Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
ÆÜ÷ïò Ôïýöáò
ÖñÜãêéêç ãÜôá, Ñùìáßéêéá ãÜôá, Ðïíôßêéá ôñþåé
[2]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
Ðåñéå÷üìåíá ÅéóáãùãÞ ............................................................ 4 Á´ ÌÝñïò............................................................. 5 ´ ÌÝñïò............................................................ 12 ô ÌÝñïò ............................................................ 19 Åðéìýèéï ...........................................................26
[3]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
ÅéóáãùãÞ
Αναγνώστα μου, τώρα θα διαβάσεις μια μεσαιωνική ιπποτική ιστορία. Μην περιμένεις βέβαια γενναίους ιππότες, όμορφες δεσποσύνες, ηρωικές κονταρομαχίες… Είναι ακριβώς αυτή toufas.blogspot.com.
που
δημοσιεύτηκε
σε
συνέχειες
στο
blog
Κάποιες διευκρινήσεις: Τα τραγούδια είναι μια ευγενική απαλλοτρίωση από το έργο του Ανώνυμου ποιητή «Το Χρονικόν του Μορέως» (Εκδόσεις Εκάτη, επιμέλεια Πέτρου Καλονάρου). Το ίδιο και οι άγνωστες λέξεις που τυχόν (σίγουρα) θα συναντήσεις, αναγνώστα μου. Άγνωστες όχι μόνο γιατί δεν ξέρεις τι σημαίνουν, αλλά και επειδή κάποιες από αυτές χρησιμοποιούνται σήμερα με εντελώς ή λίγο διαφορετική σημασία. Για απορίες, κρίσεις και σχόλια, σε περιμένω στο toufas.blogspot.com.
[4]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
Á´ ÌÝñïò
«Θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην, κι αν θέλεις να με ακροαστείς, ολπίζω να σ’ αρέσει. Όταν το έτος ήτονε, από κτίσεως κόσμου, Εξάκις χιλιάδες δε κ’ εξάκις εκατοντάδες Και δώδεκα ενιαυτούς, τόσον και ουχί πλέον, Δια συνεργίας και προθυμίας, μόχθου πολλού και κόπου Του μακαρίου εκείνου φρε Πιέρου ερημίτου, Όστις απήλθε στην Συρίαν, να έχει προσκυνήσει Έσω εις τα Ιεροσόλυμα, εις του Χριστού τον τάφο.» Τα δάχτυλα του τροβαδούρου πετούσαν πάνω στις χορδές του ταμπουρά, ενώ η τραχιά του φωνή τραγούδαγε τα κατορθώματα της μαγιάς της Φραγκοσύνης, που κοντά 90 χρόνια πριν, κάνανε την κουγκέστα. Αφού έχτισαν την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, κατεβήκαν στο Μοριά και έφτιαξαν μια δεύτερη Φραγκιά, το Πριγκηπάτο της Αχαΐας. Ο Ντζεφρές με το επίκλην ντε Βιλαρντουή, ο Καμπανέσης και όλα τα πρωτοπαλίκαρά τους από τη Φραγκιά, την Τσαμπανία, την Τουλούζα, την Μπουργούνια, την Λουμπαρδία, το Πιεμούντ και την Φιλάντρια. Στην ταβέρνα εκείνη τη στιγμή, όμως, δεν υπήρχαν Φράγκοι και οι ρωμαίοι που έτρωγαν και έπιναν δεν άργησαν να εκφράσουν στα φωναχτά τη δυσαρέσκειά τους για το τραγούδι. «Ώχου, μωρέ, πάλι τα αίσχη των φράγκων θ’ ακούμε; Για τον Πάπα και τους Γαρδινάληδες; Άλλο τραγούδι για το σκυλολόι τους δεν ξέρεις, τραγουδιάρη; Πες μας καλύτερα για τα κολπάκια των μαντάμων της Ζαμπέλας! Ή πάλι, πες μας εκείνο το τραγουδάκι για τον Λούρια τον κουρσάρο και πώς τσάκισε τον Ζαν ντε Ντουρνά που νόμιζε ότι θα μπορούσε να τον έκανε ζάφτι!» Τα γέλια που ακούστηκαν από τα γύρω τραπέζια προς στιγμή κάλυψαν τους ήχους του ταμπουρά. Ο τροβαδούρος δεν κώλωσε, όμως. Δεν φοβόταν ότι θα του έκαναν τίποτα. Ήταν κι αυτός ρωμαίος όπως και αυτοί, αλλά όσο και να το ‘θελε, δεν μπορούσε να αρχίσει να τραγουδάει αυτά που θα θέλαν οι θαμώνες της ταβέρνας. Ο κίνδυνος να μπει ανά πάσα ώρα και στιγμή κάποιος γασμούλος ή ακόμα και κανένας φράγκος ήταν μεγάλος, μιας και σε εκείνη, την μοναδική ταβέρνα της Βοστίτσας, συχνάζαν όλοι. Φράγκοι καβαλλάριοι και λίζιοι, ρωμαίοι, σλάβοι και γασμούλοι έμποροι, αγρότες και τεχνίτες, ντόπιοι, αλλά και ξενομερίτες που είχαν φτάσει στην πρωτεύουσα της μπαρουνίας είτε για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, είτε για να κάνουν μια στάση στο ταξίδι τους. Ο τροβαδούρος δεν φοβόταν το κεφάλι του. Ήξερε ότι ό, τι και να έλεγε γι’ αυτόν ο οποιοσδήποτε καλοθελητής στον μπαρού, τον μεσίρ Γκυ ντε Λέλε ντε Τσερπηνή, αυτός – [5]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
καλός άνθρωπος, αγαθός και δικαιοκρίτης με όλους όσους βρίσκονταν στην μπαρουνία τουδεν θα τον σκότωνε ή τίποτα τέτοιο. Θα τον έδιωχνε όμως από την αυλή του. Στην ταβέρνα ο τροβαδούρος είχε κατέβει για να φάει. Και επειδή ήπιε λίγο παραπάνω, έπιασε τον ταμπουρά να παίξει κανά τραγουδάκι. Η δουλιά του ήταν στο αρχοντικό του μπαρού. Εκεί έτρωγε, έπινε, πήδαγε, κοιμόταν, εκεί τραγούδαγε για να δικαιολογεί όλα τα προηγούμενα. Και άντε τώρα, για χάρη ενός τραγουδιού για τους αστραγάλους της Ιζαμπώς ή για την αντρεία του Δεσπότη της Ηπείρου ή κανενός Στρατηγού ή Δομέστικου, να έπαιρνε ξανά τους δρόμους. Να τραγουδάει στα πανδοχεία για κανά πιάτο φαΐ και μια στέγη ή να γλύφει στις αυλές των άλλων αρχόντων και των μπαρούδων. Ο τροβαδούρος σταμάτησε το τραγούδι και συνέχισε μόνο να παίζει αυτοσχεδιασμούς στον ταμπουρά του. Ούτε υποχρεωμένος ήταν να πει κανένα τραγούδι, ούτε ήθελε όμως να ξενερώσει τον κόσμο που έτρωγε και έπινε στην ταβέρνα. Εκείνον που βλαστήμησε τον πάπα και τον πρώτο των σταυροφόρων, τον Πιέρο το μοναχό, κανείς από τους άλλους θαμώνες δεν τον ήξερε. Στο μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της ταβέρνας γύρω από το οποίο έτρωγαν οι περισσότεροι, καθόταν απόμερα από τους άλλους, έτρωγε το βραστό του και έπινε το κρασί του. Πήρε το πήλινο ποτήρι του και κάθισε δίπλα στον μουσικό που γύμναζε τα δάχτυλά του πάνω στις χορδές του ταμπουρά. «Πώς σε λένε πατριώτη;» Ο τραγουδιάρης σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τα γέρικα μάτια του απόξενου. Συστηθήκαν. Μιχαήλ ο ένας, Θεόδωρος ο άλλος. «Από πού είσαι πατριώτη;», ρώτησε ο τροβαδούρος. «Απ’ τη Γκρίτα.» Ο Μιχαήλ κούνησε το κεφάλι του. Από πού θα μπορούσε να είναι; Εδώ και 30 χρόνια στο κάστρο των Καλαβρύτων, στη Γκρίτα, ήταν υψωμένη η σημαία με το δικέφαλο αετό. Ο Κωνσταντίνος, ο Μέγας Δομέστικος και αδερφός του Μιχαήλ του Παλαιολόγου, του ελέω Θεού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων τότε με χίλιους ρωμαίους και χίλιους πεντακόσιους Τούρκους έκαμε απόβαση στο Μοριά. Ξεσήκωσε τους Τσάκωνες, τάζοντάς τους φέουδα και τίτλους και αυτοί τον ακολούθησαν, καθώς αυτός ανέβαινε τον Μοριά μέχρι να φτάσει την Ανδραβίδα, την ένδοξη πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου, την έδρα του πρίγκηπα, μεσίρ Γυλιάμου ντε Βιλαρντουή. Ένας κύβερνος, όμως των Τσακώνων, ο μεσίρ Ιωάννης ο Χασσής, ο πιο ένδοξος πολεμιστής ολάκερου του Μοριά, επειδή φοβόταν ότι ο Κωνσταντίνος δεν θα τηρούσε τις υποσχέσεις του και ούτε λεφτά για τις ρούγες τους θα τους έδινε ούτε φίε καβαλλαραίικα ούτε τίτλους, παράτησε το στρατό του αυτοκράτορα και στράφηκε στο δυναμάρι της Γκρίτας, που ο κύρης του, ο Ντζεφρές ντε Ντουρνά το είχε αφήσει αφύλακτο, καθώς είχε τραβήξει με τους καβαλλαρίους του στο στρατό που μάζευε ο πρίγκηπας Γυλιάμος. Μάχη μεγάλη έγινε στην Πρινίτσα, κοντά στην Ανδραβίδα. Από τη μια ο Κωνσταντίνος με 6.000 φουσάτα, Ρωμαίους, Σλάβους, Τσάκωνες και Τούρκους. Από την άλλη 312 Φράγκοι υπό τον μισίρ Ντζα ντε Καταβά, απόκοτο στρατιώτη και στ’ άρματα τεχνίτη. Στη μάχη που ακολούθησε, [6]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
