Ερµιόνη
στην
άλλοτε και τώρα
ΤΕΥΧΟΣ 11 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012 Περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισµό και την κοινωνική ζωή της Ερµιόνης
Ερµιόνη
στην
άλλοτε και τώρα
περιεχόµενα Σελ. 3 Απόστολος Θ. Γκάτσος | Αρχείο της οικογένειας Εµµανουήλ Βούλγαρη Σελ. 5 Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας | Το µοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Σελ. 7 Μυρσίνη Γ. Σαµαρά | Ο λαϊκός πολιτισµός µας είναι η πυξίδα µας (2ο) Σελ. 9 Παρασκευή ∆. Σκούρτη | 1927-2012 - 80 και… χρόνια ερµιονίτικης ναυπηγικής τέχνης. Νικολός και Κωστής Κουτούβαλης Εξώφυλλο: Η θεά Άρτεµη. Ψηφιδωτό του Κώστα Α. Γκάτσου
Σελ. 12 Γιάννης Μ. Σπετσιώτης | «Οι Άγιοι Ισίδωροι Ερµιόνης» ΕΤΟΣ ∆’ ΤΕΥΧΟΣ 11 ΙΟΥΝΙΟΣ 2012
Εκδότης Παρασκευή Σκούρτη Συντακτική Επιτροπή Λίνος Μπενάκης Γιάννης Σπετσιώτης Κώστας Τσεφαλάς
Σελ. 14 Θεοδώρα N. Βογανάτση | «Ο Μιχαλάκης, ο ∆άσκαλός µας!» Σελ. 16 Σταµάτης ∆αµ. ∆αµαλίτης | Ιστορίες της θάλασσας και της στεριάς (συνέχεια από το 10ο τεύχος) Σελ. 18 Λάµπης Π. Παυλίδης | Άτιµε Κουµουντούρο! Σελ. 19 Κατερίνα Παπαµιχαήλ – Ρήγα | Σχόλια για ένα άλµπουµ...
Ρεπορτάζ Σταµάτης ∆αµαλίτης
Σελ. 20 Mάκης ∆. Νάκος | Αναµνήσεις... και παλµοί καρδιάς
∆ιόρθωση Κειµένων Καλλιόπη Καλποδήµου Αντώνης Ζαραφωνίτης Φιλόλογοι
Σελ. 22 Γιάννης Μ. Σπετσιώτης | Οι …δικές µας παροιµίες, γιατί στο χωριό µου λένε…(3ο)
Υπεύθυνος σύµφωνα µε το νόµο Παρασκευή Σκούρτη Ερµιόνη Αργολίδος, 210 51 Τηλ.: 27540 31523 Τηλ.: 210 4116650 Σχεδιασµός – Εκτύπωση – Βιβλιοδεσία ΑRTION ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 210 4831792 ∆ιανέµεται δωρεάν
Σελ. 24 Ανάργυρος Πασχάλης, Αργύρης Παλούκας | Καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται Σελ. 26 Πέτρος Εµ. Λακούτσης | «Νικόλαος Φασιλής» Έφυγε ένας άνθρωπος της θάλασσας Σελ. 28 Σταµάτης ∆αµ. ∆αµαλίτης | Εν Ερµιόνη… Σελ. 30 Παρασκευή ∆. Σκούρτη, Σοφία Μέλλου – Τσαµαδού | Φασόλια µε µακαρονάκι κοφτό
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Θ. ΓΚΑΤΣΟΣ
Αρχείο της οικογένειας Εµµανουήλ Βούλγαρη Έτος 1858
1. Από (υπογραφή δυσανάγνωστη) Ύδρα; 10 Ιανουαρίου 1858. Το χιόνι και το ψύχος δεν επέφεραν ζηµιές στα λεµονόδενδρα. (Η επιστολή εστάλη στον ∆. Βούλγαρη) 2. Από (υπογραφή δυσανάγνωστη), Πόρος; 12 Ιανουαρίου 1858. Αποστέλλεται προς τον ∆.Γ. Βούλγαρη στην Ύδρα. Σχετικά µε την ανωτέρω επιστολή. 3. Από Ανάργυρο Μπαρµπαρή. Ύδρα 13 Ιανουαρίου 1858. Τον ειδοποιεί ότι το Συµβούλιο τον εξέλεξε αντιπρόσωπο,
Ο ιστορικός Πύργος της οικογένειας Βούλγαρη
µε τον Παντελή Λ. Κουντουριώτη να µεταβεί στο Ναύπλιο να συγχαρεί τον βασιλέα. 4. Από τον Ν.Γ. Βούλγαρη. Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 1858. Αναφέρεται στη διανοµή των κοινών µελισσών, να την διενεργήσει όποιος επιθυµεί. 5. Από Οικονόµου. Πόρος 9 Ιανουαρίου 1858. Τον πληροφορεί για το πλοίο «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ» 6. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 10 Ιανουαρίου 1858. Συµφώνησε µε τον Ιωάννη Μπιθιζή την πώληση του λεµονιού. Το ατµοκίνητο «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ» δεν ήλθε ούτε σήµερα, πράγµα που σηµαίνει ότι δεν επισκευάστηκε ακόµη.
7. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 11 Ιανουαρίου 1858. Μακροσκελής επιστολή που αναφέρεται στα προβλήµατα του περιβολιού στην Ερµιόνη. 8. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 12 Ιανουαρίου 1858. Την προηγούµενη νύχτα στην Ύδρα έβρεξε, ίσως το ίδιο να συνέβη και στην Ερµιόνη, ώστε να ποτιστεί η γη και να ευκολυνθεί η καλλιέργεια. 9. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 12 Ιανουαρίου 1858. Περί πώλησης των λεµονιών. Κατασκευές στο περιβόλι. 10. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 14 Ιανουαρίου 1858. Περί διαφόρων προβληµάτων του περιβολιού της Ερµιόνης: «Πολύ µε απασχολεί φέτος το περιβόλι. Είθε ο θεός να το προστατεύει». «Εγώ εκλείσθην ενταύθα εκ της τρικυµίας, ελπίζω να έλθη την προσεγγίζουσα περίοδον το ατµόπλοιον. Εάν εγνώριζον τούτο θα ήθελον διαµείνη ηµέρας σε αυτό εις την ωραίαν φωτίαν». 11. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 15 Ιανουαρίου 1858. Περί της πώλησης του λεµονιού κ.λ.π. 12. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 16 Ιανουαρίου 1858. Η τιµή του λεµονιού στον Πόρο. 13. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Ύδρα 13 Ιανουαρίου 1858. Προβλήµατα του περιβολιού. Την περίοδο αυτή του Ιανουαρίου 1858 ο ∆ηµήτριος Βούλγαρης ήταν στην Ύδρα. Επισκέφθηκε και την Ερµιόνη. Στην Ύδρα κλείστηκε από κακοκαιρία. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να ασχοληθεί µε τα προβλήµατα του περιβολιού της Ερµιόνης και συνεννοείται διαµέσου των επιστολών µε τον αδελφό του Εµµανουήλ που βρισκόταν στην Ερµιόνη. 14. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 25 Ιανουαρίου 1858. Συζητήσεις µε διάφορα πρόσωπα. 15. Από Ν.Γ. Βούλγαρη. Πειραιάς 22 Φεβρουαρίου 1858. Ζητάει πληροφορίες για την κατασκευή παραθυριών και ερµιόνη 3
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Θ. ΓΚΑΤΣΟΣ
16.
17. 18. 19. 20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
πορτών, καθώς και την κατάσταση των δένδρων της µερίδας του. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 19 Φεβρουαρίου 1858. Τακτοποίησε τα χορηγήµατα του Ηρακλέους και Βατερλώ. Στέλνει σχέδιο κατασκευής σουγκέλων του νέου περιβολιού, υποδεικνύοντας τον τρόπο εργασίας της κατασκευής τους. Οι βασιλείς στο Ναύπλιο αναµένουν τον πρίγκιπα Αλβέρτο. Το αγγλικό Υπουργείο παραιτήθηκε και σχηµατίστηκε νέο από τον λόρδο ∆έρβη. ∆ικαστικό έγγραφο του δικαστηρίου Πρωτοδικών Ναυπλίου. Υπόθεση Μεθενίτη. Συµφωνητικό παραγωγής και παράδοσης ασβέστης. Ερµιόνη 19 Μαρτίου 1858. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. ∆οκός, Παρασκευή 5 µ.µ.(Χωρίς χρονολογία) Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 19 Μαΐου 1858. «Εκ του ∆οκού σας έγραψα ότι ο Λ. Τζωρτζής ανεχώρησε δια θωρικόν να φέρη φουσκήν. Το λεµόνι ακριβό 15 και 20 λεπτά το έν. Λίγα τα ελληνικά λεµόνια εις την αγοράν, δι αυτόν έφερον εκ Σικελίας 200 κάσες». Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 5 Ιουνίου 1858. Να µην παρατείνει την παραµονή του στην Ερµιόνη εξαιτίας της ζέστης. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 9 Ιουνίου 1858. Του στέλνει το ρολόι του επισκευασµένο µε τον εφηµέριο της ενορίας του Αγίου Παντελεήµονα. Τα λεµόνια σε µεγάλη έλλειψη 10 και 20 λεπτά το ένα. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 18 Ιουνίου 1858. «Είδον τα ραδιουργόµενα περί του απολογισµού». Φαίνεται ότι εννοεί την πολιτική κατάσταση στην Ύδρα. Από τον Παπαζαφειρόπουλο. Ναύπλιο 5 Ιουλίου 1858. Σχετικά µε την πληρεξουσιότητα του κηδεµόνα των ορφανών Μεθενίτη. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αίγινα 8 Ιουλίου 1858. Περί της πολιτικής κατάστασης στην Ύδρα. «Υµείς τους φίλους να κρατείτε συσφιγµένους δια να τηρείται η επιρροή». Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αίγινα 9 Ιουλίου 1858. Σηµείωση πληρωµής του χορηγήµατος του πλοίου «ΑΧΙΛΛΕΥΣ». Ο επιστάτης Βολιανός να έρθει στο περιβόλι να κάνει πληρωµές, χωρίς να µείνει τη νύχτα εκεί. Περί Γαρουφαλιά. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αίγινα 14 Ιουλίου 1858. Συλλογή λεµονιού. Περί δηµαρχίας Παντελή Κουντουριώτη. Σχέδιο επιστολής προς Ι.Παπαζαφειρόπουλο. Ύδρα 22 Ιουλίου 1858. Σχετικά µε τον πληρεξούσιο κληρονόµο Μεθενίτη. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αίγινα 12 Αυγούστου 1858. Τα σταφύλια του αµπελιού έχουν προσβληθεί από ασθένεια. Το περιβόλι βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Το κτήµα έχει ανάγκη αναδιοργάνωσης.
4 ερµιόνη
Σκοπεύει να έρθει στην Ερµιόνη και ζητά το κλειδί του σπιτιού. 30. Από Ν.∆. Βούλγαρη. Πειραιάς 27 Αυγούστου 1858. Έστειλε επιστολή προς ∆.Γ. Βούλγαρη στην Αίγινα, αλλά αυτός είχε οικογενειακώς αναχωρήσει για Πόρο, Ερµιόνη και Ύδρα. 31. Από Ν.Γ. Βούλγαρη. Εκ της οικίας µου (Ύδρα) 27 Σεπτεµβρίου 1858. Του στέλνει επιστολή να την στείλει επειγόντως στην Ερµιόνη.
Έτος 1859
1. Συµφωνητικό ασβεστοποιών µε τον ηγούµενο της Μονής των Αγίων Αναργύρων Γρηγόριο Στρογγυλό, που αφορά την παρασκευή και παράδοση 10001200 κανταριών ασβέστης. Ερµιόνη 27 Ιανουαρίου 1859 2. Από ∆.Γ. Βούλγαρη. Αθήνα 5 Φεβρουαρίου 1859. Περί θεµάτων του περιβολιού. 3. Ο Γραµµατέας Πρωτοδικών Ναυπλίου, 30 Απριλίου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 4. Αποδεικτικό επίδοσης, Ναύπλιο 29 Μαΐου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 5. Συµφωνητικό ενοικίασης µαγαζιού στην Ύδρα. Ύδρα 18 Απριλίου 1859. 6. ∆ικαστήριο Πρωτοδικών Ναυπλίου, 24 Ιουνίου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 7. Σχέδιο επιστολής προς Π. Βενεκά. Ύδρα 17 Αυγούστου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 8. Ενώπιον Ειρηνοδικείου Ύδρας. Ναύπλιο 30 Αυγούστου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 9. Από Παπαζαφειρόπουλο. Ναύπλιο 31 Αυγούστου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 10. Από ∆.Γ. Βούλγαρη !8 Αυγούστου 1859. Απόδειξη πληρωµών. 11. Από Σ. Κατσαρό. Αµαλιούπολη 8 Σεπτεµβρίου 1859. Αποστέλλει την σύζυγό του να λάβει τα χρήµατα των ορφανών υιών Μεθενίτη. 12. ∆ύο αποδεικτικά επίδοσης. Ύδρα 2 Σεπτεµβρίου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 13. ∆ικαστήριο Πρωτοδικών στο Ναύπλιο, 8 Σεπτεµβρίου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 14. Ενώπιον Ειρηνοδικείου Ύδρας. Επιδόθηκε στην Ύδρα 2 Σεπτεµβρίου 1859. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 15. Πληρωµή σύναξης του λεµονιού, από 12 Σεπτεµβρίου µέχρι 6 Οκτωβρίου 1859. 16. Από Γ.Π. Αθήνα 27 Οκτωβρίου 1859. Για άγνωστη υπόθεση φαινοµενικά. 17. Αντίγραφο. Ύδρα 2 Οκτωβρίου 1859. ∆ύο τεµάχια. Υπόθεση υιών Αντωνίου Μεθενίτη. 18. Από ∆.Ν. Γκίκα. Περιβόλι 8 Οκτωβρίου 1860. Πώληση λεµονιού και συµφωνία σποράς χωραφιού. 19. Σχέδιο συµφωνίας κοινής καλλιέργειας. Ερµιόνη 7 Οκτωβρίου 1859.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΙΑΣ
Το µοναστήρι των Αγίων Αναργύρων
(1ο µέρος)
ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ-ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η Ιερά Μονή των Αγίων Αναργύρων στην Ερµιόνη. Το Καθολικό
Το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων βρίσκεται κτισµένο στην πεδιάδα, που απλώνεται σε µικρή απόσταση νοτιοδυτικά της Ερµιόνης. Λίγες εκατοντάδες µέτρα από τον κόλπο της Κάπαρης, στους πρόποδες του λόφου των Αγίων Θεοδώρων στέκεται αιώνες τώρα η προαναφερόµενη ιστορική Μονή. Ορισµένοι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη ότι το καθολικό της Μονής έχει οικοδοµηθεί πάνω στα ερείπια κάποιου αρχαίου ναού του Ασκληπιού. Εξίσου σεβαστή είναι η άποψη ότι στο χώρο της Μονής έπρεπε να υπήρχε υδροθεραπευτήριο αφιερωµένο στον Κλύµενο, θεότητα που ταυτίστηκε αργότερα µε τον Ασκληπιό. Υπάρχει όµως η πιθανότητα να υπήρχε το υδροθεραπευτήριο (Ασκληπιείο) στο χώρο της Μονής και ίσως κατά την περίοδο της επίσκεψης του περιηγητή Παυσανία (166 µ.Χ.) είχε υποστεί καταστροφές και δε διατηρούσε υπολογίσιµα τµήµατα της παλιάς αίγλης του. Για τούτο ο γεωγράφος απέφυγε να επισκεφθεί τον παλιό και αρχαίο ναό ή Ασκληπιείο και ανέφερε αδροµερώς τις πηγές, που βρίσκονταν στη νοτιοδυτική περιοχή της Ερµιόνης. Για το χρόνο ίδρυσης της Μονής υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, επειδή δεν έχει βρεθεί καµιά επίσηµη χρονολογία είτε σε πλάκα είτε σε µεµβράνη. Με βάση όλα τα ιστορικά δεδοµένα και το γεγονός ότι το Καθολικό αποτελείται από τρεις ενωµένους σταυρεπίστεγους ναούς, έχοντας στο µέσο το ναό της Κοιµήσεως της Θεοτόκου, στα νότια το «Γενέσιον του Τιµίου Προδρόµου» και στα βόρεια το ναό των Αγίων Αναργύρων, µπορούµε να καταλήξουµε σε κάποιες βάσιµες υποθέσεις, που πλησιάζουν σε µεγάλο βαθµό. Είναι πολύ πιθανό ότι οι σηµειώσεις πάνω στη µεµβράνη, που είχε στο αρχείο της µονής ο ηγούµενος Χατζή Μακάριος Μπουφογγέλης (1807-1827) και είχε δει ο Υδραίος πρωθυπουργός της Ελλάδας ∆ηµήτριος Γεωρ. Βούλγαρης για την ίδρυση του µοναστηριού και κυρίως του καθολικού τον 11ο αιώνα, να είναι ακριβείς. Επιπλέον η ύπαρξη του παρεκκλησίου των Αγίων Αναργύρων στη βόρεια πλευρά του κεντρικού ναού της Κοιµήσεως της Θεοτόκου οδηγεί τη σκέψη σε µια άλλη λογική υπόθεση. Φαίνεται ότι στο χώρο του παλιού υδροθεραπευτηρίου του Κλυµένου ή Ασκληπιού οι χριστιανοί της Ερµιόνης κατά τη µεσοβυζαντινή περίοδο έκτισαν το µικρό ναό προς τιµή των γιατρών Αγίων Αναργύρων. Με το δεδοµένο ότι τον 11ο αιώνα ξεκινά η εκατονταετία διακυβέρνησης της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Κοµνηνούς, µε τη βασιλεία ενός ενεργητικού και πετυχηµένου αυτοκράτορα του Αλεξίου Α΄ Κοµνηνού (1081-1118), αλλά και µε την ιστορική µαρτυρία ότι τον 11ο αιώνα έχουµε στην Αργολίδα οργανωµένο µοναχισµό, ευκολότερα καταλήγουµε στην πιθανότητα να ιδρύθηκε επίσηµα τον αιώνα αυτό το µοναστήρι, µε την προσθήκη του κεντρικού κλίτους του καθολικού, αφιερωµένου στην Κοίµηση της Θεοτόκου. Βέβαια δεν αποκλείεται και η αναφορά των αρχείων Μονοχαρτζαίων από το Κρανίδι, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο «Το Κρανίδι» του Μητροπολίτη Κορίνθου κυρού Παντελεήµονα, να υποκρύπτουν κάποια άλλη βάσιµη αλήθεια και συγκεκριµένα να υπονοείται ότι το 1340 επισκευάστηκε το µοναστήρι ή ανακαινίστηκε το καθολικό, µε χορηγία του Μεγάλου ∆οµέστιχου Ιωάννη Στ΄ Κατακουζηνού, που έγινε αυτοκράτορας το 1341. Εάν πάλι ανατρέξουµε στην ιστορία θα παρατηρήσουµε ότι από το 1464 η Ερµιόνη ή Καστρί είχε παραχωρηθεί σαν φέουδο στη στρατιωτική οικογένεια των Παλαιολόγων από τη Βενετική ∆ηµοκρατία. Τα ιστορικά στοιχεία της εποχής εκείνης οδηγούν τη σκέψη µας ότι το ερµιόνη 5
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΙΑΣ ιερό αυτό εγκαθίδρυµα των Αγίων Αναργύρων πρέπει να οικοδοµήθηκε πάλι «εκ βάθρων» στην ειρηνική περίοδο, που εκτείνεται χρονικά από το 1492 µέχρι το 1537, έτος πτώσεως της Ερµιόνης (Καστρίου) στα χέρια των Τούρκων. Τότε βρισκόταν στις διοικητικές αρχές ο βυζαντινός οίκος των Παλαιολόγων «κάτω από την προστασία των Βενετών» και οι ευγενείς αυτοί άρχοντες φιλοτιµήθηκαν να επανιδρύσουν και να ανυψώσουν το µοναστηριακό συγκρότηµα των Αγίων Αναργύρων, που είχε πιθανότατα ερειπωθεί κατά τον 15ο αιώνα και βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Με το σκεπτικό αυτό και τις άλλες ιστορικές συγκυρίες της Ερµιόνης καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι η επανασύσταση της µονής έγινε γύρω στα 1500 και ίσως τότε να υλοποιήθηκαν και οι άλλες προσθήκες στα κτίσµατα και η ενσωµάτωση του νοτίου παρεκκλησίου του Τιµίου Προδρόµου.
