σοδειά τχ.15

Page 1

Μαρτιος - Μαιος 2013 Τευχοσ 15 - Ετος 4 ISSN: 2241-2212

τριΜηνη ΠΕριοδικη ςυγκοΜιδη γραΜΜατων και τΕχνων

04 το ςκιαχτρο 05 ΠροςωΠα 08 ΘΕατρο 11 αγραναΠαυςη 12 κινηΜατογραφος 15 Ποιητικη ΠαιδΕια 16 ΛογοτΕχνια 22 ΠΕζο 23 χρονογραφος 24 διηγηΜα 26 Ποιητικος Λογος 30 ΜΕταφραςΕις 31 ΒιΒΛιο


ΟΜΑΔΑ ΕΚΔΟΣΗΣ

Δημήτρης Δικαίος Μαρία Ροδοπούλου Μπατίστας Μαλαματένιος Ματθαίος Ματθαιάδης Υπεύθυνη ύλης Μαρία Ροδοπούλου Σύνταξη - Σελιδοποίηση Δημήτρης Δικαίος Γραφιστική επιμέλεια Αννα Στράνη Εξώφυλλο τεύχους Μαγιάτικο Στεφάνι του Δ. Δικαίου Γλωσσική επιμέλεια - Διόρθωση Μπατίστας Μαλαματένιος Φωτογραφία Μ. Λεσσές - Δ. Μακαρώνας Σκιτσογραφία Γιώργος Ασημακόπουλος ιστοσελίδα περιοδικού sodeia.net ηλεκτρονικό ταχυδρομείο sodeia@ymail.com τηλέφωνο επικοινωνίας 694 717 600 5 Κατηγορία εντύπου συγκομιδή και προώθηση λογοτεχνικών κειμένων Εδρα παραγωγής Σπέτσες, Ελλάδα Ταχυδρομική διεύθυνση περιοδικό σοδειά Ελλη Τζιάμου Σπέτσες τ.κ.180 50 Επιμέλεια προεκτύπωσης Ματθαίος Ματθαιάδης Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία Γραφικές Τέχνες ASO Ι. & Ε. Σαββογλίδου Ο.Ε. Χίου 49, Αθήνα. τ.κ.104 39

τεύχος 15 συγγραφική ομάδα

κατά σειρά θεμάτων

Δημήτρης Δικαίος, Μαρία Ροδοπούλου, Κορνήλιος Ρουσάκης, Ζιζάνιο, Γιώργος Ρούσσος, Ματθαίος Ματθαιάδης, Αλέξανδρος Πετρόχειλος, Αννα Νιαράκη, Βάιος Νικιώτης, Γιώργος Τζαβλάκης, Νίκος Αντωνόπουλος, Αγγελος Τζιβελέκης, Πέτρος Λυγίζος, Φίλιππος Αγγελής, Larry Cool, Δημήτρης Π. Κρανιώτης, Babak Sadegh Khanjani. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή ολόκληρου ή μέρος κειμένου, μόνο όταν αναφέρεται η πηγή του. Τα ενυπόγραφα κείμενα εκφράζουν την άποψη των αρθρογράφων τους και όχι, του περιοδικού στο σύνολό του. Καλή Ανάγνωση επόμενο τεύχος από τις 15/6 στα βιβλιοπωλεία


Μάρτιος - Μάιος 2013

περιεχόμενα

05

04 το σκιάxτρο καθαιρέστε τουςςωτήρες 05 πρόσωπα Sylvia Plath 08 θέατρο Λούλα αναγνωστάκη 11 αγρανάπαυση Erotas sta xronia tou internet

Sylvia Plath ΠΡΟΣΩΠΑ

08

12 κινηματογράφος Ivan’s Childhood (1962) 15 ποιητική παιδεία α. καρυωτάκης β. Πολυδούρη 16 λογοτεχνία αιολική γη 22 πεζό αθήνα 23 χρονογράφος οι κυρατζήδες της ψυχής

Λούλα Αναγνωστάκη ΘΕΑΤΡΟ

16

24 διήγημα η μοίρα των τρελών 26 ποιητικός Λόγος δέκα ποιητές γράφουν 30 μεταφράσεις Béatrice Libert 31 βιβλίο νέες εκδοτικές απόπειρες

Αιολική Γη - Ηλίας Βενέζης ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


μέλη της οποίας είμαστε όλοι. Ερημωμένες ψυχές, φιλήσυχοι πολίτες, αποδεκατισμένοι ψηφοφόροι που λησμονήσαμε κάθε τι ανθρώπινο και μπουσουλάμε αδέσποτοι.

ΚΑΘΑΙΡΕΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΩΤΗΡΕΣ

[το σκιάxτρο] εικαστικά

του Δημήτρη Δικαίου

Εντέλει, αποζητούμε μια σωτήρια διέξοδο μέσα από ξεπερασμένες εκλογικές διαδικασίες, επισημαίνοντας, ο καθένας από εμάς στον κύκλο του, την ανάγκη ύπαρξης ή εύρεσης ενός σωτήρα. Εκατομμύρια αποδεκατισμένοι περιμένουν ένα θαύμα. Το θαύμα, περίπου ή ακριβώς, δε χαρίζεται αλλά, δημιουργείται. Η στρατευμένη τέχνη, οι στρατευμένοι άνθρωποι, εμποδίζουν την επίτευξη του θαύματος, αποσκοπώντας στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Μία κοινωνική έκρηξη προϋποθέτει κοινωνική συνοχή, καθαίρεση του πολλά υποσχόμενου σωτήρα (απ’ όπου και αν προέρχεται), ενορχήστρωση με τις ανοιχτές πληγές της κοινωνίας, τις ανοιχτές συζητήσεις και σύμπραξη με τις συλλογικές αποφάσεις των ομάδων.

Υπήρξαμε, πιστεύω, τρόφιμοι μιας άνοστης εποχής. Σπαταλήσαμε κάθε Κυριακή με ένα φραπέ στο χέρι. Η κάθε άνοιξη, μοιάζει με νεκρώσιμη ακολουθία και πομπή σκελετωμένων στιγμών. Αδύναμοι άνθρωποι, αντιμέτωποι με μια δυσβάσταχτη καθημερινότητα. Αποκαμωθήκαμε, καταλήγοντας σήμερα να διψάμε ικανοποίηση. Συνηθίσαμε στο βιασμό και την εκμετάλλευση. Αλλοιωμένοι, αλιεύουμε καθαρούς οργανισμούς. Εκπαιδευτήκαμε όμως έτσι, ώστε να ηγούμεθα των νεοσυλλέκτων. Οι μαθητές μιας ξύλινης παιδείας, αποτελούνε στόχο. Είμαστε όλοι, στόχος. Μας αγαπάνε, μας περιποιούνται όσο τους εξυπηρετούμε και δηλώνουμε πρόθυμοι να μην παρεκκλίνουμε της πεπατημένης. Με μεγαλίστικες γόβες, σα τσιγγανοπούλες, φλερτάρουν το επίκεντρο, οι *ποιητές. Συγνώμη, οι μαθητές, ήθελα να γράψω. Οι μαθητές μια συστημικής νοοτροπίας που κατακεραυνώνει την ελεύθερη βούληση του ατόμου και επιθυμεί την αποδόμηση κάθε αξίας και ιδιαιτερότητας. Αυτά τα παιδιά, που επαναστατούν σήμερα, μπουκώνοντας το κλιμακοστάσιο μιας τράπεζας με οργή, θα φτύσουν την οργή αυτή αύριο, στους θετούς γονείς τους. Αν δεν το πράξουν, θα απορροφηθούν αυτόματα από την κοινωνία των απράκτων,

Όσο το κράτος είναι εχθρικό προς τον πολίτη, ο πολίτης, το λιγότερο που έχει να πράξει, είναι να, είναι εχθρικός απέναντι στο κράτος στηρίζοντας κάθε αντι-εξουσιαστική κίνηση. Τηρώντας καθημερινά, σκληρή στάση απέναντι σε αυτό. Όταν και όποτε, το κράτος γίνει φιλικό απέναντι στον πολίτη, καμία στάση ή αντι-εξουσιαστική μορφή αντίστασης, δεν έχει θέση στην κοινωνία. *όσο για τους ποιητές, δε θ’ αλλάξουν τίποτε απ’ τον κόσμο αυτό, ωσότου αναγνωρίσουν τη μάνα που τους γέννησε, ως βιολογική.

4


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Sylvia Plath

Από την πρώτη στιγμή που την γνώρισα μέσα από την κληρονομιά που άφησε στον κόσμο, μου θύμισε το παιδί που προσπαθούσε ν αδειάσει την θάλασσα με τις χούφτες του. Εάν είχε ζήσει σε παλαιότερες εποχές είτε θα είχε γίνει αγία είτε θα την είχαν κάψει στην πυρά σαν μάγισσα. Σκέφτομαι μάλιστα πως θα μπορούσαν να είχαν συμβεί και τα δύο μαζί. Η ίδια έβλεπε τον εαυτό της χαμένο ανάμεσα στις πτυχές της. Δεν ήταν μόνο δύο. Η Σύλβια Πλάθ δεν ήταν μόνο αγία και μάγισσα. Ήταν πρώτα απ όλα και πάνω απ όλα ποιήτρια μέχρι την τελευταία ανάσα της.

[πρόσωπα]

«Είμαι έτοιμη να ερμηνεύσω τους καιρούς που με στάχτη ζευγάρωσα μες στην σκιά μιας πέτρας. Οι αστράγαλοι μου φωτίζονται. Η λάμψη σκαρφαλώνει στους μηρούς μου. Χάνομαι Χάνομαι στα πέπλα αυτού του φωτός» Φλεγόμενη Μάγισσα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΘΕΟΣ

Θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί παιδί-θαύμα στον χώρο της ποίησης μιας και το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε σε ηλικία οκτώ ετών. Η ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία της μεταφέρθηκε άνετα στην ποίηση όπου συναντάμε πολλές φορές την απόγνωση, τον πόθο για τον θάνατο αλλά και την ανάγκη για έρωτα, αγάπη και πάθος για ζωή. Συχνά διανθίζεται με ένα ιδιαίτερο χιούμορ και ειρωνεία. Μια ποιητική ιδιοφυία, η Σύλβια Πλάθ άφησε πίσω της ένα πλούσιο έργο πάνω από 250 ποιήματα, άρθρα, δοκίμια, ένα θεατρικό και ένα μυθιστόρημα.

