Μικρασιατική καταστροφή

Page 1

Μικρασιατική καταστροφή-παράδειγμα προσφυγιάς

«Η Μικρασιατική καταστροφή είναι η τραγικότερη σελίδα της τρισχιλιόχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού, δραματικότερη ακόμη και από την πτώση το Βυζαντίου. Γιατί αν στα 1453 έπεσε η πόλη του Κωνσταντίνου, οι ρίζες της φυλής μας έμειναν στα εδάφη της άλλοτε βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 1922 όμως υπήρξε η τελευταία φάση του υπερπόντιου ελληνισμού. Κάτω από τα ερείπια της ανείπωτης εκείνης συμφοράς θάφτηκαν όλες οι μικρασιατικές ελληνικές πατρίδες και το εκπολιτιστικό έργο των Ελλήνων της αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή, που είναι καθαγιασμένη με το αγιότερο ελληνικό αίμα, το έθνος μας την έχει καταγράψει στις αιματηρότερες σελίδες του μαρτυρολογίου του και δεν θα πάψει ποτέ να προσφέρει σε αυτήν το θυμίαμα της σκέψης και το λιβανωτό της μνήμης του. Είμαστε ένας λαός μνήμης. Και η μνήμη των καιρών πάντα θα μας μιλά για ματωμένους θρύλους και οδυνηρές τραγωδίες. Για δράματα και για κλάματα. Για τελευταίους αυτοκράτορες και για στερνές λειτουργίες. Για τραγικούς χορούς Ζαλόγγου και για αιματόβρεχτες σελίδες Μεσολογγίου. Για Σούλια και για Αρκάδια. Για κόκκινες από ελληνικό αίμα πλαγιές της Χίου και ολόμαυρες ράχες των Ψαρών. Για βρόχους Φεραίων και για ανασκολοπίσματα Διάκων. Για σχοινί του Πατριάρχη και κατακρεούργηση του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Για συμφορές και καταστροφές, για διωγμούς και ξεριζωμούς. Έτσι και η συμφορά του 1922 δεν θα λησμονηθεί, δεν θα γίνει παλιά ιστορία. Στην ανάμνηση των χαμένων μικρασιατικών πατρίδων, οι Πανέλληνες θα κλίνουν πάντοτε ευλαβικά το γόνυ. Και ιερό καθήκον όλων μας είναι να απλώνεται η σκέψη μας στις ακρογιαλιές της Σμύρνης και της Ερυθραίας, της Αιολίδας και της Προποντίδας και σε όλες τις άλλες πολιτείες της Ανατολής. Εκεί τα άγια των αγίων της φυλής μας. Εκεί και οι τάφοι των προγόνων μας. Προς τη γη του μαρτυρίου νους, ψυχή και στοχασμοί στρέφονται. Μαυροφόρες οι σκέψεις μας σκορπούν νάρδους και


