Anatolh preview

Page 1


ΠΑΝΟΣ ΚΑΖΟΛΗΣ

Το κυνήγι της

Ανατολής Μυθιστόρημα


Copyright © Panos Kazolis 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2013 Πάνος Καζόλης

Το κυνήγι της Ανατολής ISBN: 978‐1‐909550‐78‐0 Copyright © Panos Kazolis 2013 CopyrightHouse.co.uk ID: 142510 Cover Images: Source: ShutterStock.com / Copyright: MidoSemsem / File No: 130963028

PUBLICATIONS

St Peters Vicarage, Wightman Road, London N8 0LY, UK T. 0044 203 28 66 550 F. 0044 203 43 25 030 M. 0044 7411 40 6562 www.akakia.net publications@akakia.net All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. 2013, London, UK


Α

ξεπέραστος σε συνέπεια ο θεός Ήλιος έφτασε ξανά πάνω από τις φυλλωσιές και έγειρε αποκαμωμένος, ενώ οι σκιές στον αφιλόξενο βαλτότοπο πύκνωσαν και τα κάθε λογής νυχτόβια άρχισαν να ξεμυτούν, να ψάξουν για τον επιούσιο. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, το μοναδικό κτίσμα της περιοχής, η ετοιμόρροπη αποθήκη, μισοχαμένη στην υγρασία φάνταζε σαν στοιχειωμένη. Στο χέρσο τμήμα εμπρός της, ο πελώριος σωρός από σκουριασμένα γεωργικά μηχανήματα και το δίχως ρόδες τρακτέρ μαρτυρούσαν την απουσία ανθρώπου από χρόνια. Με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή ο Άσσος συνέχισε να οδηγεί δίχως φώτα, διέσχισε αργά το ρυάκι, απέφυγε επιδέξια την ύπουλη λάσπη κι άφησε το αμάξι να τσουλήσει ήσυχα πλάι στις καλαμιές. Έκανε μισό κύκλο και σταμάτησε ανάμεσα στα παλιοσίδερα και το κουφάρι του τρακτέρ. Ήσυχα με ήρεμες κινήσεις εξέτασε μεθοδικά το περιεχόμενο του σάκου να βεβαιωθεί πως δεν ξέχασε κάτι, απενεργοποίησε το κινητό του και βγήκε από το αυτοκίνητο. Πέρασε το σάκο απ’ τις μασχάλες στην πλάτη του, έλεγξε προσεχτικά ένα γύρω, διέσχισε τον ακάλυπτο χώρο σκυφτός και χώθηκε στις καλαμιές. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του να βεβαιωθεί ότι το ξεχαρβαλωμένο φιατάκι δεν διέφερε σε πολλά από τα σκουπίδια της παρέας του και μόρφασε ικανοποιημένος. Έριξε ένα κουφέτο μέντας στο στόμα του να μετριάσει τη μπόχα του βάλτου, παραμέρισε τις καλαμιές και μπήκε στο κρυφό μονοπάτι. Καθώς έμοιαζε να φτάνει σε αδιέξοδο, έγειρε προσεχτικά ένα θάμνο το πλάι και πέρασε σε άλλο. Στενότερο από το προηγούμενο, αλλά σε πιο στέρεο έδαφος το νέο μονοπάτι είχε ανατολικό προσανατολισμό, είχε δύο παραπλανητικές εξόδους που οδηγούσαν κατευθείαν στα βαλτόνερα, ενώ λίγο πιο κάτω στένευε περισσότερο και κατέληγε σε συμπαγή απροσπέλαστη βλάστηση. Καλυμμένος από το μισοσκόταδο και τα ψηλά βαλτόφυτα ο Άσσος σταμάτησε πριν το τέρμα και αφουγκράστηκε. Ύστερα στράφηκε δεξιά, γονάτισε και τράβηξε τον θάμνο που είχε μπροστά του. Ο αριστοτεχνικά κομμένος θάμνος αφαιρέθηκε εύκολα και αποκάλυψε ένα μικρό τούνελ.