οι Φράγκοι με τόση μανία έσφαζαν τους ρωμαίους και τους ξένους τους όπως ο φάλκος το λιβάδι! Μετά από αυτό ο Μέγας Δομέστικος του αυτοκράτορα, ο Κωνσταντίνος, που παρά λίγο γλίτωσε κι ο ίδιος το λεπίδι, αφού δραλίσανε τα φουσάτα του, μαζεύτηκε και ξαναγύρισε στην Βυζαντία. Ο Χασσής όμως, έμεινε στην Γκρίτα και δεν μπορούσε να τον διώξει από εκεί κανείς. Ούτε ο Ντζεφρές ο Ντε Ντουρνάς, που πέθανε στην Ανδραβίδα με το παράπονο, ούτε ο γόης, ο μορφονιός ο γιός του ο Ζαν ντε Ντουρνά, που τον έπιασε αιχμάλωτο ο πειρατής ο Λούρια. 30 χρόνια τώρα οι Καλαβρυτινοί κυβερνιόνταν από Ρωμαίους, την οικογένεια του Χασσή, που υποτίθεται ότι απαντούσαν μόνο στον Αυτοκράτορα στην Πόλη, άντε και στην Κεφαλή του Αυτοκράτορα, στο Μυστρά, στην πραγματικότητα, όμως, δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους από κανένα. Ούτε από Ρωμαίο ούτε από Φράγκο. Από τα 12 καβαλλαραίικα φίε της μπαρουνίας της Γκρίτας οι Χασσήδες κρατούσαν 6. Από τα άλλα, αυτά που βρίσκονταν πέρα από το Χελμό τα διαφέντευε ο μπαρούς της Χαλανδρίτσας, ενώ το φίε του Ξυλοκάστρου το είχε πάρει ο αυθέντης της Κορίνθου, δώρο του Γυλιάμου στον αβοέρη του Κορίνθιου, το Δούκα της Αθήνας, για την βοήθεια στην απόκρουση του Κωνσταντίνου. Όντας τόσα χρόνια με άλλο αφέντη, έτσι εξηγείται το θάρρος του Θεόδωρου να βλαστημάει στην καρδιά μιας φράγκικης μπαρουνίας τον Πάπα. Αυτό που δεν εξηγιόταν, όμως, ήταν το γιατί βρισκόταν εκεί. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί και άρχισε να λέει τον πόνο του στον τραγουδιάρη, που συνέχιζε να γρατζουνάει το ταμπουρά. «5 χρόνια τώρα υποφέρουμε. Όταν αλλάξαν τα πράματα σ’ εσάς, τότε αλλάξαν και σε μας. Εσείς αποχτήσατε αφέντη, πρίγκηπα, τον μεσίρ Φλοράνς από το γάμο του με την πριγκηπέσσα την Ιζαμπώ. Εμάς μας έκατσε στο κεφάλι ο κυρ Φώτιος, ο γιος του Ιωάννη του Ζασσή. Άγριος και απότομος άνθρωπος. Πλεονέχτης και αχόρταγος. Μας τσάκισε στο φόρο. Μας πέθανε. Μας ξεζούμισε. Κι όταν είδε ότι δεν έφταναν τα δικά μας, τότε θυμήθηκε ότι ο Ντε Ντουρνάς είχε κι άλλα φίε στην μπαρουνία του, και πήγε με το έτζι θέλω να τα ξεζουμίσει κι αυτούνα, παρόλο που οι ανθρώποι δίναν φόρο σε άλλον αυθέντη. Αχ! Πόσο καλά έκανε ο μεσίρ Βαλτέρος, που του ‘βγαλε τα δυο του τα δόντια!» Ο τροβαδούρος σταμάτησε τον ταμπουρά, έκπληκτος. Τι έκανε λέει; «Α, δε το ‘ξερες; Άκω, λοιπόν. Πήγαν οι Ξυλοκαστριώτες και παραπονέθηκαν στον Βαλτέρο τον Λιντεκέρκη, που του ‘δωσε ο Φλοράνς την Κόρινθο για να διαφεντεύει, για το Φώτιο, ότι τάχα μου δεν μπορούν να πληρώνουν δυο αφεντάδες. Κι αυτός στέλνει καβαλλαρίους, πιάνουν τον Φώτιο και τον πάνε μπροστά του. Του ζητάει αυτός να ζητήσει συγγνώμη για την ασέβειά του, να ζητάει φόρο από τόπο αλλουνού και απαίτησε να επανορθώσει τη ζημιά. 10 χιλιάδες υπέρπυρα του ζήτησε. Ο κυρ Φώτιος τσίναγε και διαμαρτυρόταν, λέγοντας ότι το Ξυλόκαστρο είναι δικό του, δοσμένο σ’ αυτόν με βούλες από το Δεσπότη της Ηπείρου και το Φλοράνς εδώ και χρόνια. Ο Βαλτέρος τον πετά στα μπουντρούμια του Κάστρου της Κορίνθου και διατάζει να του βγάλουν τα δυό τα μπροστινά τα δόντια, έτσι για τιμωρία, για να μάθει να τρώει αυτά που δεν του ανήκουν. Ο Φώτιος χέστηκε πάνω του, όταν του [7]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
βγάλανε τα δόντια. Γράφει γράμμα στη Γκρίτα και του στέλνουν επιτόπου χίλια υπέρπυρα και ικετεύει τον Βαλτέρο να τον αφήσει λεύτερο, για να γυρίσει στην Γκρίτα να μαζέψει και τις άλλες εννιά χιλιάδες. Μια βδομάδα τώρα επάνω, έχει λυσσάξει. Αυτό ήρθα κι εγώ να κάνω εδώ χάμω, για μπούρκο, να πουλήσω κανά τυρί και κανά κρέας, μπας και μαζέψω το φόρο που μου αναλογεί, για να κρατήσει και τ’ άλλα του τα δόντια στο στόμα.» Αναστέναξε και ρούφηξε λίγο ακόμα κρασί. Ο Μιχαήλ σιωπηλός συνέχιζε να γρατζουνάει τον ταμπουρά και σκεφτόταν αυτά που του ‘λεγε ο Θεόδωρος. Ο Βαλτέρος δεν είχε κι αυτός το καλύτερο όνομα. Ήταν ένας από όλο το συρφετό που έφερε μαζί του ο Φλοράνς από την Φιλάντρια, όλη τη φύρα των ευγενικών οικογενειων εκείνου του τόπου, που με το που πάτησαν το πόδι τους στο Μοριά και στα εδάφη που τους έστειλε ο Φλοράνς, άρχισαν αμέσως να ξεζουμίζουν το κοσμάκη. Φόροι κι άλλοι φόροι, δεσποτικά, ποσοστά απ’ την παραγωγή στα χωράφια, στα ζώα, στα εργαστήρια, όλα κατέληγαν στα θησαυροφυλάκια των νέων αρχοντάδων, προκαλώντας οργή τόσο στους κατοίκους των τόπων εκείνων, όσο και στους παλιούς άρχοντες, σαν τον δικό του αυθέντη, τον Γκυ ντε Τσερπηνή, που τόσα χρόνια στο Μοριά είχαν βρει τον τρόπο να κάνουν ένα μετρημένο κουμάντο στα μέρη τους, κρατώντας όσο γίνεται πιο ήσυχους τους από κάτω τους. Μέχρι και τη ρωμαίικια τη γλώσσα είχαν μάθει από την αρχή που πατήσαν το πόδι τους στο Μοριά οι παλιοί μπαρώνοι για να συνενογιούνται με τους ντόπιους, ενώ τα καινούρια τσουτσέκια δεν ήξεραν ούτε καν λατινικά. Μέχρι και ο ρήγας της Ανάπολης, ο Κάρουλος Νταντζούς, τις γραφές που έστελνε στο πριγκηπάτο τις έστελνε σε δύο γλώσσες, για να τις καταλαβαίνουν όλοι: και στα λατινικά και στα βουλγκάρ, τα λαϊκά τα γαλλικά. Ο Μιχαήλ θέλησε να τσιγκλήσει λίγο το σκασμένο Θεόδωρο. «Πότε ήταν καλύτερα; Με τον Χασσή ή με τον Ντουρνά;» «Λουλός είσαι, μωρέ; Τι ‘ν’ αυτά που με ρωτάς; Φράγκικη γάτα, ρωμαίικια γάτα, ποντίκια τρώει! Γίνεται να ζούμε χωρίς αφέντες; Αυτό είναι το καλό! Όταν έχεις τον άλλο πάνω από το κεφάλι σου, να σου κάνει κουμάντο στο διάφορό σου, στο λογάρι σου, στο σπιτικό σου, δεν κοιτάς ούτε το γένος του ούτε τη γλώσσα του. Το χέρι του κοιτάς, που μπαίνει βαθιά μες στο πουγκί σου και τ’ αδειάζει!» Ο Μιχαήλ -που δε διαφωνούσε με τον αγαθό Καλαβρυτινό- συνέχισε να του τη μπαίνει. «Εναρχία, δηλαδή; Και τι θα κάνουμε χωρίς αφέντους; Δεν είδες οι Σλάβοι στην Καλαμάτα τι πάθανε πριν δυο ενιαυτούς; Ροβολέψανε, πιάσανε το καστέλλι, το κρατήσανε για λίγο και δεν ξέρανε μετά τι να το κάνουνε. Έστειλ’ ο αυτοκράτορας το γασμούλο το Σγουρομάλλη, τους κορόιδεψε κι αυτούς τους έρμους τους πέρασε λεπίδι ο Φλοράνς, που πατήσανε οι άτιμοι το μέρος που γεννήθηκε η κυρά του.» Κάτι πήγε να πει ο Θεόδωρος, αλλά η πόρτα της ταβέρνας άνοιξε με δύναμη. Ο Ρουμπέρτος, ο Καβαλλάριος του φίε της Φτέρης με δυο από την ακολουθία του μπήκε μέσα κάνοντας μεγάλο σαματά. Επειδή ήξερε τον αψύ του χαραχτήρα, ο Μιχαήλ έπιασε ένα τραγουδάκι που ήταν σίγουρος ότι θα τον ηρεμούσε. [8]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