αρώματα μπρος στο βωμό της θυσίας όλων εκείνων που πρόσφεραν τη ζωή τους στην ιερότητα της πίστης και της πατρίδας. Οι νεκροί της μικρασιατικής καταστροφής δεν λησμονούνται. Οι ιερές σκιές τους δεν σβήνουν». Αυτά έγραψε ο Χρήστος Σολομωνίδης για τη καταστροφή της Μικράς Ασίας και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τα πάτρια εκείνα εδάφη. Τόσο τραγική περιγράφεται η διασπορά του ένδοξου Ελληνισμού, τόσο οδυνηρή είναι η προσφυγιά, τόσο επιβάλλεται να τονιστεί η ελληνική ταυτότητα και η προσπάθεια της προάσπισής της. Διότι τα στοιχεία που συνθέτουν την ελληνικότητά μας είναι αυτά που θα χαθούν από έναν επικείμενο πόλεμο. Είναι όμως και αυτά που οι Έλληνες θα κουβαλούν μαζί τους σε αυτόν τον τόσο επίφοβο δρόμο. Βέβαια η προσφυγιά ,όπως και ετυμολογικά διευρύνεται, παραπέμπει σε φυγή από τη πατρίδα λόγω εντάσεων και αναταραχών οι οποίες φυσικά προκύπτουν από διάφορα γεγονότα και αποφάσεις στον ιστορικό χώρο και χρόνο. Έτσι το 1919 μετά τη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, τμήμα της Μικράς Ασίας παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Τη στιγμή που υπογραφόταν η συνθήκη των Σεβρών, στην Τουρκία έγινε επανάσταση και σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Κεμάλ Ατατούρκ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη. Ο Βενιζέλος επιδίωξε και εξασφάλισε, σε μια άκρως ευνοϊκή για τη χώρα διεθνή συγκυρία, τη συμμαχική εντολή για την κατάληψη από την Ελλάδα της Σμύρνης και του βιλαετίου του Αϊδινίου, προκειμένου να διατηρήσει την τάξη, που είχε διασαλευτεί, σε μια περιοχή με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό και να προλάβει τυχόν κατάληψή της από την Ιταλία, η οποία ήταν φανερό πως επιδίωκε να θέσει τους συμμάχους της προ τετελεσμένων γεγονότων. Η συμμαχική εντολή του Μαΐου του 1919 προς την Ελλάδα ήταν πάντως προσωρινής ισχύος, αφού την οριστική τύχη της Σμύρνης και της ενδοχώρας της θα έκρινε δημοψήφισμα των κατοίκων ύστερα από πέντε χρόνια ελληνικής διοίκησης. Την ήττα και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού ακολούθησαν η πυρπόληση της Σμύρνης τον ίδιο μήνα από τους Τούρκους και ο απηνής διωγμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.


Τα γεγονότα που έκτοτε εκτυλίχτηκαν ήταν τραγικά. Αιχμάλωτοι στρατιώτες και ντόπιοι ηλικίας 18-45 ετών συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα και σχηματίστηκαν πορείες αιχμαλώτων και ομήρων προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στους κατοίκους της Ανατολικής Θράκης δόθηκε προθεσμία ενός μήνα να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. 200.000 πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα από την Καππαδοκία, την Κεντρική και νότια Μικρά Ασία. Το πρώτο διάστημα της άφιξής τους αν και το κράτος και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις κινητοποιήθηκαν η στέγαση εξακολουθούσε να αποτελεί μείζον πρόβλημα και ως εκ τούτου έγινε προσπάθεια αξιοποίησης των σχολείων των εκκλησιών, των τζαμιών, των θεάτρων και των στρατώνων που θα μπορούσαν να στεγάσουν τα κουρασμένα και ταλαιπωρημένα σώματα των προσφύγων. Επίσης έγιναν και πολλές αυτοσχέδιες κατασκευές. Το πρώτο διάστημα οι πρόσφυγες θεωρούσαν ότι η παραμονή τους στην Ελλάδα θα ήταν προσωρινή. Μόνο μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης συνειδητοποίησαν ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Οι μαρτυρίες ατόμων που έζησαν τη φρίκη του πολέμου και του ξεριζωμού είναι πολλές. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία, αν και εφαρμοζόταν φιλοτουρκική πολιτική, διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά αισθήματα. Μαρτυρίες συγκλονιστικές πιστοποιούν το μέγεθος του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος.


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ (Η Ελένη χιλιόμετρα

Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα βορειοανατολικά της Σμύρνης αφηγείται:)

«…Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε. Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’


ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν ποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!». (Μαρτυρία Απόστολου Μυκονιάτη από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο).

Εμείς οι άλλον περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι τον ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν, Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι [=σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιός δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ ‘ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια (Μαρτυρία Ευάγγελου Γκάλα από το χωριό Κόλντερε, κοντά στη Μαγνησία).


