Teyxos 12

Page 1

Ερμιόνη

στην

άλλοτε και τώρα

ΤΕΥΧΟΣ 12 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012 Περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης


Ερμιόνη

στην

άλλοτε και τώρα

περιεχόμενα Σελ. 3 Απόστολος Θ. Γκάτσος | Ο φλόμος

Εξώφυλλο: «Οι Ψαράδες». Πίνακας του Μιχάλη Παπαφράγκου

ΕΤΟΣ Δ’ ΤΕΥΧΟΣ 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

Εκδότης Παρασκευή Σκούρτη Συντακτική Επιτροπή Λίνος Μπενάκης Γιάννης Σπετσιώτης Κώστας Τσεφαλάς

Σελ. 4 Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας | Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και οι πέντε ιστορικές - γραπτές μαρτυρίες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα Σελ. 6 Λίνος Γ. Μπενάκης | Ερμιόνη ή Καστρί. Η μαρτυρία των γεωγραφικών χαρτών Σελ. 8 Νίκος Κυρ. Τσέλλος | «Εσθλών απ΄εσθλά μαθησέαι, ην δε κακοίσι συμμισγής απολείς και τον εόντα νόον» Σελ. 13 Κατερίνα Παπαμιχαήλ – Ρήγα | Η Κου Σελ. 14 Θεοδώρα N. Βογανάτση | Λίγες σκέψεις…

Σελ. 16 Λάμπης Π. Παυλίδης | Οι ζουναράδες Διόρθωση Κειμένων Καλλιόπη Καλποδήμου Αντώνης Ζαραφωνίτης Φιλόλογοι Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο Παρασκευή Σκούρτη Ερμιόνη Αργολίδος, 210 51 Τηλ.: 27540 31523 Τηλ.: 210 4116650

Σελ. 18 Κωνσταντίνος Αρισ. Σκούρτης | Ωραίο μου μπακάλικο… Σελ. 20 Γιάννης Μ. Σπετσιώτης | Οι... δικές μας παροιμίες, γιατί στο χωριό μου λένε...(4ο) Σελ. 22 Παρασκευή Δ. Σκούρτη | Η Κασσάνδρα του μαντολίνου, του τραγουδιού, του… Πολιτισμού

Σχεδιασμός – Εκτύπωση – Βιβλιοδεσία ΑRTION ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 210 4831792

Σελ. 25 Δημήτρης Καπογιάννης, Απόλλωνας Γλύκας | Ερμιονίτες καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται

Διανέμεται δωρεάν

Σελ. 26 Επιτυχόντες στα Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι.

Σελ. 26 Έφη Βελέντζα-Λαδά | Νανούρισμα στην πόλη μας

Σελ. 27 Νέο βιβλίο | «Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης» Σελ. 27 Οι χαρές & οι λύπες μας Σελ. 28 Εν Ερμιόνη… Σελ. 30 Παρασκευή Δ. Σκούρτη, Σοφία Μέλλου – Τσαμαδού | Κολκοτσανοκεφτέδες


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Θ. ΓΚΑΤΣΟΣ

Ο φλόμος

To φυτό φλόμος

Ένας από τους πολλούς τρόπους ψαρέματος είναι και το ψάρεμα με φλόμο. Ο φλόμος κατά τους βοτανολόγους είναι ένα θαμνώδες και δηλητηριώδες φυτό, από το οποίο παράγεται μια υγρή ναρκωτική ουσία που κι αυτή ονομάζεται φλόμος, όπως και το φυτό που την παράγει. Η ουσία αυτή έχει την ιδιότητα να ζαλίζει τα ψάρια και γι αυτό ίσως απαγορεύεται η χρήση της μέχρι και σήμερα. Κατά τους βοτανολόγους επίσης, υπάρχουν 70 είδη φλόμου, ένα από τα οποία φύεται στο γειτονικό μας Δοκό σε μέρη απότομα, κρημνώδη, απάτητα ακόμα και από τα κατσίκια του Δοκού. Το ξερίζωμά του ήταν επικίνδυνο και ενίοτε θανατηφόρο. Θυμάμαι, ήμουν μικρό παιδί, τον τραγικό θάνατο του ψαρά Γεωργίου Πασχάλη, πατέρα του μακαρίτη φίλου Νίκα Πασχάλη και παππού του επίσης μακαριστού μητροπολίτη Σάμου Παντελεήμονος. Στην προσπάθειά του ο ατυχής ψαράς να ξεριζώσει φλόμο, έπεσε στο γκρεμό και σκοτώθηκε. Τον έφεραν στην Ερμιόνη στα Μαντράκια με τη βάρκα του τυλιγμένο σε μια κόκκινη τέντα. Τόση εντύπωση μου είχε προκαλέσει το γεγονός που το θυμάμαι ακόμη. Το ψάρεμα με φλόμο ήταν κουραστικό και δύσκολο, χρειαζόταν επιδέξιο ψαρά. Ο ένας εκ των δύο ψαράδων, συνήθως ο καραβοκύρης, ως πιο έμπειρος, έμπαινε στο πορτέλο της βάρκας και ο άλλος ήταν στα κουπιά. Πορτέλο της βάρκας λέγεται το στρογγυλό άνοιγμα της πλώρης στο οποίο μπαίνει ο ψαράς όταν πρόκειται να ψαρέψει με γυαλί. Το γυαλί είναι και αυτό όργανο ψαρικής. Είναι ένα δοχείο στρογγυλό ύψους περί τα 80εκ και διαμέτρου περί τα 50εκ και ως βάση έχει ένα προσαρμοσμένο χονδρό κρύσταλλο (γυαλί) από το οποίο πήρε και τ’ όνομά του. Ο καραβοκύρης ψαράς είναι μισός από την κοιλιά και κάτω μέσα στο πορτέλο κι επάνω σκυφτός, χωμένος μέσα στο γυαλί ερευνά τον πυθμένα της περιοχής στην οποία ψαρεύει. Όταν δει ψάρι (κυρίως μαυρόψαρο) να μπαίνει σε καμιά ρωγμή, αρχίζει η κυρίως επιχείρηση. Περιβάλλει τη ρωγμή με το δίχτυ του και κατόπιν χτυπά ένα κλαρί φλόμου στην πλώρη της βάρκας ώστε να βγει το ναρκωτικό υγρό του φυτού, το προσαρμόζει στο καμάκι του και το κατευθύνει στη ρωγμή που έχει καταφύγει το ψάρι. Το ψάρι ζαλισμένο από την οσμή του φλόμου πετάγεται από την ρωγμή και τυλίγεται στο δίχτυ προς μεγάλη χαρά του ψαρά, ο οποίος αργά και με προσοχή σηκώνει το δίχτυ. Αν κατά την περιγραφή του ψαρέματος με φλόμο έχει γίνει κάποια παράλειψη, ο φίλος Λάμπης ας μας το συγχωρήσει. Αναφορικά με την απαγόρευση του ψαρέματος με φλόμο ο μακαρίτης φίλος μας Γιάννης Μπούρλας ή Μπούζος μας διηγείτο ένα αστείο επεισόδιο. Σημειώνω ότι ο Γιάννης ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, στην υπηρεσία διώξεως λαθρεμπορίου και υπηρετούσε σ’ ένα από τα σκάφη της υπηρεσίας αυτής. Κύρια πρόσωπα στο επεισόδιο ήταν ο πατέρας του Γιάννη, (ο μπάρμπα Νικολός ο Μπούζος) και ο μπάρμπα Νικολός ο Βογανάτσης. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος ολιγόλογος και σκεπτικός. Ήταν επίσης ο λογιστής των ψαράδων στον οποίο ανέθεταν την τακτοποίηση των λογαριασμών τους μετά από το μακροχρόνιο ταξίδι τους στο εσωτερικό ή στην Μπαρμπαριά. Ο μπάρμπα Νικολός ο Βογανάτσης ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο να διηγείται, με τα καλαμπούρια του, πάντα αγαπητός στις παρέες του. Δε γνωρίζω αν υπάρχουν πλέον συγγενείς του ενός ή του άλλου εν ζωή. ερμιόνη 3


ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΙΑΣ Ο Γιάννης λοιπόν μου διηγείτο: Περιπολούσαμε στην περιοχή από Τσελεβίνια μέχρι Θερμήσι. Σε κάποια στιγμή βλέπω από μακριά μια ψαράδικη βάρκα. «Παιδιά» λέω στους συναδέλφους μου «η βάρκα αυτή είναι του πατέρα μου, πάμε κοντά να τους κάνουμε πλάκα». Σε λίγο ζυγώσαμε. Κατέβασα το πηλήκιό μου μέχρι τα μάτια για να μη με γνωρίσουν. Ο πατέρας μου έμεινε ακίνητος μέσα στο πορτέλο με το γυαλί του στα χέρια. Αντίθετα ο μπαρμπα-Νικολός ο Βογανάτσης έδειξε κάποια ανησυχία από την παρουσία μας. -Ε! Εσείς οι ψαράδες τι κάνετε? Ψαρεύετε με φλόμο; -Όχι! Πετάχτηκε ο μπαρμπα-Νικολός ο Βογανάτσης φοβισμένος. -Ε τότε ψαρεύετε με σκόνη (χλώριο) που κι αυτό απαγορεύεται. - Οχι γιέτ. Απάντησε με αρβανίτικη φιλοφρόνηση. - Πρέπει να κάνω έρευνα να δω αν λέτε αλήθεια! Είπα και μπαίνω στη βάρκα κατευθυνόμενος προς το αμπάρι της πρύμνης, στο μέρος που ο μπάρμπα Νικολός κρατούσε τα κουπιά. Καθώς πήγαινα προς τα εκεί βλέπω τον μπαρμπα- Νικολό φοβισμένο και γέλασα. Τότε με ανεγνώρισε. - Τι γιέ βρε κερατά, ε δε να πρέβε γκιακν; Μου είπε αρβανίτικα δηλαδή: «Εσύ είσαι βρε κερατά και μας έκοψες τα αίματα;» Και σκάσαμε όλοι στα γέλια. Τους προσφέραμε κονσέρβες από τις δικές μας, «σάρανε» το πανί (λατίνι) και κατ’ ευθείαν για τα Μαντράκια, όπου και στο αγκυροβόλι της βάρκας του πατέρα μου, τέλειωσε τη διήγησή του ο Γιάννης. Υστερόγραφο: Οφείλω χάριτας στο φίλο συνταξιούχο ναυπηγό και έμπειρο ερασιτέχνη ψαρά Γιώργο Κοτταρά για τις πληροφορίες σχετικά με το θέμα. Είναι γνωστό ότι ο Γιώργος κατασκεύασε διαφόρων τύπων σκάφη και έχω τη γνώμη ότι θα πλούτιζε την τοπική ναυπηγική τέχνη αν δεν είχε συνταξιοδοτηθεί τόσο πρόωρα. 4 ερμιόνη

Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και οι πέντε ιστορικές γραπτές μαρτυρίες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα (2ο μέρος συνέχεια από το 11ο τεύχος) Η τρίτη γραπτή πηγή είναι το «Σιγίλλιον» του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Γ΄, με τον οποίον επικυρώνεται η σταυροπηγιακή αξία «του εν τη επαρχία Ναυπλίου και Άργους και μεταξύ των χωρίων Κρανίδι και Καστρί κειμένου μοναστηρίου των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού» (του έτους 1720). Το σιγίλλιο αυτό φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη των Παρισίων και δημοσιεύτηκε από τον Δ. Α. Ζακυθηνό, στο περιοδικό «Ελληνικά» τ. Β΄ (1929). Αντίγραφο αυτού υπάρχει κορνιζαρισμένο εντός της Μονής. Η τέταρτη γραπτή πηγή είναι το Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα, επί πατριαρχίας Σωφρονίου, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1776 από την Πατριαρχική Σύνοδο και τον οικείο Μητροπολίτη Ναυπλίου Νικόδημο. Το προαναφερόμενο πατριαρχικό γράμμα βρέθηκε στα αρχεία της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και απευθύνεται στους πατέρες (μοναχούς) της Μονής των Αγίων Αναργύρων, στους προεστώτες και γέροντες της περιοχής και τους χριστιανούς της Ερμιόνης και των γύρω χωριών. Αρχικά αναφέρονται οι πληροφορίες κάποιας κοινής και έγγραφης αναφοράς των πατέρων της Μονής και των προεστώτων της επαρχίας του Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδας) προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και παράλληλα τονίζεται ότι το Μοναστήρι είχε περιέλθει σε άθλια κατάσταση, ύστερα από την αρπαγή και απώλεια όλων των μοναστηριακών πραγμάτων, με τη μερική οικειοποίηση κτημάτων της Μονής από κάποιους «ιερόσυλους». Για τούτο η Πατριαρχική Σύνοδος τοποθέτησε ηγούμενο και επιστάτη, το έτος 1776, τον προηγούμενο της Μονής Μεγίστης Λαύρας, Ιερομόναχο Θεοδόσιο, άνδρα ευλαβή και έμπειρο, ώστε να ανορθώσει το Μοναστήρι και να το αποκαταστήσει στην παλιά του μορφή και αίγλη. (Ησαΐα Ιωάννη, Ιστορικές σελίδες του Δήμου Ερμιόνης και των Δημοτικών Διαμερισμάτων Ηλιοκάστρου και Θερμησίας, σελ. 308 έως 309). Η πέμπτη γραπτή μαρτυρία: Τον Μάρτιο του 1798 έγινε η τελευταία ανανέωση της σταυροπηγιακής προνομίας της Μονής από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Το πατριαρχικό αυτό γράμμα βρισκόταν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα στη Μονή Προφήτου Ηλιού Ύδρας, όπως αναφέρει ο Κρανιδιώτης Ιωάννης Βασιλείου στο βιβλίο του «Η Ερμιονίς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς». Από τότε μέχρι σήμερα δε γνωρίζουμε το χώρο φύλαξης και αναζήτησης αυτού και παραμένει ανέκδοτο. Την προαναφερόμενη χρονική περίοδο ο εθνομάρτυρας Πατριάρχης ανανέωσε τα σταυροπηγιακά προνόμια όλων των μοναστηριών, που συνδέονταν με τον Οικουμενικό Θρόνο για λόγους πνευματικούς, ηθικούς, εθνικούς αλλά και οικονομικούς. Είναι γνωστή η εγκύκλιος του


ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΙΑΣ

Πατριάρχη σ’ όλα τα σταυροπηγιακά μοναστήρια ν’ ανανεώσουν την πατριαρχική εξάρτηση, αποστέλλοντας στο Πατριαρχείο το τελευταίο πατριαρχικό σιγίλλιο. Μετά τη συγκέντρωση των παλαιών πατριαρχικών σιγιλλίων απελύθησαν τα νέα ανανεωτικά και ομοιότυπα σιγίλλια του Γρηγορίου Ε΄ (πρώτη πατριαρχία) προς τα μοναστήρια, ενώ τα παλαιά, που είχαν συγκεντρωθεί διέρρευσαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Το γεγονός όμως ότι βρέθηκε το σιγίλλιο του Ιερεμίου του Γ΄ για τη Μονή των Αγίων Αναργύρων στη βιβλιοθήκη των Παρισίων, επαληθεύει τη μαρτυρία ότι υπήρχε και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα φυλάσσονταν στη Μονή Προφήτου Ηλιού Ύδρας το νέο σιγίλλιο του Γρηγορίου Ε΄ (1798). Μεταξύ των διατάξεων των ανανεωτικών σιγιλλίων σημειώνονταν ότι η Μονή απαλλάσσονταν από κάθε εξαρχική εξουσία, με την υποχρέωση να αποστέλλει χρηματικό ποσό ως ετήσιο δικαίωμα στον Οικουμενικό Θρόνο και ταυτόχρονα αποστέλλονταν απόδειξη εξοφλητική (Αναγραφή των πατριαρχικών επικυρωτικών γραμμάτων από τον Πατριάρχην Γρηγόριον Ε΄, δημοσίευσε ο Περικλής Ζερλέντης στο περιοδικόν «Ο Νέος Ποιμήν», τεύχος 1ον, 1920). Μάλιστα για το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε καθορίσει με το προαναφερόμενο σιγίλλιο (1798) ετήσια εισφορά μόνο 26 γρόσια, επειδή τη χρονική αυτή περίοδο βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Εκτός των άλλων πιθανολογείται ότι το σιγίλλιο αυτό ίσως φυλάσσεται σε κάποιον άλλο αρχειακό χώρο της Ύδρας, όπως ακριβώς βρέθηκε τελευταία στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας το ανέκδοτο σιγίλλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (1797) της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου (Φανερωμένης) Ύδρας. Αυτές είναι οι πρώτες γραπτές και σημαντικές μαρτυρίες για την παλαίφατη Μονή των Αγίων Αναργύρων Μονή Αγ. Αναργύρων. Το εσωτερικό του τρισυπόστατου ναού. Πίνακας: Νάντια Αντωνακάτου Ερμιόνης.

