Στο πλαίσιο των δημιουργικών εργασιών του β΄ τετραμήνου στο μάθημα τις ιστορίας ασχοληθήκαμε με την τεχνολογία του πολέμου την εποχή του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Πιο συγκεκριμένα με τις εξής ενότητες: • Οχυρωματική τέχνη και οχυρωματικά έργα (κάστρα, οχυρά, πύργοι). • Υγρό πυρ • Οργάνωση του στρατού και του ναυτικού . • Όπλα – πολεμικές μηχανές. • Στρατιωτικές ( επιθετικές και αμυντικές) τακτικές. • Διεξαγωγή μάχης/ναυμαχίας/πολιορκίας.
Η τείχιση των πόλεων αποτέλεσε βασικό μέλημα της αυτοκρατορικής διοίκησης, όπως φαίνεται και από το σχέδιο του Ιουστινιανού να τειχίσει πολλές πόλεις και να ενισχύσει με οχυρώσεις αρκετά ειδικής σημασίας στρατηγικά σημεία. Οι φυσικές καταστροφές και επιδημίες, σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική ύφεση που επικράτησε βαθμιαία από τα τέλη του 4ου αιώνα, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη μορφή των πόλεων, καθώς κάποιες πόλεις εγκαταλείφθηκαν, άλλες συρρικνώθηκαν σε μέγεθος και πληθυσμό, ενώ νέες πόλεις ιδρύθηκαν σε δυσπρόσιτες περιοχές με κύριο στόχο την παροχή ασφάλειας στους κατοίκους τους. Βασικός στόχος των οχυρώσεων ήταν η απόκρουση των επιθέσεων με τη δημιουργία μεγάλων εμποδίων, που αναπτύσσονταν το ένα μετά το άλλο για την εξασφάλιση της άμυνας. Ο αριθμός και το ύψος των τειχών, το σχήμα και η μορφή των πύργων, ο αριθμός και ο τρόπος φύλαξης των πυλών καθορίζονταν από τη διαμόρφωση του εδάφους, τις εξελίξεις στην πολεμική τέχνη και τις εκάστοτε οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες.
Τα τείχη αποτελούνταν κατά κανόνα από πύργους, που είχαν δύο ή περισσότερα επίπεδα, από την κορυφή των οποίων οι αμυνόμενοι επιτίθονταν στον εχθρό, και από μεταπύργια, ψηλούς τοίχους με αρκετό πάχος για να αντέχουν τις επιθέσεις. Μπροστά από τα τείχη των πόλεων που βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη κτιζόταν ένα χαμηλότερο τείχος, με πύργους κατά διαστήματα, και μπροστά του υπήρχε η τάφρος , που γέμιζε με νερό και λειτουργούσε ως μια πρώτη γραμμή ανάσχεσης του εχθρού. Στο ψηλότερο σημείο του οικισμού βρισκόταν η ακρόπολη, που, έχοντας ιδιαίτερο τείχος για αμυντική αυτονομία, αποτελούσε το τελικό καταφύγιο των αμυνομένων και φιλοξενούσε την έδρα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της στρατιωτικής διοίκησης. Ήδη από τα χρόνια του Ιουστινιανού ένα ενδιάμεσο τείχος χώριζε την πόλη στα δύο, εξασφαλίζοντας έτσι μια επιπλέον γραμμή άμυνας. Οι πύλες, που άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και έκλειναν με τη δύση του, ιδρύονταν στα πιο ευπαθή σημεία της οχύρωσης, γι’ αυτό ήταν λίγες σε αριθμό. Εξαιρετικό αμυντικό έργο αποτελεί η τείχιση της Κωνσταντινούπολης, που αποτέλεσε το πρότυπο για την οχύρωση των βυζαντινών πόλεων. Ενδεικτικό είναι ότι το τείχος της άντεξε για περισσότερο από χίλια χρόνια στην πολιορκία των Οθωμανών. Τέλος, τα φρούρια και οι πύργοι ήταν οχυρωματικά έργα που, όπως οι πόλεις-κάστρα, ακολουθούσαν τη λογική των διαδοχικών γραμμών άμυνας. Σκοπός τους ήταν ο έλεγχος στρατηγικών θέσεων και περασμάτων, η άμυνα των ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών, αλλά και η αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής, η παροχή στέγης στον τοπικό άρχοντα και η παροχή καταφυγίου για τους κατοίκους σε περιόδους κινδύνου.
To Κάστρο του Διδυμοτείχου βρίσκεται επάνω στην κορυφή του λόφου και είναι ένα από τα πιο σημαντικά κάστρα των Βαλκανίων. Αποτελούσε σημαντικό ορόσημο από τους αρχαίους χρόνους λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης και του ισχυρότατου οχυρωματικού περιβόλου που το περιέβαλλε. Tο κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του, τα βυζαντινά τείχη του, έχουν μήκος 1 χ.λ.μ και το ύψος τους φτάνει τα 12 μέτρα, με τους πύργους του 24 στο σύνολο, κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα.Μέσα στο κάστρο υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών.
