n.132/09 ΠΕΜΠΤΗ 26 NOEMBΡΙΟΥ 2009 Η ΤΕΧΝΗ / ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ / ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ / Η ΖΩΗ... ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ
art
ΠΟΝΤΙΚΙ
ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ Πολύ μεγάλος για να είναι μόνο κομμουνιστής Κωνσταντίνος Ρήγος: Ντύσου πρόχειρα… Ο έρωτας των ποιημάτων Όταν οι δρόμοι φωνάζουν Η πίσω πλευρά των σχέσεων
2/26
TA ΠΡΟΣ ΩΠΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΝΩΝΕΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Faux Ρουβάς
«Να μας στέλνει ο Θεός όσα μπορούμε να αντέξουμε», έλεγε η σοφή γιαγιά μου. Αυτό σκέφτηκα όταν πληροφορήθηκα ότι η Μαίρη Βιδάλη παίζει στο θέατρο τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ. Να μας στέλνει, ο Θεός του θεάτρου, όσα μπορούμε να αντέξουμε οι άμοιροι θεατές. Αυτή όμως τη φορά μάλλον το παράκανε, και μας έβαλε σε μεγάλες δοκιμασίες – και τους θεατές και την υποκριτική τέχνη. Οφείλω, βεβαίως, να επαινέσω την επιμονή με την οποία η κυρία Βιδάλη καταπιάνεται με έργα απαιτήσεων. Το κάνουν άλΜαίρη Βιδάλη λωστε δεκάδες ερασιτέχνες Η φιλοδοξία δεν αρκεί ηθοποιοί με τις ερασιτεχνικές ομάδες τους σε όλη τη χώρα. Από την άλλη, δεν μπορώ να κατανοήσω την επιμονή με την οποία προσπαθεί εδώ και πολλά χρόνια να πλασαριστεί ως πρωταγωνίστρια, τη στιγμή που το σανίδι τής δείχνει με κάθε τρόπο ότι του παραπέφτει βαριά. Η φιλοδοξία της, όχι η υποκριτική (α)δεξιότητά της.
Από πότε έχετε να ακούσετε τραγουδιστή να κάνει καριέρα με τη φωνή του Ντόναλντ Ντακ; Από τα χρόνια του Λευτέρη Πανταζή; Κι όμως, το νέο προωθούμενο πρόσωπο της ελληνικής δισκογραφίας έχει παρόμοια φωνητικά προσόντα. Ο Γιώργος Σαμπάνης είναι κακός τραγουδιστής και... μοντέλο σε εμφάνιση. Το δεύτερο είναι που ενδιαφέρει την εγχώρια σόουμπιζ στον καιρό της πτώσης της, κι έτσι ένας νέος που θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο μόντελινγκ παρουσιάζεται σαν ο «νέος Ρουβάς» με το ζόρι. Τι σημαίνει «με το ζόρι»; Σημαίνει ότι η εταιρεία του σχεδόν κάθε δίμηνο του βγάζει νέο σινγκλ, του γυρίζει νέο βιντεοκλίπ επίσης κάθε δίμηνο και του παρέχει τέτοια σκανδαλώδη στήριξη που ούτε ο Χατζηγιάννης, ο Ρουβάς ή η Παπαρίζου –ονόματα με χειροπιαστό εμπορικό αντίκρισμα– δεν έχουν από τις εταιρείες τους. Προφανώς, ο Γιώργος Σαμπάνης διαθέτει αυτό που λέμε «μπάρμπα στην Κορώνη». Τι μπορεί να καταφέρει ένας ασήμαντος τραγουδιστής με μέσον; Θα γίνει ποτέ πρώτο όνομα; Θα γίνει ποτέ αληθινός σταρ; Όχι, αλλά στον καιρό που πολύ σημαντικότεροι τραγουδιστές κινούνται στο όριο της ανυπαρξίας, εκείνος υπάρχει. Υπάρχει, και όσο υπάρχεις (εσύ, που καταναλώνεις ό,τι παίξουν τα ραδιόφωνα στην playlist τους) θα υπάρχει.
Γιώργος Σαμπάνης
Χάρις Αλεξίου Το δικό της κέφι
Γιώργος Πολυχρονίου Μυρωδιά ναφθαλίνης Κάθε είδωλο στον καιρό του. Ειδικά κάθε τηλεοπτικό είδωλο. Το έχουμε δει στην πράξη ή μάλλον κατά τη διάρκεια του ζάπινγκ. Πώς οι λαμπροί αστέρες μιας συγκεκριμένης περιόδου από τη μια μέρα στην άλλη απλώς δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Η από τηλεοράσεως εικόνα θολώνει εύκολα, και οι τηλεστάρ που δεν το καταλαβαίνουν ώστε να πάρουν τα μέτρα τους μόνο κακό στον εαυτό τους κάνουν. Όχι, δεν αναφέρομαι στον Ανδρέα Μικρούτσικο (αν και θα μπορούσα) που ετοιμάζεται, λένε, να επιστρέψει –γιατί;–, αλλά στον Γιώργο Πολυχρονίου, τον δημοφιλή κάποτε «τηλεπαιχνιδά», ο οποίος μετά από μια μικρή ανάπαυλα προς όφελός του ξανά προς τη δόξα (;) τραβά. Αυτή τη φορά ως γκεστ σταρ πανελίστας, δηλαδή μπλαμπλάς. Ένας μπλαμπλάς που μοιάζει να βγήκε από τη ναφθαλίνη. Που φέρει μαζί του το παλιό, το ξεπερασμένο. Ο ίδιος δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνεται. Είναι, προφανώς, μεγάλη η ανάγκη του να υπάρξει εκ νέου μέσα από το χαζοκούτι και ας μη γυρίζει πλέον υπέρ του ο «Τροχός της τύχης». Εμείς, ευτυχώς, έχουμε το προνόμιο του ζάπινγκ κάθε φορά που κάτι μας καταθλίβει.
art
ΠΟΝΤΙΚΙ
ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΙΑ ΑΝΝΑ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ
Η λέξη «τραγουδιστής» έχει καταλήξει να είναι συνώνυμο της φράσης «κάνω τα χατίρια στον κόσμο». Δεν θέλω να εμφανίζομαι στα κέντρα, αλλά τι να κάνω, «αυτό θέλει ο κόσμος», δεν θέλω να λέω σουξέ, αλλά «αυτά θέλει ο κόσμος». Αν πέτυχε κάτι η Χάρις Αλεξίου όλα αυτά τα χρόνια είναι να κάνει τον κόσμο να θέλει αυτά που εκείνη ήθελε. Διαλέγει δρόμο, τον περπατάει και καταλήγει στο τέλος να μη βαδίζει μόνη. Μαζική ναι, αλλά όχι πηγαίνοντας στη «συγκέντρωση» των άλλων. Στήνει δική της εξέδρα και ο κόσμος έρχεται εκεί. Το έκανε με το «Δι’ ευχών», όταν οι κριτικοί της εποχής την κατηγορούσαν ότι «πουλάει» το λαϊκό παρελθόν της. Το έκανε με τον δίσκο «Οδός Νεφέλης 88», όταν είπαν ότι «η Αλεξίου μεγαλοπιάνεται και θέλει να γίνει δημιουργός». Το έκανε με το «Ως την άκρη του ουρανού σου», όταν είδε το τέλος του έντεχνου, την ώρα που οι κριτικοί δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Τώρα, την ώρα της πλαστής εξωστρέφειας και του κατ’ ανάγκην κεφιού, η Χάρις Αλεξίου κάνει το δικό της κέφι. Κλείνεται μέσα της, κοιτάει τον σκοτεινό εαυτό της και τον ανοίγει σε κοινή θέα, στο cd της «Η αγάπη θα σε βρει όπου και να ’σαι». Πάει πάλι κόντρα, κι όμως με τραγούδια όπως το σπαρακτικά γυμνό «Μεγάλωσα» που έγραψε η ίδια (αξίζει να διαβάσετε όλους τους στίχους στο ένθετο βιβλιαράκι του δίσκου), θα κάνει και πάλι κατάσταση. Θα έρθει το κοινό, θα γίνει το «σκοτεινό» μαζικό, γιατί στο αληθινό έρχεται ο κόσμος.
DESIGN ART DIRECTOR Κυριάκος Κουτσογιαννόπουλος
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Μαρία Βασιλάκη
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ: Γιώργος Ι. Αλλαμανής Λεωνίδας Αντωνόπουλος Xαρά Αργυρίου
To είχε, άραγε, προβλέψει διαβάζοντας τα άστρα; Αν ναι, γιατί δεν είχε προνοήσει ώστε να προλάβει το κακό; ΄Η μήπως ο Κώστας Λεφάκης δεν θεωρεί την υπερέκθεσή του στην τηλεόραση αρνητικό παράγοντα για τη δημόσια εικόνα του; Ειδικά όταν επιλέγει για να εμφανιστεί στις πιο σαχλές εκπομπές που κυκλοφορούν στην πιάτσα; Όπως κι αν έχει, ενέδωσε και αυτός στη μαγεία της μικρής οθόνης. Και περιφέρει την εικόνα του στα κανάλια για να αναλύσει τα θέματα της (ευτελούς, συΚώστας Λεφάκης χνά) επικαιρότητας, με τη σοβαρότητα με την οποία Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα… μιλάει ο Μπαμπινιώτης όταν καλείται να αναλύσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν γνωρίζω αν από τότε που έγινε παιδί (και) των «παραθύρων» η πελατεία του αυξήθηκε, η αξιοπιστία του πάντως δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Γιατί, από τους «επιστήμονες» του είδους περιμένεις να είναι πιο σοβαροί από ό,τι οι «Μύριαμ και Τζόσουα» που έχουν μετατρέψει τα άστρα σε τηλεμάρκετινγκ αισθημάτων και ελπίδας.
Δημήτρης Κανελλόπουλος Τατιάνα Καποδίστρια Γιώργος Ν. Κορωναίος Γιάννης Κουκουλάς
Μάκης Μηλάτος Ελίνα Μπέη Αγγελική Μπιλλίνη Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Χρυσούλα Παπαϊωάννου Δημήτρης Ρηγόπουλος Όλγα Σελλά Ναταλί Χατζηαντωνίου
4/28
Τ ΣΟΥΝΑΜ Ι
αχινοί...
Κωνσταντίνος Ρήγος Ντύσου πρόχειρα… Διεκδικώντας τη χειραφέτηση από το αυστηρώς επιδοτούμενο χοροθέατρο, ο Ρήγος μπήκε στην αγορά. Δεν άλλαξε τους κανόνες της, έτσι κι αλλιώς το εμπόριο γίνεται με χοντροκομμένους τρόπους, η αγορά όμως άλλαξε εκείνον
Ό
ταν ο Θεός έπλασε τον Αδάμ πρέπει να ήταν καλοκαίρι, γι’ αυτό ο πρώτος άνθρωπος κυκλοφορούσε γυμνός στην Εδέμ, μες στην καλή χαρά. Ύστερα όμως ήρθε η Εύα, ήρθε το φίδι που της έβαλε ιδέες για τη γυναικεία κομψότητα, πλάκωσαν και τα πρώτα κρύα κι ανακαλύφθηκε η ενδυματολογία. Κι ύστερα, πέρασαν πολλά πολλά χρόνια κι ήρθε στη Γη ο χορευτής και χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγος, που ξανανακάλυψε τη γύμνια ως πηγή χαράς. Ευτυχώς, τώρα πια η ανθρωπότητα είχε προοδεύσει και, πλέον, οι άνθρωποι μπορούσαν να κυκλοφορούν γυμνοί στους εσωτερικούς χώρους χάρη στη θέρμανση των καλοριφέρ… Δυστυχώς, έξω, δεν μπορούν να το κάνουν, δεν το επιτρέπει η αιδώς, δημόσια και ιδιωτική – που εφευρέθηκε ήδη από την εποχή της Εύας. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, βεβαίως, θα ήθελε έναν κόσμο χωρίς αιδώ – και καλά κάνει. Για να δείξει μάλιστα πόσο καλός θα ήταν αυτός ο κόσμος, όταν λόγω της δουλειάς του έχει κάποια φωτογράφηση, προτείνει ο ίδιος στο φωτογράφο να του ποζάρει γυμνός. Για τον τρόπο που σκέπτεται, πιθανόν αυτή η γύμνια να ισοδυνα-
Ω ΡΑ ΓΙΑ
Εντάξει, βρε Βάσω,
Α Σ
νοίγει η ψαλίδα, κλείνει η ψαλίδα.
υμφωνώ ότι υπάρχουν και χειρότερα, όπως, ας πούμε, το μεγάλο μαλλιοτράβηγμα των λοιμωξιολόγων στην καμπούρα μας. Βήξε, ανάσανε, Βάσω μου, να δω πώς πας από πνευμόνια και στο καπάκι κάνε και ένα τροχάδην επιτόπου να δω αν λαχανιάζεις κι αν παθαίνεις τίποτα κράμπες και τραβήγματα, χρατς.
μεί με απελευθέρωση από τα δεσμά των συμβάσεων. Τι κρίμα που όλοι είμαστε δέσμιοι των συμβάσεων αυτών, με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο. Όταν ο Κωνσταντίνος Ρήγος εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά δρώμενα, νέος χορογράφος με την ομάδα του, την Οκτάνα, χαιρετίσθηκε ως σπινθηροβόλο πνεύμα, ως έξυπνο αγόρι, ως χειραφετημένη ύπαρξη και ως ευρηματικός και ευαίσθητος καλλιτέχνης. Με δεδομένο ότι ο χορός, ως αυτόνομη τέχνη εκτός του θεάτρου, ήταν στη χώρα μας ακόμα στα σπάργανα, γρήγορα ξεχώρισε. Για ένα διάστημα θεωρήθηκε το αντίπαλον δέος του ανερχόμενου επίσης Δημήτρη Παπαϊωάννου. Αλλά στην πορεία τυποποιήθηκε πρώτος. Επίσης πρώτος, προσπάθησε να μπει σε μια ευρύτερη αγορά του θεάματος. Μπήκε στην αγορά αυτή μέσω της βιομηχανίας των βιντεοκλίπ, έως πολύ πρόσφατα μάλιστα έντυνε με εικόνες τα τραγούδια της Πέγκυς Ζήνα. Στην περιοχή της δημιουργικότητας, όλες οι επιλογές κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Διεκδικώντας τη χειραφέτηση από το αυστηρώς επιδοτούμενο χοροθέατρο, ο Ρήγος μπήκε στην αγορά. Δεν άλλαξε τους κανόνες της,
έτσι κι αλλιώς το εμπόριο γίνεται με χοντροκομμένους τρόπους, η αγορά όμως άλλαξε εκείνον. Του έμαθε ορισμένες ευκολίες, χωρίς να τον στρέψει σε στρατηγικές που θα του επέτρεπαν να εκμεταλλευτεί τις ευκολίες αυτές δημιουργικά. Του έμαθε, δηλαδή, το σταριλίκι, την έμφαση στη γυαλιστερή επιφάνεια, τη διαφημιστική εκμετάλλευση των ιδεών του… Αλλά ταυτόχρονα του ξέμαθε την εμβάθυνση και την αγωνία της δημιουργικότητας. Δεν πρέπει να είναι συμβολικό, αλλά η επιστροφή του Κωνσταντίνου Ρήγου με την παράσταση «Ο βασιλιάς είναι γυμνός», την αναδιατύπωση δηλαδή στις Ροές μιας παλιάς του επιτυχίας με έναν ολόγυμνο χορευτή (Μιχάλης Θεοφάνους) και μια ντυμένη σταρ (Δήμητρα Ματσούκα), αποδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης έχει πέσει θύμα της ευκολίας του. Κρίμα, διότι είναι ακομπλεξάριστος, πραγματικά αντισυμβατικός, οραματικός, αιρετικός, δουλευταράς – και από τους ελάχιστους που ξέρουν πώς βγαίνει το ψωμί. Επιπλέον, ως γνήσιος νάρκισσος φρόντιζε πάντα οι καλλιτεχνικές επιλογές του να τον κολακεύουν. Τι να του συνέβη άραγε; Μήπως γέρασε;
Θεωρήθηκε το έπος του μικροαστισμού. Σήμερα, το «Τρίτο Στεφανι» του Κώστα Ταχτσή ζει μια καινούργια ζωή, όχι μόνο ως ένα σημαντικό βιβλίο της νεοελληνικής γραμματείας που επανεκδόθηκε αλλά και ως μια πολυσυζητημένη παράσταση, που ανεβαίνει στο Ρεξ, σκηνοθετημένη από τον Σταμάτη Φασουλή. Καταξιωμένο σήμερα βιβλίο, χρειάστηκε να περάσει διά πυρός και σιδήρου για να γίνει γνωστό στο κοινό: βλέπετε, ο Ταχτσής δεν ήταν αριστερός, δεν ήταν στους κύκλους των γραμμάτων, δεν ήταν στρέιτ και δεν ήταν σε αυλές - άσε που εκδιδόταν κιόλας. Το ότι το έργο του επέζησε είναι θέμα επιμονής και τύχης. Πόσα άλλα σημαντικά κείμενα, ωστόσο, δεν έχουν πάει άπατα, στη χωματερή της λήθης όπου τα καταδίκασε η βαρεμάρα και η απάθεια των ανθρώπων που διαχειρίζονται, χωρίς έμπνευση, την πολιτιστική μας καθημερινότητα...
Στο φινάλε του θεατρικού «Τρίτου στεφανιού», όλα τα πρόσωπα του δράματος, σε μια πρόβα αισθητικού σοκ, παρουσιάζονται με τα σημάδια και το αίμα μιας μαχαιριάς στο λαιμό. Προφανώς, για να υπονοηθεί ο άγριος, ο βίαιος θάνατος του συγγραφέα. Σύμφωνοι, αλλά τι σχέση έχει όλο αυτό με το έργο, με την κοινωνική καταβύθιση στους κώδικες και στις αξίες του λαϊκού στοιχείου; Συγγνώμη κιόλας, αλλά τέτοιου τύπου εφέ δείχνουν επιφανειακό πέρασμα πάνω από το κείμενο, αδυναμία κατάδυσης στην ουσία του - που προφανώς δεν έχει να κάνει τίποτα ούτε με σοκ ούτε με κανενός είδους εφέ. Λία Παραλία
ZAPPI N G
Κ
ι αν ρωτάς για μένα, εγώ ακόμη τραβιέμαι με τον φαρμακοποιό που δεν μου δίνει ταμιφλού και με τη Τζένη Μπαλατσινού που δεν λέει να σηκωθεί από το έδρανο να δουν οι ξυλάγγουρες τι εστί φυσική τσαχπινιά και χάρη. Να, γι’ αυτό κι εγώ βαδίζω εκ του ασφαλούς και συμπλέω αρμονικά μόνο με την ταξιτζού Βίκυ Σταυροπούλου, που όσο να ’ναι είμαστε και στα ίδια κιλά. Να μη με λένε taxi girl αν ξαναγκρινιάξω για τις αυξήσεις στο κόμιστρο και τη μανία του πάσα ένα ταρίφα με την ΕΡΑ ΣΠΟΡ και το λαϊκό ρεπερτόριο.
Έ
στω κι έτσι, με ταξίμια και τσαλίμια και αμανετζίδικα του σωρού θα φτάσουμε, Βάσω,
κάποια στιγμή σπιτάκι μας, όπου μας περιμένει το καινούργιο σίριαλ του Χάρη Ρώμα. Μα τι αναποδιά και τούτη; Μετά την καθοδική πορεία του «Δόκτορος Ρούλη» τείνω να πιστέψω ότι δεν είναι ο ίδιος αλλά το κανάλι του που τον γκαντεμιάζει και δεν τον αφήνει να σταυρώσει διψήφιο, μετά από το αλήστου μνήμης «Καφέ της Χαράς».