Πήγαμε πάλι στη Θεσσαλία. Βάλαμε καπνά στον Αλμυρό• δουλέψαμε όλοι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Είχε όμως ελονοσία και μας θέρισε• πέθαναν οι μισοί. Ο τόπος μας ξεπάστρεψε. Κερδίσαμε πολλά, μα τί τα θες; Μετά φοβηθήκαμε την αρρώστια και πήγαμε στη Θήβα. Μείναμε κι εκεί λίγο και κάναμε καπνά, μετά πήραμε αποζημίωση κι ήρθαμε δω. Μπήκαμε σε καλές δουλειές. Ο αδερφός μου έπιασε δουλειά στο σιδηρόδρομο- εγώ έγινα φορτοεκφορτωτής στο σταθμό. Πήρα και σπιτάκι στην Καισαριανή το '26. (Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).

Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ' τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ' τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω. Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι [=κακοπάθεια] ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε. Από τον Αι-Γιώργη, απ' τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι! Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.


Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: — Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε.... (Ο Φώτης Κόντογλου χρόνια μετά θρηνεί και αγανακτεί.)

«Αντίκρυ από το παραθύρι που κάθομαι, φαίνονται μέσα στο θολό πέλαγο τα βουνά της Τουρκίας. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα κι εγώ κι αν ήτανε κανένας τώρα που κοιτάζω κατά κει, θα έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα…… Όπου πατήσεις κι όπου σταθείς, βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότητα αυτουνού του σκύλου, που ξεπέζεψε μερμήγκια, απάνω σε τούτα τ΄ αρχαία χώματα, μπήκε μέσα στα σπίτια μας, πατσαβούριασε την τιμή μας, ρούφηξε το αίμα μας». Τα λόγια αυτών των ανθρώπων μας θυμίζουν και θα συνεχίσουν να μας θυμίζουν την μικρασιατική καταστροφή, την τεράστια εκείνη διαρροή προσφύγων που προκλήθηκε. Δεν μπορούμε επακριβώς να γνωρίζουμε πόσοι κατέφθασαν στην Ελλάδα. Κατά το πρώτο διάστημα σημαντικός αριθμός προσφύγων έχασαν τη ζωή τους από ασθένειες, ενώ άλλοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πανάρχαιες εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς. Η εικόνα παρακάτω συμπυκνώνει σε μόλις μερικά εκατοστά την ολέθρια μικρασιατική συμφορά.


Όσο επίπονη δηλαδή κι αν παρουσιάζεται η καταστροφή του ’22 και οι επιπτώσεις της μέσα από μαρτυρίες και τη σχετική βιβλιογραφία, οι εικόνες μοιάζει να περιγράφουν με περισσότερη γλαφυρότητα τη τραγικότητα της κατάστασης. Πλάνα από τη θάλασσα δείχνουν τα σπίτια στην προκυμαία της ΣΜΥΡΝΗΣ παραδομένα στις φλόγες, ενώ πυκνός καπνός τυλίγει ολόκληρη την πόλη.


Άνδρες και γυναίκες με ποικίλες ενδυμασίες βαδίζουν στην προκυμαία κουβαλώντας τα υπάρχοντά τους. Στο λιμάνι διακρίνεται μεγάλο πλοίο με ξένη σημαία, ενώ οι πρόσφυγες προσπαθούν να προσεγγίσουν με βάρκες τα πλοία που θα τους μεταφέρουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής.. Οι δρόμοι έχουν ερημώσει, αλλά μια ηλικιωμένη γυναίκα στέκεται μόνη στην πόρτα του σπιτιού της αρνούμενη να το εγκαταλείψει. Σ’ ένα δρόμο διακρίνεται άνδρας με όπλο, ο οποίος περιπολεί. Αγρότες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους με καμήλες, κάρα και βοϊδάμαξες. Τα καραβάνια προχωρούν με δυσκολία στους αγροτικούς δρόμους. Σε μια στιγμή ανάπαυλας μια ομάδα προσφύγων γευματίζει στο ύπαιθρο καθισμένη κυκλικά στο έδαφος γύρω από ένα ταψί. Ο φακός καταγράφει τα βασανισμένα πρόσωπα των ανθρώπων. Φορτηγό τρένο μεταφέρει καρβέλια ψωμί. Άλλα τρένα, γεμάτα πρόσφυγες στις σκεπές των βαγονιών, περνούν από περιοχή όπου έχει στηθεί μεγάλος καταυλισμός με κωνικές σκηνές. Τα πλοία με τους πρόσφυγες φθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά. Οι νεοαφιχθέντες ξεφορτώνουν αποσκευές στην πλημμυρισμένη από κόσμο προκυμαία. Σε εργοστάσιο του Πειραιά στεγάζονται προσωρινά πρόσφυγες, άνδρες και γυναικόπαιδα... Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί αποσπάσματα από το βιβλίο της Αγάπης Βενέζη-Μολυβιάτη «Το χρονικό των δέκα ημερών’ Αϊβαλί 1922» που περιγράφει το τραγικό χρονικό του Μικρασιατικού ολέθρου στο οποίο όσο συγκλονιστική είναι η αδελφική αφοσίωση της συγγραφέα για τη διάσωση του Ηλία Βενέζη, ακόμη πιο συγκλονιστική είναι η ανθρώπινη αλληλεγγύη ενός νεαρού Τούρκου αξιωματικού που ύψωσε πάνω από τον πόλεμο και το μίσος την ανθρωπιά και την αγάπη. Η συγγραφέας θυμάται : «θρήνος γενικός και συμφορά ολοκληρωτική. Απ’ όλες

