Ζάχος Τούφας
[EΧΘΡΟΙ …
ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ ]
«Σαν να είναι ανάμεσά μας οι εχθροί μας…» Αυτό το χρησμό έδωσε κάποιος ιερέας σε ένα βασιλιά, προειδοποιώντας τον για μια επικείμενη στάση εναντίον της εξουσίας του. Με αφορμή αυτό το χρησμό κάνουμε τρεις στάσεις στην μυθολογία και την αρχαία ιστορία του τόπου μας, έτσι ώστε να δούμε από κοντά μερικές από τις πρώτες απόπειρες των από κάτω να αμφισβητήσουν τους από πάνω…
Εχθροί… εκ των έσω
~2~
Εχθροί … εκ των έσω
Εχθροί … εκ των έσω Ζάχος Τούφας
Στο εξώφυλλο: Π αράσταση της Δίκης να χτυπάει την Αδικία (Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης) ~3~
Εχθροί… εκ των έσω
Τα αρχαία κείμενα πάρθηκαν από την ψηφιακή βιβλιοθήκη αρχαίων κειμένων του πανεπιστημίου Tufts (http://www.perseus.tufts.edu). Οποιοσδήποτε θέσει θέμα πνευματικών δικαιωμάτων για τα αρχαία αυτά κείμενα, είναι απλά φαιδρός. Οι μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων που δεν έγιναν από το συγγραφέα, απαλλοτριώθηκαν από αυτόν (μιας και η συντριπτική τους πλειοψηφία κυκλοφορεί ελεύθερα και ανεξέλεγκτα στο διαδίκτυο) με κάθε σεβασμό και χρησιμοποιήθηκαν μόνο και μόνο γιατί –κατά την εκτίμησή του- συμβάλλουν τα μέγιστα στην κατανόηση των ερευνούμενων ζητημάτων, είτε με την καλλιτεχνική τους αρτιότητα (πχ η μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή στον Όμηρο), είτε με την πολιτική τους οξυδέρκεια (π.χ. η μετάφραση του Βενιζέλου στο Θουκυδίδη). Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι νομικά είναι παντελώς έκθετος απέναντι σε όποιον εκδότη θελήσει να θέσει θέμα πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά ποσώς τον νοιάζει. Παρ’ όλ΄αυτά, για να κρατήσει μια πισινή, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ψευδώνυμο…
~4~
Εχθροί … εκ των έσω
Πίνακας περιεχομένων Πίνακας περιεχομένων ................................................................................................................................................. 5 Απομυθοποιώντας το Θερσίτη .................................................................................................................................... 7 1. Η αφορμή ............................................................................................................................................................. 9 2. Ο Θερσίτης......................................................................................................................................................... 15 3. Ο Οδυσσέας ....................................................................................................................................................... 19 4. Ο Αγαμέμνονας.................................................................................................................................................. 23 5. Ο Αχιλλέας ......................................................................................................................................................... 27 6. Ο Τρωικός Πόλεμος ......................................................................................................................................... 32 7. Οι αιτίες του πολέμου........................................................................................................................................ 42 8. Η Συνέλευση ....................................................................................................................................................... 47 9. Οι απείθαρχοι ..................................................................................................................................................... 55 10. Η κατάληξη ...................................................................................................................................................... 64 Κρυπτεία: Η ιστορία ξεκινά απ’ τα παλιά… ............................................................................................................ 69 1. Αφορμή Νο2 ...................................................................................................................................................... 71 2. Η Κρυπτεία στα αρχαία κείμενα ...................................................................................................................... 73 3. Οι Θεσμοί........................................................................................................................................................... 80 4. Οι αντίπαλοι........................................................................................................................................................ 86 5. Οι αποστολές;..................................................................................................................................................... 94 6. Η κατάληξη Νο2.............................................................................................................................................. 101 Το πάθος για τη λευτεριά… .................................................................................................................................... 105 1. Αφορμή Νο3 .................................................................................................................................................... 107 2. Η μαρτυρία ....................................................................................................................................................... 110 3. Το πρόβλημα.................................................................................................................................................... 114 4. Οι πληροφοριοδότες ....................................................................................................................................... 117 5. Η κατάληξη Νο3.............................................................................................................................................. 120 Τα αρχαία κείμενα .................................................................................................................................................... 123 α. Απομυθοποιώντας το Θερσίτη ....................................................................................................................... 125 β. Κρυπτεία: Η ιστορία ξεκινά απ’ τα παλιά...................................................................................................... 149 γ. Το πάθος για τη λευτεριά…............................................................................................................................ 162 Οι πηγές ..................................................................................................................................................................... 167 α. Απομυθοποιώντας το Θερσίτη ....................................................................................................................... 169 β. Κρυπεία: η ιστορία ξεκινά απ’ τα παλιά......................................................................................................... 172 γ. Το πάθος για τη λευτεριά…............................................................................................................................ 176 Κοινές πηγές ......................................................................................................................................................... 177 Βιβλιογραφία......................................................................................................................................................... 178
~5~
Εχθροί… εκ των έσω
~6~
Εχθροί … εκ των έσω
Απομυθοποιώντας το Θερσίτη
Μήπως το περιστατικό που περιγράφει ο Όμηρος στην Ραψωδία Β (στ. 211 – 277) της Ιλιάδας είναι η μυθική αντανάκλαση μιας πραγματικής στάσης αχαιών πολεμιστών, με αντιπολεμικό – αντιαρχηγικό χαρακτήρα; ~7~
Εχθροί… εκ των έσω
Π αράσταση μάχης ηρώων σε ελλειψοειδή σφενδόνη χρυσού μυκηναϊκού δαχτυλιδιού, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού Ι περιόδου (περίπου 1600 – 1400 π.Χ.), που βρέθηκε στον τάφο ΙΙΙ του ταφικού περιβόλου Α των Μυκηνών. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. ~8~
Εχθροί … εκ των έσω
1. Η αφορμή
«Ποιος ήταν ο Θερσίτης;» Η ερώτησή της με ξάφνιασε. Πώς της είχε έρθει; «Γιατί ρωτάς;» «Γιατί τον ακούω αρκετά συχνά. Και όποιος τον επικαλείται τον παρουσιάζει σαν τον πρώτο που τα έβαλε με την εξουσία. Τι ήταν στην πραγματικότητα, όμως, ο Θερσίτης; Γιατί του κόλλησε αυτή η φήμη;» «Ενδιαφέρεσαι για το παρελθόν και τη μυθολογία επειδή σε προβληματίζει το πώς χρησιμοποιείται σήμερα; Αν αυτοί που επικαλούνται αυτά τα πρόσωπα έχουν δίκιο στο να τους αποδίδουν τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδουν;» «Πες το κι έτσι. Εσύ, μπορείς να μου πεις ποιος ήταν ο Θερσίτης;» «Ο Θερσίτης ήταν ένας από αυτούς που συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο. Έμεινε στην ιστορία γιατί κάποια στιγμή τα τσούγκρισε με τον Αγαμέμνονα. Το περιστατικό έγινε ως εξής: Βρισκόμαστε στο δέκατο έτος της πολιορκίας της Τροίας. Μετά και τον τσακωμό του με τον Αχιλλέα, βλέποντας τα πράγματα να έχουν τελματώσει, ο Αγαμέμνονας, σε συνεννόηση με κάποιους ακόμα Αχαιούς βασιλιάδες σκέφτεται ένα τέχνασμα για να αναπτερώσει το ηθικό των Αχαιών: συγκαλεί τη συνέλευση και τους ανακοινώνει ότι μετά από ένα θεόσταλτο όνειρο που είδε αποφάσισε να λύσουν την πολιορκία και να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Με αυτό τον τρόπο και με τη βοήθεια και μερικών άλλων βασιλιάδων, ήθελε να τους πληγώσει το φιλότιμο και να τους πεισμώσει. Όμως οι Αχαιοί, κουρασμένοι από τόσα χρόνια πολέμου, δεν αντιδρούν όπως περίμενε ο Αγαμέμνονας και αρχίζουν να τρέχουν προς τα καράβια. Με την προσπάθεια του Οδυσσέα και άλλων βασιλιάδων, σταματάνε να φεύγουν, ξανασυγκεντρώνονται και η συνέλευση συνεχίζεται…» Ο Όμηρος ακούγοντας την κουβέντα μας, σηκώθηκε από τη γωνιά του και σιγά σιγά μας πλησίαζε, στηριζόμενος στο ραβδί του. Βλέποντάς τον σταμάτησα να μιλάω και τον άφησα να συνεχίσει αυτός: «Οι άλλοι εκαθίζαν και στη θέση του κρατιόταν ο καθένας, μόνο ο Θερσίτης ο ατσαλόστομος φωνοκοπούσε ακόμα, λόγια στο νου του που 'χεν άπρεπα πολλά, και τα πετούσε δίχως ντροπή καμιά, μαλώνοντας με τους ρηγάδες πάντα, φτάνει ν᾿ απάντεχε πώς θ᾿ άσκωνε μες στους Αργίτες γέλιο. Άντρας δεν έφτασε ασκημότερος κάτω απ᾿ της Τροίας το κάστρο˙ κουτσός απ᾿ το 'να πόδι, αλλήθωρος, με χωνιασμένους ώμους, που απά στο στήθος του εκαλύβωναν και πιο ψηλά θωρούσες κεφάλι μυτερό, που απάνω του χνούδι πετούσε ανάριο. Απ᾿ όλους πιο ο Οδυσσέας τον μάχουνταν κι ο μέγας Αχιλλέας, κι όλο μαζί τους ελογόφερνε˙ μα τώρα τα 'χε βάλει ~9~
Εχθροί… εκ των έσω
με τον αντρόκαρδο Αγαμέμνονα σκληρίζοντας᾿ μαζί του οι άλλοι θύμωναν κι αγανάχτιζαν Αργίτες. Τότε εκείνος με άγριες φωνές τον Αγαμέμνονα βάζει μπροστά μιλώντας: «Υγιέ του Ατρέα, τι πάλι σου 'λειψε και τι παραπονιέσαι; Χαλκό γεμάτα τα καλύβια σου και πλησμονή οι γυναίκες οι διαλεχτές μες στα καλύβια σου, που εσένα πρώτα απ᾿ όλους οι Αργίτες δίνουμε, σαν πάρουμε κανένα κάστρο γύρα. Μπας κι άλλο εσύ χρυσάφι ορέγεσαι, που κάποιος θα μας φέρει από τους Τρώες τους αλογάρηδες για ξαγορά του γιου του, που εγώ δεμένο εδώ τον έσυρα για απ᾿ τους Αργίτες άλλος; Μη και καμιά γυναίκα νιούτσικη, να σε κερνά τον πόθο κι αλάργα μόνος να τη χαίρεσαι; Μ᾿ αυτό σωστό δεν είναι, να 'σαι ο ρηγάρχης και το ασκέρι σου σε συφορές να ρίχνεις. Κιοτήδες, τιποτένιοι, Αργίτισσες! τι Αργίτες πια δεν είστε! Με τα καράβια πίσω ας γύρουμε στα σπίτια μας, κι αφήστε -τούτον στην Τροία τ᾿ αρχοντομοίρια του να τα κλωσάει μονάχος, να ιδεί, μας έχει αυτός στον πόλεμο, για δε μας έχει ανάγκη. Ως και τον Αχιλλέα, πιο αντρόκαρδος που 'ναι απ᾿ αυτόν, περίσσια τον καταφρόνεσε, τι του άρπαξε το αρχοντομοίρι ατός του. Μα του Αχιλλέα χολή δεν του 'μεινε, σου τα συχώρεσε όλα˙ αλλιώς, Ατρείδη, λέω δε θά'σωνες άλλη αδικία να κάνεις.» Τέτοια βρισίδια του Αγαμέμνονα του πρωτοστρατολάτη ξεφώνιζε ο Θερσίτης, μα ο θεϊκός πετάχτηκε Οδυσσέας μπροστά του και στραβοκοιτώντας τον αψιά τον αποπηρε: « Θερσίτη εσύ γλωσσά, ατσαλόστομε! Κι ας είσαι βροντολάλος, σταμάτα! Να τα βάζεις μόνος σου μη θες με βασιλιάδες˙ τι πιο από σένα εγώ δε γνώρισα κιοτή κανένα, απ᾿ όσους τους γιους του Ατρέα ακλουθηξαν κι έφτασαν κάτω απ᾿ της Τροίας το κάστρο. Σύντας μιλάς λοιπόν, στο στόμα σου μην πιάνεις τους ρηγάδες και μην τους βρίζεις λογαριάζοντας να γύρεις στην πατρίδα˙ τι ακόμα δεν το καλοξέρουμε με μας τι θ᾿ απογίνει, με δόξα πίσω αν θα γυρίσουμε, για ντροπιασμένοι οι Αργίτες. Και τώρα εσύ τον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα, το ρήγα, παίρνεις και βρίζεις, τι οι λιοντόκαρδοι του δίνουν τάχα Αργίτες πολλά, κι εσύ κακολογώντας τον μιλάς και δε σωπαίνεις. Τώρα έναν άλλο λόγο θα 'λεγα, πού σίγουρα θα γένει: Αν όπως τώρα πάλε αστόχαστα σε βρω να φαφλατίζεις, δε θέλω η κεφαλή στους ώμους της να στέκει του Οδυσσέα, κι ουδέ πατέρα του Τηλέμαχου πια να με κράζουν θέλω, αν δε σε πιάσω και τα ρούχα σου μεμιάς εγώ σου βγάλω, το απανωσκούτι, το πουκάμισο και της ντροπής το ρούχο, κι αφού σε δείρω, από τη σύναξη κακοδαρμένο πίσω σε στείλω με κλαημούς στα γρήγορα καράβια να γυρίσεις.» Έτσι είπε εκείνος, και τον χτύπησε στην πλάτη και στους ώμους με το ραβδί, κι αυτός ελύγισε, τα κλάματα τον πήραν, στην πλάτη η σάρκα του αιματόκοψε βαθιά μεμιάς κι επρήστη απ᾿ το χρυσό ραβδί, και τράβηξε να κάτσει δειλιασμένος˙ πονούσε, σάστιζαν τα μάτια του και σφούγγιζε το κλάμα. Κι όλοι στα γέλια ξεκαρδίστηκαν, κι ας ήταν πικραμένοι, κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας: « Καλά ο Οδυσσέας αλήθεια αρίφνητα μας έχει κάνει ως τώρα, ~ 10 ~
Εχθροί … εκ των έσω
πρώτος στη γνώμη μες στη σύναξη και πρώτος στους πολέμους᾿ μα τούτο τώρα που μας έκανε το πιο καλό είν᾿ απ᾿ όλα, του κλωθοσούρτη ετούτου που 'φραξε, του φωνακλά, το στόμα. Δε θα 'χει πια η καρδιά του η αδιάντροπη ποτέ θαρρώ κουράγιο να βρίσει πάλε τους ρηγάδες μας με τα θρασόλογά του.» 1 Ο Όμηρος σταμάτησε την απαγγελία και γύρισε στη γωνιά του. «Δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα … αντιεξουσιαστική η συμπεριφορά του!», είπα για να την πικάρω. «Τα λόγια του όντως ήθελαν καρδιά για να ειπωθούν, αλλά γιατί έβαλε τα κλάματα; Γιατί δε συνέχισε να ορθώνει το ανάστημά του;» «Εσύ τι θα έκανες αν σε χτυπούσε στην καμπούρα ένας βασιλιάς σαν τον Οδυσσέα! Ακόμα, όμως, η απορία μου δεν έχει λυθεί. Ποιος ήταν πραγματικά ο Θερσίτης; Ήταν ένα αληθινό πρόσωπο; Ένας πραγματικός αντάρτης; Ο Όμηρος ήξερε την ιστορία του όπως και των άλλων ηρώων όταν συνέθετε τα έπη του ή τον επινόησε ο ίδιος;» «Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το περιστατικό αυτό το βρίσκουμε σε ένα έπος. Ένα ποίημα που περιγράφει τα μυθικά κατορθώματα θεών και ανθρώπων. Η Ιλιάδα δεν είναι ένα ιστορικό κείμενο, αλλά μια λογοτεχνική δημιουργία. Επομένως το ερώτημα είναι αν μπορούμε να βασιστούμε σε ένα τέτοιο δημιούργημα για να αντλήσουμε ιστορικές πληροφορίες. Για να το απαντήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει να δούμε πώς δημιουργήθηκαν τα έπη και τι ρόλο έπαιζαν στη ζωή των κοινωνιών εκείνων. Η μυθολογία ή η θεολογία, λοιπόν, από τα πρωτόγονα χρόνια ήταν υπόθεση του “ιερατείου”. Στο ιερατείο δεν συμπεριλαμβάνονταν μόνο οι ιερείς και οι μάντεις, αλλά και όλο το “κύκλωμα” που είχε σιγά σιγά σχηματιστεί γύρω τους, το οποίο ρύθμιζε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική ζωή». «Δηλαδή;» «Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Τα αγγεία και τα διάφορα σκεύη. Όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν σκεύη, για να μαγειρεύουν, να αποθηκεύουν, να σερβίρουν. Το ίδιο και το ιερατείο. Όμως τα σκεύη του ιερατείου, επειδή ακριβώς προορίζονταν για να ικανοποιηθούν οι “ανάγκες” των θεών, έπρεπε να είναι ανώτερα από αυτά των υπόλοιπων κοινών θνητών. Ένας απλός τρόπος για να γίνουν ανώτερα ήταν το να ζωγραφιστούν! Έτσι δημιουργήθηκε και η ανάγκη για εκείνους τους χειροτέχνες που θα μπορούσαν να ζωγραφίζουν τα αγγεία, ή τους τοίχους των ιερών κτισμάτων και τα αγάλματα των θεών. Αυτοί οι χειροτέχνες υπάγονταν στο ιερατείο. Αργότερα το ιερατείο άρχισε να τους μοιράζεται με το παλάτι.» «Και με τους μύθους, τι δουλειά είχε το ιερατείο;» «Στην πορεία του χρόνου το ιερατείο κατέγραψε τα γεγονότα που του φάνηκαν σπουδαία. Τους βασιλιάδες, τους άθλους τους, τους πολέμους. Όμως, επειδή η δουλειά του δεν ήταν η ακριβής καταγραφή της ιστορίας, αλλά η λατρεία, όλα αυτά τα γεγονότα τα πέρασε μέσα από το δικό του φίλτρο. Τα στόλισε με την παρουσία των θεών, με τη συμμετοχή τους σε αυτά τα γεγονότα, με τα κίνητρά τους, με την καλοσύνη και την κακία τους. Όταν συνέβαινε κάτι ακατανόητο, τότε η παρουσία ενός θεού ξεδιάλυνε πάρα πολύ εύκολα τα πράγματα. Οι θεοί, όμως, δεν ήταν οι μόνοι που έβγαιναν ενισχυμένοι από την καταγραφή του ιερατείου. Το μερτικό τους έπαιρναν και οι αρχόντοι. Οι βασιλιάδες, οι πρίγκιπες, οι ήρωες, οι πολέμαρχοι. Έφταναν σε χάρη, σε ανδρεία, σε εξυπνάδα τους ίδιους τους θεούς, και ορισμένες φορές τους ξεπερνούσαν, με ολέθρια, όμως, αποτελέσματα γι’ αυτούς. Οι καταγεγραμμένες ιστορίες πέρναγαν από τους ιερείς στα στόματα των αοιδών, που τις “αναμετέδιδαν” στα παλάτια, στα γλέντια των αρχόντων με τη μορφή τραγουδιών για περασμένες δόξες κι έριδες. Ο υπόλοιπος λαός, αυτοί που δούλευαν στα χωράφια, που έχτιζαν τα σπίτια, τους ναούς και τα ανάκτορα, που έθρεφαν τα ζώα, δεν είχαν ανάγκη αυτά τα τραγούδια. Η έννοια της ατομικής διασκέδασης δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Οι γιορτές και τα πανηγύρια τους είχαν όλα θρησκευτικό περιεχόμενο. Άλλωστε, και το ιερατείο τα τραγούδια των αοιδών τα κράταγε 1
Ομήρου «Ιλιάδα» , Ραψωδία Β, στ. 211 – 277. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 11 ~
Εχθροί… εκ των έσω
για πάρτη του και για το παλάτι. Στην πλέμπα οι ιερείς τραγούδαγαν μόνο τους παλιούς, πατροπαράδοτους ύμνους, παρακαλώντας να πάνε όλα καλά στη σπορά, στη συγκομιδή, στον πόλεμο. Η “διασκέδαση” του λαού ήταν απόλυτα μέσα στα πλαίσια του θρησκευτικού τελετουργικού. Αυτή πάνω κάτω ήταν η κατάσταση στα χρόνια των Μυκηναίων.» «Δηλαδή, οι μυκηναίοι αγρότες, τεχνίτες, δούλοι, όλοι αυτοί τέλος πάντων που δε συμμετείχαν ούτε στη ζωή του ανακτόρου ούτε στο ιερατείο, δεν είχαν διαμορφώσει κάποια δικιά τους λαϊκή κουλτούρα;» «Κατά πάσα πιθανότητα και να είχαν διαμορφώσει. Απλά δεν έμεινε σε εμάς κανένα ίχνος της, κανένα στοιχείο που να μας δίνει την παραμικρή πληροφορία γι’ αυτήν. Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές και οι εξουσιαστές, καλή μου. Για να επιβιώσουν στοιχεία λαϊκής κουλτούρας, ειδικά από την αρχαιότητα, κάποια στιγμή αυτά θα πρέπει να πέρασαν και στην κουλτούρα των εξουσιαστών. Πάρε για παράδειγμα τις μεγαρίτικες φάρσες, τον πρόγονο της κωμωδίας: Μεθυσμένοι αγρότες τριγυρνούσαν μασκαρεμένοι κάτω από τα παράθυρα των τσιφλικάδων και τους τραγουδούσαν άσεμνα τραγουδάκια για ελαττώματά τους. Αυτές τις φάρσες, προφανώς, θα τις είχαμε ξεχάσει σήμερα, αν στην πορεία του χρόνου δεν μετασχηματίζονταν στην κωμωδία. Ένα έθιμο παρακμιακό και περιθωριακό στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ένα θεσμό βασικό για τη ζωή της δημοκρατίας στην Αθήνα. Ξεφεύγουμε, όμως. Πάμε πάλι πίσω στις Μυκήνες. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και άρχιζε να εξασθενεί το “γένος” σα συνεκτικός δεσμός και οργάνωση και άρχισαν να σχηματίζονται τα κράτη, με ό, τι αυτό συνεπάγεται, τα τραγούδια που μέχρι τώρα τραγουδιούνταν μόνο στα ανάκτορα άρχισαν να βγαίνουν στο δρόμο, περνώντας πρώτα από τις επαύλεις των αριστοκρατών, των πλούσιων γαιοκτημόνων, των ολιγαρχών. Η αρχαία, δυσνόητη και δύσκολη Γραμμική Β΄, η γραφή που χρησιμοποιούσε το ιερατείο και το παλάτι για τις καταγραφές του, αντικαθίσταται από μια άλλη ευκολότερη, τη λεγόμενη “φοινικική”. Έτσι οι ιστορίες και οι θρύλοι αρχίζουν να καταγράφονται και να διαδίδονται πλατύτερα, τόσο στον τόπο όσο και στο χρόνο.» «Εδώ έγινε το αντίθετο από τις μεγαρίτικες φάρσες, έτσι; Την κουλτούρα της ελίτ την πήρε η πλέμπα και την αφομοίωσε!» «Ακριβώς! Και για να το έκανε με τόση επιτυχία, σημαίνει ότι η πλέμπα ήταν έτοιμη να τη δεχτεί, είχε και αυτή τα δικά της στοιχεία παρόμοιας κουλτούρας.» «Αλήθεια, ποιοι ήταν οι πρώτοι που “έβγαλαν” τα τραγούδια στο δρόμο;» «Εμείς ξέρουμε καλά δύο. Τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Μάλλον αυτοί που το έκαναν αυτό το πράγμα στην εποχή τους αντιμετωπίστηκαν από την καθεστηκυία τάξη σαν ιερόσυλοι, που πήραν τα άγια των αγίων και τα μοίρασαν άκριτα στο λαουτζίκο.» Ακούστηκε μια φωνή πίσω μας. «Και καλά έπαθαν!» Ο Πλάτωνας σηκώθηκε οργισμένος και μας πλησίασε φωνάζοντας. «Καλά έκαναν σε αυτούς τους… “ἀοιδοὺς ραπτῶν ἑπέων” 2! Τους τραγουδιστές ψεύτικων ποιημάτων! Περιπλανιόντουσαν από εδώ και από εκεί διασπείροντας τα ψεύδη τους και τη φαντασία τους για τους θεούς! Αυτός ο Όμηρος δεν έχει καμία θέση στην Πολιτεία μου!» «Τον άκουσες το γέρο, έτσι; Αυτά τα γεμάτα μίσος λόγια του, 500 σχεδόν χρόνια μετά, εμένα με πείθουν ότι στα χρόνια του ο Όμηρος είχε ακόμα χειρότερη αντιμετώπιση. Μη σου πω ότι η τύφλωσή του, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ήταν η τιμωρία του για το ότι κατέγραψε και διέδωσε τα έπη του!» Ο Όμηρος από τη γωνιά του σήκωσε τους ώμους του. «Καταδικασμένος και κυνηγημένος από τον τόπο του. Πολύ πρωτότυπο!» «Μάλλον γι’ αυτό έριζαν και τόσες πολλές πόλεις για την καταγωγή του. Σε κάποια από αυτές όντως ο Όμηρος ήταν κάτοικος, και πιθανώς ανήκε στο ιερατείο, μιας και είχε άμεση πρόσβαση στα σχετικά λατρευτικά τραγούδια. Έκανε αυτό που έκανε και μπήκε στη μαύρη λίστα. Εξορίστηκε και 2
Νεμ. II, 1
~ 12 ~
Εχθροί … εκ των έσω
άρχισε να γυρνάει από μέρος σε μέρος, για να καταλήξει στο τέλος στην Ίο. Κάθε πόλη που διεκδικεί την πατρότητά του μου φαίνεται ότι ήταν και ένας σταθμός στην περιπλάνησή του. Όταν το έργο του αναγνωρίστηκε, τότε όλες αυτές, θέλοντας να γλείψουν ένα κοκκαλάκι από τη δόξα του, θυμήθηκαν τον τυφλό εκείνο τραγουδιάρη με τις ωραίες ιστορίες, που τον κυνήγαγαν από δω κι από εκεί.» «Με το έργο του, τα έπη, τι γίνεται;» «Το έργο του διαδίδεται, γραπτά και προφορικά. Όμως από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά το ποίημα δεν διατηρείται όπως ακριβώς το πρωτοσυνέθεσε ο δημιουργός του. Προστίθενται περιστατικά, άλλοι μύθοι, άλλα έργα, συγκολλούνται και αλλοιώνονται στίχοι και πάει λέγοντας. Και επειδή το πράγμα είχε παραγίνει, μέχρι και νόμοι φτιάχτηκαν για να υποχρεώνονται οι ραψωδοί να μην παραποιούν τα ποιήματα. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται κι άλλοι ποιητές, που ακολουθώντας το παράδειγμα του Ομήρου, συνθέτουν έπη και για τα άλλα περιστατικά του τρωικού πολέμου, το πώς ξεκίνησε η εκστρατεία, την άλωση της Τροίας, τις περιπλανήσεις των πρωταγωνιστών της. Τέλος πάντων, την πρώτη σοβαρή και καταγεγραμμένη προσπάθεια για να συμμαζευτούν τα έπη την κάνει ο Πεισίστρατος, προφανώς όχι χωρίς να βάλει κάπου κι αυτός την δικιά του πινελιά. Τα έπη που διαβάζουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα της επεξεργασίας που υπέστησαν από τους διευθυντές της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στα ελληνιστικά χρόνια, των οποίων οι παρεμβάσεις ήταν αρκετές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα “τσόντας” στην Ιλιάδα είναι –όπως λένε οι ειδικοί- το τέλος της Β΄ Ραψωδίας, ο “Νηών Κατάλογος”. Εκεί περιγράφονται οι δυνάμεις των Αχαιών και των Τρώων, τα βασίλεια που συμμετείχαν και οι αρχηγοί των εκστρατευτικών σωμάτων. Πάρα πολλοί από τους τόπους που περιγράφονται εκεί είναι άγνωστοι όχι μόνο σε εμάς σήμερα, αλλά και στους αρχαίους. Από αυτό φαίνεται ότι σε αυτούς τους στίχους ίσως αποτυπώνεται μια περίπου πιστή γεωγραφία του Μυκηναϊκού κόσμου. Όμως κάποια άλλα στοιχεία του, όπως πχ η μεγάλη βαρύτητα που δίνει στους Βοιωτούς, οι οποίοι δεν εμφανίζονται σχεδόν καθόλου στο υπόλοιπο έπος, ή κάποιες αντιφάσεις στην έκταση των βασιλείων του Αγαμέμνονα, του Οδυσσέα και του Αχιλλέα μας κάνουν να υποθέτουμε ότι ο Νηών Κατάλογος ήταν ένα άλλο, ανεξάρτητο έπος, που διασώθηκε στην πορεία του χρόνου και κάποια στιγμή “κόλλησε” στην Ιλιάδα.» «Όλες οι παραδόσεις και οι μύθοι που έφτασαν μέχρι την κλασσική εποχή και έγιναν τραγωδίες, μύθοι και όλα τα σχετικά προέρχονται από αυτά τα πρώτα λογοτεχνικά έργα;» «Η κύρια πηγή πληροφοριών για τους μύθους των Ελλήνων ήταν, όχι μόνο για εμάς, αλλά και για εκείνη την εποχή, τα έπη. Και του Ομήρου, αλλά και του Ησίοδου και των άλλων ποιητών. Αστείρευτες πηγές έμπνευσης για νέες δημιουργίες. Πάρε τον αρχαίο μύθο, βάλε και λίγη γαρνιτούρα, και να ‘σου μια υπέροχη τραγωδία! Και αν είσαι πολύ προχωρημένος καλλιτέχνης, σαν τον Ευριπίδη, παίρνεις μια απλή τραγική ιστορία, τη σφαγή της Ιφιγένειας –την οποία, βέβαια ο Όμηρος την ήξερε σαν Ιφιάνασσα, προσθέτεις από το μυαλό σου την ανατροπή η Ιφιγένεια να μη θυσιάστηκε η ίδια αλλά να την πήρε η Άρτεμη, και έχεις ένα ολοκαίνουριο πρωτότυπο έργο, την “Ιφιγένεια εν Ταύροις”! Το σίγουρο ήταν ότι ο Αγαμέμνονας του Ομήρου όταν πολεμούσε στα τείχη της Τροίας ήταν πεισμένος ότι το είχε χάσει το κοριτσάκι του.» «Επομένως, αν δεχτούμε ότι η πρώτη πηγή των μύθων και των επών είναι οι καταγραφές του ιερατείου, είναι πιθανό όλες αυτές οι ιστορίες να βασίζονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Πολύ παραλλαγμένα, αλλά πραγματικά.» «Ακριβώς! Για να ανακαλύψουμε, βέβαια, το πραγματικό γεγονός, θα πρέπει να ψάξουμε πολύ βαθιά, όχι μόνο στους ίδιους τους μύθους, αλλά σε όλες τις πληροφορίες που έχουμε για εκείνη την εποχή. Σαν το κρεμμύδι. Η καρδιά του κρύβεται κάτω από πάρα πολλά φύλλα. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Στο Α της Ιλιάδας, ο Απόλλωνας γύρναγε μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών και σκότωνε με τα βέλη του αδιακρίτως τους πολεμιστές. Αυτός ο μύθος προφανώς είναι η εξήγηση για μια θανατηφόρα μολυσματική μεταδοτική ασθένεια, κάτι λογικό σε ένα στρατόπεδο όπου δεν θα τηρούνταν οι κανόνες υγιεινής. Για να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτό το γεγονός, δηλαδή το ποια ακριβώς ήταν αυτή η μολυσματική ασθένεια, πρέπει να ξέρουμε μέχρι πού έφταναν οι ιατρικές ~ 13 ~
Εχθροί… εκ των έσω
γνώσεις της εποχής, πώς οργάνωναν τα στρατόπεδα εκστρατείας τους οι Αχαιοί και άλλα τέτοια στοιχεία.» «Για να βρούμε, λοιπόν, την αλήθεια πίσω από το μύθο του Θερσίτη, θα πρέπει να ψάξουμε σχεδόν τα πάντα σε όσα ξέρουμε για εκείνα τα χρόνια.» «Ακριβώς. Και όχι μόνο τα ιστορικά και τα αρχαιολογικά δεδομένα. Πολύ σημαντικό πράγμα είναι να δεις και ποια ήταν η πολιτική κατάσταση εκείνη την περίοδο. Μπορείς να μιλάς για αναρχικούς, έτσι όπως τους ξέρουμε εμείς σήμερα, στην Μυκηναϊκή περίοδο; Είχαμε εξεγέρσεις των κατώτερων στρωμάτων ενάντια στα ανώτερα; Ποια ήταν αυτά τα στρώματα; Μπορούμε να μιλάμε για ταξική πάλη; Γι’ αρχή θα σου πω ότι η λέξη “επανάστασις” εμφανίζεται στα κλασσικά χρόνια, για να περιγράψει εξεγέρσεις ειλώτων. Στα προηγούμενα χρόνια, όταν οι αρχαίοι ήθελαν να αναφερθούν σε μια αναταραχή χρησιμοποιούσαν τις λέξεις “επιδήμιος πόλεμος”, “εμφύλιος πόλεμος”, “στάσις”, και όλες αυτές οι λέξεις περιέγραφαν μια διαμάχη μέσα σε ένα βασίλειο ή ανάμεσα σε συμμάχους. Για να μπορούμε, λοιπόν, να χαρακτηρίσουμε την πράξη του Θερσίτη σαν «κίνημα», θα πρέπει να δούμε το ποιοι ήταν οι εκμεταλλευτές και ποιοι οι εκμεταλλευόμενοι και το πάνω σε ποια βάση γινόταν αυτός ο διαχωρισμός.»
~ 14 ~
Εχθροί … εκ των έσω
2. Ο Θερσίτης
«Ξεκινάμε με την ετυμολογία του ονόματός του.» «Γιατί; Τι σημασία μπορεί να έχει η ετυμολογία;» «Οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη σημασία στην ετυμολογία. Ειδικά για τους ήρωες των μύθων, τα ονόματά τους ταίριαζαν με ιδιότητες και χαρίσματα που είχαν, ή με περιστατικά της ζωής τους». «Στα σχόλια της Ιλιάδας, αυτά που είχαν κάνει οι φιλόλογοι της ελληνιστικής εποχής λέει το εξής: “ὠνοματοποίησε τὸ ὄνομα παρὰ τὸ θέρσος Αἰολικόν.” Και αλλού: “Θερσίτης δὲ παρὰ τὸ θάρσος, Αἰολικῶς θέρσος˙ θάρσος γὰρ ἐκ θράσους εἶχεν ἀκόσμου.”»3 Όσο μου διάβαζε τα σχόλια, έψαχνα το Θ του «Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης» των Liddel και Scott. «Θράσος, θράσος, θράσος, εδώ είμαστε: “Θράσος (=θάρσος): θάρρος, τόλμη. […] Βεβαιούται υπό του Αμμων. και άλλων ότι το μεν θράσσος ή θάρρος κυρίως εσήμαινε θάρρος, τόλμη, γενναιότητα, το δε θράσος απερίσκεπτον τόλμην (θράσος μεν γαρ άλογος ορμή, θάρσος δε έλλογος ορμή). Η διάκρισις αύτη βεβαίως υπάρχει παρά τοις πεζοίς των Αττικών˙ αλλά ο Όμηρος χρήται τη λέξη θάρσος επ’ αμφοτέρων των εννοιών, η δε θράσος επί της εννοίας του θάρσος.”» «Μα, ο πιο αρνητικός χαρακτήρας του Ομήρου έχει όνομα που εκείνα τα χρόνια σημαίνει και “θαρραλέος”; Αφού τον παρουσιάζει δειλό και άσχημο!» «Όντως. Μήπως το κάνει για ευφημισμό; Σαν ειρωνεία; Ένας που στο όνομα είναι “θαρραλέος” στην πραγματικότητα είναι κότα;» «Μπορεί να ισχύει κάτι άλλο. Γιατί πρέπει σώνει και ντε ο Θερσίτης να είναι επινόηση του Ομήρου; Γιατί ο μύθος του να μην προϋπάρχει του Ομήρου; Γιατί να μην ήταν καταγεγραμμένο από παλιά αυτό το περιστατικό; Ο Όμηρος δεν το επινόησε. Το βρήκε. Άλλωστε, η συνήθειά του Θερσίτη να αντιτάσσεται και να τα βάζει με τους βασιλιάδες δεν μου φαίνεται συνήθεια δειλού. Μπορεί όντως να υπήρχε κάποτε η ανάμνηση για κάποιον θαραλλέο που αντιτασσόταν στους βασιλιάδες. Στην πορεία του χρόνου το πραγματικό του όνομα ξεχάστηκε και για να τον χαρακτηρίζει έμεινε μόνο ένα στοιχείο: το ότι ήταν θαραλλέος! Επομένως το “Θερσίτης” ξεκίνησε από επίθετο, “ο θαραλλέος τάδε” και κατέληξε σε κύριο όνομα, “ο Θαραλλέος”. Ο Όμηρος πήρε αυτή τη θολή μυθική φιγούρα και τον έβαλε να κάνει αυτά που έκανε.» «Υπάρχουν, όμως άλλοι μύθοι που να μας μιλάνε για τον Θερσίτη, ή μόνο ο Όμηρος είναι η μόνη μας πηγή; Έχουμε από αλλού πληροφορίες για το πώς βρέθηκε ο Θερσίτης στην Τροία; Ήταν βασιλιάς της πατρίδας του, της Καλυδώνας, ή κάποιος απλός πολεμιστής;»
3
Σχόλια στο «Ιλιάδος» Β 212, από το «Scholia Graeca in Homerii Iliadem»
~ 15 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Ο ψευδο-Απολλόδωρος ανέλαβε να μας πει μια από τις πρώτες ιστορίες που αφηγούνται για τον Θερσίτη: «Τα παιδιά του Αγρίου, ο Θερσίτης, ο Ογχηστός, ο Πρόθοος, ο Κελεύτωρ, ο Λυκωπεύς, ο και ο Μελάνιππος, ρίχνοντας από την εξουσία τον Οινέα, έκαναν βασιλιά τον πατέρα τους, και καταδίκασαν τον Οινέα σε θάνατον. Μετά από λίγο ο Διομήδης που είχε έρθει από το Άργος με τον Αλκμαίωνα, σκότωσε όλους τους γιούς του Αγρίου, πλην του Ογχηστή και του Θερσίτη, οι οποίοι λέγεται ότι κατέφυγαν στην Πελοπόννησο. Στον θρόνο ανέβασε τον Ανδραίμονα, τον γαμπρό του Οινέα, επειδή ο ίδιος ο Οινέας ήταν πολύ γέρος. Μετά επέστρεψε στην Πελοπόννησο με τον Οινέα. Οι γιοι του Άγριου που είχαν ξεφύγει είχαν στήσει ενέδρα στην Αρκαδία, στα μέρη του Τηλέφου και σκότωσαν τον γέροντα. Ο Διομήδης τότε έφερε τον νεκρό στο Άργος και τον έθαψε σε μια πόλη που από τότε ονομάζεται Οινόη4». «Επομένως δεν ήταν βασιλιάς. Άραγε η πατρίδα του συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο;» Ο Όμηρος απάντησε πριν προλάβω να βρω το απόσπασμα στην Ιλιάδα. «Στους Αιτωλούς αρχηγός ήταν ο γιος του Ανδραίμονα, σ' αυτούς που κατοικούσαν στην Πλευρα, στην Ώλενο και στην Πυλήνη και στην πετρώδη Καλυδώνα - γιατί δεν ζούσαν πια οι γιοι του γενναίου Οινέαούτε και ο ίδιος ζούσε πια, και είχε πεθάνει και ο ξανθός Μελέαγρος. Σ' αυτόν λοιπόν είχε ανατεθει να κυβερνά σε όλα τους Αιτωλούς μαζί του ακολουθούσαν σαράντα μαύρα πλοία.5» «Με δεδομένο ότι ο Θερσίτης ήταν κυνηγημένος από την πατρίδα του και από το βασιλιά του Άργους, το Διομήδη, δεν γνωρίζουμε ποιόν ακριβώς συνόδευε στην Τροία. Σε ποιού βασιλιά ήταν την αυλή. Είναι πιθανόν, βέβαια να μην ήταν εκεί σαν ακόλουθος κάποιου βασιλιά, αλλά να συμμετείχε στην εκστρατεία σαν ένας περιπλανώμενος τυχοδιώκτης, ευγενικής καταγωγής και όχι… μπατιράκι, που επιζητούσε όχι μόνο πλούτη, αλλά και εξιλέωση. Το βέβαιο είναι ότι είχε πάει στον πόλεμο οικειοθελώς.» «Άρα, αυτά τα αντιπολεμικά που έλεγε στον Αγαμέμνονα δεν τα πολυπίστευε, έτσι;» «Εσύ τα βαφτίζεις “αντιπολεμικά”. Αυτός δεν τα έβλεπε έτσι τα λόγια που έλεγε. Μην ξεχνάς ότι στην εποχή εκείνη ο πόλεμος δεν ήταν κάτι το κακό. Ήταν πηγή δόξας, πλούτου, κοινωνικής καταξίωσης. Δεν γινόταν να μην γουστάρει τον πόλεμο κάποιος άνθρωπος εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα της τάξης του Θερσίτη. Την πρώτη “βαρβάτη” αντιπολεμική φρασεολογία τη συναντάμε πάρα πολύ αργότερα, στον Αριστοφάνη, ο οποίος δε διστάζει μέσα στην κάψα του Πελοποννησιακού Πολέμου να ανεβάζει κωμωδίες με αντιπολεμικά θέματα, τους “Αχαρνείς”, την “Ειρήνη” και τη “Λυσιστράτη”, κερδίζοντας όχι μόνο την επιδοκιμασία του κοινού, αλλά και τα πρώτα βραβεία!» «Η ρετσινιά του αχρείου, άραγε, κόλλησε στο Θερσίτη μόνο λόγω του Ομήρου ή υπήρχαν και άλλες τέτοιες αναφορές;» «Τα σχόλια της Ιλιάδας μας λένε ότι ο Θερσίτης συμμετείχε και στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Λένε ότι για να τιμωρήσει τον Οινέα, τον βασιλιά της Καλυδώνας, η Άρτεμη έστειλε στα μέρη του ένα άγριο τέρας, τον Καλυδώνιο Κάπρο. Ο ήρωας Μελέαγρος προσφέρθηκε να απαλλάξει τον τόπο από αυτήν την λαίλαπα, και για να σκοτώσει τον Κάπρο κάλεσε στην Καλυδώνα την ελίτ των ηρώων της εποχής. “Ο Φερεκίδης ισχυρίζεται ότι και αυτός (ο Θερσίτης) ήταν ένας από αυτούς που μαζεύτηκαν για να σκοτώσουν τον Καλυδώνιο Κάπρο. Όταν το έσκασε από το κυνήγι του
4 5
ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη», Α 8,6 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, «Νηών Κατάλογος», 637 – 644. μετάφραση: Όλγα Κομνηνού-Κακριδή
~ 16 ~
Εχθροί … εκ των έσω
κάπρου ο Μελέαγρος τον γκρέμισε από ένα γκρεμό. Γι’ αυτό και παραμορφώθηκε έτσι το σώμα του.6”» Είχαμε φτάσει σε ένα από τα μεσαία καθίσματα στο θέατρο του Διονύσου, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Για να καθίσουμε εκεί πέρα έπρεπε να περάσουμε από εκατοντάδες Αθηναίους που είχαν έρθει στο θέατρο λες και πήγαιναν σε πικ-νικ: με δισάκια γεμάτα ντομάτες και άλλα ζαρζαβατικά και φαγώσιμα. Την ώρα της παράστασης έτρωγαν, φώναζαν, πέταγαν φαγητά στη σκηνή δείχνοντας έμπρακτα τι τους άρεσε και τι όχι στην παράσταση! Η πρόσφατη πανωλεθρία στη Σικελία δε φαινόταν να τους πτοεί. Στη σκηνή παιζόταν ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή, αλλά μέσα στο σαματά η δικιά μου, συνηθισμένη από τη σημερινή Επίδαυρο, το Ηρώδειο και τον καθώς πρέπει κόσμο που συχνάζει σε αυτά τα μέρη, άργησε να μπει στο κλίμα! «Παρακολούθησε και αυτό», της είπα. Μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αποτροπιασμό και μετά αφοσιώθηκε στην παράσταση. «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ.- Μαζί σου συμφωνώ. Θα σε ρωτήσω Για κάποιον άντρα τιποτένιο. Εκείνος τι κάνει ο πονηρός πού’ χε τη γλώσσα πολύ ξαμολημένη και πανούργα; ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ. - Ποιόν άλλον λες εξόν τον Οδυσσέα; ΦΙΛΟΚ. - Δε λέω γι’ αυτόν. Κάποιος Θερσίτης ήταν που δε σταμάταγε καθόλου να μιλάει κι ας μη τον άφηνε κανείς. Αν ζει το ξέρες; ΝΕΟΠΤ. - Λένε πως ζει, ο ίδιος δεν τον είδα. ΦΙΛΟΚ. - Το πρόσμενα. Γιατί κανένα ακόμη δεν χάθηκε κακό. Γι’ αυτά φροντίζουν καλά οι θεοί 7» «Εξαιρετικό! Αλλά, απλή μεταφορά του μύθου που λέει κι ο Όμηρος. Ο φαφλατάς και πολυλογάς Θερσίτης, ο αχρείος.» «Ακριβώς». «Γιατί, όμως, ο Θερσίτης παρουσιάζεται τόσο άσχημος, τόσο στη μορφή όσο και στη ψυχή; Γιατί τέτοια μανία; Και άλλοι ήρωες τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά είναι όλοι τους όμορφοι, γενναίοι.» «Εκείνα τα πρώτα χρόνια της λογοτεχνίας δεν γινόταν κάποιος να παρουσιάζεται όμορφος στην ψυχή και άσχημος στο σώμα ή το αντίθετο. Έπρεπε και τα δυο να συμβαδίζουν. Και βέβαια… η διαφοροποίηση αυτή ανάμεσα σε όμορφους και άσχημους δεν έμενε μόνο στο σώμα και την ψυχή, αλλά περιελάμβανε και την τάξη! Ο διαχωρισμός ήταν ο εξής: Από τη μια μεριά οι όμορφοι, καλοί και ανώτερης τάξης άνθρωποι και από την άλλη οι άσχημοι, κακόψυχοι και κατώτερης τάξης.» Τρίβοντας το μούσι του ο Ουμπέρτο Έκο μπήκε και αυτός στην κουβέντα μας: «Συμφωνώ απολύτως. Στη διάλεξή μου στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στις 15 Μάη του 2008 είχα ασχοληθεί κι εγώ με αυτό το θέμα: “Μερικές φορές ο εχθρός γίνεται αντιληπτός ως διαφορετικός και άσχημος, επειδή ανήκει σε κατώτερη τάξη. Στον Όμηρο ο Θερσίτης («στραβοκάνης και κουτσός από το ένα πόδι, οι ώμοι του γυρισμένοι προς τα μέσα, σμιγμένοι πάνω από το στήθος του και από πάνω είχε ένα μακρουλό κεφάλι, όπου φύτρωναν τρίχες αραιές») είναι κοινωνικά κατώτερος από τον Αγαμέμνονα ή από τον Αχιλλέα και γι' αυτό τους φθονεί” 8». «Πάντως δεν νομίζω να ήταν όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς αρνητικοί απέναντί του. Ο Λιβάνιος, αυτός ο νοσταλγός των αρχαίων ηθών και του παλιού τρόπου ζωής του πλέκει ένα εγκώμιο. Εκεί λέει ότι ο Θερσίτης όχι μόνο ενάντιος του Αγαμέμνονα δεν ήταν, αλλά ότι ήταν και το πρώτο παλληκάρι και Σχόλιο στο Ιλιάδος Β 212, από το «Scholia Graeca in Homerii Iliadem» Σοφοκλέους «Φιλοκτήτης», στ. 438 – 448. Μετάφραση: Τάσος Ρούσσος 8 Περιοδικό «7» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», 24 Αυγούστου 2008. 6 7
~ 17 ~
Εχθροί… εκ των έσω
ότι δεν του άξιζε αυτή η συμπεριφορά! Ότι δήθεν λόγω της ασχήμιας και των κουσουριών του θα μπορούσε να μην πήγαινε στον πόλεμο, αλλά αυτός πήγε.9» «Και τι μας νοιάζει αυτός ο looser ο Λιβάνιος; Εδώ πήγαινε αγκαζέ με τον Ιουλιανό και προσπαθούσαν να τα βάλουν με τους Χριστιανούς που είχαν γίνει πλέον κυρίαρχοι, τον Θερσίτη δεν θα προσπαθούσε να βγάλει λάδι; Κανένας άλλος σοβαρός συγγραφέας ασχολήθηκε με τον Θερσίτη; Εμπνεύστηκε κανείς από την αντιαρχηγική του συμπεριφορά;» «Χα χα χα! Με ωραίο πρόσωπο ασχολείστε!». Ο Λουκιανός με το πειραχτήρικο ύφος του μπήκε στην παρέα μας και άρχισε να αφηγείται: «ΝΙΡΕΥΣ. Να, ας καλέσωμεν τον Μένιππον να κρίνη ποίος είνε ωραιότερος. Δεν είμαι ευμορφότερος εγώ, Μένιππε; ΜΕΝΙΠΠΟΣ. Ποίοι είσθε; Διότι μου φαίνεται ότι πρέπει πρώτον αυτό να μάθω. ΝΙΡ. Ο Νιρεύς και ο Θερσίτης. ΜΕΝ. Ποίος είνε ο Νιρεύς και ποίος ο Θερσίτης; Διότι ούτε τούτο διακρίνεται. ΘΕΡΣΙΤΗΣ. Έχω ήδη ένα πλεονέκτημα, ότι ο Μένιππος σε αναγνωρίζει όμοιον με εμένα και δεν διαφέρεις όσον ο τυφλός εκείνος Όμηρος ηθέλησε να παραστήση λέγων ότι είσαι ο ωραιότερος όλων. Εγώ ο κρομμυδοκέφαλος και φαλακρός δεν εφάνηκα χειρότερος εις τον κριτήν. Τώρα δε, Μένιππε, κύτταξε να μας 'πης και ποίος είνε ο ευμορφότερος. ΝΙΡ. Έγω γε, ο Αγλαΐας και Χάροπος, ως κάλλιστος ανήρ υπό ήλιον ήλθον. ΜΕΝ. Αλλά δεν μου φαίνεται να ήλθες και εις τον Άδην ωραιότερος, διότι τα μεν κόκκαλα είνε όμοια, το δε κρανίον σου κατά τούτο μόνον διαφέρει από το κρανίον του Θερσίτου, ότι είνε πλέον εύθραυστον˙ διότι είνε μαλακόν και όχι ανδρικόν. ΝΙΡ. Ερώτησε τον Όμηρον να μάθης πώς ήμουν όταν συνεξεστράτευσα με τους Αχαιούς. ΜΕΝ. Παραμύθια μου λες˙ εγώ βλέπω πώς είσαι σήμερον πώς δε ήσουν τότε το ξέρουν οι τότε. ΝΙΡ. Και όμως εγώ και εδώ είμαι ο ωραιότερος, Μένιππε. ΜΕΝ. Ούτε συ ούτε άλλος είναι ωραίος, διότι εις τον Άδην επικρατεί ισοτιμία και όλοι είμεθα όμοιοι. ΘΕΡΣ. Εις εμέ λοιπόν και τούτο είναι αρκετόν. 10»
9
Λιβανίου «Εγκώμιον Θερσίτου» Λουκιανού «Νεκρικοί Διάλογοι», διάλογος 25. Μετάφραση: Ιωάννης Κονδυλάκης
10
~ 18 ~
Εχθροί … εκ των έσω
3. Ο Οδυσσέας
«Αυτός που τον χτύπησε, ο Οδυσσέας, τι μέρος του λόγου ήταν; Ο Όμηρος τον λιβανίζει σε όλο του το έργο. Ήταν τόσο “άξιος” χαρακτήρας;» «Κανένας άνθρωπος δεν είναι μονοδιάστατος. Ειδικά ένας τύπος σαν τον Οδυσσέα, που ο θρύλος τον λέει “πολυμήχανο” δεν θα ήταν δυνατόν να είναι ο απόλυτα καλός. Υπάρχουν πολλές αναφορές στην αρχαία γραμματεία που τον περιγράφουν αρνητικά.» Για να μας βοηθήσει φώναξα τον ψευδο-Απολλώδορο, ο οποίος άρχισε να σκαλίζει στα χαρτιά του. «Λοιπόν, περιστατικό πρώτο: “Βρίσκονταν στη Σπάρτη διεκδικώντας να παντρευτούν την Ελένη όλοι οι βασιλιάδες της Ελλάδας. Μνηστήρες, λοιπόν, ήταν οι εξής: ο Οδυσσέας, γιος του Λαέρτη. Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα. Ο Αντίλοχος, γιος του Νέστορα. [και άλλοι πολλοί βασιλιάδες]. Βλέποντας πόσο πολλοί ήσαν, ο Τυνδάρεως δεν ήθελε να διαλέξει έναν, για να μην τσακωθούν μεταξύ τους οι υπόλοιποι. Ο Οδυσσέας του πρότεινε να του πει με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να αποφύγει τις έριδες, αρκεί να του υποσχόταν ότι αυτός θα παντρευόταν την Πηνελόπη. Του πρότεινε να ορκιστούν όλοι οι μνηστήρες ότι θα βοηθούσαν όλοι αυτόν που θα παντρευόταν τελικά την Ελένη αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα στο γάμο. Όταν το άκουσε αυτό ο Τυνδάρεως, έβαλε τους μνηστήρες να ορκιστούν μπροστά του, και διάλεξε σαν γαμπρό του τον Μενέλαο, ενώ ο Οδυσσέας παντρεύτηκε την Πηνελόπη.” 11 Περιστατικό δεύτερο: “Ο Μενέλαος, μόλις έμαθε για την απαγωγή πήγε στις Μυκήνες, στον Αγαμέμνονα και τον παρακάλεσε να οργανώσει εκστρατεία εναντίον της Τροίας, στρατολογώντας όλους τους Έλληνες. Ο Αγαμέμνονας, τότε, στέλνοντας κήρυκες σε όλους τους βασιλιάδες, τους υπενθύμισε τον όρκο που είχαν δώσει να βοηθήσουν για την ασφάλεια της γυναίκας, και τους είπε ότι η προσβολή έγινε σε όλους τους Έλληνες. Πράγματι, πάρα πολλοί φάνηκαν πρόθυμοι να συσστρατευθούν. Τότε ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος πήγαν στον Οδυσσέα, στην Ιθάκη. Αυτός, επειδή δεν ήθελε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, παρίστανε τον τρελό. Όμως ο Παλαμήδης από το Ναύπλιο αποκάλυψε ότι το έκανε στα ψέματα: Προσποιείτο ότι παρακολουθούσε τον Οδυσσέα. Όμως άρπαξε τον Τηλέμαχο από την αγκαλιά της Πηνελόπης και έκανε ότι θα τον σκότωνε με το σπαθί του. Ο Οδυσσέας, επειδή φοβήθηκε για το παιδί του, παραδέχτηκε ότι η τρέλα του ήταν προσποιητή και συμμετείχε στην εκστρατεία. Αργότερα ο Οδυσσέας, πιάνοντας αιχμάλωτο έναν Φρύγα, τον ανάγκασε να γράψει δήθεν για μια προδοσία του Παλαμήδη στον Πρίαμο. Αφού έθαψε στη σκηνή του Παλαμήδη, πέταξε μέσα στο στρατόπεδο το γράμμα. Όταν το
11
ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη», Βιβλίο Γ΄, 10,8 – 10,9
~ 19 ~
Εχθροί… εκ των έσω
διάβασε ο Αγαμέμνονας και βρήκε και το χρυσάφι, παρέδωσε στους συμμάχους τον Παλαμήδη σαν προδότη για να τον σκοτώσουν” 12.» «Όντως, έτσι έγινε», πετάχτηκε ο Πρόκλος. «Να τι διάβασα στα “Κύπρια Έπη”: “Μετά ταξιδεύουν ανά την Ελλάδα για να συγκεντρώσουν τους ρηγάδες, και διαπιστώνουν ότι ο Οδυσσέας προσποιούνταν ότι είναι τρελός, επειδή δεν ήθελε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, αρπάζοντας το γιό του Τηλέμαχο για να τον τιμωρήσουν, μετά από πρόταση του Παλαμήδη. 13”» Ο ψευδο-Απολλόδωρος ενοχλημένος για τη διακοπή ξαναπήρε τον λόγο. «Και άμα θέλετε να μάθετε περισσότερα για το θάνατο του Παλαμήδη, να τι γράφω κάπου αλλού: “Ο γιος του Ναυπλίου και της κόρης του Κατρέα, Πολυμένης, από μηχανορραφία του Οδυσσέα πέθανε δια λιθοβολισμού. Όταν το έμαθε αυτό ο Ναύπλιος πήγε στους Έλληνες και ζήτησε εκδίκηση για τον γιό του. Αφού, όμως, επέστρεψε άπρακτος, και κατηγορώντας κυρίως τον Αγαμέμνονα, με την βοήθεια του οποίου ο Οδυσσέας σκότωσε τον Παλαμήδη, επισκέφτηκε όλες τις Ελληνίδες βασίλισσες, κάνοντάς τες να κερατώσουν τους άντρες τους. Η Κλυταιμνίστρα με τον Αίγισθο, η Αιγιάλεια με τον Κομήτη, το γιο του Σθένελου, η γυναίκα του Ιδομενέα, η Μήδα με τον Λεύκο.[…] Αυτά έκανε ο Ναύπλιος. Αργότερα, μαθαίνοντας ότι οι Έλληνες επιστρέφουν, άναψε φωτιά στον Καφηρέα, που τώρα ονομάζεται Ξυλοφάγος. Βλέποντας τη φωτιά οι Έλληνες, θεωρώντας ότι πλησιάζουν σε λιμάνι, χάθηκαν” 14» Με τη συντροφιά του Παυσανία ανηφορίζαμε στους Δελφούς δίπλα από τον Ναό του Απόλλωνα. Πήγαμε να μπούμε στην Λέσχη των Κνιδίων, το αφιέρωμα των Κνιδίων μετά τα Μηδικά, αλλά μέσα διεξαγόταν μια συζήτηση. Είπαμε να μην τους ενοχλήσουμε, οπότε σταθήκαμε στην είσοδο, ακούγοντας τον Παυσανία να μας περιγράφει τον εσωτερικό διάκοσμο, τις παραστάσεις που είχε φιλοτεχνήσει ο διασημότερος ζωγράφος της εποχής, ο Πολύγνωτος: «Αν κοιτάξεις το πάνω μέρος της ζωγραφιάς, βλέπεις, δίπλα στον Ακταίονα τον Αίαντα της Σαλαμίνας και τον Παλαμήδη και τον Θερσίτη να παίζουν ζάρια, μια ανακάλυψη του Παλαμήδη. Ο άλλος Αίαντας τους παρακολουθεί να παίζουν. Το χρώμα του δεύτερου Αίαντα είναι σαν ενός ναυαγού, με το χρώμα της άλμης ακόμα πάνω του. Ο Πολύγνωτος εξεπίτηδες είχε συγκεντρώσει τους εχθρούς του Οδυσσέα. Ο Αίαντας, ο γιος του Οϊλέα μισούσε τον Οδυσσέα, επειδή αυτός είχε πείσει τους Έλληνες να τον λιθοβολήσουν λόγω της οργής του για την Κασσάνδρα. Ο Παλαμήδης, όπως γνωρίζω από τα Κύπρια Έπη, είχε πνιγεί όταν ερχόταν από ψάρεμα, και οι φονιάδες τους ήταν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας.15» Ακούγοντας για τα Κύπρια Έπη, ο Πρόκλος ξαναπετάχτηκε, για να μας υπενθυμίσει μια άλλη φήμη που διάβασε σε ένα άλλο κύκλιο έπος, στην “Ιλίου Περσίδα”: «και ότι ο Οδυσσέας σκότωσε τον Αστυάνακτα16». Η δικιά μου με σκούντηξε και με ρώτησε σιγανά στο αυτί: «Ποιος ήταν ο Αστυάνακτας;» «Ο γιος του Έκτορα. Το μωράκι εκείνο που σήκωσε στα χέρια του ο Τρώας πρίγκηπας πριν αναμετρηθεί με τον Αχιλλέα.» «Ώχου, το κακόμοιρο! Ο Οδυσσέας το σκότωσε;»
ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 6-8 Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών» 14 ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», VII, 7-11 15 Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Ι΄ «Φωκικά», ΧΧΧΙ, 1 -2 16 Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη της «Ιλίου Περσίδος» 12 13
~ 20 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Αρκετά με τους μύθους!», φώναξε ο Σοφοκλής. «Ακούστε και εμάς τους τραγικούς. Σε δυο από τις τραγωδίες μου που έχουν φτάσει μέχρι τα χρόνια σας παρουσιάζω τον Οδυσσέα. Στον “Αίαντα” ο Οδυσσέας, που έχει αναλάβει από τους Αχαιούς να ανακαλύψει ποιος είναι αυτός που έσφαξε τα πρόβατα κοντά στο στρατόπεδο, στην αρχή είναι ένας θρασύδειλος μπροστά στην τραγωδία του Αίαντα και τον φοβάται, παρόλο που τον προστατεύει η Αθηνά. Μπροστά στα βάσανα του Αίαντα, την τρέλα, την ατιμία και τελικά την αυτοκτονία, παρουσιάζω τον Οδυσσέα να ταράζεται και να κατανοεί τον μέχρι πριν λίγο καιρό αντίπαλό του. Γι’ αυτό το λόγο στο τέλος εναντιώνεται στον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, που είχαν διατάξει να μείνει άταφο το πτώμα του Αίαντα, και τους πείθει να το θάψουν. Στον “Φιλοκτήτη”, ένα από τα τελευταία μου έργα, ο Οδυσσέας στέλνεται μαζί με τον Νεοπτόλεμο στην Λήμνο για να πείσουν τον Φιλοκτήτη να έρθει μαζί τους στην Τροία. Ο Φιλοκτήτης είναι αυτός που αργότερα θα σκοτώσει τον Πάρη. Σε αυτό το δράμα κάνω τον Οδυσσέα αυτό που σιχαίνομαι περισσότερο: σοφιστή! Τον βάζω να χρησιμοποιεί τα σοφίσματά αυτών των καταραμένων, που δε σέβονται τίποτα! Που προσπαθούν με διάφορα λεκτικά κόλπα να σε κοροιδέψουν, να σε πείσουν για πράγματα που κανονικά ούτε θα περνούσαν ποτέ από το μυαλό σου! Είμαι σίγουρος ότι στα χρόνια του ο Οδυσσέας όποτε ήθελε θα ήταν πολύ ανώτερος στα σοφίσματα από τους σύγχρονούς μου σοφιστές!» Όλη αυτή την ώρα ο Ευριπίδης κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Εγώ στην “Εκάβη” μου τον βάζω να κάνει τα εξής: είναι αυτός που στέλνουν οι Αχαιοί για να πάρει μέσα από τα χέρια της χήρας του Πριάμου, Εκάβης, την κόρη της, Πολυξένη, για να την οδηγήσει στη σφαγή, προς τιμήν του Αχιλλέα. Όταν η Εκάβη του ζητάει να βοηθήσει την κόρη της να γλιτώσει, για να της ανταποδώσει τη χάρη που τον είχε σώσει, όταν τον είχαν πιάσει μέσα στα τείχη της Τροίας, αυτός ισχυρίζεται ότι μπορεί να γλιτώσει την ίδια, αλλά όχι την κόρη της, γιατί πρέπει να γίνει η θυσία της.» «Επομένως, ο Οδυσσέας παρά την πολύ καλή εικόνα που δίνει γι’ αυτόν ο Όμηρος, από τους υπόλοιπους αρχαίους συγγραφείς παρουσιάζεται πότε αρνητικά και πότε θετικά. Πέρα από την εικόνα του “πολυμήχανου”, του “αποφασιστικού” είναι επίσης και ο “δειλός”, που παριστάνει τον τρελό για να μην πάει στην Τροία, διεκδικώντας το πρώτο ψυχολογικό Ι517 στην ιστορία, ο “εκδικητικός”, που στήνει πλεκτάνη για να εκδικηθεί τον Παλαμήδη, ο “πανούργος”, που προσπαθεί να εξαπατήσει, να σκοτώσει σύμφωνα με τα “Κύκλια Έπη” το Διομήδη κλπ. Παρουσιάζεται να έχει σκοτώσει ακόμα και το μωράκι του Έκτορα, τον Αστυάνακτα.» «Όντως», της λέω. «Όμως δεν παύει να είναι αυτός που θα δώσει λύση στα δύσκολα. Πέρα από αυτά που ακούσαμε πριν, αλλά και αυτά που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ο Οδυσσέας σκέφτεται το τέχνασμα του γάμου της Ιφιγένειας με τον Αχιλλέα για να πείσουν την Κλυταιμνήστρα να οδηγήσει την κόρη της στην Αυλίδα και το θάνατο. Επίσης, δικό του τέχνασμα είναι ο Δούρειος Ίππος!». «Ο Οδυσσέας, λοιπόν, αντίθετα από τον Θερσίτη, ήταν πάντα συνεπής και πιστός στην τάξη του.» Σαν να κατάλαβε πού το πήγαινε, ο Όμηρος άρχισε να της απαγγέλει: «Είπε, κι αυτός, το λάλο ως γνώρισε της Αθηνάς που έμίλα, στα πόδια το 'βαλε, την κάπα του πετώντας, κι ο Ευρυβάτης, απ' την Ιθάκη ο κράχτης, πίσω του που ερχόταν, τη σηκώνει. Μ' αυτός σιμά στον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα, σαν ήρθε, το γονικό, παλιό, ακατάλυτο ραβδί του παίρνει, κι έτσι τρέχει στα πλοία των χαλκοθώρακων των Αχαιών ολούθε˙ κι όποιον στο δρόμο ρήγα κι άρχοντα τρανό συναπαντούσε, σιμώνοντας τον τον αντίσκοφτε με τα πραγά του λόγια: «Καημένε, εσένα δε σου ταίριαζε σαν τον κιοτή να τρέμεις! Κάθου ήσυχος λοιπόν, και κάθιζε και το στρατό τον άλλο. 17
Ι5 Ψυχολογικό: Απαλλαγή από τη στράτευση λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων (τρέλα κλπ).
~ 21 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Τι κρύβει, ακόμα δεν κατάλαβες ο γιος του Ατρέα στο νου του˙ μας δοκιμάζει λέω, μα γρήγορα θα μας παιδέψει πάλε τους Αχαιούς, τι δεν ακούσαμε στη σύναξη όλοι τι 'πε. Μην οργιστεί και πει σε βάσανα να ρίξει τους Αργίτες. Βαριά είν' η οργή των αρχοντόγεννων των βασιλιάδων πάντα˙ τι ο Δίας τιμή τρανή ο βαθύγνωμος κι αγάπη τους χαρίζει.» Μ' απ' το χοντρό λαό όποιον έπιανε μπροστά του να φωνάζει, με το ραβδί τον καταχέριζε και τον απόπαιρνε έτσι: «Ξεμυαλισμένε! Κάθου φρόνιμα καί γρίκα και τους άλλους τι λεν, που στέκουνται πιο πάνω σου. Μα εσύ κιοτής κι ανάξιος! κι ουδέ στη μάχη ουδέ στη σύναξη ποτέ σε λογαριάζουν. Όλοι οι Αχαιοί μαθές θα κάνουμε τους αφεντάδες τώρα; Το πολυβασιλίκι είναι άσκημο! Ένας ας είναι ο αφέντης, ένας ό ρήγας, σ' όποιον έδωκε του πονηρού του Κρόνου ο γιος ραβδί και νόμους, πάνω τους σα βασιλιάς να ορίζει.18» Σφύριξε εντυπωσιασμένη. «Πάνω σε αυτήν την αντίθεση θεμελιωνόταν η εξουσία εκείνα τα χρόνια! ‘Ετσι κρίνονταν οι ανθρώποι. Αυτό που μέτραγε ήταν το θάρρος και η δύναμη! Οι πρόγονοι των αρχοντάδων είχαν γίνει οι ίδιοι άρχοντες δέρνοντας και σκοτώνοντας. Επιβίωσαν και κυριάρχησαν γιατί ήσαν δυνατοί. Οι υπόλοιποι, εκείνοι που τις τρώγανε, που δεν έφερναν πολύ κυνήγι στο τραπέζι, δεν μετράνε μία! Και αφού οι πρόγονοί αυτών που βρίζει εδώ ο Οδυσσέας ήσαν αδύναμοι, κατά πάσα πιθανότητα αδύναμοι είναι και αυτοί! Έτσι πρέπει!» «Ναι, μα ο Οδυσσέας υποτίθεται ότι είναι ο φορέας του νέου. Η διαμάχη του με τον Αίαντα για τα όπλα του Αχιλλέα υποτίθεται ότι αυτό συμβολίζει: την διαπάλη του παλιού με το νέο. Παλιά αυτό που μέτραγε ήταν η σωματική δύναμη, δηλαδή ο Αίαντας, ενώ πλέον έχει σημασία η πανουργία και η πονηριά». «Μην ξεχνάς ότι όλα γίνονταν για την εξουσία. Μέχρι τότε άρχοντες γίνονταν οι δυνατοί, αυτοί που νίκαγαν σε σωματική δύναμη, που έφερναν περισσότερα θηράματα από το κυνήγι, που είχαν περισσότερες νίκες στους πολέμους. Από κάποιο σημείο και μετά, όμως, έτσι όπως εξελισσόταν η κοινωνία για να είσαι άρχοντας και πιο πολύ για να διατηρήσεις την εξουσία σου, έπρεπε να είσαι ατσίδας. Ακόμα και γενναίος να μην ήσουνα, έπρεπε να πείσεις τους από κάτω σου ότι είσαι, για να συνεχίσεις να τους έχεις από κάτω σου. Οι τρόποι άλλαξαν. Η ουσία μένει ίδια. Και παραμένει έτσι μέχρι σήμερα.»
18
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 182 - 206 – Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 22 ~
Εχθροί … εκ των έσω
4. Ο Αγαμέμνονας
Ανεβαίναμε την ανηφόρα, προς την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες. Αφού τις περάσαμε σφυρίζοντας από το δέος, πήραμε την κατηφόρα για τον Ταφικό Περίβολο Α. Εκεί ο Σλήμαν ακόμα έσκαβε. Κάποια στιγμή άρχισε να ουρλιάζει από χαρά. Εμφανίζεται από τον τάφο V κρατώντας μια χρυσή νεκρική μάσκα στα χέρια του. «Τον βρήκα!» ούρλιαζε. «Τον βρήκα τον Ατρείδη!». Κάποιος τον σκούντηξε και του είπε ότι μάλλον η μάσκα που κρατούσε στα χέρια του ήταν γύρω στα 200 χρόνια προγενέστερη του Αγαμέμνονα, και δέχτηκε ένα μεγαλοπρεπέστατο βρισίδι. Αφήσαμε το Σλήμαν να κοιτάζει εκστασιασμένος την μάσκα, στρέφοντας την στον ήλιο, θαυμάζοντας την λάμψη της και επιστρέψαμε στην κουβέντα μας. «Γιατί δέχονταν όλοι τον Αγαμέμνονα σαν ανώτερό τους; Δεν υπήρξε καμία στιγμή αμφισβήτηση της αρχιστρατηγίας του;» Ο Όμηρος προχωρώντας αργά δίπλα μας με τη βοήθεια του μπαστουνιού του άρχισε να της απαντάει: «Σε ένα σημείο της Ιλιάδας ο Οδυσσέας λέει στον Αγαμέμνονα: “Υγιέ του Ατρέα, στο νου τους έβαλαν οι Αργίτες, πρωταφέντη, θαρρώ να σε ντροπιάσουν άσκημα μπρος στους ανθρώπους όλους˙ το λόγο δεν κρατούν που σου 'δωκαν, ακόμα ως ξεκινούσαν πέρα από το Άργος το αλογόθροφο στα μέρη εδώ, πριν πάρεις πρώτα την Τροία την ωριοτείχιστη, να μη διαγύρουν πίσω.19” Αλλού ο Νέστορας: “Και τι θα μείνει από τις σύβασες καί τους παλιούς μας όρκους; θα παν λοιπόν του ανέμου οι γνώμες μας κι οι αντρίστικες βουλές μας κι οι άκρατες μας σπονδές καί τ' άδολα χεροσφιξίματά μας;20” Κάπου αλλού σχεδόν τον αποθεώνω: “κι ο Αγαμέμνονας στη μέση ο πρωταφέντης ίδιος ο Δίας ο κεραυνόχαρος στην κεφαλή, στα μάτια· στο στήθος Ποσειδώνας έμοιαζε, στη μέση σαν τον Άρη. Πώς ταύρος από τ' άλλα ζωντανά μες στο κοπάδι ο πρώτος κι απ' τις γελάδες, γύρα ως βοσκούνε, περίσσια ξεχωρίζει·21” Και κάπου αλλού ο Ιδομενένας: Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 284 - 289. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 339 - 340. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 21 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 477 – 481. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 19 20
~ 23 ~
Εχθροί… εκ των έσω
“Ύγιέ του Ατρέα, στ' αλήθεια σύντροφος θα σου είμαι εγώ για πάντα πιστός, ως μιας αρχής σου το 'ταξα και δέθηκα με λόγο 22” Ο Νέστορας ξανά σε ένα άλλο σημείο: “Αυτή 'ναι για τους νιους η διάτα μου' μα εσύ ξεκίνα πρώτος, υγιέ του Ατρέα, τι εσύ κι απ' όλους μας πιο βασιλιάς λογιέσαι 23” Ο Θουκυδίδης φαινόταν να απολαμβάνει όλη αυτή την μυθολογία, αλλά δε δίστασε να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα: «Και ὁ Ἀγαμέμνων, ὡς φρονῶ, κατώρθωσε νὰ συγκεντρώση τὴν ναυτικὴν
ἐκστρατείαν ἐναντίον τῆς Τροίας, διὰ τὸν λόγον ὅτι ὑπερεῖχε κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἡγεμόνας, καὶ ὄχι τόσον διότι οἱ μνηστῆρες τῆς Ἑλένης, τῶν ὁποίων ὑπῆρξεν ἀρχιστράτηγος, εἶχαν δεσμευθῆ μὲ τοὺς ὅρκους ποὺ τοὺς ἐπέβαλεν ὁ Τυνδάρεως. Καὶ ὅσοι, ἄλλωστε, ἀπὸ τοὺς Πελοποννησίους παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους τὰς ἀσφαλεστέρας παραδόσεις διηγοῦνται ὅτι ὁ Πέλοψ ἀπέκτησεν ἀρχικῶς δύναμιν λόγω τοῦ μεγάλου πλούτου, μὲ τὸν ὁποῖον ἦλθεν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν εἰς χώραν, τῆς ὁποίας ὁ πληθυσμὸς ἦτο πτωχός, καὶ διὰ τοῦτο κατώρθωσε, μολονότι ξένος, νὰ δώση εἰς αὐτὴν τὸ ὄνομά του, καὶ ὅτι ἀκόμη καλυτέρα τύχη ἐπερίμενε τοὺς ἀπογόνους του μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἐγγονοῦ τοῦ Εὐρυσθέως, βασιλέως τῶν Μυκηνῶν, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τοὺς Ἠρακλείδας εἰς τὴν Ἀττικήν. Καθόσον, ὅταν οὗτος ἐξεστράτευσεν ἐκεῖ, ἐνεπιστεύθη τὴν ἀντιβασιλείαν τῶν Μυκηνῶν, λόγω συγγενείας, εἰς τὸν ἀδελφόν της μητρὸς τοῦ Ἀτρέα (ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἦτο ἐξωρισμένος ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Πέλοπα διὰ τὸν φόνον τοῦ Χρυσίππου). Καὶ ἐπειδὴ ὁ Εὐρυσθεὺς δὲν ἐπέστρεψε πλέον, ὁ Ἀτρεύς, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε ἐθεωρεῖτο ἀνὴρ πλουσιώτατος καὶ εἶχε κολακεύσει τὸ πλῆθος, ἀνέλαβε τὴν βασιλείαν τῶν Μυκηνῶν καὶ γενικῶς τῶν μερῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐξετείνετο ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐρυσθέως, συμφώνως ἄλλωστε μὲ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν τῶν Μυκηναίων, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ πλέον ἐφοβοῦντο τοὺς Ἠρακλείδας. Καὶ ἔτσι ὁ οἶκος τοῦ Πέλοπος ἔγινεν ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ Περσέως. Τὰ δύο αὐτὰ σκῆπτρα ἀφοῦ ἤνωσεν εἰς χείρας τοῦ ὁ Ἀγαμέμνων, υἱὸς τοῦ Ἀτρέως, καὶ ἔγινε συγχρόνως ἰσχυρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ναυτικὴν δύναμιν, κατώρθωσεν, ὅπως ἐγὼ νομίζω, νὰ συγκέντρωση τὴν ἐκστρατείαν, διότι οἱ ἡγεμόνες τὸν ἠκολούθησαν, ὄχι κατὰ χάριν, ἀλλ' ἀπὸ φόβον. Διότι εἰς τὴν ἐκστρατείαν προσῆλθεν ἔχων ὁ ἴδιος τὰ περισσότερα πλοῖα καὶ συγχρόνως ἐφωδίασε μὲ τοιαῦτα τοὺς Ἀρκάδας, ἐὰν ἡ περὶ τούτου μαρτυρία τοῦ Ὁμήρου πρέπη νὰ ληφθῆ ὑπ' ὄψιν. Καὶ εἰς τοὺς στίχους, ἄλλωστε, ὅπου ὁμιλεῖ περὶ τῆς διαδοχῆς τοῦ σκήπτρου, ἀναφέρει περὶ αὐτοῦ ὁ Ὅμηρος ὅτι ἐβασίλευσεν εἰς πολλᾶς νήσους καὶ ὁλόκληρον τὸ Ἄργος. Ἐν τούτοις, ἐὰν δὲν εἶχεν ἀξιόλογον ναυτικὴν δύναμιν, δὲν θὰ ἠμποροῦσε μὲ τὸν στρατὸν τῆς ξηρᾶς νὰ βασιλεύη εἰς νήσους, ἐκτὸς τῶν ἐγγύς της παραλίας κειμένων, αἳ ὁποῖαι ὅμως δὲν ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι πολλαί. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐστρατείαν ἄλλωστε αὐτὴν πρέπει νὰ εἰκάζωμεν περὶ τῆς σημασίας τῶν προγενεστέρων.24»
Στο σημείο αυτό πετάχτηκε και ο ψευδο-Απολλόδωρος, για να μας δώσει μια εικόνα για την διοίκηση των Αχαιών: «Ο Αγαμέμνονας, βέβαια, ήταν αρχηγός όλου του στρατού, όμως αρχηγός του στόλου ήταν ο Αχιλλέας, παρόλο που ήταν δεκαπέντε χρονών 25» Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 266 - 267 . Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 68 - 69. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 24 Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 9. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος 25 ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙ, 16 22 23
~ 24 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Και υπάκουσαν άραγε όλοι στο κάλεσμα του Αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα για την Εκστρατεία στην Τροία; Προσπάθησε κανένας άλλος να μιμηθεί τον Οδυσσέα για να τη σκαπουλάρει από την εκστρατεία; Τα κατάφερε;» Ο ψευδο-Απολλόδωρος χάιδεψε τη γενειάδα του. «Ο Μενέλαος με τον Οδυσσέα και τον Ταλθύβιο πήγαν στο βασιλιά Κινύρα στην Κύπρο και τον έπεισαν να συμμετάσχει και αυτός στην εκστρατεία. Αυτός έκανε δώρο στον Αγαμέμνονα, που δεν βρισκόταν εκεί, έναν θώρακα και αν και ορκίστηκε ότι θα έστελνε πενήντα πλοία, έστειλε τελικά μια, στην οποία επικεφαλής ήταν Μυγδαλίων, ενώ τις υπόλοιπες τις έφτιαξε από λάσπη και τις έριξε στο πέλαγος.26» Ακούγοντας αυτήν την ιστορία ο Όμηρος τινάχτηκε. «Και να σκεφτείς ότι ο Αγαμέμνονας όχι μόνο δεν αντέδρασε για την κοροϊδία του Κινύρα, αλλά περηφανευόταν κι όλας για τον θώρακα! “κι ύστερα γύρω από τα στήθη του περνά το θώρακά του, που κάποτε ο Κινύρας του 'στείλε, φίλιας κι αγάπης δώρο' τι είχε στην Κύπρο φτάσει το άκουσμα το μέγα, πως οι Αργίτες σε λίγο για την Τροία θ' αρμένιζαν με τα πλεούμενα τους27” Μάλιστα, θυμήθηκα και έναν ακόμα βασιλιά που δεν υπάκουσε στο κάλεσμα του Αγαμέμνονα: “Μετά ο ξανθός, αρχοντογέννητος Μενέλαος εσηκώθη, ο γιος του Ατρέα, τα φτεροπόδαρα φαριά του για να ζέψει, μαζί με το δικό του Πόδαργο, την Αίθη, μια φοράδα, που του Αγαμέμνονα την έδωκεν ο Εχέπωλος για δώρο, ο γιος του Αγχίση, τι δεν ήθελε στην Τροία να πάει μαζί του, μόνο να μένει εκεί να χαίρεται˙ τι του 'χε ο Δίας δοσμένο μεγάλο βιος, και στην απλόχωρη τη Σικυώνα εζούσε.28”» «Αυτός όμως που πρωτοκοντραρίστηκε ανοιχτά με τον Αγαμέμνονα ήταν ο Αχιλλέας, έτσι;» Ο γερο Όμηρος έσκυψε το κεφάλι και στηρίχτηκε πιο βαριά στο ραβδί για να θυμηθεί. «Μού’ ρχονται στο μυαλό τρία περιστατικά αρχόντων που πάνε κόντρα στον Αγαμέμνονα. Ο Αχιλλέας: “Αλήθεια, να με πούνε θ' αξιζε κιοτή και τιποτένιο, σε ό, τι κι αν έλεγες αν σύγκλινα, να κάνω ό, τι προστάζεις. Άλλους, αν θέλεις, βρες κι αφέντευε, σε μένα πια μην κάνεις κουμάντο τώρα' τι τα λόγια σου θα παν θαρρώ του ανέμου. 29” Ο Διομήδης: “Με σένα πρώτα, Ατρείδη, έτσι άμυαλα που κρένεις, θα τα βάλω, καθώς ταιριάζει μες στη σύναξη, και μη θυμώνεις, ρήγα30” Ο Οδυσσέας: “Εσύ άλλους θα 'ξιζε, κακότυχε, να κυβερνάς — κιοτήδες, και μόνο εμάς να μην αφέντευες, που ο Δίας μας έχει δώσει από τα νιάτα ως τα γεράματα να κλώθουμε πολέμους φριχτούς αδιάκοπα, ως που ο θάνατος να μας πετύχει κάπου. Με τα σωστά σου το πλατύρουγο των Τρωών γυρεύεις κάστρο ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 9 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Λ, στ. 19 – 23. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 28 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ψ, στ. 293 – 299. – Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 29 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 293 – 296. – Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 30 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 32 - 33 . Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 26 27
~ 25 ~
Εχθροί… εκ των έσω
να παρατήσουμε, για χάρη του που έχουμε τόσα πάθει; Σώπα, μην τύχει και το λόγο σου κι άλλος γρικήσει Αργίτης, λόγο, που λέω ποτέ δε θα 'πρεπε στο στόμα να τον βάλει κανένας φρόνιμος, που θα 'ξερε να κρένει μυαλωμένα καί βασιλιά ραβδί στα χέρια του κρατάει και τον ακούνε τόσα φουσάτα, σαν τ' Αργίτικα που εσύ αφεντεύεις τώρα. Μα τέτοια τώρα που ξεστόμισες θα πω μυαλό δεν έχεις” 31» Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Του τα χώνουν χοντρά! Και δεν παθαίνουν τίποτα, έτσι;» «Στην Ιλιάδα δεν έχουμε κάποια έμπρακτη αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου του Αγαμέμνονα. Ακόμα και ο Αχιλλέας, που ήταν δεύτερος τη τάξει στο στράτευμα και που ήρθε σε τόσο μεγάλη σύγκρουση μαζί του δεν καλεί τους υπόλοιπους Αχαιούς να αμφισβητήσουν την εξουσία του Αγαμέμνονα ή να ακολουθήσουν αυτόν. Από τη συμπεριφορά και των άλλων βασιλιάδων καταλαβαίνω μάλλον ότι δεν βλέπουν τον Αγαμέμνονα σαν ανώτερο, αλλά σαν “πρώτο μεταξύ ίσων”. Άλλωστε, αυτό που μαρτυριέται για τους δυο τουλάχιστον βασιλιάδες που κατάφεραν να εξαγοράσουν τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία, με τον έναν μάλιστα σχεδόν να κοροϊδεύει μέσα στα μούτρα του τον Αγαμέμνονα, δείχνει ότι ναι μεν ο βασιλιάς των Μυκηνών ήταν ο πιο ισχυρός, αλλά δεν έπαυε να είναι ο βασιλιάς μόνο των Μυκηνών.» «Με τον Αχιλλέα, όμως, γιατί τσακώθηκε; Η Βρισηίδα ήταν η αιτία ή η αφορμή;» Ο Πρόκλος ξερόβηξε πίσω από την πλάτη μου. «Στα Κύπρια Έπη διάβασα ότι όταν έφτασαν στην Τένεδο οι Αχαιοί ο Αγαμέμνονας διοργάνωσε ένα γεύμα, όπου κάλεσε όλους τους Αχαιούς βασιλιάδες πλην του Αχιλλέα. “Και ο Αχιλλέας, που τον κάλεσαν αργότερα, τσακώθηκε με τον Αγαμέμνονα 32”» «Ευχαριστώ, Πρόκλε. Όπως φαίνεται, λοιπόν, ο Αγαμέμνονας με τον Αχιλλέα είχαν μακρύ ιστορικό φιλονικιών. Ο μύθος μας λέει ότι το πρόβλημα ήταν η πληγωμένη τιμή. Ο Αγαμέμνονας υποτιμάει τον Αχιλλέα που δεν τον καλεί στο γεύμα. Ο Αγαμέμνονας θέλει να αφαιρέσει από τον Αχιλλέα την τιμή του απαιτώντας να του παραδοθεί το “γέρας” του Αχιλλέα, τα λάφυρά του, η απόδειξη ότι ήταν ανδρείος στην μάχη. Αν βγάλουμε, όμως, από την μέση τον μύθο, και συνυπολογίσουμε ότι ο Αχιλλέας λόγω των πολλών του πλοίων ήταν ο δεύτερος τη τάξει στην εκστρατεία, τότε φαντάζομαι ότι οι λόγοι είναι πιο πεζοί. Μοιρασιά των λαφύρων, του μοναδικού μέσου ανεφοδιασμού του στρατεύματος, διαφωνίες στη διοίκηση του στρατεύματος και άλλα τέτοια προσγειωμένα πράγματα προκάλεσαν τον τσακωμό των δυο ισχυρότερων ανδρών των Αχαιών.»
