Ermionh 15

Page 1

Ερμιόνη

στην

άλλοτε και τώρα

ΤΕΥΧΟΣ 15 - Οκτώβριος 2014 Περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης


περιεχόμενα Σελ. 3

Σελ. 9 Σελ. 10 Σελ. 12

Σελ. 14 Σελ. 16 Σελ. 17

Σελ. 19 Σελ. 20 Σελ. 22 Σελ. 23 Σελ. 26 Σελ. 28 Σελ. 29 Σελ. 30

Το χρυσό Βασιλικό μετάλλιο του ξεχασμένου παιδιού της Ερμιόνης... ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΠ. ΓΚΑΤΣΟΣ Λάσος ο Ερμιονεύς 6ος αιώνας π.Χ. ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ Ο κυρ-Μιχαλάκης ΜΑΚΗΣ Δ. ΝΑΚΟΣ Ο εθελοντισμός των Ερμιονιτών για την εκπαίδευση των νέων κατά την Καποδιστριακή εποχή (μέσα από πέντε έγγραφα των Γεν. Αρχείων του Κράτους) (2ο μέρος,συνέχεια από το τεύχος 13-Ιανουάριος 2013) ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΪΑΣ Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική στην Ερμιόνη ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΑΛΗΣ Άγιος Μηνάς ΑΡΓΗ ΜΑΓΚΟΥ Νοσταλγικές θύμησες από την καλαθοπλεκτική τέχνη του παππού μου ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ Κουβέντι στην αυλή ΕΛΕΝΗ ΔΑΚΗ – ΚΑΛΑΜΑΡΑ Ξόρκια, ξεματιάσματα και άλλα… φυλακτήρια! ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ Ο μπαρμπα-Νίκος Μουρμούρης ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙΔΗΣ ...Έρχονται οι βάρκεεεες! ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΒΛΑΧΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Τρία άλογα, τρεις ιστορίες, τρεις χαρακιές ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ Ειδήσεις - πολιτιστικά Νέοι καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται ΔΑΜΙΑΝΌΣ ΣΤΑΜ. ΒΟΓΑΝΆΤΣΗΣ Νοσταλγικά πιάτα Σ(υ)κομαΐδες ή συκόπιτες ΒΙΒΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ, ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ- ΤΣΑΜΑΔΟΥ

Περιοδική Πολιτιστική Έκδοση ISSN 1792 – 6548 Α.Φ.Μ. 997635471 ΕΤΟΣ: Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ: 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ Εταιρεία Μελετών Ερμιονίδας (Ε.Μ.Ε.) Υπεύθυνος κατά Νόμο Λίνος Γ. Μπενάκης Πρόεδρος Δ.Σ. της Ε.Μ.Ε. Συντακτική Επιτροπή Παρασκευή Σκούρτη Γιάννης Σπετσιώτης Κώστας Τσεφαλάς Επιμέλεια - Διόρθωση Κειμένων Θεοδόσης Απ. Γκάτσος Τζένη Ντεστάκου Τηλέφωνο Επικοινωνίας Παρασκευή Σκούρτη 27540-31523 Ερμιόνη 210-4116650 Πειραιάς Σχεδιασμός – Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία ARTION ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ Τηλ.: 210-4831792

Εξώφυλλο: «Τέλος εποχής». Πίνακας του φιλέλληνα Ελβετού ζωγράφου και δάσκαλου εικαστικών Ουμπέρτο Μπετζόλα (Umberto Bezzola). Ο πολύ αγαπητός στην Ερμιόνη Ουμπέρτο, μένει στα Μαντράκια από το 2007. Στο επόμενο τεύχος θα γίνει αναφορά στη ζωή, την τέχνη και τα σχέδιά του σχετικά με τη ζωγραφική στην Ερμιόνη.

2 ερμιόνη


ΘΕΟΔΟΣΗΣ Α. ΓΚΑΤΣΟΣ

Το χρυσό Βασιλικό μετάλλιο του ξεχασμένου παιδιού της Ερμιόνης... Στις 18 Μαρτίου του 1913 ανέρχεται στον θρόνο ο Κωνσταντίνος Β΄, αφού τη μέρα αυτή δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας του, Βασιλεύς Γεώργιος Α΄. Λίγους μήνες νωρίτερα, την 27η Οκτωβρίου του 1912 ο Ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον ίδιο, είχε μπει θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, ολοκληρώνοντας το έπος του Α΄ Βαλκανικού πολέμου. Στις 16 Ιουνίου του 1913 ωστόσο, η αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση ταυτόχρονα κατά των ελληνικών και των σερβικών δυνάμεων, σηματοδοτεί την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού πολέμου, ο οποίος αν και διήρκεσε μόνο ένα μήνα, χαρακτηρίζεται από τη σκληρότητα των μαχών του (με κορυφαία αυτή του Κιλκίς-Λαχανά από τις 19 μέχρι 21 Ιουνίου 1913) και το μεγάλο και για τις δύο πλευρές αριθμό απωλειών. Είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική ήττα των Βουλγάρων και την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Δυστυχώς, μετά την κήρυξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου το καλοκαίρι του 1914, τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν τις θριαμβευτικές νίκες των βαλκανικών πολέμων, είχαν καταστροφικές συνέπειες για τη Χώρα μας. Η διαφωνία του Βενιζέλου με τον Βασιλιά ως προς τη θέση που πρέπει να τηρήσει η Χώρα κατά τον πόλεμο, οδηγεί τον Βενιζέλο στην απόφαση να παραιτηθεί το Φεβρουάριο του 1915. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Ελλάδα επιβάλλεται να εξέλθει στον πόλεμο με τις δυνάμεις της «Αντάντ» (Αγγλία-Γαλλία), ενώ ο Κωνσταντίνος υπερασπιζόταν την ουδετερότητα της χώρας. Ο Βενιζέλος θα επανέλθει στην κυβέρνηση με τις εκλογές του Μαΐου του ιδίου έτους που κέρδισε, για να παραιτηθεί οριστικά τον Οκτώβριο. Ακολουθεί περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από ανίσχυρες κυβερνήσεις, με τη Βουλή ουσιαστικά διαλυμένη. Τον Αύγουστο του 1916 μια ομάδα βενιζελικών αξιωματικών και πολιτών στη ΘεσσαΔύο θεωρήσεις (και μάλιστα σε δύο γλώσσες!) στο ειδικό πιστοποιητικό του Προέδρου της Κοινότητος Ερμιόνης λονίκη, οργανώνει το κίνημα της «Εθνικής Αμύπου απαιτείτο για να μεταβεί κάποιος από την Ερμιόνη στον Πειραιά. Η Ελλάδα του 1916. νης», με στόχο την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ». Ο Βενιζέλος μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη την προσωρινή κυβέρνηση που είχε ήδη σχηματίσει στην Κρήτη, όπου είχε πάει μετά την παραίτησή του. Δημιουργεί την τριανδρία που αναλαμβάνει την ανωτάτη αρχή (Βενιζέλος - Κουντουριώτης - Δαγκλής) και αποφασίζει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ». Ο Εθνικός Διχασμός είναι πλέον γεγονός. Από τον ερμιόνη 3


ΘΕΟΔΟΣΗΣ Α. ΓΚΑΤΣΟΣ Οκτώβριο του 1916 συνυπάρχουν δύο ελληνικά κράτη, ρυθμό στην αναδιοργάνωση, εξοπλισμό και εκπαίδευση το «Κράτος των Αθηνών» στην Αθήνα και της «Εθνικής του στρατού, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1918. Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη, οριοθετώντας με τον τρόπο Προβαίνει σε εκκαθαρίσεις στην εκκλησία και τη δηαυτό και γεωγραφικά την πολιτική σύγκρουση του εθνι- μόσια διοίκηση, ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του κού διχασμού. με τους βασιλικούς και το «Κράτος των Αθηνών». ΣτέλΤον Νοέμβριο του 1916 γαλλικές δυνάμεις αποκλείουν νει στην εξορία (στο Αιάκιο της Κορσικής), 30 περίπου την Αθήνα και καταδικάζουν σε πείνα τον πληθυσμό της επιφανείς πολίτες, μεταξύ των οποίων και τον Ερμιονίνότιας Ελλάδας. Το λαϊκό αίσθημα, που στην αρχή του τη πρώην δήμαρχο Αθηναίων Σπύρο Μερκούρη. Ήρε με πολέμου έκλινε υπέρ των Αγγλογάλλων, μεταβάλλεται νόμο την ισοβιότητα των δικαστών και την μονιμότητα τώρα εναντίον τους. Κατων δημοσίων υπαλταργώντας ουσιαστικά λήλων και κηρύσσει την εδαφική ακεραιότηεκπτώτους τον Αρχιετα της χώρας, βομβαρδίπίσκοπο Αθηνών Θεόζουν περιοχές της Αθήκλητο και τους μητρονας γύρω από το Στάδιο πολίτες της «Παλαιάς και κοντά στα Ανάκτορα. Ελλάδος», απολύει 570 Το γεγονός εξαγρίωσε δικαστικούς όλων των τους αντιβενιζελικούς, βαθμίδων και 6.500 δηπου κατηγόρησαν τους μοσίους υπαλλήλους, αντιπάλους τους ως ενώ αποστρατεύει και προδότες, αφού οι δυτο 40% του συνόλου των νάμεις της «Αντάντ» μόνιμων αξιωματικών προσπαθούσαν να τους του στρατού. φέρουν στην εξουσία με Όπως είναι φυσικό, κάθε τρόπο. Κύμα τροτα γεγονότα της εποχής μοκρατίας κατά των βεεπηρεάζουν την καθηνιζελικών ξεσπά στην μερινή ζωή των πολιΑθήνα. Από τον Εθνιτών σε όλη τη χώρα. κό Διχασμό δεν ξέφυγε Έτσι για να μεταβεί στις ούτε η Εκκλησία της Ελ16 Οκτωβρίου του 1916 λάδος. Οι μητροπολίτες στον Πειραιά ο 19χροτης «Παλαιάς Ελλάδος» νος κάτοικος Ερμιόνης (δηλ. των περιοχών που Ιωάννης Γκάτσος του είχαν ελευθερωθεί πριν Θεοδοσίου, είναι υποαπό το 1912) υπό τον χρεωμένος να εφοδιαΑρχιεπίσκοπο Αθηνών σθεί με ειδικό πιστοποιΘεόκλητο, συντάσσοητικό από τον Πρόεδρο νται με τον Κωνσταντίτης Κοινότητος Ερμιόνο, ενώ οι μητροπολίτες νης, το οποίο μάλιστα Φύλλο πορείας του ναύτη-νοσοκόμου Ιωάννη Γκάτσου από το Κεντρικό των «Νέων Χωρών» με έχει περάσει από δύο Προγυμναστήριο Πόρου της 4ης Φεβρουαρίου 1919 τον Βενιζέλο. ελέγχους αλλοδαπών Επί ένα χρόνο η Ελλάδα ζει σε καθεστώς εμφύλιας αρχών, όπως αποδεικνύεται από τις σφραγίδες που φέσύρραξης, το οποίο εκμεταλλευόμενοι οι σύμμαχοι της ρει! «Αντάντ», αναγκάζουν τελικά σε παραίτηση τον ΚωνσταΤρία χρόνια αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου του 1919, ο ντίνο και επιβάλλουν νέο βασιλέα τον δευτερότοκο πρί- πρωτότοκος γιός της οικογένειας του Θεοδοσίου Γκάτσου, γκιπα Αλέξανδρο, αντί του διαδόχου Γεωργίου, τον οποίο που υπηρετεί πλέον τη θητεία του ως ναύτης νοσοκόμος θεωρούσαν γερμανόφιλο, επειδή είχε υπηρετήσει στον στο ¨Κεντρικόν Προγυμναστήριον» στον Πόρο, φεύγει με γερμανικό στρατό. Ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα κανονική άδεια ενός μηνός για την Ερμιόνη. Δεν ξέρουμε και σχηματίζει κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου 1917. Αμέσως αν αυτή ήταν και η τελευταία φορά που βρέθηκε όλη η προχωρεί στην πολεμική κινητοποίηση ολόκληρης της οικογένεια ενωμένη, αφού στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου χώρας στο πλευρό της «Αντάντ», προχωρώντας με γοργό χρόνου, ο πατέρας αφήνει την τελευταία του πνοή στο 4 ερμιόνη


ΘΕΟΔΟΣΗΣ Α. ΓΚΑΤΣΟΣ σπίτι του στην Ερμιόνη, από άγνωστη ασθένεια. Ο πρωτότοκος Γιάννης απολύεται αμέσως ως προστάτης της οικογένειας. Στις 10 Μαρτίου του 1920, σε ηλικία 23 ετών, επιβιβάζεται από την Πάτρα στο ατμόπλοιο «Pannonia» και στις 2 Απριλίου, αποβιβάζεται στο Ellis Island της Νέας Υόρκης. Έχει δηλώσει διεύθυνση της νέας του ζωής το ξενοδοχείο «New Barnett» στην πόλη Canton του Ohio, όπου τον περιμένει ο μετέπειτα συγγενής του, Παναγιώτης Χόντας. Ο Παναγιώτης Χόντας παντρεύτηκε τη Μαρίνα Φραγκούλη, μεγαλύτερη αδελφή του Απόστολου Φραγκούλη, ο οποίος το 1938 πήρε τη μικρότερη αδελφή του Γιάννη, τη Διαμάντω. Ο Γιάννης Θ. Γκάτσος σιγά-σιγά προκόβει επαγγελματικά και μετά 24 χρόνια σκληρής δουλειάς στη νέα του πατρίδα, στις 28 Αυγούστου του 1944 του απονέμεται και η αμερικανική υπηκοότητα. Δεν ξεχνάει ωστόσο ποτέ τις ρίζες του. Στα αρχεία της αρμόδιας υπηρεσίας των ΗΠΑ είναι καταγεγραμμένος στη λίστα των επιβατών που επιστρέφουν από την Αθήνα με την πτήση 925/07 της 8ης Μαΐου του 1948 στη Νέα Υόρκη. Έκτοτε ήρθε πολλές φορές στην Ελλάδα, ιδίως μετά τη συνταξιοδότησή του. Πέθανε τον Αύγουστο του 1986 στη μόνιμη κατοικία του στο Sacramento της Καλιφόρνια. Η απόλυση του πρωτότοκου Γιάννη το 1919, δεν εμποδίζει τη στράτευση του δευτερότοκου Γιώργου. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία κατάταξης στο Βασιλικό Ναυτικό του Γιώργου, ο οποίος είχε γεννηθεί στις 28 Ιουνίου του 1899. Γνωρίζουμε ωστόσο με βεβαιότητα ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του, την οποία υπηρέτησε στο θωρηκτό «Αβέρωφ», ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος επανήλθε στον θρόνο (με το δημοψήφισμα της 5ης Δεκεμβρίου του 1920), αφού ο Βενιζέλος που εν τω μεταξύ είχε ηττηθεί συντριπτικά στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 (δεν εξελέγη ούτε βουλευτής), εγκατέλειψε τη χώρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Ήταν λοιπόν 21 ετών ο Γιώργος, όταν το Δεκέμβρη του 1920 ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος επιβιβάστηκε από τη Βενετία στο «Αβέρωφ» και κατέπλευσε στην Κόρινθο, με τελικό προορισμό την πρωτεύουσα. Κατά την άφιξη όμως του πλοίου στην Ποσειδωνία, ο Γενικός Διευθυντής της διώρυγας Κωνσταντίνος Ξύδης αρνήθηκε να επιτρέψει τη διέλευσή του από τη διώρυγα παρά την επιμονή του κυβερνήτη, (Πλοιάρχου ΒΝ και μετέπειτα Ναυάρχου) Αντωνίου Μπάτση από τα Ψαρά. Ο Κωνσταντίνος Ξύδης (1867-1930) είχε σπουδάσει στη διάσημη «École Nationale des Ponts et Chaussées/Εθνική σχολή γεφυρών και οδοστρωμάτων» στο Παρίσι. Εργάστηκε πολλά χρόνια εκτός Ελλάδος, στην κατασκευή του σιδηροδρόμου Κωνσταντινουπόλεως - Βαγδάτης αλλά και στην Αίγυπτο. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1912, υπήρξε εκ των επιλέκτων, οι οποίοι στελέχωσαν, την εποχή εκείνη, τη δημόσια διοίκηση. Τοποθετήθηκε

Το επιβατικό/cargo ατμόπλοιο «PANNONIA» ναυπηγήθηκε στη Σκωτία το 1903. Το 1920 ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Νέα Υόρκη - Πάτρα. Είχε μήκος περί τα 148 μ. πλάτος 18μ. βύθισμα 18μ. εκτόπισμα 9851grt. ονομαστική ιπποδύναμη 811hp. και ταχύτητα 14.93knts Διαλύθηκε σε παλιοσίδερα στο Αμβούργο το 1922.