τις πόρτες και τα παράθυρα, ξεχύνονταν φωνές σπαραγμού, κλάματα παιδιών, λυγμοί γερόντων. Όλη η πόλη είχε μεταβληθεί σε μια κόλαση φωτιάς, από την οποία δεν επρόκειτο να βγει κανείς ζωντανός. Είχε επέλθει το τέλος. Τέλος οριστικό, βέβαιο, κατάπικρο. Οι γυναίκες γύριζαν στους δρόμους με τα μπογαλάκια τους, ξεμαλλιασμένες σαν τρελές, μοιρολογώντας τους άνδρες τους, τα


παιδιά τους. Πού να πάμε; πού να πάμε; Τόσα μωρά, τόσοι γέροι, τόσοι άρρωστοι…Για τ’ όνομα του Θεού…Δώστε μας τους ανθρώπους μας να φύγουμε όλοι μαζί χωρίς να πάρουμε μαζί μας τίποτα, τίποτα… Χωρίς το θάνατο θα τα βολέψουμε…θα τα καταφέρουμε. Μα με το θάνατο, την ορφάνια, τον καημό πώς να παλέψεις την φτώχεια και την κακομοιριά; Για τα όνομα του Θεού! Δεν υπάρχει έλεος» Σήμερα, 96 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα γεγονότα εκείνα συνεχίζουν να συγκλονίζουν στο άκουσμά τους. Είναι ανάγκη, μιας και οι καταστάσεις μοιάζει να επαναλαμβάνονται, να μελετήσουμε και να μη λησμονήσουμε τα συμβάντα εκείνα. Στην εποχή μας όπου η προσφυγιά αποτελεί για πολλούς κάτι το αναπόφευκτο πρέπει να φέρνουμε στη μνήμη μας τα δεινοπαθήματα όσων επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά τη καταστροφή στα μικρασιατικά εδάφη. Γιατί αν όντως ο παρελθόν μας διδάσκει ίσως θα ήταν συνετό να διεκδικήσουμε μία καλύτερη ζωή για τα σημερινά αθώα θύματα του πολέμου.

Δημητρακόπουλος Απόστολος

Πηγές :

http://farosthermaikou.blogspot.gr/2012/07/90.html http://iscreta.gr/2016/07/%CF%83%CF%80%CE%AC%CE%BD% CE%B9%CE%B5%CF%82%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1 %CF%86%CE%AF%CE%B5%CF%82%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%8 3%CF%84/ http://3lykeiokeratsiniou.weebly.com/uploads/1/6/0/1/16019314/_ _-___project_3_2012-2013.pdf https://1oholargou.wordpress.com/2012/08/28/smyrna-1922/


Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τόμ. Α", α. 142. Μαθητική εγκυκλοπαίδεια «Ο σύμβουλος του μαθητή» τόμ.4 Μαθητική εγκυκλοπαίδεια «Για σας παιδιά» τόμ. 7


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.