της Μαρίας Ροδοπούλου

5


Η Σύλβια γεννήθηκε το 1932 και πέρασε την παιδική της ηλικία κοντά στην θάλασσα. Ο χαμός του πατέρα της όταν ήταν εννέα ετών την σημαδεύει ανεξίτηλα. Μέχρι τον θάνατό της κουβαλάει μια οργή μέσα της για τον χαμό του πατέρα της. Η οργή της γεννά τον μύθο της προδοσίας όπου απλώνεται στην αιώνια σύγκρουση μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού. Πολλές φορές εξομοιώνει το πρόσωπο του πατέρα με θηρίο αναζητώντας από την μία την δικαιολογία για τον θυμό της και από την άλλη την λύτρωση από τον βαθύ πόνο. «Εάν έχω σκοτώσει έναν άντρα, έχω σκοτώσει δύο Τον βρικόλακα που είπε ότι ήσουν εσύ και συνέχεια έπινε το αίμα μου, Επτά έτη, εάν θες να ξέρεις. Μπαμπά, τώρα μπορείς να ξεκουραστείς Μ’ ένα παλούκι στην χοντρή, μαύρη καρδιά σου και οι χωρικοί ποτέ δεν σε συμπάθησαν. Τριγύρω σου χορεύουν και σε ποδοπατούν Πάντα ήξεραν ότι ήσουν εσύ Μπαμπά, μπαμπά μπάσταρδε επιτέλους σε προσπέρασα» Daddy

Ας μην γελιόμαστε όμως. Η Πλαθ γεννήθηκε με την ‘κατάρα’ της ποιητικής τελειότητας. Παρόλο που ήταν έντονη κοινωνική προσωπικότητα, οι υψηλοί της στόχοι και η δίψα για αναγνώριση την οδηγούν στην κατάθλιψη. Κατά την διάρκεια της φοιτητικής ζωής της κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Εισάγεται σε ψυχιατρικό ίδρυμα όπου δέχεται θεραπεία με ηλεκτροσόκ. «Το έκανα ξανά Κάθε δεκαετία μία φορά Το καταφέρνω

[πρόσωπα]

Το να πεθαίνεις Είναι μια τέχνη όπως και καθετί άλλο Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά» Λαίδη Λάζαρος

Ο φυσικός κόσμος στα ποιήματά της χρησιμοποιείται ως μέσον και ποτέ ως επίκεντρο. Είναι απρόσωπος, αμετακίνητος και αιώνιος. Πολλές φορές τον αντιμετωπίζει με ειρωνεία, άλλες με οργή. Αλλά τις περισσότερες φορές βλέπεις και ζεις την αγωνία του θανάτου συνδυασμένη με την σφοδρή επιθυμία για αποκόλληση από το σώμα.

6


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

«Πόσα μύρια νήματα το πλήθος που μασουλά φιστίκια στριμώχνεται να δει Να με ξετυλίγουν χέρια και πόδιαΤο μεγάλο ξεγύμνωμα» Λαίδη Λάζαρος

Η Σύλβια Πλάθ γνωρίζει τον έρωτα και την αγάπη στο πρόσωπο του Άγγλου ποιητή Τέντ Χιούζ. Κάνουν μαζί δύο παιδιά αφού μετακόμισαν στις ΗΠΑ. «Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες. Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν μαρτιάτικο κλαδί Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο κι ένα πόδι Από πέτρα σε σύννεφο έτσι ανυψώθηκα…» Ερωτικό Γράμμα

Το 1962 το ζευγάρι χωρίζει αφού η Πλάθ μαθαίνει για μια σχέση του άντρα της με οικογενειακή τους φίλη. Η Σύλβια επιστρέφει στο Λονδίνο με τα δύο της παιδιά όπου επιδίδεται σε ξέφρενο γράψιμο. «Η ποίηση είναι πίδακας αίματος. Τίποτα δεν την σταματά»

[πρόσωπα]

Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, σε ηλικία τριάντα ετών η Σύλβια Πλαθ αφήνει την τελευταία της πνοή στο Λονδίνο στο σπίτι που έζησε ο αγαπημένος της ποιητής W.B.Yeats. Η ποίηση της γεννά στον αναγνώστη μια πρωτόγνωρη συγκίνηση και τον οδηγεί με επιδεξιότητα χειρούργου μέσα από την αγωνία, τον πόνο, την σύγκρουση με το αναπόφευκτο και την κραυγή για μια βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ.

Η Σύλβια Πλάθ ήταν «το κορίτσι που ήθελε να γίνει θεός» «έχω τα ρούχα μιας χοντρής γυναίκας που δεν γνωρίζω. Έχω την χτένα και την βούρτσα μου. Έχω ένα κενό. Είμαι τόσο ευάλωτη ξαφνικά. Είμαι μια πληγή που βγαίνει από το νοσοκομείο. Είμαι μια πληγή που την αφήνουν να φύγει. Αφήνω πίσω την υγεία μου. Αφήνω κάποιον που θα μπορούσε να προσκολληθεί σε μένα : λύνω τα δάχτυλά της σαν επιδέσμους: φεύγω» Τρεις Γυναίκες 7


ΘΕΑΤΡΟ new

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΛΟΥΛΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

[θέατρο]

_γράφει ο Κορνήλιος Ρουσάκης

αναπτύσσονται οι σχέσεις των προσώπων. Η δράση τοποθετείται σε μια βιομηχανική πόλη της Γερμανίας. Το «στείρο» βιομηχανικό περιβάλλον της γερμανικής πόλης, με τις εκτελέσεις και τη δράση των καταδοτών, δίνει στο ξεριζωμό διαστάσεις ενός εφιαλτικού εγκλωβισμού. Το ίδιο θεματικό μοτίβο συναντάμε και στο προγενέστερο έργο της Αναγνωστάκη, Αντόνιο ή το μήνυμα, αλλά και στην Κασέτα που έπεται. Στο πρώτο η δράση μεταφέρεται σε μια χώρα του εξωτερικού. Ο τόπος, ο χρόνος και το παρελθόν των προσώπων δεν ορίζονται επακριβώς αν και υπάρχει έντονη η αίσθηση πως πρόκειται για μια πόλη της Αγγλίας. Η Αλίκη είναι μια ελληνίδα μετανάστρια που ζει σ’ ένα ήσυχο προάστιο και δέχεται την επίσκεψη της Ελένης που είναι πολιτική πρόσφυγας. Σ’ αυτή τη χώρα οι μετανάστες θεωρούνται κακοποιά στοιχεία και παρακολουθούνται. Η αίσθηση της παρακολούθησης δεν είναι καινούργιο στοιχείο γι’ αυτούς, αφού τους κατασκόπευαν διαρκώς στην Ελλάδα. Στην πατρίδα τους ζούσαν με το φόβο, αλλά κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Κατά τη διαδικασία της απόδρασης έχασαν αγαπημένα πρόσωπα ή τα άφησαν πίσω. Σ’ αυτό το έργο η

Στα μετεμφυλιακά χρόνια, η εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών της χώρας με στόχο μια καλύτερη ζωή και η εγκατάσταση στα αστικά κέντρα αποτελούσε μονόδρομο για τις ελληνικές οικογένειες. Ακόμη πιο συχνό το φαινόμενο της μετανάστευσης στη Γερμανία, στην Αμερική, στην Αυστραλία. Οι ταραγμένες πολιτικές συνθήκες κι ο οικονομικός μαρασμός οδηγούν στην εγκατάλειψη της πατρογονικής εστίας και στην ερήμωση της ελληνικής περιφέρειας. Οι ξενιτεμένοι προσπαθούν να διατηρήσουν άσβεστη τη μνήμη του παρελθόντος, ανακαλώντας στο μυαλό τους εικόνες από την πατρίδα ή διατηρώντας ζωντανή την ελπίδα της επιστροφής. Η ζωή σε ξένο τόπο απασχολεί τη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη, σχεδόν σε όλα της τα έργα. Στη Νίκη, οι συνθήκες ζωής σ’ ένα ξένο τόπο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο 8


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

από τον άλλο. Γίνονται ξένοι για τον άλλο, όπως ξένοι νιώθουν και στους δρόμους της μεγάλης πρωτεύουσας. Η Αναγνωστάκη εστιάζει στην προσωπικότητα του «ξένου» και στα πολλά του πρόσωπα. Είναι ο μετανάστης, ο εργάτης, ο εξόριστος, ο κυνηγημένος, ο άστεγος, ο περιπλανώμενος, ο νόμιμος κι ο παράνομος. Απεικονίζει με μεγάλη λεπτομέρεια την άθλια ύπαρξη ξεριζωμένων πληθυσμών σε εχθρικές πόλεις. Η αναζήτηση ταυτότητας είναι για τους ξένους μια εξοντωτική διαδικασία. Τα σημεία αναφοράς — πολιτισμικά, εθνικά, φυλετικά, κοινωνικά— που είναι διαθέσιμα, είναι πολλά και διαφορετικά. Η προσαρμογή ενός αλλοδαπού στις νέες συνθήκες γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

[θέατρο]

έννοια του ξένου συνδέεται με τον πολιτικό εξοστρακισμό και την αναζήτηση ασφαλούς τόπου. Στην Κασέτα, που γράφηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο προσκήνιο έρχεται η Αθήνα της αντιπαροχής, των μικρών διαμερισμάτων που είναι παραταγμένα, σαν κλουβιά, το ένα δίπλα στο άλλο. Το όνειρο μιας καλύτερης ζωής ταυτίζεται με την κάθοδο στην πρωτεύουσα. Η οικογένεια στο έργο, αφήνει το ορεινό χωριό της Ξάνθης για να πάει στην Αθήνα. Το μικρό διαμέρισμα γίνεται ένας χώρος που φιλοξενεί περισσότερα άτομα από αυτά που θα έπρεπε. Η στενότητα του χώρου δημιουργεί απόσταση ανάμεσα στα πρόσωπα, αφού η ανάγκη για ζωτικό χώρο και χρόνο τα ωθεί να υψώσουν τείχη. Οι άνθρωποι γίνονται απρόσιτοι και απομακρύνονται ο ένας