Το Ξενοδοχείο “NEW BARNETT” σε carte postale του 1921

Το επίσημο έγγραφο της πολιτογραφήσεως του Γιάννη ως αμερικανού πολίτη. Επειδή αντίστοιχο για τον Γιώργο δεν βρέθηκε, αλλά ούτε και στα αμερικανικά αρχεία πολιτογραφήσεων βρίσκεται καταχωρημένος, συμπεραίνουμε ότι μάλλον δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα.

Εικάζουμε ότι η φωτογραφία των δύο αδελφών (ο μικρότερος Γιώργος δεξιά) με τη σύζυγο του Γιάννη Mabel Lee Lowell στη μέση, πρέπει να είναι αμέσως μετά τον πόλεμο.

ερμιόνη 5


ΘΕΟΔΟΣΗΣ Α. ΓΚΑΤΣΟΣ σε παραπλέοντα καραβόσκοινα και ακινητοποιήθηκε. Φαίνεται πως η αυθόρμητη αντίδραση του νεαρού ναύτη να βουτήξει αμέσως στο παγωμένο νερό και να καταφέρει, απελευθερώνοντας την προπέλα, να απεγκλωβίσει την βασιλική άκατο, προκάλεσε την βασιλική ευαρέσκεια σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος να αποφασίσει να παρασημοφορήσει τον ναύτη από την Ερμιόνη, απονέμοντάς του τον «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α΄».

Ο Κωνσταντίνος επί του «Αβέρωφ» επιστρέφων στην πατρίδα. Η ενυπόγραφη αυτή ιστορική φωτογραφία με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1920 (16 Δεκ. νέο ημερολόγιο) ανήκε στην περίφημη συλλογή της Αμαρυλλίδος Μαρκεζίνη και είναι δημοσιευμένη στην «Πολιτική ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος» (Σειρά Β΄ τόμος Α΄) του Σπύρου Μαρκεζίνη. Η μοναδική αυτή συλλογή (περισσότερες από 1600 φωτογραφίες), στην οποία απεικονίζετο η πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας κατά τα τέλη του 19ου και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, δημιουργήθηκε από την αδελφή του Σπ. Μαρκεζίνη, Αμαρυλλίδα και κληρονομήθηκε από την ανιψιά της Ελένη Χέλμη-Μαρκεζίνη, η οποία την εκποίησε μέσω του οίκου Sotheby΄s το 2009.

Γενικός Διευθυντής της διώρυγας το 1919 και στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1926. Την περίοδο αυτή μελέτησε και την οριστική διεύρυνσή της για την αποφυγή συνεχών επιχωματώσεων. Η µελέτη ωστόσο αυτή δεν εφαρµόστηκε ποτέ. Ο λόγος που αρνήθηκε τη διέλευση του «Αβέρωφ» ήταν ότι, κατά την εκτίμησή του, μπορεί το σκάφος να είχε τη θεωρητική δυνατότητα διέλευσης ως εκ των διαστάσεών του (πλάτος και βύθισμα), στην πράξη όμως η ιπποδύναμή του ήταν ανεπαρκής για τη μετατόπιση του εκτοπιζομένου νερού μεταξύ των πλευρών του σκάφους και των τοιχωμάτων της διώρυγας, με κίνδυνο να εγκλωβισθεί το θωρηκτό στη διώρυγα. Προκλήθηκε μακρά συζήτηση με τελικό αποτέλεσμα κατόπιν της επιμόνου αρνήσεως του Ξύδη να επιτρέψει τη διέλευση, να παραμείνει το «Αβέρωφ» την Ποσειδωνία και ο Βασιλιάς να αναγκαστεί να αποβιβαστεί και να έλθει τελικά στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου με ειδική αμαξοστοιχία. Ο Γιώργος Θ. Γκάτσος βρέθηκε στην άκατο που μετέφερε στην ξηρά τον Βασιλέα, όταν η προπέλα της μπλέχτηκε 6 ερμιόνη

Ο Κωνσταντίνος Ξύδης

«’Ενθύμιον Νικομηδείας» Ναύτης του «ΑΒΕΡΩΦ» ποζάρει με δύο τουρκάκια στη Νικομήδεια τον Απρίλη του 1921.


ΘΕΟΔΟΣΗΣ Α. ΓΚΑΤΣΟΣ Το «Τάγμα του Γεωργίου Α΄» ήταν μετάλλιο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1915 από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, σε ανάμνηση και προς τιμήν του δολοφονηθέντος πατέρα του Γεωργίου Α΄ και απονεμήθηκε σε πολίτες που διακρίθηκαν για τις πράξεις τους υπέρ της πατρίδας. Καταργήθηκε το 1975 στη μεταπολίτευση, οπότε και ιδρύθηκε το «Τάγμα της Τιμής». Το μετάλλιο του «Τάγματος του Γεωργίου Α’» είναι διάδημα σε μορφή σταυρού, σε χρυσό, αργυρό η λευκό σμάλτο, ανάλογα τους βαθμούς. Περιβάλλεται από ένα δάφνινο στεφάνι στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το στέμμα. Το κέντρο είναι από κόκκινο σμάλτο με την επιγραφή «Γ1» (δηλαδή «Γεώργιος Α΄») και γύρω-γύρω σε άσπρο σμάλτο φέρει την επιγραφή «Ισχύς μου η αγάπη του λαού». Η οπισθία πλευρά του μεταλλίου αναγράφει τη χρονολογία της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, δηλαδή 1863-1913, ενώ ενδιάμεσα των δύο χρονολογιών αναγράφεται το έτος ιδρύσεώς του, 1915. Το μετάλλιο έχει παραδοθεί στο κουτί του, με την κορδέλα του σε σκούρο κόκκινο (βυσσινί) χρώμα και με τη χρυσή παραμάνα του για να καρφιτσώνεται στο στήθος.

Ο Γιώργος Θ. Γκάτσος συνεχίζει τη θητεία του στο «Αβέρωφ» και λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Απριλίου του 1921, βρίσκεται στη Νικομήδεια απ’ όπου στέλνει στη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στην Ερμιόνη τη φωτογραφία του «’Ενθύμιον Νικομηδείας - Γ. Γκάτσος ναύτης Αβέρωφ» σε carte postale της εποχής. Μετά την απόλυσή του ακολουθεί αμέσως τον μεγάλο του αδελφό. Το όνομά του δεν έχει καταγραφεί στα επίσημα αρχεία του “Ellis Island Foundation” της Νέας Υόρκης, προφανώς διότι κατά την άφιξή του τον παρέλαβε ο αδελφός του. Δεν βρέθηκε επίσης σε κάποια λίστα επιβατών πλοίου της εποχής. Αναφέρεται ωστόσο καταγεγραμμένος (με τον επίσης Ερμιονίτη Διαμαντή Λαζαρίδη) στη γενική απογραφή που διενεργήθηκε στις Η.Π.Α. το 1940, ως έμπορος φρούτων και λαχανικών στην πόλη Marysville της επαρχίας Yuba της Καλιφόρνια και ως κάτοικος του ίδιου μέρους τα τελευταία πέντε χρόνια. Μερικά χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε επίσης καταγεγραμμένο στους επαγγελματικούς τηλεφωνικούς καταλόγους των δεκαετιών ΄50 και ΄60 της Yuba City (της πόλης στην Καλι-

Από την 16η απογραφή των ΗΠΑ (27 Απριλίου 1940). Πολιτεία California, Επαρχία Yuba, Πόλη Marysville, Σελ. 84 Αρ. 33 o Lazaridis Daimantis(!) και Αρ. 34 o Gatsos George

ερμιόνη 7


ΘΕΟΔΟΣΗΣ Α. ΓΚΑΤΣΟΣ φόρνια που σταδιοδρόμησαν τελικά τα δύο αδέλφια), ως υπάλληλο του “Sportsman Club”, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο μεγάλος του αδελφός, ο Γιάννης. Στις διηγήσεις του ο Γιάννης αναφερόταν πάντα με ιδιαίτερη στοργή για τον μικρότερο Γιώργο, οποίος τον ακολουθούσε πιστά σε

όλη τη διάρκεια της κοινής επαγγελματικής τους πορείας, χωρίς ωστόσο να έχει τη δική του παραδοσιακά πειθαρχημένη και μετρημένη προσωπική ζωή... Η ζωή πάντως τα έφερε έτσι κι ο Γιώργος έφυγε πρώτος απ’ όλα τα αδέλφια, το Μάιο του 1967 σε ηλικία 68 ετών.

Το θείο μου τον Γιώργο, δεν τον γνώρισα ποτέ. Στην ουσία ούτε και ο πατέρας μου μπορούσε να τον φέρει στη μνήμη του, αφού όταν έφυγε για την Αμερική, ο ίδιος ήταν παιδάκι 7-8 ετών. Δεν ξαναμίλησε με κανέναν στην Ελλάδα και κανείς μας δεν είδε ποτέ τον γραφικό του χαρακτήρα. Όλες μας τις πληροφορίες για τη ζωή και το χαρακτήρα του, τις οφείλουμε, ως επί το πλείστον, στις κατά καιρούς διηγήσεις του μεγάλου του αδελφού, του Γιάννη. Το γεγονός της παρασημοφορήσεώς του το γνώριζε η μητέρα του, (στην οποία άφησε το μετάλλιο φεύγοντας για την Αμερική και η οποία το φύλαγε μέχρι το θάνατό της στην απόλυτα άριστη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα) και βεβαίως, τα αδέλφια του.

Αγόγγυστα εργατικός, κατά τις περιγραφές του μεγάλου του αδελφού, φύση ωστόσο απροσδιόριστα ανέμελη και ανυπόκριτα αυθόρμητη, αδιόρθωτα σπάταλος αλλά και ανιδιοτελώς γενναιόδωρος, απρόβλεπτα τολμηρός και αθεράπευτα έρμαιο των παρορμήσεών του, ενσυνείδητος πρωταγωνιστής φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών αλλά και διαχρονικός περιφρονητής του χρήματος και των κοινωνικών προτύπων, ζούσε την κάθε του μέρα όπως ο ίδιος ήθελε… Αντίθετα με το μεγαλύτερό του αδελφό, δεν έκανε ποτέ δική του οικογένεια, αλλά στην πατρική του και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, που δεν τις ξαναείδε ποτέ, άφησε μοναδική κληρονομιά: τον «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α΄» !

Κοιμητήριο Sutter, Yuba City, California

8 ερμιόνη


ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ

Λάσος ο Ερμιονεύς 6ος αιώνας π.Χ. Ο λεγόμενος άσιγμος1 ύμνος στη Δήμητρα της Ερμιόνης. Απόσπασμα 1 (Poetae Melici, σελ.365, Αθηναίος 14.62 Α)

Δάματρα μέλπω κόραν τε Κλυμένοιο2 άλοχον μελιβόαν ύμνον αναγνέων, Aιολίδ΄αμ βαρύβρομον αρμονίαν. Την Δήμητρα υμνώ και την κόρη, τη γυναίκα του Κλύμενου, με γλυκόφωνου ύμνου απαγγελία, με βαρειά αρμονία αιολική. Μετάφραση: Ευάγγελος Ν. Ρούσσος

Ο ύμνος χαρακτηρίστηκε ως άσιγμος, επειδή καμία από τις λέξεις που τον απαρτίζουν, δεν περιέχει τον φθόγγο σίγμα (σ/ς). Το άσιγμο τηρήθηκε και στη μετάφραση. Το φαινόμενο δεν υποδηλώνει απλώς εξελιγμένο γλωσσικό αισθητήριο ή αισθητική τελειότητα στον 6ο αιώνα π. Χ. Κατάγεται από αρχέγονες αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες το κάθε πνεύμα, όπως και το κάθε ζώο, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο απέναντι σε ορισμένους ήχους. Έτσι οι επικαλούμενοι πίστευαν ότι οι συριστικοί φθόγγοι δεν θα διέθεταν ευνοϊκά την Θεά και ότι επομένως η επίκλησή της δεν θα είχε το ποθητό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό αυτού του φαινομένου είναι και το γεγονός ότι τουλάχιστον ως το τέλος των κλασικών χρόνων ήταν αδιανόητο να αφιερώσουν ένα διθύραμβο στον Απόλλωνα ή έναν παιάνα στον Διόνυσο. 2 Στην Ερμιόνη ο Κλύμενος ήταν λατρευτική επίκληση του θεού Άδη-Πλούτωνα. 1

ερμιόνη 9


ΜΑΚΗΣ Δ. ΝΑΚΟΣ

Ο κυρ-Μιχαλάκης Διαβάζοντας στο 11ο τεύχος του περιοδικού «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα» το άρθρο της κ. Θεοδώρας Βογανάτση για τον κυρ- Μιχαλάκη, τον δάσκαλο, με όσα είχε ακούσει από τη μητέρα της, τη Λίτσα Βογανάτση, που ήταν συμμαθήτρια και φίλη της αδελφής μου, Μαρίκας Νάκου, μαθητευόμενες μοδίστρες και οι δυο στη Λιλίκα Δεδάκη, πήρα την αφορμή να καταγράψω τις δικές μου μνήμες. Έχουν γραφτεί πολλά για τον κυρ- Μιχαλάκη, θέλω όμως κι εγώ να αναφέρω και να περιγράψω κάποια γεγονότα και δρώμενα της εποχής που τον είχα δάσκαλο στο Δημοτικό, αλλά και στην Τρίτη Γυμνασίου! Όταν τελειώσαμε το Δημοτικό Σχολείο εγώ κι ο Τάκης Αγγελής (Τακουλάκης), δώσαμε εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Δε γραφτήκαμε στο Κρανίδι, καθώς οι γονείς μας προτίμησαν να μας πάνε στο Γυμνάσιο της Ύδρας. Κάνοντας χρήση του νόμου της εποχής, γυρίσαμε στην Ερμιόνη, διδαχτήκαμε «κατ’ οίκον» και τον Ιούνιο δώσαμε εξετάσεις και περάσαμε στην Τετάρτη τάξη. Δάσκαλος στο σπίτι μας ήταν ο κυρ- Μιχαλάκης! Εραστής του λόγου και της μάθησης, ήθελε με οποιοδήποτε τρόπο -πολλές φορές και με τη σφαλιάρα, να μάθουμε, όσα μάς δίδασκε... Δύσκολα χρόνια, κατοχικά, πείνα και δυστυχία σε όλο τον κόσμο. Από τον Φεβρουάριο του 1942 που επίταξαν οι Ιταλοί το κάτω σχολείο μέχρι και τον Σεπτέμβρη του 1943 που έφυγαν, κάναμε μάθημα άλλοτε στο Καποδιστριακό, άλλοτε στο σχολείο του Συγγρού και άλλοτε στην Παναγίτσα. Την τάξη την περάσαμε με τρεις μήνες διδασκαλίας! Μετά την απελευθέρωση, επιστρέφοντας στο σχολείο μας διαπιστώσαμε πως έλειπαν πολλά θρανία, καθώς οι Ιταλοί τα είχαν μεταφέρει στο Πορτοχέλι. Με πρωτοβουλία του δασκάλου απευθυνθήκαμε στον Νίκο Μαρόγιαννη (Τσουλή), δανειστήκαμε το καΐκι του, πήγαμε στο Πορτοχέλι, τα φορτώσαμε και τα φέραμε πίσω. Κάποια φορά, θυμάμαι, μάς είχε βάλει να μάθουμε ένα ποίημα απέξω. Για μια βδομάδα μάς έκανε ανάλυση στίχο - στίχο, σχολίαζε την αλληγορική σημασία κάθε Μ. Παπαβασιλείου, Κ. Φασιλή-Παπαβασιλείου, λέξης, δίδασκε μέχρι και συντακτικό. Έχουν περάσει Δ. Βαρελάς, Σ. Βαρελά, Καλαματιανός εβδομήντα χρόνια από τότε και το θυμάμαι, ακόμα, ολόκληρο, εκτός από τον ποιητή... Το ποίημα μιλάει για τη συννεφιά και την ξαστεριά και μπαίνω στον πειρασμό να το γράψω.* «Η συννεφιά κι η ξαστεριά, κόρες του Ρήγα-Χρόνου, προχτές συναπαντήθηκαν σ’ ένα σκαλί του Θρόνου. Η πρώτη, κλαψοπρόσωπη, στρέφει και λέει του Ρήγα: «Γιατί πατέρα μου, γιατί, εγώ όπου κι αν πήγα, από τις ρούγες τις πλατιές, ως τα στενά σοκάκια όλοι με κακοδέχονται με πίκρα και με κάκια, ενώ την αδερφή μου εδώ, την πολυπαινεμένη, όλοι την καλοδέχονται, παντού όπου κι αν πηγαίνει;» Κι ο Ρήγας είπε: «Κόρες μου, η μια την άλλη δέτε, καθένας από λόγου του, μισιέται κι αγαπιέται». Ο δάσκαλος ήταν άπιαστος, τελειομανής και μοναδικός στην οργάνωση εκπαιδευτικών και κοινωνικών εκδηλώσεων στην πόλη μας. Το έτος 1943 ή 44 αποφάσισε να σκηνο10 ερμιόνη