Κ
ι όμως, εγώ είχα χαρεί που ξαναγύρισε στο πρόγραμμα, γιατί, όσο να ’ναι, ταυτίζομαι με την κλάση μου, Βάσω, και κατά βάσιν θέλω το καλό της. Κατά τα άλλα, συνεχίζω να μην καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου και σ’ αυτό δεν φταίνε διόλου η Ντόρα και ο Σαμαράς. Ίσα ίσα που όταν
τους βλέπω να αντιδικούν και να διαγκωνίζονται, σαν τον Ντάφι Ντακ με τον Έλμερ Φαντ, η φαντασία μου εξάπτεται και φτάνει μέχρι την επόμενη μέρα, τότε που ο ένας από τους δυο θα πάρει τον Άρη ή τον Δημήτρη του και θα πάει γι’ άλλες πολιτείες ερωτικές. Εμείς να δω τι θα κάνουμε, που θα ξαναπέσουμε τότε στην ανάγκη της Σίσυς Χρηστίδου και των ξαναμμένων αγκρικολάρουμ της.
Η ποντικίνα των καναλιών
ΠΟΝΤΙΚΙart 26.11-2.12.09
Μ Π Α ; ΕΙΝΑΙ Κ ΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΛ ΙΤΙΣ Μ Ό Σ ;
29/5
Του Γιώργου Ι. Αλλαμανή [gallamanis@gmail.com]
Γ
ια κάποιους είναι προφανές: ο Ρίτσος ήταν κορυφαίος ποιητής μόνο και μόνο διότι ήταν κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΕ από το 1934 ώς το θάνατό του το 1990. Ο οδοστρωτήρας της απλοϊκής σκέψης όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει, όλα τα ισοπεδώνει. Πήρε για τα καλά πάλι μπρος το σαρωτικό μηχάνημα, με αφορμή το φετινό «έτος Ρίτσου», τους εορτασμούς για τα 100 χρόνια από τη γέννηση αυτού του ακάματου εργάτη της κορυφαίας τέχνης των λέξεων. Ιδού μερικές από τις απόψεις που εκφράζουν δημοσίως τον τελευταίο καιρό τα στελέχη του Περισσού για τον αγαπημένο τους (και δικό μας αγαπημένο – συγγνώμη για το θράσος…) ποιητή: «Το μεγαλείο της τέχνης του οφείλεται στην υπεροχή της ιδεολογίας του Κόμματός του, του επιστημονικού σοσιαλισμού». « Έδειξε τι σημαίνει στρατευμένη κομματική τέχνη». «Δεν ανήκει σε εκείνους που πανηγύριζαν, και συνεχίζουν, για την ανατροπή του σοσιαλισμού που γνώρισε ο 20ός αιώνας». Είκοσι χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι απολογητές των απολυταρχικών καθεστώτων του πάλαι ποτέ «υπαρκτού» (ο θεός να τον κάνει) σοσιαλισμού έχουν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη να λιβανίζουν αγίους. Ο Ρίτσος, άνθρωπος μειλίχιος και συγκαταβατικός, όπως βεβαιώνουν όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, προσφέρεται για αγιοποίηση. «Αντικομμουνιστής» και «όργανο της αντίδρασης» είναι, προφανώς, όποιος τολμά να διαπιστώσει ότι ο λυρισμός της εκπληκτικής «Σονάτας του σεληνόφωτος» και της «Ισμήνης» ή ότι
η σπουδή πάνω στη φθορά σώματος και πνεύματος όπως καταγράφεται στην «Ελένη» είναι σημαντικότερα επιτεύγματα από πολλούς «στρατευμένους» στίχους του Ρίτσου. Δίχως αυτό να σημαίνει ότι ο θρήνος του προπολεμικού «Επιτάφιου» ή η περιγρα-
έστελνε στον άλλο κόσμο. Ο συχνός βερμπαλισμός του Ρίτσου, για παράδειγμα, όπως και η ανισότητα του απέραντου έργου του (άφησε, πεθαίνοντας, πάνω από 50 αδημοσίευτες συλλογές!), ο ναρκισσισμός του βαμμένου μαλλιού και η φημολογούμενη
Πολύ μεγάλος για να είναι μόνο κομμουνιστής Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, η καπηλεία του έργου του, την οποία και ο ίδιος ανεχόταν όσο ζούσε, καλά κρατεί φή της μετεμφυλιακής ήττας της Αριστεράς στην «Ανυπόταχτη Πολιτεία» δεν συνδυάζουν αρμονικά την ποιητικότητα με τη «στράτευση». Ωστόσο από το παζλ της εργοβιογραφίας του, οι αγιογράφοι αφαιρούν αδίστακτα ολόκληρα κομμάτια, σαν τον Στάλιν που έβαζε να ρετουσάρουν τις φωτογραφίες, αφαιρώντας όσους σοβιετικούς συντρόφους του
ομοφυλοφιλία του, για την οποία μίλησε τελευταία φορά δημοσίως στη «Ελευθεροτυπία» η φίλη του Καίτη Δρόσου, σύντροφος του αξέχαστου Άρη Αλεξάνδρου, κρύβονται σαν στάχτη κάτω από το κόκκινο χαλί. Ο Ρίτσος ήταν πολύ μεγάλος για να είναι μόνο κομμουνιστής. Η ατολμία του να αντιπαρατεθεί με την κομματική γραμμή καταπλήσσει.
και ανθέλληνες», ώστε να μπορέσει να με συμπεριλάβει στο «τερατάκι του εθνικισμού» που εν τέλει «κραυγάζοντας σαν τον Ταρζάν καλύπτει – και στην κεντρική πολιτική σκηνή – τα επιχειρήματα με ουρλιαχτά». Με δυο λόγια: ο κ. Αλλαμανής πρώτα διαστρεβλώνει, μετά καταφεύγει σε κυρίαρχα κλισέ, στη συνέχεια κάνει πονηρές συνειρμικές συνταυτίσεις (με φασίστες και «ξυλοδαρμούς μεταναστών») και τέλος με συκοφαντεί ως «εθνικιστή». Αλλά, αν εγώ είμαι εθνικιστής, ήταν εθνικιστής και ο Άγγελος Ελεφάντης όταν λίγο πριν πεθάνει με δισέλιδό του στην «Αυγή» υποστήριξε για το επίμαχο ζήτημα του βιβλίου της κυρίας Ρεπούση, τα ίδια που υποστηρίζω κι εγώ; Ή μήπως είναι εθνικιστές ο κ. Γλέζος, ο Μίκης, ο κ. Λαοκράτης Βάσης και πλήθος άλλων αριστερών που υποστήριξαν τα ίδια; Αγαπητέ μου Αντώνη, το δυσάρεστο σε όλην αυτήν την ιστορία είναι, πως όσοι σε αυτό το βιβλίο είδαν το φως το αληθινό, παρά τα 79 πραγματολογικά του λάθη, την ιδεολογική του ιδιοτέλεια (χάριν της εξουσίας) και την ξηρή αντιπαιδαγωγική του αφήγηση, δεν χρησιμοποίησαν υπέρ του ούτε ένα (αριθμός 1) επιστημονικό επιχείρημα, αλλά πλήθος στερεότυπα της κυρίαρχης ρητορικής, αφορισμούς και κοινοτοπίες. Ίσως στην προσπάθειά τους να κριτικάρουν το όντως κακό (κάκιστο) προηγούμενο που έχουμε εν Ελλάδι στη χρήση της Ιστορίας, και στο εκπαιδευτικό επίπεδο (εθνοκεντρική κι ελληνοκεντρική αφήγηση), και στον δημόσιο λόγο (εθνικιστική και πατριδοκαπηλική ιδεολογία), να βρήκαν στο βιβλίο της κυρίας Ρεπούση ένα «άδειο πουκάμισο» να υπερασπισθούν, καθώς σημείωσε και ο Ελεφάντης. Όμως, ο κ. Αλλαμανής είναι
δημοσιογράφος. Οφείλει να γνωρίζει τον πλήρη διάλογο (ακόμα κι αν υπήρξε ομηρικός για αυτό το ζήτημα) και να μη βάζει στο ίδιο τσουβάλι την αριστερή κριτική (ακόμα κι αν είχε άδικο) με τα εθνικιστικά παραλληρήματα. Επίσης γνωρίζει κι εμένα προσωπικώς. Δεν ξέρω τι τον αναγκάζει να με συκοφαντεί, χωρίς να ντρέπεται, εκτός ίσως από την προσπάθεια ακύρωσης όσων υποστηρίζω, όχι με επιχειρήματα αλλά με ρετσινιές. Άλλωστε το ίδιο κάνουν κι όσοι χαρακτηρίζουν ως «αντισημίτες» εκείνους που κριτικάρουν τις ναζιστικές θηριωδίες των Ισραηλινών – μήπως είσαι κι εσύ αντισημίτης, αγαπητέ μου Αντώνη; Τέλος έγραψα αυτό το γράμμα σε σένα και το «Ποντίκι» κι όχι προσωπικώς στον κ. Αλλαμανή, διότι δεν μπορώ να απευθύνω πια τον λόγο σε έναν άνθρωπο που εκτιμούσα και τώρα λυπάμαι γι’ αυτόν – όχι για τη γνώμη του, σεβαστή – αλλά για την έπαρσή του να χαρακτηρίζει «ψιλά γράμματα» την κοπιώδη βιβλιοαναδίφιση (τουλάχιστον) όσων προσεγγίζουν αυτά τα πράγματα ψάχνοντας την αλήθεια (έστω κι όταν δεν το επιτυγχάνουν), για να καταντάει στο τέλος απλώς να τους βρίζει…
Γράφει έναν ύμνο στον Νίκο Μπελογιάννη, σιωπά εκκωφαντικά για τον διπλά εκτελεσμένο το 1954 (μία από το κράτος της Δεξιάς, μία από τον Ζαχαριάδη με τη ρετσινιά του «πράκτορα») Νίκο Πλουμπίδη. Το λόγο τον εξήγησε νηφάλια η μοναχοκόρη του, η πεζογράφος Έρη Ρίτσου, απαντώντας παλαιότερα σε ερώτηση για το αν «τον πείραζε η (σ.σ. κομματική ) μονομέρεια στην πρόσληψη του έργου του». «Δεν είχα διαπιστώσει να τον πειράζει, επειδή ο ίδιος είχε πλήρη συνείδηση του τι ακριβώς κάνει, (…) επομένως ήξερε ότι αργά ή γρήγορα οι άνθρωποι θα ασχοληθούν με το έργο του». Με άλλα λόγια, όσο ζούσε ο Ρίτσος ανεχόταν, αν δεν κολακευόταν, αν δεν το επεδίωκε, να θεωρείται ο «επίσημος ποιητής» του ΚΚΕ. Αυτό φυσικά, δεν μειώνει την αξία των κορυφαίων από τα έργα του. Οι φιλόλογοι έχουν ήδη κάνει αρκετά, αν και έχουν ακόμη πολλή δουλειά, για να ξεχωρίσουν την ήρα από το στάρι. Όμως η κοπιώδης φιλολογική εργασία, μέχρι να οδηγήσει στη λυτρωτική κατ’ ιδίαν ανάγνωση της ποίησης του Ρίτσου υπό το φως ενός κεριού, που λέει ο λόγος, δεν γίνεται με συνθήματα, καπελώματα και κομματικά λάβαρα. Όσοι κατέβηκαν στην φετινή πορεία του Πολυτεχνείου ανεμίζοντας σημαίες της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενός ιστορικού απολιθώματος, επιχειρούν να «απολιθώσουν» έναν από τους κορυφαίους έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα. Ευτυχώς που το ίδιο το ποιητικό του έργο αντιστέκεται σθεναρά στα σχέδιά τους.
Ε Π ΙΣΤΟΛΗ Αθήνα 19.ΧΙ.2009 Αγαπητέ μου Αντώνη (με τους χαιρετισμούς μου στην Άννα) στο φύλλο 1578 (Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009) του αγαπημένου μας «Ποντικιού», στο οποίον υπήρξα κι εγώ συνεργάτης, στο ένθετο «Ποντίκι ART», ο συνεργάτης σας κ. Γιώργος Αλλαμανής (τον οποίον στο παρελθόν είχα την τιμή να γνωρίσω) με χαρακτηρίζει «εθνικιστή». Μάλιστα με συσχετίζει με τη Χρυσή Αυγή και τον κ. Άδωνη Γεωργιάδη χωρίς να παραλείπει τα ίδια και για την κυρία Λιάνα Κανέλλη. Λυπάμαι ιδιαίτερα! Ο τόπος μας είναι πολύ μικρός για τόσο μεγάλα ψέματα. Ο λόγος για τον οποίον ο κ. Αλλαμανής σπιλώνει με τόσο βάναυσο (ή πονηρόν) τρόπο τη δημόσια πολιτική μου διαδρομή, με φανερή την ένταξή μου στην Αριστερά 30 χρόνια τώρα, είναι η στάση που κράτησα στην αντιπαράθεση με επίκεντρο το βιβλίο της κυρίας Ρεπούση (μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ νεωτερικών – μαρξιστών – εκσυγχρονιστών – φιλελεύθερων και εθνικιστών για κρίσιμα θέματα της εποχής μας, όπως το έθνος, η γλώσσα, η ταξική πάλη, η παγκοσμιοποίηση και άλλα). Σε όλην αυτήν την αντιμαχία οι τοποθετήσεις μου βασίσθηκαν σε επιχειρήματα και έρευνα, τεκμηριωμένα κυρίως από τη μαρξική βιβλιογραφία (Χοφσμπάουμ, Κορδάτος, Σβορώνος, Μαργαρίτης, Βουρνάς κ.ά.) αλλά κι άλλων έγκριτων διανοουμένων και ιστορικών από όλα τα ρεύματα της παλαιότερης και σύγχρονης σκέψης. (Απ’ τον Γκόρντον, τον Finlay και τον Toynbee – ως το Λεξικό του Σουΐδα φθάσαμε). Αντιθέτως ο κ. Αλλαμανής βάζει στο στόμα μου πράγματα που ουδέποτε έχω υποστηρίξει για «Καλάς», «Νεφελίμ», «τα πάντα είναι ελληνικά», «κρυφό σχολειό», «φιλέλληνες
Με κάθε τιμή σε όλους τους Συναδέλφους στο Ποντίκι Στάθης Σταυρόπουλος ΥΓ.: Η συκοφαντία είναι σαν την πανούκλα. Ξέρω ότι εν τέλει «κανείς δεν γλυτώνει», όπως έλεγε και η σοφή γριά τσατσά στην «Ευδοκία» - λέγε, λέγε, λέγε όχι «εθνικιστή» μόνον θα με βγάλουν, αλλά και πρίμα μπαλαρίνα στη Λίμνη των Κύκνων…
Α Π Α ΝΤΗ Σ Η Ο εθνικισμός είναι οριζόντιο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο το οποίο διαπερνά και την Αριστερά. Ας μην αραδιάσουμε ονόματα ιστορικών και στοχαστών που το έχουν περίτρανα αποδείξει, μερικούς τους αναφέρει και ο κ. Σταυρόπουλος - αλλά μάλλον τα ίδια βιβλία διαβάζουμε και… χώρια καταλαβαινόμαστε. Φοβάμαι ότι ο φίλτατος (για μένα, ήταν και παραμένει!) Στάθης δεν σηκώνει την παραμικρή κριτική, ήπια εν προκειμένω, για ορισμένες «καθαρόαιμα ελληνικές» θέσεις τις οποίες έχει εκφράσει -και με γειά του με χαρά του…-, κατά καιρούς. Οι ίδιες θέσεις οδήγησαν συντρόφους του στο να απορρίψουν την τοποθέτησή του σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες εκλογές. Μαντεύω ότι αυτό το τραύμα είναι πολύ νωπό ακόμη. Κατά τα άλλα, επειδή είναι ευφυής, απόρησα με την παρανάγνωση του κειμένου μου, το οποίο δεν του έβαλε στο στόμα τις πραγματικά μεγάλες αερολογίες (άλλων) του τύπου «μακεδόνες Καλάς», «Νεφελίμ», «τα πάντα στον πλανήτη είναι ελληνικά» κλπ. Γ. Ι. Αλλαμανής
6/30
cove r story
«»
Την ξέρω χρόνια και δεν έχω βαρεθεί να της «βγάζω το καπέλο». Για τη «μαγκιά» της στη σκηνή και τη ζωή. Η Τάνια Τσανακλίδου μεγαλώνει όμορφα, γιατί αυτοσαρκάζεται και δεν εξαρτάται από τα βάρη της γυναικείας ματαιοδοξίας. Οκτώ χρόνια μετά κυκλοφορεί ένα δίσκο, επειδή τώρα τον ήθελε. Βρήκε δέκα τραγούδια που την ενεργοποίησαν συναισθηματικά κι έτσι η «Προσωπογραφία» την έφερε πάλι στα σπίτια μας. Στη χειρότερη εποχή για τη δισκογραφία. Την εποχή που δεν πουλάει τίποτα. Μόνο μέσω εφημερίδων. Δεν την απασχολεί. Θεωρεί πως όταν κάτι είναι ειλικρινές ο κόσμος το αγκαλιάζει. Η πείρα αυτό της λέει. Βέβαια, η Τάνια ήταν πάντα εδώ, στη σκηνή, και είχε τον τρόπο να ξύνει για λογαριασμό μας μνήμες, καημούς, λαχτάρες, προσδοκίες. Τώρα, ετοιμάζει ένα καινούργιο πρόγραμμα για τον Φεβρουάριο στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο και είναι, πάλι, παθιασμένη. Ποτέ άλλωστε δεν υπήρξε χλιαρή με κάτι. Συνεχώς με πέμπτη και συνεχώς πάνω στον τοίχο.
Τάνια Τσανακλίδου
«Πώς γέμισε η επαρχία μαγαζιά με Βουλγάρες και σκυλάδικα; Με τις επιχορηγήσεις!»
Συνέντευξη Στην Άννα Βλαβιανού Φωτ. Τάσος Βρεττός
art
Παρασκευή απόγευμα σπίτι της. Καφές εσπρέσο, χωρίς παπούτσια στον καναπέ κι ένας τρυφερός σκύλος να μας κοιτάει απορημένος: Μα τι λένε αυτές τόσες ώρες;
Μα τώρα αποφάσισες να κάνεις δίσκο; Στην πιο λάθος εποχή; Τ.Τ.: Δεν με νοιάζει. Αυτός ο δίσκος ήρθε σαν δώρο. Χωρίς να το επιδιώξω. Τι εξυπηρετεί σήμερα ένας δίσκος, αφού πια δεν πουλάει τίποτα; Τ.Τ.: Το μεροκάματο και το ν’ ακούγεται στα ραδιόφωνα. Λεφτά πλέον δεν βγάζουμε απ’ τους δίσκους. Οι συνάδελφοί μου έχουν ένα φόβο μην τους ξεχάσει ο κόσμος. Κι αυτό είναι πολύ τρυφερό. Δεν πιστεύω ότι ισχύει, αλλά μπορώ να μπω σ’ αυτή τη λογική. Εσύ γιατί τον έκανες; Τ.Τ.: Καταρχάς για να ελευθερωθούν δικά μου συναισθήματα. Μέσα μας είναι θολό το αίσθημα πολλές φορές, κι όταν έρχεται ένα τραγούδι το θολό γίνεται φόρμα. Βγαίνει αυτό το «ωχ» και γίνεται «αχ». Το ευχαριστιέσαι και το μοιράζεσαι. Μα ό,τι ήταν να μοιραστείς το μοιράζεσαι, χρόνια τώρα, στα live. Τ.Τ.: Στα live μοιράζομαι σκέψεις, αγωνίες, χαρές… Τα βγάζω όλα πάνω στο τραπέζι και λέω «Πάρτε τα». Γι’ αυτό δεν έκανα και δίσκους. Βρήκα όμως δέκα τραγούδια που μ’ αρέσουν και ήθελα να τα μοιραστώ μαζί σας.