Οι πρώτες πέντε γραπτές µαρτυρίες της Μονής κατά τον 17ο και 18ο αιώνα είναι οι ακόλουθες: 1. Η πρώτη γραπτή ιστορική µαρτυρία βρίσκεται στη βενετική απογραφή, που έγινε στις 3 Σεπτεµβρίου 1696. Συγκεκριµένα αναγράφονται τα παρακάτω: «Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων µε την περιοχήν του µοναστηρίου. – Έχει κελιά εις την περιοχήν τριγύρου, οπού καλόγεροι 21. – Έχει και πύργον µε πάτους (πατώµατα) τρεις. Είναι σπίτια εις την αυλήν του µοναστηρίου δύο. Το ένα τράπεζο (τραπεζαρία) και το άλλο µαγεριό και έτερον σπίτι όπου κονεύουν οι ξένοι. – Είναι καλόγεροι 18 χωρίς τους δουλευτάδες. – Έξωθεν του µοναστηρίου είναι ένα παρεκκλήσι ο Άγιος Βλάσιος, οπού θάπτουν τους καλόγερους. Εις την ίδιαν εκκλησίαν έχουνε σπίτια δύο οπού βάνουνε τα ζώα.- Ολόγυρα του µοναστηρίου είναι χωράφια ζευγαρίων έξι. Εις τα ίδια χωράφια είναι ελιές ρίζες 350 και ξυλοκερατιές 60, και άλλα δένδρα καρπερά 40.- Εις τα αµπέλια του Καστρίου (Ερµιόνης) είναι του µοναστηρίου αµπέλια στρέµµατα τέσσερα.-Εις το Καστρί (Ερµιόνη) σπίτια δύο και λιοτρίβια ένα- Εις το Κρανίδι σπίτια τρία και ανεµόµυλον ένα. Εις τα Φλάµπουρα χωράφια ζευγαριών δύο. Στο τέλος της απογραφής σηµειώνεται: «Τα άνωθεν υποστατικά τα αφιέρωσαν οι χριστιανοί εις το µοναστήριον δια ψυχικήν τους σωτηρίαν. Άλλην απόδειξιν δεν έχουµε µηδέ γράµµατα. + Ιωαννίκιος ιεροµόναχος ο Βορβής και ηγούµενος του άνωθεν µοναστηρίου βεβαιώνω». (Ντόκου Κωνσταντίνου, Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την β΄Ενετοκρατίαν) Από την ανωτέρω απογραφή διαπιστώνεται ότι στα τέλη του 17ου αιώνα το µοναστήρι είχε 18 µοναχούς, µε ηγούµενο τον ιεροµόναχο Ιωαννίκιο Βορβή. Είναι ο πρώτος γνωστός ηγούµενος από τις ιστορικές πηγές, που 6 ερµιόνη
είχε µια πολυπληθή αδελφότητα και αξιόλογη κτηµατική περιουσία. Το γεγονός αυτό στο σύνολο του υποδηλώνει τις αλλαγές που είχαν σηµειωθεί κατά την Β΄ περίοδο της Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στο φορολογικό σύστηµα, που ευνοούσε για πρώτη φορά τη διαµόρφωση ισχυρών Ελληνικών και χριστιανικών οικογενειών µε βάση το ιδιοκτησιακό καθεστώς. 2. Η δεύτερη γραπτή ιστορική µαρτυρία είναι στο βενετικό κατάστιχο (Catastico Particolare) του territorio (επαρχίας) Ναυπλίου (1703-1705), που αποτελεί λεπτοµερέστερη µορφή των προηγούµενων πελοποννησιακών κτηµατολογίων, επειδή παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τη δηµογραφική και αγροτική κατάσταση σε ένα τµήµα της Πελοποννήσου. Το Κατάστιχο αυτό βρίσκεται στο κέντρο ερεύνης Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισµού της Ακαδηµίας Αθηνών. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται σ’ αυτό ότι η µονή Αγίων Αναργύρων υπαγόταν στον οικισµό του Καστρίου (Ερµιόνης) χωρίς να κατέχει εξ ολοκλήρου την αναφερόµενη σ’ αυτό έκταση, επειδή κάποιες περιοχές του οικισµού ανήκαν σε άλλα φυσικά πρόσωπα ή νοικιάζονταν από τους Βενετούς ή είχαν παραχωρηθεί σε χριστιανούς. Για τούτο σύµφωνα µε το κτηµατολόγιο η Μονή κατείχε ένα τµήµα του οικισµού του Καστρίου, χωρίς να αποσαφηνίζεται το µέγεθος και η έκταση της περιουσίας. Συγκεκριµένα στο προαναφερόµενο κατάστιχο (φ. 138 r.) έχει αναγραφεί: “Dissegno ch’ Abbracia il Confin della Villa Castri Seugolatio Omagni, e Moni di S. Anargiri”. ∆ηλ. σχέδιο το οποίο αγκαλιάζει τις επαύλεις Καστρίου, το ζευγολατειό Οµίνι και τη µονή Αγίων Αναργύρων. (Γιατράκου Μαρία-Ελευθερία, Η Ιερά Μονή Αγίου ∆ηµητρίου Καρακαλά ή Ξηροκαστελλίου). Επιπλέον µέσα στο ίδιο Κατάστιχο προηγείται τοπογραφικό σχεδίασµα για τα κτίσµατα και τους δρόµους του οικισµού, µε τους ναούς και τα σπίτια, ενώ για κάθε τόπο που κτηµατογραφείται προτάσσεται σχεδίασµα τοπογραφικό µε αρκετές λεπτοµέρειες και ακολουθεί δεύτερο απλό σχεδίασµα µε τα αγροτεµάχια και τους αµπελώνες, ενώ σε κάθε τεµάχιο αγρού ή αµπελιού υπάρχει κατάλογος µε τα ονόµατα των κτητόρων και των κατόχων. Βέβαια γύρω από το έτος 1700 η µονή είχε γίνει προσωρινά µετόχι του Αθωνίτικου Μοναστηριού της Μεγίστης Λαύρας, πιθανότατα για λόγους προστατευτικούς, όπως τούτο είχε αποτυπωθεί στο Μεγάλο Κώδικα αυτής. Στο σηµείο αυτό τονίζουµε ότι το 1700 είχε προηγηθεί από τους Βενετούς άλλο Κατάστιχο, γνωστό ως Catastico Ordinario, που περιείχε περιληπτικά τα περιουσιακά στοιχεία της επαρχίας Ναυπλίου και Ερµιονίδας. Συγκρίνοντας, όµως, τους ναούς των οικισµών και των µονών, τα δύο τελευταία κτηµατολόγια του 1700 και του 1703 έως 1705 παρατηρούµε µια δυναµική ανακαίνισης των ορθοδόξων ναών, που είχαν ερειπωθεί στην προγενέστερη τουρκοκρατούµενη περιοχή. (Γιατράκου Μαρία-Ελευθερία, Η Ιερά Μονή Αγ. ∆ηµητρίου Καρακαλά ή Ξηροκαστελλίου).
ΜΥΡΣΙΝΗ Γ. ΣΑΜΑΡΑ
Ο λαϊκός πολιτισµός µας είναι η πυξίδα µας (συνέχεια από το 10ο τεύχος) Η Ερµιόνη που βλέπουµε σήµερα, πέρασε από διάφορες κοινωνικές φάσεις συνδεδεµένες µε τις ιστορικές εθνικές εξελίξεις. Μέσα µάλιστα στον 20ο αιώνα, µε τόσα παγκόσµια γεγονότα οικονοµικά και πολιτισµικά, ακολούθησε τη δική της παράλληλα τροχιά. Ιδιαίτερα στο δεύτερο µισό του 20ο αιώνα τότε που η πρωτεύουσα Αθήνα έγινε πόλος έλξης, καταφύγιο και όνειρο για µόρφωση, σίγουρη εργασία αλλά και ο τόπος του ανώνυµου νεοέλληνα καθώς πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές ταλάνιζαν τις οικογένειες. Τότε, η αστυφιλία και η µετανάστευση επηρέασαν την ύπαιθρο. Τα χωριά άδειασαν, κυρίως από νέους και γέµισαν οι µεγάλες πόλεις Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Παράλληλα µετέφεραν µε τρένα και πλοία, έλληνες µετανάστες όλων των ηλικιών προς την ξενιτιά (επίκαιρο και σήµερα; Ο καιρός θα δείξει). Ένας µεγάλος διαχωρισµός σηµάδεψε την ελληνική κοινωνία. Οι χαρακτηρισµοί «συντηρητικός» και «προοδευτικός», «πρωτευουσιάνος» και «επαρχιώτης» µε την ανάλογη ειρωνεία στο άκουσµά τους εκατέρωθεν, δηµιούργησαν αποστάσεις. Κύριο επακόλουθο ήταν η σιωπή και η αποµόνωση. Ο Λαϊκός Πολιτισµός µέσα σε αυτό το κλίµα επηρεάζεται. Μπαίνει σιγά-σιγά στην κασέλα. Μένει για τις επίσηµες εµφανίσεις, τις φωτογραφίσεις, τις ειδικές γιορτές της οικογένειας και του τόπου. Οι εθνικές φορεσιές γίνονται πλέον χαρακτηριστικά εθνικά σύµβολα. Ένας νέος τρόπος σκέψης και ζωής έφεραν στον κόσµο τα πάνω κάτω. Ο Μάης του ‘68, η απελευθέρωση του ανθρώπου, η επανάσταση των νέων. Το αµερικανικό πρότυπο, «το κυνήγι της ευτυχίας και η ευτυχία του κυνηγιού», εξαπλώθηκε µε µεγάλη επιτυχία. Ο άνθρωπος θα γινόταν ένας πλούσιος και κοσµοπολίτης. Η οµογενοποίηση είχε αρχίσει: µόδα, µίµηση ξένων προτύπων, άφθονες συσκευές µε υποσχέσεις για άνετη ζωή και ελεύθερο χρόνο. Τηλεόραση, κινηµατογράφος, διαφηµίσεις και δυο θεές, η µπάλα και η εικόνα ήταν τα µέσα που έπαιξαν στα ζάρια τη ζωή. Ποιος θα τα αρνιόταν; Στην Ερµιόνη, από τη δεκαετία του ’70 ο Λαϊκός ΠολιτιO ζαχαροπλάστης Θόδωρος Κωσταντινίδης µε τη σύζυγό του σµός της µπαίνει στα αζήτητα. ∆ιστακτικά αρχίζει να αναβιώνει το έθιµο του Ιούδα την ηµέρα Κική του Πάσχα, που συγκέντρωνε πολύ κόσµο από ολόκληρη την περιοχή και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Τι έµεινε και τι εγκαταλείφθηκε σταδιακά στην Ερµιόνη; Φροντίσαµε ήδη από τη δεκαετία του ’60 να αποτινάξουµε από τη ζωή µας πολλές κοινωνικές συµπεριφορές και εκδηλώσεις απλές και επίσηµες που µας ήθελαν να βρισκόµαστε όλοι µαζί οι συγχωριανοί, να κάνουµε τις Κυριακές και γιορτές τη µαγική βόλτα στο λιµάνι και στο Μπίστι, να µαθαίνουµε τα νέα και να δίνουµε ζωή στο χωριό µε την υποτυπώδη, για την εποχή εκείνη, εµπορική κίνηση των καφενείων και των λιγοστών ζαχαροπλαστείων του λιµανιού, του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, του γαµπρού του Παντελή Αναµερόγλου, του Λευτέρη του Γκάτσου, του Κοσµά του Σταµατίου, του Νίκα του Βογανάτση και άλλων. Να βλέπουµε καραγκιόζη στο καφενείο Τροκεντερό του Γιάννη Οικονόµου και να τρώµε γλυκό υποβρύχιο. Κάποιοι σκανταλιάρηδες µικρο-έφηβοι δε δίσταζαν να στραβώνουν το κουταλάκι µέσα στο στόµα τους, προετοιµάζοντας έτσι τις νεανικές τους επαναστάσεις. Άλλοι πάλι νέοι µαζεύονταν στην ταβέρνα του Παντελή του Μενεξή κάνοντας τη νεανική τους έξοδο που απείχε «µίλια» από την πολυκοσµία και το πολύβουο της σηµερινής καφετέριας. Μαράζωσαν και έκλεισαν σιγά-σιγά ταβέρνες όπως της κυρά Μαρίας του Βρεττού στο Μπίστι και του Νικολού Κουτούβαλη στα Μαντράκια, ενώ άλλες όπως του Κώστα Φασιλή προσπαθούσαν να επιβιώσουν. ερµιόνη 7
ΜΥΡΣΙΝΗ Γ. ΣΑΜΑΡΑ Είναι συγκινητικό να βλέπουµε σήµερα στις ταµπέλες τη χρονολογία έναρξης λειτουργίας τους. Να βλέπουµε φωτογραφίες από την άφιξη του πλοίου της γραµµής, να νοµίζουµε ότι ακούµε το σφύριγµα και να το βλέπουµε να ακουµπάει πάνω στο λιµάνι για την αποβίβαση. Θυµόµαστε ακόµα τις βάρκες που χρησιµοποιούσαν για την αποβίβαση και τα µεγάλα κύµατα που τις συνόδευαν όταν φυσούσε ο βοριάς. Χαιρόµαστε που τα τυπικά ξενοδοχεία της εποχής εκείνης διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική τους, του Γανώση, του Ταρούση, του Γεωργίου. Είναι αυτά µέρος από το λαϊκό της πολιτισµό κι ας έχουν τα κτήρια και ο εξωτερικός χώρος άλλων τουριστικών πια καταστηµάτων εκσυγχρονιστεί. Ο τόπος, το «στέκι», τα τραπεζάκια έξω, το γλυκό και το ούζο µε το χταποδάκι στο καφενείο του Στάϊκου, είναι συµβολοποιηµένα πια στη µνήµη µας, έχουν ζυµωθεί µε την ιστορία και τη ζωή των ανθρώπων του τόπου µας «να πιούµε µαζί έναν καφέ, να γευτούµε ένα… υποβρύχιο, βρε φίλε». Ένας περίπατος στην παραλία σήµερα, ένας καφές στο Μύλο είναι ένα µείγµα από Ερµιόνη παλιά και σύγχρονη. Ψάχναµε τότε, να βρούµε αιτίες για ψυχαγωγία και µε το να στήνουµε οι νέοι πάρτι έτσι ξαφνικά µε λίγο βερµούτ και φιστίκια και να χορεύουµε ροκ εντ ρολ και τουίστ στα σπίτια µε ξύλινα πατώµατα ή µε πλάκες ή να ακούµε «λαϊκά σε σπίτια µε µωσαϊκά..», εκφράζαµε την επιθυµία µας να αλλάξουµε την κουλτούρα µας και να ακολουθήσουµε τα µοντέρνα ρεύµατα που µας έρχονταν κυρίως από την Αµερική και την Αγγλία. Και πώς µας έβλεπαν οι θεµατοφύλακες της παράδοσης της κοινωνικής και θρησκευτικής µέσα από το δικό τους ηθικό πρίσµα; Τι αισθανόµασταν; Φόβο αποκήρυξης από το πρέπον και το ηθικό; Τόλµη στο απαγορευµένο; Ένα κράµα και ένα εσωτερικό δράµα… Πού πήγαν οι επισκέψεις στην ονοµαστική γιορτή όπου κατάρτιζαν οι µεγάλοι πρόγραµµα σε ποιόν θα πάνε µε τη σειρά, γιατί ήταν µεγάλη τιµή η επίσκεψη; Απαραίτητα ο παπάς της ενορίας επισκεπτόταν όλους τους ενορίτες που γιόρταζαν. Πού πήγαν τα κεράσµατα; Οι κουραµπιέδες από τα επιδέξια χέρια της οικοδέσποινας και η καλή καρδιά; Σήµερα τρέχουµε στα παντός είδους καταστήµατα για να αγοράσουµε κεράσµατα και δώρα και λουλούδια για όλων την ειδών τις εκδηλώσεις από γεννήσεις και βαπτίσεις µέχρι γάµους και αποδηµίες από τη ζωή… Νέες ανάγκες θα υποστηρίξουµε. Πού πήγαν η χειροποίητη κατασκευή, η χαρά της προσωπικής δηµιουργίας; Η βιοµηχανοποίηση, στενά συνδεδεµένη µε την εµπορευµατοποίηση µετέτρεψε τη λαϊκή τέχνη σε τουριστικοποιηµένα αντικείµενα της «popular art», της αποµίµησης της τέχνης του λαού. Κυρίως όµως έλειψε η καλή καρδιά εκείνης της εποχής, που ξεµοναχιάστηκε. Γέµισε από τυπικές εκφράσεις, επαγγελµατικές, διεκπεραιωτικές, σύντοµες. Η ζωή του άλλου έγινε άδυτο, φρούριο απροσπέλαστο. 8 ερµιόνη
Χτίσαµε «ανεπαισθήτως» τα δικά µας τείχη. Κατά την έκφραση του ποιητή Κ.Π.Καβάφη. Μέσα στα τείχη, όµως κρύψαµε, για χειµερία νάρκη και την παράδοση. Έτσι κάπως, µέσα σε αυτό το κυνηγητό των ευκαιριών ο άνθρωπος βίωνε από τη µια το σταµάτηµα της ζωής της επαρχίας και την εγκατάλειψη και από την άλλη το προχώρηµα και την πολυκατοικία µε τον ακάλυπτο. Εκεί µέσα κλειστήκαµε µε την τηλεόραση-λατρεία µας, ατοµική και οικογενειακή. Έλειψαν τα πετρόχτιστα παραδοσιακά σπίτια, η δυνατότητα της συλλογικής δράσης στο χωριό, η ζεστή καρδιά της γιορτής, οι φωνές των παιδιών στις γειτονιές, η γειτόνισσα που στήνει κουβεντολόι στα σκαλοπάτια του σπιτιού, η βεγγέρα ή το νυχτέρι, η προετοιµασία των προικιών, η αφήγηση των ιστοριών της καθηµερινότητας. Οι δεκαετίες πέρασαν και συνδετικός κρίκος µε την πατρίδα γίνεται η µνήµη. Πώς να γυρίσεις πίσω; Κάποιοι φοβούνται το νόστο. Φοβούνται τις απουσίες αγαπηµένων προσώπων που άφησαν πίσω, που αυξάνουν σιγά-σιγά. Πώς να γυρίσω πίσω, κανένας δεν µε περιµένει, άσπρισα, σε ξεχνούν όταν φεύγεις… Άλλοι τολµούν το νόστο και όσο περνάει ο καιρός και ο αστικός τρόπος ζωής κουράζει µέσα από τις επίπλαστες ανέσεις και γίνεται ανυπόφορος, όλο περισσότεροι επιστρέφουν, ως επισκέπτες του καλοκαιριού, ως φιλοξενούµενοι, ως γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, συγκάτοικοι στον ίδιο τόπο. Είµαστε πλέον µπροστά σε µια επιστροφή. Όποια στιγµή κι αν γυρίσουµε πίσω, τα πράγµατα δεν τα βρίσκουµε ίδια. «Ουκ αν ες τον αυτόν ποταµόν εµβαίης», µας δίδαξε ο Ηράκλειτος, φιλόσοφος του 6ου αιώνα π.Χ. από την Ιωνία. ∆εν µπορείς να µπεις δεύτερη φορά στα ίδια νερά ενός ποταµού. Ο χρόνος και το ποτάµι κυλάνε και δεν γυρίζουν πίσω. Σήµερα, αν κυκλώσουµε τα γεωγραφικά µας σύνορα µε µια µατιά, θα διαπιστώσουµε πως κυκλοφορούν µέσα σ’ αυτά πολυάριθµοι επισκέπτες, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Να υπολογίσουµε πληθυσµό, φυλές, εθνικότητες, τουρίστες, οικονοµικούς µετανάστες, επαγγελµατίες, επιχειρηµατίες, γλώσσες, κουλτούρες; Η Ερµιονίδα είναι κι αυτή ένα παράδειγµα πληθωριστικής κατοίκησης και εγκατάστασης. Όσον αφορά την Ερµιόνη µε τα χαρακτηριστικά της στα οποία αναφερθήκαµε στην αρχή και µε τους κατοίκους της, είναι αξίες σµιλεµένες από τη φύση και τον προσωπικό αγώνα, στοιχεία τα οποία αναζητά ο τουρίστας, ο επισκέπτης, ο φίλος και όταν τα βρει τα απολαµβάνει. Κουραστήκαµε από τη σπουδαιοφάνεια, την επίδειξη πλούτου, τις τηλεοπτικές περσόνες και το glamour. Εµείς θα θέλαµε να περνάµε κοντά στο γνήσιο, τον ντόπιο πολιτισµό, να νιώθουµε τον άλλο, να ξαναβρούµε τον άνθρωπο. Να µάθουµε να συνυπάρχουµε µε τον άλλον και να µοιραζόµαστε τα πολιτισµικά µας αγαθά. Είµαστε άραγε στραµµένοι σ’ αυτή την αντίληψη; Οι νέοι µας, οι εκπαιδευτικοί, οι µαθητές µου απέδειξαν έµπρακτα πως έχουν πολλές ιδέες και χρειάζονται
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ∆. ΣΚΟΥΡΤΗ κατάλληλες ευκαιρίες. Οι εκδηλώσεις αναβίωσης εθίµων, που διοργανώνονται και από άλλους φορείς σε όλη τη διάρκεια του έτους, όπως Χριστουγεννιάτικα έθιµα, γιάλα-γιάλα, απόκριες, χριστιανικό Πάσχα, Ιούδας, Πρωτοµαγιά, Κλήδονας, οι φωτιές του Αϊ Γιάννη, ο προφήτης Ηλίας, οι καντάδες, ο τρύγος και άλλες, τα αρχεία φωτογραφιών, η λειτουργία του Ιστορικού λαογραφικού Μουσείου, το µουσείο παιδικών παιγνιδιών που ετοιµάζεται, τα παραδοσιακά τραγούδια σε γιορτές και οι άνθρωποι που τα στηρίζουν µε αγάπη και µεράκι για την Ερµιόνη, µας δείχνουν πως η υπόθεση του Λαϊκού µας Πολιτισµού ως προς την αναβίωσή του συνεχίζεται. Είναι η ταυτότητά µας µέσα στον πολυφυλετικό, πολυγλωσσικό, πολυπολιτισµικό νέο κόσµο. Είναι η προσωπική µας πατρίδα και η διαρκής σχέση µας µαζί της. Η αξία της είναι και αξία µας. Ο Λαϊκός Πολιτισµός, µέσα από την περιήγησή µας, νοµίζω πως µας έπεισε πως είναι παρών, είναι η πυξίδα µας. Μέσα σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουµε, ο πολιτισµός στυλώνει τις συνειδήσεις και ανατροφοδοτεί την ψυχή για να µην αποστραγγιστεί από τις συνέπειές της. Γίνεται ο απαραίτητος άρτος που εµποτίζεται µέσα στον κόπο της προσωπικής αλληλέγγυας δηµιουργίας. Aπό τη διάλεξη που έδωσε η αρθρογράφος στην εκδήλωση του Ι.Λ.Μ.Ε. αφιερωµένη στο Λαϊκό Πολιτισµό.
