π. ΠΑΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
SACRAMENTAL REMORSE ΜΙΚΡΕΣ, ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ π. ΣΑΒΒΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΑΚΑΚΙΑ 2011
Copyright © Fr Pavlos Grigoriou 2011 Published in England by Akakia Publications, 2011
AKAKIA Publications St Peters Vicarage Wightman Road London N8 0LY, UK 0044 203 2866 550 0044 758 6783 880 www.akakia.net publications@akakia.net
Fr Pavlos Grigoriou SACRAMENTAL REMORSE μικρές, δογματικές και μη, λογοτεχνικές ασκήσεις
Cover Image: Source: iStockPhoto.com / Contributor: Palto / File No: 10260026
All rights reserved No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the Akakia Publications, at the address above.
ISBN: 978-1-908362-01-8 COPYRIGHT.CO.UK: DEP634453926415937500
London, UK
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Περίληψη Του Κόσμου Ψάχνω 7η Διάσταση Ο Μάης Της Τροίας Αγγίζοντας Τα Όρια Της Επίθεσης Το Μωρό Με Το Κεντρί Jim LSD Morisson Ο Φύλακας Του Σκότους Μετά Την Υποταγή ΥΓ Δάκρυα Σιωπής : Χαοτική Εξιλέωση Αρχές Δεκέμβρη Στο Θάλαμο Των Ανιάτων Ατμοσφαιρική Ανεπάρκεια Τρισώματος Δαίμων Παράγων Λ 1 π.Χ. Κάποια Στιγμή Ο Άντρας Της Ερήμου Περνούν Οι Καιροί Πέτρινος Εγκέφαλος Ποιος Ζήτησε; Το Ρέκβιεμ Της Αράχνης Ψάχνοντας Απάντηση
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ
Ταπεινά, προσπάθησα να μαζέψω ένα μικρό, αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα από το έντονο μα συνάμα ερασιτεχνικό, λογοτεχνικό και ποιητικό μου παρελθόν, σε ένα βιβλίο. Ποιήματα που γράφτηκαν στο λεωφορείο για το Πανεπιστήμιο ή σε στιγμές που στέρευαν τα δάκρυα, σκέψεις που δημιουργήθηκαν σε μικρές κενές στιγμές στοχασμού....! Όλα, έχασαν το δρόμο τους και παρέμειναν σε διάφορα συρτάρια, φακέλους στον υπολογιστή, διεσώθησαν μετά από format και λοιπές παρόμοιες καταστάσεις! Όλα γεννήθηκαν σε μια ψυχή που άκουγε τους χτύπους της καρδιάς της αλλά και τις φωνές της λογικής, σε διάφορες περιόδους. Στα παιδικά χρόνια, στην εφηβεία, στις σπουδές, στο Στρατό, στις φιλοσοφικές ανησυχίες, στον Έρωτα, στο Γάμο και στον Κλήρο. Άλλα ευχάριστα, άλλα ειρωνικά, άλλα επαναστατικά, άλλα δυσάρεστα και στενάχωρα, ανακατεμένα, ατάκτως ερριμμένα, με σκοπό να ταξιδεύουν συνεχώς τον αναγνώστη σε διαφορετικά και ποικίλα συναισθηματικά επίπεδα, μέσα σε λίγα λεπτά ή λίγες ώρες. Πρεσβ. Παύλος Γρηγορίου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πολλές φορές ο νους του ανθρώπου ξεφεύγει από την τετριμμένη πραγματικότητα, από τα βατά και συνηθισμένα. Μετατρέπεται σε ένα αυτόνομο πλάσμα, άλλοτε σκοτεινό και λυσσασμένο και άλλοτε φωτεινό. Σεργιανίζει βάλτους και δάση, λαβυρίνθους ανεξερεύνητους, πνιγμένους στο συναίσθημα, στο κλάμα, στον πόνο και την πίκρα. Σπάνια χαμογελά μα ελπίζει. Καταρρακώνεται μπροστά στη θέα της νεκρής αγάπης που βλέπει στα γυαλιστερά νερά της λίμνης και ματώνει. Μα δεν πεθαίνει ποτέ. Την παίρνει με τα κομμένα του χέρια και τη μεταφέρει από εδώ κι από εκεί. Σαν να ψάχνει ένα στοιχειωμένο νοσοκομείο να την σώσει. Σαν κι αυτά τα παραπήγματα καταμεσής των μαχών. Γεμάτα αίμα και πόνο περισσότερο, παρά ιατρικές υπηρεσίες. Μα σαν αντιλαμβάνεται τι κρατά, δεν αντέχει και γυρίζει πίσω, εκεί απ’ όπου έφυγε. Από το κεφάλι του ανθρώπου. Κι όλες αυτές οι εικόνες γράφονται με γαλάζιο αίμα σε πρόχειρα τετράδια, σε κομμάτια χαρτί, σε τοίχους. Για να αποτελέσουν μια μέρα απαυγάσματα μιας κατακρεουργημένης λογοτεχνικής εμπνεύσεως. Για να μεταδώσουν τα νοήματα εκείνα που μόνο με αυταπάρνηση αναζητά κανείς μέσα του. Γιατί αυτή η βουτιά, μπορεί να είναι και η τελευταία... Ο πατήρ Παύλος Γρηγορίου, επιχειρεί μια βουτιά με κρατημένη την ανάσα στα πιο θολά νερά της ανθρώπινης ύπαρξης. Βάζει στοίχημα με τον θάνατο πως θα του αρπάξει λίγη από την αίγλη και θα την