Ο Άσσος προχώρησε στα γόνατα, παραμέρισε τα τελευταία φυτά από μπρος του και βγήκε στο τεχνητό ξέφωτο. Για άλλη μια φορά έμεινε ακίνητος και αφουγκράστηκε. Πέρα από το θρόισμα των φύλλων στο ελαφρό αεράκι και τα κοάσματα των βατράχων τα πάντα έδειχναν ήσυχα στη θέση τους όπως τα άφησε μερικές νύχτες πριν, στη τελευταία του επίσκεψη. Στο νοικοκυρεμένα περιποιημένο ξέφωτο τα δέκα δέντρα που είχαν απομείνει έστεκαν στη θέση τους περιμένοντας τη σειρά τους για τη συγκομιδή και τα σημάδια παγίδες που θα πρόδιδαν το πέρασμα κάποιου ανεπιθύμητου ήταν σίγουρα ανέπαφα. Παρ’ ότι ο έλεγχος δεν έδειξε κάτι ανησυχητικό η άσχημη αίσθηση δεν τον άφησε. ‐Τι διάολο έχεις πάθει ρε παλιόγερε; Τo είπε ψιθυριστά με γερή δόση ειρωνείας και τίναξε το κεφάλι του να απομακρύνει ταυτόχρονα και τα έντομα που βούιζαν γύρω του. ‐Άρχισες να φυραίνεις παλικάρι μου. Ένστικτο και τρίχες κατσαρές! Ξεφόρτωσε τον σάκο από την πλάτη του και ετοιμάστηκε να πιάσει δουλειά. Σε γενικές γραμμές ο Άσσος ήταν ένας άνθρωπος που είχε εκπαιδευτεί να ελέγχει τα νεύρα του. Η ικανότητά του να διατηρεί τη ψυχραιμία του σε επικίνδυνες καταστάσεις ήταν μοναδική και ένα σταθερό παράδειγμα στις συζητήσεις των πρώην συνεργατών του. Στη πολύχρονη παράνομη σταδιοδρομία του δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτή η ικανότητά του ξελάσπωσε τόσο τον ίδιο όσο και τους ανθρώπους του. Οι ελάχιστοι καλοί φίλοι ωστόσο, ήξεραν ότι το πιο σημαντικό προσόν του ήταν άλλο. Παρ’ ότι άρρωστος με το τζόγο, όταν επρόκειτο να καταπιαστεί με δουλειά δεν άφηνε περιθώρια στην τύχη. Ποτέ άπληστος, αλλά σχολαστικός και μεθοδικός σε σημείο να εκνευρίζει, κρατούσε πάντα για τον εαυτό του το καθοριστικό μέρος της επιχείρησης και ενώ όλα κατέληγαν κατ’ ευχήν, αυτός και πάλι δεν αποκάλυπτε εκείνες τις λεπτομέρειες που θεωρούσε σημαντικές. Πέρα από τον μοναχικό και ιδιόρρυθμο τρόπο που προτιμούσε να δουλεύει, αλλά και τους όρους που έθετε προκειμένου να συμμετέχει, όλοι τους παραδέχονταν ότι οι δουλειές που αναλάμβανε τελείωναν με


επιτυχία, όπως και ότι εκείνος που του ψαλίδισε το Ασημάκης σε Άσσο, ήξερε τι έκανε.