1927-2012
80 και… χρόνια ερµιονίτικης ναυπηγικής τέχνης. Νικολός και Κωστής Κουτούβαλης Εκτός από την οικογένεια των Κοτταράδων, ακόµα µια ερµιονίτικη οικογένεια ακολούθησε τη σπάνια ετούτη τέχνη του καραβοµαραγκού. Πρόκειται για τον Νικολό Κουτούβαλη και αργότερα τον µικρό του γιό Κωστή Κουτούβαλη. Και οι δυό τους για διαφορετικούς λόγους, αλλά το ίδιο τραγικούς δεν είναι πια κοντά µας. Και οι δυό τους έφυγαν νέοι, παίρνοντας για φυλακτό στο ταξίδι τους ένα κλωνί βασιλικού και πικροδάφνης. Ο Νικολός, ο Γορίλας όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, γεννήθηκε κυριολεκτικά πλάι στο κύµα. Αρχικά έµαθε την τέχνη του µαραγκού µαζί µε τον αδελφό του Μιχαλάκη, δίπλα στο µεγάλο τεχνίτη Θόδωρο Κανέλλη που είχε το µαραγκούδικό του στα Μαντράκια. Η τέχνη βέβαια του ψαρά, σαν από φυσικού της, δεν του ήταν άγνωστη, έτσι έκανε ταξίδια κοντινά µε ερµιονίτικες βάρκες ως σύντροφος. Για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα λειτούργησε την ονοµαστή σε όλους µας ταβέρνα του στα Μαντράκια. Όταν την έκλεισε, στράφηκε προς την τέχνη του καραβοµαραγκού µετατρέποντάς την σε εργαστήρι. Εµπλούτισε τις γνώσεις του στους ταρσανάδες των Σπετσών, δίπλα σε ονοµαστούς µαστόρους. ∆ούλευε ατέλειωτες ώρες γυµνός κάτω από ένα αυτοσχέδιο χειροποίητο σκίαστρο, δίπλα στη θάλασσα. Έφτιαχνε κυρίως κούντουλες και τρεχαντήρια µε τέχνη, φαντασία και µεράκι. Ακόµα στη µνήµη µας υπάρχει η <<χου-χου>>, η κόκκινη κούντουλα, αλλά και το τρίµετρο <<αλητάκι>> που κάθε βράδυ έβγαινε για πυροφάνι. Ο Νικολός υπήρξε το πρόσωπο της χαράς και του γλεντιού, δεξιοτέχνης του τραγουδιού που το εξέφραζε µε προσωπικό πάθος και γλυκιά ζεστασιά που έβγαινε από Ο ναυπηγός Κωστής Κουτούβαλης που έφυγε γρήγορα από κοντά µας τη µελωδική φωνή του και το παίξιµο της κιθάρας του. Τα τραγούδια του ένας κήπος γεµάτος ευωδιές και χρώµατα. Και ένα ξηµέρωµα τού σίγησε η κιθάρα. Ο γιός του ο Κωστής, ο µικρότερος ερµιονίτης καραβοµαραγκός αυτοδίδακτος 4ης γενιάς, κληρονόµησε την τέχνη του πατέρα του, την είχε στο DNA του. Υπήρξε παιδί ταλαντούχο, ονειροπόλο, φλογερό. Τα πρώτα του πλεούµενα ήταν ζωγραφικά. Τα σκάρωνε στο καβαλέτο του Νηπιαγωγείου και τα γκριζογάλανα µάτια του σπινθηροβολούσαν. Έβλεπα την ψυχή του σε όσα ζωγράφιζε. Τα καράβια αποτελούσαν τις παιδικές του εµπειρίες από τα ξεθωριασµένα ξύλα και τα σχοινιά που ξέβραζε η θάλασσα στα Μαντράκια και από τα µικρά ντενεκεδένια καϊκάκια - παιγνίδια που φτιάχνανε όλα σχεδόν τα παιδιά της Ερµιόνης. ∆ούλευε το ξύλο σα δαντελωτό εργόχειρο, συνταιριάζοντας την παράδοση µε τη χειροτεχνική εργασία. Αρχικά δούλεψε τη µικροναυπηγική, σκαρώνοντας µινιατούρες σκάφη, που τα πουλούσε σε διάφορα καταστήµατα. ∆ουλειά της λεπτοµέρειας άξια ν’ αγαπηθεί, κοπιώδης και αψεγάδιαστη. ερµιόνη 9
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ∆. ΣΚΟΥΡΤΗ Οι µικροκατασκευές του έµοιαζαν εύθραυστες, σχεδόν άυλες. Τα σκαριά του ήτανε και ταξίδια του, -πατέρας και παππούς του είχαν δείξει το δρόµο- ταξίδια του νου και της ψυχής του, που χάνονταν στις θάλασσες των ονείρων του, ταξίδευαν στα πέλαγα και στους ωκεανούς των στόχων του. Ο Κωστής µεταµόρφωνε τα ξύλα σε καΐκια, σε ιστιοφόρα, σε βάρκες παπαδιές. Σκαριά ζωντανά. Στο ναυπηγείο του, που το είχε στα Ποτόκια στο κτήµα του παππού του Σκοπελίτη, πρόλαβε να ναυπηγήσει ένα µεγάλο τρεχαντήρι και ακόµα πρόφθασε να ονειρευτεί - εικόνες της ψυχής του πολύχρωµες, από την παλέτα που η αφή, η ακοή και τα συναισθήµα-
τα την έκαναν να ξεχειλίζει- και να σχεδιάσει το δεύτερό του πλεούµενο, µέχρι που αιφνίδια του έµελε να ταξιδεύει στην αιωνιότητα και µαζί στο νου και στις καρδιές µας. Τι να πει κανείς για την τέχνη του και για όσα πρόλαβαν ν’ αφήσουν πίσω τους τα άγουρα χέρια του, που µε την ίδια τέχνη σκάλιζαν το ξύλο αλλά και τ’ ακροδάχτυλά του άγγιζαν δεξιότεχνα τις χορδές του µαντολίνου, αφού είχε την καλλιτεχνική και µουσική δηµιουργία και έκφραση στο αίµα του. Κι ήρθε ένα βράδυ και ξέµεινε το ξύλο από σκάλισµα και το µαντολίνο από µελωδίες . . .
Το γλωσσάρι του καραβοµαραγκού Ένας ολόκληρος κώδικας επικοινωνίας, ένας κόσµος αλλιώτικος και διαφορετικός
α • άλµπουρο: κατάρτι, ιστός • αντένα: το ξύλο που δένεται πάνω του το πανί • αρµάτωµα: η τοποθέτηση των πανιών επάνω στο κατάρτι • άρµενα: η αρµατωσιά, τα ξάρτια, τα µαντάρια, τα πανιά • αρµός: το κενό ανάµεσα στα µαδέρια • ασός: το λούκι, το δόντι που ξεκινάει από το ποδόσταµο και θηλυκώνουν τα στραβόξυλα για το πέτσωµα
β • βάζα: τα δυό ξύλα (κουτούκια) που βάζουν στα µεγάλα σκάφη κατά την καθέλκυση • βαρδαλάντζα: ξύλο εφαρµοσµένο µαστορικά στην εσωτερική πλευρά της βάρκας παπαδιάς, που εξέχει περίπου είκοσι πόντους από την κάθε άκρη για να στηρίζονται οι φουρκάδες • βαρκαλάς: τύπος σκαριού • βάρκα παπαδιά: υδραίικη βάρκα • βρεχάµενα: τα ύφαλα του σκάφους
γ • γαΐτα: κούντουλα: τύπος σκάφους • γυαλάδικη βάρκα: βάρκα που ανιχνεύει το βυθό µε γυαλί για σφουγγάρια χταπόδια και ψάρια • γυαλί: σιδερένιος κύλινδρος µε χοντρό τζάµι για ανίχνευση του βυθού.
ζ • ζµπίρος: θηλιά γερού σκοινιού δεµένη πάνω σε σιδερένιο χαλκά βιδωµένου στο εσωτερικό του ποδόσταµου. Εκεί δένονται τα παλαµάρια της βάρκας και το µπάνιο του λατινιού, όταν εκείνο είναι σαρµένο • ζουνάρια: τα επάνω εξωτερικά χρώµατα της βάρκας 10 ερµιόνη
ι • ιστιοφόρο: το πλοίο µε ιστία
κ • καθέλκυση: το ρίξιµο του πλοίου στη θάλασσα • καλαφάτισµα: το γέµισµα του κενού των αρµών των ξύλων µε υλικό (µε στουπί) • καρνάγιο: το ναυπηγείο • καρένα ή καρίνα: το µεγάλο κεντρικό ξύλο που στερεώνονται τα ποδοστάµατα • καταρράκτης: χειροπρίονο σε ορθογώνιο σχήµα. Εργαλείο ξύλινο παλιό, που στη µέση έχει το πριόνι γύρο στο ενάµιση µέτρο. Το χειρίζονται δύο • κατάρτι: το άλµπουρο • κατσάρες: κοντάρια τέσσερα µέτρα • κοπίδια: εργαλεία • κοράκι: το κυρτό ακραίο πλωριό τµήµα του σκάφους • κορίτα: ποτίστρα των ζώων, βάρκα που µοιάζει µε ποτίστρα • κοστάκι ή κούµιζα: η στρογγυλή τρύπα της γυαλάδικης βάρκας (µικρή τρυπούλα στα αρβανίτικα), εκεί που µπαίνει ο γυαλάς • κουβέρτα: το κατάστρωµα • κουλούρι: ενώνει το µάτισο µε το κοντάρι • κούντουλα: τύπος µικρής βάρκας µε όµοια την πρύµη και την πλώρη • κουντροκαρένα: κοµµάτι µικρό, πάνω στην κύρια καρένα που την προφυλάσσει • κουντροµπάγκος: ο µικρός πάγκος της πλώρης • κούτσα: το µέρος της βάρκας κάτω από τα πανιόλα
λ • λαγουδέρα: η λαβή του τιµονιού • λαπάτσα: κοµµάτι ξύλου που ενισχύεται το ραγισµένο κουπί • λατίνι: τριγωνικό πανί • λούροι: µαδέρια που καρφώνονται γύρω από το σκάφος και πάνω τους το κατάστρωµα
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ∆. ΣΚΟΥΡΤΗ
µ
σ
• Μαλκότση: τύπος ελληνικής πετρελαιοµηχανής • µάσκα: οι δυό πλευρές της πλώρης, τα µάγουλα του σκάφους • µαντάρι: σχοινί που χρησιµεύει στο ανέβασµα και κατέβασµα του πανιού • µάτσα: η κάτω αντένα που προσδένεται το πανί • µατσόλα: το ξύλινο σφυρί του καλαφατίσµατος • µερεµέτισµα: η επισκευή, η επιδιόρθωση του πλεούµενου • µισοµόδελο: η µια πλευρά του σκάφους. Το σκάφος σε µικρογραφία κοµµένο κατά µήκος • µονόχναρο: το µεσαίο στραβόξυλο του σκάφους. • µπρατσέρα: τύπος µεγάλου σκάφους φορτηγού • µπρατσόλια: τα γωνιακά ξύλα σε σχήµα Γ που στερεώνεται το κατάστρωµα. Η µια άκρη καρφώνεται στην κάτω επιφάνεια του καµαριού και η άλλη στο σκαρµό • µπούνια: οι τρύπες στα πλάγια του καταστρώµατος που χύνονται τα νερά
• • • • • •
ν • νοµείς: τα στραβόξυλα που απαρτίζουν το σκελετό • ντουφέκια: δυό ξύλα που πάνε µπροστά και πίσω και στερεώνουν τα ποδοστάµατα
ξ • ξάρτια: τα σχοινιά που κρατούν το άλµπουρο • ξεροµάχησαν: στέγνωσαν τα µαδέρια από τον ήλιο
π • πάλα: το κάτω µέρος του κουπιού που µπαίνει στη θάλασσα • παλάµισµα : το βάψιµο του κάτω µέρους του σκάφους • πανάδικο : σκάφος µε πανιά • πανοµπίχτης: είδος καµακιού • πανιόλα: το πάτωµα της βάρκας • πέτσωµα: το ντύσιµο του σκάφους • πλώρη: το εµπρός τµήµα του σκάφους • ποδόσταµα: τα όρθια ξύλα µπροστινό και πίσω που καρφώνονται τα ξύλα του πετσώµατος • πορτέλο: το στρογγυλό ξύλο που σφραγίζει την κούµ(ι)ζα • πρύµη: το πίσω µέρος του σκάφους • πύρος: τρύπα δύο περίπου πόντους στο κάτω µέρος του σκάφους, δίπλα στην καρένα, µεταξύ µέσης και πρύµης για να φεύγουν τα νερά όταν πλένεται το σκάφος στη στεριά. Πύρος λέγεται και ο φελλός που κρατάει την τρύπα κλειστή για να µην µπαίνει το νερό της θάλασσας
ρ • Ρηχοπατιά: τα ρηχά νερά
• • • • • •
σακολέβα: είδος πανιού στρογγυλεµένο σάλα: το µονόχναρο σαλαµάστρες: τα σχοινιά που κρατούν τα κουπιά σένια: όλα τα χρειαζούµενα του σκάφους σίδερο: η άγκυρα σκαρµός: το ξύλο που δένεται η σαλαµάστρα και µπαίνουν τα κουπιά σκότα: το σχοινί του λατινιού σόκορο: ξύλινο µπάλωµα για την επιδιόρθωση σπασµένου τµήµατος µαδεριού της βάρκας στανιάρισµα: το κλείσιµο, το φούσκωµα των µαδεριών στεγανοποίηση: η διαδικασία του κλεισίµατος των αρµών στραβόξυλα: οι νοµείς, ο σκελετός στραγαλιές: µακριά µαδέρια δεξιά κι αριστερά, που εσωτερικά δένουν στο σκελετό, στους νοµείς
τ • τάκος: πρόσθετο ξύλο στην πλώρη 30 πόντους µήκος, πάχους 5 και φάρδος ανάλογο µε αυτό της κουπαστής, εφαρµοσµένο και τρυπηµένο στη µέση. Εκεί µπαίνει άλλη φουρκάδα για να ακουµπάνε τα κοντάρια από τη δεξιά πλευρά της βάρκας, ενώ από τα αριστερά ακουµπάνε τα λατίνια µικρό και µεγάλο και κάποιο άλλο κοντάρι επιπλέον για κάποια εποχή • τρεχαντήρι: είδος πλεούµενου µπροστά στρογγυλό και πίσω λοξό • τρυπητά: ξύλα που δένουν στα στραβόξυλα, βγαίνουν και γίνεται το δεύτερο ζουνάρι • τσιρούνι: το πάνω µέρος του κουπιού, που κρατάει ο κουπάς
φ • φαλάγγια: ξύλα αλειµµένα µε λίπος για να γλιστρούν, που πάνω τους ακουµπά η καρένα και βοηθούν στην καθέλκυση ή ανέλκυση του καραβόσκαρου • φελούκα: µικρή βάρκα • φλόκος: το µικρό τριγωνικό µπροστινό πανί • φουρκάδες: οι ξύλινες διχάλες που ακουµπούν τα κοντάρια • φουρνιστή: ή ντουφέκια (βλ. παραπάνω)
χ • χνάρι: το πατρόν
εκφράσεις: • Το σκαρί σταυρώθηκε: ο ξύλινος σταυρός καρφώθηκε µε το ξεκίνηµα του σκάφους • Θα ρίξουµε τη σάλα: θα φτιάξουµε το πατρόν του σκάφους • Βάστα σκότα: µάζεψε το σχοινί ερµιόνη 11
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
«Οι Άγιοι Ισίδωροι Ερµιόνης» Ιδιαίτερη εντύπωση µου έχει προκαλέσει το γεγονός ότι στην Ερµιόνη υπάρχουν δύο ξωκλήσια που τιµώνται στο όνοµα των Αγίων Ισιδώρων, για τα οποία ελάχιστα γνώριζα. Από συζητήσεις που έκανα στη συνέχεια, διαπίστωσα πως υπήρχαν αρκετοί συµπολίτες µου που τα αγνοούσαν. Επειδή θεωρώ ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στο πλαίσιο της γνωριµίας µε τον τόπο µας, συγκέντρωσα πληροφορίες και σας τις παρουσιάζω. Το ένα εκκλησάκι βρίσκεται στην περιοχή της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Για να φτάσει κανείς εκεί, πεζός ή µε αυτοκίνητο, παίρνει το δρόµο που είναι στη βορινή πλευρά του µαντρότοιχου του κοιµητηρίου του Άγιου Βλάσση και ανεβαίνοντας στο ύψωµα, το συναντά µπροστά σου, σ’ ένα ξέφωτο. Είναι ένα µικρό πετρόχτιστο εκκλησάκι, όµορφο, και περιποιηµένο. Στο βιβλίο «Το προσκύνηµα της Ερµιονίδος» των Απ. Γκάτσου, Γεωρ. Προκοπίου και Ιωαν. Γκερέκου (σελ. 78), ο ναός αναφέρεται ως παρεκκλήσιο της Μονής και υπάρχει η φωτογραφία των ερειπίων του. Για πολλά χρόνια, άγνωστο πόσα, παρέµενε σε αυτή την κατάσταση. Μόλις πριν από τρία χρόνια ξεκίνησαν οι εργασίες για την αναστήλωσή του µε πρωτοβουλία της σηµερινής ηγουµένης Καλλινίκης και των µοναχών της Μονής. Η σεβαστή γερόντισσα, σε συνάντηση που είχαµε αλλά και σε τηλεφωνική επικοινωνία, µού διηγήθηκε τα παρακάτω: «Ήµουν νέο κορίτσι γύρω στα 1955, δε θυµάµαι καλά, µόλις είχα έρθει στη Μονή µε τη µεγαλύτερη αδερφή µου, Χαριτίνη. Κάποια µέρα µε έστειλε η τότε ηγουµένη της Μονής Θέκλα Καψοπούλου να δω τα µελίσσια που είχαµε πάνω από τον Άγιο Βλάσση. Ανέβηκα στο ύψωµα αναζητώντας, κάποιο µελίσσι που είχε αποµακρυνθεί από τις κυψέλες. Με έκπληξη όµως αντίκρισα τα ερείπια µιας, άγνωστης σε µάς, εκκλησίας και λίγο πιο κάτω το µελίσσι χωµένο στην πεσµένη στέγη της. Μου έκανε µεγάλη εντύπωση το γεγονός, αφού ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι σχετικό γι’ αυτό το ερειπωµένο εκκλησάκι. Στη συνέχεια, το ανάφερα, ως όφειλα, στην ηγουµένη, η οποία επίσης το αγνοούσε, καθώς, όπως µου είπε, η περιοχή ήταν λόγγος και δρόµος, για να περάσουµε προς το ύψωµα, δεν υπήρχε. Σε δεύτερη επίσκεψή µου παρατήρησα πως τη µια πλευρά του ναΐσκου στόλιζαν όµορφες τοιχογραφίες, αλλοιωµένες, ωστόσο, από την υγρασία και την παρέλευση του χρόνου. Κανένα σηµάδι δεν µας οδηγούσε στον άγιο-προστάτη του ναού και κανένας από τους γνωστούς κατοίκους της γύρω περιοχής, δεν ήξερε να µας πει κάτι γι’ αυτό. Μονάχα ένας τσοπάνης που στα µέρη αυτά έβοσκε τα ζωντανά του, ο Ανάργυρος Μητρώκας, σε σχετική µας ερώτηση απάντησε αυθόρµητα: -Α! Οι Ισίδωροι! Γι’ αυτούς χτίστηκε το εκκλησάκι! Πού το ήξερε και τι άλλο γνώριζε, δεν ξέρω να σας πω. Ο ναός αποκαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια µε την οικονοµική βοήθεια κάποιας κυρίας από τη Γερµανία κι ενός τεχνίτη από την Αλβανία που ανέλαβε τις εργασίες της αποκατάστασής του». Πάντως η δική µου απορία παραµένει. Πώς δεν είχαµε ακούσει τίποτα και κανείς δεν είχε αναφερθεί στο ξωκλήσι αυτό, αφού δεν είναι δυνατόν κυνηγοί, τσοπάνηδες, δασοφύλακες ή δραγάτες Ερµιονίτες, να µην το έχουν εντοπίσει. Το άλλο εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων βρίσκεται στον ελαιώνα των αδελφών ∆ηµαράκη. Το συναντάµε πηγαίνοντας προς το Καταφύκι, κάνοντας δεξιά για την Ξύριζα. 12 ερµιόνη