«Δεν μ’ αρέσει που τα μικρά κόμματα κρύβονται πίσω από το ότι δεν θα γίνουν ποτέ εξουσία και είναι μονίμως εναντίον των πάντων. Περιμένω σε πολύ ζωτικά θέματα να έχουν τη μαγκιά και την πολιτική σκέψη να είναι ακόμα και υπέρ του κυβερνώντος κόμματος αν η απόφασή του είναι σωστή. Δεν γουστάρω να αποχωρεί κανένας από τη Βουλή όταν ψηφίζονται νομοσχέδια. Τι θα πει "αποχωρώ"; Ποιος τους έχει εκχωρήσει το δικαίωμα της αποχώρησης;»
μα». Και ήρθε. Ποτέ δεν έκανα αφίσες για τις εμφανίσεις μου στο Μετρό, ήθελα να διαδοθεί από στόμα σε στόμα σαν μυστικό. Μια γυναίκα με τόσους έρωτες, τόση ζωή, τόση δράση, πώς και δεν γράφει τραγούδια; Τ.Τ.: Είχα γράψει έξι στον δίσκο με τον Μιχάλη Δέλτα. Τώρα ήταν αδύνατον να μου συμβεί, γιατί έχω μεγάλο θυμό μέσα μου και δεν θέλω αυτά που θα γράψω να είναι θυμωμένα. Πρέπει να μου περάσει ο θυμός και να γίνει σοφία. Τότε έχει νόημα να το μοιραστώ, αλλιώς είναι μια άναρθρη κραυγή που δεν βγάζει νόημα. Γιατί είσαι θυμωμένη; Τ.Τ.: Δεν μου αρέσει ο τρόπος που λειτουργούμε σαν πολιτικά όντα. Αισθάνομαι πως είμαστε αναίσθητοι, γουρούνια, που απλά τρώμε και χαχανίζουμε. Είναι σαν να βρίζουμε την ίδια τη ζωή. Δεν μ’ αρέσει ο τρόπος που χειριζόμαστε το περιβάλλον, ο τρόπος που φερόμαστε στους γέρους, τους αρρώστους, τα ζώα. Δεν μ’ αρέσει το σκεπτικό μας όταν πάμε να ψηφίσουμε...
Θεωρείς φυσιολογικό το ξεφούσκωμα της δισκογραφίας; Είχε υπερεκτιμηθεί και είχε γιγαντωθεί υπερβολικά το τραγούδι; Τ.Τ.: Ήταν ένα τέρας. Μια υπερβιομηχανία που τα έπνιγε όλα. Χαίρομαι που διάφορες φούσκες ξεφούσκωσαν. Πιστεύω πως τίποτε καλό δεν θα μείνει χωρίς το αγκάλιασμα των ανθρώπων. Και στα live το ίδιο συμβαίνει. Πάνε καλά δουλειές που έχουν κάτι ειλικρινές να πουν.
Ψήφισες; Τ.Τ.: Όχι. Και νομίζω ότι θ’ αργήσω πολύ να πάω. Όλον αυτόν το θυμό κι όλη αυτή την αποστροφή μού τη δημιούργησε η τηλεόραση. Συλλήβδην. Δεν υπάρχουν σοβαρές αναλύσεις, υπάρχουν ψεύδη από παντού. Κουτσομπολιό δηλαδή. Δεν γουστάρω ούτε τις εφημερίδες πια. Καθεμιά παίζει το παιχνίδι της. Δεν μ’ αρέσει που οι μεγαλοϊδιοκτήτες εφημερίδων ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις. Δεν είναι δυνατόν μια οικογένεια να αποφασίζει ποιος θα κυβερνήσει ένα λαό. Είτε αυτή η οικογένεια είναι συγκρότημα Τύπου, είτε έχει πετρέλαια και φράγκα. Δηλαδή, αν αυτό δεν είναι φεουδαρχία τότε τι είναι;
Απλώς δεν είναι εκεί τα media. Τ.Τ.: Καλύτερα. Φαντάζεσαι να τα βλέπαμε στα μεσημεριανά; Πριν από τέσσερα χρόνια είχα προβλέψει πως θα έρθει η εποχή τού «από στόμα σε στό-
Υπάρχει αισιοδοξία τώρα με τη νέα κυβέρνηση; Τ.Τ.: Έρχονται τα μέτρα, πάει η αισιοδοξία. Επιτέλους πάντως. Πρέπει να τελειώνει η φοροδιαφυγή. Σου μιλάω εγώ που με ξεσκίζει η εφορία. Δεν κρύ-
βω ούτε δραχμή. Βέβαια τα λεφτά που μου κρατάνε δεν τα βλέπω σε υποδομές και δεν τα εισπράττω σε υπηρεσίες. Δεν είναι πρόβλημα ο κακομοίρης του μικρομάγαζου που δεν θα κόψει μια απόδειξη. Δεν σώζεται το κράτος απ’ αυτόν. Είναι όλοι οι μεγάλοι, με τις offshore εταιρείες και τα πανάκριβα αυτοκίνητα. Τόσα Lexus, τόσα BMW τζιπ και τόσα Cayenne! Με συγχωρείς, δηλαδή, αυτοί που τα έχουν είναι εντάξει στις συναλλαγές τους με το κράτος; Πολύ αμφιβάλλω. Δεν έχω ταξικό μίσος – που έχω… Δεν πιστεύω σε καλούς πλούσιους. Κάποια πουστιά έχουν κάνει, κάποιον έχουν πατήσει κάτω. Εκεί που χάνεται το μέτρο θα πρέπει να υπάρχει και κακοήθεια. Αν βρισκόσουν τετ α τετ με τον πρωθυπουργό τι θα του έλεγες; Τ.Τ.: Καταρχήν να απομακρύνει από γύρω του τους κόλακες. Αυτό είναι πάγια συμβουλή για κάθε άνθρωπο που μπαίνει στην εξουσία. Όλοι οι κόλακες να πέσουν στον Καιάδα γιατί τους αξίζει. Δεύτερον, θα του έλεγα να καταφέρει να έχει ανεξάρτητη εθνική πολιτική, που δεν γίνεται, κυρίως γιατί ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παίρνανε οι αγρότες επιχορηγήσεις και τις τρώγανε στις πουτάνες και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Πώς γέμισε η επαρχία μαγαζιά με Βουλγάρες και σκυλάδικα; Με τις επιχορηγήσεις! Τι συναισθήματα σου εμπνέει ο Γιώργος Παπανδρέου; Τ.Τ.: Με ενοχλεί πάρα πολύ που δεν έχει κάτσει να μάθει ελληνικά. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ λοιπόν μια κυβέρνηση που δεν σέβεται τη γλώσσα των ανθρώπων που κυβερνά. Στη θέση του θα είχα φροντίσει να πάρω ένα δάσκαλο και να μην μπερδεύω το «πηλίκον» με το «πηλίκιο». Δεν είναι σαρδάμ. Μήπως αυτό δεν είναι η ουσία όμως; Τ.Τ.: Ποια είναι η ουσία; Για μένα η γλώσσα είναι πολύ σημαντική, γιατί μαρτυράει πώς σκέφτεσαι. Και η ελληνική γλώσσα έχει κατευθείαν αναφορά σε ιδέες. Κάποιος που ξέρει καλά ελληνικά είναι σε θέση να εκφράζει ή να συνδέεται με ιδέες. Τόσα χρόνια ετοιμαζόταν για πρωθυπουργός… Αν είναι έτσι, γιατί δεν προσλαμβάνουμε τον καλύτερο μάνατζερ του εξωτερικού να έρθει να βάλει μια τάξη – έτσι κι αλλιώς μάνατζερ μας κυβερνούνε. ... Kaι o Κώστας Καραμανλής; Τ.Τ.: Πιστεύω ότι είναι ένας έντιμος άνθρωπος που πληγώθηκε πολύ με όλα αυτά. Παρότι δεν θα τον ψήφιζα ποτέ, ούτε έχω υπάρξει δεξιά, του έχω μεγάλη εκτίμηση. Θα μου πεις, πρόκοψε ποτέ κανένας έντιμος άνθρωπος σ’ αυτό τον τόπο; Κι έπειτα, πώς άφησε δίπλα του να αλωνίζουν όλοι αυτοί οι άθλιοι! Όμως, ο ίδιος μου εμπνέει συγκίνηση. Ασχέτως που δεν πάει το χέρι μου να τον ψηφίσω όπως και το ΠΑΣΟΚ, αν και το ψήφισα μια φορά το 1981. Ποτέ πια. Τον ενθουσιασμό για τον Τσίπρα, κάποια στιγμή, τον συμμερίστηκες; Τ.Τ.: Άσε με μέ τον Τσίπρα τώρα! Μόνο την Κανέλλη γουστάρω. Όχι το ΚΚΕ. Το θεωρώ έντιμο βέβαια,
αλλά πολύ παλιό. Να σου πω και κάτι: δεν μ’ αρέσει που τα μικρά κόμματα κρύβονται πίσω από το ότι δεν θα γίνουν ποτέ εξουσία και είναι μονίμως εναντίον των πάντων. Περιμένω σε πολύ ζωτικά θέματα να έχουν τη μαγκιά και την πολιτική σκέψη να είναι ακόμα και υπέρ του κυβερνώντος κόμματος αν η απόφασή του είναι σωστή. Δεν γουστάρω να αποχωρεί κανένας από τη Βουλή όταν ψηφίζονται νομοσχέδια. Τι θα πει «αποχωρώ»; Ποιος τους έχει εκχωρήσει το δικαίωμα της αποχώρησης; Να συμπεράνω πως θα ήθελες να ζεις σε άλλη χώρα; Τ.Τ.: Όχι. Την αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Αισθάνομαι ευλογημένη που γεννήθηκα εδώ. Δεν θα μπορούσα να ζήσω αλλού. Λέω, λέω, αλλά κάποια στιγμή έχω την ελπίδα ότι θα κάνουμε μια ωραία επανάσταση εκεί που κανένας δεν το περιμένει. Η σημερινή δράση της τρομοκρατίας μπορεί να θεωρηθεί μορφή επαναστατικής πράξης; Τ.Τ.: Είμαι 100% πεπεισμένη ότι σ’ αυτό που λέμε σήμερα τρομοκρατία έχουν παρεισφρήσει στοιχεία του κοινού εγκλήματος και μυστικές υπηρεσίες, οι οποίοι ελέγχουν τις κινήσεις τους. Τους φοβάμαι και με απωθούνε το ίδιο όσο και οι «κακοί μπάτσοι». Είναι πιο στριμωγμένη σήμερα η νεολαία; Τ.Τ.: Έτσι όπως την έχουν στριμώξει και κολλήσει στη γωνία, αντιδρά βίαια. Δεν φταίνε τα νέα παιδιά αν κάποια στιγμή τα σπάσουν όλα. Πρέπει να δούμε τι συμβαίνει σπίτι τους, στο σχολείο τους και μετά να προσπαθήσουμε να τους καταλάβουμε. Θεωρώ πως δεν τα έχουμε ακούσει ουσιαστικά. Κραυγάζουν γιατί κάτι προσπαθούν να μας πουν. Συναντώ εξαιρετικά παιδιά, 12 με 18, πολύ πιο έξυπνα από μας, χωρίς να το αρθρώνουν πολιτικά. Έχουν μια λογική που σε κολλάει στον τοίχο… Είναι το κοινό σου όλοι αυτοί, αλλά κυρίως είναι το γυναικείο κοινό. Πώς βρέθηκες με τόσες γυναίκες εσύ που μια ζωή με άνδρες είχες να κάνεις; Τ.Τ.: Ξεκίνησα με το «Μαμά γερνάω» γιατί ήταν πολύ γυναικείος ο λόγος της Νικολακοπούλου. Μετά ακολούθησαν οι παραστάσεις όπου μιλάω ανοιχτά για πράγματα που δεν μιλάμε συνήθως: από τις καφετζούδες μέχρι την εμμηνόπαυση και τη χυλόπιτα. Οι γυναίκες απενοχοποιούνται μαζί μου. Δεν παράστησα ποτέ την γκόμενα ή μάλλον κάποτε το έκανα κι αυτό, αλλά το παραβλέπουν γιατί επιτρέπω στον εαυτό μου να τσαλακώνεται στη σκηνή και στις συνεντεύξεις. Πολλοί άνθρωποι μ’ έχουν αγαπήσει από τις συνεντεύξεις, ενώ δεν έχουν έρθει να με δουν ποτέ. Λέω πάντα αυτό που σκέφτομαι κι ας μη με κολακεύει, κι ας είναι επικίνδυνο. Σήμερα ποια είναι η σχέση σου με τους άνδρες; Βέβαια αυτά τα πράγματα δεν ελέγχονται... Τ.Τ.: Μια χαρά ελέγχονται άμα έχεις τρομοκρατηθεί. Γιατί ο φόβος φυλάει τα έρημα. Από την ώρα που αισθάνθηκα ότι γέρασα και παρήκμασε η εικόνα μου σαν γυναίκα, το ’χασα… Κι επειδή δεν μ’ αρέ-
ΠΟΝΤΙΚΙart 26.11-2.12.09
31/7
σουν οι μεγάλοι άνδρες, ποτέ δεν μου άρεσαν, τα τελευταία δέκα χρόνια είμαι εκτός παιχνιδιού. Γιατί; Τ.Τ.: Γιατί έχω ανεπτυγμένη την αίσθηση του γελοίου. Πού πας, κυρά μου, που σου κρέμασε το σύμπαν; Από φόβο μη δω στα μάτια του άλλου αυτό που βλέπω εγώ στον καθρέφτη μου. Ένας έξυπνος άνθρωπος καλό είναι κομματάκι να φυλάγεται. Μπορείς να τη διορθώσεις την εικόνα σου. Τόσοι πλαστικοί, άνεργοι να μείνουν; Τ.Τ.: Διαφωνώ κάθετα. Καταλαβαίνω τις γυναίκες που το κάνουν, αλλά εγώ δεν μπορώ να λέω ψέματα. Θέλω να δείχνω και τη φθορά μου. Ποια πραγματικά είμαι. Θεωρώ ντροπή να την κρύψω. Είναι σαν να φτύνω τη ζωή μου. Δεν είναι άλλοθι πως είσαι δημόσιο πρόσωπο και πρέπει ο άλλος να σε βλέπει ωραία στη σκηνή; Τ.Τ.: Καλό είναι κι αυτό, αλλά δεν είδα ν’ αδειάζει το μαγαζί επειδή πάχυνα. Κάνω πλάκα με τα κιλά μου και οι χοντρούλες από κάτω την κάνουνε λαχείο. Δεν φοβάσαι το χρόνο. Τι φοβάσαι; Τ.Τ.: Το ενδεχόμενο της ανημπόριας με αναστατώνει. Μια φορά που χτύπησα και δεν μπορούσα να κινηθώ, έπαθα κατάθλιψη. Πας να νοικιάσεις ένα σπίτι και λες «έχει κοντά νοσοκομείο;». Αν κάτι συμβεί να προλάβω να πάω. Το τραγικό μ’ εμένα είναι πως ένα διάστημα νόμιζα ότι είχα ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. Κάτι τα διαβάσματα, κάτι η πεποίθηση που έχω πως με τον θάνατο δεν τελειώνει τίποτα, αλλά μάλλον ανοίγει η πύλη της ελευθερίας, πίστευα πως είχα «καθαρίσει». Νομίζεις πως κάπου τον ξέρεις τον εαυτό σου, αλλά ξυπνάς μια μέρα και βλέπεις ότι δεν έχεις κάνει ούτε ένα βήμα. Τη μοναξιά δεν τη φοβάσαι; Μόνο την ανημπόρια και τον θάνατο; Τ.Τ.: Έχω φτιάξει μια αυτάρεσκα ωραία μοναχική κατάσταση που μ’ αρέσει να τη ζω. Απολαμβάνω πολύ που είμαι μόνη μου. Αν περάσει μια μέρα και δεν έχω ένα δίωρο απόλυτης ησυχίας, χωρίς τηλέφωνα και μουσική, δεν μπορώ να ισορροπήσω. Βγαίνεις έξω; Τ.Τ.: Δεν μου είναι ευχάριστο να πηγαίνω σε χώρους που δεν καπνίζω. Το θεωρώ φασισμό. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να μην έχω χαλινάρι και θα έχω τώρα; Μας τρομοκρατούν με τα πάντα, δεν θέλω κι αυτό. Έχεις ζήσει έντονα, δεν έχεις στερηθεί αισθήματα, βόλτες… Τ.Τ.: Καμιά στέρηση. Ακολούθησα τις επιθυμίες μου ακόμα κι αν με έστελναν στον γκρεμό∙ και φαίνεται πως έχω έναν καλό άγγελο γιατί μ’ έσωζε τελευταία στιγμή. Η τάση μου ήταν να φτάσω στον γκρεμό. Γι’ αυτό ερωτευόμουν από μικρό παιδί ακροβάτες, θηριοδαμαστές... Ανθρώπους που έρχονταν σε επαφή με τον κίνδυνο. Πολύ γοητευτικό. Στα έντεκα ερωτεύθηκα έναν ακροβάτη κι έκανα μαζί του τον γύρο του θανάτου. Για μένα ο έρωτας ήταν μια ακραία κατάσταση πάντα. Γι’ αυτό ερωτευόμουν ανθρώπους που μαζί τους δεν είχε αύριο. Με αδρεναλίνη στα χίλια. Ποτέ δεν φαντάστηκα τον εαυτό μου στην ασφάλεια μιας οικογένειας, δεν με ονειρεύτηκα ποτέ νυφούλα. Τις καταλαβαίνω τις γυναίκες, θέλουν να βάλουν ένα ωραίο φουστάνι να είναι σαν πριγκίπισσες, αλλά εγώ το έβαζα στο θέατρο. Δεν μου έλειψε αυτή η χλίδα. Μου έλεγαν «θα σου λείψει όταν μεγαλώσεις». Έφτασα τα 57 και εξακολουθεί αυτό το μοντέλο να μην ασκεί καμιά γοητεία επάνω μου.