«Ποίος να το ακούσει και να ειπεί ότι εις Θεόν πιστεύουν Άνθρωποι όπου ουδέν κρατούν αλήθειαν ούτε όρκον; Τα έθνη γαρ τα αβάφτιστα όρκον αν σε ποιήσουν Προς τα συνήθεια όπου έχουσιν, τον νόμον που κρατούσιν, Πρώτα να λάβει θάνατον παρά να σε αφιορκίσει. Οι δε Ρωμαίοι, όπου λέγουσιν ότι εις Χριστόν πιστεύουν, Όσον σε ομνύει κι όρκους σε αφιερώνει, Τόσον σε μηχανεύεται δια να σε απεργώσει, Να επάρει από τα ρούχα σου ή να σε θανατώσει. Αιλλοί και τι κερδίζουσι να σφάλλουν προς τον Θέον; Και πώς τους απετύφλωσεν η αμαρτία όπου πράττουν, Ότι τους εξωλόθρεψεν από τα ιγονικά τους, Κ’ εγένονταν αμάλωτα όλης της οικουμένης. Ποίον άλλο γένος σήμερον ευρίσκεται εις τον κόσμον Να τους πουλούν ως αμάλωτα μόνον και τους Ρωμαίους; Όμως ως πράττει ο κάτε εις, ούτως θέλει απολάβει.» Η χαρά του μισίρ Ρομπέρτου, του καβαλλαρίου η της Φτέρης όταν άκουγε το τραγουδάκι αυτό δεν περιγραφόταν. Παρόλο που η ίδια του η μάνα ήταν ρωμαία, γόνος της μεγαλύτερης οικογένειας χτηματιών της περιοχής, αυτός παρέμενε χωλωμένος με το φέουδο που πήρε ο παππούς του πριν 85 χρόνια από τον πρώτο μπαρώνο της Βοστίτσας, τον Ούγκο ντε λέλε ντε Τσερπηνή –παρήταν ορεινό και φτωχό και οι κάτοικοί του παραήσαν τζάγδαροι- δεν χώνευε να βλέπει Ρωμαίους ούτε ζωγραφιστούς. Πόσο μάλλον τώρα, αυτά τα 10 χρόνια που ήταν κύρης του φέουδου, μετά τον θάνατο του πατέρα του, είχε να κάνει στα νότια κτήματά του με τους ανθρώπους του Χασσή, που όλο και χώναν τα παλούκια τους μέσα στα εδάφη του. Όταν τελείωνε το τραγουδάκι του Μιχαήλ, ήρθε μπροστά του το βραστό που είχε ζητήσει από τον ταβερνιάρη. Έπεσε με τα μούτρα, βουτώντας τα μούσια του στο ζεστό ζουμί, ενώ ανάμεσα στις ανάσες του κατέβαζε μεγάλες γουλιές κρασί. Μέχρι ο τροβαδούρος να πιάσει ένα άλλο τραγούδι, αυτό που έλεγε το πώς οι Σταυροφόροι πήραν την Άκκρα, μάχη στην οποία συμμετείχε και ένας μακρινός πρόγονος του Ρομπέρτου, ο καβαλλάριος είχε εντοπίσει τον καλαβρυτινό πραματευτή. Τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά είχε υπερβολικά καλή διάθεση για να τσακωθεί μαζί του. «Γκριφόν», του φώναξε υποτιμητικά, «πώς κι απ’ τα μέρη μας; Τέλειωσαν τα τριφύλλια στα χτήματά μου στην Κιρίτσοβα και ήρθες να ταΐσεις τα γίδια σου με καμπίσιο χορτάρι;» και ξέσπασε σε γέλια. Ο Θεόδωρος, που είχε τα διπλάσια χρόνια από τον καβαλλάριο, του φώναξε χωρίς να διστάσει. «Αφέντη μου, ήρθα στη Βοστίτσα να μάθω στους συντοπίτες σου πώς είναι το πραγματικό τυρί, όχι σαν το φτερέικο των χωριατών σου.» Τα γέλια του καβαλλαρίου έγιναν ακόμα πιο δυνατά.
[9]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
«Καλά κάνεις, ρωμαίε, αλλά πρόσεχε, μην απεργώνεις τίποτα! Όχι τώρα που ο αφέντης σου χρωστάει τόσα λεφτά στον κύρη της Κορίνθου να πουλήσεις την πραμάτεια σου στη διπλή τιμή! Θα βάλω να σου βγάλουν κι εσένα τα δόντια!» «Μισίρ Ρομπέρτο, μη σκοτίζεσαι για τα λεφτά που χρωστάει ο κύρης μου. Τα δικά σου τα χτήματα δεν πρόκειται να τα πλησιάσουμε γιατ’ είναι στέρφα. Άλλωστε περίμενε να δεις τι θα πει γι’ αυτήν την ιστορία κι ο πρίγκηπάς σου.» Εκεί τα γέλια του Ρομπέρτου ακούστηκαν σε όλο το μαγαζί. «Κακόμοιρέ μου γκριφόν! Από την αυλή του Φλοράνς έρχομαι, απ’ το Χλουμούτσι, όπου πρόστρεξε ο κύρης σου ο Φώτιος, για να ζητήσει από τον πρίγκηπα να τιμωρήσει τον Βαλτέρο για τα κακά που του ‘κανε! Πόσο χαζός, αλήθεια! Τι περίμενε άραγε; Ότι ο πρίγκηπας θα τράβαγε το αυτί του συγγενή του επειδή ο κυρ Φώτιος πλέον το “σ” το λέει “θ”; Ή ότι θα έπαιρνε πίσω τα ομάτζα που ο ίδιος όρισε για τον Βαλτέρο για να τα δώσει στον Φώτιο;» Ο Θεόδωρος δαγκώθηκε. Αφού χόρτασε τη καζούρα στον καλαβρυτινό, ο Ρομπέρτος, στράφηκε στον Μιχαήλ. «Τραγουδιάρη, οικονομήσου! Κούρδισε τον ταμπουρά σου, πες στον ταβερνάρη ή το φίλο σου τον Καλαβρυτινό να δώσει φαγούρα, κανά κεφάλι τυρί, κανά καρβέλι ψωμί και μπόλικο κρασί και κρύφ’ τα στο δισάκι σου. Πρωί πρωί έχουμε πασάτζο! Σαλπάρουμε για Κόρινθο! Ο αφέντης μας παγαίνει αποκρισάρης του μεσίρ Φλοράνς στον Βαλτέρο!» Ο τροβαδούρος συνέχισε ατάραχος να παίζει τον ταμπουρά του. Από τότε που έκατσε στην αυλή του Γκυ, εδώ και πέντε χρόνια, ο κύρης του τον έπαιρνε μαζί του σε κάθε σχεδόν ταξίδι. Ειδικά στις επισκέψεις φιλοφρόνησης, που τις έκανε πολύ συχνά, στις αυλές άλλων μπαρούδων. Σήκωσε με αδιαφορία τους ώμους του και έπιασε ένα άλλο τραγουδάκι. «Στην μάχην όπου είχασιν ο πρίγκιπα Γυλιάμος Με των Ρωμαίων τν βασιλέα και με τον αδελφόν του, Ο αφέντης της Καρύταινας (όπου τον εκρατούσαν Δια έναν εκ τους καβαλλαρίους τους πρώτους γαρ του κόσμου, Στρατιώτης ήτο εξάκουστος εις όλα τα ρηγάτα), Από αμαρτίας δαιμονικής, δια γυναικός αγάπην -το επάθασιν κι άλλοι πολλοί φρόνιμοι και στρατιώτες!Οκάποιου του καβαλλαρίου του γυναίκα ερωτεύτη, Του μισίρ Ντζα του Καταβά, ούτως τον ωνομάζαν. Επήρε την εκ τον Μορέα κ’ εδιάβη εις την Πούλιαν, Λέγας να προσκυνήσουσιν εκεί στα μοναστήρια, Εις τον Άγιον Νικόλαον εις το Μπάρ, να σώσει κ’ εις την Ρώμην, Είθ’ ούτως στον Αρχάγγελον, στο μέγα μοναστήριν, όπου ένι εις όρος και βουνί πλησίον της Μαφρεδόνης . Ο ρόϊ Μαφρές ευρίσκετον ετότε εις την Πουλίαν Ρήγας, αφέντης Σικελίας, κι όλου γαρ του ρηγάτου. Κι ως ήκουσεν από τινές όπου ήλθαν κ’ είπανέ του [10]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ο αφέντης της Καρύταινας ήλθεν εκεί εις την Πούλιαν, Ο εξάκουστος εις τα’ άρματα σ’ όλην την Ρωμανίαν, πολλά το εθαυμάστηκεν, ερώτησεν τον τρόπον να μάθει και την αφορμήν, το τι ήθελε εκείσε. Τινές όπου τα’ακούσασιν από την φαμελίαν του Να προσκυνήσει λέγουν του, εις τα άγια μοναστήρια, Όπου είναι εις το ρηγάτο του, ν’ απέλθει κ’ εις την Ρώμην. Και οκάποιος άλλος φρόνιμος (όπου ήτον παιδεμένος, Όπου ήτον ερωτήσαντα οκάποιον συγγενήν του, Όπου ήτον εκ την φαμελίαν του αφέντη της Καρύταινας, Και του είχε ειπεί την αφορμήν, τον τρόπον, την αλήθειαν) Λέγει τον ρήγα μυστικώς κ’ επληροφόρησέ τον Τον τρόπον και την αφορμήν και όλην την αλήθειαν. Ο αφέντης της Καρύταινας, ο εξάκουστος στρατιώτης Οκάποιου του καβαλλαρίου γυναίκαν ερωτεύτη, Κι απήρε την εκ τον Μορέαν κ’ ήλθαν εδώ εις την Πούλαν Δια να την έχη ερωτικήν, να χαίρεται μετ’ αυτήν…»
