί, άνθρωπο που τον έχουμε σε τέτοια εμπιστευτική θέση και να κάνει παρέα κομμουνιστές!.. – Αφού είναι έτσι, είπα και πήγα να τον φέρω σε δύσκολη θέση, θα ενημερώσω την κυρία Φαλίτσα, για ποιο λόγο δεν θα ξαναπάω. Δηλαδή, πως μου το απαγορέψατε, αλλά και σ' όλους τους γνωστούς και φίλους μου θα το παραπονεθώ, για να μη με νομίζουν άστατο ή εμπαθή. – Κάνε ό,τι θες, μου είπε αδιάφορα. Με τη Ρίτσου τέλος... Θυμάμαι όταν της είπα για τη διαταγή που πήρα, με κοίταξε κατάματα, μα δεν είπε τίποτα. Το δέχτηκε μ' ένα ελαφρό χαμόγελο, ίδιο μ' εκείνο που «φορούσε», όταν πέρασε ένας χωροφύλακας και της είπε λίγο καιρό πριν, να σηκώσει κι αυτή στον ιστό του σπιτιού της Ελληνική σημαία, γιατί είχε έρθει στη Σάμο κλιμάκιο της «Εθνικής Κυβερνήσεως». Το έκανα μεγάλο θέμα τότε. Όπου πήγαινα, το έλεγα. Το είπα και στον γιατρό Καλημέρη, όταν χρειάστηκε να πάω για κάποια φάρμακα. – Είναι θαυμάσιος άνθρωπος η Φαλίτσα, μου είπε. Την εκτιμώ βαθύτατα. Αλλά η εντολή που πήρα ατόνησε από μόνη της από μέρα σε μέρα. Είχα δώσει, φαίνεται, περισσότερη βαρύτητα, μεγαλύτερη σημασία στα λόγια του Ανθυπομοίραρχου απ' όσο έπρεπε. Γιατί μετά από ένα μήνα περίπου ξανάρχισα να πηγαίνω στη Ρίτσου, το ίδιο ταχτικά, χωρίς να με ξαναενοχλήσουν. Με παρακολουθούσαν όμως φανερά, τους έβλεπα. Από κει και πέρα βέβαια άρχισαν απανωτές οι προσκλήσεις, όπως περάσω για υπόθεσή μου ή ίνα λάβετε γνώσιν επί υποθέσεως αφορώσης υμάς.


Κάποτε που με κάλεσαν προφορικά με κάποιο όργανο και αρνήθηκα να πάω, γιατί δε μου είχαν στείλει, το κεκανονισμένο κωλόχαρτο, του όπως περάσω κτλ., ο χωροφύλακας έφυγε καβάλα στο ποδήλατό του νευριασμένος και γύρισε μετά πέντε λεπτά με το φιρμάνι ανά χείρας, που μου ζητούσε να παρουσιαστώ αμέσως στο κ. Διοικητή!.. Πήγα και είδα έναν ανθυπομοίραρχο έξαλλο! – Θέλεις υπηρεσιακό σημείωμα για να 'ρθεις, ε; Αλλά έπρεπε να 'ρθω ο ίδιος, να σ' αρπάξω με τις κλωτσιές, να σου πω εγώ... Μας σηκώσατε τώρα κεφάλι... Τ' όνομά του: Δημήτριος Αναγνώστου, νομίζω. Αλήθεια, πού να υπηρετεί τώρα, τι βαθμό άραγε φέρει; Σίγουρα θα τον έχουν ανταμείψει!.. Όλα αυτά με κάνανε να πιστεύω πως θα μου τη στήνανε στο πλοίο, γι' αυτό πήρα τα μέτρα μου. Έτσι όταν ανέβηκα στο Νέο Καρλόβασι αγόρασα ένα μπουκάλι κονιάκ πέντε αστέρων, συσκευασμένο. Με το χαρτονένιο κουτί του, με την τζελατίνα και την κορδέλα του. Μετά κατέβηκα στο Λιμάνι κι αγόρασα μια νταμιτζάνα κρασί πέντε κιλών, κόκκινο, ημίγλυκο και τα πήγα σπίτι. Άφησα τη νταμιτζάνα σε μια άκρη κι αφού κοίταξα να μην είναι κάποιο παράθυρο ανοιχτό και φαίνομαι απ' έξω, ασχολήθηκα με το κονιάκ. Το