Ή

ταν δεν ήταν στα εικοσιδύο του ο Ασημάκης όταν ξεμπέρδεψε απ’ τον στρατό και με μόνα εφόδια τη λεβεντιά του και ένα παλιόχαρτο μιας μέσης τεχνικής σχολής, ξαμολήθηκε στη πιάτσα, να βρει κι αυτός τα υλικά, να χτίσει το μέλλον του. Αφού έσπασε τα μούτρα του σε μια ντουζίνα πόρτες, δύο μήνες μετά στάθηκε τυχερός. Η δουλειά ήταν σκληρή και τα χρήματα λίγα, όμως μπορούσε να αρχίσει τα όνειρα και έμελλε να μην ξεχάσει ποτέ το περήφανο χαμόγελο των γονιών του όταν έφθασε σπίτι φορτωμένος με γλυκά και τον πρώτο μισθό του. Με τρυπάνια, καλέμια και σφυριά ο Ασημάκης έσκαβε φιλότιμα τους τοίχους των οικοδομών να ανοίξει κανάλια για τα καλώδια και δεν τον ενοχλούσε τόσο η σκόνη, όσο οι σπόντες του καλοκάγαθου τύπου του αφεντικού του, που αγωνιζόταν να τον φέρει πιο κοντά με την πανάσχημη κόρη του. Για μερικούς μήνες τα πράγματα κύλησαν δίχως προβλήματα, ύστερα κάποιο πρωί το αφεντικό ήρθε στη δουλειά προβληματισμένος και τους ζήτησε να κάνουν υπομονή ως τον άλλο μήνα, επειδή ο εργολάβος κατασκευαστής προς το παρόν δεν είχε χρήματα να τους πληρώσει. Υποσχέθηκε να τα πάρουν μαζεμένα, όμως τον επόμενο μήνα ο άλλοτε εύθυμος τύπος έφτασε με κατεβασμένο κεφάλι και τους ανακοίνωσε περίλυπος ότι δυστυχώς ο εργολάβος έριξε κανόνι. Φιλότιμο παλικάρι ο Ασημάκης τον παρηγόρησε, τον φίλησε σταυρωτά να τον αποχαιρετήσει, έφυγε να ψάξει για νέα δουλειά, και οι όποιες ελπίδες της ασχημούλας θυγατέρας του εργολάβου εξανεμίστηκαν. Το καινούριο αφεντικό ήταν νεότερος σε ηλικία, είχε μουστακάκι και υπολογιστικό βλέμμα και από την πρώτη τους συνάντηση ήθελε να ξέρει τα πάντα. ‐Όχι τίποτα άλλο. Για να ξέρουμε που πατάμε δηλαδή, τι θεό πιστεύεις, μου λες; Ο νεαρός Ασημάκης τον αντιπάθησε αλλά είχε ανάγκη τη δουλειά. ‐Αν μου εξηγούσατε, ίσως… Το μουστακάκι έγειρε κοντά του και χασκογέλασε. ‐Μη μου κάνεις τον κουτό εμένα… Τι θεό, τι χρώμα τέλος πάντων, και μην μου πεις για καμιά ποδοσφαιρική ομάδα. ‐Κοιτάξτε… ‐Το μουστακάκι μόρφασε ανυπόμονα.


‐Ανήκεις σε κάποιο κόμμα ρε παιδάκι μου; ‐Όχι, δεν… Η ανακούφιση έκανε το μουστακάκι να χαμογελάσει. ‐Φίνα, πιο καλά έτσι …άστο σε μένα. ‐Ποιο; ‐Άστο σου λέω. Άντε τώρα τράβα στη δουλειά και τα λέμε. Ενημερωμένος από τα εφηβικά του χρόνια για το πολιτικό τοπίο, ο Ασημάκης δεν ήθελε να ανήκει πουθενά και σε κανένα, ωστόσο μερικές εβδομάδες μετά χρειαζόταν τη δουλειά του το ίδιο και υποχρεώθηκε να ρίξει αρκετό νερό στο κρασί του. Ούτε που μπορούσε να θυμηθεί σε πόσες ανούσιες συγκεντρώσεις τον έσυρε και πόσες υποκριτικές πολιτικολογίες άκουσε από σοβαροφανείς ξεφτίλες που μιλούσαν για κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα σήκωναν βίλες σε δημόσια κτήματα με παράνομους εργάτες. Μέχρι εκεί ο νεαρός Ασημάκης το άντεχε, όμως όταν του ζήτησαν να υπογράψει για να του παραδώσουν την κομματική του ταυτότητα, δεν άντεξε. ‐Να σου πω ένα λεπτό… Το μουστακάκι με το υπολογιστικό βλέμμα παραξενεύτηκε, αλλά ζήτησε συγνώμη από τα υπόλοιπα κομματόσκυλα και τον ακολούθησε στο διάδρομο. ‐Τι είναι ρε; Μια υπογραφούλα θα βάλεις. Ο νεαρός είχε πάρει την απόφασή του και χαμογελούσε. ‐Έχεις τα δέκα μεροκάματα που μου χρωστάς; ‐Τι; ‐Τα δεδουλευμένα λέω, έχεις να μου τα δώσεις; ‐Τώρα ρε, αυτή τη στιγμή; Τι μύγα… ‐Τα έχεις; ‐Όχι! ‐Τότε σου τα χαρίζω ρε μάπα… Τα δεδουλευμένα τα έχασε, αλλά την εικόνα του αποσβολωμένου πρώην εργοδότη του την απόλαυσε, και όταν κατέβηκε στο δρόμο τίναξε τα ρούχα του σαν να ‘βγαινε από υπόνομο. Στο δύσκολο διάστημα που ακολούθησε ο νεαρός Ασημάκης συνειδητοποίησε πως αν δεν επέλεγε πολιτικό στρατόπεδο, ίσως να μην έβρισκε δουλειά ποτέ. Εκείνο το απόγευμα οι ώρες κυλούσαν πάλι βασανιστικά αργά και τα βεβιασμένα χαμόγελα συμπαράστασης των γονιών του σε συνδυασμό