[11]
Ζάχος Τούφας
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
´ ÌÝñïò
«Egressusque Cain a facie Domini habitavit in terra profugus ad orienalem plagam Eden. Cognovit autem Cain uxorem suam quae concepit et peperit Enoch.» «Έλα μου;» Ο Μιχαήλ παράτησε τον ταμπουρά και στράφηκε προς το γραμματικό του κύρη του που του μιλούσε έτσι ακαταλαβίστικα. Δεν είχε κύμα πολύ για να έχει ζαλιστεί και να μην απεικάζει τι λέει. Με λόγια προφορά ο φράγκος απήγγειλε το εδάφιο της Γέννεσης και στα ελληνικά. «ἐξῆλθε δὲ Κάϊν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ. Καὶ ἔγνω Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ.» «Τι ‘ν’ τούτο;» ρώτησε ο τροβαδούρος. Κατάλαβε ότι ήταν κάτι από την Αγία Γραφή, αλλά δεν αντιλαμβανόταν τη σκοπιμότητα της απαγγελίας του φίλου του. «Το απεικάζεις ότι είχα ακολουθήσει τον κύρη στην κούρτη του πρίγκηπα, του μεσίρ Φλοράνς.» «Εμ, η απουσία της κορυφαίας φράγκικης προσωπικότητας της μπαρουνίας, του μεσίρ Ρισάρδου του Καντσιλιέρη, δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη.» «Μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής, στην Αγία Σοφία, στην Ανδραβίδα, οι άρχοντες μαζεύτηκαν για να συζητήσουν το θέμα του Βαλτέρου και της απαγωγής του Φωτίου. Εγώ καθόμουνα παρά πέρα από το σημείο που συζητούσαν οι άρχοντες και…» κοίταξε τριγύρω του συνωμοτικά, «χμ… άθελά μου πέρασα στα άγια των αγίων. Έπεσα πάνω στα βιβλία του Αρχιεπίσκοπου. Τράβηξα έναν υπέροχο, μέσα στα χρυσάφια και τα διαμάντια, τόμο της Αγίας Γραφής και τον άνοιξα, να διαβάσω λίγο. Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ μου αυτό το ιερό βιβλίο. Η μόνη μου επαφή με τη Βίβλο ήταν αυτά που άκουγα από το κήρυγμα των ιερέων. Ήταν μεγάλη ευκαιρία αυτή για μένα. Ξεκίνησα να διαβάζω. Εν αρχή κλπ κλπ κλπ. Μέχρι που έφτασα σε αυτό το σημείο που σου είπα πριν. Ο Κάιν έφυγε από την Εδέμ, πήγε στην Ναίδ και εκεί γνώρισε τη γυναίκα του.» Ο μουσικός συνέχισε να μην καταλαβαίνει. Ούτε αυτός είχε διαβάσει ποτέ του την Αγία Γραφή, ούτε είχε καμία πρεμούρα να την διαβάσει. Άλλωστε μόνο και μόνο το να το βρει αυτό το βιβλίο ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Στον φτωχό εκείνο τόπο Αγίες Γραφές είχαν μόνο τα μοναστήρια που αναλάμβαναν την αντιγραφή τους, άντε και καμιά αρχιεπισκοπή ή επισκοπή. Στα υπόλοιπα κλησίδια οι παπάδες διαβάζαν τα ευαγγέλια από σημειώσεις δικές [12]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
τους ή από καμιά μικρούλα και φτηνή συλλογή ευαγγελικών κειμένων που τους πασάρανε οι μοναχοί. Και σε αυτά τα βιβλιαράκια και τις σημειώσεις δεν χωρούσαν αποσπάσματα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν… περίεργα και ασεβή ερωτήματα στους σκεπτόμενους ακροατές τους, όπως και του λόγου του. Αυτός, όπως και να ‘χει, αρκούνταν στα ευαγγελικά κείμενα που άκουγε να διαβάζονται στις λειτουργίες ή στα τραγουδάκια που φτιάχναν άλλοι τροβαδούροι, βασισμένοι σε ιστοριούλες από την Αγία Γραφή. Διδακτικές, σύντομες, διασκεδαστικές. «Ω, γιατί να είσαι τόσο μπουμπούνας; Πώς φτιάχτηκαν μωρέ οι άνθρωποι;» Βαριεστημένα άρχισε να λέει αυτά που ήξερε απ’ έξω απ’ έξω για την δημιουργία του ανθρώπου. «Ο Θεός την έκτη μέρα της Δημιουργίας έφτιαξε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Μετά, για να μη νιώθει μοναξιά, πήρε ένα πλευρό του και έφτιαξε την Εύα. Μετά ο Αδάμ και η Εύα πετάχτηκαν έξω από την Εδέμ, γιατί έφαγαν το μήλο που τους πάσαρε το φίδι. Μετά γέννησαν τον Κάιν. Μετά γέννησαν τον Άβελ. Μετά ο Κάιν, επειδή ζήλευε τον Άβελ, τον σκότωσε…» «Και μετά το φόνο ο Κάιν εξορίστηκε από την Εδέμ και πήγε στην Ναιδ. Και εκεί γνώρισε τη γυναίκα του και κάναν τον Ενώχ.» «Ναι, και;» «Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Πότε γεννήθηκε; Πότε δημιουργήθηκε; Γιατί δεν την αναφέρει προηγουμένως η Αγία Γραφή;» Ο Μιχαήλ σκάλωσε για λίγο. Όντως, ήταν κάτι περίεργο. Είχε εμπιστοσύνη στο φίλο του – ήταν άριστος γραμματικός- και τον πίστευε όταν έλεγε ότι η γυναίκα αυτή του Κάιν δεν αναφερόταν πουθενά αλλού. Όμως δεν μπορούσε να συμμεριστεί την απογοήτευσή του. «Εντάξει μωρέ, γιατί χολοσκάς;» Ο άλλος τινάχτηκε. «Τι ‘ν’ αυτά που λες, άτιμε; Πώς είναι δυνατόν να μη σκάω όταν βλέπω ότι το Αγιότερο των Αγίων, το Πληρέστερο των Βιβλίων, το Θεμέλιο της Γνώσης και της Σοφίας, ο Οδηγός της Αρετής, η Αγία Γραφή λέει παπαριές;» «Αυτά παθαίνετε όσοι χτίζετε τα πάντα σας γύρω απ’ τα βιβλία αυτά. Την Αγία Γραφή και τα Ευαγγέλια, το Κοράνι ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο θα σκαρφιστούν μεθαύριο. Ένα σφάλμα να βρεθεί σε δαύτα, τότε καταρρέετε εσείς, περισσότερο απ’ τα βιβλία σας. Σ’ αυτά όλο και θα βρεθούν άλλοι βλάκες για να τα πιστέψουν με ακόμα μεγαλύτερο πάθος.» Κούρδισε λίγο τον ταμπουρά και τραγούδησε ένα δίστιχο, που μόλις σκαρφίστηκε: «Όσα το αίμα τραγουδά / μην τα γυρεύεις στα βιβλία». Χμ… έκανε με ευχαρίστηση. «Να μην έχω ένα κομμάτι περγαμηνή για να το σημειώσω… Πάει, θα χαθεί ο στίχος τούτος. Θα τον καταπιούν τα κύματα της θάλασσας της Κορίνθου…» Αυτή η σκέψη τον οδήγησε [13]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