9


[θέατρο]

Επικεντρώνοντας στη Νίκη παρατηρούμε πως δεν είναι ένα έργο που εξαντλείται στην απεικόνιση των δυσκολιών μια οικογένειας μεταναστών. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο φέρνει στο προσκήνιο την προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, σ’ ένα σύστημα που γιγαντώνεται κι είναι έτοιμο να τον κατασπαράξει. Η οικογένεια του έργου που αποτελείται από τη γριά, την κόρη της Βάσω, το γιo της Νίκο και τη θετή κόρη της γυναίκας, επιλέγει το δρόμο της ξενιτιάς επειδή δεν αντέχει να σηκώνει το βάρος μιας ξενιτιάς άλλου είδους, που βαραίνει τις πλάτες, το μυαλό και την ψυχή. Ο άλλος γιος της οικογένειας, ο Θανάσης, βρίσκεται στη φυλακή κατηγορούμενος για το φόνο του υποτιθέμενου εραστή της αδελφής του. Στο έργο δεν υπάρχει μια κοινωνιολογική προσέγγιση του ζητήματος της μετανάστευσης. Το θέμα παρουσιάζεται μέσα από το πρίσμα του ψυχολογικού βάρους των προσώπων σε συνδυασμό με το σκοτεινό πολιτικό σκηνικό. Ο μετανάστης είναι ξένος, τόσο απέναντι στους άλλους, όσο κι ως προς τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ενδεικτικοί οι μονόλογοι των προσώπων του έργου που «φλερτάρουν» με την απόγνωση. Ξεκινούν με μια παράθεση των δυσκολιών και των αντιξοοτήτων στον ξένο τόπο και καταλήγουν με τη διαπίστωση πως θα παραμείνουν εκεί. Ο τόπος είναι ξένος αλλά δεν υπάρχει άλλο πρόσφορο έδαφος. Ο φόβος λειτουργεί ανασταλτικά στη διαδικασία προσαρμογής του μετανάστη αλλά και στην ταχύτερη

αποδοχή από τους άλλους. Το εργασιακό περιβάλλον του Νίκου είναι ένας χώρος στον οποίο εκτυλίσσονται σκηνές βίας που είναι προϊόντα χαφιεδισμού και πολιτικών συγκρούσεων. Η γριά δεν βγαίνει από το σπίτι κι αναφέρει πως τη φοβίζουν οι Γερμανοί αστυνομικοί σε αντίθεση με τους αστυνομικούς στην Ελλάδα. Επιπλέον, στο μυαλό των προσώπων υπάρχουν καταγεγραμμένες εικόνες από το παρελθόν που ενισχύουν το στοιχείο του φόβου και που συμβάλλουν στην επιβάρυνση της ψυχολογικής τους κατάστασης. Βασικό κομμάτι της καθημερινότητας των ξενιτεμένων είναι ο αγώνας ενάντια στη λήθη. Οι άνθρωποι που ζουν μακριά από την πατρίδα προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες, να διατηρούν αναλλοίωτα τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, τη γλώσσα. Προσπαθούν να έχουν φυλαγμένες στα «δωμάτια» του μυαλού τις εικόνες που θα τους δίνουν δύναμη για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες στον αγώνα επιβίωσης.

10


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

[αγρανάπαυση]

Erotas sta xronia tou internet

Γυναίκα: Ξέρεις… Άντρας: Όταν ακούω να ξεκινάς προτάσεις με το «ξέρεις», ξέρω αμέσως ότι θα μιλήσεις για κάτι που δεν ξέρω αλλά θα ήθελες να τo ξέρω για να… Γυναίκα: Άρχισες τις κρυάδες πάλι; Θέλω να μιλήσουμε σοβαρά. Άντρας: Να τα μας και τα σοβαρά… Γυναίκα: Ξέρεις, είμαστε τόσο καιρό μαζί και ίσως θα έπρεπε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Άντρας: Ξέρεις ότι είμαι άνεργος με κομμένο ταμείο ανεργίας και εσύ δουλεύεις ημιαπασχόληση με 230 ευρώ το μήνα. Γυναίκα: Ξέρεις, οι άνθρωποι, βιολογικά και μόνο να το δεις, πρέπει να κάνουν κάποια πράγματα στη ζωή τους. Άντρας: Ξέρεις ότι στη Βιολογία είχα μείνει μετεξεταστέος! Γυναίκα: Άρχισες πάλι… Άντρας: Οκ. Πες μου. Γυναίκα: Έλεγα λοιπόν, αφού τα οικονομικά μας δεν επιτρέπουν γάμο, θα

μπορούσαμε να βρίσκαμε μια φωλίτσα έστω και να μένουμε μαζί. Άντρας: Και ποιος θα πληρώνει νοίκι, νερό, ΔΕΗ, κοινόχρηστα; Και τι θα τρώμε; Με το μισθό που έχεις, τη λίστα του σουπερ μάρκετ θα τη γράφουμε σε χαρτοπόλεμο. Γυναίκα: Θα βρεις και εσύ μια δουλειά… Άντρας: Εγώ έχω καλύτερη λύση… εικονικό σπίτι. Γυναίκα: Τι είναι πάλι αυτό; Άντρας: Να ρε παιδί μου, ο άλλος θέλει να ανοίξει ένα μαγαζί και δεν είχε το κεφάλαιο, δεν έχει για τα λειτουργικά έξοδα, δεν έχει για να πληρώνει υπαλλήλους. Τι κάνει λοιπόν; Γυναίκα: Δεν το ανοίγει; Άντρας: Όχι βρε κουτό… φτιάχνει e-shop στο διαδίκτυο. Εικονικό μαγαζί. Πληκτρολογεί ο πελάτης το όνομα της σελίδας και μπαίνει. Βλέπει με την ησυχία του στα εικονικά ράφια τα προϊόντα και ό,τι του αρέσει το τοποθετεί στο εικονικό καλάθι και μετά το παραγγέλνει. Γυναίκα: Κι αυτό πώς σχετίζεται με εμάς; Άντρας: Με λίγα μόνο ευρώ, θα φτιάξουμε ένα εικονικό σπίτι. Θα έχει τα εικονικά του δωμάτια, τι δωμάτια δηλαδή… δωματιάρες, τα τζακούζια του, την πισίνα του, όχι τίποτα γούρνες που κάνουν σήμερα οι νεόπλουτοι. Μέχρι και ελικοδρόμιο αν θέλεις

1

σου φτιάχνω. Θα παίρνουμε το ελικοπτεράκι μας και θα πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα στη Μύκονο. Έχεις πάει στη Μύκονο; Άλλο πράγμα σου λέω. Γυναίκα: Μα όλα αυτά θα είναι στα ψέματα… Άντρας: Βρε μην είσαι στενόμυαλη, εδώ ολόκληρα εικονικά Eurogroup γίνονται. Όλα από το internet σήμερα τα κάνει ο άνθρωπος. Μπαίνεις στο internet και αγοράζεις ρούχα, διαβάζεις ειδήσεις, κάνεις φίλους και τους σκουντάς, τους δείχνεις τη ζωή σου, σου δείχνουν τη δική τους. Ξέρεις πόσο σημαντικό πράγμα είναι το internet; Θυμάται κανένας τα γενέθλια σου; Μόνο η μάνα σου και αυτό παίζεται… ενώ τώρα, το internet ξέρει πότε γεννήθηκες και έτσι ειδοποιεί και τους άλλους. Γυναίκα: Εικονικό σπίτι… όπως τα λες δεν έχεις κι άδικο! Αλλά αν είναι όλα εικονικά και μπορώ να φτιάξω ό,τι θέλω, γιατί να είμαι μαζί σου ρε Σάκη. Για την κοιλιά σου ή για την ομορφιά σου; Ή που όταν κάτσεις να φας τρέχουν τα τζατζίκια στο πουκάμισο σου; Θα φτιάξω το εξελιγμένο μοντέλο του Σάκη, με τους κοιλιακούς του, με την αμαξάρα του που θα σηκώνει και το καπάκι της λεκάνης. Άντρας: Έλα να κάνουμε αποσύνδεση σιγά–σιγά, έλα να πατάμε το log out...


ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ

Andrei Tarkovsky [1962]

Ivan's Childhood

_γράφει ο Γιώργος Ρούσσος

[κινηματογράφος]

«Χωρίς τα “Παιδικά χρόνια του Ιβάν”, ούτε θα μάθαινα πώς να κάνω κάτι, ούτε και θα έκανα τίποτα τελικά.» Σεργκέι Παρατζάνοφ

"Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν", είναι ουσιαστικά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι. Περιγράφει τη ζωή του 12χρονου Ιβάν στο Ανατολικό Μέτωπο, καθώς ύστερα από την απώλεια των γονιών του η εκδίκηση και ο πόλεμος αποτελεί γι' αυτόν τη μόνη επιθυμητή πραγματικότητα. Η ικανότητά του να ξεγλιστράει μέσα στις εχθρικές γραμμές τον κάνει χρήσιμο στο στρατό, αλλά οι αποστολές του γίνονται ολοένα και πιο επικίνδυνες κι έτσι απομακρύνεται από την πρώτη γραμμή. Ο Ιβάν αντιστέκεται και πείθει τους ανωτέρους του να τον αφήσουν να εκτελέσει μια τελευταία αποστολή. Η πρώτη ταινία του Ταρκόφσκι, είναι βασισμένη στο αντιπολεμικό διήγημα του Βλαντιμίρ Μπογκομόλοφ και πιστοποιεί την ύπαρξη ενός ρωσικού

νέου κύματος που θέλει να διαφοροποιηθεί ριζικά από το κυρίαρχο μοντέλο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που επικρατούσε μέχρι τότε. Η γερμανική εισβολή στη Ρωσία θα επηρεάσει τη ζωή του δωδεκάχρονου Ιβάν. Η οικογένειά του θα σκοτωθεί απ’ τον εχθρό και ο Ιβάν, ζητώντας εκδίκηση θα διεισδύσει στο σοβιετικό στρατό σαν παρτιζάνος. "Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν" είναι στο σύνολο της, μια τραγική ιστορία που περιγράφει μια χαμένη παιδική ηλικία. Χωρίς όμως τις συνηθισμένες εύκολες μελοδραματικές ψευτοσυγκινήσεις, ανάλογων ταινιών. Ο ήρωας μας, είναι ένα βασανισμένο παιδί, που ο πόλεμος στερεί απ’ όλες τις χαρές της ζωής και κυρίως την τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας. Ο Ταρκόφσκι τονίζει ακριβώς αυτή την απάνθρωπη φύση του πολέμου, αντιπαραθέτοντάς τον με τη Φύση, με τα παιδικά όνειρα, τις χαρές της καθημερινής ζωής που μοιραία, είναι πλέον παρελθόν για τον μικρό Ιβάν.