ΜΑΚΗΣ Δ. ΝΑΚΟΣ θετήσει το έργο του Μελά, «Παπαφλέσσας, ο μπουρλοτιέρης των ψυχών». Ήταν μια παράσταση που άφησε εποχή, την παίξαμε ακόμα και στο Κρανίδι. Αναφέρω, όσους από τους μαθητές– ηθοποιούς θυμάμαι: Στο ρόλο του Παπαφλέσσα ήταν ο Τάσος Βελούδης, ο Λευτέρης Μερτύρης έκανε τον Κεφάλα, ο Ηλίας Λίτσας είχε το ρόλο του Αγά, ο Κώστας Αρβανιτάκης ήταν ο Τατάρος, ο Αργύρης Σπετσιώτης, η Ζωή Μερτύρη-Γανώση είχε το ρόλο της Αγγέλας, η Κατίνα Ταγκάλου-Νικολοπούλου ήταν η Μαντώ Μαυρογένους, ο Θεοδόσης Μπουκουβάλας είχε το ρόλο του Ντούσα. Μια άλλη χρονιά διασκεύασε και σκηνοθέτησε οπερέτα! Αφού ετοίμασε τη σκηνή στην αίθουσα που χωριζόταν με την ξύλινη σπαστή πόρτα, διαπίστωσε πως έλειπε η αυλαία. Σκέφτηκε την τεράστια ελληνική σημαία που είχε στο κατάρτι του η «ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ», το μεγάλο τρεχαντήρι του μπαρμπα-Αποστόλη Κατσογιώργη, που ήταν αραγμένο στο Κρόθι. Τη ζήτησε και ο καπετάνιος προθυμοποιήθηκε να μας τη δώσει. Μπήκαμε σε μια βάρκα, ανεβήκαμε στο καΐκι, κατεβάσαμε την πελώρια σημαία, και φτιάξαμε μια ωραιότατη …αυλαία! Τους στίχους της οπερέτας που τραγουδούσαμε, τους είχε γράψει ο ίδιος για κάθε μαθητή χωριστά, ανάλογα με το επάγγελμα που έκανε ο πατέρας του. Έβγαινε, λοιπόν, η Γιώτα ΚαρδάσηΔέδε, που ο πατέρας της ήταν χασάπης και τραγουδούσε σε μελωδία μαντινάδας: «Στις είκοσι πουλήθηκε κι παλιοπροβατίνα, που κάνει μες τον τέντζερη να βράσει ένα μήνα». Ενώ ο Μανόλης Σταμέλος, που ο πατέρας του ήταν σιδηρουργός τραγουδούσε: «Κι αν ιδρώνω και ξεϊδρώνω, αγαπώ εγώ τη δουλειά μου και δε νοιάζομαι αν λερώνω μούτρα, χέρια, μπράτσα, λιώνοντας σιδερικά». Κάποιος άλλος μαθητής συνέχιζε: «Συναγερμός εχτύπησε σε όλη την Αθήνα και βρέθηκα μα το Θεό στην κάνουλα ρετσίνας. Εκεί λοιπόν ξενοιάστηκα με ωραίο κοκκινέλι και όλα κι αν καήκανε εμένα δε με μέλει». 25η Μαρτίου κι εμείς παίξαμε τους Σουλιώτες και το Κρυφό Σχολειό! Εγώ είχα δανειστεί το ράσο και το καλυμμαύκι από τον ξάδελφό μου, τον παπα-Μιχαλάκη και έπαιζα τον δάσκαλο του Κρυφού Σχολειού. Γύρω μου ήταν καθισμένοι καμιά δεκαριά μαθητές με φουστανέλες

κι εγώ απήγγειλα με στόμφο το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη: «Απ΄ έξω μαυροφόρα απελπισιά, πυκνής σκλαβιάς χειροπιαστόσκοτάδ και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά, στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ την όψη του σχολειού, το φοβισμένο φως του καντηλιού τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει, και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει. Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα! Βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί, θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα με λόγια μαγικά! Εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά… προφητικά τα λόγια του δασκάλου με μια φωνή βαριά: «Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει». Τη νύχτα της 25ης Μαρτίου κάναμε λαμπαδηδρομίες! Βρίσκαμε ένα ξύλο στρογγυλό 1 με 1,5 μέτρο και στην κορυφή του καρφώναμε ένα κουτί από γάλα. Μέσα βάζαμε μια μαλαστούπα βουτηγμένη στο πετρέλαιο, την ανάβαμε και γυρνούσαμε όλα τα σοκάκια τραγουδώντας: «Μεγάλη μέρα πάλι ξημερώνει, της λευτεριάς μας μέρα ξακουστή!». Ανήμερα κάναμε παρέλαση στο Λιμάνι, στεφανώναμε τους ήρωες και λέγαμε ποιήματα. Τι να πρωτοθυμηθώ για αυτόν τον Άνθρωπο, τον ΔΑΣΚΑΛΟ... Μετά το ’46 έφυγα από την Ερμιόνη για την Αθήνα. Οι συμμαθητές μου συνέχισαν την εκπαίδευσή τους στο Γυμνάσιο του Κρανιδίου, αλλά δεν έχασαν την επαφή μαζί του, καθώς έπαιρναν μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις που οργάνωνε. Μεταξύ άλλων υπήρξε και ιδρυτής του σώματος των Ναυτοπροσκόπων. Φεύγοντας από το σχολείο της Ερμιόνης τη δεκαετία του 1970, έγινε Διευθυντής στο Ελληνογερμανικό Σχολείο του Γιάννη Γκλιάτη, στην Αγία Παρασκευή. Εκεί τον πρόφθασε και η μοναχοκόρη μου. Ερχόταν, όμως, στην Ερμιόνη τα καλοκαίρια, με τη γυναίκα του και τον κουνιάδο του (Λουρίδη) και έμενε στο σπίτι του αδελφού του, Απόστολου. Μια μέρα συναντηθήκαμε και μου είπε: «Μαθαίνω ότι βουτάς και πιάνεις στρείδια. Εγώ δεν θα δοκιμάσω;». Την επομένη πήγαμε με τη βάρκα του Λούη (Λάζαρος Οικονόμου) στο Μαυρονήσι και του γεμίσαμε ένα καλάθι, καμιά δεκαριά κιλά. Όταν του τα πήγαμε, έκανε σα μικρό παιδί! Ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω για τον ΔΑΣΚΑΛΟ... *Αγνώστου ποιητή (από αρχεία που έχουν καταστραφεί)

ερμιόνη 11


ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΪΑΣ

Ο εθελοντισμός των Ερμιονιτών για την εκπαίδευση των νέων κατά την Καποδιστριακή εποχή (μέσα από πέντε έγγραφα των Γεν. Αρχείων του Κράτους) (2ο μέρος,συνέχεια από το τεύχος 13-Ιανουάριος 2013) Επακολουθεί σε σύγχρονη δακτυλογραφημένη μορφή το κείμενο. Αρ. 55 Ελληνική Πολιτεία Προς την Α.Ε. τον Κυβερνήτην της Ελλάδος Η Δημογεροντία της Ερμιόνης Ο κατά την Αργολίδα έκτακτος Επίτροπος μ’ έγγραφόν του υπ’ αρ. 4432 ειδοποίησε την Δημογεροντίαν ταύτην, ότι η εξοχότης της εδέχθη ευαρέστως την αίτησίν μας και παραχωρεί χάριν της νεολαίας μας το εθνικόν οσπίτιον του Αλή Μπαρδουνιώτη διά να μας χρησιμεύση διά σχολείον Αλληλοδιδακτικόν. Η χάρις αύτη ως τεκμήριον πατρικής ευνοίας εκίνησε τους συμπολίτας μας άπαντας να πέμπουν ύμνους προς τον Ύψιστον υπέρ του ονόματος της Σ. Κυβερνήσεως και να ελπίζουν προς αυτήν με βεβαιότητα ότι εις την περί ης ο λόγος επιχείρησιν των, οσάκις προσδράμουν, θέλει τοις χορηγεί όλα τα δυνατά βοηθήματα. Ελπίζομεν δε δυνάμει της χάριτος αυτής να γίνη κατά τας ευχάς της η σύστασις μετ’ ου πολλάς ημέρας και υποσημειούμεθα με σέβας το βαθύτατον. Εν Ερμιόνη την 13 Ιανουαρίου 1830 Οι Δημογέροντες Λογοθέτης Ράδου Α. Μπουκουβάλας

Επακολουθεί σε σύγχρονη δακτυλογραφημένη μορφή το κείμενο. Αρ. 57 Ελληνική Πολιτεία Προς τον κατά Αργολ. Σον Έκτ. Επίτροπον Η Δημογεροντία της Ερμιόνης Την εσώκλειστον προς την Α.Ε. αναφοράν μας υπ’ αρ. 55 παρακαλείται η Σ. Έκτακτος Επιτροπεία να εγχειρήση προς αυτήν δια της οποίας της πέμπομεν ως από μέρος μας και όλης της κοινότητος τας ανηκούσας ευχαριστήσεις διά την κατ’ ευαρέστησίν της παραχώρησιν της εθνικής οικίας, οπού με το υπ’ αρ. 4432 έγγραφόν της επληροφόρησε περί τούτου την Δημογεροντίαν ταύτην. Ευγνωμονούμεν δε τα μέγιστα και προς την Σ. Έκτακτ. ταύτην Επιτροπείαν δια την οποίαν έδειξε προθυμίαν εις την ενέργειαν της περί ης ο λόγος αιτήσεως μας και είμεθα ευέλπιδες ότι εις την επιχείρησίν μας αυτήν θέλομεν έχει πάντοτε τας δυνατάς χορηγήσεις της και υποσημειούμεθα με σέβας τα’ οφειλόμενον. Την 13 Ιανουαρίου 1830 Ερμιόνη Οι Δημογέροντες Λογοθέτης Ράδος Α. Μπουκουβάλας 12 ερμιόνη


ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΪΑΣ

Παράλληλα με τη Δημογεροντία οι Επίτροποι Παιδείας Ερμιόνης βλέποντας την επιτυχία της σύστασης αλληλοδιδακτικής Σχολής στην Ερμιόνη, απέστειλαν και εκείνοι στις 13 Ιανουαρίου 1830 άλλη αναφορά και ζη-

τούν τον διορισμό ικανού δασκάλου και όλα τα αναγκαία σχολικά εφόδια για την εύρυθμη λειτουργία της Σχολής. Ακολουθεί σε φωτοτυπία το έγγραφο 196 των Γενικών Αρχείων του Κράτους με όλα τα προαναφερόμενα. (Γ.Α.Κ., Υπ. Θρησκείας, Φ.23, 1830)

Επακολουθεί σε σύγχρονη δακτυλογραφημένη μορφή το κείμενο. Προς τον Σον Έκτακτον Επίτροπον της Αργολίδος. Οι παρά της Κοινότητος της Κωμοπόλεως ταύτης διορισθέντες υποφαινόμενοι Επίτροποι επί την σύστασιν της Αλληλοδιδακτικής Σχολής δυνάμει της προς ημάς χαρισθείσης Εθνικής οικίας του Οθωμανού Αλή Μπαρδουνιώτου παρά της Σ. Κυβερνήσεως εφθάσαμεν δια των κατά δύναμιν προθυμοποιήσεών μας εις την ακμήν καθ’ ην πρέπει να ζητήσωμεν τον Διδάσκαλον. Περί τούτου σκεφθέντες ενεκρίναμεν να δώσωμεν το βάρος προς την Σ. ταύτην επιτροπείαν, η οποία και παρακαλείται να ευαρεστηθή να φροντίση, όσον τάχιον. Νομίζομεν περιττόν να τη αναφέρωμεν, ότι να είναι χρηστοήθης και με φρονήματα καλά, να μισθωθή με μισθόν ανάλογον της παρούσης καταστάσεως μας, να είναι εφωδιασμένος με τους αναγκαίους πίνακας και λοιπά (τα οποία ελπίζομεν να μας χορηγηθώσι παρά της Σ. Κυβερνήσεως δια της προς αυτήν μεσολαβήσεώς της) ως ικανή εις αυτά, απ’ εναντίας δε είμεθα έτοιμοι να τα δεχθώμεν με την ανήκουσαν πληρωμήν, έχομεν όλην την πεποίθησιν και όλην την ελπίδα, ότι η Σ. Επιτροπεία θέλει δεχθή ευαρέστως τάς αιτήσεις μας και προς τούτοις θέλει ευαρεστηθή όπου να καταχωρισθώσιν εις την Εφημερίδα αι ευχαριστήριοι αναφοραί μας και υποσημειούμεθα με σέβας. Εν Ερμιόνη τη 13 Ιανουαρίου 1830 Ίσον τω πρωτοτύπω Οι επίτροποι Εν Άργει τη Αναγν. Χ΄΄Σταύρου 20 Ιανουαρ. 1830 Δ. Πανούτζος Ο κατά την Αργολίδα Σταμάτης Γεωργίου Εκτ. Επίτροπος Δημήτριος Φασίλης Κωνστ. Ράδος

Με τα πέντε αυτά πρωτότυπα έγγραφα, που ανεσύρθησαν από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, νιώθουμε θαυμασμό για τους προγόνους μας. Παρατηρούμε ότι στέφθηκε με επιτυχία η εθελοντική προσπάθεια των Ερμιονιτών, που ύστερα από τη μακραίωνη δουλειά και την αποτίνα-

ξη του οθωμανικού ζυγού, είχαν αντιληφθεί πρακτικά, όπως κι άλλοι απελευθερωμένοι Έλληνες, τον λόγο του Κοραή «Πολιτεία που δεν έχει βάση την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».

ερμιόνη 13


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΑΛΗΣ

Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική στην Ερμιόνη Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια η Ερμιονίδα δέχτηκε επανειλημμένα βαρβαρικές επιδρομές. Στα 395 μ.Χ. ο βασιλιάς των Βησιγότθων λεηλάτησε άγρια όλη την Αργολική χερσόνησο, ενώ στα 589 οι Άβαροι προξένησαν τεράστιες καταστροφές στην περιοχή της Αργολιδοκορινθίας, με αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών μνημείων και στην Ερμιονίδα. Το 1955 μαθητές του Δημοτικού σχολείου, ασκούμενοι στη διαρρύθμιση του προαύλιου χώρου, ανακάλυψαν, τυχαία, ψηφιδωτό δάπεδο με επιγραφή. Το υπουργείο Παιδείας, αφού ενημερώθηκε σχετικά, έστειλε τον τότε επιθεωρητή αρχιτέκτονα της αναστήλωσης Ευστάθιο Στίκα, ο οποίος ανέλαβε με εντολή και δαπάνη της Αρχαιολογικής Εταιρείας την ανασκαφή του οικοπέδου, στο οποίο βρέθηκε το ψηφιδωτό δάπεδο. Από την ανασκαφική έρευνα αποδείχτηκε ότι ανήκε στην νοτιοδυτική είσοδο μεγάλης παραθαλάσσιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, αποτελούμενης από μεγάλη υπαίθρια αυλή, νάρθηκα και κυρίως ναό με ημικυκλική κόγχη ιερού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παλαιοχριστιανικής βασιλικής είναι τα πολλά τρίβηλα. «ΑΞΙΟΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΣΠΑΝΙΩΣ ΣΥΝΑΝΤΩΜΕΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΜΕ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΤΡΙΒΗΛΑ ΗΤΟΙ ΕΝ ΟΛΩ ΕΞ». (ΣΤΙΚΑΣ) Ο ναός ανήκει στην κατηγορία της τρίκλιτης βασιλικής. Ο κυρίως ναός, διαστάσεων 40 επί 17,60 μ., περιλαμβάνει βήμα, κεντρικό κλίτος, νάρθηκα, νότια στοά αίθριου, πρόσκτισμα βόρεια από τον νάρθηκα και νότια προσκτίσματα. Στην αψίδα του βήματος διακρίνουμε ελισσόμενο βλαστό με κισσόφυλλα και το κυρίως θέμα κατεστραμμένο. Το κεντρικό κλίτος διαστάσεων 7,6Χ21,20 μ. έχει γεωμετρικό διάκοσμο. Στα δυτικά βλέπουμε δυο πτηνά δεξιά και αριστερά αγγείου, που το κάτω μέρος κοσμείται από δυο τροχούς. Ο νάρθηκας 17,50Χ3 μ. φέρει γεωμετρικό, φυτικό και ζωικό, διάκοσμο σε τέσσερα διάχωρα. Τη νότια στοά του αίθριου, διαστάσεων 12,45Χ2,10 μ., κοσμούν θαυμάσια πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα. Στη βόρεια πλευρά του προσκτίσματος, Ν.Δ. του αίθριου, διαστάσεων 5,26Χ4,50 μ., υπάρχει η επιγραφή: «ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛ(ΕΣΤΑΤΟΥ) ΕΠΙ(Σ)ΚΟ(ΠΟΥ) ΗΜΩΝ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΑΝΕΝΕΩΘΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ». Καταμετρήθηκαν 10 αποχρώσεις ψηφίδων: χρώμα φαιό δύο αποχρώσεων, υπόλευκο, λευκό, ερυθρό δύο αποχρώσεων, κυανό, κίτρινο, μελανό, πράσινη υαλόμαζα. Ο μεγάλος αρχαιολόγος Ορλάνδος αναφέρει ότι η Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Ερμιόνης είναι η πιο σπουδαία στα Βαλκάνια και ίσως στην Ευρώπη. Το 2003 ερχόμενος, μετά από πρόσκληση του Γεωργίου Μήτσου, στην Παλαιοχριστιανική Βασιλική εντυπωσιάστηκα από τα θαυμάσια ψηφιδωτά. Ενημέρωσα το Υπουργείο Πολιτισμού και αποφασίστηκε η δραστική τους συντήρηση. Ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου για τη διάσωσή τους και καταφέραμε εκείνη την εποχή να αποκαλύψουμε όλα τα ψηφιδωτά. Η συντήρησή τους δεν ολοκληρώθηκε, καθώς οι εργασίες διεκόπησαν, επειδή είχα μεταβεί σε άλλη Υπηρεσία. Κατά την επιστροφή μου μού ανετέθη εκ νέου, από την Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων, η επίβλεψη του έργου. Χρειάζεται να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι δόθηκε εντολή από το Υπουργείο Πολιτισμού, να μεταφερθούν τα ψηφιδωτά σε αρχαιολογικούς χώρους της Κορίνθου ή των Αθηνών, εάν δε συντηρηθούν και δεν τοποθετηθούν στον χώρο τους. Κατόπιν αυτού, με παρέμβαση των Δ.Σ. του Ερμιονικού Συνδέσμου, του Ι.Λ.Μ.Ε. και της Πρωτοβουλίας Ενεργών Πολιτών Ερμιόνης, υπήρξε άμεση κινητοποίηση της Δημοτικής Αρχής και προσωπικά του Δημάρχου κ. Δ. Καμιζή. Ξεκίνησαν, άμεσα, οι εργασίες συντήρησης, προκειμένου να παραμείνουν τα ψηφιδωτά στην Ερμιόνη. 14 ερμιόνη