8/32
ΤΑ Γ ΕΓΟΝΟΤΑ
>> >Χορεύτριες με ιστορία
>Τζαζ από την «Μπίλι των 90s»
Μαντλέν Πεϊρού
Πολλοί την αποκαλούν «η Μπίλι Χόλιντεϊ των 90s». Για κάποιους ο χαρακτηρισμός μπορεί να φαίνεται υπερβολικός, η αλήθεια είναι όμως ότι οι δυο ερμηνεύτριες έχουν πολλά κοινά. Όχι μόνο στην απλότητα και στο πάθος της ερμηνείας τους αλλά και στην ιστορία της ζωής τους. Η Μαντλέν Πεϊρού «γεννήθηκε» μέσα στους δρόμους του Παρισιού. Όταν ήταν μόλις 22 ετών έκανε τους πάντες να μιλούν για αυτήν με το πρώτο της άλμπουμ «Dreamland». Ένας ανιχνευτής ταλέντων την ανακάλυψε σε ένα νεοϋορκέζικο στέκι και την έπεισε να κάνει ένα δίσκο, στον οποίο θα διασκεύαζε Εντίθ Πιαφ, Μπέσι Σμιθ, Πάτσι Κλάιν. Έπειτα από αυτό η δόξα δεν άργησε καθόλου. Ο δίσκος της πούλησε 200.000 αντίτυπα παγκοσμίως, αριθμός εξαιρετικά μεγάλος για τζαζ κυκλοφορία. Η Μαντλέν όμως αποφάσισε να ακολουθήσει τους δικούς της κανόνες και όχι αυτούς που της επέβαλε η μουσική βιομηχανία. «Εξαφανίστηκε», κυριολεκτικά, πέρασε μια περιπέτεια με την υγεία της, μια περίοδο ανασυγκρότησης και επέστρεψε στους δρόμους και στις εμφανίσεις σε μικρά μπαρ. Όταν έκλεισε τα τριάντα, επέστρεψε πάλι και κυκλοφόρησε το εξαιρετικό «Careless Love», ένα δίσκο που έγινε χρυσός. Στη χώρα μας θεωρείται μάλλον από τους... «ελληνοποιημένους ξένους σταρ» καθώς έχει εμφανισθεί αρκετές φορές, κάθε φορά με ιδιαίτερη επιτυχία. Με ένα πιάνο, ένα μπάσο, ντραμς, την κιθάρα και την αιθέρια φωνή της, η Μαντλέν Πεϊρού θα δώσει άλλη μια συναυλία στις 29 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Και είναι σίγουρο ότι το κοινό θα της επιφυλάξει το πιο ζεστό του χειροκρότημα για μια ακόμα φορά. | Ελίνα Μπέη
>MOMIX εναντίον μελαγχολίας Τι συμβαίνει όταν ένα ούτως ή άλλως υπερθέαμα αποφασίζει να παρουσιάσει ένα ποτ πουρί με «τα καλύτερα» και μαζί μια παγκόσμια avant premiere; Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη. Οι MOMIX έρχονται στην Ελλάδα με έναν εκρηκτικό συνδυασμό δεκατριών αποσπασμάτων από διαφορετικές δουλειές τους: τα «Momix Classic», «Orbit», «Opus Cactus» και «Lunar Sea», τις τέσσερις παραστάσεις που τους καθιέρωσαν. Χορευτές-ακροβάτες, πολυτάλαντοι και πολύπλευροι, υλοποιούν το όραμα που είχε προ ετών ο δαιμόνιος ιδρυτής της ομάδας, καλλιτεχνικός διευθυντής και χορογράφος της Μόουζες Πέντλετον: να ιδρύσει «ένα νέο σκηνικό είδος διεθνώς, στηριγμένο στην αρμονική συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών παραστατικών τεχνών: τη μιμική, τα ακροβατικά, φυσικά κυρίως τον χορό, αλλά και παραδοσιακές τεχνικές όπως αυτές του Μαύρου Θεάτρου, του Θεάτρου Σκιών ή του Κουκλοθεάτρου». Το όραμα αυτό έγινε δεκτό από κοινό και κριτικούς με εξαιρετικό ενθουσιασμό. Όσοι δεν τους έχουν ξαναδεί αναμφισβήτητα θα πρέπει να ζήσουν και αυτή την εμπειρία στη ζωή τους: στην Αθήνα από την 1η έως τις 6 Δεκεμβρίου, στο Θέατρο Παλλάς, και στη Θεσσαλονίκη από τις 8 έως τις 10 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής. Ο ίδιος ο Πέντλετον θα μας δώσει ένα διεθνώς αποκλειστικό μικρό «δείγμα-προσεχώς» της αναμενόμενης μελλοντικής τους παράστασης, που θα κάνει πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 2010 στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για το «Botanica», ένα σχόλιο στην «παγκόσμια μελαγχολία» – όπως λέμε «παγκόσμια οικονομική κρίση». Είναι το νέο όραμα του Πέντλετον «για ένα φυτικό φάρμακο, ένα φυσικό αφροδισιακό για αυτή την επικίνδυνη ίωση». | Ελίνα Μπέη
| Γιάννης Κουκουλάς Χορεύτρια που βάζει την κάλτσα της
>Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου Κι όμως υπάρχει! Πριν μια εβδομάδα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διοργανώθηκε συζήτηση ανάμεσα στον πρώην πρόεδρο της Αμερικάνικης Ακαδημίας κινηματογράφου Σιντ Γκάνις και το μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Περ Χολστ, που άγγιζε και το θέμα της ίδρυσης μιας ανάλογης ελληνικής Ακαδημίας. Την ίδια στιγμή, μέσα από τα μέλη των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη» που δεν βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη και που προφανώς βαρέθηκαν τις ατέρμονες συζητήσεις, αυτή η Ακαδημία γινόταν πράξη. Η ίδρυση της ανακοινώθηκε την περασμένη Τρίτη, μια μέρα μετά την προγραμματισμένη απονομή των Κρατικών Βραβείων Κινηματογράφου -που φυσικά δεν έλαβε φέτος χώρα-, και οι στόχοι της παρουσιάστηκαν από μια επιτροπή εκ των ιδρυτικών της μελών που είναι περισσότερα από 100. Η απονομή κινηματογραφικών βραβείων (αποσυνδέονται πλέον από το χρηματικό έπαθλο) είναι ένας από τους σκοπούς της, αλλά η δράση της αφορά ακόμη στην εκπαίδευση και την προβολή του ελληνικού κινηματογράφου εντός κι εκτός των συνόρων της χώρας. Στην Ακαδημία συμμετέχουν ενεργά μέλη της κινηματογραφικής κοινότητας (από σκηνοθέτες και τεχνικούς μέχρι και κριτικούς), ενώ υπάρχουν και τιμητικά μέλη που είναι προς
Μπορεί τα τέλη του 19ου αιώνα να σήμαναν για τις εικαστικές τέχνες το τέλος μιας εποχής και την έναρξη μιας άλλης, αλλά στην κοινή συνείδηση αυτή η μετάβαση αφορά κυρίως τη Ζωγραφική. Η αλήθεια όμως είναι ότι και στις υπόλοιπες τέχνες συνέβησαν κατακλυσμιαίες αλλαγές. Η Γλυπτική είναι μια από αυτές, καθώς πριν από εκατό και πλέον χρόνια άλλαξε εντελώς η αντίληψη και η αναπαράσταση του χώρου και του σώματος, του θέματος και του υλικού. Ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της περιόδου, ωστόσο καταγεγραμμένος στην Ιστορία ως ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, γνωστός περισσότερο για τις σκηνές εσωτερικών χώρων και χορών που δημιούργησε, είναι ο Εντγκάρ Ντεγκά, την πλήρη συλλογή γλυπτών του οποίου παρουσιάζει το Μουσείο Ηρακλειδών (Ηρακλειδών 16, Θησείο, 27 Νοεμβρίου - 25 Απριλίου) σε μια σημαντική έκθεση λόγω και του πλούσιου παρασκηνίου που σκεπάζει με μυστήριο τα περισσότερα έργα. Συνολικά θα εκτεθούν 74 γλυπτά, χυτευμένα από γύψινα εκμαγεία που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα με βάση τα κέρινα προπλάσματα του Ντεγκά και με τη συγκατάθεσή του. Είναι και τα μόνα γλυπτά του, με πρωταγωνίστρια τη Μικρή Δεκατετράχρονη Χορεύτρια, που κατασκευάστηκαν με αυτό τον τρόπο, καθώς όλα τα υπόλοιπα μπρούντζινα έργα του που εκτίθενται στα σημαντικότερα μουσεία όλου του κόσμου χυτεύθηκαν μετά τον θάνατό του από τους κληρονόμους του. Επομένως, τα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση της Αθήνας μπορούν να θεωρηθούν ως οι αρχικές εκδοχές των γλυπτών του γάλλου δημιουργού, δίνοντας την ευκαιρία σε κοινό και ερευνητές να παρακολουθήσουν την πορεία τόσο του καλλιτέχνη όσο και των γλυπτών στις μετέπειτα μορφές τους. Επιπλέον, όλα τα γλυπτά του Ντεγκά είναι φιλοτεχνημένα από τα τέλη της δεκαετίας του 1860 και μετά, όταν και η σταδιακή απώλεια της όρασης που αντιμετώπιζε τον δυσκόλευε όλο και περισσότερο να ζωγραφίσει, στρέφοντάς τον στην τέχνη της πλαστικής, μια τέχνη που υπηρέτησε με την ίδια ζέση και τα ίδια θαυμαστά αποτελέσματα.
το παρόν τέσσερα (Κώστας Γαβράς, Μιχάλης Κακογιάννης, Ντίνος Κατσουρίδης, Νίκος Κούνδουρος). Ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά μέχρι την 21η Δεκεμβρίου, όταν θα γίνει η πρώτη ψηφοφορία για την ανάδειξη του διοικητικού συμβουλίου της. Το εύρος των μελών της (από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο μέχρι τον Γιώργο Νούσια) δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για την καθολικότητα της κίνησης, το μόνο, αλλά ουσιαστικό, που απομένει, είναι ο Υπουργός Πολιτισμού, ο όποιος είχε ενημερωθεί για τη συγκεκριμένη κίνηση, να αναγνωρίσει την Ακαδημία και τα βραβεία που θα απονέμει καθώς και τη δυνατότητα να επιλέγει αυτή την ταινία που θα εκπροσωπεί κάθε χρόνο τη χώρα μας στα βραβεία Όσκαρ. Οι εξελίξεις αναμένονται με ενδιαφέρον, όμως η Ακαδημία είναι επιτέλους πραγματικότητα, «αποτελεί ουσιαστικό συνομιλητή της κινηματογραφικής κοινότητας με την πολιτεία» όπως δήλωσαν τα μέλη της, και αν μη τι άλλο προβάλλει σαν ένα θεσμικό κινηματογραφικό όργανο κοινής αποδοχής και εγνωσμένης αξίας που δεν θα λειτουργεί πλέον παρασκηνιακά, πίσω από κλειστές πόρτες.
| Γιώργος Ν. Κορωναίος
>>
ΠΟΝΤΙΚΙart 26.11-2.12.09
33/9
> Όταν οι δρόμοι φωνάζουν Όταν στις αρχές της περασμένης χρονιάς ο λονδρέζικος οίκος Bonhams πραγματοποίησε την πρώτη δημοπρασία έργων urban art πολλοί αισθάνθηκαν άβολα. Οι πιο συντηρητικοί κύκλοι του κόσμου της τέχνης δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν καλλιτεχνική αξία σε δημιουργίες που κατά κανόνα γίνονται στον δρόμο (γι’ αυτό και ο όρος «street art»). Από την άλλη πλευρά οι ίδιες οι κοινότητες της urban art διχάζονται με την έκδηλη «εμπορευματοποίηση» της τέχνης τους. Ο Στιβ Ράιτ, συγγραφέας του βιβλίου «Το Μπρίστολ του Μπάνσκι» («Bansky’s Bristol», Μπάνσκι ο μεγάλος σταρ της urban art) είχε δηλώσει εκείνες τις ημέρες ότι «είναι η πιο δημοκρατική μορφή τέχνης που υπάρχει και δεν νομίζω ότι κανείς από τους καλλιτέχνες της Urban Art θα ήταν πολύ ευχαριστημένος αν όλο αυτό γυρνούσε σε κάτι πανάκριβο και για πολύ λίγους». Μετά το Λονδίνο ακολούθησε (και) η Αθήνα, όχι με κάποια δημοπρασία αλλά με την πρώτη έκθεση urban art πέρυσι στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. Φέτος, από τις 2 έως τις 7 Δεκεμβρίου έχουμε τη δεύτερη διοργάνωση της Art Expertise Same EkthesiS, πάντα στον ίδιο χώρο, όπου παρουσιάζονται ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής σκηνής, ανάμεσά τους οι: Woozy, Bleeps.gr, Jamer, Ozone, Same, Αλέξανδρος Βασμουλάκης, Parisko, Taxis, Peio, Ners, Nastazia, ιΝΟ 1, Zib, Billy G, J. Lio, Pixel, Rtm, Wake, Kron, Wayze, Tex, Krah, Fors, Tam, Norzine, Imoa, Yellowish, Tind, Sive, Rexclamation, Ruk High. Στην αίθουσα «Κωνσταντίνος Καβάφης» της Τεχνόπολης, από τις 11 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ. | Δημήτρης Ρηγόπουλος
Ντέιβ Χόλαντ
>Ζηλωτές του ήχου Το παρουσιαστικό του μιλάει από μόνο του. Ο συνθέτης και μπασίστας Ντέιβ Χόλαντ, που θα εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής την Κυριακή 29 Νοεμβρίου με το Overtone Quartet, ανήκει στους ασκητές της μουσικής – ένας αντιστάρ από εκείνους που σήκωσαν στους ώμους τους την τζαζ τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του ’70 και των αρχών του ’80. Ο Ντέιβ Χόλαντ αφοσιώθηκε στον ήχο του αυτοσχεδιασμού με ταπεινότητα προσκυνητή και πάθος ζηλωτή. Η συνεργασία με τον Μάιλς Ντέιβις την περίοδο 1968-1970, στην πιο κρίσιμη φάση των μουσικών του αναζητήσεων, όταν εκείνος άνοιγε τις πύλες της τζαζ στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό ήχο φλερτάροντας με το ροκ –και το κοινό του– υπήρξε καθοριστική. Στη δική του μουσική, όπως και στη μουσική του Μάιλς, τίποτα δεν πάει χαμένο. Όλες οι επιδράσεις και όλες οι εμπειρίες είναι παρούσες και έτοιμες προς χρήση: «Αγαπάω όλη τη μουσική και επιθυμία μου είναι να συνδυάσω όλες τις περιοχές της σε ένα σύγχρονο πλαίσιο ώστε να γίνουν μία ενότητα, μία μουσική», λέει χαρακτηριστικά. Περιζήτητος στον χώρο της τζαζ, ο Ντέιβ Χόλαντ διάνυσε μία προσωπική διαδρομή τριών δεκαετιών μένοντας πιστός στην εκλεκτική εταιρεία ECM, από την οποία αποχώρησε μόλις το 2005 για να ιδρύσει τη δική του Dare2 Records. Η πορεία του σφραγίστηκε από τα σχήματα που έφτιαξε και τους μουσικούς του συνεργάτες. Με το ολόφρεσκο Overtone Quartet ο Ντέιβ Χόλαντ δείχνει να επιστρέφει σε έναν πιο καθαρό, straight jazz ήχο, ένα βήμα πιο κοντά στην τζαζ παράδοση από τις προηγούμενες δουλειές του. Και αυτό φανερώνει η συνέχιση της συνεργασίας του με τον σαξοφωνίστα Κρις Πότερ, έναν από τους σημαντικότερους ευρωπαίους τζαζίστες, η επιλογή του σπουδαίου πιανίστα της νεότερης γενιάς Τζέισον Μόραν, όπως και του νεαρού ντράμερ Έρικ Χάρλαντ. Πέρα όμως από τη φόρμα του κλασικού τζαζ κουαρτέτου, ο Ντέιβ Χόλαντ εξερευνά και μία μόνιμη, ίσως και έμμονη, ιδέα: τη συλλογικότητα. Μια ιδέα η οποία στην τζαζ έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις καθώς, ως τέχνη του αυτοσχεδιασμού, είναι ταυτόχρονα μία υπόθεση πολύ μοναχική, η οποία επί σκηνής μεταλλάσσεται σε μία απόλυτα συλλογική διαδικασία, όπου οι μουσικοί, σαν τους ακροβάτες, στηρίζουν ο ένας τον άλλο και αν, έστω και για μία στιγμή, λιποψυχήσει κάποιος, καραδοκεί η θανάσιμη πτώση. Μόνο που στην περίπτωση του Ντέιβ Χόλαντ υπάρχει ένα πολύ γερό δίχτυ ασφαλείας που ονομάζεται «μουσική». | Λεωνίδας Αντωνόπουλος
Γύρω γύρω πόλη... Της Άννας Βλαβιανού
26 Νοεμβρίου. Χθες ήταν η ημέρα τηλεόρασης. Για να τη γιορτάσουμε έπρεπε να την κλείσουμε. Να μη δούμε άλλη μια μέρα τα δολώματα που ρίχνει και τσιμπάμε. Η Τάνια Τσανακλίδου, λέει, λίγες σελίδες πριν, πως είναι πολύ θυμωμένη με την τηλεόραση. Συλλήβδην. Κι έχει δίκιο. Αυτή μας τρομοκρατεί. Αυτή μας παραπλανά. Αυτή ευθύνεται για την ανοησία και τη χαμηλή αισθητική που έχει θρονιαστεί στο σαλόνι μας. Αυτή ευθύνεται για κάθε αβυσσαλέο μπούστο, κάθε εξτένσιον και κάθε παραλήρημα χαζομάρας που προβάλλεται σαν προκλητική ανατροπή. Αυτή ευθύνεται που θα μας πνίξει το οξυζενέ των ξανθών με τα προφανή μπότοξ. Εμείς ευθυνόμαστε που σ’ αυτή την κατά μέτωπο επίθεση δεν βρήκαμε τίποτα να προβάλουμε ως αντιπερισπασμό. Πού είναι τα βιβλία μας, οι μουσικές μας, οι βόλτες μας, οι ψίθυροι;… Πού είναι η περιπλάνηση και η δημιουργική δράση; Πού είναι το κουμπί; Κλείσ’ το. Λέει ο Καμύ στην «Πτώση»: «Μα δεν καταλαβαίνω! Σε ποιον να αντιμιλήσεις αν όχι σ’ αυτόν που αγαπάς;». Ο Μιχάλης Κωνσταντάτος, σκηνοθέτης του κινηματογράφου που κάνει στο Bios το πρώτο του θεατρικό βήμα, βασίστηκε σ’ αυτό το υπέροχο έργο κι έκανε μια παράσταση συνθέτοντας στοιχεία από διαφορετικές τέχνες, όπως συνέθεσε και διαφορετικές εκφάνσεις του χαρακτήρα που φώτισε. Τρεις ηθοποιοί ξεδιπλώνουν ένα πρόσωπο. Δύσκολο εγχείρημα, αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα. «Να συνεχίσει κανείς! Να συνεχίσει, να τι είναι υπεράνθρωπο!». Πάντα ένα δυνατό κείμενο δίνει άλλη διάσταση σε μια παράσταση. Όπως δυο δυνατές φωνές απογειώνουν ένα πρόγραμμα. Ο Κώστας Μακεδόνας και η Γιώτα Νέγκα είναι το πιο προφανές παράδειγμα. Χωρίς τις δηθενιές που μας καταδιώκουν, χωρίς προφάσεις και αδιέξοδα σχήματα. Απλά κι ειλικρινά. Στο Χάραμα, ένα ιστορικό μαγαζί που
κρατάει μια παλιά αίγλη λαϊκού μεγαλείου, περνάς υπέροχα μαζί τους. Στη σημερινή νυχτερινή Αθήνα, όπου η εύκολη, ισοπεδωτική, επιφανειακή, τραγουδιστική πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια για χειροτεχνήματα, ο Μακεδόνας έστησε ένα λαϊκό πρόγραμμα που δεν ορίζεται από την εύκολη συναλλαγή. Εμείς κάτω κι αυτοί επάνω, κυρίαρχοι της βραδιάς. Εδώ, η επιλογή των τραγουδιών και το αίσθημα των φωνών δεν επιτρέπουν αποστάσεις. Κανείς δεν πουλάει τίποτα. Προσφέρει. Γι’ αυτό και φεύγοντας, αργά, το κεφάλι είναι ελαφρύ κι η ψυχή ευχαριστημένη. Αντιθέτως, η ξανθιά κυρία με τη γόβα και το στενό σακάκι καθόλου ευχαριστημένη δεν έδειχνε απ’ τη διάρκεια της τετράωρης παράστασης «Το τρίτο στεφάνι». Μπήκε βιαστική στο ασανσέρ του Rex κι «έριξε» τη λάθος ερώτηση στην ταξιθέατρια: «Ξέρετε πού εμφανίζεται η Θεοδωρίδου;». «Όχι» απάντησε η κοπέλα χαμογελώντας… κι η ξανθιά κοίταξε με αγωνία το ρολόι της. Πω πω, λες να μην προλάβει το πρώτο μέρος της Νατάσας; Μετά σου λέει ο άλλος «πήγαινε και σε κανένα θέατρο!». Μα, είναι διάρκειες αυτές… Να μη μπορείς μετά να πας να διασκεδάσεις; Μου θυμίζει ένα μουσικό ανέκδοτο, βγαλμένο απ’ τη ζωή. Κάνει πρόβα ο μαέστρος και οι μουσικοί βιάζονται για να πάνε κι αλλού. «Άντε μαέστρο, να τελειώνουμε. Έχουμε και δουλειές»! Πενηντάχρονα γιόρταζε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά το εορταστικό αίσθημα μάλλον απουσίαζε. Γκρίνιες, καβγάδες, παραιτήσεις (με υπαναχωρήσεις φυσικά), καμιά ατμόσφαιρα γιορτής, πέρα από μια τιμητική εκδήλωση που δεν κατόρθωσε να συγκινήσει πολλούς και την παρουσίαση μιας επετειακής έκδοσης για το Φεστιβάλ. Τελείωσε κι ήταν σαν να μην άρχισε…
10/34
ΤΑ Γ ΕΓΟΝΟΤΑ
>>
>Για έναν ακήρυχτο πόλεμο Αυτό που προσπαθούν να πουν οι Blitz είναι σωστό• το αισθανόμαστε όλοι, τουλάχιστον όσοι ζούμε στην Αθήνα τους τελευταίους μήνες. «Όλοι αυτοί οι πυροβολισμοί», μας λένε, «που ακούγονται σποραδικά στις πόλεις –αδιάφορο από ποιους– μοιάζουν να είναι οι πράξεις ενός νέου πολέμου, που λειτουργεί ως υποκατάστατο ενός μεγάλου πολέμου που δεν γίνεται πια». Υπονοούν τον μεγάλο ακήρυχτο πόλεμο στους καυτούς δρόμους των πόλεων, κι επειδή ο Γιώργος Βαλαής, η Αγγελική Παπούλια και ο Χρήστος Πασσαλής της γνωστής θεατρικής ομάδας είναι Έλληνες, έχουμε βάσιμες υποψίες ότι αναφέρονται στην Αθήνα. «Guns! Guns! Guns!» Και συνεχίζουν: «Αφού ο κόσμος παίρνει έναν παραληρηματικό δρόμο, εμείς πρέπει να υιοθετήσουμε μια παραληρηματική οπτική». Πιστοί σε μια δική τους θεατρική γλώσσα, βασισμένη στον αυτοσχεδιασμό, οι Blitz φιλοξενούνται φέτος από το Εθνικό Θέατρο. Η νέα τους παράσταση «Guns! Guns! Guns!» είναι μια τοπογραφία αυτού του παραληρήματος και κάνει πρεμιέρα στις 2 Δεκεμβρίου στο Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας (Σκηνή Α΄). Το έργο γράφεται τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, δηλαδή στις πρόβες της παράστασης. Μοναδική πρώτη ύλη η αρχική ιδέα κι από εκεί και πέρα όλα είναι ανοιχτά. Αν αναρωτιέστε πώς μια πρωτοποριακή ομάδα βρέθηκε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, χρεώστε την έκπληξη στον Γιάννη Χουβαρδά, τον καλλιτεχνικό διευθυντή της πρώτης μας κρατικής σκηνής, ο οποίος επέλεξε τους Blitz στις πέντε νέες θεατρικές ομάδες που προσφέρει φέτος βήμα το Εθνικό.