12


[κινηματογράφος]

sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Η ταινία μας, αν και γυρίστηκε το 1962, αποτελεί παράδειγμα σκηνοθετικής τελειότητας. Χωρίς να έχει χάσει στο παραμικρό τη δύναμη και την αμεσότητά της, παραμένει πάντα επίκαιρη. Είναι χαρακτηριστικές οι σεκάνς του ονείρου, όπου είναι ιδιαίτερα ισχυρές με τον τρόπο που παρουσιάζουν την ιστορία αλλά και την κατάσταση στο μυαλού του νεαρού Ιβάν. Η ερμηνεία του μικρού Nikolay Burlyaev, ως Ιβάν, είναι εξαιρετική όπως βέβαια και το μοντάζ και η φωτογραφία. Στοιχεία που θα συνοδεύσουν τον Αντρέι Ταρκόφσκι, σε όλη τη διάρκεια της κινηματογραφικής του πορείας. Η ταινία, "Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν", αν και όπως είπαμε είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι, αποτελεί ένα παράδειγμα σκηνοθετικής τελειότητας. Συστηνόμενος στο κοινό και παράλληλα αποδεικνύοντας για πρώτη φορά ο Tαρκόφσκι, πως είναι σε θέση, μέσα από μια σχετικά απλή ιστορία, να χτίσει ένα μυθοπλαστικό σύμπαν, με προφανείς αναφορές μεταξύ άλλων, στον Χριστιανισμό. Το συγκεκριμένο φιλμ, αποτελεί μια συναρπαστική εισαγωγή στις βασικές θεματικές και τεχνικές του σκηνοθέτη, που θα τον ακολουθήσουν στο σύνολο τις ιδιαίτερης φιλμογραφίας του. Το λυρικό, ιμπρεσιονιστικό του στιλ τίθεται σε πλήρη εφαρμογή και αφήνει κατά μέρος τη γραμμική εξέλιξη του χρόνου χάριν της απρόσκοπτης ροής των ψυχικών, εσωτερικών καταστάσεων. Οπτικά μοτίβα όπως το νερό και τα άλογα που εμφανίζονται συχνά πυκνά, στο έργο του σκηνοθέτη, χρησιμοποιούνται με μοναδικό τρόπο, για να εκφράσουν εν τέλει, τη

βαθιά σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Παραμένει μια ταινία πρωτόλειο και σήμα κατατεθέν, ενός σκηνοθέτη το έργο του οποίου είναι κατ’ εξοχήν προσωπικό. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι (Andrei Tarkovsky), ανήκει στην μικρή κατηγορία εκείνων των σκηνοθετών, που παρουσιάζουν στο κοινό μία ταινία, όταν έχουν πραγματικά κάτι να πουν. Οι δημιουργίες του, είναι απόρροια της ανάγκης του για έκφραση και επικοινωνία με τον κόσμο. Δυστυχώς όμως, θα προλάβει να μας παρουσιά-

σει, ολοκληρωμένες, μόλις εφτά, μεγάλους μήκους ταινίες του. Ωστόσο, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετές, για να τον προσθέσουν για πάντα, στο πάνθεον εκείνων που επηρέασαν όσο λίγοι, την ύπαρξη και την εξέλιξη της ίδια της 7ης Τέχνης.

13


[κινηματογράφος]

Γεννημένος στις 4 Απριλίου του 1932, στην πόλη Ζαβράγιε της Ρωσίας, ο Αντρέι, ήταν γιος του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι. Το 1956 εισέρχεται στην περίφημη κινηματογραφική σχολή της Μόσχας VGIK και παρακολουθεί μαθήματα, με δάσκαλο τον σπουδαίο σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ (Αληθινός Φασισμός - 1965). Συμμαθητής του ήταν ο Γεωργιανός Σεργκέι Παρατζάνωφ (Shadows of Forgotten Ancestors 1965). Η διεθνής αναγνώριση για το Ταρκόφσκι έρχεται πολύ γρήγορα. Από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του "Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν", η οποία κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας (1962). Επτά χρόνια αργότερα προκαλεί και πάλι το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων, με την ταινία του Αντρέι Ρουμπλιόφ, που λόγω του χριστιανικού της θέματος αντιμετωπίζεται με εχθρότητα από το σοβιετικό καθεστώς και απαγορεύεται για δύο χρόνια. «Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν», έγραφε το 1983 στο ημερολόγιό του. Βρισκόταν στην Ιταλία για τις ανάγκες της ταινίας του "Νοσταλγία".

Εγκαθίσταται μόνιμα αρχικά στη γειτονική χώρα και στη συνέχεια στη Γαλλία. Η τελευταία του ταινία "Η Θυσία", γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 και κερδίζει τρία βραβεία στις Κάννες. Στις 29 Δεκεμβρίου 1986 άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Πίστευε ότι το κύριο χαρακτηριστικό του κινηματογράφου είναι ο μετασχηματισμός της ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Το αμοντάριστο υλικό, έλεγε, καταγράφει τον πραγματικό χρόνο. Γι' αυτό χρησιμοποιούσε το αργό ρυθμό και τα μεγάλα πλάνα, για να δώσει στον θεατή την αίσθηση του χρόνου που περνά και χάνεται, αλλά και να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της κάθε στιγμής. Τη θεωρία του για τη «γλυπτική του χρόνου» ανέπτυξε στις ταινίες του Ο Καθρέπτης (1975) και Στάλκερ (1979). Ο Ταρκόφσκι δεν θεωρούσε ο ίδιος, πως ήταν ο σκηνοθέτης που δημιουργούσε αλληγορίες ή σύμβολα. Μιλούσε με τις εικόνες. Στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι ο συμβολισμός είναι ένα δείγμα φθοράς, υποστηρίζοντας την ανάγκη χρήσης ισχυρών εικόνων στην τέχνη. «Η εικόνα είναι σαν ένας σβώλος ζωής», έγραφε χαρακτηριστικά. «Η ανακάλυψη του πρώτου φιλμ του Ταρκόφσκι ήταν για μένα ένα θαύμα. Βρέθηκα να στέκομαι μπροστά σε μια πόρτα κρατώντας το κλειδί που ποτέ κανένας δεν μου είχε δώσει. Για μένα, ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος, είναι αυτός που εφηύρε μια νέα γλώσσα, πιστή στην φύση του κινηματογράφου, καθώς συλλαμβάνει την ζωή ως αντανάκλαση, την ζωή ως όνειρο.» Ίνγκμαρ Μπέργκμαv

14


sodeia.net

[ποιητική]

Μάρτιος - Μάιος 2013

παιδεία

Αμυγδαλιά Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται.

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει, μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει. Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση... Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει. Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει, όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα. Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση... Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

[ποιητική παιδεία]

Θα 'ρθεις Αργά Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα; Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα. ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι-αγάλι.. ’Ακου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα, μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ' ουρανού το χρώμα το θόλωσαν τα σύννεφα... Μια κρύα ανατριχίλα στα λουλουδάκια χύνεται... κι αργείς, αργείς ακόμα! Θα 'ρθεις αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα, με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο και δε θα βγεις ούτ' ένα ρόδο, ούτ' ένα αθώο κρίνο να μου χαρίσεις... ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα. Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) 15


ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

«Τα Κιμιντένια της καρδιάς μας»

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ και ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΥΛΙΚΟΥ:

Έρχεται σαν κύμα μυρωδάτο το τραγούδι της Αιολικής με την θλιμμένη του υπόσχεση της αυγής να δέσει με τον γλυκάνισο στον ουρανίσκο και τα αγαπημένα μάτια που πρόσφεραν τις πολύτιμα δεμένες μνήμες που ανακάλυψαν στο σκονισμένο ράφι του παλαιοπωλείου, γιατί έτσι είναι οι μνήμες, χορεύουν στα σκοτάδια ενώ την μέρα στέκουν σιωπηλές ανάμεσα σε άλλες μνήμες στριμωγμένες να περάσει ένα βλέμμα, ένα χάδι, μια ανάσα και να δεθούν μαζί τους, να βγουν με τα μαλλιά ξέπλεκα στα πολύβουα σοκάκια και να ξαναπάρουν ζωή πίνοντας ούζο και τρώγοντας αγάπη. Με δεμένη στην ράχη την Δωρική κι αγνή ψυχή προσμένει όλη αυτή η μνήμη να λυθεί , να αφηγηθεί, να πλάσει τις αισθήσεις με την Γη της Ιωνίας με τον κέδρο και το αλάτι, γιατί, με κέδρο κι αλμυρή γη χτίσθηκε ο κόσμος κι ύστερα πρόβαλαν τα Κιμιντένια.