31 32
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ξ, στ. 84 - 95 . Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών»
~ 26 ~
Εχθροί … εκ των έσω
5. Ο Αχιλλέας
«Το περιστατικό με το Θερσίτη έγινε με αφορμή την κόντρα του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα, έτσι; Δεν θα έπρεπε να πούμε κάποια πράγματα και για τον Αχιλλέα;» «Τι θες να δούμε;» «Κατ’ αρχάς, ο Αχιλλέας, ήταν όντως άτρωτος;» «Οι αρχαίες πηγές διίστανται. Άλλα λέγανε οι μεν και άλλα οι δε». Ο ψευδο-Απολλόδωρος άρχισε να διαβάζει: «Όταν γέννησε η Θέτιδα το παιδί του Πηλέα, θέλοντας να το κάνει αθάνατο, κρυφά από τον Πηλέα τις νύχτες το βάφτιζε στη φωτιά, για να διώξει από πάνω του κάθε τι το θνητό, ενώ τις ημέρες το τάιζε αμβροσία. Ο Πηλέας την παρακολούθησε, και βλέποντας το παιδί του πάνω στη φωτιά έβαλε τις φωνές και η Θέτιδα, μην έχοντας ολοκληρώσει αυτό που έκανε, πήρε το παιδί και έφυγε στις Νηρηίδες. Το παιδί το άφησε στον Χείρωνα στο Πήλιο. Και αυτός, όταν είδε ότι παιδί τρεφόταν με σπλάχνα λιονταριών και αγριόχοιρων και μεδούλια αρκούδων, τον ονόμασε Αχιλλέα –το προηγούμενο όνομά του ήταν Λιγύρων-, επειδή τα χείλη του δε πλησίασαν μαστούς. 33» Ο Πόπλιος Παπίνιος Στάτιος σήκωσε τους ώμους του. «Εμένα αλλιώς μου τα είπαν». Και πριν προλάβουμε να του πούμε τίποτα, άρχισε να απαγγέλλει: «Στην “Αχιλειάδα” έχω βάλει τη Θέτιδα να λέει στον Κένταυρο Χείρωνα, το δάσκαλο του Αχιλλέα: “Μου φαίνεται ότι θα πάω τον γιό μου στα Τάρταρα και θα τον βυθίσω για δεύτερη φορά στην πηγή της Στυγός 34.” Και κάπου αλλού, η ίδια η Θέτιδα λέει στον μικρό Αχιλλέα: “Όταν γεννήθηκες σε δυνάμωσα με τα σκληρά ύδατα της Στυγός 35”. Ο Όμηρος σηκώθηκε, μπερδεμένος, αλλά και θυμωμένος: «Τι είναι αυτά που λέτε; Ο Αχιλλέας ήταν γιος θεάς, ήταν ο πιο γενναίος πολεμιστής, αλλά εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτά που λέτε περί αθανασίας. Αυτά μάλλον τα βγάλατε μετά εσείς από το μυαλό σας, βλέποντας στα ποιήματά μου πόσο γενναίος πολεμιστής ήταν. Όχι μόνο άτρωτος δεν ήταν, αλλά εγώ τον βάζω να πληγώνεται κι όλας στη μάχη! Ορίστε: “ο Αστεροπαίος ο γαύρος άσκωσε, ζερβόδεξος ως ήταν με το 'να βρίσκει το σκουτάρι του, μα δεν το τρύπησε, όχι˙ ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκαι», Γ 13,6 Publius Papinius Statius, “Achilleid”, I, στ. 133 – 134 35 Publius Papinius Statius, “Achilleid”, I, στ. 269 33 34
~ 27 ~
Εχθροί… εκ των έσω
το δώρο του θεού, το μάλαμα, του αντίσκοψε τη φόρα˙ και το άλλο ξώφαρσα του χάραξε το δεξιό χέρι, κι αίμα πετάχτη μαύρο' κι από πάνω του περνώντας το κοντάρι στο χώμα εχώθη, κι ας λαχτάριζε με σάρκα να χορτάσει.36”» «Ώστε την θρυλική του αθανασία ο Αχιλλέας την απόκτησε μάλλον… μετέπειτα! Και τότε γιατί ξέρουμε ότι ο Πάρης με την βοήθεια του Απόλλωνα τον πέτυχε στο μόνο τρωτό σου σημείο, τη φτέρνα και τον σκότωσε;» «Φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή δημιουργήθηκε αυτός ο μύθος, αλλά καταγράφηκε σε πολύ μεταγενέστερα κείμενα. Στην “Αιθιοπίδα”, τη συνέχεια της Ιλιάδας, περιγράφεται ο θάνατος του Αχιλλέα. Όμως το πρωτότυπο κείμενο δεν μας έχει σωθεί. Μόνο η περίληψη του Πρόκλου.» Στράφηκα προς τον Πρόκλο. «Τι διάβασες εσύ στην Αιθιοπίδα για τον θάνατο του Αχιλλέα;» Μου απάντησε βαριεστημένα. «Ω, τι με πιλατεύεις τώρα. Έγραψα κάτι στα γρήγορα. Άλλωστε όλοι στα χρόνια μου ξέρανε πώς πέθανε ο Αχιλλέας. Δεν χρειαζόταν να σπαταλήσω την πανάκριβη περγαμηνή μου για λεπτομέρειες: “Ο Αχιλλέας κυνηγά τους Τρώες και πλησιάζει μαζί τους στην πόλη. Όμως σκοτώθηκε από τον Πάρη και τον Απόλλωνα” 37» «Τέλος πάντων. Πιο πάνω ο ψευδο-Απολλόδωρος είπε ότι ο Αχιλλέας όταν ξεκίνησε η εκστρατεία ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών. Άρα δεν ήταν δυνατόν να είναι μνηστήρας της Ελένης. Πώς και συμμετείχε τότε στην εκστρατεία;» «Στο κάλεσμα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου ο Πηλέας, ο βασιλιάς των Μυρμιδόνων τους είπε ότι αντί γι’ αυτόν, θα τους ακολουθούσε ο γιος του, ο Αχιλλέα. Όμως το να πείσουν τον Αχιλλέα να συμμετάσχει στην εκστρατεία δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο!» «Τι εννοείς; Δεν ήθελε να πάει ο Αχιλλέας;» Βλέποντας τον ψευδο-Απολλόδωρο να χαμογελάει πονηρά, της είπα. «Άσε να μας τα πει εδώ ο φίλος μας.» «Όταν ο Αχιλλέας ήταν εννιά ετών, ο Κάλχας είπε ότι δεν θα ήταν δυνατόν χωρίς αυτόν να παρθεί η Τροία. Η Θέτιδα προβλέποντας ότι αν συμμετείχε στην εκστρατεία ο γιος της θα σκοτωνόταν, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον έκρυψε στην αυλή του Λυκομήδη, σαν μια από τις κόρες της αυλής. Όσο ήταν εκεί ο Αχιλλέας ζευγάρωσε με την κόρη του Λυκομήδη, τη Δηιδάμεια, και γεννήθηκε παιδί που το ονόμασαν Πύρρο, ο ίδιος που αμέσως μετά ονομάστηκε Νεοπτόλεμος. Ο Οδυσσέας, που είχε ειδοποιηθεί από τον Λυκομήδη, ήρθε να τον αναζητήσει, και με τη βοήθεια μιας στρατιωτικής σάλπιγγας τον ανακάλυψε. Και έτσι ήρθε στην Τροία. 38» «Μια από τις πηγές του ψευδο-Απολλόδωρου ήταν και τα “Κύπρια Έπη” του Στασίνου, τα οποία πραγματεύονται τα πριν τον Τρωικό Πόλεμο. Από αυτά δεν μας έχει σωθεί σχεδόν τίποτα. Έχουμε, όμως ένα όμως απόσπασμα που μας λέει για το πώς ακριβώς πήρανε χαμπάρι τον Αχιλλέα: “Οι κόρες όρμησαν στα νομίσματα και τα άλλα αντικείμενα. Αυτός, όμως, παίρνοντας τα όπλα, οπλίστηκε και συμμετείχε στην εκστρατεία. 39”» «Άλλος ένας, λοιπόν, που προσπάθησε να αποφύγει την εκστρατεία!» «Ναι, ναι. Ο Οδυσσέας προσπάθησε να πάρει Ι5 λόγω τρέλας, ενώ ο Αχιλλέας το έπαιξε αδερφή! Να που οι νεοέλληνες αποδεικνύονται πανάξιοι διάδοχοι των προγόνων τους!» Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Φ, στ. 163 – 168. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη της «Αιθιοπίδας» 38 ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη», Βιβλίο Γ΄ 13,8 39 Στασίνου «Κύπρια Έπη», Απόσπασμα 10 36 37
~ 28 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Ξέσπασε στα γέλια από τον τραβηγμένο παραλληλισμό μου. «Ένα από τα σκοτεινά σημεία που έχω είναι το γιατί ο Αχιλλέας και οι Μυρμιδονες ήταν αναγκασμένοι να συμμετέχουν στην εκστρατεία. Αφού ο Αχιλλέας ή ο Πηλέας δεν ήταν μνηστήρες της Ελένης.» «Ξεχνάς κάτι βασικό: Πότε και πού ξεκίνησαν όλοι αυτοί οι μπελάδες; Στους γάμους του Πηλέα με τη Θέτιδα. Εκεί πέταξε το μήλο της η Έριδα και έγινε η κρίση της πιο όμορφης θεάς από τον Πάρη. Είναι πολύ λογικό ο Πηλέας να είναι υποχρεωμένος απέναντι στον Αγαμέμνονα και τον κερατά τον Μενέλαο.» «Όμως φαίνεται ότι ο Αγαμέμνονας έβαλε κακό μπελά στο κεφάλι του. Τσακώνεται συνέχεια με τον Αχιλλέα. Άραγε, τι κατηγορίες ακριβώς προσάπτει ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα;» Ο Όμηρος έκλεισε πονηρά το μάτι του. «Να δω αν θα σας θυμίσουν τίποτα αυτά που θα σας πω. Λέει ο Αγαμέμνονας: “«Μα γι' άλλο αρχοντομοίρι γρήγορα γνοιαστείτε' δεν ταιριάζει δίχως μοιράδι τώρα απ' όλους μας να μένω εγώ μονάχα˙ τι φεύγει αλλού το αρχοντομοίρι μου, το βλέπετε κι ατοί σας.» Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος του απηλογήθη κι είπε: «Υγιέ του Ατρέα τρανέ κι απ' όλους μας ο πιο συφερτολόγος και πώς οι Αργίτες οι τρανόψυχοι να βρουν αρχοντομοίρι να σου το δώσουν; Βιος αμοίραστο δεν έχουμε, όσο ξέρω τι όσα απ' τα κάστρα διαγουμίσαμε, τα μοιραστήκαμε όλα, κι ούτε θα ταίριαζε το ασκέρι μας να τα μαζέψει πάλε.40” Και λίγο μετά ξαναλέει ο Αχιλλέας: “Ποτέ δεν είν' το αρχοντομοίρι μου σαν το δικό σου, σύντας κάποιο πολύψυχο πατήσουμε των Τρώων οι Αργίτες κάστρο. μα η πιο βαριά του πολυτάραχου πολέμου μπόρα πέφτει στα χέρια ετούτα, κι όταν ύστερα στη μοιρασιά βρεθούμε, πάντα δικό σου το τρανότερο, κι εγώ στα πλοία διαγέρνω μικρό κρατώντας, μα καλόδεχτο, σα ρέψω πια απ' τη μάχη.41”» «Μα, λέει στον Αγαμέμνονα ότι ακριβώς του λέει και ο Θερσίτης! Και γιατί δεν βρέθηκε κανένας ρήγας να τον πλακώσει κι αυτόν στο ξύλο; Ή τουλάχιστον να πάρει το μέρος του; Γιατί έπρεπε τα κάστανα από τη φωτιά να τα βγάλει ένας παρατρεχάμενος;» «Και να φανταστείς ότι, όπως μας λέει ο Όμηρος, ο Θερσίτης τα έβαζε πολύ συχνά με τον Αχιλλέα.» «Ναι, αλλά εδώ παίρνει το μέρος του. Αλήθεια, θα του το αναγνωρίσει ποτέ αυτό ο Αχιλλέας;» «Μπά. Μάλλον το αντίθετο» Το λόγο πήρε ο ψευδο-Απολλόδωρος. «Η Πενθεσίλεια, κόρη της Οτήρης και του Άρη, σκότωσε χωρίς να το θέλει τον Ιππολύτη και εξαγνίστηκε από τον Πρίαμο. Σε μια μάχη σκότωσε πάρα πολλούς, ανάμεσα στους οποίους και τον Μαχάονα. Αργότερα τη σκοτώνει ο Αχιλλέας, ο οποίος ερωτεύτηκε την Αμαζόνα μετά τον θάνατό της και επειδή τον κορόιδευε γι’ αυτό ο Θερσίτης τον σκότωσε και αυτόν. 42» Ο Πρόκλος βιάστηκε να συμφωνήσει με τον ψευδο-Απολλόδωρο, απαγγέλοντας τα παρακάτω:
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 118 – 126. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 163 – 168. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 42 ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή» V,19 1 40 41
~ 29 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Η Αμαζόνα Πενθεσίλεια, Θρακικής καταγωγής, κόρη του Άρη, συμμαχεί με τους Τρώες και προσέρχεται να τους βοηθήσει. Ενώ διαπρέπει στην μάχη, τη σκοτώνει ο Αχιλλέας και τη θάβουν οι Τρώες. Και ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Θερσίτη, επειδή τον κορόϊδευε και τον ειρωνευόταν ότι τάχα την είχε ερωτευτεί. Και εξ αιτίας του φόνου του Θερσίτη ξεσπά εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στους Αχαιούς. Μετά από αυτό ο Αχιλλέας πλέει προς τη Λέσβο, και αφού θυσίασε στον Απόλλωνα, την Άρτεμη και τη Λητώ, εξαγνίζεται για το φόνο από τον Οδυσσέα.43» «Λεπτομερέστερη περιγραφή, πάντως, του περιστατικού κάνει ο Κουιντος ο Σμυρναίος στο έργο του “Των μεθ’ Όμηρον”. Όμως απ’ ό, τι φαίνεται, απλά βάζει λίγη σάλτσα σε αυτά που έχει ήδη γράψει ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος στην “Αιθιοπίδα”.» Σχεδόν προσβεβλημένος πήρε τον λόγο ο Κόιντος. «Η αφορμή για το φόνο του αχρείου Θερσίτη ήταν που αυτός είχε χώσει το κοντάρι του στο πρόσωπο της ετοιμοθάνατης Αμαζόνας Πενθεσίλειας. Και ο Θερσίτης δυνατά άρχισε να τον κοροϊδεύει: “Ω, Αχιλλέα κακόμοιρε δεν ντρέπεσαι να αφήνεις ένα θεό να σε σαγηνεύει την καρδιά σου με την με μια αξιολύπητη Αμαζόνα, η οποία είχε βάλει πολλά κακά στο νου της για εμάς; Και τα μυαλά σου τα πήρε μια γυναίκα και την επιθυμείς, σαν να ήταν μια καλή νοικοκυρά, με δώρα σαν να σε καλόπιανε και την αγνή θέληση για γάμο. Φαντάσου να μην είχε βάλει για στόχο με το δόρυ της αυτήν την καρδιά, την καρδιά που αναστενάζει για τα θηλυκά! Τίποτα δε σε νοιάζει να σκέφτεσαι, ούτε το κυνήγι της αρετής Από τη στιγμή που είδες την γυναίκα. Κακόμοιρε, Τι νόημα έχει τώρα όλη σου η δύναμη; Πού είναι η βία του άτρωτου βασιλιά; Τίποτα δεν βλέπω από αυτά που γέννησαν τρόμο στις γυναίκες των Τρώων; Τίποτα πιο καταστροφικό από την ομορφιά μιας γυναίκας. Αυτή παίρνει τα μυαλά των σοφών ανθρώπων. γεννά πόνο αντί για ευχαρίστηση. Τα αγαπημένα έργα του Άρη για τους άνδρες είναι η δόξα της Νίκης, ενώ των γυναικών είναι το φευγιό από τη μάχη.” Έτσι είπε, προσβάλλοντάς τον πάρα πολύ. Και εκείνος, ο γιος του Πηλέα γέμισε θυμό μες στην ψυχή του. Αμέσως το δυνατό του χέρι χέρι τον χτύπησε ανάμεσα στο σαγόνι και στο αυτί. Και όλα τα δόντια του ξεχύθηκαν και έπεσαν στη γη, και έπεσε κι Αυτός μπρούμυτα. Από το στόμα του έρρεε άφθονο το αίμα. Και πέταξε μακριά από το κορμί του η ανίερη ψυχή εκείνου του τιποτένιου άντρα. Και χάρηκαν όλοι οι Αχαιοί. Γιατί πλέον δεν θα μπορεί να τους προσβάλει όλους με πειράγματα γεμάτα δηλητήριο, αυτός, η ντροπή όλων των Δαναών. Και τότε κάποιος από τους αντρείους Αργίτες είπε τα εξής: “Δεν είναι σωστό άντρες χαμηλοί να βρίζουν βασιλιάδες Είτε στα κρυφά είτε στα χαμηλά, γιατί καραδοκεί η τιμωρία. Η Θέμιδα, η θεά της Δικαιοσύνης, και η Άτη, που τιμωρεί την γλώσσα την αναιδή, καραδοκούν από ψηλά για να προσφέρουν πόνο σε αυτόν που προκαλεί πόνο. 44”» 43 44
Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη του έπους «Αιθιοπίς» Quinti Smyrnaei – “Posthomericorum”-Κουΐντου του Σμυρναίου «Των μεθ’ Όμηρον», I 751-810
~ 30 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Α, Μα, εδώ μπαίνουν νέα στοιχεία! Ο Θερσίτης πρόσβαλε τον Αχιλλέα όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και με πράξεις! Και ο Αχιλλέας τον σκότωσε με τα χέρια του! Τόση ήταν η οργή του!» «Εεε, θα πρότεινα να κρατάς μικρό καλάθι ακούγοντας τον Κόιντο.» «Γιατί;» Της έδειξα τρία σκεύη. Έναν ερυθρόμορφο κύλικα του 460 – 470 π.Χ. που βρέθηκε στην ετρουσκική πόλη Vulci και που φυλάγεται στο Μόναχο, έναν μελανόμορφο αμφορέα του 540 με 530 π.Χ., που φυλάγεται στο Βρετανικό Μουσείο και έναν ακόμα μελανόμορφο αμφορέα, του 520 π.Χ., έργο ενός από τους διασημότερους αγγειογράφους, του Εξηκία, και αυτόν από το Βρετανικό Μουσείο. Όλοι είχαν σαν θέμα το σκοτωμό της Αμαζόνας Πενθεσίλειας από τον Αχιλλέα. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα μπροστά στην ομορφιά τους, ειδικά μπροστά στο έργο του Εξηκία. «Βλέπεις πουθενά το Θερσίτη;» «Όχι. Μάλιστα εδώ, στο έργο του Εξηκία, ο Αχιλλέας με το δόρυ του τρυπάει τον λαιμό της όμορφης Αμαζόνας!» Αμέσως βρεθήκαμε στο Μουσείο του Καπιτωλίου, το αρχαιότερο μουσείο της Ευρώπης. Στεκόμασταν μπροστά από μια μαρμάρινη πλάκα του 15 π.Χ. περίπου, διαστάσεων 25 επί 28 πόντων, που είχε χαραγμένες πάνω της σκηνές από τις τελευταίες μέρες της Τροίας. «Κοίταξε προσεκτικά την Tabula Iliaca», της είπα. Αυτή έσκυψε για να δει από κοντά. «Α!» αναφώνησε. «Το είδα!» Μου έδειξε με το χέρι ένα σημείο της πλάκας, όπου, όπως μας πληροφορούσε ο καλλιτέχνης, απεικονιζόταν ο Αχιλλέας να φονεύει τον Θερσίτη. Μόνο που το έκανε με το σπαθί του, όχι με τα χέρια του! «Άρα…» «Άρα δεν πρέπει να δίνουμε τόση σημασία στην περιγραφή του Κόιντου. Αυτοί που έφτιαξαν τα αγγεία και την Tabula δεν είχαν υπόψη τους αυτά που λέει ο Κόιντος τον 4ο μ.Χ αιώνα, γιατί πολύ απλά αυτά ήταν βγαλμένα από τη φαντασία του για να συγκινήσει τους αναγνώστες του.» «Κρίμα. Και ήταν τόσο ρομαντικό.» «Μωρέ, ρομαντικό είναι. Και καλλιτεχνική αξία έχει το έργο του Κόιντου. Αλλά γι’ αυτό που ψάχνουμε εμείς εδώ πέρα δεν μας βοηθάει. Εμείς θέλουμε να στύψουμε όσο γίνεται περισσότερο τον μύθο για να δούμε τι ζουμί θα βγάλει. Αν είναι να δυσκολευόμαστε παίρνοντας υπόψη και άλλα στοιχεία που είναι ολοφάνερα μεταγενέστερα των μύθων, τότε την βάψαμε!»
~ 31 ~
Εχθροί… εκ των έσω
6. Ο Τρωικός Πόλεμος
«Ψάχνοντας να βρούμε αν το περιστατικό του Θερσίτη ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ιστορία πρέπει να δούμε κάτι σημαντικό: Αν όντως έγινε ο Τρωικός Πόλεμος.» «Πάντως οι αρχαίοι Έλληνες τον θεωρούσαν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ακόμα και αυτός ο Θουκυδίδης, που δεν έγραφε τίποτα αν δεν το διπλο–τριπλοτσέκαρε είναι βέβαιος ότι έγινε ο Τρωικός Πόλεμος». «Όντως», αποκρίθηκε ο Θουκυδίδης. «Στο πρώτο βιβλίο των “Ιστοριών” μου ασχολούμαι εκτενώς με αυτό το γεγονός. “Ὁπωσδήποτε τὰ διάφορα ἑλληνικὰ φύλα, ἐπὶ τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα τῶν
Ἑλλήνων, λόγω κοινότητος τῆς γλώσσης, ἐξηπλώνετο διαδοχικῶς ἀπὸ μίαν περιφέρειαν εἰς ἄλλην, ἕως ὅτου ἐπεξετάθη ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν, δὲν ἔκαμαν καμμίαν κοινὴν ἐπιχείρησιν πρὶν ἀπὸ τὰ Τρωικά, ἕνεκα ἀδυναμίας καὶ ἐλλείψεως ἀμοιβαίας ἐπικοινωνίας. Ἄλλωστε, καὶ τὴν ἐκστρατείαν ἀκόμη κατὰ τῆς Τροίας τότε μόνον ἐπεχείρησαν ἀπὸ κοινοῦ, ὅταν εἶχαν ἤδη ἀποκτήσει ἀξιόλογον ἐμπειρίαν τῆς θαλάσσης.45”
“Τὸ ὅτι αἳ Μυκῆναι ἤσαν μικραί, ἡ κάθε ἄλλη πόλις του τότε καιροῦ φαίνεται
σήμερον ἀσήμαντος, δὲν εἶναι ἀποχρῶν λόγος ὅπως ἀρνηθῆ κανεὶς νὰ πιστεύση ὅτι ἡ κατὰ τῆς Τροίας ἐκστρατεία ὑπῆρξεν ὅσον μεγάλη λέγεται ἀπὸ τοὺς ποιητᾶς καὶ παριστάνεται ἀπὸ τὴν παράδοσιν. […] Δὲν εἶναι λοιπὸν ὀρθὸν νὰ εἴμεθα δύσπιστοι, οὔτε ν' ἀποβλέπωμεν εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τῶν πόλεων μᾶλλον παρὰ εἰς τὴν δύναμιν τῶν, ἀλλὰ πρέπει νὰ θεωροῦμεν ὅτι ἡ κατὰ τῆς Τροίας ἐκστρατεία ὑπῆρξε μὲν μεγαλύτερα ἀπὸ τὰς προηγουμένας, ὑπολείπεται ὅμως τῶν σημερινῶν, ἐὰν πρέπη νὰ πιστεύσωμεν καὶ ἐδῶ τὰ ποιήματα τοῦ Ὁμήρου. Διότι, μολονότι εἶναι φυσικὸν νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι οὗτος ὡς ποιητὴς μεγαλοποιεῖ διὰ τῆς φαντασίας τοῦ τὴν ἐκστρατείαν ὅμως καὶ πάλιν φαίνεται αὐτὴ ὑποδεεστέρα. […] Ἐὰν λοιπὸν λάβωμεν τὸν μέσον ὄρον μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων καὶ μικροτέρων πλοίων, οἱ ἐκστρατεύοντες δὲν φαίνεται νὰ ἤσαν πολλοί, λαμβανομένου ὑπ' ὄψιν ὅτι οὗτοι προήρχοντο ἀπὸ σὅλα συγχρόνως τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος. Αἰτία τούτου ἦτο ὄχι τόσον ἡ ὀλιγανθρωπία ὅσον ἡ ἀχρηματία. Διότι, ἕνεκα ἐλλείψεως ἐπαρκῶν τροφίμων, ἐξεστράτευσαν μὲ περιωρισμένην δύναμιν στρατοῦ καὶ τόσην μόνον, ὅσην ἤλπιζαν ὅτι ἠμποροῦσε νὰ διατρέφεται ἀπὸ τὴν χώραν, διαρκοῦντος τοῦ πολέμου. 46”»
45 46
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 3. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 10-11. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 32 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Πάντως έχει αξία να δούμε και ένα άλλο στοιχείο: Οι Αχαιοί όταν συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν την εκστρατεία, επειδή δεν ήσαν σίγουροι για το πού ήταν η Τροία, έκαναν ένα λαθάκι…» Με έκοψε ο Πρόκλος. «Έπειτα, φτάνοντας στην Τευθρανία αποβιβάζονται από τα πλοία και την εκπόρθησαν, σαν να ήταν η Τροία 47». Πετάχτηκε και ο ψευδο-Απολλόδωρος. «Αγνοώντας το πώς θα έπρεπε να πλεύσουν για να φτάσουν στην Τροία, κατευθύνθηκαν στη Μυσία, αποβιβάστηκαν και την εκπόρθησαν, επειδή νόμιζαν ότι ήταν η Τροία48» «Μα, ο ένας λέει ότι οι Αχαιοί επιτέθηκαν στην Τευθρανία και ο άλλος στη Μυσία. Ποιος έχει δίκιο;» «Και οι δύο. Η Μυσία ήταν μια περιοχή στην βορειοδυτική Μικρά Ασία και η Τευθρανία μια από τις πόλεις της». «Αυτά, λοιπόν από τα αρχαία κείμενα. Οι αρχαιολόγοι, όμως, τι λένε; Έγινε στ’ αλήθεια ο Τρωικός Πόλεμος;» «Οι πρωτογενείς πηγές μας, δηλαδή αυτές που δεν βασίζονται σε λογοτεχνήματα, είναι ελάχιστες για εκείνη την περίοδο. Μην ξεχνάς ότι μέχρι να βρει ο Σλήμαν τα ερείπια των Μυκηνών και της Τροίας υπήρχαν πάρα πολλοί που έλεγαν ότι τα έπη του Ομήρου ήταν αποκλειστικά προϊόν της φαντασίας του ποιητή.» «Και αυτές οι λίγες πρωτογενείς πηγές τι λένε; Συμφωνούν καθόλου με τον Όμηρο;» «Ας πάρουμε κατ’ αρχάς τα κρατικά αρχεία μιας υπερδύναμης της εποχής, της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Οι Χετταίοι κρατούσαν λεπτομερέστατα αρχεία και είναι αδύνατο να έγινε κάτι στα δυτικά τους σύνορα χωρίς να το έχουν καταγράψει. Στις πινακίδες τους, λοιπόν, συναντάμε διάφορα ονόματα και περιστατικά που φέρνουν στο μυαλό μας ονόματα πόλεων, ανθρώπων, αλλά και ιστορικά γεγονότα. Μετά από πολλή διαμάχη ανάμεσα στους επιστήμονες έχει σχεδόν επικρατήσει ότι: - οι Ahhiyawa είναι οι Αχαιοί, ένας λαός στα δυτικά, που έχει σχέση με νησιά και ναυτικές δυνάμεις. -η Wilusa είναι το ομηρικό Ίλιον, παραθαλάσσιο βασίλειο στα Β/Δ της Ασίας. Μάλιστα, από τον 15ο αι. π.Χ. οι Χετταίοι αναγνωρίζουν ότι στη “γη της Wilusa” υπήρχε μια περιοχή με το όνομα Taruwisa, η Τροία. -η Millawanda είναι η Μίλητος, πρωτεύουσα ενός βασιλείου που έχει στενή σχέση με τους Ahhiyawa και είναι ένας συνεχής μπελάς για τους Χετταίους. Είναι η βάση των Ahhiyawa στην Μικρά Ασία, άσυλο των εχθρών των Χετταίων, αλλά και της οποίας οι άρχοντες ξεσηκώνουν τις κατά καιρούς της πόλεις της Λυκκίας για να αποστατήσουν από τον Χετταίο Μεγάλο Βασιλιά.» «Ωραία αυτά, αλλά έχουμε κάτι πιο συγκεκριμένο;» Βρισκόμασταν μπροστά σε μια προθήκη του Βρεττανικού Μουσείου. Της έδειξα μια από τις πινακίδες, την CTH 76. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» «Όχι» «Είναι μια συνθήκη που υπογράφτηκε ανάμεσα στον Χετταίο βασιλιά Muwattalli II, που βασίλεψε ανάμεσα περίπου στα 1295 με 1270 π.Χ. και τον άρχοντα της Wilusa, Alaksandu. Σε αυτή τη συνθήκη ο Χετταίος βασιλιάς υπόσχεται να παρέχει όποια βοήθεια του ζητήσει ο Alaksandu, αρκεί αυτός να τον συνδράμει στις εκστρατείες του εναντίον εχθρών στα ανατολικά της αυτοκρατορίας. Eγγυητές της συμμαχίας ήταν δυο θεοί της Wilusa, ο Apalliunas και ο Kaskol-kur. Ο Alaksandu 47 48
Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών» Απολλοδώρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙ 17
~ 33 ~
Εχθροί… εκ των έσω
φαίνεται να είναι βασιλιάς της Wilusa και πριν ανέβει στο θρόνο ο Muwattalli, καθώς ο Muwattalli λέει ότι παρόμοια συνθήκη είχε υπογράψει και ο πατέρας του με τον Alaksandu. Ο Alaksandu φαίνεται να διαδέχθηκε όχι σαν γιος, αλλά με κάποιον άλλο τρόπο τον προηγούμενο βασιλιά της Wilusa, Kukkunni.» «Apalliunas… όπως λέμε Απόλλωνας και Alaksandu… όπως λέμε Αλέξανδρος! Έτσι έλεγε ο Όμηρος τον Πάρη!» «Πολύ σωστά. Το “Αλέξανδρος” θα μπορούσε να είναι εξελληνισμένο το Alaksandu.» «Επίσης ταιριάζει και με την ετυμολογία! Αλεξ-ανδρος, “αλεξ”, δηλαδή προστάτης, “αδρός”, γενική του “ανήρ”. Αυτός που προστατεύει τους άνδρες. Αυτόν τον χαρακτηρισμό θα μπορούσαμε να τον δώσουμε στον Πάρη, μιας και ήταν πρίγκηπας της Τροίας και υπερασπιστής της.» «Επίσης οι Μυκηναίοι μάλλον δεν είχαν ονόματα με συνθετικό το “-ανδρο”. Τα ονόματα με δεύτερο συνθετικό “-ανδρος” που συναντάμε στον Όμηρο σχετίζονται με τους Τρώες. Αλέξανδρος, Ανδρομάχη, Μαίανδρος ποταμός, Σκάμανδρος ποταμός. Τέτοια ονόματα στον ελλαδικό χώρο συναντάμε πολύ αργότερα, κυρίως μετά τον 5ο αι π.Χ. Επομένως ξέρουμε τουλάχιστον έναν βασιλιά της Τροίας, που τον έλεγαν Alaksandu!» «Κανένα άλλο στοιχείο;» «Σε ένα γράμμα του προς τον Βασιλιά των Ahhiyawa, το Γράμμα Tagalawa στην πινακίδα με την κωδική ονομασία CTH 181, ο Χετταίος βασιλιάς Ḫattušili III, ο αδελφός του Muwattalli II, που βασίλεψε περίπου από το 1270 έως το 1230, αποκαλώντας τον συνεχώς «αδελφό» του, τίτλο που χρησιμοποιούσε μόνο στην αλληλογραφία του με τον Φαραώ της Αιγύπτου, αναφέρεται και στην Wilusa. Παραπονούμενος για έναν αποστάτη Χετταίο, τον Piyama-radu, ο οποίος μετά από την αποπομπή του από την Χαττούσα, την πρωτεύουσα των Χετταίων, πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο προσπαθώντας να δημιουργήσει προβλήματα στην Αυτοκρατορία, του ζητάει να σταματήσει να τον ενισχύει και να του τον παραδώσει. Μάλιστα του προτείνει να στείλει μια επιστολή στον Piyama-radu, λέγοντάς του: “ «[…] Στο ζήτημα της Wilusa όπου εμείς, ο Βασιλιάς των Χάττι και εγώ ήμασταν εχθρικοί, με έπεισε. Κάναμε ειρήνη. Πλέον δεν επιτρέπονται εχθροπραξίες ανάμεσά μας» Γράψ’ του το αυτό.” «Επομένως, αν σκέφτομαι σωστά, έχουμε καταγεγραμμένη μια τουλάχιστον μαρτυρία στα επίσημα αρχεία των Χετταίων για μια πολεμική διένεξη στην Τροία ανάμεσα στους Αχαιούς και τους Χετταίους, στην οποία έχασαν οι Αχαιοί». «Ακριβώς! Βέβαια αυτή η διαμάχη που αναφέρεται εδώ είναι αρκετά προγενέστερη της καταστροφής της Τροίας, που οι ιστορικοί την τοποθετούν στα 1180 π.Χ.» «Και για εκείνη την περίοδο, το 1180 π.Χ. δεν έχουμε τίποτα στις πινακίδες των Χετταίων;» «Λίγο δύσκολο. Το βασίλειο των Χετταίων πεθαίνει μαζί με τον τελευταίο του βασιλιά, τον Suppiluliuma II, περίπου στα 1178 - 1177 π.Χ. Δυστυχώς για εμάς, στα τελευταία τους χρόνια οι Χετταίοι ασχολούνταν με άλλα, φαντάζομαι πιο σοβαρά ζητήματα από μια πολιορκία μιας ξένης πλέον πόλης πέρα από τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος κραταιός Μέγας Βασιλέας ήταν ο Tudḫaliya IV, γιος του Ḫattušili III, που βασίλεψε περίπου από το 1235 έως το 1210. Στα “Χρονικά” του, στην πινακίδα CTH 142/85 συναντάμε την τελευταία αναφορά στην Wilusa μας και στην CTH 211.4 στους Ahhiyawa.» «Και τι λέει σε αυτά τα κείμενα ο βασιλιάς;» «Ας δούμε την πρώτη πινακίδα, την CTH 142/85. “Ο Tudhaliya, ο Μεγάλος Βασιλιάς λέει τα εξής: [όταν] ο [πατέρας μου] έγινε θεός, ήμουν [ακόμα παιδί] και ο βασιλιάς της χώρας Arzawa […] Όταν επέστρεψα στη Χαττούσα αυτές οι χώρες έγιναν εχθρικές απέναντί μου: η Unalija... η Dura, η Halluwa, η Huwallusija... η Karakisa, η Dunta, η Adadura, η Parista.... η Warsija, η Kuruppija... ~ 34 ~
Εχθροί … εκ των έσω
η Lussa, η Alatra, η χώρα του Βουνού Pahurina, η Pasuhalta... η Wilusija, η Taruisa. […] Συγκεντρώθηκαν, μαζί με τα στρατεύματά τους και … και επιτέθηκαν εναντίον των αποθεμάτων. Όμως εγώ, ο Tudhaliya, μετακίνησα τα αποθέματά μου τη νύχτα και zingelte τα αποθέματα του στρατού του εχθρού. Και οι Θεοί μου το έδωσαν: Η Θεά – Ήλιος της Arinna, ο Θεός – Καιρός του ουρανού, ο προστάτης των Χάττι , Θεός Istar, ο Θεός του Φεγγαριού, Lelwani. Και επιτέθηκα στα αποθέματα του στρατού του εχθρού. Μετά πήγα στο εσωτερικό της χώρας του. […] Και οι Θεοί έτρεξαν μπροστά από μένα: Όλες αυτές οι χώρες, που ανέφερα, οι οποίες ήταν εχθρικές, οι Θεοί μου τις έδωσαν. Όλες αυτές τις χώρες τις κατέλαβα και πήρα αιχμαλώτους, βοοειδή, πρόβατα και αγαθά από αυτές και τα έφερα στην Χαττούσα. Όταν κατέστρεψα την Assuwa επέστρεψα στην Χαττούσα και έφερα αιχμάλωτους 10.000 στρατιώτες, 600 πολεμιστές πολεμικών αρμάτων, άρματα, οδηγούς αρμάτων και τους εγκατέστησα στη Χαττούσα. […] Για δεύτερη φορά ο Kukkulli αγανάκτησε αργότερα. Συγκέντρωσε 10.000 στρατιώτες και 600 άρματα της χώρας Assuwa και ετοίμαζε εξέγερση. Και οι Θεοί μου το έδωσα: Η υπόθεσή τους έγινε γνωστή, κάποιος τον κατέστρεψε και κάποιος σκότωσε τον Kukkulli.” «Μπερδεύτηκα!» «Λογικό είναι. Η ουσία είναι αυτή: Στα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα, εκεί, κοντά στα 1220, στη δυτική Μικρά Ασία μια σειρά από χώρες βρίσκονται σε αναταραχή και αρνούνται την κυριαρχία των Χετταίων. Ανάμεσά η Wilusija και η Taruisa, το Ίλιον και η Τροία. Λίγο παρακάτω είδαμε ένα ακόμα γνωστό όνομα: Assuwa.» «Assuwa… Ασία;» «Μμμμ», ακούστηκε από το μέρος του Ομήρου, ο οποίος είχε σηκωθεί όρθιος και φαινόταν ότι έφερνε στο μυαλό του μια εικόνα φυσικής ομορφιάς που τον έκανε να συγκινηθεί. «Κι αυτοί, καθώς πουλιά πετούμενα, για μακρολαιμουδάτοι κύκνοι για χήνες για και γερανοί, κοπαδιαστά πετούνε στις ρεματιές του Κάστρου ολόγυρα, στο ασιανό λιβάδι, χαρά γεμάτα, φτερακίζοντας ολούθε, κι ως καθίζουν, χαλνούν τον κόσμο, πλημμυρίζοντας τον κάμπο απ' τις κραξιές τους 49» «Αυτή ήταν η πρώτη λογοτεχνική αναφορά του ονόματος της Ασίας. Πέρα από αυτήν, στην Ιλιάδα συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα “Άσιος”. Ο πρώτος, που τον βλέπουμε στον κατάλογο των συμμάχων των Τρώων, στους στίχους 838 – 839 της Ραψωδίας Β, είναι βασιλιάς της Αρίσβης. Ο δεύτερος, που τον πετυχαίνουμε στο στίχο 717 της Ραψωδίας Π, ήταν αδερφός της Εκάβης, της γυναίκας του Πριάμου. Όπως και να έχει, όταν οι άνθρωποι του 13ου και του 12ου π.Χ. αιώνα έλεγαν Ασία ή Assuwa εννοούσαν μια συγκεκριμένη περιοχή στην βορειοδυτική σημερινή Μικρά Ασία. Απ’ ό, τι φαίνεται σε αυτό συμφωνεί και ο Όμηρος, σχεδόν τετρακόσια χρόνια μετά. Στην πορεία των χρόνων με το όνομα Ασία περιγράφεται όλος ο τόπος ανατολικά του Αιγαίου.» «Και το δεύτερο γράμμα του Χετταίου βασιλιά; Η τελευταία του αναφορά στους Ahhiyawa;» Της έδειξα την πινακίδα CTH 211.4. Διαβάσαμε με κόπο: «[Ο Tudhaliya, ο Μεγάλος Βασ]ιλιάς [λέει τα εξής]: «Ξανά, για δεύτερη φορά η Χώρα του Ποταμού Šeḫa αμάρτησε. [Είπαν:] “Παλιότερα ο προ-προπάππος του Ήλιου Μου δεν μας κατέκτησε με τα όπλα. [Και όταν ο προπάππος του Ήλιου Μου] κατέκτησε τη χώρα των Arzawa, [δεν κατέκτησε] εμάς με τα όπλα. [Θα μπορούσε να κατακτήσει0 εμάς, αλλά του απαλείψαμε την αμαρτία”. [Στη συνέχεια ο Tarḫuna-radu] έγινε εχθρικός. Βασίστηκε στον Βασιλιά των Aḫḫiyawa. Κατέφυγε στην [Κορυφή του Αετού]. Εγώ, ο Μεγάλος Βασιλιάς, ξεκίνησα και κατέλαβα την Κορυφή του Αετού και αιχμαλώτισα 500 άλογα και [στρατιώτες]. Μετέφερα τον 49
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, 459 – 463. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης, Ιωάννης Κακριδής.
~ 35 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Tarḫuna-radu, μαζί με τις γυναίκες του [τα παιδιά και τα υπάρχοντά του] και τον εγκατέστησα στην πόλη Arinna, την πόλη της Θεάς του Ήλιου. [Ούτε ο Ḫattušili], ο Μεγάλος Βασιλιάς δεν είχε πάει σε αυτή τη χώρα. Αλλά εγώ τοποθέτησα [κάποιον άγνωστο], γόνο του Mu[wa-walwi βασιλιά της Χώρας του Ποταμού Šeḫa], και του [καθόρισα ότι όφειλε να μου παρέχει έναν αριθμό] αλόγων [και έναν αριθμό πολεμιστών].» «Άλλη μια περίπτωση ανακατωσούρας στα δυτικά σύνορα του βασιλείου των Χετταίων. Ο ποταμός Šeḫa που λέει εδώ ο Μεγάλος Βασιλιάς, ήταν μεγάλος και χυνόταν στο Αιγαίο. Συνδυάζοντας ένα σωρό από πηγές, από τον Όμηρο μέχρι τον Ηρόδοτο, ορισμένοι τον ταυτίζουν με τον ποταμό Κάυστρο, τον σημερινό Küçük Menderes, που έχει τις εκβολές του κοντά στην Έφεσο. Το σημερινό του όνομά σημαίνει Μικρός Μαίανδρος. Πάνω κάτω αυτά από τα κείμενα των Χετταίων» «Αλήθεια, οι Μυκηναίοι δεν κράταγαν επίσημα αρχεία; Δεν λέγαμε πριν ότι το ιερατείο κατέγραφε κάποια πράγματα; Δεν έχει σωθεί τίποτα από αυτά;» «Ελάχιστα πράγματα έχουν σωθεί από τα μυκηναϊκά αρχεία. Οι πινακίδες που βρέθηκαν στην Πύλο, την Κνωσό και αλλού περιέχουν αναλυτικές πληροφορίες για την παραγωγή των βασιλείων και σκόρπιες πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση.» «Δεν υπάρχουν εξιστορήσεις γεγονότων, όπως στα χετιτικά αρχεία;» «Όχι. Στον ελλαδικό χώρο η γραφή ήρθε πολύ πιο αργά από τους άλλους λαούς της Μεσογείου. Και στα χρόνια που ψάχνουμε εμείς η γραφή ακόμα έπαιζε τον πρώτο πρώτο ρόλο της.» «Δηλαδή;» «Δηλαδή χρησίμευε για τα αρχεία του βασιλείου και για ζητήματα ιδιοκτησίας. Η γραφή δεν εμφανίστηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της επικοινωνίας. Πρωτοδημιουργήθηκε για να βοηθήσει στην οικονομία, τη βάση κάθε κοιννικής οργάνωσης. Αργότερα την υιοθέτησε το ιερατείο για την καταγραφή των ύμνων και των άλλων του σκοπών. Δεν μας έχει σωθεί μυκηναϊκή αλληλογραφία, γιατί μάλλον δεν πρόλαβε να εμφανιστεί καν αυτό το στοιχείο στα μυκηναϊκά βασίλεια. Το ότι λάμβαναν γράμματα οι άνακτες των Ahhiyawa από τους Χετταίους δε σημαίνει απαραίτητα ότι απαντούσαν με τον ίδιο τρόπο. Ούτε βέβαια αποκλείεται να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Απλά σε εμάς δεν έχουν σωθεί τέτοια πράγματα, ώστε να μπορούμε να διαβάσουμε για κάποια γεγονότα που απασχολούσαν το βασίλειο. Οι μόνες πληροφορίες που διαβάζουμε αναλυτικά είναι για την παραγωγή και τη θρησκεία των μυκηναϊκών βασιλείων». «Άρα δεν υπάρχει καμιά ευθεία αναφορά στον Τρωικό Πόλεμο…» «Όχι. Για τον πόλεμο ή τους πολέμους των Αχαιών, μόνο πλάγιες πληροφορίες μπορούμε να πάρουμε.» Βρισκόμασταν στα ερείπια του ανακτόρου της Πύλου. Τριγυρνάγαμε από αίθουσα σε αίθουσα, ψαχουλεύοντας εκατοντάδες πήλινες πινακίδες, που είχαν χαραγμένα πάνω τους περίεργα σύμβολα. «Τους πολέμους και τις επιδρομές των Αχαιών μπορούμε να τις διακρίνουμε πολύ θαμπά αν δούμε τι πληροφορίες παίρνουμε για τον καρπό τους, τους δούλους. Δες εδώ. Στις συλλογές Αa, Ab, Ad, Ae αυτών των πινακίδων αναφέρονται γυναίκες σκλάβοι. Ο όρος που τις περιγράφει είναι τόσο το do-e-ra (δούλα), όσο και το la-wi-ai-ai …» «Αυτό μου θυμίζει τις “ληϊάδας”, τις σκλάβες του Αχιλλέα 50!» Συνέχισα να ψαχουλεύω τις πινακίδες. «…βλέπω και τις a-ke-ti-ra-o. “Ασκήτριες”, μήπως; Πάντως για να έχουν τόσους διαφορετικούς όρους, μάλλον είχαν διαφορετικά είδη δούλων, ανάλογα με τη δουλειά που τις έβαζαν να κάνουν. Οι γυναίκες αυτές συνήθως αναφέρονται μαζί με τα παιδιά τους. Να, δες εδώ.» 50
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Υ, στ. 193.
~ 36 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Της έδειξα την πινακίδα Py Aa 717. Συλλάβισε: ro-u-so a-ke-ti-ri-ja 32 ko-wa 18 ko-wo 18. «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι στο μέρος ro-u-so υπήρχε μια ομάδα 32 ασκητριών με 18 αγόρια και 18 κορίτσια. Κάποιες δούλες δεν αναφέρονται με τον προσδιοριστικό όρο της δουλειάς που τους έχει ανατεθεί, δηλαδή ασκήτριες, δούλες ή ληιάδες, αλλά αναφέρονται με τον τόπο της καταγωγής τους. Να, δες εδώ.» Της έδειξα την πινακίδα Py Ab 189. «pu-ro ki-ni-di-ja 20 ko-wa- 10 ko-wo 10 ΣΙΤΟΣ 6, ni 6» «Δηλαδή στην Πύλο υπάρχει μια ομάδα 20 Κνιδίων γυναικών με τα παιδιά τους, 10 κόρες και 10 κούρους. Η Κνίδος, όπως ξέρεις, ήταν μια πόλη στην δυτική ακτή της Μικράς Ασίας.» «Και πώς έφτασαν αυτές οι Κνίδιες από την μακρινή τους πατρίδα στην Πύλο; Πώς αλλιώς; Με επιδρομή στη χώρα τους και αιχμαλωσία! Μάλιστα! Και το ιδεόγραμμα του σιταριού και του ni;» «Αυτό μάλλον ήταν το σιτηρέσιό τους, το φαΐ τους. Επομένως ολοκληρωμένη η πρόταση αυτή λέει τα εξής: Στην Πύλο υπάρχει μια ομάδα 20 Κνιδίων γυναικών με τα παιδιά τους, 10 κορίτσια και 10 αγόρια, οι οποίοι έχουν να λαμβάνουν για τροφή 6 μονάδες σιτηρών και 6 μονάδες σύκων.» Όλη αυτή την ώρα ψαχούλευε τις πινακίδες των συλλογών Α. «Κοίτα! Αυτή εδώ έρχεται από την as-wi-ja! Η Assuwa των Χετταίων! Η Ασία! Και αυτή εδώ, στην πινακίδα Py – Ep 705.6, λέει ότι έρχεται από την to-ro-ja!» «Χμ… για τη συγκεκριμένη, κάποιοι υποστηρίζουν ότι το to-ro-ja είναι το όνομά της και όχι ο τόπος καταγωγής της.» «Τέλος πάντων. Τι δουλιές κάνουν, άραγε; Ο Όμηρος περιγράφει την Χρυσιήδα και την Βρισηίδα σαν προσωπική ιδιοκτησία των ηρώων. Ήταν όντως έτσι τα πράγματα;» «Σύμφωνα με τις πινακίδες οι δουλειές που τους ανατίθενται είναι από γεωργικές μέχρι και «ιερές», στα ιερά των θεών, σαν ιερόδουλες. Να, για παράδειγμα αυτή η πινακίδα, η Py – Ae 303, αναφέρει: “Πύλος ιερείας δοέλαι ένεκα χρυσοίοι ιεροίο ΓΥΝΑΙΚΑ 14+”, δηλαδή “Πύλος: δούλες της ιέρειας ένεκα του ιερού χρυσού: 14+ γυναίκες”. Οι σκλάβες των Αχαιών απ’ ό,τι φαίνεται δεν ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένα άτομα, αλλά είναι περιουσία είτε της κοινότητας είτε των θεών, μιας και είναι χωρισμένες σε ομάδες, ανάλογα με την δουλειά που κάνουν, ενώ τα παιδιά τους, όταν ενηλικιωθούν, μεταφέρονται σε διαφορετική ομάδα δουλειάς. Το τι δουλειά θα κάνει ο καθένας καθορίζεται κεντρικά, από το ανάκτορο ή το ιερατείο. Αν συνυπολογίσουμε και τις αναφορές στον Όμηρο, τότε οι δούλοι δεν έχουν τα χαρακτηριστικά που ξέρουμε από άλλες εποχές. Είναι περισσότερο “παραγιοί”, βοηθοί στην παραγωγή, στη διάθεση της κοινότητας και του ανακτόρου. Δες για παράδειγμα τους δούλους στην Οδύσσεια.» «Τι μ’ αυτούς;» «Ο Οδυσσέας σχεδιάζοντας με τον Τηλέμαχο τον φόνο των μνηστήρων ενδιαφέρεται να μάθει ποιοι δούλοι και δούλες ήσαν πιστοί σε αυτόν και ποιοι θα έπαιρναν το μέρος των μνηστήρων. Μετά την μνηστηροκτονία μαζεύονται οι δούλες που πήγαιναν με τους μνηστήρες όλα αυτά τα χρόνια και εκτελούνται με ατιμωτικό τρόπο: διά απαγχονισμού. Από αυτά, από την έγνοια, δηλαδή του Οδυσσέα για το ποιοι από τους δούλους είναι μαζί του και ποιοι εναντίον του, καταλαβαίνω ότι οι δούλοι δεν ήταν προσωπική περιουσία αυτουνού ή των μνηστήρων, αλλά ανήκαν στο ανάκτορο, όχι στον επικεφαλής του μηχανισμού, αλλά στον ίδιο το μηχανισμό.» «Μάλιστα. Κάτι πιο χειροπιαστό υπάρχει σε αυτά τα αρχεία που είδαμε μέχρι τώρα;» «Τι ακριβώς ζητάς;» «Κάποιο όνομα, κάποιο περιστατικό που αναφέρεται στα έπη και να το συναντάμε και στις πινακίδες.» ~ 37 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Δεν υπάρχει κάτι εντυπωσιακό, και νομίζω ότι αυτό στο ξεκαθάρισα και πριν, που σου έλεγα ότι στα αρχεία πρέπει να ψάξουμε μόνο σπόντες και φαινομενικά άσχετα πράγματα.» «Ούτε ονόματα; Ούτε ένας βασιλιάς; Οι χετταίοι τους δικούς τους τους αναφέρουν. Οι μυκηναίοι όχι;» Εκείνη την ώρα κοιτούσαμε την πινακίδα CTH 147. «Ο Attariššiya, ο Άνθρωπος των Aḫḫiya, σε κυνήγησε, Madduwatta, από τη χώρα σου. [Επιπλέον] ήταν συνεχώς από πίσω σου, και συνέχιζε να σε κυνηγάει. Συνέχιζε να επιδιώκει έναν [κακό] θάνατο για σένα, Madduwatta. Θα [μπορούσε να] σε σκοτώσει, αλλά εσύ, Madduwatta, πήγες στον πατέρα [του Ήλιου Μου], και ο πατέρας του Ήλιου Μου σε έσωσε από το θάνατο. Έδιωξε από το κατώπι σου τον Attariššiya. Αν δεν [το έκανε αυτό], ο Attaršiya δεν θα σε άφηνε να ζήσεις και θα σε είχε σκοτώσει. Όταν ο πατέρας του Ήλιου Μου έδιωξε [τον Attariššiya] από το κατώπι σου, ο πατέρας του Ήλιου Μου σε [πήρε], Madduwatta, [κοντά του], μαζί με τις γυναίκες σου, τα παιδιά σου, τους στρατιώτες σου και τα άρματά σου. Σου έδωσε κι άλλα άρματα, […], πολλά σιτηρά, και πολλούς καρπούς. Σου έδωσε πολλή μπύρα και κρασί, κριθάρι, βύνη και [τυρί] σε μεγάλες ποσότητες. Ο πατέρας του Ήλιου Μου σε έσωσε [από] την πείνα, Madduwatta, μαζι με τις γυναίκες σου, [τα παιδιά] σου και τα στρατεύματά σου. Ο πατέρας του Ήλιου Μου σε έσωσε από το ξίφος του Attaršiya. Ο πατέρας του Ήλιου Μου σε έσωσε, Madduwatta, μαζί με τις γυναίκες σου, [τα παιδιά] σου, τους υπηρέτες σου και τα στρατεύματα και τα άρματά σου. Αν δεν [το έκανε], θα σε κατασπάραζαν τα σκυλιά από την πείνα τους. Ακόμα κι αν είχες ξεφύγει από τον Attaršiya, θα πέθαινες από την πείνα.» «Να! Το λέει καθαρά! Ο Attariššiya! Τι είναι αυτός; “Άνθρωπο των Aḫḫiya” τον λέει σε αυτή την πινακίδα. Δεν θα μπορούσε να είναι ο πατέρας του Αγαμέμνονα, ο Ατρέας;» «Όντως, κάποιοι το πιστεύουν αυτό. Αλλά για να δούμε κάποια πράγματα. Αυτή η πινακίδα είναι ένα γράμμα του Χετταίου βασιλιά Arnuwanda I, ο οποίος, βασίλεψε περίπου από το 1400 έως το 1385 π.Χ. Όπως όλοι οι Χετταίοι βασιλιάδες, όταν μιλάει για τον εαυτό του μιλάει στο τρίτο πρόσωπο και αποκαλεί τον εαυτό του “Ο Ήλιος Μου”. Όταν λέει “ο πατέρας του Ήλιου Μου” απευθύνεται στον προηγούμενο Χετταίο βασιλιά, τον Tudḫaliya IΙ, του οποίου είχε παντρευτεί την κόρη του Ašmu-nikal. Το περιστατικό που περιγράφει εδώ, δηλαδή το κυνήγι κάποιου Madduwatta, συνέβη επί βασιλίας του Tudḫaliya IΙ, περίπου ανάμεσα στα 1420 με 1400 π.Χ. Άρα και ο Attariššiya ζούσε τότε. Αν δεχτούμε ότι ο Τρωικός Πόλεμος, έληξε περίπου το 1180 π.Χ. με νίκη των Ελλήνων, τότε ο Arnuwanda μάλλον δεν αναφέρεται στον πατέρα του Αγαμέμνονα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρχε εκεί, γύρω στα 1400 π.Χ. ένας βασιλιάς των Αχαιών με το όνομα “Ατρέας”. Ίσα ίσα. Πιο πιθανό είναι το γενεαλογικό δέντρο που αναφέρουν οι μύθοι να είναι λάθος παρά οι πινακίδες των Χετταίων.» «Άρα θεωρείς ότι έχουμε τουλάχιστον ένα όνομα κάποιου βασιλιά των Αχαιών, έτσι;» «Περίπου. Είναι πάρα πολύ πιθανό, αλλά καλό είναι να κρατάμε μια πισινή, μιας και ούτε εδώ δεν αναφέρεται ξεκάθαρα ότι ο Attariššiya ήταν ο βασιλιάς των Aḫḫiya. Άλλωστε μην ξεχνάς ότι οι Αχαιοί εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ένα συγκροτημένο ενιαίο κράτος. Ήταν πολλά βασίλεια, που τους ένωνε η κοινή καταγωγή, το ότι ανήκαν στο ίδιο φύλλο. Επομένως είναι πιθανό ο Arnuwanda λέγοντας “ο Άνθρωπος των Aḫḫiya” να αναφέρεται σε κάποιον από τους πολυάριθμους βασιλιάδες των Αχαιών και όχι απαραίτητα στον πρώτο ανάμεσά τους.» «Κατάλαβα. Από τις υπόλοιπες πηγές δεν έχουμε τίποτα;» «Μπα. Οι πιο κοντινοί στους άνακτες που βλέπουμε στα επίσημα αρχεία, είτε των Χετταίων είτε των Αχαιών, ήταν οι εξής: Στο γράμμα του στον “αδερφό” του βασιλιά της Ahhiyawa ο Hattusli ΙΙΙ μας γνωρίζει τον –πραγματικό- αδερφό του Αχαιού βασιλιά, τον Tawagalawa, που περπατούσε στα χώματά μας στα μέσα του 13ου αι. π.Χ. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι το “Tawagalawa” είναι το ~ 38 ~
Εχθροί … εκ των έσω
πώς ηχούσε στα αυτιά των Χετταίων το ελληνικό όνομα “Ετεοκλής”. Τον άλλο φίλο μας τον συναντάμε στην πινακίδα Py Un 718 της Πύλου. Για τις ανάγκες μιας θυσίας στον προστάτη της Πύλου Ποσειδώνα την τελευταία χρονιά του βασιλείου ο e-ke-ra2-wo, ο Εχελάων, προσφέρει εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες αγαθών: 480 μονάδες ποσότητας στάρι, 108 μονάδες ποσότητας κρασί, ένα ταύρο, 10 τυριά, μια προβιά, 6 μονάδες ποσότητας μέλι. Για την ίδια θυσία ο Λααγέτας της Πύλου προσφέρει μόνο ένα ζευγάρι κριάρια, 72 μονάδες ποσότητας αλεύρι και 24 μονάδες ποσότητας κρασί! Όταν αποκρυπτογραφούσαν τις πινακίδες της Γραμμικής Β ο Chadwick και ο Ventris και πρωτοαντίκρισαν αυτά τα στοιχεία, νόμισαν ότι επιτέλους βρήκαν το πρώτο όνομα άνακτα. Γρήγορα απογοητεύτηκαν, γιατί σε μια άλλη πινακίδα ο e-ke-ra2-wo ήταν γραμμένος μετά από τον da-mo, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν κοινωνικά και πολιτικά ο e-ke-ra2-wo ήταν ανώτερος του da-mo. Έτσι, λοιπόν, οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας, ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Νέστορας, είναι πρόσωπα που τους τυλίγει ένα πολύ πηχτό σύννεφο μύθου.» «Ναι, μα ο Chadwick και ο Ventris ισχυρίζονται κάπου αλλού ότι βρήκαν 58 ονόματα, τα οποία συναντιώνται και στα Ομηρικά Έπη!» «Λογικό είναι. Οι Αχαιοί ήταν ελληνικά φύλλα. Η γλώσσα τους ήταν ελληνική, είχαν τους ίδιους θεούς που είχαν και οι άλλοι Έλληνες μετά από πέντε και δέκα αιώνες. Λογικό είναι τα ονόματα να είναι ελληνικά. Επίσης, με δεδομένη την μυκηναϊκή καταγωγή των επών λογικό είναι να επιβίωσαν στην μνήμη των ραψωδών αυτά τα ονόματα. Εδώ θυμόντουσαν ονόματα πόλεων που δεν κατοικήθηκαν ποτέ ξανά μετά το 1100 π.Χ. Δεν θα επιβίωναν τα ονόματα που συνέχισαν να δίνονται σε ζωντανούς ανθρώπους; Αυτό, όμως, που είπα πιο πριν έχει μεγάλη σημασία, αν κρατήσουμε, βέβαια και μια πισινή για την χετταιϊκή πινακίδα: Δεν βρέθηκε ούτε ένα όνομα ενός άνακτα, ενός ανώτατου άρχοντα! Μπορεί κάποτε να υπήρχε ένας μεγάλος βασιλιάς στις πολύχρυσες Μυκήνες που να τον έλεγαν Αγαμέμνονα, αλλά μπορεί και να τον έλεγαν Μήτσο και στην καταγραφή ή μεταγραφή της ιστορίας του από κάποιον ιερέα αυτός ο ιερέας να έδωσε στον άρχοντα το όνομα του κουμπάρου του!» «Ωραία, άσε τα ονόματα. Τα μέρη; Οι τόποι; Τόσα τοπωνύμια υπάρχουν στον Κατάλογο των Πλοίων της Ιλιάδας. Καμιά ταύτιση βλέπουμε;» «Μόνο αφού μπορέσαμε να μεταφράσουμε τις πινακίδες που βρέθηκαν στην Πύλο, την Κνωσό και τη Θήβα σιγουρευτήκαμε ότι τα μέρη αυτά που γνωρίζουμε εμείς σήμερα με αυτά τα ονόματα είχαν οι Μυκηναίοι τα αποκαλούσαν όπως εμείς!» Της έδειξα σε ένα σωρό πινακίδες τις λέξεις pu-ro, ko-no-so, te-qa. «Όσον αφορά στον Κατάλογο, τώρα. Είναι πάρα πολλές οι ενστάσεις που υπάρχουν για το κατά πόσο αποδίδει πραγματικά την γεωγραφία της μυκηναϊκής περιόδου. Κάτι τέτοιο προφανώς και είναι απίθανο, από τη στιγμή που πάρα πολλά μέρη δεν ξανακατοικήθηκαν μετά από την εποχή των Αχαιών. Αυτή την καταγραφή, λοιπόν, δεν μπορούμε να την ακολουθούμε λες και διαβάζουμε έναν τουριστικό οδηγό. Μπορούμε όμως να βρούμε κάποια σημεία που επιβεβαιώνονται, όχι μόνο από τη γεωγραφία των μεταγενέστερων Ελλήνων, αλλά και από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄.» «Για πες ένα παράδειγμα.» «Ας πάρουμε την Πύλο. Πώς περιγράφεται το Μυκηναϊκό βασίλειο της Πύλου στα έπη;» Τον λόγο τον πήρε ο ειδικός, ο Όμηρος. «Εκείνοι που ζούσαν στην Πύλο και στην όμορφη Αρήνη και στο Θρύο, το πέρασμα του Αλφειού, και στο καλοχτισμένο Αιπύ, και αυτοί που κατοικούσαν στον Κυπαρισσούντα και στην Αμφιγένεια και στην Πτελεό και στα Έλος και στο Δώριο, όπου οι Μούσες αντάμωσαν το Θαμύρη το Θράκα και τον έκαναν να πάψη να ψάλλη, καθώς ερχόταν από την Οιχαλία, από τον Εύρυτο τον Οιχαλέα˙ γιατί στην ξιπασιά του βεβαίων πως θα νικήση, ακόμα κι αν οι ίδιες οι Μούσες έψαλλαν, οι κόρες του Δία ~ 39 ~
Εχθροί… εκ των έσω
που βαστά την αιγίδα. Κι εκείνες θύμωσαν και τον κατέστρεψαν. Του πήραν το θείο τραγούδι και τον έκαμαν να ξεχάσει την τέχνη της κιθάρας. Σ’ αυτούς ήταν ο αρματομάχος ο Νέστορας από τη Γερήνια, Και μαζί μ’ αυτόν ακολουθούσαν ενενήντα βαθιά καράβια.51» «Ο Όμηρος μας ονομάτισε, λοιπόν, εννιά περιοχές από το βασίλειο της Πύλου. Από αυτές στις πινακίδες βλέπουμε μάλλον τις έξι. Την Πύλο σαν pu-ro. Την Αμφιγένεια στην πινακίδα Py Xa 12 σαν a-pi-ke-ne-a. Το Θρύον σαν tu-ru-we-u. Την Αιπύ τη συναντά συχνά σαν a-pu. Τον Κυπαρισσούντα ή αλλιώς Κυπαρισήεντα, όπως αναφέρεται στο πρωτότυπο, σαν ku-pa-ri-si-jo. Το Έλος σαν e-re-e. Όμως αυτά τα μέρη, πέρα από την Πύλο, δεν είναι απ’ ό,τι φαίνεται από τις πινακίδες οι πιο σημαντικές επαρχίες του Βασιλείου. Αυτές ήταν η pa-ki-ja-ne και η a-ke-re-wa. Γιατί δεν τις αναφέρει αυτές ο συγγραφέας του Καταλόγου;» «Μπορεί να μην τον ένοιαζαν. Στον Κατάλογο περιγράφονται στρατιωτικές δυνάμεις. Από αυτές μπορεί να μην καταγόταν κανένας ξακουστός πολεμιστής των Πυλίων.» «Έχεις κάποιο δίκιο. Δες τον Κυπαρισσούντα, τη σημερινή Κυπαρισσία. Τον συναντάμε σε μια μόνο πινακίδα η οποία αναφέρεται σε στρατιωτικές δυνάμεις.» Της έδειξα την πινακίδα Py An 657. «Δες εδώ, στην 8η και την 10η σειρά.» Συλλάβισε την 8η σειρά: «a2-ru-wo-te ke-ki-de ku-pa-ri-si-jo ΑΝΔΡΑΣ 20» «Δηλαδή: Στην a2-ru-wo-te είναι 20 Kυπαρίσσιοι ke-ki-de, οι οποίοι είναι υπό τις διαταγές του neda-wa-ta, που αναφέρεται στο στίχο 6.» Άρχισε να διαβάζει τη σειρά 10. «ai-ta-re-u-si ku-pa-ri-si-jo ke-ki-de ΑΝΔΡΑΣ 10» Ανέλαβα πάλι τη μετάφραση. «Δηλαδή σε ένα μέρος που λέγεται ai-ta-ρεύς σταθμεύουν δέκα Κυπαρίσσιοι ke-ki-de. Στην κάτω σειρά βλέπουμε και τον επικεφαλής τους. «me-ta-qe pe-i e-qe-ta ke-ki-jo» «Δηλαδή, “μετά τε σφεις επέτας Κέρκιος”, “μαζί τους ο επέτας Κέρκιος”.» «Τι ήταν ο επέτας;» «Θα τον δούμε αργότερα αυτόν. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από αυτά που είπαμε ως τώρα είναι ότι στα έπη μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες γνήσιες πληροφορίες, που επιβεβαιώνονται από την αρχαιολογική έρευνα και την γλωσσολογία. Και μην ξεχνάς ότι στις πινακίδες βρίσκουμε πληροφορίες για τη ζωή σε εκείνα τα βασίλεια μόνο για μια απειροελάχιστη στιγμή της ιστορίας τους.» «Εντυπωσιακό. Αρκετά όμως κάτσαμε εδώ. Γιατί δεν πάμε και στο Καστράκι;» «Πού;» «Στο Hisarlik, στην βορειοδυτική Μικρά Ασία!» «Πάμε!» Φτάνοντας εκεί πέρα, πετύχαμε ξανά τον Σλήμαν να φοράει χρυσά περιδέραια στη Σοφία Εγκαστρωμένου, την ελληνίδα γυναίκα του, και να την κοιτάζει εκστασιασμένος. Έξω από τη σκηνή του ο Wilhelm Dörpfeld και ο Carl Blegen κούναγαν το κεφάλι τους βλέποντας τον Σλήμαν να βαφτίζει σαν «Θησαυρό του Πριάμου» αυτά τα κοσμήματα που στην πραγματικότητα ήσαν εκεί θαμένα σχεδόν χίλια χρόνια πριν τον Πρίαμο, και συνέχιζαν να σκάβουν μετά μανίας, αποκαλύπτωντας τα ερείπια δέκα τέσσερων διαφορετικών οικισμών σε διαφορετικά επίπεδα του 51
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στίχοι 591 – 602. Μετάφραση: Όλγα Κομνηνού - Κακριδή.
~ 40 ~
Εχθροί … εκ των έσω
εδάφους, που κάλυπταν τα χρόνια από το 3.000 π.Χ. έως το 1.350 μ.Χ. Μας υποδέχτηκε ο Manfred Korfmann, Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Tübingen, επικεφαλής των ανασκαφών στην Τροία από το 1988 έως το θάνατό του, το 2005. «[…] Η Τροία φαίνεται να έχει καταστραφεί γύρω στο 1.180 π.Χ. (η ημερομηνία αυτή προκύπτει μετά από το τέλος των ανασκαφών μας των επιπέδων Τροία Vii ή VIIa) πιθανώς από έναν πόλεμο τον οποίο είχε χάσει. Υπάρχουν ίχνη καταστρεπτικής πυρκαγιάς, μερικοί σκελετοί και σοροί από πεσσούς (βλήματα) σφεντόνων. Οι κάτοικοι που θα είχαν με επιτυχία αμυνθεί, θα είχαν συγκεντρώσει τους πεσσούς και θα τους φύλαγαν για κάποια άλλη περίσταση, ενώ ένας θριαμβευτής κατακτητής δε θα ασχολιόταν μαζί τους. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η διαμάχη αυτή ήταν ο Τρωικός Πόλεμος, παρόλο που η αρχαία παράδοση τον τοποθετεί σε αυτή τη χρονική περίοδο. […] Ο κύριος αντίλογος για το κατά πόσο αυτά τα ερείπια είναι όντως η μεγάλη πόλη που περιγράφει η Ιλιάδα, είναι το ότι τα ευρήματα της ύστερης εποχή του Χαλκού μας έδειχναν μια καθ’ όλα ασήμαντη πόλη και όχι έναν τόπο που άξιζε να πολεμήσεις γι’ αυτόν. Οι νεώτερές μας ανασκαφές και η πρόοδος της έρευνας στην νοτιοανατολική Ευρώπη έχει αλλάξει σημαντικά την άποψη αρκετών για την Τροία. Φαίνεται ότι η πόλη ήταν, με τα δεδομένα της περιοχής εκείνη την εποχή, πραγματικά μεγάλη, και με βεβαιότητα είχε σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, ελέγχοντας την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα από τη Μεσόγειο και στην νοτιοανατολική Ευρώπη από την Μικρά Ασία και αντίθετα. Η ακρόπολή της δεν είχε όμοια στην ευρύτερη περιοχή, και απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε, ούτε στην νοτιοανατολική Ευρώπη. Επίσης, αποδεδειγμένα, η Τροία είχε δεχθεί αλλεπάλληλες επιθέσεις, στις οποίες είχε αντέξει, όπως μαρτυρούν οι επισκευές που έγιναν στην οχύρωση της ακρόπολης, καθώς και οι προσπάθειες να τη μεγαλώσουν και να την ενισχύσουν. […] Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε αν όλες ή κάποιες από αυτές τις διαμάχες επέζησαν στη συλλογική μνήμη σαν «Τρωικός Πόλεμος» ή αν ανάμεσά τους υπήρχε κάποια αξιομνημόνευτη τόσο ώστε να ονομαστεί «Τρωικός Πόλεμος». Παρ’ όλ’ αυτά, όλα συντείνουν στο ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τον Όμηρο, επειδή η ιστορία του για μια στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες και στους κατοίκους της Τροίας βασίζεται στη μνήμη ιστορικών γεγονότων, όποια κι αν ήταν αυτά.52»
52
Manfred Korfmann: “Was there a Trojan War” - "The Archaeology Journal", Vol. 57, No. 3, May/June 2004
~ 41 ~
Εχθροί… εκ των έσω
7. Οι αιτίες του πολέμου
Περπατούσαμε στην παραλία του Αιγίου, όπου μας ξεναγούσε ο Παυσανίας. «Στην παραλία του Αιγίου βρίσκεται ένα ιερό της Αφροδίτης και μετά από αυτό ένα του Ποσειδώνα. Επίσης είναι ένα αφιερωμένο στην Κόρη της Δήμητρας και ένα αφιερωμένο στον Ομαγύριο Δία. Σε αυτό υπάρχουν αγάλματα του Δία, της Αφροδίτης και της Αθηνάς. Το όνομα Ομαγύριος του δόθηκε επειδή σε αυτό το σημείο ο Αγαμέμνων συγκέντρωσε τους πιο αξιόλογους ανθρώπους της Ελλάδας για να αποφασίσουν από κοινού με ποιο τρόπο θα εκστράτευαν εναντίον του βασιλείου του Πριάμου.53» «Από τα αρχαιολογικά ευρήματα, λοιπόν, καταλαβαίνω ότι όντως έγινε κάποιο… τζέρτζελο εκείνα τα χρόνια με τους απέναντι. Για ποιο λόγο, όμως;» «Τη μυθολογική αιτία μας την δίνει πρώτος ο Στασίνος ο Κύπριος.» Αυτός ακούγοντας το όνομά του σηκώθηκε και άρχισε να απαγγέλει: «Εκείνη την εποχή υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες φυλές ανθρώπων πλασμένες στη γη. Και παρόλο που βρίσκονταν διασκορπισμένες σε όλο το πλάτος της, τσακώνονταν μεταξύ τους. Βλέποντάς τα αυτά ο Δίας λυπήθηκε και στη σοφή του καρδιά βρήκε τον τρόπο να ανακουφίσει τη γόνιμη σε ανθρώπους γη, με το να προκαλέσει μεγάλη διαμάχη και πόλεμο για το Ίλιο και να αδειάσει με το βάρος του θανάτου. Και στην Τροία, λοιπόν, σκοτώνονταν οι Ήρωες. Έτσι έγινε το θέλημα του Δία.54» «Την αφορμή μας τη δίνει πρώτος ο Όμηρος.» Ο τυφλός ποιητής άρχισε να απαγγέλει. «Λέει ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα: “Μον 'σένα, αδιάντροπε, άκλουθήξαμε, να χαίρεται η καρδιά σου που του Μενέλαου διαφεντεύουμε και τη δικιά σου, σκύλε, τιμή. 55” Ο Πάρης: “και βάλτε εμένα και τον άτρομο Μενέλαο μοναχούς μας για την Ελένη να παλέψουμε κι όλο το βιος στη μέση 56” Ο Αγαμέμνονας: Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Ζ, «Αχαϊκά», 24,2 «Κύπρια Έπη», απόσπασμα 1, προερχόμενο από τα Σχόλια του στίχου 5 της πρώτης Ραψωδίας της Ιλιάδας. 55 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 158 - 160. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 56 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Γ, στ. 69 - 70. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 53 54
~ 42 ~
Εχθροί … εκ των έσω
“κι όλο ντροπή ξοπίσω θα 'γερνά στο διψασμένο το Άργος˙ τι ευτύς οι Αργίτες την πατρίδα τους θ' αποζητήσουν τότε, -κι η Ελένη η Αργίτισσα θ' απόμενε στον Πρίαμο και στους Τρώες για καυκησιά.57” Κάπου αλλού μιλάω για δυο Αχαιούς, τον Κρήτωνα και τον Ορτίλοχο: “Στην πρώτη τούτοι απάνω νιότη τους μες στα καράβια εμπήκαν στην Τροία να παν την καλοφόραδη μαζί με τους Αργίτες' τους γιους του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, θέλαν να γδικιωθούν κι αυτοί, μα ο θάνατος να που τους βρήκε τώρα.58” Όταν ο Ιδαίος ο φέρνει από τους Τρώες προτάσεις για συνθηκολόγηση, ο Διομήδης λέει: “Το βιος να μη δεχτεί κανένας μας που δίνει ο Πάρης πίσω, μηδέ και την Ελένη˙ σίγουρα κι ο ανέμυαλος το νιώθει πως τώρα οι Τρώες στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνουν.” 59» Τον λόγο πήρε ο Πρόκλος. «Και μετά από αυτά η Ίριδα ανακοινώνει στον Μενέλαο το τι συνέβη στο σπίτι του. Τότε αυτός αποφάσισε μαζί με τον αδερφό του την εκστρατεία εναντίον της Τροίας. 60» Στην κουβέντα μπήκε και ο ψευδο-Απολλόδωρος. «Η βαθύτερη αιτία ήταν άλλη, η βούληση του Δία: “Αμέσως ο Αλέξανδρος αρπάζει την Ελένη, σύμφωνα με το θέλημα του Δία, όπως λένε μερικοί, που ήθελε η Ελλάδα και η Ασία να εμπλακούν σε πόλεμο” 61. Μετά από αυτό έγιναν αυτά που ξέρουμε όλοι: “Ο Μενέλαος, μαθαίνοντας την αρπαγή, πήγε στις Μυκήνες, στον Αγαμέμνονα και αποφάσισε να γίνει η εκστρατεία εναντίον της Τροίας και να στρατολογήσει όλους τους Έλληνες” 62 «Έτσι, μια προσωπική προσβολή έγινε προσβολή σε όλους τους Αχαιούς» «Μα, είχαν τότε κοινή εθνική συνείδηση; Θεωρούσαν ότι ήταν όλοι Έλληνες, όπως λέει ο ψευδοΑπολλόδωρος;» «Κατά πάσα πιθανότητα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Αυτό που ένωνε εκείνους τους ανθρώπους ήταν το γένος, η κοινή καταγωγή, το φύλο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι όσοι συμμετείχαν στην εκστρατεία δεν το έκαναν επειδή φοβόντουσαν τον Αγαμέμνονα, αλλά επειδή ένιωθαν ότι κάτι τους συνέδεε με όλους τους άλλους που συμμετείχαν στην εκστρατεία. Και ότι αυτό που θα κέρδιζαν από την νίκη σε εκείνο τον πόλεμο θα είχε πολλαπλά οφέλη σε όλους τους, και όχι μόνο στο βασιλιά της Σπάρτης ή των Μυκηνών. Μάλιστα η επιμονή τους στην πολιορκία δείχνει ότι ο πραγματικός λόγος του πολέμου δεν ήταν κάτι τόσο προσωπικό, όσο η προσβολή στον Μενέλαο». «Και οι ιστορικοί τι λένε για αυτό το θέμα;» Ακούγοντας το “ιστορικοί” ο Θουκυδίδης θέωρησε σωστά ότι αναφερόμασταν σ’ αυτόν. «ἐὰν ἤρχοντο φέροντες ἄφθονα τρόφιμα καί, ἀντὶ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς τὴν
γεωργίαν καὶ τὴν διαρπαγήν, διεξῆγαν τὸν πόλεμον ἄνευ διακοπῆς, θὰ κατώρθωναν διὰ τῆς ὑπεροχῆς τῶν εἰς τὰς ἐκ παρατάξεως μάχας νὰ κυριεύσουν τὴν Τροίαν, ἀφοῦ καὶ διεσπαρμένοι ὅπως ἤσαν, καὶ μὲ μέρος μόνον τοῦ στρατοῦ
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 171 - 174. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ε, στ. 550 - 554. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 59 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ζ, στ. 400 - 402. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 60 Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών» 61 ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 1 62 ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 6 57 58
~ 43 ~
Εχθροί… εκ των έσω τῶν ἑκάστοτε διαθέσιμον, ἀντεῖχαν. Ἐάν, ἐξ ἄλλου, ἐπολιορκοῦσαν κανονικῶς τὴν Τροίαν, στρατοπεδεύοντες πρὸ αὐτῆς, θὰ τὴν ἐκυρίευαν ταχύτερον καὶ ἀκοπώτερον. Ἀλλ' ἕνεκα ἀχρηματίας καὶ τὰ πρὸ τῶν Τρωικῶν ὑπῆρξαν ἀσήμαντα καὶ αὐτή, ἐξ ἄλλου, ἡ κατὰ τῆς Τροίας ἐκστρατεία, μολονότι ὑπῆρξεν ὀνομαστοτέρα ἀπὸ τὰς προηγουμένας, ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι ἦτο ὑποδεεστέρα της φήμης της καὶ τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ περὶ αὐτῆς σήμερον χάρις εἰς τοὺς ποιητᾶς. 63»
«Τι; Ήταν τόσο φτωχοί οι Αχαιοί τότε; Γι’ αυτό έκαναν αυτήν την εκστρατεία και τις επιδρομές; Μα, ο Όμηρος είναι γεμάτος με αναφορές για πλούσια δώρα!» «Μάλλον δεν με διάβασες καλά, νεαρή μου!» της είπε ο Όμηρος. «Πρόσεξε αυτά τα δυο περιστατικά: “Τότε του Γλαύκου επαρασάλεψε τα φρένα ο γιος του Κρόνου, που τ' άρματά του πήγε κι άλλαξε με του τρανού Διομήδη, χρυσά με χάλκινα, εκατόβοδα μ' εννιάβοδα μονάχα.64” “Είπε, και παίρνει ασημοκάρφωτο σπαθί και του χαρίζει μες στο θηκάρι του, που εκρέμουνταν από λουρί πανώριο. Κι ο Αίας ζουνάρι λαμπροπόρφυρο στον Έχτορα χαρίζει.65” «Δεν μου λένε κάτι αυτά τα δυο περιστατικά. Όλη η λογοτεχνία των Ελλήνων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρουσιάζει τους Έλληνες λιτοδίαιτους, μετρημένους, σοβαρούς και όλους τους άλλους λαούς -ειδικά τους Ανατολίτες- λουσάτους, βαρβάρους, φαφλατάδες. Εσύ ο ίδιος δεν περιγράφεις ένα τέτοιο περιστατικό;» «Εκεί που παρατάσσονται για μάχη, ε; “Κι ως oρδινιάστηκαν, καθένας τους στους αρχηγούς τρογύρα, οι Τρώες στρηνιάζοντας, φωνάζοντας σαν τα πουλιά κινούσαν, ως γερανοί, που με στρηνιάσματα στον ουρανό πετούνε τη βαρυχειμωνιά ξεφεύγοντας και τις βαριές τις μπόρες˙ και παν πετώντας με στρηνιάσματα στου Ωκεανού το ρέμα, να φέρουν στους Πυγμαίους το θάνατο και την κακιά την ώρα, και τους κινούν ανήλεο πόλεμο, μόλις προβάλει η μέρα. Κι οι Αργίτες απ' την άλλη αμίλητοι, γεμάτοι ορμή κινούσαν κι ο ένας του αλλού να παραστέκεται βαθιά στο νου τους είχαν.” 66» «Ακριβώς! Γιατί να μην είναι λοιπόν και η φτώχια των δώρων των Αχαιών ένα ακόμα λογοτεχνικό σου τερτίπι;» Βλέποντας τον Όμηρο να μην μπορεί να απαντήσει, πετάχτηκα εγώ. «Κοίτα, είναι πολύ πιθανό τα πράγματα να είναι όπως τα λες εσύ. Πάντως αυτή η φτώχεια σε σχέση με τους ανατολικούς λαούς φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τα ιστορικά ευρήματα.» Της έδειξα μια χούφτα μυκηναϊκά κοσμήματα φτιαγμένα από γυαλί και φαγεντιανή. «Τα ευρήματα από τις μυκηναϊκές πόλεις που μας έρχονται από τα χρόνια της Υεστεροελλαδικής Περιόδου ΙΙΙ, δηλαδή από το 1250 έως το 1190 π.Χ. δείχνουν ότι τα ολόχρυσα κοσμήματα που κατέκλυζαν τα παλάτια τα προηγούμενα χρόνια είχαν χαθεί! Αντί για το πανάκριβο πολύτιμο μέταλλο οι Αχαιοί τεχνίτες έφτιαχναν κομψοτεχνήματα από γυαλί και φαγεντιανή και κόλλαγαν από πάνω φύλλα χρυσού.»
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 11. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ζ, στ. 234 - 236. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 65 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Η, στ. 303 -305. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 66 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Γ, στ. 1 - 9. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 63 64
~ 44 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Καταλαβαίνω… Είναι πολύ φτηνότερο να λιώσεις λίγη άμμο, να τη χύσεις σε καλούπια και να φτιάξεις μερικές απομιμήσεις…» «Όπως και να’ χει, και στους αρχαίους μύθους, τρεις ήταν οι μεγάλοι πόλεμοι στα χρόνια των Μυκηναίων: οι δυο από αυτούς στρέφονταν ενάντια στη Θήβα. Αυτοί που έμειναν στην λογοτεχνική παράδοση σαν Θηβαϊκός Κύκλος και ενέπνευσαν τις τραγωδίες Επτά επί Θήβαις, Οιδίπους Τύραννος και Επί Κολωνώ, Αντιγόνη και Επίγονοι. Σε αυτούς τους πόλεμους δεν συμμετείχε, βέβαια, σύμφωνα με τους μύθους, ο Βασιλιάς των Μυκηνών. Η αρχαιολογική έρευνα αποδεικνύει ότι λίγο πριν την ξαφνική καταστροφή της, το 1280 με 1250 π.Χ., η Θήβα ήταν όντως ένα πολύ αναπτυγμένο κέντρο, ίσως ισάξιο με τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο. Επομένως μετά την καταστροφή της Θήβας, οι Μυκήνες αναδεικνύονται σε κυρίαρχη δύναμη στον Ελλαδικό χώρο. Επίσης, λόγω της πραγματοποίησης μεγάλων έργων (πχ αποξήρανση της Κωπαΐδας, δημιουργία οδικού δικτύου που συνέδεε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα), που θα πρέπει να ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας βασιλείων, είναι πιθανόν ανάμεσα στα βασίλεια να υπήρχε ένας χαλαρός ομοσπονδιακού τύπου δεσμός, όπου σαν “αρχηγός” ή “πρώτος ανάμεσα σε ίσους” αναγνωριζόταν ο βασιλιάς των Μυκηνών. Για να πλουτίσει ένα βασίλειο πρέπει να τα πηγαίνει καλά στην πειρατεία και στις επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Άλλωστε εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ούτε νόμισμα ούτε συγκροτημένο εμπόριο. Λόγω της θέσης του και μόνο το βασίλειο των Μυκηνών είχε το πλεονέκτημα στην κυριαρχία πάνω στους θαλάσσιους και τους χερσαίους δρόμους. Λόγω αυτών των εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα στα διάφορα βασίλεια, όμως, είναι λογικό να αποδυναμώνεται η προς τα έξω εικόνα της συμμαχίας - ομοσπονδίας. Στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου τα πράγματα δεν είναι ιδιαίτερα ήρεμα. Είδαμε ότι όσο περνούσαν τα χρόνια και φτάναμε στο σημείο που τοποθετείται ο Τρωικός Πόλεμος, το Βασίλειο των Χετταίων είχε αναταράξεις. Αυτοί που το 1285 π.Χ. ανέκοψαν την ορμή της υπερδύναμης της εποχής, των Αιγυπτίων, στην μάχη του Καντές, πλέον τραντάζονται από εξεγέρσεις στα δυτικά και από την ορμητική ανάπτυξη της αυτοκρατορίας των Ασσύριων στα ανατολικά. Η Wilusa-Τροία και η παρέα της, που πριν λίγα χρόνια συμμετείχαν με πολεμιστές τους στην μάχη του Καντές στο πλευρό των Χετταίων, παλεύουν για την απόσχισή τους, δημιουργώντας ένα νέο status quo στο Αιγαίο. Εκμεταλλευόμενοι την ευνοϊκή της τοποθεσία, μιας και λόγω των ρευμάτων που υπάρχουν στην περιοχή όποιοι ήθελαν να μπουν στα Δαρδανέλλια και στον Βόσπορο έπρεπε αναγκαστικά να σταματήσουν πρώτα στην Τροία, οι Τρώες κατορθώνουν να γίνουν οι κουμανταδόροι του περάσματος και να συγκεντρώσουν πολλά πλούτη. Οι Αχαιοί, μέσω του παρατηρητηρίου τους στην περιοχή, την Μίλητο, παρακολουθούν βέβαια τα πάντα.» «Ναι, αλλά μόνο να παρακολουθούν μπορούν από τη Μίλητο! Δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα άλλο. Οι Αχαιοί της Μιλήτου μόνοι τους δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάποια αποφασιστική ενέργεια. Άλλωστε στην Μίλητο έμπαινε όποιος ήθελε! Σαν τον Ḫattušili ΙΙΙ, που την κατέλαβε το 1250 κυνηγώντας τον Piyama-Radu και ζήτησε από τον βασιλιά των Ahhiyawa να μην τον παρεξηγήσει γι’ αυτήν την εισβολή!» «Ακριβώς. Την ίδια περίοδο οι μυστηριώδεις Λαοί της Θάλασσας έχουν σαν γερό ορμητήριό τους την Κύπρο, την παλιά πλούσια σε χαλκό επαρχία των Χετταίων Alašiya. Με τις επιδρομές τους φέρνουν σε δύσκολη θέση τους Αιγύπτιους και τους Ασσύριους, ενώ μάλλον είναι αυτοί που καταφέρνουν το τελικό πλήγμα στους Χετταίους.» «Αυτό το γεγονός, η κατοχή της Κύπρου από τους Λαούς της Θάλασσας, φαντάζομαι ότι είναι η ιστορική αντανάκλαση της άρνησης του κύπριου βασιλιά Κινύρα να στείλει βοήθεια στον Αγαμέμνονα!» «Γιατί όχι! Βέβαια, όπως μαθαίνουμε και από τις πινακίδες, υπήρχε διαμάχη και παλιότερα ανάμεσα σε Χετταίους και Ahhiyawa για το ποιος είχε το πάνω χέρι στην Alašiya. Τέλος πάντων, με την νέα κατάσταση να διαμορφώνεται, με το ξεκαθάρισμα στα εσωτερικά των Αχαιών να έχει σχεδόν τελειώσει, οι δικοί μας κατάλαβαν ότι εκείνη η στιγμή ήταν η κατάλληλη για να επεκτείνουν την δύναμή τους και τον έλεγχό τους σε θαλάσσιους δρόμους. Μέχρι τώρα είχαν περιοριστεί στις συνηθισμένες επιδρομές στα ανατολικά παράλια, στην πειρατεία. Τώρα φάνηκε ότι ήταν η ώρα για ~ 45 ~
Εχθροί… εκ των έσω
κάτι πιο δυναμικό. Μετά από μερικές δοκιμές βλέπουν ότι η Wilusa είναι ο καλύτερος στόχος. Η μέχρι πρότινος πανίσχυρη πολιτεία, αυτή που οι αρχαιολόγοι βαφτίζουν Τροία VI, γύρω στα 1200 σαρώθηκε από έναν καταστροφικό σεισμό. Πριν προλάβει να ορθοποδήσει ξανά, ένα δεύτερο καταστροφικό κύμα τη σάρωσε: Οι Αχαιοί.»