με τις άδειες τσέπες του κόντευαν να του σπάσουν τα νεύρα, όταν άκουσε το τηλέφωνο. Ένα λεπτό μετά η μάνα του τον φώναξε να μιλήσει κι ύστερα από καιρό το χαμόγελό της του φάνηκε χαρούμενο. ‐Ο εξάδελφός σου, από το Βέλγιο! Με τον δεύτερο ξάδερφο που μετά το σχολείο έφυγε στους συγγενείς του στο εξωτερικό, δεν έκαναν παρέα ως συμμαθητές, ούτε κράτησαν κάποια επαφή αργότερα, γι’ αυτό και το αισιόδοξο χαμόγελο της μάνας του, του φάνηκε υπερβολικό. Ο δεύτερος ξάδερφος ήταν εγκάρδιος, είπε γρήγορα λίγα τυπικά λόγια και μπήκε στο θέμα. ‐Και από δουλειά ξάδερφε όση γουστάρεις, όρεξη να ‘χεις! Εξάλλου δεν θα ‘ρθεις για υπάλληλος, συνεταιράκια θα ‘μαστε! Ο θείος δεν μπορεί πια να δουλέψει, έπαθε εγκεφαλικό. Πριν ακουμπήσει το ακουστικό στη συσκευή ο Ασημάκης το είχε αποφασίσει. Τρεις μέρες μετά έφυγε για το Βέλγιο. Ως τότε δεν έιχε περάσει από το μυαλό του ποτέ να αφήσει τους γέρους μόνους, αλλά στα εικοσιτρία χρόνια της απουσίας του, οι γονείς του γέρασαν, έφυγαν απ’ τη ζωή και αυτός δεν φάνηκε ούτε στην κηδεία τους. Ήταν κάτι που οι υπόλοιποι συγγενείς και γείτονες σχολίαζαν πικρόχολα, όμως η κακή κριτική σταματούσε εκεί. Όλοι συμφωνούσαν ότι όσο ζούσαν οι γέροι δεν έμοιαζαν καθόλου δυστυχείς και ότι με τα χρήματα που τους έστελνε τακτικά το παλιό σπιτάκι έγινε καινούριο και ως τα τελευταία τους ζούσαν σαν άρχοντες. Από τον καιρό που έλειψε οι φήμες που κυκλοφόρησαν γι’ αυτόν ήταν ασαφείς και πολλές. Στην αρχή έμαθαν ότι οι ηλεκτρολογικές εργολαβίες με τον δεύτερο ξάδερφο στο Βέλγιο πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο, όμως τρία χρόνια μετά άκουσαν ότι προς μεγάλη θλίψη του δευτεροξάδερφου, ο Ασημάκης ρευστοποίησε το μερίδιό του και από τότε τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Κατά καιρούς μάθαιναν για κάποιον που τον συνάντησε στο Παρίσι, μετά στη Δανία, κάποιοι άλλοι μιλούσαν για Αμερική, οι πληροφορίες έφθαναν μισές και συγκεχυμένες και το μόνο που έδειχνε συγκεκριμένο, ήταν πως όπου βρισκόταν και με ότι καταπιάνονταν, ο Ασημάκης το χρήμα το φυσούσε.