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΑΛΗΣ

Το Υπουργείο Πολιτισμού και ιδιαίτερα η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες συντήρησης. Είμαστε στην ευχάριστη θέση να αναφέρουμε, ότι σύντομα θα αρχίσουν να τοποθετούνται τα πρώτα ψηφιδωτά στον χώρο τους συντηρημένα πια, χωρίς τον φόβο της καταστροφής τους. Ελπίζουμε με

τη βοήθεια και της Δημοτικής Αρχής, να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των δαπέδων. Προσωπικά, θέλω να ευχαριστήσω όλους τους φορείς για τη βοήθειά τους στο δύσκολο έργο που έχει αναλάβει το Υπουργείο Πολιτισμού, προκειμένου να παραδώσει στους κατοίκους της περιοχής αλλά και σε όλους τους Έλληνες αυτό το εξαίσιο στολίδι, δείγμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Σημείωση της Σύνταξης Συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον κ. Γ. Καράμπαλη για την αφοσίωση με την οποία εργάζεται στον ευαίσθητο χώρο των ψηφιδωτών της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής μας. Το ενδιαφέρον μας για το σπουδαίο αυτό μνημείο της Ερμιόνης είναι πολύ μεγάλο, γι’ αυτό και αφιερώσαμε στην

ιστορία του και στις πρώτες εργασίες αποκάλυψης και συντήρησης ειδικό εικονογραφημένο άρθρο του Λίνου Μπενάκη, στο τεύχος 2 του περιοδικού μας (Ιούνιος 2009). Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε στην ολοκλήρωση και προβολή του έργου. ερμιόνη 15


ΑΡΓΗ ΜΑΓΚΟΥ

Άγιος Μηνάς Ο Άγιος Μηνάς ήταν ένα πολύ παλαιό εκκλησάκι. Άγνωστη μάς είναι η πρώτη του ιστορία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επισκευάσθηκε και συντηρήθηκε από την οικογένεια του συμβολαιογράφου Ερμιόνης Ιωάννου και Παγώνας Δεληγιάννη. Πιστή χριστιανή, μητέρα δέκα παιδιών, με τις ελεημοσύνες της πάντα «εν κρυπτώ», η Παγώνα Δεληγιάννη είχε ζητήσει ταπεινά ως χάρη, να διασωθεί το ερημικό εκκλησάκι. Αφορμή ήταν ο γιός της Βασίλειος Δεληγιάννης, βουλευτής Αθηνών, υφυπουργός οικονομικών (τότε δεν ήταν υπουργείο) στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επισκέφτηκε το πατρικό του σπίτι και φεύγοντας τη ρώτησε: «Μητέρα, χρειάζεσαι τίποτα;» Όταν άκουσε την επιθυμία της, αμέσως είπε στον αδελφό του Μιχάλη Δεληγιάννη: «Εμπρός Μιχάλη! Να γίνει ό,τι θέλει η μητέρα». Με την επιστασία του Μιχάλη Δεληγιάννη το έργο τελείωσε γρήγορα. Με δώρα και τάματα της οικογένειας, ο Άγιος Μηνάς εφοδιάστηκε με όλα τα χρειώδη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ των άλλων, μεγάλη ολόσωμη εικόνα του Χριστού κέντησε και αφιέρωσε η σύζυγος του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Δεληγιάννη, η Κική Δεληγιάννη το γένος Μήτσα. Επίσης ο Μιχαήλ Μάγκος από τον Πειραιά, στους αρραβώνες του (6 Δεκεμβρίου του 1929) με την Κική Παπαδοπούλου, κόρη του Ηλία και της Σταματίνας, το γένος Δεληγιάννη, έφερε μαζί του δώρο τον πολυέλαιο, τα μανουάλια και άλλα. Δώρα στον Άγιο Μηνά προσέφεραν και τα αδέλφια του Ιάκωβος και Γεώργιος. Πέρασαν χρόνια. Πόλεμος του ’40-’41. Κατοχή. Εμφύλιος. Πήγαιναν οι γυναίκες για χόρτα στον Άγιο Μηνά και άναβαν ευλαβικά τα καντήλια του. Στα πιο κοντινά μας χρόνια πρόβαλαν Άγιος Μηνάς (φωτο Αριστείδη Γλύκα) πάλι ανάγκες στο εκκλησάκι. Η γειτονιά οικοπεδοποιήθηκε και άρχιζε να οικοδομείται. Ο Εμμανουήλ Σκούρτης φρόντισε και με δωρεές έγινε η περίφραξη του χώρου, προκειμένου να μην καταπατηθεί. Στη συνέχεια προέκυψε η αντικατάσταση της σκεπής. Ο οβολός της Ερμιόνης δεν επαρκούσε. Τότε εμφανίστηκε μία νέα οικογένεια στην περιοχή και ανέλαβε τη δαπάνη. Δεν γνωρίζω το όνομά της, γνωρίζει όμως ο Άγιος. Στα τελευταία χρόνια έγινε επέκταση και το μικρό ξωκλήσι μεγάλωσε με τη βοήθεια των οικογενειών Γούτου, Δημαράκη και Ψυχογιού. Επίσης έγινε εκτεταμένη αγιογράφηση από τον Πολύβιο Σκουρλέτη (είχε αγιογραφήσει και τον Άγιο Γεράσιμο), με προσφορές Ερμιονιτών. Πολλές αγιογραφίες προσέφερε η οικογένεια Μάγκου. Το ξωκλήσι ανήκει στον ιερό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 11 Νοεμβρίου. Είθε ο Άγιος Μηνάς να σκέπει πάντα την Ερμιόνη!

16 ερμιόνη


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ

Νοσταλγικές θύμησες από την καλαθοπλεκτική τέχνη του παππού μου Παππούς μου, από τη μεριά της μητέρας μου, ήτανε ο Αριστείδης Φοίβας, που εκτός από εργάτης της γης, αγροφύλακας (δραγάτης), κλαδούχος, αμπελοφύλακας ήταν και πολύ καλός καλαθοπλέκτης. Τον θυμάμαι τα καλοκαίρια να κάθεται στην είσοδο της αυλόπορτας του σπιτιού του που είχε δροσιά και να μαστορεύει τα περίτεχνα καλάθια του, άλλοτε για δική του χρήση και της οικογένειάς του και άλλοτε κατόπιν παραγγελίας. Η καλαθοποιία ή καλαθοπλεκτική είναι η τέχνη της κατασκευής καλαθιών και αναπτύχτηκε από την ανάγκη αποθήκευσης και μεταφοράς κυρίως αγροτικών προϊόντων, πρώτων υλών από τη φύση, αλλά και για οικιακές ανάγκες της καθημερινής ζωής. Τα «χειροτεχνήματα» του παππού εκτός από τη χρηστικότητά τους, ήσαν ιδιαίτερα γερά μα και όμορφα από αισθητικής πλευράς. Σε εμάς τα εγγόνια του έφτιαχνε για δώρο μικρά κοφινάκια. Στου δικού μου κοφινιού το χερούλι η μητέρα μου έδενε μια κορδελίτσα, για να ξεχωρίζει από εκείνα των αδελφών μου. Στα μικρά μας χειροκόφινα μαζεύαμε τα σταφύλια φράουλα, ροκανιάρια, μαρκοπουλιώτικα -που κάνανε πολύ μούστο-, κληματαριά, σαβατιανά, όταν τρυγούσαμε το αμπελάκι μας που βρισκόταν πίσω από το παγοποιείο του Ησαΐα Αγγελή. Στη συνέχεια τα αδειάζαμε στα μεγάλα αντρίκια καλάθια, που με μαστοριά είχε φτιάξει ο παππούς. Τα δυο του άλογα, η Αλίκη και ο Λιάκος, περίμεναν υπομονετικά χλιμιντρίζοντας, για να μεταφέρουν το φορτίο στο πατητήρι του Μίμη Σκλαβούνου, ανιψιού του παππού, που ήταν παντρεμένος με την Ελένη, κόρη της αδελφής του Αγγελικώς Βασιλείου. Επίσης τα γεμίζαμε με τα αχλάδια από την αυγουστιάτικη αχλαδιά, Άγγελος Φοίβας αλλά και με τα αμύγδαλα που μάς τίναζε ο παππούς με το καλάμι από τις αμυγδαλιές, που ήτανε φυτεμένες πάνω στο σαμαράκι, που χρησίμευε ως σύνορο του αμπελιού μας. Η πρώτη ύλη για την κατασκευή των καλαθιών ερχόταν από τη φύση. Έκοβε από τα Χώνια ή την Ντάρδιζα λυγαριές, κολόριζα αγριλιάς, σκίντο*, καλάμια από τον καλαμιώνα στα ευκάλυπτα, τα Βουλγαρέϊκα, ή τα περιβόλια του Παπανδριανού και του Μητρώκα, όταν αυτά ξεσταχυάζανε. Τα έκανε δεμάτια, τα φόρτωνε στα ζώα του, τα άφηνε να στεγνώσουν από τους χυμούς τους για να μη σκουληκιάσουν. Στη συνέχεια τα μούσκευε για να μαλακώσουν και ν’ αποκτήσουν ευλυγισία, ώστε να μπορεί να τα πλέξει με ευκολία, άλλοτε στη στέρνα στο Καλογερικό πηγάδι ή στις ποτίστρες των ζώων στα περιβόλια του Οικονόμου (Μίτσαλη) και του Σουλιώτη, ή στη στέρνα του περιβολιού του Νίκου Φοίβα, κι άλλοτε στη θάλασσα, στ’ Αλώνια, στην Κάπαρη, στο Γκουριμέσι, πατώντας τα πάντα με βαριές πέτρες. Τα εργαλεία του αυτοσχέδια και πρωτόγονα, ένας ξύλινος κόπανος, δύο πριόνια, ένα καμπυλωτό κοφτερό μαχαίρι, ένα καρφί. Τα κουβαλούσε μέσα σ’ ένα ταγάρι υφαντό από τρίχα γίδας και όταν αυτό πάλιωσε και έσκισε, ο κουνιάδος του (αδελφός της γυναίκας ερμιόνη 17


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ του Κατίνας) ο Σταύρος Φλεβαράκης (Χιώτης) του γάζωσε στην τσαγκαράδικη μηχανή του ένα ταγάρι από χοντρό μουσαμά. Χάραζε με το μαχαίρι τα καλάμια και τα έσχιζε ίσια από πάνω έως κάτω, με τη βοήθεια δυο μικρών σταυρωτών καλαμιών. Στη συνέχεια τα χτυπούσε με τον κόπανο για να φύγει το εσωτερικό «ψωμάκι» στους κόμπους του καλαμιού, ενώ τις βέργες της αγριλιάς ή της αλυγαριάς τις έκοβε με τον σουγιά του λοξές. Όταν ήταν έτοιμα τα υλικά του, ξεκινούσε με λυγαριά τη βάση του καλαθιού πλέκοντάς την στέρεη και πυκνοδεμένη, για να έχει αντοχή. Ανάλογα με τη χρήση του καλαθιού ήταν και η διάμετρός της. Στη βάση στήριζε και τις βέργες (τα στημόνια), τα σαμοβάρια όπως τα έλεγε, που πάνω τους πλεκόταν το σώμα του καλαθιού, ο σκελετός δηλαδή από λουρίδες σχισμένων καλαμιών (τα υφάδια) μπρος-πίσω σε τέσσερες σειρές ίδια ή και εναλλάξ με αλυγαριά. Τέσσερες σειρές καλάμι, τέσσερες αλυγαριά. Τέλος φτιαχνόταν το ζουνάρι με βίτσες σκίντου, για να σφίγγει το καλάθι. Από μέσα του ξεπηδούσε η λαβή ή οι λαβές, ανάλογα με τη χρήση. Ο παππούς, μου ο μπαρμπα-Αριστείδης, κυρίως έφτιαχνε αντρίκια με γερές χειρολαβές για τους καρπούς της γης, τα σταφύλια(σταφυλλοκόφινα), τα χαρούπια, τις ελιές, τα σύκα, τα φρούτα, παραγγελίες των αμπελουργών, περιβολάρηδων, κτηματιών της πόλης. Για να είναι ανθεκτικά τα χερούλια περνούσε στη βάση σύρμα στριμμένο που το ανέβαζε μέχρι επάνω. Ήταν χαρακτηριστικό τής δικής του τέχνης. Με μεγάλη συγκίνηση ανακάλυψε χειροποίητα αντρίκια του παππού φθαρμένα από τη χρήση και το χρόνο, στη διάρκεια ανακαίνισης του σπιτιού του Δημήτρη Νάκου. Με βούρλα, αλυγαριά και αθάνατα έπλεκε περίτεχνα και μπουκάλια γυάλινα και νταμιτζάνες για το κρασί. Έφτιαχνε και κόφες, πετροκόφινα, χειροκόφινα, καλαθούνες μακρόστενες με καπάκι για τα άπλυτα ρούχα, ψαροκόφινα, κοφίνια και πανέρια για τη μεταφορά των ψαριών και για παραγάδια, κάνι18 ερμιόνη

στρα για το κουβάλημα του ψωμιού, για το πλύσιμο των ρούχων, καλαθάκια για το στράγγισμα των πιάτων. Τα χειροκόφινα απαραίτητα σε κάθε ταξίδι στον Πειραιά για τη μεταφορά των αγαθών, αφού δεν υπήρχε το νάιλον. Τον καιρό της Κατοχής, τότε που τα υλικά ήταν δυσεύρετα, χρησιμοποίησε την τέχνη της σπαρτοπλεκτικής. Έπλεκε με τα κλαδιά του σπάρτου και του αθάνατου τριχιές για να δένει τα ζώα του, αλλά έπαιρνε και παραγγελίες. Έκοβε τα αθάνατα, τα έκανε δεμάτια, τα βούλιαζε στη θάλασσα να μαλακώσουν, αφαιρούσε τη μαύρη σκληρή φλούδα τους, έβγαζε τις ίνες από το βλαστό τους, τις στέγνωνε και στη συνέχεια με τέσσερες πρ(ί)νγκες *ένωνε τις ίνες, τις έστριβε και έκανε από δυο μέτρα τριχιές. Αν χρειαζόταν μεγαλύτερες πρόσθετε συνέχεια και άλλες ίνες. Η γιαγιά μου τις έπαιρνε στο ταγάρι και ποδαρόδρομο τις πήγαινε για πούλημα στους Ιριώτες, που είχαν μποστάνια στα «μοναστηριακά», για να δέσουν τις κατσίκες τους. Εκείνοι αντί Αντρίκια πληρωμής τής έδιναν πατάτες, κολοκύθια, καμιά ντομάτα. Οι κατσίκες βέβαια έτρωγαν τις τριχιές, αφού η πρώτη ύλη τους ήταν από φυτό και ακολουθούσαν νέες παραγγελίες. Με τις βέργες έφτιαχνε και σάρωθρα που χρησίμευαν για το σκούπισμα, κυρίως το καθημερινό σκούπισμα των ακαθαρσιών των οικόσιτων ζώων κατσίκες, κότες, άλογα και γαϊδούρια, που είχε απαραίτητα κάθε σπίτι της εποχής. Επίσης χρησιμοποιούσε και τις ίνες από τα φύλλα της φραγκοσυκιάς «τις πούβες» όπως τις έλεγε. Με ένα κομμάτι σκίντο χτυπούσε τις «πίτες» για να φύγουν τα αγκάθια, έβγαζε την εξωτερική τους πέτσα και ανακάτευε τις ίνες του φραγκοσυκόφυλλου με τις ίνες του αθάνατου, φιλοτεχνώντας χειροποίητα. Μια τέχνη που απαιτούσε χρόνο, υπομονή αλλά κυρίως κόπο και μεράκι. Πάνος & Αριστείδης Φοίβας Συνεχιστής της παράδοσης της τέχνης που είχε μάθει από τον πατέρα του Νικολό Φοίβα, όπως την έμαθε και ο αδελφός του Άγγελος, που έφτιαχνε με τα χέρια του τα αντρίκια που φόρτωνε στα ζώα του με τα ζαρζαβατικά, καθώς το επάγγελμά του ήταν εκτός από αγρότης και πλανόδιος μανάβης.