ερμιόνη 5


ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ

Ερμιόνη ή Καστρί Η μαρτυρία των γεωγραφικών χαρτών

Η πρόσφατη έκδοση σε καλλιτεχνικό Ημερολόγιο τοίχου 2012 μεγάλου σχήματος (50Χ65 εκ.) δώδεκα χαρτών της Πελοποννήσου του 16ου-18ου αιώνα από το Συλλέκτη και καλλιτεχνικό τυπογράφο Γεώργιο Κωστόπουλο, σε συνδυασμό με την επισκόπηση της μεγάλης Συλλογής παλαιών χαρτών του αείμνηστου Β. Κωνσταντακόπουλου στο Τουριστικό Συγκρότημα «Costa Navarino» και δύο ακόμη παλιών χαρτών (1609 και 1674) της Συλλογής του γιατρού Παναγιώτη Σουκάκου (σελ. 59 και 43 του ωραίου Καταλόγου της σύγχρονης έκθεσης) με οδήγησαν να ερευνήσω το θέμα της παρουσίας του ονόματος ΚΑΣΤΡΙ σε αυθεντικά «ντοκουμέντα» των περασμένων αιώνων. Πρώτη γενική διαπίστωση σε κανένα παλαιό χάρτη από το 1590 έως το 1785 που ελέγξαμε (25 χάρτες) δεν συναντούμε το όνομα Καστρί. Σε όλους ανεξαιρέτως τους χάρτες αυτούς η Ερμιόνη αναγράφεται ως HERMIONE (ενδιαφέρουσα η παρουσία και άλλων γειτονικών τοπονυμίων, Thermisia, Pronos, Ilei, Mazetes (Μάσης), Halice (Αλιείς), Scyllaeum κ.α.). Επομένως η πληροφορία του Ι. Ησαΐα, Ιστορικές Σελίδες (2005) ότι «τον 14ο αιώνα παρουσιάζεται στις πηγές το όνομα «Καστρί» από το οχυρωματικό περιτοίχισμα στην χερσόνησο «Μπίστι» (σελ. 23) και ότι «από τον Hopf μαθαίνουμε ότι το Καστρί το 1311 βρισκόταν κάτω από την δικαιοδοσία του Γουλιέλμου, γαλλικής καταγωγής, που το κληρονόμησε κατόπιν η αδελφή του Βεατρίκη» (σελ 115) δεν επιβεβαιώνεται τουλάχιστον από τους χάρτες του 16ου αιώνα και μετά. Γεγονός ωστόσο είναι ότι το ΚΑΣΤΡΙ εμφανίζεται συχνά (αλλά όχι αποκλειστικά) στα προεπαναστατικά χρόνια, στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και ως το 1830 τουλάχιστον. Σημαντικές μαρτυρίες: οι αγωνιστές του 21 αδελφοί Μητσαίοι αποκαλούνται και «Καστριώτες» - σε ανταπόκριση από την Ελλάδα μέσω Βιέννης στην Γαλλική εφημερίδα L’Etoile της 4 Μαΐου 1827 αναγράφεται «Υπάρχουν αυτή την στιγμή δύο Εθνικές Αντιπροσωπείες στην Ελλάδα, η μία στην Αίγινα και η άλλη στο Καστρί (την αρχαία Ερμιόνη) - σε χάρτη της Συλλογής Κωνσταντακόπουλου “Carte de la Moree execute en 1829-1831 par general Pelet, Paris 1832” στη θέση της Ερμιόνης διακρίνουμε καθαρά Kastri / Hermione ! Το θέμα μένει να διερευνηθεί πλατύτερα, πρώτον ως προς τις παλαιότερες πηγές πλην των χαρτών για τον 14ο αιώνα και μετά, και δεύτερον για προεπαναστατικά και επαναστατικά (1821-1830) έγγραφα.

6 ερμιόνη


ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ

Χάρτης Ν1: Χάρτης της Ελλάδας του Pierre di Val, Παρίσι 1674 (Συλλογή Π. Σουκάκου). Απόσπασμα. Διακρίνεται καθαρό το τοπωνύμιο Hermione.

Χάρτης Ν2: Χάρτης του Μοριά (de la Moree) του στρατηγού Pelet, Παρίσι 1832 (Συλλογή Β. Κωνσταντακόπουλου). Απόσπασμα. Ο μόνος γνωστός χάρτης των επαναστατικών χρόνων, όπου και οι δύο ονομασίες ΕΡΜΙΟΝΗ και ΚΑΣΤΡΙ.

ερμιόνη 7


ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

«Ἐσθλῶν ἀπ ΄ἐσθλὰ μαθήσεαι, ἢν δέ κακοῖσι συμμισγῆς ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον» (Θέογνις, ποιητής των Αρχαϊκών χρόνων)

(Από τους καλούς, μαθαίνεις καλά πράγματα. Αν όμως ανακατεύεσαι με κακούς, χάνεις και τον δικόν σου νου) Την Πρώτη τάξη του Δημοτικού σχολείου, την τελείωσα στο Βαλτέτσι. Ήταν ένα κλασσικό ορεινό Διθέσιο σχολείο, που λειτουργούσε κατά τους θερινούς μήνες, αφού τα παιδιά προερχόμασταν από νομαδικές οικογένειες. Μέχρι τις πρώτες ημέρες του Νοέμβρη, οι οικογένειές μας μετακινούνταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά τους, οπότε τα μαθήματα διακόπτονταν και το σχολείο έκλεινε. Ξανάνοιγε πάλι με τον ερχομό της άνοιξης. Γύρω τ’ Αγιωργιού, που οι οικογένειές μας ξαναγύριζαν στα ‘’βουνά’’, όπως λέγαμε και λέμε. Το σχολικό έτος, άρχιζε στις 20 ή στις 21 Αυγούστου, ανάλογα, αν έπεφτε Κυριακή στις 20. Τα μαθήματα διεξάγονταν μέχρι τέλος Οκτώβρη ή αρχές Νοέμβρη. Ακολουθούσε η αναγκαστική χειμερινή διακοπή των μαθημάτων και της λειτουργίας του σχολείου, μέχρι την άνοιξη. Τότε συνέχιζαν τα μαθήματα και στις 6 Αυγούστου (του Σωτήρος), είχαμε την λήξη του σχολικού έτους. Μεσολαβούσε το διάστημα των θερινών μας διακοπών. Ήταν και το πανηγύρι στο χωριό, τρείς ημέρες (τρία ημερόνυχτα όλο κλαρίνα και χορό), το Δεκαπενταύγουστο… Και στις 20 ή 21 Αυγούστου συνεχίζαμε, στην επόμενη τάξη. Εφ’ όσον είχαμε εξασφαλίσει βέβαια, οι περισσότεροι, ένα πέντε (5) ή έξι (6), ως βαθμό προβιβασμού. Στη Δεύτερη τάξη, άρχισα τα μαθήματα στο Βαλτέτσι και στη συνέχεια κατά τον Νοέμβρη, πήρα μεταγραφή για το Διθέσιο (τότε) Δημοτικό σχολείο Θερμησίας. Ήταν πλησιέστερο στον τόπο κατοικίας μας, στην Αχλαδίτσα (Δάρδεζα), αντίκρυ και στα βόρεια της σκάλας Μεταλλείων. Το λεωφορείο, από Ερμιόνη προς Θερμησία, πέρναγε κατά τις 6:30 το πρωί. Το κουδούνι χτύπαγε στις 8:15. Χειμώνας… Κρύο… Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, καθόμουνα στο μαγαζί, μπακάλικο-ταβέρνα, που είχαν τα πρώτα μου ξαδέρφια, ο Κώστας Μπαντζάνης και η σύζυγός του Γεωργία (της θεια-Καλλιρόης). Ήτανε όμως, πολλές οι ώρες της αναμονής. Με έπαιρνε κι ο ύπνος στην καρέκλα, δίπλα στη σόμπα... Πήγα δύο-τρείς φορές με το λεωφορείο. Μετά, τέρμα το λεωφορείο. Πήγαινα με τα ‘’πόδια’’. Συν τω χρόνω, γνωρίστηκα με τους καινούργιους συμμαθητές μου. Άλλωστε οι πιο πολλοί, ήσαν Βαλτετσιώτες. Κατά τη διαδρομή προς το σχολείο, συναντούσα και άλλα παιδιά. Το Φώτη, το Βασίλη, τον Αντώνη, τον Κώστα και πηγαίναμε παρέα στο σχολείο. Έτσι, πέρα-δώθε, κάθε ημέρα, γίναμε καλοί φίλοι. Αργούσαμε και καμιά φορά να πάμε στο μάθημα, αφού παίζαμε στη διαδρομή, και για να μην τρώμε ξύλο από το δάσκαλο, δεν μπαίναμε ούτε στο προαύλιο του σχολείου. Μάλλον δε φθάναμε καθόλου στο Θερμήσι. Είχε και πολλές βροχές εκείνη τη χρονιά. Κατέβαζε συνέχεια το Ρορό. Για το λόγο αυτό, δε μπορούσαμε να περάσουμε από τον επάνω δρόμο, από το τυροκομείο του Συνεταιρισμού. Βέβαια, ούτε σκέψη να πάμε από τον κάτω δρόμο, τον κεντρικό με τη γέφυρα. Μας ερχότανε μακριά. Μεγάλος κύκλος, βλέπεις. Έτσι, βολευόμασταν να συνεχίζουμε το παιχνίδι όλη την ημέρα. Πηγαίναμε στη λίμνη για ψάρεμα… Προς το Κάστρο για πουλιά… Τέτοια. Είχαμε φυτέψει και ένα μποστανάκι, μέσα στο χτήμα του Φώτη και του Βασίλη, που είχε και νερό. Με ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια. Τέτοια. Χορτάσαμε παγωτά την άνοιξη! Γιατί τα προϊόντα μας, τα πουλάγαμε και είχαμε και εισπράξεις. Μια φορά, χωρίς να καλοσκεφτώ τις συνέπειες, πήρα λίγες ντομάτες και κάτι αγγουράκια και τα πήγα στους γονείς μου. Θερίζανε τότε, μια ώρα ανήφορος από το μποστάνι μας. Μόλις έφτασα, τους λέω με χαρά και με καμάρι: – Έφερα ντομάτες και αγγούρια, να φτιάξουμε σαλάτα! Η απάντηση όμως, ήταν μια ερώτηση καταπέλτης. 8 ερμιόνη


ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

– Πού τα βρήκες; Τι να απαντήσω εγώ, τώρα! Ότι είναι από το μποστάνι που καλλιεργούμε με το Φώτη, το Βασίλη και τους άλλους; Και τι θα τους έλεγα αν με ρωτούσαν, και δικαίως: «Καλά, δεν πάς στο σχολείο; Μποστάνια καλλιεργείς;» Οπότε, τσιμουδιά! Η επόμενη ερώτηση όμως, ήταν να χωθώ κάτω απ’ τη γης. – Από πού τα πήρες; Πάλι τσιμουδιά. Αφού ‘’έφαγα’’ μερικές, ξεγλίστρησα και απομακρύνθηκα. Δεν είχε και κανείς τους κουράγιο να με κυνηγήσει για να με ξαναπιάσει, αφού θέριζαν μεσ’ τον ήλιο όλη την ημέρα. – Να τα πάρεις και να πάς να τα δώκεις του ανθρώπου που τα πήρες, γιατί, θα τα κλαίει!

θημα, όπως θυμάμαι. Είχα ξεμάθει εντελώς, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι στην αρχή του σχολικού έτους και όσο πήγαινα σχολείο στο Βαλτέτσι, είχα συναγωνισμό με την Παναγιούλα Μητσοπούλου (από τα κοφτερότερα μυαλά που έχω συναντήσει στη ζωή μου) ποιός από τους δυο μας θα διαβάσει καλλίτερα το παρακάτω μάθημα. Με περισσότερο χρώμα και καλλίτερη ροή, χωρίς κομπιάσματα. Μόνο εμάς τους δύο έβαζε εκείνος ο δάσκαλος, να διαβάζουμε το παρακάτω μάθημα. Τέλος πάντων, τέλειωσαν τα μαθήματα εκείνης της ημέρας στο σχολείο στο Θερμήσι, χτύπησε το κουδούνι, πήραμε τις σάκες μας και ετοιμάστηκα να φύγω, όπως όλα τα παιδιά. Μόλις βγήκα στον προθάλαμο, με φώναξε ο Διευθυντής. Πήγα στο γραφείο του και μου έδωσε έναν φάκελο κλειστό. Ένα γράμμα.

– Μην το χάσεις! Να το δώσεις του πατέρα σου. Μού είπε αυστηρά. Ούτε που πήγε ο νους μου, τι να έγραφε Το βράδυ, μετά το φαγητό, Τα πήρα και εγώ, με την έδωσα το φάκελο στον πατέρα μου. ουρά στα σκέλια, πάει η χαρά – Μού το έδωσε ο Δάσκαλος, του και το καμάρι μου, και κατευλέω. θύνθηκα προς το Θερμήσι. – Για φέρ’ το ‘δώ. Τι να λέει άραΤάχα, πως θα τα επιστρέψω γες; Το πήρε και άνοιξε το φάκελο. στη θέση τους. Από εκεί που Σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί κάτι τα πήρα. Πέρασα τις «Βεζυείχε γράψει ο δάσκαλος. Το διάβασε ρόρραχες», κάθισα σε μια ο πατέρας μου! Με κοίταξε! Το ξαναμεριά με πολύ ωραία θέα, τα διάβασε! Με ξανακοίταξε! Ξανάβαλε Η κυρα-Κατίνα, σπουδάστρια του Ραλλείου Διδασκαλείου σκούπισα με το μπλουζάκι το χαρτάκι στο φάκελο, τον τοποΠειραιά, με τις φίλες της. μου και τα ‘φαγα όλα. Το θέτησε στα χαρτιά του (όπου κανείς βράδυ με ρωτήσανε αν τα επέστρεψα και με συμβούλεψαν άλλος δεν είχε δικαίωμα πρόσβασης) και συνέχισε να να μην το ξανακάνω, γιατί πηγαίνω στο σχολείο να μάθω ασχολείται με δουλειές που συνήθιζε να κάνει τα βράδια γράμματα κι όχι να μαζεύω και να παίρνω πράγματα μετά το φαγητό και πριν κοιμηθούμε. Δεν είπε τίποτα άλλων ανθρώπων. για το γράμμα. Την άλλη ημέρα το πρωί, ετοιμάστηκα να Κόντευε να τελειώσουν τα μαθήματα, είχανε πιάφύγω για το σχολείο, όπως έκανα κάθε ημέρα, γύρω στις σει και οι ζέστες, είχαν ξεβγεί και τα μποστανικά μας… 7:00. Φοβόμασταν και τα φίδια στη λίμνη και στους λόγγους, – Μη φεύγεις, μου λέει ο πατέρας μου, θα πάμε με το για ψάρεμα ή κοτσύφια. Επιθυμήσαμε και τους άλλους άλογο. Έχω και εγώ μια δουλειά στο Θερμήσι. Ευγενισυμμαθητές μας… Και έτσι, μια ημέρα πήγαμε στο σχοκός, όπως πάντα, όταν είχε να αντιμετωπίσει αδύναμες λείο, μπήκαμε και στο μάθημα. Ούτε να συλλαβίσω δεν περιπτώσεις. Αντιθέτως δε, όταν αντιμετώπιζε ισχυρές μπορούσα, όταν με έβαλε ο δάσκαλος να διαβάσω το μάπεριπτώσεις ήταν μαχητικότατος, σε συνδυασμό με μία ερμιόνη 9


ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ καταπληκτική ευελιξία. Τέτοια, όπως όταν χόρευε τον τον πατέρα μου καλαμπουρίζοντας, χαμογέλασε με αρκετή αγαπημένο του χορό, το τσάμικο. ικανοποίηση, αλλά κάποια στιγμή αγρίεψε. – Το μεσημέρι με το καλό, έρχεσαι μοναχός σου. Δε θα μείνω και πολλές ώρες εκεί. Ακόμα, δεν είχα πάρει – Μα, το …. (και έδωσε έναν χαρακτηρισμό) να μου το χαμπάρι τίποτα. Απλά περίμενα, να τελειώσει με τις πρωπει τελευταία στιγμή! Πού ήτανε τόσους μήνες! Κι αν εσύ ινές δουλειές του. Κάποια στιγμή, τον βλέπω και πιάνει είχες κιόλας πάρει στραβό δρόμο; Μικρό παιδάκι ήσουένα αρνί. Του δένει τα πόδια και το βάζει σε ένα ταγάρι. να! Τι θα γινότανε; Δεν αισθανόταν καμία ευθύνη για τα Φορτώνει το ταγάρι με το αρνί στο άλογο και μου λέει: παιδιά του κοσμάκη; Το κάθε παιδί! Ίσα για να παίρνει το – Έλα, ανέβα στο άλογο, φεύγουμε. Και πάλι εγώ δεν μισθό του ενδιαφερότανε; Αλλά και πάλι καλά που τον είχα καταλάβει το παραμικρό. Φτάνουμε στο Θερμήσι και ‘’φώτισε’’ μέχρι εκεί! Δόξα τω Θεώ! Παναγίτσα μου! Και κατευθυνόμαστε προς το σχολείο. «Δε θέλει να περπαέκανε το σταυρό του. τήσω πολύ, μήπως και κουραστώ», σκέφτηκα με Με αυτό το εξάρι (6), ικανοποίηση.Φτάνουμε στη ξαναγράφτηκα το καλοκαίδυτική πλευρά του σχορι στο Βαλτέτσι, για την λείου, ξεπεζεύει, δένει το Τρίτη τάξη. Παρακολούθηάλογο και κατεβάζει και το σα τα μαθήματα μέχρι τ’ Άϊ ταγάρι με το αρνί. – Δημητριού και ακολού– Έλα, κατέβα τώρα, μου θως πήρα μεταγραφή για λέει. Μια και δυο, μπροτο Δημοτικό σχολείο της στά ο πατέρας μου με το Ερμιόνης. αρνί στο ταγάρι, πίσω εγώ, Είχε ήδη παρθεί και μπαίνουμε στο προαύλιο. απόφαση από την οικογέΜε έλουσε κρύος ιδρώτας. νεια, να ανοίξει μπακάλικο Ντρεπόμουνα κιόλας και τα (παντοπωλείο) ο μεγάλος άλλα παιδιά… Κατ’ ευθείαν μου αδελφός ο Γιάννης, στο γραφείο του Διευθυντή στο ιδιόκτητο κτίριο όπου ο πατέρας μου. Ακολουθούκαι σήμερα κατοικούμε. σα και εγώ. Η συζήτηση, Έτσι, υπήρχε η δυνατόή μάλλον ο σχεδόν μονότητα να διαμένω και εγώ λογος, ολιγόλεπτος και στην Ερμιόνη μαζί με τον κοφτός. αδελφό μου και να παρακο– Καλημέρα, δάσκαλε! λουθώ τα μαθήματα, αντί – Καλημέρα, μπαρμπανα τρέχω στη λίμνη του Κυριάκο. Θερμησιού για ψάρεμα, – Και δε μου το ‘λεγες είτε στο Κάστρο για κονωρίτερα, Χριστιανέ μου! τσύφια, είτε να καλλιεργώ Κάτι απάντησε ο δάσκαλος μποστανικά! και αμέσως Η Τρίτη τάξη του εξατα– Τέλος πάντων. Σου ξίου Δημοτικού σχολείου Το βιβλίο που της είχε δοθεί ως βραβείο, επειδή αρίστευσε στις εξετάσεις, τα ‘φερα και τα δύο! Όποιο Ερμιόνης, έκανε μάθημα κατά τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 1932-33. θέλεις κράτα, όποιο θέλεις στην δυτική από τις δύο πέρνα. Και καλό καλοκαίρι! Άφησε ο πατέρας μου το ταγάμεγάλες, συνεχόμενες αίθουσες με τη φυσαρμόνικα. ρι με το αρνί στο γραφείο κι έφυγε, χωρίς άλλη κουβέντα. Καμιά σαρανταπενταριά παιδιά στην τάξη. Δασκάλα, η Έμεινα σύξυλος. Εκείνη την ώρα κατάλαβα τι είχε συμβεί αείμνηστη κυρα- Κατίνα Βρεττού-Σπετσιώτη. Άλλο σχοκαι τι έγραφε το γράμμα που πήγα χθες στον πατέρα μου! λείο, άλλη κοινωνία και κοινωνική δομή, άλλα παιδιά. Περίπου: « Ή μου φέρνεις ένα αρνί, μπαρμπα-Κυριάκο, ή Άλλες συμπεριφορές, άλλες αντιδράσεις. Εγώ βέβαια, δεν ο γιός σου θα μείνει στην ίδια τάξη». έπαυσα να είμαι ένα ατίθασο με τα μαθήματα και συχνά σκληρό με τους συμμαθητές μου παιδί. Προσπάθησα στην Έτσι, ο δάσκαλος πήρε το αρνί και εγώ πήρα το δεύτεαρχή να ακολουθήσω, ως προς την παρακολούθηση των ρο μεγαλοπρεπές εξάρι μου (6) και προβιβάστηκα στην μαθημάτων, την ίδια τακτική όπως και τον προηγούμενο Τρίτη τάξη. Όταν, μετά από κάποια χρόνια (στις τελευταίες χρόνο στο Θερμήσι. Διαπίστωσα όμως πολύ γρήγορα, τάξεις του Γυμνασίου), συζητούσαμε την περίπτωση με ότι ήταν ανέφικτο, αφού ούτε αντίστοιχες παρέες εύ10 ερμιόνη


ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ ρισκα, ούτε ο χώρος (η διαμόρφωση του οικισμού της πρωταγόρασα. Γιατί εν τω μεταξύ, αφού δεν τα είχα ‘’ντύΕρμιόνης) το επέτρεπε. Είναι πολύ συνεκτικός, βλέπεις. σει’’, είχαν ‘’φύγει’’ τα εξώφυλλα και κάποια από τα πρώτα Όχι διάσπαρτος. Και μάλιστα δεν τον γνώριζα καθόλου. εσωτερικά φύλλα. Οπότε είχαν καταντήσει οκτάφυλλα ή Βρήκα όμως μία ενδιάμεση λύση. Με δικαιολογία προς τη ίσως και εξάφυλλα, χωρίς εξώφυλλα). Όσο ζύγωνα, τόσο δασκάλα ότι πηγαινοέρχομαι στην Δάρδεζα, δεν παρακοκαι άρχιζε να «σκοτεινιάζει» γύρω μου, αφού ήξερα καλά λουθούσα τα απογευματινά μαθήματα. Κάτι ήταν κι αυτό τι με περίμενε. Φθάνω στην έδρα. σα συνέχεια. Αλλά ούτε και αυτό κράτησε για πολύ. – Τα τετράδιά σου! Μου λέει με το αυστηρό της ύφος η Την πρώτη φορά που θα παρακολουθούσα απογευδασκάλα μας. Προτείνω και εγώ, με στόχο να τα ακουμπήματινό μάθημα (πρέπει να ήταν τέλη Νοέμβρη ή αρχές σω στην έδρα, τα «ίχνη» τετραδίων που είχα στα χέρια Δεκέμβρη), μας είπε η κυρα-Κατίνα μόλις σχολάγαμε το μου. Μόλις τα είδε, και πριν τα ακουμπήσει, αναφωνεί: μεσημέρι, ότι το απόγευμα θα μας έλεγχε τα τετράδια της αριθμητικής και της γραμματικής. Με έκοψε κρύος ιδρώ– Τι είναι αυτά! Με τον αυστηρότερο τόνο. Τους «δίνει τας όταν το άκουσα. Είχα κάποιες εβδομάδες να γράψω μία» με τη βέργα και τα εξοβέλισε από τα χέρια μου. Μακαι η ‘’βέργα’’ της, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη εμπειρία. κριά! Και ταυτόχρονα σηκώθηκε και κατέβηκε από την Ζήτησα από συμμαθητές μου και μου έδωσαν τα τετράδιά έδρα. τους για να τα αντιγράψω. Αν θυμάμαι καλά, – Άνοιξε τα χέρια από τον Άγγελο τον σου! Και ακολούθησε Οικονόμου που είμαότι, κατά τα ειωθότα της στε και γείτονες και το διδακτικής τακτικής Σταμάτη Μπενάρδο. της εποχής, ακολουθούΉταν άριστοι μαθησε σε τέτοιες περιπτώτές και οι δυο τους. σεις. Μόλις ολοκληΟ Σταμάτης, βέβαια, ρώθηκε η διαδικασία, ήταν ο καλύτερος και με τα χέρια μου στις συνεχώς ο πρώτος μασχάλες κατευθύνθηστην τάξη μας, μέχρι κα προς το θρανίο μου. και την Πέμπτη τάξη Ούτε που κοίταξα να του Γυμνασίου. Στην μαζέψω τα «τετράδιά» Έκτη τάξη, πήγε στην μου. Η δασκάλα μας Αθήνα. Κάθισα λοιπόν όμως, πριν καλέσει τον στην ταρατσούλα, επόμενο μαθητή για απέναντι από το σπίτι έλεγχο, πήγε, μάζεψε τα του Σταμάτη. Εξείχε «τετράδιά» μου και τα Η κυρά Κατίνα στην τάξη της στις αρχές της δεκαετίας του 60 λίγο, περίπου μισό έβαλε μαζί με τα άλλα Φώτο: Στέφος μέτρο, πάνω από τον χαρτιά της επάνω στην δρόμο, που πάμε προς την Παναγίτσα. Το ισόγειο αυτό έδρα. «Ώχ! σκέφτηκα. Θα τα πάει στον αδελφό μου και θα κτιριάκι, το χρησιμοποιούσαν σα βοηθητικό χώρο για το έχουμε και δεύτερη παρτίδα το βράδυ». χασάπικό τους, που ήταν σχεδόν απέναντι, τα ξαδέλφια μου Γιώργος, Κώστας και Τάσος Τσέλλος. Έπιασα λοιπόν Σχολάσαμε εκείνο το απόγευμα, περάσανε και κάποιες όλο το μεσημέρι, από τις 12:30 έως τις 2:00, και έγραφα ημέρες χωρίς να έχω την παραμικρή ένδειξη ότι είχε μανιωδώς για να προλάβω. Τι να προλάβω… Και τι, πραενημερωθεί ο αδελφός μου ο Γιάννης ή οι γονείς μου και σινάλογα. Ευτυχώς, δεν έβρεχε εκείνη την ημέρα. Ήταν ξέχασα και τα τετράδια και το περιστατικό. Η δασκάλα καλός ο καιρός. Λιακάδα. Τι είδους γράμματα έκανα και μας όμως, δεν είχε ξεχάσει. Τρίτη ή τέταρτη ημέρα, μόλις αν διαβάζονταν, ακόμα και από εμένα τον ίδιο και πόσα χτύπησε το κουδούνι για ένα διάλειμμα και όλοι ορμήπρόλαβα να γράψω, μη με ρωτάτε. Τέλος πάντων. Πήγασαμε στην πόρτα να προλάβουμε να παίξουμε, ακούω την με στο σχολείο για το απογευματινό μάθημα και κάποια αυστηρή φωνή της: στιγμή ήρθε η ώρα του ελέγχου των τετραδίων. Πρέπει να ήμουν ο τρίτος ή ο τέταρτος μαθητής που ελέγχθηκε. – Τσέλλος! Έλα εδώ. «Και στο διάλειμμα ακόμα!» σκέφτηκα. Ζύγωσα με περίσσεια φόβου. – Τσέλλος! Ακούστηκε η στεντόρεια και μεταλλική – Ορίστε τα τετράδιά σου. Μου λέει με ζεστή φωνή και φωνή της κυρα-Κατίνας. Πήρα και εγώ τα τετράδιά μου μητρικό ύφος. και κατευθύνθηκα προς την έδρα της δασκάλας. (Δύο δω– Και να πάρεις καινούργια. Και να τα ‘’ντύσεις’’. Με το δεκάφυλλα με λεπτό εξώφυλλο. Έτσι βέβαια ήταν όταν τα ίδιο ύφος. ερμιόνη 11


ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ – Και να γράφεις τα μαθήματα της κάθε ημέρας! Συνέχισε με το αυστηρό, πάλι, ύφος της. Στη συνέχεια, με συμπεριέλαβε σε ομάδα με τους άριστους των μαθητών της τάξης, για την εκτέλεση ομαδικών εργασιών όπως τα γύψινα ανάγλυφα της Ερμιονίδας και της Αργολίδας, καθώς και το τετραγωνικό μέτρο αργότερα, με σχοινάκια καρφωμένα σε ξύλινες πήχες. Οι συμμαθητές μου αυτοί, προέρχονταν από οικογένειες της Ερμιόνης σημαντικά ανώτερου οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου. Τις εργασίες αυτές, τις εκτελούσαμε κυρίως στο σπίτι της Νέλης Φοίβα, με πλουσιοπάροχη περιποίηση από την κυρα-Πελαγία, τη μητέρα της, κάθε φορά. Πέρασε ο καιρός και ήρθε η ώρα των ελέγχων, κατά τα Χριστούγεννα. Μόλις πήρα τον έλεγχο στα χέρια μου, γούρλωσα τα μάτια μου! ΟΚΤΩ (8)! Σε όλα τα άλλα μαθήματα, τα γνωστά μου εξάρια και Αριθμητική: ΟΚΤΩ (8)! Δεν είχα ξαναδεί οκτώ (8) σε επίδοσή μου στα μαθήματα, μέχρι τότε! Τώρα, πόσο έσκυψε, και πόσο έψαξε η κυρά-Κατίνα στα ‘’τετράδια-πατσαβούρες’’ που τα μάζεψε από το πάτωμα και τα πήρε μαζί της στο σπίτι της και τι διέκρινε ανάμεσα στις μουντζαλιές και τα ορνιθοσκαλίσματά μου, και το κράτησε και το αντάμειψε με οκτώ(8); Ένας Θεός ξέρει! Και ας είχε και τα άλλα, περισσότερα από σαράντα, παιδιά στην τάξη της. Ας την αναπαύει ο Κύριος στην αιωνιότητα! Εμένα μου άλλαξε δια μιας και δια βίου τη στάση και τη συμπεριφορά μου, τουλάχιστον ως προς την πορεία μου στον τομέα της εκπαίδευσής μου. Όλα εξάρια (6) και αριθμητική ΟΚΤΩ (8)! Άρα, είμαι καλός στην αριθμητική! Ήταν το άμεσο συμπέρασμα. Και αφού είμαι καλός, μπορώ να γίνω και καλλίτερος. Και όχι μόνον στην αριθμητική! Η επόμενη και αποφασιστική σκέψη. Τελικά, το ΟΚΤΩ (8)!!! της αριθμητικής στον έλεγχο, εξελίχθηκε και σε βαθμό προβιβασμού μου, για την Τετάρτη τάξη! Αργότερα, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια όταν σπούδαζα στο Πολυτεχνείο, όταν τη συναντούσα και της απηύθυνα τον δέοντα χαιρετισμό, μου έδειχνε, με τη σεμνότητά της, την μεγάλη αγάπη και εκτίμησή της. Απλά, χωρίς πολλές και περιττές κουβέντες. Χωρίς μεγαλοστομίες. Και πάντα μου ευχόταν. Μέσα από την καρδιά της. – Καλή σου πρόοδο! Και εις ανώτερα! Κυρα- Κατίνα, εκεί ψηλά που βρίσκεσαι! Δεν ξέρω αν στη διαδρομή μου πέτυχα να εφαρμόσω, έστω και σε κάποιο μικρό ποσοστό, αυτό που κυρίως μού ‘μαθες: Να σκύβω σε κάθε άνθρωπο που με οποιονδήποτε τρόπο και λόγο έρχομαι σε συνεργασία. Σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά! Έστω κι αν κατ’ αρχήν φαίνεται να μοιάζει 12 ερμιόνη

για ‘’σκουπίδι’’! Να ψάχνω, να εντοπίζω την έστω και ελάχιστη θετική πλευρά, που σίγουρα υπάρχει! Να την τονίζω! Να την καλλιεργώ κατά το δυνατόν και να ανταμείβω και την ελάχιστη προσπάθεια, που πολλές φορές ίσως και να μην είναι εξ αρχής εμφανής! Γιατί κάπου θα υπάρχει.Όχι κατ’ ανάγκη, κατά τα δικά μου στερεότυπα, αλλά του συνανθρώπου μου. Αρκεί, εκ μέρους του, έστω και κάποια ελάχιστη αρχική προσπάθεια. Ίσως, στη συνέχεια, η προσπάθειά του να ενταθεί, προς τη σωστή κατεύθυνση. Και σίγουρα αξίζει! Με τον οποιονδήποτε υποτιθέμενο κόπο ή οσοδήποτε υποτιθέμενο ‘’κόστος’’. Ας είναι, αυτές οι λίγες αράδες, μια φτωχική αναφορά στην Μνήμη της, για τον πλούτο που με έργα και ελάχιστα ή σχεδόν καθόλου λόγια, μου πρόσφερε. Και κυρίως, ανυστερόβουλα. Χωρίς καμία απαίτηση, ανταπόδοση ή ανταμοιβή. Ως διδάσκαλος, που δίδει και ασκεί. Χωρίς ταξικές, κοινωνικές και οικονομικές κατατάξεις, διαχωρισμούς και αποκλεισμούς. Απλά. Ανθρώπινα. Από αυτό που είχε. Από της καρδιάς της το περίσσευμα.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ

Η Κου Έτος 1935. Τεσσάρων χρόνων η Κου και σήμερα πλέει σε πελάγη ευτυχίας που η μητέρα της έφερε από την Αθήνα μια μικρή παιδική ομπρελίτσα για τον ήλιο, σαν κι αυτές που κρατάνε οι καλοντυμένες κυρίες. Την καμάρωσε αρκετά, αλλά έπρεπε να τη δείξει και στ’ άλλα παιδιά. Όμως ως το βραδάκι που θα μαζευόταν το μπουλούκι στην πλατεία της Παναγίας για παιγνίδι δε μπορούσε να περιμένει. Σκέφθηκε πως στο σχολείο θα εύρισκε πολλά παιδιά να κάνει τη φιγούρα της. Μια και δυο ξεκινάει για το Δημοτικό σχολείο που ήταν στην άκρη του χωριού. Το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε ήταν η επιστάτρια. -Μπα; Πώς από δω ζμρ (καρδιά μου); - Θέλω τη δασκάλα. -Είναι μέσα στην τάξη. Εκεί σ’ αυτήν την πόρτα είναι η διευθύντρια, η κυρία Κατίνα. Όμως μην μπεις έτσι. Να χτυπήσεις την πόρτα. Χτύπησε την πόρτα και άνοιξαν τα παιδιά. Μπαίνει με την ομπρελίτσα. Ομπρελίτσα τεντωτή στη δόξα της. Κάποιοι μαθητές της Ε΄ και Στ΄ τάξης γέλασαν, μα αυτή βάδιζε στο σκοπό της. Ο Πέτρος μάλιστα έβαλε τις δυο παλάμες στο κούτελο με ανοιχτά κινούμενα τα δάχτυλα σαν κέρατα. Έβγαλε και τη γλώσσα του, συμπλήρωμα της ειρωνείας. Η δασκάλα της έγνεψε να πλησιάσει. -Τι θέλεις χρυσό μου; Πώς αυτή η επίσκεψη; -Θέλω να μου βάλετε ποίημα. (Είχε δει τις σχολικές γιορτές και της είχε ανοίξει η όρεξη). -Έλα κοντά μου και κλείσε την ομπρελίτσα. Τα γέλια των παιδιών δεν την πτόησαν. Ήταν αποφασισμένη να φτάσει στο σκοπό της. «Περίμενε», της είπε η δασκάλα. Πήρε το κόκκινο μολύβι που διόρθωνε την ορθογραφία κι έγραψε στο χαρτί ένα ποίημα. «Έχω μια κούκλα στο κουτί, μια κούκλα στο καλάθι, μα σαν την κούκλα που’ χω εγώ στον κόσμο δεν υπάρχει. Της έμαθα τα γαλλικά, το ένα-δύο-τρία και τα μονά και τα ζυγά και όλη τη σοφία». Η Αργυρώ Βλάσση-Πογκόη και η Κατερίνα Παπαμιχαήλ στην αυλή του σπιτιού της.