Χρόνια ύστερα από το θάνατο και του πατέρα του οι γείτονες είδαν το ακατοίκητο σπίτι να ανακαινίζεται ξανά, και οι φήμες άρχισαν πάλι να φουντώνουν. Στους λίγους μήνες που διήρκεσαν οι εργασίες των συνεργείων, το σπίτι άλλαξε όψη άλλη μια φορά, το μεγάλο οικόπεδο έγινε φροντισμένος κήπος, απέκτησε σπάνια φυτά και κομψή πισίνα, ο παλιός φράχτης γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε ο γρανιτένιος με το περίτεχνο σιδερένιο κιγκλίδωμα. Ένα ζεστό μεσημέρι και αφού συμπλήρωσε εικοσιτρία χρόνια απουσίας από τα πάτρια εδάφη, ο Άσσος επέστρεψε. Με λίγη σκόρπια στάχτη στα μαλλιά, αλλά σφριγηλός και γοητευτικός, ήταν ντυμένος πανάκριβα, οδηγούσε ένα πολυτελές κάμπριο και στη θέση του συνοδηγού βρισκόταν θρονιασμένη η Βέρα. Η κοπέλα εμφανώς είχε δύο δεκαετίες λιγότερες στις όμορφες πλάτες της, είχε αριστοκρατική κατανομή, πυρόξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια και όταν βάδιζε το αιθέριό της λίκνισμα θύμιζε πασαρέλα. Η εκρηκτική Ιταλιάνα έδειχνε να διασκεδάζει με την εντύπωση που προκαλούσε, όμως δεν μιλούσε ούτε λέξη ελληνικά και ο Άσσος με συνεχείς αοριστολογίες δεν φαινόταν πρόθυμος να τους πει περισσότερα. Το ζευγάρι δέχτηκε ελάχιστες επισκέψεις και ανταπόδωσε λιγότερες. Μερικές εβδομάδες μετά έγινε πια φανερό πως από τη συμβατική κοινωνικότητα προτιμούσαν τη χλιδάτη απομόνωση του σπιτιού τους, ωστόσο αυτό δεν καλοάρεσε στους περίεργους. Πολύ γρήγορα τον χαρακτήρισαν νεόπλουτο αλαζόνα, τα πικρόχολα σχόλια πύκνωσαν, έφτασαν στην υπερβολή και η κυρά Τασία για πρώτη φορά στη ζωή της αναγκάστηκε να μην κρατήσει το λόγο της και να σπάσει τη σιωπή της. Η πληροφορία ότι ο Άσσος ανέλαβε προ πολλού τη φροντίδα της ηλικιωμένης φίλης της μάνας του, αλλά και μερικών άλλων απόκληρων της γειτονιάς, έγινε πρώτη είδηση, τα δυσάρεστα σχόλια έπαψαν, όλοι τους τον χαιρετούσαν με σεβασμό και σιγά σιγά τον άφησαν στην ησυχία του. Έτσι ένα χρόνο αργότερα κανείς δεν αντιλήφθηκε πως ότι χρήματα έφερε στην Ελλάδα από τη θολή καριέρα του στο εξωτερικό, είχαν κάνει φτερά στο χρηματιστήριο.