ακόμα περισσότερο στο να αμφισβητήσει την αυθεντία του γραπτού ή γενικά όποιου λόγου. Το έβλεπε από τα τραγούδια του. Πόσες φορές, όταν δεν κατέγραφε κάποιο από τα τραγουδάκια που σκάρωνε παίζοντας με τον ταμπουρά του δεν τα ξέχναγε ή δεν τα επανέφερε στο στόμα του αλλαγμένα, είτε σε λόγο είτε σε μουσική; Πάρε για παράδειγμα αυτό το δίστιχο. Την επόμενη φορά που θα προσπαθήσει να το θυμηθεί, να το παίξει και να στήσει ένα ολόκληρο τραγουδάκι γύρω του, είναι πολύ πιθανό να πει «Στα βιβλία μην γυρεύεις / όσα το αίμα τραγουδά». Πότε ήταν τέλειο το τραγούδι; Την πρώτη φορά ή την δεύτερη; Με ποια κριτήρια θα το έκρινε; Θα λάμβανε υπόψη τη μελωδία που θα έφκιανε, η οποία ενδεχομένως να ταίριαζε με την πρώτη παραλλαγή, αλλά να μην κόλλαγε με την δεύτερη; Άσε τα δικά του τα τραγούδια. Πάρε των άλλων. Πόσες φορές, όταν δεν θυμόταν κάποιες λέξεις δεν τις αντικαθιστούσε με δικές του; Άλλαζε την ουσία του τραγουδιού αυτή η αλλαγή; Τις περισσότερες φορές όχι. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν παρέλειπε έτσι κάποιο από τα νοήματα που ενδεχομένως να ήθελε να περάσει ο δημιουργός του τραγουδιού. Είτε να έριχνε σε ομορφιά και γενναιότητα –χρησιμοποιώντας ένα υποδεέστερο επίθετο- κάποιον καβαλάρη, είτε θα παρουσίαζε πιο όμορφη από όσο ενδεχομένως θα της άξιζε μια ντόνα. Ποιος θα έκρινε και πώς το ποιος είχε δίκιο στην τελική; Ο αρχικός δημιουργός ή ο εαυτός του; Δεν τόλμησε να πει στον Ρισάρδο τους προβληματισμούς του αυτούς, γιατί ήξερε την απάντησή του: «Εσύ μου μιλάς για έργα των ανθρώπων, που όπως αυτοί, βρωμάνε προπατορικό αμάρτημα. Εγώ σου μιλώ για αποτύπωση των λόγων και των έργων του Θεού», θα του έλεγε. Γύρισε στον γραμματικό, που φύσαγε και ξεφύσαγε, μην μπορώντας να χωρέσει στο μυαλό του το άδειασμα που έφαγε από αυτό που θεωρούσε ό, τι πιο γεμάτο.... «Κάτι άλλο ενδιαφέρον έχεις να μου πεις από τη μάζωξη των αρχόντων; Τι στο καλό πάμε να κάνουμε στην Κόρινθο;» Καταλάβαινε ότι η επίσκεψη αυτή του μπαρού της Βοστίτσας και όλων του των καβαλαραίων στον κύρη της Κορίνθου είχε να κάνει με το ξεδόντιασμα του Βαλτέρου, αλλά έκανε τον ανήξερο, για να του τα πει όλα ο φίλος του, χαρτί και καλαμάρι. Ο άλλος κούνησε αργά το κεφάλι του. Ήταν ώρα να αφήσει τα υπέργεια και να προσγειωθεί -ή έστω να προσθαλασσωθεί- στα επίγεια. «Το θέμα της έκτακτης σύναξης της κούρτης του πριγκιπάτου στην Ανδραβίδα ήταν οι τσαπατσουλιές και οι ασχήμιες του Βαλτέρου. Αυτοί που πίεζαν για αυτή τη μάζωξη ήσαν κάποιοι παλιοί μπαροί, που έβλεπαν το νέο τσούρμο που είχε κουβαλήσει μαζί του ο Φλοράνς να τους χαλάει την πιάτσα.» «Ο Τζαντερούς και ο Ντζεφρές ντε Ντουρνά». Ήταν πάρα πολύ εύκολο να πει αυτά τα ονόματα, γιατί σχεδόν πίσω από ό, τι συνέβαινε στο πριγκιπάτο ήσαν αυτοί. Αυτοί ήσαν που έχρισαν με το ζόρι δέκα χρόνια πριν τον Γκυ τον Τσερπηνή Μπάιλο του Μοριά, επειδή έκριναν ότι αυτός ο πράος και αγαπητός από όλους μπαρούς θα λειτουργούσε καλύτερα σαν [14]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
υποχείριό τους από οποιονδήποτε ξενόφερτο Μπάιλο τους φύτευε ο Ρήγας της Ανάπολης. Αυτοί ήσαν που πήγαν στον Ρόι Κάρουλο και του είπαν να παντρέψει τη Ζαμπέα με τον Φλοράνς και να τον στείλει Πρίγκηπα του Μορέως. Αυτοί ήσαν που έκαναν αναφορά στον Κάρουλο ότι ο Φλοράνς κρατούσε για πάρτη του και για τους συντρόφους του τα φιλαντράκια τα φίε που μέναν χωρίς κύρη επειδή αυτός πέθαινε χωρίς απογόνους. Τότε ο Ρήγας έστειλε στο Μοριά τον Κάρουλο Μαρτίνο, που κατέγραψε τα χτήματα αυτούνα, τα ανέφερε στο Ρήγα και ο Ρήγας έστειλε σε αυτά νέους αφεντάδες, παλιούς του συμπολεμιστές, για να τους ευχαριστήσει για τη βοήθειά τους στους πολέμους του κόντρα στον Πιέρο της Αραγούνιας και τον Δεσπότη της Ηπείρου. «Ακριβώς. Μετά τον Μαρτίνο, ο Φλοράνς τους τρέμει. Αυτοί τον ανέβασαν εκεί που τον ανέβασαν, αυτοί με μια αναφορά τους μπορούσαν να τον γκρεμίσουν. Γι’ αυτό και βιάστηκε να μαζώξει την κούρτη. Για να μην προλάβουν αυτοί να στείλουν παράπονα στον Ρήγα της Ανάπολης, ότι τάχαμου οι συγγενείς και οι φίλοι του Πρίγκιπα χαλούσαν την ειρήνη με τους Ρωμαίους και διακινδυνεύουν έναν νέο πόλεμο στο Μοριά. Εκεί τέθηκε το ζήτημα των χτημάτων των Ζασσήδων. Κατέβασαν τα κατάστιχα, τις σύμβασες, τις συμφωνίες με τους Ρωμαίους, αλλά δεν είδαν πουθενά να ρυθμίζεται το ζήτημα εκείνων των χτημάτων γύρω από το Ξυλόκαστρο ξεκάθαρα. Όχι τουλάχιστον σαν του Μπόσιου ή του Βασιλικού, που ήταν καθαρό, τόσα παίρνει ο Πρίγκηπας, τόσα ο αυτοκράτορας και τόσα ο αφέντης του φίε.» «Και πού καταλήξανε;» «Ο πρίγκηπας ύστερα από υπόδειξη των άλλων μπαρούνων επέλεξε τον πιο σοφό, τον πιο αγαπητό, τον πιο αξιόπιστο μπαρού να κάνει τις συνομιλίες ανάμεσα στον Βαλτέρο και τον Φώτιο, έτσι ώστε να συνεχιστεί η ειρήνη που έχουμε όλα αυτά τα χρόνια Φράγκοι και Ρωμαίοι. Να χωρίσουμε τα χωραφάκια μας, να παίρνει ο καθένας αυτά που του αναλογούν και να περνάμε καλά.» «Και έτσι ο Γκυς θα ματαείναι ο αποκρισάρης του πρίγκηπα, έ;» είπε ο Μιχαήλ, δείχνοντας με το κεφάλι του τον ξανθομάλλη μπαρού που έκανε βόλτες στο πρόστεγο του πλοίου, με το βλέμμα του χαμένο στη στεριά. Ο Ρισάρδος κούνησε σιωπηλά το κεφάλι του σε κατάφαση. Ο Μιχαήλ ξανάπιασε τον ταμπουρά του και τον έπαιζε ήρεμα, σαν τα νερά που έσπρωχναν το φράγκικο γαλλιόνι προς τα μπρος. Αέρα δεν είχε σχεδόν καθόλου, με αποτέλεσμα τα πανιά να κρέμονται ξεφούσκωτα από τις αντένες. Ο ήλιος ήταν αρκετά ψηλά –είχαν ώρες που είχαν σαλπάρει από το πόρτο της Βοστίτσας, εκεί, κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο και τις βρύσες- και στον ανοιξιάτικο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ιδέα σύγνεφου. Κοιτώντας κατά τη στεριά έβλεπες τις καταπράσινες πλαγιές των βουνών να αντανακλούν στα ήρεμα νερά της θάλασσας της Κορίνθου. Είχαν περάσει το Ξυλόκαστρο και πλησίαζαν τον Άη Νικόλα της Συκιάς, μια πανέμορφη παραλία, απαραίτητο σταθμό όσων έκαναν πασσάντζο στις νότιες ακτές της θάλασσας της Κορίνθου. Δεν ήταν απλά καταπράσινη αυτή η παραλία, αλλά και κοντά στις ακτές είχε μια πηγή με μπόλικο καλό νερό. Ιδανικό μέρος για στάση για μάσα, είτε για τους ταξιδιώτες της στεριάς είτε της θαλάσσης. Ο κόμιτας του γαλλιονιού δεν περίμενε το νεύμα του Γκυ για να στρίψει το πλοίο κατά τη στεριά. [15]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Οι βοστιτσάνοι ναύτες έριξαν την άγκυρα, μαζέψαν τα πανιά και γέμισαν την βάρκα του γαλλιονιού με όλα τα απαραίτητα για ένα σωστό γεύμα στην ήσυχη ακτή. Τα ξύλα και τα πανιά που θα σχημάτιζαν την τέντα του μπαρού, τα φαγιά, τα σκεύη και το κρασί. Ο Μιχαήλ έβαλε τα γέλια, βλέποντάς τους να ετοιμάζονται να φορτώσουν στην βάρκα και κάποια από τα όπλα των Καβαλαραίων, καθώς και τα φλάμπουρα του μπαρού. «Χα χα χα! Σιγά μη φτάσει με τόσο βάρος στην ακτή η βάρκα σας! Διαλέχτε, φίλοι μου, τι θέλετε να σώσετε; Τα άρματα ή τα τυριά μας;» Γέλασαν κι οι ναύτες και παρατώντας τα περιττά για ένα γεύμα αντικείμενα των αφεντάδων τους στο πλοίο, άρχισαν να κωπηλατούν για τη στεριά. Αππλίκευαν ακόμα το γεύμα, όταν οι Φράγκοι ευγενείς και οι υψηλοί υπηρέτες της κούρτης του μπαρού, σαν τον Μιχαήλ και το Ρισάρδο, αποσκαλώσανε στη στεριά της Συκιάς. Η ώρα ήταν περασμένη και δεν προλάβαιναν –ούτε μπορούσαν, άλλωστε, γιατί δεν είχαν μαζί τους- να ψήσουν κανένα ζωντανό, οπότε την έβγαλαν με