| Δημήτρης Ρηγόπουλος
> Ένα μπαζάρ στην ώρα του Είναι ένας μικρός αθηναϊκός θεσμός το Bazart Athena που έρχεται πάντα τη σωστή στιγμή: λίγες εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα. Το ετήσιο καλλιτεχνικό μπαζάρ των αδελφών Μανωλιουδάκη, της Ευγενίας και του Ανδρέα, συνιδρυτών του δημιουργικού γκρουπ της M art Manolioudakis, ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια σαν μια ευκαιρία να αναδείξουν και να προωθήσουν τη δουλειά των συνεργαζόμενων με την εταιρεία καλλιτεχνών. Ήταν η επιτυχία της πρώτης εκείνης εκδήλωσης που υποχρέωσε τους διοργανωτές ν’ «ανοίξουν» το μπαζάρ και σε καλλιτέχνες και δημιουργούς πέρα από τον στενό κύκλο των συνεργατών της M art. Έτσι ερχόμαστε στο 2009, στο σήμερα, για να συναντήσουμε τις δημιουργίες 18 καλλιτεχνών. Πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, φωτογραφίες, κοσμήματα, χειροποίητα κεριά, αλλά και χρηστικά ή διακοσμητικά αντικείμενα συνθέτουν μια ευρεία γκάμα καλλιτεχνικής έκφρασης, που ξεκινά από την παραδοσιακή ζωγραφική και φτάνει ως τη νέα δυναμική τάση του street art. Ορισμένες από τις προηγούμενες διοργανώσεις είχαν φιλανθρωπικό χαρακτήρα και έγιναν σε συνεργασία με ιδρύματα και οργανώσεις όπως το Κάνε μια Ευχή, το Ελπίδα, το MDA Hellas, το Χαρά και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Το 2007 η Μ art δημιούργησε τον M art Space, έναν μόνιμο εκθεσιακό χώρο, καθώς και ένα πωλητήριο τέχνης στην καρδιά της Αθήνας (στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας του Κολωνακίου, στη διασταύρωση των οδών Σόλωνος και Ηρακλείτου) κι έτσι φέτος διοργανώνει εκεί για δεύτερη φορά, υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων, το Bazart Athena 2009. Στόχος των ανθρώπων της M art είναι να συστήνουν κάθε χρόνο καινούργιους δημιουργούς, που κοιτάζουν την τέχνη τους με ματιά ανανεωτική, πέρα από κάθε στερεότυπο και οι οποίοι δεν είναι πάντα εύκολο να βρουν βήμα. Ταυτόχρονα επιθυμούν να ενισχύσουν μια νοοτροπία που βλέπει την τέχνη ως ένα ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητάς μας και την προτείνει ως ιδανική εναλλακτική οδό σε μια περίοδο καταναλωτικής έκρηξης, όπου συχνά τα δώρα μας στερούνται σημασίας ή ουσιαστικής «χρηστικότητας».
Έργο της Νατάσας Γεωργοπούλου
> Δωμάτια - πρόκληση Η μουσειοποίηση και ο «εγκλεισμός» του έργου τέχνης, συχνά και η στοχευμένη και προορισμένη δημιουργία του για έναν προκαθορισμένο χώρο, θεσμικά οργανωμένο και «νομιμοποιημένο», είναι ένας τρόπος επαφής του έργου με το κοινό και επιβίωσης της τρέχουσας καλλιτεχνικής παραγωγής. Δεν είναι, όμως, ο μόνος τρόπος! Στοίχημα και αγωνιώδη προσπάθεια των νέων καλλιτεχνών αποτελεί ο απεγκλωβισμός από τους συνήθεις τόπους έκθεσης, η αλλαγή χρήσης των χώρων με τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγονται, η επινόηση και εύρεση νέων μεθόδων για την παρουσίαση του έργου. Στα πλαίσια αυτά, ήταν εξαιρετική και πρωτότυπη η ιδέα της παράλληλης παρουσίασης έργων τέχνης σύγχρονων δημιουργών στα δωμάτια ενός ξενοδοχείου που εγκαινίασε το 2000 η Αίθουσα Τέχνης Καππάτου. Φέτος, η Έκθεση Σύγχρονης Τέχνης «Rooms» συμπληρώνει δέκα χρόνια ζωής και «καταλαμβάνει» τα δωμάτια του ξενοδοχείου St. George Lycabettus (Δεξαμενή, Κολωνάκι, 26 Νοεμβρίου - 13 Δεκεμβρίου). Είκοσι πέντε επιμελητές εκθέσεων, ιστορικοί τέχνης, θεατρολόγοι, χορογράφοι και αρχιτέκτονες επιλέγουν από έναν καλλιτέχνη ή μια καλλιτεχνική ομάδα και παρουσιάζουν στα δωμάτια ενός ορόφου του ξενοδοχείου εικαστικές, ηχητικές, φωτογραφικές και σκηνογραφικές εγκαταστάσεις, περφόρμανς, προβολές και ταινίες της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας. Τα έργα είναι σχεδιασμένα και δημιουργημένα ειδικά για την παρουσίασή τους στον ιδιότυπο αυτό χώρο, συνδιαλέγονται και συνομιλούν μεταξύ τους και στο σύνολό τους αποτελούν ένα διαφορετικό επικοινωνιακό βήμα, με έναν ολότελα ασυνήθιστο και τολμηρό τρόπο. Δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους καλλιτέχνες να απαγκιστρωθούν από την πεπατημένη μέθοδο της έκθεσής τους στους αναμενόμενους και «προβλεπόμενους» χώρους, να πειραματιστούν από τις προκλήσεις του χωρικού περιορισμού σε ένα εντελώς νέο περιβάλλον, ποτισμένο από τη νοερή παρουσία των χιλιάδων προηγούμενων αλλά και των μετέπειτα εφήμερων επισκεπτών του ίδιου δωματίου, να δικαιολογήσουν και να επιβεβαιώσουν ότι η σύγχρονη τέχνη απαιτεί και σύγχρονες ιδέες που τη φέρνουν σε επαφή με τον κόσμο και δεν την περιχαρακώνουν στους τέσσερις τοίχους. | Γιάννης Κουκουλάς
| Δημήτρης Ρηγόπουλος
Έργο του Σταμάτη Λάσκου
>> «Το γυναικείο είδος»
>Σκληρά… φεμινιστικό Το τελευταίο έργο της Τζοάνα Μάρεϊ-Σμιθ –αν δεν σας λέει κάτι το όνομα της αυστραλής συγγραφέως, θυμηθείτε το «Όνορ» που έχει απασχολήσει αρκετές φορές στο παρελθόν τις αθηναϊκές σκηνές– κάνει πρεμιέρα στο Booze Cooperativa από τη Θεατρική Ομάδα Αλυπίας Πράξεις σε σκηνοθεσία Κατερίνας Νικολοπούλου (προγραμματισμένη πρεμιέρα: 1/12). «Το γυναικείο είδος», που ανέβηκε για πρώτη φορά το 2006 στη Μελβούρνη, και αργότερα, το 2008, στο West End του Λονδίνου, σύμφωνα με την εφημερίδα «The Daily Mail» είναι μία κωμωδία ενηλίκων, έμπλεη από σκληρή γλώσσα και πολιτικά αστεία. Σε αυτό το εύγλωττο λοιπόν κείμενο, που ισορροπεί μεταξύ σάτιρας και φάρσας, η συγγραφέας αποδεικνύει, μέσα από ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη το 2000 στη συγγραφέα Ζερμέν Γκριρ, ότι το γυναικείο είδος είναι και πιο θανατηφόρο αλλά και πιο αστείο από το ανδρικό. Η ηρωίδα του έργου, Μάργκο Μέισον, πρωτοπόρος του κινήματος της γυναικείας απελευθέρωσης και συγγραφέας του βιβλίου «Το ευφυές αιδοίο», το οποίο έγινε μπεστ σέλερ και αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το μανιφέστο του φεμινισμού, υποφέρει από έλλειψη έμπνευσης. Μια μέρα, καθώς βρίσκεται στην εξοχική της κατοικία, παλεύοντας με την προθεσμία του νέου της βιβλίου, εισβάλλει η Μόλι, η κόρη μιας εκ των πιο πιστών και αφοσιωμένων ακολούθων της, κρατώντας χειροπέδες και όπλο. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, η Μάργκο βρίσκεται δεμένη στην καρέκλα του γραφείου της και ανακαλύπτει ότι η μητέρα της νεαρής εισβολέως αυτοκτόνησε έχοντας στο στήθος της «Το ευφυές αιδοίο». Αυτό το βιβλίο στιγμάτισε την αυτόχειρα, η οποία θυσίασε τη μητρότητα στον βωμό της φεμινιστικής απελευθεροποίησης εγκαταλείποντας την κόρη της όταν εκείνη ήταν ακόμα μωρό. Ποιο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η Μάργκο για να γλιτώσει από την οργή της Μόλι; Η συνέχεια επί της σκηνής. | Αγγελική Μπιλλίνη
ΠΟΝΤΙΚΙart 26.11-2.12.09
35/11
> Meet Αthens Άσχημη πόλη η Αθήνα, και αφιλόξενη, δεν σταματά ούτε στιγμή να «δηλώνει» όλα όσα πήγαν στραβά με την αισθητική της – αν υποθέσουμε πως διαθέτει κάποια μέσα σε όλο αυτό το χάος που συντηρεί. Σε αυτή την υπερτιμημένη πόλη βολτάρουν 150 σύγχρονοι καλλιτέχνες και ζωγράφοι, καταγράφοντας στιγμές-εικόνες που στοχεύουν στην επανοικειοποίησή μας με την πρωτεύουσα. Στην ομαδική έκθεση «Συνέβη στην Αθήνα» που διοργανώνεται από τη Μικρή Άρκτο σε συνεργασία με τον Πολιτισμικό Οργανισμό του Δήμου Αθηναίων στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα» (1-23/12) οι: Γ. Μόραλης, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γ. Τσαρούχης, Π. Τέτσης, Σ. Παπαλουκάς, Π. Φειδάκης, Χ. Μπότσογλου, Α. Κυριτσόπουλος, Γ. Ρόρρης, Ν. Αγγελίδη, Η. Αγγελή, Γ. Μανουσάκης, Τ. Μαντζαβίνος, Τ. Μισούρα, Κ. Παπανικολάου, Ν. Μελά κ.ά. αντλούν έμπνευση από την καθημερινότητα, από
διαχρονικά μνημεία και χρηστικά κτίρια. Η Ακρόπολη, νεοκλασικά οικοδομήματα, αλλά και καταστήματα, δρόμοι, πλατείες, λαϊκές αγορές, στάδια, γήπεδα, πάρκα, μουσεία, παιδικές χαρές, αυτοκίνητα, μέσα συγκοινωνίας ενεργοποιούν την εικαστική τους σκέψη. Δεν είναι όμως μόνο τα άψυχα κτίρια και η σύγχρονη ή παλιότερη ιστορία τους που κινεί την περιέργεια των καλλιτεχνών, είναι και οι μικρές στιγμές που συνέβαιναν και συνεχίζουν να συμβαίνουν στην πόλη: συναντήσεις ανθρώπων, περίπατοι σκύλων, μεσημεριανά γεύματα και ραντεβού σε ίντερνετ καφέ ή παλιομοδίτικα ζαχαροπλαστεία, πορείες, επισκέψεις σε μουσεία και βραδινές βόλτες, στιγμιότυπα αθέατα και καθημερινά στα οποία όλοι, κάπου, κάποτε έχουμε πρωταγωνιστήσει. Την έκθεση επιμελείται η Ίρις Κρητικού.
