Η εξέγερση που έρχεται – Αόρατη επιτροπή από όποια πλευρά… Απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς, δεν υπάρχει διαφυγή από το παρόν. Αυτή δεν είναι η μικρότερη από τις αρετές του. Σ’ αυτούς που θέλουν απόλυτα να ελπίζουν, τους κλέβει κάθε στήριγμα. Εκείνοι που παριστάνουν ότι διαθέτουν λύσεις, διαψεύδονται στη στιγμή. Είναι πράγμα κατανοητό ότι όλα δε μπορούν να πάνε παρά από το κακό στο χειρότερο. “Το μέλλον δεν έχει πια από “αυτό που έρχεται” ” είναι η σοφία μιας εποχής που έχει φθάσει, παρά την εμφάνιση ακραίας ομαλότητας, στο επίπεδο της συνείδησης των πρώτων punks. Η σφαίρα της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι κλειστή. Από τα αριστερά ως τα δεξιά είναι το ίδιο τίποτα που τη μία παριστάνει τον καμπόσο και την άλλη την παρθένα, τα ίδια σταντ των εφημερίδων που αλλάζουν το λόγο τους σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα της υπηρεσίας πληροφοριών. ΌΌσοι ψηφίζουν ακόμη δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν άλλη πρόθεση από το να ανατινάξουν τις κάλπες με το να ψηφίζουν για καθαρή διαμαρτυρία. Αρχίσαμε να εικάζουμε ότι το να συνεχίζουν να ψηφίζουν, ως πράξη, είναι ενάντια στην ίδια την ψήφο. Τίποτα από όλα όσα εμφανίζονται δεν είναι, και μακρόθεν στο ύψος της περίστασης. Και στη σιωπή του μέσα, ο πληθυσμός μοιάζει άπειρα πιο ώριμος από όλες τις μαριονέτες που καυγαδίζουν για να τον κυβερνήσουν. Οποιοσδήποτε chibani 1 είναι πιο σοφός στις κουβέντες απ’ όποιον απ’ τους δήθεν κυβερνώντες σε όλες τους τις διακηρύξεις μαζί. Το καπάκι της κοινωνικής χύτρας είναι τριπλοσφραγισμένο ενώ στο εσωτερικό της η πίεση ανεβαίνει ασταμάτητα. Από την Αργεντινή ερχόμενο, το φάντασμα του Que se vayan todos !2 αρχίζει να στοιχειώνει στα σοβαρά τις κυβερνώσες κεφαλές.
Η πυρκαγιά του νοεμβρίου του 2005 δε σταματάει πλέον να ρίχνει τη σκιά της σε όλες τις συνειδήσεις. Αυτές οι πρώτες φωτιές χαράς είναι το βάπτισμα για μια δεκαετία γεμάτη υποσχέσεις. Η μηντιακή αφήγηση για τα “προάστια-ενάντια-στη-Δημοκρατία3”, κι αν δε στερείται αποτελεσματικότητας, στερείται αλήθειας. Εστίες φωτιάς έφτασαν ως τα κέντρα των πόλεων, κάτι που αποσιωπήθηκε μεθοδευμένα. Ολόκληροι δρόμοι της Βαρκελώνης κάηκαν σε αλληλεγγύη και δεν το έμαθε κανείς παρά μόνο οι κάτοικοί τους. Και επίσης δεν είναι αλήθεια ότι η χώρα έκτοτε σταμάτησε να καίγεται. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους βρίσκει κανείς φιγούρες κάθε είδους που δε μπορούν να ενοποιηθούν από τίποτε άλλο παρά από το μίσος τους για την υπάρχουσα κοινωνία, και όχι από την τάξη, τη φυλή, ούτε καν τη συνοικία τους. Το νέο δεν έγκειται στην “εξέγερση των προαστίων”, η οποία ήδη το 1980 δεν ήταν κάτι καινούριο, αλλά στη ρήξη των καθιερωμένων μορφών. Οι επιδρομείς δεν άκουγαν πλέον κανέναν, ούτε τα μεγάλα τους αδέρφια ούτε τον τοπικό σύλλογο που όφειλε να διαχειριστεί την επιστροφή στην ομαλότητα. Κανένα “SOS Racisme”4 δε θα μπορέσει να βυθίσει τις καρκινικές του ρίζες σ’ εκείνο το γεγονός, στο οποίο μόνο η κούραση, η διαστρέβλωση και η μηντιακή omerta5 μπόρεσαν να προσποιηθούν ότι βάζουν ένα τέρμα. ΌΌλη αυτή η αλληλουχία νυχτερινών χτυπημάτων, ανώνυμων επιθέσεων, καταστροφών χωρίς λόγια είχαν την αξιοσύνη να ανοίξουν στο μέγιστό του το χάσμα μεταξύ της πολιτικής και του πολιτικού. Κανείς δε μπορεί έντιμα να αρνηθεί τη σαφήνεια αυτής της επίθεσης που δε σχηματοποίησε καμιά διεκδίκηση, κανένα μήνυμα άλλο από το μήνυμα της απειλής· που δεν είχε να κάνει με την πολιτική. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μη βλέπει όλο αυτό το καθαρά πολιτικό μέσα σ’ αυτή την ακλόνητη άρνηση της πολιτικής· ή να μη γνωρίζει τίποτα για τα αυτόνομα κινήματα της νεολαίας εδώ και τριάντα χρόνια. Κάψαμε σαν στρατιώτες σε δύσκολη αποστολή τα πρώτα στολίδια μιας κοινωνίας που δεν αξίζει περισσότερο σεβασμό από όσο τα παρισινά μνημεία στο τέλος της Αιματοβαμμένης Εβδομάδας6 – και το γνωρίζει.