Το κάστρο του Πυθίου, ή Εμπύθιον κατά τους Βυζαντινούς, είναι κτισμένο σε ένα χαμηλό γήλοφο που αποτελεί την τελική απόληξη της γύρω ορεινής ζώνης προς την επίπεδη παραποτάμια πεδιάδα του Έβρου ποταμού. Βρίσκεται στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού Πυθίου σε απόσταση 15 χλμ. βόρεια από το Διδυμότειχο, πολύ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Το φρούριο του Πυθίου, αν και δεν σώζει παρά μέρος μόνο του αρχικού του μεγέθους, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με τη μεγαλοπρέπεια, τη δύναμη και το ανάστημα των κτιριακών του όγκων. Κατατάσσεται στα πρωτοπόρα έργα της φρουριακής βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Το όλο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Ο εξωτερικός, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, απλωνόταν σε όλη την έκταση του λόφου. Ο εσωτερικός καταλαμβάνει το άκρο του λόφου και τμήμα του έχει καταστραφεί από την λάξευση του λόφου για τη διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής που διέρχεται ακριβώς στη βάση του. Οι δυο περίβολοι ενισχύονταν με πύργους στις τρεις γωνίες, ενώ στα σημεία ένωσης των δύο περιβόλων υψώνονται οι δύο σωζόμενοι πύργοι με την είσοδο προς τον εσωτερικό περίβολο ανάμεσά τους.
Στο λόφο Καστέλλι στο λιμάνι Χανίων τοποθετείται η αρχαία πόλη Κυδωνία.Σύμφωνα με την ελληνική Μυθολογία, η Κυδωνία ιδρύθηκε από τον Βασιλιά Κύδωνα, γιο του Ερμή και της Ακακαλλίδας, κόρης του Βασιλιά Μίνωα.Στο Καστέλλι έχουν ανακαλυφτεί τάφοι και πλούσια κεραμική διαφόρων περιόδων, κτερίσματα μυκηναϊκής εποχής, οικοδόμημα τύπου μινωικού μεγάρου, τμήματα τοιχογραφιών υστερομινωικής περιόδου, τεμάχιο ψευδόστομου αμφορέα με εγχάρακτη επιγραφή γραμμικής γραφής Β´, τρεις πήλινες πινακίδες με γραμμική Γραφή Β´, αγάλματα ρωμαϊκής εποχής, αριστουργηματικό ψηφιδωτό των τελευταίων ελληνιστικών χρόνων κ.ά.Τα πλούσια αυτά ευρήματα βεβαιώνουν ότι στην περιοχή της σημερινής πόλης είχε δημιουργηθεί σημαντικός οικισμός από τη νεολιθική εποχή, που με το πέρασμα των χιλιετηρίδων εξελίχθηκε στη μεταγενέστερη Κυδωνία. Σταδιακά ο οικισμός έγινε ο σημαντικότερος της Δυτικής Κρήτης.Ο αρχαιότατος αυτός παραθαλάσσιος οικισμός προστατευόταν ανέκαθεν από τείχος. Το υλικό το οποίο χρησιμοποιήθηκε ήταν οι πέτρες του παλιού τείχους σε συνδυασμό με κίονες, διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη ή από δομές κτιρίων της αρχαίας Κυδωνίας που είχαν ερειπωθεί από τους σεισμούς εκείνη την εποχή.
Το Βυζαντινό τείχος, είναι ορατό σήμερα μόνο σε ορισμένα σημεία διότι στο μεγαλύτερο μέρος του καλύφθηκε από κατοικίες που κτίστηκαν μετά την αχρήστευση του από την οικοδόμηση των οχυρώσεων.Η περίμετρος της οχύρωσης είναι 820 μέτρα και η έκταση που περικελέιεται είναι 35,6 στρέμματα.Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα είναι πάνω από την προκυμαία, γι’ αυτό η πιο ολοκληρωμένη όψη είναι από τη θάλασσα, από την είσοδο του λιμανιού.Το περίγραμμα του τείχους είναι ακανόνιστο και αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα, που διακόπτονται από μικρούς ορθογώνιους ή πολυγωνικούς πύργους. Το τείχος σε ορισμένα σημεία απλώς συμπληρώνει το φυσικό οχυρό βράχο, ενώ από τη νότια και μέρος της ανατολικής και δυτικής πλευράς, καλύπτει εξολοκλήρου την ανάγκη προστασίας της πόλης. Στο τείχος υπάρχουν τέσσερις πύλες από τις οποίες σήμερα δεν διατηρεί καμία την αρχική της μορ
Οι πύργοι της Μάνης αποτελούν μια μοναδική στην Ελλάδα κατηγορία αρχιτεκτονικών έργων. Αποτέλεσαν για αιώνες, προμαχώνες μοναδικούς για το είδος τους, καθιστώντας τους μια υποδειγματική οχύρωση του χώρου της Μάνης. Εντυπωσιάζουν, καθώς συμπυκνώνουν με τον πιο ξεχωριστό τρόπο την ιδιαίτερη μανιάτικη αρχιτεκτονική και αποτυπώνουν στιγμές από την πολυτάραχη ζωή των εύπορων και σημαντικών τοπικών οικογενειών, προκαλώντας δέος στον επισκέπτη για την τεχνική και την αρτιότητά τους.