Εν μέσω της παιδικής βαβούρας ως γίνεται συνήθως, πήρε το χαρτί ευχαριστημένη, χαιρέτησε, άνοιξε ξανά την ομπρελίτσα, αμ τι; Γι αυτό δεν είχε έρθει; Και τράβηξε για το σπίτι αργοπορημένη. Έτοιμη η επίπληξη της μητέρας για την αδήλωτη απουσία. Όταν όμως είδε τι είχε βγάλει η πρωτοβουλία της Κου, πήρε το χαρτί, γέλασε από καρδιάς και επιδόθηκε στην αποστήθιση της μικρής, του προϊόντος της τολμηρής έμπνευσής της. Εμ! καινούργια ομπρελίτσα ήταν αυτή, που αλλού να την επιδείξει; Εκεί ήσαν τα πολλά μάτια. Άλλωστε διττός ο σκοπός. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια!

ερμιόνη 13


ΘΕΟΔΩΡΑ Ν. ΒΟΓΑΝΑΤΣΗ

Λίγες σκέψεις…

με την ευκαιρία των 90 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή Αφορμή για το άρθρο, μου έδωσαν δύο άρθρα του 7ο τεύχους του έγκριτου περιοδικού σας, Μάρτιος 2011. Το ένα είναι αυτό του Ιωάννη Στ. Καραγεωργίου με τίτλο Μικρασιατική Καταστροφή, Ο ερχομός των Ατταλειωτών προσφύγων στην Ερμιόνη και το άλλο σχετικά με το εισαγωγικό σημείωμα του Λίνου Μπενάκη στο ίδιο τεύχος, για το άρθρο του, Εντυπώσεις από τους Πελοποννησίους του Γιώργου Μ. Θεοτοκά στο οποίο αναφέρει: «Ένας από τους κύριους σκοπούς του περιοδικού μας είναι η αυτογνωσία μας, δηλαδή η καλή γνώση και εκτίμηση της ιστορίας μας, της κοινωνικής ζωής των παραδόσεων και των εθίμων μας. Μέσα από την γνώση αυτή κατανοούμε καλύτερα το παρόν και τα σύγχρονα προβλήματά μας, αξιολογούμε γεγονότα και καταστάσεις του σήμερα και αποφασίζουμε πιο σωστά για τα καλά και συμφέροντα» Η μελέτη των πρακτικών του Κοινοτικού Συμβουλίου που τηρούνται στο Αρχείο της σημερινής Δημοτικής μας Κοινότητας θεωρώ ότι δίνουν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Εκείνο το διάστημα, Μάρτης 2011, είχα στα χέρια μου τον τόμο που: «Άρχεται από 9η Ιουνίου 1921 μέχρι 21ην Σεπτεμβρίου 1926». Ενώ είναι γνωστό ότι ο Δήμος Ερμιόνης με Β.Δ. στις 28 Απριλίου/10 Μαΐου 1834 (ΦΕΚ 19/Α/20.5.1834) «Περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδας και Κορινθίας», κατατάχτηκε στη Γ’ τάξη, με έδρα την Ερμιόνη και η Ερμιόνη λειτούργησε ως δήμος μέχρι το 1912, οπότε εφαρμόστηκε ο νόμος ΔΝΖ΄ (4057/14.2.1912) «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων και ο Δήμος μετατράπηκε σε Κοινότητα», εν τούτοις δεν έχουν διασωθεί προηγούμενοι τόμοι. Βιβλίο ογκώδες, με φθαρμένα από το χρόνο φύλλα, γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα αρκετά δυσανάγνωστα και στην καθαρεύουσα. Μερικούς μήνες αργότερα συναντήθηκα με τον συμπατριώτη μας Γιώργο Φασιλή, ο οποίος όπως μου είπε έκανε έρευνα σχετικά με την άφιξη των προσφύγων στην Ερμιόνη. Είχε πληροφορηθεί ότι είχα αυτό το βιβλίο και με ρώτησε αν υπάρχει στα πρακτικά της τότε Κοινότητας κάποιο στοιχείο σχετικό. Του απάντησα ότι το θέμα με έχει ήδη απασχολήσει, θα το έχω στο νου μου και αν βρω κάτι θα του το δώσω. Τα ελάχιστα που υπήρχαν βεβαίως του τα έδωσα και τα ανέφερε φέτος το καλοκαίρι στην ομιλία του, στον αύλειο χώρο του Δημαρχείου, με θέμα: «Η τραγωδία του 1922. Η υποδοχή και η ζωή των προσφύγων στην Ερμιόνη». Για το ίδιο θέμα ήξερα και εγώ ότι ο παππούς ο Αλέκος ο Τράκης, που τότε είχε έρθει από την Αμερική, είχε παραχωρήσει το σπίτι που είχε στην ιδιοκτησία του στην Παναγία, σε κάποια οικογένεια προσφύγων όταν αποβιβάστηκαν στην Ερμιόνη. Του το είχε ζητήσει ο άλλος παππούς ο Νικολάκης Βογανάτσης που αργότερα για αρκετά χρόνια (1925 – 1929 και 1934-1938) εκλεγόταν σύμβουλος με τον συνδυασμό του Μιχαήλ Δεληγιάννη, ήταν δηλαδή «άνθρωπος της Μάντρας» όπως χαρακτηριστικά λεγόταν. Ο Μιχαήλ Δεληγιάννης δε, είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην αποβίβαση των προσφύγων στο λιμάνι της μικρής μας κωμόπολης. Μας έλεγε αργότερα η μητέρα μου από διηγήσεις της γιαγιάς της Ερηνιώς ότι έβγαζαν τις λίρες, που τις είχαν κρύψει, μέσα σε βάζο με βούτυρο. Αργότερα η οικογένεια αυτή έφυγε για τον Πειραιά όπως και πολλές άλλες. Ο παππούς ο Αλέκος κράτησε φιλία μαζί τους και όποτε πήγαινε στον Πειραιά τους συναντούσε. Τα βιβλία αυτά τελικά κρύβουν πραγματικά έναν πολύτιμο «θησαυρό» πληροφοριών. Τα παλαιότερα δε ξεφυλλίζοντάς τα μου έδιναν την αίσθηση ότι ζούσα σε μίαν άλλη εποχή. Μια σύντομη ανάγνωση αρχικά και μετά προσεκτική μελέτη, όσο βέβαια επέτρεπαν οι γνώσεις μου γιατί δεν είμαι ιστορικός. Έπρεπε να ανατρέξω στην ιστορική αυτή περίοδο, Ελληνικός Μεσοπόλεμος 1923-1940. Μόνο έτσι θα μπορούσα να καταλάβω και να εκτιμήσω όσο γινόταν σωστότερα πόσο οι εξελίξεις, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, επηρέαζαν τη μικρή μας κωμόπολη, τους κατοίκους της που πάλευαν σκληρά για το μεροκάματο κυρίως ως ψαράδες ή γεωργοί. 14 ερμιόνη


ΘΕΟΔΩΡΑ Ν. ΒΟΓΑΝΑΤΣΗ

Στο εσωτερικό της χώρας οι επιπτώσεις της ήττας του Δημ. Παναγιώτου από 6-6-1921 έως 6-10-1922, ο Ευάγ. 1922 (με πρώτη την προσφυγική συρροή) είχαν προΠαπαμιχαήλ από 5-11-1922 έως 23-12-1925, ο Γ. Γκάτσος καλέσει μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων. H πτώση το 1921 και το 1922 αναπληρωτής Πρόεδρος, ο Μιχ. Δετου βιοτικού επιπέδου των μεσαίων τάξεων και η γενική ληγιάννης από 24-12-1925 έως 31-12-1927,ο Γρηγόριος δυσαρέσκεια από την πορεία των εθνικών εξελίξεων Καραγιάννης από 26-3-1928 έως 31-8- 1929 αναπληρωαντανακλώνται στο νέο προσανατολισμό των μεταρρυθτής Πρόεδρος. μιστικών και δημοκρατικών κομμάτων, που ιδρύθηκαν Αποφάσεις όπως: περί του τρόπου «διαθέσεως της χορτην εποχή αυτή. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτά παίζουν προτονομής», περί χορηγίας επιδόματος εις τον αγροφύλακα σωπικότητες που είχαν αποχωρήσει από το Βενιζελικό της Κοινότητας «ο μισθός δι΄ έκαστον τούτων εκ δρχ. 150 κίνημα, το οποίο στην πάροδο του χρόνου έχει χάσει την δεν επαρκεί και δέον το συμβούλιον να ψηφίσει ανάλογον πρώτη αναμορφωτική του ορμή. Aνάμεσά τους ξεχωρίζει πίστωσιν…», περί του τρόπου της «διαθέσεως του φόρου ο Aλέξανδρος Παπαναστασίου, ο πολιτικός που επί του γλεύκους των αμπέλων», έγκριση χορήγηκατεξοχήν συνέδεσε το όνομά του με την εγκασης δανείου «εις τον ενταύθα ανακαινιζόμενον θίδρυση της Δημοκρατίας στο Μεσοπόλεμο. Ιερόν Ναόν Κοιμήσεως Θεοτόκου εκ δραχμών H αντιμετώπιση των μεγάλων εσωτερικών 10.000 επί ετησίω τόκω 6% εκ του ταμείου προβλημάτων (προσφυγικό κ.ά.) είχε της Κοινότητος Ερμιόνης αφού μάλιστα προτεραιότητα έναντι της χάραξης εξωτετούτο ευρίσκεται εν ανθηρά οικονομική καρικής πολιτικής. Mολονότι στην περίοδο ταστάσει, λαμβανομένου του ποσού τούτου 1923-40 λείπουν τα βαρυσήμαντα γεγοεκ του αποθεματικού κεφαλαίου γενικού νότα του άμεσου παρελθόντος (Bαλκανιμέρους προϋπολογισμού», «εξέτασις του κοί Πόλεμοι, Mικρασιατική Εκστρατεία), υποβληθέντος απολογισμού της κοινοτικής η ιδιαίτερα δυσμενής για την Ελλάδα διαχειρίσεως της χρήσεως 1920 -1921…» διεθνής συγκυρία επιτρέπει άλλοτε την και πολλές άλλες. πρόκληση επεισοδίων σε βάρος της χώρας Κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ όλες (κατάληψη της Kέρκυρας από τους Iταλούς) οι αποφάσεις παίρνονταν ομόφωνα∙ ξεχωρίζει και άλλοτε την πραγματοποίηση σπασμωδικών η παρακάτω. κινήσεων (π.χ. τη σύναψη ατυχών διπλωματι1922. Πρόταση για προσφορά εκ του αποθεΟ πρόεδρος της κοινότητας Ερμιόνης κών συμφωνιών). Το κράτος, μεταξύ των ετών ματικού κεφαλαίου 3.000 δρχ «προς περίθαλψιν (1921-1922) Δημήτρης 1923-28, εξέδωσε έξι δάνεια υπέρ των προσφύκαι στέγασιν απόρων προσφύγων» Το συμβούλιο Παναγιώτου γων ύψους 10,5 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών, απέρριψε την πρόταση του κ. Προέδρου. με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Αλλά και στις 20 Αυγούστου 1927 ο Μιχ. Σχετικά με την εξέλιξη του προσφυγικού ζητήματος. Δεληγιάννης κατά την εισήγησή του: Έχοντας υπόψιν ότι Το φαινόμενο της μαζικής άφιξης του τεράστιου προσφυ«ταπητουργοί, υφανταί, οικοδόμοι, υποδηματοποιοί, και άλγικού δυναμικού της περιόδου 1922-23 έχει δύο όψεις. λοι τεχνήται εκ των προσφύγων, αποκαθιστάμενοι εις την Αφενός επιβάρυνε δυσβάστακτα τον ήδη υπερχρεωμένο πρωτεύουσα της Κοινότητός μας, ούσα παράλια και έχουσα κρατικό προϋπολογισμό, αφετέρου αποτέλεσε κίνητρο κλίμα και ύδατα πόσιμα υγιεινά και άφθονα θα εύρωσιν και προϋπόθεση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. εργασίαν προς συντήρησιν των οικογενειών αυτών και θα Στις δύσκολες συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρίαποβώσιν χρήσιμοι στο σύνολον των κατοίκων της Κοινότησης, το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων λειτούρτος, θέλει το συμβούλιον συντελέσει εις την αποκατάστασιν γησε ως εφαλτήριο αναδιάρθρωσης της οικονομίας. αυτών» Αποφασίζει παμψηφεί. Να παραχωρηθούν δωρε«Η κατάστασις στην Ελλάδα ήτο πολύ ασταθής» μου άν τα Κοινοτικά οικόπεδα τα ευρισκόμενα εις το δυτικόν είπε ο συμπατριώτης μας κ. Απόστολος Γκάτσος το καλοάκρον προς οικοδόμησιν οικημάτων. Στη συνέχεια της καίρι του 2011 στα Μαντράκια, όταν τον ρώτησα κάποιες έρευνάς μου διαπίστωσα ότι αυτό δεν συνέβη. απορίες που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας τα πρακτικά. Πηγές: Διαδίκτυο (Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού), Αρχείο Πρακτικών Όμως στη μικρή μας κωμόπολη φαίνεται ότι όλα κυλούΚ.Σ. Ερμιόνης σαν ήρεμα, καθημερινά. Ως Πρόεδροι που εισηγούνται και τα θέματα της ημερησίας διατάξεως, αναφέρονται οι: ερμιόνη 15


ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Οι ζουναράδες Οι γυαλάδες εκτός από τους πολλούς τρόπους ψαρέματος που είχαν δημιουργήσει με την εφευρετικότητά τους, είχαν βρει πώς θα τους απέδιδαν περισσότερο οι τρόποι αλιείας που κάθε φορά χρησιμοποιούσαν. Για παράδειγμα, πώς θα μπορούσε η όρασή του να συγκεντρωθεί μέσα στο γυαλί, ώστε «να τρυπάει» τη θάλασσα μέχρι τον βυθό σαν προβολέας αυτοκινήτου που διαπερνά το σκοτάδι. Ο κάθε γυαλάς σουγγαράς φόραγε στο κεφάλι του ένα τσεμπέρι, όπως ακριβώς το φόραγαν οι γυναίκες. Τους έκρυβε τα μάγουλα και όλο τους το κεφάλι μέχρι το σβέρκο εξασφαλίζοντάς τους σκιά στα μάτια έτσι ώστε να μη σκορπάει η όρασή τους από τα πλάγια και να εστιάζει ευθεία στο βυθό. Αυτό ήταν και το μυστικό της χρήσης του τσεμπεριού, δηλαδή κάτι σαν παρωπίδες. Εμένα δε μου άρεσε να φοράω τσεμπέρι με αυτόν τον τρόπο, τον έβλεπα σα γυναικείο, έτσι έβαψα το εσωτερικό του γυαλιού μου με μαύρο χρώμα και έδενα στο κεφάλι μαύρο πανί σαν τους πειρατές που έβλεπα στις κινηματογραφικές ταινίες. Αυτό στην ουσία δε βοηθούσε σε τίποτα αφού η όραση του πιτσιρικά των δεκαπέντε είκοσι χρόνων δε χρειαζόταν ιδιαίτερη βοήθεια∙ όμως εμένα το στυλ και ο τρόπος που έδενα το μαύρο μαντήλι, με έκαναν να νιώθω σαν πειρατής. Επίσης πώς θα μπορούσε ο γυαλάς να δουλεύει όλη τη μέρα κρεμασμένος από τη μέση και πάνω από μια τρύπα, το κοστάκι της βάρκας και να μην κόβεται το σώμα του στα δυο; Το ζουνάρι μάλλινο, μαλακό και ελαστικό, αποτελούσε εργαλείο δουλειάς, αφού κρατούσε τη μέση σταθερή, εμποδίζοντάς την να «ανοίγει» και δεν έβγαινε από τη μέση του γυαλά παρά μόνο το βράδυ στον ύπνο. Για τους άλλους ψαράδες το ζουνάρι δεν ήταν τόσο απαραίτητο, παρ’ όλα αυτά το φορούσαν όλοι γιατί ήταν «φάρμακο» για τη μέση τους. Έτσι οι γυαλάδες είχαν αποκτήσει και το παρατσούκλι «ζουναράδες». Πώς ο φλομοτζής θα έζωνε με το δίχτυ του το θαλάμι, τη φωλιά δηλαδή της σφυρίδας, χωρίς να βλέπει τον πάτο της θάλασσας, αφού τα νερά ήσαν θολά εξαιτίας της μεταφοράς λάσπης που προερχόταν από τα νερά της βροχής που έπεφταν στο λιμάνι, στην Κάπαρη, αλλά και στο Θερμήσι και σε όλη την ακρογιαλιά μέχρι και το Μετόχι; Όλοι τους σε τούτο ήσαν καλοί, αλλά κάποιοι ξεπερνούσαν στη μαστοριά και τα σημερινά τζι-μπι-ες, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, και αυτοί ήσαν, ο μπαρμπα-Γιάννης Νίκας (Τζάνης), ο μπάρμπα-Μιχάλης Καραλής (Κοντίλης) και ο Μιχαλάκης Κοτσιγκιώνης. Οι φλομοτζήδες που αναφέρω έβαζαν σημάδια στη στεριά με τον «τορό»* που έπαιρναν με το γυαλί βλέποντας το βυθό∙ πήγαιναν πάνω από θαλάμι και ήξεραν με σιγουριά, αν ήταν το ψάρι μέσα ή έξω από αυτό. Αυτό όταν τα νερά έφεγγαν, όταν δηλαδή ήσαν καθαρά και μπορούσαν να δουν τον βυθό. Θυμάμαι, κάποιες φορές που πήγαινα με τον θείο μου Μιχάλη Κοντίλη∙ με έβαζε στο γυαλί γύρω στα δεκατέσσερα∙ με πήγαινε πάνω από το θαλάμι όταν τα νερά ήσαν θολά και μου έλεγε: «Άντε, τι κάνεις, πιάσε την άκρη και ζώσε την τρύπα». Πολλές από αυτές τις τρύπεςθαλάμια είχαν διακλαδώσεις υπόγειες που έβγαιναν πιο μακριά από το κυρίως θαλάμι, κάτι σαν υπόγεια τούνελ. Αυτά τα τούνελ τα έφτιαχναν τα ίδια τα ψάρια για την αυτοσυντήρησή τους. Ένα τούνελ με μια μικρή τρύπα, τις περισσότερες φορές μέσα σε φύκια ή καμουφλαρι16 ερμιόνη


ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

σμένη με φύκια από την ίδια τη σφυρίδα. Ο φλομοτζής έπρεπε να την βρει ψάχνοντας με το καμάκι και στη συνέχεια να τη βουλώσει με φλόμο ή με κανένα τσουβάλι ή ό,τι άλλο είχε βολικό, αλλιώς… η σφυρίδα έκανε φτερά. -Θείε Μιχάλη με κοροϊδεύεις; Αφού η τρύπα δε φαίνεται, πώς να την ζώσω; -Άντε, βρε τετεχίνιου, δεν έχεις δει τι κάνω εγώ, όταν τα νερά είναι θολά; Πάρε το κοντάρι, ψάξε να βρεις την τρύπα και να μου πεις αν η τρύπα είναι άδεια, ή έχει το ψάρι μέσα. Εγώ σα βρεγμένη γάτα έπαιρνα το κοντάρι με το ειδικό καμάκι για τούτη τη δουλειά, πανούμπιζα* δηλαδή μάτιζα* το δεύτερο ή και το τρίτο ή τέταρτο καμάκι ανάλογα με το βάθος των νερών της περιοχής, (μέχρι και είκοσι οργιές βάθος) και έψαχνα χτυπώντας το βυθό. Ένα χτύπημα ή ακούμπισμα του βυθού, δεύτερο, τρίτο και τα κοντάρια ξαφνικά έμεναν στο κενό χωρίς να βρίσκουν πάτο. Είχα βρει την τρύπα. Στη συνέχεια κατέβαζα ακόμα τα κοντάρια, έως ότου ξαναβρούν το βυθό και τον πάτο του θαλαμιού. Έβρισκα δηλαδή το πάτωμα του σπιτιού της σφυρίδας. -Άντε ψάξε, είναι μέσα η νοικοκυρά ή έχει βγει για κουτσομπολιό. Τον κοίταζα με απορία. -Ικακετού, μου έλεγε. Έβγαινα από το κοστάκι, έμπαινε εκείνος, έπιανε το κοντάρι και ψάχνοντας πέρα – δώθε μου έλεγε: «Αυτή είναι νοικοκυρά! Είναι μέσα». -Πώς το καταλαβαίνεις θείε Μιχάλη; -Άκου να δεις. Όταν το ψάρι είναι μέσα και συ με το καμάκι ψάχνεις το σπίτι του, αυτό με την ουρά του χτυπά το καμάκι κι εγώ καταλαβαίνω τις δονήσεις. Γκέγκε(κατάλαβες); Τότε κάρφωνε με δύναμη το κοντάρι στο πάτωμα του θαλαμιού και έριχνε το δίχτυ γύρω από αυτό. Αυτό συνέβαινε όταν τα νερά ήτανε θολά όπως έχουμε πει παραπάνω, δηλαδή για καμιά δεκαριά ημέρες, τον υπόλοιπο χρόνο, ο θείος Μιχάλης «μίλαγε» με τα ψάρια. Γνώριζε αν στο σπίτι ήταν «ο νοικοκύρης» ή η «νοικοκυρά». Πώς; Όταν το θηλυκό ψάρι έμπαινε στο σπίτι, τίναζε την ουρά με δύναμη από μέσα προς τα έξω δυο-τρεις φορές, καθαρίζοντας φωλιά και αυλή μέχρι έξω και γύρω-γύρω, έτσι δεν υπήρχαν υπολείμματα από φύκια, από φαγητό ή ο,τιδήποτε άλλο. Όταν στο σπίτι έμπαινε το αρσενικό ψάρι δε χτυπούσε την ουρά, αλλά στρογγυλοκαθόταν μέσα και το σπίτι έμοιαζε να ήταν έρημο και άδειο και κάποιες φορές ο φλομοτζής ξεγελιόταν και το ψάρι σωζόταν. Το ίδιο συνέβαινε και με τα χταπόδια. Ο μάστορας χταποδάς γνώριζε αν το χταπόδι στο θαλάμι ήταν αρσενικό ή θηλυκό.

Τούτα που γράφω δεν είναι γέννημα φαντασίας αλλά πέρα για πέρα αλήθεια, αφού η τέχνη του γυαλά δε χωράει σε τόμους εγκυκλοπαίδειες και σε χιλιάδες γραμμένες σελίδες. Καταλήγω, ότι για την επιβίωση δούλευαν το μυαλό τους και έβρισκαν λύσεις, λύσεις που η σημερινή τεχνολογία μας παρέχει σκουριάζοντας ταυτόχρονα και το μυαλό μας. Ο φλόμος είναι ένα περίεργο κίτρινο φυτό, που φύτρωνε πάνω στα κοφτερά βράχια, στη νότια πλευρά του Δοκού. Ο καλύτερος Ερμιονίτης φλομοτζής ήταν ο μπαρμπα- Γιάννης Νίκας (Τζάνης). Για να κόψεις το φλόμο, χρειαζότανε να έχεις ικανότητες ορειβάτη. Ο θείος Μιχάλης σκαρφάλωνε πάνω στα βράχια σαν κατσίκι, έκοβε το φλόμο και τον αμόλαγε από ψηλά να τον πιάσει ο πατέρας μου και να τον κάνει δεμάτια. -Εντάξει μπατζανάκη κατέβα, μπόλικο είναι. Ο μπατζανάκης όμως έβλεπε κι άλλη ρίζα κοντά του, σερνόταν σαν το φίδι, το έκοβε και σιγά –σιγά και πάλι σέρνοντας κατέβαινε και πηδούσε στη βάρκα. Η βάρκα γέμιζε από μια περίεργη μυρωδιά από το ζουμί, το γάλα όπως το έλεγαν του φλόμου που έβγαινε καθώς το χτυπούσαν μ’ ένα κοπάνι και το ‘καναν ματσάκια που τα έλεγαν «χεράκια». Στη συνέχεια κάρφωναν ένα «χεράκι» στο καμάκι και το έβαζαν στην τρύπα του θαλαμιού. Η μυρωδιά τρέλαινε τη σφυρίδα που όρμαγε έξω να σωθεί. Όταν ήταν η ώρα να σηκωθεί το δίχτυ, ο θείος Μιχάλης μου έλεγε: « Πήγαινε μπροστά να δεις αν έχει πέσει το ψάρι στο δίχτυ». Εγώ χανόμουνα όλος μέσα στο γυαλί, αλλά ψάρι δεν έβλεπα. – Τετεχάγιου, έλα εδώ ρε. (Πήγαινα στα κουπιά. Έμπαινε εκείνος στο κοστάκι, έριχνε μια ματιά). Θα πάρω το κοπάνι του φλόμου και θα σου σπάσω το κεφάλι, κερατά, εδέ του. Άπα τι σόμου. Δεν το βλέπεις; Το ψάρι ούτε αυτός το έβλεπε, αλλά το δίχτυ είχε αλλάξει σχήμα, δεν ήταν το ίδιο όπως όταν το έριξε, είχε κάνει «μύτη». Έπαιρνε το κοντάρι και με το καμάκι πάταγε τα φελά εκεί που ήταν «η μύτη», το μπέρδευε φέρνοντάς το γύρω και τα έφερνε όλα απάνω. Η σφυρίδα ζύγιζε πάνω από δέκα οκάδες και δε χωράτευε. Μπορούσε να κόψει το δίχτυ και να φύγει. Στον «τορό»: στο δρόμο Πανούμπιζα: έβαζα επάνω Μάτιζα: έβαζα επάνω το άλλο κοντάρι Ατ σόμου: για να δούμε Σουγγαράδες: οι σφουγγαράδες στη ναυτική διάλεκτο Θαλάμι: οι ψαράδες το λέγανε θελάμι

ερμιόνη 17


ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΙΣ. ΣΚΟΥΡΤΗΣ

Ωραίο μου μπακάλικο… Το μπακάλικο που «σημάδεψε» μια γειτονιά!

φωτογραφία: Βιβή Σκούρτη

18 ερμιόνη

Ο προπάππος μου Ανάργυρος Πασχάλης γεννήθηκε το 1897. Το 1956 όταν η κόρη του και γιαγιά μου Μαρία Πασχάλη ήταν εικοσιτριών χρόνων άνοιξε στο σπίτι του το μπακάλικο που το δούλευαν μαζί με τη μητέρα της Αγγελική Πασχάλη. Εκείνη την περίοδο ο Ανάργυρος Πασχάλης και ο Διαμαντής ο γιός του, ταξίδευαν με τη βάρκα ανάλογα την εποχή από την Ερμιόνη στο Λαύριο, το Σούνιο, τη Χαλκίδα μέχρι και τη Χαλκιδική, όπως μου διηγήθηκε η γιαγιά μου. Το μπακάλικο μικρό, αλλά αρκετό για τα δεδομένα της εποχής, αποτελείτο από ένα και μόνο δωμάτιο. Η πελατεία κυρίως που απασχολούσε τη μικρή εκείνη αγορά ήταν οι πελάτισσες της όμορφης γειτονιάς του Μπιστιού και πελάτες του οι μαθητές του σχολείου που τότε στεγαζόταν στο κτίριο που σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Κοινότητα της Ερμιόνης και έβγαιναν να ψωνίσουν στα διαλείμματα από ανατολική πλαϊνή πόρτα που υπάρχει και σήμερα. -Για το δεκατειανό τους, «μού διηγείται η γιαγιά μου», τα παιδιά αγόραζαν τυράκι, σαλάμι, κουλούρι, καραμέλες, σοκολάτες, αλλά το προϊόν που τα ξετρέλαινε, φτιαγμένο από τα χέρια της ήταν τα ‘’λουκουμάτα’’ μπισκότα. -Δηλαδή; Τη ρωτώ καθώς ξαφνιάζομαι από την ονομασία. -Παίρναμε και βάζαμε τα τετράγωνα μπισκότα, τα πτι-μπερ, με ένα λουκούμι στη μέση, τα πιέζαμε ώσπου αυτό έλιωνε και κόλλαγε μαζί με τα μπισκότα. Αν ήταν μεγάλο το λουκούμι, το κόβαμε στα δύο. Τα φτιάχναμε αποβραδίς, τα βάζαμε σε ένα μεγάλο ταψί και τα προσφέραμε την επόμενη μέρα στα παιδιά του σχολείου. Στα παιδιά άρεσαν πάρα πολύ τα «μπίσκουι». Αυτό το πρωτότυπο και τόσο απλό γλύκισμα νομίζω ότι εξακολουθεί να συγκινεί ακόμα και σήμερα. -Κυλικείο ή κάτι σαν κυλικείο δεν υπήρχε στο σχολείο; -Όχι, τίποτα δεν υπήρχε. Πουλούσαμε επίσης μολύβια, τετράδια, γόμες, ξύστρες τέτοια πράγματα, αλλά είχαμε και τυράκι, και φυσικά για τις πελάτισσες φασόλια, ρύζι, αλεύρι, χύμα στα τσουβάλια και κάποια άλλα αναγκαία πράγματα, αλλά λίγα. Περισσότερο στις μέρες μου δουλεύαμε με τα παιδιά του σχολείου. - Η γειτονία υποστήριζε το μικρό παντοπωλείο; - Ναι, δεν το συζητάω! Αλλά η δουλειά που είχαμε τα πρωινά δε συγκρινόταν με εκείνη των απογευμάτων. -Το μπακάλικο πώς προέκυψε; - Ο πατέρας μου το άνοιξε για να το έχει μελλοντικά ο Διαμαντής, εκείνος δεν καθόταν σχεδόν ποτέ εκεί. Άξιος άνθρωπος, της προόδου και αεικίνητος, όταν ήταν στη στεριά θα τον εύρισκες ή στα κτήματα, ή στη βάρκα. Αλλά από πάντα ήθελε να κάνει μαγαζί. -Ύστερα; Την ξαναρωτώ. - Όταν εγώ αρραβωνιάστηκα και έφυγα από το σπίτι, ανέλαβε ο αδερφός μου ο Διαμαντής και η αλήθεια είναι πως το αξιοποίησε, το εμπλούτισε περισσότερο, το διαμόρφωσε έως πριν


ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΙΣ. ΣΚΟΥΡΤΗΣ

δέκα χρόνια περίπου που το έκλεισε. Στα βαμμένα με λαδομπογιά ράφια υπήρχε μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Τα τυριά και τις μυτζήθρες, τα προμηθευόταν από τα πιο γνωστά τυροκομιά της επαρχίας μας. Μερικές φορές όλο το μαγαζί μύριζε τουλουμοτύρι. Υπήρχαν και άλλες νοστιμιές όπως τα τουρσιά χύμα, οι λακέρδες στα τσίγκινα στρογγυλά κουτιά, το ίδιο και οι σαρδέλες, σε ξύλινα κουτιά οι ρέγγες και τα φύλλα του μπακαλιάρου χύμα το ένα πάνω στο άλλο. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και αυτή η μυρωδιά δεν μπορεί να φύγει από τη μύτη μου. Ο Διαμαντής στην αρχή ήταν ψαράς στη βάρκα μαζί με τον πατέρα μας και αργότερα ταξίδεψε για καλύτερη τύχη με τα καράβια. Κάποια στιγμή έκανε οικογένεια και «άραξε», ακολουθώντας το δρόμο της μητέρας μας και συνεχίζοντας την παράδοση, αφού δεν του έλειπε η εμπειρία. Στο διάστημα που ταξίδεψε με τα βαπόρια, το μπακαλικάκι το κράτησε η γυναίκα του η Μαρίνα. Για κάποιο διάστημα μεγαλώνοντας, το ανέλαβε και ο γιός του, ο Θάνος, μέχρι που σταμάτησε και αυτός και ξανά ανέλαβε ο Διαμαντής, αφού είχε αφήσει πια και τη βάρκα. Τότε το μπακαλικάκι δούλευε περισσότερο με την «μπιστιότικη» γειτονιά, γιατί τα πράγματα στο σχολείο είχαν διαφοροποιηθεί. Δεν ήταν βέβαια και λίγη η γειτονιά μας. Η κυρά Κατίνα και η κόρη της Βιβή (η Κοκκίνα), οι υπάλληλοι της Αστυνομίας, η κυρά Άρτεμης και η κόρη της Κούλα, η Φλώρα του Αντρέα και η μητέρα της η κυρά Κατερίνα, η Γεωργία Βιρβίλη, η οικογένεια του κυρ-Απόστολου του πρώην Κοινοτάρχη, η Ερηνάκη Σπετσιώτου και η μητέρα της Κατίνα, η Ματίνα Μορόγλου, η Μίνα Γκάτσου, η κυρά Μαρία Καρακατσάνη (Τζανού) και η αδελφή της Θεοδότη, η Μαρούσα Δαμαλίτου, η Κούλα Σκοπελίτου, η Μαρία του Κοκωνίτσα, η Αντωνία Καρδάση, η Γιώτα Βιρβίλη, η Άννα Παπαφράγκου και η κυρά Σοφία η μητέρα της, η κυρά Ελένη Σαντραβέλα, η Μαΐτσα Παπαμιχαήλ, η παπαδιά του παπα-Λουκά, η Γκέλη του Σαρματούπη, η Μαρία του Κωσταντάκη, η κυρά Ευγενία Δωροβάτα (Στράγκενα) και η κόρη της Ρίτα, οι Φλεβαράκενες Μαρίνα, Κική, Ελευθερία, Μιμίτσα, η Ντούλα Δημαράκη, η Ματίνα και η Μαρία Κυπραίου, η κυρά Ειρήνη Σταματίου, η Ελένη Πρωτόπαπα και άλλες πολλές αργότερα. Ήταν πολύ αγαπημένη γειτονία! Θυμάμαι που έβγαζε ο Διαμαντής ένα τραπεζάκι έξω από το μπακάλικο, είχε και ένα ξύλινο παγκάκι μόνιμα και τα απογεύματα μαζευόντουσαν κι έπιναν όλοι μαζί τον καφέ. Εκεί να είσαι να ακούς, τα αστεία και τα γέλια πήγαιναν σύννεφο.