καπνιστό χοιρινό, λουκάνικα, τυρί και μπόλικο ψωμί. Ο Μιχαήλ –όπως πάντα- τέλειωσε το φαί του πιο γρήγορα από όλους τους άλλους και έπιασε τον ταμπουρά, για να βοηθήσει το φαί των αρχόντων να φτάσει πιο γρήγορα στα στομάχια τους με τα τραγούδια του. Διάλεξε να τους τραγουδήξει το πώς ο μεσίρ Γυλιάμος, ο πατέρας της Ζαμπέλας, πήρε το κάστρο της Μονεβασίας, πάνω από πενήντα ενιαυτούς προτύτερα. «Εις τα λιβάδια του Νικλίου, εκείσε εις τους κάμπους Εγίνετον η σώρεψις εκείνων των φουσσάτων, Κι απέξει ολόρθα εδιάβησαν εις την Μονοβασίαν. Τα κάτεργα τα τέσσαρα ήλθαν των Βενετίκων Κι εστήκαν από τον αιγιαλόν, την θάλασσαν επιάσαν. Εδιόρθωσεν ο πρίγκηπας τον παρακαθισμόν του. Με τέτοιον τρόπον κι αφορμή την επαρακαθίσαν Ετότε εις την Μονοβασίαν, ως το κλουβί το αηδόνι. Εκείνοι της Μονοβασίας, όπου έξευραν το κάστρον, Ότι έρχετον ο πρίγκιπας να τους παρακαθίσει, Εποίκαν την σωτάρχειον τους προς την ουσίαν όπου είχαν, Και εις ψήφον ουκ είχασιν τα φράγκικα φουσσάτα, Έχοντα γαρ τον λογισμόν μικρόν, να έχουσιν αργήσει Εκεί εις τον παρακαθισμόν όπου τους εποιήσαν. Ο πρίγκιπας γαρ εβλέποντας την τόση αλαζονείαν, Από χολής του και θυμού ώμοσε εις το σπαθί του, Ποτέ του απέκει μη διαβεί έως ού το κάστρο επάρει. Τα τριπουτσέτα ώρισεν κ’ εστήσασιν καν τρία. Κι’ ερρίχτασιν αδιάλειπτα, ημέραν γαρ και νύχτα. Τα οσπίτια εχαλάσασιν κι ανθρώπους εφονέψαν. Εν τούτω αργήσασν εκεί τρεις χρόνους γαρ και πλέον Εκείνοι της Μονοβασίας, ούκ είχαν τι να φάγουν, Εφάγασιν τους ποντικούς ομοίως και τα κατσία. [16]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
Ουκ είχαν πλέον το τι να φάουν, μόνον και τα κορμιά τους. Κι ως είδαν την στενοχωρίαν, τον θάνατον εμπρός του, Βουλήν απήραν ενομού του να έχουν προσκυνήσει. Συμβίβασιν εζήτησαν του πρίγκιπα Γυλιάμου.» Το τραγούδι σταμάτησε απότομα. Από τα δέντρα της παραλίας ξεπετάχτηκαν 20 Ρωμαίοι, οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Οι αραχτοί Φράγκοι, που μέχρι τώρα έτρωγαν ανέμελοι, έχοντας τις βαριές τους πανοπλίες στο πλοίο, πετάχτηκαν αλαφιασμένοι. Κανείς τους δεν δοκίμασε να φύγει και να χαθεί ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα δέντρα, όπως έκαναν οι άοπλοι βοστιτσάνοι ναύτες και υπηρέτες. Μαθημένοι στον πόλεμο, καλοεκπαιδευμένοι, οι 5 Φράγκοι Καβαλάριοι ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και κάναν κύκλο γύρω από τον Μπαρού τους. Γύρω από τον Γκυ. Ο Μιχαήλ πέταξε στην άκρη τον ταμπουρά και κινήθηκε κατά τον Ρισάρδο, που είχε μείνει σα στήλη άλατος. Φράγκος, αλλά άοπλος. Εχθρός, αλλά αδύναμος να αμυνθεί. Ο Μιχαήλ τον έσπρωξε παραπέρα, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί στην άμμο και τα βότσαλα της παραλίας. Ο Ρισάρδος τά ‘χασε ακόμα περισσότερο. Τι να πρωτοφοβηθεί; Τους αγριεμένους και πάνοπλους Ρωμαίους που κύκλωναν απειλητικά τους συμπατριώτες του ή τον μέχρι πρότινος φίλο του που φαινόταν όχι μόνο να μην φοβάται για την τύχη του, αλλά ότι με κάποιο τρόπο συμμετείχε κι εκείνος στην ενέδρα! Δε μιλούσε κανείς. Οι Ρωμαίοι όλο και στένευαν τον κλοιό τους γύρω από τους Φράγκους, και στα μάτια τους άστραφτε η οργή και η λύσσα. Ειδικά στα μάτια του Θεόδωρου, που φαινόταν να έχει ηγετική θέση ανάμεσά τους. «Σκυλιά» φώναξε ο Θεόδωρος. «Καλά τον φυλάτε τον αφέντη σας. Να ξέρετε όμως ότι από εδώ δεν θα φύγει ζωντανός ούτε ένας από σας.» Ο Γκυ κοιτούσε αλαφιασμένος γύρω του. Φώναξε απελπισμένος στα ρωμαίικα: «Κάποιο λάθος κάνετε, φίλοι μου! Δεν ξέρω ούτε ποιοι είσαστε ούτε γιατί θέλετε να με σκοτώσετε εμένα και τους συντρόφους μου!» Ο Ρομπέρτος πετάχτηκε. «Κύρη μου, αυτές οι ύπουλες οχιές ξέρουν πολύ καλά ποιος είσαι και ποιοι είμαστε κι εμείς. Τους ξέρω κι εγώ καλά. Βιλλάνοι του Φώτιου είναι. Δεν έχει κανένα νόημα να κουβεντιάζουμε τέτοιες στιγμές. Ήρθε η ώρα μιλήσουν τα όπλα. Άτιμοι αιρετικοί, κοπιάστε αν τολμάτε! Τα σπαθιά μας θα σας θερίσουν!» Με το ελεύθερο χέρι του έκανε το σήμα του σταυρού, ψιθυρίζοντας στα λατινικά μια πολύ σύντομη προσευχή. Τον μιμήθηκαν και οι άλλοι Φράγκοι και μετά σήκωσαν ακόμα πιο ψηλά τα μεγάλα τους σπαθιά, φέρνοντάς τα στο ύψος του προσώπου τους. Οι Ρωμαίοι συνέχιζαν να κινούνται κυκλικά τριγύρω τους, κι αυτοί με τα μικρότερα και πιο ευέλικτα από τα φράγκικα σπαθιά τους και τα διαρίχια τους υψωμένα, ψάχνοντας να βρουν ένα άνοιγμα, ένα ευάλωτο σημείο σε κάποιον από τους αντιπάλους τους για να τον καρφώσουν.
[17]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ο Μιχαήλ πλησίασε το τσούρμο με αργά βήματα. Κοίταξε μία τον Θεόδωρο και μία τον Γκυ. Αυτός τον ρώτησε: «Μιχαήλ κι εσύ είσαι μαζί τους; Γιατί; Τι παράπονο έχεις από εμένα; Από όλους τους ανθρώπους, εσύ περίμενα ότι θα καταλάβαινες καλύτερα το τι επιπτώσεις θα έχει η πράξη σου!» «Κύρη μου, πίστεψέ με. Δεν έχω κανένα παράπονο προσωπικά ούτε από εσένα ούτε από κανέναν από την αυλή σου. Αλλά ούτε και ο Φώτιος και ο Αυτοκράτορας με έχουν αγοράσει για να σου κάνω κακό. Κάνω αυτό που κάνω…» είπε και σήκωσε το τόξο που του πέταξε όσο μιλούσε ο Θεόδωρος, «… επειδή πρέπει να το κάνω. Το είχα ορκιστεί μικρό παιδάκι στον πατέρα μου, όταν ξεψυχούσε τρυπημένος από ρωμαίικη σαγίτα στον κάμπο της Πρινίτσας, επειδή ο μεσίρ Τζας ο Καταβάς ανάγκασε αυτόν κι εμένα να τον ακλουθήσουμε για να του προσέχουμε το φαρί. Όχι, κύρη μου. Δεν πρόκειται να σκοτώσω τον Γκυ. Τον Μπαρού της Βοστίτσας θα σκοτώσω. Έναν από τους Μπαρούδες που έχουν κάτσει στο σβέρκο μας και μας πατάνε. Τι δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε, εγώ και οι άλλοι οι βιλλάνοι. Ανάλογα με τις κόντρες σας, τις έριδές σας των αφεντάδων εμείς να σφίγγουμε το ζωνάρι. Να χάνουμε το βιός μας, να φτάνουμε να δουλεύουμε μόνο και μόνο για να έχεις εσύ στο τραπέζι σου μπαχάρια απ’ την αυλή του Σάχη, φερμένα στο πόρτο μας από Βενετσιάνικα πλοία, με αντάλλαγμα δεν ξέρω και ‘γω τι. Να λιώνουμε για να έχει ο ρήγας σας λογάρι και φουσάτα καλοστολισμένα να πηγαίνει να τα σκοτώνει δεν ξέρω και γω πού. Φτάνει πια.» Οι σύντροφοι του Μιχαήλ αντέδρασαν με μια άγρια κραυγή στα τελευταία λόγια του. Τέντωσε το τόξο του και το έστριψε προς τον Γκυ. «Και μη νομίζεις ότι τά ‘χουμε μόνο με σένα και τους άλλους μπαρούς. Όταν η ψυχή σου θα κατεβαίνει στην κόλαση ή θα ανεβαίνει στον Παράδεισο -δεν ξέρω τι από τα δύο θα συμβεί και δεν με νοιάζει κι όλας- θα μας βλέπει να τραβάμε κατά τη Γκρίτα, να περιλάβουμε τον Φώτιο.» Αμόλησε τη σαγίτα.