Το Μουσείο του οχυρού συγκροτήματος των Τρουπάκηδων – Μούρτζινων στην Παλιά Καρδαμύλη του Δήμου Δυτικής Μάνης, αποτελεί το πρώτο μουσείο – ενημερωτικό σταθμό που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του έργου «Δίκτυο Μουσείων Μάνης» (Γ’ Κ.Π.Σ.).Οι Τρουπάκηδες – Μούρτζινοι, ένα από τα ισχυρότερα γένη της Μάνης, εντοπίζονται στις γραπτές πηγές από το 17ο αι. και διοίκησαν την καπετανία της Ανδρούβιστας για περισσότερα από 200 χρόνια. Το συγκρότημα αποτελείται από τρεις οχυρωματικούς περιβόλους, μέσα στους οποίους περικλείονται ο πύργος, η οχυρή κατοικία – οντάς, τα βοηθητικά κτίσματα και η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Εκτός από τα ίχνη μεγαλιθικής κατασκευής στη βάση των τοίχων, που μαρτυρούν μία πρωιμότερη οικοδομική φάση, ο βασικός πυρήνας του συγκροτήματος οικοδομήθηκε σε διαφορετικές φάσεις από τα τέλη του 17ου έως το 19ο αι. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου στεγάζεται στην τριώροφη οχυρή κατοικία – οντά. Η έκθεση περιλαμβάνει κυρίως εποπτικό υλικό (χάρτες, γκραβούρες, σχέδια, φωτογραφίες, μακέτες) που συνοδεύεται από γενικά πληροφοριακά κείμενα στα ελληνικά και αγγλικά, σύντομες κειμενολεζάντες, χωρία εποχής, χρονολόγιο, καθώς και από μικρό αριθμό εκθεμάτων – πραγματικών αντικειμένων.
Ο Πύργος των Καπετανάκηδων ή Κάστρο των Καπετανάκηδων όπως αναφέρεται, βρίσκεται στο χωριό Χαραυγή στα Σωτηριάνικα. Οι Καπετανάκηδες ήταν μια από τις μανιάτικες οικογένειες που σαν οπλαρχηγοί που ήταν, ξεκίνησαν και συνέχισαν τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων το 1821 κατά των κατακτητών τους.Το κτίσμα είναι του 1795, αποτελεί ένα είδος μικρού, ιδιωτικού κάστρου της οικογένειας των Καπετανάκηδων και τυπικό δείγμα της ιδιότυπης μανιάτικης κοινωνικής και αρχιτεκτονικής παράδοσης, το οποίο εξυπηρετούσε – κυρίως – σκοπούς παρατήρησης της ευρύτερης περιοχής. Το κτίσμα είναι τραπεζιόσχημο στην κάτοψη, ακολουθώντας τη διαμόρφωση του εδάφους, διαθέτει τρεις ορόφους και περιβάλλεται από κυκλικούς πυργίσκους, οι οποίοι συμπληρώνουν κατάλληλα την επιβλητική μορφή του. Ο οχυρωμένος περίβολος με συνολικό πλάτος 60 εκατοστά και πάνω από εκατό πολεμίστρες, ενισχύεται στις τρεις γωνίες με προεξέχοντες πύργους. Οι πύργοι παρουσιάζουν κατασκευαστικά στοιχεία αμυντικού χαρακτήρα, όπως καταχύστρες και κλουβιά.Στην ανατολική πλευρά βρίσκεται η τοξωτή πύλη εισόδου. Μπαίνοντας από την πύλη στα δεξιά μας βρίσκεται ο μεγαλύτερος πύργος του συγκροτήματος που είναι ο κύριος Πύργος των Καπετανάκηδων, στον οποίο μπορείς να ανέβεις και να δεις όλο το κάστρο και όλο τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Υγρόν πυρ
Τι ήταν; Με τις ονομασίες υγρόν πυρ, ή ελληνικό πυρ, ή θαλάσσιον πυρ, ή σκευαστόν πυρ, ή λαμπρόν πυρ, είναι γνωστό το μείγμα εμπρηστικών υλών (σε υγρή ή στερεά μορφή) που χρησιμοποιούνταν ήδη από την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, κυρίως για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, αλλά και σε περιπτώσεις πολιορκίας. Ήταν εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Καλλίνικου, από την Ηλιούπολη της Συρίας. Η σύνθεση του υγρού πυρός ήταν κρατικό μυστικό και δεν ξέρουμε ακριβώς από τι και πώς φτιαχνόταν. Φαίνεται όμως πως ήταν ένα μίγμα από θειάφι, πίσσα, νίτρο, φώσφορο και άλλα εύφλεκτα υλικά.