Η Κούλα Σκοπελίτου πληθωρική πάντα και σε όλα της, νοικοκυρά πρώτη και της προσφοράς, έφτιαχνε χυλό, λουκουμάδες, γκανάκια και έβαζε τη φωνή να μαζευτούμε, «συνεχίζει η γιαγιά». - Κάποιο αστείο περιστατικό από τη γειτονιά θυμάσαι; Συνεχίζω να κεντρίζω τη μνήμη της. - Ναι! Θυμάμαι τη μακαρίτισσα Μαρία τη Τζανού, να μας περιγράφει με το δικό της μοναδικό τρόπο το παρακάτω περιστατικό. Ήταν η πείνα της Κατοχής και οι αστυνομικοί στο διπλανό από το σπίτι τους κτίριο, είχαν αγοράσει από τον πατέρα της χταπόδια και τα είχαν απλώσει στη βεράντα της Αστυνομίας να στεγνώσουν για να τα μαγειρέψουν την επομένη. Έλα που εκείνη ήθελε να τους τα πάρει; Μα πώς να τα φτάσει; Βρήκε ένα καλάμι με ένα αγκίστρι και τους τα έκλεψε. Για να μην την πάρουν είδηση πήγε και τα πούλησε στο Καρακάσι, ανταλλάσσοντάς τα με ψωμί για την οικογένεια. Την άλλη μέρα οι αστυνομικοί έψαχναν τα χταπόδια και η Τζανού κάνοντας την ανήξερη τους είπε: «Δεν πειράζει καλέ, θα πιάσει ο πατέρας άλλα..». Τα αστεία της ήσαν μοναδικά, αλλά περισσότερο οι κινήσεις της και ο τρόπος διήγησης, οι αλλαγές στον τόνο της φωνής της. Κάθε φορά και κάτι μας σκάρωνε. Κάπως έτσι τελείωσε η περιπλάνηση και των δυο μας σε μια εποχή που έχει φύγει και δεν ξαναγυρνά. Το μπακάλικο αυτό φαίνεται πως σηματοδοτούσε τη ζωή των κατοίκων εκείνης της γειτονιάς και στη θύμηση των τότε αναμνήσεων όλοι νοσταλγούν χρόνια που δε γυρνούν πίσω. Ο προπάππος μου, Ανάργυρος Πασχάλης, απεβίωσε το 1986 μα μέσα από την πορεία του φαίνεται πως σημάδεψε με τον δικό του τρόπο ανθρώπους που τον αγάπησαν πολύ και αυτόν και την οικογένεια του. Το να είσαι νέο παιδί και να ταξιδεύεις μέσα από συζητήσεις σε άλλες εποχές είναι κάτι το μαγικό. Ταξίδεψα σε μια γειτονιά που γνώρισα ελάχιστα, αλλά την αισθάνομαι ως κάτι το ξεχωριστό. Σ’ ευχαριστώ πολύ γιαγιά μου, για την κατανόηση, την υπομονή αλλά και την προθυμία σου να μου εξιστορήσεις όμορφα γεγονότα και την προσπάθειά σου να μού μεταφέρεις ‘’μυρωδιές’’ που περιπλανούνται στο χρόνο.

ερμιόνη 19


ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Οι... δικές μας παροιμίες, (4ο) γιατί στο χωριό μου λένε... Τ Τα κόκκινα τα σύννεφα του νότου κι αυτά τα καταγάλανα του σκύλου του σορόκου Τα παλιογάιδουρα στον ελαιώνα κι οι παλαβοί στις εκλογές Τα πέρασε όλα από τον κώλο Τάξαμε και στο γάιδαρο λιβάνι (για να ηρεμήσει η θάλασσα) Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια να μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις Την κοπριά όσο τη σκαλίζεις, τόσο βρομάει Της καλής μάνας το παιδί το πρώτο ναν’ κορίτσι Τι τα θέλεις τα πλούτη, αν έχεις καλά παιδιά Τι τα θέλεις τα πολλά, αν δεν έχεις καλά παιδιά Τίναξε τα πέταλα Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη Το αναγέλιο δε γερνάει, στέκει και περιγελάει Το βαθύ πηγάδι θέλει γερό σχοινί και καλά μπράτσα Το (γ)ινάτι βγάζει μάτι Το ‘δεσε κόμπο σε ψιλό μαντήλι Το δικό μου όνομα πάρτο εσύ γειτόνισσα Το δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις Το κατσίκι απ΄ το δικό του πόδι κρέμεται Το κρασί θέλει κρασί για να φύγει Το κρύο με το τσουβάλι μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει Το λεμόνι, το λεμόνι χίλια δυο κακά γλιτώνει Το μήνα που δεν έχει ρο, το κρασί θέλει νερό Το μοναστήρι να ‘ναι καλά κι από καλόγεροι γεμάτο Το μονοδέντρι στο βουνό όλοι οι καιροί τ’ ορίζουν Το πορτοκάλι το πρωί είναι χρυσός, το μεσημέρι ασήμι και το βράδυ σίδερο Το σκυλάκι, το παιδάκι όπως μάθει από μικράκι Το τρώει το φαγητό και τον τρώει Το φαΐ κάνει φαρδύ Τον Γενάρη το φεγγάρι λάμπει πιότερο και από του Αλωνάρη Του ανέβηκε (ή του κάθισε) στο σβέρκο Του Αυγούστου το φεγγάρι είναι δυο φορές φεγγάρι Του γαϊδουριού η προσβολή είναι πανηγύρι Του γελούσαν και του κώλου του οι (α)μασχάλες Του Γενάρη το φεγγάρι ίσαμε του Αλωνάρη Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σα μαργαριτάρι Του Γενάρη το φεγγάρι παρ΄ ολίγο να ‘ναι μέρα 20 ερμιόνη

Του γέρου τα παιγνίδια νερόβραστα κρεμμύδια Του γέρου τη συμβουλή ν’ ακούς, την πορδή να μην ακούς Του ζουρλού το βιος οι φρόνιμοι το τρώνε Του ήλιου κύκλος άνεμος του φεγγαριού χειμώνας Του παπά και του μπαρμπέρη ό,τι βάλουνε στο χέρι Του φούσκωσε τον πισινό Του φτωχού το εύρημα για καρφί για πέταλο Τούμπα Κολοβό κι αν έχεις, μέρες δεν τις χάνεις Τούτα είναι τα βάσανα κι όχι τα περασμένα Τούτα τα μαύρα σύννεφα είναι του Γαρμπή κι αυτά τα καταγάλανα του σκύλου του Σορόκου Τούτη η κούπα κάνει μούτρα κι όχι του γιατρού η κούτρα Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν και πέντε-έξι μαγειρεύουν Τρία μήλα μια οκά, πέντε σπίρτα δυο κουτιά Τρώγε ένα σκόρδο την ημέρα, για να έχεις στο σώμα σου αέρα Τρώγε κρεμμύδι το πρωί για να έχεις το βήμα σου ταχύ Τρώγε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη Τρώγε ψάρι της οκάς ή της μπουκιάς Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι δεν έχουμε κουτάλι να την φάμε Τώρα που ξεβγήκανε τα σύκα πήρε κι η γριά σφεντόνα Τώρα, την κάτσαμε τη βάρκα

Υ Υγεία και ξερό ψωμί

Φ Φάβα χωρίς κρεμμύδια, γάμος χωρίς παιχνίδια (βιολιά) Φάε αφέντη μου δεσπότη για τα μπουζία (γουρούνια) το έχουμε Φάε φτωχέ απ’ τα ρούχα σου Φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο Φούρνος μην καπνίσει Φύτεψε συκιά για τη ζωή σου και ελιά για το παιδί σου


ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Χ

Αρβανίτικες Παροιμίες

Χαρά στα μάτια που ‘δανε δυο ημερών φεγγάρι Χέρι και μαχαίρι και νερό που τρέχει ποτέ κρίμα δεν έχει Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ το Χέστηκε η φοράδα στο αλώνι

• Γκέλι κουρ γκιντόν τ-μπούκουρα-τ ζκιον – Ο κόκκορας όταν κελαηδεί τις όμορφες ξυπνάει • Γκιούμιλι ή χάμουρι; – Νυστάζεις ή πεινάς; • Γκουρ με τσεπ – Όλα εντάξει • Γκουστ σε γκρουστ – Ο Αύγουστος είναι μια φούχτα • Εχά κένι κέπιν; Εχά εδέ κτσεν – Το τρώει το σκυλί το κρεμμύδι; Το τρώει και χορεύει (και λέει κι ένα τραγούδι) • Κα πράπα ντάρδα εκάμπίστιν – Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά • Καλόμαθε η γριά στα σύκα εδε βέτε κάθε ντίτα (και πηγαίνει κάθε μέρα) • Κούλατς με βε – Κουλουράκι με αβγό • Σα τι ρόνι μπαρμπα-Αντώνη χάνε πίνει εδέ κιντώνει. Που τι βτέσει μπαρμπα-Αντώνη μέρε τραστ εδέ κιρκώνει – Όσο ζει ο μπαρμπα-Αντώνης φιάτε, πιέτε και τραγουδήστε. Άμα πεθάνει ο μπαρμπά-Αντώνης πάρτε το ταγάρι και ζητανιέψτε • Τούτι ντέρα-τ, νιου χουντ κάννε – Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε • Τράσνα εντί τι κα μπίρντα – Το ταγάρι ξέρει τι έχει μέσα

Ψ Ψάρι που δε λεμόνισες, να μην το μαγειρέψεις Ψωμί, ντομάτα και τυρί τον άνθρωπο διατηρεί

Ω Ώσπου να λιώσει το παλιό, καινούργιο το πλακώνει

Συμπληρωματικά… • Άμα σου τρώει ο πισινός, μόνος σου να τον ξύσεις ή μην περιμένεις άλλον(ε) να στον ξύσει • Άσπρο σκυλί στο βαμβακοπάζαρο κάνει ζημιά • Βρήκες αγκάθι, να φας (να βγάλεις) μέλι • Δώδεκα απόστολοι ο καθένας με τη γνώμη του • Εβγήκε και το τζίτζιφο, να πει πως είναι φρούτο • Εγώ σου λέω πάμε να φύγουμε κι εσύ μου λες ρούχα δεν έχω • Μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος • Όπου φούρνος και μαντήλι δες και με τον κυρ-Βασίλη • Στα καλάθια δε χωράει, στα κοφίνια περισσεύει • Τα λεφτά δεν έχουν αδελφό

Ενδεικτική Βιβλιογραφία • Αραβαντινός Παν. (1863), Παροιμιαστήριον • Κολιτσάρα Ιων. (1964), Παροιμίαι του Ελληνικού Λαού, εκδ. ΧΕΕΛ, Αθήναι • Κουκουλέ Φαιδ. (1950), Τα Λαογραφικά Θεσσαλονίκης Ευσταθίου, Τομ. Β΄, Αθήναι • Κυριακίδου Στιλ. (1923), Ελληνική Λαογραφία, Τομ. Α΄, Αθήναι • Πολίτου Νικ. (1902), Παροιμίαι, Αθήναι • Stathes V. (1998), Ελληνικές Παροιμίες με ζωγραφιές του Θεόφιλου, εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, Αθήνα

ερμιόνη 21


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ

Η Κασσάνδρα του μαντολίνου, του τραγουδιού, του… Πολιτισμού «Η μόνη περιουσία του καθενός, είναι οι ιστορίες που έχει να διηγηθεί» Γ. Καλαβριανός, σκηνοθέτης Η παρουσία της Κασσάνδρας ανήκει στην Ερμιόνη που γλιστράει πίσω στο χρόνο. Μια γυναίκα επιβλητική, με ορμή ζωής, με φωνή δυνατή, χαρακτηριστική, γεμάτη, σχεδόν αρρενωπή, με ένα λόγο καθαρό, ντόμπρο, ευθύ, «αντρίκειο». Μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι, μεγάλωσε ανάμεσα σε χάδια, αγάπη, εμπιστοσύνη και προπαντός σε ένα περιβάλλον γεμάτο από κόσμο και κυρίως άνδρες αφού ο πατέρας της είχε την ονομαστή χασαποταβέρνα του Νάνου. Ιδιοκτήτρια σήμερα ενός σπιτιού που της ταιριάζει απόλυτα. Στους τοίχους κρεμασμένες φωτογραφίες του παλιού λαμπρού παρελθόντος, μικροαντικείμενα και μικροέπιπλα φίνα και φυσικά. Στον τοίχο κρεμασμένο το μαντολίνο της. Ένα σπίτι που άλλοτε ήταν γεμάτο κόσμο και κίνηση. Παρέα της πάντα η θεία της Φώτω Οικονόμου, φιγούρα βιβλική, σιωπηλή, διακριτική. Δέχτηκε με προθυμία και χιούμορ να μοιραστεί τις αναμνήσεις της και να απαντήσει στις απλές ερωτήσεις μου με ειλικρίνεια, αποκαλύπτοντας αλήθειες που αφορούσαν τον εαυτό της. Με τις αφηγήσεις της, στιγμιότυπα από εκδηλώσεις ανθρώπων που επηρέασαν τη ζωή και τον πολιτισμό της πόλης μας και τις παλιές φωτογραφίες που μου δάνεισε -ένας ανεκτίμητος θησαυρός- ώστε να διανθίσω τα άρθρα του περιοδικού μας, με ταξίδεψε νοσταλγικά σε μιαν ατμόσφαιρα του παρελθόντος. «Στο Δημοτικό σχολείο αμέσως μετά την Κατοχή παίξαμε ένα έργο «Ο Όθωνας και η Αμαλία». Ο Μιχαλάκης εκπαίδευσε στο ρόλο της Αμαλίας δύο μαθήτριες την Καίτη Βόντα και τη Μαρίνα Φοίβα. Τον Όθωνα έπαιζε ο Στέλιος Στεργίου, καχεκτικός και αχαμνός όπως τον ήθελε και ο ρόλος, εξάδελφος του Απόστολου Σιφναίου, σε αντίθεση με τις νταρντάνες «Αμαλίες». Εγώ έκανα τη χωριατοπούλα τη «Νικολέτα» και φορούσα ένα φόρεμα αμερικάνικο άσπρο, με κάτι μαργαρίτες, να! Μ! να σα να θυμάμαι και τα λόγια μου».