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ Στον παππού μου, η τέχνη του καλαθοπλέκτη, τα δύσκολα χρόνια έδινε ένα επιπλέον εισόδημα, που βοήθησε στην επιβίωση της πολυμελούς του οικογένειας. Κυρίως τα χρόνια της Κατοχής η τέχνη του που διατηρούσε μια σχέση αγάπης και δημιουργίας, απετέλεσε ουσιαστικά και μια σχέση ζωής, εξασφαλίζοντάς του ψωμί και λάδι, δυσεύρετα τρόφιμα για τη μικρή στα χρόνια και μεγάλη στον αριθμό πεινασμένη φαμελιά του. Σύμφωνα με μαρτυρία της κυρα-Μαρίας Κόκκου, καλάθια επίσης έφτιαχναν ο Θανάσης Λίτσας και ο Κώ-

στας Μπαρδάκος πατέρας της Χρυσάνθης και ο μπαρμπα-Πάνος Φοίβας. *Πρ(ι)νγκες. Αρβανίτικη λέξη= ξύλα διχαλωτά με τρεις προεξοχές, κυρίως από δάφνη, που τα είχε ο ίδιος διαλέξει και ξεφλουδίσει. Με αυτό το «εργαλείο» μάζευε με ασφάλεια τα φραγκόσυκα χωρίς να γεμίζει αγκάθια *σκίντο= σκίνος, χαμηλός θάμνος

ΕΛΕΝΗ ΔΑΚΗ – ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Κουβέντι στην αυλή Αύγουστος, απόγευμα, αρχή της δεκαετίας του 1960. Χτυπάω την εξώπορτα της μεγάλης αυλής της Τσατσα – Λενιώς και μού ανοίγουν. Ένα τσούρμο παιδάκια τρέχουν κοντά μου κρατώντας στα χέρια τους πάνινα τόπια και παίζουν. Πιο κει δυο κοριτσάκια κρατάνε στην αγκαλιά τους πάνινες κούκλες. Από αριστερά: Μαρίνα Βλάσση, Μαρίνα Φασιλή, όρθια Διαμάντω Σκούρτη, Χριστίνα Στη μέση της Ψαθά, Κατίνα Κασνέστη, κάτω Μαρία Καρακατσάνη αυλής πάνω σε σκαμνάκια κάθονται οι μαμάδες τους, οι γιαγιάδες τους, οι θείες τους, οι γειτόνισσες και πίνουν το καφεδάκι τους. Είναι η ώρα για το κουβέντι. Οι πιο μεγάλες φοράνε φακιόλια και στη μέση τους έχουν δεμένες ποδιές. Όλες κρατάνε στα χέρια τους δουλίτσα• άλλες πλέκουν, άλλες κεντάνε, άλλες κάτι ράβουν ενώ προσέχουν και τα παιδιά που παίζουν. Συγχρόνως όμως λένε τα νέα της γειτονιάς, τα νέα του χωριού. Ποιος ερωτεύεται, ποιος αρραβωνιάζεται, ποιος παντρεύεται, ποιος κοντεύει να πεθάνει. Αυτά τα λένε όμως για να περάσει η ώρα, να φύγει λίγο το μυαλό τους από τις κοπιαστικές δουλειές του πρωινού χωρίς καμιά κακία. Η αυλή είναι ανθοστόλιστη και μυρίζει ασβέστη, καθαριότητα και λουλούδια. Οι γλάστρες με τα πλατύφυλλα

βασιλικά, με τις βιγόνιες, με τις ντάλιες, τις γαρδένιες, τα γαρύφαλλα, οι τενεκέδες με τις βιολέτες και τα γιασεμιά στολίζουν την αυλή και με την ποικιλία των χρωμάτων δίνουν έναν χαρούμενο τόνο σ’ αυτήν. Οι αυλές για τις γυναίκες τότε ήταν μέρος του σπιτιού και τις φρόντιζαν καθημερινά και τις καθάριζαν, γιατί περνούσαν πολλή ώρα μέσα σ’ αυτές. Ήταν ντροπή για τη νοικοκυρά μια αυλή απεριποίητη, μια αυλή χωρίς λουλούδια. Οι γειτόνισσες μίλαγαν για τα λουλούδια τους με πολλύ αγάπη και τρυφερότητα και τα φρόντιζαν σαν παιδιά τους. Χαίρονταν πολύ, όταν τα λουλούδια έβγαζαν μπουμπούκια, που άνθιζαν και γέμιζαν τις γλάστρες και τις αλτάνες με χρώματα κι αρώματα. Πολλές φορές για γλάστρες χρησιμοποιούσαν άδειους τενεκέδες, που τους μπογιάτιζαν με διάφορα χρώματα. Σ’ άλλες γωνιές είχαν κιούπια με λουλούδια, που ‘ διναν χαρά σε όσους τα έβλεπαν. Καμιά φορά τα βράδια η αυλή γινόταν μέρος και για διασκέδαση. Οι συγγενείς και οι γείτονες εύκολα έστηναν τραπέζι με ζυμωτό ψωμί, με ελιές, με νόστιμες ντομάτες, με λακέρδα, με διάφορα μεζεδάκια και χωριάτικη φέτα. Έπιναν κρασάκι, ουζάκι, γελούσαν και τραγουδούσαν καμιά φορά και παίρναγαν όμορφα αγαπημένοι. Οι άνθρωποι μέσα από τον ψηλό μαντρότοιχο δεν είχαν καμιά επαφή με τον δρόμο και ήταν ασφαλείς στις αυλές τους. Στα καινούργια σπίτια όμως δεν έχουμε πια αυλές, γιατί θέλαμε πιο πολλά δωμάτια. Είναι κρίμα, που οι αυλές σιγά-σιγά χάνονται και μένουν στα σοκάκια λίγες όμορφες παλιές αυλόπορτες για να θυμίζουν μια άλλη εποχή, που δεν υπήρχε ηλεκτρικό και τηλεόραση, που οι άνθρωποι κοίταγαν ο ένας τον άλλο, μίλαγαν μεταξύ τους, ενδιαφέρονταν για τον άλλον και ο καιρός περνούσε όμορφα με φιλία, αγάπη, επαφή.

ερμιόνη 19


ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Ξόρκια, ξεματιάσματα και άλλα… φυλακτήρια! Στο 6ο και 7ο τεύχος του περιοδικού μας, δημοσίευσα δύο άρθρα με τίτλο «Λόγια μαγικά, λόγια γιατρικά…» που αναφέρονταν στα ξόρκια, τις γητειές, τα φυλακτήρια και άλλα γιατροσόφια. Τα χρησιμοποιούσαν οι παλιοί Ερμιονίτες, για να απαλλαγούν από τις καθημερινές παθήσεις και αδιαθεσίες που δυσκόλευαν τη ζωή τους. Το θέμα αυτό, από λαογραφική άποψη, έχει μεγάλη σημασία. Θα επανέλθω, λοιπόν, για να σας παρουσιάσω και άλλα τέτοια ξόρκια και επωδές για διάφορες ασθένειες, όπως τα έχει καταγράψει η μητέρα μου. Άλλωστε, λέγεται, πως όσες είναι οι αρρώστιες που βασανίζουν τον άνθρωπο και τα ζώα και προσβάλλουν τα φυτά, άλλα τόσα είναι και τα ξόρκια, τα βότανα και οι ιεροτελεστίες, για να τους απαλλάξουν.

Τα αστεράκια ή αστράκια (Δερματική πάθηση) Έτσι λέμε στην Ερμιόνη τις μυρμηγκιές, τα καλοήθη μικρά εξογκώματα με την τραχιά επιφάνεια, που βγαίνουν, συνήθως, στα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπο των ανθρώπων. Τα ονομάζουν έτσι, επειδή, με τις πολλές τρυπίτσες που έχουν, μοιάζουν με τις φωλιές των μυρμηγκιών. Είναι περισσότερο ενοχλητικά παρά επικίνδυνα, αλλά και ιδιαίτερα μεταδοτικά. Σε κάποια άλλα μέρη, αλλά και στην Ερμιόνη, τα ονομάζουν «βαρδαβίτσες». Πίστευαν ότι εμφανίζονται στους ανθρώπους, και ιδιαίτερα στα παιδιά, όταν τη νύχτα μετρούν τα άστρα δείχνοντάς τα με το δάχτυλό τους. Για τη «θεραπεία» τους στην πατρίδα μας χρησιμοποιούσαν δύο μεθόδους. Πρώτη μέθοδος Η ξορκίστρα έλεγε τρεις φορές τις παρακάτω προσευχές: «Άγιος ο Θεός…» (3), «Ιησούς Χριστός νικά…» (3), «Πάτερ ημών…» (3), σταυρώνοντας κάθε φορά με το δεξί της χέρι το «αστεράκι». Κατόπιν έφτιαχνε, καθώς μου είπε η κ. Θωμαή Σκούρτη, η μάνα της Βιβής, αυτοσχέδια αλοιφή από το «σάλιο» που έβγαζαν τα διάφορα όστρακα (θρουμπίλια, πεταλίδες -τις λέμε και πεταλίθρες, πορφύρες και καρτσίνες), που είχε αποθηκεύσει σε γυάλινο βάζο, μέσα σε χυμό λεμονιού. Με αυτό το μείγμα άλειφε το αστεράκι και αυτό σε λίγο καιρό εξαφανιζόταν. Άλλες φορές, πάλι, έτριβε πάνω στο αστεράκι ψημένο κρεμμύδι, σκόρδο ή χώμα βρεγμένο με ούρα, και μετά από λίγη ώρα το ξέπλενε. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, αφού τα αστεράκια …εξαφανίζονταν. Δεύτερη μέθοδος Αυτός που είχε το αστεράκι, έπρεπε να εκκλησιάζεται για τρεις (3) συνεχόμενες Κυριακές. Την ώρα που ο ιερέας εκφωνούσε: «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου…», ο ασθενής έτριβε ή σταύρωνε το αστεράκι με το χέρι του κι αυτό, μετά από κάποιες μέρες, …εξαφανιζόταν! Έχουμε εδώ μια παρετυμολογία του επιρρήματος «εξαιρέτως». Όπως ο ιερέας λέγει για τη Θεοτόκο το «εξαιρέτως», έτσι να γίνει εξαίρεση, δηλαδή να αφαιρεθεί και να εξαφανιστεί το αστράκι από το δέρμα του πάσχοντα. Ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι και μια παραλλαγή της δεύτερης θεραπευτικής μεθόδου. Ο «ασθενής», ενώ έτριβε με το χέρι του το αστράκι, έλεγε ταυτόχρονα με το «εξαιρέτως» και το παρακάτω ξόρκι: «Να ξεραθείς και να εξαφανιστείς και ποτέ να μη μου ξαναβγείς!». Δεν είναι λίγες οι φορές που με τα ξόρκια συνδέονται λέξεις εντελώς διαφορετικής σημασίας, επειδή ταυτίζονται, λίγο ή πολύ, ηχητικά (ομοηχία) π.χ. «εξαιρέτως» - «ξεραθείς», προκειμένου ο εξορκιστής να …πετύχει το στόχο του και να εντυπωσιάσει. Το φαινόμενο αυτό στη μαγεία είναι γνωστό. Πάντως στην Ερμιόνη κάποια σπυριά τα λέμε και ξερά, επειδή θέλουμε να ξεραθούν (μαραθούν) και να πέσουν (να φύγουν/θεραπευτούν). Θυμάμαι πως κι εγώ, όταν ήμουν παιδί, 5-6 χρόνων, είχα βγάλει ένα αστεράκι στο επάνω μέρος του καρπού μου. Ακολούθησα τη δεύτερη μέθοδο θεραπείας λέγοντας και τα 20 ερμιόνη


ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

σχετικά λόγια, όπως με είχε ορμηνέψει μια ηλικιωμένη γειτόνισσά μας -που το όνομά της, τώρα, έχω ξεχάσει - κι έγινα καλά.

Για τα δόντια… Οι γονείς μας, όταν είμαστε παιδιά, μας συμβούλευαν να πετάμε στα κεραμίδια ενός ισόγειου χαμηλού σπιτιού, τα πρώτα μας «νεογιλά» δόντια που χάναμε. Κάθε φορά, λοιπόν, που βγάζαμε ένα δόντι, με δύναμη το πετούσαμε στην προσπάθειά μας να «πέσει» στη στέγη του διπλανού σπιτιού λέγοντας ταυτόχρονα την επωδό: «Θα σου δώσω ένα παλιό, να μου δώσεις ένα καινούργιο!» ή τη φράση: «Πάρε το κοκαλένιο και δος μου σιδερένιο!». Άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να έχουμε γερά δόντια. Ένας φίλος μου σχολιάζει: «Τα μαλλιά, όταν μεγαλώσουν, τα κόβουμε και ξαναμεγαλώνουν. Το ίδιο γίνεται και με τα νύχια. Γιατί να μη γίνεται το ίδιο και με τα δόντια, που έτσι και τα βγάλουμε δεν ξαναφυτρώνουν;». Τα μικρά παιδιά που αλλάζουν τα δόντια τους, μέχρι να βγάλουν καινούργια, τα λέμε «φαφούτικα». Μια λέξη ηχομιμητική από το ιδιαίτερο άκουσμα της ομιλίας κάποιων που τους λείπουν τα δόντια (προσωρινή μορφή δυσλαλίας). Έλεγαν, πειραχτικά, οι μεγαλύτεροι στα παιδιά που τους έλειπαν τα δόντια: -Ου, βρε! Κοιμήθηκες με τη γιαγιά σου και σού έκλασε τα δόντια, γι αυτό έμεινες φαφούτης, ξεδοντιάρης; Κάποια παιδιά το πίστευαν και αν δεν το είχαν κάνει, θύμωναν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν την αιτία. Αν όμως έκαναν κάτι τέτοιο «μαζευόντουσαν» και έκοβαν σιγά-σιγά αυτή την «κακή» συνήθεια. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις, που ο λαός μας χρησιμοποιεί για τη σωστή αγωγή των παιδιών, είναι, τις πιο πολλές φορές, αποτελεσματικότερες από άστοχες παιδαγωγικές συμβουλές που δίνονται μάλιστα …καλοπροαίρετα σε αυστηρούς τόνους από γονείς και εκπαιδευτικούς.

Μάτιασμα – ξεμάτιασμα Στο 7ο τεύχος του περιοδικού μας αναφερθήκαμε στο «μάτι». Οι περισσότεροι πιστεύουμε πως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κακό μάτι, είτε γιατί τους διακρίνει μίσος και χαιρεκακία, είτε γιατί είναι, από τη φύση τους, πλασμένοι γρουσούζηδες. Στην Ερμιόνη τούς λέμε «χρισούζηδες» και «κακοΐσκιωτους». Βρήκα, λοιπόν, και μια άλλη ευχή για τη βασκανία που είχε γράψει η μητέρα μου. Πιθανώς σε κάποιους να είναι γνωστή.