Τρόποι χρήσης του υγρού πυρός: α) Τοποθετούνταν στην πλώρη των πλοίων σε χάλκινους σωλήνες (σιφώνια), απ’ όπου εκτοξευόταν. β) Χρησιμοποιούνταν και χύτρες πήλινες γεμάτες υγρό πυρ, που εκτοξεύονταν και συντρίβονταν στο εχθρικό πλοίο και έτσι προκαλούσαν πυρκαγιά. γ) Χρησιμοποιούνταν και βαλλίστρες ή και καταπέλτες από όπου εκσφενδόνιζαν οι στρατιώτες το υγρό πυρ την στιγμή που έπρεπε κατά των εχθρών. Με το υγρό πυρ οι Βυζαντινοί κατάφεραν σε κρίσιμες στιγμές να αναχαιτίσουν τους εχθρούς τους. Ο Hime θεωρεί, ότι ο σίφωv (όρος που χρησιμοποιούν οι πηγές σχετικά με το θέμα της εκτόξευσης) ήταν μία αντλία, με την οποία εκτόξευαν το μείγμα, που περιείχε επιπλέον ασβέστη με νερό. Έτσι επιτυγχανόταν όχι μόνο η εκτόξευση, αλλά και η πυροδότηση του μείγματος, λόγω της επαφής του νερού με τον ασβέστη. Όπως όμως παρατηρεί ο Θ. Κορρές ο ερευνητής δεν εξηγεί τη δομή του μηχανήματος, με το οποίο ήταν εφικτή η εκτόξευση. Ο J.R. Partington, υποστηρίζει και αυτός ότι το υγρό πυρ εκτοξευόταν με αντλία, χωρίς όμως να αναφέρει πώς λειτουργούσε και ποιο ήταν το εύρος των δυνατοτήτων ως προς την εκτόξευση του εμπρηστικού μείγματος εναντίον των
Σίφων με κεφαλή δράκοντα
Βαλίστρα Χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρόν πυρ
Η μυστικότητα της διαδικασίας της παραγωγής του Απαγορευόταν να κατασκευαστεί οπουδήποτε και από οποιονδήποτε το υγρό πυρ και η κατασκευή του γινόταν μόνο σε επιλεγμένα σημεία κοντά στην Κωνσταντινούπολη, με βασικό αυτό στην περιοχή της Συληβρίας, και πάντα η διαδικασία παραγωγής του ήταν ανατεθειμένη σε αυτοκρατορικούς αξιωματούχους οι οποίοι έδιναν αναφορά απευθείας στον Αυτοκράτορα, χωρίς κάποια επέμβαση άλλων αξιωματούχων, και κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό τον τρόπο και τα υλικά της παραγωγής του “υγρού πυρ” με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι όταν τον 10ο αιώνα οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Συληβρία τότε επικράτησε πανικός στην Βασιλεύουσα μήπως και καταφέρουν (οι Βούλγαροι) να ανακαλύψουν τον τρόπο παραγωγής του υγρού πυρ και καταστρέψουν με αυτό τον Βυζαντινό στόλο. Ευτυχώς όμως ο εκεί αξιωματούχος του αυτοκράτορα που ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη του μυστικού, έκανε το καθήκον του, και παρά τα βασανιστήρια που υπέστει, πήρε το μυστικό στον τάφο του. Τα πλεονεκτήματα που έδινε στον Βυζαντινό στόλο η χρήση του “υγρού πυρ” ήταν τεράστια λόγω των πραγματικά θαυμαστών ιδιοτήτων του. Το καταπληκτικό αυτό “υγρό” αναφλεγόταν αμέσως μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και έκαιγε τόσο στην επιφάνεια του όσο και λίγο κάτω από αυτή. Φανταστείτε τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων να προσπαθούν να σβήσουν με νερό την φωτιά που προκλήθηκε από τον “υγρό πυρ” και αυτή να ανάβει περισσότερο!
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945–959) στο έργο του Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν (De Administrando Imperio), προειδοποιεί το γιό και διάδοχό του, Ρωμανό Β΄, να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της παρασκευής του στους ξένους, λέγοντας ότι «καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ δι' ἀγγέλου τῷ μεγάλῳ καὶ πρώτῳ βασιλεῖ Χριστιανῷ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ ἐφανερώθη καὶ ἐδιδάχθη» και ότι ο άγγελος του παρήγγειλε όπως «ἐν μόνοις τοῖς Χριστιανοῖς καὶ τῇ ὑπ' αὐτῶν βασιλευομένῃ πόλει κατασκευάζηται, ἀλλαχοῦ δε μηδαμῶς, μήτε εἰς ἔτερον ἕθνος τὸ οἱονδήποτε παραπέμπηται, μήτε διδάσκηται». Προσθέτει δε ότι μία φορά, ένας στρατηγός που δωροδωκήθηκε ώστε να παραδώσει την ουσία σε εχθρικά χέρια, κάηκε από ουράνιο πυρ καθώς έμπαινε σε μία εκκλησία.Όπως καταδεικνύει και το τελευταίο περιστατικό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αποφύγουν περιστατικά όπου το μυστικό τους όπλο έπεσε στα χέρια των εχθρών τους: οι πηγές καταγράφουν τουλάχιστον μία αιχμαλωσία πυρφόρου πλοίου από τους Άραβες το 827, και οι Βούλγαροι κυρίεψαν αρκετούς σίφωνες και την ίδια την ουσία το 812/814. Καθώς όμως τα μυστικά της παρασκευής και χρήσης του παρέμεναν ανέπαφα, δεν μπόρεσαν να αντιγράψουν το πλήρες σύστημα. Οι Άραβες όντως αργότερα χρησιμοποίησαν ουσίες παρόμοιες με το υγρόν πυρ, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησαν σίφωνες, παρά μόνο καταπέλτες και χειροβομβίδες.
ΠΕΖΙΚΌ
Η στρατιωτική παράδοση του Βυζαντίου προέρχονταν από την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο και ο στρατός του πάντα περιελάμβανε επαγγελματίες πεζικάριους. Αν και η σημασία τους για τη βυζαντινή τακτική ποικίλε κατά περιόδους, συχνά έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στις βυζαντινές νίκες. Συνήθως έφεραν αλυσιδωτό θώρακα, μεγάλες ασπίδες και κρατούσαν κοντάρια και ξίφη. Υπό ικανή ηγεσία, συνιστούσαν ένα από τα καλύτερα σώματα πεζικού στον κόσμο.
Τοξόται ή Ψιλοί
ΣΚΟΥΤΆΤΟΙ Ο κύριος όγκος του Βυζαντινού πεζικού ήταν οι σκουτάτοι, που έπαιρναν το όνομά τους από τη λέξη σκούτος, όπως λέγονταν η μεγάλη ελλειψοειδής ασπίδα τους. Ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που πληρώνονταν από το κράτος.