Ο Άσσος ήταν ικανός να διατηρεί τη ψυχραιμία του για μεγάλο διάστημα, ωστόσο οι μέρες περνούσαν στείρες από φρέσκιες ιδέες και οι πενιχροί πόροι που απέμειναν δεν αρκούσαν να διατηρήσουν για πολύ την πολυέξοδη ζωή τους. Η Βέρα ήταν μια ζωντανή κούκλα, αλλά όχι ηλίθια και ήταν θέμα χρόνου να αντιληφθεί και κείνη το μέγεθος της ζημιάς. Η αντίδρασή της όταν θα συνειδητοποιούσε τυχόν εκπτώσεις στην καλοπέρασή της αποτελούσε ένα βασανιστικό ερωτηματικό για τον Άσσο, ενώ παράλληλα πίεζε για άμεσα μέτρα. Εκείνες τις μέρες αντάμωσε το Χοντροβάγγο. Παρ’ ότι δεν είχαν κάνει πολλή παρέα στα νιάτα τους, ο Άσσος δεν δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Ο χρόνος θέρισε τα μαλλιά του Χοντροβάγγου και δεν άφησε τρίχα, του άφησε όμως τα εκατόν τριάντα κιλά του ανέπαφα και πρόσφατα τον φιλοδώρησε μ’ ένα διαβήτη ξεγυρισμένο και τον έστειλε για παροπλισμό. Όλη την άνοιξη ο Χοντροβάγγος έμεινε καθηλωμένος και ανήμπορος στο σπίτι του, η παραγωγική περίοδος χάθηκε και η οικοδομή που σήκωνε για να εξασφαλίσει το ρεμάλι το γιο του, έμεινε στα μπετά. Ο Βάγγος καταλάβαινε ότι η δικαιολογία για το δήθεν πολεοδομικό προβληματάκι που χρησιμοποιούσε δεν μπορούσε να τον καλύπτει επ’ άπειρον, ενώ δίχως το έξτρα χρήμα και η ίδια η οικοδομή κινδύνευε να μετατραπεί σε γιαπί φάντασμα να εξυπηρετεί τα πρεζόνια. Το μόνο σίγουρο ήταν πως τα τιποτένια έσοδα από το μανάβικο του μακαρίτη πατέρα του δεν ήταν ικανά να καλύψουν ούτε τα προσωπικά έξοδα του γιου του. Αποτραβηγμένος υποχρεωτικά από την ενεργό δράση ώσπου να συνέλθει, ο Χοντροβάγγος θυμήθηκε την ημέρα που η γυναίκα του τον παράτησε με δύο ανήλικα κι έκανε τον απολογισμό του. Καλοπροαίρετος και αισιόδοξος από τη φύση του δεν δυσκολεύτηκε να παραδεχτεί ότι σε γενικές γραμμές, από τότε τα πράγματα δεν κύλησαν άσχημα. Αν έλειπαν και κείνα τα φαρμακερά λόγια για τον ανδρισμό του και τα κιλά του, ίσως να μην της κρατούσε καθόλου κακία. Στο κάτω κάτω τα παιδιά τα κράτησε αυτός. Ο Βάγγος αγωνίστηκε να τα μεγαλώσει όσο μπορούσε καλύτερα, μόχθησε, κινδύνεψε, έκανε χίλιες κομπίνες για να αντεπεξέλθει και τα κατάφερε.


Ο καιρός πέρασε, τα παιδιά μεγάλωσαν και η κόρη μετά τις σπουδές της ερωτεύτηκε και ζήτησε να παντρευτεί, ωστόσο ο νοικοκύρης Βάγγος δεν αιφνιδιάστηκε. Τα μισά χρήματα που φύλαγε γι αυτό σκοπό έγιναν πολυτελές διαμέρισμα στη Κυψέλη, τα άλλα μισά επιταγή στο πέτο του γαμπρού κι ο Χοντροβάγγος δεν θα ξεχνούσε ποτέ την ανάλαφρη αίσθηση καθώς συνόδευε τη νύφη για την παραδώσει. Ήταν η σειρά του πρωτότοκου να αποκατασταθεί, όμως εκεί τα πράγματα στράβωσαν και ως ένα σημείο ο Βάγγος αναγνώριζε και τις δικές του ευθύνες. Έχοντας στραμμένη τη προσοχή του στη θυγατέρα, με τη πρώτη ευκαιρία ο καλομαθημένος κανακάρης ξεστράτισε. Σαν αρχή σε ένα σερί από κουταμάρες ο νεαρός παράτησε τις σπουδές του στο τελευταίο έτος για να κάνει παρέα με κάτι τύπους που θύμιζαν ινδιάνους, και λίγο μετά άρχισαν να φωνάζουν τον Χοντροβάγγο στην αστυνομία να τον ξεμπλέξει από τις αλλεπάλληλες μηνύσεις για φθορά ξένης περιουσίας και βανδαλισμούς. Καθώς οι μήνες κυλούσαν και ο ατίθασος νεαρός δεν εννοούσε να βάλει μυαλό, ο πατέρας αρρώστησε, τρόμαξε και συνειδητοποίησε ότι αν δεν ήθελε να νιώθει άσχημα μετά θάνατον, έπρεπε πάση θυσία να τελειώσει την οικοδομή, για να βρει κάτι ο ανεπρόκοπος. Έτσι άρχισε να ψάχνει για συνεργάτη. Ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο ο Άσσος άκουγε τον Χοντροβάγγο να του αναλύει το σχέδιο και ενώ το μυαλό του μετρούσε τυχόν συνέπειες από την ηθική κατρακύλα, η φάτσα του παρέμεινε ανέκφραστη. Σε άλλες εποχές μια ανάλογη πρόταση θα του ‘φερνε γέλια ή θα τον εξόργιζε, όμως τα πράγματα άλλαξαν δραματικά στο μεταξύ και ο Άσσος ήταν αναγκασμένος να προσαρμοστεί. Στην κατάστασή του, ακόμη και μια γελοία πρόταση σαν αυτήν, είχε το βάρος μιας ευκαιρίας, ενώ εκτός από χρήματα θα κέρδιζε και χρόνο για να σκεφτεί πιο καθαρά τη συνέχεια. Η τελευταία του επιφύλαξη είχε να κάνει με τον ίδιο τον Χοντροβάγγο και τον χαρακτήρα του. Ο Άσσος θυμόταν ότι από παιδί ο παχουλός συμμαθητής του είχε μπέσα στα πάρε δώσε του, είχε και μια περίεργη ικανότητα να μην κινεί υποψίες, όμως γελούσε και μιλούσε πολύ και αυτό ήταν ένα στοιχείο που τον ανησυχούσε.