Ο Νίκος Κουτούβαλης και η Κασσάνδρα Οικονόμου 23-3-1955

Εγώ της ζητώ να μου τραγουδήσει το ρόλο της και φυσικά δε χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Με σκέρτσο και χάρη, αλλά προπαντός φωνή αναλλοίωτη από το χρόνο μού τραγουδά, κι εγώ τραβώ ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωτογραφική μηχανή μου και αποτυπώνω στιγμές και ακούσματα. «Με λεν μικρή κι απρόσεκτη κι ας ξέρω να διαβάζω κι εγώ σαν με πειράζουνε τους λέω πως δεν τους μοιάζω. Γιατί είμαι πρώτη στις δουλειές απ’ του χωριού τις κοπελιές. Μικρή σχολειό σαν πήγαινα με πλάκα και κοντύλι, μια μέρα δε μου χάριζε η δασκάλα μου σκαμπίλι.

22 ερμιόνη

Με τσαμπουνούσε με χαρτιά και μου ξερίζωνε τ’ αυτιά. Είμαι καλό και ντροπαλό, κορίτσι με πολύ μυαλό. Στο χωριό με λέγανε νοικοκυρά, Νικολέτα που θολώνεις τα νερά».


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ

Όταν τελειώνει το τραγούδι χαμογελά με ικανοποίηση. «Ο ρόλος μου επέβαλε να παίζω ένα μουσικό όργανο∙ αλλά ποιο να παίξω, ποιο να παίξω; Ο Γιαννάκης Στεργίου είχε μια φυσαρμόνικα, μου την έφερε και μού έδειξε πώς να παίζω το σκοπό της «Σαμιώτισσας». Την πήγα στο δάσκαλο, αλλά «απεφάνθη» ότι τον καιρό της Αμαλίας δεν έπαιζαν εκείνο το σκοπό, ώσπου έμαθα ένα βάλς, αυτό και έπαιξα και φυσικά μου έμεινε το «κουσούρι» της ενασχόλησης με τη μουσική. Από μικρή ο πατέρας μού είχε πάρει μία κιθαρίτσα και ο Λεωνίδας Νάκος, ο γνωστός βιολιτζής, μού πέρασε πραγματικές χορδές. Στο καφενείο του Μιχαλάκη Σπετσιώτη πατέρα του Γιάννη, δούλευε ένα λιανό παλληκάρι από την Ύδρα ο Γιάννης Παύγοζας, που θυμάμαι ότι ήταν ορφανός είχε και δύο αδελφές. Ο Γιάννης έπαιζε καταπληκτικό βιολί και μου έμαθε το τραγούδι: «Θέλεις να με βρεις έλα στο λιμάνι, Μαρίτσα μου γλυκιά, μπρος το ακρογιάλι…». Τραγουδάει, γελάει και μιμείται το παίξιμο του μαντολίνου. Η Κασσάνδρα με το μαντολίνο της

Φωτο: Βιβή Σκούρτη Το έπαιζα εγώ, περνούσε ο Γιάννης από κάτω και μου φώναζε: «Λάθος!» και δωσ’ του πάλι από την αρχή, όοολη μέρα. Ο Ηλίας Κουτούβαλης ( Διαμαντάρας),ένας κούκλος πραγματικός, φίλος καρδιάς, που έπαιζε καλή κιθάρα και τραγουδούσε πανέμορφα, μου έδειξε. Γίναμε αυτοκόλλητοι, παίζαμε μαζί σε γλέντια από το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα. Τα κενά που έχανα στο μαντολίνο τα κάλυπτα με τη φωνή μου, που ομολογουμένως με βοηθούσε πάρα πολύ. Ο Ηλίας

έπαιζε και τραγούδαγε χωρίς να τρώει, μόνο έπινε. Η μάνα μου του έβαζε το πιάτο μπροστά και του έλεγε: «Φάε βρε, που σου ανεβοκατεβαίνει ο καρύτσος», εννοώντας το καρύδι στο λαιμό του. Η επιτυχία μας ήταν το τραγούδι: «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω» και το λέγαμε ομολογουμένως καταπληκτικά. Εμένα μού άρεσαν πολύ τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που χωρίς να περιαυτολογώ, θεωρώ ότι τα απέδιδα και πολύ ωραία». Στην πατρίδα μας αποκαλούσαν την Κασσάνδρα η Βέμπο της Ερμιόνης ή Βέμπο νούμερο 2. «Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, ο πατέρας μου παρά το γεγονός ότι με είχε μοναχοκόρη και λογικό ήταν να με θέλει κοντά του, μού είπε: «Κασσάνδρα μου κάνε ό,τι θέλεις, πήγαινε όπου θέλεις, φτάνει να είσαι ευτυχισμένη, να σέβεσαι πάντα τον εαυτό σου κι εμάς τους γονείς σου. Πήγα λοιπόν στην Αθήνα και δούλευα ως δακτυλογράφος σε δύο δικηγορικά γραφεία. Εξοικειώθηκα πολύ με τη δουλειά και τους έφτιαχνα μόνη μου τις προτάσεις στις μικροδιαφορές, στις αγωγές. Όμως το τραγούδι και το μαντολίνο ήσαν η ζωή μου. Για κάποιο χρονικό διάστημα εμφανιζόμουν σε μια ταβέρνα της γειτονιάς μου ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ, αλλά και στην Πλάκα και τραγουδούσα χωρίς αμοιβή φυσικά, έτσι για το κέφι μας. Οι θαμώνες όμως έρχονταν για εμάς και μάς καταχειροκροτούσαν. Στην πορεία προσλήφθηκα ως φύλακας αρχαιοτήτων στο Εθνικό Μουσείο αρχικά και μετά στην Αρχαιολογική υπηρεσία. Λόγω του ότι ήξερα πολύ καλά γραφομηχανή και ερμιόνη 23


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ εξαιτίας της προϋπηρεσίας μου, εργάστηκα ως ιδιαιτέρα καλοί ο καθένας στο είδος του. Ο ένας σκέφτηκε να βάλει γραμματέας του Καθηγητή Μαρινάτου. λάμα, ο άλλος ξύλινη σανίδα. Τελικά μου το έφτιαξαν Τα πήγαινα πολύ καλά μαζί του. Ωραίος άνθρωπος, σασυνεργατικά κι έτσι εγώ κατάφερα, αν και τα «‘φαγα» τα φής αλλά δύσκολος. Με εμένα όμως ήταν πάντα ευγενιδάχτυλα, να παίξω στο ολοήμερο γλέντι μας. Στη συντροκός. Μας ήρθε η Χούντα και με μετακίνησαν στο γραφείο φιά μας μάλιστα έτυχε να είναι και ο ναύαρχος Ψαρούδας, του εκπροσώπου της στο Μουσείο, όπου και δακτυλογραπατέρας της Άννας, που θυμάμαι είχε πολύ ενθουσιαστεί. φούσα την εμπιστευτική αλληλογραφία. Παρακάλεσα τον Άλλη μια περίπτωση που μου έρχεται στο μυαλό από κ. Καθηγητή να με ξαναπάρει στο γραφείο του, γιατί εκεί τα γλέντια μας∙ ο Δημοσθένης Βατικιώτης όταν παντρεύ«πνιγόμουν», δεν ένιωθα άνετα. τηκε τη Ντούλα Σκούρτη, μας προσκάλεσε στον Πόρο να Οι καιροί άλλαξαν και μας ήρθε το ΠΑΣΟΚ. Ήμουν μας κάνει το τραπέζι. Στην παρέα μας ήσαν όλοι οι Καρσ’ ένα μικρό γραφείο δασαίοι, ο Βάσιλας, ο και με χώριζε από το Απόστολος, ο Γιάννης, γραφείο του επιτελείο Αντρέας. Φύγαμε ου της τότε υπουργού από την Ερμιόνη με το Πολιτισμού Μελίνας καράβι το μεσημέρι, Μερκούρη ένα νοδιασκεδάσαμε όλη τη βοπάν. Ως εκ τούτου μέρα και συνεχίσαμε άκουγα όλες τους τις ως τη νύχτα κάνοντας συζητήσεις και μάλλον καντάδες σηκώνοαυτό τους ενοχλούσε. ντας όλο το νησί στο Έτσι με απομάκρυναν «πούπουλο». Ξημεαπό εκεί και με έστειρώσαμε έτσι∙ πήραμε λαν στο γραφείο του το μεσημεριανό πλοίο Γενικού Γραμματέα του της επιστροφής και ΠΑΣΟΚ. Στο μεταξύ, είσυνεχίσαμε μέσα εκεί χαν πραγματοποιηθεί με χορό και τραγούδι εσωτερικές εξετάσεις συμπαρασύροντας στο υπουργείο, στις και τους υπόλοιπους οποίες έλαβα μέρος, ταξιδιώτες, μέχρι που μάλιστα ήρθα δεύτερη, ένα ζευγάρι αντί να έγινε η μετάταξή μου κατεβεί στις Σπέτσες ως διοικητικός υπάλκατέβηκε στην Ερμιόληλος, όπου έτσι και νη. Άλλοι καιροί. Αγνή συνταξιοδοτήθηκα. συμπεριφορά, χωρίς Η ζωή μου ήταν η περικοκλάδες. Με ένα παρέα, το αγνό γλέντι κρεμμύδι και κρασί, και το τραγούδι. Θυμάε! έστελνε και καμιά μαι μια χρονιά γιόρταζε συκωταριά ο πατέρας, ο Άγγελος Μερτύρης∙ περνούσαμε όλο το Από το εσωτερικό του σπιτιού της Κασσάνδρας κάναμε στο σπίτι του βράδυ τραγουδώντας Φωτο: Βιβή Σκούρτη ένα γλέντι μέχρι το και χορεύοντας». πρωί. Είχα ράψει και φορούσα ένα βελουδένιο φόρεμα∙ είχε πρωτοκυκλοφορήΑυτή είναι η Κασσάνδρα που δεν είχε ενδοιασμό να σει το τραγούδι: «Το καινούργιο σου φουστάνι σα πρι«εκθέσει» τον εαυτό της, με τις προσωπικές της αφηγκίπισσα σε κάνει». Ε! δεν ξέρω πόσες φορές το παίξαμε γήσεις, που αφορούσαν στάσεις ζωής, ιδέες, πράξεις. Η και το τραγουδήσαμε. Ήταν σα να είχε γραφτεί για την αείχρονη γυναίκα, φλογερή, δυναμική, δροσερή, με τη περίπτωσή μου. Άλλη μια χρονιά είχαμε πάει με το καΐκι φλόγα της ζωής στα μάτια και τη φωνή. του Άγγελου στην Παναγίτσα της Τσελεβίνας. ΑκούμπηΌσες αφηγηματικές ιστορίες ζωής φιλοξενούμε στο σα πάνω στο ταμπούκιο του καϊκιού το μαντολίνο μου, Περιοδικό μας, σε μάς δημιουργούν πολύτιμα εσωτερικάθισε πάνω του ο Αντρέας Καρδάσης και μου έσπασε κά ερεθίσματα, δημιουργούν εικόνες και αποτελούν, σε το μπράτσο. Πώς θα διασκεδάζαμε τώρα; Βγήκαμε στην τούτες τις εποχές της δυσβάσταχτης πενίας, ανακάλυΑκρογιαλιά που γλεντούσε η παρέα του Σταμάτη Σταμαψη, πηγή πλούτου και καταφυγή. τίου και του Θόδωρου Κανέλλη και οι δυο τους μαστόροι 24 ερμιόνη


Απόλλωνας Γλύκας

Δημήτρης Καπογιάννης

ερμιονίτες καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στον Πειραιά, όμως η σχέση μου με την όμορφη Ερμιόνη, πατρίδα της μητέρας μου, είναι κάτι παραπάνω από λατρεία. Εκεί, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, έζησα τα πιο ξένοιαστα παιδικά μου χρόνια, παίζοντας με τους φίλους μου στις όμορφες γειτονιές της. Αξέχαστα καλοκαίρια κολυμπώντας στο Κουλούρι, στο Μαδέρι, στο Μπίστι. Ψαρέματα με πετονιά αλλά και ψαροντούφεκο στο Δοκό, στα Φλάμπουρα, στο Μουζάκι (Ολλανδία) αλλά κάνοντας και καταδύσεις όπου θαύμαζα τους μαγευτικούς βυθούς της. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για χάρη της, αλλά σταματώ εδώ για να μην κουράσω. Τέλειωσα το Τ.Ε.Σ. και Τ.Ε.Λ. Σιβιτανιδείου στην Καλλιθέα και ύστερα μέσω Πανελληνίων εξετάσεων πέρασα στο Τ.Ε.Ι. Φυτικής Παραγωγής στην Άρτα. Αναφέρω τελείως επιγραμματικά αυτά τα στάδια σπουδών μου αφού όπως φάνηκε στη συνέχεια της ζωής μου, το αντικείμενο που θα τραβούσε το ενδιαφέρον μου θα ήταν άλλο. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Άνοιξη 2003 και κάποια τυχαία γεγονότα τα έφεραν έτσι ώστε να εργαστώ ως εργατοτεχνίτης συμβασιούχος

μέσω της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέρων Μνημείων σε εργασίες αποκατάστασης ψηφιδωτού δαπέδου, στον Εθνικό Κήπο Αθηνών. Ακολούθησαν άλλες δυο συμβάσεις. Ο ζήλος μου και η αγάπη που έδειξα για το συγκεκριμένο αντικείμενο με βοήθησε γρήγορα να εκτελώ και εγώ εργασίες συντηρητή. Μια συντηρήτρια και καλή φίλη η Αφροδίτη, που έβλεπε την αγάπη μου για τη συγκεκριμένη δουλειά με συμβούλεψε να γραφτώ σε κάποιο Ι.Ε.Κ. στο τμήμα συντήρησης. Έτσι κι έγινε! Το 2005- 2008 σπούδασα και τις δυο ειδικότητες ως συντηρητής (Κλασικά-Ζωγραφικά). Έχω δουλέψει εκτός από τον Εθνικό Κήπο και στο Δεσποτικό Πάρου και στη συνέχεια είχα την ευτυχία για τέσσερις μήνες το 2006 να εργαστώ στην Ερμιόνη, στη συντήρηση των ψηφιδωτών της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Τώρα εργάζομαι σε ιδιωτική εταιρεία συντήρησης έργων τέχνης, κυρίως σε Ναούς και Νεοκλασικά κτίρια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Παράλληλα παρακολουθώ για τρίτο χρόνο μαθήματα Αγιογραφίας και όποτε βρίσκω ευκαιρίες ασχολούμαι και με κατασκευές ψηφιδωτών.

Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Ερμιόνη. Οι πρώτες απόπειρες εικαστικής μου έκφρασης ξεκίνησαν σε μικρή ηλικία αποτυπώνοντας σκέψεις και συναισθήματα αρχικά σε μπλοκ σχεδίου και αργότερα σε τοίχους της Ερμιόνης. Τελειώνοντας το Λύκειο ακολουθώντας την οικογενειακή μας παράδοση σπούδασα την τέχνη της φωτογραφίας για τρία χρόνια∙ Οι δικοί μου από το 1948 κατάγονται από γενιά φωτογράφων. Σε εκείνο το διάστημα η ανάγκη για τον πλήρη έλεγχο πάνω στη διαμόρφωση της εικόνας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σκηνοθετημένων κάδρων και έντονο πειραματισμό στο σκοτεινό θάλαμο. Πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο ‘’σωστός’’ δρόμος παρακολούθησα μαθήματα σχεδίου για τα επόμενα

δυο χρόνια και κατέληξα στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητή το Δημήτρη Σακελλίωνα. Στη Σχολή πειραματίστηκα με διάφορα μέσα όπως κολάζ, ασαμπλάζ, γλυπτική, φωτογραφία κ.α., αλλά την πλειοψηφία των έργων καθώς περνούσαν τα χρόνια κατείχαν οι κατασκευές. Έχω πραγματοποιήσει δυο ατομικές εκθέσεις στο Μιλάνο και στη Λευκωσία και έχω συμμετοχές σε πολλές ομαδικές. Τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αφίσας για την οδική συμπεριφορά, με το τρίτο βραβείο στο διαγωνισμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και με έπαινο στο διαγωνισμό για τα 100 χρόνια του Παναθηναϊκού. Σήμερα συνεχίζω να δουλεύω έργα τριών διαστάσεων σε μέταλλο, plexiglass, ξύλο και σε άλλα υλικά, ενώ η θεματολογία μου περιστρέφεται ανάμεσα σε έννοιες περιορισμού, αυτοαναίρεσης, ειρωνείας. ερμιόνη 25


ποίημα ΕΦΗ ΒΕΛΕΝΤΖΑ -ΛΑΔΑ

Νανούρισμα στην πόλη μας Καθώς μεγαλώνουν τα χρόνια μου, η ζωή μου, με πρόσωπα αγαπημένα, γλυκαίνουν κι οι εικόνες της πόλης μου, οι μνήμες μου, κι αποτυπώνονται στα βάθη της καρδιάς μου σαν απόθεμα ζωής. Παρακολουθώντας τη διαδρομή της μέσα στο χρόνο, νοιώθοντας την αυθεντικότητά της κάποτε να δοκιμάζεται , τη φθορά, μαχαίρι στην καρδιά των αναμνήσεων, κι εκείνη αγέρωχη θαρρείς ακόμα, άπλωσα την παλάμη μου να σκουπίσω τον ιδρώτα της και να εμποδίσω τη ροή του χρόνου, που εχθρεύεται το παλιό κι ανατρέπει την παράδοση ......