«Σταυρέ, Πανσεβάσμιε ο τρόμος των διαβόλων, εσύ είσαι ο παντοδύναμος και σύντροφός μας όλων. Ας είναι σκορπισμένο (το μάτι) κι από σένα γιατρεμένο». Συχνά, όπως φαίνεται και στο παραπάνω ξεμάτιασμα, ο εξορκιστής, όταν έβρισκε δυσκολία, επιζητούσε τη βοήθεια του Θεού και των Αγίων ή των συμβόλων της πίστης, για να παρέμβουν και να συμπληρώσουν τις ατέλειες ή τις αδυναμίες της πρακτικής του ιατρικής. Θα συμπληρώσω, όμως, αγαπητοί αναγνώστες, το άρθρο μου αυτό και με τα δικά σας βιώματα και τις πληροφορίες που είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε. Σχετικά με το ξεμάτιασμα, μου διηγήθηκε ο αείμνηστος κυρ Απόστολος το εξής περιστατικό. «Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, ερχόμενος από την Αμερική, είχε φέρει πούρα. Ένα πρωινό ο Λάζαρος, ο αδελφός του, με πήρε -ήμουν τότε έφηβος- και πήγαμε στο Μπίστι, για να τα καπνίσουμε. Όταν γύρισα στο σπίτι, ήμουν πολύ ζαλισμένος. Η μητέρα μου, έτσι όπως με είδε, έκρινε πως ήμουν ματιασμένος, γεγονός που δέχτηκα με μεγάλη ανακούφιση! Γρήγορα κάλεσε την κυρα-Λούλα, τη μητέρα της Ανθούλας, για να με ξεματιάσει!». Ένα άλλο περιστατικό μου είπε η Ελένη Τράκη. «Μια ερμιονίτισσα, η Α.Χ., που …ματιαζότανε εύκολα, είχε προσωπική ξεματιάστρα(!), τη Γ.Γ., γυναίκα του Σ.Γ. Λένε, μάλιστα, πως της είχε πει μέρα παρά μέρα να την ξεματιάζει! Έτσι, η Γ. γυρίζοντας, κάθε δεύτερη μέρα, προς τα δυτικά που βρισκόταν το σπίτι της Α., έλεγε τα λόγια της βασκανίας. Κάποια μέρα, όμως, η Α.Χ. είχε πάει στην Αθήνα. Αυτό το ήξερε ο Σ., ο άνδρας της Γ. Όταν, λοιπόν, είδε τη γυναίκα του να γυρίζει προς τα δυτικά, για να ξεματιάσει την Α., της είπε: «Δεν είναι σήμερα η Α. κατά τον Πουνέντη. Πήγε στην Αθήνα! Γύρισε κατά την Τραμουντάνα και πες ό,τι θέλεις…».

Η γκρ-χ-ζα Τελειώνοντας, να συμπληρώσω πως, καθώς μου είπε η κ. Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου, υπήρχε και μια άλλη παλιά ερμιονίτισσα που ήξερε και «σταύρωνε» τη γκρ-χ-ζα. Ήταν η Μαργαρίτα Μερτύρη (του Λούντζα), αδελφή του μπάρμπα Γιάννη Κοκωνίτσα. Η γκρ-χ-ζα, επισήμανε η κ. Ανθούλα, έβγαινε από υψηλό πυρετό, μεγάλη κούραση, κακή διατροφή, κακές συνθήκες διαβίωσης, κ.λπ. Θα επανέλθουμε… ερμιόνη 21


ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Ο μπαρμπα-Νίκος Μουρμούρης Κάτω στα Μαντράκια δίπλα στο Μουράγιο και εκεί που σήμερα είναι τα μαγαζιά των κοριτσιών του Κώστα του Φασιλή, υπήρχε ένα σπιτάκι με δύο δωμάτια όλο κι όλο. Εκεί έμενε ο μπαρμπα-Νίκος Μουρμούρης με τη γυναίκα του Πανωραία και την εξαμελή οικογένειά του, δυο αγόρια τον Τάσο και τον Γιώργο και τις τέσσερεις κόρες του τη Μαρία, την Ξανθή, την Πόπη και την Αντωνία. Με τη φουσκοθαλασσιά τα νερά της θάλασσας έμπαιναν μέσα στο σπίτι τους. Ο μπαρμπα-Νίκος παλιός θαλασσινός, δουλευταράς, λιγομίλητος, ηλιοψημένος, ξερακιανός ως το τέλος του. Τον θυμάμαι γύρω στο 1990 με 1992, μια νύχτα είχε βουλιάξει με μια κούντουλα μικρή που είχε, στη νότια πλευρά του Δοκού. Η τοποθεσία αυτή λέγεται «Τράβα» και έχει βράχια κοφτερά και απάτητα από τη θάλασσα. Το κουράγιο όμως αυτού του θαλασσόλυκου ήταν απίστευτο, που όχι μόνο βγήκε από τη μεριά της θάλασσας σε αυτόν τον «καθρέφτη» από βράχια, αλλά περπάτησε ξυπόλητος όλο τα κατσάβραχα του Δοκού και έφτασε ξημερώματα στη βορειοδυτιΝτίνος Σπετσιώτης, Σταύρος, Γιώργος και Τάσος κή πλευρά του νησιού, στο μπογάζι. Έβαλε τις φωνές, τον άκουσε ο Μουρμούρης, Πέτρος Προκοπίου (Κοστιμάδης) Δήμος Κοτταράς που ψάρευε εκεί, τον έβαλε στη βάρκα του και τον έφερε στην Ερμιόνη, στα Μαντράκια, όπου και ειδοποιήθηκε το Λιμεναρχείο για το ναυάγιο. Το Λιμεναρχείο στη συνέχεια ειδοποίησε την ομάδα θαλάσσιας διάσωσης της περιοχής μας, εμένα και άλλα δύο καΐκια, που πήγαμε αμέσως στο σημείο που μας υπέδειξαν. Ο Παύλος ο ανιψιός μου, βούτηξε στη θάλασσα σε καμιά δεκαριά οργιές βάθος, έδεσε στα γρήγορα τη βουλιαγμένη κούντουλα, τη βιράραμε με το βίντσι του καϊκιού και ρυμουλκώντας τη φέραμε στα Μαντράκια. Όταν έβγαλε ο Μιχάλης Ασλάνης τη μηχανή της βάρκας του να την καθαρίσει από τα νερά και τα αλάτια, άκουσα τον μπαρμπαΝίκο να λέει στο Μιχάλη: «Μιχάλη πώς τα βλέπεις, θα είναι εντάξει η μηχανή να με βγάλει καμιά δεκαριά χρόνια ή να βάλω καινούργια που θα χει και διπλάσια ζωή;» Τον ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό. Η καρδιά και το κουράγιο αυτού του γέροντα ήσαν απίστευτα και δεν είχαν καθόλου κλονιστεί από την πρόσφατη περιπέτειά του. Μετά από τέσσερα χρόνια ρώτησε το γιό του Γιώργο: «Τι λες βρε παιδάκι μου, να πάρω καινούργια μηχανή που θα έχει ζωή μπροστά της, γιατί ετούτη εδώ όλο κουτσουκέλες μού κάνει». Και καθώς σκέφτομαι τον μπαρμπα- Νίκο, έρχονται στο νου μου και άλλοι παρόμοιοι στην αξιοσύνη θαλασσινοί μας. Άξιος και δουλευταράς ο Άγγελος Ησαΐας, ο Αγγελούρας όπως τον φωνάζαμε, χειμώνα – καλοκαίρι στα αλώνια μες τη λάσπη να την ποδοπατάει για να πεταχτούν έξω οι καραβίδες ή τα σκουλήκια για το δόλωμα των παραγαδιών του. Άξιος δουλευτής και ο Θύμιος Παλούκας, με μια κούντουλα τρείς πιθαμές, πρωί και βράδυ να ρίχνει δίχτυα κυνηγώντας το μεροκάματο. O Νίκος Μουρμούρης ναύτης Μεροκαματιάρης και ο Μανόλης Κοτταράς με την κούντουλά του φτιαγμένη από τα χέρια του Νικολού Κουτούβαλη. Αν κάποιος σήμερα με ρωτούσε τι θα προτιμούσα, το σήμερα με το σύγχρονο εξοπλισμό και την πιο άνετη επιβίωση μέσα σ’ αυτά, θ’ απαντούσα ότι προτιμώ το χθες με τη φτώχεια και τις κακουχίες, αλλά και με τη ζωή γεμάτη γλέντια, αγνότητα, συναδελφοσύνη… 22 ερμιόνη


ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΒΛΑΧΟΔΗΜΗΤΡΗΣ

...Έρχονται οι βάρκεεεες! Έρχονται οι βάρκεεεες! Πριν από εξήντα και πλέον χρόνια, πόσα στόματα μικρών και μεγάλων δε φώναξαν αυτή τη φράση στην Ερμιόνη! Ήταν για τις βάρκες που είχαν ξεκινήσει, αμέσως μετά το Πάσχα, από την πατρίδα, για να πάνε στο ταξίδι και να επιστρέψουν το καλοκαίρι, παραμονές των Αγίων Αναργύρων (Σιντραέρηδων). Η κάθε βάρκα είχε πλήρωμα τρία άτομα, τον καραβοκύρη και ιδιοκτήτη της και δυο συντρόφους για τα κουπιά. Βάρκες παπαδιές, 17 ποδάρια η κάθε μια ή πεντέμισι μέτρα μήκος. Φτιαγμένες από πεύκο και σουηδικό ξύλο, με κουβέρτα γύρω-γύρω και στη μέση ανοιχτές, για να πατούν σταθερά οι κωπηλάτες που τραβούσαν τέσσερα κουπιά. Ήσαν ελαφριές, γύρω στις τριακόσιες πενήντα οκάδες και μόνο με τα κουπιά ανέπτυσσαν ταχύτητα τέσσερα μίλια, ενώ με το πανί έφταναν να τρέχουν με εφτά μίλια την ώρα. Όλες ήσαν βαμμένες κάτασπρες, με μπλε ζουναράκι, η κουβέρτα θαλασσιά και το πανί βαμμένο με πετίκι κόκκινο. Έτσι παρέδιδε τις φημισμένες «παπαδιές» ο αξέχαστος μάστορας μαστρο-Γιάννης Κοτταράς και στη συνέχεια τα παιδιά του και στις μέρες μας τα εγγόνια του. Οι βάρκες αυτές έμειναν ιστορικές για την αντοχή τους στη φουρτούνα, στην πλεύση και στη χωρητικότητα. Σήμερα σώζονται -δεν ξέρω για πόσο ακόμα, πέντε: του Λάζαρου Τσετσέρη, του Ταξιάρχη, του Μανώλη Λιναρδόπουλου, του Γιώργου Παπαθανασίου και του Κώστα Καρακώτσα, που την έχουν τα παιδιά του Αντρέα Μπενάρδου. Κάθε χρόνο στα Θεοφάνεια, όταν βλέπω να στολίζονται τα καΐκια, λέω στους νεότερους ότι στο έθιμο ταιριάζουν οι βάρκες! Έτσι τo κάναμε από παλιά! Και γι’ αυτό οι βάρκες αυτές πρέπει να διασωθούν με κάθε τρόπο. Ας επανέλθουμε, όμως, στο ταξίδι. Με αυτές τις ταξιδιάρικες βάρκες ζούσε σχεδόν η μισή Ερμιόνη. Αναχωρούσαν για το ταξίδι γύρω στις δεκαπέντε, ίσως και παραπάνω. Ξεκινούσαν όλοι μαζί γύρω στις δύο τα ξημερώματα αποχαιρετώντας τις οικογένειές τους, με τα μάτια λυπημένα και την ψυχή γεμάτη δύναμη για δουλειά και προκοπή. Στην αρχή με τα κουπιά και μετά με το πανί, ανάλογα τον καιρό, έφταναν στα Τσελεβίνια. Άναβαν τα καντήλια της Παναγίας, έκαναν το σταυρό τους και από εκεί αμολιόντουσαν σαν δελφίνια να περάσουν το πέλαγος, τριάντα μίλια μέχρι τον Πειραιά και εικοσιοκτώ μέχρι το Σούνιο. Άμα είχε μπουκαδούρα, έφταναν το απόγευμα στα παραθαλάσσια της Αττικής, όταν όμως δε φυσούσε λίγο- γιατί πάντα διάλεγαν να έχει μπουνάτσα- έφταναν με τα κουπιά, εξαντλημένοι από την κούραση, μέσα στη νύχτα. Κοιμόντουσαν, όσο προλαβαίνανε και αξημέρωτα ξυπνούσαν, έσκυβαν στη θάλασσα, πλενόντουσαν με το αρμυρό νερό και έβαζαν στο στόμα τους μια φέτα ψωμί και δυο ελιές. Η πρώτη τους δουλειά ήταν να βάλουν το γυαλί στη θάλασσα και ψαρεύοντας έφτανε ο καθένας στον προορισμό του, άλλος στο Λαύριο, άλλος στη Τζια, άλλος στη Ραφήνα ή στη Χαλκίδα, ενώ άλλοι τραβούσαν για τη Χαλκιδική. Σαν έφταναν στον προορισμό τους, έγραφαν στις οικογένειές τους, ενώ άρχιζαν τη δουλειά που είχαν επιλέξει με κέφι και κουράγιο. Οι σφουγγαράδες τα σφουγγάρια, οι ψαράδες τα ψάρια και οι χταποδάδες τα χταπόδια, που ήταν και το πιο κουραστικό. Όλη μέρα ο καραβοκύρης ήταν σκυμμένος στο γυαλί και οι σύντροφοι στα κουπιά. Κι όταν το βράδυ άραζαν σε κάνα κάβο, ο καραβοκύρης μαγείρευε. Ένα χάλκινο καζάνι, τέσσερα πιρούνια, τέσσερα κουτάλια και μια χωμάτινη γαβάθα, ενώ οι σύντροφοι κοπανούσαν και παρούλαγαν και άπλωναν τα χταπόδια να στραγγίξουν. Την άλλη μέρα τα λιάζε ο ήλιος και σε τρεις μέρες ήσαν ξερά. Όταν γινόντουσαν πολλά, τα καρφώνανε με σφήνες από σκίντο σε μπάλες, που ζύγιζαν μέχρι και πέντε οκάδες. Πολλές φορές έφταναν να κάνουν μέχρι και σαράντα οκάδες η κάθε βάρκα! Τότε έβρισκαν κάποια μικρή αποθήκη και τ’ αποθήκευαν και όταν «έκοβαν» ταξίδι, τα φόρτωναν, έφταναν στον Πειραιά και τα πουλούσαν. Τα χρήματα γινόντουσαν τεσσεράμισι μερίδια, ένα για τον καθένα και μισό μερίδιο ερμιόνη 23


ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΒΛΑΧΟΔΗΜΗΤΡΗΣ για τα έξοδα κίνησης και συντήρησης της βάρκας. Το ίδιο γινόταν και με το ψάρεμα του σφουγγαριού. Οι βάρκες δούλευαν συνεταιρικά (κουσέρβα) δύο και τρεις μαζί. Το ταξίδι βαστούσε από δύο μέχρι τρεις μήνες, αλλά πάντα σταματούσε παραμονές των Αγίων Αναργύρων. Τότε οι κυράδες ετοίμαζαν τα ρούχα τους, συγύριζαν τα σπίτια και με χαρά περίμεναν να υποδεχθούν τους δικούς τους ανθρώπους. Τη μέρα της επιστροφής ξεκινούσαν από το Πασαλιμάνι γύρω στις δύο, γιατί μετεωρολόγοι δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη και ο καιρός την ώρα αυτή δείχνει τα σημάδια του. Η Σαλαμίνα γύρω στις τρεις έβγαζε μαΐστρο. Όλες οι βάρκες, σαν ένας μικρός στολίσκος, γλιστρούσαν προς την Ερμιόνη. Τους γνώριζαν όλοι οι Σαλαμίνιοι καϊκτσήδες και οι γριγριτζήδες. Άλλωστε πολλοί Κουλουριώτες από τότε μέχρι και σήμερα έρχονται προσκυνητές στους Αγίους μας. Οι βάρκες έπλεαν και μαζί τους και όλα τα συναισθήματα των ανθρώπων που κουβαλούσαν. Μην ξεχνάμε ότι οι Ερμιονίτες ήσαν ρομαντικοί, συναισθηματικοί και ερωτιάρηδες. Καθένας είχε και μια «ιδέα» ή ήταν αρραβωνιασμένος, λογοδοσμένος ή ερωτευμένος. Το ίδιο γινόταν και με τις κοπέλες, όπως θα δούμε πιο κάτω. Οι βάρκες έφταναν κοντά στα Τσελεβίνια. Το μελτέμι τούς βοηθούσε να σταυρώσουν τα πανιά τους προς Ερμιόνη. Πρώτα σταματούσαν στην Παναγίτσα, άναβαν τα καντήλια της και την ευχαριστούσαν. Τα μικρά παιδιά κάθε τόσο έβγαιναν στη Σκάβιζα, έτσι λέγαμε τον μικρό κάβο λίγο πιο πέρα από τον Άγιο Γιάννη, απ’ όπου μπορούσαν να βλέπουν το πέλαγος. Ο γραίγος τότε χυνόταν μανιασμένος, το μελτέμι ξεσπούσε, σταύρωνε το κόκκινο πανί και η βάρκα έτρεχε ασυγκράτητη, χωρίς κουπιά. Όλοι μαζί, μικροί μεγάλοι, με τα μάτια ορθάνοιχτα συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοαντικρίσει την πρώτη βάρκα! Όταν βεβαιώνονταν για τον ερχομό τους, έτρεχαν στους δρόμους της Ερμιόνης φέρνοντας το χαρμόσυνο μήνυμα: «Έρχονται οι βάρκεεεες!!». Μπροστά στα μάτια τους άρχιζε η κόντρα, ποια βάρκα θα μπει πρώτη στα Μαντράκια. Πρώτη η βάρκα του Κοκωνίτσα, του Φουρίκη, του Καμπαράδου, του Μουτάρη, του Πασχάλη, του Λούντζα, του Διαμαντάρα, του Φολόκα, του Κοτσιγκιώνη, του Τζάνη, του Κολινέκα, του Γκολεμά, του Παυλίδη, του… Για το λιμάνι τραβούσαν οι Κοσμάδες, ο Νοτταράς κι ο Παπακυριακού πάντα αγαπημένοι, ο Σταματούλας, ο Μενεξής, ο μπαρμπα-Κυριάκος ο Καράβης, ο Μπενάρδος πάντα με δυο βάρκες τη «Λουΐζα» και την «Εριέττα». Πιο δίπλα άραζαν οι Δαμαλιταίοι, με τρεις βάρκες, ο μπαρμπα-Φώτης Παπαντρές και ο μπαρμπα-Αντρέας Παπαντρές. Οι υπόλοιποι τραβούσαν για τα Μαντράκια. Έξω πηδούσε πρώτος ο καραβοκύρης και στη συνέχεια οι σύντροφοί του, για να ξεφορτωνόσουν τη βάρκα από τα 24 ερμιόνη