αποσυσκεύασα με μεγάλη προσοχή, να μη χαλάσω την κορδέλα και να μη σκίσω την τζελατίνα κι άνοιξα το κουτί. Στρίμωξα στα πλάγια γύρω γύρω και κάτω από τη μέση του μπουκαλιού τα τέσσερα γράμματα του Ρίτσου και στα πλάγια και πάνω από τη μέση έβαλα τα ποιήματα. Έκλεισα το κουτί και με μεγάλη φροντίδα το ξανατύλιξα μέσα στην τζελατίνα, ώστε να μην φαίνεται πως έχει ανοιχτεί. Μετά του έβαλα και την κορδέλα. Ορκιζόσουνα πως έτσι ήταν απ' τη μάνα του, πως δεν είχε πειραχτεί. Την άλλη μέρα βρήκα τον Σταύρο Γιάννου, ένα φίλο του Σιδηρόπουλου, που έφευγε στην Αθήνα για στρατιώτης και τον παρακάλεσα να με εξυπηρετήσει. Θα πήγαινε στην οδό Πειραιώς, στην εφημερίδα: «Η Βραδυνή», και θα παρέδιδε μία νταμιτζάνα κρασί στον κ. Μπάμπη Κλάρα. Μετά θα πήγαινε στην οδό Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη, μέσα στη στοά, στις εκδόσεις «Κέδρος» και θα έδινε το μπουκάλι με το κονιάκ στην κ. Νανά Καλιανέση. Τον έκανα όμως προσεχτικό στο εξής: Αν ήθελε ν' ανοίξει πάνω στο πλοίο τη νταμιτζάνα για να κεράσει τους φίλους του, που φεύγανε μαζί για φαντάροι, χαλάλι του. Για κανένα λόγο όμως δεν θα ήθελα, να ανοίξουν το κονιάκ: ήταν ειδικό απόσταγμα, μόνο για δώρο: – Η νταμιτζάνα, χαλάλι σας. Μη σκεφτείς στιγμή πως θα πρέπει να την αντικαταστήσεις. Πιείτε την, του είπα. Την ημέρα που έφτανε ο Σταύρος στην Αθήνα, εγώ ανέβαινα στο σταθμό. Είχα μια ανησυχία, ένα καρδιοχτύπι. Άραγε τ' άνοιξε το μπουκάλι; Τα παιδιά, φίλε μου, κάνουν πάντα το αντίθετο απ' αυτό που τους λες. Αλλά πάλι, αν δεν του 'λεγα τίποτα και αποφάσιζε να ανοίξει το μπουκάλι, μια και το κονιάκ θα ήταν η μικρότερη ζημιά; Πέρα που όταν έφτανε στον Πειραιά θα μπορούσε να το αντικαταστήσει αγοράζοντας άλλο και να το πάει στον προορισμό του. Όταν έφυγε ο συνάδελφος που ήρθα ν' αλλάξω στη βάρδια, μπήκα στο κανάλι της Αθήνας. Βούλωσα τη διόδευση προς το Βαθύ για να μη μ' ακούνε από το τηλέπκέντρο Σάμου και ζήτησα από την τηλεφωνήτρια της Αθήνας (δεν ήταν ακόμα τότε αυτόματη η τηλεφωνία), να καλέσει το τάδε νούμερο. Το σήκωσε η Καλιανέση. – Γεια σας κυρία Νανά. Είμαι ο Βαλασκαντζής. – Σε κατάλαβα. Τι κάνει ο Γιάννης, να μου τον φιλήσεις. – Καλά, καλά. Όλοι είμαστε καλά. Λάβατε το δώρο μου; – Το έλαβα πριν δέκα λεπτά. Το έφερε ένα παιδί. Κονιάκ έχουμε και στην Αθήνα... – Τις τρεις ποιητικές επιστολές και τη χειρόγραφη ποιητική συλλογή, τις λάβατε; – Όχι, δεν μου έδωσε τίποτα. Με ποιόν τα έστειλες;


