Τo Ban σταμάτησε μπροστά στο εξοχικό σπίτι του Μάρκου και όλοι μας βγήκαμε τρέχοντας έξω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι βρισκόμασταν στα νησιά του Αγίου Ιωάννη. Ο Γιάννης και ο Λουκάς άρχισαν να κάνουν ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο που τους έμαθε ο Μάρκος στη διαδρομή. Εμένα, όμως, ένα μόνο πράγμα με ενδιέφερε. Το καγιάκ.
Advertisement
Το είδα πάνω στο γκαζόν. Ένα καγιάκ διθέσιο, κίτρινο, γυαλιστερό. Δεν έβλεπα την ώρα να το δοκιμάσω.
«Ελάτε παιδιά», μας φώναξε ο μπαμπάς του Μάρκου. «Ας ξεφορτώσουμε τα πράγματά μας». Οι άλλοι άρχισαν να κουβαλούν
τα πράγματά τους, εγώ όμως είχα κολλήσει εκεί στο καγιάκ. Σε λίγα λεπτά ο Μάρκος και ο Γιάννης βγήκαν από το σπίτι τρώγοντας τα μπέργκερ που είχαμε αγοράσει στο δρόμο. «Ντίνο, πήγαινε να πάρεις κι εσύ μπέργκερ», μου είπε ο Μάρκος. «Ο Γιάννης κι εγώ θα πάρουμε το καγιάκ για μια βόλτα».
«Τι λες τώ - ρα;...» Ο Μάρ
κος κι εγώ ήμασταν φίλοι από αμνημονεύτων χρόνων. Και ήξερε πολύ καλά πόσο πολύ ανυπομονούσα να ανεβώ στο καγιάκ.
«Εσύ κι ο Λουκάς θα το πάρετε μόλις γυρίσουμε» συνέχισε ο Μάρκος. «Ο Λουκάς έχει εμπειρία στο καγιάκ, οπότε θα είστε ασφαλείς».
Αλήθεια τώρα; Από τη μια ο Μάρκος παίρνει μαζί του το Γιάννη αντί για εμένα, κι από την άλλη το κάνει να φαίνεται λες κι εγώ δεν μπορώ να κουμαντάρω ένα καγιάκ!
«Τέλος πάντων!» είπα εγώ και πήγα να πάρω το μπέργκερ μου.
Ο Λουκάς έκανε επίδειξη ταχυδακτυλουργικής στον μπαμπά του Μάρκου. «Κοίτα εδώ Ντίνο», μου φώναξε.
«Άσε αργότερα». Δαγκώνοντας το μπέρ - γκερ μου προχώρησα προς την παραλία.
Ο Γιάννης κι ο Μάρκος έκαναν βόλτα γύρω από το μικρό νησάκι. Δυο μικρές φώκιες τους ακολουθούσαν από πίσω.
Ήμουν πολύ θυμωμένος με το Μάρκο. Ο Γιάννης κι ο Λουκάς δεν θα ήταν εδώ αν δεν είχαν γνωρίσει το Μάρκο χάρη σ’ εμένα. Πώς γίνεται τώρα να είναι ο Γιάννης ο πρώτος που κάνει καγιάκ με το Μάρκο;
Είδα το Λουκά και τον κ. Στέφανο να έρχονται προς το μέρος μου. Δεν είχα όρεξη για κουβέντα. «Θα πάω μια βόλτα στο βουναλάκι» τους φώναξα, δείχνοντας προς το μονοπάτι.
Στον κ. Στέφανο δεν άρεσε και πολύ αυτό. «Μείνε στο μονοπάτι! Θα σε οδηγήσει πίσω στο δρόμο».
Το ήξερα αυτό! Ο Μάρκος κι εγώ είχαμε κάνει αυτή τη διαδρομή δυο μήνες πριν που είχαμε ξανάρθει μαζί. «Εντάξει κ. Στέφανε», απάντησα και ξεκίνησα τη βόλτα μου.
Ύστερα από λίγα λεπτά ηρέμισα. Ήταν τόσο ήσυχα στο μονοπάτι, συνάντησα ένα ελαφάκι μέσα στα βάτα. Μετά είδα μια κόκκινη αλεπού και πάγωσα από το φόβο μου. Μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Στο τέλος η αλεπού γύρισε πίσω και χάθηκε μέσα στο δασάκι. Κι εγώ έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Φαντάζομαι πως και η αλεπού ήταν μοναχικός τύπος όπως ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή.
Όταν γύρισα πίσω τα παιδιά ήταν ήδη γύρω από φωτιά κι έψηναν μάρσμελοους. «Έλα Ντίνο πάρε ένα» ο Μάρκος μου έδωσε ένα κι εγώ κάθισα κάτω στο έδαφος.
«Έχασες!» είπε ο Γιάννης. «Την ώρα που κάναμε καγιάκ είδαμε δελφίνια που τσαλαβουτούσαν».
«Ναι, τα βλέπαμε κι από την ακτή» φώναξε με ενθουσιασμό ο Λουκάς. «Ήταν απίθανο το θέαμα!»
«Ωραία», είπα εγώ χωρίς κανέναν ενθουσιασμό. Ύστερα γύρισα και χάζευα τη φωτιά καθώς τα άλλα αγόρια έκαναν βόλτες τριγύρω. Κανένας δεν φαινόταν να νοιάζεται που εγώ δεν συμμετείχα. Ή απλά δεν τους ενδιέφερε!