Το ελαφρύ πεζικό της αυτοκρατορίας, αποτελούσε τους τελευταίους τρεις ζυγούς κάθε χιλιαρχίας. Αυτοί οι στρατιώτες, άριστα εκπαιδευμένοι στην τέχνη του δοξαρίου ήταν εξαιρετικοί τοξότες. Οι περισσότεροι αυτοκρατορικοί τοξότες προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και κυρίως από τον Πόντο. Ο οπλισμός τους περιελάμβανε: σύνθετο τόξο βαμβάκιον σπαθίον ή τζικούριον (μικρός πέλεκυς) για αυτοπροστασία.
Βαράγγια φρουρά Η Βαράγγια φρουρά ήταν μία ξένη μισθοφορική δύναμη που αποτελούσε το επίλεκτο Βυζαντινό πεζικό. Συνίστατο κυρίως από Βίκινγκς, Σλάβους και Γερμανούς. Οι Βάραγγοι υπηρετούσαν ως σωματοφυλακή και συνοδεία του αυτοκράτορα από τα χρόνια του Βασιλείου Β'. Γενικά ήταν πειθαρχικοί και αξιόπιστοι εφόσον τουλάχιστον εξακολουθούσαν να πληρώνονται καλά. Αν και οι περισσότεροι έφεραν τα δικά τους όπλα όταν έμπαιναν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, σταδιακά προσεταιρίζονταν το Βυζαντινό στρατιωτικό εξοπλισμό. Το πιο χαρακτηριστικό τους όπλο ήταν ένας βαρύς πέλεκυς, απ’ όπου προέρχονταν κι ο χαρακτηρισμός τους πελεκυφόρος φρουρά.
ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΊ ΠΕΖΙΚΟΎ
Η κύρια μονάδα του Βυζαντινού πεζικού ήταν η χιλιαρχία, αποτελούμενη από χίλιους μάχιμους άνδρες. Μια χιλιαρχία αποτελούνταν συνήθως από 650 σκουτάτους και 350 τοξότες. Οι σκουτάτοι σχημάτιζαν μία φάλαγγα με βάθος 15-20 ζυγών, σε πυκνές τάξεις, ώμο με ώμο. Οι τελευταίοι ζυγοί σχηματίζονταν από τοξότες. Τρεις ή τέσσερις χιλιαρχίες σχημάτιζαν ένα Τάγμα κατά την ύστερη περίοδο (μετά το 750), αλλά μονάδες μεγέθους χιλιαρχίας χρησιμοποιούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Οι Χιλιαρχίες αναπτύσσονταν απέναντι στον αντίπαλο με το ιππικό αναπτυγμένο στα κέρατα της φάλαγγας. Το πεζικό θα παρέλαυνε για να σχηματίσει ένα αμυντικό κέντρο παράταξης, ενώ το ιππικό θα προστάτευε τα πλευρά ή θα επέλαυνε για να υπερφαλαγγίσει τον αντίπαλο. Αυτή η τακτική ακολουθούσε το πρότυπο του Αννίβα στις Κάννες. Οι Χιλιαρχίες δεν παρατάσσονταν κατά το κλασσικό Χιαστί πρότυπο της λεγεώνας αλλά συνήθως σε επιμήκη φάλαγγα με αναδιπλούμενες πτέρυγες. Ωστόσο κάθε Χιλιαρχία μπορούσε να εκτελέσει διάφορους σχηματισμούς μάχης, ανάλογα με την κατάσταση, οι πιο συνήθεις από τους οποίους ήταν: η γραμμική παράταξη, παράταξη βάθους, όπως η αρχαία Ελληνική φάλαγγα, που συνήθως χρησιμοποιούνταν ενάντια σε άλλο πεζικό ή για την αποτελεσματική αναχαίτιση επελαύνοντος ιππικού, σφηνοειδής, που χρησιμοποιούνταν για να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές, αψιμαχίας, με τους τοξότες προωθημένους στην πρώτη γραμμή, ανάμεσα σε σκουτάτους, να παρέχουν κάλυψη με τα βέλη τους ενώ προστατεύονταν από τους σκουτάτους κατά την εκ του συστάδην μάχη.
ΙΠΠΙΚΌ Αν και οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα περίπλοκες τακτικές πεζικού, πρωταγωνιστής της μάχης ήταν το ιππικό. Μερικές Κατηγορίες ιππικού:
Καταφράκτοι Ο αυτοκρατορικός καταφράκτος ήταν ένας βαριά θωρακισμένος έφιππος τοξότης ή λογχοφόρος, που συμβόλιζε την ισχύ της Κωνσταντινούπολης. Ο καταφράκτος φορούσε ένα κωνικό κράνος, με ένα λοφίο από τρίχες αλόγου στην κορυφή, βαμμένο με το χρώμα της μονάδας του. Φορούσε ένα χιτώνιο από δύο στρώσεις πλεκτού ή φολιδωτού θώρακα, που εκτείνονταν ως τους μηρούς του. Δερμάτινες μπότες ή περικνημίδες προστάτευαν τις κνήμες τους, ενώ γάντια προστάτευαν τα χέρια του. Διέθετε μία μικρή στρογγυλή ασπίδα, το θυρεό, δεμένη στον αριστερό του βραχίονα. Πάνω από το θώρακα, φορούσε ένα ελαφρύ, βαμβακερό κάλυμμα και μία βαριά κάπα. Επίσης τα άλογα συχνά φορούσαν πλεκτό θώρακα και κάλυμμα, για να προστατεύουν τα τρωτά τους μέρη, όπως κεφάλι, λαιμό και στήθος.