Ματθαίος Ματθαιάδης

* Ροδοδάχτυλος αυγή μου, έβγα δρόσισε τη γη μου δρόσισε, δρόσισε τα χορταράκια και τη μαύρη μου ψυχή Να διαβώ, να διαβώ εις τους λειμώνες και με ρόδα να στεφθώ Την αγάπη μου να έβρω και να την, και να την γλυκασπαστώ. Πρόβαλε, πρόβαλε σε καρτερούνε τα αρνάκια τα λευκά σε προσμένει η φιλομοίρα εις τα έρημα βουνά. Φύγετε ωχραί φροντίδαι σύρτε βάθη τρομερά ν' αγαπώ να μ' αγαπάνε είν' η μόνη μου χαρά.

[λογοτεχνία]

*ΟΤΑΝ παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν' αναδύονται απ' το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ' τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν 16


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

[λογοτεχνία]

σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο - ω, πόσο διαφορετικό! Γι' αυτό είπαν τα κύματα: «Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη της Αιολίδας. Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνηση του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!» Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα του πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα - όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής του νησιού, για το παιχνίδι της αρμονίας και της σιωπής. Τ' άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ' άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ' τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν: «Ας κάμουμε κ' εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας, που να 'ναι σαν το νησί!» Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης. Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.

Η Αιολική γη είναι το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη, ένα παράξενο παραμύθι, γεμάτο ανήσυχη νοσταλγική ποίηση που, δεν είναι ούτε αισθηματική ούτε θρηνητική, παρ όλη την τραγωδία που πρόκειται να ξεσπάσει αργότερα. Aνάμεσα στους εργατικούς και αγαθούς χωρικούς κινούνται οι απίθανες μορφές των κυνηγών, των ληστών και των κοντραμπατζήδων, που τα ηρωικά τους κατορθώματα παίρνουν κατά κάποιον τρόπο χαρακτήρα τελετουργικό - ολοκληρώνοντας μια γοητευτική εικόνα ζωής που ο πόλεμος την κατάστρεψε για πάντα.Είναι μια σειρά από επεισόδια όπως τα βλέπουν τα μάτια ενός παιδιού, του Πέτρου, που η η περιπέτειά του φαίνεται κάτι το φυσιολογικό. Μας μεταφέρει στα Κιμιντένια, βουνά της Μικράς Ασίας, όπου ζει η οικογένεια του μικρού Πέτρου με αρχηγό τον παππού. Ο Πέτρος, με την πιο αγαπημένη από τις τέσσερις αδερφές του, την Άρτεμη, παιδιά ακόμα, ζουν σε ένα μαγικό κόσμο γεμάτο παιδικά όνειρα που όμως σιγά-σιγά γκρεμίζεται όταν έρχονται σε επαφή με την αδικία, την κακία και τον πόλεμο. Ζούνε τον ξεριζωμό απ’ τον τόπο και τη γη τους και την προσπάθεια να στεριώσουν σε ένα καινούριο μέρος. Είναι ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη. 17


Γράφει ο Άγγελος Σικελιανός στον πρόλογό του: ** Και να , προχτές, που ανοίγω ξάφνου την «Αιολική Γη» του Βενέζη. Μια γλυκειά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα απ' τα φύλλα του, όχι πια φύλλα βιβλίου μα φύλλα δέντρου, δέντρου νεώτατου και δέντρου προαιώνιου, που με τυλίγει με το σάλεμά του, που θροεί ολοένα σιγανότατα στ' αυτιά μου, που επικοινωνεί με το αίμα μου, το νου μου, την καρδιά μου, και με τη σειρά του με βοηθάει να κοινωνώ ξανά σε κάποια νέα μου πλατειά επικοινωνία με τον κόσμο όλο: με τη θάλασσα, με τα βουνά, με τα χωράφια, με τα ζώα, με τις ψυχές. Γιατί έτσι γίνεται στις μνήμες που συντηρείς, μια επικοινωνία ψυχής οπού το αόρατο νήμα που δένει το προαιώνιο θεμέλιο του ανθρώπου ταλαντώνεται στο συνεχές του χρόνου, σε καλεί και θες δεν θες αχνοπατώντας αφουγκράζεσαι τους ήχους της Ιωνικής γης και του κόσμου όλου.

[λογοτεχνία]

* Οι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Ροδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ' ασημένια μαλλιά και με το Μεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Τα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξύπνησαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κ' έρημα. Ανοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Κ' ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε: «Περιμένετε να 'ρθουμε! Περιμένετε να 'ρθουμε κ' εμείς στη Ροδοπαπούδα!» «Ελάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ' το χρυσόψαρο. «Ελάτε και σας περιμένουμε!» **«Τίποτα δεν μπορεί (γράφει ο Βενέζης) να ταράξει την αυστηρή πειθαρχία αυτών των ήχων. Επιβεβαιώνουν την καλή τάξη, τη συμφωνία τον κόσμου. Τους ακούει να πορεύονται πίσω του ο τσιτμής, και είναι ήσυχος πως όλα πάνε καλά στη γη. Μπορεί να τύχει μια στιγμή — μια ελάχιστη στιγμή — να λείψει ένας ήχος. Η αρμονία πάσχει μονομιάς κι ο τσιτμής καταλαβαίνει πως κάτι χάλασε στην τάξη του κόσμου. Τότε μονάχα παίρνει το πρόσωπό του ανήσυχη έκφραση και γυρίζει πίσω του να δει. Σταματά, κατεβαίνει απ' το γαϊδούρι του, πάει και ξαναδένει στο καραβάνι την καμήλα που έκοψε το σκοινί. Και η συμφωνία ξαναρχίζει». 18


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

[λογοτεχνία]

Όλα είναι μια συμφωνία, μια ισορροπία στο κοσμικό διαπασών. Διαβάζοντας την «Αιολική Γη» επιστρέφεις. Επιστρέφεις στην αρμονία και την αγνότητα της παιδικής ψυχής. Κοιτάς τον Ήλιο δίχως να πονούνε τα μάτια, δίχως να σε τυφλώνει η φλόγα της αγάπης, δέχεσαι, αισθάνεσαι, δένεσαι, με την έλξη του σύμπαντος, δίχως να υποκύπτεις στην Αυλή των Μεδίκων και την ειμαρμένη. Γιατί δεν είναι μοίρα ή πεπρωμένο αλλά μια φυσική συνέχεια του εαυτού σου η ανάγκη να αντικρίζεις σε ένα πρόσωπο τον κόσμο κι ο κόσμος άρχισε τόσο φυσικά και τόσο αθόρυβα όσο μια ανάσα, όσο ένα ταξίδι στο Αιγαίο κι έπειτα στην Μεσόγειο κι ύστερα στον μεγάλο Ωκεανό. Πέρα απ' τον τόπο με τις οξιές, στην κορφή της χαράδρας που είναι το πιο απάτητο μέρος στα Κιμιντένια, η μεγάλη αρκούδα έχει σκάμει ανάμεσα σε δυο βράχους τη φωλιά της. Την έστρωσε με πυκνόφυλλα κλαδιά, και μ' άλλα κλαδιά έφραξε την μπούκα της. Σα γέννησε το μικρό της, στην αρχή του καλοκαιριού, πήγε και ξερίζωσε άγρια θάμνα κ' έφραξε ακόμα πιο πολύ τη φωλιά της. Έτσι θαρρεί πως είναι ασφαλισμένη απ' το μάτι τ' ανθρώπου. ... «Τι γίνανε οι άλλες οι αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;» ρώτησε. Περίλυπα κούνησε το κεφάλι της η μάνα του. «Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χάθηκαν όλες απ' το χέρι του». … «Τι έχει μ' εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;» «Του μοιάζουμε», είπε η μεγάλη αρκούδα. «Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμενα χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως αυτός να σηκώσουμε αλυσίδες. Του μοιάζουμε». «Και μ' αυτό τι;» «Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν», είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. «Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του». «Αχ!» στενάζει το αρκουδάκι, κ' είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ' το στόμα του στον κόσμο. «Τι καλά που θα 'ταν να μην ήταν ο άνθρωπος». «Τι καλά που θα 'ταν», είπε η μεγάλη αρκούδα... 19


[λογοτεχνία]

Τι καλά που θα ήτανε, δίχως την έγνοια του ανθρώπου, μονάχα με τα προτερήματα να λαμβάνεται η αξία προπατορικά, ως ύλη, ως πνεύμα, να είναι οντότητα απαλλαγμένη του θυμού, της διεκδίκησης, της ανταμοιβής, με παιδική καρδιά που ακόμη εξερευνά κι αντέχει, με μόνη αυτή πληγή, αυτή που έχει στα γόνατα ή στο κεφάλι από το πείσμα να φτάσει τον αϊτό μόνο γιατί ήτανε μικρός κι αγάπησε. Τι καλά που θα ήτανε, να μένει ο τόπος γόνιμος απ τους ανθρώπους ακόμη κι αν ποτίζεται η γης με αλάτι ακόμη κι αν σκάβεται με τα νύχια και όχι να κερδίζεται με αίμα με ξεριζωμό. Γιατί η Γης δεν είναι του ανθρώπου γεννήθηκε από αλάτι κέδρο και Φώς, την έχτισαν οι άνεμοι και της χάρισαν μνήμη, να κουβαλάει σε κάθε μόριο από την σκόνη της, έτσι όπου και να είναι ο ανθρωπος αρκεί να είναι ζωντανή η καρδιά του και να την θυμάται, τότε μένει ζωντανή, τότε ξυπνούν τα Κιμιντένια.