Τελικά ο κ. Στέφανος σηκώθηκε. «Ας πάμε για ύπνο γιατί αύριο θα έχουμε μια κουραστική μέρα. Θα επισκεφτούμε το ιστορικό μουσείο στην Αγγλική κατασκήνωση. Εκεί θα μάθετε πολλά για τον Πόλεμο των Γουρουνιών».
Μάλιστα, όπως φαίνεται δεν θα τα καταφέρω ποτέ να ανέβω στο καγιάκ!
Το επόμενο πρωί ξύπνησα πολύ νωρίς, καθώς ο ήλιος έμπαινε μέσα από το παράθυρό μου. Οι άλλοι ακόμα κοιμόντουσαν. Ντύθηκα και βγήκα έξω. Το καγιάκ ήταν εκεί και με περίμενε. Ήξερα πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να το πάρω μόνος μου. Δεν ήταν όμως δίκαιο που εγώ τελικά δεν έκανα τη βόλτα μου!
Έσπρωξα το καγιάκ στο νερό και ανέβηκα επάνω, αφού πρώτα φόρεσα ένα σωσίβιο γιλέκο. Το καγιάκ άρχισε να ταλαντεύεται, αλλά εγώ άρχισα να κωπηλατώ. Τότε ένοιωσα ένα σπρώξιμο στο πίσω μέρος, γύρισα και είδα ότι ήταν μια φώκια που μου έδειχνε τη μουσούδα της. Μετά, το καγιάκ έγειρε κι εγώ βρέθηκα στο νερό! Έκανα προσπάθειες να ανασηκωθώ. Το νερό ήταν ρηχό, όμως ήταν παγωμένο!
Άκουσα φωνές από την ακτή και είδα το Μάρκο και τον μπαμπά του να τρέχουν προς το μέρος μου, λες κι έπρεπε να με σώσουν! Δεν χρειαζόμουν βοήθεια. Βγήκα στην ακτή τραβώντας το καγιάκ από πίσω μου.
Το πρόσωπο του Μάρκου είχε γίνει κατακόκκινο. «Ξέρεις πολύ καλά ότι χρειάζονται δύο άτομα για το καγιάκ!» μου φώναξε.
Ο κ. Στέφανος δεν είπε και πολλά. Μ’ έβαλε να καθίσω ακριβώς από πίσω του στο βαν για τη διαδρομή μας προς την Αγγλική κατασκήνωση. Ήμουν πολύ θυμωμένος. Βασικά τα είχα βάλει με τον εαυτό μου. Άρχισα να προσεύχομαι από μέσα μου και να ζητάω από το Θεό να με βοηθήσει. Περίμενα τόσο πολύ αυτό το Σαββατοκύριακο και απ’ ό,τι φαίνεται, μέχρι στιγμής όλα πάνε στραβά! Και ήταν δικό μου το σφάλμα.
Τα άλλα αγόρια κάθονταν στη γαλαρία. Μιλούσαν και γελούσαν όλη την ώρα. Εγώ, όμως, ήμουν θυμωμένος μαζί τους, ιδιαίτερα με το Μάρκο. Στο Μουσείο έμεινα πίσω όση ώρα μιλούσε ο ξεναγός.
Αρχικά δεν έδωσα σημασία, όμως όταν ο ξεναγός μας είπε ότι ένας Αμερικανός αγρότηςπυροβόλησε και σκότωσε το γουρούνι ενός Βρετανού αγρότη και τότε, το 1859, ξεκίνησε ο Πόλεμος των Γουρουνιών δεν μπορούσα παρά να δώσω προσοχή! Μας εξήγησε ότι τόσο οι Αμερικανοί, όσο και οι Βρετανοί διεκδικούσαν τα Νησιά του Αγίου Ιωάννη που στον πόλεμο εκείνο χρησιμοποίησαν το στρατό. Οι Βρετανοί μάλιστα έφεραν και πολεμικά πλοία στο λιμάνι!
«Πώς γίνεται οι άνθρωποι να είναι τόσο ανόητοι;» μουρμούρισα. «Ξεκίνησαν ολόκληρο πόλεμο από ένα γουρούνι!»
Ο Μάρκος με κοίταξε. «Καμιά φορά οι άνθρωποι κάνουν ανόητα πράγματα. Όπως, ξέρεις, ο καλύτερός μου φίλος πήγε στο νερό με το καγιάκ ολομόναχος».
Ο καλύτερος μου φίλος;
Έβγαλα έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης.
«Συγνώμη», είπα. «Αλήθεια ήταν πολύ ανόητο αυτό που έκανα. Φαίνεται πως ήμουν λίγο... γουρουνοκέφαλος».
Ο Μάρκος χαμογέλασε. Κι ο μπαμπάς του μας πλησίασε και μας είπε, «παιδιά αν είστε προσεκτικοί θα μπορέσετε να πάρετε το καγιάκ για μια βόλτα όταν γυρίσουμε στο σπίτι».
Ε, τώρα ήταν δική μου σειρά να χαμογελάσω.
«Ευχαριστώ» είπα. Αυτό τελικά ήταν ένα καλό τέλος στον Πόλεμο του Καγιάκ. n