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Το εκκλησάκι είναι ερειπωµένο. «Καλοδουλεµένο χτίσιµο, µε πέτρα όχι ιδιαίτερα καλή», σχολίασε ο Γιώργος Καρακατσάνης, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο οποίος γνωρίζει ολόκληρη την Ερµιόνη σπιθαµή προς σπιθαµή. ∆ιακρίνεται το ηµικυκλικό τµήµα του ιερού βήµατος, που προεξέχει ανατολικά, µε το ορθογώνιο παραθυράκι στη µέση, καθώς και οι δύο τοίχοι του ναού αριστερά και δεξιά, µισογκρεµισµένοι. Η περιοχή είναι γνωστή ως Άγιος Ισίδωρος (Σιν Σίδερι - αρβ) και έτσι αναφέρεται στις συµβολαιογραφικές πράξεις που αφορούν στα σύνορα των γειτονικών κτηµάτων. Ο νεότερος Άγιος Ισίδωρος είναι προστάτης των γεωργών, όπως αναγράφεται στη βιογραφία του αγίου1. ∆εν αποκλείεται, λοιπόν, ευλαβείς, παλαιοί Ερµιονίτες γεωργοί που είχαν τα χωράφια τους στην περιοχή αυτή, να έκτισαν το εκκλησάκι. Σχεδόν µπροστά από το ναΐσκο περνά ένα µονοπάτι. Όταν ρώτησα το Γιώργο «Τι δρόµος είναι αυτός;», µου έκανε µια λεπτοµερή περιγραφή, την οποία και παραθέτω. «Ο δρόµος αυτός, µου είπε, ξεκινούσε από τα γειτονικά χωριά Λουκαΐτι και Καρακάσι. Οι κάτοικοι τους, όταν ήθελαν να πάνε στο Κρανίδι, φεύγανε µε τα ζώα, έµπαιναν στα Χώνια, περνούσαν από το πηγαδάκι στο Οµίνι, ύστερα από τον Άγιο Σίδερη και στη συνέχεια «έµπαιναν» στους Αγίους Αποστόλους. Από κει έβγαιναν στον «αµαξωτό» δρόµο, έστριβαν δεξιά και πήγαιναν στο Κρανίδι». Οι Άγιοι Ισίδωροι στην Ορθόδοξη εκκλησία είναι δύο και εικονίζονται µαζί, αν και δεν έχουν καµία σχέση µεταξύ τους. Ο πρώτος, ο γεροντότερος, είναι ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης που γεννήθηκε στην Αίγυπτο και πήρε το όνοµά του απ’ το µοναστήρι που µόνασε, κοντά στο Πηλούσιο όρος. Έγινε ιερέας και αργότερα ηγούµενος της Μονής. Πίστευε ότι οι µοναχοί πρέπει να είναι θεολογικά καταρτισµένοι, για να υπερασπίζονται την ορθόδοξη πίστη. Ήταν µαθητής του Ιωάννη του Χρυσοστόµου και διακρίθηκε και
ως µελωδός. Έδωσε, µάλιστα, τη θεολογική ερµηνεία των µουσικών οργάνων, τα οποία αναφέρονται στο Βιβλίο των Ψαλµών της Αγίας Γραφής. Απεβίωσε το 440 µ.Χ. και η εκκλησία µας γιορτάζει τη µνήµη του στις 4 Φεβρουαρίου. Ο δεύτερος, ο νεότερος, είναι ο Άγιος Ισίδωρος ο µάρτυρας που έζησε στα χρόνια του Ρωµαίου αυτοκράτορα ∆εκίου και υπηρετούσε ως ναύτης σ’ ένα ρωµαϊκό πλοίο. Κάποτε, ενώ το πλοίο ήταν αγκυροβοληµένο στη Χίο, κατήγγειλαν στον πλοίαρχο ότι ήταν χριστιανός. Ο νεαρός Ισίδωρος το παραδέχτηκε µε αποτέλεσµα τη σύλληψη, το βασανισµό και τη φυλάκισή του. Ο πατέρας του, όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ήλθε στη Χίο2, για να «νουθετήσει» το γιο του και να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Αυτός όµως αρνήθηκε. Τότε ο πατέρας του τον καταράστηκε και ο ίδιος παρότρυνε τον πλοίαρχο να τον θανατώσει. Έτσι ο άγιος αποκεφαλίστηκε στη Χίο. Η εκκλησία µας γιορτάζει τη µνήµη του στις 14 Μαΐου. Στην Ερµιόνη, καθώς µας είπε η γερόντισσα Καλλινίκη, το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων πανηγυρίζει στις 14 Μαΐου. Στη χειµωνιάτικη γιορτή του δεν πηγαίνουν εκεί λόγω κακοκαιρίας. Στην Αθήνα υπάρχουν δύο πολύ γνωστοί ναοί, γι’ αυτό και το αναφέρω, στο όνοµα των Αγίων Ισιδώρων. Ο ένας είναι ο ναός του Β΄ Κοιµητηρίου στα Άνω Πατήσια. Ο άλλος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Λυκαβηττού3. Το εκκλησάκι χτίστηκε το 15ο-16ο αιώνα, άγνωστο από ποιους, επάνω σε µια σπηλιά. Αφιερώθηκε στους Αγίους Ισιδώρους από την εικόνα που βρέθηκε πάνω στο σώµα ενός µοναχού, που «εκοιµήθη», όπως µας πληροφορεί η επιγραφή που βρίσκεται στον προαύλιο χώρο του ναού. Αρχικά, ο ναός ήταν ξύλινος και ως εκ τούτου επικίνδυνος για πυρκαγιά. Πριν από 80 περίπου χρόνια, µε ενέργειες των κατοίκων της περιοχής, πήρε τη σηµερινή του µορφή. Ο ναός είναι αφιερωµένος, επίσης, στον Άγιο Γεράσιµο και στην Αγία Μερόπη ή Μιρόπη.
1. Βίος Αγίου Ισιδώρου. Εγκρίσει Εκκλησιαστικής Αρχής, Ερµούπολη Σύρου 1928, τυπ. Ν. Φρέρη 2. Λέγεται πως τα µέρη της Χίου που «περπάτησε» ο Άγιος Ισίδωρος, είναι πλουσιότερα στην παραγωγή µαστίχας. 3. «Ο λόφος του Λυκαβηττού γεµάτος σπηλιές, φυσικά κοιλώµατα και πηγάδια, ήταν ανέκαθεν κατάλληλος για µοναχισµό», σηµειώνει ο καθηγητής Τ. Μερκούρης.
ερµιόνη 13
ΘΕΟ∆ΩΡΑ Ν. ΒΟΓΑΝΑΤΣΗ
«Ο Μιχαλάκης, ο ∆άσκαλός µας!» ∆εν ήταν στις προθέσεις µου να γράψω ένα κείµενο που ευλαβικά το γόνυ, δίνοντάς τους έτσι όραµα; Προσωπικά δε θα αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο που δεν έχω γνωρίσει. γνωρίζω. Ακόµα αναρωτιέµαι µε ποιο τρόπο βοήθησε τα Πόσο µάλλον όταν πρόκειται για δάσκαλο, αφού είναι παιδιά που αντιµετώπιζαν εκείνα τα χρόνια τόσες δυσκοφυσικό οι απόψεις ακόµη και αυτών που τον γνώρισαν λίες, οικογενειακές, προσωπικές αλλά κυρίως οικονοµικαι κυρίως αυτών που ήταν µαθητές του και µαθήτριές κές. Και µε όσους ή όσες είχαν τις χειρότερες επιδόσεις τι του µπορεί να διίστανται. Μου έδωσε όµως την αφορµή γινόταν; Πίστευε ότι υπήρχαν κακοί µαθητές; Βρήκε τις γι΄ αυτήν την αναφορά µου, στον ∆άσκαλο Μιχαήλ Παευαισθησίες τους, τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους, παβασιλείου, το δηµοσίευµα του κ. Γιώργου Νοταρά µε τους βοήθησε να τις αναδείξουν; Ας αναφερθούν όµως σε θέµα «Μνηµόσυνο στο ∆άσκαλο», που δηµοσιεύτηκε στον αυτά όσοι και όσες τον είχαν δάσκαλο, είναι νοµίζω τα ιστοχώρο του κ. Σταµάτη ∆αµαλίτη τη ∆ευτέρα 19 ∆εκεµπλέον κατάλληλα πρόσωπα. Σε µένα αρκεί που δόθηκε η βρίου 2011. Εξ’ άλλου όταν πρόκειται κανείς να αναφερθεί ευκαιρία να γράψω έστω αυτές τις λίγες σκέψεις. σε έναν πραγµατικό ∆άσκαλο ίσως δε χρειάζεται να τον Από την άλλη, διαβάζοντας τα βιβλία πρακτικών του έχει γνωρίσει προσωπικά, γιατί έτσι κι αλλιώς θα του έχει πρώην ∆ήµου Ερµιόνης, διαπίστωσα ότι κρύβουν πραγήδη γίνει «γνωστός» µέσα από το έργο του, τα γραπτά που µατικά έναν πολύτιµο «θησαυρό» πληροφοριών για την άφησε, από διηγήσεις αλλά και συµπεριφορές µαθητών «Ερµιόνη του άλλοτε», αλλά και µας διευκολύνουν να και µαθητριών του. αξιολογήσουµε γεγονόΜία από τις τα και καταστάσεις του µαθήτριές του ήταν σήµερα και εποµένως και η µητέρα µου, να αποφασίσουµε που φοίτησε στο σωστότερα για την ∆ηµοτικό Σχολείο «Ερµιόνη του αύριο». Ερµιόνης από το Από τα πρακτικά αυτά 1931-1937 και πολύ αντέγραψα ένα απόσυχνά αναφερόταν σπασµα που προέρχεσ΄ αυτόν. Ήταν από ται από µια επιστολή τις αγαπηµένες του την οποία έστειλε ο µαθήτριες όπως Μιχαήλ Παπαβασιλείµας είχε πει. Επειου, τότε ∆ιευθυντής του δή ήταν ευγενική, ∆ηµοτικού Σχολείου µελετηρή και πάντα της Ερµιόνης, προς το διαβασµένη, είχε και Κοινοτικό Συµβούλιο την «ΑΠΑΣΑ ΥΛΗ», ∆ηµοτικό Σχολείο Ερµιόνης: Επιδείξεις 6-6-1948 της κωµόπολής µας. βιβλίο – στολίδι σήΑπό το περιεχόµενό µερα της βιβλιοθήκης µας, ήταν επόµενο να έχει κερδίσει της φαίνεται ο χαρακτήρας του κ. Μιχαήλ Παπαβασιλείου, την ιδιαίτερη συµπάθειά του. Όταν µάλιστα συναντιόντουτο ενδιαφέρον του για την σχολική περιουσία, η αγάπη του σαν στον Πειραιά από µακριά της φώναζε Λίστα-Λίτσα, και για το φυσικό περιβάλλον που το συνδέει µε την πολιτιτην αγκάλιαζε µε µεγάλη αγάπη. Αλλά και αυτή πάντα µιστική ανάπτυξη του τόπου, αλλά και η άποψή του για το λούσε γι΄ αυτόν µε θαυµασµό. Όταν τύχαινε να δει κάποια Σχολείο γενικότερα. Απευθύνεται µε οξύ τόνο εναντίον της φωτογραφία του ή όταν γινόταν κουβέντα γι’ αυτόν, έλεγε τότε Κοινοτικής αρχής και προκειµένου να στηρίξει την κάνοντας και τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού: «Αα! Ο άποψή του, δε διστάζει να θίξει ευθέως τα κακώς κείµενα ∆άσκαλός µας, ο Μιχαλάκης! Ούτε θα περάσει άλλος δάσκακαι να πει όπως λέµε «τα πράγµατα µε το όνοµά τους». λος σαν τον Μιχαλάκη!» Και όπως φαίνεται τον θυµούνται και άλλοι έτσι µε αγάπη και αληθινή συγκίνηση! Πρακτικόν της 3ης Συνεδριάσεως του Κοινοτικού Συµ∆ίδαξε στην Ερµιόνη τα χρόνια του Μεσοπολέµου 1923 βουλίου Ερµιόνης – 1940, την εποχή του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου 1940 – Εν Ερµιόνι και εν τω Κοινοτικώ Καταστήµατι σήµερον 1945 αλλά και µετά. Αλήθεια! Σε ποιές θυσίες ηρώων την 14ην του µηνός Φεβρουαρίου 1961 ηµέραν της εβδοτης εποχής εκείνης αναφερόταν ή σε ποιους ήρωες δίδαξε µάδος Τρίτην και ώραν 6µ.µ. συνήλθεν εις συνεδρίασιν στους µαθητές και τις µαθήτριές του ότι πρέπει να κλείνουν το Κοινοτικόν Συµβούλιον Ερµιόνης κατόπιν της από 14 ερµιόνη
ΘΕΟ∆ΩΡΑ Ν. ΒΟΓΑΝΑΤΣΗ
10.2.1961 εγγράφου προσκλήσεως του Προέδρου επιδοθείσης εις ένα έκαστον των συµβούλων, συµφώνως τοις άρθροις 91 και 121 του ∆ηµοτικού και Κοινοτικού κώδικος. Αφ’ ού διεπιστώθη ότι υφίσταται νόµιµος απαρτία, δεδοµένου ότι επί συνόλου 9 µελών ευρέθησαν παρόντες 8 ήτοι: Παρόντες Απόντες 1) Μόδεστος Καρακατσάνης 1) Απόστ. Σπετσιώτης Μέλος Πρόεδρος 2) Ευάγ. ∆ηµαράκης Μέλος 3) Νικόλ. ∆έδες » 4) Αχιλ. Μερτύρης » 5) Νικόλ. Οικονόµου » 6) ∆ηµ. Σκλαβούνος » 7) Νικόλ. Κωστελένος » 8) Κοσµάς Κόντος » Μεθ’ ό εισηγούµενος εις το 8ον θέµα εξέθεσεν ότι: Απεστάλη ηµίν τώρα ευθύς το υπ’ αρ. 26/14-2-1961 έγγραφον του ∆/ντού ∆ηµ. Σχολείου Ερµιόνης απευθυνόµενον προς το Κοινοτικόν Συµβούλιον Ερµιόνης έχοντος ούτω: Προς το Κοινοτικόν Συµβούλιον Ερµιόνης Ενταύθα Κοιν. 1) Κον Νοµάρχην Αργολίδος 2) Κον Επιθεωρητήν Αξιότιµε Κε Πρόεδρε και κ.κ. Σύµβουλοι Πρωτοφανές και αποκαρδιωτικόν φαινόµενον παρατηρείται ατυχώς εν τη ηµετέρα Κοινότητι. Φαινόµενον το οποίον πλήττει ανεπανορθώτως το υφ’ υµάς σχολείον και καθιστά άχρηστον τον ζωτικόν χώρον εις βάρος τόσον αυτού όσον και του πολιτισµού της κωµοπόλεώς µας. Το Σχολείον το οποίον δίδει τα φώτα, διδάσκει τον µεγάλον πολιτισµόν της αθανάτου πατρίδος µας και γαλουχεί απάσας τας γενεάς µε τα ύψιστα της φυλής µας ιδανικά, αδικείται καταφόρως σήµερον παρά της Κοινότητός του. Ενώ εις άπαντα τα µέρη της υδρογείου και εις αυτάς ακόµη τας χώρας των αγρίων και ανθρωποφάγων φυλών θεωρείται ιερόν και προσφέρονται τα πάντα δι’ αυτό, αντιθέτως εις την καθαρώς και γνησίαν Ελληνοπρεπή από αρχαιοτάτων χρόνων γωνίαν της Ερµιονίδος γης, παρατηρούνται σήµερον φαινόµενα προσβάλλοντα την ιστορίαν των ανθρώπων της. Το Σχολείον Κύριοι δεν είναι του Μιχαήλ Παπαβασιλείου όστις τιµητικώς διευθύνω. Αυτό είναι των τέκνων σας και απάντων των επερχοµένων γενεών. Ως εκ τούτου δεν έχετε ουδέν δικαίωµα να καταπατείτε χώρον του και µάλιστα τον πλέον κατάλληλον τον οποίον έχει προς ίδρυσιν σχολικού κήπου, δια την διάνοιξιν Κοινοτικής οδού, ήτις ούτε τι εν
δισεκατοµµυριοστόν δεν δύναται να προσφέρει των όσων το Σχολείον προσφέρει. ∆ια την διάνοιξιν της εν Μπίστι Κοινοτικής οδού εξετελέσθησαν παρ’ υµών δαπανηρά κρηπιδώµατα δια να µη καταστραφώσι δύο ή τρία πεύκα και εν συνεχεία οµοίως δια προστασίαν ιδιωτικών δια να µην είπω ατοµικών οικοπέδων και δια το σχολείον πρέπει να συµβεί ό,τι ήδη συµβαίνει; Τότε λοιπόν ποίον είναι το ενδιαφέρον σας δι’ αυτό; Ποία είναι η προσφορά την οποίαν κάνετε εις τα τέκνα του τόπου τον οποίον σήµερα διοικείτε; Σας εξορκίζω εις την προσωπικήν υπόληψίν σας να σταµατήσετε την πολεµικήν εναντίον του σχολείου σας, διότι δεν σας τιµά και να ενδιαφερθείτε ενεργώς εις την προστασίαν και κατοχύρωσιν της παρ’ αυτού αποκτηθείσης δια χρηµάτων του περιουσίας του. Μη θελήσετε δε µίαν ηµέραν να σας επικρίνουν τα ίδια τα τέκνα σας και να καταρώνται το έργον σας. Χώρος ευτυχώς υπάρχει αρκετός διανοίξεως της οδού πλησίον της θαλάσσης και ουχί εντός του Σχολικού χώρου και µάλιστα του πλέον ζωτικού δι’ αυτό. Και εκάλεσε να αποφασίσει σχετικώς. Αποφασίζει οµοφώνως. Ορίζει την επί τόπου µετάβασιν του Κοινοτικού Συµβουλίου αύριον 15-2-1961 ηµέραν Tετάρτην και ώραν 5.30 µ.µ. ίνα εξετάση καλώς το πράγµα και αποφασίσει τελικώς εις ετέραν συνεδρίασιν. Προς τούτο εξεδόθη η υπ’ αρ. 33/1961 απόφασίς του. Εφ’ ώ συνετάγει και υπογράφεται. Αναζήτησα το αποτέλεσµα της επιτόπιας µετάβασης σε επόµενες συνεδριάσεις του Κοινοτικού Συµβουλίου. ∆υστυχώς δεν βρήκα κάτι. ∆εν γνωρίζω ποιά ήταν τα σχέδια της τότε Κοινοτικής Αρχής σχετικά µε την διάνοιξη του δρόµου Μπίστι – Μαντράκια, ούτε αν άλλαξαν αυτά µετά την παρέµβαση του ∆ασκάλου. Αγωνιζόταν να γίνει ο δρόµος ακόµα πιο κοντά στη θάλασσα ή εν τέλει µετά τη διαµαρτυρία του άλλαξε ίσως το σχέδιο και έγινε εκεί που είναι σήµερα; Αφαιρέθηκε κάποιος χώρος από τον σχολικό κήπο; Πάντως θυµάµαι πού σταµατούσε ο δρόµος των Μαντρακιών. Στου µάστρο - Γιάννη έπρεπε να µπούµε και για λίγο στη θάλασσα στα ρηχά και µετά να περπατήσουµε στα βράχια µε κατεύθυνση προς το Μπίστι. Τελικά και αυτός ο µικρός δρόµος της πόλης µας έχει τη δική του ιστορία. Τι θα διηγείτο άραγε για τον Μιχαλάκη Παπαβασιλείου; Ίσως θα µας έλεγε: «Αυτά έπραξε ένας ∆άσκαλος στην Ερµιόνη άλλοτε. Πριν 50 ακριβώς χρόνια! Μήπως όµως τα πράγµατα και τώρα είναι τόσο ίδια αλλά και τόσο διαφορετικά; …..εγώ πάντως θα θυµάµαι τον έντονο διάλογο που είχε µε το Κοινοτικό Συµβούλιο». Ίσως αυτά θα έλεγε ο δρόµος του ωραίου περιπάτου µας …