| Αγγελική Μπιλλίνη
Έργο του Βασίλη Πέρρου
> Στο σπίτι ενός μύθου
Ρόμπερτ Τζόνσον
Ο μύθος τον θέλει να πουλά την ψυχή του στον διάβολο με αντάλλαγμα τις μουσικές του ικανότητες. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον και η ιστορία με τον διάβολο που κάποια μεσάνυχτα του πήρε την κιθάρα από τα χέρια και του έμαθε πώς να χειρίζεται επιδέξια τις χορδές είναι μια από τις πιο γνωστές στην ιστορία της ροκ. Το μυστήριο αυτό, αλλά και ο τρόπος που πέθανε σε ηλικία μόλις 27 ετών (λέγεται ότι τον δηλητηρίασαν για τα μάτια μιας γυναίκας), συνεχίζει να τρέφει τους θαυμαστές του θρυλικού μπλούζμαν. Τώρα, οι Αρχές της γενέτειράς του, στο Χέιζελχαρστ του Μισισιπή, αποφάσισαν να κάνουν μουσείο το σπίτι όπου γεννήθηκε το 1911. Την οικία κατασκεύασε ο πατριός του Τζόνσον Τσαρλς Ντοντς, ο οποίος ήταν επιπλοποιός. Η περιοχή βρίσκεται 160 χιλιόμετρα από το Δέλτα του Μισισιπή, την περιοχή όπου όλοι οι μπλούζμεν αποκαλούν σπίτι. Όταν τελικά ολοκληρωθεί το σχέδιο, οι θαυμαστές του Τζόνσον θα έχουν την ευκαιρία να δουν κάποια προσωπικά του αντικείμενα, κάτι εξαιρετικά σπάνιο αν σκεφθεί κανείς ότι υπάρχουν μόλις δύο φωτογραφίες του, ένα πορτρέτο που έκανε για το στούντιο Hooks Brothers στο Μέμφις και ένα αυτοπορτρέτο. Το ενδιαφέρον τους όμως για τον Τζόνσον εκδήλωσαν και χολιγουντιανοί παραγωγοί. Κυκλοφορεί μάλιστα ήδη ένα σενάριο γραμμένο από τον Τζίμι Γουάιτ, σεναριογράφο επίσης του οσκαρικού «Ρέι». | Ελίνα Μπέη
12/36
Συνέντευξη
Του Δημήτρη Κανελλόπουλου
Last Drive Σ
«Σ’ αυτή την παράνοια, ένα χαμόγελο, ένα τραγούδι... δίνει άλλο νόημα»
τη μία κορυφή του εγχώριου ελληνόφωνου ροκ των τελευταίων ειλικρίνεια και αμεσότητα στη σχέση με τον ακροατή. Ένα κομμάτι της τριών δεκαετιών βρίσκονται οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά. παγκόσμιας μουσικής παραγωγής και διακίνησης έχει γίνει D.I.Y. Στο Και στην άλλη, εκείνη του αγγλόφωνου, συναντάμε τους Last προκείμενο, σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο για ένα γκρουπ από την Drive. Κι αν τα δύο πρώτα ονόματα ανήκουν πια στο παρελθόν, οι Ελλάδα να παίξει ή να κυκλοφορήσει κάτι στο εξωτερικό, κάτι που Drive συνεχίζουν ακάθεκτοι την πορεία τους, συμπληρώνοντας 25 στα 80s και τα 90s ήταν άλλου είδους υπόθεση. χρόνια καριέρας. Και το γιορτάζουν αύριο και το Σάββατο με δύο Γ.Κ.: Η βασική διαφορά είναι ότι περισσότεροι καταλαβαίνουν πια για επετειακές συναυλίες στο κλαμπ Κύτταρο. Θα μοιράσουν βινύλια, θα το τι πράγμα μιλάς. παίξουν κομμάτια, και παλιότερα και καινούργια από το φετινό τους «Heavy Liquid», και θα παρουσιάσουν διασκευές για πρώτη φορά. Κάτι που έκαναν και μετάνιωσαν: Πριν από τα live θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κοτσέλη Α.Κ.: Μερικές φορές σκέφτομαι ότι τότε δεν επιδιώξαμε να έχουμε «20.000 Miles Ahead: A Last Drive Story». Στα υπ’ τον βαθμό επικοινωνίας που έχουμε τώρα. Όμως, όψιν, τον χειμώνα του 1985 οι Last Drive έδωσαν όταν το ξανασκέφτομαι, καταλαβαίνω ότι έχει να στο Κύτταρο μία από τις πρώτες συναυλίες τους, κάνει με την ωριμότητα και τον χρόνο, όπως και Είκοσι πέντε μαζί με άλλες underground μπάντες της εποχής με την εσωτερική ένταση που πρέπει να βιώνει μια (Anti-Tropeau Council, Sex Beat κ.ά.). δημιουργική ομάδα σε κάποιες φάσεις της εξέλιξής χρόνια ροκ και Μιλήσαμε με τον Αλέξη Καλοφωλιά και τον Γιώρτης. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα παίζαμε καλύτερη τι καλύτερο για γο Καρανικόλα, τραγουδιστή και κιθαρίστα του μουσική, αλλά σίγουρα μερικά πράγματα θα ήταν γκρουπ αντίστοιχα, λίγες ώρες πριν ανέβουν στη πολύ πιο εύκολα. τους φίλους τους σκηνή. Γ.Κ.: Θα έπρεπε να βγάζουμε τους δίσκους μόνοι από δυο επετειαμας. Έπρεπε να επιμείνουμε σε αυτό. Η χειρότερη και η καλύτερη στιγμή τους: κές συναυλίες; Α.Κ.: Οι χειρότερες ήρθαν την εποχή της διάλυσής Στιγμιότυπα από την πορεία τους: μας το ’94, με όλα τα ζητήματα που είχαν συσσωΑ.Κ.: Ένας φίλος μού έδειξε για πρώτη φορά ένα ρευτεί και έκαναν τη ζωή του γκρουπ δύσκολη. τατουάζ που είχε κάνει με το όνομα της μπάντας. Έπρεπε να κλείσουμε το κεφάλαιο, να δούμε το θέμα με προσωπιΣτα Χανιά είχαμε παίξει στο Ωδείο όπου γίνονταν συναυλίες κλασικής κούς όρους και να ψάξει ο καθένας να βρει μόνος την άκρη. Αυτή η μουσικής και η κυρία στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, μόλις έμαθε διαδικασία μας έκανε ικανούς να ξανακοιτάξουμε την υπόθεση Last ότι παίζουμε στο Ωδείο, μας ρώτησε τίνος συνθέτη έργα θα εκτελούDrive μετά από χρόνια με διαφορετικό τρόπο και τελικά κράτησε τους σαμε. Αμηχανία… Σε μια περιοδεία στη Γερμανία υπήρχε μια παρέα αρχικούς μας δεσμούς ακέραιους. Η καλύτερη στιγμή ήρθε όταν, με μηχανόβιων που έρχονταν μαζί σε κάμποσα live, τους συναντούσαμε την επανασύνδεσή μας, η αγάπη του κόσμου έδιωξε για πάντα το στα βενζινάδικα και στις συναυλίες από πόλη σε πόλη, ήταν πολύ σύννεφο – είμαστε broken down, fixed up and ready to go και δεν θα άγριοι εξωτερικά αλλά πολύ ευγενικά παιδιά. Στην Αλεξανδρούπολη, ξεχάσουμε ποτέ αυτό το δώρο. στις αρχές του ’90, παίζαμε με τους Deus και είχαν γίνει φασαρίες· τέλος πάντων, είχαμε φύγει κακήν-κακώς και στο Gagarin πέρυσι ένα Σύγκριση της εγχώριας underground σκηνής, παλικάρι μας έφερε ένα cd με τη συναυλία. Πίστευα ότι κανένας δεν τότε και τώρα: θα το θυμόταν πια. Μ’ ένα καναδέζικο rockabilly ντουέτο, τους Deja Α.Κ.: Τώρα η εμβέλεια των επιρροών είναι πολύ μεγαλύτερη, πράγμα Voodoo, βρισκόμαστε σε συναυλίες στην Ευρώπη, στα πιο απίθανα εξόχως σημαντικό. Τώρα, το πρόβλημα για έναν νέο μουσικό φαντάζομέρη. Στο τέλος είχε γίνει κάτι σαν παράδοση και έβγαιναν στη σκηνή μαι είναι το φίλτρο που θα του επιτρέψει να χρησιμοποιήσει όλα αυτά για να μας αναγγείλουν πριν παίξουμε. Οι άνθρωποι που γνωρίσαμε τα ερεθίσματα δημιουργικά και να μη χαθεί μέσα τους. Παλιότερα μέσα από το γκρουπ ήταν ίσως το καλύτερο κομμάτι της ιστορίας. έφτανες εύκολα στα μπλουζ και τη Motown, για παράδειγμα, τώρα πρέπει να σκάψεις κάτω από ένα σωρό σκουπίδια. Τα συγκροτήματα, Πότε ένας καλλιτέχνης βγαίνει εκτός μόδας: πάλι, ασχολούνται τα ίδια με πράγματα που παλιότερα ήταν αποΑ.Κ.: Είναι γνωστό ότι οι μόδες είναι περισσότερο θέμα της βιομηχακλειστικά δουλειά των εταιρειών και αυτό συνεπάγεται περισσότερη νίας και όχι των μουσικόφιλων. Υπάρχει ένας άλλος κόσμος πίσω από
την παραγωγή και το ύφος κάθε εποχής, που είναι το ίδιο το τραγούδι ως συμπυκνωμένο σύνολο κοινωνικού μύθου και μουσικής. Η δύναμη που κουβαλάει, είτε παιχτεί σε μια ακουστική με τρία ακόρντα είτε από μια συμφωνική. Γ.Κ.: H μουσική κυλάει στις φλέβες και το μυαλό σου. Δεν υπάρχει καινούργιο και παλιό. Είσαι εκτός μόδας μόνο όταν λειτουργείς μέσα στα trends. Ο περσινός Δεκέμβρης: Α.Κ.: Όλοι έχουν καταλάβει –όσο και αν μερικοί προσπαθούν μάταια να το υποβαθμίσουν– πως ό,τι έγινε πέρυσι έχει περάσει πια στη συλλογική αφήγηση μια ολόκληρης γενιάς. Το χειρότερο είναι ότι σήμερα οι φορείς της απληστίας σ’ αυτή τη χώρα αρνούνται σταθερά σε αυτή τη γενιά και σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να υπάρξει με αξιοπρέπεια – της το λένε όλοι απροκάλυπτα, σε όλους τους τόνους. Την καταδικάζουν με οικονομικούς και πολιτικούς όρους να επιβιώσει σε μια νέα εποχή αφάνειας. Αν διαβάσει κάποιος τους στίχους από οποιοδήποτε κομμάτι εγγλέζικου πανκ του ’77, της γενιάς τού «No Future», μπορεί εύκολα να δει πόσο ταιριάζουν με την κατάσταση που βιώνει ένας νέος στη σημερινή Ελλάδα. Γ.Κ.: Ό,τι συμβαίνει έχει αιτίες, έχει και αποτελέσματα. Τα ζυγίζεις και κρατάς αυτό που θες. Η Ελλάδα του σήμερα: Α.Κ.: Είναι η συνέχεια της Ελλάδας του πρόσφατου χθες, όπου οι τρεις στους πέντε πίστευαν ότι από λάθος της τύχης δεν είχαν γίνει ακόμα Ωνάσηδες και ότι το μόνο που έλειπε απ’ αυτή τη χώρα για να ολοκληρωθεί το μεγαλείο της ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, με τους μετανάστες στον ρόλο των σκλάβων. Το αυτονόητο έμοιαζε τόσο μακρινό που φάνταζε σαν μωρολογία. Μετά απ’ όλον αυτό τον κυνισμό και την παραπληροφόρηση, περάσαμε στην επόμενη φάση, αυτή της κατάρρευσης. Και μέσα σ’ αυτή την παράνοια, ένα χαμόγελο, μια κουβέντα μ’ ένα φίλο, ένα τραγούδι μια συγκεκριμένη στιγμή που του δίνει άλλο νόημα… τα αντίβαρα. Γ.Κ.: Αυτιστική, με σοβαρή στέρηση συναισθηματικής νοημοσύνης, γερασμένη και παθητική. Όμως, ο πρωινός ήλιος συνεχίζει να σου χαϊδεύει το μέτωπο και να ζεσταίνει την καρδιά. Αυγά στη Σώτη Τριανταφύλλου, επίθεση στον εγκληματολόγο Γιάννη Πανούση κ.ά. Η βία από την άλλη μεριά: Γ.Κ.: Οι άνθρωποι πρέπει να ενώνονται, όχι να χωρίζουν. Η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, αλλά εγώ δεν δίνω δεκάρα για την Ιστορία... (Atari Teenage Riot, 2.000 Years of Culture).
Θ έατρο
ΠΟΝΤΙΚΙart 26.11-2.12.09
Της Χαράς Αργυρίου
Ο
Άλκης Κούρκουλος, καλλιτέχνης με προσεγμένες επιλογές στο θέατρο, φέτος αποφασίζει να αλλάξει ρόλο. Αφήνει το κοστούμι του ηθοποιού στα παρασκήνια και φοράει αυτό του θεατρικού παραγωγού. Το Θέατρο Κάππα, το οποίο συνδέθηκε με το όνομα του Νίκου Κούρκουλου, επαναλειτουργεί φέτος με δύο παραγωγές και με έναν Κούρκουλο ξανά στο τιμόνι. Στην Κεντρική Σκηνή θα παρουσιαστεί ο «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, ενώ στη Δεύτερη Σκηνή το ψυχολογικό θρίλερ «Στην εξοχή», σε σκηνοθεσία Έλλης Παπακωνσταντίνου.
ηθοποιού, που μπορεί να είναι εξαιρετικός και από την άλλη μεριά να είναι ως άνθρωπος εντελώς μικροπρεπής, εγωιστής, μίζερος, να πατάει επί πτωμάτων. Εμπνευσμένο από τον κορυφαίο άγγλο ηθοποιό σερ Ντόναλντ Γούλφιτ, πλάι στον οποίο ο συγγραφέας Χάργουντ όντως δούλεψε ως αμπιγιέρ, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1980, με τον Φρέντι Τζόουνς και τον Τομ Κόρτνεϊ στους ρόλους του Σερ και του Νόρμαν αντίστοιχα, για να τιμηθεί με το Βραβείο Ολίβιε ως Κα-
Η πίσω πλευρά των σχέσεων
Σχέση εξάρτησης «Ο Αμπιγιέρ» σηματοδοτεί την επιστροφή του Γιώργου Κωνσταντίνου στο «ποιοτικό» ρεπερτόριο. Με τον ρόλο του Σερ περνά στην απέναντι όχθη, αφήνει επιθεώρηΤο Θέατρο Κάππα επαναλειτουργεί ση, κωμωδίες και ευτελή θεάματα, με δύο παραγωγές κι έναν Κούρκουλο στα οποία ανάλωνε το ταλέντο του για δεκαετίες, και δοκιμάζει να ξανά στο τιμόνι συνεργαστεί με καλλιτέχνες άλλης λογικής και θεατρικής φιλοσοφίας. Κάτι ανάλογο είχε επιχειρήσει πριν από έντεκα χρόνια, στο ίδιο θέατρο, με το «Αρτ». Τότε η στροφή είχε λύτερο Έργο της Χρονιάς. Ο ηθοποιός (Σερ) είναι ένας δύστροπος και διαρκέσει όσο μία σεζόν. Πάντως, ο πρωταγωνιστής, μετά από 50 τυραννικός άνθρωπος, ενώ ο Αμπιγιέρ (Νόρμαν) είναι ο αφοσιωμένος χρόνια στο σανίδι, χαρακτηρίζει τη φετινή συγκυρία «κορυφαία στιγβοηθός του, ο οποίος για 16 χρόνια τον φροντίζει και προσπαθεί να μή της καριέρας του» και δηλώνει ότι αισθάνεται σαν παροπλισμένος πραγματοποιήσει όλες τις απαιτήσεις του. Λίγο πριν από την 227η για δεκαετίες πυρηνικός επιστήμονας που ξαφνικά κλήθηκε να εργαπαράσταση του «Βασιλιά Λιρ» ο Σερ καταρρέει ψυχολογικά και σωστεί στη NASA! Η καλή του διάθεση και η αγωνία για το αποτέλεσμα ματικά. Βλέπει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και κυριεύεται φαίνεται κι από τα λόγια του σκηνοθέτη της παράστασης Νίκου από τις ανασφάλειές του. Ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορεί Μαστοράκη. Ο τελευταίος τονίζει την άριστη συνεργασία του με τον να βασιστεί είναι ο αμπιγιέρ του. Ο Νόρμαν προσπαθεί απεγνωσμένα καλλιτέχνη. «Ο Γιώργος Κωνσταντίνου μοιάζει με τον ηθοποιό που να τον εμψυχώσει και να του τονώσει την αυτοπεποίθηση, ώστε να μη βγήκε χτες στο θέατρο. Είναι καταπληκτικό πόσο φρέσκος είναι και ματαιωθεί η παράσταση. Παρακολουθούμε τον κόσμο του θεάτρου πόσο δεν έχει μέσα του την έννοια του εύκολου και του κλισέ, αλλά μέσα από τη σχέση εξάρτησης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Ο περιμένει να ακούσει τον σκηνοθέτη και τον συμπαίκτη του. Τρομεκαθένας, για τους δικούς του λόγους, στηρίζεται στον άλλον. Γινόμαρό ήθος! Σαν να μπήκε σε όλον αυτό τον βόρβορο του εμπορικού στε μάρτυρες καταστάσεων που κατακλύζονται από έντονα και τόσο θεάτρου και της τηλεόρασης και να βγήκε αλώβητος». Το έργο, ένα οικεία συναισθήματα. Αφοσίωση, εγωισμός, αχαριστία, απόρριψη, έργο χαρακτήρων, περιγράφει την ιδιόμορφη σχέση ενός μεγάλου εγκατάλειψη, μοναξιά… σε ηλικία σαιξπηρικού πρωταγωνιστή και θιασάρχη, ο οποίος περιοδεύει με Σαίξπηρ στην αγγλική επαρχία στο τέλος του Δευτέρου ΠαΖευγάρι στη βιτρίνα γκοσμίου Πολέμου, με τον αφοσιωμένο αμπιγιέρ του. Αυτό που θίγει Ένα ποιητικό έργο για εναλλακτικούς γονείς, το σεξ, την οικογένεια, είναι το απόλυτο μεγαλείο και ταυτόχρονα η απόλυτη μικρότητα του τις προσωπικές μυθολογίες και την κατάρρευσή τους, τη δύναμη της
37/13
συνήθειας και τα αδιέξοδα αποτελεί η «Εξοχή» του Μάρτιν Κριμπ, που είναι η δεύτερη παραγωγή για φέτος στο Θέατρο Κάππα. Στο ψυχολογικό θρίλερ που σκηνοθετεί η Έλλη Παπακωνσταντίνου, ο σαραντάρης γιατρός Ρίτσαρντ και η γυναίκα του Κορίν μετακομίζουν μαζί με τα δύο τους παιδιά από την πόλη στην εξοχή, προκειμένου να ξαναχτίσουν τη σχέση τους και να βρουν γαλήνη. Οι παλιές πληγές όμως θα ξανανοίξουν, όταν ο Ρίτσαρντ φέρνει στο σπίτι μια νεαρή γυναίκα, τη Ρεμπέκα, την οποία έχει βρει αναίσθητη στην άκρη του δρόμου. Το ίδιο βράδυ η σύζυγος Κορίν εγκαταλείπει το σπίτι και τη θέση της παίρνει η Ρεμπέκα. Ο θεατής στη διάρκεια του έργου αναρωτιέται ποιο μυστικό κρύβεται στη σχέση του Ρίτσαρντ με την Κορίν. «Ο Κριμπ παίρνει δύο σύγχρονους ανθρώπους και τους τοποθετεί στην εξοχή, σε ένα περιβάλλον ανοίκειο. Κατά κάποιον τρόπο τους αποσυντονίζει, τους μετατοπίζει, ούτως ώστε να εξετάσει πιο βαθιά «Ο Αμπιγιέρ» όλες τις νευρώσεις που μεταφέρει από την πόλη ο σύγχρονος άνθρωπος και αυτές που καταδυναστεύουν μια ολόκληρη γενιά», εξηγεί η σκηνοθέτις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο «σαρκάζει τη γενιά των σαραντάρηδων κι όλου του σύγχρονου τρόπου ζωής, αυτή τη γενιά που ζει πια μέσα από μύθους. Το ζευγάρι φαίνεται τέλειο, έχει την τέλεια βιτρίνα, αλλά εν τέλει ζει μέσα στην υποκρισία. Από τη στιγμή που θα εμφανιστεί η νεαρή γυναίκα η φαινομενική ηρεμία του διαταράσσεται». «Ο Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ. Μετάφραση: Εύα Γεωργουσόπουλου. Σκηνοθεσία - μουσική επιμέλεια: Νίκος Μαστοράκης. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος. Παίζουν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Χρήστος Στέργιογλου, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώτα Φέστα κ.ά. Θέατρο Κάππα, προγραμματισμένη πρεμιέρα: 2 Δεκεμβρίου.
i
«Η εξοχή» του Μάρτιν Κριμπ. Μετάφραση: Χριστίνα Παγκουρέλη. Σκηνοθεσία: Έλλη Παπακωνσταντίνου. Σκηνικά: Κένι Μακλέλαν. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Παίζουν: Ναταλία Δραγούμη, Νίκος Ψαρράς, Έλενα Χατζηαυξέντη. Θέατρο Κάππα, προγραμματισμένη πρεμιέρα: 6 Δεκεμβρίου.
i
Ο έρωτας των ποιημάτων Ο Δημήτρης Λιγνάδης αφουγκράζεται τους συνδαιτυμόνες του πλατωνικού «Συμποσίου» στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον
«Π
άρε τη λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου». Στον στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου συνοψίζει ο Δημήτρης Λιγνάδης την άποψη της παραγωγής «Συμπόσιον (Ένα). Περί έρωτος» που φέρει την υπογραφή του. Μετά από τετραετή συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, ένα θέατρο μέσα στο οποίο ανδρώθηκε, περνά σε μια άλλη καλλιτεχνική φάση και συνεργάζεται με το Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες, λέγοντας «μόνο ποιήματα». Η παράσταση στηρίζεται σε δύο πυλώνες: «στον “δικό μου” Πλάτωνα και στην ποίηση που αγαπώ». Ανοίγει με Ελύτη, το «Δώρο ασημένιο ποίημα». Και με Ελύτη κλείνει, από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»: «Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα». Με τον άξονα «περί έρωτος», στη σκηνή θα είναι ο Σωκράτης και έξι εταίροι του, φίλοι και μαθητές του. Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης: «Προσπάθησα “ακουμπώντας” στους συνδαιτυμόνες του πλατωνικού “Συμποσίου” και χρησιμοποιώντας τους αγαπημένους μου ποιητές με τους οποίους μεγάλωσα, τους γνώρισα ή τους ανακάλυψα μόνος μου και που ήρθαν να “προλογίσουν” ή να “σφραγίσουν” τις πράξεις μου, να μιλήσω περί έρωτος μέσα από τα στόματα και τα σώματα έξι νέων ηθοποιών και μιας γυναίκας». Θέτει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο τραπέζι τους την έννοια του έρωτα και βλέπουμε πώς τον εκφράζουν, πώς τον «μιλάνε» οι
νέοι αυτοί μέσα από τα συγκεκριμένα ποιήματα. «Δεν είναι ούτε μια φιλοσοφική, ούτε μια φιλολογική παράσταση. Δεν θα δούμε φυσικά αυτούσιους τον Αλκιβιάδη, τον Φαίδρο, τον Σωκράτη, τον Σολωμό, τον Δροσίνη, τον Εμπειρίκο, αλλά κάποιους... “αντ’ αυτών”», τονίζει. Επέλεξε έναν σκελετό απλό και συμβολικό. Ο δάσκαλος Σωκράτης έχει αποχωρήσει, ίσως και να έχει πεθάνει, βρίσκεται όμως ανάμεσά τους, ωσεί παρών και καθοδηγεί τους νέους μαθητές του να εκφραστούν ελεύθερα, απενοχοποιημένα για το ερωτικό ζητούμενο μέσα από τα ποιήματα. Γι’ αυτό και στην παράσταση επικρατεί μια πένθιμη μπεκετική ατμόσφαιρα, η οποία φυσικά ανατρέπεται. «Θα έλεγα ότι είναι μια περίεργη, άχρονη ξαγρύπνια ενός νεκρού. Ποιοι είναι αυτοί που τον ξαγρυπνάνε; Ποιο είναι το “σώμα” του νεκρού; Ποιος είναι ο αληθινά νεκρός; Ο λόγος; Η ποίηση; Οι ζωντανοί νέοι; Ή η εποχή στην οποία ζούμε; Γιατί αυτά τα ερωτήματα; Ο Σαχτούρης θα απαντούσε: “Δεν έχει κόκκινη απάντηση. Το γιατί είναι μια μεγάλη έλλειψη. Κάτι σαν τάφος”», καταλήγει. Παίζουν: Δ. Λιγνάδης, Β. Μπουλουγούρης, Γ. Χαριτοδιπλωμένος, Γ. Παναγόπουλος, Γ. Χριστοδούλου, Γρ. Ποιμενίδης, Σ. Εσκενάζυ, Β. Κατρίτσης. Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες, προγραμματισμένη πρεμιέρα: 27 Νοεμβρίου.