*Είναι κάπου, σ' ένα υποστατικό της Ανατολής, κάτω απ' τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, ένα δωμάτιο «Κίτρινο». Τα σπαθιά, που είναι κρεμασμένα κει μέσα, τις νύχτες ξυπνούνε. Από κει κάποτε πέρασε ένας άνθρωπος. Πορευόταν τους δρόμους της Ανατολής γυρεύοντας ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι. Το μοναδικό καμήλι με άσπρο κεφάλι που κάποτε πέρασε απ' τη ζωή του και χάθηκε … Απ' το ίδιο μέρος πέρασε κ' ένας άλλος άνθρωπος. Τραβούσε για τη μακρινή την Ιερουσαλήμ, κυνηγώντας να πιάσει τους ήχους… … Εκεί, κάτω απ' τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, είναι μια σπηλιά όπου πάνε τ' αγριογούρουνα που γέρασαν, για να πεθάνουν. Μια σαλαμάντρα, μια μικρή χελώνα, μια κρεμασμένη νυχτερίδα περιμένουν το θάνατο. Δεν προλάβαμε, Άρτεμη, να κρεμάσουμε στο λαιμό μας το ψιλό κόκαλο του πουλιού, πλάι στο χρυσό σταυρό μας. Έτσι θα μας αγαπούσαν όλοι. Μα δεν προλάβαμε. Όμως παραπέρα, πέρα απ' το Ποτάμι των Τσακαλιών, είναι η φωλιά του αϊτού. Εκεί μια καλοκαιρινή μέρα ήρθε η καταιγίδα. Ας είναι βλογημένη. Όλες πια οι καταιγίδες που είναι να 'ρθουν θα θυμίζουν εκείνη. Ας είναι βλογημένη. Και πιο πάνω ακόμα, πέρα απ' τη χώρα με τις οξιές, πέρα απ' τη χώρα με τις αγριοβαλανιδιές, στο φρύδι της μεγάλης χαράδρας, μια ντουφεκιά που πέφτει βρίσκει τη μεγάλη αρκούδα του Λιβάνου. Έχει ένα μωρό, ένα αρκουδάκι με μαύρη τρίχα. Η μεγάλη αρκούδα θα πεθάνει. Κ' ένας κυνηγός, που έχει στο κεφάλι του μαντίλα με κίτρινα άστρα, κι αυτός θα πεθάνει. «Γιατί;» λένε οι τσαλαπετεινοί και τ' αγριοπερίστερα. «Για την αγάπη», αποκρίνουνται οι βαλανιδιές. 20


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Άρτεμη, εσύ κ' εγώ δε θα 'μαστε, Άρτεμη, στην ξένη χώρα έρημοι. Από δω και πέρα σ' όλες τις μέρες, ως την άκρη του τέλους, δε θα 'μαστε έρημοι. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρα μας με λίγο χώμα απ' τη γη τους στον κόρφο . Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται. Την Γη, την Αιολική Γη.

Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973) Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του Αιολική Γη, Το νούμερο 31328 και το θεατρικό έργο Μπλοκ C. Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, Κηδεύτηκε και τάφηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου.

[λογοτεχνία]

Βιβλιογραφία – παραπομπές * Ροδοδάχτυλος Αυγή μου Παραδοσιακό Μικρασιάτικο τραγούδι. Τραγουδιόταν κατά κύριο λόγο στην Ερυθραία, στην περιοχή της Σμύρνης αλλά και αντίκρυ, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. ** ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΓΗΣ» * «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση * Χατζίνης Γιάννης, «Ηλία Βενέζη: Αιολική γη», Νέα Εστία36, ετ.ΙΗ΄, 15/9-1η/11/1944αρ.415-418, σ.859-861 * Γιώργος Βαλέτας, «Ο Μαρτυρικός θριαμβικός ανήφορος του» περιοδικό Νέα Εστία τx.1139 Χριστούγεννα 1974.

21


ΑΘΗΝΑ

του Αλέξανδρου Πετρόχειλου

Αχ Αθήνα. Με τις παλιές σου μερσεντές Δείγμα παλιάς αίγλης και αριστοκρατίας. Με τα καινούρια σου τζιπάκια. Δείγμα νεοπλουτισμού και επίδειξης δύναμης. Με τα άπειρα σκοτεινά σου στενάκια. Τις φωτεινές σου πλατείες. Τα κλειστά παράθυρα και τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Τι πόνους, τι βάσανα κρύβουν αυτά τα σπίτια. Που και που χαρές, έρωτες, γέλια. Μα κάθε σπίτι κ καημός που λέγαν οι παλιοί. Το κρύο τσουχτερό, και σε κάθε γωνιά σου γνωρίζω την μοναξιά. Την αποξένωση όπως και σε κάθε μεγαλούπολη. Ο καθένας και η καθεμιά μονάχοι τους. Αποκομμένοι, ξεριζωμένοι οι πιο πολλοί απ τον τόπο τους. Η μοίρα και οι συνθήκες τους έστειλαν εδώ ,σε σένα. Να τους δώσεις μια ευκαιρία, κάτι να ελπίζουν. Εσύ μια από τις ομορφότερες και αρχαιότερες πόλεις του κόσμου. Με τα μνημεία σου, τις αναμνήσεις σου, το ένδοξο παρελθόν σου. Μα και με το ζοφερό και δύσκολο σου μέλλον. Ποιους άστεγους θα φιλοξενήσεις εκεί που κάποτε Σωκράτης και Πλάτωνας μίλησαν για τον έρωτα τον άνθρωπο και την αρετή. Ποιοι ναρκομανείς θα πάρουν την δόση τους, σε μέρη που κάποτε αγόρευσε ο μεγάλος Περικλής. Και ποιοί διεφθαρμένοι και λίγοι πολιτικοί και προύχοντες θα σε πουλήσουν σαν γριά πουτάνα σκλάβα σε παζάρι;

[πεzό]

Αχ Αθήνα μου.

2


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Οι κυρατζήδες της ψυχής

[xρονογράφος]

του Ματθαίου Ματθαιάδη

Στα χρόνια του Βυζαντίου και παλιότερα, τους ψυχικά ασθενείς τους έδεναν είτε στο ιερό των εκκλησιών είτε σε κάποιους στύλους με αλυσίδες και τους άφηναν μέρες να ουρλιάζουν και να χτυπιούνται με τους δαίμονές τους. Τα ταραγμένα τους μυαλά δεν συνέρχονταν ποτέ. Σαν σημερινό φαινόμενο οι ψυχικές ασθένειες, καταπολεμούνται με φαρμακευτική αγωγή. Ελάχιστα διαταραγμένα όμως μυαλά ακολουθούν άλλες θεραπευτικές μεθόδους, την φυγή και τις πανάρχαιες διαδρομές των εμπορικών καραβανιών. Εκεί η φυγή είναι γνωριμία , κυνήγι κυριαρχίας και επιβολής. Οι εμπορικοί δρόμοι έφεραν σε επαφή λαούς και προϊόντα όπως τον 16ο αιώνα τον καπνό. Οι πρώτοι που άρχισαν μάλιστα να καπνίζουν ήταν οι άνθρωποι των ανώτερων τάξεων και στη συνέχεια η συνήθεια εξαπλώθηκε. Γρήγορα ήρθαν και τα πρώτα καπνοχώραφα γύρω από τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες θέσεις της Μακεδονίας. Η δράση των Μακεδόνων, Ηπειρωτών και Θεσσαλών πραματευτάδων – εμπορευόμενων, οι οποίοι με μεταγω-

γικά ζώα μετέφεραν εμπορεύματα από τη Βόρεια Ελλάδα και γενικότερα από το Αιγαίο και την Ανατολή σε πόλεις της Βαλκανικής και Κεντρικής Ευρώπης, είναι γνωστή και με μεγάλη σημασία. Η επιρροή τους μεγάλη και, η εξάπλωση του Ελληνισμού με ίδρυση Πόλεων και δημιουργία δεσμών και διάδοση Πολιτισμού σε πλήρη ανάπτυξη . Από την Δρόπολη και το Αργυρόκαστρο μέχρι την Βάρνα, από τα Γρεβενά και το γεφύρι του Ζιάκα μέχρι την Πράγα, από την Καστοριά στην Μοσχόπολη και την Βουδαπέστη κι από παντού στους δρόμους της Ανατολής. Έτσι μύρισε καπνό κι εξωτικά μπαχάρια το αίμα και τράβηξε για τα ορεινά Κερατζίδικα μονοπάτια με τις μνήμες και τις περιγραφές από λογοτέχνες και περιηγητές . Ο Κ. Κρυστάλλης, στη μελέτη του οι "Βλάχοι της Πίνδου" αναφέρεται ειδικά για το επάγγελμα των κυρατζήδων, οι οποίοι με μεγάλα καραβάνια διέσχιζαν την Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Αλβανία. Ο Victor Berard, στο έργο του "`Ελληνισμός και Τουρκοκρατία" κάνει αναλυτική μνεία στα βλάχικα καραβάνια, που διέσχιζαν την Αλβανία και έφταναν ως το Δυρράχιο που αποκαλεί "βλάχικο λιμάνι". Ο Pouqueville μαρτυρεί: "βρήκα στην Κόνιτσα ένα Βλάχο που έκανε το εμπόριο με καραβάνια ανάμεσα σε Αλβανία και το Βουκουρέστι" και ο Γάλλος Philippe de France, περιγράφοντας το ταξίδι του από τη Ραγκούσα στην Πόλη, μέσω της Σόφιας και Φιλιππούπολης, λέει "το καραβάνι αποτελούνταν από 300 μουλάρια, και το οδηγούσαν Βλάχοι αρματωμένοι".