– Ανοίξατε το μπουκάλι; – Όχι. Εδώ δίπλα μου, το 'χω ακόμα. – Ανοίξτε το. – Περίμενε. Και μετά λίγο: Ναι, ναι. Εδώ είναι. – Σας παρακαλώ κυρία Νανά, να φροντίσετε και αυτή την ποιητική συλλογή μου, όπως την άλλη. Έκανα προσπάθεια, αν τύχαινε κάποιος ή κάποιοι να παρακολουθούν τη συνδιάλεξή μας, να μη βάλουν κακό στο νου τους: – Όταν ανεβώ στην Αθήνα, θα έρθω να κάνω διορθώσεις. – Να μείνεις ήσυχος. – Να διαβάσετε τα ποιήματα, να μου πείτε όταν θα έρθω αν σας άρεσαν. – Θα τα δω, αν και εσείς οι ειδήμονες, ξέρετε καλύτερα. Να πάρει η οργή. Όσο εγώ πάσχιζα να κάνω την κουβέντα μας να φαίνεται ουδέτερη, τόσο αυτή την επιβάρυνε. Κι άντε ξανά χαιρετισμούς και φιλιά στον Γιάννη Ρίτσο. Την άλλη μέρα, κατά τις μία που κατέβηκα στο Καρλόβασι, αφού πρόσεξα να μην με παρακολουθεί κανείς, πήγα και άφησα στο σπίτι του Ρίτσου ένα μεγάλο κασόνι με πέτρες. Ήταν σαν αυτές που διάλεγε ώρες και ώρες στην ακρογιαλιά. Τις έπλενε καλά καλά με μπόλικο νερό και σκόνη καθαρισμού και τις άφηνε να στεγνώσουν στον ήλιο. Μετά τις πέρναγε με διαφανές άσπρο βερνίκι για να μην ξερνάνε αλάτι ή ό,τι άλλο και του χαλάνε τα χρώματα με τα οποία ζωγράφιζε πάνω τους. Τις άφηνε σε μια άκρη ή κάτω από τον καναπέ, μέσα στο δωμάτιο, να ξεραθεί το βερνίκι και να στεγανοποιηθεί η συμπαγή κρούστα που σχηματιζόταν γύρω γύρω στην πέτρα. Έτσι δεν πέρναγε τίποτα, ούτε απ' έξω προς τα μέσα, ούτε από μέσα προς τα έξω. Μετά ζωγράφιζε πάνω τους. Μου είχε δείξει πώς τις ήθελε. Όχι λείες. Ήθελε να έχουν εξογκώματα, «νερά», για να τα εκμεταλλεύεται εικαστικά. Τις είχα βρει όλες πάνω στο Μπουρνιά. Δεν έπρεπε κατ' ανάγκη να είναι όλες βότσαλα. Άλλωστε στα βουνά δεν υπάρχουν βότσαλα ή είναι σπάνια. Ας ήταν λοιπόν σκοροφαγωμένες, γεμάτες τρύπες, ασουλούπωτες, πλάκες φέτες φέτες κι αδιάφορο σε τι χρώμα, φτάνει να προϊδέαζαν σε κάτι: Ένα ή πολλά κεφάλια ανθρώπων, ζώων ή και περισσότερα, έστω ακρωτηριασμένα εφηβικά, ανδρικά, γυναικεία γυμνά σώματα ή με ένα μανδύα ή χλαμύδα, που μισοσκέπαζε τη γύμνια, χωρίς εμπαθή ή σκόπιμη λογοκρισία στα μάτια αυτού που το περιεργάζετο, του θεατή. Οι ανωμαλίες της πέτρας ή τα «νερά», δείχνανε πού θα ζωγράφιζε και τι. Πού θα έβαζε ένα, δύο ή και περισσότερα κεφάλια, κορμιά νεανικά γυμνά ή όχι. Άρτια συμπλέγματα, ζευγάρια έφηβοι με νέες κι αντίστροφα, που στέκουνε αισθητικά, που αρέσουνε πολύ. Μια φορά μου είπε, πως τις ωραιότερες πέτρες του τις είχα φέρει εγώ και μ' έκανε να κοκκινίσω, να μην ξέρω που να βάλω τα χέρια μου. Ήθελα να τον ενημερώσω επί τη ευκαιρία για το που δεν ταξίδεψα και για τα γράμματά του και την ποιητική συλλογή του που όμως πήγαν στον προορισμό τους, μα ήταν στη θάλασσα, για μπάνιο. Το βράδυ όταν βρεθήκαμε σπίτι του, του είπα τα καθέκαστα και φάνηκε στο πρόσωπό του ένας δισταγμός, πως λυπήθηκε που δυσκολεύτηκα τόσο. Αυτό που με ενοχλούσε και του το είπα, ήταν που επιστράτεψα τον Μπάμπη Κλάρα, για να βοηθήσει εν αγνεία του. Δεν είχα όμως σε ποιόν άλλον να στείλω τη νταμιτζάνα. Και βέβαια μην πιστέψει κανείς, πως είχα ιδιαίτερες σχέσεις. Τίποτα, μια απλή φιλία.