~ 46 ~
Εχθροί … εκ των έσω
8. Η Συνέλευση
«Ο Θερσίτης λέει ό, τι λέει ενώπιον όλων των Αχαιών πολεμιστών, στη συνέλευσή τους. Γινόταν όντως λαϊκή συνέλευση εκείνα τα χρόνια και τι εξουσία είχε;» Ο Όμηρος καθάρισε τη φωνή του. «Για αρχή θα σου παρουσιάσω με τη σειρά τις μαζώξεις που γίνονται στην Ιλιάδα. Αρχίζω: “κι απά στις δέκα πια τη σύναξη συγκάλεσε ο Αχιλλέας˙ η Ήρα, η θεά η κρουσταλλοβράχιονη, τον είχε λέω φωτίσει, περίσσια που γνοιαζόταν, βλέποντας οι Αργίτες να πεθαίνουν 67” “κι ο γιος του Ατρέα τους βροντερόφωνους διαλάληδες προστάζει σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να φωνάξουν κι ως φώναζαν αυτοί, μαζώχτηκαν με βιάση ευτύς εκείνοι Πρώτα καλνούσε τους αντρόκαρδους να βουλευτούν γερόντους δίπλα από τ' άρμενο του Νέστορα, του βασιλιά της Πύλος˙ κι ως συνάχτηκαν, τι σοφίστηκε τρανό τους φανερώνει68” “Πώς όταν βλέπεις σμάρια μέλισσες πυκνά να ξεπορίζουν, κι όλο καινούργιες ξεπετάγουνται μέσ' απ' τον τρύπιο βράχο, και στους ανθούς τους ανοιξιάτικους τσαμπιά τσαμπιά πετάνε, και πλήθος άλλα εδώθε σμίγουνε κι άλλα από κει δρομούνε˙ παρόμοια από καλύβια κι άρμενα λαός πολύς τραβούσαν κοπαδιαστά μπροστά στ' ακρόγιαλο το χαμηλό, να πάνε στη σύναξη˙ κι η Φήμη εφούντωνε στη μέση εκεί, του Δία η αποκρισάρα, καί τους έβιαζε˙ κι εκείνοι εμαζευόνταν. Κουφοτρικύμιζεν η σύναξη, κι ως κάθιζαν, βογγούσε κάτωθε η γης, κι ήταν ο τάραχος τρανός. Να μπουν σε τάξη κράχτες εννιά στο ασκέρι εφώναζαν, τη χλαλοή να πάψουν, τους θεογέννητους ρηγάδες τους ν' ακούσουν τι θα πούνε. Με κόπο εκείνοι καταλάγιασαν κι ολόγυρα εκαθίσαν δίχως φωνές. Τότε ο Αγαμέμνονας ασκώθη ο πρωταφέντης, κρατώντας το ραβδί στο χέρι του, τρανή του Ηφαίστου τέχνη˙ στο Δία, το γιο του Κρόνου, κάποτε το 'χε χαρίσει εκείνος, κι ο Δίας του Αργοφονιά το εχάρισε, του ψυχοπερατάρη, κι ο Ερμής το χάρισε στον Πέλοπα τον αλογάρη πάλε, κι ο Πέλοπας του Ατρέα το χάρισε του πρωτοστρατολάτη, και στο Θυέστη ο Ατρέας πεθαίνοντας το βαριοκοπάδάρη, 67 68
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 54 - 56. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 50 - 55. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 47 ~
Εχθροί… εκ των έσω
κι ο Θυέστης πάλε του Αγαμέμνονα κλερονομιά το αφήκε, πλήθος νησιά και την Αργίτικη για ν' αφεντεύει χώρα. Πάνω σ' αυτό ακουμπώντας κίνησε το λόγο στους Αργίτες69” «Τι ωραία περιγραφή!», τον διέκοψε. Ο Όμηρος χαμογέλασε αυτάρεσκα και συνέχισε, κοιτώντας στο άπειρο με τα τυφλά του μάτια. “Κάναν κι οι Τρώες ωστόσο σύναξη πα στην κορφή του κάστρου όλο βοή, φωνές και τάραχο, στου Πρίαμου πλάι τις πόρτες 70”» «Νά’ τοι πάλι φασαριόζοι οι Τρώες!» Της αποκρίθηκα απότομα. «Έλα, κοπέλα μου. Η πόλη τους πολιορκείται και τα πράγματα δεν πάνε καλά. Λογικό είναι να κάνουν σαματά. Άλλωστε και οι Αχαιοί δεν περιγράφονται στη σκηνή με τη συνέλευση της Ραψωδίας Β σαν τις μέλισσες; Αθόρυβες είναι οι μέλισσες;» Μαζεύτηκε στη γωνιά της και άφησε τον Όμηρο να συνεχίσει. «“Κι ο τρανός Έχτορας σε σύναξη τους Τρώες μαζώνει τότε, στον ποταμό το βαθιοστρόβιλο, μακριά από τα καράβια, σε ξάγναντο, που δεν το σκέπαζαν κουφάρια σκοτωμένων. 71” “Κι ωστόσο ο γιος του Ατρέα με ολόβαρη καρδιά απ' την πλήθια πίκρα έτρεχε ολούθε, στους βοντόφωνους να δώσει διάτα κράχτες, με τ' όνομά τους τους πρωτόγερους να κράξουν έναν έναν, δίχως φωνές˙ κι ατός του γνοιάζουνταν μοχτώντας μες στους πρώτους.72” “Κι ως συναχτούμε τόσοι γέροντες, θ' ακούσεις όποιον δώκει την πιο καλή βουλή' τι σ' όλους μας βαριά πλακώνει ανάγκη από σωστή βουλή και φρόνιμη 73” “Κι ωστόσο ο γιος του Ατρέα τους γέροντες των Αχαιών συνάζει, και στο καλύβι του τους έστρωσε χορταστικό τραπέζι. Και κείνοι ευτύς ομπρός τους στα έτοιμα φαγιά τα χέρια άπλωσαν. Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο, πρώτος ο γέροντας ο Νέστορας, που η γνώμη του είχε δείξει και πριν ή πιο καλή, στοχάστηκε βουλή καινούργια πάλε, κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε74”» Ανέλαβα να συμμαζέψω λίγο τα πράγματα. «Στην Ιλιάδα, λοιπόν, βλέπουμε τριών ειδών Συνελεύσεις – Μαζώξεις. Έχουμε τη σύναξη των γερόντων (Β 53 - 55 και Ι 89 - 95), τη σύναξη των αρχηγών (Α 54 - 56, , Ι 9-12, Κ 200) και τέλος τη σύναξη όλου του στρατού – λαού (Β 50 - 52, Η 345 - 346 και Θ 489 - 491 των Τρώων). Η μεν πρώτη ήταν η μάζωξη των γερόντων, όπου πρωτοστατούσε ο Αγαμέμνονας και εκ μέρους των γερόντων ο Νέστορας, ο γηραιότερος εκ των βασιλέων. Είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα, ενώ δεν ήταν απίθανο οι γέροντες να ασκούσαν κριτική στον βασιλιά. Η σύναξη των αρχηγών γινόταν αρκετά συχνά, μετά από κάλεσμα κάποιου από τους βασιλιάδες και όχι κατ ανάγκη του αρχιστράτηγου. Η σύναξη του στρατεύματος γινόταν μετά ή πριν από σημαντικά γεγονότα, με πρωτοβουλία του άρχοντα, για να ανακοινωθεί στους στρατιώτες μια απόφαση των αρχηγών, αλλά δεν αποκλειόταν να ακολουθούσε συζήτηση και έκφραση αντίθετων απόψεων. Στην Ιλιάδα δεν υπάρχουν διαμορφωμένες Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 87 - 109. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Η, στ. 345 - 346. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 71 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Θ, στ. 489 - 491. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 72 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 9 - 12. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 73 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 74 - 76. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 74 Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 89 - 95. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής 69 70
~ 48 ~
Εχθροί … εκ των έσω
αντίπαλες παρατάξεις, με συγκεκριμένους βασιλιάδες να τις απαρτίζουν, αλλά ο καθένας φαίνεται ότι δρα και τοποθετείται για τον εαυτό του. Τη θέλησή τους να κάτσουν και να πάρουν τη Τροία την βασίζουν σε έναν όρκο που έδωσαν στον Αγαμέμνονα, ακόμα και όταν ο ίδιος ο Αγαμέμνονας τρεις φορές μέσα στο έπος- λιγοψυχεί και εκφράζει τη θέλησή του να πάρει τα πλοία του και να φύγει.» «Και γιατί καταχερίσανε τον κακομοίρη το Θερσίτη που πήρε το λόγο σε μια σύναξη; Δεν είχε το δικαίωμα;» «Δεν μπορούμε να το ξέρουμε απόλυτα αυτό. Από την υπόλοιπη περιγραφή του Ομήρου μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο Όμηρος τον Θερσίτη στο Β 214-215, ότι συνήθιζε δηλαδή να τα βάζει με τους ρηγάδες, προκαλώντας ευχαρίστηση στους Αχαιούς, οι οποίοι δεν αντιδρούσαν και δεν τον διέκοπταν, αλλά και με τη φράση του ίδιου του Οδυσσέα νωρίτερα στο Β 202, όπου απευθυνόμενος στους άσημους Αχαιούς τους λέει ότι δεν τους παίρνει κανείς στα σοβαρά στις συνελεύσεις, φαντάζομαι ότι στη λαϊκή συνέλευση είχαν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν όλοι.» «Ωραία αυτά, αλλά στην Ιλιάδα βρισκόμαστε σε πόλεμο, όπου συμμετείχαν πολεμιστές και αρχηγοί πολλών βασιλείων. Ήταν δηλαδή μια έκτακτη περίσταση, στην οποία νέοι θεσμοί μπορούσαν να εμφανιστούν για να λυθούν κάποια έκτακτα προβλήματα. Κατά πόσο ίσχυαν αυτά τα πράγματα και στις πόλεις των Αχαιών;» «Ένας τρόπος υπάρχει να το δούμε αυτό: Να δούμε τι μας λέει ο Όμηρος για αυτό το θέμα στο άλλο του έργο. Να δούμε τι αναφορές σε συνελεύσεις υπάρχουν και στην Οδύσσεια». Βαριεστημένα πλέον ο Όμηρος άρχισε να απαγγέλλει. «Βγαίνοντας όξω τους βροντόφωνους γοργά προστάζει κράχτες σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσουν. Κι ως φώναζαν αυτοί, μαζώχτηκε το πλήθος με βιασύνη. Κι αφού οι θιακοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν, κινάει κι αυτός στη μάζωξη, χαλκό φουντώνοντας κοντάρι, όχι μονάχος˙ δυο γοργόποδα σκυλιά τον ακλουθούσαν κι ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περιχούσε ακέριο, ο κόσμος γύρα τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του, κι όλοι οι γερόντοι του αναμέριζαν, στο πατρικό να κάτσει θρονί˙ κι ο Αιγύπτιος ο πολέμαρχος, που ήξερε μύρια ο νους του κι είχε σκεβρώσει απ' τα γεράματα, το λόγο εκίνα πρώτος. […] “Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε˙ βουλή ούτε μια φορά δεν χάναμε και σύναξη από τότε που ο ισόθεος Οδυσσέας εμίσεψε στα βαθουλά καράβια. Μα τώρα ποιος εδώ μας σύναξε; ποιόν βρήκε ανάγκη τόση; Να 'ναι άντρας τάχα από τους νιούτσικους για από τους πιο γερόντους; Τάχα μην του 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας, κι ως το 'μαθε από μας πρωτύτερα, να μας το πει γυρεύει; Μη γι' άλλο κάτι, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσει; Μα άρχοντας θα 'ναι λέω - καλότυχος! Μακάρι ο Δίας να δώσει να του 'βγει σε καλό το που 'βαλε και μελετάει στα φρένα!” Είπε, και χάρηκε ο Τηλέμαχος για τον καλό το λόγο, και πια δεν κάθουνταν, τον έπιασε να τους μιλήσει πόθος˙ στης μάζωξης τη μέση εστάθηκε, κι ως του 'βαλε στο χέρι ραβδί ο διαλάλης ο Πεισήνορας ο πολυμυαλωμένος, πιο πρώτα γύρισε στο γέροντα και τέτοια λόγια του 'πε: “Έν είναι αλάργα! Αμέσως, γέροντα, τον που ζητάς θα μάθεις˙ εγώ είμαι το λαό που σύναξα, βαρύς καημός με ζώνει. ~ 49 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Όχι, δε μου 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας, κι ως το 'μαθα από σας πρωτύτερα, να σας το πω γυρεύω' μήτε και γι' άλλο, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσω. Εγώ έχω ανάγκη, που μου πλάκωσαν οι συφορές στο σπίτι διπλές˙ η μια είναι που τον κύρη μου τον αντρειανό έχω χάσει, που εδώ σας κυβερνούσε κάποτε κι ήταν γλυκός σαν κύρης. Μα τώρα μου 'ρθε μια τρανότερη πολύ, να μου ρημάξει το σπίτι ολάκερο κι ολότελα το βιος μου ν' αφανίσει. Έχουν μαθές ριχτεί στη μάνα μου μνηστήρες άθελα της οι γιοι γονιών, που εδώ στον τόπο μας οι πιο τρανοί λογιούνται.” Αργότερα λέει ο Τηλέμαχος: […] “Στου Ολύμπιου Δία, στης Θέμης τ' όνομα, που το λαό μαζώνει και πάλι τον σκολνα απ' τη σύναξη, στα πόδια σας προσπέφτω, μονάχο, φίλοι, παρατάτε με να λιώνω στον καημό μου!” Η μάζωξη έληξε με πρωτοβουλία του μνηστήρα Ληόκριτου: [...] “Σκορπάτε τώρα ο κόσμος κι όλοι σας τρεχάτε στις δουλειές σας” […] Έτσι τους μίλησε και σχόλασε τη σύναξη με βιάση˙ σκόρπισε ο κόσμος ο άλλος, σπίτι του γυρνώντας ο καθένας 75» «Πολύ αναλυτικός ο Όμηρος εδώ πέρα! Λίγο υπερβολή δεν είναι όμως αυτό που λέει ο γέρος Αιγύπτιος, ότι δηλαδή είχαν να μαζευτούν σε μάζωξη όλοι οι Θιακοί από όταν ήταν εκεί πέρα ο Οδυσσέας; Δηλαδή τα νέα π.χ. για την πτώση της Τροίας πού τα έμαθαν; Δεν τους απασχόλησε το ζήτημα της επιστροφής των πολεμιστών;» «Δίκιο έχεις, αλλά μην ξεχνάς ότι η Οδύσσεια πρώτα και κύρια είναι ένας μύθος, ένα ποίημα και όχι ένα ακριβές χρονικό. Όπως και να το κάνεις, είναι εντυπωσιασκή η εικόνα ενός βασιλείου που πηγαίνει… στον αυτόματο 20 χρόνια που λείπει ο βασιλιάς του. Πάντως αν μπορούμε να κρατήσουμε κάποια πράγματα από αυτήν την περιγραφή νομίζω ότι θα είναι τα εξής: Έχουμε όντως συνέλευση όλου του λαού. Σε αυτήν μιλάνε κυρίως οι αρχόντοι και οι εκπρόσωποι του ιερατείου. Στη συγκεκριμένη παίρνουν το λόγο ο Τηλέμαχος, ο γέρος ήρωας Αιγύπτιος και ο Μέντορας, προφανώς εκπρόσωποι της Γερουσίας, οι μνηστήρες Αντίνοος, Ευρύμαχος και Ληόκριτος, οι γόνοι των αρχόντων του τόπου, και ο μάντης Αλιθέρσης. Επίσης μπορούμε να κρατήσουμε το ότι τη μάζωξη μπορούσε να την καλέσει ο οποιοσδήποτε, και όχι κατ’ ανάγκην κάποιος άρχοντας. Έπρεπε όμως να έχει σοβαρό λόγο για να το κάνει. Εδώ ο Τηλέμαχος τη συγκαλεί για να τον βοηθήσει ο λαός να διώξει από το ανάκτορο τους μνηστήρες.» «Ωραία. Άλλη μάζωξη;» Ο Όμηρος ξαναπήρε το λόγο. «Κι ο αντρόψυχος Αλκίνοος κίνησε μπροστά για των Φαιάκων την αγορά, που στα καράβια τους σιμά την είχαν χτίσει. Κι ως ήρθαν, στα πεζούλια κάθισαν κοντά κοντά' στην ώρα πήρε η Αθηνά Παλλάδα κι έτρεχε στο κάστρο μέσα ολούθε, την όψη ενός διαλάλη παίρνοντας του Αλκίνου του αντρειωμένου, το γυρισμό στο νου της έχοντας του αδείλιαστου Οδυσσέα˙ και σ' έναν έναν άντρα πήγαινε κοντά και του μιλούσε: “Ελάτε, ομπρός, των Φαίακων άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες, στην αγορά τραβάτε, αν θέλετε ν' ακούστε για τον ξένο, που αφού παράδειρε στα πέλαγα, στου Αλκίνου του αντρειωμένου το σπίτι ό,τι έφτασε, στο ανάριμμα με τους θεούς παρόμοιος.” Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία β, στίχοι 6-16, 25–51, 68–70, 252, 257–258. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης Ιωάννης Κακριδής
75
~ 50 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Αυτά τους έλεε και τους ξάναβε την πεθυμιά να τρέξουν. Σε μια στιγμή πεζούλια κι αγορά γεμίσαν από κόσμο, που όλο και πύκνωνε˙ και θάμαζαν πολλοί τον αντρειωμένο γιο του Λαέρτη ομπρός τους βλέποντας, τι πάνω του η Παλλάδα είχε χυμένη χάρη αθάνατη - στην κεφαλή, στους ώμους κι ακόμα πιο αψηλός τον έκαμε και πιο μεστός να δείχνει˙ τι ήθελε οι Φαίακες όλοι μέσα τους γι' αυτόν αγάπη, δείλια και σεβασμό να νιώσουν, κι έπειτα για να φανεί παράξιος σε όσα δοκίμια οι Φαίακες θα 'βαζαν να παραβγούν μαζί του. Κι όταν αυτοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν, πρώτος το λόγο ο Αλκίνοος κίνησε κι αναμεσό τους είπε.» «Εδώ έχουμε μια απλή μάζωξη για να ανακοινωθεί κάτι σχεδόν ασήμαντο και να λυθεί ένα πάρα πολύ εύκολο πρακτικό ζήτημα: Το ότι ο Αλκίνοος φιλοξενούσε έναν ξένο, μιας και ο Οδυσσέας δεν είχε ακόμα αποκαλύψει την ταυτότητα, και το ότι έπρεπε να αρματωθεί ένα καράβι για να τον γυρίσει στην πατρίδα του.» «Όντως. Δεν είχε και πολύ νόημα αυτή η συνέλευση. Μάλλον άλλο ένα λογοτεχνικό δημιούργημα του Ομήρου ή κάποιων μεταγενέστερων. Πάντως σε γενικές γραμμές τα πράγματα ήσαν περίπου όπως και στην Ιλιάδα. Δεν είδα κάποια τραγική διαφορά στο ζήτημα των συνελεύσεων. Έχω όμως μια απορία. Τι σχέση έχουν αυτά που μας περιγράφει ο Όμηρος με αυτά που ξέρουμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β; Ο Όμηρος μας περιγράφει το πολίτευμα και τους θεσμούς των Μυκηναίων; Τα κατέβαζε όλα αυτά από το κεφάλι του; Μας περιέγραφε τους θεσμούς της εποχής του και τους βάφτιζε Μυκηναϊκούς;» «Ας δούμε κάποιες βασικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις περιγραφές του Ομήρου και σε αυτά που ξέρουμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄. Ο ανώτερος άρχων ενός βασιλείου στα ομηρικά έπη αποκαλείται κυρίως “βασιλεύς”. Στη Μυκηναϊκή εποχή, όπως γνωρίζουμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, το ανώτερο αξίωμα ήταν ο “wa-na-ka”, ο “ἄναξ”. Στον Όμηρο ο όρος “ἄναξ” χρησιμοποιείται κυρίως στη μορφή “ἄναξ ἀνδρῶν” και χρησιμοποιείται μόνο για τον Αγαμέμνονα από τους Αχαιούς αρχηγούς. Στον Όμηρο οι βασιλιάδες δεν κληρονόμησαν κατ’ ανάγκη τον θρόνο από τον πατέρα τους, συνέπεια της χαλαρής οργάνωσης της κοινωνίας τότε.» «Α! Γι’ αυτό και ο Τηλέμαχος αργότερα στην Οδύσσεια δεν μπορεί να ξεφορτωθεί εύκολα τους μνηστήρες!» «Σωστά. Στους Μυκηναίους ο θεσμός qa-si-re-u, ο “βασιλεύς”, υπήρχε. Ήταν μάλλον ένα κατώτερο διοικητικό αξίωμα. Σε μια πινακίδα της Πύλου π.χ. ένας από τους «βασιλείς» ήταν υπεύθυνος για την επιστασία των χαλκοτεχνιτών του βασιλείου. Ένα άλλο σημαντικό αξίωμα που δεν το διακρίνουμε στα έπη είναι αυτό του “ra-wa-ke-ta”, του “λααγέτα”.» «Τι ήταν αυτός;» «Παίρνοντας αφορμή από μια και μόνο πινακίδα και από την εικόνα που είχαν για τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και τη φεουδαρχία κάποιοι δίνουν στον ra-wa-ke-ta τη θέση του νούμερο 2 στο βασίλειο. Του πολέμαρχου, του βαρώνου. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, από άλλες πινακίδες, όπου ο αξιωματούχος που φέρει τον τίτλο του ra-wa-ke-ta φαίνεται να προσφέρει λιγότερα αγαθά στις δημόσιες θυσίες από άλλους συμπολίτες του, μάλλον δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Επίσης πουθενά δεν θα βρεις σε αυτές τις πινακίδες μια ξεκάθαρη αναφορά ότι ο ra-wa-ke-ta ασχολιόταν με τον πόλεμο. Αντίθετα, αυτοί που ασχολούνται με τον πόλεμο, που συνοδεύουν δυνάμεις στρατιωτών είναι οι αυτοί που έχουν τον τίτλο “e-qe-ta ”. Έναν από αυτούς συναντήσαμε προηγουμένως, τον Κέρκιο.» «Χμ… όπως τους ακούω μου θυμίζουν τους “εταίρους” του Ομήρου, τον Πάτροκλο του Αχιλλέα και τον Σθένελο του Διομήδη.» «Γιατί όχι; Αυτούς τους “e-qe-ta ”, τους “επέτας”, τους ακόλουθους, δηλαδή του βασιλιά, τους βλέπουμε πάρα πολύ καλά στην Οδύσσεια. Είναι οι μνηστήρες, είναι όλοι αυτοί που συμμετέχουν ~ 51 ~
Εχθροί… εκ των έσω
στα αγωνίσματα που γίνονται στην Αγορά της Χώρας των Φαιάκων προς τιμήν του Οδυσσέα. Οι eqe-ta στις πινακίδες αναφέρονται πολλές φορές με το πατρώνυμό τους.» «Άρα ήταν σημαντική η καταγωγή τους» «Ναι. Όμως οι πολεμιστές διατηρούν και καλυτερεύουν τη θέση τους στην κοινότητα, και κατ’ επέκταση και το μερίδιο από τα λάφυρα, όσο πιο πολλά κατορθώματα πραγματοποιούν. Μόνη της η καταγωγή δεν παίζει κανέναν ουσιαστικό ρόλο. Οι άντρες χαρακτηρίζονται από τις πράξεις τους και το δικαίωμα να επικαλούνται τους προγόνους τους το κατακτούν.» «Γι’ αυτό και οι αξιωματούχοι των Μυκηναίων βρέθηκαν θαμμένοι με τα πολυτιμότερα υπάρχοντά τους. Ό, τι κατέκτησαν το κατέκτησαν για τους εαυτούς τους και όχι για τους γιους τους. Στους γιους τους κληροδοτούν μόνο το καλό τους όνομα. Ας προσπαθήσουν αυτοί να τους φτάσουν.» «Έτσι. Δίπλα, όμως, στους “στρατιωτικούς” ηγέτες των κοινοτήτων των Μυκηναίων παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο οι θεραπευτές των θεών, το ιερατείο, που αποτελείτο από τους ιερείς, τους μάντεις κλπ και έλεγχε πέρα από την λατρεία των θείων την καλλιτεχνική παραγωγή. Το πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του ιερατείου το βλέπουμε στους μάντεις. Σχεδόν για κάθε ζήτημα οι άρχοντες ζητούσαν την γνώμη τους, ενώ σημαντικές αποφάσεις βασίζονταν στα λόγια τους. Στις πινακίδες της Πύλου βλέπουμε ότι τρεις από τους δεκατέσσερις καταγεγραμμένους te-re-ta, “τελεσταί”, κατέχουν όση γη έχει ο wa-na-ka! Το κέντρο τους βρίσκεται κάπου μέσα στην επικράτεια του βασιλείου της Πύλου, στην σημαντικότατη pa-ki-ja-ne.» «Όταν λες “κέντρο”;» «Ένα θρησκευτικό κέντρο, ένας ιερός χώρος λατρείας, ένα τέμενος, με ναούς, μαντεία και όλα τα συναφή. Φαντάζομαι κάτι αντίστοιχο με το ανάκτορο. Γύρευε ποιο μέρος ακριβώς ήταν αυτή η paki-ja-ne. Το ιερατείο, λοιπόν, είναι αλληλένδετο με τους στρατιωτικούς αξιωματούχους, των οποίων την εξουσία οφείλει να “σιγοντάρει”, υμνώντας τα κατορθώματά τους, δικαιολογώντας τα σαν θεϊκές ορμήνιες κλπ. Ο λόγος είναι απλός: από τα δικά τους πολεμικά κατορθώματα εξαρτάται και η δικιά τους επιβίωση: Οι σκλάβοι για να υπηρετούν στους ναούς, τα πλούσια λάφυρα για να τους στολίζουν. Στο ιερατείο είπαμε ότι μάλλον εντάσσονταν και οι αοιδοί, αλλά και αρκετοί άλλοι. Αυτό μου το σιγουρεύει και ο ίδιος ο Όμηρος στην Οδύσσεια, όταν περιγράφει το ποιοι σώθηκαν από την σφαγή των μνηστήρων και των συνεργατών τους.» «Α, ναι; Ποιοι τη σκαπούλαραν;» «Ο πρώτος συνεργάτης των μνηστήρων που γλύτωσε ήταν ο αοιδός Φήμιος.» Ανέλαβε ο Όμηρος. «Μα ο γιός του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης ο Φήμιος, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του. Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια στο παραπόρτι εβρέθη' δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε: να βγει να κάτσει ικέτης στο βωμό του Δία του τρισμεγάλου, που τον αυλόγυρο προστάτευε, κι απάνω εκεί ο Λαέρτης συχνά κι ο γιος του πλήθος έκαιγαν βοδιών μεριά; για κάλλιο να τρέξει γρήγορα τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα; Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι, να τρέξει, του Οδυσσέα τα γόνατα του αρχοντικού να πιάσει.76» «Ρε συ, μήπως ο Όμηρος δείχνει τον Φήμιο να γλυτώνει λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης;» «Δεν ξέρω. Είναι πιθανό και αυτό. Πάντως σε αυτό το απόσπασμα εγώ παρατηρώ κάτι, λίγο άσχετο με αυτά που ψάχνουμε.» «Τι;»
76
Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία χ, στίχοι 330 - 339. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 52 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Σε αυτό που άκουσα πριν από λίγο διέκρινα μια από τις πρώτες, για να μην πω την πρώτη, αναφορά στο θεσμό του ασύλου!» «Σωστά! Ο Φήμιος σκέφτεται να πάει στο βωμό που τελούνται οι θυσίες, μπας και σεβαστούν το χώρο ο Οδυσσέας και οι δικοί του και γλιτώσει από το λεπίδι!» «Ο δεύτερος που τη σκαπουλάρει, μετά από πρόταση του Τηλέμαχου ήταν ένας κήρυκας, δηλαδή ένας αξιωματούχος του βασιλείου.» Ο Όμηρος απήγγειλε στα γρήγορα δυο στίχους. «Μα και το Μέδοντα να σώσουμε τον κράχτη, τι με γνοιάστη από παιδί με αγάπη πάντα του στο αρχοντικό μας μέσα 77» Εκείνη την ώρα ψαχούλευε μερικές πινακίδες. «Α! Κοίτα εδώ!» Μου έδειξε την πινακίδα Py An 23. «ke-ro-si-ja», συλλάβισε. «Ακριβώς. Η γερουσία, το συμβούλιο των γερόντων, που είχε συμβουλευτικό ρόλο δίπλα στο βασιλιά. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν και αυτουνού η παρουσία στα μυκηναϊκά κράτη.» «Και όσον αφορά τη συνέλευση των πολιτών; Γινόταν στ’ αλήθεια τα Μυκηναϊκά χρόνια ή είναι μεταγενέστερη προσθήκη, απ’ όταν εμφανίστηκε ο Δήμος, η συγκέντρωση των πολιτών που είχαν πολιτικά δικαιώματα;» «Η συνέλευση του λαού ή των στρατιωτών, που αναφέρει ο Όμηρος είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε, αλλά με εντελώς διαφορετική έννοια από αυτήν που είχε στα ομηρικά ή τα κλασσικά χρόνια. Οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄ μας μαρτυρούν την ύπαρξη ενός οργάνου με το όνομα da-mo, στο οποίο συμμετέχουν όσοι κατέχουν γη. Αν σκεφτείς ότι εκείνα τα χρόνια η έννοια του κράτους με σαφείς και ευδιάκριτες εξουσιαστικές δομές δεν υπήρχε, αλλά το ότι η κοινωνία ήταν οργανωμένη γύρω από την έννοια του “γένους”, με πολλά στοιχεία κοινοκτημοσύνης, τότε ο da-mo αποτελείτο από όλους σχεδόν τους πολίτες, μιας και όλοι τους εκμεταλλεύονταν ένα κομμάτι γης, ένα κομμάτι της δημόσιας γης, που ανήκει στο όργανο, στον da-mo. Δεν ξέρω αν σε αυτήν την συνέλευση συμμετείχαν οι τεχνίτες, οι οποίοι ως επί το πλείστον βρίσκονταν, όπως σου είπα, υπό τον έλεγχο του ιερατείου.» «Και κουμάντο σε αυτό το όργανο, τον da-mo ποιος έκανε;» «Από τις πινακίδες δεν μπορούμε να βγάλουμε κάποια ακριβή συμπεράσματα για το ρόλο και τη λειτουργία του da-mo. Συναντάμε έναν αξιωματούχο που πρέπει να είχε σχέση με τον da-mo, αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβείς λεπτομέρειες.» Της έδειξα την πινακίδα Py Ta 711. «Δες την αρχή. Αυτή είναι η επικεφαλίδα της καταγραφής που γίνεται σε αυτήν την πινακίδα.» «o-wi-de pu2-ke-qi-ri o-te wa-na-ka te-ke au-ke-wa da-mo-ko-ro» «“ίδε Φυ-ke-qi-ri ότε άναξ θήκε Αυγέαν δάμοκλον”, δηλαδή “o Φυ-ke-qi-ri είδε όταν ο Άναξ όρισε τον Αυγέα ως δάμοκλο”.» «Και τι σημαίνει αυτή η πρόταση;» «Αν δούμε όλη την πινακίδα θα δούμε ότι είναι μια ακόμα λεπτομερέστατη καταγαφή αντικειμένων, μια απογραφή. Αυτός που την έκανε είναι ο Φυ-ke-qi-ri, ένας αξιωματούχος του βασιλείου, όταν ο Άνακτας όρισε τον Αυγέα ως δάμοκλο. Το τελευταίο μέρος της φράσης, σε συνδυασμό με διάφορους τρόπους χρονολόγησης που είχαν οι αρχαίοι, μας κάνει να συμπεραίνουμε ότι το αξίωμα του Δαμόκλου χρησίμευε σαν μέθοδος χρονολόγησης. «Α! Όπως χρησιμοποιούνταν δηλαδή οι Ολυμπιάδες και οι Επώνυμοι Έφοροι στη Σπάρτη!» 77
Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία χ, στίχοι 357 - 358. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 53 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Ακριβώς. Επομένως ο “δαμοκλής” πρέπει να ήταν ένα πάρα πολύ σημαντικό αξίωμα, για τα ακριβή καθήκοντα του οποίου, όμως, δεν έχουμε την παραμικρή πληροφορία!» «Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ένα πράγμα. Γιατί στον χρόνο επιβίωσε σαν ανώτατο αξίωμα το αξίωμα του βασιλέα και όχι του άνακτα;» «Αυτό φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με το συνολικότερο σύστημα. Ο Άνακτας δεν είναι απλά ο ανώτατος άρχοντας. Είναι ο επικεφαλής ενός απίστευτα πολύπλοκου γραφειοκρατικού μηχανισμού, του ανακτόρου. Στις πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού βλέπουμε έναν απίστευτα λεπτομερή καταμερισμό εργασίας, μια τρομερή επιμονή στην παραμικρή λεπτομέρεια. Και φαντάσου, ότι τα αρχεία που έχουμε στα χέρια μας δεν πρέπει να κάλυπταν ούτε έναν ολόκληρο χρόνο από τη ζωή των βασιλείων της Πύλου και της Κνωσού! Όλα αυτά για να καταγραφούν, να επιβλεφθούν, να οργανωθούν απαιτούν έναν τεράστιο και πολυπρόσωπο μηχανισμό. Στις πινακίδες συναντάμε δεκάδες τίτλους και αξιώματα, όμως δεν ξέρουμε τα ακριβή καθήκοντα σχεδόν κανενός από αυτούς! Σε έναν τέτοιο γραφειοκρατικό “λαβύρινθο” προΐστατο ο άνακτας. Ο βασιλέας, όμως, φαίνεται να είναι ο τοπικός άρχοντας, ο αξιωματούχος που έβλεπαν από πάνω τους οι πολίτες πολύ πιο συχνά. Το μακρύ χέρι του άνακτα, ο τοποτηρητής του. Ίσως γι’ αυτό στο μυαλό τους, αλλά και αργότερα στη συλλογική μνήμη δεν σώθηκε ο απόμακρος και απρόσιτος “άνακτας”, αλλά ο εντεταλμένος του “βασιλεύς”. Μαζί με τον άνακτα και το σύστημά του έσβησαν από τη συλλογική μνήμη και όλα τ’ άλλα αξιώματα.» «Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο επιβίωσε και ο όρος “ανάκτορο”! Ο άνακτας ξεχάστηκε, αλλά τα ερείπια που θύμιζαν τον μηχανισμό που οργάνωνε την κυριαρχία του ήσαν εκεί!» «Γιατί όχι; Όπως και να ‘χει, η απουσία του άνακτα και των άλλων αυλικών του από τα έπη, που γράφτηκαν σχεδόν τέσσερις με πέντε αιώνες αργότερα δε σημαίνει ότι τα έπη δεν έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την εποχή. Στις ιστορίες που επιβίωσαν μέσω του ιερατείου η κοινωνική και πολιτειακή διάρθρωση των βασιλείων ήταν δεδομένη. Στην πορεία, καθώς οι πρόγονοι των επών περνούσαν από γενιά σε γενιά, η απουσία όλων αυτών των αξιωμάτων δεν είχε καμιά σημασία, γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρθηκε κανένας να συμπληρώσει τέτοιου είδους πληροφορίες. Μια απλή δομή αρκούσε: Ανώτατος Άρχοντας, συμβουλευτικό σώμα από γέροντες, συνέλευση των ισοτελών, αυτών που είχαν πολιτικά δικαιώματα.»
~ 54 ~
Εχθροί … εκ των έσω
9. Οι απείθαρχοι
Στεκόμασταν μπροστά από μια προθήκη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Πίσω από το τζάμι βρισκόταν ένας υπέροχος πήλινος κρατήρας, που είχε βρεθεί στην Ακρόπολη των Μυκηνών. Απεικόνιζε μια φάλαγγα Μυκηναίων πολεμιστών. «Κοίτα τους τι ωραίοι! Με πλήρη εξάρτηση, με περικεφαλαία, δόρυ, ασπίδα! Με το γυλιό τους να κρέμεται στο δόρυ! Προχωράνε με το ίδιο βήμα, σχεδόν χαμογελαστοί!» «Ναι, ναι», απάντησα βαριεστημένα. «Λες και βλέπω ένα σημερινό λόχο φαντάρων σε πορεία!» «Και αυτός ο κρατήρας ήταν από την εποχή που πρέπει να έγινε ο Τρωικός πόλεμος, έτσι;» Κοίταξα την ταμπέλα δίπλα στον κρατήρα: «12ος αιώνας π.Χ., αριθμός ευρήματος Π1426» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Θα μπορούσαν κάποιοι από τα “μοντέλα” του καλλιτέχνη να σήκωσαν κεφάλι; Να έζησαν τον Θερσίτη και να πήραν το μέρος του;» «Σιγά μην εκδόσανε και κανένα “Μανιφέστο” ή κανά “Τι να κάνουμε”!» «Αποκλείεται κάποια στιγμή της ζωής τους να επέλεξαν το δρόμο της απειθαρχίας; Της ανυπακοής στους από πάνω; Της αμφισβήτησης;» «Και να το έκαναν, μην περιμένεις να το έκαναν όπως φαντάζεσαι. Τα πράγματα τότε ήταν λίγο διαφορετικά. Εκείνα τα χρόνια η ζωή ήταν πολύ σκληρή και η επιβίωση δύσκολη, ακόμα και αν ήσουν βασιλιάς! Και δεν μιλάω μόνο για την χαμηλή ποιότητα ζωής. Υπάρχουν πολλά περιστατικά που σώζωνται μέσα από τη μυθολογία για κόντρες ανάμεσα σε διάφορους πολεμιστές, όλες τους για το ποιος θα γίνει βασιλιάς. Όσοι χάνουν, μαζί με την φαμελιά τους, φεύγουν από την πόλη. Είτε τριγυρνάν από δω κι από εκεί, είτε πάνε και ιδρύουν μια αποικία, ειδικά αν η φαμελιά είναι μεγάλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης, αυτής του χαμένου πραξικοπηματία, είναι ο Θερσίτης. Αυτός και οι αδερφοί του οργάνωσαν πραξικόπημα για να ρίξουν το γέρο Οινέα και στη θέση του να βάλουν τον πατέρα τους, τον αρχηγό της φατρίας τους. Όταν απέτυχαν, μετά από εξωτερική επέμβαση, ενός άλλου από το ίδιο γένος, του Διομήδη, ο οποίος, μάλιστα δεν αποκατέστησε τον παλιό μονάρχη, αλλά έβαλε κάποιον άλλον στη θέση του, εγκατέλειψαν την πόλη τους, την Καλυδώνα, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Αγρίνιο και τριγυρνούσαν στην Πελοπόννησο.» Ο Όμηρος όλη αυτήν την ώρα κουνούσε σκεφτικά το κεφάλι του. «Άσογος, άσπιτος, παράνομος, που χαίρεται αν ξεσπάσει σε φίλους και δικούς ανάμεσα ξεφρενιασμένη αμάχη.78» «Ναι, ρε φίλε, εντάξει. Μου τη δίνει όμως να σκέφτομαι την Μυκηναϊκή εποχή σαν μια εποχή απόλυτης κοινωνικής ηρεμίας, όπου κουμάντο κάναν οι αιμοδιψείς ήρωες και δε σήκωνε κεφάλι 78
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 63 - 64. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 55 ~
Εχθροί… εκ των έσω
κανένας από τους από κάτω. Όπου ο απλός λαός το μόνο που έκανε ήταν να ασχολείται με την δουλίτσα του ή τη δουλεία του, παλεύοντας να τα βγάλει πέρα. Όπου η μόνη πηγή αναταραχών ήταν οι δολοπλοκίες των διεκδικητών των θρόνων». «Θα το διαλευκάνουμε κι αυτό. Μη βιάζεσαι. Ξεκινήσαμε με το ενδεχόμενο το περιστατικό του Θερσίτη να ήταν στην πραγματικότητα μια στάση πολεμιστών. Ας δούμε, λοιπόν, το ποιοι ήσαν αυτοί οι πολεμιστές.» «Ήδη ξέρουμε τους ήρωες των μύθων. Αρχοντόπουλα, πριγκιπόπουλα. Στον Όμηρο είναι οι βασιλιάδες, τα παιδιά τους και οι στενοί τους φίλοι. Στις πινακίδες είδαμε τους e-qe-ta, που μπορούν να είναι διοικητές σωμάτων αντρών, και τους ke-ki-de, που δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι.» «Ακριβώς! Κάποιοι αμφισβητούν το ότι η λέξη ke-ki-de είχε στρατιωτικό περιεχόμενο. Όμως εγώ λέω αυτούς να τους απορρίψουμε. Δεν γίνεται σε μερικές χιλιάδες πινακίδες των ανακτόρων να μην υπάρχει ούτε μια αναφορά σε στρατό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι πινακίδες αυτές που έχουν τους ke-ki-de, οι πινακίδες της Συλλογής Py An, της περίφημης o-pa, περιγράφουν κάτι που μας μοιάζει με εγκαταστάσεις και μετακινήσεις στρατευμάτων, τότε εγώ πείθομαι ότι οι πινακίδες αυτές όντως έχουν στρατιωτικό περιεχόμενο.» «Οπότε από τις πινακίδες βρήκαμε τον τελευταίο τροχό της αμάξης στο στρατό των Μυκηναίων, έτσι; Τους ke-ki-de. Τους στρατιώτες.» «Μάλλον. Όμως μην ενθουσιάζεσαι. Ο στρατός δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που έχουμε εμείς στο μυαλό μας σήμερα. Ο πόλεμος, η διαπάλη για δόξα, εξουσία και χρήματα ήταν υπόθεση κυρίως αυτών που θα τα αξιοποιούσαν όλα αυτά! Αυτοί που κυρίως ασχολιούνταν με τις εκστρατείες ήσαν οι ευγενείς, οι βασιλιάδες και οι παρατρεχάμενοί τους. Μην φανταστείς ότι όποτε οι Αχαιοί είχαν πόλεμο έβγαινε ένα φιρμάνι για γενική επιστράτευση. Όχι. Οι απλοί πολίτες, οι γεωργοί και οι τεχνίτες συμμετείχαν στις εκστρατείες μόνο αν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς και τα καθήκοντα που αναλάμβαναν δεν ήσαν ούτε ηρωικά, μιας και με τις μάχες ασχολιόνταν κυρίως οι αριστοκράτες, αλλά ούτε και πολύ ταπεινά, μιας και δεν υπήρχε έλλειψη δούλων. Αργότερα, όταν οι πολίτες γίνονται πολίτες και συμμετέχουν πιο ενεργά στην διακυβέρνηση των πόλεών τους, τότε “απλώνει” και ο στρατός και γίνεται υπόθεση όλων των κατοίκων μιας πόλης που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Έτσι, λοιπόν, αυτοί οι ke-ki-de, μπορεί να είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης όσον αφορά την ιεραρχία στο στράτευμα, αλλά κοινωνικά δεν είναι σίγουρο ότι ήσαν και στην χειρότερη θέση. Θα μπορούσαν να είναι τόσο τεχνίτες και αγρότες όσο και χαμηλοί αριστοκράτες. Στην περίπτωση, βέβαια, που εξετάζουμε εμείς, δηλαδή μιας ή περισσότερων μεγάλων εκστρατειών στα χρόνια των Μυκηναίων, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αρκετοί περισσότεροι από τις τάξεις των τεχνιτών και των αγροτών θα επέλεξαν ή θα αναγκάστηκαν να καταταγούν και έτσι η πλειοψηφία των ke-ki-de να είναι τέτοιοι. Όπως και να ‘χει, πρέπει να ψάξουμε και τις άλλες άμεσες πηγές που έχουμε από εκείνα τα χρόνια, πέρα από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ για να πάρουμε κι άλλες πληροφορίες για την οργάνωση και τη λειτουργία των στρατών αυτών. Να δούμε και τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα. Να αναζητήσουμε πολεμικές παραστάσεις σε αγγεία, σκεύη, κοσμήματα, τοιχογραφίες.» Βρισκόμασταν στο Ακρωτήρι της Θήρας. Ψηλά μας το βουνό βρυχόταν, καπνίζοντας έντονα, κρύβοντας το φώς του ήλιου, προετοιμαζόμενο για την πιο ισχυρή έκρηξη ηφαιστείου των ιστορικών χρόνων. «Πού είναι ο κόσμος;» «Φοβήθηκαν την έκρηξη του ηφαιστείου και την έκαναν βιαστικά. Μπες εδώ.» Σκύψαμε το κεφάλι, περνώντας την χαμηλή πόρτα της περίφημης Δυτικής Οικίας. Στο ισόγειο, παρά την βιασύνη των ανθρώπων του σπιτιού, όλα ήσαν πάρα πολύ νοικοκυρεμένα. Σκεύη, δοχεία, κουζινικά. Αλεύρι, φρούτα και λαχανικά. Ανεβήκαμε βιαστικά από την κεντρική σκάλα στον πρώτο όροφο. Αφού ρίξαμε μια πεταχτή ματιά από το τεράστιο παράθυρο του κεντρικού δωματίου στην πλατεία, την οδήγησα στο δωμάτιο 5. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, με ανοίγματα σε κάθε του τοίχο. Δυο πόρτες, μια στον ανατολικό και μια στον νότιο τοίχο, και δυο παράθυρα, ένα στον βόρειο και ~ 56 ~
Εχθροί … εκ των έσω
ένα στον δυτικό τοίχο. Αμέσως αιχμαλώτισαν το βλέμμα μας οι ψαράδες, ζωγραφισμένοι αντικριστά ο ένας στον άλλο, στην γωνία που ενώνονταν ο βόρειος με τον ανατολικό τοίχο. Συνήλθα γρήγορα από τη ζωντάνια και την ομορφιά των παραστάσεων αυτών και τη σκούντηξα για να κοιτάξει στο πάνω μέρος των τεσσάρων τοίχων. Γύρω μας, και στους τέσσερις τοίχους, ξεδιπλωνόταν ένα υπέροχο αφήγημα, η ιστορία ενός ταξιδιού των προϊστορικών κατοίκων αυτού του τόπου σε πέντε κάποιες παραθαλάσσιες πολιτείες. Μείναμε και οι δυο με ανοιχτό το στόμα προσέχοντας την λεπτομέρεια και την ομορφιά των ζωγραφιών. Ξεκινώντας από πάνω από τον έναν ψαρά αρχίσαμε να “διαβάζουμε” την ιστορία. «Το ταξίδι ξεκίνησε μάλλον από εδώ, στο Ακρωτήρι. Αυτή πρέπει να είναι η Πόλη Ι. Πρώτος σταθμός η πόλη ΙΙ, όπου κάτι κακό συνέβη. Βλέπεις; Γύρω από τα τείχη της πόλης υπάρχουν στρατιώτες πλήρως εξοπλισμένοι, με περικεφαλαίες επενδυμένες με χαυλιόδοντες αγριογούρουνων, δόρατα και ολόσωμες ορθογώνιες πινακίδες από δέρματα βοδιού, ενώ λίγο πιο βαθιά στη θάλασσα βλέπουμε ένα ναυάγιο και ναυτικούς που πνίγονται. Σε αντίθεση με αυτήν την γεμάτη ένταση σκηνή, στο πάνω μέρος της τοιχογραφίας, όπου απεικονίζεται η ύπαιθρος της πόλης, υπάρχουν ειρηνικές σκηνές, με κοπάδια προβάτων και κατσικιών που βοσκάνε κοντά στο μαντρί τους. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο θηραϊκός στόλος φτάνει σε μια πόλη που είναι χτισμένη στην εκβολή ενός ποταμού. Στο τελευταίο μέρος του ταξιδιού, στον νότιο τοίχο, ο στόλος αποχωρεί από αυτήν την πόλη, ενώ φαίνεται να τους ξεπροβοδίζει ένας άρχοντας. Να, σε αυτό το πλοίο φαίνονται οι πέντε κωπηλάτες, αλλά φαίνεται και ένας τύπος με κράνος, που κάθεται σε ένα υπερυψωμένο μέρος του καραβιού, σαν θρόνο. Τέλος πάντων, ο στόλος επιστρέφει στο ακρωτήρι, όπου ακολουθεί ένα πατροπαράδοτο γλέντι, με θυσία ταύρου!» «Υπέροχο!» Βγήκαμε τρέχοντας από το σπίτι, μιας και οι σεισμοί είχαν ενταθεί και φλόγες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην κορυφή του ηφαιστείου. «Είδαμε, λοιπόν, μια παράσταση “ναυτικής εκστρατείας”. Προφανώς και δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς την ιστορία που αφηγούνται αυτές οι ζωγραφιές, αλλά οι πληροφορίες που πήραμε ήταν πολύτιμες για την ζωή, το ναυτικό και το στρατό των λαών του Αιγαίου, έστω και για το 1650 π.Χ., δηλαδή μια περίοδο περίπου 500 χρόνια πριν το περιστατικό που μας απασχολεί. Τα πράγματα δεν άλλαξαν τόσο πολύ σε αυτά τα χρόνια. Άλλωστε τόσο τα πλοία, όσο και τα όπλα που είδαμε να αναπαρίστανται στο Ακρωτήρι είναι ίδια με τα μυκηναϊκά!» «Όντως. Και είδαμε και την πρώτη παράσταση “διάκρισης” ανάμεσα σε ανώτερο και κατώτερους! Οι κωπηλάτες έναντι του κρανοφόρου που καθόταν στο θρόνο.» «Ακόμα πιο ξεκάθαρες τέτοιες απεικονίσεις έχουμε στα έργα των ίδιων των Μυκηναίων. Κατ’ αρχάς στις παραστάσεις κυνηγιού ή μαχών με άρματα.» Είχαμε φτάσει στο φρεσκοανασκαμμένο Ταφικό Περίβολο Α, στην Ακρόπολη των Μυκηνών, δίπλα από τον τάφο V, εκεί που είχαμε δει το Σλήμαν να βγάζει την χρυσή νεκρική μάσκα που απέδωσε στον Αγαμέμνονα. «Κοίτα αυτή τη στήλη.» Της έδειχνα μια πέτρινη πορώδη ταφική στήλη. «Μια παράσταση ενός πολεμιστή που κατευθύνεται γρήγορα προς έναν πεζό αντίπαλο. Άρα για να έχουμε μια τέτοια παράσταση εδώ πέρα, τότε αυτοί που πολέμαγαν από τα άρματα ήταν όντως οι άρχοντες, αυτοί που τους άξιζε να ταφούν μέσα στην Ακρόπολη, μέσα στο ανάκτορο, με μια ολόχρυση μάσκα πάνω στο πρόσωπό τους!» Την οδήγησα δίπλα, στον τάφο IV. Έσκυψα και έπιασα ένα χρυσό δαχτυλίδι που ήταν σχεδόν θαμμένο στο χώμα. Το φύσηξα για να διώξω τη σκόνη και της το έδειξα. «Κοίτα τη σφενδόνη του.»
~ 57 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Θαμπώθηκε από την ομορφιά του. Στο δαχτυλίδι πάνω ήταν χαραγμένη μια σκηνή από κυνήγι. Το έφερε κοντά στα μάτια της για να διακρίνει τις πλούσιες λεπτομέρειες. «Ο ένας που είναι πάνω στο άρμα κρατάει τα γκέμια των αλόγων, ενώ ο άλλος με ένα τόξο σημαδεύει ένα ελάφι.» Ψάχνοντας μέσα στον τάφο IV παραμέρισα ένα εντυπωσιακό ασημένιο ρυτό δοχείο σε σχήμα ταυροκεφαλής, με μαύρο χρώμα, χρυσά κέρατα και ένα χρυσό λουλούδι στο μέτωπο, καθώς και μια οχτάσχημη ασπίδα και επιτέλους, δίπλα σε ένα πρασινωπό από το χρόνο χάκλινο σπαθί με χρυσές ζωγραφιές, βρήκα αυτό που έψαχνα. Ένα κωνικό ρυτό αγγείο με ένα χερούλι, φτιαγμένο από ασήμι, με επιχρυσωμένα χείλη. «Κοίταξε κι αυτό!» «Μια πολιορκία! Και μάλιστα η πόλη με τα ψηλά τείχη είναι παραθαλάσσια. Η πόλη έχει πολυώροφα κτίρια, φαίνεται πολύ πλούσια. Η πύλη του τείχους είναι κλειστή και από πάνω της στέκονται τα γυναικόπαιδα. Έξω από τα τείχη οι γυμνοί αυτοί πολεμιστές με τα τόξα είναι οι υπερασπιστές, έτσι; Και πιο πίσω δυο τύποι με δόρατα και με ασπίδες. Οι ανώτεροι, προφανώς. Λαμόγια… Να, οι πολιορκητές, οπλισμένοι, κατευθύνονται στην πόλη. Πρέπει να βγήκαν από το πλοίο αυτό, με τον κωπηλάτη που φοράει μυκηναϊκή περικεφαλαία! Φανταστικό! Πότε φτιάχτηκε αυτό το ρυτό;» «Είναι έργο της περιόδου εκείνης της προϊστορίας που αποκαλείται από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς Ύστερη Εποχή του Χαλκού Ι. Μιλάμε για τα χρόνια ανάμεσα στα 1600 π.Χ. έως 1400 π.Χ. περίπου. Σ’ αυτό, λοιπόν, βλέπεις άλλη μια απεικόνιση “διάκρισης” και διακριτών ρόλων στο στράτευμα.» «Οι πολλοί γυμνοί και απροστάτευτοι μπροστά, ενώ οι λίγοι προφυλαγμένοι πίσω από τις ασπίδες τους πίσω.» «Κοίτα, δεν νομίζω ότι αυτή η απεικόνιση, που τη συναντάμε κι αλλού, ανταποκρίνεται απόλυτα στην αλήθεια. Δεν νομίζω ότι οι απλοί πολεμιστές πολεμούσαν έτσι παντελώς αφύλακτοι, την ώρα που οι άρχοντες κρύβονταν πίσω από τις βαριές πανοπλίες που μας διηγείται ο Όμηρος και που βρήκε η αρχαιολογική σκαπάνη. Προφανώς και δεν θα φορούσαν ό,τι και οι άνακτες και οι e-qe-ta. Μάλλον κάτι πιο “λάιτ”. Μερικά βοιδοτόμαρα θα ήταν μια χαριά για μια στοιχειώδη προστασία.» Βρισκόμασταν στην Τίρυνθα, όπου της έδειξα μια τοιχογραφία με αναπαράσταση μάχης, δίπλα σε έναν ποταμό. Οι Μυκηναίοι πολεμιστές εξοπλισμένοι μόνο με περικεφαλαίες και με ξίφη κατατρόπωναν τους αντιπάλους τους, που το μόνο που κράταγαν ήταν το σπαθί τους. «Σε αυτά τα δημόσια έργα, όπου απεικονίζονταν διάφορα θέματα, τόσο της πολεμικής όσο και της κοινωνικής ζωής, νομίζω ότι οι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής για να ξεχωρίζουν τους αρχόντους από την πλέμπα τους μεν τους παρουσιάζουν πιο εξοπλισμένους από τους δε.» «Μου φαίνεται ότι δεν στέκει τόσο αυτό που μου λες.» Έβγαλε στα μουλωχτά ένα χρυσό δαχτυλίδι με ορθογώνια σφενδόνη. «Πού το βρήκες αυτό;» «Το βούτηξα από τον τάφο ΙΙΙ των Μυκηνών! Κοίτα το καλά.» Έσκυψα και το κοίταξα. Τέσσερις πολεμιστές πολεμούσαν. Ο ένας είχε ολοφάνερα ολοφάνερα πάρει φαλάγγι τους δύο, ενώ ο τέταρτος στεκόταν αποοκαμωμένος και πληγωμένος παράμερα. Οι δυο που νικιόνταν ήταν εξοπλισμένοι με κράνος, τομάρι ζώου και ο ένας μάλιστα από αυτούς κρατούσε και ασπίδα. «Τι λες τώρα, που βλέπεις ένα χρυσό δαχτυλίδι να δείχνει έναν ξεβράκωτο να νικάει δυο καλοεξοπλισμένους εχθρούς;» Κοίταξα καλύτερα το δαχτυλίδι και κούνησα αργά το κεφάλι μου.
~ 58 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Κατ’ αρχάς, αυτός που νικάει τους άλλους δυο δεν είναι εντελώς ξεβράκωτος. Αν μπορώ να διακρίνω καλά, φοράει και κράνος και έχει ριγμένο στο σώμα του το τομάρι ενός ζώου –μάλλον λιονταριού- για να προστατεύεται. Να, κοίτα τα τέσσερα πόδια του τομαριού που κρέμονται πάνω από τα πόδια του πολεμιστή. Αλλά, πέρα από αυτό, σκέψουν και κάτι άλλο. Για να δείχνει τον πολεμιστή σου εδώ λιγότερο εξοπλισμένο από τους άλλους δε σημαίνει ότι δεν ήταν άρχοντας. Κατ’ αρχάς, ποιός από την πλέμπα θα φορούσε ένα τέτοιο χρυσό δαχτυλίδι για να διαφημίζει τα… κατορθώματά του; Κατά δεύτερον, ποιός από τους αρχόντους θα φορούσε ένα δαχτυλίδι που θα απεικόνιζε την νίκη ενός κατώτερου κοινωνικά ανθρώπου επί ενός ανωτέρου; Μια μονομαχία ανάμεσα σε άρχοντες δείχνει αυτό το δαχτυλίδι, και το ότι ο νικητής παρουσιάζεται λιγότερο εξοπλισμένος και σχεδόν απροστάτευτος μεγαλώνει την τιμή και τη δόξα του!» «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό… Τέλος πάντων. Κρατάμε, λοιπόν, το ότι στις μεγάλες και δημόσιες απεικονίσεις οι ανώτεροι εμφανίζονται διαφορετικοί από τους κατώτερους, πιο επιβλητικοί, πιο πλούσια εξοπλισμένοι.» «Ακριβώς.» «Και οι ξεβράκωτοι το ανέχονταν αυτό; Ανέχονταν να είναι πάντα από κάτω; Δεν έχουμε καμιά αναφορά για κανέναν ξεσηκωμό τους;» Ο Όμηρος πήρε το λόγο. «Αν κατάλαβα καλά τι θες να πεις, νομίζω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Βλέπεις, οι Αχαιοί πολεμιστές δεν έμπαιναν πάντα με προθυμία στη μάχη. Μάλιστα, μια φορά ο Αγαμέμνονας ήταν έξω φρενών γι’ αυτό το λόγο: “Πάλι όσους έβλεπε πως δείλιαζαν να μπουν στην άγρια μάχη, με θυμωμένα τους απόπαιρνε και τους χτυπούσε λόγια: «Αργίτες φωνακλάδες, άναντροι, δεν ντρέπεστε καθόλου; Τώρα τι στέκεστε σαστίζοντας, καθώς τα ελαφομόσκια, που αφού ξεκαμωθούνε τρέχοντας μες στο φαρδύ τον κάμπο, πια σταματούν, και μες στα στήθη τους ξεπαραλυεί η καρδιά τους; όμοια και σεις χαμένοι στέκεστε κι ουδέ στη μάχη πάτε»79” «Για να είναι τόσο τσαντισμένος, μου φαίνεται ότι το φαινόμενο ήταν μαζικό και όχι μεμονωμένο!» «Μάλλον έχεις δίκιο. Όσο και να δικαιολογούμε μια τέτοια πράξη έχοντας στο μυαλό μας το πόσο πολύ είχε κρατήσει αυτός ο πόλεμος, πρέπει να σταθούμε στο ότι το να μη συμμετέχει κάποιος στον πόλεμο εκείνη την εποχή ήταν κάτι σχεδόν το αδιανόητο. Μόνο αν φοβόταν κάποιο χρησμό ή κάτι παρόμοιο. Όμως όλα τα σημεία και οι χρησμοί τότε έλεγαν στους Αχαιούς ότι τελικά θα την πατήσουν την Τροία. Πληροφορίες για μερικές ακόμα “ανταρσίες” έχουμε στην Οδύσσεια.» Ο Όμηρος ανέλαβε το έργο του. «Μα ως είχα πια αποκάμει, ολόγλυκος με πήρε ξάφνου ο γύπνος˙ άλλον δεν είχα αφήσει σύντροφο να κυβερνάει τη σκότα, μονάχα εγώ, μιαν ώρα αρχύτερα να πάμε στην πατρίδα. Και πήραν τότε συναλλήλως τους και λέγαν οι συντρόφοι, τάχα απ' τον Αίολο, τον τρανόκαρδο του Ιππότη γιο, χρυσάφι κι ασήμι επήρα δώρο, σπίτι μου για να το κουβαλήσω' κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας: «Πόση τιμή κι αγάπη χαίρεται, για ιδές, στον κόσμο τούτος, σε όποιων θνητών μαθές κι αν έρχεται το κάστρο και τη χώρα˙ Από της Τροίας τα κούρσα αρίφνητα μαζί του φέρνει πλούτη πανέμορφα˙ κι εμείς, που η στράτα μας με τούτου στάθηκε ίδια, με άδεια τα χέρια στην πατρίδα μας διαγέρνουμε όλοι πίσω. 79
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στίχοι 240 - 246. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 59 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Δέτε και τώρα τι του εχάρισεν απ' την πολλή του αγάπη ο ρήγας Αίολος' κάντε γρήγορα, να ιδούμε τι είναι τούτα, σαν πόσο ασήμι, πόσο μάλαμα στο ασκί του μέσα κρύβει.» Λέγαν οι σύντροφοι, και νίκησε μια τόσο ανόητη γνώμη. Μα ως έλυσαν το ασκί και χύθηκαν όλοι μεμιάς οι ανέμοι. 80» Και λίγο αργότερα έγιναν τα παρακάτω: «Τους βράχους έτσι και τη Χάρυβδη την άγρια και τη Σκύλλα σαν πίσω αφήκαμε, το πάγκαλο θεϊκό νησί σε λίγο πρόβαλε πέρα˙ εκεί ήταν τα όμορφα, τα φαρδιοκουτελάτα του Γήλιου βόδια τ' ουρανόδρομου και τα παχιά τ' αρνιά του. Ακόμα απ' τ' ανοιχτά του πελάγου στο μελανό καράβι μουκανητά βοδιών αγρίκησα μακριάθε μαντρισμένων κι αρνιών βελάσματα, και γύρισαν στα φρένα μου όσα μου 'πεν ο Τειρεσίας, ο μάντης που 'ζησε τυφλός στη Θήβα, κι όσα η Κίρκη μου διπλοπαράγγελνε στην Αία, να ξαλαργέψω απ' το νησί του Γήλιου, που άδολη χαρά σκορπάει στον κόσμο. Και τότε στους συντρόφους μίλησα με πικραμένα σπλάχνα: «Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, τα λόγια μου για ακούτε, να φανερώσω τι προφήτεψαν ο Τειρεσίας ο μάντης κι η Κίρκη από την Αία, που γύρευε μακριά να κρατηθούμε απ' το νησί του Γήλιου, που άδολη χαρά σκορπάει στον κόσμο˙ τι εδώ μας περιμένουν, έλεγε, τα πιο μεγάλα πάθη. Ελάτε το νησί με τ' άρμενο λοιπόν να προσδιαβούμε!» Αυτά είπα, κι η καρδιά τους ράγισε, κι ευτύς αναμεσά τους ο Ευρύλοχος αγουρομίλησε γυρνώντας κατά μένα: «Είσαι θεριό, Οδυσσέα! Την κούραση μηδέ η ψυχή σου νιώθει μηδέ και το κορμί σου' ολάκερος επλάστης σιδερένιος που τους συντρόφους σου, από κάματο κι αγρύπνια τσακισμένους, δε μας αφήνεις να πατήσουμε στεριά και να χαρούμε γλυκό ψωμί στο θαλασσόζωστο νησί˙ γυρεύεις μόνο διωγμένοι απ' το νησί, στη γρήγορη μέσα νυχτιά, στο κύμα το σκοτεινό να παραδέρνουμε σαν άδικη κατάρα. Φέρνουν κακούς οι νύχτες άνεμους, ζημιές για τα καράβια˙ πώς θα γινόταν να ξεφύγουμε τον ξαφνικό χαμό μας, τυχόν αν άγριο ανεμοτάραχο ξεσπούσε, σηκωμένο απ' το νοτιά για απ' τον ανήμερο πουνέντη, που και δίχως των κυβερνών θεών το θέλημα τσακίζουν τα καράβια; Πλακώνει η νύχτα, ας γένει, η χάρη της˙ ελάτε στο ακρογιάλι δίπλα στο γρήγορο καράβι μας το δείπνο να γνοιαστούμε˙ και την αυγή ξανά ανοιγόμαστε στα πελαγίσια πλάτη.» Αυτά είπε ο Ευρύλοχος, κι ως σύγκλιναν όλοι μαζί οι σύντροφοι, το 'νιωσα, πάθη πως μας έκλωθε κάποιος θεός περίσσια, και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια: «Ευρύλοχε, έτσι με ζορίζετε, κι έχω απομείνει μόνος. Όμως ελάτε τώρα κι όλοι σας τρανόν αμώστε μου όρκο, πως αν κοπάδι δούμε πρόβατα μεγάλο για γελάδια, για το κακό μας τόσο αστόχαστος δε θα βρεθεί κανένας να σφάξει βόδι για και πρόβατο˙ δίχως φωνές και γρίνιες απ' τις θροφές που η Κίρκη η αθάνατη μας έδωσε να τρώτε.» 80
Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία κ, στίχοι 31 - 47. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 60 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Είπα, κι αυτοί, καθώς τους γύρευα, μεμιάς τον όρκο έδωκαν και πια σαν άμωσαν και τέλεψαν τους όρκους, το καράβι το καλοσκαρωμένο αράξαμε σε βαθουλό λιμάνι […] Όσον καιρό ψωμί και κόκκινο κρασί στο πλοίο βρισκόταν, τα βόδια οι σύντροφοι δεν πείραζαν, μη χάσουν τη ζωή τους˙ μα σύντας οι θροφές απόλειψαν απ' τ' άρμενό μας όλες, πήραν ολούθε και τριγύριζαν αναγκεμένοι, να 'βρουν ψάρια, πετούμενα - ό,τι λάχαινε στα χέρια τους να πέσει με αγκίστρια γαντζωτά, τι εθέριζε τα σπλάχνα τους η πείνα. […] Στους συντρόφους ωστόσο ο Ευρύλοχος βουλή κακιά κινούσε: «Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, τα λόγια μου για ακούτε' γλυκός ποτέ δεν είναι ο θάνατος στους άμοιρους ανθρώπους' όμως ο πιο πικρός στον που 'λαχε της πείνας να πεθάνει. Ελάτε, του Ήλιου να λαλήσουμε τις πιο παχιές γελάδες, στους θεούς θυσία να τις προσφέρουμε, πού ζουν στα ουράνια πλάτη. Κι αν ίσως στην Ιθάκη φτάσουμε, στη γη την πατρική μας, πλούσιο ναό στον ουρανόδρομο να χτίσουμε τον Ήλιο, με πλήθια ατίμητα χαρίσματα μαζί στολίζοντας τον. Μα εκείνος αν για τα ορθοκέρατα χολομανήσει βόδια και πει να σπάσει το καράβι μας κι οι άλλοι θεοί συγκλίνουν, κάλλια 'χω να βρεθώ στα κύματα μια και καλή πνιγμένος, παρά να τυραννιέμαι ατέλειωτα στο ερημονήσι ετούτο! Αυτά είπε ο Ευρύλοχος, και σύγκλιναν όλοι μαζί οι σύντροφοι˙ κι ευτύς του Γήλιου τις καλύτερες λαλούν μπροστά γελάδες˙ 81» «Διακρίνω μια βασική διαφορά αυτών των δυο περιστατικών με την ιστορία του Θερσίτη. Τον Θερσίτη τον καταχέρισε ένας βασιλιάς, ένας άνθρωπος. Εδώ οι φουκαράδες την έπαθαν από τους Θεούς! Οι άνθρωποι που υπέπεσαν στην ύβρη, που δεν σεβάστηκαν αυτά που τους όρκισε ο Οδυσσέας…» «Δηλαδή που δεν πειθάρχησαν στον βασιλιά!» «…που τους προειδοποίησε ο μάντης Τειρεσίας και η μάγισσα Κίρκη…» «Δηλαδή που δεν πειθάρχησαν ούτε στο ιερατείο!» «…τιμωρούνται από θεία παρέμβαση.» «Δηλαδή από τα στοιχεία της φύσης, κάτι που θα μπορούσε να είναι και τυχαίο!». «Στην πρώτη περίπτωση παρατάθηκε η περιπλάνηση…» «Κίτρινη κάρτα.» «… και στην δεύτερη το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο, με μόνο τον Οδυσσέα να γλιτώνει.» «Κόκκινη κάρτα και αποβολή από το παιχνίδι! Ας δούμε κάποια πραγματάκια. Στην περίπτωση του Θερσίτη η τιμωρία, όπως παρατήρησες πολύ σωστά κι εσύ έρχεται από άνθρωπο.» «Ναι.» «Και ο Θερσίτης, όπως μας τον δείχνει ο Όμηρος, αποπειράθηκε να κάνει κάτι. Δεν έκανε κάποια πράξη εναντίον των αρχόντων. Μόνο λόγια. Σκληρά, προσβλητικά, αλλά μόνο λόγια.» «Σωστά.» Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία μ, στίχοι 261 – 306, 328 – 333, 340 - 352. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης, Ιωάννης Κακριδής
81
~ 61 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Εδώ, όμως, έχουμε πράξεις.» «Καταλαβαίνω πού το πας! Στην πρώτη περίπτωση οι πολεμιστές κατάφεραν να βάλουν χέρι στον ασκό του Αιόλου, ενώ στην δεύτερη γλίτωσαν από την πείνα.» «Τα δυο “κινήματα”, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι “νίκησαν”! Είχαν κάποια προσωρινά αποτελέσματα. Και μάλιστα το ότι “νίκησαν” μας το επιβεβαιώνει και η απροθυμία ή η αδυναμία του Οδυσσέα να κάνει κάτι εναντίον των “κινηματιών”. Και δεν νομίζω να μην έκανε κάτι επειδή τους αγάπαγε. Μην ξεχνάς ότι λίγο πριν το πρώτο περιστατικό είχε θυσιάσει έξι από αυτούς στη Σκύλλα. Αυτές οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι είτε αντανάκλαση πραγματικών περιστατικών είτε φαντασία του Ομήρου. Όπως και να’ χει, λόγω της έντασής τους παίζουν πάρα πολύ καλά τον ιδεολογικό τους ρόλο.» «Όποιος τα βάζει με την εξουσία τρώει το κεφάλι του.» «Ακριβώς. Έχουμε πάρα πολλές ιστορίες και μύθους ατόμων που προσέβαλαν τους Θεούς και τιμωρήθηκαν. Πρώτη φορά όμως εδώ, στην Οδύσσεια, βλέπουμε τις συνέπειες συλλογικών πράξεων που έρχονται σε αντίθεση με την εξουσία. Ακόμα κι αν την γλυτώσεις από τους αρχόντους, σε περιμένουν στη γωνία οι Θεοί. Οπότε, κάτσε στ’ αυγά σου, γιατί δεν έχεις καμία τύχη!» «Μάλιστα. Από το αρχαιολογικό μέτωπο έχουμε καμιά αντίστοιχη πληροφορία; Κάτι που να επιβεβαιώνει με κάποιο τρόπο αυτούς τους μύθους; Οι πινακίδες της Πύλου;» «Όπως με τον Τρωικό Πόλεμο, ούτε και τώρα έχουμε καταγεγραμμένο κάποιο περιστατικό. Λογικό είναι. Οι πινακίδες που βρήκαμε ήταν των ανακτόρων και χρησίμευαν για να καταγραφούν οικονομικά και διοικητικά θέματα. Άσε που χρονολογούνται γύρω στα 100 με 150 χρόνια μετά από την εποχή που πιθανολογούμε ότι έγινε ο Τρωικός Πόλεμος. Από αυτές μαθαίνουμε πολλά για τη διοικητική οργάνωση των βασιλείων τη δεδομένη στιγμή, αλλά σχεδόν τίποτα για την ιστορία τους δια μέσου των αιώνων. Μόνο από διάφορες σπόντες μπορούμε να βγάλουμε μερικά ελάχιστα συμπεράσματα.» «Δηλαδή;» «Για παράδειγμα: Σε αρκετές από αυτές καταγράφονται οι ποσότητες προϊόντων που οφείλουν να παραδώσουν στο ανάκτορο, δηλαδή στο διοικητικό κέντρο του βασιλείου οι υποτελείς. Απ’ ό,τι φαίνεται από τις πινακίδες, υπάρχουν τουλάχιστον δυο περιπτώσεις όπου δεν αποδίδονται τα οφειλόμενα. - Σε πινακίδες της συλλογής Ng βλέπουμε ότι η διοικητική περιφέρεια που αντιστοιχεί στην περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας ενώ όφειλε 1696 δεμάτια λιναριού παρέδωσε μόνο 1239. - Στη μοναδική πινακίδα της Pn ένας αξιωματούχος των ανακτόρων αναφέρει ότι τρεις άντρες του παρέδωσαν λιγότερα από αυτά που όφειλαν.» «Ναι, αλλά αυτές οι λειψές παραδόσεις μπορεί να σημαίνουν πολλά πράγματα, και όχι κατ’ ανάγκην ανυπακοή. Μπορεί να σημαίνουν αναντιστοιχία των ανακτορικών προσδοκιών με την πραγματικότητα της παραγωγής, ή ότι η παραγωγή για διάφορους λόγους ελαττώθηκε.» «Σωστά. Αλλά για δες και αυτό. Αυτές οι πινακίδες σώθηκαν επειδή λίγο καιρό μετά απ’ όταν γράφτηκαν το ανάκτορο έπιασε φωτιά και το βασίλειο εξαφανίστηκε. Δεν σου κάνει εντύπωση αυτό; Αν συνέβαινε κάτι στα άλλα βασίλεια, μια επιδρομή από τα βόρεια ή τα ανατολικά, δηλαδή από τα μέρη όπου ξέρουμε ότι υπήρχαν ενδεχόμενοι αντίπαλοι λαοί, αυτοί που βρίσκονταν στο ανάκτορο της Πύλου θα το μάθαιναν γρήγορα και θα ετοιμάζονταν να αμυνθούν, καταγράφοντας κάτι αντίστοιχο στις πινακίδες τους. Επίσης το βασίλειο της Πύλου είχε ένα ανεπτυγμένο δίκτυο ακτοφυλακής. Οι πινακίδες μας μαρτυρούν δέκα «πόστα», τους ακτοφύλακες και τους διοικητές τους. Παρόλαυτα, το ανάκτορο καταστράφηκε ολοσχερώς, χωρίς τίποτα να εμποδίσει την καταστροφή!» «Θες να πεις ότι ο εχθρός ήταν από τα μέσα;»
~ 62 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Ακριβώς. Ο αιώνιος εχθρός, ο εχθρός λαός. Φαντάζομαι ότι έγινε μια βίαιη αλλαγή του σκηνικού τόσο στην ιδιοκτησία της γης, όσο και στα πολιτικά πράγματα. Η γη από τα χέρια του da-mo χωρίζεται σε μεγάλες εκτάσεις και περνάει στα χέρια των λίγων γαιοκτημόνων, απόντων των βασιλιάδων. Επίσης και το ιερατείο παραμερίζεται και η υπερεξουσία του χάνεται. Όλα αυτά δεν μπορεί να έγιναν αναίμακτα. Άλλωστε μέχρι και ο μεγάλος Θουκυδίδης, βασιζόμενος όχι μόνο στους μύθους της εποχής του, αλλά και στην πολιτική του οξυδέρκεια αναφέρει και αυτός κάποια σχετικά πραγματάκια.» Ο Θουκυδίδης, παραβλέποντας το κοπλιμέντο έσπευσε να μας αναφέρει τα σχετικά του λόγια: «Καθόσον καὶ μετὰ τὰ Τρωικὰ ἀκόμη αἳ μεταναστεύσεις καὶ νέαι ἐγκαταστάσεις ἐξηκολούθησαν εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς τρόπον ὥστε δὶ' ἔλλειψιν ἡσυχίας, δὲν ἠμπόρεσεν αὔτη νὰ ἀναπτυχθῆ. Τωόντι, ἡ μεγάλη βραδύτης τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Τροίαν εἶχε προκαλέσει πολλᾶς πολιτικᾶς μεταβολᾶς, καθ' ὅσον συχναὶ στάσεις ἐγίνοντο εἰς τὰς πόλεις καὶ ὅσοι συνεπεία αὐτῶν ἐξωρίζοντο ἵδρυαν νέας τοιαύτας.»82
«Και η Κάθοδος των Δωριέων; Στο σχολείο μαθαίνουμε ότι αυτοί υποδούλωσαν τα βασίλεια των Μυκηναίων.» «Η κάθοδος των Δωριέων έγινε, αλλά μάλλον πιο ειρηνικά απ’ όσο μαθαίναμε στο σχολείο. Μη σου πω ότι η μετακίνηση αυτού του φύλλου είχε ξεκινήσει πριν την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων. Άλλωστε, αν το δεις αλλιώς, μόνο στη Σπάρτη έχουμε ξεκάθαρα την εισβολή και την υποδούλωση των παλιών κατοίκων. Σε όλην την υπόλοιπη Πελοπόννησο οι παλιοί κάτοικοι τα πάνε “μια χαρά” με τους νέους. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μια βίαιη κάθοδος έδιωξε τους παλιούς κατοίκους από τις εστίες τους και τους ώθησε να πάνε να φτιάξουν αποικίες στην άλλη άκρη του κόσμου, το ότι διατήρησαν πάρα πολύ καλές σχέσεις με την μητρόπολη μας αποδεικνύει ότι δεν έφυγαν βίαια. Από την άλλη, οι Δωριείς, ως φορείς του νέου, αυτοί που έφεραν στην Ελλάδα το σίδερο, διεκδικούν μερίδιο από την εξουσία στη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Αρχίζουν να δημιουργούνται πόλεις – κράτη με πιο στιβαρή δομή, αρχίζουν να τίθενται νόμοι, το άτομο βγαίνει στο προσκήνιο.» «Ναι, αλλά και πάλι την εξουσία την έχουν οι λίγοι. Οι γαιοκτήμονες. Ο λαός δεν είχε συμμετοχή στην ανατροπή;» «Το κόλπο είναι πολύ παλιό. Όποιος θέλει να αποκτήσει την εξουσία προσπαθεί να φτιάξει την πιο αποτελεσματική συμμαχία. Οι από πάνω όταν θέλουν να γλείψουν το κοκαλάκι της εξουσίας βλέπουν τον λαό σαν τον ιδανικό σύμμαχο. Είναι καταπιεσμένος, δεν έχει να χάσει τίποτα, μιας και δεν έχει τίποτα, του πουλάνε και λίγη ελπίδα και τσακ! Έχουν έναν ιδιαίτερα ικανό σύμμαχο. Η βιαιότητα των καταστροφών μου δείχνει ότι σίγουρα στις τυχόν εξεγέρσεις δεν συμμετείχαν μόνο αυτοί που μετά κράτησαν την εξουσία, αλλά και ο απλός λαός. Οι καταπιεσμένοι καταστρέφουν με μανία τα σύμβολα του παλιού, ελπίζοντας στο νέο. Αυτές οι καταστροφές προφανώς δεν ενοχλούν ιδιαίτερα τους νέους αφέντες, μιας και ξεφορτώνονται εικόνες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσσάρεστες σε κάποιους αναμνήσεις. Δες παραδείγματος χάρη ότι από την αίθουσα του ανακτόρου της Πύλου η θέση που βρισκόταν ο θρόνος του άνακτα είναι εντελώς κατεστραμμένη, ενώ πανέμορφες τοιχογραφίες τριγύρω είναι σχεδόν απείραχτες.»