Ο Χοντροβάγγος ήπιε τη μισή μπύρα με μιας, πήρε μια θορυβώδη ανάσα και κατέληξε. ‐Λοιπόν, όπως λέμε και μεις οι λαχαναγορίτες, «αυτά είναι τα πράσα», Ασημάκη μου. Ή προτιμάς το Άσσος; ‐Ότι βολεύεσαι. ‐Εντάξει. Όπως σου είπα δεν χρειάζομαι βοηθό. Συνέταιρο ψάχνω. Βλέπεις τα χάλια μου, δεν είμαι για πολλά πράγματα πια. Φυσικά μπορώ να τα ετοιμάσω ώσπου να ψηλώσουν κομμάτι, αλλά από κει και μετά δεν αντέχω. Γι’ αυτή τη φάση θέλω άνθρωπο. Φίφτι φίφτι βέβαια! Τώρα θα μου πεις, «σιγά τα φράγκα ρε Βάγγο», αλλά εντάξει δεν είναι και λίγα, και πες ότι βοήθησες ένα παλιόφιλο βρε αδερφέ. Στο κάτω κάτω δοκιμάζεις εφέτος και αν δεν γουστάρεις συνέχεια, το κόβουμε. Και πάλι φίλοι θα ‘μαστέ. Ο Άσσος άναψε τσιγάρο σκεφτικός και έγειρε μπρος για να μιλήσει σιγά. ‐Πόσα χρόνια ασχολείσαι μ’ αυτό το βιολί ρε Βάγγο; Ο χοντρός γέλασε και χάιδεψε την καράφλα του. ‐Μαλλιά είχα, θυμάσαι κάτι μαλλούρες; ‐Πάντα στην ίδια περιοχή δουλεύεις; ‐Μια χαρά ήσυχα είναι… δεν είχαμε το παραμικρό… ‐Είχατε είπες; Δηλαδή δεν δουλεύεις μόνος; Ο χοντρός έκανε μια γκριμάτσα σαν να πονούσε. ‐Τελευταία πήρα και τον γιο μου μερικές φορές να με βοηθήσει, για το χαμαλίκι, καταλαβαίνεις… ‐Κανείς άλλος το ξέρει; ‐Κανείς! ‐Κανόνισε να μείνει έτσι αν θες να συνεργαστούμε και οπωσδήποτε να αλλάξεις πόστο. Η στρογγυλή φάτσα του Βάγγου φωτίστηκε σαν ήλιος. ‐Κανένα πρόβλημα. Το στήνω παρακάτω. Συνεπής με τα συμφωνημένα τους ο χοντρός βρήκε νέο πόστο, το οργάνωσε όπως έπρεπε, το περιποιήθηκε και όταν τα φυτά ξεπετάχτηκαν για τα καλά, του πήρε τηλέφωνο για να του το παραδώσει. ‐Εγώ ότι ήταν να κάνω αδερφέ μου, το έκανα. Τώρα είναι η σειρά σου. Ο Άσσος παρέλαβε τη φυτεία, του έδωσε συγχαρητήρια για την άρτια κατασκευή και μόλις έμεινε μόνος, έπεσε στη δουλειά να φτιάξει από


