Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ... ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ! Β. Δ. Αναγνωστόπουλος
Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Ε
ίναι αλήθεια ότι χαίρομαι ιδιαίτερα όταν έρχεται στα χέρια μου και δια βάζω το βιβλίο ενός νέου ανθρώπου – νέου τόσο στην ηλικία όσο και σε εμπειρία. Το δροσερό ύφος, ο ενθουσιασμός και η ειλικρινής προσέγγιση σε ένα θέμα οικείο όπως η ανάγνωση, σου παρέχουν μια καινούργια οπτική που αξίζει να τη σχολιάσεις. Αφορμή παίρνω από το ολιγοσέλιδο βιβλίο του Νίκου Σιδέρη, Η αναγκαιότητα της ανάγνωσης – Μανιφέστο (εκδ. Μιχάλη Σιδέρη, Αθήνα 2016, σ. 60). Ο συγγραφέας είναι άνθρωπος του βιβλίου. Ασχολείται επαγγελματικά με αυτό, έχοντας κάνει σπουδές Βιβλιοθηκονομίας. Κέντρο των σκέψεων και των ανα λυτικών στοχασμών του είναι η ερωτηματική φράση του: «Μπορεί η ανάγνω ση να αλλάξει τον κόσμο;» Μέσα από δύο βασικές ενότητες αναλύει διεξοδικά τις έννοιες «ανάγνωση», «αναγνώσματα», «αναγνώστες». Κι όλο αυτό χωρίς παραπομπές και βιβλιογραφική τεκμηρίωση, όπως συνηθίζεται (και θεωρείται αναγκαίο) σε παρόμοιες μελέτες. Καταθέτει τις σκέψεις του ως απλός ανα γνώστης, και μετατρέπεται σε χείμαρρο αποριών ως προς τη θέση που κατέχει το βιβλίο σήμερα, την «πολλές φορές εθελούσια περιφρόνηση της λογοτε χνίας», την «υποβάθμιση των ουμανιστικών σπουδών», «τον υλισμό και την κερδοθηρία», κ.ά. Το κείμενο διαπερνά ένα κύμα αγνού ρομαντισμού και υψηλής ευαισθη σίας, και ο αναγνώστης σαγηνεύεται από τον ωραίο λόγο και την αποφθεγ ματική διάθεσή του. Μπαίνω γι’ αυτό στον πειρασμό να παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα που ξεχώρισα: «Η ανάγνωση για τον αναγνώστη είναι ιερή σπορά», «Κάθε ανάγνωση αφήνει ένα στίγμα, μια ουλή στην προσωπικότητα του αναγνώστη», «Οι παιδικές μου αναμνήσεις ήταν, λοιπόν, όχι μόνο σύντρο φοι της παιδικής μου ηλικίας, αλλά ταυτόχρονα παιδαγωγοί και μέντορες», «Ωστόσο, η ανάγνωση είναι μια σκάλα που πρέπει να ανεβεί ο αναγνώστης και τα αναγνώσματα αποτελούν τα σκαλοπάτια της», «Δεν είναι άραγε η ανά γνωση ένας χορός των αισθήσεων;», κ.ά. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω τη χρήση λογοτεχνικών βιβλίων από την ελληνική και την ξένη γραμματεία εκ μέρους του συγγραφέα, ως επιτυχημένων παραδειγμάτων για την τεκμηρίωση των απόψεων του συγγραφέα, και τα οποία αποτελούν τρόπον τινά προτάσεις προς ανάγνωση. Σχετικά όμως με την καταληκτήρια ενότητα ΙΙ (σσ. 50-53), θα μπορούσε κανείς να πει ότι χρειαζόταν μια ευρύτερη ανάλυση, ερμηνεία και εμπέδωση των θέσεων, όταν εξομοιώνουμε τη δύναμη της συγγραφής με αυτήν της ανά γνωσης. Το ίδιο θα λέγαμε και για τις «συνιστώσες» της ανάγνωσης, όπως αυτές περιγράφονται: «η περιέργεια, η ελπίδα, η επικοινωνία και η επαφή με
65
ΤΕΥΧΟΣ 125 / 2018