i
Δημήτρης Λιγνάδης
14/38
Ν έες εκδόσεις
Του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη [xenofob@gmail.com]
Αnnie Ernaux Τα χρόνια
Νίκος Δαββέτας Η εβραία νύφη
Γιώργος Χρονάς Η γυναίκα της Πάτρας
Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη Εκδόσεις Πάπυρος Σελ. 285
Εκδόσεις Κέδρος Σελ. 231
Διηγείται η Πανωραία Εκδόσεις Οδός Πανός Σελ. 231
Όλο και πληθαίνουν τα έργα εκείνα που έχουν σαν αφορμή τους τις εξελίξεις που ακολούθησαν τη λήξη του πολέμου, κυρίως στις ζωές των ανθρώπων. Αυτή είναι και η διαφορά μεταξύ της λογοτεχνίας και της ιστορίας. Η ανθρωπότητα διαθέτει, καθώς φαίνεται, τους δικούς της χρόνους στο να κατανοεί τα γεγονότα, έτσι που το παρελθόν να μετατρέπεται ως εκ θαύματος σε ένα παρόν δυναμικό και σίγουρο. Η γαλλίδα συγγραφέας, της οποίας το έργο εμφανίζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας, γράφει βιωματικά. Χειρίζεται τα ιστορικά γεγονότα που επέδρασαν στη ζωή της όχι τόσο μέσα από την επίσημη εκδοχή τους, ούτε χρησιμοποιεί την επίδρασή τους στη συλλογική μνήμη. Ο δικός της τρόπος είναι «αυστηρά προσωπικός», είναι ο μικρόκοσμος μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι συνήθως συνταιριάζουν τη δική τους πραγματικότητα με αυτή του κόσμου. Γράμματα, φωτογραφίες, μια σειρά από απίθανα μικροαντικείμενα που παραγεμίζουν την πραγματικότητα της αφηγήτριας, γίνονται η κινητήρια αφορμή να ερμηνευθεί ο κόσμος της, οι αναμνήσεις της που ξεκινούν από τα δύσκολα χρόνια της έναρξης του πολέμου και περνάνε στη σύγχρονη εποχή. Έξι δεκαετίες με τρομαχτικές αλλαγές, αλλά και συγκλονιστικές περιόδους που άλλαξαν τις ζωές όλων και διαμόρφωσαν εκ θεμελίων νέες αντιλήψεις για τη καθημερινότητα και τον κόσμο, ξεδιπλώνονται μέσα από τον αφηγηματικό χρόνο της συγγραφέως, η οποία κυκλώνει όλες τις εκδοχές της ζωής όπως αυτές κύλησαν μέσα της.
Michel Onfray Η δύναμη της ύπαρξης Ηδονιστικό μανιφέστο Μετάφραση: Θ. Καβαρατζή - Δ. Γεράση Εκδόσεις Εξάντας Σελ. 234
Άλλη μια πρόζα από τον Νίκο Δαββέτα. Αυτή τη φορά η ιστορία εκτυλίσσεται σε τρεις πόλεις, τη Θεσσαλονίκη και το Βερολίνο από τη μεριά της Νίκης, μιας ανορεξικής ύπαρξης που έχει τύψεις για το παρελθόν του πατέρα της, και της Αθήνας από τη μεριά ενός δημοσιογράφου, ο οποίος διατηρεί ερωτική σχέση με τη Νίκη. Η γνωριμία τους, η συγκυρία που τους ένωσε ήταν ο θάνατος των γονιών τους. Εκείνος μόλις είχε χάσει τη μητέρα του κι εκείνη τον πατέρα της. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν μένεις μόνος και ξεκομμένος από τις ρίζες σου, το παρελθόν είναι πρόθυμο να σε παρηγορήσει ή να σε απελπίσει. Πράγμα που συνέβη στη Νίκη. Ο πατέρας της ήταν σίγουρα ένα κάθαρμα, το είχε εμπεδώσει και η ίδια, έχοντας υποστεί όσο ζούσε τα άρρωστα ερωτικά του παιχνίδια. Ωστόσο, το κακό όταν αρχίσει δεν τελειώνει εύκολα. Ο πατέρας της ανήκε την περίοδο της Κατοχής στην πιο ελεεινή οργάνωση που θα μπορούσε να συμμετέχει ένας Εβραίος συνεργάτης των Γερμανών, την Υπηρεσία Διαχείρισης Εβραϊκών Περιουσιών. Ο εβραίος ψυχίατρος που την κουράρει πολύ πιθανόν να είναι απόγονος κάποιου που ο πατέρας της καταδίκασε και του έκλεψε την περιουσία. Το ταξίδι στο παρελθόν της είναι επίπονο, βασανίζει το σώμα της, αναστατώνει την ψυχή της. Δίπλα στην ιστορία της Νίκης είναι κι αυτή του πατέρα του δημοσιογράφου: Εμφύλιος, Επταετία, οι γνωστές πληγές της ελληνικής πραγματικότητας που μένουν ακόμα σκοτεινές, δίχως φως, ένα ηρωικό ταμπού σαν θρησκευτικό απόστημα, που δεν λέει να σπάσει για να φανεί η αρρώστια και να θεραπευθεί επιτέλους. Άλλη μια νεοελληνική περίπτωση που η αφήγηση, μέσα από ένα ιστορικό πλαίσιο γενικότερου ενδιαφέροντος, βγαίνει από τα απελπιστικά στενά ηθογραφικά λογοτεχνικά μας σύνορα για να βρει έναν πιο καθαρόαιμο βηματισμό.
Ήδη από το 2006, με την εξαιρετική «Πραγματεία περί αθεολογίας», ο Μισέλ Ονφρέ κατέκτησε το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού. Ακολούθησαν «Η κοιλιά των φιλοσόφων» (2009) και «Η αναζήτηση των ηδονών» (2008), πάντα από τις εκδόσεις Εξάντας. Συνεχίζοντας επάξια τη γαλλική παράδοση και την εν τέλει γοητευτική παραδοξότητα που σπάει την κλασική φόρμα του δοκιμιακού λόγου με τη λογοτεχνία, ο Μισέλ Ονφρέ καταφέρνει να μετατρέπει τον απόμακρο και στρυφνό δοκιμιακό λόγο σε οικείο και κατανοητό. Ξεκινώντας από ένα συντριπτικό αυτοβιογραφικό κείμενο, ο γάλλος διανοητής
Πρόκειται για την επανέκδοση μιας εξομολόγησης-ποταμού από τη μεριά μιας γυναίκας η οποία έζησε τη ζωή της σαν μια θύελλα φαντασίας και, όπως συμβαίνει σε όλες τις καλές ιστορίες, είχε τραγική κατάληξη. Ωστόσο, η αξία της γυναίκας ή καλύτερα του χαρακτήρα της –κι αυτό συνάγεται αβίαστα από τη διήγησή της– είναι ότι δεν μεμψιμοιρεί, δεν αρνείται τις κακοτυχίες της ζωής της, δεν έχει εκείνη την ενοχλητική πονηριά να «διορθώσει» το παρελθόν. Τα δέχεται όλα γιατί είναι δικά της και, με δυο λόγια, αποτελούν το βιός της. Όλα αρχίζουν μέσα σε μεγαλεία, πλούτη κι ομορφιά, βασικά υλικά για τη μεγάλη περιπέτεια της οικογένειας της Πανωραίας. Ξεκινούν από τον Πόντο και, με τις συγκυρίες της ιστορίας που σε παρασύρουν σαν φυλλαράκι, φτάνουν στην Ελλάδα και εγκαθίστανται μεταξύ Άμφισσας και Αιγίου. Ακολουθούν ευτυχισμένα χρόνια, μια συμφέρουσα και σύντομη μετανάστευση στην Αμερική, η επιστροφή, κι έπειτα τη σκυτάλη παίρνουν τα κακά συναπαντήματα της ζωής, αυτά που σε κάνουν άλλον άνθρωπο. Η πολυτάραχη και πολυβάσανη ζωή της φεύγει από τον έλεγχο, αλλά δεν ξεφεύγει από την ψυχή της. Αυτή αντέχει, γιατί είναι από πολύτιμο υλικό, αυτό που δεν αγοράζεται ή πουλιέται. Οι σωματικές ταπεινώσεις, θαρρείς, τη δυναμώνουν αλλόκοτα, της χαρίζουν μια σπάνια λάμψη –αυτή που ξεχώρισε πάνω της η ποιητική ευαισθησία του Χρονά–, την κάνουν απόκοσμη. Αυτή που βολεύει με τις ντουζίνες τα αντρικά ντουζένια, μετατρέπεται σε απροσπέλαστη θεότητα, αφού αντέχει όλη τη βρωμιά του κόσμου. Τι παραπάνω μπορεί να σημαίνει η θεότητα; Μαγευτική αφήγηση, όμορφη, σαν ένα αυθεντικό θαύμα που αναδύεται από τα έγκατα της ζωής. Μια έντιμη τραγωδία που αξίζει τα ευγενικότερα αισθήματά μας.
ανοίγει με μια δημόσια εξομολόγηση την κλειστή πόρτα της ζωής του. Έπειτα ξεκινά το ταξίδι στη φιλοσοφία. Αμέσως ξεκινά η ιστορία του σώματος. Το σώμα, εκτός του ότι κακόπαθε στην ιστορική του διαδρομή από τον αγώνα της επιβίωσης αλλά και της διεκδίκησης των φυσικών του κλίσεωνδικαιωμάτων, κατασυκοφαντήθηκε περισσότερο από το κάθε τι. Ένοχο εκ γενετής, αποτελεί την κακοδαιμονία και την πηγή των προβλημάτων της ανθρώπινης ζωής. Μέσα από αυτή τη μελέτη, που ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι που σχετίζεται με την υλική υπόσταση του σώματος, ο Μισέλ Ονφρέ παραθέτει μια σειρά ριζοσπαστι-
κών υπαρξιακών σκέψεων ως συνηγορία υπεράσπισης του κατασυκοφαντημένου σώματος, προτείνοντας την αποχριστιανοποίηση της δυτικής επιστήμης. Πρόθεση του διανοητή δεν είναι η καταγγελία ούτε και η αποκατάσταση της θεωρητικής αλήθειας, αλλά η ανατροπή μιας απελπισμένης και απελπιστικής για τον άνθρωπο και τη ζωή του αντίληψης περί σώματος, που καθορίζει την ύπαρξή του εφ’ όρου ζωής. Πρόκειται για μια ανατροπή που απλά προτείνει μια πιο ευχάριστη και συμβατή με την ανθρώπινη πραγματικότητα σκέψη: την απόλαυση της ζωής μέσω του σώματος. Βιβλίο που βγάζει μάτια!
Soloup Ο Ανθρωπόλυκος Εκδόσεις ΚΨΜ Σελ. 64 Συνήθως η «ανατροπή» που έχει παρερμηνευτεί βιαίως (και από τη συχνή χρήση) είναι κάτι απλό – κυρίως σε πράγματα που αφορούν την τέχνη. Υπάρχει μια καθιερωμένη ιδέα-αντίληψη, για παράδειγμα, αυτή του κακού λύκου που δαγκώνει αθώους ανθρώπους. Την παίρνεις ως έχει και τη γυρίζεις ανάποδα, σαν τα ντουμπλφάς μπουφάν. Αντί να δαγκώσει ο λύκος τον άνθρωπο –πράγμα εξαιρετικά λογικό, άρα και στερεότυπο– χρησιμοποιείς μέσω του παραλογισμού μια νέα πραγματικότητα: βάζεις τον άνθρωπο να δαγκώνει ένα λύκο και ο λύκος πλέον να μετατρέπεται σε Ανθρωπόλυκο! Μαζί με τον Ανθρωπόλυκο έχεις πετύχει και μιαν ανατροπή. Βασισμένος σε μιαν ιδέα του Μπορίς Βιάν, ο μικρός τότε Soloup έφτιαξε ένα κόμικς, με το οποίο «διεμβόλιζε» την ελληνική πραγματικότητα της εποχής του 1989. Είκοσι χρόνια αργότερα, σε μια επετειακή έκθεση ανάστησε τον Ανθρωπόλυκό του, για να διαπιστώσουμε ότι παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν επέλθει από την τότε εποχή, η κριτική του παραμένει διαχρονική. Ο Νεοέλληνας διαφυλάσσει και υπερασπίζει μαχητικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του μαλάκα∙ η πολιτική διαιωνίζει τη συνήθεια του αρπάζειν δια της παραγραφής∙ και τα Εξάρχεια εξακολουθούν να διατηρούν αυτή την καθεστωτική τους αντίληψη περί αυτονομίας! Σκέτη τρέλα! Το πλαίσιο που βρίσκει ο Ανθρωπόλυκός του είναι γνώριμο, μόνο με περισσότερη κατάθλιψη και απογοήτευση. Ο Μπάμπης ο Λύκος, μετά από μια δαγκωνιά που δέχτηκε από εξαγριωμένο Νεορωμιό, μπαίνει στα βάσανα με τη σκέψη που του καρφώνεται να εξερευνήσει την πόλη. Και μόνο το ότι οι συμβολισμοί μένουν ζωντανοί είκοσι χρόνια μετά, δικαιώνει τον Soloup για την επανέκδοση, μιας και αποδεικνύει ότι μια λέξη χαρακτηρίζει την εξέλιξη αυτής της χώρας κι αυτή είναι η στασιμότητα!