ερµιόνη 15
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ∆ΑΜ. ∆ΑΜΑΛΙΤΗΣ
Ιστορίες της θάλασσας και της στεριάς (συνέχεια από το 10ο τεύχος)
«Άγιος Κωνσταντίνος» Ερµιονίτικο σφουγγαράδικο, ιδιοκτήτης ο ∆. Οικονόµου
16 ερµιόνη
Ο ήλιος ξεπρόβαλε ροδοκόκκινος στα Τσελεβίνια (το ακρωτήριο Σκύλλαιο) και ο καπετάν Γιάννης κατέβασε τα πανιά, έριξε τη µικρή βάρκα στη θάλασσα, πήρε κεριά κι ένα µπουκάλι λάδι και µε το µισό πλήρωµα ανέβηκε στο λοφίσκο να ανάψει τα καντήλια της Παναγίτσας και να προσευχηθεί. Στη συνέχεια σηκώσανε όλα τα πανιά και καθώς ο άνεµος ήταν ευνοϊκός, κάρφωσαν την πορεία τους για τον αρχικό τους προορισµό. Περνούσαν γιαλό-γιαλό από το ακρινό νησί του Τσελεβινιού. Όλα πήγαιναν πρίµα και τον καπεταν-Γιάννη τον είχε πιάσει το µεράκι. Ξαπλωµένος στην πρύµη σιγοτραγουδούσε: «Τέντωσε αγέρι τα πανιά και πάρ’ τα όνειρα µου, πάρε και την καρδιά µου, αφού το ξέρω µ’ αγαπάς…» Ο τσοπάνης του νησιού είχε βγάλει τα γιδοπρόβατά του, θα ΄ταν περισσότερα από 1500, να βοσκήσουν στο δροσερό χορτάρι, άκουσε τον καπεταν-Γιάννη που τραγουδούσε. Είδε και τη µπρατσέρα που ταξίδευε όµορφα, ζήλεψε, τον έπιασε το παράπονο, θόλωσε η σκέψη του, σάλεψαν τα λογικά του και πήρε τη µεγάλη απόφαση: «∆εν είν’ δουλειά αυτή, να σε τρώει το πουρνάρι, η ερηµιά και το βουνό. Θα τα πουλήσω τα έρµα και θα αγοράσω κι εγώ µια σκούνα». Ο τσοπάνης-ναυτικός, ο Αντώναρος - έτσι τον φωνάζαν - µε «κινήσεις αστραπής» πουλάει τα πράµατά του, ξεθάβει τη στάµνα µε τις λίρες που είχε θάψει δίπλα στο µαντρί και µε τη βοήθεια κάποιων «ειδικών συµβούλων» αγοράζει τη σκούνα του. Παίρνει και πλήρωµα ναύτες που του είχαν υποδείξει «οι σύµβουλοί του» και πάει στο Θερµήσι να φορτώσει πορτοκάλια µε προορισµό το εξωτερικό, τη Μαύρη θάλασσα και ενδιάµεσο σταθµό τη Σαλονίκη. Εκεί που τελείωνε το φόρτωµα, µαύρα σύννεφα σκεπάσανε τις κορφές της Ύδρας και του Μαυροβουνιού στο ∆ίδυµο. Ο καπεταν-Αντώναρος έκανε πανιά να φύγει, ενώ η σοροκάδα άρχισε να φουσκώνει τη θάλασσα και το πέλαγος να µπουρινιάζει και να γίνεται µελανό. Φερµάρισε τις σκότες, έκανε την πρώτη βόλτα προς το µπουγάζι της Ύδρας και του ∆οκού, τη δεύτερη προς το ακρογιάλι, µα η σοροκάδα όσο πήγαινε και φρεσκάριζε. Σαν έφτασε κοντά στο ακρογιάλι, λίγο πριν το νησάκι «Σουπιά», αποφάσισε ο καπετανΑντώναρος να µην κάνει άλλη βόλτα προς την Ύδρα, γιατί περνούσαν οι ώρες και καθυστερούσε. Ήταν προτιµότερο, σκέφτηκε, να ταξιδέψει ολόισια, δίπλα στην ακτή του Τσελεβινιού, για να κερδίσει χρόνο. Στη συνέχεια, επιχείρησε να κάνει πράξη τη σκέψη του. Όµως προς µεγάλη του έκπληξη, καθώς ταξίδευε κοντά στη στεριά, τα κύµατα γιγάντωναν και συνάµα ο αέρας λιγόστευε και τα πανιά δε φούσκωναν. Μέσα στη δίνη των συναισθηµάτων του και το σπαραγµό της ψυχής του, σαν πρωτοτάξιδος στη θάλασσα που ήταν, δεν µπορούσε να εξηγήσει το «ξαφνικό συµβάν». Αγνοούσε, αυτό που γνωρίζουν όλοι οι ναυτικοί, πως όταν βρίσκεσαι σε σοφράνο µεριά, δηλαδή, σε στεριά που ο αέρας έρχεται από το πέλαγο, ο αέρας λιγοστεύει και σε ορισµένες περιπτώσεις απαγκιάζει τελείως, λόγω της πρόσκρουσης στην ξηρά. Ο καπετάν-Αντώναρος παραλείποντας τις βόλτες προς την Ύδρα είχε κάνει το µοιραίο και τελευταίο λάθος, σαν πρωτάρης στη θάλασσα που ήταν. Και το υγρό στοιχειό, «παράξενο θηλυκό» κι αυτό, δε συγχωράει σαν κάνεις λάθη και δεν το σεβαστείς. Η σκούνα, σχεδόν ξυλάρµενη, µε τα πανιά της να τρεµοπαίζουνε, όλο και ξέπεφτε προς τη στεριά. Και εκεί στο ακρινό νησί του Τσελεβινιού, ο καπετάν-Αντώναρος ρίχνει ψιλά στο
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ∆ΑΜ. ∆ΑΜΑΛΙΤΗΣ
βουνό µια µατιά και βλέπει τα γνωστά ληµέρια, ξαγναντεύει τα πουρνάρια, θυµάται το κοπάδι του, ταράζεται η ψυχή του και συγκλονίζεται απ΄ τα δάκρυα που γίνονται δυνατοί λυγµοί. Η σκούνα είχε πλέον ζυγώσει στη στεριά, όταν δύο µεγάλα κύµατα την τσάκισαν επάνω στα βράχια γεµίζοντας τη θάλασσα πορτοκάλια. Καπετάνιος και πλήρωµα πιάνοντας ένα σανίδι, ναυαγοί πλέον, γίνονται έρµαια των κυµάτων. Ωστόσο, η Παναγίτσα, το εκκλησάκι πάνω στο λόφο, έβαλε το χέρι της και τους έβγαλε σε αµµουδερό ακρογιάλι. Και εκεί αποκαµωµένοι, ο Αντώναρος και το πλήρωµά του αποκοιµήθηκαν για λίγο, γιατί τους ξύπνησε εφιαλτικό όνειρο. Όπως διηγιόντουσαν κατόπιν, είδαν στον ύπνο τους τον Εωσφόρο πάνω από τα κεφάλια τους να κουνά απειλητικά την ουρά του και να τους λέει: «Έχετε χάρη που Αυτή, ήταν από πάνω σας», εννοώντας την Παναγίτσα. Ξυπνώντας σταυροκοπήθηκαν και ο Αντώναρος πήρε το δρόµο για το βουνό, για τα παλιά του τα ληµέρια. Και εκεί ψηλά από την κορφή, είδε µπρατσέρα τρικάταρτη να ταξιδεύει κόντρα στον άνεµο. Έκλαψε για ακόµα µια φορά και ανάµεσα στα αναφιλητά του είπε απευθυνόµενος στη θάλασσα: «∆εν είναι βλάχος να γελάς, πορτοκάλια να κυλάς, αλλά είναι τσαντιλόβρακα, (εννοώντας τις βράκες που φορούσαν οι ναυτικοί εκείνα τα χρόνια) που σε βάζει µπροστά και τραβάς σαν το βουβάλι». Εν τω µεταξύ το «Άγιος Νικόλαος», έτσι ονοµαζόταν η µπρατσέρα του Ερµιονίτη καπεταν-Γιάννη, ενώ ο καιρός στο κατόπιν είχε γυρίσει βορειανατολικός, µε τους επιδέξιους χειρισµούς του καπετάνιου του, αν και καθυστερηµένα, είχε φτάσει αισίως στον προορισµό του, τη Σύρα. Ο καπεταν-Γιάννης και ο έµπορος, ο Κωνσταντής, αφού τακτοποιήσανε τα χαρτιά τους στο Λιµεναρχείο και στο Τελωνείο, αρχίσανε τις διαπραγµατεύσεις µε τους Συριανούς εµπόρους και βυρσοδέψες για την πώληση του εµπορεύµατος (σχινάλευρου). Κι εκεί που είχανε βρει αγοραστές και η αγοροπωλησία είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο – να ξεφορτώσει ο αγοραστής το σχινάλευρο και ο έµπορος και ο καπετάνιος να πάρουνε τα χρήµατα- το εµπορικό δαιµόνιο έδρασε. Πήγε ο αγοραστής του σχινάλευρου στη φορτωµένη µπρατσέρα του καπεταν-Γιάννη να κανονίσει την εκφόρτωσή του. Για καλή του τύχη, καπετάνιος και έµπορος είχαν πάει στο καφενείο για καφέ. Ο πονηρός
Συριανός συζητώντας µε το γιο του καπεταν-Γιάννη, το Γιωργάκη, αντιλήφθηκε την αφέλειά του µικρού ναύτη και τον ρώτησε: -Είναι καλό το σχινάλευρο που έχετε µέσα; Και του απαντάει ο «ελαφρούτσικος» Γιωργάκης: -Ου ου ου! Έχει και βένιο µέσα… Είχε ακούσει ο Γιωργάκης, από συζητήσεις που έκαναν στην Ερµιόνη, ότι το σχινάλευρο ήταν νοθευµένο µε τριµµένους καρπούς ενός άλλου θαµνοειδούς, «βένιο» το λένε, που όχι µόνο χαλάει την ποιότητά του αλλά το κάνει και πιο βαρύ. Έτσι ο έµπορας τρίβοντας τα χέρια από τη χαρά του για τη ζηµιά που παραλίγο να πάθαινε, πήγε στου Λειβαδάρα, γνωστό ζαχαροπλαστείο της εποχής, γέµισε ένα µεγάλο κουτί µε λουκούµια, χαλβαδόπιτες και παστέλια και τα δώρισε στο Γιωργάκη λέγοντάς του: -Αυτά είναι δώρο από µένα, να τα πας στο χωριό σου και Καλά Χριστούγεννα! Στη συνέχεια συνάντησε τον καπεταν-Γιάννη και τον Κωνσταντή τον έµπορο, τους ανέφερε το περιστατικό και ακύρωσε τη συναλλαγή! Έτσι η µπρατσέρα «Άγιος Νικόλαος» µε το πλήρωµά της και το φορτίο της άθικτο επέστρεψαν στην Ερµιόνη και πέρασαν µαύρα Χριστούγεννα. Μετά τις γιορτές, ο καπεταν-Γιάννης έκανε άλλο ταξίδι για τον Πειραιά µε καινούργιο φορτίο. Φθάνοντας στο λιµάνι ο καπετάνιος φόρεσε το ναυτικό του κασκέτο, άναψε την πίπα του, πήρε τη µαγκούρα του - ήταν της µόδας τότε οι καπεταναίοι να κυκλοφορούν έτσι - και µε τα ναυτιλιακά έγγραφα τράβηξε για το Τελωνείο και το Λιµεναρχείο. Βγαίνοντας στο µουράγιο φώναξε στο γιο του, το Γιωργάκη: -Γιωργάκη, πρόσεξε µη βγεις έξω από το καΐκι, γιατί περνάει ο µπόγιας και µαζεύει όλους τους παλαβούς! - Ησύχασε πατέρα, απάντησε ο Γιωργάκης, δεν θα βγω…
Σηµείωση: Το άρθρο του Σταµάτη ∆αµαλίτη είναι αναδηµοσίευση από την εφηµερίδα «ΑΡΓΟΛΙ∆Α» (∆εκέµβρης 2006) ερµιόνη 17
ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙ∆ΗΣ
Άτιµε Κουµουντούρο! Είχαµε σχολάσει από τη συνηθισµένη κρασοκατάνυξη έξη-εφτά φιντανάκια της ίδιας κληρουχίας και ανηφορίζαµε από το λιµάνι για την Παναγία. Φάτσα στην πόρτα της, εκεί σήµερα είναι φούρνος, ήταν το καφενείο του Παύλου Οικονόµου. Εκεί πηγαίναµε, άσχετα πόσο είχαµε πιεί, όταν το κέφι µας δεν είχε ξεθυµάνει, για να πιούµε καµιά µαυροδάφνη ή να ξετρυπώσουµε κάνα γαλόνι κρασί που ο Παύλος έκρυβε για περιπτώσεις έκτακτες, όπως ήσαν οι χειροτονίες παπάδων ή δεσποτάδων, βαφτίσια ή … κάθε είδους παλαβοµάρα που η ζαλάδα του κρασιού έφερνε. Ανεβαίνοντας στο δρόµο συναντήσαµε και τον µπάρµπα Βαγγέλη τον τρατάρη από την Κούλουρη. Ήταν ένας κοντούλης ανθρωπάκος µε κάτι πόδια στραβά που αν έσµιγες, τα γόνατά του σχηµάτιζαν µια κουλούρα. Ήταν γνώριµος όλων µας, αλλά περισσότερο του Γιάννη του Παλαιού. Ο Γιάννης έπαιρνε από αυτόν µαρίδες και διάφορα ψάρια και τα πουλούσε στα γύρω χωριά.
Βασίλης Πάτσιος, Λάµπης Παυλίδης, Νίκος Νόνης, Τάσος Ντανές
Γιάννης Πάλλης όρθιος. Στην καρότσα της µηχανής του ο Τάσος Ντανές και ο Μιχαλάκης Κουτούβαλης µε την κιθάρα του
18 ερµιόνη
-Με θέλετε παρέα, ρε µακαντάσηδες; -Ναι, αµέ, απαντήσαµε όλοι. Ανεβήκαµε παρέα στου Παύλου. Εκεί, όπως κάθε βράδυ, ήταν δεµένο στην πόρτα το γαϊδούρι του µπάρµπα Σταµάτη του Βλαχοδηµήτρη. Ο µπάρµπα Σταµάτης έµενε στα Ποτόκια και το γαϊδούρι ήταν το µεταφορικό του µέσον. Μιλάµε για τη δεκαετία του 1950. -Ουφ, κουράστηκα βρε παιδιά, µεγάλη η ανηφόρα, είπε ο µπάρµπα Βαγγέλης και πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του, ο Παλαιός µε τον Νίκο τον Κολινέκα τον είχαν σηκώσει και τον είχαν στήσει πάνω στο σαµάρι του γαϊδουριού. Ήταν Γενάρης και το κρύο ήταν τσουχτερό. «Μπαίνω µέσα», λέει ο Βασίλης ο Πάτσος (Γεραλής) µε το κατάµαυρο µουστάκι και την καλοσύνη ζωγραφισµένη στο πρόσωπό του. Ο Ησαΐας ο Κουβαράς έλυσε το καπίστρι του γαϊδουριού από το ζεµπερέκι της πόρτας και εµείς οι υπόλοιποι, εγώ, ο Μάκης ο Τράκης, ο Νίκος ο Νόνης, σπρώχναµε το φουκαριάρικο το ζωντανό µε τον µπάρµπα Βαγγέλη επάνω του για να µπει µέσα στο µαγαζί. Όµως για να µπει, έπρεπε να ανεβεί ένα σκαλοπάτι, αλλά και η µούρη του ήταν γυρισµένη προς την Παναγία, πώς θα έµπαινε µε το πίσω; Πιάσαµε την ουρά του εγώ και ο Παλαιός, ανεβήκαµε το σκαλοπάτι και τραβούσαµε το γαϊδούρι να µπει στο µαγαζί. φαίνεται ότι το φουκαριάρικο πόνεσε γιατί άρχισε να γκαρίζει απελπισµένα και να κουνάει πάνω-κάτω τα αυτιά του. -Ρε παλαβιάρηδες, λέει ο Μάκης ο Τράκης, µπαίνει το γαϊδούρι στο µαγαζί µε το πίσω; Μπορεί να περπατήσει; -Πόσα πόδια έχει ρε; Ρώτησα εγώ. -Τέσσερα, πετάχτηκε ο Γεραλής. -Από ένα πόδι ο καθένας! διέταξε ο αρχηγός της παρέας στις διαολιές της εποχής, ο Παλαιός που το παρατσούκλι του ήταν Ράπας. Σκύψαµε οι τέσσερεις, πιάσαµε από ένα πόδι του γαϊδουριού, ενώ εκείνο συνέχιζε να γκαρίζει και το βάλαµε στο καφενείο. Έγινε το έλα να δεις. Ο Παύλος µε ένα λιβανιστήρι λιβάνιζε σαν παπάς το µαγαζί του, οι πελάτες χειροκροτούσαν και ο Κολινέκας έδεσε το καπίστρι του γαϊδουριού στο µπουρί της σόµπας που ήταν τοποθετηµένη στη µέση του µαγαζιού. Τη σόµπα την είχε τοποθετήσει πριν δυό µέρες ο Γιώργος ο Λουλουδάκης, Κουµουντούρος στο παρατσούκλι. Ο Παλαιός έλυσε την τριχιά από το σαµάρι και έδεσε τη µια άκρη στο πόδι του γαϊδουριού και την άλλη στη σόµπα. -Ρε εδώ θα µε αφήσετε; Κατεβάστε µε κάτω, µας είπε ο µπάρµπα Βαγγέλης. -Να µας κάνεις τη χάρη και να κάτσεις εκεί που κάθεσαι του είπε ο Παύλος και του πήγε µια µποτίλια ποτό τριαντάφυλλο και λίγα µύγδαλα· έτσι ο Βαγγέλης ευχαριστηµένος έπινε
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΗΧΑΗΛ - ΡΗΓΑ χωρίς να µιλάει. Εµείς ζητήσαµε µαυροδάφνη, αλλά ο Παύλος µας είπε ότι είχε ξεµείνει. Μπήκαµε µε τον Βασίλη µέσα από τον πάγκο, βρήκαµε ένα γαλόνι κρασί, κάτι ποτήρια και αρχίσαµε µε την παρέα να πίνουµε. Όµως ο κακόµοιρος ο γάιδαρος άρχισε να µην αισθάνεται καλά, θέλεις από τη ζεστασιά της σόµπας, θέλεις που ο Ράπας τον γαργάλαγε ανάµεσα στα πόδια και στην κοιλιά συνέχεια, άρχισε να γκαρίζει και να κουνάει τα’ αυτιά του. «Κοίτα να δεις που θα γελάσουµε», είπε κάποιος. Και εκεί που κοντεύαµε να τελειώσουµε το γαλόνι, σηκώνεται ο Κολινέκας, (υπαρχηγός σ’ αυτά) και τραβάει µια κλωτσιά του γαϊδουριού, αµολάει µια τσινιά εκείνο, παρεξηγιέται ο Παλαιός µε τη διαµαρτυρία του γαϊδουριού, οπότε σηκώνεται και του δίνει µια γερή κλωτσιά. Παίρνει δρόµο το γαϊδούρι και µην ξέροντας από πού να φύγει, άρχισε να έρχεται γύρω- γύρω από τη σόµπα τραβώντας σόµπα, µπουριά, καρέκλες και τον Βαγγέλη απάνω του ατάραχο. Ξεκολλάει ένα µπουρί από τα νταβάνι πέφτει πάνω στο τραπέζι και µας κάνει από την κάπνα «αραπάδες».