Βανδοφόρος Ο ιππέας που αντιπροσωπεύει μια από τις επίλεκτες μονάδες του πρώιμου βυζαντινού στρατού. Φέρει σύνθετη αμυντική θωράκιση από μεταλλικά ελάσματα που προστατεύουν τα άκρα, φολιδωτό λωρίκιο και αλυσιδωτό θώρακα. Φέρει κράνος τύπου spagenhelm με αλυσιδωτή κουκούλα και χρησιμοποιεί μικρή στρογγυλή ασπίδα επιζωγραφισμένη με θρησκευτικές παραστάσεις. Οι επίλεκτοι ιππείς της περιόδου ήταν εκπαιδευμένοι να πολεμούν με όλους τους τύπους αγχέμαχων και εκηβόλων όπλων όπως και οι Πέρσες ομόλογοί τους.
ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΊ ΙΠΠΙΚΟΎ
Οι Βυζαντινοί ιππείς και οι ίπποι τους ήταν άψογα εκπαιδευμένοι και ικανοί να εκτελούν περίπλοκους ελιγμούς. Αν κι ένα μέρος των Καταφράκτων φαίνεται πως ήταν αποκλειστικά λογχοφόροι ή τοξότες, οι περισσότεροι είχαν και λόγχη και τόξο. Η κύρια τακτική μονάδα τους ήταν το Νούμερο (λέγονταν και Αριθμός ή Μπάντα) 300400 ανδρών. Το αντίστοιχο της παλαιάς Ρωμαϊκής Κοόρτεος και του σύγχρονου τάγματος, τα Νούμερα συνήθως παρατάσσονταν με βάθος 8-10 ζυγών, σαν ένα είδος έφιππης Φάλαγγας. Οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν πως αυτός ο σχηματισμός ήταν λιγότερο ευέλικτος για το ιππικό απ’ ότι για το πεζικό, αποδέχονταν όμως το αντίτιμο αυτό σε αντάλλαγμα για τα μεγάλα φυσικά και ψυχολογικά πλεονεκτήματα που προσέφερε το βάθος. Όταν οι Βυζαντινοί έπρεπε να εκτελέσουν μετωπική έφοδο ενάντια σε μια ισχυρή παράταξη πεζικού, προτιμούσαν το σχηματισμό της σφήνας. Κάθε Νούμερο Καταφράκτων σχημάτιζε μια σφήνα 400 περίπου ανδρών σε 8-10 ζυγούς, κλιμακωτά αυξανόμενου πλάτους. Οι πρώτοι τρεις ζυγοί ήταν οπλισμένοι με λόγχη και τόξο, ενώ οι υπόλοιποι με λόγχη κι ασπίδα. Ο πρώτος ζυγός συνίστατο από 25 στοιχεία, ο δεύτερος από 30, ο τρίτος από 35 και οι υπόλοιποι από 40, 50, 60 κτλ προσθέτοντας δέκα σε κάθε ζυγό. Κατά την έφοδο, οι πρώτοι τρεις ζυγοί έριχναν βέλη για να προκαλέσουν κενό στην εχθρική παράταξη και κατόπιν, στα 100 περίπου μέτρα από τον εχθρό, αναλάμβαναν το κοντάριον και επιτίθονταν με μέγιστη ταχύτητα, ακολουθούμενοι από το υπόλοιπο Νούμερο. Συχνά αυτές οι έφοδοι κατέληγαν με τον εχθρό να τρέπεται σε φυγή, οπότε το πεζικό προωθούνταν για να εξασφαλίσει την περιοχή και να επιτρέψει τη σύντομη ανάπαυση και αναδιοργάνωση του ιππικού.
Το ελαφρύ ιππικό χρησιμοποιούνταν κυρίως για αναγνώριση και αψιμαχίες. Ακόμη χρησίμευαν για δίωξη του αντιπάλου ελαφρού ιππικού που ήταν πιο γρήγορο από τους Καταφράκτους. Το ελαφρύ ιππικό ήταν πιο εξειδικευμένο από τους καταφράκτους, αποτελούμενο είτε από τοξότες και σφενδονίτες (ψιλοί ιππευτές) είτε λογχοφόροι και ακοντιστές (ψιλοί καταφράκτες). Οι διάφοροι τύποι ελαφρού ιππικού, ο εξοπλισμός και η προέλευσή τους ποίκιλαν ανάλογα με την εποχή και τις περιστάσεις. Όπως και το πεζικό, οι Κατάφρακτοι επέλεγαν τακτικές και εξοπλισμό ανάλογα με τον εχθρό που αντιμετώπιζαν. Σε μια τυπική παράταξη, τέσσερα Νούμερα αναπτύσσονταν γύρω από τις γραμμές του πεζικού.Ένα σε κάθε κέρας κι από ένα ακόμη πίσω δεξιά και πίσω αριστερά. Έτσι τα Νούμερα του ιππικού όχι μόνο προστάτευαν τα πλευρά και καιροφυλακτούσαν προς υπερκερασμό του αντιπάλου αλλά αποτελούσαν παράλληλα την οπισθοφυλακή και την εφεδρεία. Οι Βυζαντινοί γενικά προτιμούσαν να χρησιμοποιούν το ιππικό για υπερκερασμό και περικύκλωση του εχθρού, αντί για μετωπικές επιθέσεις και σχεδόν πάντα, οι επιθέσεις τους προπαρασκευάζονταν και υποστηρίζονταν από τοξοβολία. Οι πρώτοι ζυγοί ξεκινούσαν με το τόξο και συνέχιζαν με τη λόγχη, ενώ οι επερχόμενοι ζυγοί τους κάλυπταν τοξεύοντας τον εχθρό από πάνω τους. Αυτός ο συνδυασμός τοξοβολίας και κρούσης έφερνε τον αντίπαλο σε μειονεκτική θέση. Εάν πύκνωναν τις τάξεις τους για να αμυνθούν καλύτερα απέναντι στα Κοντάρια, εκτίθονταν περισσότερο στον καταιγισμό από βέλη κι αν αραίωναν για να αποφύγουν τα βέλη, διευκόλυναν το έργο των λογχοφόρων στο να διασπάσουν λεπτότερες γραμμές. Πολλές φορές η τοξοβολία και η έναρξη μιας επίθεσης ήταν αρκετά για να διαλύσουν τον εχθρό χωρίς να χρειαστεί εκ του συστάδην μάχη.