φέρει στον κόσμο των θνητών. Θα βάψει την οργή και τον πόνο με χρώματα ήθους και ευλάβειας μα και ανθρώπινης αδυναμίας. Μέσα από αλύτρωτα οδοιπορικά μυστηριακής φαντασίας, διανέμει σαν βροχή τις εικόνες ενός κόσμου που δεν ζούμε μέσα του αλλά εκείνος ζει μέσα μας. Και είναι αυτό που μας ενώνει. Όχι τα κοινά της ρηχής πραγματκότητάς μας, αλλά εκείνα της πνευματικότητάς μας, η οποία δεν έχει χρώμα, δεν έχει φυλή, δεν έχει ταυτότητα. Είναι η κοινή λογική, η ηθική, οι φραγμοί μας απέναντι στο κακό, η ασπίδα μας απέναντι στον πόνο, το νερό που ξεδιψά. Κι άλλοι το λένε καλό, κι άλλοι ελπίδα. Άλλοι το λένε φύση και άλλοι Θεό. π. Σάββας Βασιλειάδης Λονδίνο, Ιούλιος 2011
Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου γυναίκα, Άννα
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Η αλήθεια μέσα από ένα φωτεινό ψέμμα που βγαίνει από το βάθος της ψυχής μου σα διαμάντι τρικλίζοντας και κλαίγοντας σαν αρχαία Θεά, δηλητήριο ρίχνει στο θείο Νέκταρ. Απ’ τον Καιάδα σκαρφαλώνουν ψυχές εξαγνισμένες σα γυαλί απ’ τη θάλασσα που σκίζει τα χείλη της γοργόνας. Κι αυτή ματωμένη σε φιλά για να σου δώσει το Θείο Χάρισμα που όμως μόνο οι θνητοί το κατέχουν. Κι ιδρώνει το νερό, παγώνει, ξέροντας πως θα το πιεις να δροσιστείς και να ξεπλύνεις τις πληγές που Σ’ άφησαν στο μέτωπο τα αγκάθια.
Μισθοφόρος ο Ήλιος στην Κτησιφώνα. Γέρασαν οι εποχές και χάθηκαν στην όαση μιας ερήμου. Σαν το σκυλί που δε γνωρίζει πια το αφεντικό του, έτσι κι εμείς δεν ξέρουμε πια ποιος μας έφτιαξε. Και βλέπουμε σανίδες από ναυάγιο στον ωκεανό. Κρατάμε ομπρέλες περιμένοντας κάποιον κατακλυσμό. Ψυχές φθαρμένες, επιστρέφουν στον Καιάδα φωνάζοντας πως ο Έρωτας τους πόνεσε και τους κλόνισε. Και η Θεά παρέα με το Χάρο, που έχει βγάλει πια τη μάσκα του τρόμου και της χαμογελά, πίνει μόνη της το Νέκταρ, τάχα για να σωθεί.
ΨΑΧΝΩ
Ψάχνω, ψάχνω για κάποια άνθη που θα μου φέρουν τρόμο! Άνθη που μόνο πάνω σε τάφους τα βρίσκεις. Μαύρα, ξερά, που στάζουν αίμα. Ψάχνω, ψάχνω για αυτά τα άνθη που θα μας φέρουν λύπη! Άνθη που κρατούσα να κάποια χέρια που τώρα γίναν χώμα. Κάποιες ψυχές που κλαίνε τώρα μόνες, γυρεύοντας γωνιά να ζεσταθούν. Ψάχνω, ψάχνω τα άνθη που έδωσε ένα χέρι με αγάπη και δέχτηκε ένα άλλο με το θάνατο. Και τώρα μνήμες· νεκρές, βουβές σκηνές σε άσπρο μνήμα με τη δροσιά να μαλακώνει τις στιγμές... κι εγώ μόνος, να αφήνω τα άνθη, κλαίγοντας τη λογική μου...
7η ΔΙΑΣΤΑΣΗ Μια λευκή πόρτα. Ένα μαρμάρινο κατώφλι, που φωτίζει καθώς ο ήλιος αντανακλά πάνω τις ακτίνες του. Μια μαύρη μπότα καλογυαλισμένη που χτυπά με πείσμα σαν κάτι να θέλει να δείξει πάνω της. Ίσως μια πληγή, ίσως μια χαρά στα μάτια του στρατιώτη. Τελείωσε ο πόλεμος; Που πήγαν οι υπόλοιποι; Με δυσκολία, ο ανάπηρος πολεμιστής ανεβαίνει τη σκάλα. Θυμάται τα λόγια που του είχε πει κάποτε η δασκάλα. «Ποτέ να μην κοιτάς πίσω. Πάντα μπροστά. Πάντα υπάρχει μια ελπίδα να περάσεις αυτή τη λευκή πόρτα. Τότε θα βρεθείς σε μια 7η Διάσταση. Να ξέρεις πως θα έχεις νικήσει στην επανάσταση». Μια ουλή κάτω από τα φρύδια, δείχνει πως τα μάτια του είναι αυτά που κουράστηκαν παραπάνω κι από τα ίδια τα λευκά δυνατά χέρια του, που όμως και αυτά κουράστηκαν.
Το βράδυ στο χαράκωμα ψιθύριζε προσευχές... μόνος. Θεέ μου, βοήθησέ με να περάσω την κατάλευκη πόρτα. Βοήθησέ με να έρθω στην 7η Διάσταση.