82
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», βιβλίο Α, 12. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 63 ~
Εχθροί… εκ των έσω
10. Η κατάληξη
Το ταξίδι μας έφτανε στο τέλος του. Έπρεπε να κάνουμε μια σούμα, να μαζέψω κι εγώ τις σκέψεις μου, να δω τι είχε καταλάβει κι αυτή απ’ όλ’ αυτά. «Για πες μου, λοιπόν, τώρα που είδαμε όλα αυτά τα πράγματα. Σε τι συμπεράσματα καταλήγεις για το φίλο σου, το Θερσίτη;» «Το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα που έχω βγάλει είναι ότι ο μύθος του Θερσίτη προϋπήρχε του Ομήρου.» «Πολύ καλά. Και γιατί έτσι;» «Κοίτα να δεις. Είπαμε ότι ο Όμηρος για να γράψει το έπος του συγκόλλησε και ταξινόμησε πάρα πολλούς από τους μύθους που υπήρχαν ήδη στην εποχή του και ήταν καταγεγραμμένοι στα τραγούδια του ιερατείου για τους ήρωες του πολέμου, αλλά επινόησε και κάποιους άλλους για να καλύψει κενά στην αφήγηση ή για να αλλάξει πράγματα που δεν του αρέσαν. Αντιφάσεις ανάμεσα στους μύθους που αναφέρει ο Όμηρος και σε αυτούς που αναφέρονται σε άλλα σύγχρονά του κείμενα δεν συναντήσαμε πολλές. Η γνώση που έχουμε σήμερα για τους μύθους των Αρχαίων και τις παραδόσεις τους συμπληρώθηκε από τα έργα των Τραγικών, οι οποίοι, όπως είπαμε και προηγουμένως, δεν δίστασαν να προσαρμόσουν στις καλλιτεχνικές τους ανάγκες αρκετούς από αυτούς.» «Ωραία μέχρι εδώ.» «Επί του προκειμένου, τώρα, από τη στιγμή που ο Θερσίτης αναφέρεται και σε μια τουλάχιστον ακόμα σχεδόν σύγχρονη της Ιλιάδας αφήγηση, την Αιθιοπίδα, εγώ καταλαβαίνω ότι δεν ήταν ένα από τα πρόσωπα που επινόησε ο Όμηρος για να “κάνει τη δουλειά του”. Αν ήταν ένα τέτοιο πρόσωπο, επινοημένο, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε και διαφορετικό όνομα! Το ότι αυτό το περιστατικό δεν απορρίπτεται από μεταγενέστερους συγγραφείς δεν μου λέει κάτι. Άλλωστε οι αρχαίοι συγγραφείς αντιμετώπιζαν τον Όμηρο σαν αυθεντία και δεν τον αμφισβητούσαν πάρα πολύ. Οι μύθοι για τους οποίους είδαμε να υπάρχουν διχογνωμίες ανάμεσα στους αρχαίους συγγραφείς είναι κυρίως περιστατικά που περιγράφονται στα άλλα έπη του Κύκλου.» «Για πες μου ένα παράδειγμα γι’ αυτό.» «Να, παραδείγματος χάριν ο θάνατος του Παλαμήδη. Ο μεν ψευδο-Απολλόδωρος λέει ότι ο Οδυσσέας έστησε πλεκτάνη για να τον λιθοβολήσουν οι Αχαιοί, ενώ ο Παυσανίας μας περιγράφει ότι η ζωγραφιά του Πολύγνωτου στη Λέσχη των Κνιδίων συμφωνεί με αυτό που είχε διαβάσει ο ίδιος στα Κύπρια έπη, ότι δηλαδή ο Οδυσσέας με τον Διομήδη έπνιξαν τον Παλαμήδη την ώρα που αυτός ψάρευε. Το ότι ο Όμηρος παρουσιάζει τον Θερσίτη να τσαντίζει τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα εμένα με κάνει να καταλαβαίνω ότι γνώριζε το ότι ο Θερσίτης σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Την κόντρα του με τον Οδυσσέα την βλέπουμε στην Ιλιάδα. Την κόντρα του με τον ~ 64 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Αχιλλέα θα τη δούμε στην “Αιθιοπίδα”. Έτσι λοιπόν, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Όμηρος μεταφέρει στο έπος του έναν προϋπάρχοντα μύθο. Η καρδιά του μύθου αυτού είναι ότι κάποιος Θερσίτης κάποτε εναντιώθηκε δημόσια στον Αγαμέμνονα κατά τη διάρκεια του τρωικού πολέμου και εξέφρασε τη θέληση για επιστροφή στην πατρίδα και παύση της εκστρατείας.» «ΟΚ.» «Το δεύτερο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι το ότι κάποια στιγμή κάποιοι έκαναν “κίνημα”. Από τις αναφορές π.χ. του Αχιλλέα ή και τα λόγια του Αγαμέμνονα ή του Οδυσσέα προς τους πολεμιστές, μου φαίνεται ότι το να συμμετέχει κάποιος στον πόλεμο δεν ήταν κάτι ιδιαίτερα καταναγκαστικό. Δεν κρινόταν άλλωστε, η τιμή του Έθνους ή του Κράτους.» «Τέτοιες έννοιες δεν υπήρχαν τότε. Αλλά τι κρινόταν;» «Μέσα από τα έπη από τον πόλεμο κρίνεται η τιμή κάποιων γενών, κάποιων φατριών και ακόλουθα και η περιουσία τους. Γι’ αυτό και είδαμε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις πολεμιστών που αρνούνταν να μπουν στη μάχη!» «Αυτά τα ξαναείπαμε. Είναι όμως τελείως διαφορετικό το να λες ότι τότε κάποιος ανοιχτά και δημόσια βγήκε και άρχισε να καλεί σε κάποιου είδους “απειθαρχία”. Αυτό είναι τραβηγμένο.» «Ακριβώς επειδή είναι τραβηγμένο για την εποχή εκείνη δεν πρέπει να έχουμε και την απαίτηση από τους παραμυθάδες και τους καλλιτέχνες της εποχής να το διαλαλούν. Φαντάζεσαι να τραγουδάει ο Όμηρος ή κάποιος άλλος συνάδελφός του σε κανένα δείπνο άρχοντα και να απαγγέλλει με πάθος το πώς οι λαϊκοί πήραν τα κεφάλια των αρχόντων; Πάντως και μόνο οι σπόντες και οι πλάγιες αναφορές του Ομήρου εμένα μου λένε ότι οπωσδήποτε έγιναν κάποια κινήματα την μυκηναϊκή εποχή.» «Το ‘πιασα. Επόμενο συμπέρασμα;» «Η αντίδραση του Οδυσσέα, ο οποίος αφήνει πρώτα τον Θερσίτη να ολοκληρώσει και μετά του απαντάει, μου δείχνει ότι ο Θερσίτης δεν έκανε κάτι εντελώς παράτυπο. Το πρόβλημα ήταν το ότι ο Θερσίτης δεν ήταν βασιλιάς, αλλά πολεμιστής και έλεγε αυτά που έλεγε. Επίσης ήταν “μοναχός του”. Όταν ο Οδυσσέας λέει “μοναχός”, δεν φαντάζομαι να εννοεί ότι δεν ακολουθούσαν τον Θερσίτη και άλλοι πολεμιστές, αλλά ότι δεν είχε κανέναν άρχοντα να τον υποστηρίξει. Άλλωστε και αλλού ο Αγαμέμνονας τρώει βρίσιμο, αλλά τότε τον βρίζουν όμοιοί του, ρηγάδες, όπως ο Αχιλλέας, ο Διομήδης, ο Νέστορας και ο Οδυσσέας, οι οποίοι δεν υφίστανται καμία συνέπεια για την αυθάδειά τους. Το να λέει τέτοια πράγματα, λοιπόν, κάποιος κατώτερος από τους ρηγάδες, το να αντιτίθεται ευθέως στα σχέδιά τους είναι κάτι πρωτάκουστο. Μέχρι τώρα στις συνελεύσεις οι αρχόντοι είχαν συνηθίσει τους υφιστάμενους να μιλάνε για πράγματα δίχως σημασία και γι’ αυτό δεν τους έπαιρναν στα σοβαρά.» «Η πράξη του Θερσίτη λοιπόν, ήταν πρωτάκουστη. Τι μπορεί να την προκάλεσε;» «Ας ξαναδούμε τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο. Είχε αρχίσει να έρχεται φτώχια, η οποία προφανώς θα χτυπούσε βαριά τα κατώτερα στρώματα. Τα ανάκτορα έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις από τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους και τους τεχνίτες. Πάει δεν πάει καλά η δουλειά ή η σοδειά, αυτοί πρέπει να πιάσουν τα “πλάνα”. Σαν να μην έφταναν αυτά, σε αναζήτηση νέων “αγορών” για τα προϊόντα, αλλά και για την απρόσκοπτη άσκηση του εμπορίου – πειρατείας, πρέπει κάποιοι ενοχλητικοί “γείτονες” να βγαίνουν από τη μέση. Επομένως, από τις απλές πειρατικές επιδρομές περνάμε στην ανάγκη για μεγάλες εκστρατείες, όπου απαιτείται μια δια-φυλετική συνεργασία. Βασίλεια και γένη συνασπίζονται και οργανώνουν εκστρατείες στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Αυτές οι εκστρατείες δεν κρατάνε λίγο. Δεν υπάρχουν οι πόροι από τις μητροπόλεις για να συντηρηθούν σύντομες δυναμικές εκστρατείες. Ο λαουτζίκος, όμως, δηλαδή όλοι αυτοί που στρατολογήθηκαν από τους “επαίτες” από τις τάξεις των αγροτών και των τεχνιτών θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Κουράζονται από τις μακροχρόνιες και συχνές εκστρατείες. Μην ξεχνάς και τα κίνητρα των συντρόφων του Οδυσσέα όταν τον παρακούνε και ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου ή όταν τρώνε τα βόδια του Ήλιου. Ενώ ο Οδυσσέας κυνήγαγε τη δόξα και την ευσέβεια, οι σύντροφοί του είχαν στο μυαλό το πώς θα επιβιώσουν και θα φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια ~ 65 ~
Εχθροί… εκ των έσω
τους. Ο λαός πολύ δύσκολα κάθεται στ’ αυγά του όταν του χαλάνε τη βολή. Όπως λοιπόν, ο Τρωικός Πόλεμος είναι η μνήμη πολλών πολέμων στη μορφή του ενός, έτσι πιστεύω ότι και το περιστατικό του Θερσίτη είναι η αποτύπωση στο μύθο, ο υπαινιγμός, για τις μία ή περισσότερες εξεγέρσεις στρατιωτών κατά τη διάρκεια των μεγάλων αυτών εκστρατειών. Όποια και αν ήταν τα κίνητρα αυτών που έβγαιναν κάθε φορά μπροστά (ξεπεσμένοι αξιωματούχοι, σφετεριστές θρόνων κλπ), τη δεδομένη στιγμή εξέφραζαν την βούληση αρκετών πολεμιστών και την έκαναν πράξη. Αυτή μου τη πεποίθηση την ενισχύουν και τα περιστατικά της Οδύσσειας, όπου ο Όμηρος πιο μεγάλος, πιο ώριμος και με περισσότερες εμπειρίες για τα πολιτικά πράγματα παρουσιάζει πιο ωμά και πιο έντονα κάποια “κινήματα” και τις συνέπειές τους.» «Μάλιστα. Και τι τύχη είχαν αυτά τα εγχειρήματα που εκτιμάς ότι έγιναν στην πραγματικότητα;» «Μα, την προφανή. Το “κίνημα” κατεστάλη βίαια. Η αντίδραση του Οδυσσέα στα λόγια του Θερσίτη είναι χαρακτηριστική και δεν μου αφήνει αμφιβολίες: Χτύπημα στο κεφάλι! Πουθενά αλλού στην Ιλιάδα δεν έχουμε παρόμοιο περιστατικό. Σε όλο το έπος η βία στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του αντιπάλου, του εχθρού. Και εκεί φέρνει τιμή και δόξα, γιατί αναμετριέται ίσος με ίσο. Εδώ, τι δόξα κέρδισε ο Οδυσσέας; Μόνο μερικά χαχανητά εκ μέρους των Αχαιών και μια πρόσκαιρη επιβράβευση. Και γιατί άραγε επέλεξε να τον χτυπήσει; Αν ο Θερσίτης ήταν στ’ αλήθεια δειλός, γιατί να μην έκανε μια καταγραφή όλων εκείνων των περιστατικών που επιβεβαιώνουν τη δειλία του; Αναγκάστηκε να τον χτυπήσει, γιατί δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει αλλιώς. Και το χτύπημα ήταν περισσότερο συμβολικό: με το βασιλικό σκήπτρο, το σύμβολο της εξουσίας.» Ο Όμηρος πετάχτηκε από τη γωνιά του: “Όλοι οι Αχαιοί μαθές θα κάνουμε τους αφεντάδες τώρα; Το πολυβασιλίκι είναι άσκημο! Ένας ας είναι ο αφέντης, ένας ό ρήγας, σ' όποιον έδωκε του πονηρού του Κρόνου ο γιος ραβδί και νόμους, πάνω τους σα βασιλιάς να ορίζει.83” «Ποιος το είπε αυτό;» «Ο Οδυσσέας», της απάντησε ο Όμηρος. «Μα, αυτά τα λόγια μου μοιάζει σαν να βγαίνουν από το στόμα ενός Γάλλου βασιλιά παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης και όχι από κάποιον που έφτιαξε μόνος του το κρεβάτι του ή που τον βρήκε ξεβρασμένο από το κύμα η κόρη του βασιλιά που κατέβηκε με τις παραδουλεύτρες για πλύσιμο, ή του οποίου ο πατέρας του μόνος του όργωνε το χωράφι του! Λες να είναι προσθήκη άλλου;» «Γιατί όχι; Τόσοι και τόσοι δεν έβαλαν αργότερα το χεράκι τους; Από τον Πεισίστρατο μέχρι τους φιλόλογους της ελληνιστικής εποχής, τους υπηρέτες των Μακεδόνων βασιλιάδων της Αιγύπτου. Για να γυρίσω στο Θερσίτη, πάντως, δεν μου φαίνεται τυχαίος και ο θάνατός του. Τον σκότωσε ο Αχιλλέας, αλλά είδαμε ότι προκλήθηκε μεγάλη ένταση. Τόση που ο Αχιλλέας αναγκάστηκε να εξαφανιστεί, να καταφύγει για ένα μικρό διάστημα στην Λέσβο. Και ποιος τον “εξάγνισε”, δηλαδή ποιος με την φιλοξενία που του παρείχε πήρε από πάνω του το κρίμα για τον φόνο; Ο Οδυσσέας. Δεν είναι τυχαία όλα αυτά!» Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε φασαρία κάπου από πίσω μας. Γυρίσαμε ξαφνιασμένοι. Σε ένα άπλωμα, μπροστά από τα βαριά αχαϊκά καράβια ήταν μαζεμένος ο όλος ο στρατός. Στο μέρος όπου στέκονταν οι άρχοντες, την ράβδο κράταγε ο Οδυσσέας, που μόλις είχε σταματήσει να μιλάει. Τότε ξεχώρισαν από το πλήθος των στρατιωτών μια ομάδα που άρχισε να κινείται καταπάνω στον Αγαμέμνονα. Μπροστά πήγαινε ο Θερσίτης. Προχωρώντας φώναζε: «Άτιμε βασιλιά. Κάθεσαι εσύ και τ’ αρχοντομοίρι σου αυγαταίνει. Ας είμαστε καλά εμείς, που πολεμάμε και πασχίζουμε για να έχετε εσείς πλούσια λάφυρα, πολλά κατσίκια και λυγερόκορμες σκλάβες για να σας γεμίζουν το κρεβάτι. Και σα να μη φτάναν όλα αυτά πας να μας κοροιδέψεις από πάνω, δειλέ! Μας κάνεις παιχνιδάκια, φεύγουμε, δε φεύγουμε.» 83
Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 203 – 206. Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Ιωάννης Κακριδής
~ 66 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Ο Αγαμέμνονας κοκκάλωσε. Ο Οδυσσέας, όμως, σαν να ήταν έτοιμος από πριν, κάνει ένα νόημα. Αμέσως πετάγονται αρκετοί Κεφαλλήνες στρατιώτες και αρπάζουν το Θερσίτη και τους συντρόφους του και τους ακινητοποιούν. «Δεν το ‘χω σε πολύ να σας πάρω ολονών τα κεφάλια. Όμως έχουμε πόλεμο και είμαστε με την πλάτη στον τοίχο. Στον επόμενο τσαμπουκά που θα κάνετε, πεθάνατε», απείλησε τους στασιαστές ο Οδυσσέας. Κουνώντας το κεφάλι γυρίσαμε στα δικά μας, βλέποντας με την άκρη του ματιού μας τον Θερσίτη με το κεφάλι ψηλά να πηγαίνει παράμερα και να ετοιμάζει τον επόμενο σαματά…
~ 67 ~
Εχθροί… εκ των έσω
~ 68 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Κρυπτεία: Η ιστορία ξεκινά απ’ τα παλιά…
Ποιος ήταν ο πρώτος οργανωμένος θεσμός που επέβαλλαν οι εκμεταλλευτές για την πρόληψη και την κατάπνιξη της αντίδρασης των εκμεταλλευομένων; Μπορεί αυτός ο θεσμός να είναι η Κρυπτεία των Σπαρτιατών; ~ 69 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Χάλκινο αγαλμάτιο Σπαρτιάτη πολεμιστή. Τέλη του 6ου αιώνα. Χάρτφορντ, Κονέκτικατ, Wadsworth Atheneum ~ 70 ~
Εχθροί … εκ των έσω
1. Αφορμή Νο2
«Κοίτα εδώ!» Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το προηγούμενό μας ταξίδι. Κράταγε μια εφημερίδα. «Τι να δω;» «Να, αυτό!» Άρχισε να διαβάζει. «Αλλαγή του προσανατολισμού της ΕΥΠ από τον παραδοσιακό ρόλο της προς τα θέματα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος σηματοδοτεί η αιφνιδιαστική απόφαση της κυβέρνησης να απομακρύνει τον πρέσβη Ιωάννη Κοραντή και να τοποθετήσει επικεφαλής της Υπηρεσίας τον αντεισαγγελέα Εφετών Δημήτρη Παπαγγελόπουλο. Είναι η πρώτη φορά που διοικητής της υπηρεσίας τοποθετείται δικαστικός, επιλογή που αναδεικνύει την έμφαση που αποδίδει η κυβέρνηση στην ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας, πόσω μάλλον που ο κ. Παπαγγελόπουλος έχει να επιδείξει σημαντικό έργο τόσο κατά του οργανωμένου εγκλήματος όσο και κατά της τρομοκρατίας.84» Έψαξε κι άλλο στις εφημερίδες και βρήκε και κάποιες αντιδράσεις. Μου διάβασε: «Το γεγονός ότι στην ΕΥΠ ανατίθεται πιο ενεργός ρόλος στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, όπου ως τρομοκράτης νοείται πρωταρχικά το λαϊκό κίνημα με βάση τους δήθεν αντιτρομοκρατικούς νόμους και τη συμφωνία της Ελλάδας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, δείχνει τη νομιμοποιημένη παρέμβαση της ΕΥΠ στο χτύπημα και τη διάβρωση του κινήματος. Ομολογείται πια ανοιχτά η δυνατότητα παρακολούθησης συνομιλιών από μεγάλη απόσταση. Αυτό, παρότι δεν ξαφνιάζει, μαζί με τη χρήση χαφιεδοκαμερών και άλλων μέσων καταστολής σημαίνει ότι το λαϊκό κίνημα πρέπει να επαγρυπνεί και να τα αντιμετωπίσει85.» «Ωραία. Τα ξέρουμε αυτά και τα περιμέναμε. Εσύ τι θέλεις;» «Όσον αφορά την ΕΥΠ; Τίποτα. “Αναβαθμίζεται” παίρνοντας αρμοδιότητες που είχε παλιά η ΚΥΠ, μετά τον Εμφύλιο. Απλά, διάβασα τώρα τελευταία κάτι βιβλία, που παρουσιάζουν σαν την πρώτη Υπηρεσία Πληροφοριών και Εθνικής Ασφαλείας την σπαρτιατική Κρυπτεία. Να, άκου αυτό: “«Ξέρεις τι είναι η κρυπτεία;» ρώτησε. Ήξερα. «Είναι μια μυστική οργάνωση μεταξύ των ομοίων. Κανείς δεν ξέρει τα μέλη της, εκτός του ότι είναι από τους νεότερους, τους δυνατότερους και κάνουν τη δουλειά τους τη νύχτα». 84 85
Εφημερίδα «Καθημερινή», 14 Ιούλη 2009 Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 15 Ιούλη 2009
~ 71 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Και τι δουλειά είναι αυτή;» «Εξαφανίζουν ανθρώπους». Είλωτες, εννοούσα. Προδότες είλωτες.86” Εγώ δεν θυμάμαι να μας είχαν πει στο σχολείο ότι η Κρυπτεία ασχολιόταν και με πρακτορίστικα πράματα πέρα από το κυνήγι των ειλώτων. Γι’ αυτό μου κίνησαν το ενδιαφέρον και αυτά τα βιβλία. Έχεις όρεξη να ψάξουμε να ξεκαθαρίσουμε το τι ακριβώς ήταν η Κρυπτεία;» «Γιατί όχι; Καλά κάνεις που δεν δέχεσαι άκριτα και αβασάνιστα ό, τι διαβάζεις. Τα μυθιστορήματα, ακόμα και τα ιστορικά, όσες δόσεις πραγματικότητας και να έχουν μέσα τους δεν παύουν να είναι λογοτεχνικά κείμενα. Όση ιστορία και να χώσεις σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό που μένει στο τέλος είναι η φαντασία και το ταλέντο του συγγραφέα. Τα πιστεύω του, οι αντιλήψεις του, αυτό που θέλει να πει στον άλλο. Τίποτα δεν είναι αμερόληπτο, πόσο μάλλον η λογοτεχνία. Από την αρχαιότητα ακόμα, όταν η κουβέντα έφτανε στο θέμα της Σπάρτης, όλοι την έβλεπαν σε αντιδιαστολή με την Αθήνα, και ανάλογα με τις πολιτικές τους αντιλήψεις έπαιρναν το μέρος της μιας ή της άλλης πόλης! Οι ολιγαρχικοί εκθείαζαν τη Σπάρτη, οι δημοκρατικοί την Αθήνα. Στην πορεία του χρόνου, στην ανάγκη να προσδωθεί συνέχεια σε αυτό το ιστορικό δίπολο, η κόντρα Αθήνας – Σπάρτης χρησιμοποιήθηκε σαν ένα ακόμα ιδεολογικό όπλο στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι “δημοκράτες” Αμερικάνοι παρομοιάζονταν με τους Αθηναίους, ενώ η “σκληρή” Σοβιετική Ένωση με τη στρατοκρατική Σπάρτη. Από εκεί φαντάζομαι επηρεάστηκαν και οι δικοί σου οι συγγραφείς, που, περιγράφοντας την Κρυπτεία, έχουν στο μυαλό τους την KGB και τη Στάζι!» «Δεν το δέχεσαι αυτό δηλαδή;» «Είμαι πάρα πολύ επιφυλακτικός. Πρώτα θα δω τι θα μου πουν αυτοί που βρίσκονταν όσο πιο κοντά γίνεται σε εκείνα τα χρόνια και μετά θα προσπαθήσων να καταλήξω σε κάποια άποψη. Δεν έχω εμπιστοσύνη σε σχεδόν κανέναν, γιατί ξέρω ότι ειδικά σε ένα τέτοιο ζήτημα οι αντιλήψεις για τα πολιτικά πράγματα του σήμερα μπορούν να επηρεάσουν πάρα πολύ τον οποιοδήποτε μελετητή. Πρώτα πρώτα εμένα! Εδώ τσακώνονταν μεταξύ τους ακόμα και οι ιστορικοί εκείνων των χρόνων λόγω των πολιτικών τους διαφωνιών! Επίσης δεν εμπιστεύομαι ούτε καν εμένα και εσένα, γιατί οι απόψεις και τα πιστεύω μας είναι σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένα και κατασταλλαγμένα και αυτό δεν θα μας βοηθήσει να δούμε με καθαρά μάτια το τι ακριβώς συνέβαινε τότε. Ειδικά από τη στιγμή που και ο τρόπος ζωής ο δικός μας, οι αξίες μας, η οργάνωση της κοινωνίας μας, είναι πολύ διαφορετικά από των αρχαίων Σπαρτιατών. Αυτά πάντως που μου είπες με κάνουν να θέλω ψάξω την Κρυπτεία υπό το πρίσμα του πιο αξιόπιστου, κατ’ εμέ, διπόλου, αυτού του εξουσιαστήεξουσιαζόμενου. Τι ρόλο, δηλαδή, έπαιξε η Κρυπτεία στη διατήρηση του σπαρτιατικού status quo, του καθεστώτος;» «Και όπως πάντα θα πάρεις το μέρος των από κάτω. Πολύ ωραία. Φύγαμε, λοιπόν.»
86
Στήβεν Πρέσσφιλντ, «Οι Πύλες της Φωτιάς». Μετάφραση: Βασιλική Κοκκίνου
~ 72 ~
Εχθροί … εκ των έσω
2. Η Κρυπτεία στα αρχαία κείμενα
«Η αρχή είναι εύκολη. Από πού βγαίνει το όνομά της και σε τι συμπεράσματα οδηγούμαστε;» «Κρυπτεία. Από το ρήμα “κρυπτέυω”, κρατάω κάτι κρυφό, κρύβω». «Πολύ σωστά. Επομένως αυτός ο θεσμός έχει να κάνει με κάτι μυστικό, κρυφό. Ένα κρυφτούλι;» «Γιατί όχι; Αυτή η μυστικοπάθεια, φαντάζομαι, θα δικαιολογεί και πάρα πολλά πράγματα. Υποτιθέμενες μυστικές αποστολές και άλλα “ακατανόμαστα”! Σαν να βλέπω από τώρα μπροστά μου τους συγγραφείς, αρχαίους και νεότερους: “Αφού ήταν τόσο μυστική, λογικό δεν είναι να μην αναφέρεται η συμβολή της σε κανένα περιστατικό; Αυτό δείχνει πόσο επιτυχημένη ήταν!” Τέλος πάντων. Σε ποιο κείμενο τη πρωτοσυναντάμε;» Πετάχτηκε ο Πλάτων. Χαϊδεύοντας τη γενειάδα του έφερε στο μυαλό του την ουτοπία του, το ιδανικό του πολίτευμα. «Στους “Νόμους” μου ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλλος περιγράφει τους θεσμούς της Σπάρτης. Ανάμεσα στα άλλα λέει και αυτό: “Επίσης, υπάρχει και η λεγόμενη κρυπτεία, που είναι θαυμαστή, επώδυνη και δύσκολο να την αντέξουμε. Είμαστε ξυπόλητοι τον χειμώνα, κοιμόμαστε χωρίς στρωσίδια και χωρίς υπηρέτες να μας εξυπηρετούν, και τριγυρνάμε την νύχτα και τη μέρα σε όλη την χώρα.87” «Μάλιστα. Ούτε είλωτες, ούτε κρυφτούλι. Ο Πλάτωνας μας παρουσιάζει την Κρυπτεία σαν μια άσκηση σκληραγωγίας, σαν μια εξόρμηση στη φύση, μια κατασκήνωση.» «Σαν τη στρατιωτική θητεία, μήπως;» «Μπορεί. Γιατί όμως αυτά που λέει για την Κρυπτεία είναι τόσο λάιτ σε σχέση με αυτά που ξέρουμε σήμερα;» Γύρισα προς το μέρος του, αλλά αυτός σήκωσε τους ώμους του και χαμογέλασε χαιρέκακα. Συνέχισα το συλλογισμό μου. «Το ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι ο Πλάτωνας είναι φουλ συντηρητικός. Λατρεύει μονάρχες και τυράννους –ειδικά τους μορφωμένους- και τα ολιγαρχικά πολιτεύματα και σιχαίνεται όπως ο διάολος το λιβάνι την “απαίδευτη” πλέμπα. Επομένως είναι λογικό να θαυμάζει πάρα πολλά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Γιατί, λοιπόν, να μην προσπαθεί να το ωραιοποιήσει και να το παρουσιάσει πολύ πιο “λάιτ” απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα; Άλλωστε παρά τις συντηρητικές του απόψεις πάρα πολύ μεγάλο μέρος του κοινού του ήταν δημοκρατικό και αν το παρατράβαγε θα τους δυσαρρεστούσε.» «Γιατί να μη συμβαίνει κάτι άλλο;» «Τι;» «Ο Πλάτωνας μετά τις ήττες που έφαγε εκεί όπου πήγε να εφαρμόσει την ιδανική του Πολιτεία στη Σικελία αποφάσισε να βάλει πολύ νερό στο κρασί του και στις προτάσεις του για το ιδανικό 87
Πλάτωνος «Νόμοι», Βιβλίο Α, 633b - 633c
~ 73 ~
Εχθροί… εκ των έσω
πολίτευμα. Αυτό το κάνει στους Νόμους. Σε αυτόν τον διάλογο, λοιπόν, η πραγματικότητα, το τι πραγματικά συμβαίνει σε διάφορες περιοχές, και επί του προκειμένου στη Σπάρτη και τη Κρήτη, μιας και ο ένας πρωταγωνιστής του διαλόγου είναι σπαρτιάτης και ο άλλος κρητικός, διαπλέκεται με τις απόψεις του Πλάτωνα. Επομένως εδώ μπορεί να μην περιγράφει την πραγματική Κρυπτεία, αλλά έναν θεσμό που αυτός επινόησε για το ιδανικό του πολίτευμα, για τον οποίο δανείστηκε το όνομα της πραγματικής κρυπτείας.» Ο Πλάτωνας συνέχιζε να χαμογελάει, οπότε τον αφήσαμε στην ησυχία του. Τον λόγο πήρε ο Ηρακλείδης ο Λέμβος. «Ο δεύτερος που αναφέρεται στην Κρυπτεία είμαι εγώ. Λέω λοιπόν για τον Λυκούργο τον νομοθέτη: “Επίσης λέγεται ότι θεσμοθέτησε την κρυπτή, κατά την οποία μέχρι και σήμερα βγαίνοντας στην ύπαιθρο κρύβονται την μέρα, ενώ τις νύχτες με όπλα διασκορπίζονται και σκοτώνουν τους πιο ικανούς από τους είλωτες88” «Μέχρι τα δικά του χρόνια; Πότε έζησε;» «Μάλλον τον 2ο π.Χ. αιώνα». Ο Πλούταρχος, που έτριβε τόσην ώρα τα χέρια του στη γωνιά του σηκώθηκε όρθιος και ήρθε προς το μέρος μας. «Καλά όλα αυτά, αλλά αυτός που σας έμαθε ό,τι ξέρετε για την Κρυπτεία είμαι εγώ! Στον βίο του Λυκούργου λέω τα εξής: “Και σε αυτά, λοιπόν, δεν υπάρχει κανένα ίχνος αδικίας ούτε πλεονεξίας, που αποδίδουν κάποιοι στους νόμους του Λυκούργου, λέγοντας ότι είναι μεν καλοί για να προάγουν την ανδρεία, αλλά δεν είναι δίκαιοι. Και αυτό που αποκαλούν Κρυπτεία, αν είναι νομοθέτημα του Λυκούργου, όπως ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης, προκάλεσε και στον Πλάτωνα αυτήν την άποψη τόσο για το πολίτευμα, όσο και για τον άνδρα. Ήταν ως εξής: Στη διάρκεια του χρόνου οι άρχοντες έστελναν σε διαφορετικά μέρη στην ύπαιθρο τους νέους που διακρίνονταν για το μυαλό τους, έχοντας μαχαίρια και την απαραίτητη τροφή και τίποτα άλλο. Αυτοί την ημέρα ήσαν σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία, κρυμμένοι και αναπαύονταν. Τη νύχτα, όμως, κατέβαιναν στους δρόμους και έσφαζαν όποιον είλωτα συναντούσαν. Πολλές φορές, μάλιστα, τριγύριζαν στους αγρούς και σκότωναν τους πιο δυνατούς και ισχυρούς είλωτες. Ακόμα και ο Θουκυδίδης, στα Πελοποννησιακά του, εξιστορεί ότι αυτοί που διακρίθηκαν από τους Σπαρτιάτες για την ανδρεία τους, στην αρχή τους στεφάνωσαν σαν να επρόκειτο να τους ελευθερώσουν και τους οδήγησαν στα ιερά των Θεών. Μετά από λίγο, όμως, όλοι τους εξαφανίστηκαν, περισσότεροι από δυο χιλιάδες, έτσι ώστε να μην μπορεί κανένας να πει με σιγουριά πώς χάθηκαν. Ο Αριστοτέλης, μάλιστα λέει ότι οι έφοροι, όταν πρωτοαναλαμβάνουν των καθηκόντων τους, κηρύττουν πόλεμο στους είλωτες, για να επιτρέπεται ο φόνος τους. […] Αυτές όμως οι ασχήμιες πιστεύω ότι προστέθηκαν αργότερα από τους Σπαρτιάτες, ιδιαίτερα μετά τον μεγάλο σεισμό, όποτε λένε ότι οι είλωτες επιτέθηκαν εναντίον τους μαζί με τους Μεσσήνιους και προκάλεσαν μεγάλα δεινά στην ύπαιθρο, ενώ κινδύνευσε πάρα πολύ και η ίδια η πόλη. Εγώ δεν μπορώ να αποδώσω στον Λυκούργο αυτό το άθλιο θεσμό της κρυπτείας, επειδή συμπεραίνω από τα άλλα του έργα ότι ήταν δίκαιος και πράος, όπως επιβεβαίωσε και ο θεός.89” «Ωραίος ο Πλούταρχος! Για ό, τι δεν του αρέσει κάνει “επίκληση στην αυθεντία”, τον Αριστοτέλη και τον Θουκυδίδη!» «Και ξέρεις, ε, τσίμπησαν πάρα πολλοί με αυτό! Κανένας σχεδόν δεν ασχολείται με αυτά που λέει στο τέλος, την προσωπική του γνώμη, ότι μάλλον η Κρυπτεία ήταν μεταγενέστερος θεσμός. 88 89
Heraclidis Lembi “Excerpta Politiarum” – Ηρακλείδους «Περί Πολιτειών» Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 28
~ 74 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Πάντως, ξεκινώντας από αυτό το απόσπασμα του Πλούταρχου, θα βρεις πάρα πολλές τραβηγμένες περιγραφές της Κρυπτείας.» «Όντως. Μέχρι και το ότι οι νέοι Σπαρτιάτες κρύβονταν τα βράδια και τις μέρες σκότωναν όσο περισσότερους είλωτες μπορούσαν έχω ακούσει!» «Τα σημαντικότερα ζητήματα που έχουν ανακύψει από αυτό το απόσπασμα είναι άλλα. Παραδείγματος χάριν, το κάθε πότε γινόταν η Κρυπτεία.» «Ο Αριστοτέλης λέει ότι οι Έφοροι μόλις αναλάμβαναν καθήκοντα κήρυτταν τον πόλεμο εναντίον των ειλώτων. Άρα μάλλον γινόταν μια φορά το χρόνο η Κρυπτεία, μιας και οι Έφοροι εκλέγονταν κάθε χρόνο.» «Αυτό είναι μια πολύ συνηθισμένη ερμηνεία. Εγώ όμως διαφωνώ με αυτήν. Ο Πλούταρχος στο πρωτότυπο λέει ότι η επιλογή των καλύτερων νέων γινόταν “διά χρόνου”. Όντως, κάποιοι αυτό το “διά χρόνου” το μεταφράζουν σαν “κάθε χρόνο”. Εγώ όμως πιστεύω ότι η αληθινή ερμηνεία του είναι «καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου». Η επιλογή μπορεί να γινόταν μια φορά το χρόνο, αλλά η Κρυπτεία ήταν διαρκής. Το ίδιο και ο πόλεμος εναντίον των ειλώτων. Ανανεωνόταν κάθε χρόνο, αλλά διαρκούσε συνέχεια.» «Έχω μια απορία. Ο Πλούταρχος μας λέει ότι πότε πότε οι “κρυπτοί” σκότωναν και τους πιο γερούς είλωτες. Πώς τους διέκριναν μέσα στη νύχτα, αν μόνο μέσα στην νύχτα τους επιτρεπόταν να κινούνται;» «Αν ισχύει αυτό που λέει ο Πλούταρχος, τότε η Κρυπτεία ήταν ένας θεσμός που περιελάμβανε τόσο φονικές επιδρομές όσο και συλλογή πληροφοριών. Οι νεαροί Σπαρτιάτες δεν απαγορευόταν να κυκλοφορούν την μέρα. Μπορούσαν να κινούνται από εδώ κι από εκεί και να παρατηρούν και να συλλέγουν πληροφορίες για τους εν δυνάμει πιο επικίνδυνους είλωτες, έτσι ώστε να τους σκοτώσουν. Αυτό που απαγορευόταν ήταν το να πιαστούν, να φανερωθούν, κατά τη διάρκεια της συλλογής αυτών των πληροφοριών. Γι’ αυτό, άλλωστε αποκαλούνταν “Κρυπτοί”.» «Και κάτι άλλο. Ο Πλούταρχος μας είπε ότι στην Κρυπτεία δεν συμμετείχαν όλοι οι νέοι, αλλά μόνο αυτοί που διακρίνονταν για το μυαλό τους, υποθέτω μια μειοψηφία. Τι γινόταν άραγε με τους υπόλοιπους γόνους των Ομοίων; Τι εκπαίδευση ακολουθούσαν;» «Για να βρούμε την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση πρέπει να δούμε την δομή του Σπαρτιατικού στρατού. Υπήρχαν, δηλαδή, επίλεκτα σώματα ή όλοι οι νέοι, είτε είχαν περάσει από την Κρυπτεία είτε όχι, είχαν την ίδια θέση στη φάλαγγα. Και κάτι άλλο που πρέπει να δούμε είναι αν οι νέοι αυτοί που “κόβονταν” από την Κρυπτεία συμμετείχαν στους πολέμους, παρόλο που δεν ήσαν ακόμα ολοκληρωμένοι πολίτες, με κλήρο και πλήρη πολιτικά δικαιώματα.» Ο Πλούταρχος ξερόβηξε. «Εχμ…, με συγχωρείτε, αλλά έχω ένα ακόμα απόσπασμα να σας απαγγείλω, που θα το βρείτε ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Βρισκόμαστε στο έτος 222 π.Χ., σύμφωνα με τον δικό σας τρόπο μέτρησης του χρόνου. Λίγο πριν τη μάχη της Σελλασίας, ανάμεσα στο συνασπισμό Μακεδόνων και Αχαϊκής Συμπολιτείας υπό τον βασιλιά των Μακεδόνων Αντίγονο Δώσωνα εναντίον των Σπαρτιατών υπό τον μεταρρυθμιστή βασιλιά Κλεομένη. Για δείτε: “Ο Φύλαρχος, όμως, λέει ότι ο Κλεομένης καταστράφηκε λόγω προδοσίας. Ο Αντίγονος διέταξε τους Ιλλυριούς και τους Ακαρνάνες να πλησιάσουν στα κρυφά και να περικυκλώσουν το ένα από τα κέρατα της παράταξης, στο οποίο ήταν επικεφαλής ο Ευκλείδας, ο αδερφός του Κλεομένη, ενώ την υπόλοιπη δύναμη την παρέταξε για μάχη. Ο Κλεομένης, κοιτάζοντας από ένα ψηλό σημείο, καθώς δεν έβλεπε πουθενά τις δυνάμεις των Ιλλυριών και των Ακαρνάνων, φοβήθηκε μήπως τους τοποθέτησε κρυφά κάπου ο Αντίγονος. Κάλεσε, λοιπόν, τον Δαμοτέλη, τον επικεφαλής της κρυπτείας, και τον διέταξε να πάει να ελέγξει τα νώτα και τις πλευρές της παράταξης. Ο Δαμοτέλης, ο οποίος, όπως λένε, προηγουμένως είχε χρηματιστεί από τον Αντίγονο, του είπε να μην ανησυχεί, γιατί η κατάσταση εκεί ήταν εντάξει, και ότι θα έπρεπε να προσέχει αυτούς που επιτίθονταν κατά ~ 75 ~
Εχθροί… εκ των έσω
μέτωπο και αυτούς να αποκρούσει. Ο Κλεομένης, πιστεύοντάς τον, κινήθηκε κατά του Αντιγόνου […] 90.” «Τι κεραμίδα ήταν αυτή;» έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Για πες μου, τι ήταν ο Δαμοτέλης; Τι σημαίνει “τὸν ἐπὶ τῆς κρυπτείας τεταγμένον” που λέει στο πρωτότυπο ο Πλούταρχος;» Χαμογέλασα. «Σε αυτό το απόσπασμα ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί τον όρο “τεταγμένος” όταν λέει ότι στο ένα κέρας της παράταξης επικεφαλής ήταν ο Ευκλείδας, ο αδερφός του Κλεομένη. Επομένως και στην περίπτωση του Δαμοτέλη ο όρος «τεταγμένος» σημαίνει ότι ήταν ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος για την Κρυπτεία.» «Ναι, αλλά έτσι η Κρυπτεία φαίνεται σαν ένας οργανωμένος θεσμός κατασκοπίας, με υπεύθυνο και όλα τα σχετικά! Από διάφορες πηγές ξέρουμε σχεδόν όλους του Βασιλιάδες της Σπάρτης αλλά και τους Επώνυμους Εφόρους, δηλαδή τον ανώτερο από τους πέντε Εφόρους της κάθε φουρνιάς. Επίσης έχουμε τα ονόματα διαφόρων άλλων αξιωματούχων και στρατηγών. Γιατί όμως δεν έχουμε άλλες –πέρα από αυτήν εδώ- αναφορές για τον υπεύθυνο της Κρυπτείας;» «Φαντάζομαι γιατί αυτός που θα ήταν κάθε φορά υπεύθυνος για την Κρυπτεία πρέπει να κατείχε ήδη κάποιο αξίωμα. Και μάλιστα υψηλό, μιας και είναι απ’ ευθείας συνομιλητής του ίδιου του βασιλιά.» «Και ποιά ήταν η απαίτηση του βασιλιά από τον επικεφαλής της κρυπτείας; Να του παράσχει πληροφορίες για τις θέσεις των εχθρικών στρατευμάτων. Επομένως, η Κρυπτεία, όπως μας την παρουσιάζει εδώ ο αθηναίος ιστορικός Φύλαρχος, είχε σαν καθήκον της τη συλλογή πληροφοριών. Φαντάζομαι ότι αυτό το απόσπασμα διάβασαν οι τωρινοί συγγραφείς και την παρουσιάζουν σαν τη CIA! Γιατί όμως ο Δαμοτέλης πρόδωσε τον Κλεομένη; Ήταν κάτι περιστασιακό ή υπήρχαν βαθύτεροι λόγοι;» «Για να το λύσουμε αυτό πρέπει να δούμε τις βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης των Σπαρτιατών με τους Μακεδόνες και τους Αχαιούς. Ο Κλεομένης, ένας προοδευτικός για την εποχή βασιλιάς, θέλησε να προχωρήσει σε προωθημένες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που θα έθιγαν τα προνόμια των πλουσίων Σπαρτιατών. Έτσι ήρθε σε σύγκρουση μαζί τους. Ένα από τα μέτρα που είχε πάρει ήταν να σκοτώσει τους Εφόρους. Οι αριστοκράτες της Σπάρτης θορυβημένοι από τα μέτρα και τις πράξεις του Κλεομένη προσέφυγαν στον Αντίγονο τον Δώσωνα, βασιλιά της Μακεδονίας, και τον Άρατο, τον επικεφαλής της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ζητώντας τους τη βοήθειά τους για να αποκαταστήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων. Έτσι ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους και τους σύμμαχούς τους Μακεδόνες, που τελείωσε με την ήττα των Σπαρτιατών στην μάχη της Σελλασίας.» «Άρα θεωρείς ότι έχουν βάλει το χεράκι τους και οι αριστοκράτες;» «Μάλλον. Η Κρυπτεία, αν ήταν μια “υπηρεσία συλλογής πληροφοριών” θα πρέπει να καλυπτόταν από μεγάλη μυστικότητα. Πώς ήξερε ο Αντίγονος ποιόν έπρεπε να δωροδοκήσει; Και αν ο Δαμοτέλης πήγε μόνος του και προσφέρθηκε, τότε τα βαθύτερα κίνητρά του σίγουρα θα είχαν να κάνουν με την τάξη του και όχι μόνο με την τυχόν φιλαργυρία του. Πρέπει να ήταν ένας από τους Σπαρτιάτες που πληγήκαν από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη, ή τουλάχιστον η θέση του και το αξίωμά του να είχε πολύ μεγάλη σχέση με τους αριστοκράτες της Σπάρτης και τον θεσμό των Εφόρων.» «Λες ο υπεύθυνος της Κρυπτείας να ήταν ένας Έφορος που είχε ταυτόχρονα και αυτό το καθήκον;» «Αφού είπαμε ότι τους Εφόρους ο Κλεομένης τους μακέλεψε. Μπα. Μάλλον υπεύθυνος της Κρυπτείας είχε ένα άλλο αξίωμα, σε στενή σχέση με τους Εφόρους.» «Ας το αφήσουμε εδώ αυτό προς το παρόν και ας δούμε κάτι άλλο. Πώς ξεκίνησε ο Πλούταρχος; “O Φύλαρχος, όμως, λέει…”. Για να τα λέει αυτά σημαίνει ότι λίγο πριν παρουσίασε μια άλλη άποψη 90
Πλουτάρχου «Βίοι», «Κλεομένης», 28
~ 76 ~
Εχθροί … εκ των έσω
για το πώς έχασε ο Κλεομένης από τον Αντίγονο και τους Συμμάχους του. Ποια ήταν η άλλη άποψη;» «Η άποψη που αναφέρει προηγουμένως ο Πλούταρχος ήταν ότι η ήττα του Κλεομένη ήταν καθαρά στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσμα της ανωτερότητας του Μακεδονικού και του Αχαϊκού Στρατού, και όχι αποτέλεσμα προδοσίας. Αυτή, μάλιστα, είναι η κυρίαρχη άποψη ανάμεσα στους επιστήμονες ακόμα και σήμερα, γιατί την εκφράζει ο ιστορικός Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης.» «Α! Κατάλαβα. Αν είναι έτσι, γιατί εσύ δίνεις βάση σε αυτά που λέει ο Φύλαρχος;» «Κοίτα να δεις. Ο Φύλαρχος ζούσε όταν έγινε η μάχη, οπότε όταν έγραφε είχε τα πράγματα πιο φρέσκα στο μυαλό του. Και, αντίθετα από τον Πολύβιο, δεν είχε ιδιαίτερο συμφέρον για να παρουσιάσει έτσι τα πράγματα, πέρα από το να ιντριγκάρει τους αναγνώστες του.» «Γιατί; Είχε κάποιο “ιδιαίτερο συμφέρον” ο Πολύβιος;» «Σε αυτό το ζήτημα, στη διαμάχη Αχαϊκής Συμπολιτείας – Σπάρτης και Κλεομένη – πλούσιων Σπαρτιατών, ο Πολύβιος δεν ήταν τόσο αμερόληπτος. Ήταν γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας της Αρκαδίας και γεννήθηκε το 203 π.Χ. Ο πατέρας του, ο Λυκόρτας, ασχολήθηκε πολύ έντονα με τα πολιτικά πράγματα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, φτάνοντας μέχρι το ανώτατο αξίωμα: έγινε στρατηγός της, από το 180 π.Χ. και μετά. Επομένως φαντάζομαι ότι είχε ενεργό συμμετοχή στα πράγματα της Αχαϊκής Συμπολιτείας την περίοδο αμέσως μετά την ήττα του Κλεομένη, το 220 π.Χ.. Το να παρουσιάσει, λοιπόν, την ήττα του Κλεομένη στη μάχη της Σελασίας, το καθοριστικό, δηλαδή γεγονός για την αδιαφιλονίκητη υπεροχή της Συμπολιτείας στην Πελοπόννησο, σαν αποτέλεσμα προδοσίας, θα μείωνε τόσο την τάξη του, όσο και το παρελθόν του πατέρα του και την δικιά του ενασχόληση με τα πολιτικά πράγματα της Συμπολιτείας.» «Ναι, αλλά ο Φύλαρχος δεν έγραφε καθαρή ιστορία. Την παρουσίαζε πολύ δραματοποιημένη. Αυτό δεν τον κατηγορεί ο Πολύβιος 91;» «Αυτό, αλλά η δικιά μου διαίσθηση μου λέει άλλα.» Ο Τζον Σέλντεν, Άγγλος νομικός του 17ου αιώνα, που παρακολουθούσε την κουβέντα μας λόγω του ενδιαφέροντός του για το Αρχαίο Δίκαιο, πετάχτηκε, κλείνοντάς μου το μάτι. «Πάρε ένα άχυρο και πέτα το στον αέρα, με αυτό τον τρόπο θα δεις προς τα πού φυσάει.92» «Τι θέλει να πει αυτός;» με ρώτησε η άλλη ξαφνιασμένη. «Με αυτή του τη φράση ο Σέλντεν υπερασπιζόταν τις μπαλάντες και τους λίβελους της εποχής του, γιατί θεωρούσε ότι απέδιδαν την εποχή τους πολύ καλύτερα από άλλα “σοβαρότερα” έργα. Έχοντας εμπιστοσύνη και εγώ στην άποψη αυτή του Σέλντεν, δίνω περισσότερη βαρύτητα στο Φύλαρχο απ’ ό, τι στον Πολύβιο.» «Καλά, καλά. Αν όντως ήταν έτσι και η Κρυπτεία ήταν μια κατασκοπευτική οργάνωση, πώς και δεν γνωρίζουμε για καμία άλλη παρόμοια οργάνωση άλλης πόλης ή κράτους;» «Κατ’ αρχάς, δεν πήγαιναν όλοι στον πόλεμο με τα μάτια κλειστά. Είχαν και τις πληροφορίες τους, είχαν και τους πράκτορές τους στις αντίπαλες πόλεις και όλα. Αν δεις τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη θα δεις δεκάδες περιστατικά όπου οι “πληροφορίες”, δηλαδή οι πράκτορες και οι κατάσκοποι, παίζαν σημαντικότατο ρόλο στην τελική έκβαση των πολεμικών αναμετρήσεων. Μόνο που –απ’ ό,τι φαίνεται- δεν υπήρχε σε καμιά πόλη κάποια οργάνωση πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Δηλαδή όλα γίνονταν κατά περίπτωση. Δεν υπήρχαν άνθρωποι καθαρά επιφορτισμένοι με το πρακτοριλίκι. Δεν υπήρχαν επαγγελματίες κατάσκοποι. Αυτήν την δουλειά την έκαναν οι πρόξενοι των πόλεων στο περιθώριο των άλλων τους καθηκόντων και γενικά όποιος προαιρούνταν. Αυτά για την Ελλάδα. Στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου τα πράγματα φαίνεται να ήσαν λίγο πιο… οργανωμένα. 91 92
Βλ. Πηγές, Πλούταρχου Κλεομένης. John Selden, «Table Works», έργο που εκδόθηκε το 1689.
~ 77 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Ανεβαίναμε πάλι τα σκαλοπάτια στο θέατρο του Διονύσου, στη σκιά της Ακρόπολης. Στις κερκίδες του θεάτρου η κατάσταση ήταν πάλι η ίδια: οι θεατές φαίνονταν να χαίρονται με τη ψυχή τους την παράσταση, γελώντας, τρώγοντας, φωνάζοντας, πειράζοντας τους διπλανούς τους! Αυτή τη φορά «διδασκόταν» μια κωμωδία του Αριστοφάνη, οι “Αχαρνείς”. Το κρύο, αυτές τις μέρες του Γενάρη του 425 π.Χ. ήταν πολύ τσουχτερό, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Αθηναίους να έρθουν στο θέατρο για να δουν την πρώτη εμφάνιση του νεαρού –σχεδόν αμούστακου- ποιητή μετά την δίκη που κέρδισε, αμυνώμενος εναντίον του Κλέωνα για το προηγούμενό του έργο, τους Βαβυλώνιους. Στη σκηνή ο Δικαιόπολις βαρυγκομούσε ακούγοντας την αναφορά του Αθηναίου απεσταλμένου από την Περσία.: «Αρχ. Αποστολής: Τώρα ήρθαμε πίσω, και μαζί μας ήρθε κι ο Ψευτοαρτάβας. Πρόσωπο σπουδαίο. Μάτι του Βασιλιά τον λένε οι Πέρσες! Δικαιόπολις: Βρε, πού ‘ναι ένα κοράκι να χιμήξει και να βγάλει κι αυτό και το δικό σου! Κήρυκας: Του βασιλιά το μάτι! (Έρχεται ο Ψευτοαρτάβας. Στη μέση του μετώπου του έχει ένα τεράστιο μάτι. Τον συνοδεύουν δυο ευνούχοι.) Δικαιόπολις: Τι ‘ναι τούτο; Μπα! Πλώρη καραβιού για πρόσωπο έχεις; Μη στρίβεις από κάβο και κοιτάζεις να βρεις ν’ αράξεις; Μα κι εκείνο που έχεις γύρω στο μάτι; Τι είναι; Τροπωτήρα; Αρχ. Αυτά που ο βασιλιάς σου ‘χει αναθέσει πες τα στους Αθηναίους, ω Ψευτοαρτάβα.93» Στις κερκίδες με το που είδαν τον Ψευτοαρτάβα οι θεατές λύθηκαν στα γέλια. «Το… μάτι είναι το οργανωμένο που μου έλεγες πριν;» «Ακριβώς!», της είπα, μόλις σταμάτησα κι εγώ να γελάω. «Φυσικά ο Ψευτοαρτάβας δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά οι αναγωγές μπορούν να γίνουν εύκολα. Προφανώς αυτός που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες εκ μέρους του Μεγάλου Βασιλιά είχε –ανάμεσα και σ’ άλλες- και αυτές τις αρμοδιότητες, της Εσωτερικής Ασφάλειας. Αλλιώτικα, γιατί να τον παραστήσει σα “Μάτι” ο ποιητής; Αλλά μια που μιλάγαμε γενικά για… κρυφά πράγματα και μυστικές αποστολές, δες τι άλλο έχει να μας πει ο Αριστοφάνης για την αποτελεσματικότητα αλλά και τους κινδύνους που κρύβουν!» Ο καιρός είχε ανοίξει, μιας και πλέον βρισκόμασταν στην άνοιξη του 411 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια. Στη σκηνή διδάσκονταν οι “Θεσμοφοριάζουσες”: “Κλεισθένης: Αγαπητές γυναίκες, πλάσματα όμοια μ’ εμέ στα γούστα εσείς, τα μάγουλά μου τα λεία το δείχνουν πως σας είμαι φίλος, τρελός για σας, παντοτινός βοηθός σας. Και τώρα, λίγο πριν, ακούοντας κάτι σπουδαίο για σας στην αγορά, ήρθα αμέσως να σας το πω, για νά‘ χετε τον νου σας μην τύχει κι απροφύλαχτες σας βρει το φοβερό επικίνδυνο αυτό πράγμα. Κορυφαία: Τι’ ναι παιδί μου; Ναι, παιδί σε λέω όσο το μούτρο σου είναι δίχως τρίχα. Κλεισθένης: Σήμερα ο Ευριπίδης ένα γέρο 93
Αριστοφάνη “Αχαρνείς”, στίχοι: 90 – 102. Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου
~ 78 ~
Εχθροί … εκ των έσω
έστειλε συγγενή του εδώ, όπως λένε. Κορυφαία: Μπα! Και για ποια δουλειά; Ποιος ο σκοπός του; Κλεισθένης: Να σας σπιουνάρει από κοντά, να μάθει τι μελετάτε, ποια η απόφασή σας. Κορυφαία: Κι αγνώριστος θα μείνει εδώ ένας άντρας; Κλεισθένης: Τον έχει καψαλίσει και μαδήσει, τον έντυσε γυναίκα ο Ευριπίδης. Μνησίλοχος: Τον πιστεύετε εσείς; Ποιος είναι τόσο ηλίθιος, να σταθεί να τον μαδήσουν; Ω, θεσμοφόρες θεές, αδύνατο είναι. Κλεισθένης: Αερολογείς. Το άκουσα εγώ από ανθρώπους που ξέρουν. Ειδεμή, θαρρείς, θα‘ρχόμουν; Κορυφαία: Είδηση φοβερή είν’ αυτή που ακούμε. Δεν πρέπει να καθόμαστε, καλές μου, με σταυρωμένα χέρια, πρέπει αμέσως να ψάξουμε να μάθουμε πού να ‘ναι κρυμμένος και μας ξέφυγε. Κλεισθένη, βοήθα κι εσύ στην έρευνα, τη χάρη, προστάτη μας, διπλή να σ’ τη χρωστούμε94”
94
Αριστοφάνους «Θεσμοφοριάζουσες», στίχοι 574 – 602. Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου
~ 79 ~
Εχθροί… εκ των έσω
3. Οι Θεσμοί
«Στην αναζήτησή μας για την πραγματικότητα της Κρυπτείας πρέπει να ψάξουμε να δούμε αυτόν στον οποίο την αποδίδουν, τον Λυκούργο τον νομοθέτη, και τους θεσμούς που καθιέρωσε. Μια από τις πιο διαδεδομένες αντιλήψεις που υπάρχουν είναι ότι οι νόμοι που έθεσε παρέμειναν αναλλοίωτοι στη Σπάρτη. Εμένα αυτό μου ακούγεται εντελώς απίθανο.» «Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον ίδιο τον Λυκούργο. Έχω ακούσει ότι πολλοί αμφισβητούν την ίδια του την ύπαρξη». «Πράγματι. Ακόμα και οι αρχαίοι συγγραφείς τον αμφισβητούσαν. Ηρόδοτε, σε παρακαλώ πέταξε τη σπόντα σου!» Ο Ηρόδοτος άλλο που δεν ήθελε. «Οι Σπαρτιάτες… “πριν από αυτά είχαν τη χειρότερη νομοθεσία από όλους σχεδόν τους Έλληνες και δεν είχαν καμιά σχέση με ξένους. Αλλά άλλαξαν τα πράγματα και απέκτησαν καλή νομοθεσία. Ο Λυκούργος, ένας επιφανής Σπαρτιάτης πήγε για να πάρει χρησμό στους Δελφούς. Όταν μπήκε στο μαντείο, αμέσως η Πυθία του είπε τα εξής: «Ήρθες, Λυκούργε, στο πλούσιο ιερό μου, φίλε του Δία και όλων αυτών που έχουν την κατοικία τους στον Όλυμπο. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να σε προσφωνήσω θεό ή άνθρωπο. Αλλά θεωρώ ότι είσαι περισσότερο θεός, Λυκούργε.». Μερικοί πιστεύουν ότι η Πυθία του φανέρωσε τους νόμους που ισχύουν αυτή τη στιγμή στη Σπάρτη. Όμως οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι λένε ότι όταν ο Λυκούργος ήταν επίτροπος του ανιψιού του Λεοβώτου που βασίλευε στους Σπαρτιάτες, τους έφερε από την Κρήτη. Όταν έγινε επίτροπος, αμέσως άλλαξε όλους τους νόμους και τους προφύλαξε να μην τους παραβαίνει κανείς. Μετά καθόρισε και τα του πολέμου, τις ενωμοτίες, τις τριαντάδες και τα συσσίτια. Επίσης εγκαθίδρυσε και τους θεσμούς των εφόρων και της γερουσίας. Έτσι λοιπόν με αυτήν την αλλαγή απέκτησαν καλούς νόμους, και όταν πέθανε ο Λυκούργος του έχτισαν ιερό, όπου τον λατρεύουν95.” «Πού την είδες τη σπόντα;» «Δεν είναι λίγοι αυτοί που απ’ αφορμή αυτή την ιστορία του Ηροδότου και από το ότι η Πυθία αποκαλεί Θεό τον Λουκούργο πιστεύουν ότι ο σπαρτιάτης νομοθέτης στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ και ότι ήταν ένα μυθικό πρόσωπο. Και ο Ηρόδοτος δεν ήταν ο μόνος από τους αρχαίους που πετούσε σπόντες.» Ο βιογράφος του Λυκούργου, ο Πλούταρχος πήρε το λόγο: 95
Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, «Κλειώ», 65 – 66
~ 80 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Για τον Λυκούργο τον νομοθέτη τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβήτητο, καθώς τόσο για την γέννησή του όσο για τα ταξίδια και το θάνατό του, αλλά και για τους νόμους και το πολίτευμά του, υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες για το πότε έγιναν.96» «Μάλιστα. Επομένως και η αντίληψη που λέει ότι οι νόμοι παρέμειναν αναλλοίωτοι είναι και αυτή μούφα;» «Προφανώς. Οι νόμοι δεν είναι και δεν μπορούν να είναι κάτι στατικό. Υπάρχουν για να ρυθμίζουν ένα κατεξοχήν ρευστό πράγμα, την κοινωνία. Μαζί μ’ αυτήν αλλάζουν και αυτοί. Πότε ήρεμα, με νομοθετικές πρωτοβουλίες των από πάνω, και πότε άγρια. Τις περισσότερες φορές οι αλλαγές των νόμων έρχονται μετά από έντονους κοινωνικούς αγώνες, είτε νικηφόρους είτε όχι. Είτε σαν παραχωρήσεις των λίγων στους πολλούς, είτε σαν “προληπτικό” σφίξιμο του χαλιναριού από τους λίγους για να μην παίρνουν αέρα οι πολλοί. Αυτό που μας είπε πρωτύτερα ο Πλούταρχος για την δικιά του άποψη για την Κρυπτεία είναι χαρακτηριστικό.» «Αλήθεια, πώς δημιουργήθηκε όμως η άποψη για τη σταθερότητα των νόμων;» Ανέλαβε να απαντήσει ο Πλούταρχος. «Αφού χάρηκε και ευχαριστήθηκε τόσο για το πόσο καλή, αλλά και πόσο πλήρης ήταν η νομοθεσία του, όταν αυτή εφαρμόστηκε και προχώρησε στην πράξη, θέλησε, όσο μπορεί να κατορθωθεί κάτι τέτοιο από την ανθρώπινη πρόνοια, να γίνει αθάνατη η νομοθεσία του και αναλλοίωτη στο μέλλον. Αφού συγκέντρωσε λοιπόν, τους πάντες σε σύναξη, τους είπε ότι όλα αυτά τα μέτρα αρκούν για την ευδαιμονία και την αρετή της πόλης, αλλά το κυριότερο και πιο σημαντικό πράγμα που θα έπρεπε να γίνει ήταν να πάρουν και τη γνώμη των θεών. Γι’ αυτό λοιπόν εκείνοι θα έπρεπε να διατηρήσουν τους νόμους που είχαν τεθεί και ούτε να τους αλλάξουν ούτε να τους τροποποιήσουν, μέχρι να γυρίσει ο ίδιος από τους Δελφούς, γιατί όταν αυτός γυρίσει θα πράξει ό, τι θέλει ο θεός. Αφού λοιπόν όρκισε τους βασιλιάδες, τους γέροντες και μετά όλους τους πολίτες να διατηρήσουν και να εφαρμόζουν την νομοθεσία μέχρι εκείνος να επιστρέψει, ο Λυκούργος αναχώρησε για τους Δελφούς. Όταν έφτασε στο μαντείο και θυσίασε στο θεό, ρώτησε αν ήταν καλοί οι νόμοι του και αν θα βοηθούσαν να αποκτήσει ευδαιμονία και αρετή η πόλη. Ο θεός του αποκρίθηκε ότι και οι νόμοι είναι καλοί και ότι η πόλη θα παραμείνει ένδοξη όσο εφαρμόζει την νομοθεσία του Λυκούργου. Αφού κατέγραψε την μαντεία την έστειλε στην Σπάρτη. Τότε, αφού ξαναθυσίασε στο θεό και αποχαιρέτησε τους φίλους του και τον γιο του, αποφάσισε να μην λύσει τον όρκο των πολιτών και να πεθάνει εκεί, εκουσίως, μιας και είχε φτάσει σε ηλικία στην οποία είναι το ίδιο ωραίο τόσο το να ζεις όσο και να αποφασίσεις να πεθάνεις, εκτιμώντας ότι είχες ζήσει αρκετά και ευτυχισμένα. Πέθανε λοιπόν από ασιτία […].97» «Και πότε αρχίζουν οι πρώτες αμφισβητήσεις για την αιωνιότητα της “ρήτρα” του Λυκούργου;» «Η πρώτη ωραία σπόντα έρχεται από τον μεγάλο Αριστοτέλη για το θεσμό των Πέντε Εφόρων». Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος χάρηκε για το σχόλιό μου και άρχισε να μας λέει: «“Αυτός ο θεσμός, λοιπόν, συμβάλλει στη συνοχή της πολιτείας, γιατί καθησυχάζεται ο λαός με το να συμμετέχει στο υψηλότερο αξίωμα. Έτσι ο θεσμός αυτός, είτε προήλθε από τον νομοθέτη, είτε ήταν αποτέλεσμα της τύχης, είναι συμφέρων για την ομαλότητα των πραγμάτων της πόλης. 98” Και λίγο παρακάτω λέω και το εξής: “Γι’ αυτό το λόγο κράτησε τόσο καιρό η βασιλεία των Μολοσσών, ενώ στην Σπάρτη, με το να χωριστεί εξ’ αρχής σε δυο μέρη. Επίσης και λόγω της μείωσης της εξουσίας της από τον Θεόπομπο και την εγκαθίδρυση του θεσμού των εφόρων. Μειώνοντας τις εξουσίες της Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος»,1 Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 29 98 Αριστοτέλους «Πολιτικά», Βιβλίο Β΄, 9, 20, 1270b 96 97
~ 81 ~
Εχθροί… εκ των έσω
βασιλείας αύξησε την δυνατότητά της να επιβιώσει στο χρόνο, και με αυτόν τον τρόπο δεν την αποδυνάμωσε, αλλά την ενίσχυσε. Γι’ αυτό και λένε ότι απάντησε στη γυναίκα του όταν αυτή των ρώτησε αν δεν ντρέπεται καθόλου που παραδίνει μικρότερη στους γιούς του από αυτήν που παρέλαβε από τον πατέρα του, ότι «καθόλου, γιατί την παραδίδω δίνοντάς της περισσότερα χρόνια ζωής”» 99”» «Σαν το βασιλικό πολίτευμα σήμερα στην Ευρώπη, έτσι; Έχουν ψαλιδίσει τις αρμοδιότητές τους και γι’ αυτό υπάρχει ακόμα σε κάποιες χώρες, έτσι;» «Κάπως έτσι.» Τότε πετάχτηκε και ο Πλούταρχος. «Μα, κι εγώ το ήξερα ότι οι Έφοροι δεν ήσαν δημιούργημα του Λυκούργου, παρά αυτά που λέει ο Ξενοφώντας! Να, το λέω και στον βίο του Λυκούργου και στον βίο του Κλεομένη: “Με αυτό τον τρόπο ο Λυκούργος διαμόρφωσε το πολίτευμα. Επειδή όμως αυτοί που έζησαν μετά από αυτόν έβλεπαν την ολιγαρχία να είναι ασυγκράτητη και πανίσχυρη, και σφοδρή και θυμωμένη, όπως λέει ο Πλάτωνας, έθεσαν κάτι σαν χαλινάρι σε αυτή, τη δύναμη των Εφόρων, εκατόν τριάντα περίπου χρόνια μετά τον Λυκούργο, όταν οι ανέλαβαν καθήκοντα οι πρώτοι έφοροι, υπό τον Έλατον, όταν βασίλευε ο Θεόπομπος. Αυτός, λένε, όταν τον κορόιδευε η γυναίκα του ότι θα παραδώσει στα παιδιά του μικρότερη τη βασιλεία από όση την παρέλαβε, της είπε ότι «Θα είναι μεγαλύτερη, γιατί θα διαρκέσει περισσότερα χρόνια» 100” “Ο Κλεομένης, λοιπόν, το επόμενο πρωί προέγραψε ογδόντα από τους πολίτες, οι οποίοι έπρεπε να μεταναστεύσουν, και τις έδρες των εφόρων τις αφαίρεσε εκτός από μια, στην οποία θα καθόταν αυτός για να ασκεί την εξουσία του. Και αφού συγκάλεσε συνέλευση των πολιτών, δικαιολόγησε τις πράξεις του. Και τους είπε ότι επί Λυκούργου μοιράστηκαν την εξουσία οι βασιλείς με την γερουσία, και για πολύ καιρό διοικείτο η πόλη με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να χρειάζονται κανένα άλλο αξίωμα. Ύστερα, λόγω της μακράς διάρκειας των Μεσσηνιακών πολέμων, και του ότι οι βασιλείς ήταν απασχολημένοι με τις εκστρατείες, επέλεγαν κάποιους από τους φίλους τους και τους άφηναν στο πόδι τους για να κυβερνούν. Αυτοί ονομάστηκαν Έφοροι και στην αρχή ήσαν υπηρέτες των βασιλιάδων. Μετά από λίγο καιρό σφετερίστηκαν την εξουσία, και χωρίς θόρυβο εγκαθίδρυσαν το αξίωμά τους. Απόδειξη αυτού είναι το ότι μέχρι τώρα όταν οι έφοροι ζητούσαν από τον βασιλιά να παρουσιαστεί μπροστά τους, αυτός το αρνιόταν την πρώτη και τη δεύτερη φορά, αλλά την τρίτη σηκωνόταν και πήγαινε προς το μέρος τους. Και ο πρώτος που ενίσχυσε πάρα πολύ αυτήν τους την εξουσία και την επέκτεινε, ο Αστερωπός, λένε ότι έγινε έφορος πολλές γενιές αργότερα. Και όσο αυτοί κυβερνούσαν με μέτρο, είπε, ήταν σωστό να τους ανέχονται οι πολίτες. Αλλά όταν χρησιμοποιώντας την εξουσία τους για να καταλύουν τις προγονικές μας αρχές, εξορίζοντας κάποιους βασιλιάδες ή σκοτώνοντας χωρίς δίκη κάποιους άλλους, και απειλούσαν αυτούς που ποθούσαν να ξαναδούν τη Σπάρτη να έχει το καλύτερο και πιο θείο πολίτευμα, τότε αυτό δεν ήταν ανεκτό. 101” «Ωραία όλα αυτά, αλλά όλοι αυτοί που τόσα χρόνια πίστευαν ότι το πολίτευμα της Σπάρτης παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτο κάποιο λόγο θα είχαν για να το κάνουν. Ακόμα και ο Αριστοτέλης, μου φαίνεται, εκτιμάει ότι αυτή η ομαλότητα στο πολίτευμα της Σπάρτης οφείλεται για το μεγαλείο της». «Αυτή η εικόνα της σταθερότητας μπορεί να δημιουργήθηκε για πολλούς λόγους. Οι αλλαγές που γίνονται στο πολίτευμα της Σπάρτης σίγουρα ήταν πολύ λιγότερες από τις αλλαγές που έγιναν την περίοδο από τον 8ο έως τον 2ο π.Χ. αιώνα στις άλλες πόλεις. Αν προσθέσεις σε αυτό και τις Αριστοτέλους «Πολιτικά», Βιβλίο Ε΄, 1313a Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 7 101 Πλουτάρχου «Βίοι», «Κλεομένης», 10 99
100
~ 82 ~
Εχθροί … εκ των έσω
ελάχιστες γνώσεις που είχαν οι υπόλοιποι Έλληνες για τα πράγματα της Σπάρτης τότε εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό αρκετά πράγματα.» «Εμ βέβαια, αφού για πάρα πολλά χρόνια το μόνο που έβλεπαν οι άλλοι Έλληνες από τους Σπαρτιάτες ήταν τα εκστρατευτικά τους σώματα. Πολεμιστές αμίλητους και σκληρούς.» «Όπως και να ‘χει, όμως, το πολίτευμα της Σπάρτης στην πορεία του χρόνου αλλάζει. Για να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές του, πρέπει να δούμε και τι αλλαγές συντελούνται στη σπαρτιατική κοινωνία. Οι είλωτες αυξάνονται και μαζί τους και οι άλλοι μη-Όμοιοι πολίτες της Σπάρτης. Αυξάνεται και η πίεση που ασκούν αυτά τα καταπιεζόμενα στρώματα στους Όμοιους, τους άρρενες πολίτες της Σπάρτης που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Κάτω από αυτήν την πίεση πολλοί θεσμοί αλλάζουν.» «Και όχι μόνο αυτό.» «Τι θες να πεις;» «Δεν φαντάζομαι ότι μόνο οι εσωτερικοί παράγοντες συντέλεσαν στις αλλαγές, αλλά και οι εξωτερικοί. Σου είπα πριν ότι οι υπόλοιποι Έλληνες το μόνο που έβλεπαν από τους Σπαρτιάτες ήταν τα εκστρατευτικά τους σώματα. Οι Σπαρτιάτες πολεμιστές, όμως, που συμμετείχαν σε αυτά τα σώματα τι έβλεπαν; Έβλεπαν δημοκρατικά πολιτεύματα, έργα τέχνης και λόγου, πλούτο. Έβλεπαν πράγματα εντελώς ξένα σε αυτούς, που μεγάλωσαν σε ένα σύστημα που ρύθμιζε απόλυτα τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό του βίο. Δεν είναι δυνατό όλα αυτά να μην τους επηρέασαν σε κάποιο βαθμό.» «Πολύ λογικό. Από αυτά που ακούσαμε παραπάνω είδαμε ότι ένας τουλάχιστον βασικός θεσμός, αυτός των πέντε εφόρων δεν ήταν αποτέλεσμα της νομοθετικής βούλησης του Λυκούργου, αλλά γέννημα των αναγκών της Σπάρτης». «Οι Έφοροι, λοιπόν, δεν ήταν γέννημα του Λυκούργου. Η Κρυπτεία ήταν; Ήταν προγενέστερη των Εφόρων, δημιουργήθηκε μαζί τους ή εμφανίστηκε αργότερα;». «Όλα είναι πιθανά, αλλά ας μείνουμε στους Εφόρους. Ποια ήταν η ανάγκη που τους γέννησε;» «Κάποιος πόλεμος; Αυτό δεν λέει ο Πλούταρχος στον “Κλεομένη”;» «Ναι, αλλά ποιος πόλεμος; Σε ποιόν πόλεμο βλέπουμε να διαπρέπει ο βασιλιάς Θεόπομπος;» «Στον Πρώτο Μεσσηνιακό!» Ένας κουτσός με δυνατή φωνή εμφανίστηκε από το πουθενά και έφτασε γρήγορα κοντά μας με τη βοήθεια του μπαστουνιού του. Ήταν ο Τυρταίος, ο ποιητής που εμψύχωσε τους Σπαρτιάτες κατά τον Β΄ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Του έκοψε όμως την φόρα ο Παυσανίας: «Αυτός ήταν ο Θεόπομπος, αυτός που τέλειωσε τον πόλεμο. Αυτό το ξέρω και από το ποίημα του Τυρταίου: “Ο βασιλιάς μας, ο φίλος των Θεών, ο Θεόπομπος, με τον οποίοι κατακτήσαμε την ευρύχωρη Μεσσήνη.” 102» «Αρκετά με τους πολιτικούς θεσμούς. Το κατάλαβα. Τίποτα δεν μένει αναλλοίωτο στο χρόνο. Γιατί δεν πάμε να δούμε τους στρατιωτικούς θεσμούς. Να δούμε αν οι νέοι που περνούσαν επιτυχώς από την Κρυπτεία αξιοποιούνταν σε κάποιο επίλεκτο σώμα του σπαρτιατικού στρατού». «Ενδιαφέρον ζήτημα αυτό. Στον Ηρόδοτο υπάρχουν ένας σωρός αναφορές σε ένα σώμα “Ενδόξων”. Ποιοι ήταν αυτοί;» Ο Ξενοφώντας πήρε το λόγο για να μας βοηθήσει: «Από αυτούς οι έφοροι επέλεγαν τους τρεις καλύτερους, οι οποίοι πλέον λέγονται ιππαγρέτες. Ο καθένας απ’ αυτούς επιλέγει εκατό άνδρες, διασαφηνίζοντας γιατί διάλεξε τους μεν και απέρριψε τους δε. Αυτοί που δεν επιλέγονταν πολεμούσαν πλάι πλάι σε αυτούς που τους έστειλαν στη μάχη, αλλά και σε αυτούς που επιλέχτηκαν αντί αυτών και 102
Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Δ΄, «Μεσσηνιακά», 6,5
~ 83 ~
Εχθροί… εκ των έσω
προφύλαγαν εάν κανένας από αυτούς δεν συμπεριφερόταν σωστά, σύμφωνα με τις αρχές της πόλης. 103» «Αχά! Ώστε έτσι προέκυψαν οι Τρακόσιοι! Αυτοί ήταν το επίλεκτο σώμα που μάχονταν στο πλευρό του βασιλιά - αρχιστράτηγου!» «Για να μην ξεχνάμε τη δουλειά μας, την Κρυπτεία, πρόσεξε αυτό που λέει στο τέλος: υπήρχε διαρκής παρακολούθηση των αντρών, μην τυχόν και υποπέσουν σε καμιά παρασπονδία! Απ’ ό, τι φαίνεται, οι πληροφορίες που είχαν οι Ιππαγρέτες για τους υποψήφιους και τους νυν Τριακοσίους προέρχονταν από διάφορες πηγές, ακόμα και από ρουφιάνους!» «Χμμμ, φαντάζομαι ότι για να λέει ότι οι Ιππαγρέτες επιλέγονταν από τους Εφόρους, το σώμα των Τριακοσίων δημιουργήθηκε αργότερα από τους Εφόρους» «Πολύ πιθανό. Για να δούμε και αυτό: Οι Ιππαγρέτες, ως διοικητές του επίλεκτου σώματος του στρατού ήσαν πολύ κοντά και στον Βασιλιά, μιας και αυτόν προστάτευαν, αλλά και στους Εφόρους, μιας και από αυτούς επιλέγονταν.» «Κάτι μου θυμίζει αυτό». «Είμαι σίγουρος. Κράτα το κι αυτό για αργότερα. Τώρα θα ασχοληθούμε με ένα άλλο ζήτημα. Για πες μου, τι αρχές προήγαγε η Κρυπτεία, σαν μέρος της σπαρτιατικής αγωγής, σύμφωνα με την περιγραφή του Πλούταρχου από τον “Λυκούργο”;» «Ζούσαν στα κρυφά, στα βουνά, σκότωναν σε ενέδρες, έτρωγαν ό,τι έβρισκαν, έκλεβαν…» «Ακριβώς! Καμία σχέση με τους ανδρείους, ένδοξους, αγέρωχους και περήφανους πολεμιστές που έχουμε στο μυαλό μας όταν ακούμε “Σπαρτιάτες”, αυτούς που μάχονταν σε παράταξη, σε ευθεία σύγκρουση, που πολεμούσαν στα πεδινά, που τρώγανε όλοι μαζί στα συσσίτια στα οποία συνεισέφεραν όλοι από κοινού!» «Πώς ερμηνεύεται αυτό;» «Η ερμηνεία αυτής της αντίφασης φαντάζομαι ότι έχει να κάνει τόσο με το ότι οι νέοι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονταν για να ανταπεξέλθουν σε όλες τις καταστάσεις, ακόμα και απομονωμένοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές, έτσι ώστε να μην αναγκαστούν ποτέ και για κανένα λόγο να παραδωθούν στον αντίπαλο, όσο και με το ότι το “χάσμα των γενεών” ήταν πολύ βαθύ στην αρχαία Σπάρτη. Δες για παράδειγμα το χορό των τριών γενιών.» Πριν προλάβω να συνεχίσω με διέκοψε ο Πλούταρχος, απαγγέλοντας χαρούμενα, λες και ήταν μπροστά σε αυτά που περιέγραφε. «Στις γιορτές υπήρχαν τρεις ομάδες χορευτών, ανάλογα με την ηλικία. Ξεκινώντας, ο πρώτος των γερόντων τραγούδαγε: “Κάποτε ήμασταν κι εμείς ανδρείοι νέοι.” Απαντώντας του ο πρώτος από αυτούς που βρίσκονταν στην ώριμη ηλικία, έλεγε: “Εμείς είμαστε τώρα. Αν τολμάς, δοκίμασε” Και τρίτος, ο πρωτοχορευτής των παιδιών: “Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας”104» «Τους νέους μέχρι να αποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα δεν τους είχαν περί πολλού. Γι’ αυτό φαντάζομαι και η εκπαίδευσή τους ήταν τελείως διαφορετική από τις αρχές και τις αξίες των μεγάλων. Όπως και να’ χει, μέσα από αυτήν την αγωγή οι νέοι όταν έφτανε η κατάλληλη εποχή θεωρούνταν άξιοι πολίτες.» «Και αυτοί που δεν επιλέγονταν για την Κρυπτεία, τι αγωγή έπαιρναν;»
103 104
Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία», 4.3 – 4.4 Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 21
~ 84 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Φαντάζομαι ότι αυτοί έπαιρναν μια λάιτ εκδοχή της εκπαίδευσης των Σπαρτιατών οπλιτών. Μάλιστα, στα δύσκολα συμμετείχαν στον πόλεμο, παρόλο που δεν ήσαν ολοκληρωμένοι πολίτες.» Ο Ηρόδοτος σηκώθηκε και σκάλισε λίγο τη μνήμη του. «Μετά την μάχη των Πλαταιών “Οι μεν Λακεδαιμόνιοι κατασκεύασαν τρεις τύμβους. Εκεί έθαψαν τους ιρένες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και ο Ποσειδώνιος, ο Αμομφάρετος, ο Φιλοκύων και ο Καλλικράτης. Στον ένα, λοιπόν, τύμβο ήσαν οι ιρένες, στον άλλο οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες, ενώ στον τρίτο οι είλωτες. Έτσι έθαβαν αυτοί.105”» «Ποιοι ήταν οι ιρήνες;» Ο Πλούταρχος ανέλαβε να απαντήσει. «Σε κάθε αγέλη προΐσταται ο πιο σώφρων και μάχιμος από τους λεγόμενους Είρενες. Είρενες ονομάζουν αυτούς που βρίσκονται στο δεύτερο έτος μετά την παιδική ηλικία, ενώ μελλείρενες τους μεγαλύτερους από τα παιδιά. Αυτός, λοιπόν ο είρενας όταν γίνει είκοσι χρονών διοικεί τους υφιστάμενούς του στις μάχες και στην πόλη τους μεταχειρίζεται σαν υπηρέτες. Τους μεγαλύτερους τους διατάζει να φέρνουν ξύλα, ενώ τους μικρότερους λάχανα.106» «Ναι, μα ο ένας τους λέει “ιρένες” και ο άλλος “είρενες”. Ήταν το ίδιο;» «Έχεις ένα δίκιο. Αυτή η διαφορά, αλλά και το γεγονός ότι στο απόσπασμα του Ηρόδοτου αναφέρονται και ονόματα κάνουν αρκετούς να θεωρούν ότι οι “ιρήνες” ήσαν οι αξιωματικοί. Όπως και να ‘χει ο Πλούταρχος μας βεβαίωσε ότι οι νέοι και οι έφηβοι συμμετείχαν στον πόλεμο, παρόλο που δεν ήσαν ακόμα ολοκληρωμένοι πολίτες. Από ‘κει και πέρα μου είναι παντελώς αδιάφορο αν θάβονταν ξεχωριστά ή όχι!»
105 106
Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Θ΄- «Καλλιόπη», 85 Παυσανίου «Βίοι», «Λυκούργος», 17
~ 85 ~
Εχθροί… εκ των έσω
4. Οι αντίπαλοι
«Γιατί δεν πάμε να δούμε και αυτούς που απάρτιζαν την σπαρτιάτικη κοινωνία; Άλλωστε, αν η Κρυπτεία ήταν τελικά ένα όπλο στα χέρια των εκμεταλλευτών για να κρατούν υποταγμένους τους εκμεταλλευόμενους, δεν πρέπει να δούμε ποιοι ήταν οι μεν και ποιοι οι δε;» «Πολύ καλά. Για να τους δούμε όλους αυτούς πρέπει να προσέξουμε πού θα τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή. Αντί να ψάξουμε το ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής και όλα τα σχετικά, εγώ λέω να κάνουμε το διαχωρισμό κοιτώντας το πολιτικό εποικοδόμημα: Οι εκμεταλλευτές ανήκουν στην ομάδα εκείνη των ανθρώπων που έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, που μπορούν συμμετέχουν στην Λαϊκή Συνέλευση, την Απέλλα, καθώς και να εκλεγούν Έφοροι. Στην αντίπερα όχθη είναι όλοι οι άλλοι. Οι πρώτοι έχουν υπό την κατοχή τους σχεδόν όλη τη γη της σπαρτιατικής επικράτειας. Οι υπόλοιποι ασχολούνται με το εμπόριο, την βιοτεχνία, έχουν και αυτοί λίγη γη στην κατοχή τους, ενώ είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν πολύ μεγάλο φόρο στα κρατικά ταμεία. Ας τους δούμε αναλυτικά, από τα κάτω προς τα πάνω, από τα κατώτατα στρώματα στα ανώτερα. Πρώτα οι κολασμένοι και στο τέλος οι κολαστές.» «Δηλαδή ξεκινάμε από τους δούλους;» «Στην Αρχαία Σπάρτη δεν υπήρχαν δούλοι. Η κατώτερη κάστα, το κατώτερο κονωνικό στρώμα, ήσαν οι Είλωτες. Βέβαια ο θεσμός των δούλων δεν τους ήταν άγνωστος ή αδιάφορος.» Ο Θουκυδίδης ανέλαβε να μας διαφωτίσει. «Κατά τὸ δέκατον ἔτος τῆς πολιορκίας τῆς Ἰθώμης, οἱ ἐπαναστᾶται, μὴ δυνάμενοι ν' ἀνθέξουν περισσότερον, ἐσυνθηκολόγησαν μὲ τοὺς Λακεδαιμονίους, Κατὰ τοὺς ὅρους τῆς συνθήκης, ὤφειλαν ν' ἀπέλθουν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, ἐξασφαλιζομένης εἰς αὐτοὺς τῆς ἐλευθέρας πορείας τῶν, καὶ ποτὲ πλέον νὰ μὴν ἐπιστρέψουν εἰς αὐτήν˙ ἐν περιπτώσει παραβάσεως συλλαμβανόμενοι θὰ ἐγίνοντο δοῦλοι ἐκείνου ποὺ τοὺς συνέλαβε107.»