Το Πολεμικό Ναυτικό Στην επί 1.123 χρόνια ζωή του Μεσαιωνικού Ρωμαϊκού «Βυζαντινού» Κράτους, το Ναυτικό κατέχει ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση. Αποτελεί του αρμούς της Αυτοκρατορίας, υπηρετεί τη δόξα της και την ευημερία και αποτρέπει τον κίνδυνο. Όταν το Ναυτικό παραμελείται το Βυζάντιο ταπεινώνεται και όταν εκείνο εκλείπει, σαν πραγματική δύναμη, ακολουθεί η κατάρρευση της μεγάλης χριστιανικής Αυτοκρατορίας της ανατολής.
Ο κεντρικός ή αυτοκρατορικός στόλος ή Βασιλικόν Πλώϊμον. Αποτελείται από βαριά πλοία, τους δρόμωνες, οπλίζεται, επανδρώνεται και συντηρείται από την Κωνσταντινούπολη και επιφορτίζεται βασικά με μακρυνές αποστολές. Τον καιρό της ειρήνης σταθμεύει στην πρωτεύουσα ή τα στρατηγικά σημεία του θαλασσινού μετώπου της Αυτοκρατορίας, πού ελέγχουν τους διεθνείς θαλάσσιους δρόμους. Τα πληρώματα του στρατολογούνται στην Πρωτεύουσα και τα περίχωρα της ανάμεσα στους επαγγελματίες ναυτικούς αλλά και σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία. Καθώς όμως δεν επαρκεί ο στόλος αυτός να υπερασπίσει τα απέραντα παράλια των χωρών της Αυτοκρατορίας, βοηθείται από το Θεματικόν Πλώϊμον δηλ. τους περιφερειακούς στόλους πού χωρίζονται σε επαρχιακούς και (καθαρά) θεματικούς.
Ο επαρχιακός στόλος Αποτελείται βασικά από ελαφρές πολεμικές μονάδες, τις γαλέες ή μονήρια και τα χελάνδια ή του μικρούς δρόμωνες. Oι μοίρες του σταθμεύουν στην επαρχία, στην οποία ανήκει, υπάγεται διοικητικά στις αρχές της επαρχίας αυτής (ή του θέματος) δηλ. στο Στρατηγό του θέματος, οπλίζεται και συντηρείται από την κεντρική εξουσία δηλ. το Θησαυροφυλάκιο της Πρωτευούσης και επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται επί τόπου, άλλα και σέ διάφορα άλλα σημεία της Αυτοκρατορίας. Επιφορτισμένος με την φρούρηση των ακτών της επαρχίας του είναι βασικά ένας αμυντικός σχηματισμός. Έχει επί κεφαλής του τον Τουρμάρχη του Πλωΐμου (= τον διοικητή μοίρας) και εφόσον δρα στην επαρχία του, υπάγεται στον στρατηγό, διοικητή της Επαρχίας, όταν όμως συμμετέχει σε γενικώτερες επιχειρήσεις, υπάγεται στον Δρουγγάριον των Πλωΐμων. Ο Τουρμάρχης, διορίζεται από τον Αυτοκράτορα και έχει συνήθως στη δύναμή του 3-4 ελαφρά πλοία, σπανίως δε περισσότερα.
Ο θεματικός στόλος Συγκροτείται μόνο στα ναυτικά θέματα δηλ. στα θέματα (ή περιφέρειες) εκείνα, στα οποία λόγω της γεωγραφικής τους θέσεως ή της εκτάσεως των παραλίων δικαιολογείται να υπάρχει ισχυρός στόλος. Αποτελείται από πλοία όλων των ειδών (δρόμωνες και ελαφρά πλοία), από τα οποία οι δρόμωνες είναι εφοδιασμένα με το τρομερό Υγρόν Πυρ, όπως και τα καράβια του αυτοκρατορικού στόλου. Εξοπλίζεται και συντηρείται στις Επαρχίες-Θέματα, από τις οποίες και εξαρτάται. Διαθέτει βάσεις, ναυπηγεία και ναυστάθμους. Επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται στην επαρχία, όπου σταθμεύει. Αποστολή έχει να προστατεύει την περιοχή, που τον συγκροτεί και τον συντηρεί και να προσβάλλει στην ακτίνα δράσεως του τους εχθρικούς στόλους. Υπάγεται στον διοικητή της περιοχής ή του θέματος, ο οποίος επειδή το θέμα είναι ναυτικό δεν είναι στρατιωτικός αλλά ναυτικός και φέρει τον τίτλο του Δρουγγαρίου δηλ. του ναυάρχου. Οι στόλοι υποδιαιρούντο σε μοίρες, κάθε δε μοίρα αποτελείτο από 3-5 δρόμωνες και είχε διοικητή τον Κόμη. Ο πολεμικός άρχων (πλοίαρχος) κάθε πλοίου ωνομαζόταν Κεντυρίων δηλαδή Εκατόνταρχος, διότι ο δρόμων - το καθ’ αυτό πολεμικό καράβι των Βυζαντινών - είχε εκατό κουπιά, με ισάριθμους ερέτες ή ελάτες (κωπηλάτες). Αργότερα ονομάσθηκε Κυβερνήτης ή Καπετάνιος (από αναγραμματισμό του τίτλου Κατεπάνω).