Άπλωσα κι ένοιωσα την πλημμύρα των χρωμάτων και των αισθημάτων στις άκρες των δακτύλων μου, αποτύπωσα και συνεχίζω ν’ αποτυπώνω, όσο ανασαίνω στην ψυχή, την Ερμιόνη, την ιστορία χείμαρρο στο διάβα της, ολόγιομη ιστορία, από τ’ αόρατο νήμα που ενώνει τ’ ακροκέραμα των αρχοντικών, από τη μελωδία των κιθαρωδών, από τον καμβά των λαϊκών ζωγράφων, που το πινέλο τους χαϊδεύει την αλμύρα του πελάγους και το μεθύσι των αρωμάτων, ως το γαλήνεμα της πόλης που κοιμάται και ξυπνάει ευλογημένη απ’ τους Αγίους της.

επιτυχόντες στα Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι. Βουβαλάρη Βασιλική του Παναγιώτη: Παιδαγωγικό Νηπιαγωγών Ιωαννίνων Γκιώνη Χρυσοβαλάντο του Νεκτάριου: Λογιστική ΤΕΙ Καβάλας Γκεσούλης Αθανάσιος του Κων/νου: Ιατρική Αθήνας Δάγκλης Ευάγγελος του Χρήστου: Επιστήμες Φυσικής Αγωγής κ΄ Αθλητισμού Θεσσαλονίκης Δημαράκης Παναγιώτης του Φωτίου: Οδοντιατρική Αθηνας Θανασιάς Εμμανουήλ του Ευθυμίου: Ιατρική Κρήτης Κοτσοβός Ιωάννης του Δημητρίου: Ηλεκτρολογίας ΤΕΙ Χαλκίδας Κρινή Δήμητρα του Γεωργίου: Νομική Αθήνας Μαστροκόλιας Σπυρίδων του Ανδρέα: Πολ. Δομικών Έργων ΤΕΙ Πειραιά Μήτσου Αναστάσιος του Δημητρίου: Τεχνολογίας, Πληροφορικής κ΄Τηλεπ/κοιων, ΤΕΙ Καλαμάτας Μίζη Μαρίνα του Σταματίου: Μηχανικών Περιβάλλοντος Πολυτεχνείου Κρήτης Μουτσάτσου Αλεξάνδρα του Σπυρίδωνος: Διοίκηση Επιχειρήσεων Αιγαίου Μπουγιούρα Βασιλική του Αναργύρου: Αστυφυλάκων Μπουρίκας Δημήτριος του Θεοδώρου: Αυτοματισμού, ΤΕΙ Μεσολογγίου Νίκας Αλέξανδρος του Μιχαήλ: Νοσηλευτική, ΤΕΙ Κρήτης Ντόκου Λαβέρνα του Αναστασίου: Διοίκηση Κοινωνικών – Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, ΤΕΙ Μεσολογγίου Παπαμιχαήλ Αγγελική του Χρήστου: Λογοθεραπείας, ΤΕΙ Πάτρας Παπανδριανός Αναστάσιος του Αγγέλου: Επιστήμης και Τεχνολογίας Υπολογιστών Πελοπ/σου Πέππα Ιωάννα του Αναργύρου: Επιστήμες Εκπ/σης στην Προσχολική Ηλικία, Θράκη Προκοπίου Ιωάννης του Προκοπίου: Πληροφορική Ιονίων Σαλογιάννης Σταμάτιος του Γεωργίου: Στατιστική κ΄Αναλ. Χρηματοοικονομική Αιγαίου Στάϊκου Ιφιγένεια του Ανδρέα: Μόνιμων Υπαξιωματικών Στρατού (Σ.Μ.Υ.) Τσαμαδός Νικόλαος του Ιωάννου: Φυσικοθεραπεία Τ.Ε.Ι. Πάτρας Φλεβαράκη Μαριαλένα του Σταύρου: Επιστήμες Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Αθήνας 26 ερμιόνη

Τους ευχόμαστε καλές σπουδές!


νέο βιβλίο

«Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης» Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της Βιβής Σκούρτη, «Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης» Στον πρόλογο του βιβλίου γραμμένος από το Γιώργο Νοταρά, διαβάσαμε: «Mόνo ένα ευγνώμον τέκνο μπορούσε με τόση πειστικότητα, να περιγράψει το δράμα της οικογένειας των σπογγαλιέων, που πρόσφεραν θυσία στο βωμό μιας καλλίτερης ζωής των τέκνων του, τη δική τους μοναδική προσωπική ζωή!!! Μόνο ο παλμός μιας ευαίσθητης ψυχής μπορούσε να μεταδώσει, σαν τον ήχο ενός θεϊκού οργάνου, την αίσθηση της υπέρτατης ευθύνης του δημιουργού προς το δημιούργημά του. Η συγγραφέας κάνει μια νοητή περιήγηση στον τρόπο εργασίας και αγωνιώδους ζωής των πατέρων μας, στη μακρινή δυσπρόσιτη και αφιλόξενη για την εποχή τους Αφρικανική ακτή για ένα κομμάτι αλμυρό ψωμί. Είναι ένα μνημόσυνο που προσερχόμαστε με την ψυχή γονατισμένη! Σε αυτούς τους ήρωες σπογγαλιείς της Ερμιόνης εμείς και τα παιδιά μας, είμαστε ευγνώμονες.»

&

οι χαρές μας οι λύπες μας

Γάμοι

Μπόλλας Νικόλαος-Βόγκλη Ιωάννα ΠΛΟΣΚΙ ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝ-Γόντικα Κυριακή Κατσώρης Αναστάσιος-Προσίλη Χρυσούλα Πάλλης Δημήτριος- ΧΑΛΕΤΣΜΑΓΙΑ Ιουλία Κουμάντος Αθανάσιος- Τουτουντζή Έλενα (κόρη της Μαρίκας Κανέλλη) Βερλής Μιχαήλ- Στασινοπούλου Κατερίνα (κόρη της Βάσως Δημαράκη)

Τζίμας Κων/νος- Δημαράκη Ιωάννα Ευαγγελάτος Αναστάσιος-Μάνου Βασιλική Βλάσσης Σπυρίδων-Μάγκου Βασιλική Μπενίσης Χρυσοβαλάντης - Σχοινά Σταυρούλα Καρακατσάνης Γεώργιος- Ευαγγελία Μπόλλα (βάφτισαν και το κοριτσάκι τους Κυριακή Καρακατσάνη) Γκολέμης Ιωάννης-Δημαράκη Αδαμαντία Να ζήσουν ευτυχισμένοι!

Θάνατοι

Καλιωράκης Ιωάννης του Εμμανουήλ Καρακατσάνη Μαρία χήρα Προκοπίου Κοροντίνης Σταμάτιος του Δαυίδ Μαύρος Δημήτριος του Αθανασίου Τσατσαρού Παρασκευή συζ. Δημητρίου Δεστέ Ελένη του Ιωάννου Γάτσινου Ευφροσύνη χήρα Παναγιώτου Μπουρλόκα Διαμάντω του Αθανασίου Μαράκης Ιωάννης του Αυγουστή Κονδύλης Ιωάννης του Γεωργίου

Ματθαίου Σταματίνα χήρα Νικολάου Δημαράκης Ανδρέας του Δημητρίου Μέλλου Πηνελόπη χήρα Δημητρίου Ζάννου (Γανώση) Αθηνά χήρα Νικολάου Ντανές Αναστάσιος του Γεωργίου Σαλαμούρης Ιωάννης του Σωτηρίου Δημαράκης Βασίλειος του Αναργύρου Στογιάννος Σταμάτιος του Θεοφύλακτου Να έχουν καλή ανάπαυση! ερμιόνη 27


“εν Ερμιόνη...”

Εκδηλώσεις, Γεγονότα, Ειδήσεις Ιούνιος - Σεπτέμβριος 2012

Η σχολική χρονιά έκλεισε για το 2ο Νηπιαγωγείο Ερμιόνης με μια εξαιρετική γιορτή/αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο κι ένα σπουδαίο βραβείο από το Υπ. Παιδείας για τις «Καινοτόμες δράσεις του».

Η Δημοτική Κοινότητα και το Δημ. Σχολείο Ερμιόνης, συμμετέχοντας στην εκστρατεία της οργάνωσης ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS «Καθαρίστε τη Μεσόγειο 2012», ασχολήθηκε με την καθαριότητα των παραλιών της πόλης μας.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, διοργανώθηκε στο Πόρτο Χέλι ημερίδα με θέμα το Περιβάλλον, τον Τουρισμό, την Ανάπτυξη και το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Οι ταλαντούχοι μικροί ηθοποιοί και η εμψυχώτριά τους Μ. Σκλαβούνου παρουσίασαν το σατυρικό δράμα «ΙΧΝΕΥΤΕΣ» του Σοφοκλή στο θέατρο «ΞΑΛΑΦΤΟ», συμπληρώνοντας τέσσερα χρόνια πετυχημένης παρουσίας στα θεατρικά δρώμενα της Ερμιονίδας.

Η νεανική χορωδία Ναυπλίου στην 21η χορωδιακή συνάντηση στην Ερμιόνη.

Το γνωστό έργο των Παπαθανασίου – Ρέπα «Μπαμπάδες με ρούμι» παρουσιάστηκε με επιτυχία από το Θεατρικό Όμιλο Ερμιονίδας

Η άφιξη και η υποδοχή του Ελληνοαυστραλού Τομ Κόκορη στο λιμάνι της Ερμιόνης.

Διήμερο Μουσικό Φεστιβάλ με τη συμμετοχή 12 συγκροτημάτων διοργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ερμιόνη. 28 ερμιόνη

Η αναβίωση του εθίμου του Άι Γιάννη του Κλήδονα, 23 Ιουνίου το βράδυ στα Μαντράκια.


Θυμηθήκαμε την Ερμιόνη της καντάδας και απολαύσαμε μια αξέχαστη βραδιά στις 4 Αυγούστου στο Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης από τους «Κανταδόρους».

Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο στην Ερμιόνη η παρουσίαση του βιβλίου-λευκώματος «Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης» της Βιβής Σκούρτη. Περίπατος και ξενάγηση στον αρχαιολογικό χώρο στο Μπίστι, από την Πρόεδρο του Ι.Λ.Μ.Ε. κα Ήρα Φραγκούλη-Βελλέ .

Εκδήλωση του Ερμιονικού Συνδέσμου με θέμα «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ερμιόνη» και ομιλητή το Γιώργο Φασιλή.

Στο πλαίσιο της ημέρας «χωρίς αυτοκίνητο» οργανώθηκε από το Δήμο Ερμιονίδας ποδηλατικός γύρος αφιερωμένος στον καθηγητή ορθοπεδικής Χρήστο Σκορδή. Γιορτάζοντας τη δεύτερη πανσέληνο του Αυγούστου στο Μύλο της Ερμιόνης με τη χορωδία μας.

Διαγωνισμός φωτογραφίας της Πρωτοβουλίας των Ενεργών Πολιτών με έκθεσή τους στα Μαντράκια.

Από τις εργασίες ανάδειξης του σπηλαίου Φράγχθι.

Τα νεοφυτεμένα πεύκα στο Μπίστι μεγαλώνουν χάρη στην καθημερινή φροντίδα του Γιώργου Μπουκουβάλα.

ερμιόνη 29


ΒΙΒΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ, ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ- ΤΣΑΜΑΔΟΥ

νοσταλγικά πιάτα

Κολκοτσανοκεφτέδες Με τη γλύκα του παλιού καιρού… Το καλοκαίρι είναι η εποχή που συνδέει τη συντροφιά μας και οι συζητήσεις γύρω από το περιοδικό μας είναι συχνές. Τι να γράψουμε λοιπόν στη στήλη των συνταγών μας, ώστε να θυμίσουμε γεύσεις του παλιού καλού καιρού, από τη μαγειρική τέχνη των γιαγιάδων μας; Η ιδέα ήταν του Γιάννη! «Κολκοτσανοκεφτέδες», οι κεφτέδες από τα κολκοτσάνια. Δεν τους έχει φάει κανένας μας. Τις πρώτες πληροφορίες μας έδωσε η κυρα-Θωμαή λέγοντάς μας ότι τα κολκοτσάνια είναι ένα είδος φύκιου, ένα χορταράκι της θάλασσας, κάτι σαν ανεμώνη, που φύτρωνε παλιά στις πέτρες σε μικρό βάθος. Οι γυναίκες τα μάζευαν όπως τις πεταλίδες, τους αχινούς, τα θρουμπίλια. Κατέβαιναν στ’ Αλώνια, στη Μαγγούλα, στο Μπίστι σήκωναν τα φορέματα, έμπαιναν στη θάλασσα, έκοβαν με το μαχαιράκι τους τα κολκοτσάνια και τα πήγαιναν στο σπίτι. Στη συνέχεια τα καθάριζαν από τις ψιλές πετρούλες και την άμμο, τα έλιωναν, τα αναμείγνυαν με τα αγαπημένα φρέσκα μυρωδικά, κρεμμυδάκι, σκόρδο, άνηθο, δυόσμο και μαϊντανό, έβαζαν το ανάλογο αλεύρι, τα έπλαθαν και τα τηγάνιζαν σε λάδι όπως τους κεφτέδες. Στη διήγησή της θυμήθηκε τη γιαγιά της, που είχαν το ίδιο όνομα τη Θωμαΐτσα Φοίβα (Τσαπάρενα) που οι κολκοτσανοκεφτέδες της είχαν ιδιαίτερη νοστιμιά, ήτανε η σπεσιαλιτέ της. Η γεύση τους ήτανε μοναδική, σα να έτρωγες όλη τη δροσιά της θάλασσας. Ωραίες και παραστατικές πληροφορίες μάς έδωσε και η κυρα-Μαρούσα του Δαμαλίτη. Τα κολκοτσάνια τα γνώριζε καλά και τους κεφτέδες τούς είχε γευτεί πολλές φορές, αφού η μητέρα της η Μαρίκα και η θεία της η Τσαλίκενα μάζευαν τα κολκοτσάνια στα ρηχά της θάλασσας, στο Γκουριμέσι. Τα έκοβαν σε ψιλά κομματάκια, τα ζύμωναν κεφτέδες με το γνωστό τρόπο και κάποιες φορές για μεγαλύτερη ευκολία τα έβαζαν στο ταψί και τα έψηναν στον ξυλόφουρνο. Ήτανε ένα φαγητό πολύ νόστιμο και μυρωδάτο που στις μέρες μας στην Ερμιόνη δεν έχουμε την τύχη να το γευόμαστε. Η κυρα-Σοφία, μητέρα της Άννας Παπαφράγκου, τα μάζευε στους βράχους κάτω από το σπίτι της, στο «Μαδέρι». Η Άννα μας έκανε μια ζωντανή περιγραφή της διαδικασίας που τα μάζευαν. Ανέλαβε μάλιστα και να μας τα δείξει. Όσο όμως κι αν ψάξαμε δεν καταφέραμε να τα εντοπίσουμε. 30 ερμιόνη

Ήσαν εξαφανισμένα. Ίσως η ρύπανση να εξαφάνισε το είδος, έτσι τις εικόνες που βλέπετε τις δανειστήκαμε από το διαδίκτυο. Στα νησιά τα κολκοτσάνια τα ονομάζουν κολιτσιάνους* και ευτυχώς εκεί ακόμα υπάρχουν. Ο Γιάννης Χατζηπέτρος, θα τον θυμούνται οι μεγαλύτεροι γιατί έζησε για πολλά χρόνια στον τόπο μας αφού ο πατέρας του εργαζόταν στα Μεταλλεία, σε μια τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί μας θυμήθηκε ότι πολλά τέτοια κολκοτσάνια ήταν κολλημένα στους βράχους όπως οι πεταλίδες. «Ορισμένες μόνο γυναίκες ήξεραν να τα μαγειρέψουν. Δυστυχώς η μητέρα μου δεν ήταν από την περιοχή και δε μας τους έφτιαχνε. Όμως γευόμαστε τον εκλεκτό θαλασσινό μεζέ από τις γειτόνισσες, αφού από τα ανοιχτά παράθυρα η μυρωδιά τους μας έσπαζε τη μύτη κι εμείς πηγαίναμε απρόσκλητοι επισκέπτες». Μια συνταγή σπάνια, ζυμωμένη με την ίδια τη ζωή, απλή, φτωχική και σοφή συνυφασμένη με αναμνήσεις, που δεν έχει καμιά σχέση με τη γευστική σύγχυση της σημερινής κουζίνας. Τέτοια φαγητά σαν τους μυρωδάτους κολκοτσανοκεφτέδες επέτρεπαν στους ανθρώπους να επιβιώσουν σε πολύ δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

*Κολιτσιάνος ή ανεμώνη της θάλασσας: θαλάσσιο ζώο της ομάδας των κοιλέντερων και ομοταξίας των ανθόζωων


ερμιόνη 31


Φωτο: Βιβή Σκούρτη

«Στου Μιχάλη…» Απαλά η απουσία του κάθεται… Tζένη Nτ.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.