πράγματα και τα ψώνια. Την άλλη μέρα η βάρκα θα έβγαινε στη στεριά, να καθαριστεί και να στεγνώσει. Στα καθαρά και περιποιημένα σπίτια ασπρισμένα μέσα και έξω, οι ταξιδευτές έτρωγαν το μαγειρεμένο φαγητό, το γλυκό ψωμί, ζυμωμένο από τα χέρια της μάνας ή της γυναίκας που τους χόρταινε και το στρωμένο κρεβάτι ξεκούραζε το κουρασμένο τους κορμί. Ο ύπνος στο μαλακό κρεβάτι δεν θα κρατούσε πάνω από δεκαπέντε μέρες, όσο να ισώσει το κορμί, να πάρει καινούργια δύναμη, να πάρει αγάπη κι αγκαλιά, αφού χρειαζόταν να αντιμετωπίσει τον ερχομό του χειμώνα. Ακολουθούσε η μοιρασιά στα καλούδια του ταξιδιού. Λιαστά αυγοτάραχα, λιαστά χταπόδια, μέλι, σύκα ξερά, υφαντά, υφάσματα, πήλινα σκεύη ή εμαγιέ ανάλογα με τον τόπο του ταξιδιού. Αυτό το απόγευμα ήταν το πιο ευτυχισμένο του χρόνου! Οι ταβέρνες γέμιζαν με χαρούμενα, γελαστά πρόσωπα. Κεράσματα, καλωσορίσματα, τραγούδια και χοροί που συνοδεύονταν από το βιολί του Λεωνίδα και το λαούτο του μπαρμπα-Λια και στη συνέχεια καντάδες ακουγόντουσαν παντού. Οι γρίλιες στα παράθυρα των κοριτσιών ήσαν μισάνοιχτες... Τα γλυκόφωνα λαρύγγια του Γιώργου Σκούρτη (Μάσα), του Λάζαρου Κάντα, του Γιάννη Δαμαλίτη (Γιατρού), του Κώστα Βλάχου (Κοψοχείλα), του Κώστα Κομμά (Σκόντρα), του Νίκου Μητρώκα, του Σπύρου Κουτούβαλη και τόσων άλλων, γλυκαμένα από το κρασί, τραγουδούσαν με πάθος τραγούδια της εποχής. Να ένα που θυμάμαι: «Κάτω εις την έρημον, στα άγρια δάση, τον τάφον μου έσκαβον δια να ταφώ. Μα η δόλια η πλάκα μου φωτιές θα ανάψει, να βάψει τα δέντρα και τους ανθούς». Την άλλη μέρα άκουγες πως αρραβωνιάστηκε ο Αντρέας με τη Δέσποινα, η Θωμαή με τον Μίμη… Έπιναν, ξέπιναν την επομένη οι βάρκες έπρεπε να βγουν έξω, να πλυθούν, να βαφτούν, να σενιαριστούν για τις βόλτες της παραμονής των Αγίων, όπως πρόσταζε το έθιμο. Οι βάρκες έμεναν αραδιασμένες στα Μαντράκια, φρεσκοβαμμένες, κατάλευκες, για να στεγνώσουν. Παραμονή κι οι βάρκες γλιστρούσαν πάνω στα αλειμμένα φαλάγγια, άδειες χωρίς εργαλεία, μόνο με το πανί και τα κουπιά, έτοιμες για τους αγώνες. Εκείνος που κρατούσε το τιμόνι έβαζε όλη την τέχνη της πλεύσης, της μαστοριάς, του αρμενίσματος, ώστε να γεμίζει το πανί με αέρα. Μέσα οι νέοι καραβοκύρηδες και οι σύντροφοι και έξω οι κριτές. Η βάρκα έπρεπε να κουπαστάρει γύρω στις 45ο, ώστε η μια πλευρά της να μπαίνει στο νερό και στην άλλη μεριά, τη σουφράνο, να κρέμονται τρία άτομα, για να ισορροπήσει και να μην τουμπάρει. Το όμορφο παιγνίδι τους σταματούσε με το ηλιοβασίλεμα.


ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΒΛΑΧΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Τα Μαντράκια είχαν την τιμητική τους και το Καφενείο του Γιάννη Τροκαντερού, στολίδι πραγματικό, ήταν γεμάτο με κόσμο που έπινε τη δροσερή λεμονάδα ή έτρωγε τη βανίλια-υποβρύχιο. Όσοι δεν είχαν δική τους βάρκα περίμεναν τις δύο μεγάλες με τις πετρελαιομηχανές, του μπαρμπα-Γιώργη Γανώση και του Γρηγόρη Καραγιάννη, να τους μεταφέρουν με φθηνό εισιτήριο στους Αγίους. Μαζί τους κουβαλούσαν κουβέρτες και κουρελούδες, γιατί η κάθε οικογένεια θα έφτιαχνε το δικό της στέκι κάτω από τις ελιές ή τα Ευκάλυπτα και φυσικά ό,τι θα έτρωγαν στο βραδινό τους. Τους αποβίβαζαν σε μια πρόχειρη προβλήτα, καμωμένη από μαδέρια και βαρέλια και έπαιρναν το χωματόδρομο για το Μοναστήρι. Οι θαλασσινοί με τις δικές τους βαρκούλες και τις οικογένειές τους φορτωμένες, ζύγωναν στη στεριά. Γέλια και

χαρές, πειράγματα, χαμόγελα, πονηρά κοιτάγματα ακολουθούσαν. Οι γυναίκες σήκωναν τα φουστάνια τους να μη βραχούν και οι νέοι δεν έχαναν την ευκαιρία για μια κλεφτή ματιά. Τα πολλά πειράγματα άρχιζαν με το κουβάλημα των ηλικιωμένων. Δεν «άφηναν άντερο» από τα γέλια. Με τα γέλια και τα πειράγματα άνοιγε η όρεξη, έτρωγαν ό,τι είχαν φέρει μαζί τους και ύστερα πήγαιναν στον εσπερινό μέχρι την ώρα της περιφοράς της εικόνας. Η περατζάδα στους πάγκους, το πήγαινε έλα για τα μικροψώνια - ενθύμια της ημέρας- οι χαιρετούρες σταματούσαν πολύ αργά. Τότε που ερχόταν στα βλέφαρα ο ύπνος που τον συνόδευε ο ήχος από τα τριζόνια, τα τραγούδια από τις διπλανές ταβέρνες και η ολονύχτια ψαλμωδία από το μοναστήρι των Αγίων.

Παναγιώτης και Φανιώ Κουβαρά, Αγγελικώ και Ανάργυρος Πασχάλης, Τασούλα Λακούτση, Τασία και Σπύρος Κουτούβαλης (Στο Μοναστήρι)

ερμιόνη 25


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ

Τρία άλογα, τρεις ιστορίες, τρεις χαρακιές Λένε, κι έτσι είναι, πως τα παιδιά της επαρχίας έχουν πλούσια βιώματα και γνώσεις πάνω στη φύση. Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω τρεις ιστορίες που είχαν βαθειά συγκινήσει και πληγώσει την παιδική μου ψυχή, αλλά συνεχώς το ανέβαλα. Σήμερα με αφορμή μια ταινία που είχε πολλά κοινά σημεία μ’ αυτές και με συγκίνησε ιδιαίτερα, το αποφάσισα. Στα παιδικά μου χρόνια γνώρισα τρία άλογα και δυο γαιδάρους, τα Ι.Χ. του πατέρα μου. Και τα πέντε τους ήσαν καλοθρεμμένα, με γυαλιστερή τρίχα καθώς ο πατέρας μου είχε φήμη για την περιποίηση και το πλούσιο τάισμα των ζώων. Ήμουν μικρή, όταν μια μέρα είδα τον πατέρα μου καταχαρούμενο για μια πετυχημένη αγορά που είχε κάνει σε μια μακρινή ζωοπανήγυρη, νομίζω της Τεγέας, καθώς είχε αποκτήσει ένα νεαρό ψαρόχρωμο, πανέμορφο και πολύ ζωηρό άλογο που το ονόμασε Ψαρή και ο περίγυρος το ανεβοκατέβαζε βαρβάτο και αραβάνι. Λεβέντης δρομέας, αραβική ράτσα, ζωηρό κι ατίθασο σαν τους εφήβους, μόνο ο πατέρας μου μπορούσε να το κουμαντάρει και να το ιππεύει. Άλλον δε δεχόταν πάνω του. Κάποτε τόλμησε ο δωδεκάχρονος παλληκαράς, αλλά και κάπως εξασκημένος αδελφός μου να το καβαλικέψει, μα αυτό καλπάζοντας ορμητικά τον έριξε πάνω στα κλαριά της ελιάς με άσχημες συνέπειες. Το άλογο αυτό το θαύμαζαν όλοι για την ομορφιά του, τη ζωντάνια και την ταχύτητα. Όμως η ευτυχία ζώου και αφεντικού δεν κράτησε ούτε ένα χρόνο. Στον πόλεμο του ’40 επιτάχθηκε κι η τύχη του αγνοήθηκε, αφήνοντας βαθειά πίκρα στην οικογένεια για ένα σπάνιο εύρημα, κατά τον πατέρα μου. Στην Κατοχή ο πατέρας μου αγόρασε δύο μεγαλόσωμους σαν Γιάννης Παπαμιχαήλ 1949 άλογα γερο-γαϊδάρους, τον Μπέμπη και τον Μπέκο, που από ισχνά και νωθρά με εκλεκτή τροφή κριθάρι, πίτουρα, βρώμη κ. α., έγιναν θρεφτάρια και αντοχής. Κουβαλούσαν βάρη και γύριζαν το μαγκανοπήγαδο, μετέφεραν δύο αναβάτες άνετα, εργασίες που ήσαν μόνο για άλογα. Ως δρομείς κατάφερναν και το αλογίσιο τρέξιμο, τον καλπασμό. Ήσαν τα μοναδικά στο χωριό μεγαλόσωμα και ζωηρά. Αυτά αποτέλεσαν τα Ι.Χ. μας στη μαθητική ζωή, στο δρομολόγιο Ερμιόνη-Κρανίδι για το Γυμνάσιο, που στερείτο τότε η Ερμιόνη. Ο Μπέμπης ήταν του Κώστα και ο Μπέκος δικός μου. Οι λεπτομέρειες για τη συμπεριφορά τους και την προσφορά τους θα γέμιζαν σελίδες. Επιστρέφω στην ιστορία του δεύτερου αλόγου. Χρόνια ο πατέρας μου με το ιδιάζον επιλεκτικό μεράκι στα άλογα εποφθαλμιούσε μία εξαιρετική φοράδα ενός Καρακασιώτη Σωτηρίου, που τον πολιορκούσε να του την πουλήσει όσο ήθελε. Επέμενε παρά τη συνεχή άρνηση του ιδιοκτήτη αφεντικού της μέχρι που τελικά τα κατάφερε. Από νεαρά την κυνηγούσε και ώριμη την απέκτησε. Το όνειρο αν και αργά πραγματοποιημένο, είχε γεμίσει ευτυχία το νέο αφεντικό. Χαράς ευαγγέλια. Τι να την πρωτοταΐσει. Πού να την πρωτολανσάρει, να την περπατήσει καμαρώνοντας τον θαυ26 ερμιόνη


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ

μασμό των συγχωριανών. «Τώρα πια δεν έχω να ζητήσω κανένα άλλο απόκτημα. Είμαι ευτυχισμένος με το ζώο που είχα χρόνια ερωτευθεί». Είχε μπει η δεκαετία του ’50. Ήταν χειμώνας και η γιορτή του Αγίου Μοδέστου, προστάτη των ζώων. Με την ψυχή γεμάτη ενθουσιασμό ο πατέρας μου έτοιμος για αναχώρηση, πηδά πάνω στη φοράδα την καρδαμωμένη από την καλοπέραση και αυτή, ζωηρή και ορμητική για τρέξιμο, γλιστράει στο γυαλιστερό πλακόστρωτο και σπάει το πόδι της στον αστράγαλο. Όλο το γέμισμα της ψυχής άδειασε και όχι μόνο ο ίδιος, αλλά όλη η οικογένεια φαρμακώθηκε. Δεν συμπληρώθηκε πάλι ούτε χρόνος από το απόκτημα. Μαζεύτηκαν στο σταύλο του όλοι οι πρακτικοί γιατροί, σαγματατζήδες, κτηνίατροι να ακινητοποιήσουν το σπασμένο πόδι με νάρθηκες της εποχής, αλλά το άλογο, ζώο ανήσυχο, δεν υποτασσόταν στους θεραπευτές του. Σηκωνόταν, το ξαναχρησιμοποιούσε αυξάνοντας έτσι τις ζημιές ως και τη μυϊκή μάζα διαλύοντας και τους νάρθηκες. Ομάδες ειδικών προσπάθησαν να το ακινητοποιήσουν. Ήταν αδύνατον και μετά λίγες μέρες, όταν άρχισε το πόδι να σαπίζει, από αδυναμία επικοινωνίας, αποφασίστηκε η μεταφορά του στο βουνό ελεύθερο και όσο ζήσει. Ήταν ένα βίωμα οδύνης στην εφηβική μου ψυχή που δε θα ξεχάσω ποτέ. Το σπίτι μας πένθησε σα να χάθηκε

πρόσωπο της οικογένειας, αν και ήταν απόκτημα μηνών. Συμμεριστήκαμε την ατυχία του ζώου αλλά και του πατέρα το χαμένο όνειρο. Και το τρίτο άλογο ήταν ο πανέξυπνος Μπέτσος. Όταν αγοράστηκε από τον πατέρα μου, πριν παντρευτεί, ήταν ένα ψαρό ωραίο, έξυπνο, ξεχωριστό σε νοημοσύνη και άξιο άλογο κατά τις διηγήσεις. Μετά τον γάμο του πατέρα μου έμεινε στο πατρικό τους με τον αδελφό του Μιχάλη για μεταφορές και δουλειές του λιτριβιού. Τον Μπέτσο τον γνώρισα γέρο, όταν πια είχε ασπρίσει. Έζησε 35 χρόνια, σπάνιο για ηλικία αλόγου και αυτό μάλλον οφειλόταν στην Παπαμιχαλέϊκη περιποίηση. Τον είχαμε αγαπήσει από τις διάφορες διηγήσεις. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν απλωμένος στο λιτρίβι, έπνεε τα λοίσθια. Μια μέρα που ο θείος Μιχάλης τον επισκέφθηκε, ανασηκώθηκε απλώνοντας το κεφάλι χλιμιντρίζοντας κάποιες κουβέντες, σαν κάτι να του έλεγε. Αποχαιρετιστήρια; Ευχαριστίες; Έγειρε απότομα και ενώπιον του αφέντη του παρέδωσε την τελευταία πνοή του. Ήταν ένα ιστορικό άλογο που όλη η εργατιά της Ερμιόνης το είχε σαν ιερό τέρας, σύμβολο αφοσίωσης και μακροζωίας. Τα τρία αυτά χαρισματικά ζώα, έχουν χαράξει στη συνείδησή μου αισθήματα λατρείας, θαυμασμού, συγκίνησης για τα άλογα, που δε λησμονάω.

Το πηγάδι του περιβολιού του Γιάννη Παπαμιχαήλ

ερμιόνη 27


ειδήσεις - πολιτιστικά ΝΕΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Το Δ.Σ. της «Εταιρείας Μελετών Ερμιονίδος» εύχεται ολόψυχα στη νέα Δημοτική Αρχή του Δήμου Ερμιονίδας και στον επικεφαλής αυτής νεοεκλεγέντα Δήμαρχο, κ. Δημήτρη Σφυρή, καλή δύναμη και κάθε επιτυχία στο πραγματικά δύσκολο έργο τους.