«Το πρόσεξες;» «Τι;» «Ο Θουκυδίδης μας είπε ότι όσοι συλλαμβάνονταν από τους Μεσσήνιους θα γίνονταν δούλοι όποιου τους έπιανε, στην απόλυτη διάθεσή του. Οι είλωτες, αντίθετα, ήταν κρατική περιουσία. Δεν ήταν ατομικό περιουσιακό αντικείμενο κανενός.» «Ε, συγγνώμη», πετάχτηκε ο Πλάτωνας. «Πριν προχωρήσετε στους είλωτες, ακούστε και αυτή την ιστορία», είπε και έσπρωξε προς το μέρος μας τον Διογένη τον Λαέρτιο, έναν από τους πολλούς του βιογράφους. Αυτός άρχισε τότε να μας απαγγέλλει:
107
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», βιβλίο Α, 103. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 86 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Τότε, αγανακτισμένος ο τύραννος όρμησε στην αρχή να σκοτώσε τον Πλάτωνα. Μετά, μετά από παράκληση του Δίωνα και του Αριστομένη έκανε το εξής: τον παρέδωσε στον Πόλλιδα, τον Λακεδαιμόνιο, ο οποίος είχε μόλις φτάσει στις Συρρακούσες σαν πρέσβης, ώστε να τον πουλήσει σα σκλάβο. Και εκείνος, πηγαίνοντάς τον στην Αίγινα, τον πούλησε. Τότε και ο Χάρμανδρος, ο γιος του Χαμαρνδρίδη, τον καταδίκασε σε θάνατο, επειδή παρέβη τον νόμο που λέει ότι όποιος Αθηναίος πατήσει στο νησί θα εκτελεστεί χωρίς δίκη. 108» «Άρα οι Σπαρτιάτες όχι μόνο ήταν οικείοι με το θεσμό των δούλων, αλλά συμμετείχαν και στα δουλοπάζαρα». «Ακριβώς. Μπορεί να μην είχαν δούλους στην πόλη τους, αλλά ήξεραν να προμηθεύουν με δαύτους τους υπόλοιπους Έλληνες. Να σου πω ότι η πολιορκία της Ιθώμης και ο Τρίτος Μεσσηνιακός Πόλεμος τέλειωσαν το 454 π.Χ., ενώ το περιστατικό με τον Πλάτωνα συνέβη το 388 π.Χ. Αλλά ας επιστρέψουμε στους είλωτες. Είπαμε ότι δεν ήταν κομμάτι της περιουσίας κανενός, δεν πουλιόντουσαν ούτε αγοράζονταν. Επίσης δεν γινόταν να τους ελευθερώσει κανείς, πέρα από το κράτος. Η δουλειά τους ήταν στα χωράφια, τους κλήρους των Ομοίων. Ο Τυρταίος ξαναπετάχτηκε και με στόμφο άρχισε να απαγγέλλει: «Σαν τα γαϊδούρια, που καταπιέζονται κουβαλώντας μεγάλα φορτία Φέρνοντας στους κυρίους τους κάτω από σκληρό εξαναγκασμό Το μισό απ’ όσους καρπούς παράγει η γη109.» «Είλωτες», συνέχισα, «έγιναν οι υποδουλωμένοι από τους Σπαρτιάτες λαοί. Δηλαδή οι παλιοί Αχαιοί της Λακωνίας, οι Μεσσήνιοι και άλλοι. Κάποιοι λένε ότι μπορεί να ήσαν κάποιοι Δωριείς, που στις πρώτες πολεμικές εκστρατείες, όταν κατοχύρωναν την εξουσία τους στην Λακωνία είχαν δειλιάσει.» «Στον πόλεμο συμμετείχαν;» «Ακολουθούσαν σαν υπηρέτες των Ομοίων, αλλά και μερικές φορές σαν ελαφρά οπλισμένοι, οι λεγόμενοι “ψιλοί”. Στο Θουκυδίδη βλέπουμε κάποιες φορές σώματα ειλώτων να αναλαμβάνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου και σημαντικές αποστολές.» «Πάνω από τους είλωτες ήσαν οι περίοικοι, ένα μεσαίο στρώμα. Κατοικούσαν στα περίχωρα της Σπάρτης και ασχολούνταν με τα επαγγέλματα που δεν ασκούσαν οι Όμοιοι. Ήσαν δηλαδή τεχνίτες, κτηνοτρόφοι, γεωργοί, έμποροι. Προέρχονταν από τους παλιούς κατοίκους της Λακωνίας που δέχτηκαν χωρίς αντίσταση τους Δωριείς. Ζούσαν με σχετική αυτονομία, χωρίς να συμμετέχουν στα κοινά της Σπάρτης, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν στον πόλεμο σαν βαριά οπλισμένοι οπλίτες.» «Και μετά οι Όμοιοι;» «Μπα. Στην πορεία του χρόνου ανάμεσα στους Ομοίους και στα άλλα στρώματα εμφανίστηκαν αρκετά νέα στρώματα, χωρίς ή με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα. Ήταν γεννήματα των κοινωνικών ανακατατάξεων, που συνέβησαν λόγω των πολέμων. Λόγω των αναγκών των Σπαρτιατών για νέους στρατιώτες, χαλάρωναν τους θεσμούς και δινόταν η ευκαιρία στους είλωτες να χειραφετούνται.» «Δηλαδή ένα άλλο στρώμα ήταν οι χειραφετημένοι είλωτες;» «Όχι ακριβώς. Η χειραφέτηση δεν ήταν κάτι γενικευμένο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, κανένας νόμος που έλεγε ότι υπό τις τάδε και δείνα προϋποθέσεις οι είλωτες που πληρούσαν ορισμένα κριτήρια χειραφετούνταν. Ήταν κάτι που γινόταν κατά περίπτωση.» «Για πες μου μερικές τέτοιες περιπτώσεις»
108 109
Διογένη Λαέρτιου «Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων», Βιβλίο Γ΄, «Πλάτων», 19 Τυρταίου, «Άπαντα τα Σωζώμενα», 5d, 6
~ 87 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Κατ’ αρχάς έχουμε τους “μόθακες”. “Μόθαξ” ήταν το παιδί Ομοίου και Ειλώτισσας. Αν ακουλουθούσε τη σπαρτιατική αγωγή αποκτούσε περιορισμένα δικαιώματα και ονομαζόταν “Νεοδαμώδης”. Πέρα από αυτό Νεοδαμώδεις θεωρούνται και οι είλωτες που έδειξαν ανδρεία στη μάχη. Βέβαια υπάρχει ένα ζήτημα. Επειδή οι Νεοδαμώδεις στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία εμφανίζονται λιγότερες φορές από τις φορές που αναφέρονται μαζικές χειραφετήσεις δούλων με κρατική απόφαση, κάποιοι θεωρούν ότι οι Νεοδαμώδεις ήταν κάτι άλλο: μάλλον Όμοιοι που για κάποιους λόγους αποσπάστηκαν από τον δήμο των Σπαρτιατών και έφτιαξαν μια δικιά τους κοινότητα.» «Α, και το όνομά τους το θυμίζει αυτό: νέος + δήμος». «Σωστά. Μια από τις πιο διάσημες ομάδες χειραφετημένων ειλώτων ήσαν οι “Βρασίδες”» Σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τινάχτηκε ο Θουκυδίδης. «Κατά τήν διάρκειαν τοῦ αὐτοῦ θέρους, μετά τήν ἐκ Χαλκιδικής ἐπιστροφήν τῶν
στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιστρατεύσει ἐκεῖ ὑπό τόν Βρασίδαν καί τούς ὁποίους ἐπανέφερεν ὁ Κλεαρίδας μετά τήν συνομολόγησιν τῆς εἰρήνης, οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκήρυξαν τούς μετά τοῦ Βρασίδα συμπολεμήσαντας Εἵλωτας ἐλευθέρους, μέ τό δικαίωμα νά κατοικοῦν ὅπου θέλουν, καί ὀλίγον χρόνον ὕστερον ἐγκατέστησαν αὐτούς μετά τῶν Νεοδαμωδῶν εἰς τό Λέπρεον, κείμενον εἰς τά σύνορά της Λακωνικῆς καί τῆς Ἠλείας, καθ' ὄν χρόνον εἶχαν ἤδη περιέλθει εἰς ἔριδα μέ τούς Ἠλείους. 110»
«Όλοι αυτοί από τα χαμηλά έφτασαν στα ψηλά. Υπήρχαν πάρα πολλοί, όμως, που από τα ψηλά έπεσαν στα χαμηλά. Αυτοί ήταν οι υπομείοντες. Οι υπομείοντες ήσαν Όμοιοι που ξέπεσαν. Αυτό το γεγονός, ότι υπήρχαν πολίτες που έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα, αποδεικνύει ότι υπήρχαν έντονες ταξικές αντιθέσεις και ανάμεσα στους Ομοίους. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να τραβήξουμε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους.» «Και πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν οι υπομείοντες;» Βλέποντας τον Ξενοφώντα να ετοιμάζεται να μιλήσει σώπασα. «Ο Λυκούργος επέβαλε επίσης και την ακατανίκητη υποχρέωση να ασκούν όλα τα πολιτικά καθήκοντα. Επέβαλε σε όλους μέσα στην πόλη να έχουν τα ίδια καθήκοντα, χωρίς να υπολογίζει ούτε σωματική ούτε περιουσιακή ανικανότητα. Αν κάποιος δείλιαζε να ασχοληθεί με αυτά που καθόριζε ο νόμος, επέβαλε αυτός να μην θεωρείται πια σαν ένας από τους Ομοίους.111» «Δηλαδή ήταν αυτοί που δείλιαζαν ή που δεν ακολουθούσαν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής.» «Ήταν και αυτοί. Το ζήτημα όμως ήταν βαθύτερο.» ‘Ηταν η σειρά του Θουκυδίδη να παρέμβει. «Ἀλλ' ἐπειδή ἐφοβήθησαν μήπως οἱ συμπολίται τῶν, πού εἶχαν παραδώσει τά
ὄπλα καί συλληφθῆ αἰχμάλωτοι εἰς τήν Σφακτηρίαν, νομίσουν ὅτι ἕνεκα τῆς ἀτυχίας τῶν ἐκινδύνευσαν νά ὑποστοῦν πολιτικήν μείωσιν καί ὡς ἐκ τούτου, ἐάν διετήρουν τήν πλήρη ἄσκησιν τῶν πολιτικῶν τῶν δικαιωμάτων, χρησιμοποιήσουν τήν ἐπιρροήν τῶν διά πολιτικᾶς ἀνατροπᾶς, ἀφήρεσαν ἀπ' αὐτούς τήν πλήρη ἄσκησιν τῶν πολιτικῶν τῶν δικαιωμάτων, μολονότι μερικοί ἐξ αὐτῶν εἶχαν ἤδη καταλάβει δημόσια ἀξιώματα. Δία τῆς ἀφαιρέσεως ταύτης ἐστεροῦντο τοῦ δικαιώματος νά καταλαμβάνουν τοιαῦτα ἀξιώματα καί νά ἐνεργοῦν ἐγκύρους ἀγοραπωλησίας. Ὕστερον ὅμως καί μετά καιρόν, ἀποκατεστάθησαν πάλιν εἰς τήν ἀκεραίαν ἄσκησιν τῶν πολιτικῶν τῶν δικαιωμάτων. 112»
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Ε΄, 34,1 Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία», 10,7 112 Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Ε΄, 34,2 110 111
~ 88 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Αχά! Η δειλία ήταν το πρόσχημα! Ο πραγματικός λόγος ήταν ο φόβος για κανένα κίνημα!» «Ισχύει και αυτό. Ο κυριότερος όμως λόγος που οι Όμοιοι ξέπεφταν και έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα ήταν άλλος.» Ο Αριστοτέλης πήρε το λόγο, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Στους Σπαρτιάτες, ο καθένας οφείλει να συνεισφέρει, ακόμα και αυτοί που είναι πάρα πολύ φτωχοί και που δεν μπορούν να πληρώσουν για αυτήν την δαπάνη, έτσι ώστε να συμβαίνει κάτι που είναι εντελώς αντίθετο από την αρχική βούληση του νομοθέτη. Ο νομοθέτης ήθελε ο θεσμός των κοινών συσσιτίων να είναι κάτι δημοκρατικό, αλλά έτσι όπως είναι ο νόμος αυτό δεν είναι καθόλου δημοκρατικό. Κι αυτό, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο στους φτωχούς να συμμετέχουν. Επίσης, υπάρχει πατροπαράδοτος όρος στο πολίτευμα ότι δεν έχει πολιτικά δικαιώματα αυτός που δεν μπορεί να πληρώσει το φόρο. 113» «Οι υπομοίοντες, λοιπόν, αυξήθηκαν πάρα πολύ όσο περνούσαν τα χρόνια λόγω της συγκέντρωσης του πλούτου και των αγροτικών κλήρων στα χέρια των λίγων Σπαρτιατών, των παραδοσιακών αριστοκρατών. Η αύξηση του αριθμού τους ήταν και ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Κλεομένη τον Γ΄ και τον προκάτοχό του, τον Άγη τον Δ΄ να προχωρήσουν σε νέο αναδασμό της γης και να κόψουν τα προνόμια των πλούσιων Σπαρτιατών.» «Και οι Όμοιοι;» «Οι Όμοιοι, ονομάστηκαν έτσι μετά τις μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου, όταν με τον αναδασμό και την αναδιάρθρωση στο δημόσιο βίο και τη στρατιωτική οργάνωση όλοι οι Σπαρτιάτες είχαν τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Αυτό δεν κράτησε πολύ. Σιγά σιγά διαμορφώθηκε -αν είχε ποτέ σταματήσει να υπάρχει- μια αριστοκρατία.» «Αυτοί που εισήγαγαν το θεσμό των Εφόρων, έτσι;» «Ακριβώς. Αυτοί σιγά σιγά άρχισαν να συγκεντρώνουν στα χέρια τους τον πλούτο.» «Πώς γινόταν αυτό; Αφού οι Όμοιοι απαγορευόταν να ασκούν άλλα επαγγέλματα. Έπρεπε μόνο να εκπαιδεύονται και να προπονούνται για πόλεμο. Άσε που δεν υπήρχε και νόμισμα. Πώς συγκεντρώθηκε στα χέρια τους ο πλούτος;» «Όλα τα λεφτά ήταν η γη. Ο κλήρος που έπαιρναν οι Σπαρτιάτες που έφταναν στην κατάλληλη ηλικία για να θεωρηθούν Όμοιοι, να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και την υποχρέωση να συνεισφέρουν στο ταμείο του κράτους.» «Ωραία. Και πώς συγκεντρωνόταν η γη στα χέρια των λίγων; Δεν έπαιρναν όλοι ίση γη;» «Στην πορεία του χρόνου, με τις προσαρτήσεις νέων εδαφών, αυξάνονταν και οι κλήροι. Η διανομή τους δεν έγινε αναίμακτα.» Ο Πλούταρχος παρενέβη. «κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Λυκούργος διένειμε έξι χιλιάδες κλήρους, ενώ αργότερα προσέθεσε άλλους τρεις χιλιάδες ο Πολύδωρος. Κάποιοι άλλοι λένε ότι τους μισούς από τους εννιά χιλιάδες κλήρους τους μοίρασε αυτός, δηλαδή ο Πολύδωρος, ενώ τους άλλους μισούς ο Λυκούργος. 114» «Ποιος ήταν αυτός ο Πολύδωρος;» Της απάντησε ο Παυσανίας. «Όταν τελείωσε ο πόλεμος ενάντια στην Μεσσήνη και η Μεσσηνία υποδουλώθηκε στους Σπαρτιάτες, στη Σπάρτη μεσουρανούσε ο Πολύδωρος, για τον οποίον όλοι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν την καλύτερη γνώμη, επειδή δεν είχε βιαιοπραγήσει εναντίον 113 114
Αριστοτέλους «Πολιτικά», Βιβλίο Β, 1270a, 29 - 37 Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 8
~ 89 ~
Εχθροί… εκ των έσω
κανενός, ούτε είχε εξυβρίσει κανέναν, και στις δίκες ήταν δίκαιος και φιλάνθρωπος. Αυτός, λοιπόν, του οποίου η φήμη είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα, σκοτώθηκε τότε από τον Πολέμαρχο, γόνο παλιάς και ένδοξης οικογένειας της Λακεδαιμονίας, αλλά όπως αποδείχθηκε με άσχημη ζωή. Όταν πέθανε ο Πολύδωρος, οι Λακεδαιμόνιοι τον τίμησαν αρκετά. Βέβαια, στη Σπάρτη υπάρχει και ο τάφος του Πολέμαρχου, είτε επειδή πριν από αυτήν του την πράξη τον θεωρούσαν καλό άνθρωπο, είτε επειδή τον έθαψαν οι δικοί του στα κρυφά.115» «Τι καταλαβαίνεις από αυτήν την ιστορία;» «Κατά τη διανομή των νέων γαιών μετά τον Α΄ Μεσσηνιακό Πόλεμο στους Σπαρτιάτες οι γόνοι των παλιών οικογενειών αριστοκρατών, που προφανώς θα ήθελαν να προηγηθούν στην διανομή των κλήρων, ήρθαν σε σύγκρουση γι’ αυτό το θέμα με τον βασιλιά Πολύδωρο. Βέβαια επιβίωσε η μνήμη και του βασιλιά αλλά και του δολοφόνου του. Η κάθε τάξη φρόντισε καλά τους ήρωές της… Έχω όμως μια άλλη απορία. Αφού η ζωή στην Αρχαία Σπάρτη ήταν τόσο σφιχτή τι τα έκαναν τα πλούτη; Όποιος παρεκτρεπόταν από τις αρχές της πόλης δεν τιμωρείτο είτε με θάνατο είτε με εξορία;» «Το ότι συγκέντρωναν κάποιοι τον πλούτο είναι δεδομένο. Για να βρούμε το τι έκαναν τα λεφτά θα πρέπει να ακολουθήσουμε την αρχή follow the money. Να δούμε πού ξοδεύονταν μεγάλα ποσά. Ούτε λούσα επιτρεπόταν να έχουν οι Σπαρτιάτες, ούτε θέατρα να κάνουν χορηγίες, ούτε καλλιτεχνικά εργαστήρια ούτε τίποτα. Έτσι;» «Έτσι.» «Τι επιδοκιμαζόταν στην Αρχαία Σπάρτη;» «Η αρετή, η ανδρεία και η ευσέβεια». «Πολύ καλά. Σε αυτές τις “αγορές” θα ψάξουμε τα λεφτά των Σπαρτιατών, γιατί μόνο σε αυτές θα μπορούσαν να τα “έσπρωχναν” χωρίς να τους “παρεξηγούν” οι συμπολίτες τους.» «Ευσέβεια… Πού θα μπορούσε να στηθεί μια αγορά όπου θα πουλιέται και θα αγοράζεται η ευσέβεια; Α! Στη θρησκεία! Ξόδευαν τα λεφτά τους στα αναθήματα και στους ναούς!» «Πολύ σωστά! Έχουν βρεθεί λακωνικά αναθήματα ακόμα και στο μαντείο της Δωδώνης! Όσο πιο μακρυά έστελναν τις προσφορές τους, τόσο πιο πολλά λεφτά ξόδευαν και τόσο μεγαλύτερη ευσέβεια αγόραζαν!» «Άσε και το άλλο! Η στενή σχέση Σπάρτης και Μαντείου των Δελφών! Πρέπει να κυλούσε πολύ χρήμα σε αυτή τη διαδρομή!» «Γιατί όχι; Για να δούμε και μια άλλη πολυδάπανη δραστηριότητα των Σπαρτιατών. Σε ποια άλλη δραστηριότητα θα δικαιολογούνταν έξοδα για κάποιο Σπαρτιάτη; Προφανώς σε κάποια που να έχει να κάνει με άμιλλα και συναγωνισμό, όπου μια πρωτιά θα ήταν ό,τι καλύτερο.» «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες!» «Ακριβώς! Και ποιο ήταν το πιο δαπανηρό άθλημα των Ολυμπιακών Αγώνων;» «Οι ιπποδρομίες, φαντάζομαι. Οι αγώνες του τέθριππου, των αρμάτων που τα έσερναν τέσσερα άλογα. Σίγουρα και εκείνα τα χρόνια το να εκτρέφεις άλογα ήταν ιδιαίτερα πολυδάπανη δραστηριότητα.» «Κοίτα εδώ, τον κατάλογο με τους Ολυμπιονίκες της αρχαιότητας. Την εποχή της ακμής της Σπάρτης, από το 548 έως το 384 π.Χ., σε 37 Ολυμπιάδες, 12 Σπαρτιάτες έχουν κερδίσει 16 φορές τον κότινο στο άθλημα του Τεθρίππου! Αν συνυπολογίσεις και τις πιθανές δεύτερες και τρίτες θέσεις τότε…» «Μη συνεχίσεις! Λες και το βλέπω μπροστά μου!»
115
Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Γ΄ «Λακωνικά», 3
~ 90 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Όπως και να ‘χει, και επειδή ο πλούτος, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται, κάποια στιγμή τα πράγματα ξέφυγαν πάρα πολύ από τα “λιτά” πλαίσια που είχαν ορίσει οι Σπαρτιάτες. Οι πλούσιοι, οι έχοντες και κατέχοντες της Σπάρτης έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια την “αγωγή” και τις πατροπαράδοτες αρχές.» Σαν να το περίμενε, ο Φύλαρχος σηκώθηκε και άρχισε να απαγγέλει με πομπώδες ύφος: «Οι Λακεδαιμόνιοι δεν πήγαιναν στα συσσίτια, όπως ήταν η πατροπαράδοτη συνήθειά τους. Και κάθε φορά που πήγαιναν, αφού εκπλήρωναν μερικούς τύπους, για να είναι στο πλαίσιο του θεσμού, ετοίμαζαν πάλι για τους εαυτούς τους στρώματα μεγάλα και με τόση πολυτέλεια και ποικιλία, ώστε μερικοί από τους προσκεκλημένους ξένους να διαστάζουν να στηρίξουν τους αγκώνες τους στα προσκεφάλια. Και αυτοί που παλιότερα σ’ όλη τη διάρκεια του συμποσίου άντεχαν να μένουν σ’ ένα απλό ανάκλιντρο, έτσι στήριζαν μια φορά τον αγκώνα τους […] έφτασαν στην τρυφηλότητα που έχει αναφερθεί, σε τοποθετήσεις πολλών ποτηριών και παραθέσεις φαγητών παρασκευασμένων με πολλούς τρόπους, ακόμη ποικίλων μύρων κι επίσης κρασιών και επιδορπίων. Αρχή σ’ αυτά έκαναν όσοι βασίλεψαν λίγο πριν από τον Κλεομένη, ο Αρέας και ο Ακρότατος, προσπαθώντας να μιμηθούν την αυλή των Περσών. Αυτούς, όμως πάλι τόσο τους ξεπέρασαν στην πολυτέλεια μερικοί από τους ιδιώτες της περιόδου αυτής στη Σπάρτη, ώστε να φαίνεται ότι ο Αρέας και ο Ακρότατος ξεπέρασαν στη χρησιμοποίηση μικρής δαπάνης τους πιο απλούς από τους προγενέστερους.116» «Ακριβώς! Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προφανώς, δεν γινόταν τα πράγματα να είναι πάντα ήρεμα. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς τονίζουν το πόσο πολύ φοβόντουσαν οι Όμοιοι όλα τα κατώτερα στρώματα. Και είναι λογικό, άλλωστε, αν υπολογίσουμε και το πόσο λιγότεροι αριθμητικά ήταν οι Όμοιοι σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό έπαιρναν τόσο αυστηρά μέτρα, σαν την Κρυπτεία, για να τους κρατάνε μαντρωμένους.» «Ναι, αλλά είδαμε ότι πότε πότε το χαλινάρι χαλάρωνε.» «Όντως. Και το χαλινάρι χαλάρωνε, λόγω των πολέμων, αλλά και η μάντρα πότε πότε έπεφτε λόγω εξεγέρσεων». «Μήπως πήγαιναν μαζί αυτά τα δύο;» «Δεν έχεις άδικο. Κατά τη διάρκεια των πολέμων η επιτήρηση των Ομοίων στα κατώτερα στρώματα ήταν πιο χαλαρή. Επίσης σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι Όμοιοι αναγκάζονταν να τάζουν ή να δίνουν προνόμια στους κατώτερους. Όταν τα πράγματα ζόριζαν λόγω της λειψανδρίας, και απαιτούνταν ολοένα και περισσότεροι πολεμιστές, τάζοντας πολιτικά δικαιώματα επιστράτευαν μαζικά περιοίκους και είλωτες. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Μεσσηνιακού Πολέμου λόγω των τρομακτικών απωλειών του σπαρτιατικού στρατού, ο οποίος είχε φτάσει στα πρόθυρα της διάλυσης, επετράπη στις χήρες των Σπαρτιατών να ζευγαρώσουν με περίοικους. Τα παιδιά τους ονομάστηκαν “Παρθενίδαι”, δηλαδή γιοι παρθένων. Κι αυτό, γιατί δεν ήταν πρέπον να παραδεχτούν οι γυναίκες ότι είχαν πάει με κατώτερους! Αυτοί οι “Παρθενίδαι” αξίωσαν συμμετοχή στην διανομή των κλήρων που προήλθαν από την κατάκτηση της Μεσσηνίας. Όταν μετά από συγκρούσεις με την σπαρτιατική αριστοκρατία ηττήθηκαν, πήγαν στον Τάραντα της Σικελίας, όπου ίδρυσαν αποικία.» «Φαντάζομαι ότι και αυτοί που έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα ήταν απειλή ταραχών για τους Ομοίους.» «Ακριβώς. Όσο κι αν ήθελε με τον αναδασμό του ο Λυκούργος να διατηρήσει του πολίτες πραγματικά Όμοιους αυτή η κατάσταση είδαμε ότι δεν κράτησε πολύ. Έτσι οι συνεχείς πόλεμοι, η αδυναμία και απροθυμία των Σπαρτιατών να ασχοληθούν σοβαρά με το εμπόριο και την βιοτεχνία, το στρατοκρατικό περιβάλλον στην πόλη με τις πάμπολλες απαγορεύσεις, όξυναν τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα.» 116
Αθήναιου «Δειπνοσοφισταί», Βιβλίο Δ΄, 142a
~ 91 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Υπήρξε κάποιο νικηφόρο κίνημα;» «Το αν κάποιο κίνημα ήταν νικηφόρο δεν είναι κάτι που μπορεί να κριθεί μόνο με τα σημερινά δεδομένα. Οι εξεγερμένοι της εποχής ούτε απόλυτα συνειδητοποιημένοι ήσαν ούτε είχαν και ανάλογα προωθημένα αιτήματα. Και η παραμικρή καλυτέρευση της θέσης τους πρέπει να θεωρείται μεγάλη νίκη. Μια τέτοια νίκη πρέπει να θεωρηθεί και το ότι όλοι οι κατώτεροι κάποιες φορές έπαιρναν ένα κομμάτι γης. Αυτό ήταν εν μέρει κατάκτηση των αγώνων τους, αλλά και παραχώρηση των Ομοίων, που τους έδιναν γη στα περίχωρα της σπαρτιατικής επικράτειας και αποκτούσαν ταυτόχρονα και μερικούς πολεμιστές ακόμα για να υπερασπίζονται τα σύνορα.» Είχαμε φτάσει στα τείχη της Ιθώμης, στην ορεινή Μεσσηνία, στην Λακωνική Πύλη. Ήταν βράδυ. Δίπλα μας ένας είλωτας, κουρασμένος μετά από μέρες περπάτημα και από τα χίλια δυο τεχνάσματα με τα οποία κατάφερε να ξεγελάσει τους περιπολούντες Κρυπτούς, σταματάει μπροστά στην Πύλη. Με μια αποφασιστική κίνηση πετά στο έδαφος το σκούφο που του είχαν χορηγήσει οι Σπαρτιάτες, τον φτιαγμένο από δέρμα σκύλου, σύμβολο της θέσης και της καταγωγής του, και τον τσαλαπατά. Η πύλη ανοίγει, αυτός την περνάει και αμέσως χάνεται μέσα σε συντροφικές αγκαλιές. «Να, εδώ που βρισκόμαστε τέλειωσε το πιο επιτυχημένο κίνημα, αυτό που πραγματικά ζόρισε τους Σπαρτιάτες. Οι πρωταγωνιστές του, οι είλωτες της Λακωνίας και της Μεσσηνίας που είχαν απομείνει να υπερασπίζονται το κάστρο της Ιθώμης τη σκαπούλαραν σχεδόν χωρίς συνέπειες. Η εξέγερση ξεκίνησε το 464 π.Χ., με αφορμή έναν καταστρεπτικό σεισμό στη Σπάρτη και εξελίχθηκε στον Γ΄ Μεσσηνιακό πόλεμο. Τους όρους της συνθηκολόγησης μας τους είπε προηγουμένως ο Θουκυδίδης. Οι εξεγερμένοι φεύγουν σχεδόν σαν κύριοι από εδώ και πάνε και εγκαθίστανται στην Ναύπακτο, η οποία τους παραχωρήθηκε από τους Αθηναίους.» «Από τους Αθηναίους; Ρε μπας και είχαν βάλει κι αυτοί το χεράκι τους στην εξέγερση;» «Δεν είσαι ή μόνη που το λες αυτό.» Ο Θουκυδίδης πήρε το λόγο. «Οι Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ παρετείνετο, ἀτυχῶς δὶ' αὐτούς, ὁ πόλεμος πρὸς τοὺς καταλαβόντας τὴν Ἰθώμην, ἐπεκαλέσθησαν τὴν βοήθειαν καὶ ἄλλων συμμάχων καὶ τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι ἀπέστειλαν ἱκανὴν τοιαύτην μὲ ἀρχηγὸν τὸν Κίμωνα. Τὴν βοήθειαν τῶν Ἀθηναίων ἐπεκαλέσθησαν κυρίως, διότι οἱ τελευταῖοι ἐθεωροῦντο ἱκανοὶ εἰς τὴν τειχομαχίαν, ἐνῶ ἡ μακρὰ διάρκεια τῆς πολιορκίας εἶχε δείξει εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους τηνιδικὴν τῶν ὡς πρὸς τοῦτο ἀνεπάρκειαν. Διότι ἄλλως θὰ εἶχαν καταλάβει ἐξ ἑφόδου τὴν Ἰθώμην. Ἐξ ἀφορμῆς, ἄλλωστε, τῆς ἐκστρατείας αὐτῆς, ἔγινε διὰ πρώτην φορὰν καταφανῆς ἡ ἔλλειψις ἁρμονίας εἰς τὰς μεταξὺ Λακεδαιμονίων καὶ Ἀθηναίων σχέσεις. Διότι οἱ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ ἡ δὶ' ἑφόδου κατάληψις δὲν ἐπετύγχανε, ἐφοβήθησαν μήπως, ἐὰν παραταθῆ ἡ παρουσία τῶν Ἀθηναίων, τοὺς ὁποίους ἄλλωστε ἐθεώρουν ἀλλοφύλους, οἱ τελευταῖοι, λόγω τοῦ τολμηροῦ καὶ ἀστάτου χαρακτήρας τῶν, παρασυρθοῦν ἀπὸ τοὺς πολιορκουμένους καὶ ταχθοῦν μὲ τὸ μέρος τῶν, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς ἀπεμάκρυναν, μόνους ἐκ τῶν συμμάχων, χωρὶς νὰ ἐκδηλώσουν τὰς ὑποψίας τῶν, ἀλλ' εἰπόντες ὅτι δὲν τοὺς ἔχουν πλέον ἀνάγκην. Οἱ Ἀθηναῖοι, ἐν τούτοις, ἐννόησαν ὅτι ἡ πομάκρυνσις τῶν ὠφείλετο εἰς κάποιαν ὑποψίαν καὶ ὄχι εἰς τὴν εὐσχημοτέραν δικαιολογίαν, ἡ ὁποία ἐδόθη. Καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρησαν ἀφόρητον τὸ πράγμα καὶ ἐνόμισαν ὅτι δὲν ἤσαν ἄξιοι τοιαύτης ὕβρεως ἐκ μέρους τῶν Λακεδαιμονίων, εὐθὺς ἀφοῦ ἐπέστρεψαν, παρήτησαν τὴν συμμαχίαν, τὴν ὁποίαν εἶχαν συνομολογήσει μὲ αὐτοὺς ἐναντίον τῶν Περσῶν, καὶ συνωμολόγησαν νέαν τοιαύτην μὲ τοὺς Ἀργείους, οἱ ὁποῖοι, ἤσαν ἐχθροὶ ἐκείνων. 117»
117
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, 102. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 92 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Πάντως η θεωρία της “υποκίνησης” αυτών των κινημάτων από ξένους, δεν μπορεί να απέχει πολύ από την αλήθεια. Οι είλωτες δεν έχουν αναπτύξει ταξική συνείδηση. Δεν είναι ώριμες ακόμα οι συνθήκες. Πρέπει να περάσουν τρεις χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον για να αναπτυχθεί τέτοια συνείδηση εκ μέρους των εκμεταλλευόμενων. Όπότε για να προχωρήσουν οι είλωτες σε δυναμικούς αγώνες χρειάζονται ένα “σπρώξιμο”, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να υιοθετήσουν προωθημένα κοινωνικά αιτήματα.» «Γιατί όμως δεν υπήρξε κάποια κραυγαλέα νίκη των κινηματιών; Πώς και –δύσκολα ή εύκολανίκαγαν πάντα οι Σπαρτιάτες;» «Μην ξεχνάς ότι οι τύποι ζούσαν και ανέπνεεαν για τον πόλεμο. Ήταν πολύ δύσκολο να τους τη φέρεις στο στρατιωτικό πεδίο, ειδικά αν ήσουν απροπόνητος. Πάντως ένα άλλο καλό χαρτί των Σπαρτιατών ήταν οι πολύ καλές και αξιόπιστες πληροφορίες που είχαν.» «Βλέπεις το δάχτυλο της Κρυπτείας πίσω από αυτό;» «Γιατί όχι; Για να δούμε μερικά παραδείγματα».
~ 93 ~
Εχθροί… εκ των έσω
5. Οι αποστολές;
«Τι παραδείγματα θα δούμε;» «Λέω να δούμε από κοντά κάποια περιστατικά όπου κάπου στο βάθος μπορούμε να δούμε ίχνη της παρουσίας ή της απουσίας της Κρυπτείας. Ας τα πάμε χρονολογικά. Όποτε γουστάρεις παρεμβαίνεις.» «Ας το κάνουμε.» Πρώτος στο βήμα ανέβηκε ο Ηρόδοτος. «Ο βασιλιάς ήταν χαμένος όσον αφορά το τι έπρεπε να κάνει για να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία. Τότε ο Εφιάλτης, ο γιος του Ευρύδημου, που καταγόταν από την Μηλία τον πλησίασε. Θεώρησε ότι θα τον επιβράβευε πλούσια ο βασιλιάς, οπότε του είπε για ένα μονοπάτι που πέρναγε από το βουνό και οδηγούσε στις Θερμοπύλες. Με αυτό συνέβαλε στο χαμό των Ελλήνων που παρέμεναν εκεί. Αργότερα, επειδή φοβόταν τους Λακεδαιμόνιους κατέφυγε στη Θεσσαλία. Όσο ήταν εκεί επικυρήχθηκε από τους Πυλαγόρες, όταν μαζεύτηκε η Αμφικτυονία στην Πυλαία. Πιο μετά επέστρεψε στην Αντίκυρα, όπου τον σκότωσε κάποιος Αθηνάδης, από την Τρηχινία. Αυτός ο Αθηνάδης σκότωσε τον Εφιάλτη για κάποιον άλλο λόγο, που θα σας τον πω αργότερα, αλλά επιβραβεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο από τους Λακεδαιμόνιους. 118» «Εδώ πού βλέπεις το δαχτυλάκι της Κρυπτείας;» «Αυτό είναι ένα περιστατικό όπου δεν το βλέπω, ενώ θα έπρεπε να υπάρχει. Η ιστορία του Εφιάλτη ήταν πολύ σοβαρή. Η Αμφικτυονία τον είχε επικυρήξει. Ο ίδιος φοβόταν τους Σπαρτιάτες και τελικά τον σκότωσε ένας συμπατριώτης του για κάποιον άσχετο λόγο. Αν όντως η Κρυπτεία εκείνη την εποχή είχε τον ρόλο που την παρουσιάζουν να έχει, δηλαδή μια πανίσχυρη μυστική οργάνωση που κατασκοπεύει, επιτηρεί και καταστέλλει, τότε δεν θα τον έβρισκαν πρώτοι οι Σπαρτιάτες; Όχι ότι αποκλείεται τίποτα, αλλά μου φαίνεται εντελώς απίθανο. Για να μην πω και το άλλο.» «Ποιο;» «Αν είχαν στη διάθεσή τους μια κατασκοπευτική υπηρεσία, οι Σπαρτιάτες δεν θα έπρεπε να είναι λίγο περισσότερο υποψιασμένοι για το μονοπάτι που οδήγησε τους Πέρσες εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ του 480 π.Χ. στα νώτα τους;» «Μάλιστα. Πάμε και στο δεύτερο περιστατικό». Στο βήμα ανέβηκε ο Θουκυδίδης. «Καμμία τωόντι ἀπόδειξις δὲν ὑπῆρχεν εἰς χείρας τῶν Σπαρτιατῶν, οὔτε τῶν προσωπικῶν του ἐχθρῶν, οὔτε τῆς πόλεως γενικῶς, ἐπὶ τὴ βάσει τῆς ὁποίας θὰ ἠδύναντο, μὲ πλήρη πεποίθησιν περὶ τῆς ἐνοχῆς, νὰ προβοῦν εἰς τὴν τιμωρίαν
118
Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Ζ, «Πολύμνια», 213
~ 94 ~
Εχθροί … εκ των έσω ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀνῆκεν εἰς τὸν βασιλεύοντα οἶκον, καὶ ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν χρόνον αὐτὸν ἤσκει τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, καθόσον τοῦ βασιλέως Πλειστάρχου, υἱοῦ τοῦ Λεωνίδα, ὄντος εἰσέτι ἀνηλίκου, αὐτός, ὡς ἐξάδελφος, ἦτο ἐπίτροπός του. Ἀλλ' ἡ περιφρόνησίς του πρὸς τὰς παλαιᾶς παραδόσεις καὶ ἡ ἀπομίμησις τῶν βαρβαρικῶν ἐθίμων παρεῖχαν πολλᾶς ὑπονοίας ὅτι δὲν ἤθελε νὰ συμμορφώνεται πρὸς τὴν ὑφισταμένην τάξιν τῶν πραγμάτων τῆς Σπάρτης. Καὶ ὄχι μόνον ἀνέτρεχαν εἰς τὸ παρελθόν, ἐξετάζοντες τὰς ἄλλας τοῦ πράξεις, διὰ ν' ἀνεύρουν ἐὰν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοῦ ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὰς καθιερωμένας συνηθείας, ἀλλὰ καὶ ἐνθυμοῦντο ἰδιαιτέρως ὅτι ἀπετόλμησε μίαν φορὰν νὰ διατάξη, ἒς ἰδίας του πρωτοβουλίας, ὅπως γραφὴ ἐπάνω εἰς τὸν τρίποδα τῶν Δελφῶν, τὸν ὁποῖον οἱ Ἕλληνες ἀνέθεσαν ὡς τὸ κάλλιστον ἐκ τῶν Περσικῶν λαφύρων μέρος, τὸ ἑξῆς δίστιχον: "Ἀφοῦ κατέστρεψε τὸν στρατὸν τῶν Περσῶν, ὡς ἀρχηγὸς τῶν Ἑλλήνων, ὁ Παυσανίας ἀφιέρωσε τὸ μνημεῖον τοῦτο εἰς τὸν Φοῖβον". Τὸ δίστιχον τοῦτο οἱ Λακεδαιμόνιοι ἀπέξυσαν εὐθὺς τότε ἀπὸ τὸν τρίποδα καὶ ἀνέγραψαν τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων, ὄσαι ἀφοῦ ἐνίκησαν ἀπὸ κοινοῦ τὸν βάρβαρον, ἀνέθεσαν τὸ ἀφιέρωμα. Μολαταύτα ἡ πράξις τὸν Παυσανίου καὶ τότε εἶχε θεωρηθῆ ἐγκληματική, καὶ τώρα ποὺ εἶχε καταντήσει νὰ τὸν ὑποπτεύονται ὡς συνεννοούμενον μὲ τοὺς Πέρσας, ἐφαίνετο πολὺ περισσότερον ὅτι ὠφείλετο εἰς ἐλατήρια παρόμοια μὲ ἐκεῖνα, ποῦ ἐμαρτύρουν τὰ σημερινά του σχέδια. Ἐπὶ πλέον ἐμάνθαναν ὅτι εὐρίσκετο εἰς μυστικᾶς συνεννοήσεις πρὸς τοὺς Εἵλωτας, καὶ τὸ πράγμα ἦτο τωόντι ἀληθές. Διότι ὑπέσχετο εἰς αὐτοὺς ἐλευθερίαν καὶ ἰσοπολιτείαν, ἐὰν ἤθελαν ἐπαναστατήσει μαζί του καὶ τὸν βοηθήσουν νὰ πραγματοποιήση ὁλόκληρον τὸ σχέδιόν του. Ἀλλὰ μολονότι μερικοὶ Εἵλωτες κατήγγειλαν τὸ πράγμα, οὔτε τότε ἀκόμη ἐθεώρησαν ὀρθὸν νὰ τοὺς πιστεύσουν καὶ λάβουν βίαια ἐναντίον τοῦ μέτρα, διότι ἠκολούθουν τὴν μεταξὺ τῶν καθιερωμένην συνήθειαν, ὅπως, προκειμένου περὶ Σπαρτιάτου, μὴ λαμβάνουν ἐσπευσμένως καὶ ἄνευ ἀναμφισβήτητων ἀποδείξεων ἀνεπανόρθωτους ἀποφάσεις. Ἀλλ' ἐπὶ τέλους, ὡς λέγεται, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ φέρη εἰς τὸν Ἀρτάβαζον τὴν τελευταίαν πρὸς τὸν Βασιλέα ἐπιστολήν, κάποιος καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν Ἄργιλον, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μίαν φορὰν εὐνοούμενός του κατὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν καὶ τοῦ ἦτο ἀφοσιωμένος, παρουσιάζεται καὶ τὸν καταγγέλλει. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς παρετήρησεν ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς προηγουμένους ταχυδρόμους δὲν εἶχεν ἐπιστρέψει μέχρι τοῦδε, ἐφοβήθη, καὶ ἀφοῦ παρεποίησε τὴν σφραγίδα, ἴνα, εἰς περίπτωσιν ποὺ εἴτε ἡ ὑπόνοιά του διεψεύδετο, εἴτε ὁ Παυσανίας ἐζητοῦσε νὰ τροποποίηση τὴν ἐπιστολήν, μὴ ἀντιληφθῆ τὸ πράγμα, τὴν ἀνοίγει καὶ μεταξὺ ἄλλων ὁδηγιῶν, τὰς ὁποίας περιεῖχεν, εὐρῆκεν ὅτι ἐπεριλαμβάνετο, ὅπως εἶχεν ὑποπτευθῆ, διαταγὴ νὰ τὸν φονεύσουν. Τότε πλέον οἱ ἔφοροι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπέδειξε πρὸς αὐτοὺς τὴν ἐπιστολήν, ἔκλιναν μᾶλλον νὰ πιστεύσουν τὴν καταγγελίαν τῶν Εἱλώτων, ἠθέλησαν ὅμως ἀκόμη ν' ἀκούσουν μὲ τὰ ἴδια τῶν αὐτιὰ κάποιαν ὁμολογίαν τοῦ Παυσανίου. Ὡς ἐκ τούτου, ἐπὶ τὴ βάσει προδιαγραφέντος σχεδίου, ὁ ἄνθρωπος μετέβη ὡς ἱκέτης εἰς τὸ Ταίναρον, ὅπου ἐγκατέστησε πρὸς διαμονὴν τοῦ ἐντός του ἱεροῦ περιβόλου τοῦ Ποσειδῶνος καλύβην χωριζομένην διὰ μεσοτοίχου εἰς δύο. Εἰς τὸ ἐνδότερον διαμέρισμα τῆς καλύβης αὐτῆς ἔκρυψε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐφόρους, καὶ ὅταν ὁ Παυσανίας ἦλθε πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἐρωτοῦσε διὰ ποίαν αἰτίαν ἐκάθισεν ἱκέτης, ἔμαθαν οἱ ἔφοροι καθαρὰ τὰ πάντα. Ἤκουσαν τὸν ἄνθρωπον νὰ κατηγορῆ τὸν Παυσανίαν δὶ' ὅσα ἔγραψε περὶ αὐτοῦ, καὶ ὄχι μόνον ν' ἀποκαλύπτη τὰς λεπτομέρειας τῆς ὅλης σκευωρίας, ἀλλὰ καὶ νὰ διαμαρτύρεται, διότι ἐνῶ αὐτὸς οὐδέποτε τὸν ἐξέθεσε κατὰ τὰς διαφόρους πρὸς τὸν Βασιλέα ὑπηρεσίας του, ὡς ἰδιαιτέρα του ἀμοιβὴ ὠρίσθη ἡ κοινὴ τύχη τῶν πολλῶν ταχυδρόμων, δηλαδὴ ὁ
~ 95 ~
Εχθροί… εκ των έσω θάνατος. Ἤκουσαν ἐπίσης τὸν Παυσανίαν, ὄχι μόνον νὰ ὁμολογῆ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἐξορκίζη νὰ μὴν ὀργίζεται περὶ τοῦ παρόντος, ἐγγυώμενος τὴν ἀσφάλειάν του, ἐὰν ἤθελεν ἀπέλθει ἀπὸ τὸν ἱερὸν χῶρον, καὶ νὰ τὸν παροτρύνη νὰ ἐκκινήση ἄνευ ἀναβολῆς πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς παραγγελίας του, χωρὶς νὰ γίνεται ἐμπόδιον τῶν διαπραγματεύσεων. 119»
«Εδώ;» «Σε αυτή την ιστορία εμένα μου κάνει εντύπωση ένα στοιχείο: Η προθυμία των ειλώτων να δώσουν πληροφορίες για τη συνωμοσία που οργάνωνε ο Παυσανίας. Και σε ποιους; Στους Έφορους.» «Και; Θεωρείς ότι ο Θουκυδίδης λέει ψέματα;» «Γιατί να λες ψέματα για κάτι που δεν έχεις άμεση γνώση; Ό, τι του είπαν θα έγραψε. Με δεδομένη την άσχημη μεταχείριση των ειλώτων από τους Ομοίους, φαντάζομαι ότι πρέπει να έπεσε λίγο ματσούκι για να αποσπαστούν αυτές οι πληροφορίες.» «Μάλλον κάπως έτσι έγινε. Άλλωστε μην ξεχνάς ότι λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στην Αθήνα, μια μαρτυρία δούλου δεν γινόταν δεκτή από το δικαστήριο αν δεν είχαν προηγηθεί βασανιστήρια. Έτσι δεν είναι Αριστοτέλη;» Χωρίς ν’ αφήσει τον Αριστοτέλη να αναφέρει το σχετικό απόσπασμα από την “Αθηναίων Πολιτεία” του, ο Θουκυδίδης συνέχισε. «Μολονότι οἱ Λακεδαιμόνιοι, βλέποντες ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι κατέχουν τά Κύθηρα, ἐφοβήθησαν συγχρόνως ὅτι θά ἐνήργουν τοιαύτας ἀποβάσεις καί εἰς τό ἰδικόν τῶν ἀκόμη ἔδαφος, δέν συνεκέντρωσαν ὅμως πουθενά τάς δυνάμεις τῶν, διά ν' ἀντιταχθοῦν. Ἔστειλαν, ἐν τούτοις, πρός φρούρησιν ἰσχυρά στρατιωτικά ἀποσπάσματα εἰς διάφορα μέρη τῆς χώρας, ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν ἑκάστου μέρους, καί ἐν γένει ἔλαβαν πολλά προφυλακτικά μέτρα, διότι ἐφοβοῦντο μήπως διά βίαιου κινήματος ἐπιδιωχθῆ μεταβολή τῆς πολιτειακῆς καταστάσεως. Εἶχαν ἤδη ὑποστή τήν μεγάλην καί ἀπροσδόκητον συμφοράν τῆς Σφακτηρίας, ἡ Πύλος καί τά Κύθηρα εὐρίσκοντο εἰς χείρας τῶν ἐχθρῶν, καί ὁ πόλεμος τούς ἠπείλει ἀπό ὅλα τά σημεῖα μέ ταχέα πλήγματα, κατά τῶν ὁποίων ἔγκαιρος προφύλαξις δέν ἦτο δυνατή. 120»
«Εντάξει, εδώ δεν έχω καμιά απορία. Είμαστε περίπου στα 424 – 425 π.Χ. Έχουμε πόλεμο, οι Αθηναίοι είναι κάτω από τη μύτη μας και μας έχουν ήδη καταφέρει σοβαρά πλήγματα, οπότε ανησυχούμε μην τυχόν και εκμεταλλευτούν την αδυναμία μας οι είλωτες. Γι’ αυτό στέλνουμε σε όλην την επικράτεια μπάτσους και ρουφιάνους. Και επειδή οι άντρες είναι πολύτιμοι σαν στρατιώτες, γιατί να μη στείλουμε γι’ αυτή τη δουλειά τα νεούδια που ακόμα εκπαιδεύονταν; Να ‘σου, λοιπόν, η Κρυπτεία σε αναβαθμισμένο ρόλο!» Δεν είπα τίποτα γιατί δεν χρειαζόταν. Άφησα τον Θουκυδίδη να προχωρήσει στο επόμενο περιστατικό. «Διότι, τώρα πού οἱ Ἀθηναῖοι ἐλυμαίνοντο τήν Πελοπόννησον, καί πρό πάντων τό Λακωνικόν ἔδαφος, οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐνόμιζαν ὅτι τό καλύτερον μέσον ἀντιπερισπασμοῦ θά ἦτο ἡ χρῆσις ἀντιποίνων, διά τῆς ἀποστολῆς στρατοῦ πρός τούς δυσηρεστημένους συμμάχους τῶν, οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε ἀνελάμβαναν τήν διατροφήν του καί ἐπεκαλοῦντο τήν βοήθειαν τῶν διά ν' ἀποστατήσουν. Ἤθελαν συγχρόνως νά χρησιμοποιήσουν τήν ἀποστολήν αὐτήν ὡς πρόφασιν διά ν' ἀπομακρύνουν μέρος τῶν Εἱλώτων, καθόσον ἐφοβοῦντο μήπως ἐπωφεληθοῦν τῆς εὐκαιρίας πού τούς παρεῖχεν ἡ κατοχή τῆς Πύλου διά νά ἐπαναστατήσουν. Διότι κυριωτάτη ἀνέκαθεν μέρυμνα τῶν Λακεδαιμονίων, εἰς τάς σχέσεις τῶν πρός τούς Εἵλωτας, ἦτο ἡ ἀποσόβησις κινδύνων πού ἐφοβουντο ἀπό αὐτούς. Μίαν
119 120
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, 132 – 133. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Δ΄, 55. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 96 ~
Εχθροί … εκ των έσω φοράν, μάλιστα, φοβούμενοι τόν μεγάλον ἀριθμόν τῆς νεολαίας τῶν, κατέφυγαν καί εἰς τό ἑξῆς μέτρον. Ἐπροκήρυξαν ὅτι ὅσοι ἀπό τούς Εἵλωτας φρονοῦν ὅτι ἔχουν προσφέρει μεγαλυτέρας ὑπηρεσίας εἰς τούς Λακεδαιμονίους διά τῆς ἀνδρείας τῶν κατά τόν πόλεμον ἔπρεπε νά δηλωθοῦν, διότι πρόκειται νά τούς ἀπελευθερώσουν. Σκοπός ὅμως τῆς προκηρήξεως ἦτο νά τούς δοκιμάσουν, διότι ὅσοι ἐφρόνουν ὅτι εἶχαν τήν ἀξίωσιν ν' ἀπελευθερωθοῦν πρῶτοι, θά ἤσαν καί οἱ πρῶτοι, οἱ ὁποῖοι, λόγω τοῦ γενναίου φρονήματος τῶν, θά ἐξηγείροντο ἐναντίον τῶν. Καί ἐξέλεξαν δύο περίπου χιλιάδας ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐστολίσθησαν μέ στεφάνους καί περιῆλθαν τούς ναούς ὡς ἀπελευθερωθέντες, ἀλλ' ὀλίγον βραδύτερόν τους ἐξηφάνισαν, χωρίς κανείς νά μάθη πῶς καθείς ἀπ' αὐτούς ἐξωλοθρεύθη. 121»
«Α! Αυτό είναι το περιστατικό δεν είναι που αναφέρει και ο Πλούταρχος;» «Ακριβώς» «Και πιστεύεις ότι έχει βάλει το χεράκι της η Κρυπτεία σε αυτήν την εξαφάνιση των 2.000 ειλώτων το 425 π.Χ.;» «Δεν είμαι σίγουρος. Άσε που έχω και κάποια άλλα ζητήματα. Ο Θουκυδίδης, παρόλο που είχε μπόλικες ευκαιρίες δεν λέει κουβέντα για την Κρυπτεία. Γιατί; Δεν την ήξερε; Δεν είχαν ξεκάθαρα πολεμικά καθήκοντα οι “Κρυπτοί”»; Χωρίς να μου απαντήσει ο Θουκυδίδης κατέβηκε από το βήμα για να ανέβει ο Ξενοφώντας. «Λίγο πριν συμπληρώσει το πρώτο χρόνο στη βασιλεία, ο Αγησίλαος, έκανε τις απαραίτητες θυσίες για χάρη της πόλης. Ο Μάντης του είπε ότι οι θεοί του φανέρωσαν έναν από τους χειρότερους κινδύνους. Όταν ξαναέκανε θυσία, ο μάντης είπε ότι τα ιερά σημάδια του φάνηκαν ακόμα χειρότερα. Στην τρίτη θυσία του είπε: «Ω, Αγησίλαε, το σημάδι που μου φανερώθηκε λέει ότι ανάμεσά μας βρίσκονται οι εχθροί μας». Λόγω αυτού έκαναν θυσία στους θεούς που αποτρέπουν το κακό και φέρνουν την σωτηρία, και μόλις τα σημάδια ήταν καλά, σταμάτησαν. Και μέσα σε πέντε μέρες από το τέλος των θυσιών κάποιος πήγε στους εφόρους με πληροφορίες για μια συνωμοσία και τον αρχηγό της, τον Κινάδωνα. Αυτός ήταν ένας νεαρός άντρας, δυνατός και στο σώμα, αλλά και στο πνεύμα, αλλά όχι «Όμοιος». Όταν οι έφοροι ρώτησαν πώς έμαθε ότι πρόκειται να γίνει αυτή η πράξη, ο καταγγέλλων είπε ότι ο Κινάδων τον οδήγησε στην άκρη της αγοράς και του είπε να μετρήσει πόσοι σπαρτιάτες ήσαν εκεί. «Και εγώ», είπε, «αφού μέτρησα τον βασιλιά, τους εφόρους και τους γέρους και μερικούς ακόμα, σύνολο σαράντα, τον ρώτησα: Γιατί μου είπες να τους μετρήσω, Κινάδωνα; Και αυτός μου είπε ότι αυτούς πρέπει να τους θεωρώ εχθρούς μου, ενώ όλους τους άλλους, που ήταν πάνω από τέσσερις χιλιάδες στην αγορά, συμμάχους μου. Μετά με οδήγησε σε δρόμους όπου συναντούσαμε αλλού έναν, αλλού δύο «εχθρούς», ενώ όλοι οι υπόλοιποι ήταν οι «σύμμαχοι». Αλλά και στην ύπαιθρο, ψάχνοντας να δούμε πόσοι Σπαρτιάτες τύχαινε να υπάρχουν, συναντούσαμε έναν εχθρό, τον «δεσπότη», ενώ οι σύμμαχοι ήσαν πολλοί σε κάθε χωριό.» Όταν τον ρώτησαν οι έφοροι πόσοι πίστευε ότι είναι αυτοί που γνωρίζουν για τη συνωμοσία, τους είπε ότι προστάτες είναι λίγοι αξιόπιστοι. Οι υπόλοιποι που γνωρίζουν είναι είλωτες, νεοδαμώδεις, υπομείοντες και περίοικοι. Όταν γινόταν λόγος για τους Σπαρτιάτες, κανένας τους δεν μπορούσε να κρύψει την ευχαρίστηση που θα ένιωθε αν τους έτρωγαν όλους ωμούς. Και οι έφοροι συνέχισαν να ρωτάνε: «Από πού σου είπαν ότι θα πάρουν όπλα;» Του είπαν ότι αυτοί που ήδη συμμετείχαν στο στράτευμα είχαν τα δικά τους. Ενώ για τους 121
Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Δ, 80, Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 97 ~
Εχθροί… εκ των έσω
υπόλοιπους, τον πήγαν στα σιδηρουργεία και του έδειξαν πολλά μαχαίρια, ξίφη, οβελίσκους, πελέκεις και αξίνες, και δρεπάνια. Και τους είπε ότι του είπαν ότι και αυτά είναι όπλα για όσους ανθρώπους δουλεύουν την γη και τα ξύλα και την πέτρα, και ότι τα εργαλεία των περισσότερων τεχνών μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν όπλα, ειδικά εναντίον αόπλων. Και όταν τον ρώτησαν πότε θα έκαναν αυτά που σχεδίαζαν, τους είπε ότι του είχαν παραγγείλει να μην φύγει από την πόλη. Ακούγοντάς τα αυτά οι έφοροι πείστηκαν ότι αυτά που έλεγε αυτός ήταν αλήθεια και εξεπλάγησαν, και χωρίς να καλέσουν την λεγόμενη μικρή συνέλευση, μαζεύτηκαν ο καθένας σε διαφορετικό μέρος με μερικούς γέροντες και αποφάσισαν να στείλουν τον Κινάδωνα στον Αυλώνα με μερικούς ακόμα νεαρούς, με οδηγίες να συλλάβουν ορισμένους από τους κατοίκους του Αυλώνα, οι οποίοι ήταν γραμμένοι στη σκυτάλη, μαζί με τους είλωτές τους όταν θα έφταναν εκεί. Τους διέταξαν να συλλάβουν και μια γυναίκα, που θεωρούνταν η πιο ωραία της περιοχής, η οποία διέφθειρε όλους τους Λακεδαιμόνιους που πήγαιναν εκεί, γέρους και νέους. Ο Κινάδων είχε συμμετάσχει και σε άλλες παρόμοιες αποστολές που του είχαν ανατεθεί από τους εφόρους. Και τη σκυτάλη, στην οποία αναφέρονταν αυτοί που έπρεπε να συλληφθούν, την έδωσαν σ’ αυτόν. Και όταν αυτός ρώτησε ποιους νέους θα έπαιρνε μαζί του, του είπαν «Τράβα στον μεγαλύτερο των ιππαγρετών και πές του να σου δώσει έξι ή επτά από αυτούς που θα τύχει να βρίσκονται εκεί. Αυτοί, όμως, είχαν φροντίσει ο ιππαγρέτης να γνωρίζει ποιους θα έπρεπε να στείλει, και αυτοί γνώριζαν ότι έπρεπε να συλλάβουν τον Κινάδωνα. Επίσης, είπαν και αυτό στον Κινάδωνα, ότι θα έστελναν τρεις άμαξες, δήθεν για να μην μεταφέρουν πεζούς τους αιχμαλώτους, για να μην είναι φανερό ότι ο λόγος της αποστολής ήταν εκείνος (ο Κινάδων). Δεν τον συλλάμβαναν στην πόλη, επειδή δεν γνώριζαν ποιο ήταν το πραγματικό μέγεθος της συνωμοσίας, και ήθελαν πρώτα να μάθουν από τον Κινάδωνα ποιοι ήταν οι συνεργάτες του πριν αυτοί μάθουν ότι τους είχαν πάρει είδηση, για να μην αποδράσουν. Ήθελαν αυτοί που θα τον συνελλάμβαναν να τον έχουν στα σίγουρα, και να τον πείσουν να καταγράψει τους άλλους συνωμότες, για να τους γνωστοποιήσουν το ταχύτερο δυνατό στους εφόρους. Οι έφοροι είχαν τόσο μεγάλη έγνοια για αυτήν την υπόθεση, που έστειλαν μέχρι και μια μόρα ιππέων για να βοηθήσουν αυτούς που πήγαιναν στην Αυλώνα. Όταν έφτασε ένας ιππέας, μετά τη σύλληψη του ανδρός, ο οποίος είχε μαζί του τα ονόματα που είχε καταγράψει ο Κινάδων, αμέσως συνέλαβαν τον μάντη Τισαμενόν και τους άλλους που πρωτοστατούσαν στη συνωμοσία. Όταν έφτασε και ο ίδιος ο Κινάδων και ανακρίθηκε και ομολόγησε τα πάντα και ανέφερε και τους συνεργάτες του, τον ρώτησαν τι ήθελε και έκανε αυτά τα πράγματα. Αυτός τους απάντησε ότι δεν ήθελε να είναι κατώτερος από κανέναν σε ολόκληρη την Λακεδαιμονία. Και μετά από αυτό, με δεσμά στα χέρια και τον λαιμό, αυτός και οι άλλοι που ήσαν μαζί του περιφέρονταν στην πόλη, βρισκόμενοι συνέχεια μέσα σε κλοιό, ενώ τους μαστίγωναν και τους κέντριζαν. Και αυτοί, μετά έτυχαν της ανώτερης ποινής 122» «Απίθανο! Πολύ μπροστά αυτός ο Κινάδωνας! Πότε έγιναν όλα αυτά;» «Το 397 π.Χ. Άκουσες για κοινωνική συμμαχία και γούσταρες, έτσι;» «Λίγο είναι; Σε μια εποχή όπου η κοινωνική συνειδητοποίηση δεν υπήρχε καν, ο Κινάδων δεν φαίνεται να είναι ούτε συντεχνίτης ούτε τίποτα! Δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται μόνο για τους δικούς του, αλλά για όλα τα κατώτερα στρώματα! Σε ποιο ακριβώς στρώμα ανήκε;» «Για να λέει ότι του είχαν ξαναατεθεί στρατιωτικές αποστολές, στις οποίες δε συμμετείχε απλώς, αλλά ήταν επικεφαλής, μάλλον ήταν ένας από τους υπομείοντες.» «Μια απορία. Κάπου αναφέρεται μια σκυτάλη. Τι ήταν αυτή;» 122
Ξενοφώντος «Ελληνικά», Βιβλίο Γ΄, 3, 4-11
~ 98 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Κράτα την αυτήν την απορία για λίγο αργότερα, εντάξει;» «ΟΚ. Και πού βλέπεις σε αυτήν την ιστορία την Κρυπτεία;» «Την παρουσία της την μυρίζομαι στις πράξεις των νέων που συνοδεύουν στον Κινάδωνα και ίσως και στον συνεννοημένο με τους Εφόρους Ιππαγρέτη.» Στο βήμα χωρίς να το καταλάβουμε είχε ανέβει ο Αριστοτέλης, που ήθελε να μας πει και αυτός τη γνώμη του για το κίνημα του Κινάδωνα. «Στις αριστοκρατίες ξεσπούν εξεγέρσεις, κάποιες από τις οποίες λόγω του ότι οι λίγοι συμμετέχουν στα αξιώματα και στις τιμές. Μάλιστα στην ίδια αιτία οφείλονται και οι εξεγέρσεις στις ολιγαρχίες, επειδή και στην αριστοκρατία και στην ολιγαρχία είναι λίγοι οι άρχοντες - αν και δεν είναι πάντα λίγοι για τον ίδιο λόγο. Γι’ αυτό κάποιοι θεωρούν ότι και η αριστοκρατία είναι ολιγαρχία. Και αυτό είναι αναμενόμενο να συμβαίνει, αλλά και αναγκαίο, όταν υπάρχουν αρκετοί σοφοί και με ίδιες αρχές ως προς την αρετή. Για παράδειγμα στην Σπάρτη οι λεγόμενοι Παρθενίαι, «γιοι παρθένων», λόγω του ότι κατάγονταν από μέλη της τάξης των Ομοίων, όταν συνελήφθηκαν να συνωμοτούν, στάλθηκαν στον Τάραντα για εποικισμό. Ή [εξεγέρσεις μπορεί να συμβαίνουν] όταν κάποιοι χάνουν τα κοινωνικά τους προνόμια και ατιμάζονται αν και είναι σημαντικοί άντρες και όχι λιγότεροι ενάρετοι ή έντιμοι από τους άλλους, όπως, για παράδειγμα ο Λύσανδρος από τους βασιλιάδες. Ή όταν κάποιος ανδρείος δεν συμμετέχει στα αξιώματα και τις τιμές, όπως ο Κινάδων, ο οποίος συνωμότησε για να επιτεθεί στους Σπαρτιάτες όταν βασιλιάς ήταν ο Αγησίλαος. Επίσης όταν κάποιοι γίνονται πολύ φτωχοί και κάποιοι άλλοι πολύ πλούσιοι, κάτι που συμβαίνει κυρίως στους πολέμους. Έτσι έγινε και στην Σπάρτη κατά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, όπως φαίνεται από το ποίημα του Τυρταίου με τίτλο «Ευνομία»: Προβληματισμένοι και ανήσυχοι οι Παρθενίδες λόγω του πολέμου, αξίωναν αναδασμό της γης. Ακόμα, αν κάποιος όντας ισχυρός προσπαθεί να γίνει ακόμα ισχυρότερος, για να γίνει μονάρχης, όπως πιστεύουν οι Λακεδαιμόνιοι ότι έκανε ο Παυσανίας, ο αρχιστράτηγός τους κατά τους Μηδικούς Πολέμους, ή ο Άννων στην Καρχηδόνα. 123» Ο Αριστοτέλης έδωσε τη θέση του στο βήμα στον Πλούταρχο. «Βρισκόμαστε στα 370 π.Χ., σύμφωνα με την δικιά σας χρονολόγηση. Ο επικεφαλής της Θηβαϊκής Συμπολιτείας Επαμεινώνδας με το στρατό του βρίσκεται προ των πυλών της Σπάρτης. Την άμυνα έχει αναλάβει ο Αγησίλαος. “Μέσα στην Λακεδαίμονα, κάποιοι, ύπουλοι και πονηροί, περίπου διακόσιοι, αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, κατέλαβαν το Ισσώριο, το οποίο είναι ένα ιερό της Αρτέμιδος, σε ισχυρό και δύσβατο σημείο. Εναντίον τους ήθελαν να ορμήσουν αμέσως οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά ο Αγησίλαος, επειδή φοβήθηκε το κίνημα, διέταξε όλους να ησυχάσουν. Αυτός, ντυμένος με ένα απλό ρούχο και έχοντας έναν υπηρέτη, πλησίασε και τους φώναξε ότι δεν άκουσαν καλά τις διαταγές του. Δεν είχε διατάξει όλοι να μαζευτούν εκεί πέρα, αλλά άλλοι να πάνε εκεί (και τους έδειξε ένα άλλο σημείο) και άλλοι να πάνε σε άλλο σημείο της πόλης. Αυτοί, μόλις το άκουσαν αυτό χάρηκαν, γιατί νόμιζαν ότι ο Αγησίλαος δεν τους είχε πάρει χαμπάρι, και αποχώρησαν, κατευθυνόμενοι στα σημεία που τους είχε στείλει. Τότε εκείνος, στέλνοντας άλλους κατέλαβε το Ισσώριο, ενώ από εκείνους που είχαν συνωμοτήσει, συνέλαβε δεκαπέντε και τους σκότωσε την νύχτα. Του μαρτυρήθηκε άλλη μια μεγάλη συνωμοσία και συγκέντρωση Σπαρτιατών ανδρών οι οποίοι μαζεύονταν κρυφά σε ένα σπίτι και προετοίμαζαν κίνημα. Εν μέσω της ταραχής ήταν δύσκολο να τους δικάσουν, αλλά και επικίνδυνο να τους αφήσουν να δολοπλοκούν. Τους εκτέλεσε, λοιπόν, ο Αγησίλαος, αφού συμβουλεύτηκε και τους Εφόρους, χωρίς δίκη, αν και ποτέ προηγουμένως δεν είχε εκτελεστεί Σπαρτιάτης χωρίς δίκη. Επειδή πολλοί από 123
Αριστοτέλους «Πολιτικά», βιβλίο Ε΄, 1306b – 1307a
~ 99 ~
Εχθροί… εκ των έσω
τους καταταγμένους περιοίκους και είλωτες λιποτακτούσαν από την πόλη και πήγαιναν με το μέρος των εχθρών, κάτι που προκαλούσε μεγάλη ανησυχία, διέταξε τους υπηρέτες να περιφέρονται κάθε μέρα πριν το ξημέρωμα ανάμεσα στις στοίβες (εκεί που κοιμούνταν οι στρατιώτες) και να μαζεύουν και να κρύβουν τα όπλα των λιποτακτών, για να μην ξέρει κανείς πόσοι ήταν. 124”» «Και εδώ οι συνωμοσίες και τα κινήματα καταπνίγονται λόγω της έγκαιρης και έγκυρης πληροφόρησης.» «Όντως. Πάντως ακούγοντας όλα αυτά τα περιστατικά στην πρωτότυπη γλώσσα δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω κάτι, μάλλον άσχετο με αυτά που ψάχνουμε εμείς». «Τι;» «Άκουσες ποια λέξη χρησιμοποιούν οι αρχαίοι για να περιγράψουν τα κινήματα;» «Όχι, δεν πρόσεξα.» «“Νεωτερισμοί”. Τα κινήματα στην αρχαιότητα λέγονταν νεωτερισμοί. Βέβαια αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Όταν το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση, το υπάρχον καθεστώς, οποιαδήποτε κίνηση που πάει να το ανατρέψει και στη θέση του να εγκαθιδρύσει κάτι νέο είναι αρνητική. Γι΄ αυτό και ο “νεωτερισμός” στα αρχαία κείμενα έχει αρνητική έννοια!»
124
Πλουτάρχου «Βίοι», «Αγησίλαος», 32, 6
~ 100 ~
Εχθροί … εκ των έσω
6. Η κατάληξη Νο2
«Φτάνουμε στο τέλος και αυτού του ταξιδιού. Μετά από όλα αυτά που ακούσαμε και είδαμε πιστεύω ότι μπορούμε να χαράξουμε την πορεία της Κρυπτείας στο χρόνο, έτσι;» «Ακριβώς. Πολλά πράγματα ξεκαθάρισαν μέσα μου. Κατ’ αρχάς η Κρυπτεία, σα συστατικό στοιχείο της σπαρτιατικής Αγωγής, μου φαίνεται ότι υπήρχε από πολύ παλιά, ίσως και από την εποχή που θεωρείται ότι έζησε ο Λυκούργος. Μπορεί να μην είχε ακόμα τα βίαια χαρακτηριστικά που μας είπε ο Πλούταρχος. Να ήταν πιο πολύ σαν αυτό που είχε στο μυαλό του ο Πλάτωνας.» «Τότε όμως κάτι γίνεται…» «Προφανώς. Οι παλιοί δωριείς ήσαν πάντα πολύ λίγοι σε σχέση με τους είλωτες και τους περίοικους. Ο Πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος κράτησε πολλά χρόνια. Λογικό είναι κάπου εκεί οι “από κάτω” να δημιουργούσαν ταραχές. Η άποψη του Πλούταρχου έχει μια αξία. Στα καθήκοντα των Κρυπτών προστέθηκε και αυτή του φόνου των ειλώτων που τους πετύχαιναν να κυκλοφορούν τα βράδυα. Έτσι εξυπηρετούνται δυο ανάγκες. Πρώτον, οι νεαροί Σπαρτιάτες εξοικειώνονται με τον φόνο και δεύτερον, οι είλωτες τρομοκρατούνται και είναι πιο εύκολο να πειστούν να κάθονται φρόνιμα.» «Πολύ ωραία. Στην πορεία του χρόνου, όμως, με τις κοινωνικές εντάσεις να αυξάνονται και να εντείνονται, ο ιδεολογικός - τρομοκρατικός της ρόλος επεκτείνεται. Η Κρυπτεία λειτουργεί σαν μια μυστική αστυνομία που χρησιμεύει για την πρόληψη εσωτερικών κινημάτων.» «Για πες μου, τι μπορεί να οδήγησε σε αυτή την “αναβάθμιση” της Κρυπτείας;» «Ω, πάρα πολλά πράγματα. Μπορεί και ένα τυχαίο συμβάν. Κάποιο βράδυ οι νεαροί Κρυπτοί που περιπωλούν σκοτώνουν κάποιον που κυκλοφορεί έξω ενώ θα έπρεπε να κοιμάται. Δεν ξέρουν αν είναι είλωτας ή όχι. Πάντως αποδεικνύεται ότι με τον φόνο του απέτρεψαν ένα κίνημα: Κυκλοφορούσε νύχτα για να οργανώσει μια συνωμοσία. Μαθαίνοντάς το αυτό οι Έφοροι είδαν την αξία του να έχουν διαρκώς νυχτερινές περιπολίες! Θα προφυλάσσονταν και από είλωτες αλλά και από άλλους εσωτερικούς εχθρούς. Ή πάλι, αυτή η “αναβάθμιση” μπορεί να συνέβη το 424 – 425 π.Χ., μετά την κατάληψη των Κυθήρων από τους Αθηναίους.» «Αυτό που μας είπε ο Θουκυδίδης λίγο πριν.» «Ακριβώς! Έτσι η Κρυπτεία από θεσμός διαπαιδαγώγησης αποκτά ευρύτερες αρμοδιότητες περιφρούρησης του καθεστώτος.» «Και οι υπόλοιπες κατασκοπευτικές αρμοδιότητες, σαν αυτές που υποννοεί ότι είχε ο Πλούταρχος στον “Κλεομένη”;» «Ε, με την αύξηση των πολεμικών συρράξεων αυξήθηκαν και οι απαιτήσεις των Σπαρτιατών για πληροφορίες στο πεδίο της μάχης. Πάρε για παράδειγμα αυτό που είδαμε νωρίτερα. Την περικύκλωση στις Θερμοπύλες. Μπορεί αυτή η ήττα να αποτέλεσε μάθημα και να έπεισε τους Σπαρτιάτες να ασχοληθούν πιο σοβαρά με τον τομέα της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις του εχθρού. Η Κρυπτεία, λόγω του χαρακτήρα της, ήταν ο ιδανικός θεσμός για να ενεργεί και ~ 101 ~
Εχθροί… εκ των έσω
αντικατασκοπία. Οι νέοι εκπαιδεύονταν να ζούνε στα λαγκάδια, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται κανείς. Επομένως είναι πιθανόν να στέλνονταν στα αντίπαλες παρατάξεις και να κατασκόπευαν τις κινήσεις τους και τη διάταξη μάχης των εχθρών. Άλλωστε οι Σπαρτιάτες δεν ήταν εντελώς άσχετοι με τα γενικότερα ζητήματα κατασκοπείας. Είναι αυτοί που χρησιμοποίησαν σε ευρεία κλίμακα τα κρυπτογραφημένα μηνύματα για την επικοινωνία ανάμεσα στους Έφορους στη Σπάρτη και στους Βασιλείς που εκστράτευαν.» «Τι εννοείς;» «Τη θυμάσαι τη σκυτάλη που ακούσαμε νωρίτερα; Η σκυτάλη ήταν μια ξύλινη ράβδος, γύρω από την οποία τύλιγαν μια λεπτή δερμάτινη λωρίδα. Όταν ήταν τελείως τυλιγμένη από την λωρίδα η ράβδος, τότε ο αποστολέας έγραφε πάνω στη λωρίδα το μήνυμά του, την ξετύλιγε, και την έδινε στον κήρυκα. Αν κάποιος έπιανε τον κήρυκα στη διαδρομή και έβρισκε πάνω του την γραμμένη λωρίδα δεν θα μπορούσε να διαβάασει το μήνυμα. Ο μόνος που μπορούσε να διαβάσει το μήνυμα ήταν ο παραλήπτης. Είχε κι αυτός μια αντίστοιχη με του αποστολέα σκυτάλη, ίδιας ακριβώς διαμέτρου, γύρω από την οποία τύλιγε τη λωρίδα και διάβαζε το μήνυμα.» «Πολύ έξυπνο! Πάντως για να μην υπάρχει κάποια μεγαλύτερη και πιο λεπτομερής αναφορά στην Κρυπτεία και από άλλες πηγές, δεν πρέπει να είχε ιδιαίτερα μόνιμα χαρακτηριστικά, σαν μια σημερινή Υπηρεσία Πληροφοριών. Μάλλον τους χρησιμοποιούσαν κατά περίπτωση, ad hoc.» «Το κυριότερο θεμέλιο στο οποίο πατάει η Κρυπτεία, και που ταιριάζει πάρα πολύ με όλα τα κατασταλτικά μέτρα που παίρνονται σήμερα είναι το “τεκμήριο της ενοχής”, το αντίθετο του “τεκμηρίου της αθωότητας”. Όποιος κυκλοφορεί βράδυ ήταν όχι απλά ύποπτος, αλλά ένοχος προδοσίας! Τι δουλειά είχε να γυρνάει από δω κι από κει στα σκοτάδια; Τι δουλειά είχε που δεν μπορούσε να την κάνει υπό το φως της μέρα; Άρα πήγαινε για να προδώσει, να συνωμοτήσει. Γι’ αυτό το λόγο κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο πραγματικός σκοπός της Κρυπτείας, είτε σαν θεσμός διαπαιδαγώγησης των νέων Σπαρτιατών, είτε σαν θεσμός μυστικής αστυνομίας, ήταν ένας: να διαφυλάξει την υπάρχουσα κατάσταση. Να αποτρέψει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της υπεροχής των Ομοίων ή της εξουσίας των Εφόρων, άρα και των αριστοκρατών της Σπάρτης. Για το σκοπό αυτό στις διάφορες φάσεις της ιστορίας λειτουργεί αξιοποιώντας τόσο τον ιδεολογικό της ρόλο, τρομοκρατώντας τους είλωτες, απειλώντας, εκτελώντας προληπτικά, όσο και τις επιχειρησιακές της δυνατότητες.» «Πάντως με αυτά και με αυτά “βγήκε” το όνομα των Σπαρτιατών: “αιμοδιψείς”, “αιμοσταγείς”. Λες και οι δούλοι στην υπόλοιπη Ελλάδα καλοπερνούσαν, ή οι ελεύθεροι πολίτες δεν φοβόντουσαν ρουφιανιές». «Τι λες μωρε, “τους βγήκε το όνομα”; Τους υπερασπίζεσαι; Αφού σφάζαν με το παραμικρό και μάλιστα με τις ευλογίες Νόμου και Αρχών!» «Όχι, ρε συ! Δε θέλω να πω αυτό. Απλά, δεν ήσαν οι μόνοι που σφάζαν ή αντιμετώπιζαν βίαια παρόμοιες καταστάσεις. Αυτά γίνονταν και σε άλλες πόλεις, ακόμα και στις δημοκρατικές! Πάρε για παράδειγμα τους συκοφάντες της Αθήνας. Δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι “Κρυπτοί” της δημοκρατίας; Τα αποτελέσματα των ρουφιανιών τους τα ίδια δεν ήσαν; Εκτελέσεις και εξοστρακισμοί;» «Γιατί όχι; Αλλά γιατί το λες έτσι; Υπερασπίζεσαι τους εξοστρακισμένους;» «Και βέβαια όχι. Ούτε να τους τσουβαλιάσω μπορώ ούτε να τους θεωρήσω όλους συλλήβδην αδικημένους. Αυτά τα έκανε ο Πλάτωνας και οι δικοί του, για να αποδείξει ότι σε μια δημοκρατία οι πολλοί και απαίδευτοι επηρεάζονται πολύ εύκολα από δημαγωγούς. Όχι, δεν έχω αυταπάτες. Ξέρω πολύ καλά ότι σε κάθε εκμεταλλευτικό σύστημα οι λίγοι περνάνε καλά και οι πολλοί στενάζουν. Είτε υπάρχουν συγκροτημένοι θεσμοί για την περιφρούρηση του καθεστώτος είτε όχι. Αυτό που ξεχωρίζω εγώ στην Κρυπτεία είναι ότι πρώτη φορά υπάρχει κάτι τόσο οργανωμένο για να περιφρουρεί το καθεστώς. Μόνο εδώ, στη Σπάρτη οι εξουσιαστές πήραν έναν αδιάφορο αρχικά θεσμό και τον εκμεταλλεύτηκαν, έστω και περιστασιακά, για να συλλέξουν πληροφορίες για εχθρούς του καθεστώτος και να τους εξουδετερώσουν, καθώς και για πολεμικούς αντιπάλους. Αυτό όμως ~ 102 ~
Εχθροί … εκ των έσω
είναι και λογικό. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, που ήταν πιο πολύ ανεπτυγμένη η έννοια του ατόμου, ήταν λογικό να μην υπάρχει λύση αυτών των προβλημάτων από το κράτος. Αυτά τα ζητήματα αντιμετωπίζονταν μεμονωμένα από διάφορους καλοθελητές. Πράκτορες σε άλλα κράτη ήταν οι πρέσβεις και οι πρόξενοι, ενώ πληροφοριοδότες για εσωτερικούς εχθρούς ήταν όσοι προαιρούνταν!» «Αφήσαμε όμως μια μικρή εκκρεμότητα.» «Ναι; Ποια;» «Την απάντηση στο ερώτημα “ποιος ήταν υπεύθυνος για την Κρυπτεία”» «Νομίζω ότι αυτό είναι πλέον εύκολο. Συνδύασε αυτά που μας είπε ο Ξενοφώντας για τους Ιππαγρέτες και τον ρόλο ενός από αυτού στη σύλληψη του Κινάδωνα, αυτό που μας είπε ο Πλούταρχος για το ποιοι επιλέγονταν για την Κρυπτεία αλλά και για τον Δαμοτέλη.» Έμεινε για λίγο σιωπηλή, καθώς έφερνε στην μνήμη της τα παραπάνω αποσπάσματα. «Η Κρυπτεία υπαγόταν στον ανώτερο, δηλαδή στον πρεσβύτερο, Ιππαγρέτη! Ναι! Ταιριάζει! Τόσο στην Κρυπτεία όσο και στους Τριακόσιους επιλέγονται οι άριστοι. Ποια θα ήταν η καλύτερη προϋπηρεσία για έναν υποψήφιο για τους Τριακόσιους από τη συμμετοχή του στην Κρυπτεία; Επίσης και οι δυο θεσμοί, και η Κρυπτεία και οι Ιππαγρέτες είναι υπό την άμεση εποπτεία των Εφόρων, άρα της σπαρτιατικής αριστοκρατίας. Έτσι εξηγείται και η «προθυμία» του Δαμοτέλη να προδώσει τον Κλεομένη Γ΄. Όντας επιλεγμένος από τους Εφόρους σαν Ιππαγρέτης, τους ίδιους εφόρους που στην πορεία ο Κλεομένης σκότωσε, ο Δαμοτέλης ήταν με το μέρος τους και επιθυμούσε την παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος.» «Ακριβώς. Από διάφορες άλλες πηγές έχουμε την πληροφορία ότι οι υπεύθυνοι για ζητήματα ειλώτων και περιοίκων, με απόλυτη εξουσία στη ζωή ή στο θάνατό τους, ήσαν οι Πέντε Έφοροι. Η Κρυπτεία, λοιπόν, ήταν ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια τους για να επιτηρούν τα κατώτερα στρώματα.» «Έτσι λοιπόν η Κρυπτεία. Επομένως και τα μυθιστορήματα δεν απέχουν τόσο πολύ από την αλήθεια, έτσι;» «Ω, τι τα μπλέκεις πάλι τα μυθιστορήματα στη μέση! Ο σκοπός του συγγραγφέα τους είναι να εντυπωσιάσουν τους αναγνώστες τους. Με τι θα τους εντυπωσιάσουν; Με πράγματα που δεν θα τα καταλάβουν; Όχι. Θα τους εντυπωσιάσουν με πράγματα για τα οποία έχουν μια γενική εικόνα. Πιάνει ο άλλος ένα ιστορικό γεγονός, στήνει ένα σύμπαν γύρω του από χαρακτήρες, άλλους πραγματικούς και άλλους φανταστικούς, που όλοι έχουν αντιλήψεις και απόψεις της εποχής του συγγραφέα. Ο Πρέσφιλντ και ο κάθε Πρέσφιλντ περιγράφει μια ωραία ιστορία με λίγο έρωτα, λίγη κατασκοπία, λίγη περιπέτεια. Το ότι την τοποθετεί στην Αρχαία Σπάρτη είναι κάτι εντελώς συμβατικό, που έχει να κάνει προφανώς και με άλλους σκοπούς του συγγραφέα. Ίσως εντυπωσιάστηκε και θέλει να αναδείξει την ανδρεία των Σπαρτιατών, όχι να περιγράψει ακριβώς το πώς ήταν τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Από αυτά δίνει κάποιες πληροφορίες, αλλά χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Άλλωστε, σκέψου το εξής. Η έννοια των ανθρώπινων δικαιωμάτων και η αξία της προστασίας τους είναι κάτι που γεννήθηκε στον Διαφωτισμό. Η έννοια των συλλογικών δικαιωμάτων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών εμφανίστηκαν μετά την βιομηχανική επανάσταση. Παλιότερα όχι μόνο δεν μπορούσε να μιλήσει κανείς για αυτά, αλλά δεν γινόταν καν να τα συλλάβει ο νους του ανθρώπου! Ε, τα μυθιστορήματα πάνω σε τέτοιες, όμως έννοιες βασίζονται, που έχουν οι άνθρωποι στο κεφάλι τους σήμερα και όχι στην αρχαιότητα. Το να παρουσιάζεις πχ κάποιον αρχαίο που στενάζει για τα κακά γενικά του πολέμου και τις συμφορές που προκαλεί γενικά στον άνθρωπο είναι εντελώς λάθος ιστορικά! Για παράδειγμα οι Πέρσες του Αισχύλου. Προβάλλονται σήμερα σαν το πρώτο και πιο ισχυρό αντιπολεμικό έργο. Ε, αυτό είναι εντελώς λάθος! Ο Αισχύλος, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο εναντίον των Περσών, παρουσιάζοντας τους Πέρσες να θρηνούν για την καταστροφή τους δεν νοιαζόταν για τη δυστυχία αυτών, αλλά για την ευτυχία και την περηφάνια του δικού του κοινού, των Αθηναίων! Όσο περισσότερο έβαζε τους Πέρσες να σπαράζουν, τόσο περισσότερο θα χαιρόταν και αυτός αλλά και οι δικοί του με τα “δεινά” του πολέμου! Δες και πόσα ακόμα πράγματα περιγράφονται με την μεγαλύτερη φυσικότητα από τους αρχαίους συγγραφείς ~ 103 ~
Εχθροί… εκ των έσω
τότε, που σήμερα μας προκαλούν αποτροπιασμό: Από τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανδρών μέχρι την αντιμετώπιση των δούλων και ή τις πραγματικές συνθήκες της εποχής. Αν ένας σημερινός συγγραφέας βάλει τον αρχαίο αθηναίο ήρωά του να εκφράζει τις πραγματικές απόψεις και αντιλήψεις που είχαν οι πρόγονοί μας για τις γυναίκες, τότε δε θα πουλήσει ούτε σελίδα στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό, ενώ εκπρόσωποι του φεμινιστικού κινήματος θα ζητάγανε την κεφαλή του επί πίνακι!» «Τό ‘πιασα. Κομμένα, λοιπόν, τα ιστορικά μυθιστορήματα...» «Αν κατάλαβες αυτό, τότε τι να σου πω!»