την αρχή ένα άλλο μονοπάτι προσέγγισης και σημάδια που μόνο αυτός θα μπορούσε να αναγνωρίσει. Η διαδικασία τον κούρασε περισσότερο απ’ ότι υπολόγιζε και θα μπορούσε να εκληφθεί ως περιττός κόπος αφού όλα λειτούργησαν ήσυχα και λίγους μήνες μετά χάρη στη καθημερινή προσφορά του γενναιόδωρου ήλιου, τα φυτά είχαν φτάσει τα δυόμισι μέτρα και τον περίμεναν έτοιμα να τα μαζέψει. Ο Άσσος τα μάζεψε, τα μετέφερε είκοσι χιλιόμετρα μακριά και τα έκρυψε στο προκαθορισμένο σημείο. Ο Χοντροβάγγος πρώτα πληρώθηκε, ύστερα υπέδειξε τηλεφωνικά τη ζούλα στον έμπορο, κανείς δεν συνάντησε κανένα, η επιχείρηση τελείωσε κι ύστερα από αρκετό καιρό ο Άσσος γύρισε σπίτι με τις τσέπες γεμάτες λεφτά. Εφόσον η οικονομική καθίζηση δεν πρόλαβε να αγγίξει τη καθημερινή της καλοπέραση, η κοπέλα δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει το παραμικρό και ο Άσσος κέρδισε χρόνο να σκεφτεί τη συνέχεια καλύτερα. Εκατό χιλιάδες ευρώ δεν ήταν ένα αστρονομικό ποσό, όμως προσωρινά έστω του επέτρεπαν να ισορροπήσει και να διατηρήσει για άλλο ένα χρόνο την εικόνα του οικονομικά ανεξάρτητου εισοδηματία αλώβητη. Δίχως κάποιο δυσάρεστο απόηχο από τα γεγονότα που τον ανάγκασαν να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ο Άσσος απέφυγε να ασχοληθεί και αφέθηκε στα χάδια της φλογερής Ιταλιάνας. Οι μήνες γλίστρησαν κι έφυγαν γρήγορα όπως και τα λεφτά του και όταν ο Χοντροβάγγος του τηλεφώνησε πάλι να συναντηθούν σχεδόν χάρηκε. Καθώς τα συνεργεία ξανάπιασαν δουλειά στην οικοδομή, ο χοντρός γελούσε ολόκληρος. ‐Θυμάσαι που σου τα ‘λεγα; Παιχνιδάκι δεν ήταν; Είσαι για παραπάνω εφέτος; Όσα και να του δώσω του τύπου τα θέλει! Προκειμένου να ασχοληθεί με το ζήτημα που διαρκώς ανέβαλλε, ο Άσσος είχε ανάγκη από πολλά περισσότερα, όμως θυμόταν και τις φούσκες που του έφαγαν τα λεφτά στο χρηματιστήριο. ‐Οι απληστίες κομμένες! Τα παραπανίσια θέλουν μεγαλύτερο χώρο, έχουν πολύ τράβηγμα κι ακόμη πιο πολύ κίνδυνο. Άσε τη ρέγουλα όπως έχει. Δεν είμαστε για τραβήγματα στα γεράματα. Ο Χοντροβάγγος γκρίνιαξε λίγο για τον αχαΐρευτο και πολυέξοδο γιο του, αλλά δεν επέμεινε.


Το φθινόπωρο ήρθε γρήγορα, η ώρα για τη σοδειά έφτασε, η όλη δουλειά έπαιρνε μορφή ρουτίνας κι ο Άσσος άρχισε να τρομάζει. Τα πρώτα μαύρα φίδια που τον ζύγωσαν του θύμισαν ότι προοδευτικά οι φυσικές του δυνάμεις λιγόστευαν, ύστερα προστέθηκε η αίσθηση ότι πατούσε σε κινούμενη άμμο κι όταν έφτασε η στιγμή να ξεκινήσει για τη συγκομιδή, σχεδόν μισούσε τον εαυτό του. Σαν να συνέρχονταν αργά από ένα βαθύ ύπνο, άρχισε να συνειδητοποιεί πως έπρεπε να τελειώνει με τις ανοησίες πριν η κινούμενη άμμος τον καταπιεί ολόκληρο. Το χρωστούσε στο μέλλον του που φάνταζε δυσοίωνο, όμως πέρα απ’ αυτό, το χρωστούσε στο ίδιο το παρελθόν του.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.