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟΝ ΛΙΝΟ ΜΠΕΝΑΚΗ Όπως έγινε γνωστό, το Κρατικό Βραβείο 2013 για την καλύτερη μετάφραση έργου της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας στα νέα Ελληνικά απονέμεται στον δικό μας άνθρωπο Λίνο Μπενάκη: Ιαμβλίχου Χαλκιδέως, εκ της Κοίλης Συρίας Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν, όπου και ο Προτρεπτικός του Αριστοτέλους, τα Πυθαγορικά συμβολικά παραγγέλματα και ο ανώνυμος Σοφιστής του 5ου αιώνος π.Χ. Εισαγωγή-Κείμενο-Νεοελληνική μετάφραση και Ερμηνευτικά σχόλια, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών 2012, 290 σελ. Πρόκειται για μία υποδειγματική εργασία, που προσφέρει με ένα ζωντανό δημοτικό λόγο στον σύγχρονο μελετητή ένα μικρό αριστούργημα του αρχαίου κόσμου, τον Προτρεπτικό στην Φιλοσοφία του σπουδαίου Νεοπλατωνικού φιλοσόφου Ιαμβλίχου, ο οποίος τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα διέσωσε και ενσωμάτωσε στο δικό του έργο τον χαμένο αλλιώς Προτρεπτικό του Αριστοτέλους, ένα σπουδαίο πρώιμο έργο του μεγάλου φιλοσόφου. Η πολύμοχθη και πολύ επαγωγική εργασία του κ. Μπενάκη ανταποκρίνεται κατά τον καλύτερο τρόπο στην ανάγκη να έχει ο σύγχρονος Ελληνισμός προσιτά σήμερα σ’ αυτόν έργα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Συγχαίρουμε τον κ. Λίνο Μπενάκη για την επάξια διάκριση και ευχόμαστε και άλλους καρπούς της σπουδαίας φιλολογικής και φιλοσοφικής του κατάρτισης.

ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΦΡΑΓΧΘΙ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ Νέες αρχαιολογικές έρευνες έγιναν στο προϊστορικό σπήλαιο και στον θαλάσσιο χώρο μπροστά από το Φράγχθι της Κοιλάδας από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή, την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), με το Ερευνητικό σκάφος ΑΛΚΥΩΝ. Το πρόγραμμα ονομάστηκε «Terra Submersa» (Βυθισμένη Γη), γιατί στόχο του έχει την ανεύρεση του πρώτου υποθαλάσσιου νεολιθικού οικισμού στην Ευρώπη. Στις έρευνες μετέχουν ειδικοί παλαιοντολόγοι, που γνωρίζουν ότι στο τέλος της εποχής των Παγετώνων, πριν από 20.000 χρόνια, το επίπεδο της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερο του σημερινού. Η μελέτη των υποθαλασσίων περιοχών θα τους επιτρέψει να κατανοήσουν τις περιβαλλοντολογικές αλλαγές της περιοχής και να ανακαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούσαν άνθρωποι και θάλασσα. Το σπήλαιο Φράγθι στη βόρεια ακτή της Κοιλάδας στον Αργολικό κόλπο κατοικείτο για 35.000 χρόνια περίπου, από την Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική εποχή. Τα μέχρι σήμερα ευρήματα αποδεικνύουν ότι στην περιοχή έζησε ο Homo Sapiens, από το 20.000 έως το 3.000 π.Χ., όταν γκρεμίστηκε ο οικισμός και βυθίστηκε κάτω από το νερό της θάλασσας. Μία τόσο εντυπωσιακά μακρόχρονη χρήση σπηλαίου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη. Για τη φετινή εξερεύνηση χρησιμοποιήθηκε, ως βάση, υπερσύγχρονο επιστημονικό εργαστήριο, το διεθνές σύμβολο της σύγχρονης τεχνολογίας, το μεγαλύτερο στον κόσμο πλοίο, που κινείται με ηλιακή ενέργεια, το Καταμαράν «MS Tûranor PlanetSolar». Για τα αποτελέσματα των ερευνών με τα υπερσύγχρονα μέσα θα γίνουν επίσημες ανακοινώσεις. 28 ερμιόνη


Δαμιανός Σταματίου Βογανάτσης

νέοι καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται Γεννήθηκα το 1983 και έζησα όλα τα σχολικά μου χρόνια στον Πειραιά. Σχεδόν το σύνολο των διακοπών μου το περνούσα πάντα στη Δάρδιζα της Ερμιόνης, όπου εδράζονται παραπάνω από τις μισές παιδικές μου αναμνήσεις! Οι εικόνες, οι ήχοι και οι μυρωδιές της θάλασσας και του κήπου μας, ήταν μερικά μόνο από τα ερεθίσματα που μ’ έκαναν να νιώσω σε μεγάλο βαθμό εγγύτητα με το περιβάλλον! Συμμετέχοντας για χρόνια σε εθελοντικές δράσεις περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, κυρίως στην περιοχή της Αχλαδίτσας, οδηγήθηκα στην ανάγκη της περαιτέρω εξερεύνησης και κατανόησης του ορατού μας κόσμου. Έτσι λοιπόν τελειώνοντας το σχολείο βρέθηκα στα βροχερά Γιάννενα, αγκαλιά με ογκώδη και δυσνόητα βιβλία, μέσα από τα οποία μας υπόσχονταν ότι θα κατανοήσουμε την επιστήμη της Φυσικής ! Όπως και πληθώρα συμφοιτητών μου, απελπίστηκα ουκ ολίγες φορές, από τη θεωρητικού και άκαμπτου τύπου διδασκαλία που ακολουθούσαν με επιμονή οι καθηγητές μας. Η πειραματική προσέγγιση, που είναι ίσως η πεμπτουσία κάθε επιστήμης, έμοιαζε τόσο παραγκωνισμένη όσο τη θυμόμουν και στο σχολείο, όπου κοιτούσα τις “άψυχες” εξισώσεις και αναρωτιόμουν: “γιατί δεν πάμε στο εργαστήριο να τις δούμε, πως επαληθεύονται στην πράξη;” Το 2006, κατάφερα ν’ αποφοιτήσω! Οι διορθωτικές εμπειρίες, που ευτυχώς επακολούθησαν, μ’ έκαναν να δω τη φυσική και τον κόσμο γύρω μου με άλλο μάτι... Διδάσκοντας μαθητές γυμνασίου και λυκείου, προσπαθούσα εναγωνίως να τους απο(-δείξω) όχι μόνο την άρρηκτη σχέση μεταξύ των θετικών επιστημών και της βιωμένης καθημερινότητα τους, αλλά και να απομυθοποιήσω το μέγεθος της δυσκολίας κατανόησης αυτών. Εκείνη την περίοδο, ξεκίνησα ταυτόχρονα να εργάζομαι, σ’ ένα κέντρο δημιουργικής έκφρασης, ως σχεδιαστής και εμψυχωτής προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για παιδιά δημοτικού. Ήταν η πρώτη φορά που μού δόθηκε η ευκαιρία να πειραματιστώ πραγματικά και να δω πως μπορεί να ανακατευτεί αρμονικά η επιστήμη με την τέχνη, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα παιδαγωγικούς σκοπούς. Έχοντας από παλιά τη φωτογραφία όχι μόνο ως χόμπι αλλά και ως ένα μέσο αποτύπωσης των όσων παρατηρώ γύρω μου, άρχισα να παρακολουθώ σεμινάρια κινηματογράφου. Φτιάξαμε ομαδικά με τους συμμαθητές μου, την πρώτη μας ταινία μυθοπλασίας. Το 2008 επακολούθησε το ντοκιμαντέρ “Μεταξουργείο”, ομαδική δημιουργία και πάλι, το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο στη Δράμα και τιμητική διάκριση στο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ. Δίνοντας εξετάσεις στο Ι.Κ.Υ. σπούδασα με υποτροφία στην Αγγλία κινηματογράφο. Χάρη στην περαιτέρω ανακάλυψη της έβδομης τέχνης, κατάλαβα

λίγο ακόμα την ευρύτερη και αναγκαία σύνδεση μεταξύ “αντικειμενικής” και υποκειμενικής θεώρησης του κόσμου, που δεν είναι παρά συμπληρωματικές όψεις του. Ιστορικά, αφότου διαχωρίστηκε, τυπικά και μόνο, η τέχνη από την επιστήμη, αυτές συνέχισαν να αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία έως και σήμερα. Στους κλάδους των ανθρωπιστικών επιστημών είναι κοινά αποδεκτό ότι ο καθένας από μάς χτίζει μια διαφορετική “εικόνα” του πραγματικού, η οποία βασίζεται στις ξεχωριστές γνωστικές και συναισθηματικές πληροφορίες που λαμβάνει το άτομο. Ενώ όμως όλα αυτά είναι κάπως γνωστά, την ίδια στιγμή θεωρώ ότι συμβαίνει κάτι πραγματικά τρομακτικά οξύμωρο. Εξωθούμαστε ποικιλοτρόπως στην ιδέα μιας αέναης και στείρας επαγγελματικής εξειδίκευσης ώστε όχι μόνο να νιώθουμε ότι αυτοπροσδιοριζόμαστε μέσα απ’ αυτή αλλά και εν συνέχεια να νιώθουμε ανίκανοι ν’ ασχοληθούμε με οτιδήποτε άλλο “ξένο”. Εκπαιδευόμαστε συνεχώς στην ουτοπική ύπαρξη μιας μοναδικά σωστής “εικόνας” του κόσμου και ταυτόχρονα γινόμαστε ολοένα και λιγότερο ανεκτικοί στην ύπαρξη διαφορετικών “εικόνων” απορρίπτοντας μαζί μ’ αυτές και τους δημιουργούς τους. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπάρχει πιθανόν περισσότερος χωροχρόνος ώστε να γνωρίσει κάποιος από παιδί βιωματικά μια πιο ολιστική εικόνα του εαυτού του και του κόσμου που τον περιβάλλει. Υπάρχει μια από τις σημαντικότερες ευκαιρίες να συνειδητοποιήσει κάποιος από νωρίς τον ενεργητικό κοινωνικό του ρόλο. Το παιδί καλείται να μάθει να λειτουργεί ομαδοσυνεργατικά και με ενσυναίσθηση απέναντι στους “άλλους”, εν αντιθέσει με το παθητικό ατομικιστικό πρότυπο που λειτουργούμε οι περισσότεροι ενήλικοι. Κάνοντας λοιπόν τις σκέψεις αυτές ένιωσα ακόμα περισσότερο ότι ο φυσικός μου χώρος είναι αυτός ανάμεσα στα παιδιά κι έτσι αποφάσισα να δώσω κατατακτήριες στο Παιδαγωγικό τμήμα όπου φοιτώ από πέρυσι. Στην παρούσα φάση δουλεύω σχεδιάζοντας και υλοποιώντας οπτικοακουστικά και κινηματογραφικά εργαστήρια για παιδιά, νέους και εκπαιδευτικούς. Ταινίες που έχουμε φτιάξει με τα παιδιά έχουν διακριθεί σε εθνικά και παγκόσμια φεστιβάλ. Ταυτόχρονα εργάζομαι κυρίως ως εικονολήπτης και μοντέρ σε παραγωγές ντοκιμαντέρ και διαφημιστικών. Τέλος, με μια εξαίρετη ομάδα φίλων και συναδέλφων αναλαμβάνουμε την πλήρη οπτικοακουστική αποτύπωση θρησκευτικών μυστηρίων και άλλων κοινωνικών εκδηλώσεων, εστιάζοντας πάντα στην αυθόρμητη και μη στυλιζαρισμένη πλευρά των πραγμάτων. www.vimeo.blinkdremer/albums www.blinkmedia.gr

ερμιόνη 29


ΒΙΒΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ, ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ- ΤΣΑΜΑΔΟΥ

νοσταλγικά πιάτα

Σ(υ)κομαΐδες ή συκόπιτες «Το σύκον τράπεζαν βασιλικήν κοσμεί και παντός δείπνου εστίν ενδιαίτημα» Βυζαντινή ρήση «Τα σύκα σήκωμα του νοικοκύρη» Λαϊκή παροιμία Το σύκο, καρπός γεμάτος με μικροσκοπικούς σπόρους που συμβολίζει τη γονιμότητα, ωριμάζει προς το τέλος του καλοκαιριού και θεωρείται η τροφή των φτωχών. Τροφή και των αρχαίων μας προγόνων που τα ονόμαζαν «ισχάδες» και τα έτρωγαν περιχυμένα με μέλι. Η τέχνη καλλιέργειας της συκιάς καταγράφεται από τον Αρχίλοχο το 700π. Χ. ενώ από τους Λατίνους θεωρείτο δέντρο ιερό, αφιερωμένο στο θεό Βάκχο. Το γάλα του σύκου χρησιμοποιείτο ως γιατροσόφι στο δάγκωμα του φιδιού (περί δάγκαμα σκορπιού, βάλε γάλα συκής). Η γειτόνισσά μου Τούλα Ραγιά-Ζαραφωνίτη, ψυχοκόρη του Μιχάλη Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνα) και της Κυριακούλας, συχνά μού διηγείται τις παιδικές της αναμνήσεις, τότε που η καθημερινή ζωή περνούσε από την κουζίνα της νοικοκυράς. Ο Μιχάλης Παπαμιχαήλ, νοικοκύρης της εποχής του, είχε πολλά αμπέλια στην Αυλώνα και πολλές συκιές που έκαναν υπέροχα καλαματιανά σύκα. Τον Αύγουστο μάζευαν τα σύκα και τα έλιαζαν, με συνεχή παρακολούθηση, πάνω στις ταράτσες, σε παλιοπόρτες, παλιόξυλα, σε τραπέζια, σε τάβλες «και η σφήγκα και η μύγα κάργα», λέει γελώντας η Τούλα, γυρίζοντάς τα κάθε φορά και από την άλλη πλευρά. Όταν τα σύκα αφυδατώνονταν, έπαιρναν δηλαδή ένα χρώμα καφετί, η κυρα-Κυριακούλα για να τα ξεπλύνει, έπαιρνε ένα κουβαδάκι θάλασσα και τα βουτούσε μέσα, προφανώς για να απομαρκύνει από τη σκόνη και τα αυγά της μύγας. Στη συνέχεια με τη βοήθεια της Τούλας τα περνούσαν από τη μηχανή του κρέατος και τα άλεθαν σε έναν ομοιόμορφο πολτό. Ζύμωναν τον πολτό αναμειγνύοντας και αμύγδαλα κομμένα σε μικρά κομματάκια και έπλαθαν με τη ζύμη τις συκόπιτες, σε σχήμα μικρού στρογγυλού ψωμιού, τις άλειφαν με λίγο λάδι, τις τοποθετούσαν σε λαμαρίνες ή σε ταψιά να στεγνώσουν και πάλι για λίγο στον ήλιο και στη συνέχεια τις πήγαιναν για ελαφρό ψήσιμο στους φούρνους του Γιάννη Σαρματούπη ( της κυρα-Γκέλης) ή του Παντελή Κομμά (της Στάσας), ή στου Νίκου Λίτσα (Ντελή) ή στους φούρνους ,στις αυλές των σπιτιών «Τις τρώγαμε όλο το χειμώνα και ως δεκατιανό στα διαλείμματα στο σχολείο. Ήταν η πιο σπουδαία και απολαυστική τροφή μαζί με το ξερό βρεγμένο ψωμί με ζάχαρα, ή το ψωμί με μπελτέ. Τουαλέτα στο Δημοτικό σχολείο στις μέρες μας δεν υπήρχε. Για την «ανάγκη 30 ερμιόνη

μας» κατεβαίναμε στη θάλασσα, «στις μπανιέρες», και εκεί έβλεπες τις «απλάδες» με τα σπόρια του σύκου»: λέει γελώντας και πάλι η Τούλα. Επίσης τα γινωμένα σύκα τα περνούσαν ολόκληρα σε σπάγκο ή σε βούρλο σε τσαπέλα, ανάμεσά τους πρόσθεταν και δαφνόφυλλα για να αρωματιστούνε και τα αφήναν να στεγνώσουν στον ήλιο. Τις χειμωνιάτικες νύχτες μπροστά στο τζάκι τ’ ανοίγαμε, βάζαμε μέσα κάνα καρύδι ή αν είχαμε μέλι. Ε! ρε γλέντια!» Συκομαΐδες, συνταγή ζυμωμένη με την επιβίωση και τη νοικοκυροσύνη 2 κιλά σύκα περασμένα από τη μηχανή του κιμά 100 γρ. τσίπουρο ή ούζο χωρίς γλυκάνισο 150 γρ αμυγδαλόψιχα 2/ 3 φλιτζανιού σουσάμι καβουρδισμένο 100 γρ. πετιμέζι ½ κουταλιού, γαρύφαλλο, κανέλα, πιπέρι Σ’ ένα μπολ ραντίζουμε τον πολτό με το τσίπουρο ή το ούζο και τον αφήνουμε στο ψυγείο για 3 ώρες, για να βγάλει τα υγρά του. Προσθέτουμε όλα τα υλικά και τα ανακατεύουμε. Πλάθουμε στρογγυλές πίτες και τις τοποθετούμε σε λαδόκολλα. Ψήνουμε (στεγνώνουμε) για 2 ώρες σε προθερμασμένο φούρνο στους 60 βαθμούς. Αποθηκεύουμε σε αποστειρωμένα βάζα.


ερμιόνη 31


Ερμιονίτικα ρόδια το Φθινόπωρο Φωτο: Βιβή Σκούρτη


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.