Τύποι πλοίων Στο στόλο των Βυζαντινών ανήκαν οι δρόμωνες, οι πάμφυλοι, που ήταν μικρότεροι των δρομώνων, οι μονήρεις ελάσσονες δρόμωνες για ανιχνεύσεις, οι γαλέες (γαλέρες), τα βοηθητικά σανδάλια, τα ιππαγωγά χελάνδια (βενετσιάνικα: chelandio), τα μεταγωγικά καματηρά καράβια κ.ά. Το κατ' εξοχήν πολεμικό πλοίο των Βυζαντινών ήταν ο δρόμων ένα ελαφρύ και ευκίνητο πλοίο, το οποίο συχνά διέφερε ως προς τον τύπο και τις διαστάσεις του. Οι δρόμωνες ήταν εξοπλισμένοι με διαφόρων ειδών πολεμικές μηχανές και κατασκευές (ξυλόκαστρα, τοξοβολίστρες, κ.α.) και τους περίφημους σίφωνες (περί τα τέλη του 7ου αιώνα), με τους οποίους εκτόξευαν το υγρό πυρ που έκαιγε τα εχθρικά πλοία. Τα πλοία αυτά αναφέρονται ως σιφωνοφόροι δρόμωνες ή κακκαβοπυρφόροι. ΓΑΛΕΡΑ
ΧΕΛΑΝΔΡΙΟΝ
Όπλα O τομέας του πολέμου στο Βυζάντιο γνώρισε συνεχείς εξελίξεις στην επινόηση νέων όπλων και στη βελτίωση των υπαρχόντων, αποτέλεσμα της προσπάθειας υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου και αντιμετώπισης των επιθετικών του διαθέσεων.Ο ατομικός οπλισμός των πολεμιστών ποίκιλε ανάλογα με την εποχή, το είδος και τη σημασία της στρατιωτικής τους μονάδας. Υπήρχαν μάλιστα ειδικά κρατικά εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων, τα αρμαμέντα, ενώ η οπλοφορία και το εμπόριο όπλων από ιδιώτες απαγορευόταν αυστηρά. Τα βυζαντινά όπλα χωρίζονται σε αμυντικά και επιθετικά. Στον αμυντικό εξοπλισμό ανήκει η πανοπλία που περιλάμβανε το σιδερένιο κράνος, τον σιδερένιο, αλυσιδωτό ή φολιδωτό θώρακα που προφύλασσε τον κορμό, τα ειδικά προστατευτικά των χεριών και των ποδιών, και τις ασπίδες, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Επειδή μια τέτοια πανοπλία ήταν ακριβή, πολλοί στρατιώτες κατέφευγαν σε απλούστερες λύσεις, όπως υφασμάτινα κράνη και ενδύματα από δέρματα ή σκληρά υφάσματα.
Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα, για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούν τον εχθρό από μεγάλη απόσταση. Στα πρώτα ανήκει το ξίφος, το κατ’ εξοχήν επιθετικό όπλο των Βυζαντινών, η λόγχη, από τα σημαντικότερα όπλα των μονάδων του πεζικού, το ρόπαλο, που το χρησιμοποιούσε το βαριά οπλισμένο ιππικό, και το τσεκούρι.Το τόξο ήταν το σπουδαιότερο εκηβόλο όπλο. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των ναυμαχιών και των πολιορκιών δεν ήταν σπάνια η χρήση πυρφόρων βελών. Ένα τόξο μικρότερου μεγέθους ήταν το σωληνάριον, που εκτόξευε μικρά βέλη, τις μύιες, ενώ ένα ιδιαίτερα φονικό όπλο ήταν η τζάγγρα, ένα κοντό και πολύ ισχυρό τόξο, επειδή τα βέλη της διαπερνούσαν τη θωράκιση του αντιπάλου.
Μία άλλη σημαντική κατηγορία όπλων ήταν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων. Στις πολιορκητικές μηχανές των πολιορκητών, εκτός από τις σκάλες και τις ξύλινες γέφυρες, ανήκει ο κριός, με τον οποίο γκρέμιζαν ευπαθή τμήματα των τειχών, το πετροβόλον, που εκσφενδόνιζε μεγάλες πέτρες, οι ελεπόλεις, ξύλινοι τροχοφόροι πύργοι, και η χελώνη, με την οποία οι στρατιώτες πλησίαζαν τα τείχη, έπλητταν τη λιθοδομή τους ή έσκαβαν το έδαφος δημιουργώντας σήραγγες. Όσον αφορά το ναυτικό, τα βυζαντινά πλοία ήταν εξοπλισμένα με «ξυλόκαστρα», απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων, και με εκτοξευτικές μηχανές για τη ρίψη δοχείων με υγρό πυρ. Κατά τη ναυμαχία χρησιμοποιούσαν επίσης χειροσίφωνες, μικρά δηλαδή φορητά φλογοβόλα, και τοξοβαλλίστρες, που εκτόξευαν μικρά βέλη. Τέλος, στην περιφέρεια των πλοίων, ασπίδες και δέρματα εμποτισμένα με νερό προστάτευαν τους πολεμιστές και τα σκάφη από τις εχθρικές εμπρηστικές ύλες.