Σχόλια για ένα άλµπουµ... Ξανάπιασα στα χέρια µου και ξεφύλλισα το απλό αλλά αναµνηστικό άλµπουµ µε τις παλιές ασπρόµαυρες φωτογραφίες, της Ερµιόνης πριν από 80 χρόνια, έκδοση της τοπικής εφηµερίδας «Φωνή της Ερµιόνης». Τις είχε τραβήξει κάποιος έµπορος εγκατεστηµένος στην Ερµιόνη, Βασίλης Λιάτζουρας, µόλις τον θυµάµαι, µε µια ιδιαιτερότητα στο χρώµα των µατιών του. Το ένα µάτι γαλανό και τ’ άλλο µαύρο. Είναι µια πολύτιµη προσφορά που άφησε στον τόπο µας, όπου και έζησε. Παρατηρώντας τις φωτογραφίες του, παλινδρόµησα σε µια γνήσια Ερµιόνη µικρή αλλά µε καθάρια τα στοιχεία της. Σπίτια χαρακτηριστικά της χερσονησιώτικης φυσιογνωµίας της, σε αδρές γραµµές, µε 2-3 παράθυρα στον κάθε τοίχο. Σπίτια που θυµήθηκα τους ιδιοκτήτες τους ή τους ενοίκους τους. Σπίτια που µαρτυρούν µια γαλήνη περασµένη, που δεν ξανάρχεται. Και πέρα απ’ αυτά, ένα χέρσο Μπίστι, πριν το φυτέψουν προκοµµένα χέρια µε φιλοπατρική διάθεση (Φιλοδασικός Όµιλος). Και κατά πάνω µεριά ο λόφος των Μύλων, µε αραδιασµένους πέντε – έξι ανεµόµυλους. Εκεί, πήγαιναν το σιτάρι, να γίνει αλεύρι για το πολύτιµο βρώσιµο αγαθό. Κάθε τι που κοιτάζω µου φέρνει και µια ανάµνηση από τα παιδικά µου χρόνια. Εκεί, στους Μύλους είχε εγκατασταθεί η Αεράµυνα, οι νέοι άνδρες της εποχής του 1940, στρατευµένοι φρουροί (Ανάργυρος Μερτύρης, Αντώνης Τσούκας, Μαρµαρινός…). Μια φορά, τότε που γύριζαν ελεύθερα τα µικρά παιδιά, γιατί έλειπαν οι κίνδυνοι, πήγαµε εκεί µε τη φίλη µου, την Κική, να συναντήσουµε το θείο Ανάργυρο. Ήθελε να δοκιµάσει την έκπληξή του µ’ ένα παιγνίδι µε ψεύτικα σοκολατάκια – παγίδα. Βρήκαµε πολλούς γνωστούς στρατευµένους πατριώτες µας, που διασκέδασαν µε τα παιδικά µας καµώµατα. Η σελίδα γυρίζει και βγαίνει µια φωτογραφία του δεύτερου λιµανιού, όταν γέµιζε µε βαρέλια πολλά. Τα θυµάµαι αχνά. Έντονα, όµως, θυµάµαι το πάθηµά µου. Τετράχρονα τρέχαµε πέρα – δώθε, ανάµεσα και πάνω-κάτω στα βαρέλια και κάποια στιγµή έβγαλα τα κυριακάτικα, καινούργια µου λουστρίνια παπούτσια, οπότε µου τ’ άρπαξε ο ζωηρός µικρός Πανούτσος και µου τα πέταξε στη θάλασσα. Ευτυχώς, κάποιος βούτηξε και τα ‘ πιασε. Μου είπαν πως απ’ την αλµύρα θα έσκαζαν και θ’ αχρηστεύονταν. Έκανα κλάµα που συγκίνησε την καλή κυρά Χριστίνα, µάνα του, η οποία µε συµβούλεψε να πω στη µάνα µου να τα «ποτίσει» γάλα και δε θα χαλάσουν. Μικτές, ταπεινές, παιδικές, αναµνήσεις χωρίς το βάρος φανταχτερών δραστηριοτήτων των σύγχρονων ανθρώπων.
«Άτιµε Κουµουντούρο, εσύ και τα µπουριά που µου στερέωσες» φώναξε ο Παύλος!! ερµιόνη 19
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΗΧΑΗΛ - ΡΗΓΑ Να σχολιάσω κι άλλη φωτογραφία. Φωτογραφίζει ο Λιάτζουρας την έπαυλη του Λεούση. Επιβλητική, αρχοντική, φανταχτερή στα παιδικά µάτια. Τα πολυχρονιασµένα µου µάτια, όµως, έλκονται από τ’ αριστερά της φωτογραφίας, εκεί που η συστάδα - δενδροστοιχία των κυπαρισσιών - του κάποτε περιβολιού µας – νοσταλγική σταγόνα της ψυχής – καθρεφτίζεται στη ρηχή θάλασσα των αλωνιών. Αυτά τα κυπαρίσσια… ολοζώντανη, µαγευτική ανάµνηση της παιδικής µου ζωής. Πιο αριστερά, οι ελιές και τ’ άλλα δέντρα και στο κέντρο ξεχωρίζει µια πελώρια µουριά, που γλύκαινε πολλές παρέες αντρών και γυναικών µε τα µεγάλα άσπρα µούρα, καλοθρεµµένα λόγω γειτνίασης µε τη µεγάλη δεξαµενή ποτίσµατος. Και µπρος από αυτά, το φόντο της ξηράς µε τα περιβόλια, µια βάρκα βαπορίσια µε επιβάτες καπελωµένους, για το ατµοκίνητο βαπόρι της γραµµής, το «Υδράκι» ή το «Μοσχάνθη». Τα βαπόρια δεν πλεύριζαν και η αποβίβαση – επιβίβαση γινόταν µε τις βάρκες και µε ξεχωριστό αντίτιµο. Πάµε στο κεντρικό λιµάνι που γέµιζε από εµπορικά καΐκια, βενζίνες που πηγαινόφερναν τα προϊόντα της
επαρχίας και τα εµπορεύµατα της πόλης, µοναδικά µεταφορικά µέσα, πριν τα αντικαταστήσουν τα φορτηγά αυτοκίνητα. Αλλά και τα αλιευτικά καΐκια που ανοίγονταν στις θάλασσες για ψάρεµα και σπογγαλιεία στης Μπαρµπαριάς τα µέρη. Βεγγάζη! Άλλος καηµός κι αγωνία τόσων οικογενειών! Τερµατίζοντας τις εικόνες βλέπω τη γειτονική µου ενοριακή εκκλησία της Παναγίας (Κοίµησης), όταν κτιζόταν, ατελείωτη µε το καµπαναριό στηµένο και µόνο µια καµπάνα βαλµένη. Άραγε να ‘ναι αυτή που πέφτοντας, σακάτεψε τον Τάκη Βελούδη; Τη φάση της οικοδόµησης εγώ δεν την πρόλαβα. Αυτό όµως το µπαλκονάκι, δεξιά της φωτογραφίας, το γνωρίζω πολύ καλά, γιατί είναι του καρδιακού, παιδικού µου σπιτιού. Ποιοι να ‘ναι οι εργάτες και τα παιδιά που στήθηκαν για τη φωτογραφία µπρός στην οικοδοµούµενη εκκλησία; Αυτοί που θα τους αναγνώριζαν, έχουν από καιρό φύγει για µια άλλη εκκλησία, τ’ ουρανού... Τελείωσε το άλµπουµ κι έκλεισε η αυλαία των παιδικών µου αναµνήσεων, αφήνοντας µια γλυκιά γεύση ενός άλλου κόσµου ανεπιτήδευτου, ανυπόκριτου, απλού κι ακύµαντου.
ΜΑΚΗΣ ∆. ΝΑΚΟΣ
Αναµνήσεις... και παλµοί καρδιάς Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; Μισός αιώνας και βάλε και όµως η µνήµη όλα αυτά τα κρατάει σφιχτά να µη φύγουν, να µην ξεχασθούν. Εµείς µικρά παιδιά τότε παίζαµε µε διάφορα παιγνίδια της ηλικίας µας, της τότε εποχής που καµιά σχέση δεν έχουν µε τα σηµερινά παιγνίδια που παίζονται στους υπολογιστές. ∆ύσκολα χρόνια· πόλεµος, κατοχή κι όλα τα κακά του πολέµου κι όµως τις µέρες που τα στούκας* του Χίτλερ τον Απρίλη του ‘41έριχναν τις βόµβες στο εµπορικό πλοίο ΟΛΛΑΝ∆ΙΑ που ήταν αραγµένο στο Μουζάκι, για να προστατεύεται από τις αεροπορικές επιδροµές, εµείς βγαίναµε στο κάτω σχολείο και κάναµε χάζι τις βόµβες που πέφτανε, λες και ήτανε κανένα παιχνίδι, µην ξέροντας τι µας περίµενε µετά. Το κείµενο είχε δηµοσιευτεί στην εφηµερίδα «ΕΡΜΙΟΝΙΣ»
20 ερµιόνη
ΜΑΚΗΣ ∆. ΝΑΚΟΣ Τα παιχνίδια που παίζαµε µικροί ήσαν πολλά. Αµπάριζα, κουκούδι, ασετυλίνες, σκασίλα, τζίτζι, πίστι ή ξυλίκι, βαριανό, καβάλες ή µακριά γαιδούρα, µπιζ, καρύδια, βώλους, σβούρες, οι φωτιές του Αγιαννιού του Σιντιανιψώριζα (παιγνίδι ήτανε για εµάς), µε τα καραµπούσια που µαζεύαµε από το Μπίστι. Κάποια από τα παιχνίδια ήσαν εποχικά, όπως τα φούσια και τα κανάρια, που τα παίζαµε την εποχή του τρύγου. Ο κάµπος της Ερµιόνης τότε είχε πολλά αµπέλια και λίγα περιβόλια. Σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν αµπέλια και στην αυλή του σπιτιού τους το δικό τους πατητήρι. ∆ύσκολη η καλλιέργεια του αµπελιού, όλα γινόντουσαν µε τα χέρια το κλάδεµα, το σκάψιµο, το ξεβλάστωµα, το αραίωµα, το τύλιγµα µέχρι το κόψιµο, το µάζεµα στα αντρίκια και το κουβάληµα στα πατητήρια. Το πάτηµα γινόταν συνήθως τη νύχτα και στη συνέχεια γέµισµα µε τη µπότσα* στα τουλούµια και µεταφορά στα βαρέλια µέσα στα υπόγεια. Η Ερµιόνη φηµιζότανε για τα ωραία ρετσινάτα κοκκινέλια της, από µια ποικιλία µαρκοπουλιώτικου σταφυλιού ή σαβατιανού, όπως αλλιώς λεγότανε, κρασοστάφυλα άσπρα και µαύρα, πυκνά και κουκουναράτα. Βέβαια µέσα στα αµπέλια υπήρχαν και άλλες ποικιλίες όπως πρωιµάδια, ροδίτες και άλλα που ήταν νόστιµα και για επιτραπέζια. Από τις αρχές Σεπτεµβρίου βγάζανε τα βαρέλια δίπλα στη θάλασσα για να τα πλύνουν, να τα καθαρίσουν και να αντικαταστήσουν ό,τι ξύλο είχε σαπίσει. Έτσι ο µπάρµπα Κώστας ο ∆εδάκης, ο µπάρµπα Βασίλης ο Κανέλλης και ο γιός του Θόδωρος, ο Μαλαντρένιας από το Κρανίδι που ήσαν τεχνίτες γι αυτή τη δουλειά άρχιζαν το πρωί και τελείωναν το βράδυ. Τα βαρέλια αραδιασµένα από του Λάζαρου του Μήτσου µέχρι του µπάρµπα Αποστόλη του Κατσογιώργη στο Λιµάνι και από του Μήτσου του Παλαιού µέχρι τη Μπαούλενα στα Μαντράκια. Περισσότερα βέβαια και πυκνότερα µπροστά στου µπάρµπα Γιωσήφη του Μερτύρη και στου µπάρµπα Τάσου του Γανώση από το Λιµάνι και του Τροκαντερού από τα Μαντράκια. Πολλές φορές ήταν το ένα στο άλλο τόσο κοντά που έκρυβαν την ακρογιαλιά κι εµείς για να παίξουµε πηδούσαµε από το ένα βαρέλι στο άλλο. Τα βαρέλια τα συγκρατούσαν κάτι µεγάλα στεφάνια σιδερένια, που στις άκρες του βαρελιού ήσαν µικρά και στη
µέση µεγαλύτερα. Ό,τι άχρηστα στεφάνια έµεναν αχρησιµοποίητα εµείς τα παίρναµε και παίζαµε ένα παιγνίδι που το ονοµάζαµε «κανάρια». Παίρναµε ένα χοντρό σύρµα, 80 πόντους περίπου και στη µια του άκρη το γυρίζαµε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σπρώχνει ή να φρενάρει το κανάρι µας, µε τη δύναµη του χεριού πάντα. Έτσι γυρίζαµε όλους τους δρόµους και τα σοκάκια της Ερµιόνης, νοµίζοντας ότι οδηγούµε το αυτοκίνητο του Σπύρου Κουτσουρελάκη. Με το πλύσιµο των βαρελιών, έµεναν κατάλοιπα από ρετσίνια ανακατεµένα µε λάσπη. Τα παίρναµε, τα καθαρίζαµε και ξεχωρίζαµε το άσπρο καθαρό ρετσίνι που το λέγαµε «τρεµεντίνα». Στη συνέχεια βρίσκαµε ένα µέρος κατηφορικό έξω από τα σπίτια µας, το σκουπίζαµε καλά και στο πιο ψηλό σηµείο τοποθετούσαµε το ρετσίνι και του βάζαµε φωτιά. Το ρετσίνι άρχισε να καίγεται και να λιώνει και φυσικά να καπνίζει έτσι που µύριζε όλη η γειτονιά ρετσίνι καµένο. Μυρωδιά γνώριµη και όµορφη. Χαράσσαµε στο χώµα λουκάκια για να τρέχει το λιωµένο ρετσίνι. Όταν πια είχε όλο καεί, αφήναµε αυτό που είχε τρέξει να κρυώσει, στη συνέχει το σηκώναµε από το χώµα σε ραβδάκια και το καθαρίζαµε, παίρναµε ένα πανί χοντρό και το βάζαµε µέσα και µια πέτρα ή βότσαλο και το κοπανάγαµε να γίνει σκόνη. Το υλικό µας ήταν έτοιµο για τα «φούσια». Περιµέναµε να βραδιάσει για να είναι πιο φαντασµαγορικό. Γεµίζαµε τη χούφτα σκόνη ρετσινιού και ανάµεσα στα δάχτυλα κρατούσαµε αναµµένο κερί. Με µια κίνηση προς τα πάνω έφευγε η σκόνη και ταυτόχρονα έπαιρνε φωτιά από το αναµµένο κερί δηµιουργώντας µια λάµψη σαν πυροτέχνηµα ή σαν βεγγαλικό. Συνεχίζαµε µέχρι να τελειώσει η σκόνη όλο τα βράδυ και την άλλη µέρα άρχιζε η ίδια διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο περνούσαµε παίζοντας τις ηµέρες του τρύγου και του µούστου περιµένοντας την επόµενη χρονιά. Με αυτά παίζαµε, µε αυτά ζούσαµε, αυτά ξέραµε τότε. Πώς να τα ξεχάσουµε;
*στούκας: αεροπλάνα της εποχής *µπότσα: δύο οκάδες ερµιόνη 21
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Οι... δικές µας παροιµίες, (3ο) γιατί στο χωριό µου λένε... Λ
Ο
Λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει Λίγα λόγια τεντωµένα µη πολλά και µπερδεµένα (ή µασηµένα)
Ο Άγιος Τρύφωνας τρεις φωνίτσες έβαλε κι ήρθε το καλοκαίρι O άκληρος είναι ο καλύτερος φύλακας της περιουσίας Ο Αύγουστος επάτησε η άκρη του χειµώνα Ο αφέντης τα θέλει όλα δικά του και την πίτα γερή (άθικτη) και το σκύλο χορτάτο Ο βλάχος κι αν αγιάσει, σκατένια δόξα θα ‘χει Ο βλάχος όταν σε ζυγώνει ή σε φοβάται ή έχει συµφέρον Ο βρεγµένος τη βροχή δεν την φοβάται Ο γέρος κι αν στολίζεται φαίνεται στον ανήφορο Ο δωριντζής επέθανε κι ο γιός του πάει στην πόλη Ο ζουρλός δουλειά δεν είχε και δουλειά βρήκε Ο καθείς την κιούρα του για βούτυρο την έχει Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας όχι Ο κόσµος όλος καίγεται και η γριά στολίζεται Ο κουτσός µε τό ‘να πόδι δίνει µια και πάει στην πόλη Ο λόγος σου µε χόρτασε και το ψωµί µου φάτο Ο λύκος από τα µετρηµένα τρώει Ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει µόνος του τις δουλειές του Ο λύκος κι αν εγέρασε, το τρίχωµά του άλλαξε, τα ζακόνια του όχι Ο λύκος στην αναµπουµπούλα χαίρεται Ο λύκος το τοµάρι του (ή την τρίχα του) αλλάζει, το χούι του όχι (ή ποτέ) Ο µονάχος όταν πέφτει δεν κλαίει Ο παλιάνθρωπος θέλει τον πιο παλιάνθρωπο Ο παπάς είναι σαν το κάρβουνο, αν το πιάσεις αναµµένο καίγεσαι, αν το πιάσεις σβηµένο (σβηστό) µουντζουρώνεσαι Ο Πουνέντης κι ο Γαρµπής θα βραδιάσει και θα δεις Ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει Ο τεµπέλης κι ο φαγάς ή δραγάτης ή παπάς Ο τρελός είδε το µεθυσµένο κι έφυγε (ή και φοβήθηκε) Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα µυρίσει µα αν τύχει και θυµώσει µες το στρώµα (ή το χιόνι) θα µας χώσει Ο χειρότερος συµβιβασµός είναι το καλύτερο δικαστήριο Οκτώβρης και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέµισες Οι γύφτοι τα µαλώµατα τα έχουν πανηγύρια
Μ Μαζί µιλάµε και χώρια καταλαβαίνουµε Μάης είναι, κόνξες κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει Μακρινή βροντή, κοντή βροχή Μάνα µε γκιαζ (πειράζει) ο Γιάννης - Γκιάξ΄ τονε και συ Μασάει η κατσίκα ταραµά; Με τα λόγια χτίζεις ανώγια και κατώγια Με το νου πλουταίνει η κόρη µε το νου κι η ακαµάτρα Με τον ήλιο τα βάζω µε τον ήλιο τα µπάζω, τι έχουν τα ρηµάδια και ψοφάνε; Με το στόµα µπάρα-µπάρα µε τα χέρια κουλαµάρα Με τραµουντάνα αρµένιζε σορόκος παλληκάρι Μετά χαρά σου γιόκα µου να πάρω και τη ρόκα µου Μη σου λάχει, µη σου λάχει να σε κυνηγούν οι βλάχοι Μην κοπρίσεις τη θάλασσα, θα το βρεις στο αλάτι Μην ξερογλείφεσαι, δεν είναι για τα µούτρα σου Μην ξύνεσαι στην γκλίτσα του τσοπάνη, γιατί θα σου ‘ρθει στο κεφάλι Μήτε το διάβολο να δεις µήτε σταυρό να κάνεις Μια κοιλιά, καλή κοιλιά, βαστάει για τρεις µέρες Μια στιγµή δουλειά όλο τον καιρό ανεµελιά Μικρό κώλο δεν έδειρες, µεγάλο µην επιχειρήσεις Μικρό χωριό, µεγάλη κακία Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα Μπαίνει µε το τσουβάλι (το κρύο) και βγαίνει µε το βελόνι Μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα
Ν Να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω τα φαγητά σου Να τον φτύσω; Το σάλιο θα έρθει πάνω µου, γιατί είναι συγγενής µου Ναι θ’ αφήσω τον τραγουδιστή, να πάω µε τον κλαψιάρη
22 ερµιόνη
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Οι ευχές των γονιών είναι στήριγµα στα παιδιά τους Όλα γίνονται. Μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται Όλα θα τα περάσει από τον κώλο της βελόνας Όλοι µαζί (αντάµα) κι ο ψωριάρης χώρια Όλοι, όλα τρις τα γύρω Όµοιος στον όµοιο σκατά στο τυροβόλι Όποιος έχει κόρη ακριβή του Μάρτη ο ήλιος µην τη δει Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα Όποιος µπλέκει µε τα σκατά πασαλίβεται κι αυτός Όποιος περπατάει (γυρίζει) µυρίζει κι όποιος κάθεται βροµίζει Όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου, πέφτει µέσα µόνος του Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί Όποιος ταΐσει µε ψωµί άνθρωπο περασάρη, διπλό θα το βρει το πρωί κάτω απ’ το µαξιλάρι Όποιος τρώγει πολύ φαΐ, γρήγορα θα µπει στη γη Όπου µπαίνει η ήλιος, δε µπαίνει ο γιατρός Όπου υπάρχει φτώχεια, υπάρχει και γκρίνια Ορθό φεγγάρι, πλαγιαστός (ξάπλα) ο γεµιτζής (ο καπετάνιος - καραβοκύρης) Όσο θέλεις δούλευε και ο Θεός όσα θέλει θα σου δώσει Όσο πίνουν οι κουµπάροι, τόσο διπλοχαιρετάνε Όσο του σκύλου του ρίχνεις να φάει, τόσο γαβγίζει Όταν βλέπεις ίσιωµα, µην προτιµάς την ανηφόρα Όταν δουλεύουν οι µικροί, πεινάνε οι µεγάλοι Όταν έχεις τον τεµπέλη, τι τον θέλεις τον προφήτη Όταν τα ‘τρωγες µε τη µουχρούτα, δεν τα σκεφτόσουνα ετούτα Όταν τρώτε εσείς, εγώ χορταίνω Ό,τι βλέπει το µάτι, δεν αφήνει το χέρι Ούτε εσύ µπάρµπα κουκιά ούτε εγώ δραγατικά Ούτε όλα του πνευµατικού ούτε όλα του γιατρού Ούτε το κολοκύθι είναι φαγητό ούτε οι συµπέθεροι συγγενείς