Ψυχολογικό τεστ με την έκδοση διαβατηρίου Ξαναγυρίζουμε στα τρέχοντα, στα καθημερινά: Μετά λίγο καιρό, δεν θυμάμαι πόσο, ζήτησα να μου εκδοθεί διαβατήριο. Δεν είχα βγάλει ως τότε κι είπα: ας κάνω μια αίτηση να δω και τις αντιδράσεις τους. Όταν με ρώτησαν πού θα πάω, είπα: θα επισκεφτώ την αδερφή μου στην Αμερική. Είχα να τη δω δέκα ολόκληρα χρόνια. Μου απέρριψαν την αίτηση με αιτιολογία πως δεν είμαι μόνιμος κάτοικος Σάμου κι αυτό προφορικά. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας όμως στο Καρλόβασι, που του είχα αναθέσει την έκδοση του διαβατηρίου μου, επέμενε. Έχω στα χέρια μου ένα σημείωμά του, που έστειλε μετά την απόρριψη, με έντυπη τη φίρμα του: TOURS IREON, ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ – ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ – ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ – ΣΑΜΟΣ, ΤΗΛ. 228. Κ. ΣΤΑΥΡΟΥ. Κύριε Τσαγκατάκη. Για το διαβατήριο του ΒΑΛΑΣΚΑΝΤΖΗ σας στέλνω μια βεβαίωση του Αστυνομικού Τμήματος Καρλοβασίου που καθορίζει ότι διαμένει μονίμως στο Καρλόβασι από το έτος 1967. Επομένως επανεξετάζοντας πρέπει να εγκρίνητε την έκδοσιν του διαβατηρίου του. Ευχαριστώ. Φιλικώτατα (υπογραφή) Του επέστρεψαν για άλλη μια φορά τα δικαιολογητικά, σαν απαράδεκτα, πάλι προφορικώς! Και φυσικά δε στάθηκαν ως εδώ. Έπιασαν όλους τους φίλους μου και τους ζήτησαν να πάψουν να με κάνουν παρέα κι ο λόγος, γιατί είμαι κομμουνιστής!.. Όποιος απορούσε και τους ρωτούσε: καλά πώς γίνεται να είμαι κομμουνιστής και να εργάζομαι στο ΟΤΕ, και μάλιστα σε μια τέτοια εμπιστευτική θέση, που μόνο σ' εθνικόφρονες εμπιστεύονται, άλλους τους απειλούσαν κι άλλους τους απόπαιρναν: τελείωσε, ήταν διαταγή!.. Και βέβαια η παρακολούθηση βήμα προς βήμα. Πήγαινα στο φούρνο, πίσω μου. Στο μανάβη, στο μπακάλη, στο μπάνιο, στη βόλτα, πίσω μου... Κι όλο να με σταματούν και να μου κάνουν παρατηρήσεις. Πότε τους έφταιγε η βέσπα μου, πότε το μηχανάκι, πότε ο κακός τους καιρός. Καταλάβαινα, όλα αυτά ήταν για να ξέρω πως είναι εδώ, πως με έχουν από κοντά, πως με παρακολουθούν. Ένας μόνο τόλμησε να τους αψηφήσει και συνέχισε να με κάνει παρέα: Ο Σταύρος Γιάννου, τον θυμάστε: είναι το παιδί που πήγε εν αγνεία του το κονιάκ στην Αθήνα. Ήταν από οικογένεια έντιμων