~ 104 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Το πάθος για τη λευτεριά…
Πριν λίγα χρόνια το Υπουργείο Παιδείας με εγκύκλιο που απέστειλε στα Δημοτικά Σχολεία αφαίρεσε από τη διδακτέα ύλη της Δ΄ Τάξης ένα κειμενάκι που αναφερόταν στον δούλο Δρίμακο. Γιατί ενόχλησε το Υπουργείο αυτό το κείμενο, που αναφερόταν στο ιδανικό της Ελευθερίας; Ποιος τελικά ήταν αυτός ο Δρίμακος; ~ 105 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Συγκομιδή ελιών . Αγροτική σκηνή, έργο του λεγόμενου Ζωγράφου του Αντιμένη, σε μελανόμορφο αμφορέα του 520 π.Χ., που βρέθηκε στο Vulci της Σικελίας. Βρεττανικό Μουσείο, Λονδίνο. ~ 106 ~
Εχθροί … εκ των έσω
1. Αφορμή Νο3
Την πέτυχα να διαβάζει κάτι, έχοντας πάρει μια χαζοχαρούμενη έκφραση. Κάτι ανάμεσα σε στοργή κι ευαισθησία. «Τι διαβάζεις εκεί;» τη ρώτησα. «Ένα πολύ ωραίο κειμενάκι για τον Δρίμακο». «Τον Δρίμακο; Ποιος είν’ αυτός πάλι;» «Να, πάρε να διαβάσεις κι εσύ να ξεστραβωθείς!» μου είπε και μου έδωσε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Ένα πολύχρωμο σχολικό βιβλίο. «Ο Δρίμακος. Η νύχτα είχε προχωρήσει κι οι άλλοι δούλοι κοιμόνταν βαριά μέσα στην καλύβα... Ο Δριμάκος ήταν ξαπλωμένος πάνω σ' ένα τρύπιο αχυρένιο στρώμα. Αν και ήταν ζεμένος όλη μέρα στο λιοτρίβι και τα μέλη του τα βάραινε η κούραση, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Στο νου του έρχονταν τα περασμένα του χρόνια. Καμιά μέρα της ζωής του δε θυμόταν λεύτερη και ειρηνική. Παιδί, έζησε τους πολέμους με τη Σπάρτη. Όταν η πατρίδα του η Μεσσηνία νικήθηκε από τους Σπαρτιάτες, το χνούδι μόλις χάραζε στο πάνω του χείλος. Μόνο κάποια εικόνα θολή, σαν σε όνειρο, είχε μείνει βαθιά μες στην ψυχή του. Βλέπει τον εαυτό του μικρό παιδί να παίζει ξέγνοιαστο και χαρούμενο στον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους. Οι Σπαρτιάτες όλους τους άντρες από τη Μεσσηνία τους είχαν πάρει για σκλάβους. Στην αρχή δούλεψε σ' έναν πλούσιο γαιοκτήμονα. Όταν όμως έγινε η επανάσταση των ειλώτων, με το μεγάλο σεισμό που συγκλόνισε τη Σπάρτη, το αφεντικό του τον πούλησε. Στο παζάρι της Δήλου τον αγόρασε ένας χιώτης ελαιοκτηματίας. Τον προτίμησε ανάμεσα σε άλλους για το στιβαρό του κορμί και τη δύναμή του. Τον έβαλε να γυρίζει το λιοτρίβι... Απέναντι από το λιοτρίβι, σε αρκετή απόσταση, όρθωνε την κορυφή του το πελιναίο, το ψηλότερο βουνό του νησιού. Ο Δριμάκος, κάθε φορά που περνούσε μπρος από την ανοιχτή πόρτα, γυρίζοντας το λιοτρίβι, έβλεπε το βουνό και μια λαχτάρα λάχτιζε τα στήθη του. Άλλοτε τό 'βλεπε ν' αστράφτει στο φως, άλλοτε να σκεπάζεται με σύννεφα και βροχή και το καταχείμωνο ν' ασπρίζει από το χιόνι. -Αχ! λευτεριά!.. έβγαινε ο στεναγμός απ' τα κατάβαθά του. Λευτεριά!.. Και τώρα, ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα, αναστέναζε βαθιά. Ως πότε θα κρατήσει αυτή η ζωή; Σαράντα χρόνια πέρασαν. Τα άλλα που του μένουν να ζήσει γιατί να μην τα ζήσει λεύτερα; Θα γίνει επαναστάτης. Τι άλλο; Δεν έμαθε πως η λευτεριά αποχτιέται μόνο με αγώνα; ~ 107 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Ανασηκώθηκε. Στο νου του ήρθε πάλι εκείνη η εικόνα, που την έβλεπε όταν, μικρό παιδί, έπαιζε ξέγνοιαστο στον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους. Έναν ανθισμένο κήπο ονειρεύεται για τη ζωή τη δική του και των άλλων δούλων. “Θα μπω μπροστά”, συλλογίστηκε. “Οι άλλοι θα μ' ακολουθήσουν. Δεν είναι εύκολο, όμως η λευτεριά είναι πολύ όμορφο πράγμα...” Προχώρησε ως την πόρτα του λιοτριβιού. Ο μαύρος όγκος του βουνού υψωνόταν στην ανατολή. Κι ένα άστρο, που μόλις είχε προβάλει, τρεμούλιασε για λίγο στην κορυφή του. Ο Δριμάκος δε δίστασε. Με βήμα γρήγορο και σταθερό απομακρύνθηκε απ' το λιοτρίβι. Πέρασε μέσ' από τα βρεγμένα χωράφια και σε λίγο το αγεράκι του βουνού τού δρόσισε το μέτωπο, καθώς άρχισε ν' ανηφορίζει...» Κοίταξα καλύτερα το βιβλίο που κράταγα στα χέρια μου. Ήταν το βιβλίο της Γλώσσας της Δ΄ Δημοτικού. Ο συγγραφέας του κειμένου δεν ήταν γραμμένος πουθενά, οπότε συμπέρανα ότι το κειμενάκι αυτό το έγραψε η Συνακτική Ομάδα του βιβλίου. Όλα αυτά τα στοιχεία με έκαναν να παραμερίσω το αίσθημα φρίκης που αισθανόμουνα για τις ιστορικές ανακρίβειες που είχα διαβάσει και να εκτιμήσω ακόμα περισσότερο το βαθύτερο περιεχόμενο του κειμένου και το νόημα που ήθελε να περάσει στους μικρούς μαθητές. Θέλησα όμως να την πειράξω. «Έλα μου, μωρέ! Τι βλακείες διαβάζεις; Αφού το έχουμε ξαναπεί! Οι Σπαρτιάτες, παρόλο που συμμετείχαν στο δουλεμπόριο, δεν πουλούσαν τους είλωτες! Αυτοί δεν ήταν συνηθισμένοι δούλοι! Ήταν κρατική περιουσία!» Στράβωσε τα μούτρα της. «Ναι, κάτι τέτοια λέγανε και κάποιοι άλλοι και γι’ αυτό και προσπάθησαν να το κόψουν το κείμενο από τη διδακτέα ύλη!» Αυτά της τα λόγια μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. «Για λέγε!» «Δεν το θυμάσαι το περιστατικό; Τον Ιούλη του 2004 εκδίδεται η πράξη 11/2004 από το Τμήμα Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που λέει ότι θα πρέπει να αφαιρεθούν από τη διδακτέα ύλη δυο κείμενα. Ο “Δρίμακος” και το “Έτσι είναι ο πόλεμος”, του Ηλία Βενέζη.» «Για ποιο λόγο; Τη δικαιολογήσανε αυτήν τους την απόφαση;» «Η εγκύκλιος έλεγε κάτι για… “διαμαρτυρίες προς το Π.Ι., σχετικά με τη δυσαρμονία των συγκεκριμένων διδακτικών ενοτήτων προς τους στόχους του Συντάγματος και των Νόμων της Εκπαίδευσης. ”!» «Και τι έγινε μετά;» «Τι θες να έγινε; Ήρθε το θέμα στη Βουλή, γράφτηκαν άρθρα στον τύπο, σύλλογοι εκπαιδευτικών βγάλανε ανακοινώσεις…» Μου έδωσε μια τέτοια ανακοίνωση, του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσηςσης Περιστερίου «Έλλη Αλεξίου»: «8/10/2004 Δυσάρεστη έκπληξη και ανησυχία προκαλεί έγγραφο του ΥΠΕΠΘ, με το οποίο λογοκρίνονται απροκάλυπτα για το περιεχόμενό τους ενότητες του γλωσσικού μαθήματος που διδάσκονται στην Δ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εγκύκλιο Α11 81892/Γ1/1-7-2004 της Διεύθυνσης Σπουδών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Τμήμα Β΄ Διδακτικών Βιβλίων, αφαιρούνται αναίτια και αναιτιολόγητα από την ύλη του γλωσσικού μαθήματος της Δ΄ τάξης (τεύχη Α και Β) οι ενότητες: (α) Έτσι είναι ο πόλεμος (απόσπασμα από το έργο του Ηλία Βενέζη «Ώρα πολέμου») και (β) Ο Δρίμακος (της συντακτικής επιτροπής του βιβλίου) καθώς και οι αντίστοιχες εργασίες. ~ 108 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Τα ερωτηματικά προκύπτουν αν μελετήσει κανείς το περιεχόμενο των δύο αυτών ενοτήτων. Στη μία ενότητα πρωταγωνιστεί ο Δρίμακος, δούλος στην αρχαία Σπάρτη που αργότερα αγοράστηκε από ελαιοκτηματία της Χίου, ο οποίος δεν αντέχει άλλο τη δουλεία και αποφασίζει να επαναστατήσει, για να κατακτήσει την ελευθερία του. Στην άλλη ενότητα ο Ηλίας Βενέζης, με τη σκέψη ενός παιδιού, διαπιστώνει πως ο πόλεμος είναι μια συμφορά που δεν τη στέλνει ο Θεός, αλλά προκαλούν οι άνθρωποι και αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να μην κάνουν τίποτα για να φυλαχτούν απ’ αυτήν. Δεν αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο καμία αιτιολόγηση της απόφασης της αρμόδιας Επιτροπής για την απάλειψη αυτών των δύο ενοτήτων. Είναι όμως προφανές ότι οφείλεται σε απροκάλυπτη λογοκρισία, καθώς τα δυο αυτά κείμενα προβληματίζουν το μαθητή, καθώς του δίνουν τη δυνατότητα να προβληματιστεί πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα καταπάτησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τότε και σήμερα, να αναζητήσει τα αίτια των αρνητικών καταστάσεων και να διεκδικήσει αγωνιστικά ένα καλύτερο κόσμο. Ίσως αυτά τα θέματα να θεωρούνται επικίνδυνα, κατά την κρίση των αρμοδίων του Υπ. Παιδείας. Ίσως η «νέα τάξη πραγμάτων» και οι νεοφιλελεύθερες επιλογές να μην αντέχουν τέτοιου είδους μηνύματα. Έτσι επιλέγεται η λύση της λογοκρισίας με την αφαίρεση των μαθημάτων αυτών (και μόνο αυτών) από τη διδακτέα ύλη. Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι η ενέργεια αυτή του Υπ. Παιδείας σηματοδοτεί τη νοοτροπία και τις προτεραιότητες της νέας ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ, για ιδεολογική χειραγώγηση των μαθητών μέσω της διδακτέας ύλης και του περιεχομένου σπουδών.» «Μμμμάλιστα…» «Ε, τελικά, η κυβέρνηση πήρε πίσω το κόψιμο. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο εξέδωσε την πράξη υπ. αριθμ. 18/2004 τον Οκτώβρη του 2004 επαναφέροντας στην ύλη αυτά τα δυο κείμενα.» «Άρα τέλος καλό, όλα καλά, έτσι;» «Πόσο αφελής είσαι! “Πάντα νικάει στο τέλος η Αστυνομία” 125 δεν λέει το τραγούδι; Ε! Τρία χρόνια μετά τα βιβλία άλλαξαν! Αντικαταστάθηκαν από αυτά τα εκτρώματα, τα νέα βιβλία που γεμίζουν κουρκούτι αντί για σωστή μάθηση τα μυαλά των παιδιών! Που είναι γεμάτα διαφημίσεις πολυεθνικών, που μαθαίνουν την προστακτική με… συνταγές μαγειρικής, που λένε στα παιδιά σαν εργαζόμενοι να μην έχουν απαιτήσεις από τους εργοδότες τους! Αν βρεις στα νέα βιβλία έστω και ένα ίχνος του Δρίμακου, να μου γράψεις.» Την πήρα απ’ το χέρι. «Ε! Στάσου! Πού πάμε;» «Πάμε να βρούμε τον Δρίμακο! Τον πραγματικό Δρίμακο!"
125
«Φάλτσος Χρησμός», Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Μουσική, Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας
~ 109 ~
Εχθροί… εκ των έσω
2. Η μαρτυρία
Βρεθήκαμε στο σπίτι του Ρωμαίου Λαυρέντιου στην Αλεξάνδρεια, προσκεκλημένοι του Αθήναιου και του Τιμοκράτη, στο πιο πλούσιο δείπνο που δόθηκε ποτέ στον κόσμο! Μπροστά από τα μάτια μας παρελαύναν όλων των ειδών τα φαγητά και τα ποτά, σε όλων των ειδών τα σκεύη, ενώ τριγύρω μας οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι, ο Μασύριος και Ουλπιανός, νομομαθείς και νομοδιδάσκαλοι, ο Μυρτίλος, ποιητής που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από κανέναν ποιητή, οι γραμματικοί Πλούταρχος, Αιλιανός ο Μαυριτανός και Ζωίλος, ο Δημόκριτος από τη Νικομήδεια, ο Φιλάδελφος από την Πτολεμαΐδα, ο κυνικός Κύνουλκος και άλλοι πολλοί, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος είχε ρουφήξει και μπορούσε να προσφέρει περισσότερη από τη γνώση της ανθρωπότητας. Και ενώ η ώρα περνούσε, ανάμεσα σε αποφθέγματα σοφών ανθρώπων και διάφορα εκλεκτά εδέσματα, κάποια στιγμή μια αρκετά μεγάλη πομπή δούλων άρχισε να φέρνει στην αίθουσα που διεξαγόταν το δείπνο τα κυρίως πιάτα. Ξεχνώντας αυτό που ήθελε να πει, ο Δημόκριτος από τη Νικομήδεια αναφώνησε: «Ω! φίλοι μου, πάντα θαύμαζα τη ράτσα των σκλάβων, συλλογιζόμενος το πόσο εγκρατείς είναι, παρόλο που βρίσκονται ανάμεσα σε τόσες λιχουδιές!126» Στη συνέχεια άρχισε να μας αναφέρει όσα είχε διαβάσει στους παλιότερους συγγραφείς για τους δούλους. Η δικιά μου είχε αρχίσει να βαριέται, αλλά αυτά που έλεγε τώρα ο Δημόκριτος της κέντρισαν το ενδιαφέρον: «Εγώ ξέρω ότι πρώτοι απ' όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησαν αγορασμένους δούλους οι Χιώτες, όπως αναφέρει ο Θεόπομπος στο δέκατο έβδομο βιβλίο των Ιστοριών του: "Οι Χιώτες πρώτοι απ' όλους τους Έλληνες μετά τους Θεσσαλούς και τους Λακεδαιμονίους χρησιμοποίησαν δούλους, όμως δεν τους απόκτησαν με τρόπο όμοιο μ' εκείνους... Οι Λακεδαιμόνιοι δηλαδή και οι Θεσσαλοί θα φανεί ότι δημιούργησαν την τάξη των δούλων από τους Έλληνες που κατοικούσαν πρωτύτερα στην περιοχή που εκείνοι τώρα έχουν, οι πρώτοι από τους Αχαιούς και οι Θεσσαλοί από τους Περραιβούς και τους Μάγνητες, και ονόμασαν τους υποταγμένους οι πρώτοι είλωτες και οι δεύτεροι πενέστες. Οι Χιώτες όμως έχουν βάρβαρους ως δούλους τους, πληρώνοντας γι' αυτούς". Ο Θεόπομπος λοιπόν ανέφερε αυτά· εγώ όμως νομίζω ότι η θεότητα οργίστηκε με τους Χιώτες για το λόγο αυτό· διότι ύστερα από κάποια χρόνια εξαιτίας των δούλων μπήκαν σε πολεμικές περιπέτειες. Για παράδειγμα, ο Νυμφόδωρος από τις Συρακούσες στο έργο του Παράπλους της Ασίας αναφέρει γι' αυτούς τα ακόλουθα: "Οι δούλοι των Χιωτών δραπετεύουν και συγκεντρωμένοι πολλοί με ορμητήριο τα βουνά βλάπτουν τις αγροτικές κατοικίες τους· διότι το νησί είναι γεμάτο βράχους και δάση. Οι ίδιοι οι Χιώτες αναφέρουν ότι λίγο πρωτύτερα από την εποχή μας, κάποιος δούλος που δραπέτευσε ζούσε στα βουνά και, επειδή ήταν αντρειωμένος και ικανός σε πολεμικά έργα, ήταν επικεφαλής των 126
Αθηναίου «Δειπνοσοφιστές», Βιβλίο στ΄, 81.
~ 110 ~
Εχθροί … εκ των έσω
δραπετών, όπως ένας βασιλιάς σε στρατό. Επειδή πολλές φορές οι Χιώτες εκστράτευσαν εναντίον του, αλλά δεν μπορούσαν να πετύχουν τίποτε, καθώς τους έβλεπε να χάνονται μάταια, ο Δρίμακος (αυτό ήταν το όνομα του δραπέτη) τους είπε: «Χιώτες και αφέντες, δε θα σταματήσει ποτέ η ενόχληση που έχετε από τους δούλους· διότι πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, αφού γίνεται σύμφωνα με χρησμό του θεού; Αλλ' αν κάνετε ειρήνη μαζί μας και μας αφήσετε να ζούμε ήσυχα, εγώ θα γίνω πρόξενος πολλών καλών για σας». Αφού λοιπόν οι Χιώτες έκαναν ειρήνη και κατάπαυση εχθροπραξιών για κάποιο χρονικό διάστημα, αυτός κατασκεύασε μέτρα, σταθμά και προσωπική σφραγίδα. Τα έδειξε στους Χιώτες και τους είπε: «Ό, τι παίρνω από κάποιον από σας θα τα παίρνω με αυτά τα μέτρα και σταθμά και, όταν παίρνω όσα είναι αρκετά, με αυτή τη σφραγίδα θα σφραγίζω τις αποθήκες σας και δε θα τις πειράζω. Τους δούλους που θα δραπετεύουν θα τους ανακρίνω για την αιτία της δραπέτευσης τους και, αν μου φαίνονται ότι έχουν δραπετεύσει επειδή έπαθαν κάτι το ανεπανόρθωτο, θα τους κρατώ κοντά μου, αν όμως δεν έχουν καμιά δικαιολογία, θα τους στέλνω πίσω στους αφέντες τους». Επειδή λοιπόν οι υπόλοιποι δούλοι έβλεπαν ότι οι Χιώτες ευχαρίστως δέχτηκαν την πρότασή του, δραπέτευαν πολύ λιγότερο, επειδή φοβούνταν την κρίση εκείνου- και οι δραπέτες που ήταν μαζί του πολύ περισσότερο φοβούνταν εκείνον παρά τους δικούς τους αφέντες και εκτελούσαν όλες τις εντολές του πειθαρχώντας σ' αυτόν σαν να ήταν στρατηγός τους. Διότι και τιμωρούσε τους απείθαρχους και σε κανέναν δεν επέτρεπε να λεηλατεί κάποιο χωράφι και να κάνει κάποια άλλη ζημιά χωρίς τη δική του συμφωνία. Σε περιπτώσεις εορτών πήγαινε κι έπαιρνε από τα χωράφια κρασί και σφάγια σε καλή κατάσταση, εκτός απ' όσα του έδιναν οι αφέντες και αν αντιλαμβανόταν ότι κάποιος τον επιβουλεύεται ή του ετοιμάζει ενέδρες, τον εκδικιόταν. Αργότερα (διότι η πόλη διακήρυξε ότι θα δώσει πολλά χρήματα ο όποιον θα τον συλλάβει ή θα φέρει το κεφάλι του) αυτός ο Δρίμακος, όταν γέρασε, κάλεσε ένα παλικάρι που αγαπούσε σ έναν τόπο και του είπε: «Εγώ σ' αγάπησα πιο πολύ απ' όλους τους ανθρώπους και συ ήσουν το παιδί μου, ο γιος μου και όλα τα άλλα· εγώ έχω ζήσει αρκετά, ενώ εσύ είσαι νέος και βρίσκεσαι στο άνθος της ηλικίας σου. Τι λοιπόν μένει; Πρέπει να γίνεις άντρας καλός και αγαθός. Επειδή η πόλη των Χιωτών δίνει πολλά χρήματα και υπόσχεται να δώσει την ελευθερία σε όποιον με σκοτώσει, πρέπει εσύ να μου πάρεις το κεφάλι, να το πας στη Χίο και παίρνοντας τα χρήματα από την πόλη να ζεις ευτυχισμένος». Ο νεαρός είχε αντιρρήσεις, αλλ' ο Δρίμακος τελικά τον έπεισε να το κάνει. Έκοψε το κεφάλι του, πήρε από τους Χιώτες το ποσό για το οποίο είχε επικηρυχτεί ο δραπέτης, έθαψε το σώμα του και έφυγε για την πατρίδα του. Οι Χιώτες πάλι, καθώς οι δούλοι τους ζημίωναν και έκαναν αρπαγές, θυμήθηκαν την καλή διάθεση του σκοτωμένου, ίδρυσαν ένα ηρώο στην περιοχή τους και το ονόμασαν ηρώο του καλοδιάθετου ήρωα· σ' αυτό ακόμη και τώρα οι δραπέτες φέρνουν και αποθέτουν τους πρώτους καρπούς απ' ό, τι αρπάζουν. Λεν ότι εμφανίζεται στον ύπνο πολλών Χιωτών και τους φανερώνει από πριν τις κακές προθέσεις των δούλων και σ' όποιων τον ύπνο εμφανιστεί, αυτοί πηγαίνοντας στον τόπο όπου βρίσκεται το ηρώο του του προσφέρουν θυσία". Ο Νυμφόδωρος λοιπόν ανέφερε αυτά· σε πολλά όμως αντίγραφα δε βρήκα να τον αναφέρουν ονομαστικά. Νομίζω πάντως ότι κανένας από σας δεν αγνοεί ούτε κι όσα ο καλός Ηρόδοτος ανέφερε για τον Πανιώνιο από τη Χίο και όσα εκείνος δικαιολογημένα έπαθε ευνουχίζοντας και πουλώντας παιδιά ελεύθερων πολιτών. Ο περιπατητικός Νικόλαος και ο στωικός Ποσειδώνιος στις Ιστορίες τους, χωριστά ο καθένας από τους δύο, λεν ότι οι Χιώτες υποδουλώθηκαν από το Μιθριδάτη τον Καππαδόκη και παραδόθηκαν δεμένοι στους δούλους τους, για να μεταφερθούν και να κατοικήσουν στην περιοχή των Κόλχων. Τόσο πραγματικά οργίστηκε εναντίον τους η θεότητα, επειδή πρώτοι χρησιμοποίησαν αγορασμένους δούλους, ενώ πολλοί έκαναν μόνοι τους όσα χρειάζονταν
~ 111 ~
Εχθροί… εκ των έσω
φροντίδα. Ίσως λοιπόν εξαιτίας αυτών έγινε και η παροιμιακή φράση "Χιώτης αφέντη αγόρασε", που έχει χρησιμοποιήσει ο Εύπολις στους Φίλους.127» «Αυτός ήταν, λοιπόν ο Δρίμακος!» είπε ενθουσιασμένη. «Η Νέμεση των Χίων για την ύβρι που διέπραξαν με τους δούλους! Απίθανο!» «Ο Δρίμακος ήταν αρχηγός σε μια από τις πρώτες κοινότητες δραπετών – δούλων. Με την απόδρασή τους έθεσαν σε ευθεία αμφισβήτηση το θεσμό της δουλείας, αλλά προφανώς για λόγους επιβίωσης των ίδιων δεν προχώρησαν σε μια γενικευμένη εξέγερση με αίτημα την χειραφέτηση όλων των δούλων! Καταλάβαιναν ότι αν έκαναν κάτι τέτοιο οι Χιώτες, αλλά και οι άλλες γειτονικές πολιτείες θα τους κηνυγούσαν μέχρι να τους ξεπαστρέψουν όλους!» «Για να μιλήσω με όρους αρχαίας τραγωδίας, μάλλον φοβήθηκαν μην υποπέσουν και οι ίδιοι σε ύβρι. Οι θεϊκοί νόμοι αποδέχονται τους δούλους. Αυτό που δεν αποδέχονται είναι να ξεπεραστούν κάποια όρια στη συμπεριφορά των ελεύθερων απέναντί τους. Εκεί την πάτησαν οι Χιώτες. Ο Δρίμακος και οι σύντροφοί του από την άλλη, αν προσπαθούσαν να απελευθερώσουν και άλλους δούλους, αυτούς που δεν είχαν “λόγο” να αποδράσουν, τότε θα φαίνονταν αχάριστοι και πλεονέκτες στα μάτια των θεών. Και η νέμεση, η τιμωρία που θα έστελναν οι θεοί για την ύβρι τους, θα ήταν να σκοτωθούν μέχρι ενός από τους Χιώτες, που με τους συμμάχους τους θα κατέστειλαν την εξέγερση.» «Πολύ σωστά! Πώς θα προχωρήσουμε, όμως, στη βαθύτερη διερεύνηση αυτού του περιστατικού; Όπως είπε και ο ίδιος ο Δημόκριτος, αυτήν την ιστορία δεν την βρήκε να αναφέρεται σε κανέναν άλλο συγγραφέα. Μόνο ο Νυμφόδωρος αναφέρεται τόσο αναλυτικά σε αυτή την ιστορία.» «Δεν μας το είπε ο Δημόκριτος. Ο Αθήναιος μας το είπε. Ο Δημόκριτος από τη Νικομήδεια είναι ένα πρόσωπο που χρησιμοποιεί εδώ ο Αθήναιος για να μεταδώσει αυτά που ο ίδιος είχε διαβάσει και μελετήσει.» «Έστω, ο Αθήναιος. Για να βρούμε, λοιπόν, περισσότερες πληροφορίες για τον Δρίμακο πρέπει να δούμε κατ’ αρχάς την αξιοπιστία του Αθήναιου. Αυτά που μας λέει είναι αλήθεια ή μούφες; Λοιπόν. Λόγω του ότι στο έργο αυτό ο Αθήναιος “ξεκατινιάζει” σεβάσμιες φιγούρες της ελληνικής αρχαιότητας, όπως τον Σοφοκλή αλλά και το Σωκράτη, οι “λόγιοι” στραβώνουν μαζί του και κατακρίνουν την «εγκυρότητα» των ιστορικών πληροφοριών που μας παραδίδει. Δεν μπορούν όμως να κλείσουν τα μάτια μπροστά στον πλούτο των αποσπασμάτων των αρχαίων έργων που σώζονται μέσα από τους Δειπνοσοφιστές. Εκεί δεν μπόρεσαν να τον αμφισβητήσουν, μιας και από μια αντιπαραβολή ανάμεσα στα αποσπάσματα που έχει στους Δειπνοσοφιστές και σε γνωστά μας έργα είδαν ότι όταν μεταφέρει αρχαία κείμενα είναι εξαιρετικά ακριβής.» «Άρα τα αποσπάσματα που αναφέρει εδώ ο Αθήναιος από τον Θεόπομπο, τον Νυμφόδωρο, τον Νικόλαο, τον Ποσειδώνιο και τον Ηρόδοτο είναι αληθινά. Τα είχαν όντως γράψει αυτοί οι τύποι.» «Για του λόγου το αληθές, ας ελέγξουμε κι εμείς την αξιοπιστία του Αθήναιου με την πιο εύκολη αντιπαραβολή: με την ιστορία του Πανιώνιου από τον Ηρόδοτο.» Ακούγοντας το όνομά του ο Ηρόδοτος μας πλησίασε και χαμογελώντας χαιρέκακα άρχισε να μας αφηγείται την ιστορία του Πανιώνιου από τη Χίο. «Ο Ερμότιμος από τους Πηδασείς πέτυχε να εκδικηθεί για κάποιες αδικίες που του έγιναν με τον πιο επιτυχημένο τρόπο. Όταν είχε αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του και πουλήθηκε σαν δούλος, τον αγόρασε κάποιος Πανιώνιος από τη Χίο, ο οποίος έβγαζε τα προς το ζην με τον πιο ανόσιο τρόπο: Έπαιρνε μικρά όμορφα αγόρια, τα ευνούχιζε και τα πουλούσε πανάκριβα στις Σάρδεις και στην Έφεσο. Και αυτό γιατί για τους βαρβάρους που ζούσαν εκεί οι ευνούχοι ήσαν πολυτιμότεροι από τους πλήρεις άντρες, γιατί μπορούσαν να τους εμπιστεύονται περισσότερο. Ένας, λοιπόν, από αυτούς που είχε ευνουχίσει ο Πανιώνιος για πάρτη τους ήταν ο Ερμότιμος, ο οποίος όμως δεν ήταν τελείως άτυχος. Αγοράστηκε από τους κατοίκους των Σάρδεων για να προσφερθεί μαζί με άλλα δώρα στον 127
Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», βιβλιο στ΄, 88-91
~ 112 ~
Εχθροί … εκ των έσω
βασιλιά. Και καθώς περνούσε ο καιρός, ο Ξέρξης τον εκτίμησε πάρα πολύ από όλους τους υπόλοιπους ευνούχους.Όταν, λοιπόν, ο βασιλιάς ήταν με το στρατό του στις Σάρδεις, προετοιμάζοντας την εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, ο Ερμότιμος για κάποιες δουλειές πήγε στην Μυσία, στην οποία κατοικούν ορισμένοι Χίοι. Πέτυχε τον Πανιώνιο, τον αναγνώρισε και του παρουσιάστηκε με το όνομα Αταρνεύς. Έκαναν πολλές φιλικές συζητήσεις. Του έλεγε ότι ό,τι είχε τα όφειλε σε εκείνον, και του υποσχέθηκε να του το ανταποδώσει, προσφέροντάς του πάρα πολλά αγαθά, αρκεί να έφερνε όλη του την οικογένεια για να εγκατασταθούν εκεί. Ο Πανιώνιος δέχτηκε με χαρά την προσφορά του και έφερε στη Μυσία τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Όταν είχε στα χέρια του όλη την οικογένεια του Πανιώνιου, ο Ερμότιμος του είπε: «Πες μου, εσύ που βγάζεις λεφτά με τον πιο άθλιο τρόπο, τι κακό σου έκανα εγώ ή κάποιος από τους προγόνους μου σε σένα ή στους δικούς σου προγόνους, που με έκανες να μην είμαι άντρας αλλά ένα τίποτα; Πίστευες ότι οι θεοί δεν θα μάθαιναν τα καμώματά σου, όμως η δικαιοσύνη τους σε έδωσε στα δικά μου χέρια, έτσι ώστε να γευτείς το δίκιο από εμένα. Όταν του είπε αυτά τα λόγια, έφερε μπροστά του τα παιδιά του και τον ανάγκασε να τα ευνουχίσει με τα ίδια του τα χέρια και τα τέσσερα. Μετά, όταν το έκανε αυτό, ανάγκασε τα παιδιά του να ευνουχίσουν τον πατέρα τους. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο Ερμότιμος εκδικήθηκε τον Πανιώνιο. 128» «Ωραία. Άρα το σημείο απ’ όπου ξεκινάμε, οι «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, είναι στέρεο.» «Ακριβώς. Στην αναζήτησή μας για το Δρίμακο, λοιπόν, δείχνοντας εμπιστοσύνη στα λόγια του Αθήναιου δεν θα ψάξουμε να βρούμε άλλη άμεση αναφορά στον ίδιο τον επαναστάτη και την κοινότητα που δημιούργησε, γιατί δεν υπάρχει.»
128
Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Η΄ «Ουρανία», 105.
~ 113 ~
Εχθροί… εκ των έσω
3. Το πρόβλημα
«Πώς συνεχίζουμε;» «Το κυριότερο πρόβλημα που θεωρώ ότι πρέπει να λύσουμε, όσον αφορά τον Δρίμακο, είναι το πότε περίπου έγινε το περιστατικό που μας περιγράφουν ο Αθήναιος και ο Νυμφόδωρος. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποια άλλη άμεση ή έμμεση που να αναφέρεται σε αυτό το συγκεκριμένο περιστατικό, θα αναγκαστούμε να ψάξουμε τον “περίγυρό” του για σχετικές αναφορές.» «Όπως ο Αθήναιος, δηλαδή, θα ψάξουμε να βρούμε αναφορές για την “ύβρι” των Χιωτών, για περιστατικά που έχουν να κάνουν με τη σχέση τους με τους δούλους, έτσι;» «Αυτές τις αναφορές θα τις τοποθετήσουμε στο χρόνο, έτσι ώστε να εντοπίσουμε το χρονικό περιθώριο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να έχει ζήσει και δράσει ο Δρίμακος.» «Για να το βρούμε αυτό, δεν πρέπει πρώτα πρώτα να δούμε ποιος ήταν και πότε έγραψε το έργο του ο Νυμφόδωρος; Αφού αυτός μας αφηγείται την ιστορία του Δρίμακου, η οποία, μάλιστα συνέβη “λίγο πρωτύτερα από την εποχή” του.» «Για τον Νυμφόδωρο, δυστυχώς δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πότε έζησε. Και από το έργο του έχουνε σωθεί μόνο ελάχιστα σπαράγματα, 23 τον αριθμό. Και όλα αυτά είναι αναφορές σε άλλα βιβλία, όπως οι Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, ή τα σχόλια των φιλολόγων της ελληνιστικής εποχής στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε στις Συρακούσες και ότι ταξίδεψε τουλάχιστον στη σημερινή Μικρά Ασία. Τα βιβλία του που γνωρίζουμε εμείς είναι τα εξής: “Περίπλους της Ασίας”, απ’ όπου προέρχεται και η ιστορία του Δρίμακου, “Νόμιμα Βαρβαρικά”, όπου περιγράφει τις συνήθειες των λαών που κατοικούν στην Μικρά Ασία και το “Περί των εν Σικελία θαυμαζομένων”, όπου περιγράφει θαυμαστά πράγματα του τόπου του.» «Και από αυτά τα σπαράγματα δεν μπορούμε να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα για το πότε περίπου έζησε;» «Τα περισσότερα από τα σπαράγματα που μας έχουν σωθεί δεν έχουν αναφορές σε πρόσωπα ή γεγονότα που μπορούμε με ασφάλεια να τα τοποθετήσουμε σε κάποια χρονική περίοδο. Τα σπαράγματα περιγράφουν έθιμα βαρβάρων, ποταμούς, μυθικούς ήρωες. Μόνο ένα του σπάραγμα μπορεί να μας βοηθήσει.» Βρισκόμασταν πίσω, στο σπίτι του Λαυρέντιου, όπου το δείπνο συνεχιζόταν με αμείωτο πάθος. Τώρα το λόγο είχε ο ποιητής Μυρτίλλος, που τσακωνόταν με τον κυνικό Κύνουλκο για το θέμα των εταίρων, των πορνών. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είπε: «Ο Νυμφόδωρος από τις Συρακούσες στο έργο του για τα θαυμαστά της Σικελίας λέει ότι η Λαΐδα ήταν από τα Ύκκαρα, ένα φρούριο της Σικελίας.129» 129
Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», Βιβλίο ιγ΄, 55
~ 114 ~
Εχθροί … εκ των έσω
«Ποια ήταν αυτή η Λαΐδα;» «Στην αρχαιότητα πρέπει να υπήρχαν δυο εταίρες με αυτό το όνομα. Επειδή όμως ζούσαν και οι δυο την ίδια περίπου περίοδο, οι αρχαίοι συγγραφείς που μας αφηγούνται ιστορίες για αυτές, τις συγχέουν. Έτσι σήμερα είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε ποια ακριβώς έκανε τι.» «Και τι ακριβώς ξέρουμε για δαύτες;» «Θα σου πώ εν συντομία κάποια πράγματα για αυτές τις Λαΐδες, αλλά σαν να πρόκειται για μία, εντάξει; Λοιπόν. Ο Αλκιβιάδης όπου πήγαινε κουβαλούσε μαζί του και την εταίρα Τιμάνδρα και την κόρη της τη Λαΐδα. Αυτές ο Αλκιβιάδης πρέπει να τις έπιασε αιχμάλωτες όταν ήταν στη Σικελία, πριν το σκάσει από κει πέρα. Με τα πολλά, η Λαΐδα μεγάλωσε, ομόρφυνε, εγκαταστάθηκε στο άντρο της ακολασίας, την Κόρινθο και εκεί άσκησε το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. Και μάλιστα έγινε η κορυφαία εταίρα – πόρνη της αρχαιότητας. Γλύπτες και ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν σαν πρότυπο για τα έργα τους τα στήθια και τα καπούλια της. Ποιητές έγραψαν ποιήματα για τη χάρη της. Μεγιστάνες της εποχής ακούμπησαν στα πόδια της αμύθητα πλούτη. Ο μόνος που τη σνόμπαρε ήταν ο Διογένης ο Κυνικός, επειδή δεν ήθελε να πληρώσει πανάκριβα για ένα βράδυ μαζί της. Όταν αυτή θέλησε να τον εκδικηθεί, του σκάρωσε αυτή τη πλάκα: Τον πλησίασε και του είπε ότι θα του καθόταν τζάμπα. Αυτός δέχτηκε. Όμως στη σκοτεινή κάμαρα που τον οδήγησε ο Διογένης αντί για την όμορφη Λαΐδα βρήκε γυμνή την πιο άσχημη υπηρέτρια της εταίρας. Χωρίς να κωλώσει ο Διογένης έκανε την δουλειά του, λέγοντας την μεγάλη και αιώνια αλήθεια: “Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή Λαΐς”! Τελικά η Λαΐδα σκοτώθηκε στη Θεσσαλία από έναν εραστή της.» «Ώστε έτσι οι… Λαΐδες! Άρα η πιο πρόσφατη χρονολογικά αναφορά του Νυμφόδωρου που μας έχει σωθεί είναι για την Λαΐδα από τα Ύκκαρα, που άκμασε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Επομένως ο ίδιος ο Νυμφόδωρος έζησε σίγουρα μετά τις αρχές ή τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.» «Κάτι είναι κι αυτό. Τραβήξαμε μια γραμμή. Την άλλη όμως πού θα την βάλουμε;» «Να δοκιμάσουμε το αντίστροφο. Ποιος είναι ο αρχαιότερος συγγραφέας που αναφέρει κείμενο του Νυμφόδωρου;» «Σωστά. Για να δούμε, λοιπόν. Από τα 23 σπαράγματα τα 5 είναι αναφορές στους Δειπνοσοφιστές, που γνωρίζουμε ότι γράφτηκαν ανάμεσα στο 200 με 250 μ.Χ. Δυο φορές τον Νυμφόδωρο επικαλείται ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, από τους πρώτους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έζησε από το 150 μ.Χ. έως το 215 μ.Χ. Δυο φορές επίσης τον αναφέρει και ο Αιλιανός, ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα που έγραφε αποκλειστικά στα ελληνικά. Τρεις φορές τον συναντάμε σε έργα του 5ου και 6ου μ.Χ. αιώνα. Όλα τα άλλα σπαράγματα προέρχονται από σχόλια σε παλιότερα κείμενα, όπώς “Τα Αργοναυτικά” του Απολλώνιου του Ρόδιου, η Ομήρου Οδύσσεια, ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή. Αυτά τα σχόλια δεν υπάρχει τρόπος να τα χρονολογήσουμε ακριβώς. Το αρχαιότερο όμως έργο στο οποίο γίνεται ευθεία αναφορά στο Νυμφόδωρο είναι η “Φυσική Ιστορία”, έργο γραμμένο στα λατινικά, που ολοκληρώθηκε δυο χρόνια πριν ο συγγραφέας της, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος σκοτωθεί στην περίφημη έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. στην Πομπηία.» «Άρα κάπου εδώ τραβάμε και την δεύτερη γραμμή. Ο Νυμφόδωρος έζησε κάπου ανάμεσα στο 380 π.Χ. και το 70 μ.Χ….» «Πολύ μεγάλο διάστημα. Λέω να ρίξουμε μια ματιά και στους άλλους συγγραφείς που αναφέρει ο Αθήναιος, για να δούμε αν μπορέσουμε να το περιορίσουμε λίγο.» «Αφού είπαμε ότι ο Δρίμακος δεν αναφέρεται από κανέναν άλλο συγγραφέα! Τι θα βρούμε σε αυτούς;» «Ο Δρίμακος είναι ένα μόνο επεισόδιο της μεγάλης ιστορίας που λέγεται “σχέση Χίων - δούλων”. Η ιστορία αυτή ξεκίνησε με την πλατιά εξάπλωση του θεσμού της δουλείας και συνεχίστηκε με τα περιστατικά που αναφέρει ο Αθήναιος. Μπορεί να μην βρούμε σε αυτά τον ίδιο τον Δρίμακο, αλλά θα δούμε πιο καθαρά τη γενικότερη εικόνα.» «ΟΚ. Τον Ηρόδοτο τον είδαμε. Ήδη από το 490 π.Χ. περίπου, όταν ο Ξέρξης προετοίμαζε την εκστρατεία στην Ελλάδα, οι Χιώτες είχαν ήδη σχηματίσει άσχημο όνομα για τη συμπεριφορά τους ~ 115 ~
Εχθροί… εκ των έσω
στους δούλους. Ο Πανιώνιος είναι μια χαρακτηριστική φιγούρα. Δουλέμπορος, που δεν έμενε μόνο στο δουλεμπόριο, αλλά προχωρούσε ακόμα παραπέρα. Ευνούχιζε νεαρά παλικάρια και προμήθευε μ’ αυτά τους “βάρβαρους”, αυτός ο πολιτισμένος. Ποιος έχει σειρά;»
~ 116 ~
Εχθροί … εκ των έσω
4. Οι πληροφοριοδότες
«Ο Αθήναιος αποδίδει τα βάσανα των Χίων στην ύβρι τους. Δεν την περιγράφει ο ίδιος, αλλά παραπέμπει στον ιστορικό Θεόπομπο. Ποιος ήταν λοιπόν ο Θεόπομπος;» «Γι’ αυτόν τον τύπο έχουμε αρκετές βιογραφικές πληροφορίες, χάρη στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, που στην Μυριόβιβλό του, μια εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας λογοτεχνίας, έχει γράψει αρκετά γι’ αυτόν. Κατ’ αρχάς, ο Θεόπομπος γεννήθηκε στη Χίο. Επομένως αυτά που λέει για τον τόπο του τα ξέρει από πρώτο χέρι. Δεύτερον, έζησε στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου. Ακολουθώντας τη συμβουλή του δάσκαλού του Ισοκράτη, καταπιάστηκε με την ιστοριογραφία. Δυστυχώς και από αυτού το έργο δεν μας έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Έγραψε μια επιτομή των Ιστοριών του Ηροδότου, τα Φιλιππικά, δηλαδή μια παγκόσμια ιστορία για τα χρόνια που βασίλευε ο Φίλιππος ο Μακεδόνας, και το έργο «Ελληνικαί Ιστορίαι» ή «Σύνταξις Ιστοριών», μια ιστορία της Ελλάδας που ξεκινάει από εκεί που σταμάτησε ο Θουκυδίδης, δηλαδή το 411 π.Χ.» «Και; Πέρα από αυτά που αναφέρονται στους Δειπνοσοφιστές λέει τίποτα που να μπορεί να μας βοηθήσει;» «Χμμμ…» Έριξα μια ματιά στον Θεόπομπο. Αυτός σήκωσε τους ώμους του. «Μάλλον όχι. Μένουμε με αυτά που μας μεταφέρει ο Αθήναιος. Πρώτα δούλοι γίνονταν οι κάτοικοι κατεκτημένων περιοχών. Έκανε μια επιδρομή μια πόλη κάπου, κατακτούσε το μέρος, λεηλατούσε τα σπίτια και τους ναούς και υποδούλωνε τους κατοίκους. Οι Χίοι, όπως μας λέει ο Θεόπομπος ήσαν οι πρώτοι που έκαναν ειδικά επιδρομές επ’ αυτού, για την προμήθεια δούλων. Έκαναν ντου σε ένα μέρος – κατά προτίμηση απέναντι, στα βαρβαρικά μέρη της Ανατολίας, άρπαζαν όσους από τους κατοίκους γούσταραν και μετά επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη για το προβλεπόμενο εμπόριο. Και πώς φαίνεται η ασέβειά τους; Το ξεπέρασμα του μέτρου; Δεν τους είχαν ανάγκη τόσους δούλους, γιατί τις περισσότερες από τις δουλειές τους, στα σπίτια, στα χωράφια, στα εργαστήρια, τις έκαναν οι ίδιοι!» Ξεφύσηξε απογοητευμένη. «Πάμε στον επόμενο.» «Πριν τους δούμε ξεχωριστά, τον στωικό Ποσειδώνιο και τον περιπατητικό Νικόλαο, ας δούμε το περιστατικό που μας αναφέρουν, δηλαδή την κατάληψη της Χίου από τον Μιθριδάτη τον Καππαδόκη.» «Για να δούμε.» «Λοιπόν. Αυτό το περιστατικό συνέβη το 86 π.Χ. Ο Μιθριδάτης ο Καππαδόκης που αναφέρεται από τον Αθήναιο δεν είναι άλλος από τον Μιθριδάτη τον 6ο, τον Μέγα, τον βασιλιά του Πόντου που τάραξε τους Ρωμαίους στους περίφημους Μιθριδατικούς Πολέμους. Βέβαια, ένας άλλος συγγραφέας που αναφέρεται στους Μιθριδατικούς πολέμους, δεν μας περιγράφει έτσι ακριβώς το τι συνέβη στη Χίο.» Το λόγο πήρε ο Αππιανός: ~ 117 ~
Εχθροί… εκ των έσω
«Έφτασε ένα γράμμα από τον Μιθριδάτη που έλεγε πάνω κάτω τα εξής: “Εσείς, Χίοι, συνεχίζετε να τάσσεστε με το μέρος των Ρωμαίων, και πολλοί από εσάς συνεχίζετε να συνωμοτείτε μαζί τους. Συνεχίζετε να δρέπετε τους καρπούς των Ρωμαίων, από τους οποίους δεν δίνετε τίποτα σε εμάς. Η τριήρη σας διεμβόλισε το πλοίο μου στη ναυμαχία κοντά στη Ρόδο. Με καλή καρδιά έσπευσα να αποδώσω την ευθύνη αποκλειστικά και μόνο στους πιλότους της, ελπίζοντας ότι σκέφτεστε την ασφάλειά σας και ότι επιθυμείτε να παραμείνετε υπήκοοί μου. Όμως τώρα έχετε στείλει στα κρυφά τους επικεφαλής σας στο Σύλλα και δεν έχετε αποδείξει ή διακηρύξει ότι αυτό δεν έγινε χωρίς τη λαϊκή αποδοχή, όπως θα έπρεπε να κάνατε αν όντως δεν συνεργαζόσασταν μαζί τους. Παρόλο που οι φίλοι μου θεωρούν πως αυτοί που συνωμοτούν εναντίον της εξουσίας μου και αυτοί που σκοπεύουν να συνωμοτήσουν ενάντια σε μένα τον ίδιο πρέπει να εκτελεστούν, θα σας αφήσω να συνεχίσετε τη ζωή σας με ένα πρόστιμο των 2.000 ταλάντων.” […] Όταν συγκεντρώθηκε το ποσό ο Ζηνόβιος, ο στρατηγός του Μιθριδάτη τους κατηγόρησε ότι του έδωσαν λιγότερα και τους έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν στο θέατρο. Μόλις αυτοί συγκεντρώθηκαν εκεί, τοποθέτησε τους στρατιώτες τους γύρω από το θέατρο και γύρω από το δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι, με τραβηγμένα τα σπαθιά τους. Τότε οδήγησε τους Χιώτες έναν έναν από το θέατρο στα πλοία –τους άντρες χώρια απ’ τις γυναίκες και τα παιδιά- όπου όλοι υπέστησαν άθλια συμπεριφορά από τους βάρβαρους δεσμώτες τους. Με τον ίδιο τρόπο ο Ζηνόβιος τους οδήγησε στο Μιθριδάτη, ο οποίος τους έστειλε στον Εύξεινο Πόντο. Αυτή ήταν η τραγική μοίρα των πολιτών της Χίου. 130» «Τι έγινε τελικά; Παραδόθηκαν οι Χίοι στους δούλους τους ή όχι; Ποιόν να πιστέψουμε;» «Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να δούμε από κοντά τους δυο συγγραφείς που αφήσαμε για λίγο. Ξεκινάμε από τον Νικόλαο τον Δαμασκηνό, τον λεγόμενο περιπατητικό. Γεννήθηκε γύρω στο 64 π.Χ. Για τη ζωή του ξέρουμε αρκετά πράγματα, μιας και η αυτοβιογραφία του σώθηκε χάρις σε μια κωδικοποίηση αρχαίων κειμένων που έγινε επί Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Στην ιστορία έχει καταγραφεί σαν ένας από τους μεγαλύτερους τσάτσους της εξουσίας. Ήταν κολλητός του Ηρώδη του Μέγα, δάσκαλος των παιδιών του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, ενώ μετά την ήττα τους ακολούθησε τον Αύγουστο στη Ρώμη, όπου του έγραψε και μια άκρως παινευτική βιογραφία. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του δίνει βάρος στο φιλοσοφικό του έργο, μιας και έγραψε πολλά έργα σχολιάζοντας κειμενα του Αριστοτέλη. Όσον αφορά το πρωτότυπο ιστορικό του έργο, όσο τουλάχιστον περισσεύει από τις κολακείες, θεωρείται ότι είναι αντιγραφή άλλων προγενέστερων έργων.» «Έχουμε κάτι να το συγκρίνουμε;» «Και βέβαια! Σε ένα απόσπασμά από το βιβλίο του “Παραδόξων Εθνών Συναγωγή” ο Νικόλαος αναφέρεται σε ένα “ταφικό” έθιμο των Κόλχων, λαού του Εύξεινου Πόντου.» Έδωσα το λόγο στον Νικόλαο, ο οποίος χωρίς να έχει ενοχληθεί από τα σχόλιά μου άρχισε να αφηγείται με στόμφο: «Οι Κόλχοι αυτούς που πεθαίνουν δεν τους θάβουν, αλλά τους κρεμάνε από τα δέντρα.131» «Μπρρρρ…. Και με τι θα το συγκρίνουμε αυτό το απόσπασμα;» «Στα Σχόλια των Αργοναυτικών του Απολλώνιου του Ρόδιου βρίσκουμε μια αναφορά στον γνωστό μας Νυμφόδωρο! Ο άγνωστος Σχολιαστής λέει τα εξής.» Της διάβασα: «Στους Κόλχες δεν υπάρχει νόμος ούτε να θάβουν τα σώματα των αντρών ούτε να τα καίνε. Παίρνοντας φρέσκα δέρματα ζώων τυλίγουν τα πτώματα των νεκρών και τα
130 131
Αππιανού Αλεξανδρέως «Ρωμαϊκή Ιστορία», Βιβλίο ΙΒ΄, 47 «Fragmenta Historicoum Graecorum», vol. iii, fr. 124
~ 118 ~
Εχθροί … εκ των έσω
κρεμάνε, ενώ τις γυναίκες τις παραδίδουν στη γη, όπως λέει ο Νυμφόδωρος, που τα παρακολούθησε από κοντά όλα αυτά.132» «Εξαιρετικά! Και ο άλλος; Ο Ποσειδώνιος;» «Ο Ποσειδώνιο ο Ρόδιος, ο στωικός φιλόσοφος, γεννήθηκε γύρω στο 135 π.Χ. και πέθανε το 51 π.Χ. Από τους σύγχρονούς του θεωρείτο ο πολυμαθέστερος άνθρωπος της εποχής του. Και πρέπει να ήταν σίγουρα παντογνώστης ή τεράστιος παπαρολόγος, μιας και έγραψε πάρα πολλά βιβλία για οτιδήποτε επιστητό. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι από τα τόσα του έργα δεν σώθηκαν παρά ψίχουλα.» «Μάλιστα. Επομένως όσον αφορά το περιστατικό της Χίου ο Ποσειδώνιος είναι πιο έμπιστος από τον Αππιανό, που έζησε 150 χρόνια αργότερα, έτσι;» «Κι εγώ στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω. Αυτό όμως που κρατάω από αυτούς τους δύο και το περιστατικό της Χίου είναι άλλο. Το πότε έγινε η ιστορία της Χίου! Πιστεύω ότι αυτό το στοιχείο περιορίζει πάρα πολύ το εύρος που συζητάγαμε νωρίτερα. Από τη στιγμή που εμπιστευόμαστε τον Ποσειδώνιο, που λέει ότι οι Χιώτες παραδόθηκαν στους δούλους τους –χωρίς βέβαια να έχουμε ακριβείς πληροφορίες για το πώς ακριβώς έγινε κάτι τέτοιο- δεν ταιριάζει με την ιστορία του Δρίμακου. Αν όντως ο Δρίμακος έζησε και έδρασε τότε, το 85 π.Χ., τότε με ποιους Χιώτες ήρθε σε συννενόηση για την εκεχειρία ανάμεσά τους; Ποιοι Χιώτες τον είχαν επικυρήξει; Σε ποιους Χιώτες παρέδωσε το κεφάλι του το πρωτοπαλίκαρό του;» «Έχεις ένα δίκιο. Με τους Ρωμαίους και τα στρατεύματα του Μιθριδάτη να πηγαινοέρχονται στο νησί οι ντόπιοι δεν θα είχαν πολλά περιθώρια να κάνουν αυτά που περιγράφει ο Νυμφόδωρος.» «Έπειτα δες και το άλλο. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία, δηλαδή το τελευταίο ελεύθερο από τους Ρωμαίους μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας υποτάσσεται μετά τη μάχη της Κορίνθου, το 146 π.Χ. Όλο το υπόλοιπο διάστημα οι πόλεμοι των Ρωμαίων στην Ανατολή συνεχίζονται αμείωτοι, πότε εναντίον εξωτερικών εχθρών, όπως του Μιθριδάτη, και πότε ανάμεσά τους, όπως η μάχη των Φαρσάλων ανάμεσα σε Ιούλιο Καίσαρα και Πομπήιο ή οι πόλεμοι ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Μάρκο Αντώνιο σε Αίγυπτο κι Ελλάδα.» «Και τι μ’ αυτό;» «Ε, να. Δεν είναι περιβάλλον αυτό για έναν ευγενή και πλούσιο Συρακόσιο να… κάνει τουρισμό και να καταγράφει τα παράδοξα της Ανατολής!» «Α! για τον Νυμφόδωρο λες!» «Ακριβώς. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το χρονικό διάστημα που είχαμε ορίσει νωρίτερα μειώνεται κατά πολύ! Ο Νυμφόδωρος έζησε από το 350 μέχρι, ας πούμε, το … 100 π.Χ.!»
132
Σχόλιο στο στίχο 202 του τρίτου βιβλίου των «Αργοναυτικών» του Απολλώνιου του Ρόδιου
~ 119 ~
Εχθροί… εκ των έσω
5. Η κατάληξη Νο3
«Ποιόν αφήσαμε τελευταίο;» «Τον Εύπολι», της είπα. «Τον ξέρω αυτόν! Κωμοδιογράφος, σύγχρονος του Αριστοφάνη, έτσι;» «Όχι μόνο σύγχρονος. Πέρα από συνομίληκοι, μέχρι ενός σημείου ήσαν και πολύ καλοί φίλοι! Μετά τα σπάσανε και κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο για λογοκλοπή. Δυστυχώς και από αυτόν δεν έχουν σωθεί πάρα πολλά πράγματα. Τίποτα που να μας βοηθάει να ανασυστήσουμε μια κωμωδία του. Πέθανε περίπου 412 π.Χ. και λένε ότι τον σκότωσε ο Αλκιβιάδης, ρίχνοντάς τον από ένα πλοίο, επειδή τον είχε ξεσκίσει στη κριτική στην κωμωδία του “Μαρικάς”.» «Μάλιστα. Και πού μας βοηθάει ο Εύπολις στην υπόθεσή μας;» «Πιστεύω ότι αυτή η φράση που αναφέρει ο Εύπολις, αυτό το “Χιώτης αφέντη αγόρασε” δένει πάρα πολύ με ό, τι έχουμε δει ως τα τώρα. Είναι σκωπτικό απέναντι στους Χιώτες και όσον αφορά την παράδοση που τους θέλει να είναι οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με το εμπόριο των δούλων, αλλά και όσο αφορά ότι κάποια στιγμή ήρθαν τα πάνω κάτω στο νησί!» «Δηλαδή, το βλέπεις σαν μια έμμεση αναφορά στο περιστατικό που περιγράφει ο Νυμφόδωρος;» «Ακριβώς! Πιστεύω ότι ο Δρίμακος και η κοινότητα των απελευθερωμένων δούλων εμφανίστηκαν κάπου στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Η χρονική συγκυρία ήταν υπέροχη: Στο Αιγαίο γινόταν χαμός, με τον σπαρτιατικό στόλο να έχει πάρει φαλάγγι τους Αθηναίους και με το ένα νησί να αποσπάται από την Αθηναϊκή Συμμαχία μετά το άλλο. Η Χίος όντως ήταν ένα από αυτά τα νησιά που, μετά από προτροπή του συνεργάτη των Σπαρτιατών πλέον Αλκιβιάδη, αποστάτησαν από τους Αθηναίους, με αποτέλεσμα αυτοί να εκστρατεύσουν εναντίον του για να το… συνετίσουν. Την ίδια περίοδο που οι Αθηναίοι πολιορκούσαν τη Χίο, στη Μίλητο ήταν σταθμευμένος ο σπαρτιατικός στόλος, υπό τον Αστύοχο.» Λέγοντας αυτά πρόσεξα τον Θουκυδίδη που χαμογελούσε. Σαν να ήθελε κάτι να πει. Του έγνεψα να μιλήσει. Τώρα που είχαμε καταφέρει να προσδιορίσουμε χρονικά το πότε περίπου μπορεί να ξεσηκώθηκε ο Δρίμακος με τους συντρόφους του, έπρεπε να δούμε τι μας λένε αυτοί που ήξεραν καλύτερα τα γεγονότα της περιόδου εκείνης. «Κατά τόν ἴδιον ἐν τούτοις καιρόν, οἱ Χίοι καί ὁ Πεδάριτος, παρ' ὅλην τήν ἀδιαφορίαν τοῦ Ἀστυόχου, ἔστειλαν ἐπανειλημμένως ἀγγελιαφόρους εἰς τήν Μίλητον, ζητοῦντες ἀπό αὐτόν νά ἔλθη μέ ὅλον τόν στόλον πρός βοήθειαν τῶν, ἀφοῦ πολιορκοῦνται, καί νά μή ἀνεχθῆ, ὅπως ἡ μεγίστη τῶν συμμαχίδων πόλεων τῆς Ἰωνίας διατελῆ ἀποκλεισμένη ἀπό θαλάσσης καί ἐρημοῦται κατά ξηράν διά ληστρικῶν ἐπιδρομῶν. Διότι ἡ Χίος εἶχε πολλούς δούλους, περισσοτέρους μάλιστα ἀπό κάθε ἄλλην πόλιν μετά τήν Λακεδαίμονα, καί συγχρόνως ὡς ἐκ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν, αἵ παρεκτροπαί τῶν ἐτιμωροῦντο μέ μεγαλητέραν
~ 120 ~
Εχθροί … εκ των έσω αὐστηρότητα. Ὡς ἐκ τούτου, θεωρήσαντες οὗτοι ὅτι διά τῆς ὀχυρώσεως τοῦ Δελφινίου, ὁ στρατός τῶν Ἀθηνῶν εἶχεν ἐγκατασταθῆ ἀσφαλῶς εἰς τήν Χίον, ηὐτομόλησαν ἀμέσως πρός αὐτούς οἱ περισσότεροι καί ἐπροξένησαν αὐτοί τάς μεγαλητέρας ζημίας εἰς τήν χώραν, λόγω του ὅτι τήν ἐγνώριζαν καλῶς. 133»
Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Να το! Ο ξεσηκωμός των δούλων της Χίου, η αναχώρησή τους στα βουνά και η λεηλασία των οικισμών από αυτούς! Πότε ακριβώς έγινε;» «Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, η έκκληση για βοήθεια από τους Χιώτες και τον αρχηγό τους Πεδάριτο προς τον σπαρτιάτη στρατηγό Αστύοχο έγινε περίπου στο χειμερινό ηλιοτρόπιο του 20ου έτους του πολέμου.» «Δηλαδή, στα τέλη του Δεκέμβρη του 412 π.Χ.» «Ακριβώς. Ενώ οι Αθηναίοι άρχισαν να οχυρώνουν την περιοχή Δελφίνιο της Χίου και να πολιορκούν την πόλη στις αρχές του χειμώνα του 20ου έτους του πολέμου.» «Δηλαδή, από τον Νοέμβρη του 412 π.Χ.» «Ακριβώς! Εκείνη λοιπόν την περίοδο οι δούλοι της Χίου, αντιδρώντας στη βάναυση μεταχείρισή τους από τα αφεντικά τους και εκμεταλλευόμενοι την γενικότερη αναμπουμπούλα, επαναστατούν, και στα βουνά δημιουργούν μια δικιά τους οργανωμένη κοινότητα, με κανόνες και αρχές. Είναι καταφύγιο των αδικημένων, μόνιμη πηγή σκοτούρων για τους αφέντες για πάρα πολλά χρόνια, ενώ οι πρωτεργάτες της επικηρύσσονται σαν τους μεγαλύτερους εχθρούς της καθεστηκυίας τάξης. Οι λεπτομέρειες της περιπέτειάς τους αποσιωπούνται από τους επίσημους ιστοριογράφους και επιβιώνουν μόνο μέσα από την λαϊκή προφορική παράδοση. Ο Δρίμακος ηρωωοποιείται από τα κατώτερα στρώματα, ενώ οι αφέντες τον χρησιμοποιούν σαν μπαμπούλα. 170 χρόνια μετά τους σπαρτιάτες και μεσσήνιους είλωτες στην Ιθώμη, που η πολιορκία των Σπαρτιατών τους ανάγκασε πρώτα να οργανωθούν για να επιβιώσουν –κάτι που το κατάφεραν για πάρα πολλά χρόνια- και μετά να πάνε και να επικοίσουν μια πόλη – χάρισμα των Αθηναίων, την Ναύπακτο, σύμφωνα με τους αθηναϊκούς νόμους. 340 χρόνια πριν την πιο ξακουστή και φιλόδοξη εξέγερση δούλων, αυτήν που ξεκίνησε ο Θρακιώτης Σπάρτακος στην Ιταλία, που πνίγηκε στο αίμα από τις λεγεώνες του ρωμαϊκού στρατού. Ο Δρίμακος και οι σύντροφοί του πραγματικά είναι ένας φάρος στην ιστορία της πάλης των τάξεων, μιας και δεν αρκέστηκαν μόνο να δημιουργήσουν αναταράξεις στην Χίο, κατ’ εντολη και προτροπή των Αθηναίων, αλλά έφτιαξαν τη δικιά τους ανεξάρτητη πολιτεία, ένα διαρκές αγκάθι στο πόδι των δουλεμπόρων.» «Και μετά κάποιοι τσαντίζονται που κόπηκε το κείμενο εκείνο από τα βιβλία! Και βέβαια είναι αντισυνταγματικό να μαθαίνεις στα παιδιά την αξία της κοινωνικής και της ατομικής ελευθερίας! Αν μαθαίνουν τέτοια πράγματα σε λίγο θα στραφούν ενάντια στους εργοδότες τους, στην αστυνομία… Καλά έκανε το Υπουργείο και άλλαξε τα βιβλία! Άκους εκεί… “Η λευτεριά είναι καλό πράγμα”… Τς τς τς… »
133
Θουκυδίδιου «Ιστορίαι», Βιβλιο Η΄, 40. Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος
~ 121 ~
Εχθροί… εκ των έσω
~ 122 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Τα αρχαία κείμενα ~ 123 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Π άπυρος νο 16 από την Οξύρρυγχο της Αιγύπτου με κείμενο από τις «Ιστορίες» του Θουκυδίδη. 2ος
αιώνας μ.Χ., Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ. ~ 124 ~
Εχθροί … εκ των έσω
α. Απομυθοποιώντας το Θερσίτη 1. Η αφορμή Ομήρου «Ιλιάδα» , Ραψωδία Β, στ. 211 – 277 Ἄλλοι μέν ῥ᾽ ἕζοντο, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας· Θερσίτης δ᾽ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν, ἀλλ᾽ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε· φολκὸς ἔην, χωλὸς δ᾽ ἕτερον πόδα· τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτὼ ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε· αὐτὰρ ὕπερθε φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη. Ἔχθιστος δ᾽ Ἀχιλῆϊ μάλιστ᾽ ἦν ἠδ᾽ Ὀδυσῆϊ· τὼ γὰρ νεικείεσκε· τότ᾽ αὖτ᾽ Ἀγαμέμνονι δίῳ ὀξέα κεκλήγων λέγ᾽ ὀνείδεα· τῷ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ. Αὐτὰρ ὃ μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ· Ἀτρεΐδη τέο δ᾽ αὖτ᾽ ἐπιμέμφεαι ἠδὲ χατίζεις; πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, πολλαὶ δὲ γυναῖκες εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι, ἅς τοι Ἀχαιοὶ πρωτίστῳ δίδομεν εὖτ᾽ ἂν πτολίεθρον ἕλωμεν. Ἦ ἔτι καὶ χρυσοῦ ἐπιδεύεαι, ὅν κέ τις οἴσει Τρώων ἱπποδάμων ἐξ Ἰλίου υἷος ἄποινα, ὅν κεν ἐγὼ δήσας ἀγάγω ἢ ἄλλος Ἀχαιῶν, ἠὲ γυναῖκα νέην, ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι, ἥν τ᾽ αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι; οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν. Ὦ πέπονες κάκ᾽ ἐλέγχε᾽ Ἀχαιΐδες οὐκέτ᾽ Ἀχαιοὶ οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἐῶμεν αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖς προσαμύνομεν ἦε καὶ οὐκί· ὃς καὶ νῦν Ἀχιλῆα ἕο μέγ᾽ ἀμείνονα φῶτα ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας. Ἀλλὰ μάλ᾽ οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν, ἀλλὰ μεθήμων· ἦ γὰρ ἂν Ἀτρεΐδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο· ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν, Θερσίτης· τῷ δ᾽ ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς, καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ· Θερσῖτ᾽ ἀκριτόμυθε, λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής, ἴσχεο, μηδ᾽ ἔθελ᾽ οἶος ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν· οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον. Τὼ οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ᾽ ἔχων ἀγορεύοις, ~ 125 ~
Εχθροί… εκ των έσω καί σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, νόστόν τε φυλάσσοις. Οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα, ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν υἷες Ἀχαιῶν. Τὼ νῦν Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν ἧσαι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες Δαναοί· σὺ δὲ κερτομέων ἀγορεύεις. Ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται· εἴ κ᾽ ἔτι σ᾽ ἀφραίνοντα κιχήσομαι ὥς νύ περ ὧδε, μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη, μηδ᾽ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην, εἰ μὴ ἐγώ σε λαβὼν ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω, χλαῖνάν τ᾽ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ᾽ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει, αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω πεπλήγων ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν. Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν· ὃ δ᾽ ἰδνώθη, θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ· σμῶδιξ δ᾽ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη σκήπτρου ὕπο χρυσέου· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο τάρβησέν τε, ἀλγήσας δ᾽ ἀχρεῖον ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ. Οἳ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν· ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον· ὢ πόποι ἦ δὴ μυρί᾽ Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργε βουλάς τ᾽ ἐξάρχων ἀγαθὰς πόλεμόν τε κορύσσων· νῦν δὲ τόδε μέγ᾽ ἄριστον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὃς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ᾽ ἀγοράων. Οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ νεικείειν βασιλῆας ὀνειδείοις ἐπέεσσιν.
2. Ο Θερσίτης i. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη», Βιβλίο Α, 8,6 οἱ δὲ Ἀγρίου παῖδες, Θερσίτης Ὀγχηστὸς Πρόθοος Κελεύτωρ Λυκωπεὺς Μελάνιππος, ἀφελόμενοι τὴν Οἰνέως βασιλείαν τῷ πατρὶ ἔδοσαν, καὶ προσέτι ζῶντα τὸν Οἰνέα καθείρξαντες ᾐκίζοντο. ὕστερον δὲ Διομήδης ἐξ Ἄργους παραγενόμενος μετ᾽ Ἀλκμαίωνος κρύφα τοὺς μὲν Ἀγρίου παῖδας, χωρὶς Ὀγχηστοῦ καὶ Θερσίτου, πάντας ἀπέκτεινεν (οὗτοι γὰρ φθάσαντες εἰς Πελοπόννησον ἔφυγον), τὴν δὲ βασιλείαν, ἐπειδὴ γηραιὸς ἦν ὁ Οἰνεύς, Ἀνδραίμονι τῷ τὴν θυγατέρα τοῦ Οἰνέως γήμαντι δέδωκε, τὸν δὲ Οἰνέα εἰς Πελοπόννησον ἦγεν. οἱ δὲ διαφυγόντες Ἀγρίου παῖδες ἐνεδρεύσαντες περὶ τὴν Τηλέφου ἑστίαν τῆς Ἀρκαδίας τὸν πρεσβύτην ἀπέκτειναν. Διομήδης δὲ τὸν νεκρὸν εἰς Ἄργος κομίσας ἔθαψεν ἔνθα νῦν πόλις ἀπ᾽ ἐκείνου Οἰνόη καλεῖται
ii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, «Νηών Κατάλογος», 637 – 644 Αἰτωλῶν δ᾽ ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός, ~ 126 ~
Εχθροί … εκ των έσω οἳ Πλευρῶν᾽ ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην Χαλκίδα τ᾽ ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν· οὐ γὰρ ἔτ᾽ Οἰνῆος μεγαλήτορος υἱέες ἦσαν, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ αὐτὸς ἔην, θάνε δὲ ξανθὸς Μελέαγρος· τῷ δ᾽ ἐπὶ πάντ᾽ ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσι· τῷ δ᾽ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.
iii. Σχόλιο στο Ιλιάδος Β 212, από το «Scholia Graeca in Homerii Iliadem» Φερεκίδης δὲ καὶ τοῦτον ἕνα τῶν ἐπὶ τὸν Καλυδώνιον κάπρον στρατευσάντων φησίν. ἐκκλίνοντα δὲ τὴν τοῦ συὸς μάχην ὑπὸ Μελεάγρου κατακρημνισθῆναι˙ διὸ καὶ λελωβῆσθαι τὸ σῶμα.
iv. Σοφοκλέους «Φιλοκτήτης », στ. 438 – 448 ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ - ξυμμαρτυρῶ σοι· καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτό γε ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι, γλώσσῃ δὲ δεινοῦ καὶ σοφοῦ, τί νῦν κυρεῖ. ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ - ποίου δὲ τούτου πλήν γ᾽ Ὀδυσσέως ἐρεῖς; ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ - οὐ τοῦτον εἶπον, ἀλλὰ Θερσίτης τις ἦν, ὃς οὐκ ἂν εἵλετ᾽ εἰσάπαξ εἰπεῖν, ὅπου μηδεὶς ἐῴη· τοῦτον οἶσθ᾽ εἰ ζῶν κυρεῖ; ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ - οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ᾽ ἔτ᾽ ὄντα νιν. ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ - ἔμελλ᾽· ἐπεὶ οὐδέν πω κακόν γ᾽ ἀπώλετο, ἀλλ᾽ εὖ περιστέλλουσιν αὐτὰ δαίμονες
v. Λιβανίου «Εγκώμιον Θερσίτου» Παραιτησάμενος Ὀμηρον ἔχειν μοι συγγνώμην ὅν ἐκεῖνος εἰπεῖν ἐβουλήσθη κακῶς, τοῦτον αὐτος ἐγκωμιάζειν ἐπιχειρῶ, Θερσίτην λέγω. Πειράσομαι δὲ περὶ αὐτοῦ διαλεχθῆναι μικρὰ καὶ τὸν Ὅμηρον αὐτον ἔς τινα παρεχόμενος μάρτυρα. Πρῶτον μὲν τοὶνυν οὐκ ἐκ φαύλων οὐδὲ ἀνωνύμων ἦν γονέων, εἰ μὴ φαῦλον τις ἡγεῖται τὸν Ἄγριου καὶ τὸν τούτου πατέρα καὶ τὸν ἐκείνου, ἀλλ’ οὐδείς ἄν εὖ φρονῶν. Ὥστ’ εἴπερ ἐβούλετο θερσίτης ἐν τοῖς Ἕλλησι σεμνύνειν ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν προγόνων, ὥσπερ ὁ τούτου συγγενὴς Διομήδης, οὐκ ἄν ἤπόρησεν, ἀλλ’ εἶξεν ἄν καὶ αὐτὸς εἶπεῖν. Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο. Νῦν δὲ οὐδ’ ὅτε ἠδικεῖτο ὑπ’ Ὀδυσσέως, ἐμνήσθη τῶν πατέρων, ὡς ἄν τις ἀξιῶν αὐτος ἀπὸ τῶν αὑτοῦ παρὰ τοῖς ἄλλοις εὐδοκιμεῖν. Τραφεὶς τοὶνυν, ὡς εἰκὸς τὸν ἐκ τοιούτων, καὶ δυνάμενος ἔργων κοινωνεῖν τοῖς ἤρωσι πρεπόντων ἥκε μὲν ἐπὶ τὸν σῦν, ὅτε δὴ καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας τοὺς ἀρίστους ὁ Μελέαγρος ἐπὶ τὸν τῆς χώρας ἐκεῖνον λυμεῶνα συνῆγεν, ἀπελθὼν δὲ ἐκεῖθεν ἠσθένησέ τε καὶ ἡ νόσος αὐτῳ τὸ σῶμα κατέβλαψεν. Οὐ μὴν τὴν γε ψυχὴν ἐποίησε χείρονα οὐδὲ ἐξέβαλεν αὐτῆς οὔτε τὴν ἀνδρείαν οὔτε τὸ δόξης ἐπιθυμεῖν. Σημεῖον δὲ, τῶν γὰρ Ἀτρειδῶν ἀγειρόντων τὸν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους στόλον ἔχων πρόφασιν εὐπρόσωπον, εἴπερ ἐβούλετο ῥᾳθυμεῖν, τὴν περὶ τὸ σῶμα τύχην οὐκ ἤνεγκεν οἴκοι μένων περὶ τῶν ~ 127 ~
Εχθροί… εκ των έσω ἔργων ἀκούειν, ἀλλ’ ἀφειμένος τῆς ἀπὸ τῶν ὅρξων ἀνάγκης, ἥ τοὺς ἄλλους εἰς τὰς ναῦς ἐνεβίβαζεν, ὥσπερ ἅπαντας ὅρκους ὀμεμυκὼς ἐπλει καὶ παρωξύνετο κατὰ τῶν ἠδικότων ὁ χωλὸς καὶ φολκὸς νομίζων δεῖσθαι τὸν πόλεμον ψυχῆς τολμᾶν ἐπισταμένης, ὥστε μοι δοκεῖ καὶ τοὺς ἀλλους εἰς τὴν ἀναγωγὴν ποιῆσαι προθυμοτέρους ὁ τοιοῦτον σῶμα τῷ Τρωικῷ πολέμῳ συνεισφέρων. Τίς γὰρ οὐκ ἄν ᾐσχύνθη τῶν ἄλλων ἀστρατείαν εἶναι ζητῶν Θερσίτου δοράτων καὶ τραυμάτων ἐρῶντος ; ἀκούων δέ, ὡς εἰκός, Ὁδδυσέα τε καὶ τὸν Πηλέως τὸν καλὸν αἰσχρῶς ἑαυτοὺς ἐκκλέπτειν τῶν ἀγώνων πειρωμένους καὶ τὸν μὲν σχῆμα κόρης, τὸν δὲ δόξαν μανίας ὑπεισιόντα κατεγέλα τε καὶ λόγους ἔλεγε πρέποντας τῇ τοιαύτῃ κακίᾳ οὐ φθονῶν τῷ μὲν τῆς συννέσεως, τῷ δὲ τῆς ἀνδρείας, ἐπεὶ οὕτω γ’ἄν ἐφθόνει μὲν Αϊαντι τῷ Τελμῶνος, ἐφθόνει δὲ τῷ γλυκυτέρῳ τοῦ μέλιτος Νέστορι. Ἀλλ’ οἶμαι, τὰ κακὰ τῶν ἔργων μὴ κακίζειν οὐκ εἶχεν. Οὐκοῦν οὔτ’ ἀντεῖχεν Ἀχιλλεῖ ποιοῦντι τὸν ἐν τῇ νόσῳ σύλλογον οὔτ’ ἐφήσθη τὴν τιμὴν ἀφαιρεθέντι, ἀλλ’ αὐτῷ τοὐναντίον συνάχθεται. Οὐ τοίνυν οὐδὲ Ὀδυσσέως τὴν θεωρίαν ἀπάγοντος διαβάλλει τὸν ἐλόμενον. Ἀλλ’ ὑπὸ τῶν οὐκ ὁρθῶς πραττομένων ἐκινεῖτο πρὸς λόγους καὶ τὰς κατὰ τῶν ἁμαρτανόντων αἰτίας οὐ δεδιὼς τὰς τύχας ἐνίων οὐδὲ τοὺς μὲν δυναστείαν ἔχοντας κολακεύων, τοῖς δὲ τοῦ δήμου χάλεπος ὤν καὶ προπηλαχίζων καὶ ἐλαύνων ἕκαστον τῶν ἀσθενεστέρων. ᾕδει γὰρ ὅτι τούτοις μὲν εἰς τὸ σωφρονεῖν ἀρκεῖ τὸ μὴ τρυφᾶν, τοῖς δὲ ἐν ἀρχαῖς καὶ πλήρεσι τραπέζαις καὶ πλούτοις δεῖ τινος ἔχοντος φρόνημα καὶ παρρησίαν συμφέρουσαν, ὅς ἔμελλεν σἴσεσθαι τὰ ἁμαρτανόμενα καὶ ἐπιπλήξειν καὶ καταβοήσεσθαι καὶ τὰ μὲν διακωλύσειν, τὰ δὲ ἐπανορθώσειν καὶ δείσειν τῶν ἁπάντων μηδέν, μὴ σκῆπτρον, μὴ δεινότητα ἀνδρός, μὴ φίλων πλῆθος, μὴ τοὺς ἐκείνων προβεβλημένους. Οἷον ὕστερον συνέβῃ γενέσθαι παρ’ Ἀθηναίοις τὸν Δημοσθένην, ᾁ τὸ κοινῇ συμφέρον πρὸ τῶν αὑτῷ λυσιτελούντων ἐκέκριτο καὶ λέγων οἷς ᾔδει τὸν δῆμον ἀνιάσων μᾶλλον ᾑρεῖτο λυπεῖν ἤ χαρίζεσθαι κακῶς. Ἐπὶ ταύτης αὑτον καὶ Θερσίτης ἔταξε τῆς τάξεως. Καὶ πολλαὶ μέν, ὡς εἰκός, ἐκκλησίαι πολλὰς καὶ καλὰς ἐδέξαντο δημηγορίας τοῦ ῥήτορος οὐ βραχέα περὶ μεγάλων λέγοντος, ἀλλ’ ἐκτείνοντος πρὸς τὴν χρείαν τοὺς λόγους, πάνυ δ’ ἄξιον ἄγασθαι τοῦτον τὸν καὶ παρ’ Ὁμήρου μνήμης ἠξιωμένον. Ὁρῶν γὰρ ἐκεῖνος τὸν ἄρχειν ἀξιοῦντα τῶν ἄλλων αἰχμαλώτοις δουλεύοντα γυναιξὶ καὶ ποτὲ μὲν αίτιον λοιμοῦ τῷ στρατοπεδῳ γινόμενον, ποτὲ δὲ ἀποκόπτοντα (?) τῆς δυνάμεως τὸν Ἀχιλλέα νῦν μὲν διὰ τὴν Χρύσου, νῦν δὲ διὰ τὴν Βρισέως καὶ σκοποῦντα μόνον ὅπως ὥρας ἀπολαύοι σωμάτων, εἰ δ’ἐντεῦθεν ἔτι χεῖρον ἕξει τὰ πράγματα τοῖς Ἀχαιοῖς οὐ προτιμῶντα καὶ ἐν μὲν τῷ φανερῷ μεμνημένον φυγῆς, λάθρα δὲ κατασκευάζοντα τὴν μονὴν καὶ τὰ μὲν αὐτὸν λέγοντα, τὰ δὲ διὰ τῶν κολάκων πράττοντα καὶ ποιοῦντα ἔρεγον μὴ ὅτι βασιλέως, ἀλλ’ οὐδὲ ἰδιώτου χρηστοῦ παρελθὼν μάλα ἀξίοις τοῦ γένους ἐχρήσατο λόγοις τὴν φιλοχρηματίαν εὐθὺς προφέρων, ὅ καὶ παρ’ Ἀχιλλέως εἰς αὐτον εἶρητο πρότερον. Καίτοι πῶς οὐ δεινόν, ὅταν μὲν Ἀχιλλεὺς λέγῃ, μὴ εἶναι τὸν λόγον ἀνόητον, ὅταν δὲ ἕτερος; οὐκοῦν τὴν μὲν τοῦ Θερσίτου δικαιοσύνην <δεικνύει> τὸ ~ 128 ~
Εχθροί … εκ των έσω τἀληθῆ κατηγορηκέναι, τὴν δ’ ὑπὲρ τῶν κοινῶν φροντίδα τὸ τῆς συμμαχίας ἀποστάντος Ἀχιλλέως ἀγνακτεῖν, τὸ δὲ ἀνδρεῖον τὸ θαρρούντως ἐπιτιμᾶν τῷ τὴν ἀρχὴν ἔχοντι καὶ τὸ φάσκειν εἶναι τὸν ὑβρισμένον ἐκείνου κρείττονα. Ὡς δὲ καὶ πολέσι προσέβαλλε καὶ αἰχμαλώτους ῇρει δῆλον οἶς περὶ αὑτοῦ λέγει ποιεῖ. Οὐ γὰρ ἄν ἐν τοῖς τἀναντία συνειδόσιν οὕτως ἀναιδῶς ἠλαζονεύετο, ἀλλ’ ἔχων μαρτυροῦντα τὰ πράγματα σεμνοῖς εἰκότως ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας ἐχρῆτο τοῖς λόγοις, πλὴν εἰ μὴ μεμηνέναι φαίη τις αὐτόν. Ἀλλ’οὐχ Ὄμηρός γε τοῦτο ἔφησεν, ἀλλὰ φοξὸν μὲν καὶ ψεδνὴν λάχνην καὶ μακρολογεῖν καὶ τὰ τοιαῦτα εἶπε, τοῦτε δ’οὐ προσέθηκεν. Οὐκοῦν ἅ γε τοῦ μεμηνότος ἐστὶν ὁ σωφρονῶν οὐκ ἄν ποτε κάθοι. Εἶς οὖν ἧν τῶν τοῖς πολεμίοις φοβερῶν ὁ Θερσίτης, εἴ γε τοὺς υἱοὺς ἐκείνων δεσμίους ἦγεν. Εἰ δὲ μὴ οὕτω ταῦτ’ εἶχεν, ἀλλ’ ἦν παντάπασιν ἄχρηστος, οὐκ ἄν ἤκε τὴν ἀρχὴν οὐκ ἐῶντος τοῦ Διομήδους · εἰ δὲ καὶ τοῦτο παρώφθη, ταῖς γε ἐκκλησίαις οὐκ ἄν ἐνοχλεῖν ἐπέτρεπεν οὐδὲ τὰ μὴ προσήκοντα αὐτὸν ἐγκωμιάζειν εἰδὼς ὅτι καὶ αὐτὸς ἄν μετεῖχε τῆς αἰσχύνης. Φέρε δὴ, τί τούτοις ἧν τοῖς λόγοις χείρων τοῦ Νέστορος ; μᾶλλον δέ, πῶς οὐ βελτίων ; ὁ μὲν γὰρ ἀμφοτέρους θεραπεύει, τὸν τε ἠπειληκότα καὶ τὸν ὑβρισμένον, καὶ οἶδε μὲν ἅπαντα καλῶς, εἰπεῖν δὲ ἅ φρονεῖ καθαρῶς οὐ τολμᾷ. Θερσίτης δὲ οὐδὲν προκαλυψάμενος πρὸ τῆς τύχης τὴν ἀρετὴν ἅγει. Καὶ ταῦτα ἔλεγεν οὐ ζηλοτυπῶν αὐτον τῆς Βρισηΐδος, ἀλλ’ ὁρῶν ἅ συμβήσεται μὴ συμπολεμοῦντος Ἀχιλλέως, ἅ καὶ αὐτὸς Ὅμηρος διηγεῖται φαίνετ’ οὗν ἡ παρρησία παρὰ τῷ Θερσίτῃ μείζων ἤ παρὰ τῷ Νέστορι τῷ γενεᾶς βασιλεύοντι τρίτης. Οὔκουν ἐμίσει μάλιστα τὸν Ἀχιλλέα, ἀλλ’ ἐκεῖνον μέν, ὡς εἰκὸς, ὀγκούμενον κατεμέμφετο, τοῖς δ’ ἄλλοις, ὁπότε καιρὸς ἦν, ὑπὲρ ἐκείνου προσέκρουρν οὐδένα ὑπ’ οὐδενὸς τό γε αὑτοῦ μέρος ἐῶν ἀδικεῖσθαι. Καὶ ὅτι γε ηὐδοκίμει λέγων, ἐμαρτύρησαν οἱ Ἕλληνες οὔτεκβαλεῖν μεταξὺ λέγοντα δεῖν εἰπόντες οὔτε δίκην ἀπαιτῆσαι τῶν εἰρημένων ὡς ἄν, οἶμαι, μετ’ ἀληθεὶας εἰρημένων. Ἀλλὰ τις ἦν ὁ παροινῶν, ὁ ῥήτωρ εἶναι βουλόμενος, ὁ δακνόμενος τῷ ῥεύματι τῶν τοῦ Θερσίτου λόγων καὶ ῥήματι διαβάλλων τὴν τέχνην. Ἀμφοτέρους τοίνυν ἔλαβε μάρτυρας ἀνὴρ ἐκεῖνος τοῦ δικαίως κεχρῆσθαι τοῖς λόγοις, τὸν τε πλήξαντα ἐκεῖνον καὶ τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν μὲν τῷ σιγῆσαι, τὸν δὲ αὐτῷ τῷ πλῆξαι. Τοῦ γὰρ μηδὲν αὐτον ἔχειν ἐλέγχειν ὁμολογία τοῦτό γ ἦν, οὐ δὴ τοῦ πεπονθότος τοῦτο ψόγος, ἀλλὰ τοῦ δράσαντος. Καὶ μέμεφοιτ’ ἄν τις εἰκότως ὑπὲρ τοῦ σώματος τὴν τύχην, ὑπὲρ δὲ τῆς ἀσελγείας τὸν παραβάντα τοὺς τῆς Ὕβρεως νόμους. Θερσίτης δὲ καὶ ταύτῃ θαυμάζοιτ’ ἄν, ὅτι πάσχων κακῶς ἠπίστατο φέρειν καὶ οὐκ ηὐτομόλησε παρὰ τοὺς πολεμίους, οὕς καὶ ἐπῆρεν ἂν καὶ θρασεῖς ἐποίησε πάντα ἐξαγγείλας τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀπόρρητα.
vi. Λουκιανού «Νεκρικοί Διάλογοι», διάλογος 25 ΝΙΡΕΥΣ - Ἰδοὺ δή͵ Μένιππος οὑτοσὶ δικάσει͵ πότερος εὐμορφότερός ἐστιν. εἰπέ͵ ὦ Μένιππε͵ οὐ καλλίων σοι δοκῶ; ΜΕΝΙΠΠΟΣ - Τίνες δὲ καὶ ἔστε; πρότερον͵ οἶμαι͵ χρὴ γὰρ τοῦτο εἰδέναι. ~ 129 ~
Εχθροί… εκ των έσω ΝΙΡΕΥΣ - Νιρεὺς καὶ Θερσίτης. ΜΕΝΙΠΠΟΣ - Πότερος οὖν ὁ Νιρεὺς καὶ πότερος ὁ Θερσίτης; οὐδέπω γὰρ τοῦτο δῆλον. ΘΕΡΣΙΤΗΣ - Ἓν μὲν ἤδη τοῦτο ἔχω͵ ὅτι ὅμοιός εἰμί σοι καὶ οὐδὲν τηλικοῦτον διαφέρεις ἡλίκον σε Ὅμηρος ἐκεῖνος ὁ τυφλὸς ἐπῄνεσεν ἁπάντων εὐμορφότερον προσειπών͵ ἀλλ΄ ὁ φοξὸς ἐγὼ καὶ ψεδνὸς οὐδὲν χείρων ἐφάνην τῷ δικαστῇ. ὅρα δὲ σύ͵ ὦ Μένιππε͵ ὅντινα καὶ εὐμορφότερον ἡγῇ. ΝΙΡΕΥΣ - Ἐμέ γε τὸν Ἀγλαΐας καὶ Χάροπος͵ ὃς κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον. ΜΕΝΙΠΠΟΣ - Ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ὑπὸ γῆν͵ ὡς οἶμια, κάλλιστος ἦλθες͵ ἀλλὰ τὰ μὲν ὀστᾶ ὅμοια, τὸ δὲ κρανίον ταύτῃ μόνον ἄρα διακρίνοιτο ἀπὸ τοῦ Θερσίτου κρανίου, ὅτι εὔθρυπτον τὸ σόν· ἀλαπαδνὸν γὰρ αὐτὸ καὶ οὐκ ἀνδρῶδες ἔχεις. ΝΙΡΕΥΣ - Καὶ μὴν ἐροῦ Ὅμηρον͵ ὁποῖος ἦν͵ ὁπότε συνεστράτευον τοῖς Ἀχαιοῖς. ΜΕΝΙΠΠΟΣ - Ὀνείρατά μοι λέγεις· ἐγὼ δὲ ἃ βλέπω καὶ νῦν ἔχεις͵ ἐκεῖνα δέ οἱ τότε ἴσασιν. ΝΙΡΕΥΣ - Οὔκουν ἐγὼ ἐνταῦθα εὐμορφότερός εἰμι͵ ὦ Μένιππε; ΜΕΝΙΠΠΟΣ - Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος· ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες. ΘΕΡΣΙΤΗΣ- Ἐμοὶ μὲν καὶ τοῦτο ἱκανόν.