Π Παίζανε οι καιροί το βαριανό, φυσούσε µια από ‘κει και µια από ‘δω Πάρε σκύλο από µαντρί και γυναίκα από σόι Παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του Πάρτε διαβόλοι βάγια Πεινάς, διψάς ή τον ύπνο αγαπάς (για κάποιον που χασµουριέται) Περισσότερες µύγες πιάνεις µε τη ζάχαρη παρά µε το ξύδι Πέσε πίτα (ή σύκο), να σε φάω Πέτρα που κυλάει, δε χορταριάζει Πέτρα της υποµονής και σχοινί της κρεµαστής Πήγε για µαµή και έπεσε λεχώνα Πήρε την κάτω βόλτα Πιάσε όνοµα να δεις κορµί Πίτα µπρος και πίτα πίσω θα βγω έξω να φιλήσω Πλαγιαστό φεγγάρι, στητός καραβοκύρης Ποτέ µην πας για δουλειά µε χέρια αδειανά Πότε πρόκοψε η καηµένη το Σαββάτο που σηµαίνει Πρέπει να το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες Προτού δουν τη θάλασσα (ή το ποτάµι), αυτοί σηκώσαν τα παντελόνια
Ρ Ρωτάς παπά, αν έχει πετραχήλι
Σ Σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις κόπο και σαπούνι Σαράντα τον βαρούσανε κι εξήντα τραγουδούσανε Σπίτι µου σπιτάκι µου φτωχοκαλυβάκι µου Σπίτι όσο χωρείς και κτήµα όσο µπορείς Στα καλάθια δε χωράει, στα κοφίνια περισσεύει Στα ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα
ερµιόνη 23
Ανάργυρος Πασχάλης
καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται Γεννήθηκα το 1973 στην Ερµιόνη Αργολίδας. Αρχικά δεν είχα καµία σχέση µε τη ζωγραφική εκτός κάποιες µικρές προσωπικές προσπάθειες. Κατά τις τελευταίες τάξεις του δηµοτικού και τις πρώτες του γυµνασίου η ζωγραφική άρχισε να κεντρίζει το ενδιαφέρον µου. Η γιαγιά µου ήταν ζωγράφος ερασιτέχνης κι αυτό κατά κάποιον τρόπο επηρέασε την ενασχόλησή µου µε τη ζωγραφική. Οι πρώτες µου καλλιτεχνικές επιρροές ήσαν οι ζωγράφοι της Ερµιόνης, όπως η Ανθούλα Λαζαρίδου – ∆ουρούκου. Στο Λύκειο είχα την τύχη να έχω καθηγητή καλλιτεχνικών τον Γιώργο Καλαµαρά µε τον οποίο έκανα στενή παρέα καθώς ήταν αυτός που µε δίδαξε σχέδιο. Τότε ήταν που µού µπήκε η ιδέα να δώσω εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τελικά έδωσα εξετάσεις στη Σχολή της Τήνου µε καθηγητή τον κ.Μανιατάκο. Η µαρµαροτεχνία αλλά και το σχέδιο µού άρεσαν πολύ. Τελειώνοντας τη Σχολή της Τήνου, συνέχισα να κυνηγώ το όνειρό µου και έδωσα εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας. Το 2001 κερδίζω την 1η µου υποτροφία ERASMUS στο Middlessex University School of Fine Arts του Λονδίνου. Έµεινα έναν χρόνο στο Λονδίνο όπου µελέτησα την τέχνη του αφηρηµένου πεδίου µέσα από έργα µεγάλων καλλιτεχνών στην Tate Modern Gallery όπως του Rothko και του Pollock.Ταυτόχρονα επηρεάστηκα από τον µεγάλο Άγγλο καλλιτέχνη Turner.Στην προσπάθειά µου να αποκτήσω τη δική µου ταυτότητα, χρησιµοποίησα τις εµπειρίες µου πάνω στη µελέτη µεγάλων ζωγράφων. Την ίδια χρονιά στο Παρίσι θαύµασα τη δουλειά καλλιτεχνών όπως του Monet αλλά και τα γλυπτά και τους υπέροχους πίνακες του Gericault στο Λούβρο, εµπειρία που µε µύησε στο συµβολισµό, που κυρίως χρησιµοποιώ στα έργα µου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, µετά από ένα χρόνο καλλιτεχνικής δηµιουργίας κι αναζήτησης, επισκέφτηκα την Αγία Πετρούπολη. Βαθιά επιρροή πάνω µου είχαν οι καθαρές γραµµές στους πίνακες του Rubens όπως κι η κλασική του παιδεία, τα οποία δύο στοιχεία έδωσαν ώθηση στο έργο µου. Ως αριστούχος πια της Α.Σ.Κ.Τ. κέρδισα την υποτροφία της Eurobank και συµµετείχα στην έκθεση-βράβευση που πραγµατοποιήθηκε στο Νέο Μουσείο Μπενάκη. Παράλληλα πήρα µέρος σε διάφορες οµαδικές εκθέσεις. Το 2004 συµµετείχα στην 3η Μπιενάλε φοιτητών των Α.Σ.Κ.Τ. Ελλάδας και ταυτόχρονα στην έκθεση της Ένωσης Πτυχιούχων Σχολής Καλών Τεχνών. 24 ερµιόνη
Το 2005 πραγµατοποιήθηκε η 1η ατοµική µου έκθεση στο Κέντρο Τεχνών του ∆ήµου Αθηναίων στο Πάρκο Ελευθερίας. Την έκθεση εγκαινίασαν οι κ. Άννα ΨαρούδαΜπενάκη και ο καθηγητής Γιάννης Βαλαβανίδης. Την ίδια χρονιά συµµετείχα σε έκθεση της ιδιωτικής Gallery Argo στο Κολωνάκι µε θέµα το «Γυµνό». Στους επόµενους µήνες η έκθεση µεταφέρθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου. Το 2006 συνεχίζω την πορεία µου παίρνοντας µέρος στη 2η Μπιενάλε Νέων Εικαστικών ∆ηµιουργών στην Ύδρα µε θέµα την «Ύδρα» µέσα από µια πιο προσωπική, εσωτερική µατιά. Το ίδιο έτος κέρδισα µεγάλη αναγνώριση από τα Μ.Μ.Ε., παρουσιάζοντας τα έργα µου µε θέµα τη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι στη Gallery Argo. Το 2008 συµµετείχα στην έκθεση νέων καλλιτεχνών «Εικόνα-Χώρος-∆ράση» υπό την αιγίδα του Επιµελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος µε θέµα τους «Σχοινοβάτες», αποκλειστικό προϊόν µελέτης της πνευµατικής αιώρησης του ατόµου. Προς το τέλος της ίδιας χρονιάς οργάνωσα τη 2η ατοµική µου έκθεση στην Pro-Art Gallery µε θέµα τους «Χαρταετούς», ως σύµβολο ελεύθερης σκέψης και βούλησης του ανθρώπου. Η συµµετοχή µου, στη ∆ιεθνή Έκθεση Σύγχρονης Τέχνης «Unconfined», στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη το 2009, πραγµατοποιήθηκε µέσα από έργα που αναπαριστούν ζωγραφικούς χώρους οι οποίοι φωτίζονται απρόσµενα µέσα από ένα βαθιά υπαρξιακό φως. Εκπέµπουν ηρεµία και παράλληλα δηµιουργούν αρχιτεκτονική αίσθηση του βάθους στο χώρο. Ταυτόχρονα πήρα µέρος στην Έκθεση Σύγχρονης Τέχνης υπό την αιγίδα του Επιµελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιµότητας στη Gallery Pro-Art στην Αθήνα. Συµµετείχα µε µικρά έργα εµπνευσµένα από το σύγχρονο καταστροφικό τρόπο επέµβασης του ανθρώπινου στοιχείου στο περιβάλλον. Το 2010 εγκαινίασα τη συνεργασία µου µε την ιστορική γκαλερί της Αθήνας, την Αίθουσα Τέχνης Αθηνών στο Κολωνάκι, µέσα από µια οµαδική έκθεση. Η συνεργασία αυτή ήταν τόσο καλή που συνεχίστηκε µε την 3η ατοµική µου έκθεση για το 2011, έχοντας µεγάλες προσδοκίες που επαληθεύτηκαν. Μέσα στο 2011 είχα την τύχη να παρουσιάσω δουλειά µου στον µεγάλο Ισπανό σκηνογράφο-δηµιουργό Carlus Padrissa. ∆έχτηκε τη συνεργασία και έτσι συµµετείχα στη σκηνογραφική δουλειά της οµάδας του.Παρουσιάσαµε στα ερείπια των Θερµών Καρακάλι στη Ρώµη το «Trilogia Romana», ένα µεγάλο ορχηστρικό έργο αποτελούµενο
του Vermeer.Κατάλαβα τον κόσµο της ζωγραφικής, συνειδητοποίησα την εκφραστική δύναµη της τέχνης, εµπλούτισα τις εµπειρίες µου και τις γνώσεις µου πάνω στο εύρος των τεχνικών κι αξιοποίησα τα παραπάνω εφόδια µε διάθεση προοδευτική κι εξελικτική. Το όραµά µου, λοιπόν, από εδώ και στο εξής είναι να συνεχίσω να εκθέτω έργα µου σε Ελλάδα κι εξωτερικό, απασχολώντας µε τη δουλειά µου τους καλλιτεχνικούς κύκλους…
Γεννήθηκα το 1975. Ξεκίνησα να ασχολούµαι µε τη λογοτεχνία, και ειδικότερα µε την ποίηση, από πολύ µικρή ηλικία – θα ήµουν γύρω στα δεκατέσσερα. Και όπως συµβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η ενασχόλησή µου αυτή λειτουργούσε ως προσωπικό καταφύγιο – έφευγα δηλαδή µακριά από σκέψεις µαύρες, έφευγα όµως νοερά και από τον τόπο µου, την Ερµιόνη, που, παρ’ όλη την οµορφιά της, µε έπνιγε: Πολλά βράδια, άνοιγα διάπλατα το παράθυρο του δωµατίου µου και το µόνο που έβλεπα ήταν µια σκοτεινή έκταση όπου η όραση καταντούσε άχρηστη. Στο βάθος τρεµόσβηναν τα φώτα εκεί στους ευκαλύπτους, κοντά στο µοναστήρι των Αγίων Αναργύρων. Αυτή η εικόνα έπεφτε στην ψυχή µου όπως τα µολύβια από τα δίχτυα στη θάλασσα. ∆εν ήταν όµως µόνο η µοναξιά του τοπίου, αλλά και η µοναξιά που µε έκαναν να νιώσω οι άνθρωποι εκεί. Κυρίως αυτή η µοναξιά ήταν. Η λογοτεχνία λοιπόν, η ποίηση, ήταν το φάρµακό µου. Αξιώθηκα να έχω δυο γονείς, τον Ευθύµη και τη Βενετία, που χωρίς αυτούς δε θα έγραφα. Άνθρωποι απλοί και οι δυο τους. Ψαράς ο πατέρας, µοδίστρα η µάνα. Βιοπαλαιστές. Την εµµονή µου µάλιστα µε την απλότητα στη γλώσσα τη χρωστάω σε αυτούς. Η γλώσσα της λογοτεχνίας πρέπει να είναι σαν τις εξηγήσεις που δίνουµε: ξεκάθαρη. Η γλώσσα που µιλούσαν µες στο σπίτι ήταν καθαρή σαν πελαγίσιο νερό. Έπειτα ήταν και η µουσική που ακούγαµε στο σπίτι, λαϊκά ως επί το πλείστον, ρεµπέτικα. Ψωνισµένοι και φαντασµένοι δεν υπήρξαν ποτέ. Ακόµα και η στέρηση έχει κάτι καθαρό. Η πιο σηµαντική στιγµή για µένα ήταν γύρω στα δεκαεφτά µου. Η µάνα µου πήγαινε και νοικοκύρευε το σπίτι της κ. Σοφίας και του Νίκου Ναναδάκη, απέναντι από το δικό µας, γιατί έρχονταν µια στο τόσο και το σπίτι χρειαζόταν τη φροντίδα του. Μια µέρα, επιστρέφοντας από εκεί, η µάνα µου µού έφερε ένα τεύχος του περιοδικού «Ταχυδρόµος», έτσι, να το ξεφυλλίσω να περάσει η ώρα µου. Ανοίγοντας λοιπόν το περιοδικό, έπεσα πάνω σε µια ολοσέλιδη φωτογραφία του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη. Πλάι έγραφε: «Τα έρηµα τοπία της ποίησης». Επρόκειτο για µια συνέντευξη του ποιητή στον Μισέλ Φάις. Από τη µια η φωτογραφία του
Σαχτούρη –αυστηρή, σοβαρή, πατρική, οικεία– και από την άλλη όσα έλεγε ο ποιητής, και αυτό ήταν. Παρήγγειλα µε αντικαταβολή όλα του τα βιβλία και βυθίστηκα σε αυτόν τον κόσµο. Τίποτα άλλο δε µε συγκινούσε. Του έστειλα µετά τα πρώτα µου ποιήµατα και µου απάντησε δίνοντάς µου κουράγιο. ∆ιατηρήσαµε µια µικρή αλληλογραφία, αλλά δεν τον γνώρισα ποτέ από κοντά. Γνώρισα όµως τη σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη, η οποία µου άνοιξε και το σπίτι και την καρδιά της, αποκαλύπτοντάς µου πράγµατα που σε λίγους είχε πει. Και έτσι προχώρησα. Έβγαλα τρία βιβλία, δηµοσίευσα σε λογοτεχνικά περιοδικά κείµενα για τον Σαχτούρη και όχι µόνο, και άλλα διάφορα. Θέλω εδώ να πω πως υπήρξαν µερικοί άνθρωποι στην Ερµιόνη που µε τον τρόπο τους ο καθένας µε βοήθησαν, συχνά χωρίς να το ξέρουν: Η Βιβή Σκούρτη, η Άννα Σκλαβούνου, η Μαρίνα Κούτση, η Ζοζέ Μιαούλη, η Τίνα Αντωνοπούλου. Χρωστάω επίσης αρκετά στον Αντώνη Ζαραφωνίτη από το Κρανίδι, ο οποίος µάλιστα κράτησε και µου έδωσε πριν από µερικά χρόνια ένα σχολικό τετράδιο που του είχα δώσει µε τα πρώτα µου ποιήµατα. Στην Ερµιόνη υπήρξαν και άλλοι ευαίσθητοι άνθρωποι, µε ανησυχίες και δράσεις γύρω από την τέχνη και τον πολιτισµό. Λίγοι, αλλά πάντα έτσι γινόταν – στην Ερµιόνη και παντού. ∆ιάφοροι καθηγητές που έρχονταν να διδάξουν πίστεψαν επίσης σε εµένα. Πίστεψε σε εµένα και ο αδελφός µου ∆αβίδ, που µε στηρίζει χρόνια τώρα. Και τα ανίψια µου. Στην Αθήνα γνώρισα λίγους, αλλά σηµαντικούς ανθρώπους της λογοτεχνίας, που πιστεύουν σε εµένα. Ο ποιητής Γιάννης Κοντός είναι ένας από αυτούς. Συνεχώς µε στηρίζει και τον θεωρώ δάσκαλό µου. Θέλω επίσης για το τέλος να ευχαριστήσω την Αναστασία Γιαγκιόζη και τους ανθρώπους της ∆ηµοτικής Βιβλιοθήκης για τις συγκινητικές στιγµές που µου χάρισαν. Αυτό εξάλλου είναι και το κέρδος της λογοτεχνίας: η συγκίνηση – µια δική µας, εντελώς δική µας πίστωση υπέρ της ζωής και ενάντια στη φθορά και στο θάνατο.
Αργύρης Παλούκας
από τρεις διαφορετικές ενότητες µε τίτλους: «Fontana di Roma», «Festi Romani» και «Pini di Roma» αντίστοιχα. Η αγάπη µου για τη ζωγραφική µού άνοιξε µέχρι στιγµής δρόµους που ούτε καν είχα φανταστεί. Γνώρισα ανθρώπους αξιόλογους µε ποικίλα ενδιαφέροντα, έκανα ταξίδια απ’ όπου πήρα ιδέες και γνώσεις από τις ζωές και τα έργα µεγάλων καλλιτεχνών όπως του Rodin, του Giacometti, του Picasso, του Picabia, του Modigliani και
ερµιόνη 25
&
οι χαρές µας οι λύπες µας
Γάµοι
Καρακατσάνης Γεώργιος - Μπόλλα Ευαγγελία Πάλλης ∆ηµήτριος - Φράγκου Αθανασία Κονδύλης ∆ηµήτριος - ∆αγρέ Ασπασία Να ζήσουν ευτυχισµένοι!
Θάνατοι
Σπηλιωτοπούλου Ελένη χήρα Χρήστου Μητσόπουλος Βασίλειος του Ευαγγέλου Μητρώκας Γεώργιος του Νικολάου Βλάχου Τριανταφύλλη σύζ. Ιωάννου Μέξη Μαρία του ∆ιονυσίου Χατζηµάρκου Γεώργιος του Ιωάννου Μουτσάτσος Σπυρίδων του Λαζάρου Σκαλτσά Ευαγγελία σύζ. Αγγελή
Καραλής Ανάργυρος του Μιχαήλ Κοµµάς Μιχαήλ του Εµµανουήλ Μπατζάνης Ανδρέας του Κων/νου Βλάσση Μαρία χήρα Ανδρέα Φασιλής Νικόλαος του Χρήστου Αγγελής Ανάργυρος του Ησαΐα Μπρούστα Ζαχαρούλα χήρα Νικολάου Φασιλής Ιωάννης του ∆ηµητρίου Να έχουν καλή ανάπαυση! ΠΕΤΡΟΣ ΕΜ. ΛΑΚΟΥΤΣΗΣ
Νικόλαος Φασιλής Έφυγε ένας άνθρωπος της θάλασσας Πριν από λίγες ηµέρες έφυγε ο φίλος Νίκος Φασιλής για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Πριν από δέκα ηµέρες ήµασταν µαζί σε µια καφετέρια του Πειραιά κοντά στην πλατεία Κοραή και τα λέγαµε. Πόσο απέχει η ζωή από το θάνατο. Λίγες ηµέρες λοιπόν ; Ο Νίκος µπήκε από µικρός στα βάσανα. Όπως όλα τα παιδιά της γενιάς του που ήταν από οικογένεια ψαράδων µε πολλά παιδιά ακολούθησε το δύσκολο µονοπάτι της θάλασσας. Έφηβος στα καΐκια δούλεψε σκληρά µαζί µε τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ανδρώθηκε στη σκληρή ζωή του ψαρά τα χρόνια εκείνα. Είδε πολλά δειλινά και αρκετές ανατολές µέσα από δίχτυα και ψάρια, είδε φουρΧριστέ µου, δόστου τη χαρά, τη µόνη που µπορούσε να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του, κάνε το θάµµα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε σε µια µεριά που, τάχατες, να µοιάζη το νησί του. Νάναι τα βράχια στο γκρεµό βαθιά κουφαλιασµένα, νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αµµουδιά τα φύκια, κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεµένα, αποσταµένα, να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια… Καλό σου ταξίδι Νίκο Φασιλή 26 ερµιόνη
τούνες και µπουνάτσες. Σκλήρυνε πολύ µε τα θάλασσα και πολλές φορές µε τους ανθρώπους. Ταξίδεψε και µε µεγάλα πλοία εκείνα που παίρνουν τους ανθρώπους για µακρινούς τόπους και όταν τους φέρνουν πίσω ψηµένους από τον ήλιο και την αρµύρα προσπαθείς να τους αναγνωρίσεις. Ο Νίκος ήταν µερακλής µε τη δουλειά του, νοικοκύρης όλα τα θελε στην εντέλεια αλλά και παρορµητικός, αντιδρούσε και ένοιωθε άβολα όταν επιχειρούσες να τον κλείσεις σε ένα µέρος, είχε τα δικά του πιστεύω, το δικό του θεό αρκεί να µην του τα αµφισβητούσες. Είχε τα δικά του κουµπιά που λέει ο περισσότερος κόσµος. Σε είχε δικό
του όταν του µίλαγες µε ειλικρίνεια, σου ανοιγόταν πίστευε ότι δεν θα τον αποπάρεις και τότε σου ’λεγε το δικό του πόνο. Τα τελευταία χρόνια είχε µια µαγκιόρα βάρκα ξύλινη µε πανί αλλά και µε τιµόνι και µηχανή. Άπλωνε τα δίχτυα του στα Μαντράκια της Ερµιόνης να στεγνώσουν από την καθηµερινή ψαριά, σε ξύλινες διχάλες. Πολλές φορές όπως τον παλιό καιρό οι ψαράδες καθόταν εκεί στην παραλία και µπάλωνε τα δίχτυα, του άρεσε να νοιώθει όπως παλιά. Ένα ποτήρι κρασί του συντρόφευε τη ζωή του πότε µε παρέα άλλων ψαράδων, πότε µόνος. Τον βλέπω σε µια χαρακτηριστική φωτογραφία µε τη βάρκα του, καθισµένος στο τιµόνι, να µπαίνει στο λιµάνι της Ερµιόνης µε υψωµένο το πανί. Αυτός ήταν ο Νίκος, ένα παιδί της θάλασσας, αγνός, µερακλής, ζυµωµένος από ήλιο και αρµύρα, χαµογελαστός, καταδεκτικός, γινόταν θυσία για τους φίλους. Ο Νίκος σήκωσε πανί και έφυγε στο ταξίδι που δεν έχει επιστροφή. Εύχοµαι Νίκο να ‘βρεις µια ακρογιαλιά, µιαν απονεριά, µια κόχη, µια γαλήνη όπως την ήθελες, να συναντήσεις και άλλους πιο ευτυχισµένους παλιούς ψαράδες για να πιείτε κανένα κρασί, να νοιώσεις ανάµεσα σε φίλους και συγγενείς και για καλό ταξίδι σου αφιερώνω τούτη τη δέηση του Λάµπρου Πορφύρα για τη ψυχή του Παπαδιαµάντη.