βιοπαλαιστών, δεξιών στα φρονήματα, μα το πλήρωσε: Είχε ένα κάρο και κουβαλούσε άμμο από τη θάλασσα. Σωρό οι μηνύσεις για παράνομη... αμμοληψία!.. Καημένε Σταύρο!.. Με τον Βαγγέλη Μελετίου τέλος. Δεν μπορούσε να μου τυπώσει άλλο τεύχος!.. Κι αυτό το ένα που μου τύπωσε, πολύ ήταν... Ο Τροβάς δεν είχε τυπογράφο... Όχι, δεν θα τους πέρναγε, θα συνέχιζα: Ανέβαινα λοιπόν στην Αθήνα, τύπωνα το περιοδικό, το ταχυδρομούσα και γύριζα. Για να καταλάβετε καλύτερα πως είχαν τα πράγματα εκείνο τον καιρό, διαβάστε μια συνέντευξη για το ραδιόφωνο της ΕΡΤ-2 στη Σίσση Μενεγάτου, και για την εκπομπή: «Υπάρχουν και περιοδικά». Φαίνεται στη συνέντευξη καθαρά το κλίμα της εποχής εκείνης. Βγήκε στον αέρα το πρώτο 10ήμερο του Οκτωβρίου του 1984, δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία.


Το περιοδικό «Νέα Σύνορα» εκδόθηκε τον Γενάρη του 1969. (Πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση εδώ, πως κάποιες εκδόσεις «Νέα Σύνορα» που παρουσιάστηκαν στην αγορά το 1972, τέσσερα χρόνια μετά δεν έχουν καμιά σχέση με το περιοδικό μας και με τις εκδόσεις του, γιατί πρέπει να σας πούμε πως εκδίδουμε, όπως όλα τα περιοδικά, λογοτεχνικά βιβλία εκτός εμπορίου. Τώρα, πώς γίνεται διάκριση; Δεν γίνεται! Σωρός οι παραγγελίες και η αλληλογραφία των άλλων έρχεται σε μας. Ίσως και δικά μας πηγαίνουν εκεί.) Θα πρέπει να σας πω ακόμα, πως τον Ιούλη του 1978, διέκοψα την έκδοση του περιοδικού – όχι τις εκδόσεις – και το ξανάρχισα τον Γενάρη του 1983. Σήμερα το περιοδικό «Νέα Σύνορα» αριθμεί 75 τεύχη. Αυτό που μας έσπρωξε στην έκδοσή του ήταν η Δικτατορία. Το 1969 είχε πια εδραιωθεί γερά. Ο πολύς κόσμος αδιαφορούσε κι οι λίγοι έψαχναν να βρουν κάποιο τρόπο ν' αντιδράσουν – ν' αντισταθούν. Στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις δεν είναι τόσο βαριά η σκιά της καταπίεσης. Θέλετε το άγχος της μεγαλούπολης, θέλετε άλλοι παράγοντες, σε κάνουν και ξεχνιέσαι. Στο Καρλόβασι της Σάμου που ζούσα τότε και πρωτοέκδωσα το περιοδικό μου, όπως και σε οποιαδήποτε μικρή κωμόπολη, έπεφτε ασήκωτη η συνεχής παρουσία της εξουσίας. Ο υπερβολικός ζήλος του χωροφύλακα, οι συχνές κλήσεις στο Αστυνομικό Τμήμα για υπόθεσή σου, η συνεχής παρουσία των οργάνων της τάξεως, των στρατιωτικών, αξιωματικών και φαντάρων, που μας βλέπανε σαν κουνούπια, σε κούραζαν, σε αγανακτούσαν. Όπου πήγαινες, ήταν εμπρός σου! Μάθαιναν τι έλεγες, τι δεν έλεγες! Μάντευαν τι ήθελες και τι δεν ήθελες να πεις! Μερικοί μικροεπαγγελματίες, είτε γιατί συμπαθούσαν το καθεστώς, είτε γιατί τους υποχρέωναν, ήταν τα μάτια και τα αυτιά της κατάστασης, που με το