3. Ο Οδυσσέας i. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη», Βιβλίο Γ΄, 10,8 – 10,9 Παρεγένοντο δὲ εἰς Σπάρτην ἐπὶ τὸν Ἑλένης γάμον οἱ βασιλεύοντες Ἑλλάδος. ἦσαν δὲ οἱ μνηστευόμενοι οἵδε˙ Ὀδυσσεὺς Λαέρτου, Διομήδης Τυδέως, Ἀντίλοχος Νέστορος, Ἀγαπήνωρ Ἀγκαίου, Σθένελος Καπανέως, Ἀμφίμαχος Κτεάτου, Θάλπιος Εὐρύτου, Μέγης Φυλέως, Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου, Μενεσθεὺς Πετεώ, Σχεδίος <καὶ> Ἐπίστροφος <Ἰφίτου>, Πολύξενος Ἀγασθένους, Πηνέλεως <Ἱππαλκίμου>, Λήιτος <Ἀλέκτορος>, Αἴας Ὀιλέως, Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος Ἄρεος, Ἐλεφήνωρ Χαλκώδοντος, Εὔμηλος Ἀδμήτου, Πολυποίτης Πειρίθου, Λεοντεὺς Κορώνου, Ποδαλείριος καὶ Μαχάων Ἀσκληπιοῦ, Φιλοκτήτης Ποίαντος, Εὐρύπυλος Εὐαίμονος, Πρωτεσίλαος Ιφίκλου, Μενέλαος Ἀτρέως, Αἴας καὶ Τεῦκρος Τελαμῶνος, Πάτροκλος Μενοιτίου. Τούτων ὁρῶν τὸ πλῆθος Τυνδάρεως ἐδεδοίκει μὴ <προ>κριθέντος ἑνὸς στασιάσωσιν οἱ λοιποί. ὑποσχομένου δὲ Ὀδυσσέως, ἐὰν συλλάβηται πρὸς τὸν Πηνελόπης αὐτῷ γάμον, ὑποθήσεσθαι τρόπον τινὰ δι᾽ οὗ μηδεμία γενήσεται στάσις, ὡς ὑπέσχετο αὐτῷ συλλήψεσθαι ὁ Τυνδάρεως, πάντας εἶπεν ἐξορκίσαι τοὺς μνηστῆρας βοηθήσειν, ἐὰν ὁ προκριθεὶς νυμφίος ὑπὸ ἄλλου τινὸς ἀδικῆται περὶ τὸν γάμον. ἀκούσας δὲ τοῦτο Τυνδάρεως τοὺς μνηστῆρας ἐξορκίζει, καὶ Μενέλαον μὲν
~ 130 ~
Εχθροί … εκ των έσω αὐτὸς αἱρεῖται νυμφίον, Ὀδυσσεῖ δὲ παρὰ Ἰκαρίου μνηστεύεται Πηνελόπην.
ii. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 6-8 Μενέλαος δὲ αἰσθόμενος τὴν ἁρπαγὴν ἧκεν εἰς Μυκήνας πρὸς Ἀγαμέμνονα, καὶ δεῖται στρατείαν ἐπὶ Τροίαν ἀθροίζειν καὶ στρατολογεῖν τὴν Ἑλλάδα. ὁ δὲ πέμπων κήρυκα πρὸς ἕκαστον τῶν βασιλέων τῶν ὅρκων ὑπεμίμνησκεν ὧν ὤμοσαν, καὶ περὶ τῆς ἰδίας γυναικὸς ἕκαστον ἀσφαλίζεσθαι παρῄνει, ἴσην λέγων γεγενῆσθαι τὴν τῆς Ἑλλάδος καταφρόνησιν καὶ κοινήν. ὄντων δὲ πολλῶν προθύμων στρατεύεσθαι, παραγίνονται καὶ πρὸς Ὀδυσσέα εἰς Ἰθάκην. Ο δὲ οὐ βουλόμενος στρατεύεσθαι προσποιεῖται μανίαν. Παλαμήδης δὲ ὁ Ναυπλίου ἤλεγξε τὴν μανίαν ψευδῆ, καὶ προσποιησαμένῳ μεμηνέναι παρηκολούθει˙ ἁρπάσας δὲ Τηλέμαχον ἐκ τοῦ κόλπου τῆς Πηνελόπης ὡς κτενῶν ἐξιφούλκει. Ὀδυσσεὺς δὲ περὶ τοῦ παιδὸς εὐλαβηθεὶς ὡμολόγησε τὴν προσποίητον μανίαν καὶ στρατεύεται. ὅτι Ὀδυσσεὺς λαβὼν αἰχμάλωτον Φρύγα ἠνάγκασε γράψαι περὶ προδοσίας ὡς παρὰ Πριάμου πρὸς Παλαμήδην˙ καὶ χώσας ἐν ταῖς σκηναῖς αὐτοῦ χρυσὸν τὴν δέλτον ἔρριψεν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. Ἀγαμέμνων δὲ ἀναγνοὺς καὶ εὑρὼν τὸν χρυσόν, τοῖς συμμάχοις αὐτὸν ὡς προδότην παρέδωκε καταλεῦσαι.
iii. Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών» Έπειτα τους ηγεμόνας αθροίζουσιν επελθόντες την Ελλάδα. Και μαίνεσθαι προσποιησάμενον τον Οδυσσέα επί τω μη θέλειν στρατεύεσθαι εφώρασαν Παλαμήδους υποθεμένου τον υιόν Τηλέμαχον επί κόλασιν εξαρπάσαντες
iv. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή» VII 7-11 τῶν δὲ ἄλλων Εὐβοίᾳ προσφερομένων νυκτὸς Ναύπλιος ἐπὶ τοῦ Καφηρέως ὄρους πυρσὸν ἀνάπτει˙ οἱ δὲ νομίσαντες εἶναί τινας τῶν σεσωσμένων προσπλέουσι, καὶ περὶ τὰς Καφηρίδας πέτρας θραύεται τὰ σκάφη καὶ πολλοί τελευτῶσιν. ὁ γὰρ τοῦ Ναυπλίου καὶ Κλυμένης τῆς Κατρέως υἱὸς Παλαμήδης ἐπιβουλαῖς Ὀδυσσέως λιθοβοληθεὶς ἀναιρεῖται. τοῦτο μαθὼν Ναύπλιος ἔπλευσε πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ τὴν τοῦ παιδὸς ἀπῄτει ποινήν˙ ἄπρακτος δὲ ὑποστρέψας, ὡς πάντων χαριζομένων τῷ βασιλεῖ Ἀγαμέμνονι, μεθ' οὗ τὸν Παλαμήδην ἀνεῖλεν Ὀδυσσεύς, παραπλέων τὰς χώρας τὰς Ἑλληνίδας παρεσκεύασε τὰς τῶν Ἑλλήνων γυναῖκας μοιχευθῆναι, Κλυταιμνήστραν Αἰγίσθῳ, Αἰγιάλειαν τῷ Σθενέλου Κομήτῃ, τὴν Ἰδομενέως Μήδαν ὑπὸ Λεύκου˙
~ 131 ~
Εχθροί… εκ των έσω ἣν καὶ ἀνεῖλε Λεῦκος ἅμα Κλεισιθύρᾳ τῇ θυγατρὶ ταύτης ἐν τῷ ναῷ προσφυγούσῃ, καὶ δέκα πόλεις ἀποσπάσας τῆς Κρήτης ἐτυράννησε˙ καὶ μετὰ τὸν Τρωικὸν πόλεμον καὶ τὸν Ἰδομενέα κατάραντα τῇ Κρήτῃ ἐξήλασε. ταῦτα πρότερον κατασκευάσας ὁ Ναύπλιος, ὕστερον μαθὼν τὴν εἰς τὰς πατρίδας τῶν Ἑλλήνων ἐπάνοδον, τὸν εἰς τὸν Καφηρέα, νῦν δὲ Ξυλοφάγον λεγόμενον, ἀνῆψε φρυκτόν˙ ἔνθα προσπελάσαντες Ἕλληνες ἐν τῷ δοκεῖν λιμένα εἶναι διεφθάρησαν.
v. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Ι΄ «Φωκικά», ΧΧΧΙ, 1 -2 εἰ δὲ ἀπίδοις πάλιν ἐς τὸ ἄνω τῆς γραφῆς, ἔστιν ἐφεξῆς τῷ Ἀκταίωνι Αἴας ὁ ἐκ Σαλαμῖνος, καὶ Παλαμήδης τε καὶ Θερσίτης κύβοις χρώμενοι παιδιᾷ, τοῦ Παλαμήδους τῷ εὑρήματι: Αἴας δὲ ὁ ἕτερος ἐς αὐτοὺς ὁρᾷ παίζοντας. τούτῳ τῷ Αἴαντι τὸ χρῶμά ἐστιν οἷον ἀνδρὶ ναυαγῷ γένοιτο ἐπανθούσης τῷ χρωτὶ ἔτι τῆς ἅλμης. ἐς δὲ τὸ αὐτὸ ἐπίτηδες τοῦ Ὀδυσσέως τοὺς ἐχθροὺς ἤγαγεν ὁ Πολύγνωτος: ἀφίκετο δὲ ἐς Ὀδυσσέως δυσμένειαν ὁ τοῦ Ὀιλέως Αἴας, ὅτι τοῖς Ἕλλησιν Ὀδυσσεὺς παρῄνει καταλιθῶσαι τὸν Αἴαντα ἐπὶ τῷ ἐς Κασσάνδραν τολμήματι: Παλαμήδην δὲ ἀποπνιγῆναι προελθόντα ἐπὶ ἰχθύων θήραν, Διομήδην δὲ τὸν ἀποκτείναντα εἶναι καὶ Ὀδυσσέα ἐπιλεξάμενος ἐν ἔπεσιν οἶδα τοῖς Κυπρίοις.
vi. Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη της «Ιλίου Περσίδος» […] και Οδυσσέως Αστυάνακτα αποκτείναι.
vii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 182 - 206 Ὣς φάθ᾽, ὃ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης, βῆ δὲ θέειν, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ Εὐρυβάτης Ἰθακήσιος ὅς οἱ ὀπήδει· αὐτὸς δ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος ἀντίος ἐλθὼν δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον ἄφθιτον αἰεί· σὺν τῷ ἔβη κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων. Ὅν τινα μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη τὸν δ᾽ ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς· δαιμόνι᾽ οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς δειδίσσεσθαι, ἀλλ᾽ αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς· οὐ γάρ πω σάφα οἶσθ᾽ οἷος νόος Ἀτρεΐωνος· νῦν μὲν πειρᾶται, τάχα δ᾽ ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν. Ἐν βουλῇ δ᾽ οὐ πάντες ἀκούσαμεν οἷον ἔειπε. μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν· θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέων βασιλήων, τιμὴ δ᾽ ἐκ Διός ἐστι, φιλεῖ δέ ἑ μητίετα Ζεύς. Ὃν δ᾽ αὖ δήμου τ᾽ ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ᾽ ἐφεύροι, τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ· ~ 132 ~
Εχθροί … εκ των έσω δαιμόνι᾽ ἀτρέμας ἧσο καὶ ἄλλων μῦθον ἄκουε, οἳ σέο φέρτεροί εἰσι, σὺ δ᾽ ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις οὔτέ ποτ᾽ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ· οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ᾽ Ἀχαιοί· οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς, ᾧ δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω σκῆπτρόν τ᾽ ἠδὲ θέμιστας, ἵνά σφισι βουλεύῃσι.
4. Ο Αγαμέμνονας i. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 284 – 289 Ἀτρεΐδη νῦν δή σε ἄναξ ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσιν, οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν ἐνθάδ᾽ ἔτι στείχοντες ἀπ᾽ Ἄργεος ἱπποβότοιο Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾽ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι.
ii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 339 – 340 Πῇ δὴ συνθεσίαι τε καὶ ὅρκια βήσεται ἥμιν; εν πυρὶ δὴ βουλαί τε γενοίατο μήδεά τ᾽ ἀνδρῶν σπονδαί τ᾽ ἄκρητοι καὶ δεξιαί, ᾗς ἐπέπιθμεν·
iii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 477 – 481 μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ, Ἄρεϊ δὲ ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι. Ἠΰτε βοῦς ἀγέληφι μέγ᾽ ἔξοχος ἔπλετο πάντων ταῦρος· ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι·
iv. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 266 – 267 Ἀτρεΐδη μάλα μέν τοι ἐγὼν ἐρίηρος ἑταῖρος ἔσσομαι, ὡς τὸ πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα·
v. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 68 – 69 κούροισιν μὲν ταῦτ᾽ ἐπιτέλλομαι· αὐτὰρ ἔπειτα Ἀτρεΐδη σὺ μὲν ἄρχε· σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι.
vi. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 9 Ἀγαμέμνων τέ μοι δοκεῖ τῶν τότε δυνάμει προύχων καὶ οὐ τοσοῦτον τοῖς Τυνδάρεω ὅρκοις κατειλημμένους τοὺς Ἑλένης μνηστῆρας ἄγων τὸν στόλον ἀγεῖραι. λέγουσι δὲ καὶ οἱ τὰ σαφέστατα Πελοποννησίων μνήμῃ παρὰ τῶν πρότερον δεδεγμένοι Πέλοπά τε πρῶτον πλήθει χρημάτων, ἃ ἦλθεν ἐκ τῆς Ἀσίας ἔχων ἐς ἀνθρώπους ἀπόρους, δύναμιν περιποιησάμενον τὴν ἐπωνυμίαν τῆς χώρας ἔπηλυν ὄντα ὅμως σχεῖν, ~ 133 ~
Εχθροί… εκ των έσω καὶ ὕστερον τοῖς ἐκγόνοις ἔτι μείζω ξυνενεχθῆναι, Εὐρυσθέως μὲν ἐν τῇ Ἀττικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος, Ἀτρέως δὲ μητρὸς ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος Εὐρυσθέως, ὅτ' ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα διὰ τὸν Ξρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν Ἡρακλειδῶν καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ τὸ πλῆθος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων Εὐρυσθεὺς ἦρχε τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν, καὶ τῶν Περσειδῶν τοὺς Πελοπίδας μείζους καταστῆναι. ἅ μοι δοκεῖ Ἀγαμέμνων παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων ἰσχύσας, τὴν στρατείαν οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ ξυναγαγὼν ποιήσασθαι. φαίνεται γὰρ ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχών, ὡς Ὅμηρος τοῦτο δεδήλωκεν, εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι. καὶ ἐν τοῦ σκήπτρου ἅμα τῇ παραδόσει εἴρηκεν αὐτὸν πολλῇσι νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν· οὐκ ἂν οὖν νήσων ἔξω τῶν περιοικίδων (αὗται δὲ οὐκ ἂν πολλαὶ εἶεν) ἠπειρώτης ὢν ἐκράτει, εἰ μή τι καὶ ναυτικὸν εἶχεν. εἰκάζειν δὲ χρὴ καὶ ταύτῃ τῇ στρατείᾳ οἷα ἦν τὰ πρὸ αὐτῆς.
vii. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙ, 16 Ἀγαμέμνων οὖν αὐτὸς ἡγεμὼν τοῦ σύμπαντος στρατοῦ ἦν, ἐναυάρχει δ' Ἀχιλλεὺς πεντεκαιδεκαέτης τυγχάνων.
viii. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 9 ὅτι Μενέλαος σὺν Ὀδυσσεῖ καὶ Ταλθυβίῳ πρὸς <Κινύραν ἐλθόντες συμμαχεῖν ἔπειθον˙ ὁ δὲ Ἀγαμέμνονι μὲν θώρακας ἐδωρήσατο, ὀμόσας δὲ πέμψειν πεντήκοντα πέμψας, ἧς ἦρχεν ... ὁ Μυγδαλίωνος, καὶ τὰς λοιπὰς ἐκ μεθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος.
ix. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Λ, στ. 19 – 23 δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε, τόν ποτέ οἱ Κινύρης δῶκε ξεινήϊον εἶναι. πεύθετο γὰρ Κύπρον δὲ μέγα κλέος οὕνεκ᾽ Ἀχαιοὶ ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον· τοὔνεκά οἱ τὸν δῶκε χαριζόμενος βασιλῆϊ.
x. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ψ, στ. 293 – 299 τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης ὦρτο ξανθὸς Μενέλαος διογενής, ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους Αἴθην τὴν Ἀγαμεμνονέην τὸν ἑόν τε Πόδαργον· τὴν Ἀγαμέμνονι δῶκ᾽ Ἀγχισιάδης Ἐχέπωλος δῶρ᾽, ἵνα μή οἱ ἕποιθ᾽ ὑπὸ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τέρποιτο μένων· μέγα γάρ οἱ ἔδωκε ~ 134 ~
εἰς> Κύπρον οὐ παρόντι ναῦς, μίαν γῆς πλάσας
Εχθροί … εκ των έσω Ζεὺς ἄφενος, ναῖεν δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν εὐρυχόρῳ Σικυῶνι·
xi. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 293 – 296 Ἦ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅττί κεν εἴπῃς· ἄλλοισιν δὴ ταῦτ᾿ ἐπιτέλλεο, μὴ γὰρ ἔμοιγε σήμαιν᾿· οὐ γὰρ ἔγωγ᾿ ἔτι σοὶ πείσεσθαι ὀΐω.
xii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 32 – 33 Ἀτρεΐδη σοὶ πρῶτα μαχήσομαι ἀφραδέοντι, ἣ θέμις ἐστὶν ἄναξ ἀγορῇ· σὺ δὲ μή τι χολωθῇς.
xiii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ξ, στ. 84 – 95 οὐλόμεν᾽ αἴθ᾽ ὤφελλες ἀεικελίου στρατοῦ ἄλλου σημαίνειν, μὴ δ᾽ ἄμμιν ἀνασσέμεν, οἷσιν ἄρα Ζεὺς ἐκ νεότητος ἔδωκε καὶ ἐς γῆρας τολυπεύειν ἀργαλέους πολέμους, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστος. οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν, ἧς εἵνεκ᾽ ὀϊζύομεν κακὰ πολλά; σίγα, μή τίς τ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ μῦθον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στόμα πάμπαν ἄγοιτο ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν σκηπτοῦχός τ᾽ εἴη, καί οἱ πειθοίατο λαοὶ τοσσοίδ᾽ ὅσσοισιν σὺ μετ᾽ Ἀργείοισιν ἀνάσσεις· νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας, οἷον ἔειπες·
xiv. Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών» Και Αχιλλεύς ύστερον κληθείς διεφέρεται προς Αγαμέμνονα
xv. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκαι», Βιβλίο Γ 13,6 ὡς δὲ ἐγέννησε Θέτις ἐκ Πηλέως βρέφος, ἀθάνατον θέλουσα ποιῆσαι τοῦτο, κρύφα Πηλέως εἰς τὸ πῦρ ἐγκρύβουσα τῆς νυκτὸς ἔφθειρεν ὃ ἦν αὐτῷ θνητὸν πατρῷον, μεθ᾽ ἡμέραν δὲ ἔχριεν ἀμβροσίᾳ. Πηλεὺς δὲ ἐπιτηρήσας καὶ σπαίροντα τὸν παῖδα ἰδὼν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἐβόησε· καὶ Θέτις κωλυθεῖσα τὴν προαίρεσιν τελειῶσαι, νήπιον τὸν παῖδα ἀπολιποῦσα πρὸς Νηρηίδας ᾤχετο. κομίζει δὲ τὸν παῖδα πρὸς Χείρωνα Πηλεύς. ὁ δὲ λαβὼν αὐτὸν ἔτρεφε σπλάγχνοις λεόντων καὶ συῶν ἀγρίων καὶ ἄρκτων μυελοῖς, καὶ ὠνόμασεν Ἀχιλλέα (πρότερον δὲ ἦν ὄνομα αὐτῷ Λιγύρων) ὅτι τὰ χείλη μαστοῖς οὐ προσήνεγκε.
~ 135 ~
Εχθροί… εκ των έσω
5. Ο Αχιλλέας i. Publius Papinius Statius, “Achilleid”, I, στ. 133 – 134 saepe ipse - nefas! - sub inania natum Tartara et ad Stygios iterum fero mergere fontes.
ii. Publius Papinius Statius, “Achilleid”, I, στ. 269 si progenitum Stygos amne severo armavi
iii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Φ, στ. 163 – 168 ἥρως Ἀστεροπαῖος, ἐπεὶ περιδέξιος ἦεν. καί ῥ᾽ ἑτέρῳ μὲν δουρὶ σάκος βάλεν, οὐδὲ διὰ πρὸ ῥῆξε σάκος· χρυσὸς γὰρ ἐρύκακε δῶρα θεοῖο· τῷ δ᾽ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς, σύτο δ᾽ αἷμα κελαινεφές· ἣ δ᾽ ὑπὲρ αὐτοῦ γαίῃ ἐνεστήρικτο λιλαιομένη χροὸς ἆσαι.
iv. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη», Βιβίο Γ΄ 13,8 ὡς δὲ ἐγένετο ἐνναετὴς Ἀχιλλεύς, Κάλχαντος λέγοντος οὐ δύνασθαι χωρὶς αὐτοῦ Τροίαν αἱρεθῆναι, Θέτις προειδυῖα ὅτι δεῖ στρατευόμενον αὐτὸν ἀπολέσθαι, κρύψασα ἐσθῆτι γυναικείᾳ ὡς παρθένον Λυκομήδει παρέθετο. κἀκεῖ τρεφόμενος τῇ Λυκομήδους θυγατρὶ Δηιδαμείᾳ μίγνυται, καὶ γίνεται παῖς Πύρρος αὐτῷ ὁ κληθεὶς Νεοπτόλεμος αὖθις. Ὀδυσσεὺς δὲ μηνυθέντα παρὰ Λυκομήδει ζητῶν Ἀχιλλέα, σάλπιγγι χρησάμενος εὗρε. καὶ τοῦτον τὸν τρόπον εἰς Τροίαν ἦλθε.
v. Στασίνου «Κύπρια Έπη», Απόσπασμα 10 Αι μεν ουν κόραι επί τους ταλάρους ώρμησαν, και τα λοιπά. Ο δε ανελόμενος τα όπλα κατάφωρος εγένετο, και συνεστρατεύσατο.
vi. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 118 – 126 αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ᾿ ἑτοιμάσατ᾿ ὄφρα μὴ οἶος Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε· λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ.» Tὸν δ᾿ ἠμείϐετ᾿ ἔπειτα ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς· «Ἀτρεΐδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων, πῶς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί; οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά· ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται, λαοὺς δ᾿ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ᾿ ἐπαγείρειν.
vii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 163 – 168 οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας ὁππότ᾿ Ἀχαιοὶ ~ 136 ~
Εχθροί … εκ των έσω Τρώων ἐκπέρσωσ᾿ εὖ ναιόμενον πτολίεθρον· ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ᾿· ἀτὰρ ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται, σοὶ τὸ γέρας πολὺ μεῖζον, ἐγὼ δ᾿ ὀλίγον τε φίλον τε ἔρχομ᾿ ἔχων ἐπὶ νῆας, ἐπεί κε κάμω πολεμίζων.
viii. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή» V,19 1 ὅτι Πενθεσίλεια, Ὀτρηρῆς καὶ Ἄρεος, ἀκουσίως Ἱππολύτην κτείνασα καὶ ὑπὸ Πριάμου καθαρθεῖσα, μάχης γενομένης πολλοὺς κτείνει, ἐν οἷς καὶ Μαχάονα˙ εἶθ' ὕστερον θνήσκει ὑπὸ Ἀχιλλέως, ὅστις μετὰ θάνατον ἐρασθεὶς τῆς Ἀμαζόνος κτείνει Θερσίτην λοιδοροῦντα αὐτόν.
ix. Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη του έπους «Αιθιοπιάς» Ἀμαζὼν Πενθεσίλεια παραγίνεται Τρωσὶ συμμαχήσουσα, Ἄρεως μὲν θυγάτηρ, Θρᾷσσα δὲ τὸ γένος˙ καὶ κτείνει αὐτὴν ἀριστεύουσαν Ἀχιλλεύς, οἱ δὲ Τρῶες αὐτὴν θάπτουσι. καὶ Ἀχιλλεὺς Θερσίτην ἀναιρεῖ λοιδορηθεὶς πρὸς αὐτοῦ καὶ ὀνειδισθεὶς τὸν ἐπὶ τῇ Πενθεσιλείᾳ λεγόμενον ἔρωτα˙ καὶ ἐκ τούτου στάσις γίνεται τοῖς Ἀχαιοῖς περὶ τοῦ Θερσίτου φόνου. μετὰ δὲ ταῦτα Ἀχιλλεὺς εἰς Λέσβον πλεῖ, καὶ θύσας Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι καὶ Λητοῖ καθαίρεται τοῦ φόνου ὑπ’ Ὀδυσσέως.
x. Quinti Smyrnaei, “Posthomericorum” - Κουΐντου του Σμυρναίου «Των μεθ’ Όμηρον», Βιβλίο I, 751 - 810 Θερσίτης δέ μιν ἄντα κακῷ [μέγα] νείκεσε μύθῳ˙ «Ὦ Ἀχιλεῦ φρένας αἰνέ, τί [ἤ] νύ σε<υ> ἤπαφε δαίμων θυμὸν ἐνὶ στέρνοισιν Ἀμαζόνος εἵνεκα λυγρῆς ἣ νῶιν κακὰ πολλὰ λιλαίετο μητίσασθαι; Καί τοι ἐνὶ φρεσὶ σῇσι γυναιμανὲς ἦτορ ἔχοντι μέμβλεται ὡς ἀλόχοιο πολύφρονος ἥν τ’ ἐπὶ ἕδνοις κουριδίην μνήστευσας ἐελδόμενος γαμέεσθαι. Ὥς [σ’] ὄφελον κατὰ δῆριν ὑποφθαμένη βάλε δουρί, οὕνεκα θηλυτέρῃσιν ἄδην ἐπιτέρπεαι ἦτορ, οὐδέ νυ σοί τι μέμηλεν ἐνὶ φρεσὶν οὐλομένῃσιν ἀμφ’ ἀρετῆς κλυτὸν ἔργον, ἐπὴν ἐσίδῃσθα γυναῖκα. Σχέτλιε, ποῦ νύ τοί ἐστι † περὶ † σθένος ἠδὲ νόημα; Πῇ δὲ βίη βασιλῆος ἀμύμονος; Οὐδέ τι οἶσθα ὅσσον ἄχος Τρώεσσι γυναιμανέουσι τέτυκται; Οὐ γὰρ τερπωλῆς ὀλοώτερον ἄλλο βροτοῖσιν ἐς λέχος ἱεμένης, ἥ τ’ ἄφρονα φῶτα τίθησι καὶ πινυτόν περ ἐόντα. Πόνῳ δ’ ἄρα κῦδος ὀπηδεῖ˙ ἀνδρὶ γὰρ αἰχμητῇ νίκη<ς> κλέος ἔργα τ’ Ἄρηος τερπνά, φυγοπτολέμῳ [δὲ] γυναικῶν εὔαδεν εὐνή.» Φῆ μέγα νεικείων˙ ὃ δέ οἱ περιχώσατο θυμῷ Πηλείδης ἐρίθυμος. Ἄφαρ δέ ἑ χειρὶ κραταιῇ τύψε κατὰ γναθμοῖο καὶ οὔατος˙ οἳ δ’ ἅμα πάντες ~ 137 ~
Εχθροί… εκ των έσω ἐξεχύθησαν ὀδόντες ἐπὶ χθόνα, κάππεσε δ’ αὐτὸς πρηνής˙ ἐκ δέ οἱ αἷμα διὰ στόματος πεφόρητο ἀθρόον˙ αἶψα δ’ ἄναλκις ἀπὸ μελέων φύγε θυμὸς ἀνέρος οὐτιδανοῖο. Χάρη δ’ ἄρα λαὸς Ἀχαιῶν˙ τοὺς γὰρ νείκεε πάμπαν ἐπεσβολίῃσι κακῇσιν αὐτὸς ἐὼν λωβητός˙ ὃ γὰρ Δαναῶν πέλεν αἰδώς. Καί ῥά τις ὧδ’ εἴπεσκεν ἀρηιθόων Ἀργείων˙ «Οὐκ ἀγαθὸν βασιλῆας ὑβριζέμεν ἀνδρὶ χέρηι ἀμφαδὸν οὔτε κρυφηδόν, ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὀπηδεῖ˙ ἔστι θέμις, καὶ γλῶσσαν ἀναιδέα τίνυται Ἄτη ἥ τ’ αἰεὶ μερόπεσσιν ἐπ’ ἄλγεσιν ἄλγος ἀέξει.» Ὣς ἄρ’ ἔφη Δαναῶν τις˙ ὃ δ’ ἀσχαλόων ἐνὶ θυμῷ Πηλείδης ἐρίθυμος ἔπος ποτὶ τοῖον ἔειπε˙ «Κεῖσό νυν ἐν κονίῃσι λελασμένος ἀφροσυνάων˙ οὐ γὰρ ἀμείνονι φωτὶ χρεὼ κακὸν ἀντιφερίζειν˙ ὃς καί που προπάροιθεν Ὀδυσσῆος ταλαὸν κῆρ ἀργαλέως ὤρινας ἐλέγχεα μυρία βάζων. Ἀλλ’ οὐ Πηλείδης τοι ὁμοίιος ἐξεφαάνθη<ν>, ὅς σευ θυμὸν ἔλυσα καὶ οὐκ ἐπὶ χειρὶ βαρείῃ πληξάμενος˙ σὲ δὲ πότμος ἀμείλιχος ἀμφεκάλυψε, σῇ δ’ ὀλιγοδρανίῃ θυμὸν λίπες. Ἀλλ’ ἀπ’ Ἀχαιῶν ἔρρε καὶ ἐν φθιμένοισιν ἐπεσβολίας ἀγόρευε.» Ὣς ἔφατ’ Αἰακίδαο θρασύφρονος ἄτρομος υἱός. Τυδείδης δ’ ἄρα μοῦνος ἐν Ἀργείοις Ἀχιλῆι χώετο Θερσίταο δεδουπότος, οὕνεκ’ ἄρ’ αὐτοῦ εὔχετ’ ἀφ’ αἵματος εἶναι, ἐπεὶ πέλεν ὃς μὲν ἀγαυοῦ Τυδέος ὄβριμος υἱός, ὃ δ’ Ἀγρίου ἰσοθέοιο, Ἀγρίου ὅς τ’ Οἰνῆος ἀδελφ<ε>ὸς ἔπλετο δίου˙ Οἰνεὺς δ’ υἱ<έ>α γείνατ’ ἀρήιον ἐν Δαναοῖσι Τυδέα˙ τοῦ δ’ ἐτέ<τυ>κτο πάις σθεναρὸς Διομήδης. Τοὔνεκα Θερσίταο περὶ κταμένοιο χαλέφθη. Καί νύ κε Πηλείωνος ἐναντίον ἤρατο χεῖρας, εἰ μή μιν κατέρυξαν Ἀχαιῶν φέρτατοι υἷες πολλὰ παρηγορέοντες ὁμιλαδόν˙ ὣς δὲ καὶ αὐτὸν Πηλείδην ἑτέρωθεν ἐρήτυον. Ἦ γὰρ ἔμελλον ἤδη καὶ ξιφέεσσιν ἐριδμαίνειν οἱ ἄριστοι Ἀργείων˙ τοὺς γάρ ῥα κακὸς χόλος ὀτρύνεσκεν. Ἀλλ’ οἳ μὲν πεπίθοντο παραιφασίῃσιν ἑταίρων.
6. Ο τρωικός πόλεμος i. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 3 οἱ δ' οὖν ὡς ἕκαστοι Ἕλληνες κατὰ πόλεις τε ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν καὶ ξύμπαντες ὕστερον κληθέντες οὐδὲν πρὸ τῶν Τρωικῶν δι'
~ 138 ~
Εχθροί … εκ των έσω ἀσθένειαν καὶ ἀμειξίαν ἀλλήλων ἁθρόοι ἔπραξαν. ἀλλὰ καὶ ταύτην τὴν στρατείαν θαλάσσῃ ἤδη πλείω χρώμενοι ξυνεξῆλθον.
ii. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 10 – 11 Καὶ ὅτι μὲν Μυκῆναι μικρὸν ἦν, ἢ εἴ τι τῶν τότε πόλισμα νῦν μὴ ἀξιόχρεων δοκεῖ εἶναι, οὐκ ἀκριβεῖ ἄν τις σημείῳ χρώμενος ἀπιστοίη μὴ γενέσθαι τὸν στόλον τοσοῦτον ὅσον οἵ τε ποιηταὶ εἰρήκασι καὶ ὁ λόγος κατέχει. […] οὔκουν ἀπιστεῖν εἰκός, οὐδὲ τὰς ὄψεις τῶν πόλεων μᾶλλον σκοπεῖν ἢ τὰς δυνάμεις, νομίζειν δὲ τὴν στρατείαν ἐκείνην μεγίστην μὲν γενέσθαι τῶν πρὸ αὑτῆς, λειπομένην δὲ τῶν νῦν, τῇ Ὁμήρου αὖ ποιήσει εἴ τι χρὴ κἀνταῦθα πιστεύειν, ἣν εἰκὸς ἐπὶ τὸ μεῖζον μὲν ποιητὴν ὄντα κοσμῆσαι, ὅμως δὲ φαίνεται καὶ οὕτως ἐνδεεστέρα. […] πρὸς τὰς μεγίστας δ' οὖν καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοποῦντι οὐ πολλοὶ φαίνονται ἐλθόντες, ὡς ἀπὸ πάσης τῆς Ἑλλάδος κοινῇ πεμπόμενοι. Αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία. τῆς γὰρ τροφῆς ἀπορίᾳ τόν τε στρατὸν ἐλάσσω ἤγαγον καὶ ὅσον ἤλπιζον αὐτόθεν πολεμοῦντα βιοτεύσειν, ἐπειδὴ δὲ ἀφικόμενοι μάχῃ ἐκράτησαν.
iii. Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών » έπειτα αναχθέντες Τευθρανία προσίσχουσι, και ταύτην ως Ίλιον επόρθουν
iv. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙ 17 ἀγνοοῦντες δὲ τὸν ἐπὶ Τροίαν πλοῦν Μυσίᾳ προσίσχουσι καὶ ταύτην ἐπόρθουν, Τροίαν νομίζοντες εἶναι.
v. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στίχοι 459 - 463 Τῶν δ᾽ ὥς τ᾽ ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνεα πολλὰ χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων Ἀσίω ἐν λειμῶνι Καϋστρίου ἀμφὶ ῥέεθρα ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσι κλαγγηδὸν προκαθιζόντων, σμαραγεῖ δέ τε λειμών.
v. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στίχοι 591 - 602 Οἳ δὲ Πύλον τ᾽ ἐνέμοντο καὶ Ἀρήνην ἐρατεινὴν καὶ Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον καὶ ἐΰκτιτον Αἰπὺ καὶ Κυπαρισσήεντα καὶ Ἀμφιγένειαν ἔναιον καὶ Πτελεὸν καὶ Ἕλος καὶ Δώριον, ἔνθά τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήϊκα παῦσαν ἀοιδῆς 595 Οἰχαλίηθεν ἰόντα παρ᾽ Εὐρύτου Οἰχαλιῆος· στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν εἴ περ ἂν αὐταὶ Μοῦσαι ἀείδοιεν κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο· ~ 139 ~
Εχθροί… εκ των έσω αἳ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν, αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν· τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ· τῷ δ᾽ ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.
7. Οι αιτίες i. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Ζ, «Αχαϊκά», 24,2 πρὸς θαλάσσῃ δὲ Ἀφροδίτης ἱερὸν ἐν Αἰγίῳ καὶ μετ' αὐτὸ Ποσειδῶνος, Κόρης τε πεποίηται τῆς Δήμητρος καὶ τέταρτον Ὁμαγυρίῳ Διί. ἐνταῦθα Διὸς καὶ Ἀφροδίτης ἐστὶ καὶ Ἀθηνᾶς ἀγάλματα: Ὁμαγύριος δὲ ἐγένετο τῷ Διὶ ἐπίκλησις, ὅτι Ἀγαμέμνων ἤθροισεν ἐς τοῦτο τὸ χωρίον τοὺς λόγου μάλιστα ἐν τῇ Ἑλλάδι ἀξίους, μεθέξοντας ἐν κοινῷ βουλῆς καθ' ὅντινα χρὴ τρόπον ἐπὶ ἀρχὴν τὴν Πριάμου στρατεύεσθαι.
ii. Στασίνου «Κύπρια Έπη», Απόσπασμα 1 Ἥν ὃτε μυρὶα φῦλα κατὰ χθόνα πλαζόμεν’ ἀ[νδρῶν] (Οἱ μὲν ἐφυβρὶζοντο) βαρυστέρνου πλάτος αἴης. Ζεὺς δὲ ἰδὼν ἐλέησε, καὶ εν πυκιναῖς πραπίδεσσι Σύνθετο κουφὶσαι ἀνθρώπων παμβώτορα γαῖαν, Ριπίσσας πολέμου μεγάλην ἔριν Ἰλιακοῖο, Ὂφρα κενώσειεν θανάτω βάρος˙ οἱ δ’ ἐνὶ Τροίῃ Ἥρωες κτείνοντο˙ Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή.
iii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 158 – 160 ἀλλὰ σοί, ὦ μέγ᾿ ἀναιδὲς, ἅμ᾿ ἑσπόμεθ᾿ ὄφρα σὺ χαίρῃς, τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα, πρὸς Τρώων·
iv. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Γ, στ. 69 – 70 αὐτὰρ ἔμ᾽ ἐν μέσσῳ καὶ ἀρηΐφιλον Μενέλαον συμβάλετ᾽ ἀμφ᾽ Ἑλένῃ καὶ κτήμασι πᾶσι μάχεσθαι·
v. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 171 – 174 Καί κεν ἐλέγχιστος πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην· αὐτίκα γὰρ μνήσονται Ἀχαιοὶ πατρίδος αἴης· κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιμεν Ἀργείην Ἑλένην·
vi. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ε, στ. 550 – 554 Τὼ μὲν ἄρ᾽ ἡβήσαντε μελαινάων ἐπὶ νηῶν Ἴλιον εἰς εὔπωλον ἅμ᾽ Ἀργείοισιν ἑπέσθην, τιμὴν Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ ~ 140 ~
Εχθροί … εκ των έσω ἀρνυμένω· τὼ δ᾽ αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν.
vii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ζ, στ. 400 – 402 μήτ᾽ ἄρ τις νῦν κτήματ᾽ Ἀλεξάνδροιο δεχέσθω μήθ᾽ Ἑλένην· γνωτὸν δὲ καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστιν ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπται.
viii. Πρόκλου «Χρηστομάθεια», περίληψη των «Κυπρίων Επών» Και μετά ταύτα Ίρις απαγγέλεται τω Μενελάω τα γεγονότα κατά τον οίκον, ο δε παραγενόμενος περί της επ’ Ίλιον στρατείας βουλεύεται μετά του αδελφού
ix. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 1 αὖθις δὲ Ἑλένην Ἀλέξανδρος ἁρπάζει, ὥς τινες λέγουσι κατὰ βούλησιν Διός, ἵνα Εὐρώπης καὶ Ἀσίας εἰς πόλεμον ἐλθούσης
x. ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκης Επιτομή», ΙΙΙ, 6 Μενέλαος δὲ αἰσθόμενος τὴν ἁρπαγὴν ἧκεν εἰς Μυκήνας πρὸς Ἀγαμέμνονα, καὶ δεῖται στρατείαν ἐπὶ Τροίαν ἀθροίζειν καὶ στρατολογεῖν τὴν Ἑλλάδα. ὁ δὲ πέμπων κήρυκα πρὸς ἕκαστον τῶν βασιλέων τῶν ὅρκων ὑπεμίμνησκεν ὧν ὤμοσαν, καὶ περὶ τῆς ἰδίας γυναικὸς ἕκαστον ἀσφαλίζεσθαι παρῄνει, ἴσην λέγων γεγενῆσθαι τὴν τῆς Ἑλλάδος καταφρόνησιν καὶ κοινήν.
xi. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 11 περιουσίαν δὲ εἰ ἦλθον ἔχοντες τροφῆς καὶ ὄντες ἁθρόοι ἄνευ λῃστείας καὶ γεωργίας ξυνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον, ῥᾳδίως ἂν μάχῃ κρατοῦντες εἷλον, οἵ γε καὶ οὐχ ἁθρόοι, ἀλλὰ μέρει τῷ αἰεὶ παρόντι ἀντεῖχον, πολιορκίᾳ δ' ἂν προσκαθεζόμενοι ἐν ἐλάσσονί τε χρόνῳ καὶ ἀπονώτερον τὴν Τροίαν εἷλον. ἀλλὰ δι' ἀχρηματίαν τά τε πρὸ τούτων ἀσθενῆ ἦν καὶ αὐτά γε δὴ ταῦτα, ὀνομαστότατα τῶν πρὶν γενόμενα, δηλοῦται τοῖς ἔργοις ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης καὶ τοῦ νῦν περὶ αὐτῶν διὰ τοὺς ποιητὰς λόγου κατεσχηκότος·
xii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ζ, στ. 234 – 236 ἔνθ᾽ αὖτε Γλαύκῳ Κρονίδης φρένας ἐξέλετο Ζεύς, ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε᾽ ἄμειβε χρύσεα χαλκείων, ἑκατόμβοι᾽ ἐννεαβοίων.
xiii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Η, στ. 303 -305 ὣς ἄρα φωνήσας δῶκε ξίφος ἀργυρόηλον σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι· Αἴας δὲ ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν. ~ 141 ~
Εχθροί… εκ των έσω
xiv. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Γ, στ. 1 - 9 Αὐτὰρ ἐπεὶ κόσμηθεν ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν ἕκαστοι, Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ᾽ ἐνοπῇ τ᾽ ἴσαν ὄρνιθες ὣς ἠΰτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό· αἵ τ᾽ ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον κλαγγῇ ταί γε πέτονται ἐπ᾽ ὠκεανοῖο ῥοάων ἀνδράσι Πυγμαίοισι φόνον καὶ κῆρα φέρουσαι· ἠέριαι δ᾽ ἄρα ταί γε κακὴν ἔριδα προφέρονται. Οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἴσαν σιγῇ μένεα πνείοντες Ἀχαιοὶ ἐν θυμῷ μεμαῶτες ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν.
8. Η συνέλευση i. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Α, στ. 54 – 56 τῇ δεκάτῃ δ᾿ ἀγορὴν δὲ καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς· τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη· κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῄσκοντας ὁρᾶτο.
ii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 50 - 55 αὐτὰρ ὃ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορὴν δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς· οἳ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾽ ἠγείροντο μάλ᾽ ὦκα˙ βουλὴν δὲ πρῶτον μεγαθύμων ἷζε γερόντων Νεστορέῃ παρὰ νηῒ Πυλοιγενέος βασιλῆος· τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἀρτύνετο βουλήν·
iii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 87 - 109 Ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων, βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ᾽ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν· αἳ μέν τ᾽ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἳ δέ τε ἔνθα· ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν· μετὰ δέ σφισιν ὄσσα δεδήει ὀτρύνουσ᾽ ἰέναι Διὸς ἄγγελος· οἳ δ᾽ ἀγέροντο. Τετρήχει δ᾽ ἀγορή, ὑπὸ δὲ στεναχίζετο γαῖα λαῶν ἱζόντων, ὅμαδος δ᾽ ἦν· ἐννέα δέ σφεας κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴ ποτ᾽ ἀϋτῆς σχοίατ᾽, ἀκούσειαν δὲ διοτρεφέων βασιλήων. Σπουδῇ δ᾽ ἕζετο λαός, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας παυσάμενοι κλαγγῆς· ἀνὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων. Ἥφαιστος μὲν δῶκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι, αὐτὰρ ἄρα Ζεὺς δῶκε διακτόρῳ ἀργεϊφόντῃ· Ἑρμείας δὲ ἄναξ δῶκεν Πέλοπι πληξίππῳ, ~ 142 ~
Εχθροί … εκ των έσω αὐτὰρ ὃ αὖτε Πέλοψ δῶκ᾽ Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν, Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ, αὐτὰρ ὃ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι, πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν. Τῷ ὅ γ᾽ ἐρεισάμενος ἔπε᾽ Ἀργείοισι μετηύδα·
iv. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Η, στ. 345 – 346 Τρώων αὖτ᾽ ἀγορὴ γένετ᾽ Ἰλίου ἐν πόλει ἄκρῃ δεινὴ τετρηχυῖα, παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι·
v. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Θ, στ. 489 – 491 Τρώων αὖτ᾽ ἀγορὴν ποιήσατο φαίδιμος Ἕκτωρ νόσφι νεῶν ἀγαγὼν ποταμῷ ἔπι δινήεντι, ἐν καθαρῷ ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος.
vi. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 9 – 12 Ἀτρεΐδης δ᾽ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ φοίτα κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κελεύων κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον, μὴ δὲ βοᾶν· αὐτὸς δὲ μετὰ πρώτοισι πονεῖτο.
vii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 74 – 76 πολλῶν δ᾽ ἀγρομένων τῷ πείσεαι ὅς κεν ἀρίστην βουλὴν βουλεύσῃ· μάλα δὲ χρεὼ πάντας Ἀχαιοὺς ἐσθλῆς καὶ πυκινῆς
viii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 89 – 95 Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν Ἀχαιῶν ἐς κλισίην, παρὰ δέ σφι τίθει μενοεικέα δαῖτα. οἳ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, τοῖς ὁ γέρων πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή· ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
ix. Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία β, στίχοι 6-16, 25 – 51, 68 – 70, 252, 257 – 258 αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς. οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ' ἠγείροντο μάλ' ὦκα. αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἤγερθεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο, βῆ ῥ' ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος, οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο. θεσπεσίην δ' ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη˙ τὸν δ' ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο. ~ 143 ~
Εχθροί… εκ των έσω ἕζετο δ' ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες. τοῖσι δ' ἔπειθ' ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ' ἀγορεύειν, ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη. […] "κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω. οὔτε ποθ' ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ' οὔτε θόωκος ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃσ' ἐνὶ νηυσί. νῦν δὲ τίς ὧδ' ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν; ἠέ τιν' ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, ἥν χ' ἥμιν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο; ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ' ἀγορεύει; ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ." ὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, οὐδ' ἄρ' ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ' ἀγορεύειν, στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ˙ σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ κῆρυξ Πεισήνωρ, πεπνυμένα μήδεα εἰδώς. πρῶτον ἔπειτα γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν˙ "ὦ γέρον, οὐχ ἑκὰς οὗτος ἀνήρ, τάχα δ' εἴσεαι αὐτός, ὃς λαὸν ἤγειρα˙ μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει. οὔτε τιν' ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον ἐρχομένοιο, ἥν χ' ὕμιν σάφα εἴπω, ὅτε πρότερός γε πυθοίμην, οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ' ἀγορεύω, ἀλλ' ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὰ ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά˙ τὸ μὲν πατέρ' ἐσθλὸν ἀπώλεσα, ὅς ποτ' ἐν ὑμῖν τοίσδεσσιν βασίλευε, πατὴρ δ' ὣς ἤπιος ἦεν˙ νῦν δ' αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα πάγχυ διαῤῥαίσει, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει. μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ, τῶν ἀνδρῶν φίλοι υἷες οἳ ἐνθάδε γ' εἰσὶν ἄριστοι […]» […] λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος, ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει˙ σχέσθε, φίλοι, καί μ' οἶον ἐάσατε πένθεϊ λυγρῷ […] «ἀλλ' ἄγε, λαοὶ μὲν σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος» […] ὣς ἄρ' ἐφώνησεν, λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν. οἱ μὲν ἄρ' ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ' ἕκαστος.
x. Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία θ, στίχοι 4-25 Φαιήκων ἀγορήνδ', ἥ σφιν παρὰ νηυσὶ τέτυκτο. ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισι πλησίον˙ ἡ δ' ἀνὰ ἄστυ μετῴχετο Παλλὰς Ἀθήνη εἰδομένη κήρυκι δαΐφρονος Ἀλκινόοιο, νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα, ~ 144 ~
Εχθροί … εκ των έσω καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον˙ "δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, εἰς ἀγορὴν ἰέναι, ὄφρα ξείνοιο πύθησθε, ὃς νέον Ἀλκινόοιο δαΐφρονος ἵκετο δῶμα πόντον ἐπιπλαγχθείς, δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος." ὣς εἰποῦσ' ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. καρπαλίμως δ' ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι ἀγρομένων˙ πολλοὶ δ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα. τῷ δ' ἄρ' Ἀθήνη θεσπεσίην κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο δεινός τ' αἰδοῖός τε καὶ ἐκτελέσειεν ἀέθλους πολλούς, τοὺς Φαίηκες ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος. αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἤγερθεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο, τοῖσιν δ' Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε.
xi. Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία χ, στίχοι 330 - 339 Τερπιάδης δ' ἔτ' ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν, Φήμιος, ὅς ῥ' ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ. ἔστη δ' ἐν χείρεσσιν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν ἄγχι παρ' ὀρσοθύρην˙ δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ ἐκδὺς μεγάροιο Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμὸν ἑρκείου ἕζοιτο τετυγμένον, ἔνθ' ἄρα πολλὰ Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί' ἔκηαν, ἦ γούνων λίσσοιτο προσαΐξας Ὀδυσῆα. ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, γούνων ἅψασθαι Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
xii. Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία χ, στίχοι 357 - 358 «καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος»
9. Οι απείθαρχοι i. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Ι, στ. 63 - 64 ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
ii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 240 - 246 Οὕς τινας αὖ μεθιέντας ἴδοι στυγεροῦ πολέμοιο, τοὺς μάλα νεικείεσκε χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν· Ἀργεῖοι ἰόμωροι ἐλεγχέες οὔ νυ σέβεσθε; τίφθ᾽ οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, αἵ τ᾽ ἐπεὶ οὖν ἔκαμον πολέος πεδίοιο θέουσαι ~ 145 ~
Εχθροί… εκ των έσω ἑστᾶσ᾽, οὐδ᾽ ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή· ὣς ὑμεῖς ἔστητε τεθηπότες οὐδὲ μάχεσθε.
iii. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 240 - 246 ἔνθ' ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπέλλαβε κεκμηῶτα˙ αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων, οὐδέ τῳ ἄλλῳ δῶχ' ἑτάρων, ἵνα θᾶσσον ἱκοίμεθα πατρίδα γαῖαν˙ οἱ δ' ἕταροι ἐπέεσσι πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον καί μ' ἔφασαν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι, δῶρα παρ' Αἰόλοο μεγαλήτορος Ἱπποτάδαο. ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον˙ "ὢ πόποι, ὡς ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστιν ἀνθρώποισ', ὅτεών κε πόλιν καὶ γαῖαν ἵκηται. πολλὰ μὲν ἐκ Τροίης ἄγεται κειμήλια καλὰ ληΐδος˙ ἡμεῖς δ' αὖτε ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες οἴκαδε νισόμεθα κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες. καὶ νῦν οἱ τά γε δῶκε χαριζόμενος φιλότητι Αἴολος. ἀλλ' ἄγε θᾶσσον ἰδώμεθα, ὅττι τάδ' ἐστίν, ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν." ὣς ἔφασαν, βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων˙ ἀσκὸν μὲν λῦσαν, ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν
iv. Ομήρου «Οδύσσεια», Ραψωδία μ, στίχοι 261 – 306, 328 – 333, 340 - 352 αὐτὰρ ἐπεὶ πέτρας φύγομεν δεινήν τε Χάρυβδιν Σκύλλην τ', αὐτίκ' ἔπειτα θεοῦ ἐς ἀμύμονα νῆσον ἱκόμεθ'˙ ἔνθα δ' ἔσαν καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, πολλὰ δὲ ἴφια μῆλ' Ὑπερίονος Ἠελίοιο. δὴ τότ' ἐγὼν ἔτι πόντῳ ἐὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ μυκηθμοῦ τ' ἤκουσα βοῶν αὐλιζομενάων οἰῶν τε βληχήν˙ καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ μάντιος ἀλαοῦ, Θηβαίου Τειρεσίαο, Κίρκης τ' Αἰαίης, ἥ μοι μάλα πόλλ' ἐπέτελλε νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο. δὴ τότ' ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων ἀχνύμενος κῆρ˙ "κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι, ὄφρ' ὕμιν εἴπω μαντήϊα Τειρεσίαο Κίρκης τ' Αἰαίης, ἥ μοι μάλα πόλλ' ἐπέτελλε νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο˙ ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκεν. ἀλλὰ παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν." ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ. αὐτίκα δ' Εὐρύλοχος στυγερῷ μ' ἠμείβετο μύθῳ˙ "σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ, περί τοι μένος, οὐδέ τι γυῖα κάμνεις˙ ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, ὅς ῥ' ἑτάρους καμάτῳ ἀδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ οὐκ ἐάᾳς γαίης ἐπιβήμεναι, ἔνθα κεν αὖτε ~ 146 ~
Εχθροί … εκ των έσω νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον, ἀλλ' αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας, νήσου ἀποπλαγχθέντας, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ. ἐκ νυκτῶν δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, γίνονται˙ πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα, ἢ νότου ἢ ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα νῆα διαῤῥαίουσι, θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων; ἀλλ' ἦ τοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ δόρπον θ' ὁπλισόμεσθα θοῇ παρὰ νηῒ μένοντες˙ ἠῶθεν δ' ἀναβάντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ." ὣς ἔφατ' Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ' ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι. καὶ τότε δὴ γίνωσκον, ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων˙ "Εὐρύλοχ', ἦ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα. ἀλλ' ἄγε νῦν μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον˙ εἴ κέ τιν' ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ' οἰῶν εὕρωμεν, μή πού τις ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ˙ ἀλλὰ ἕκηλοι ἐσθίετε βρώμην, τὴν ἀθανάτη πόρε Κίρκη." ὣς ἐφάμην, οἱ δ' αὐτίκ' ἀπώμνυον ὡς ἐκέλευον. αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον, στήσαμεν ἐν λιμένι γλαφυρῷ εὐεργέα νῆα. […] οἱ δ' εἷος μὲν σῖτον ἔχον καὶ οἶνον ἐρυθρόν, τόφρα βοῶν ἀπέχοντο λιλαιόμενοι βιότοιο˙ ἀλλ' ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα, καὶ δὴ ἄγρην ἐφέπεσκον ἀλητεύοντες ἀνάγκῃ, ἰχθῦς ὄρνιθάς τε, φίλας ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο, γναμπτοῖσ' ἀγκίστροισιν˙ ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός˙ […] Εὐρύλοχος δ' ἑτάροισι κακῆς ἐξήρχετο βουλῆς˙ "κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι˙ πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι, λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν. ἀλλ' ἄγετ', Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας ῥέξομεν ἀθανάτοισι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν. εἰ δέ κεν εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα, πατρίδα γαῖαν, αἶψά κεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι πίονα νηὸν τεύξομεν, ἐν δέ κε θεῖμεν ἀγάλματα πολλὰ καὶ ἐσθλά. εἰ δὲ χολωσάμενός τι βοῶν ὀρθοκραιράων νῆ' ἐθέλῃ ὀλέσαι, ἐπὶ δ' ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι, βούλομ' ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ."
~ 147 ~
Εχθροί… εκ των έσω
v. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Δ, στ. 240 - 246 Οὕς τινας αὖ μεθιέντας ἴδοι στυγεροῦ πολέμοιο, τοὺς μάλα νεικείεσκε χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν· Ἀργεῖοι ἰόμωροι ἐλεγχέες οὔ νυ σέβεσθε; τίφθ᾽ οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, αἵ τ᾽ ἐπεὶ οὖν ἔκαμον πολέος πεδίοιο θέουσαι ἑστᾶσ᾽, οὐδ᾽ ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή· ὣς ὑμεῖς ἔστητε τεθηπότες οὐδὲ μάχεσθε.
vi. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, 12 ἐπεὶ καὶ μετὰ τὰ Τρωικὰ ἡ Ἑλλὰς ἔτι μετανίστατό τε καὶ κατῳκίζετο, ὥστε μὴ ἡσυχάσασαν αὐξηθῆναι. ἥ τε γὰρ ἀναχώρησις τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου χρονία γενομένη πολλὰ ἐνεόχμωσε, καὶ στάσεις ἐν ταῖς πόλεσιν ὡς ἐπὶ πολὺ ἐγίγνοντο, ἀφ' ὧν ἐκπίπτοντες τὰς πόλεις ἔκτιζον.
10. Η Κατάληξη i. Ομήρου «Ιλιάδα», Ραψωδία Β, στ. 203 - 206 οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ᾽ Ἀχαιοί· οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς, ᾧ δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω σκῆπτρόν τ᾽ ἠδὲ θέμιστας, ἵνά σφισι βουλεύῃσι.
~ 148 ~
Εχθροί … εκ των έσω
β. Κρυπτεία: Η ιστορία ξεκινά απ’ τα παλιά 2. Η Κρυπτεία στα αρχαία κείμενα i. Πλάτωνος «Νόμοι», Βιβλίο Α, 633b - 633c Μέγιλλος: «[…] ἔτι δὲ καὶ κρυπτεία τις ὀνομάζεται θαυμαστῶς πολύπονος πρὸς τὰς καρτερήσεις, χειμώνων τε ἀνυποδησίαι καὶ ἀστρωσίαι καὶ ἄνευ θεραπόντων αὐτοῖς ἑαυτῶν διακονήσεις νύκτωρ τε πλανωμένων διὰ πάσης τῆς χώρας καὶ μεθ' ἡμέραν.»
ii. Heraclidis Lembi “Excerpta Politiarum” – Εκ των Ηρακλείδου «Περί Πολιτειών» Λέγεται δὲ καὶ τὴν κρυπτὴν εἰσηγήσασθαι, καθ’ ἥν ἒτι καὶ νῦν ἐξιόντες ἡμέρας κρύπτονται, τὰς δὲ νύκτας μεθ’ ὃπλων [ἐκρίπτονται] καὶ ἀναιροῦσι τῶν Εἱλώτων ὃσους ἂν ἐπιτήδειον ᾒ.
iii. Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 28 Ἐν μὲν οὖν τούτοις οὐδέν ἐστιν ἀδικίας ἴχνος οὐδὲ πλεονεξίας, ἣν ἐγκαλοῦσιν ἔνιοι τοῖς Λυκούργου νόμοις, ὡς ἱκανῶς ἔχουσι πρὸς ἀνδρείαν, ἐνδεῶς δὲ πρὸς δικαιοσύνην. ἡ δὲ καλουμένη κρυπτεία παρ’ αὐτοῖς, εἴ γε δὴ τοῦτο τῶν Λυκούργου πολιτευμάτων ἕν ἐστιν, ὡς Ἀριστοτέλης ἱστόρηκε, ταύτην ἂν εἴη καὶ τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς πολιτείας καὶ τοῦ ἀνδρὸς ἐνειργασμένη δόξαν. ἦν δὲ τοιαύτη· τῶν νέων οἱ ἄρχοντες διὰ χρόνου τοὺς μάλιστα νοῦν ἔχειν δοκοῦντας εἰς τὴν χώραν ἄλλως ἐξέπεμπον, ἔχοντας ἐγχειρίδια καὶ τροφὴν ἀναγκαίαν, ἄλλο δὲ οὐδέν· οἱ δὲ μεθ’ ἡμέραν μὲν εἰς ἀσυνδήλους διασπειρόμενοι τόπους, ἀπέκρυπτον ἑαυτοὺς καὶ ἀνεπαύοντο, νύκτωρ δὲ κατιόντες εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν εἱλώτων τὸν ἁλισκόμενον ἀπέσφαττον. πολλάκις δὲ καὶ τοῖς ἀγροῖς ἐπιπορευόμενοι τοὺς ῥωμαλεωτάτους καὶ κρατίστους αὐτῶν ἀνῄρουν. ὥσπερ καὶ Θουκυδίδης ἐν τοῖς Πελοποννησιακοῖς ἱστορεῖ τοὺς ἐπ’ ἀνδρείᾳ προκριθέντας ὑπὸ τῶν Σπαρτιατῶν στεφανώσασθαι μὲν ὡς ἐλευθέρους γεγονότας καὶ περιελθεῖν τὰ τῶν θεῶν ἱερά, μικρὸν δὲ ὕστερον ἅπαντας ἀφανεῖς γενέσθαι, πλείονας ἢ δισχιλίους ὄντας, ὡς μήτε παραχρῆμα μήτε ὕστερον ἔχειν τινὰ λέγειν ὅτῳ τρόπῳ διεφθάρησαν. Ἀριστοτέλης δὲ μάλιστά φησι καὶ τοὺς ἐφόρους, ὅταν εἰς τὴν ἀρχὴν καταστῶσι πρῶτον, τοῖς εἵλωσι καταγγέλλειν πόλεμον, ὅπως εὐαγὲς ᾖ τὸ ἀνελεῖν. […]τὰς μὲν οὖν τοιαύτας χαλεπότητας ὕστερον ἐγγενέσθαι τοῖς Σπαρτιάταις νομίζω, μάλιστα μετὰ τὸν μέγαν σεισμόν, ᾧ συνεπιθέσθαι τοὺς εἵλωτας μετὰ Μεσσηνίων ἱστοροῦσι, καὶ πλεῖστα κακὰ τὴν χώραν ἐργάσασθαι καὶ μέγιστον τῇ πόλει περιστῆσαι κίνδυνον. οὐ γὰρ ἂν ἔγωγε προσθείην Λυκούργῳ μιαρὸν οὕτω τῆς κρυπτείας ἔργον ἀπὸ τῆς ἄλλης αὐτοῦ πρᾳότητος καὶ δικαιοσύνης τεκμαιρόμενος τὸν τρόπον, ᾧ καὶ τὸ δαιμόνιον ἐπεμαρτύρησε.
~ 149 ~
Εχθροί… εκ των έσω
iv. Πλουτάρχου «Βίοι», «Κλεομένης», 28 Φύλαρχος δὲ καὶ προδοσίαν γενέσθαι φησὶ τὴν μάλιστα τῷ Κλεομένει τὰ πράγματα διεργασαμένην. τοῦ γὰρ Ἀντιγόνου τοὺς Ἰλλυριοὺς καὶ τοὺς Ἀκαρνᾶνας ἐκπεριελθεῖν κρύφα κελεύσαντος καὶ κυκλώσασθαι θάτερον κέρας, ἐφ' οὗ τεταγμένος ἦν Εὐκλείδας ὁ τοῦ Κλεομένους ἀδελφός, εἶτα τὴν ἄλλην ἐπὶ μάχῃ δύναμιν ἐκτάττοντος, ἀπὸ σκοπῆς θεωρῶν ὁ Κλεομένης, ὡς οὐδαμοῦ τὰ ὅπλα τῶν Ἰλλυριῶν καὶ τῶν Ἀκαρνάνων κατεῖδεν, ἐφοβήθη μὴ πρός τι τοιοῦτον αὐτοῖς ὁ Ἀντίγονος κέχρηται. καλέσας δὲ Δαμοτέλη τὸν ἐπὶ τῆς κρυπτείας τεταγμένον, ὁρᾶν ἐκέλευσε καὶ ζητεῖν, ὅπως ἔχει τὰ κατὰ νώτου καὶ κύκλῳ τῆς παρατάξεως. τοῦ δὲ Δαμοτέλους -- ἦν γὰρ ὡς λέγεται χρήμασι πρότερον ὑπ' Ἀντιγόνου διεφθαρμένος -- ἀμελεῖν ἐκείνων εἰπόντος ὡς καλῶς ἐχόντων, τοῖς δὲ συνάπτουσιν ἐξ ἐναντίας προσέχειν καὶ τούτους ἀμύνεσθαι, πιστεύσας ἐπὶ τὸν Ἀντίγονον ἐχώρει […].
v. Αριστοφάνους «Αχαρνείς», στίχοι 91 – 99 Πρέσβυς: καὶ νῦν ἄγοντες ἥκομεν Ψευδαρτάβαν, τὸν βασιλέως ὀφθαλμόν. Δικαιόπολις: ἐκκόψειέ γε κόραξ πατάξας, τόν τε σὸν τοῦ πρέσβεως. Κῆρυξ: ὁ βασιλέως ὀφθαλμός. Δικαιόπολις: ὦναξ Ἡράκλεις. πρὸς τῶν θεῶν ἄνθρωπε ναύφαρκτον βλέπεις; ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; ἄσκωμ᾽ ἔχεις που περὶ τὸν ὀφθαλμὸν κάτω. Πρέσβυς: ἄγε δὴ σὺ βασιλεὺς ἅττα ς᾽ ἀπέπεμψεν φράσον λέξοντ᾽ Ἀθηναίοισιν ὦ Ψευδαρτάβα.
vi. Αριστοφάνους «Θεσμοφοριάζουσες», στίχοι 574 – 602 Κλεισθένης: φίλαι γυναῖκες ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τρόπου: ὅτι μὲν φίλος εἴμ' ὑμῖν, ἐπίδηλος ταῖς γνάθοις: γυναικομανῶ γὰρ προξενῶ θ' ὑμῶν ἀεί. καὶ νῦν ἀκούσας πρᾶγμα περὶ ὑμῶν μέγα ὀλίγῳ τι πρότερον κατ' ἀγορὰν λαλούμενον, ἥκω φράσων τοῦτ' ἀγγελῶν θ' ὑμῖν, ἵνα σκοπῆτε καὶ τηρῆτε μὴ καὶ προσπέσῃ ὑμῖν ἀφάρκτοις πρᾶγμα δεινὸν καὶ μέγα. Χορός: τί δ' ἔστιν ὦ παῖ; παῖδα γάρ σ' εἰκὸς καλεῖν, ἕως ἂν οὕτως τὰς γνάθους ψιλὰς ἔχῃς. Κλεισθένης: Εὐριπίδην φάσ' ἄνδρα κηδεστήν τινα αὑτοῦ γέροντα δεῦρ' ἀναπέμψαι τήμερον. Χορός: πρὸς ποῖον ἔργον ἢ τίνος γνώμης χάριν; Κλεισθένης: ἵν' ἅττα βουλεύοισθε καὶ μέλλοιτε δρᾶν, ἐκεῖνος εἴη τῶν λόγων κατάσκοπος. Χορός: καὶ πῶς λέληθεν ἐν γυναιξὶν ὢν ἀνήρ; ~ 150 ~
Εχθροί … εκ των έσω Κλεισθένης: αφνῦσεν αὐτὸν κἀπέτιλ' Εὐριπίδης καὶ τἄλλ' ἅπανθ' ὥσπερ γυναῖκ' ἐσκεύασεν. Μνησίλοχος: πείθεσθε τούτῳ ταῦτα; τίς δ' οὕτως ἀνὴρ ἠλίθιος ὅστις τιλλόμενος ἠνείχετο; οὐκ οἴομαι 'γωγ' ὦ πολυτιμήτω θεώ. Κλεισθένης: ληρεῖς: ἐγὼ γὰρ οὐκ ἂν ἦλθον ἀγγελῶν, εἰ μὴ 'πεπύσμην ταῦτα τῶν σάφ' εἰδότων. Χορός: τὸ πρᾶγμα τουτὶ δεινὸν εἰσαγγέλλεται. ἀλλ' ὦ γυναῖκες οὐκ ἐλινύειν ἐχρῆν, ἀλλὰ σκοπεῖν τὸν ἄνδρα καὶ ζητεῖν ὅπου λέληθεν ἡμᾶς κρυπτὸς ἐγκαθήμενος. καὶ σὺ ξυνέξευρ' αὐτόν, ὡς ἂν τὴν χάριν ταύτην τε κἀκείνην ἔχῃς ὦ πρόξενε.
3. Οι θεσμοί i. Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, «Κλειώ», 65 – 66 τὸ δὲ ἔτι πρότερον τούτων καί κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων κατά τε σφέας αὐτοὺς καὶ ξείνοισι ἀπρόσμικτοι: μετέβαλον δὲ ὧδε ἐς εὐνομίην. Λυκούργου τῶν Σπαρτιητέων δοκίμου ἀνδρὸς ἐλθόντος ἐς Δελφοὺς ἐπὶ τὸ χρηστήριον, ὡς ἐσήιε ἐς τὸ μέγαρον, εὐθὺς ἡ Πυθίη λέγει τάδε. «ἥκεις ὦ Λυκόοργε ἐμὸν ποτὶ πίονα νηόν Ζηνὶ φίλος καὶ πᾶσιν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσι. δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. ἀλλ᾽ ἔτι καὶ μᾶλλον θεὸν ἔλπομαι, ὦ Λυκόοργε.» οἳ μὲν δή τινες πρὸς τούτοισι λέγουσι καὶ φράσαι αὐτῷ τὴν Πυθίην τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Σπαρτιήτῃσι. ὡς δ᾽ αὐτοὶ Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, Λυκοῦργον ἐπιτροπεύσαντα Λεωβώτεω, ἀδελφιδέου μὲν ἑωυτοῦ βασιλεύοντος δὲ Σπαρτιητέων, ἐκ Κρήτης ἀγαγέσθαι ταῦτα. ὡς γὰρ ἐπετρόπευσε τάχιστα, μετέστησε τὰ νόμιμα πάντα, καὶ ἐφύλαξε ταῦτα μὴ παραβαίνειν˙ μετὰ δὲ τὰ ἐς πόλεμον ἔχοντα, ἐνωμοτίας καὶ τριηκάδας καὶ συσσίτια, πρός τε τούτοισι τοὺς ἐφόρους καὶ γέροντας ἔστησε Λυκοῦργος. οὕτω μὲν μεταβαλόντες εὐνομήθησαν, τῷ δὲ Λυκούργῳ τελευτήσαντι ἱρὸν εἱσάμενοι σέβονται μεγάλως.
ii. Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 1 Περὶ Λυκούργου τοῦ νομοθέτου καθόλου μὲν οὐδὲν ἔστιν εἰπεῖν ἀναμφισβήτητον, οὗ γε καὶ γένος καὶ ἀποδημία καὶ τελευτὴ καὶ πρὸς ἅπασιν ἡ περὶ τοὺς νόμους αὐτοῦ καὶ τὴν πολιτείαν πραγματεία διαφόρους ἔσχηκεν ἱστορίας, ἥκιστα δὲ οἱ χρόνοι καθ’ οὓς γέγονεν ὁ ἀνὴρ ὁμολογοῦνται.
~ 151 ~
Εχθροί… εκ των έσω
iii. Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος»,29 […] οὕτως ἀγασθεὶς καὶ ἀγαπήσας τὸ τῆς νομοθεσίας κάλλος καὶ μέγεθος ἐν ἔργῳ γενομένης καὶ ὁδῷ βαδιζούσης, ἐπεθύμησεν, ὡς ἀνυστὸν ἐξ ἀνθρωπίνης προνοίας, ἀθάνατον αὐτὴν ἀπολιπεῖν καὶ ἀκίνητον εἰς τὸ μέλλον. συναγαγὼν οὖν ἅπαντας εἰς ἐκκλησίαν, τὰ μὲν ἄλλα μετρίως ἔχειν ἔφη καὶ ἱκανῶς πρὸς εὐδαιμονίαν καὶ ἀρετὴν τῆς πόλεως, ὃ δὲ κυριώτατόν ἐστι καὶ μέγιστον οὐκ ἂν ἐξενεγκεῖν πρότερον πρὸς αὐτοὺς ἢ χρήσασθαι τῷ θεῷ. δεῖν οὖν ἐκείνους ἐμμένειν τοῖς καθεστῶσι νόμοις καὶ μηδὲν ἀλλάσσειν μηδὲ μετακινεῖν ἕως ἐπάνεισιν ἐκ Δελφῶν αὐτός· ἐπανελθὼν γὰρ ὅ τι ἂν τῷ θεῷ δοκῇ ποιήσειν. ὁμολογούντων δὲ πάντων καὶ κελευόντων βαδίζειν, ὅρκους λαβὼν παρὰ τῶν βασιλέων καὶ τῶν γερόντων, ἔπειτα παρὰ τῶν ἄλλων πολιτῶν, ἐμμενεῖν καὶ χρήσεσθαι τῇ καθεστώσῃ πολιτείᾳ μέχρις ἂν ἐπανέλθῃ ὁ Λυκοῦργος, ἀπῆρεν εἰς Δελφούς. Παραγενόμενος δὲ πρὸς τὸ μαντεῖον καὶ τῷ θεῷ θύσας, ἠρώτησεν εἰ καλῶς οἱ νόμοι καὶ ἱκανῶς πρὸς εὐδαιμονίαν καὶ ἀρετὴν πόλεως κείμενοι τυγχάνουσιν. ἀποκριναμένου δὲ τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς νόμους καλῶς κεῖσθαι καὶ τὴν πόλιν ἐνδοξοτάτην διαμενεῖν τῇ Λυκούργου χρωμένην πολιτείᾳ, τὸ μάντευμα γραψάμενος εἰς Σπάρτην ἀπέστειλεν. αὐτὸς δὲ τῷ θεῷ πάλιν θύσας καὶ τοὺς φίλους ἀσπασάμενος καὶ τὸν υἱόν, ἔγνω μηκέτι τοῖς πολίταις ἀφεῖναι τὸν ὅρκον, αὐτοῦ δὲ καταλῦσαι τὸν βίον ἑκουσίως, ἡλικίας γεγονὼς ἐν ᾗ καὶ βιοῦν ἔτι καὶ πεπαῦσθαι βουλομένοις ὡραῖόν ἐστι, καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἱκανῶς πρὸς εὐδαιμονίαν ἔχειν δοκούντων. ἐτελεύτησεν οὖν ἀποκαρτερήσας, […].
iv. Αριστοτέλους «Πολιτικά», Βιβλίο Β΄, 9, 20, 1270b συνέχει μὲν οὖν τὴν πολιτείαν τὸ ἀρχεῖον τοῦτο - ἡσυχάζει γὰρ ὁ δῆμος διὰ τὸ μετέχειν τῆς μεγίστης ἀρχῆς, ὥστ᾽ εἴτε διὰ τὸν νομοθέτην εἴτε διὰ τύχην τοῦτο συμπέπτωκεν, συμφερόντως ἔχει τοῖς πράγμασιν.
v. Αριστοτέλους «Πολιτικά», Βιβλίο Ε΄, 1313a διὰ γὰρ τοῦτο καὶ ἡ περὶ Μολοττοὺς πολὺν χρόνον βασιλεία διέμεινεν, καὶ ἡ Λακεδαιμονίων διὰ τὸ ἐξ ἀρχῆς τε εἰς δύο μέρη διαιρεθῆναι τὴν ἀρχήν, καὶ πάλιν Θεοπόμπου μετριάσαντος τοῖς τε ἄλλοις καὶ τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος: τῆς γὰρ δυνάμεως ἀφελὼν ηὔξησε τῷ χρόνῳ τὴν βασιλείαν, ὥστε τρόπον τινὰ ἐποίησεν οὐκ ἐλάττον᾽ ἀλλὰ [30] μείζον᾽ αὐτήν. ὅπερ καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα ἀποκρίνασθαί φασιν αὐτόν, εἰποῦσαν εἰ μηδὲν αἰσχύνεται τὴν βασιλείαν ἐλάττω παραδιδοὺς τοῖς υἱέσιν ἢ παρὰ τοῦ πατρὸς παρέλαβεν: “οὐ δῆτα” φάναι: “παραδίδωμι γὰρ πολυχρονιωτέραν.”
vi. Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 7 Οὕτω τὸ πολίτευμα τοῦ Λυκούργου μίξαντος, ὅμως ἄκρατον ἔτι τὴν ὀλιγαρχίαν καὶ ἰσχυρὰν οἱ μετ’ αὐτὸν ὁρῶντες σπαργῶσαν καὶ ~ 152 ~
Εχθροί … εκ των έσω θυμουμένην, ὥς φησιν ὁ Πλάτων, οἷον ψάλιον ἐμβάλλουσιν αὐτῇ τὴν τῶν ἐφόρων δύναμιν, ἔτεσί που μάλιστα τριάκοντα καὶ ἑκατὸν μετὰ Λυκοῦργον πρώτων τῶν περὶ Ἔλατον ἐφόρων κατασταθέντων ἐπὶ Θεοπόμπου βασιλεύοντος· ὃν καί φασιν ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ γυναικὸς ὀνειδιζόμενον ὡς ἐλάττω παραδώσοντα τοῖς παισὶ τὴν βασιλείαν ἢ παρέλαβε, "Μείζω μὲν οὖν," εἰπεῖν, "ὅσῳ χρονιωτέραν."
vi. Πλουτάρχου «Βίοι», «Κλεομένης», 10 Ὁ δ' οὖν Κλεομένης ἡμέρας γενομένης προέγραψεν ὀγδοήκοντα τῶν πολιτῶν, οὓς ἔδει μεταστῆναι, καὶ τοὺς δίφρους ἀνεῖλε τῶν ἐφόρων πλὴν ἑνός, ἐν ᾧ καθήμενος ἔμελλεν αὐτὸς χρηματίζειν. ἐκκλησίαν δὲ ποιήσας ἀπελογεῖτο περὶ τῶν πεπραγμένων. ἔφη γὰρ ὑπὸ τοῦ Λυκούργου τοῖς βασιλεῦσι συμμειχθῆναι τοὺς γέροντας, καὶ πολὺν χρόνον οὕτω διοικεῖσθαι τὴν πόλιν, οὐδὲν ἑτέρας ἀρχῆς δεομένην· ὕστερον δὲ τοῦ πρὸς Μεσσηνίους πολέμου μακροῦ γενομένου, τοὺς βασιλεῖς διὰ τὰς στρατείας ἀσχόλους ὄντας αὐτοὺς πρὸς τὸ κρίνειν αἱρεῖσθαί τινας ἐκ τῶν φίλων καὶ ἀπολείπειν τοῖς πολίταις ἀνθ' ἑαυτῶν, ἐφόρους προσαγορευθέντας· καὶ διατελεῖν γε τούτους τὸ πρῶτον ὑπηρέτας τῶν βασιλέων ὄντας, εἶτα κατὰ μικρὸν εἰς ἑαυτοὺς τὴν ἐξουσίαν ἐπιστρέφοντας, [καὶ] οὕτως λαθεῖν ἴδιον ἀρχεῖον κατασκευασαμένους. σημεῖον δὲ τούτου τὸ μέχρι νῦν μεταπεμπομένων τὸν βασιλέα τῶν ἐφόρων τὸ πρῶτον ἀντιλέγειν καὶ τὸ δεύτερον, τὸ δὲ τρίτον καλούντων ἀναστάντα βαδίζειν πρὸς αὐτούς· καὶ τὸν πρῶτον ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχὴν καὶ ἀνατεινάμενον Ἀστερωπὸν ἡλικίαις ὕστερον πολλαῖς ἔφορον γενέσθαι. μετριάζοντας μὲν οὖν αὐτούς, ἔφη, κρεῖττον ἦν ὑπομένειν, ἐξουσίᾳ δ' ἐπιθέτῳ τὴν πάτριον καταλύοντας ἀρχήν, ὥστε τῶν βασιλέων τοὺς μὲν ἐξελαύνειν, τοὺς δ' ἀποκτιννύειν ἀκρίτους, ἀπειλεῖν δὲ τοῖς ποθοῦσιν αὖθις ἐπιδεῖν τὴν καλλίστην καὶ θειοτάτην ἐν Σπάρτῃ κατάστασιν, οὐκ ἀνεκτόν.
vii. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Δ΄, «Μεσσηνιακά», 6,5 οὗτος δὲ ὁ Θεόπομπος˙ ἦν καὶ ὁ πέρας ἐπιθεὶς τῷ πολέμῳ: μαρτυρεῖ δέ μοι καὶ τὰ ἐλεγεῖα τῶν Τυρταίου λέγοντα: “ἡμετέρῳ βασιλῆι θεοῖσι φίλῳ Θεοπόμπῳ, / ὃν διὰ Μεσσήνην εἵλομεν εὐρύχορον.”
viii. Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία», 4.3 – 4.4 αἱροῦνται τοίνυν αὐτῶν οἱ ἔφοροι ἐκ τῶν ἀκμαζόντων τρεῖς ἄνδρας: οὗτοι δὲ ἱππαγρέται καλοῦνται. τούτων δ᾽ ἕκαστος ἄνδρας ἑκατὸν καταλέγει, διασαφηνίζων ὅτου ἕνεκα τοὺς μὲν προτιμᾷ, τοὺς δὲ ἀποδοκιμάζει. οἱ οὖν μὴ τυγχάνοντες τῶν καλῶν πολεμοῦσι τοῖς τε ἀποστείλασιν αὐτοὺς καὶ τοῖς αἱρεθεῖσιν ἀνθ᾽ αὑτῶν καὶ παραφυλάττουσιν ἀλλήλους, ἐάν τι παρὰ τὰ καλὰ νομιζόμενα ῥᾳδιουργῶσι.
~ 153 ~
Εχθροί… εκ των έσω
ix. Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 21 τριῶν γὰρ χορῶν κατὰ τὰς τρεῖς ἡλικίας συνισταμένων ἐν ταῖς ἑορταῖς, ὁ μὲν τῶν γερόντων ἀρχόμενος ᾖδεν· Ἄμμες πόκ’ ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι. ὁ δὲ τῶν ἀκμαζόντων ἀμειβόμενος ἔλεγεν· Ἄμμες δέ γ’ εἰμέν· αἰ δὲ λῇς, αὐγάσδεο. ὁ δὲ τρίτος ὁ τῶν παίδων· Ἄμμες δέ γ’ ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες.
x. Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Θ΄- «Καλλιόπη», 85 Λακεδαιμόνιοι μὲν τριξὰς ἐποιήσαντο θήκας˙ ἔνθα μὲν τοὺς ἰρένας ἔθαψαν, τῶν καὶ Ποσειδώνιος καὶ Ἀμομφάρετος ἦσαν καὶ Φιλοκύων τε καὶ Καλλικράτης. ἐν μὲν δὴ ἑνὶ τῶν τάφων ἦσαν οἱ ἰρένες, ἐν δὲ τῷ ἑτέρῳ οἱ ἄλλοι Σπαρτιῆται, ἐν δὲ τῷ τρίτῳ οἱ εἵλωτες. οὗτοι μὲν οὕτω ἔθαπτον.
xi. Παυσανίου «Βίοι», «Λυκούργος», 17 […] κατ’ ἀγέλας αὐτοὶ προΐσταντο τῶν λεγομένων εἰρένων ἀεὶ τὸν σωφρονέστατον καὶ μαχιμώτατον. εἴρενας δὲ καλοῦσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους. οὗτος οὖν ὁ εἴρην, εἴκοσι ἔτη γεγονώς, ἄρχει τε τῶν ὑποτεταγμένων ἐν ταῖς μάχαις, καὶ κατ’ οἶκον ὑπηρέταις χρῆται πρὸς τὸ δεῖπνον. ἐπιτάσσει δὲ τοῖς μὲν ἁδροῖς ξύλα φέρειν, τοῖς δὲ μικροτέροις λάχανα.
4. Οι αντίπαλοι i. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», βιβλίο Α, 103 Οἱ δ' ἐν Ἰθώμῃ δεκάτῳ ἔτει, ὡς οὐκέτι ἐδύναντο ἀντέχειν, ξυνέβησαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἐφ' ᾧ ἐξίασιν ἐκ Πελοποννήσου ὑπόσπονδοι καὶ μηδέποτε ἐπιβήσονται αὐτῆς· ἢν δέ τις ἁλίσκηται, τοῦ λαβόντος εἶναι δοῦλον.
ii. Διογένη Λαέρτιου «Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων», Βιβλίο Γ΄, «Πλάτων», 19 ἐντεῦθεν ἀγανακτήσας ὁ τύραννος πρῶτον μὲν ἀνελεῖν ὥρμησεν αὐτόν· εἶτα παρακληθεὶς ὑπὸ Δίωνος καὶ Ἀριστομένους τοῦτο μὲν οὐκ ἐποίησε, παρέδωκε δὲ αὐτὸν Πόλλιδι τῷ Λακεδαιμονίῳ κατὰ καιρὸν διὰ πρεσβείαν ἀφιγμένῳ ὥστε ἀποδόσθαι. κἀκεῖνος ἀγαγὼν αὐτὸν εἰς Αἴγιναν ἐπίπρασκεν· ὅτε καὶ Χάρμανδρος Χαρμανδρίδου ἐγράψατο αὐτῷ δίκην θανάτου κατὰ τὸν παρ' αὐτοῖς τεθέντα νόμον, τὸν ἐπιβάντα Ἀθηναίων τῇ νήσῳ ἄκριτον ἀποθνῄσκειν.
~ 154 ~
Εχθροί … εκ των έσω
iii. Τυρταίου «Τα Σωζώμενα», 5d, 6 ὥσπερ ὄνοι μεγάλοις ἄχθεσι τειρόμενοι, δεσποσύνοισι φέροντες ἀναγκαίης ὕπο λυγρῆς ἥμισυ πάνθ' ὅσσων καρπὸν ἄρουρα φέρει.
iv. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Ε΄, 34,1 Καὶ τοῦ αὐτοῦ θέρους ἤδη ἡκόντων αὐτοῖς τῶν ἀπὸ Θρᾴκης μετὰ Βρασίδου ἐξελθόντων στρατιωτῶν, οὓς ὁ Κλεαρίδας μετὰ τὰς σπονδὰς ἐκόμισεν, οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐψηφίσαντο τοὺς μὲν μετὰ Βρασίδου Εἵλωτας μαχεσαμένους ἐλευθέρους εἶναι καὶ οἰκεῖν ὅπου ἂν βούλωνται, καὶ ὕστερον οὐ πολλῷ αὐτοὺς μετὰ τῶν νεοδαμώδων ἐς Λέπρεον κατέστησαν, κείμενον ἐπὶ τῆς Λακωνικῆς καὶ τῆς Ἠλείας, ὄντες ἤδη διάφοροι Ἠλείοις·
v. Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία», 10,7 ἐπέθηκε δὲ καὶ τὴν ἀνυπόστατον ἀνάγκην ἀσκεῖν ἅπασαν πολιτικὴν ἀρετήν. τοῖς μὲν γὰρ τὰ νόμιμα ἐκτελοῦσιν ὁμοίως ἅπασι τὴν πόλιν οἰκείαν ἐποίησε, καὶ οὐδὲν ὑπελογίσατο οὔτε σωμάτων οὔτε χρημάτων ἀσθένειαν: εἰ δέ τις ἀποδειλιάσειε τοῦ τὰ νόμιμα διαπονεῖσθαι, τοῦτον ἐκεῖνος ἀπέδειξε μηδὲ νομίζεσθαι ἔτι τῶν ὁμοίων εἶναι.
vi. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Ε΄, 34,2 τοὺς δ' ἐκ τῆς νήσου ληφθέντας σφῶν καὶ τὰ ὅπλα παραδόντας, δείσαντες μή τι διὰ τὴν ξυμφορὰν νομίσαντες ἐλασσωθήσεσθαι καὶ ὄντες ἐπίτιμοι νεωτερίσωσιν, ἤδη καὶ ἀρχάς τινας ἔχοντας ἀτίμους ἐποίησαν, ἀτιμίαν δὲ τοιάνδε ὥστε μήτε ἄρχειν μήτε πριαμένους τι ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι. ὕστερον δὲ αὖθις χρόνῳ ἐπίτιμοι ἐγένοντο.
vii. Αριστοτέλους «Πολιτικά», Βιβλίο Β, 1270a, 29 - 37 παρὰ δὲ τοῖς Λάκωσιν ἕκαστον δεῖ φέρειν, καὶ σφόδρα πενήτων ἐνίων ὄντων καὶ τοῦτο τὸ ἀνάλωμα οὐ δυναμένων δαπανᾶν, ὥστε συμβαίνει τοὐναντίον τῷ νομοθέτῃ τῆς προαιρέσεως. βούλεται μὲν γὰρ δημοκρατικὸν εἶναι τὸ κατασκεύασμα τῶν συσσιτίων, γίνεται δ᾽ ἥκιστα δημοκρατικὸν οὕτω νενομοθετημένον. μετέχειν μὲν γὰρ οὐ ῥᾴδιον τοῖς λίαν πένησιν, ὅρος δὲ τῆς πολιτείας οὗτός ἐστιν αὐτοῖς ὁ πάτριος, τὸν μὴ δυνάμενον τοῦτο τὸ τέλος φέρειν μὴ μετέχειν αὐτῆς.
iii. Πλουτάρχου «Βίοι», «Λυκούργος», 8 ἔνιοι δέ φασι τὸν μὲν Λυκοῦργον ἑξακισχιλίους νεῖμαι, τρισχιλίους δὲ μετὰ ταῦτα προσθεῖναι Πολύδωρον· οἱ δὲ τοὺς μὲν ἡμίσεις τῶν ἐνακισχιλίων τοῦτον, τοὺς δὲ ἡμίσεις Λυκοῦργον.