CINE Π Ο ΝΤΙ ΚΙ
ΠΟΝΤΙΚΙart 26.11-2.12.09
Του Γιώργου Ν. Κορωναίου
District 9 Η επιστημονική φαντασία αποτελούσε πάντα το πιο κατάλληλο υπόβαθρο για την κοινωνική αλληγορία. Με αυτό ακριβώς τον τρόπο τη χρησιμοποιεί και το «District 9» του Νιλ Μπλόκαμπ, ενός νεαρού νοτιοαφρικανού σκηνοθέτη που, με τη βοήθεια του Πίτερ Τζάκσον στην παραγωγή, κάνει όχι απλά το πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο των τελευταίων χρόνων, αλλά και από τις πιο καίριες και έξυπνες sci fi ταινίες στην ιστορία του είδους. Τοποθετημένο στο μέλλον, είκοσι χρόνια μετά από το σήμερα, σε ένα Γιοχάνεσμπουργκ που δεν δείχνει ιδιαίτερα ελκυστικό ούτε φαίνεται να έχει μάθει από το παρελθόν του, εξιστορεί σχεδόν με ντοκιμαντερίστικο τρόπο την εισαγωγή μιας φυλής εξωγήινων στον τοπικό πληθυσμό. Το διαστημόπλοιό τους στάθηκε πάνω από την πόλη, η έξοδός τους έγινε σχεδόν με το ζόρι, η κοινωνική τους συμπεριφορά είναι κάθε άλλο παρά πολιτισμένη, η μορφή τους θυμίζει γαρίδες και η γλώσσα τους παραμένει ακατανόητη. Είκοσι χρόνια μετά έχουν περιοριστεί σε ένα γκέτο στις φτωχογειτονιές της πόλης και οι αρχές του Γιοχάνεσμπουργκ ετοιμάζονται να τους μεταφέρουν δια της βίας μακριά. Όταν ένας υπάλληλος της εταιρείας που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας την μεταφορά θα μολυνθεί από ένα μυστηριώδες μικρόβιο και θα αρχίσει να μεταλλάσσεται γενετικά, το αληθινό πρόσωπο της επιχείρησης και της σχέσης των γήινων με τους ξένους επισκέπτες θα φανερωθεί. Και μόνο η τοποθέτηση της ιστορίας στην πρωτεύουσα της Νότιας Αφρικής και η ύπαρξη της λέξης γκέτο στο παραπάνω κείμενο φέρνει στο νου το απαρτχάιντ, κάτι που είναι απολύτως λογικό και ένας άλλωστε από τους σκοπούς της ταινίας. Το φιλμ του Μπλόκαμπ θέλει να μιλήσει για την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, τις απάνθρωπες πολιτικές των μεγάλων επιχειρήσεων, την πολιτική ατζέντα πίσω από τη δράση τους, αλλά το κάνει με τρόπο τόσο έξυπνο και ανατρεπτικό που δεν επιτρέπει ποτέ στις πολιτικές του θέσεις να μεταμορφωθούν σε κήρυγμα. Αντίθετα, κρατώντας το ύφος μιας b movie επιστημονικής φαντασίας, επενδύοντας εξίσου στο σενάριο και τα ειδικά εφέ, φτιάχνει μια περιπετειώδη, χιουμοριστική κι ακόμη και συγκινητική παραβολή, που ικανοποιεί εξίσου τους φαν μιας ταινίας του είδους όσο κι αυτούς που επιθυμούν η έξοδός τους στο σινεμά να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλό θέαμα ή χαβαλέ. Κατόρθωμα σπάνιο, αξιοσημείωτο κι εντυπωσιακό. Σκηνοθεσία: Νιλ Μπλόκαμπ. Πρωταγωνιστούν: Σάρλτο Κόπλεϊ, Τζέισον Κόουπ, Ντέιβιντ Τζέιμς. Χώρα: Νέα Ζηλανδία, Νότια Αφρική. Διάρκεια: 111΄
500 μέρες με τη Σάμερ Μια ιστορία όπου το αγόρι συναντά το κορίτσι, αλλά όχι μια ιστορία αγάπης όπως προειδοποιεί το φιλμ, το «500 μέρες με τη Σάμερ» είναι μια ρομαντική κομεντί για τους ανθρώπους που εκνευρίζονται με τις ρομαντικές κομεντί. Το φιλμ του Μαρκ Γουέμπ, που προσπαθεί να βρει τον πιο αντισυμβατικό τρόπο να αφηγηθεί μια τυπική ερωτική ιστορία (χωρίς το ζαχαρωμένο τέλος που θα περίμενε κανείς), μπορεί να χρησιμοποιεί μια σειρά από κόλπα για να το καταφέρει, όμως αποδεικνύει πως τελικά ακόμη και στις ρομαντικές κομεντί (ή «δραμεντί» αν προτιμάτε) που θέλουν να ξεφύγουν από την πεπατημένη υπάρχουν μερικά στοιχεία που δεν μπορείς να αφαιρέσεις. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι το πρωταγωνιστικό σου ζευγάρι πρέπει να είναι χαριτωμένο ή ότι πρέπει να ενδιαφέρεσαι για τα όσα θα τους συμβούν. Το φιλμ του Γουέμπ έχει αυτά τα δυο προαπαιτούμενα κερδισμένα από την αρχή, με τον Ντέιβιντ Γκόρ-
Αληθινός καταιγισμός από ταινίες, αρκετές από τις οποίες είναι ενδιαφέρουσες, αλλά αν αναζητάτε κάτι αληθινά εξαιρετικό θα πρέπει να περιμένετε ή να γυρίσετε πίσω σε ταινίες που έχουν ήδη κάνει την έξοδό τους στις αίθουσες τις προηγούμενες εβδομάδες
39/15
κάτι ανάμεσα στον Μινχάουζεν και τους αδελφούς Γκριμ, με το τελικό αποτέλεσμα όμως να γέρνει προς την αποτυχημένη φαντασία του δεύτερου φιλμ παρά την εμπνευσμένη παράνοια του πρώτου. Ο Δρ. Παρνάσους είναι ιδιοκτήτης ενός περιπλανώμενου «τσίρκου» που ανοίγει πόρτες σε άλλες διαστάσεις και που πριν χίλια χρόνια έκανε μια συμφωνία με τον διάβολο. Κέρδισε την αθανασία, αλλά θα έπρεπε να παραδώσει την ψυχή της κόρης του όταν αυτή θα γινόταν 16. Η στιγμή πλησιάζει και ο διάβολος έρχεται να την πάρει, μόνο που ο βοηθός του Παρνάσους θα κάνει μια άλλη συμφωνία για να σώσει την ψυχή της. Ο μύθος του Φάουστ διασκευάζεται εδώ με τρόπο ελαφρώς σαχλό, ο Γκίλιαμ αφήνει για μια ακόμη φορά το σενάριο και τη σκηνοθεσία του να ξεφύγουν σε μια «αναρχική» δομή που γρήγορα κουράζει και η ιστορία παραείναι σχηματική για να σε κρατήσει. Οι αλλαγές των ηθοποιών που παίζουν το ρόλο του Λέτζερ, όταν αυτός βρίσκεται σε φανταστικούς κόσμους, δεν ενοχλούν ούτε διακόπτουν τον ειρμό της ταινίας, όμως τα όσα συμβαίνουν σε αυτούς τους κατασκευασμένους από εφέ κόσμους δεν είναι ούτε εντυπωσιακά και κυρίως ούτε στο ελάχιστο ενδιαφέροντα ή καινούργια. Δυστυχώς. Σκηνοθεσία: Τέρι Γκίλιαμ. Πρωταγωνιστούν: Χιθ Λέτζερ, Κρίστοφερ Πλάμερ, Βερν Τρόγερ, Τομ Γουέιτς, Τζόνι Ντεπ, Τζουντ Λο, Κόλιν Φάρελ. Χώρα: Μεγάλη Βρετανία. Διάρκεια 122΄
«500 μέρες με τη Σάμερ» / «District 9»
AΚΟΜΗ
«Μικροαπατεώνες στα δύσκολα» του Ζαν-Πιερ Ζενέ. Ο σκηνοθέτης της «Αμελί» στηρίζεται και πάλι στην ευρηματικότητα των εικόνων του και την παλιομοδίτικη γοητεία του «χειροποίητου», «πολυκαιρισμένου» κόσμου του για να γοητεύσει, σε αυτή την ιστορία ενός άντρα και των τριών φίλων του οι οποίοι καταστρώνουν ένα περίπλοκο σχέδιο για να στραφούν εναντίον δυο παντοδύναμων κατασκευαστών όπλων. «Fish Tank» της Άντρεα Άρνολντ. Μια δεκαπεντάχρονη νεαρή ερωτεύεται τον εραστή της μητέρας της και ζητά εκδίκηση όταν ανακαλύπτει ότι την ξεγέλασε σε αυτό το κοινωνικού ρεαλισμού δράμα από τη σκηνοθέτιδα του Red Road. Στο ύφος του Κέν Λόουτς και των αδελφών Νταρντέν μια από τις πλέον αξιοπρόσεκτες βρετανικές ταινίες της χρονιάς. ντον Λίβιτ και τη Ζόι Ντεσανέλ να δημιουργούν ένα γοητευτικό δίδυμο στην οθόνη, καθορίζοντας με την εμφάνιση, την ηλικία και το μουσικό τους γούστο και το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ταινία. Οι δυο τους θα γνωριστούν στη δουλειά, θα ερωτευτούν (ο ένας περισσότερο από την άλλη), θα περάσουν μερικές μέρες ευτυχίας και τελικά θα χωρίσουν. Μην ανησυχείτε, δεν σας αποκαλύψαμε το τέλος, διότι το φιλμ του Γουέμπ δεν ακολουθεί τη γραμμική δομή μιας συνηθισμένης ταινίας, αλλά πηδά μπρος και πίσω στον χρόνο, περιγράφοντας στιγμές και συναισθήματα μιας ολόκληρης σχέσης, μία τυχαία μέρα τη φορά. Αυτό δεν είναι το μόνο «αντισυμβατικό» εύρημά της, καθώς ξεχειλίζει από ιδέες που προσπαθούν να την κάνουν διαφορετική, κάτι που πιθανότατα οφείλεται στην προϋπηρεσία του σκηνοθέτη της ως σκηνοθέτη βιντεοκλίπ. Τελικά, οι 500 αυτές μέρες κατορθώνουν ασφαλώς να ξεχωρίζουν, όμως αυτό που τις κάνει αληθινά αξιοπρόσεκτες δεν είναι τα κόλπα της σκηνοθεσίας ή το ύφος μιας indie ταινίας, αλλά η
ερωτική ιστορία ανάμεσα στους δύο ήρωες και ο απελευθερωμένος από κλισέ τρόπος που περιγράφει κάτι τόσο γνώριμο όσο το να ερωτεύεσαι, να πληγώνεσαι και να το ξεπερνάς. Σκηνοθεσία: Μαρκ Γουέμπ. Πρωταγωνιστούν: Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Ζόι Ντεσανέλ, Τζέφρι Άρεντ, Κλόι Γκρέις Μόρετζ. Χώρα: ΗΠΑ. Διάρκεια: 95΄
Ο φανταστικός κόσμος του Δρ. Παρνάσους Αυτή είναι η τελευταία ταινία που γύρισε ο Χιθ Λέτζερ και που ολοκληρώθηκε με τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς να παίζουν το ρόλο του σε τρία διαφορετικά τμήματα της ταινίας, το σενάριο της οποίας όμως είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογεί τις «μεταμορφώσεις». Με τον Τέρι Γκίλιαμ στη σκηνοθεσία κανείς δεν εκπλήσσεται στ’ αλήθεια από το γεγονός ότι το φιλμ θυμίζει
«Φάκελος Farewell» του Κριστιάν Καριόν. Η αληθινή ιστορία ενός υψηλόβαθμου στελέχους του ρωσικού καθεστώτος, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του ’80 παρέδωσε σημαντικές πληροφορίες στους Γάλλους, θέλοντας να οδηγήσει στην πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ενδιαφέρουσα ιστορία, γυρισμένη όμως με τηλεοπτική αισθητική. «The Haunting in Connecticut» του Πίτερ Κόρνγουελ. Τυπική ταινία φαντασμάτων που συχνά γίνεται αληθινά τρομακτική, βασισμένη σε μια υποτίθεται αληθινή ιστορία. «Πλανήτης 51: Επισκέπτης από τη Γη». Κινούμενα σχέδια για την άφιξη ενός αστροναύτη σε ένα πλανήτη που κατοικείται από μικρά πράσινα ανθρωπάκια...
16/40
ΣΥΝ ΠΛΗΝ
+
Έκλεψε καρδιές ο Βέρνερ Χέρτσογκ στην Θεσσαλονίκη με τη σοφία, τη γοητευτική προσωπικότητα αλλά, κυρίως, με την απλότητά του. Ευγενής και προσιτός, μιλούσε σε όλους, χαμογελούσε συχνά και περπατούσε με άνεση ανάμεσα στο κοινό μαζί με τον αδελφό, το γιο του, την ελληνίδα νύφη του και την πιτσιρίκα εγγονή του. Ποιος είπε ότι ένας μεγάλος δημιουργός πρέπει να είναι πάντα σοβαροφανής, στρυφνός απρόσιτος και να θυμίζει μίζερο υπάλληλο εφορίας;
+
Στον Σταμάτη Φασουλή για τη διασκευή (μαζί με τον Θανάση Νιάρχο) και τη σκηνοθεσία στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Ένας άθλος ήταν η μεταφορά του κειμένου στη σκηνή που ο καλλιτέχνης τον έφερε εις πέρας, παρουσιάζοντας μια αφηγηματική αλλά ρέουσα παράσταση, πιστή στο γλωσσικό ύφος και την ατμόσφαιρα του συγγραφέα.
+
Στη Νένα Μεντή για τη Νίνα της στο «Τρίτο στεφάνι». Λαϊκή, σπαραχτική, τρυφερή, προδομένη, δυνατή, βασανισμένη, μάνα, γιαγιά, σύζυγος. Παίζει με την ψυχή της, υποστηρίζει τον ρόλο με την καρδιά της και καταθέτει την αλήθεια της ηρωίδας της για τέσσερις ώρες επί σκηνής, με πίστη και πάθος. Μια σπουδαία ερμηνεία.
+
Στην Ντίνα Κώνστα τη «Μάνα, μητέρα, μαμά» του Γιώργου Διαλεγμένου. Δωρική, καίρια, ακριβής, πικραμένη, τραγική. Μακριά από ηθογραφία και όποιες υποκριτικές ευκολίες. Είναι ο ρόλος.
+
Κόβεται το σίριαλ «Δόκτωρ Ρούλης» του Χάρη Ρώμα. Μια κοινωνική προσφορά του ΑΝΤ1.
+
Στις Τζένη Ρουσσέα και Ελένη Γερασιμίδου για τις ερμηνείες τους στην «Αττική Οδό» των Θανάση Παπαθανασίου - Μιχάλη Ρέππα. Με δαντελένια φινέτσα η πρώτη, με λαϊκή αμεσότητα η δεύτερη, πλάθουν τους ρόλους τους, της αστής και της επαρχιώτισσας αντίστοιχα, δίνοντάς τους μεγαλύτερο εύρος από αυτό που οι συγγραφείς έχουν καταγράψει στο χαρτί. Στεκόμαστε ιδιαίτερα στην Ελένη Γερασιμίδου, η οποία καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, χωρίς ίχνος καρικατούρας ή μελό.
+
Στον Κώστα Θωμαΐδη για τη συμμετοχή του στην παράσταση «Η σονάτα
των Ατρειδών» του Γιάννη Ρίτσου στο Θέατρο της Άνοιξης. Η παρουσία του ως ερμηνευτή των τραγουδιών, «ντυμένων» πολύ ωραία από τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, λειτουργούσε αντιστικτικά με τον κορμό της παράστασης, τον μονόλογο, δίνοντας το λιγότερο μια ανάσα στον θεατή. Και η φωνή του εξαιρετική.
+
Στη Ναταλία Τσαλίκη για την ερμηνεία της σαν Μορίν στη «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, μια ερμηνεία από τις καλύτερες των τελευταίων ετών στην καριέρα της. Υποδύεται τη στερημένη, από κάθε άποψη, κόρη, μιας μητέρας ανικανοποίητης, δύστροπης, τυραννικής, που τη θέλει για να την υπηρετεί. Μέσα σε αυτή τη μίζερη καθημερινότητα, σε αυτή τη σχέση που νοσεί, εμφανίζεται ένας άντρας θέτοντας σε δοκιμασία αυτή την εύθραυστη ισορροπία, οδηγώντας την στα άκρα.
+
Στον νεαρό Μίλτο Σωτηριάδη για τη σκηνοθεσία του στον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα». Επιχείρησε βουτιά στα σκηνοθετικά ύδατα με ένα έργο-κολοσσό. Κι όμως δεν πνίγηκε. Αντίθετα, έφτιαξε μια παράσταση καθαρή, με ρυθμό, με ύφος και άποψη. Μπράβο. Να το ξανακάνει!
+
Στην ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μάνια Παπαδημητρίου, γιατί εξέφρασε ευθέως και χωρίς μισόλογα την εντύπωσή της (ορθή ή λανθασμένη, είναι άλλη ιστορία) ότι είναι «αποκλεισμένη»: «Ήδη εγώ και άλλοι της γενιάς μου δεν παρουσιάζουμε κανένα ενδιαφέρον για το Εθνικό Θέατρο, ούτε για το Φεστιβάλ Αθηνών, αφού πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία».
+
Στην ελληνικής καταγωγής Αμερικανίδα Ντιαμάντα Γκάλας, πρωθιέρεια της τραγουδιστικής αβανγκάρντ, γιατί έχει πολιτική άποψη για τη σύγχρονη και όχι την… αρχαία Ελλάδα. «Οι πλούσιοι συνεχίζουν να κοπρίζουν σε όλη την Ελλάδα και να υποκρίνονται ότι δεν υπάρχουν ούτε νέοι καλλιτέχνες που να αξίζουν υποστήριξη, ούτε μια ολόκληρη νέα γενιά που πρέπει να μορφωθεί, ούτε αγρότες που είναι αναγκαίο να στηριχθούν για το μόχθο τους», λέει.
+
Στον Άγγελο Αντωνόπουλο, γιατί επέλεξε μόνο νέους σπουδαστές και απόφοιτους της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης για να ανεβάσει στη σκηνή της οδού Φρυνίχου το μυθιστόρημα του Αντώνη Σαμαράκη «Σήμα Κινδύνου», σε δική του διασκευή και σκηνοθεσία. Τόπο στους νέους, ουσιαστικά και χωρίς υστεροβουλία, από έναν ώριμο καλλιτέχνη.
–
Πόσα στ’ αλήθεια κόστισε η έκθεση για τον Διονύση Φωτόπουλο στο Φεστιβάλ που αποτελούνταν από μερικά πανό κρεμασμένα στους εξωτερικούς τοίχους του Μουσείου Κινηματογράφου και από τρεις τέσσερις οθόνες όπου προβάλλονταν αποσπάσματα από τις ταινίες του; Διότι αν το ποσό που ακούγεται, δηλαδή 55 χιλιάδες ευρώ (για μια έκθεση που τη χάζευες σε δύο λεπτά), είναι αληθινό, πρόκειται βεβαίως για αληθινό σκάνδαλο…
–
O Θόδωρος Αγγελόπουλος έδωσε τον Χρυσό Αλέξανδρο στον Βέρνερ Χέρτσογκ, έβγαλε τις προβλεπόμενες φωτογραφίες, έμεινε μέχρι να σβήσουν τα φώτα και, μετά, ο ίδιος και η παρέα του σηκώθηκαν κι εγκατέλειψαν την αίθουσα. Είχε άραγε δει τη «Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη», την τελευταία ταινία του γερμανού δημιουργού, ή απλά βαριόταν; Η απάντηση μας διαφεύγει…
–
Στον Σταμάτη Φασουλή για τη διάρκεια της παράστασης «Το τρίτο στεφάνι». Όσες δυσκολίες και να αντιμετώπισε –και σίγουρα ήταν πολλές– θα έπρεπε να ξέρει ότι τέσσερις ώρες και είκοσι λεπτά (με το διάλειμμα) είναι πολύς χρόνος για τον μέσο θεατή. Σίγουρα όταν θα κόψει (ίσως ήδη να έχει φύγει ένα μισάωρο), θα αντιληφθεί ότι κάποιες σκηνές ήταν εντελώς περιττές, όπως π.χ. το μιούζικαλ προ-φινάλε. Ωστόσο, γιατί κάποιοι θεατές θα έπρεπε να υποστούν την ταλαιπωρία του τετραώρου και πολλοί να αποχωρήσουν πριν από το τέλος; Γιατί δεν «λογόκρινε» τον εαυτό του εξαρχής;
–
Στα λιτά, λιτότατα σκηνικά στο «Τρίτο στεφάνι». Είπαμε, λιτότης και εγκράτεια. Αλλά πόσο; Τι να κάνει και η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, δίχως μπάτζετ, που τα φιλοτέχνησε; Θαύματα; Έκανε ό,τι μπορούσε. Και με το παραπάνω. Αλλά να βγάλει και λαγό από το καπέλο, γίνεται; Δεν γίνεται.
–
Ενδιαφέροντες, πράγματι, οι Pet Shop Boys την Παρασκευή στο Metropolitan Expo. Και με πολύ φαν από τους περίπου 8 χιλιάδες που βρέθηκαν εκεί. Ωστόσο ο ήχος ήταν για μία ακόμα φορά κακός. Δεν λέμε, καλές οι συναυλίες σε καινούργιους και άνετους εκθεσιακούς χώρους, αλλά αν απουσιάζει το πιο βασικό συστατικό σε ένα live που δεν είναι άλλο από τον καλό ήχο, τότε μοιάζει να μην έχει νόημα. Αλλά ποτέ στην Ελλάδα δεν φτιάχτηκε κάποια
ανάλογη αίθουσα έχοντας προηγηθεί μελέτη για τον ήχο...
–
«Είναι ο καλύτερος δίσκος που θα βγει από μένα ποτέ». Με τα λόγια αυτά διαφήμιζε ο ίδιος ο Νίνο το καινούργιο του cd που δόθηκε δωρεάν με κυριακάτικη εφημερίδα. Δεν θα μπω στην ουσία της μουσικής του – όχι πως υπάρχει δηλαδή. Άλλο είναι το θέμα: Γνωρίζουμε πλέον πως ό,τι cd κι αν βγάλει από δω και στο εξής ο Νίνο θα είναι χειρότερο. Πρόλαβε κι έφτασε δηλαδή, ήδη, στην κορύφωση της καριέρας του. Ουδέν κακόν (ο Νίνο) αμιγές καλού (το μέλλον της τέχνης χωρίς αυτόν)...
–
Αυτό κι αν λέγεται παραπλανητική διαφήμιση! «Αποκτήστε τον δίσκο του Γιάννη Πάριου που αγόρασαν 300.000 τώρα στα δισκοπωλεία», λέει το τηλεοπτικό σποτ. «Αγόρασαν»; Από πότε το «τζάμπα» λέγεται αγορά; Ίσως από τότε που ο Πάριος μένει απούλητος στα ράφια των δισκοπωλείων.
–
Στον τραγουδιστή και λαϊκό φιλόσοφο Σταμάτη Γονίδη, ο οποίος προβληματίζεται (και) για την οικονομική κρίση. «Στην εποχή μας, μάγκες, τα λεφτά δεν τα παίρνουν οι τραγουδιστές και οι ποδοσφαιριστές» δηλώνει. «Τα παίρνουν "οι διαπλεκόμενοι" των ΜΜΕ». Και από πού τα δηλώνει αυτά ο φτωχός τραγουδιστής; Από την ωραιότατη χλιδάτη θαλαμηγό του, καμαρώνοντας σαν καπετάν Τρικυμίας (εν κρανίω…).
–
Στη βετεράνο τραγουδίστρια Μαριάνα Τόλη, διότι ανέλαβε έργο μοναδικό στον πλανήτη, να γνωρίσει στους νέους ένα ξεχασμένο, ένα αδικημένο μουσικό συγκρότημα, που δεν έχει πουλήσει ούτε ένα δίσκο, τους… Μπιτλς! «Ήθελα να μοιραστώ τη μουσική των Μπιτλς με τους νέους, που δεν την ξέρουν», δήλωσε για την παράσταση «Η Μαίρη Πόπινς ταξιδεύει με τους Μπιτλς», την οποία σκηνοθετεί.
–
Εξαιρετικός ο Γιώργος Καπουτζίδης στο «The Twenty», αλλά η εκπομπή στερείται περιεχομένου. Όταν βάζεις τις ηλικίες του Ίντερνετ να ψηφίσουν για τους κορυφαίους των «20 χρόνων Mega», τότε τα αποτελέσματα είναι για γέλια και η Μαρία Λεκάκη πολλές θέσεις πιο πάνω από τις Άννα Παναγιωτοπούλου και Κατιάνα Μπαλανίκα στην κατηγορία «καλύτερη κωμικός».
art
ΠΟΝΤΙΚΙ