23


[xρονογράφος]

Πόση ευλογία στάζει στην ψυχή από τα πατήματα αυτά των μουλαριών και τους αχούς του αγωγιού; Πες πως λευτέρωσες το ψωμί από την τραχιά σακούλα που το κουβαλούσες μέρες στην πλάτη και το έκαμες αντίδωρο στο παραμεθόριο πρόσταγμα του ουρλιαχτού σου. Και μες την νύχτα στο χαγιάτι του χανιού, ο χανιτζής έσπερνε τσίπουρα στα λιθάρια για να φιλέψει τις

ψυχές που χάθηκαν στο διάβα του μεγάλου ποταμού. Καβάλα στο γεφύρι με μαύρο άλογο να αστράφτει. Έτσι θυμάμαι τα μεγάλα όνειρα, να σκαλώνουν τα πέταλά τους στα πλακόστρωτα τόξα με το ορμητικό νερό να ερωτεύεται την οπλή και τα ανοιχτά ρουθούνια. Σαν καπνός με εξωτικά μπαχάρια που κυλάει στο αίμα.. mat

Η μοίρα των τρελών

δυνατά, τόσο καθαρά που αν και μικρός στην ηλικία τότε, κατάλαβε πως η αλλαγή που συντελέστηκε μέσα του ήταν ακαριαία και κεφαλαιώδης. Μεγαλώνοντας, γράφτηκε σε ορειβατικούς και φυσιολατρικούς συλλόγους, κάθε σαββατοκύριακο τον έχανες. Μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια είχε γυρίσει σχεδόν κάθε γωνιά της Ελλάδας. Τελειώνοντας το Οικονομικό τμήμα της Νομικής, έδωσε εξετάσεις και προσελήφθην σε μια τράπεζα. Η θέση καλοπληρωμένη, αλλά πολλές ευθύνες, πολύ τρέξιμο, λιγοστός χρόνος και αναγκαστικά τα ταξίδια και οι εκδρομές στην επαρχία λιγόστεψαν μέχρι που έγιναν το ποθούμενο όλης της χρονιάς, η πολυπόθητη εξαργύρωση της άδειας.Τα χρόνια πέρασαν αλλά αυτή η ορμή μέσα του δεν έλεγε να σβήσει. Οι γονείς του και τα αδέρφια του, όλα παντρεμένα, τακτοποιημένα και φυσικά διαμένοντα εν Αθήναις, σκέφτονταν πως η λόξα της μετακόμισης του είχε περάσει και πως χωρίς δεσμούς με την επαρχία αυτό θα είχε πλέον ατονήσει, όπως τα εφηβικά όνειρα. Κι όμως διαψεύστηκαν άπαντες. Ο Δημήτρης, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια δουλειάς στην Τράπεζα, είχε ήδη μαζέψει το κομπόδεμά του.

[διήγημα]

της Άννας Νιαράκη

Ο Δημήτρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Στην Πετρούπολη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο. Οι γονείς του, κι αυτοί Αθηναίοι, από τους λιγοστούς ονομαζόμενους γκάγκαρους Αθηναίους, είχαν κάτι χαμένες ρίζες οι οποίες όμως αφορούσαν προπάππους και πίσω. Έτσι, στις γιορτές και τα καλοκαίρια, δεν υπήρχε κάποιο παραδοσιακό χωριό για να εκδράμουν και το πολύ πολύ να πήγαιναν από την Πετρούπολη μέχρι τους Θρακομακεδόνες που έμενε το σόι της μητέρας του. Ο Δημήτρης αγαπούσε τη φύση. Δεν γνώριζε και πολύ τι σήμαινε αυτό, πάντως από τα κείμενα που διάβαζε στο σχολείο κι από τις περιγραφές που άκουγε από τους συμμαθητές του ρίζωσε μέσα του μια αγάπη, μια λατρεία σχεδόν για την ελληνική ύπαιθρο. Όταν στην έκτη δημοτικού πήγε με το σχολείο στην Ολυμπία έπαθε σχεδόν σοκ από το περιβάλλον και δεν μιλούσε για ολόκληρη τη μέρα. Οι μυρωδιές από τα πεύκα, η καθαρή ατμόσφαιρα, το χώμα, τα χρώματα από τα αγριολούλουδα στα λιβάδια, ο ανοιχτός ορίζοντας, όλα έγραψαν μέσα του τόσο

24


[διήγημα]

sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Στην άδεια του την καλοκαιρινή επισκέφθηκε το χωριό ενός συναδέλφου κάπου κοντά στην Κατερίνη και μαγεύτηκε. Δίπλα από το προγονικό του φίλου του υπήρχε ένα τεράστιο κτήμα με ένα γκρεμισμένο ερείπιο. Ρώτησε, έμαθε και σε δύο μήνες έγινε ο νόμιμος ιδιοκτήτης του ερειπίου στο χωριό Ριτσούδι, χωριό με 13 κατοίκους το χειμώνα. Δήλωσε την παραίτησή του, και ετοίμασε τα πράγματά του. Κανείς δεν ξαφνιάστηκε στο γραφείο, όμως όλοι τον προειδοποίησαν πως η ζωή στην επαρχία είναι σκληρή και πως αυτός δεν είναι μαθημένος. Φοβήθηκαν όλοι μήπως το μετανιώσει και μετά θα είναι αργά. Ο Δημήτρης όμως δεν είχε ίχνος αμφιβολίας μέσα του. Ανέθεσε σε ένα μεσίτη την πώληση του διαμερίσματός του, ένα τριάρι λουκούμι στο Παγκράτι, διαμπερές και λουξ. Αυτό θα ήταν το κεφάλαιο και μια αίσθηση ασφάλειας μέχρι να έβρισκε την επόμενη ασχολία του, αυτή τη φορά στο Ριτσούδι Κατερίνης. Όταν το ανακοίνωσε στην οικογένειά του, η μητέρα του λιποθύμισε, ο πατέρας του έκλαιγε με μαύρο δάκρυ και τα αδέρφια του τον κοίταζαν σαστισμένα. Τίποτα αυτός. Δεν έβλεπε την ώρα. Τους είπε ότι θα επέστρεφε για να τους πάρει όταν θα είχε τελειώσει με το σπίτι. Ούτε που έπεφτε καλά καλά αυτό το Ριτσούδι δεν ήξεραν οι άνθρωποι. Ούτε ο χάρτης δεν το έγραφε. Στο χωριό στην αρχή οι λιγοστοί κάτοικοι τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία. Με τον καιρό όμως, έτσι που τον έβλεπαν να ταλανίζεται μόνος του με το σπίτι, να γκρεμίζει, να σοφατίζει, να φτιάχνει κάγκελα, να κλαδεύει δέντρα, πείστηκαν ότι ήταν αυθεντικός τρελός και τον αγκάλιασαν με θέρμη.

Σε λιγότερο από 4 μήνες το σπίτι είχε γίνει αγνώριστο. Κι ο Δημήτρης που ανάθεμα κι αν είχε ποτέ πιάσει εργαλείο στη ζωή του έγινε ο πρώτος μάστορας και μάλιστα ανακάλυψε πως είχε εξαιρετικό ταλέντο στην ξυλογλυπτική. Ο κυρ Τάσος, ετών 75 ανύπαντρος εκ πεποιθήσεως και πολύ στριμμένος γέρος ήταν ο πιο ξακουστός γλύπτης της περιοχής. Αυτός είχε φιλοτεχνήσει όλους τους επιτάφιους και τα στασίδια σε όλη την Κατερίνη. Κοντά του μαθήτευσε, και σε λίγα χρόνια το όνομά του είχε ξεπεράσει το δάσκαλο. Σε όλους έκανε εντύπωση η λεπτή απεικόνιση, η λεπτομέρεια, η ζωντανή απόδοση του φυσικού πάνω στο ξύλο. Είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Δημήτρης είχε παρατήσει την πρωτεύουσα κι είχε έρθει εδώ να ριζώσει. Σε αυτό το διάστημα οι δικοί του είχαν έρθει όλες κι όλες δυο φορές να τον επισκεφθούν. Δεν είχε μετανιώσει διόλου. Το μόνο που του έλειπε ήταν ότι το βράδυ όταν επέστρεφε στο σπίτι από το εργαστήριο, δεν υπήρχε μια γυναικεία παρουσία να του ζεστάνει την καρδιά. Είχε προσπαθήσει κάνα δυο φορές να τα βρει με κάποιες ντόπιες, συνοικέσια τοπικά από τους συγχωριανούς που τον αγαπούσαν κι ήθελαν να τον δουν ζευγαρωμένο, μα καμιά δεν ήθελε να μείνει μόνιμα στο Ριτσούδι. Ιδιαίτερα το χειμώνα. Σήμερα το πρωί όμως ο κυρ Τάσος, πατημένα 85 κι ακόμα κοτσονάτος είχε περάσει από το εργαστήριο για να του πει, πως η εγγονή του από το Βέλγιο, τα παράτησε όλα για να έρθει στο Ριτσούδι και να αφιερωθεί στη ζωγραφική. Είναι της μοίρας τους είπε, να σμίγουν οι τρελοί.

25


Ποιητικός Φως του Πρωινού

Λ όγος Άσε να ξημερώσει

Ούτε που σαλεύει. Κρέμεται απ' τα έγχορδα Που παίζουν ό,τι κονιορτοποιεί Του βέλους τη σκοπευτική γραμμή. Πολυχορικό με άρπισμα Και κιθάρες εικονογραφεί Το άχθος τοπίων που κρατιούνται Από τα δέντρα – Καντέντσα το βιολεντσέλο, Απ' άλλο ύψος Επί της αρμονίας, Σπρώχνει το κοράκι Του άρωστου σώματος Στο κοινό τσουκάλι. Πόσα ξέρεις, Φως τού πρωινού..

Άφησες το σκοτάδι να ντύσει τ'όνομά σου. Είναι καιρός, απ'το χορό του, να βγεις άλλος. Λατρεύεις τη θυμωμένη σου παράκρουση ενάντια στη μοίρα. Μα ο κόσμος δε νικιέται, ούτε με ουρλιαχτά,ούτε με χάδια και το τραγούδι είναι μικρό και κυκλωμένο, από τους άρχοντες του παρελθόντα χρόνου. Άσε να ξημερώσει. Ο κόσμος δε νικιέται. Ίσως, ίσως με λίγη ομορφιά να χρηματίζεται.

Βάιος Νικιώτης.

Νίκος Αντωνόπουλος

ΦΑΙΔΡΑ

Τρεις τεκίλες είναι το σύνθημα για την εφόρμηση στα κίτρινα όνειρα των νυσταγμένων αστών. Χτυπάμε με κρότο τις πόρτες των πιο μύχιων δωματίων του μυαλού τους καθώς αυτοί αποχαυνώνονται στις απολαύσεις της οδύνης τους. Το γέλιο μας λάμψη που αστράφτει σαν λεπίδα στα μάτια τους. Τα λάφυρα μας δαχτυλίδια καπνού που στριφογυρίζουν στα δάχτυλα μας. Αγώνας δρόμου για να αλλάξουμε τη ζωή μας πριν μας προλάβει αυτή. Γιώργος Τζαβλάκης 26


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Κόκκινο

Αγκάθι

Το κόκκινο στα χείλη σου αιματηρή διαδρομή ουρλιαχτό τεμαχισμένων επιθυμιών στα άδεια δοχεία του έρωτα. Χρώμα των μυστικών πληγών του ξεριζωμένου χαμόγελου των προσδοκιών που αθόρυβα αναφλέγονται σε αγκαλιές παροξυσμενων αγγέλων.