~ 155 ~
Εχθροί… εκ των έσω
iv. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Βιβλίο Γ΄ «Λακωνικά», 3 διαπεπολεμημένου δὲ τοῦ πρὸς Μεσσήνην πολέμου καὶ ἤδη Λακεδαιμονίοις δορικτήτου τῆς Μεσσηνίας οὔσης, Πολύδωρον εὐδοκιμοῦντα ἐν Σπάρτῃ καὶ κατὰ γνώμην Λακεδαιμονίων μάλιστα ὄντα τῷ δήμῳ--οὔτε γὰρ ἔργον βίαιον οὔτε ὑβριστὴν λόγον παρείχετο ἐς οὐδένα, ἐν δὲ ταῖς κρίσεσι τὰ δίκαια ἐφύλασσεν οὐκ ἄνευ φιλανθρωπίας, ἔχοντος δὲ ἤδη Πολυδώρου λαμπρὸν ἀνὰ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα ὄνομα, Πολέμαρχος οἰκίας ἐν Λακεδαίμονι ἀνὴρ οὐκ ἀδόξου, θρασύτερος δὲ ὡς ἐδήλωσε γνώμην, φονεύει τὸν Πολύδωρον: ἀποθανόντι δὲ αὐτῷ πολλά τε παρὰ Λακεδαιμονίων δέδοται καὶ ἀξιόλογα ἐς τιμήν. ἔστι μέντοι καὶ Πολεμάρχου μνῆμα ἐν Σπάρτῃ, εἴτε ἀγαθοῦ τὰ πρότερα ἀνδρὸς εἶναι νομισθέντος εἴτε καὶ κρύφα οἱ προσήκοντες θάπτουσιν αὐτόν.
v. Αθηναίου «Δειπνοσοφισταί», Βιβλίο Δ΄, 142a Λακεδαιμόνιοι εἰς μὲν τὰ φιδίτια οὐκ ἤρχοντο κατὰ τὸ πάτριον ἔθος· ὅτε δὲ καὶ παραγένοιντο, μικρὰ συμπεριενεχθεῖσι νόμου χάριν παρεσκευάζετο καὶ πάλιν αὐτοῖς στρωμναί τε τοῖς μεγέθεσιν οὕτως ἐξησκημέναι πολυτελῶς καὶ τῇ ποικιλίᾳ διαφόρως ὥστε τῶν ξένων ἐνίους τῶν παραληφθέντων ὀκνεῖν τὸν ἀγκῶνα ἐπὶ τὰ προσκεφάλαια ἐρείδειν. Oἱ δὲ πρότερον ἐπὶ τοῦ κλιντηρίου ψιλοῦ διακαρτεροῦντες (τῆς κλίνης) παρ´ ὅλην τὴν συνουσίαν, ὅτε τὸν ἀγκῶνα ἅπαξ ἐρείσειαν […] Εἰς δὲ τὴν προειρημένην τρυφὴν ἦλθον ποτηρίων τ´ ἐκθέσεις πολλῶν καὶ βρωμάτων παντοδαπῶς πεποιημένων παραθέσεις, ἔτι δὲ μύρων ἐξηλλαγμένων, ὡς δ´ αὕτως οἴνων καὶ τραγημάτων. Καὶ τούτων ἦρξαν οἱ μικρὸν πρὸ Κλεομένους βασιλεύσαντες Ἄρευς καὶ Ἀκρότατος αὐλικὴν ἐξουσίαν ζηλώσαντες· οὓς τοσοῦτον αὖθις ὑπερῆράν τινες τῶν ἰδιωτῶν τῶν ἐν Σπάρτῃ γενομένων κατ´ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τῇ πολυτελείᾳ τῇ καθ´ αὑτούς, ὥστε δοκεῖν τὸν Ἄρεα καὶ τὸν Ἀκρότατον εὐτελείᾳ πάντας ὑπερβεβληκέναι τοὺς ἀφελεστάτους τῶν πρότερον.
vi. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, 102 Λακεδαιμόνιοι δέ, ὡς αὐτοῖς πρὸς τοὺς ἐν Ἰθώμῃ ἐμηκύνετο ὁ πόλεμος, ἄλλους τε ἐπεκαλέσαντο ξυμμάχους καὶ Ἀθηναίους· οἱ δ' ἦλθον Κίμωνος στρατηγοῦντος πλήθει οὐκ ὀλίγῳ. μάλιστα δ' αὐτοὺς ἐπεκαλέσαντο ὅτι τειχομαχεῖν ἐδόκουν δυνατοὶ εἶναι, τοῖς δὲ πολιορκίας μακρᾶς καθεστηκυίας τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο· βίᾳ γὰρ ἂν εἷλον τὸ χωρίον. καὶ διαφορὰ ἐκ ταύτης τῆς στρατείας πρῶτον Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις φανερὰ ἐγένετο. οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ τὸ χωρίον βίᾳ οὐχ ἡλίσκετο, δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιίαν, καὶ ἀλλοφύλους ἅμα ἡγησάμενοι, μή τι, ἢν παραμείνωσιν, ὑπὸ τῶν ἐν Ἰθώμῃ πεισθέντες νεωτερίσωσι, μόνους τῶν ξυμμάχων ἀπέπεμψαν, τὴν μὲν ὑποψίαν οὐ δηλοῦντες, εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν προσδέονται αὐτῶν ἔτι. οἱ δ' Ἀθηναῖοι ἔγνωσαν οὐκ ἐπὶ τῷ βελτίονι λόγῳ ἀποπεμπόμενοι, ἀλλά τινος ὑπόπτου ~ 156 ~
Εχθροί … εκ των έσω γενομένου, καὶ δεινὸν ποιησάμενοι καὶ οὐκ ἀξιώσαντες ὑπὸ Λακεδαιμονίων τοῦτο παθεῖν, εὐθὺς ἐπειδὴ ἀνεχώρησαν, ἀφέντες τὴν γενομένην ἐπὶ τῷ Μήδῳ ξυμμαχίαν πρὸς αὐτοὺς Ἀργείοις τοῖς ἐκείνων πολεμίοις ξύμμαχοι ἐγένοντο
5. Οι αποστολές; i. Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο Ζ, «Πολύμνια», 213 ἀπορέοντος δὲ βασιλέος ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι, Ἐπιάλτης ὁ Εὐρυδήμου ἀνὴρ Μηλιεὺς ἦλθέ οἱ ἐς λόγους˙ ὃς μέγα τι παρὰ βασιλέος δοκέων οἴσεσθαι ἔφρασέ τε τὴν ἀτραπὸν τὴν διὰ τοῦ ὄρεος φέρουσαν ἐς Θερμοπύλας, καὶ διέφθειρε τοὺς ταύτῃ ὑπομείναντας Ἑλλήνων. ὕστερον δὲ δείσας Λακεδαιμονίους ἔφυγε ἐς Θεσσαλίην, καί οἱ φυγόντι ὑπὸ τῶν Πυλαγόρων τῶν Ἀμφικτυόνων ἐς τὴν Πυλαίην συλλεγομένων ἀργύριον ἐπεκηρύχθη. χρόνῳ δὲ ὕστερον, κατῆλθε γὰρ ἐς Ἀντικύρην, ἀπέθανε ὑπὸ Ἀθηνάδεω ἀνδρὸς Τρηχινίου. ὁ δὲ Ἀθηνάδης οὗτος ἀπέκτεινε μὲν Ἐπιάλτεα δι᾽ ἄλλην αἰτίην, τὴν ἐγὼ ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι σημανέω, ἐτιμήθη μέντοι ὑπὸ Λακεδαιμονίων οὐδὲν ἧσσον.
ii. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Α, 132 – 133 καὶ φανερὸν μὲν ἶχον οὐδὲν οἱ Σπαρτιᾶται σημεῖον, οὔτε οἱ ἐχθροὶ οὔτε ἡ πᾶσα πόλις, ὅτῳ ἂν πιστεύσαντες βεβαίως ἐτιμωροῦντο ἄνδρα γένους τε τοῦ βασιλείου ὄντα καὶ ἐν τῷ παρόντι τιμὴν ἔχοντα (Πλείσταρχον γὰρ τὸν Λεωνίδου ὄντα βασιλέα καὶ νέον ἔτι ἀνεψιὸς ὢν ἐπετρόπευεν), ὑποψίας δὲ πολλὰς παρεῖχε τῇ τε παρανομίᾳ καὶ ζηλώσει τῶν βαρβάρων μὴ ἴσος βούλεσθαι εἶναι τοῖς παροῦσι, τά τε ἄλλα αὐτοῦ ἀνεσκόπουν, εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, καὶ ὅτι ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τῶν Μήδων ἀκροθίνιον, ἠξίωσεν ἐπιγράψασθαι αὐτὸς ἰδίᾳ τὸ ἐλεγεῖον τόδε· Ἑλλήνων ἀρχηγὸς ἐπεὶ στρατὸν ὤλεσε Μήδων, Παυσανίας Φοίβῳ μνῆμ' ἀνέθηκε τόδε. Τὸ μὲν οὖν ἐλεγεῖον οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐξεκόλαψαν εὐθὺς τότε ἀπὸ τοῦ τρίποδος τοῦτο καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις ὅσαι ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα· τοῦ μέντοι Παυσανίου ἀδίκημα καὶ τότ' ἐδόκει εἶναι, καὶ ἐπεί γε δὴ ἐν τούτῳ καθειστήκει, πολλῷ μᾶλλον παρόμοιον πραχθῆναι ἐφαίνετο τῇ παρούσῃ διανοίᾳ. ἐπυνθάνοντο δὲ καὶ ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, καὶ ἦν δὲ οὕτως· ἐλευθέρωσίν τε γὰρ ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς καὶ πολιτείαν, ἢν ξυνεπαναστῶσι καὶ τὸ πᾶν ξυγκατεργάσωνται. ἀλλ' οὐδ' ὣς οὐδὲ τῶν Εἱλώτων μηνυταῖς τισὶ πιστεύσαντες ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτόν, χρώμενοι τῷ τρόπῳ ᾧπερ εἰώθασιν ἐς σφᾶς αὐτούς, μὴ ταχεῖς εἶναι περὶ ἀνδρὸς Σπαρτιάτου ἄνευ ἀναμφισβητήτων τεκμηρίων βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον, πρίν γε δὴ αὐτοῖς, ὡς λέγεται, ὁ μέλλων τὰς ~ 157 ~
Εχθροί… εκ των έσω τελευταίας βασιλεῖ ἐπιστολὰς πρὸς Ἀρτάβαζον κομιεῖν, ἀνὴρ Ἀργίλιος, παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ καὶ πιστότατος ἐκείνῳ, μηνυτὴς γίγνεται, δείσας κατὰ ἐνθύμησίν τινα ὅτι οὐδείς πω τῶν πρὸ ἑαυτοῦ ἀγγέλων πάλιν ἀφίκετο, καὶ παρασημηνάμενος σφραγῖδα, ἵνα, ἢν ψευσθῇ τῆς δόξης ἢ καὶ ἐκεῖνός τι μεταγράψαι αἰτήσῃ, μὴ ἐπιγνῷ, λύει τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς ὑπονοήσας τι τοιοῦτον προσεπεστάλθαι καὶ αὑτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν. Τότε δὴ οἱ ἔφοροι δείξαντος αὐτοῦ τὰ γράμματα μᾶλλον μὲν ἐπίστευσαν, αὐτήκοοι δὲ βουληθέντες ἔτι γενέσθαι αὐτοῦ Παυσανίου τι λέγοντος, ἀπὸ παρασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ Ταίναρον ἱκέτου οἰχομένου καὶ σκηνησαμένου διπλῆν διαφράγματι καλύβην, ἐς ἣν τῶν [τε] ἐφόρων ἐντός τινας ἔκρυψε, καὶ Παυσανίου ὡς αὐτὸν ἐλθόντος καὶ ἐρωτῶντος τὴν πρόφασιν τῆς ἱκετείας ᾔσθοντο πάντα σαφῶς, αἰτιωμένου τοῦ ἀνθρώπου τά τε περὶ αὐτοῦ γραφέντα καὶ τἆλλ' ἀποφαίνοντος καθ' ἕκαστον, ὡς οὐδὲν πώποτε αὐτὸν ἐν ταῖς πρὸς βασιλέα διακονίαις παραβάλοιτο, προτιμηθείη δ' ἐν ἴσῳ τοῖς πολλοῖς τῶν διακόνων ἀποθανεῖν, κἀκείνου αὐτά τε ταῦτα ξυνομολογοῦντος καὶ περὶ τοῦ παρόντος οὐκ ἐῶντος ὀργίζεσθαι, ἀλλὰ πίστιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διδόντος τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀξιοῦντος ὡς τάχιστα πορεύεσθαι καὶ μὴ τὰ πρασσόμενα διακωλύειν.
iii. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Δ΄, 55 Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἰδόντες μὲν τοὺς Ἀθηναίους τὰ Κύθηρα ἔχοντας, προσδεχόμενοι δὲ καὶ ἐς τὴν γῆν σφῶν ἀποβάσεις τοιαύτας ποιήσεσθαι, ἁθρόᾳ μὲν οὐδαμοῦ τῇ δυνάμει ἀντετάξαντο, κατὰ δὲ τὴν χώραν φρουρὰς διέπεμψαν, ὁπλιτῶν πλῆθος, ὡς ἑκασταχόσε ἔδει, καὶ τὰ ἄλλα ἐν φυλακῇ πολλῇ ἦσαν, φοβούμενοι μὴ σφίσι νεώτερόν τι γένηται τῶν περὶ τὴν κατάστασιν, γεγενημένου μὲν τοῦ ἐν τῇ νήσῳ πάθους ἀνελπίστου καὶ μεγάλου, Πύλου δὲ ἐχομένης καὶ Κυθήρων καὶ πανταχόθεν σφᾶς περιεστῶτος πολέμου ταχέος καὶ ἀπροφυλάκτου.
iv. Θουκυδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Δ, 80 τῶν γὰρ Ἀθηναίων ἐγκειμένων τῇ Πελοποννήσῳ καὶ οὐχ ἥκιστα τῇ ἐκείνων γῇ ἤλπιζον ἀποτρέψειν αὐτοὺς μάλιστα, εἰ ἀντιπαραλυποῖεν πέμψαντες ἐπὶ τοὺς ξυμμάχους αὐτῶν στρατιάν, ἄλλως τε καὶ ἑτοίμων ὄντων τρέφειν τε καὶ ἐπὶ ἀποστάσει σφᾶς ἐπικαλουμένων. καὶ ἅμα τῶν Εἱλώτων βουλομένοις ἦν ἐπὶ προφάσει ἐκπέμψαι, μή τι πρὸς τὰ παρόντα τῆς Πύλου ἐχομένης νεωτερίσωσιν· ἐπεὶ καὶ τόδε ἔπραξαν φοβούμενοι αὐτῶν τὴν σκαιότητα καὶ τὸ πλῆθος (αἰεὶ γὰρ τὰ πολλὰ Λακεδαιμονίοις πρὸς τοὺς Εἵλωτας τῆς φυλακῆς πέρι μάλιστα καθειστήκει)· προεῖπον αὐτῶν ὅσοι ἀξιοῦσιν ἐν τοῖς πολέμοις γεγενῆσθαι σφίσιν ἄριστοι, κρίνεσθαι, ὡς ἐλευθερώσοντες, πεῖραν ποιούμενοι καὶ ἡγούμενοι τούτους σφίσιν ὑπὸ φρονήματος, οἵπερ καὶ ἠξίωσαν πρῶτος ἕκαστος ἐλευθεροῦσθαι, μάλιστα ἂν καὶ ἐπιθέσθαι. καὶ προκρίναντες ἐς δισχιλίους, οἱ μὲν ἐστεφανώσαντό τε καὶ τὰ ἱερὰ ~ 158 ~
Εχθροί … εκ των έσω περιῆλθον ὡς ἠλευθερωμένοι, οἱ δὲ οὐ πολλῷ ὕστερον ἠφάνισάν τε αὐτοὺς καὶ οὐδεὶς ᾔσθετο ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστος διεφθάρη.
v. Ξενοφώντος «Ελληνικά», Βιβλίο Γ΄, 3, 4-11 οὔπω δ' ἐνιαυτὸν ὄντος ἐν τῇ βασιλείᾳ Ἀγησιλάου, θύοντος αὐτοῦ τῶν τεταγμένων τινὰ θυσιῶν ὑπὲρ τῆς πόλεως εἶπεν ὁ μάντις ὅτι ἐπιβουλήν τινα τῶν δεινοτάτων φαίνοιεν οἱ θεοί. ἐπεὶ δὲ πάλιν ἔθυεν, ἔτι δεινότερα ἔφη τὰ ἱερὰ φαίνεσθαι. τὸ τρίτον δὲ θύοντος, εἶπεν: Ὦ Ἀγησίλαε, ὥσπερ εἰ ἐν αὐτοῖς εἴημεν τοῖς πολεμίοις, οὕτω μοι σημαίνεται. ἐκ δὲ τούτου θύοντες καὶ τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ τοῖς σωτῆρσι, καὶ μόλις καλλιερήσαντες, ἐπαύσαντο. ληγούσης δὲ τῆς θυσίας ἐντὸς πένθ' ἡμερῶν καταγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλὴν καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ πράγματος Κινάδωνα. οὗτος δ' ἦν καὶ τὸ εἶδος νεανίσκος καὶ τὴν ψυχὴν εὔρωστος, οὐ μέντοι τῶν ὁμοίων. ἐρομένων δὲ τῶν ἐφόρων πῶς φαίη τὴν πρᾶξιν ἔσεσθαι, εἶπεν ὁ εἰσαγγείλας ὅτι ὁ Κινάδων ἀγαγὼν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς ἀριθμῆσαι κελεύοι ὁπόσοι εἶεν Σπαρτιᾶται ἐν τῇ ἀγορᾷ. καὶ ἐγώ, ἔφη, ἀριθμήσας βασιλέα τε καὶ ἐφόρους καὶ γέροντας καὶ ἄλλους ὡς τετταράκοντα, ἠρόμην: Τί δή με τούτους, ὦ Κινάδων, ἐκέλευσας ἀριθμῆσαι; ὁ δὲ εἶπε: Τούτους, ἔφη, νόμιζέ σοι πολεμίους εἶναι, τοὺς δ' ἄλλους πάντας συμμάχους πλέον ἢ τετρακισχιλίους ὄντας τοὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ. ἐπιδεικνύναι δ' αὐτὸν ἔφη ἐν ταῖς ὁδοῖς ἔνθα μὲν ἕνα, ἔνθα δὲ δύο πολεμίους ἀπαντῶντας, τοὺς δ' ἄλλους ἅπαντας συμμάχους: καὶ ὅσοι δὴ ἐν τοῖς χωρίοις Σπαρτιατῶν τύχοιεν ὄντες, ἕνα μὲν πολέμιον τὸν δεσπότην, συμμάχους δ' ἐν ἑκάστῳ πολλούς. ἐρωτώντων δὲ τῶν ἐφόρων πόσους φαίη καὶ τοὺς συνειδότας τὴν πρᾶξιν εἶναι, λέγειν καὶ περὶ τούτου ἔφη αὐτὸν ὡς σφίσι μὲν τοῖς προστατεύουσιν οὐ πάνυ πολλοί, ἀξιόπιστοι δὲ συνειδεῖεν: αὐτοὶ μέντοι πᾶσιν ἔφασαν συνειδέναι καὶ εἵλωσι καὶ νεοδαμώδεσι καὶ τοῖς ὑπομείοσι καὶ τοῖς περιοίκοις: ὅπου γὰρ ἐν τούτοις τις λόγος γένοιτο περὶ Σπαρτιατῶν, οὐδένα δύνασθαι κρύπτειν τὸ μὴ οὐχ ἡδέως ἂν καὶ ὠμῶν ἐσθίειν αὐτῶν. πάλιν οὖν ἐρωτώντων: Ὅπλα δὲ πόθεν ἔφασαν λήψεσθαι; τὸν δ' εἰπεῖν ὅτι οἱ μὲν δήπου συντεταγμένοι ἡμῶν αὐτοὶ [ἔφασάν γε] ὅπλα κεκτήμεθα, τῷ δ' ὄχλῳ, ἀγαγόντα εἰς τὸν σίδηρον ἐπιδεῖξαι αὐτὸν ἔφη πολλὰς μὲν μαχαίρας, πολλὰ δὲ ξίφη, πολλοὺς δὲ ὀβελίσκους, πολλοὺς δὲ πελέκεις καὶ ἀξίνας, πολλὰ δὲ δρέπανα. λέγειν δ' αὐτὸν ἔφη ὅτι καὶ ταῦτα ὅπλα πάντ' εἴη ὁπόσοις ἄνθρωποι καὶ γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους ἐργάζονται, καὶ τῶν ἄλλων δὲ τεχνῶν τὰς πλείστας τὰ ὄργανα ὅπλα ἔχειν ἀρκοῦντα, ἄλλως τε καὶ πρὸς ἀόπλους. πάλιν αὖ ἐρωτώμενος ἐν τίνι χρόνῳ μέλλοι ταῦτα πράττεσθαι, εἶπεν ὅτι ἐπιδημεῖν οἱ παρηγγελμένον εἴη. ἀκούσαντες ταῦτα οἱ ἔφοροι ἐσκεμμένα τε λέγειν ἡγήσαντο αὐτὸν καὶ ἐξεπλάγησαν, καὶ οὐδὲ τὴν μικρὰν καλουμένην ἐκκλησίαν συλλέξαντες, ἀλλὰ συλλεγόμενοι τῶν γερόντων ἄλλος ἄλλοθι ~ 159 ~
Εχθροί… εκ των έσω ἐβουλεύσαντο πέμψαι τὸν Κινάδωνα εἰς Αὐλῶνα σὺν ἄλλοις τῶν νεωτέρων καὶ κελεῦσαι ἥκειν ἄγοντα τῶν Αὐλωνιτῶν τέ τινας καὶ τῶν εἱλώτων τοὺς ἐν τῇ σκυτάλῃ γεγραμμένους. ἀγαγεῖν δὲ ἐκέλευον καὶ τὴν γυναῖκα, ἣ καλλίστη μὲν αὐτόθι ἐλέγετο εἶναι, λυμαίνεσθαι δ' ἐῴκει τοὺς ἀφικνουμένους Λακεδαιμονίων καὶ πρεσβυτέρους καὶ νεωτέρους. ὑπηρετήκει δὲ καὶ ἄλλ' ἤδη ὁ Κινάδων τοῖς ἐφόροις τοιαῦτα. καὶ τότε δὴ ἔδοσαν τὴν σκυτάλην ἐκείνῳ, ἐν ᾗ γεγραμμένοι ἦσαν οὓς ἔδει συλληφθῆναι. ἐρομένου δὲ τίνας ἄγοι μεθ' ἑαυτοῦ τῶν νέων, Ἴθι, ἔφασαν, καὶ τὸν πρεσβύτατον τῶν ἱππαγρετῶν κέλευέ σοι συμπέμψαι ἓξ ἢ ἑπτὰ οἳ ἂν τύχωσι παρόντες. ἐμεμελήκει δὲ αὐτοῖς ὅπως ὁ ἱππαγρέτης εἰδείη οὓς δέοι πέμπειν, καὶ οἱ πεμπόμενοι εἰδεῖεν ὅτι Κινάδωνα δέοι συλλαβεῖν. εἶπον δὲ καὶ τοῦτο τῷ Κινάδωνι, ὅτι πέμψοιεν τρεῖς ἁμάξας, ἵνα μὴ πεζοὺς ἄγωσι τοὺς ληφθέντας, ἀφανίζοντες ὡς ἐδύναντο μάλιστα ὅτι ἐφ' ἕνα ἐκεῖνον ἔπεμπον. ἐν δὲ τῇ πόλει οὐ συνελάμβανον αὐτόν, ὅτι τὸ πρᾶγμα οὐκ ᾔδεσαν ὁπόσον τὸ μέγεθος εἴη, καὶ ἀκοῦσαι πρῶτον ἐβούλοντο τοῦ Κινάδωνος οἵτινες εἶεν οἱ συμπράττοντες, πρὶν αἰσθέσθαι αὐτοὺς ὅτι μεμήνυνται, ἵνα μὴ ἀποδρῶσιν. ἔμελλον δὲ οἱ συλλαβόντες αὐτὸν μὲν κατέχειν, τοὺς δὲ συνειδότας πυθόμενοι αὐτοῦ γράψαντες ἀποπέμπειν τὴν ταχίστην τοῖς ἐφόροις. οὕτω δ' ἔσχον οἱ ἔφοροι πρὸς τὸ πρᾶγμα, ὥστε καὶ μόραν ἱππέων ἔπεμψαν τοῖς ἐπ' Αὐλῶνος. ἐπεὶ δ' εἰλημμένου τοῦ ἀνδρὸς ἧκεν ἱππεὺς φέρων τὰ ὀνόματα ὧν ὁ Κινάδων ἀπέγραψε, παραχρῆμα τόν τε μάντιν Τισαμενὸν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπικαιριωτάτους συνελάμβανον. ὡς δ' ἀνήχθη ὁ Κινάδων καὶ ἠλέγχετο, καὶ ὡμολόγει πάντα καὶ τοὺς συνειδότας ἔλεγε, τέλος αὐτὸν ἤροντο τί καὶ βουλόμενος ταῦτα πράττοι. ὁ δ' ἀπεκρίνατο, μηδενὸς ἥττων εἶναι ἐν Λακεδαίμονι. ἐκ τούτου μέντοι ἤδη δεδεμένος καὶ τὼ χεῖρε καὶ τὸν τράχηλον ἐν κλοιῷ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος αὐτός τε καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ κατὰ τὴν πόλιν περιήγοντο. καὶ οὗτοι μὲν δὴ τῆς δίκης ἔτυχον.
vi. Αριστοτέλους «Πολιτικά», βιβλίο Ε΄, 1306b – 1307a ἐν δὲ ταῖς ἀριστοκρατίαις γίνονται αἱ στάσεις αἱ μὲν διὰ τὸ ὀλίγους τῶν τιμῶν μετέχειν, ὅπερ εἴρηται κινεῖν καὶ τὰς ὀλιγαρχίας, διὰ τὸ καὶ τὴν ἀριστοκρατίαν ὀλιγαρχίαν εἶναί πως ἐν ἀμφοτέραις γὰρ ὀλίγοι οἱ ἄρχοντες, οὐ μέντοι διὰ ταὐτὸν ὀλίγοι: ἐπεὶ δοκεῖ γε διὰ ταῦτα καὶ ἡ ἀριστοκρατία ὀλιγαρχία εἶναι. μάλιστα δὲ τοῦτο συμβαίνειν ἀναγκαῖον ὅταν ᾖ τι πλῆθος τῶν πεφρονηματισμένων ὡς ὁμοίων κατ᾽ ἀρετήν, οἷον ἐν Λακεδαίμονι οἱ λεγόμενοι Παρθενίαι (ἐκ τῶν ὁμοίων γὰρ ἦσαν), οὓς φωράσαντες ἐπιβουλεύσαντας ἀπέστειλαν Τάραντος οἰκιστάς, ἢ ὅταν τινὲς ἀτιμάζωνται μεγάλοι ὄντες καὶ μηθενὸς ἥττους κατ᾽ ἀρετὴν ὑπό τινων ἐντιμοτέρων, οἷον Λύσανδρος ὑπὸ τῶν βασιλέων, ἢ ὅταν ἀνδρώδης τις ὢν μὴ μετέχῃ τῶν τιμῶν, οἷον Κινάδων ὁ τὴν ἐπ᾽ Ἀγησιλάου συστήσας ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας: ἔτι ὅταν οἱ μὲν ~ 160 ~
Εχθροί … εκ των έσω ἀπορῶσι λίαν οἱ δ᾽ εὐπορῶσιν (καὶ μάλιστα ἐν τοῖς πολέμοις τοῦτο γίνεται: συνέβη δὲ καὶ τοῦτο ἐν Λακεδαίμονι ὑπὸ τὸν Μεσηνιακὸν πόλεμον: δῆλον δὲ [καὶ τοῦτο] ἐκ τῆς Τυρταίου ποιήσεως τῆς καλουμένης Εὐνομίας: θλιβόμενοι γάρ τινες διὰ τὸν πόλεμον ἠξίουν ἀνάδαστον ποιεῖν τὴν χώραν): ἔτι ἐάν τις μέγας ᾖ καὶ δυνάμενος ἔτι μείζων εἶναι, ἵνα μοναρχῇ, ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι δοκεῖ Παυσανίας ὁ στρατηγήσας κατὰ τὸν Μηδικὸν πόλεμον, καὶ ἐν Καρχηδόνι Ἄννων.
vii. Πλουτάρχου «Βίοι», «Αγησίλαος», 32, 6 ἐν δὲ Λακεδαίμονι τῶν πάλαι τινὲς ὑπούλων καὶ πονηρῶν ὡς διακόσιοι συστραφέντες κατελάβοντο τὸ ᾿Ισσώριον, οὗ τὸ τῆς ᾿Αρτέμιδος ἱερόν ἐστιν, εὐερκῆ καὶ δυσεκβίαστον τόπον. ἐφ’ οὓς βουλομένων εὐθὺς ὠθεῖσθαι τῶν Λακεδαιμονίων, φοβηθεὶς τὸν νεωτερισμὸν ὁ ᾿Αγησίλαος ἐκέλευσε τοὺς μὲν ἄλλους ἡσυχίαν ἄγειν, αὐτὸς δὲ ἐν ἱματίῳ καὶ μεθ’ ἑνὸς οἰκέτου προσῄει, βοῶν ἄλλως ἀκηκοέναι τοῦ προστάγματος αὐτούς· οὐ γὰρ ἐνταῦθα κελεῦσαι συνελθεῖν οὐδὲ πάντας, ἀλλὰ τοὺς μὲν ἐκεῖ (δείξας ἕτερον τόπον), τοὺς δὲ ἀλλαχόσε τῆς πόλεως. οἱ δὲ ἀκούσαντες ἥσθησαν οἰόμενοι λανθάνειν, καὶ διαστάντες ἐπὶ τοὺς τόπους οὓς ἐκεῖνος ἐκέλευσεν ἀπεχώρουν. ὁ δὲ τὸ μὲν ᾿Ισσώριον εὐθὺς μεταπεμψάμενος ἑτέρους κατέσχε, τῶν δὲ συστάντων ἐκείνων περὶ πεντεκαίδεκά τινας συλλαβὼν νυκτὸς ἀπέκτεινεν. ἄλλη δὲ μείζων ἐμηνύθη συνωμοσία καὶ σύνοδος ἀνδρῶν Σπαρτιατῶν ἐπὶ πράγμασι νεωτέροις εἰς οἰκίαν κρύφα συνερχομένων, οὓς καὶ κρίνειν ἄπορον ἦν ἐν ταραχῇ τοσαύτῃ καὶ περιορᾶν ἐπιβουλεύοντας. ἀπέκτεινεν οὖν καὶ τούτους μετὰ τῶν ἐφόρων βουλευσάμενος ὁ ᾿Αγησίλαος ἀκρίτους, οὐδενὸς δίχα δίκης τεθανατωμένου πρότερον Σπαρτιατῶν. ἐπεὶ δὲ πολλοὶ τῶν συντεταγμένων εἰς τὰ ὅπλα περιοίκων καὶ εἱλώτων ἀπεδίδρασκον ἐκ τῆς πόλεως πρὸς τοὺς πολεμίους, καὶ τοῦτο πλείστην ἀθυμίαν παρεῖχεν, ἐδίδαξε τοὺς ὑπηρέτας περὶ ὄρθρον ἐπιφοιτᾶν ταῖς στιβάσι καὶ τὰ ὅπλα τῶν ἀποκεχωρηκότων λαμβάνειν καὶ ἀποκρύπτειν, ὅπως ἀγνοῆται τὸ πλῆθος.
~ 161 ~
Εχθροί… εκ των έσω
γ. Το πάθος για τη λευτεριά… 2. Η μαρτυρία i. Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», Βιβλίο στ΄, 81 Αεί ποτε ἐγώ, ἄνδρες φίλοι, τεθαύμακα τὸ τῶν δούλων γένος ὥς ἐστιν ἐγκρατὲς τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις.
ii. Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», Βιβλίο στ΄, 88 - 91 Πρώτους δ´ ἐγὼ τῶν Ἑλλήνων οἶδα ἀργυρωνήτοις δούλοις χρησαμένους Χίους, ὡς ἱστορεῖ Θεόπομπος ἐν τῇ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ τῶν ἱστοριῶν· «Χῖοι πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων μετὰ Θετταλοὺς καὶ Λακεδαιμονίους ἐχρήσαντο δούλοις, τὴν μέντοι κτῆσιν αὐτῶν οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκείνοις --- Λακεδαιμόνιοι μὲν γὰρ καὶ Θετταλοὶ φανήσονται κατασκευασάμενοι τὴν δουλείαν ἐκ τῶν Ἑλλήνων τῶν οἰκούντων πρότερον τὴν χώραν ἣν ἐκεῖνοι νῦν ἔχουσιν, οἱ μὲν Ἀχαιῶν, Θετταλοὶ δὲ Περραιβῶν καὶ Μαγνήτων, καὶ προσηγόρευσαν τοὺς καταδουλωθέντας οἳ μὲν εἵλωτας, οἳ δὲ πενέστας. Χῖοι δὲ βαρβάρους κέκτηνται τοὺς οἰκέτας καὶ τιμὴν αὐτῶν καταβάλλοντες.» Ὁ μὲν οὖν Θεόπομπος ταῦθ´ ἱστόρησεν· ἐγὼ δὲ τοῖς Χίοις ἡγοῦμαι διὰ τοῦτο νεμεσῆσαι τὸ δαιμόνιον· χρόνοις γὰρ ὕστερον ἐξεπολεμήθησαν διὰ δούλους. Νυμφόδωρος γοῦν ὁ Συρακόσιος ἐν τῷ τῆς Ἀσίας Παράπλῳ τάδ´ ἱστορεῖ περὶ αὐτῶν· «τῶν Χίων οἱ δοῦλοι ἀποδιδράσκουσιν αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ὄρη ὁρμώμενοι τὰς ἀγροικίας αὐτῶν κακοποιοῦσι πολλοὶ συναθροισθέντες· ἡ γὰρ νῆσός ἐστι τραχεῖα καὶ κατάδενδρος. Μικρὸν δὲ πρὸ ἡμῶν οἰκέτην τινὰ (ὃν) μυθολογοῦσιν αὐτοὶ οἱ Χῖοι ἀποδράντα ἐν τοῖς ὄρεσι τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι, ἀνδρεῖον δέ τινα ὄντα καὶ τὰ πολέμια ἐπιτυχῆ τῶν δραπετῶν ἀφηγεῖσθαι ὡς ἂν βασιλέα στρατεύματος. Καὶ πολλάκις τῶν Χίων ἐπιστρατευσάντων ἐπ´ αὐτὸν καὶ οὐδὲν ἀνύσαι δυναμένων ἐπεὶ αὐτοὺς ἑώρα μάτην ἀπολλυμένους ὁ Δρίμακος (τοῦτο γὰρ ἦν ὄνομα τῷ δραπέτῃ) λέγει πρὸς αὐτοὺς τάδε· Ὑμῖν, ὦ Χῖοί τε καὶ κύριοι, τὸ μὲν γινόμενον πρᾶγμα παρὰ τῶν οἰκετῶν οὐδέποτε μὴ παύσηται· πῶς γὰρ ὁπότε κατὰ χρησμὸν γίνεται θεοῦ δόντος; Ἀλλ´ ἐὰν ἐμοὶ σπείσησθε καὶ ἐᾶτε ἡμᾶς ἡσυχίαν ἄγειν, ἐγὼ ὑμῖν ἔσομαι πολλῶν ἀγαθῶν ἀρχηγός.» Σπεισαμένων οὖν τῶν Χίων πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνοχὰς ποιησαμένων χρόνον τινὰ κατασκευάζεται μέτρα καὶ σταθμὰ καὶ σφραγῖδα ἰδίαν. Καὶ δείξας τοῖς Χίοις εἶπε διότι «Λήψομαι ὅ τι ἂν παρά τινος ὑμῶν λαμβάνω τούτοις τοῖς μέτροις καὶ σταθμοῖς καὶ λαβὼν τὰ ἱκανὰ ταύτῃ τῇ σφραγῖδι τὰ ταμιεῖα σφραγισάμενος καταλείψω. Τοὺς δ´ ἀποδιδράσκοντας ὑμῶν δούλους ἀνακρίνας τὴν αἰτίαν ἐὰν μέν μοι δοκῶσιν ἀνήκεστόν τι παθόντες ἀποδεδρακέναι, ἕξω μετ´ ἐμαυτοῦ, ἐὰν δὲ μηδὲν λέγωσι δίκαιον, ἀποπέμψω πρὸς τοὺς δεσπότας.» Ὁρῶντες οὖν οἱ λοιποὶ οἰκέται τοὺς Χίους ἡδέως τὸ πρᾶγμα προσδεξαμένους πολλῷ ἔλαττον ἀπεδίδρασκον φοβούμενοι τὴν ἐκείνου κρίσιν· καὶ οἱ ὄντες δὲ μετ´ ~ 162 ~
Εχθροί … εκ των έσω αὐτοῦ δραπέται πολὺ μᾶλλον ἐφοβοῦντο ἐκεῖνον ἢ τοὺς ἰδίους αὑτῶν δεσπότας καὶ πάντ´ αὐτῷ τὰ δέοντ´ ἐποίουν, πειθαρχοῦντες ὡς ἂν στρατηγῷ. Ἐτιμωρεῖτό τε γὰρ τοὺς ἀτακτοῦντας καὶ οὐθενὶ ἐπέτρεπε συλᾶν ἀγρὸν οὐδ´ ἄλλο ἀδικεῖν οὐδὲ ἓν ἄνευ τῆς αὑτοῦ γνώμης. Ἐλάμβανε δὲ ταῖς ἑορταῖς ἐπιπορευόμενος ἐκ τῶν ἀγρῶν οἶνον καὶ ἱερεῖα τὰ καλῶς ἔχοντα ὅσα μὴ αὐτοὶ δοίησαν οἱ κύριοι· καὶ εἴ τινα αἴσθοιτο ἐπιβουλεύοντα αὑτῷ ἢ ἐνέδρας κατασκευάζοντα ἐτιμωρεῖτο. Εἶτ´ (ἐκήρυξε γὰρ ἡ πόλις χρήματα δώσειν πολλὰ τῷ αὐτὸν λαβόντι ἢ τὴν κεφαλὴν κομίσαντι) οὗτος ὁ Δρίμακος πρεσβύτερος γενόμενος καλέσας τὸν ἐρώμενον τὸν ἑαυτοῦ εἴς τινα τόπον λέγει αὐτῷ ὅτι «Ἐγώ σε πάντων ἀνθρώπων ἠγάπησα μάλιστα καὶ σύ μοι εἶ καὶ παῖς καὶ υἱὸς καὶ τὰ ἄλλα πάντα· ἐμοὶ μὲν οὖν χρόνος ἱκανὸς βεβίωται, σὺ δὲ νέος εἶ καὶ ἀκμὴν ἔχεις τοῦ ζῆν. Τί οὖν ἐστιν; Ἄνδρα σε δεῖ γενέσθαι καλὸν καὶ ἀγαθόν· ἐπεὶ γὰρ ἡ πόλις τῶν Χίων δίδωσι τῷ ἐμὲ ἀποκτείναντι χρήματα πολλὰ καὶ ἐλευθερίαν ὑπισχνεῖται, δεῖ σε ἀφελόντα μου τὴν κεφαλὴν εἰς Χίον ἀπενεγκεῖν καὶ λαβόντα παρὰ τῆς πόλεως τὰ χρήματα εὐδαιμονεῖν.» Ἀντιλέγοντος δὲ τοῦ νεανίσκου πείθει αὐτὸν τοῦτο ποιῆσαι. Καὶ ὃς ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν λαμβάνει παρὰ τῶν Χίων τὰ ἐπικηρυχθέντα χρήματα καὶ θάψας τὸ σῶμα τοῦ δραπέτου εἰς τὴν ἰδίαν ἐχώρησε. Καὶ οἱ Χῖοι πάλιν ὑπὸ τῶν οἰκετῶν ἀδικούμενοι καὶ διαρπαζόμενοι μνησθέντες τῆς τοῦ τετελευτηκότος ἐπιεικείας ἡρῷον ἱδρύσαντο κατὰ τὴν χώραν καὶ ἐπωνόμασαν ἥρωος εὐμενοῦς· καὶ αὐτῷ ἔτι καὶ νῦν οἱ δραπέται ἀποφέρουσιν ἀπαρχὰς πάντων ὧν ἂν ἕλωνται. Φασὶ δὲ καὶ καθ´ ὕπνους ἐπιφαινόμενον πολλοῖς τῶν Χίων προσημαίνειν οἰκετῶν ἐπιβουλάς· καὶ οἷς ἂν ἐπιφανῇ οὗτοι θύουσιν αὐτῷ ἐλθόντες ἐπὶ τὸν τόπον οὗ τὸ ἡρῷόν ἐστιν αὐτοῦ.» Ὁ μὲν οὖν Νυμφόδωρος ταῦτα ἱστόρησεν· ἐν πολλοῖς δὲ ἀντιγράφοις ἐξ ὀνόματος αὐτὸν καλούμενον οὐχ εὗρον. Οὐδένα δὲ ὑμῶν ἀγνοεῖν οἶμαι οὐδὲ ἃ ὁ καλὸς Ἡρόδοτος ἱστόρησε περὶ Πανιωνίου τοῦ Χίου καὶ ὧν ἐκεῖνος ἔπαθεν δικαίως ἐλευθέρων παίδων ἐκτομὰς ποιησάμενος καὶ τούτους ἀποδόμενος. Νικόλαος δ´ ὁ περιπατητικὸς καὶ Ποσειδώνιος ὁ στωικὸς ἐν ταῖς ἱστορίαις ἑκάτερος τοὺς Χίους φασὶν ἐξανδραποδισθέντας ὑπὸ Μιθριδάτου τοῦ Καππάδοκος παραδοθῆναι τοῖς ἰδίοις δούλοις δεδεμένους, ἵν´ εἰς τὴν Κόλχων γῆν κατοικισθῶσιν· οὕτως αὐτοῖς ἀληθῶς τὸ δαιμόνιον ἐμήνισε πρώτοις χρησαμένοις ὠνητοῖς ἀνδραπόδοις τῶν πολλῶν αὐτουργῶν ὄντων κατὰ τὰς διακονίας. Μήποτ´ οὖν διὰ ταῦτα καὶ ἡ παροιμία «Χῖος δεσπότην (ὠνήσατο)», ᾗ κέχρηται Εὔπολις ἐν Φίλοις.
iii. Ηροδότου «Ιστορίαι», Βιβλίο η΄ «Ουρανία», 105 ἐκ τούτων δὴ τῶν Πηδασέων ὁ Ἑρμότιμος ἦν τῷ μεγίστη τίσις ἤδη ἀδικηθέντι ἐγένετο πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. ἁλόντα γὰρ αὐτὸν ὑπὸ πολεμίων καὶ πωλεόμενον ὠνέεται Πανιώνιος ἀνὴρ Χῖος, ὃς τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων: ὅκως γὰρ κτήσαιτο παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους, ἐκτάμνων ἀγινέων ἐπώλεε ἐς Σάρδις τε καὶ ~ 163 ~
Εχθροί… εκ των έσω Ἔφεσον χρημάτων μεγάλων. παρὰ γὰρ τοῖσι βαρβάροισι τιμιώτεροι εἰσὶ οἱ εὐνοῦχοι πίστιος εἵνεκα τῆς πάσης τῶν ἐνορχίων. ἄλλους τε δὴ ὁ Πανιώνιος ἐξέταμε πολλούς, ἅτε ποιεύμενος ἐκ τούτου τὴν ζόην, καὶ δὴ καὶ τοῦτον. καὶ οὐ γὰρ τὰ πάντα ἐδυστύχεε ὁ Ἑρμότιμος, ἀπικνέεται ἐκ τῶν Σαρδίων παρὰ βασιλέα μετ᾽ ἄλλων δώρων, χρόνου δὲ προϊόντος πάντων τῶν εὐνούχων ἐτιμήθη μάλιστα παρὰ Ξέρξῃ. ὡς δὲ τὸ στράτευμα τὸ Περσικὸν ὅρμα βασιλεὺς ἐπὶ τὰς Ἀθήνας ἐὼν ἐν Σάρδισι, ἐνθαῦτα καταβὰς κατὰ δή τι πρῆγμα ὁ Ἑρμότιμος ἐς γῆν τὴν Μυσίην, τὴν Χῖοι μὲν νέμονται Ἀταρνεὺς δὲ καλέεται, εὑρίσκει τὸν Πανιώνιον ἐνθαῦτα. ἐπιγνοὺς δὲ ἔλεγε πρὸς αὐτὸν πολλοὺς καὶ φιλίους λόγους, πρῶτα μέν οἱ καταλέγων ὅσα αὐτὸς δι᾽ ἐκεῖνον ἔχοι ἀγαθά, δεύτερα δέ οἱ ὑπισχνεύμενος ἀντὶ τούτων ὅσα μιν ἀγαθὰ ποιήσει ἢν κομίσας τοὺς οἰκέτας οἰκέῃ ἐκείνῃ, ὥστε ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον κομίσαι τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα. ὡς δὲ ἄρα πανοικίῃ μιν περιέλαβε, ἔλεγε ὁ Ἑρμότιμος τάδε. “ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤδη μάλιστα ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων τὸν βίον κτησάμενε, τί σε ἐγὼ κακὸν ἢ αὐτὸς ἢ τῶν ἐμῶν τίς σε προγόνων ἐργάσατο, ἢ σὲ ἢ τῶν σῶν τινα, ὅτι με ἀντ᾽ ἀνδρὸς ἐποίησας τὸ μηδὲν εἶναι; ἐδόκεές τε θεοὺς λήσειν οἷα ἐμηχανῶ τότε: οἳ σε ποιήσαντα ἀνόσια, νόμῳ δικαίῳ χρεώμενοι, ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς, ὥστε σε μὴ μέμψασθαι τὴν ἀπ᾽ ἐμέο τοι ἐσομένην δίκην.” ὡς δέ οἱ ταῦτα ὠνείδισε, ἀχθέντων τῶν παίδων ἐς ὄψιν ἠναγκάζετο ὁ Πανιώνιος τῶν ἑωυτοῦ παίδων τεσσέρων ἐόντων τὰ αἰδοῖα ἀποτάμνειν, ἀναγκαζόμενος δὲ ἐποίεε ταῦτα: αὐτοῦ τε, ὡς ταῦτα ἐργάσατο, οἱ παῖδες ἀναγκαζόμενοι ἀπέταμνον. Πανιώνιον μέν νυν οὕτω περιῆλθε ἥ τε τίσις καὶ Ἑρμότιμος.
3. Το Πρόβλημα i. Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», βιβλίο ιγ΄, 55 Νυμφόδωρος δ᾽ ὁ Συρακούσιος ἐν τῷ Περὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ θαυμαζομένων ἐξ Ὑκκάρου φησὶ Σικελικοῦ φρουρίου εἶναι τὴν Λαΐδα.
4. Οι πληροφοριοδότες i. Αππιανού Αλεξανδρέως «Ρωμαϊκή Ιστορία», βιβλίο ιβ΄, 47 Ἐπιστολὴ δὲ ἧκε Μιθριδάτου τάδε λέγουσα: "εὖνοι καὶ νῦν ἐστὲ Ῥωμαίοις, ὧν ἔτι πολλοὶ παρ᾽ ἐκείνοις εἰσί, καὶ τὰ ἐγκτήματα Ῥωμαίων καρποῦσθε, ἡμῖν οὐκ ἀναφέροντες. ἔς τε τὴν ἐμὴν ναῦν ἐν τῇ περὶ Ῥόδον ναυμαχίᾳ τριήρης ὑμετέρα ἐνέβαλέ τε καὶ κατέσεισεν. ὃ ἐγὼ περιέφερον ἑκὼν ἐς μόνους τοὺς κυβερνήτας, εἰ δύναισθε σώζεσθαι καὶ ἀγαπᾶν. λανθάνοντες δὲ καὶ νῦν τοὺς ἀρίστους ὑμῶν ἐς Σύλλαν διεπέμψατε, καὶ οὐδένα αὐτῶν ὡς οὐκ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ταῦτα πράττοντα ἐνεδείξατε οὐδ᾽ ἐμηνύσατε, ὃ τῶν οὐ συμπεπραχότων ἔργον ~ 164 ~
Εχθροί … εκ των έσω ἦν. τοὺς οὖν ἐπιβουλεύοντας μὲν τῇ ἐμῇ ἀρχῇ, ἐπιβουλεύσαντας δὲ καὶ τῷ σώματι, οἱ μὲν ἐμοὶ φίλοι ἐδικαίουν ἀποθανεῖν, ἐγὼ δ᾽ ὑμῖν τιμῶμαι δισχιλίων ταλάντων." […] ὡς δὲ καὶ ταῦτ᾽ ἐπεπλήρωτο, αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῖν ὁ Ζηνόβιος ἐς τὸ θέατρον αὐτοὺς συνεκάλει, καὶ τὴν στρατιὰν περιστήσας μετὰ γυμνῶν ξιφῶν ἀμφί τε τὸ θέατρον αὐτὸ καὶ τὰς ἀπ᾽ αὐτοῦ μέχρι τῆς θαλάσσης ὁδοὺς ἦγε τοὺς Χίους, ἀνιστὰς ἕκαστον ἐκ τοῦ θεάτρου, καὶ ἐνετίθετο ἐς τὰς ναῦς, ἑτέρωθι μὲν τοὺς ἄνδρας, ἑτέρωθι δ᾽ αὐτῶν τὰ γύναια καὶ τὰ παιδία, βαρβαρικῶς ὑπὸ τῶν ἀγόντων ὑρβιζόμενα. ἀνάσπαστοι δ᾽ ἐντεῦθεν ἐς Μιθριδάτην γενόμενοι διεπέμφθησαν ἐς τὸν Πόντον τὸν Εὔξεινον.
ii. Νικολάου Δαμασκηνού, «Παραδόξων Εθνών Συναγωγή», Fragmenta Historicorum Graecorum, ii, fr. 124 Κολχοὶ τοὺς τελευτήσαντας οὐ θάπτουσιν, ἀλλὰ κρεμῶσιν ἀπὸ δένδρων
iii. Σχόλιο στο Απολλώνιου Ρόδιου «Αργοναυτικά», βιβλίο β΄, στ. 202 Τὰ τῶν ἀρσένων σώματα οὐ θέμις Κόλχοις οὔτε καίειν οὔτε θάπτειν· βύρσαις δὲ νεαραῖς εἱλοῦντες ἐκρέμων τῶν ἀρσένων τὰ σώματα, τὰ δὲ θήλεα τῇ γῇ ἐδίδοσαν, ὥς φησι Νυμφόδωρος, ᾧ ἠκολούθησε. Σέβονται δὲ μάλιστα οὐρανὸν καὶ γῆν.
5. Η κατάληξη Νο3 i. Θουκιδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο Η΄, 40 Οἱ δὲ Χῖοι καὶ Πεδάριτος κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον οὐδὲν ἧσσον, καίπερ διαμέλλοντα, τὸν Ἀστύοχον πέμποντες ἀγγέλους ἠξίουν σφίσι πολιορκουμένοις βοηθῆσαι ἁπάσαις ταῖς ναυσὶ καὶ μὴ περιιδεῖν τὴν μεγίστην τῶν ἐν Ἰωνίᾳ ξυμμαχίδων πόλεων ἔκ τε θαλάσσης εἰργομένην καὶ κατὰ γῆν λῃστείαις πορθουμένην. οἱ γὰρ οἰκέται τοῖς Χίοις πολλοὶ ὄντες καὶ μιᾷ γε πόλει πλὴν Λακεδαιμονίων πλεῖστοι γενόμενοι καὶ ἅμα διὰ τὸ πλῆθος αλεπωτέρως ἐν ταῖς ἀδικίαις κολαζόμενοι, ὡς ἡ στρατιὰ τῶν Ἀθηναίων βεβαίως ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσθαι, εὐθὺς αὐτομολίᾳ τε ἐχώρησαν οἱ πολλοὶ πρὸς αὐτοὺς καὶ τὰ πλεῖστα κακὰ ἐπιστάμενοι τὴν χώραν οὗτοι ἔδρασαν.
~ 165 ~
Εχθροί… εκ των έσω
~ 166 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Οι πηγές ~ 167 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Π άπυρος από την Οξύρρυγχο της Αιγύπτου (P. Oxy. XXXVI 2748) με κείμενο από την Ιλιάδα του Ομήρου (Ραψωδία Π, στ. 129 – 160). 2ος αιώνας μ.Χ.. Pypyrology Rooms, Sackler Library, Oxford ~ 168 ~
Εχθροί … εκ των έσω
α. Απομυθοποιώντας το Θερσίτη Έπη Ομήρου «Ιλιάδα» Το έπος αυτό επικεντρώνεται στη μήνι του Αχιλλέα: Το πώς συγκρούεται με τον Αγαμέμνονα, το πώς οι Αχαιοί μετά την αποχώρησή του ηττώνται από τους Τρώες στις μάχες και τέλος πώς ξαναμπαίνει στην μάχη ο Αχιλλέας, ξεχνώντας τη μήνι του, για να εκδικηθεί τον Έκτορα που νίκησε τον Πάτροκλο.
Ομήρου «Οδύσσεια» Στο έπος αυτό παρακολουθούμε τον “νόστο”, την επιστροφή του Οδυσσέα από την Τροία στην Ιθάκη, καθώς και την διαμάχη τη δικιά του και του γιου του Τηλέμαχου με τους μνηστήρες. Η επιστροφή παρουσιάζεται με έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο, όχι με μια ευθεία χρονολογική εξιστόρηση. Τα ομηρικά έπη περνούσαν από γενιά σε γενιά και ο πρώτος που διέταξε να τα καταγράψουν ήταν ή ο Σόλωνας ή ο Πεισίστρατος. Η πορεία τους στο χρόνο συνεχίζεται για να φτάσουμε στους Διευθυντές της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, στους Ελληνιστικούς χρόνους, οι οποίοι μετά από πολλή δουλειά διαμόρφωσαν τα έπη όπως τα έχουμε υπ’ όψη μας σήμερα, καταγράφοντάς τα, καθαρίζοντάς τα από μεταγενέστερες κατά τη γνώμη τους προσθήκες, χωρίζοντάς τα το καθένα σε 24 ραψωδίες. Για το αν συγγραφέας τους είναι ο Όμηρος έχει ξεσπάσει η μεγαλύτερη λογοτεχνική και φιλολογική διαμάχη, το λεγόμενο «Ομηρικό πρόβλημα», με αποτέλεσμα να έχουν διαμορφωθεί διάφορες παρατάξεις ανάμεσα στους μελετητές. Όσον αφορά τη εποχή που γράφτηκαν τα έπη, επικρατέστερη σήμερα είναι η άποψη του Ηροδότου, που τοποθετεί τον Όμηρο στον 8ο π.Χ. αιώνα: «Ἡσίοδον γὰρ καὶ Ὅμηρον ἡλικίην τετρακοσίοισι ἔτεσι δοκέω μευ πρεσβυτέρους γενέσθαι καὶ οὐ πλέοσι» (Ηροδότου «Ιστορίαι», Β- «Ευτέρπη», 53,2)
Κύκλια Έπη Πρόκειται για τα έπη που περιγράφουν τα γεγονότα του τρωικού πολέμου. Αποτελούνται από τα εξής: «Κύπρια έπη», «Αιθιοπίς», «Μικρά Ιλιάς», «Ιλίου Πέρσις», «Νόστοι», «Τηλεγονιάδα». Στην αρχαιότητα είναι πιθανόν να ενέτασσαν σε αυτά και την Ιλιάδα του Ομήρου. Μας έγιναν γνωστά κυρίως μέσα από περιλήψεις τους, που κατέγραψε ο Πρόκλος (πιθανώς ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, που έζησε από το 412 έως το 485 μ.Χ.) στο βιβλίο του «Χρηστομάθεια γραμματική». Κύπρια έπη Καλύπτουν την περίοδο πριν από την τρωική εκστρατεία, την ίδια την εκστρατεία και τα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου, έως την αρχή της Ιλιάδας. Συγγραφέας τους θεωρείται μάλλον ο Στασίνος ο Κύπριος, διάσημος ποιητής του 7ου πΧ αιώνα. Κάποιοι θεωρούσαν συγγραφέα τους τον ίδιο τον Όμηρο, αλλά ο Ηρόδοτος, κάνοντας την πρώτη φιλολογική κριτική της ιστορίας το απορρίπτει, αντιπαραβάλλοντας το πώς περιγράφουν τα δυο έπη το ταξίδι του Πάρη και της Ελένης στη Σπάρτη: «κατὰ ταῦτα δὲ τὰ ἔπεα καὶ τόδε [ τὸ χωρίον ] οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα δηλοῖ
ὅτι οὐκ Ὁμήρου τὰ Κύπρια ἔπεα ἐστὶ ἀλλ᾽ ἄλλου τινός. ἐν μὲν γὰρ τοῖσι
~ 169 ~
Εχθροί… εκ των έσω Κυπρίοισι εἴρηται ὡς τριταῖος ἐκ Σπάρτης Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὸ Ἴλιον ἄγων Ἑλένην, εὐαέι τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ˙ ἐν δὲ Ἰλιάδι λέγει ὡς ἐπλάζετο ἄγων αὐτήν. ὅμηρος μέν νυν καὶ τὰ Κύπρια ἔπεα χαιρέτω.»
(Ηροδότου «Ιστορίαι», Β – «Ευτέρπη», 117,1)
«Αιθιοπίς» Είναι συνέχεια της Ιλιάδας, και σύμφωνα με τον Πρόκλο, τη συνέγραψε ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος σε 5 τόμους. Ο Αρκτίνος θεωρείτο μαθητής του Ομήρου και έζησε τον 7ο π.Χ. αιώνα. Καλύπτει τα γεγονότα από το φόνο της Αμαζόνας βασίλισσας Πενθεσίλειας από τον Αχιλλέα έως την διαμάχη του Οδυσσέα και του Αίαντα για τα όπλα του Αχιλλέα.
Quinti Smyrnaei “Posthomericorum” - Κοΐντου Σμυρναίου «Των μεθ’ Όμηρον» Έργο του επικού Ποιητή Κοΐντου Σμυρναίου (τέλη 4ου μ.Χ. αιώνας) που περιγράφουν τα γεγονότα από το φόνο της Αμαζόνας βασίλισσας Πενθεσίλειας από τον Αχιλλέα έως τη θυσία της κόρης του Πριάμου Πολυξένης στον τάφο του Αχιλλέα.
Publius Papinius Statius – “Achilleid” Έπος του ρωμαίου ποιητή Στατίου (45 – 96 μ.Χ.), που περιγράφει τη ζωή του Αχιλλέα. Μέχρι τις μέρες μας έχει διασωθεί μόνο το πρώτο βιβλίο και ένα μέρος του δευτέρου.
Μυθολογικά ψευδο-Απολλόδωρου «Βιβλιοθήκη» Πρόκειται για καταγραφή της μυθολογίας των Ελλήνων. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία, εκ των οποίων έχουν σωθεί ολόκληρα τα δύο πρώτα και ένα μέρος του τρίτου. Επίσης έχει σωθεί μια επιτομή. Μέχρι πριν λίγα χρόνια συγγραφέας της θεωρείτο ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, που έζησε περίπου από το 180 π.Χ έως το 110 π.Χ. Μετά, όμως, από συγκριτικές μελέτες, επειδή στο έργο αυτό υπήρχαν αναφορές σε έργα μεταγενέστερα από τον Απολλόδωρο, δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό συγγραφέα της «Βιβλιοθήκης».
Τραγωδίες Σοφοκλέους «Αίας» Η τραγωδία αυτή γράφτηκε και διδάχτηκε μεταξύ 450 και 440 π.Χ. Περιγράφει την τρέλα και το θάνατο του Αίαντα, αρχηγού των Σαλαμινίων, όταν δεν του αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα.
Σοφοκλέους «Φιλοκτήτης» Διδάχτηκε το 409 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Περιγράφει την προσπάθεια του Οδυσσέα και του Νεοπτόλεμου να πείσουν τον Φιλοκτήτη να έρθει και να πολεμήσει στην Τροία.
Ευριπίδους «Εκάβη» Διδάχτηκε το 425 π.Χ. Στο πρώτο μέρος της η αιχμάλωτη πλέον Εκάβη βλέπει την κόρη της Πολυξένη να θυσιάζεται στον τάφο του Αχιλλέα και να φονεύεται ο γιος της Πολύδωρος. Με άδεια του Αγαμέμνονα εκδικείται το δολοφόνο του γιου της, το βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα. ~ 170 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Επίσημα αρχεία της περιόδου Πινακίδες των Χετταίων Το 1907 στο Bogazköy της Τουρκίας Γερμανοί Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Χαττούσας, της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Μέσα στα βασιλικά ανάκτορα βρήκαν πάνω από 2000 πήλινες πλάκες, οι οποίες έφεραν πάνω τους σφηνοειδή γραφή. Λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν αναγνωσθεί και μεταφραστεί και έγινε γνωστό ότι ήταν ένα μεγάλο μέρος των κρατικών αρχείων της Αυτοκρατορίας, που περιείχαν πολλές πληροφορίες για την εσωτερική οργάνωση, τη θρησκεία, την καθημερινότητα των Χετταίων, καθώς τις διπλωματικές τους σχέσεις με τους γείτονές τους.
Πινακίδες της Πύλου Τον Απρίλη του 1939 17 χιλιόμετρα μακριά από την σημερινή Πύλο (ή αλλιώς Ναβαρίνο) η αρχαιολογική σκαπάνη ανακάλυψε ένα μυκηναϊκό ανάκτορο, το οποίο ονομάστηκε «Το ανάκτορο του Νέστορα». Το ανάκτορο ήταν καταστραμμένο από μεγάλη πυρκαγιά. Μέσα του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα πήλινων πινακίδων. Οι πινακίδες αυτές σώθηκαν λόγω της πυρκαγιάς, επειδή ψήθηκαν. Πάνω σε αυτές τις πινακίδες ήταν καταγραμμένες με τη γραφή Γραμμική Β΄ πληθώρα πληροφοριών για την πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή στην Πύλο τον 13ο π.Χ. αιώνα. Η Γραμμική Β΄ αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τους Ventris και Chadwick, όπου και διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένες οι πινακίδες ήταν η Ελληνική. Ο λόγος για τον οποίο δεν έχουν σωθεί πάρα πολλές πινακίδες, πέρα από αυτές της Πύλου και κάποιες ακόμα από την Τίρυνθα και την Κρήτη, είναι επειδή οι άνθρωποι της εποχής αυτά που κατέγραφαν τα κράταγαν για λίγα χρόνια και μετά ξαναχρησιμοποιούσαν τις ίδιες πινακίδες από μαλακό πηλό για νέες καταγραφές.
Άλλα λογοτεχνικά κείμενα Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι Έργο του Σύρου φιλόσοφου Λουκιανού, που γεννήθηκε γύρω στο 120 μ.Χ. και πέθανε ανάμεσα στο 180 και το 192 μ.Χ. Στα έργα του, τα οποία ήταν ιδιαίτερα σκωπτικά και κωμικά, διακωμωδούσε απόψεις, δοξασίες, δογματισμούς. Στο συγκεκριμένο έργο, τα έβαζε με τις αντιλήψεις των αρχαίων για τα μετά το θάνατο.
Λιβανίου Προγυμνάσματα Έργο του ρήτορα Λιβάνιου, που γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 314 μ.Χ. και πέθανε το 393 μ.Χ. Ο Λιβάνιος, σε μια εποχή όπου η κυριαρχία των Χριστιανών ήταν αδιαμφηχβήτητη, ήταν ένας εκ των τελευταίων οπαδών της λεγόμενης Εθνικής Θρησκείας, του Πολυθεϊσμού, και στα κείμενά του φαίνεται η νοσταλγία του για τον παλιό κόσμο των αρχαίων.
~ 171 ~
Εχθροί… εκ των έσω
β. Κρυπεία: η ιστορία ξεκινά απ’ τα παλιά Βιογραφίες Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι» Το σημαντικότερο έργο του αρχαίου ιστορικού Πλούταρχου (45-120 μ.Χ.). Περιλαμβάνει 23 ζευγάρια βιογραφιών. Ο Πλούταρχος, θέλοντας να προβάλλει όχι μόνο ιστορικά γεγονότα, αλλά κυρίως στοιχεία της ψυχοσύνθεσης και του χαρακτήρα μεγάλων προσωπικοτήτων του Ελληνικού και του Ρωμαϊκού κόσμου, τους προβάλλει παράλληλα. «Λυκούργος» Το έργο του Πλούταρχου είναι η σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη ζωή της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του Λυκούργου, του Λακεδαιμόνιου νομοθέτη, τον οποίο αντιπαραβάλλει στον πρώτο Λατίνο νομοθέτη, τον Πόπλιο Σαβίνο Νουμά. «Αγησίλαος» Η βιογραφία του σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιλάου του Β΄ (444 π.Χ. έως το 361 π.Χ.), περίφημου στρατηλάτη, διάσημου για την λιτότητα και την απλότητα του τρόπου ζωής του. Ο Πλούταρχος τον παραλληλίζει με τον Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο. «Άγις και Κλεομένης» Παίρνοντας αφορμή από τις εκτεταμένες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις των δυο Σπαρτιατών βασιλιάδων, τους αντιπαραβάλλει με τους αδερφούς Γράκχους της Ρώμης. Για τον Κλεομένη τον Γ΄ ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί εκτεταμένα σαν πηγή τόσο τον Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη (202 – 120 π.Χ.), όσο και τον Αθηναίο ιστορικό Φύλαρχο (άκμασε το 250 – 200 π.Χ.), σύγχρονους σχεδόν του Κλεομένη (βασίλεψε από το 235 έως το 219 π.Χ.).
Διογένη Λαέρτιου «Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων» Έργο του ιστορικού και φιλοσόφου Διογένη Λαέρτιου, ο οποίος πιθανλογείται ότι καταγόταν από την πόλη Λαέρτη της Κιλικίας και ότι έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. Περιέχει τις βιογραφίες πάρα πολλών φιλοσόφων της αρχαιότητας και συνοπτική περιγραφή των θεωριών τους. Αποτελείτο από δέκα τόμους εκ των οποίων ο τρίτος αφορούσε αποκλειστικά τον Πλάτωνα.
Πολιτικά Πλάτωνος «Νόμοι» Έργο των τελευταίων χρόνων του Πλάτωνα (450 – 440 π.Χ.). Μετά την παταγώδη αποτυχία στην εφαρμογή της «Πολιτείας» του στην πράξη, ο Πλάτωνας προσπαθεί να συμβιβαστεί και να προσαρμόσει την «Πολιτεία» στην πραγματικότητα της εποχής του. Έτσι γράφει αυτόν τον εκτενέστατο Διάλογο ανάμεσα στον Κρητικό Κλεινία, τον Σπαρτιάτη Μέγιλλο και έναν ανώνυμο Αθηναίο (μάλλον ο ίδιος ο Πλάτων). Σε αυτό το έργο αποτυπώνεται ο θαυμασμός του Πλάτωνα για πολλούς θεσμούς των ολιγαρχικών πολιτευμάτων των Σπαρτιατών και των Κρητών (κοινό χαρακτηριστικό και των δυο περιοχών η δωρική καταγωγή των ελεύθερων πολιτών).
Αριστοτέλους «Πολιτικά» Στο έργο του αυτό ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, που έζησε από το 384 έως το 322 π.Χ., αναπτύσσει την πολιτική του θεωρία, τις απόψεις του δηλαδή για την δραστηριότητα των πολιτών και τις ~ 172 ~
Εχθροί … εκ των έσω
πολιτείες – πολιτεύματα, τον τρόπο που πρέπει να δρα ο άνθρωπος στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινότητας.
Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» Στο έργο αυτό ο Αθηναίος ιστορικός και στρατιωτικός Ξενοφών (427 – 355 π.Χ.) κάνει μια αναλυτική περιγραφή του πολιτεύματος και των θεσμών της Σπάρτης, εξυμνώντας τόσο αυτό όσο και τον νομοθέτη Λυκούργο.
Ηρακλείδης «Περί Πολιτειών» - Heraclidis Lembi «Excerpta Politiarum» Έργο που (όπως πολλά άλλα ακόμα) αποδίδεται είτε στον Ηρακλείδη τον Λέμβο (πιο πιθανό) είτε στον Ηρακλείδη τον Ποντικό, τον νεότερο. Ο πρώτος έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 2ο π.Χ. αιώνα (αναφέρεται ότι συνέβαλε ουσιαστικά στη σύναψη συνθήκης ανάμεσα στον Πτολεμαίο τον ΣΤ΄ τον Φιλομήτωρα και τον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή το 169 π.Χ.) . Το προσωνύμιό του Λέμβος σημαίνει κόλακας και προέρχεται από τον διάσημο κατά την αρχαιότητα (αλλά χαμένο σήμερα) Λεμβευτικό Λόγο που συνέγραψε (βλ. Διογένης Λαέρτιος «Βίοι Φιλοσόφων», Βιβλίο Ε΄, κεφάλαιο ΣΤ΄ «Ηρακλείδης», 94: «πέμπτος Καλλατιανὸς ἢ Ἀλεξανδρεύς, γεγραφὼς τὴν Διαδοχὴν ἐν ἓξ βιβλίοις καὶ Λεμβευτικὸν λόγον, ὅθεν καὶ Λέμβος ἐκαλεῖτο»). Έχουν σωθεί αποσπάσματα από αρκετά έργα του. Ο δεύτερος άκμασε τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα από το τρίτομο ποιητικό του έργο «Λέσχαι». Στο έργο αυτό περιέχεται συνοπτική περιγραφή των πολιτευμάτων που ίσχυαν στις διάφορες ελληνικές πόλεις, περιέχοντας αποσπάσματα (excerpta) από το χαμένο έργο «Πολιτείαι» του Αριστοτέλη. Για να λέει ότι η Κρυπτεία συνεχιζόταν μέχρι τις μέρες του, ενισχύει την υπόθεση ότι είναι έργο του Λέμβου και όχι του Ποντικού, επειδή τον 2ο μ.Χ. αιώνα δεν υπήρχαν είλωτες στη Σπάρτη.
Ιστορικά Ξενοφώντος «Ελληνικά» Η ιστορία του Θουκυδίδη σταματάει απότομα στα γεγονότα του 411 π.Χ. Τη σκυτάλη παίρνει ο Ξενοφών (427 – 355 π.Χ.), ο οποίος αναλαμβάνει να ολοκληρώσει το έργο του Θουκυδίδη, φτάνοντας μέχρι την μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.) και την άνοδο της Θηβαϊκής Συμπολιτείας. Το αποτέλεσμα κρίνεται μέτριο: Ο Ξενοφών δεν μπορεί να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια πίσω από τις πράξεις των πρωταγωνιστών των ιστοριών του και αρκείται στην γλαφυρή περιγραφή των περιστατικών. Επίσης σε πολλά σημεία παίρνει θέση (τις περισσότερες φορές παίρνει το μέρος των Λακεδαιμονίων), ξενίζοντας αυτούς που είχαν συνηθίσει τη σχετική ουδετερότητα του Θουκυδίδη.
Φυλάρχου «Ιστορίαι» Ο Φύλαρχος ήταν αθηναίος ιστορικός που έζησε τον 3ο π.Χ. αιώνα. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία κυρίως λόγω της αρνητικής κριτικής που του άσκησε ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης. Ο Πολύβιος, που από πολλούς θεωρείται διάδοχος του Θουκυδίδη όσον αφορά στην μέθοδο που ακολουθεί για τη συγγραφή της ιστορίας του, στις Ιστορίες του, και μάλιστα στην περιγραφή των γεγονότων του πολέμου του Βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ΄ με τον Αντίγονο τον Δώσωνα, τον βασιλιά της Μακεδονίας και τις δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας (Βιβλίο Β΄, κεφάλαια 56 – 67) ~ 173 ~
Εχθροί… εκ των έσω
προβάλλει τον Φύλαρχο σαν παράδειγμα προς αποφυγήν για το πώς θα πρέπει να γράφεται η ιστορία. Ο Φύλαρχος, του οποίου το έργο ήταν πολύ δημοφιλές εκείνη την περίοδο, ήταν εκπρόσωπος της σχολής της τραγικής ιστοριογραφίας, όπου γεγονότα εμπλέκονται με δραματικές περιγραφές. Αντιθέτως, ο Πολύβιος είναι οπαδός της «ψυχρής», «αντικειμενικής» καταγραφής των ιστορικών γεγονότων, χωρίς συναισθηματισμούς και στοιχεία εντυπωσιασμού. Στην κόντρα τους, όμως, πρέπει να υπολογίσουμε και ένα ακόμα στοιχείο: Ο Πολύβιος, όπως και ο πατέρας του ο Λυκόρτας ασχολήθηαν ενεργά με τα πολιτικά πράγματα της Αχαϊκής Συμπολιτείας! Ο Λυκόρτας ήταν στρατηγός και πολιτικός, ο οποίος, μάλιστα, διοικούσε το Ιππικό της Συμπολιτείας (ίππαρχος) από το 180 π.Χ. Ο ίδιος ο Πολύβιος μετά την υποδούλωση και της Αχαϊκής Συμπολιτείας από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, προσπαθώντας να διαμορφώσει την κατάσταση στην Πελοπόννησο όσο πιο ήρεμη για τους Ρωμαίους. Όντας, λοιπόν, ο Πολύβιος επιφανές μέλος της άρχουσας κοινωνικής τάξης της Συμπολιτείας και αγαπημένο παιδί των Ρωμαίων, ήταν φυσικό να αντιπαθεί τόσο τον μεταρρυθμιστή Κλεομένη, όσο και τον εγκωμιάζοντα αυτόν Φύλαρχο.
«M. Iuniani Iustini Epitome Historiarum Philippicarum P. Trogi» Επιτομή ενός χαμένου έργου, του «Historiae Philippicae», που έγραψε ο Γάιος Πομπήιος Τρόγος, εκλατινισμένος Γαλάτης κάπου τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Δίνοντας έμφαση κυρίως στην άνοδο της μακεδονικής μοναρχίας, ο Τρόγος συγγράφει μια οικουμενική ιστορία (ήταν της μόδας εκείνη την περίοδο τέτοιου είδους έργα), ξεκινώντας από τους βασιλιάδες της Ασσυρίας και φτάνοντας μέχρι και τα χρόνια μετά τον Μυθριδάτη. Ο Μάρκος Ιουνιάνος Ιουστίνος από τα 44 βιβλία των Φιλιππικών σταχυολόγησε το κατά τη γνώμη του πιο αξιόλογο υλικό, παραλείποντας «ό,τι δεν διαβαζόταν εύκολα ή δεν προέβαλλε την ηθική».
Άλλα Αριστοφάνους «Αχαρνείς» Η κωμωδία αυτή ήταν η τρίτη του Αριστοφάνη και «διδάχθηκε» (παρουσιάστηκε) το 425 π.Χ. στην αγροτική γιορτή των Ληναίων, που γινόταν κάθε τέλη Γενάρη. Μπορεί να θεωρηθεί σαν το πρώτο από σκηνής κάλεσμα για πολιτική ανυπακοή, μιας και σε περίοδο πολέμου (ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν στον μόλις 6ο χρόνο του και τίποτα δεν προοινώνιζε την πανωλεθρία των Αθηναίων) ο ποιητής κατακρίνει τον πόλεμο σαν παιχνίδι στα χέρια των ισχυρών που μόνο δεινά φέρνει στους αδύναμους. Ένας Αθηναίος, ο Δικαιόπολις, επειδή είχε λαχταρήσει χέλια από την Κωπαΐδα και άλλα αγαθά που ο πόλεμος έκανε αδύνατη την μεταφορά τους στην Αγορά της Αθήνας, κλείνει προσωπική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Κάτι τέτοιο, προφανώς προκαλεί το κοινό αίσθημα, αλλά και την παράταξη του πολέμου. Στην παράβαση αυτού του έργου (εκεί όπου ο ποιητής συνομιλεί απευθείας με το κοινό για θέματα άσχετα με την πλοκή της υπόθεσης) ο Αριστοφάνης μας πληροφορεί ότι η προηγούμενη κωμωδία του, οι Βαβυλώνιοι τον είχαν βάλει σε μπελάδες. Η κωμωδία αυτή είχε διδαχτεί στα Μεγάλα Διονύσια, την άνοιξη του 426 π.Χ., την περίοδο που στην Αθήνα βρίσκονταν οι ξένες αντιπροσωπείες για να φέρουν τις εισφορές των πόλεών τους στο συμμαχικό ταμείο. Σε αυτήν την κωμωδία, λοιπόν, ο Αριστοφάνης παρουσίαζε τις συμμαχικές των Αθηναίων πόλεις σαν χορό Βαβυλωνίων, βαρβάρων, που τις εκμεταλλεύονταν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό το λόγο ο Κλέων, ο ισχυρός άντρας του κόμματος του πολέμου, κινήθηκε δικαστικά εναντίον του Αριστοφάνη, γιατί προσέβαλε την πόλη ενώπιον ξένων. Τελικά ο Κλέων ηττήθηκε, και όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά τσάντισε και τον Αριστοφάνη, που στην επόμενη των Αχαρνέων κωμωδία του, τους Ιππείς του τα χώνει πάρα πολύ χοντρά. ~ 174 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Αριστοφάνους «Θεσμοφοριάζουσαι» Η κωμωδία αυτή διδάχτηκε το 411 π.Χ. στα πλαίσια της γιορτής των Μεγάλων Διονυσίων. Οι γυναίκες της Αθήνας που προετοιμάζουν τη γιορτή των Θεσμοφορίων, είναι έξω φρενών με τον Ευριπίδη, γιατί θεωρούν ότι είναι μισογύνης και τις συκοφαντεί. Έτσι, εκεί που βρίσκονται συγκεντρωμένες, σχεδιάζουν το πώς θα καταστρέψουν τον τραγικό ποιητή. Αυτός το μαθαίνει και στέλνει στη συγκέντρωση έναν συγγενή του ντυμένο γυναίκα, για να τις κατασκοπεύσει και να προσπαθήσει να τις μεταστρέψει. Όμως οι γυναίκες τον παίρνουν είδηση και τον αποκαλύπτουν.
Τυρταίου Ποιήματα Ο Τυρταίος ήταν ποιητής του 7ου π.Χ αιώνα. Είτε καταγόταν από τη Λακεδαιμονία είτε όχι, (ορισμένες πηγές ισχυρίζονται ότι τον έστειλαν οι Αθηναίοι στη Σπάρτη, όταν οι Σπαρτιάτες τους ζήτησαν βοήθεια κατά τον Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο) με τα ποιήματά του εμψύχωσε τους Σπαρτιάτες και τους ανύψωσε το ηθικό, τραγουδώντας για το λακωνικό πολίτευμα και την πολεμική αρετή. Από τα έργα του μας έχουν σωθεί μόνο ελάχιστα αποσπάσματα, όλα ελεγειακά, στη δωρική διάλεκτο, μερικά από τα οποία από έμμεσες πηγές, όπως ο Στράβων, ο Παυσανίας και άλλοι.
~ 175 ~
Εχθροί… εκ των έσω
γ. Το πάθος για τη λευτεριά… Ιστορικά – Περιηγητικά Αππιανού Αλεξανδρέως «Ρωμαϊκή Ιστορία» 24τομο έργο που πραγματεύεται την ιστορία της Ρώμης από την εποχή του Αινεία μέχρι τις μέρες του συγγραφέα, που έζησε από το 95 μέχρι το 165 μ.Χ.
Κωμική Ποίηση Εύπολη «Φίλοι» Μια από τις τελευταίες κωμωδίες του κωμικού ποιητή Εύπολη. Έχουν σωθεί 11 σπαράγματα από αυτήν την κωμωδία, ένα εκ των οποίων μας πληροφορεί ότι ο Εύπολις αποκαλούσε «Ροδία» τον Λύκωνα, ένα εκ των τριών που μετά από κάποια χρόνια κατήγγειλαν το Σωκράτη σαν «διαφθορέα των νέων».
Άλλα Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές» Το 15τομο έργο του Ναυκρατίτη Αθήναιου είναι ένας από τους πιο πολύτιμους θησαυρούς της ελληνικής λογοτεχνίας. Κατ’ αρχάς δεν μπορεί να καταταχθεί σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, μιας και το περιεχόμενό του περιλαμβάνει συνταγές μαγειρικής, εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, ιστορικές εξιστορήσεις. Με αφορμή ένα δείπνο στο οποίο μαζεύονται οι πιο σοφοί άνδρες της εποχής του ο Αθήναιος καταγράφει κάθε είδους πληροφορίες για τις συνήθειες των αρχαίων στα δείπνα τους. Τι τρώγανε, τι πίνανε, τι τραγουδάγανε, ενώ παράλληλα προχωράει παραπέρα, σώζοντάς μας χιλιάδες αποσπάσματα από έργα αρχαίων συγγραφέων (ποίηση, ιστορία, φιλοσοφία), τα οποία δεν θα έφταναν ως τις μέρες μας αλλιώς. Ολοκληρώθηκε γύρω στο 230 μ.Χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ενώ για το συγγραφέα δεν έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες.
~ 176 ~
Εχθροί … εκ των έσω
Κοινές πηγές Ιστορικά Ηροδότου «Ιστορίαι» Η πρώτη παγκόσμια ιστορία, που επικεντρώνεται στη σύγκρουση Ελλήνων – Περσών. Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε το 485 π.Χ. στην Αλικαρνασσό και πέθανε κάπου ανάμεσα στο 421 με 415 π.Χ. στην αποικία Θούριοι στη Σικελία.
Θουκυδίδου «Ιστορίαι» Η καταγραφή από τον Αθηναίο Θουκυδίδη (περίπου 460 – 397 π.Χ.) των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου. Επίμονος μελετητής, δε δέχεται και δεν καταγράφει τίποτα αν δεν το εξετάσει σχολαστικά από κάθε διαθέσιμη πηγή. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στις παλιότερες σχέσεις Αθηναίων – Πελοποννησίων αναφέρεται και στα Τρωικά, έχοντας (μάλλον) σαν μόνη του πηγή τον Όμηρο και τους άλλους ποιητές.
Ταξιδιωτικά Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις Ο Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας (2ος μ.Χ. αιώνας) ταξίδεψε σε όλην την Πελοπόννησο και σε ορισμένες περιοχές της Στερεάς και της Βορείου Ελλάδας και σε αυτό το έργο κατέγραψε τις εμπειρίες και τις γνώσεις του. Για κάθε μέρος που επισκεπτόταν πέρα από την περιγραφή του μας αναφέρει την ιστορία του, τους θρύλους που το συνοδεύουν, τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν. Ι΄, «Φωκικά» Σε αυτό το βιβλίο ο Παυσανίας περιγράφει αυτά που είδε όταν ταξίδευε στη Φωκίδα και ιδιαίτερα το Μαντείο των Δελφών. Ανάμεσα στις περιγραφές των κτισμάτων ξεχωρίζει η περιγραφή της Λέσχης των Κνιδίων (αφιέρωμα του Δήμου των Κνιδίων, πόλης της ΝΑ Μικρά Ασία απέναντι από την Νίσυρο, για την βοήθεια που δέχτηκαν από τον Απόλλωνα όταν απέκρουαν τους Πέρσες, κατά τους Μηδικούς Πολέμους), που βρίσκεται πολύ κοντά στο Ναό του Απόλλωνα. Ο αναθηματικός αυτός οίκος, που φτιάχτηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα, διακοσμήθηκε από το διάσημο ζωγράφο Πολύγνωτο από τη Θάσο. Οι τοιχογραφίες είχαν θέμα την Άλωση της Τροίας («Ιλίου Πέρσις») και την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη («Νεκυία»), απ’ όπου και η απεικόνιση του Θερσίτη να παίζει κύβους με τον Παλαμήδη.
~ 177 ~
Εχθροί… εκ των έσω
Βιβλιογραφία 1. Τα αρχαία κείμενα προέρχονται από τις παρακάτω στερεότυπες εκδόσεις: Αθηναίου «Δειπνοσοφισταί»: Deipnosophistae, Schweighauser, Strasbourg, 1801-1807 Αππιανού Αλεξανδρέως «Ρωμαϊκή Ιστορία»: Appian, The Foreign Wars, L. Mendelssohn. Leipzig, Teubner, 1879. Αππολώνιου Ρόδιου «Αργοναυτικά»: Apollonii Rodhii, Argonautica, Augustus Wellauer, Lipsiae, Teubner, 1828. Αριστοτέλους «Πολιτικά»: “Aristotle's Politica”, W. D. Ross. Oxford, Clarendon Press, 1957. Αριστοφάνους «Αχαρνείς» και «Θεσμοφοριάζουσαι»: “Aristophanes Comoediae”, F.W. Hall and W.M. Geldart, Clarendon Press, Oxford, 1907 Διογένη Λαέρτιου «Βίοι και γνώμαι φιλοσόφων»: “The Lives and Opinions of Eminent Philosophers, by Diogenes Laertius”, C.D. Yonge. London: Henry G. Bohn, 1853 Ηρακλείδους «Περί Πολιτειών»: “Heraclidis Lembi; excerpta politiarum”, Mervin R. Dilts, 1971 Ηροδότου «Ιστορίαι»: “Herodotus”, A. D. Godley. Harvard University Press, 1920 Θουκυδίδου «Ιστορίαι»: “Thucydides, Historiae”. Oxford, Oxford University Press, 1942 Κοΐντου Σμυρναίου «Τα μεθ Όμηρον»: “Quinti Smyrnaei Posthomerica”, Guuseppe Pompella, Georg Olms Verlag, University of Michigan, 2002 Κύκλια Έπη και Πρόκλου «Χρηστομάθεια»: “Dr Carolus Guilielmus Muller, Epicoet Poetis Cyclis, Lipsiae, 1829.” Λιβανίου «Προγυμνάσματα»: “Libanii Opera”, Richardus Foerster, Aedibus B.G. Teubnerl, Lipsiae 1909. Λουκιανού «Νεκρικοί Διάλογοι»: “Lucian”, A. M. Harmon. Loeb Editions, 1921 Νικολάου Δαμασκηνού «Παραδόξων Εθνών Συναγωγή»: Fragmenta Historicorum Graecorum, vol. iv, ed. C. Müller, Paris, 1851 Ξενοφώντος «Ελληνικά» και «Λακεδαιμονίων Πολιτεία»: “Xenofontis Quae Extant”, Gottlob Schneider, Oxonii, 1817 Ομήρου «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια»: “Homeri Opera in five volumes”. Oxford, Oxford University Press. 1920 Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις»: “Pausaniae Graeciae Descriptio”, Leipzig, Teubner, 1903 Πλάτωνος «Νόμοι»: “Platonis Opera”, John Burnet. Oxford University Press. 1903 Πλουτάρχου «Βίοι»: “Plutarch's Lives”, Bernadotte Perrin. London, William Heinemann Ltd, 1921. Σοφοκλέους «Φιλοκτήτης»: Richard Jebb, Cambridge, 1898 Τυρταίου «Ποιήματα»: “Tyrtaei, quae supersunt omnia”, Christianus Adolfus Klotzius, Altenburgi, 1767 Ψευδο-απολλοδώρου «Βιβλιοθήκαι»: “Apollodorus, The Library”, Sir James George Frazer, London, William Heinemann Ltd. 1921 Iustini “Epitome Historiarum Philippicarum”: “M. Iuniani Iustini Epitoma Historiarum Philippicarum Pompei Trogi”, Otto Seel. Stuttgart, 1972 Statii “Achilleid”: “Statius, III”, D. R. Shackleton Bailey, Loeb Classical Library.
~ 178 ~
Εχθροί … εκ των έσω 2. Οι μεταφράσεις των χιτιτικών πινακίδων βασίζονται στις εξής μεταφράσεις: CTH 142/85, Χρονικά του Tudhaliya IV: Carruba, Onofrio, “Per Una Grammatica Ittita”, G.Iuculano, 1992 CTH 147, Οι Αμαρτιές του Madduwatta: Götze, Albrecht, Madduwattaš, Wissenschaftliche Buchgesellschaft Darmstadt, 1968 CTH 181, Γράμμα Tawagalawa: Sommer, Ferdinand, “Die Ahhijava-Urkunden: Mit 9 Tafeln”, Hildesheim, 1975, 2ff. CTH 211.4, Οι αμαρτίες της Χώρας του Ποταμού Šeḫa: Güterbock, Hans Gustav, “Perspectives on Hittite civilization”. Chicago: Oriental Institute of the University of Chicago, 1997. #28 3. Οι μεταφράσεις των πινακίδων της Γραμμικής Β βασίζονται στις παρακάτω εκδόσεις: «Εισαγωγή στη Γραμμική Β», J.T. Hooker, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1996 «Η Ιλιάς και η Ιστορία», Denis L. Page, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1968
Στο πισθόφυλλο: Πινακίδα Γραμμικής Β΄ από την Πύλο, από την συλλογή Opa, όπου περιγράφεται η οργάνωση της ακτοφυλακής. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα.
~ 179 ~
Εχθροί… εκ των έσω
~ 180 ~