μερτικό τους, μεγάλωναν κι αυτοί το βάρος. Ένιωθες ασφυξία! Η επαρχία από μόνη της είναι δύσκολη. Τέτοιους καιρούς όμως είναι θάνατος... Σκέφτηκα λοιπόν, πως ήταν καλύτερο, αντί ν' αφήνω τους καλοθελητές να μεταφέρουν όπως αυτοί θέλουν ό,τι έλεγα, να τα μαθαίνουν οι ενδιαφερόμενοι από πρώτο χέρι: Έτσι βγήκε το πρώτο τεύχος του περιοδικού μου «Νέα Σύνορα». Πρώτο δε ποίημα, πρώτη εργασία που δημοσίεψα, πρωτοσέλιδη, ήταν του Κάλβου το: «Εις Σάμον»: Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι: θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία. Δεν μπορούμε να πούμε πως ήρθαμε να καλύψουμε με την έκδοσή μας κάποιο κενό. Όσο διαρκούσε η Δικτατορία, κύριος στόχος μας ήταν αυτή, η καταπίεση δηλαδή που ασκούσε. Δεν μας ενδιέφερε ποιος είχε κάνει τη Δικτατορία, μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε, η άσκηση βίας μας ενοχλούσε και μας ενοχλεί αφάνταστα. Έτσι, στις σελίδες του περιοδικού μας πέρασαν κείμενα επαναστατικά, θέσεις που μου έφεραν ταλαιπωρίες στην υπηρεσία μου (είμαι υπάλληλος στον ΟΤΕ), αλλά και έξω. Θεωρούσαν εχθρικό – και ήταν – το περιοδικό μου και το σύστηναν σαν περιοδικό με συνεργάτες κομμουνιστές! Στο τέλος το απαγόρευσαν. Πρώτα μου αφαίρεσαν την ατέλεια στο χαρτί. Μετά πήγαιναν στα περίπτερα και το κατάσχεταν. Τέλος βγήκαν δύο εμπιστευτικές αποφάσεις, μία στη Θεσσαλονίκη και μία στην Αθήνα, που απαγόρευαν την κυκλοφορία του. Όταν ήρθε η μεταπολίτευση, ήμουν έτοιμος να το σταματήσω. Ήταν και το οικονομικό. Αν το συνέχισα, είναι γιατί και μετά την πτώση των συνταγματαρχών η βία δεν έπαψε να υπάρχει, αν και σε πολύ


μικρό βέβαια ποσοστό και όχι από την πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία. Είδα ακόμα, πως σ' ένα τόπο ένα ακόμα ελεύθερο, ανεξάρτητο, χωρίς οικονομικές ή άλλες δεσμεύσεις έντυπο, δεν κάνει κακό. Αντίθετα, ένα περιοδικό διαλόγου, που δεν φοβάται να πει την αλήθεια ή να φανερώσει το ψέμα, είναι πολύ χρήσιμο. Αυτό το κράτησε, στη ζωή.

&

«Νέα Σύνορα» Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό που κάνει το γύρο του πλανήτη μας ΑΦΙΕΡΩΜΑ στη ΣΑΜΟ εκτός σειράς, Απρίλης 2011. Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής

Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530 www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com neasynora@otenet.gr & neasynora@blogspot.com & www.neasynora.gr Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» (neasynora@otenet.gr). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» (babiniotis@t-online.de)



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.