Μια σύντομη νιότη, παράλληλη πτώση Θεού και Ανθρώπου. Ισόβια γνώση γκρεμού σπλαχνικού, μια μήτρα μώλωπες. Δημήτρης Δικαίος

Το χρώμα του ουρανού είναι κόκκινο τώρα σαν τη σιωπή στα χείλη σου ... Άγγελος Τζιβελέκης Ώρες γραφείου Η μοναξιά δεν έχει ωράριο Κάθεται μόνος, γύρω χαρτιά, άνθρωποι με πλαστά χαμόγελα Ο ήλιος μακριά του. Δεν τον φτάνει, δεν μπορεί Απέναντί του το κάδρο...με την αναπαράσταση της ελπίδας. Στο βάθος, πίσω απ' τις πολυκατοικίες, απεικονίζεται η ερημιά του Η ομπρέλα στον καλόγερο, τον τυλίγει Ανοίγει την πόρτα, το βλέμμα του αποδρά, χάνεται. Τον κοιτάζουν που ονειρεύεται-το χαμόγελό τους σκεπάζεται ''Όχι όνειρα σε ώρες γραφείου'' Δεν απαντά. Ανεβαίνει στο ουράνιο τόξο του, στο βλέμμα του Φεύγει. Του φωνάζουν πιο δυνατά. Έφυγε. Κλείνει πίσω του η πόρτα... Στο γραφείο νύχτωσε. Η νύχτα δεν έχει ωράριο Οι άλλοι κάθονται πάλι-κοιτάζουν την πόρτα Στο βάθος, πίσω απ' τις πολυκατοικίες, ψάχνουν το χαμόγελό τους Βρίσκουν μονάχα τις μοναχικές τους ομπρέλες τα χαρτιά που πνίγουν τη μνήμη κι απέναντι στο γυμνό τοίχο θλιμμένη, ανύποπτη, προσωρινή την αναπαράσταση της ελπίδας... Πέτρος Λυγίζος 27


Ἔτσι ὀνειρεύεσαι πάντα... μὲ κουρασμένο φῶς καὶ λυπημένο μὲ τὴν διάθεση τροχαίου πανικοῦ ἕνα τσιγάρο νὰ τρώει μέρα-νύχτα τὰ χρόνια σου ἐπάνω σὲ λιπόσαρκα σεντόνια αὐχμηρὰ καὶ μιὰ ἀνάμνηση ἀργὰ νὰ σοῦ πήζει τὸ αἷμα. Ἐνηλικιώνεσαι πιὰ συχνὰ γιὰ νὰ μὴν συνθλίβεσαι ἀπότομα στὶς κρημνώδεις ψυχὲς τῶν ἄλλων. Κι ἔτσι σκοτώνεσαι πάντα... σωρὸς ἐρωτευμένος, τιμαλφὴς ἐκεῖ, στὸ τέλος τοῦ καλοῦ παραμυθιοῦ μὲ τὶς τρωτὲς συνήθειες ἀσήμαντων ἡρώων νὰ μὴ σὲ μνημονεύει ἐσένα οὔτε θάνατος. Μετὰ χαμογελᾶς κλείνεις τὸ μάτι ἐμπειρικὰ καὶ λὲς ἔ, καὶ τί ἔγινε, λοιπόν; σὲ κάποια ἄλλη ζωὴ – δὲν πειράζει καὶ στρέφεις τὸ βλέμμα σου ἀλλοῦ γιατὶ ἀνθρώπινα τὸ ξέρεις πὼς κλαῖς γιατὶ ἀνθρώπινα τὸ ξέρεις σὲ τρομάζει ποὺ ἔχεις ἀκόμα τόσα πολλὰ κατὰ νοῦ νὰ ξεχάσεις. Φίλιππος Αγγελής

The coming insurrection Στοὺς δρόμους μαινόμενες ἀνθρώπινες μορφὲς Βαθιὰ στὸ χῶμα παλεύουν τῶν νεκρῶν τὰ σώματα Κτύποι ἀκούγονται, στήνουν ἀγχόνες στὰ Ἐξάρχεια. Μιὰ γιγάντεια χελώνα, Φράσσει μὲ τὸν ὄγκο της τὴν ὁδὸ Στουρνάρη. Βρίσκω τὸ σῶμα μου σ’ ἕνα ἐρειπωμένο κτίριο Μπροστά του μιὰ ἔνστολος γονατιστὴ Τοῦ φιλεῖ τὴ βάλανο ψιθυρίζοντας: «Μορφές, εἶναι τὰ πέπλα τοῦ κενοῦ Κι οἱ λέξεις κρύβουν καὶ φανερώνουν τὴ σιγὴ» Τὸ σῶμα μου αἴφνης διαρρηγνύεται Ἀπ’ τὶς ῥωγμὲς πυρακτωμένη λάβα ῥέει. Ξημερώνει· πὰν’ ἀπ’ τὴν πόλη κρέμονται, -ἀπὸ κανναβόσχοινα δεμένα στὰ σύννεφατὰ πτώματα ἀπαγχονισμένων τραπεζιτῶν Ἡ αὔρα τ’ ἀπομακρύνει πρὸς τὴ θάλασσα. Larry Cool 28


sodeia.net

Μάρτιος - Μάιος 2013

Υψικάμινος

Ούτε ένα μήνυμα για σένα Θύελλα τα μάτια σου απόψε και των δακρύων ο απόηχος την τρεμάμενη γαία των χειλιών πικραίνει Γράφεις για ‘κείνη που φορούσε στ’ αστέρια καπελάκι μην τυχόν τα κάψει ο ήλιος Πως διάβαινε προσεχτικά ανάμεσα στων αμυγδαλιών τα πεσμένα άνθη και την γλυκόξινη μυρωδιά όλων εκείνων που είχαν οριστικά χαθεί Γράφεις για κείνη που πίστευε πως ο κόσμος μπορούσε να χωρέσει σε δυο χούφτες όνειρα μέχρι που μάτωσαν οι κατάλευκες παλάμες Φύσηξε άγρια ο πόνος και πήρε μακριά το καπελάκι των άστρων Ένα – ένα έσβησαν και πάγωσαν οι χουφτίτσες Να γράφεις λοιπόν για ‘κείνη την αειθαλή φεγγαροπρόσωπη αγάπη κι ας υπάρχουν γύρω σου τόσα θολωμένα τζάμια κι ούτε ένα μήνυμα για σένα Ίσως εκείνη να ήταν πάντα η απάντηση Μαρία Ροδοπούλου

29

Πρώιμη στάχτη της υψικαμίνου πεταμένη στο πέλαγος, σαν άλλη ξενιτιά της μοίρας μας, το αβέβαιο της θέλησής μας και το άβατο της ηθικής μας, κάθε πρωί που θρηνούμε όνειρα, κάθε βράδυ που κερνάμε υποσχέσεις. Δημήτρης Π. Κρανιώτης


Béatrice Libert Υπάρχει μια πόρτα εύθραυστη Που περιμένει την ώρα να περάσεις. Υπάρχει μια πληγή βαθιά Που με το παραμικρό χτύπημα ματώνει. Υπάρχει ένα παράθυρο απαγορευμένο Που μόνο στον τυφλό ανοίγει. Από τη συλλογή «Le bonheur inconsolé», 1997

Διασχίζουμε την άβυσσο Χωρίς να μπορούμε να κολυμπήσουμε ούτε να πετάξουμε Είμαστε βαριοί Όπως είναι βαριά η σιωπή Που διασχίζουμε Και δεν έχουμε ούτε λιμάνι ούτε όνειρο Για να ρυμουλκήσουμε το αδύνατο

[μεταφράσεις]

ελληνική απόδοση Babak Sadegh Khanjani

Από τη συλλογή «être au monde», 2004

Ταυτότητα Βαδίζεις και είναι αυτό το βήμα που δίνει νόημα στο δρόμο Βαδίζεις και είναι αυτός ο δρόμος που ριζώνει μέσα σου μέσα στον πόθο να πας απ’αυτό που ήσουνα σε αυτό που είσαι

Béatrice Libert

Βαδίζεις και είναι η χώρα που διασχίζεις που βάζει φτερά στην ταυτότητά σου. Από τη συλλογή «L’instant oblique», 2009 30


ποιητική συλλογή

ΑΝΟΙΞΗ 2013 ποιητική συλλογή

ποιητική συλλογή

β

΄

ποιητική συλλογή

Αννα Νιαράκη Τετράδιο Πειραμάτων εκδόσεις Χαραμάδα

Χανς Κρίστιαν Αντερσεν Το αηδόνι του Αυτοκράτορα εκδόσεις Modern Times

Μενέλαος Λουντέμης Το ρολόι του κόσμου εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

Γιώργος Λευθέρης Το Ονομά μου εκδόσεις Γαβριηλίδη μυθιστόρημα

μυθιστόρημα

Hermman Melville Μπάρτλμπυ, ο γραφέας. εκδόσεις Άγρα

παραμύθι

Οσκαρ Γουάιλντ Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας εκδόσεις Χρ.Τερζόπουλος

Ματθαίος Ματθαιάδης Παραμεθόριες Εποχές εκδόσεις Ιδεόγραμμα διήγημα

παραμύθι

Μαρία Ροδοπούλου Είμαι Πολλές εκδόσεις Ιδεόγραμμα

31

Αλ. Παπαδιαμάντης Η Φόνισσα εκδόσεις Επικαιρότητα


ΘΕΑΤΡΟ www.sodeia.net

ΣΟΔΕΙΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΙΣ ΔΕΥΤΕΡΕΣ

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΛΟΥΛΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ διαβάζουμε στη σελ. 8

info: www.sodeia.net


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.