νέο βιβλίο
«Ω γλυκύ µου έαρ!» Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη «Ω γλυκύ µου έαρ!». Πρόκειται για ένα Θρησκευτικό - Λαογραφικό Σχεδίασµα που αφορά στην ηµέρα της Μεγάλης Παρασκευής στην Ερµιόνη. ∆ιαβάσαµε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ήρθαν και πάλι σαν όνειρο οι αναµνήσεις και µε παρέσυραν σε εποχές αλλοτινές. Τύλιξαν µε την αύρα τους τη σκέψη µου και µ’ έκαναν να θέλω να διηγηθώ και να «ζήσω» το σήµερα σε καιρούς περασµένους. Ζωντανές µνήµες, ήθη και έθιµα από την πιο συγκινητική ηµέρα του χρόνου στην Ερµιόνη προβάλλουν από τις σελίδες του βιβλίου. Είναι µια άλλη κατάθεση ψυχής αφιερωµένη στον τόπο που γεννήθηκα και χρωστώ την ύπαρξή µου…».
ΠΕΤΡΟΣ ΕΜ. ΛΑΚΟΥΤΣΗΣ
«Πανιά στο φύσηµα του αγέρα» Στον αστερισµό της πορφύρας Γοργό µου πλεούµενο τρέχα στα µέρη που έζησα σάµπως δεν πέρασε µέρα, π’ αγιασµένο αλµυρό ηλιοκαµένο χέρι, στον κόρφο τούτο το βαθύ µ’ απίθωσε πέρα. Στους µύλους τ’ ανηφόρι και στις ρηχές ακτές άνοιξε ρότα µέσα στου ήλιου τα λουσµένα, τα σπίτια µε τις φορτωµένες µυγδαλιές, τα µπλε παράθυρα και δίχτυα απλωµένα. Να δω τις λικνιστές πανώριες «παπαδιές», δεµένες στη σειρά στα πέτρινα µαντράκια, µε κιούρτα να γυρνούν σκυφτοί κι απόχες κι απ’ τα µαδέρια βουτηχτές τα φιλαράκια.
Τη θάλασσα, ανεξάντλητη µέσα στα µάτια, που αλλάζει τα χρώµατα και ψάχνει τον άγιο, σαν καράβι σπασµένο µε κατάρτι χωρίς ξάρτια ήλθα νύχτα και πόδισα και βρήκα απάγκιο. Που τρέχεις µνήµη µου; Απόκαµες! Που θες; Με ξαστεριά στα πεύκα και µε τα πυροφάνια κάτω στου ΑΪ Γιάννη που πηδάνε τις φωτιές και του Σταυρού που βουτάν τα Θεοφάνεια. Στα µαύρα η µάννα θα µε καρτερεί ψηλά, στον Ταξιάρχη στέκει από µάρµαρο το βράδυ, µε πέπλα θα χορεύει σε στοά ιπτάµενη θεά, µε φόντο την πανσέληνο στ’ αρχαίο πηγάδι.
Στρώνει κρεβάτι µε ανθούς κι απήγανο τ’ αγιάζι, Το πέτρινο σπίτι µε τη σγουρή κληµαταριά, να βασιλέψω ψηλά στο Κοκκύγιο το γιόµα, αταγιόκληµα και τα γεράνια πού χα συντροφιά, ήλιος να βγω το πρωί στ’ ανοιχτά που χαράζει, µε ασβέστη χαµηλό πασπάλισµα στις κόχες. να λάµψει ξανά της Πορφύρας το χρώµα. Από την ποιητική συλλογή του Πέτρου Λακούτση
ερµιόνη 27
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ∆ΑΜ. ∆ΑΜΑΛΙΤΗΣ
“εν Ερµιόνη...”
Για την «Κιβωτό του κόσµου» Τη ∆ευτέρα, 23 Ιανουαρίου, µε πρωτοβουλία των δύο ιερέων της πόλης µας, π. Ιωάννη Αµπελά και π. ∆ηµητρίου Αµπελά, συγκεντρώθηκαν ρούχα και τρόφιµα για το ίδρυµα «Κιβωτός του Κόσµου». Τα συγκεντρωθέντα µετεφέρθηκαν στον προορισµό τους µε τη συµβολή του ∆ήµου Ερµιονίδας.
Ξενάγηση µαθητών στη ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη Ερµιόνης Οι µαθητές της Ε΄ τάξης του ∆ηµοτικού Σχολείου Ερµιόνης, ξεναγήθηκαν στη ∆ηµοτική Βιβλιοθήκης Ερµιόνης «Απόστολος Γκάτσος». Τους δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουν από τη βιβλιοθηκονόµο, τις υπηρεσίες αλλά και τον τρόπο που οργανώνεται το υλικό µιας βιβλιοθήκης.
Η ερµιονίτικη µασκαράτα Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις στην Ερµιόνη πραγµατοποιήθηκαν, µε την εθελοντική συµµετοχή µαθητών, πολιτών και της ορχήστρας «ΕΡΜΙΟΝΙ∆Α», επηρεασµένες, ωστόσο, από την οικονοµική ύφεση και τις δυσχερείς καιρικές συνθήκες.
Η Αδελφότητα Κυριών Ερµιόνης «Άγιος Ιωάννης ο Ελεήµων» Οι κυρίες της φιλανθρωπικής αδελφότητας Ερµιόνης για να συνδράµουν το φιλανθρωπικό τους έργο παρασκευάσαν µε κέφι, µεράκι, αγάπη και ευαισθησία, γλυκά του κουταλιού και τα συσκευάσαν µε τη δική τους ξεχωριστή αισθητική.
Εκδήλωση στο Γ.Λ.Κ. Την Τετάρτη, 14 Μαρτίου, στο Γ. Λ. Κρανιδίου πραγµατοποιήθηκε εκδήλωση, που διοργανώθηκε από το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Harvard, σε συνεργασία µε το ∆ήµο Ερµιονίδας. Οµιλήτρια η καθηγήτρια κ. Χρύσα Μαλτέζου, µέλος της Ακαδηµίας Αθηνών, ∆/ντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Το θέµα που ανέπτυξε ήταν: «Η Πελοπόννησος κάτω από τη σηµαία του Αγίου Μάρκου…ο τόπος και οι άνθρωποι». Μια ιστορική διαδροµή για την κοινωνική διάρθρωση της εποχής αυτής, τη γλώσσα, την καθηµερινή ζωή, µε ιδιαίτερη αναφορά στην Ερµιονίδα την εποχή της Ενετοκρατίας.
Ο εορτασµός της 25ης Μαρτίου στην Ερµιόνη Με λαµπερό ανοιξιάτικό ήλιο και ζεστό καιρό πραγµατοποιήθηκε ο εορτασµός 28 ερµιόνη
Εκδηλώσεις, Γεγονότα, Ειδήσεις Φεβρουάριος - Μάιος 2012
της 25ης Μαρτίου στην Ερµιόνη. Η δοξολογία τελέστηκε στον µητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών. Τον πανηγυρικό της ηµέρας εκφώνησε ο αντιδήµαρχος, Σταύρος Κούστας, ενώ την εκδήλωση λάµπρυνε η φιλαρµονική του ∆ήµου.
Εκπαιδευτικά προγράµµατα στο Ι.Λ.Μ.Ε. Πολλοί µαθητές παρακολούθησαν και φέτος τα εκπαιδευτικά προγράµµατα που οργανώνει κάθε χρόνο, µε επιτυχία, το ΙΛΜΕ και γνώρισαν µέσα από τα εκθέµατα του Μουσείου (ενδυµασίες, εργαλεία, σκεύη, πίνακες) τη λαϊκή παράδοση του τόπου µας.
Αναβίωση εθίµου Στις 19 Φεβρουαρίου, η ∆ηµοτική Κοινότητα Κρανιδίου σε συνεργασία µε το ∆ήµο Ερµιονίδας οργάνωσαν, µε επιτυχία, την αναβίωση του αποκριάτικου, τοπικού εθίµου «Λύριζα», στο Κρανίδι. Μια αξιοσηµείωτη προσπάθεια για τη διατήρηση της
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ∆ΑΜ. ∆ΑΜΑΛΙΤΗΣ παράδοσης που πρόσφερε χαρά και αισιοδοξία στους πολυάριθµους συµµετέχοντες και επισκέπτες.
Εκδήλωση στο Ι.Λ.Μ.Ε. για τα100 χρόνια από τους βαλκανικούς πολέµους (1912-13) Το Σάββατο 31 Μαρτίου, στην ιστορική αίθουσα του Μουσείου µέλη του ΙΛΜΕ και φίλοι της Ερµιόνης παρακολούθησαν την οµιλία του κ. Ευάγγελου Αθηναίου µε θέµα: «Η συµβολή του πολεµικού ναυτικού στον πόλεµο του 1912». Η εκδήλωση έκλεισε µε ένα κέρασµα στην ταράτσα του Μουσείου.
«Με το ποδήλατο για την Ελπίδα» Στις 8 Απριλίου πραγµατοποιήθηκε εκδήλωση στο «CASA DEI» στα Μανδράκια για την παρουσίαση και την ενίσχυση του φιλανθρωπικού σκοπού «Με το ποδήλατο για την Ελπίδα». Πρόκειται για το Γύρο 3 Ηπείρων µε ποδήλατο, που θα καταλήξει στην Ερµιόνη, από τον Αναστάσιο (Tom) Kόκορη, µε στόχο τη συγκέντρωση χρηµάτων για τον Σύλλογο Φίλων Παιδιών µε Καρκίνο «ΕΛΠΙ∆Α».
αληθινά στολίδια, στέλνουν το µήνυµα της Ανάστασης.
Γνωριµία µε την κεραµική τέχνη Την Τετάρτη 9 Απριλίου, οι µαθητές της Ε΄ τάξης του ∆ηµ. Σχολείου Ερµιόνης συνοδευόµενοι από τους δασκάλους τους, επισκέφτηκαν το ΙΛΜΕ, για να γνωρίσουν την τέχνη της κεραµικής. Μετά την εισαγωγή της κ. Ήρας Φραγκούλη-Βελλέ και τη σχετική προβολή από την κ. Αγγελική Μαντζαβίνου, το κάθε παιδί, επιστρατεύοντας τη φαντασία και τις ικανότητές του, δηµιούργησε µε πηλό το δικό του αντικείµενο.
Ήρθε η άνοιξη! Μαζί µε την Ανάσταση του Κυρίου και η ανάσταση της φύσης….. Η Ερµιόνη καταπράσινη από τον ερχοµό της άνοιξης. Το Μπίστι µας ανθοστόλιστο, ένας πραγµατικός παράδεισος αισθήσεων. Η όραση κι η όσφρηση στην κορύφωσή τους, πανηγυρίζουν. Η γη σφύζει από ζωή, λάµπει εκτυφλωτικά. Το άρωµα των ανοιξιάτικων λουλουδιών ανακατεµένο µε το άρωµα του πεύκου. Οι καµπανούλες και οι παπαρούνες, οι µαργαρίτες και οι µολόχες, τα µοσχοµπίζελα, το χαµοµήλι και οι κάκτοι, όλα τους
Η περιφορά των Επιταφίων Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής έγινε η περιφορά των επιταφίων των ενοριών µας. Και οι δυο εξαιρετικά καλαίσθητοι, στολισµένοι µε ανοιξιάτικα άνθη από νεαρές γυναίκες που µε µεράκι συνεχίζουν το έθιµο. Οι πιστοί ντόπιοι και επισκέπτες ακολούθησαν την περιφορά µε κατάνυξη.
Ηµερίδα για τα φαρµακευτικά φυτά Στις 27 Απριλίου, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Λυκείου Κρανιδίου η Ένωση Νέων Αγροτών Αργολίδας σε συνεργασία µε το ∆ήµο Ερµιονίδας οργάνωσαν, µε επιτυχία, εκδήλωση για τον Ασκληπιείο Βοτανικό Κήπο, µε θέµα: «Καλλιέργειες Φαρµακευτικών-Αρωµατικών Φυτών».
του Γυµνασίου Ερµιόνης, ανταποκρινόµενοι στην πρόσκληση της ∆ηµοτικής Κοινότητας Ερµιόνης, πραγµατοποίησαν δενδροφύτευση στο αλσύλλιο που βρίσκεται απέναντι από το Γυµνάσιο – Λύκειο. Συγχαρητήρια!
Στην 8η θέση ο πρωταθλητής και αντιδήµαρχος Ερµιονίδας Το Β΄ όριο για τους Παραολυµπιακούς Αγώνες του Λονδίνου «έπιασε» ο Ευάγγελος Γουζούαζης, πρωταθλητής και αντιδήµαρχος του ∆ήµου Ερµιονίδας, στο δίσκο κατ. F54 µε 22.21µ.
«Η Τελετή» από το Θ.Ο.Ε. Ο Θεατρικός Όµιλος Ερµιονίδας ανέβασε µε επιτυχία το έργο «Η Τελετή» του Παύλου Μάτεσι, σάτιρα που εκτυλίσσεται την εποχή της δικτατορίας. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, µε τις οδηγίες του σκηνοθέτη της παράστασης ∆. Σίδερη, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό χαρίζοντας άφθονο γέλιο στους θεατές.
∆ενδροφύτευση από µαθητές Την Παρασκευή 27 Απριλίου, οι µαθητές της Γ΄ τάξης ερµιόνη 29
ΒΙΒΗ ∆ΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ, ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ- ΤΣΑΜΑ∆ΟΥ
νοσταλγικά πιάτα
Φασόλια µε µακαρονάκι κοφτό Τίποτα δεν θα ήταν πιο κουραστικό από το να τρως και να πίνεις, αν ο θεός δεν είχε κάνει το φαγητό απόλαυση, όσο και ανάγκη Ένα αντιπροσωπευτικό φαγητό της ερµιονίτικης κουζίνας, που ταυτιζόταν άµεσα µε τις κοινωνικές και οικονοµικές ανάγκες της εποχής. Εποχές περασµένες και νοσταλγικές. Ένα φαγητό παραδοσιακό που το έβρισκε κανείς σε όλα τα σπίτια πλούσια και φτωχά. Η ερµιονίτισσα νοικοκυρά απελευθερωµένη από τα δεσµά των συνταγών, µαγείρευε για την οικογένειά της µια φορά την εβδοµάδα τουλάχιστον ένα φαγητό χορταστικό, οικονοµικό, υγιεινό, ισορροπηµένο, λιτό, θρεπτικό και φθηνό, που γέµιζε το πιάτο αλλά καθόλου φτωχό σε γεύση συνδυάζοντας τα όσπρια µε τα ζυµαρικά. Ταπεινά αλλά µοναδικά υλικά υποτάσσονταν στην τέχνη, στην αξιοσύνη, στην αγάπη της, στο χρέος της. Μια χούφτα φασόλια και µια χούφτα µακαρονάκι τάιζαν και χόρταιναν την οικογένεια µεσηµέρι βράδυ, έτσι για να αποφεύγονται και τα φουσκώµατα και.. οι ενοχλητικές µυρωδιές. Οι γειτόνισσες ρωτούσαν το Λευτέρη το Γκάτσο, της κυρά Γεωργίας και του µπάρµπα Σταµάτη, που έφυγε νωρίς από κοντά µας, όταν ήταν µικρός. -Βρε Λευτέρη, τι φαί έχετε σήµερα; Κι εκείνος απαντούσε µε την παιδική φαντασία και αφέλεια «φασόλια µε σορτσάκια, µωρέ». Για να µεταφέρουµε σωστά και ολοκληρωµένα όχι µόνο τη συνταγή µας, αλλά και περιστατικά διάφορα, απευθυνθήκαµε στις µνήµες αρκετών συµπολιτών µας και ο καθένας πρόσθετε και από κάτι. Τον πιο πάνω διάλογο µας τον µετέφερε µε πολύ χιούµορ και νοσταλγία η Ελενίτσα, ενώ ο Λάµπης µας είπε ότι η µητέρα του στον µπελτέ που έριχνε στο φαγητό και τον αγόραζε από του Σακαλίδη, διέλυε και λίγο αλευράκι για να χυλώσει καλύτερα και συνέχισε: « Στο πιάτο ρίχναµε όλα τα ξεροκόµµατα του ψωµιού, κάναµε παπάρες και οι «βουτιές» δεν είχαν τελειωµό. Η µάνα µας ζύµωνε καµιά δεκαριά καρβέλια τη φορά, γιατί είχε να ταΐσει πολλά στόµατα και τα έβαζε πάνω σ’ ένα ξύλο, στην πανικωτιά». 30 ερµιόνη
Η Μαρία ακούµπησε τις δικές της οικογενειακές µνήµες και µας είπε: « η µητέρα µας έβαζε τα φασόλια από βραδύς στο νερό και την άλλη µέρα που τα έβραζε τους έριχνε µπόλικο σέλινο, καρότα, λάδι, αν ήταν καλοκαίρι ντοµατούλα, αν ήταν χειµώνας µπελτέ και αλατοπίπερο. Το µακαρονάκι το έριχνε προς το τέλος αφού είχαν βράσει τα φασόλια. Εκείνο φούσκωνε και «έπινε» όλα τα ζουµιά. Όταν έσβηνε τη γκαζιέρα έριχνε µέσα και δυό λεµόνια για να «ηµερέψει» και να νοστιµίσει το φαγητό. Ό,τι περίσσευε, που δεν περίσσευε από την παιδική µας πείνα, το φύλαγε για το βράδυ στο φανάρι. Κάποιες φορές που δεν υπήρχε τίποτε για βραδινό φαγητό, κόβαµε δυό φέτες ψωµί, µια µεγάλη και µια µικρότερη, τη µεγάλη τη βαφτίζαµε ψωµί και τη µικρή τυρί κι έτσι τρώγαµε µια µπουκιά ψωµί, µια µπουκιά φανταστικό τυρί. Αν είχαµε τζάκι αναµµένο τις καψαλίζαµε και έτσι γινόντουσαν τα µάγουλα ροδαλά. Όταν χορταίναµε αρχίζαµε µε την αδελφή µου το τραγούδι ή την ψαλµωδία µέχρι να έρθει η ώρα να πάµε για ύπνο. Σχεδιάζαµε έτσι τη ζωή µας ώστε να χωράει η χαρά, θεωρώντας ότι η ευτυχία βρίσκεται στα απλά, καθηµερινά πράγµατα».
Φανάρι, εδώ αποθήκευαν τα φαγητά για να συντηρηθούν
ερμιόνη 31
Φωτο: Βιβή Σκούρτη
«Νοσταλγία» Μονάχα ένα παράθυρο ουρανό τις στέγες, η ψυχή µου θε ν’ αγγίξει. τη θάλασσα - γαλάζια πινελιά, το Κρόθι, των ονείρων µου τη ζήση… Τζένη Ντεστάκου