[18]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
ô ÌÝñïò
Κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει ούτε την αιτία ούτε το σκοπό της πράξης εκείνης. Σε όλους φαινόταν αδιανόητο το ότι μια ομάδα ανθρώπων παράτησαν τις φαμελιές τους και τα σπιτικά τους και ρεμπελέψαν, τριγυρνώντας από ‘δω κι από κει, σκοτώνοντας Φράγκους και Ρωμαίους τσιφλικάδες. Στους περισσότερους όμως, ειδικά στους βιλλάνους, άρεσε πάρα πολύ αυτή η ιδέα. Όμως… Όσοι από την φράγκικη αποστολή γλίτωσαν από την επίθεση έλεγαν συγκεχυμένα πράματα σε όποιον τους ρωτούσε τι έγινε στη Συκιά. Τελικά την άγνοια την νίκησε η σκοπιμότητα. Ενώπιον των Φράγκων αφεντάδων συμφώνησαν η ιστορία να είναι μία. Φτάνοντας στη Βοστίτσα, και βγαίνοντας στο πόρτο συνοδεύοντας την αποβίβασή τους με το απαραίτητο κλάμα για το χαμό του αφέντη τους –ακόμα κι αν δεν ήταν ειλικρινείς, έπρεπε να θρηνούνε, για να μην τους παρεξηγήσουν οι άλλοι Φράγκοι- πήγαν κατ’ ευθείαν στο κάστρο του μπαρού, για να ανακοινώσουν τα δυσάρεστα στη γυναίκα του Γκυ και τον 20χρονο γιό του και –σύμφωνα με την λογική πορεία των πραγμάτων, αν δεν παρεμβαλλόταν κάποιο… τυχαίο μαχαίρωμα ή κάποια.. συμπτωματική δηλητηρίαση, διάδοχό του- τον Ούγκο. Οι εξηγήσεις που έπρεπε να δώσουν πολλές. Πώς και δεν γλίτωσε κανείς από τους Καβαλλαρίους, αλλά μόνο ναύτες και υπηρέτες; Ποιοι τέλος πάντων ήσαν αυτοί που σκότωσαν τον αυθέντη; Μπροστά βγήκε ο Ρισάρδος για να δώσει εξηγήσεις. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να μιλήσει τα γαλλικά, έτσι ώστε να τον καταλάβει η χήρα – γαλλιδούλα, που παρόλο που ήταν κοντά 25 χρόνια στη Βοστίτσα δεν ήθελε για κανένα λόγο να μάθει τα ρωμαίικα. Μας ήρθαν ξαφνικά από πίσω και μας αιφνιδίασαν. Κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα και τους θάμνους μας σαγιτεύαν, χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν ή να κρυφτούν ο κύρης και οι Καβαλλάριοι. Εμάς δεν μας έφταναν οι σαγίτες, γιατί καθόμασταν και τρώγαμε απόμερα από τους αφέντες. Τότε, αφού σκοτωθήκαν οι Καβαλλάριοι, πετάχτηκε από τους θάμνους ο Φώτιος –ω, είμαστε σίγουροι ότι ήταν αυτός, είδαμε να του λείπουν τα δυο τα μπροστινά δόντια και όταν μιλούσε το σ το έλεγε θ- και χίμηξε στον μπαρού χτυπώντας τον με το σπαθί του, φωνάζοντας κάτι για υπέρπυρα και «πάρ’ την Βαλτέρο». Τότε τρέξαμε όλοι εμείς προς το μέρος του και πέσαμε στο γόνατα ικετεύοντάς τον να σταματήσει, γιατί στην πραγματικότητα δεν χτυπούσε τον μισίρ Βαλτέρο ντε Λιντεκέρκη, αφέντη της Κορίνθου, αλλά τον μεσίρ Γκυ ντε Λέλε ντε Τσερπηνή, μπαρού της Βοστίτσας. Αυτός όταν κατάλαβε το λάθος του, το μετάνιωσε σφόδρα, γιατί –όπως όλοι- αγαπούσε πολύ τον κύρη μας και τον εκτιμούσε και λυπήθηκε που τον χτύπησε. Όμως ήταν πολύ αργά και ο μπαρούς είχε ήδη ξεψυχήσει. [19]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Όσο και αν τον ταρακουνούσε ο καλπασμός στο ανήβα του βουνού, ο Ρισάρδο δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την έκφραση φρίκης που είχε πάρει η χήρα του Γκυ, αλλά και το αδιάφορο βλέμμα του γιου του όταν τους περιέγραφε την επίθεση στον μπαρού. Η μία έβλεπε τη ζωή της στην ξένη αυτή γη να προοιωνίζεται πάρα πολύ δύσκολη και ιδιαίτερα σύντομη. Ο άλλος, φούσκωνε από περηφάνια, που τόσο απρόσμενα γινόταν αφέντης, διάδοχος του πιο αγαπητού κύρη του πριγκιπάτου. Και τι θα καταλάβαινε; Αναρωτιόταν ο Ρισάρδος, σκύβοντας πάνω στο άλογό του για να αποφύγει τα χαμηλά κλαδιά που του ανασκόπτανε το δρόμο του. Λίγο πριν τη Φτέρη, τον απάντησε καλπάζοντας ο Μιχαήλ. «Όλα εντάξει;» τον ρώτησε. «Ναι. Όλα πήγαν όπως τα σχεδιάσαμε.» Έμειναν σιωπηλοί σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το δυναμάρι του Ρουμπέρτου, το Γουλά του Ευγενούς Ιππότη, όπως το έλεγαν ειρωνικά οι ντόπιοι. Μετά την εκτέλεσή του, η συμμορία του Μιχαήλ και του Θεόδωρου το χρησιμοποιούσε για να ξεκουραστεί και να οργανωθεί. Να σχεδιάσει το επόμενό της χτύπημα. Στο καστέλι ο Θεόδωρος οργάνωνε την άμυνά τους και καθόριζε τις βίγλες, για την απίθανη περίπτωση που οι Φράγκοι από τη Βοστίτσα να έρχονταν να τους επιτεθούν. Από τους βιλλάνους του χωριού δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Αυτοί, με το που έμαθαν από τους δημηγέρτες για το θάνατο του αυθέντη τους πέταξαν τις σκούφιες τους απ’ τη χαρά τους και έτρεξαν μαζί με τους «σωτήρες» τους στις αποθήκες του καστελιού για να μοιραστούν τα λάφυρά τους! Βλέποντας τους δύο φίλους να πλησιάζουν, οι πολεμιστές έτρεξαν να τους υποδεχτούν. «Τι νέα μας φέρνεις από κάτω, Ρισάρδε; Σε πιστέψαν η αρχόντισσα κι ο γιος της;» Ο Ρισάρδος ξεκαβάλησε γελώντας. «Αμάσητα τα κατάπιανε, μάστορά μου! Αμάσητα! Έπρεπε να σ’ είχα από μια μεριά, να δεις τα δάκρυα και το δεσπέτο της ντόνας και τη χαρά του μπασταρδάκου που θα ‘παιρνε τη θέση του πατέρα του!» Ακούγοντας αυτή τη φράση το πρόσωπο του Μιχαήλ σκοτείνιασε. Ξεκαβάλησε και είπε στο Θεόδωρο: «Πάμε μέσα να μου πεις τι νέα έχουμε.» Μπήκε στο κάστρο και τράβηξε κατά τη κουζίνα για να φάει κάτι. Από το προηγούμενο βράδυ, ξαπλωμένος ανάμεσα στα πουρνάρια πάνω από το δρόμο της Βοστίτσας περιμένοντας τον ερχομό του Ρισάρδου, είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του φαγούρα και τώρα, πεινούσε σα λύκος. Ανάμεσα στα πουρνάρια σκεφτόταν όλα αυτά που συνέβησαν. Την εκτέλεση των Φράγκων στη Συκιά, τον… προσηλυτισμό του Ρισάρδου από τον Μιχαήλ στο σκοπό των δημηγερτών και την αποστολή του στη Βοστίτσα, τη βιαστική επιστροφή των υπόλοιπων στην μπαρουνία και την ανάβασή τους στη Φτέρη. Δεν την είχαν διαλέξει τυχαία. [20]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
Ήξεραν ότι ήταν το πιο κοντινό τους φίε που δεν επρόκειτο να πετύχουν Φράγκο. Ο Ρουμπέρτος, όντας απόγονος μιας από τις παλιότερες φράγκικες οικογένειες της περιοχής, δεν είχε υπό τη δούλεψή του ούτε ένα Φράγκο. Εκεί, λοιπόν, κατέφυγαν οι δημηγέρτες, μιας και ήταν και ασφαλές μέρος, αλλά και κοντινό στον επόμενό τους στόχο: το Φώτιο το Ζασσή στη Γκρίτα. «Γύρισε ο Μανουήλ;» Ο Μανουήλ ήταν ο βιλλάνος που είχαν στείλει στη Γκρίτα για να τους ενημερώσει για τις κινήσεις του Φώτιου. Πριν τέσσερις ημέρες, όταν κατέβηκε ο Θεόδωρος στη Βοστίτσα, υπήρχε η φήμη ότι ο Φώτιος θα κατέβαινε στη Τσακωνία και το Μυστρά, στα γονικά του, για να ζητήσει τα λεφτά που έπρεπε να δώσει στον Βαλτέρο. Αυτό το επιβεβαίωσε και ο Μανουήλ, που έφτασε λίγη ώρα μετά. «Τι κάνουμε τώρα;» η ερώτηση στα χείλια και των τριών. Των δύο αρχηγών της δημηγερσίας και του Ρισάρδου που άκουσε τα νέα που έφερνε ο Μανουήλ. Η ερώτηση έμεινε όμως εκεί, στα χείλη και δεν βγήκε παραέξω. Κοιτώντας στο πάτωμα, ο Μιχαήλ είπε στο Θεόδωρο. «Κάλεσε μάζωξη των βιλλάνων. Όλων. Και των δικών μας και των Φτεραίων.» Δεν τους πήρε πολλή ώρα να μαζευτούν. 20 οι Καλαβρυτινοί, άλλοι 30 οι Φτεραίοι συνάχτηκαν έξω από το κάστρο και περιμέναν να δουν ποιος από τις κεφαλές θα τους μιλήσει και είχε να τους πει. Η φλογα του σηκώματος του ζυγού ακόμα δεν είχε σβήσει μέσα τους. Έκαιγε όσο και οι φλόγες πάνω στις οποίες ψήνονταν τα σφαχτά από τα ζώα που είχε ο Ρομπέρτος στο προσωπικό του στάβλο, το σημερινό τους συσσίτιο. Τα μάγουλά τους ήταν κατακόκκινα, τόσο από τον ενθουσιασμό τους, όσο και από το κρασί από τα κελάρια του φράγκου που είχαν αδειάσει. Πήρε το λόγο ο Μιχαήλ. «Συντρόφια μου βιλλάνοι! Βιλλάνοι Φράγκων και Ρωμαίων! Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς πήραμε την απόφαση να τραβήξουμε το δικό μας το δρόμο. Μακριά από αφέντες και κύρηδες. Απέναντί τους, φόβος τους και τρόμος τους. Πρώτα χτυπήσαμε τους Φράγκους. Τους ξένους, που ήρθαν στα μέρη μας τόσα χρόνια πριν, και νομίσανε ότι είμαστε σκλάβοι τους, υποταχτικοί τους. Τώρα είναι η ώρα των Ρωμαίων. Των Ρωμαίων αφεντάδων, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε μανία, σε πείνα και σε λύσσα από τους Φράγκους. Που νομίζουν ότι επειδή έχουμε την ίδια πίστη μπορούν να μας τσακίζουν και μεις να τους λέμε και φχαριστώ.» Οι από κάτω αλαλάξαν. «Ναι!» κάναν με βροντερή φωνή και σήκωσαν ψηλά τα όπλα τους, τα απελατίκια, τα σπαθιά, τις σαλίβες, τις τζάγρες και τα διαρίχια τους, τις βουκέντρες, τα δικράνια, τα πελέκια, τους φάλκους και τις αξίνες τους. Ο Μιχαήλ πήρε μια ανάσα και συνέχισε. «Όμως τα πράγματα δυσκολέψανε.» Οι βιλλάνοι καταλάγιασαν και τέντωσαν τ’ αυτιά τους ν’ ακούσουν καλύτερα. «Ο Φώτιος δυο μέρες πριν την έκανε για κάτω, για τα πατρογονικά του. Πήγε να κλαφτεί στον αυτοκράτορα να του δώσει λίγα υπέρπυρα, γιατί κατάλαβε ότι όσο και να σας έστυβε [21]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
δεν πρόκειται να έβγαζε το λάδι που ήθελε. Και τώρα που έβλεπε ότι πέρα από τα δόντια του κινδύνευε να χάσει κι ολάκερο το κεφάλι του, πήγε να βρει βοήθεια απ’ αλλού. Να τονε βρούμε και να τον χαλάσουμε, δύσκολο. Ειδικά τώρα, μετά από αυτό που κάμαμε στον Τσερπηνή, δεν πρόκειται ν’ ανέβει κατά το δυναμάρι του στην Γκρίτα. Οπότε τι κάνουμε; Άλλος Ρωμαίος για να χαλάσουμε δεν υπάρχει εδώ κοντά. Πρέπει να ταξιδέψουμε ίσαμε τον Αη Γιώργη και την Αρκαδία. Συντρόφια μου βιλλάνοι. Ο δρόμος που διαλέξαμε είναι δύσκολος πολύ. Εδώ, τώρα, είναι η ώρα που θα αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε. Θέλουμε να γυρνάμε σαν τα αγρίμια, μέσα στα δάση, να τρώμε καρπούς από τα βάτα, να πίνουμε νερό από τα ρυάκια, και να μαζήζουμε όπου βρίσκουμε αφέντη, Φράγκο ή Ρωμαίο και να τον ρουχολογούμε!» Ακούστηκαν μπόλικα «Ναι! Αυτό να κάνουμε!» από κάτω. «Εγώ πρέπει να σας προειδοποιήσω. Η ζωή θα είναι δύσκολη. Πιο δύσκολη απ’ όσο είναι τώρα. Δεν θα έχουμε να κάνουμε μόνο με τα αγρίμια, αλλά και με τους ανθρώπους. Θα μας κυνηγάνε ανελέητα. Δεν θα αφήνουν να στεκόμαστε σε χλωρό κλαρί.» Ο ενθουσιασμός κόπασε λίγο. Ένας από κάτω όμως φώναξε: «Και τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Έτσι πρέπει να ζήσουμε από εδώ και πέρα! Τριγυρνώντας πέρα δώθε και σκοτώνοντας τους κύρηδες για να μας φοβούνται και κουρσεύοντας τα κάστρα τους! Όσο πιο πολλούς σκοτώνουμε, τόσο περισσότερο θα μας φοβούνται!» Ο Μιχαήλ συνέχισε. «Το άλλο που μπορούμε να κάνουμε είναι τούτο: Η Γκρίτα είναι ακέφαλη αυτή τη στιγμή. Το κάστρο της αφύλαχτο, με Ρωμαίο κιβιτάνο. Πάμε και με ρεσάλτο το παίρνουμε. Και μένουμε εκεί! Χωρίς να μπορεί να μας βγάλει έξω κανένας! Γινόμαστε εμείς και όλοι οι άλλοι οι βιλλάνοι αφεντάδες του τόπου! Κρατάμε όσα χτήματα και ζώα μπορούμε, τα δουλεύουμε καλά και τα χαιρόμαστε μονάχοι μας! Χωρίς να δίνουμε ομάντζο σε κανέναν! Θα κάνουμε ό, τι μας δόξει! Εμείς θα παράγουμε, εμείς θα τρώμε! Εμείς θα κάνουμε τα κρισίματα για τα πάντα! Εμείς, ο λίος! Και σιγά σιγά αυτό που θα κάνουμε στη Γκρίτα θα ακουστεί και παραπέρα! Θα μας έρχονται θεληματάροι βιλλάνοι απ’ όλο το Μοριά, κουρασμένοι από το να δουλεύουν σε ξένους αφέντες. Θα μας έρθουν Φράγκοι βιλλάνοι και σερβάντες, που τους φέραν οι κύρηδές τους σε ένα ξένο τόπο με το ζόρι και τους φέρουνται χειρότερα από ζώα. Όλοι αυτοί θα έρθουν εδώ, στον τόπο μας. Εδώ όπου τα κόπια μας θα ανταμείβονται και δεν θα πηγαίνουν χαράμι, φαγιά στα τραπέζια των αφεντάδων.» Μαζεμένοι οι βιλλάνοι τον ακούγανε. Ένας τους πετάχτηκε: «Και τι; Τότε δεν θα μας έρτουν να μας φάνε οι Φράγκοι και οι Ρωμαίοι; Έτσι θα μας αφήσουν, να τους πατάμε τον τόπο τους και τα χτήματά τους;» «Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, το απεικάζω καλά. Όμως, άκω. Δεν θα έρθουν τώρα. Δεν μπορούν να έρθουν τώρα. Τα έχω αγνωμιάσει όλα σωστά. Ο σημαντικότερος μπαρούς τους σκοτώθηκε. Πρέπει να τον αλλάξουν. Τόποι δίπλα στις μπαρουνίες τους μείναν χωρίς αφέντες. Πρέπει να βρουν καινούριους. Μ’ αυτά που τους είπε ο Ρισάρδος, οι Φράγκοι θα τα βάλουν με τους Ρωμαίους και τον Αυτοκράτορα. Δεν θα ασχοληθούν με μας. Η Γκρίτα είναι έξω απ’ το δρόμο των φουσάτων τους. Έτσι την πήραν οι Ζασσήδες. Στη ζούλα. Έτσι [22]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
την κρατήσαν. Οι Φράγκοι θα μας έρθουν. Θα τους πολεμήσουμε. Δεν θα μας κυνηγάνε όμως σε λαγκάδια. Θα μας παρακαθίσουν κι εμείς θα είμαστε κλεισμένοι σε καστέλο απόρθητο. Θα μας βρουν έτοιμους, βοθριασμένους και γαρνιζιασμένους, με προμήθειες, φαγιά και κόσμο πολύ! Δεν θα πολεμήσουν ένα σκορποχώρι. Θα βρουν μπροστά τους ντουβάρι αδιαπέραστο! Και όταν το πάρουν απόφαση ότι δεν γίνεται να μας χαλάσουν, τότε θα μας αφήσουν ήσυχους. Έχουν άλλα πράματα ν’ ασχοληθούν, σημαντικότερα από μια χαμένη εδώ και χρόνια μπαρουνία και μερικά καβαλαραίικα φίε. Στο τέλος θα ισιαστούμε όλοι μας.» «Και οι Ρωμαίοι; Οι Τσάκωνες των Ζασσήδων;» «Αυτοί κι αν έχουν άλλα πράγματα πρώτα στο μυαλό τους! Και μην ξεχνάς ότι για να ‘ρθουν αυτοί δω πέρα θα πρέπει να περάσουν από πολύ επικίνδυνα διάβατα. Είμαι σίγουρος ότι και δαύτοι θα αργήσουν να ανηφορίσουν κατά τα μέρη μας. Άσε που θεωρώ ότι αυτοί θα προτιμήσουν άλλα μέσα για να μας πάρουν από κάτω τους. Θα πάνε να μας πιάσουν στο φιλότιμο. Χριστιανοί Ορθόδοξοι είμαστε όλοι μας, τη σημαία με το δικέφαλο προσκυνάμε και όλα τα σχετικά.» Οι βιλλάνοι τον ακούγαν μουδιασμένοι. Τζάγδαροι, λιμάρικοι και άμαθοι άνθρωποι, έτρεμαν στην ιδέα του να στέκονται σε έναν τόπο ο οποίος δεν τους ανήκε, ή τουλάχιστον έτσι τους είχαν μάθει. Λεύτεροι νιώθαν στα βουνά και στα λαγκάδια. Στους κάμπους και τις ρεματιές. Στα χωράφια ένιωθαν σκλάβοι, υποταχτικοί. Δεν μπορούσαν να συλλάβουν ότι οι ίδιοι θα μπορούσαν να κάνουν κουμάντο στον τόπο τους. Ο Μιχαήλ δεν μπορούσε να συμμεριστεί αυτό που του φαινόταν σα δειλία και χολιαζόταν. Ο Θεόδωρος ανέλαβε να συμβιβάσει τα πράματα. «Βιλλάνοι μου! Και τα δυο που μας είπε ο Μιχαήλ είναι δύσκολα πράματα. Για να τα αποφασίσουμε πρέπει να τα σκεφτούμε καλά. Δεν κουμαντάρουμε μονάχα τα κουφάρια μας. Έχουμε και τις φαμελιές μας να σκεφτούμε. Δεν είναι εύκολο να τους αφήσουμε σ’ ένα τόπο, στις ορέξεις του κάθε αφέντη. Γιατί, μην το ξεχνάμε. Όσους και να μακελεύουμε εμείς, όσο είμαστε κυνηγημένοι, νέοι αφέντες θα παίρνουν τη θέση τους. Εγώ σας καλώ όλους σας, και τους Φτεραίους και τους Καλαβρυτινούς, να πάμε μαζί μέχρι τη Γκρίτα. Να πάρουμε το δυναμάρι, να αδειάσουμε το βιαστήρι του Φώτιου και εκεί να σκεφτούμε καλύτερα και να αποφασίσουμε. Αν τα δούμε σκούρα τα πράματα, όσοι θέλουν ενώνονται στη γκρούπα μας και βγαίνουμε στο βουνό. Όσοι δεν θέλουν, γυρνάνε στις φαμελιές τους. Άλλωστε, Φτέρη Γκρίτα δεν είναι ούτε μισή μέρα πεζοδρόμι. Αν πάλι δούμε ότι τα σχέδιά μας αρέσουν και στους άλλους Καλαβρυτινούς, ότι μπορούμε να κρατήσουμε το μέρος και να το νομευόμαστε εμείς, για τους εαυτούς και τις φαμελιές μας, τότε μένουμε εκεί και φκιάνουμε το δικό μας ρηγάτο. Ένα ρηγάτο αλλιώτικο, χωρίς ρηγάδες, χωρίς μπαρούς, χωρίς σερβάντες, χωρίς βιλλάνους. Στη Γκρίτα, λοιπόν!» Τα τελευταία λόγια τα είπε πολύ φωναχτά. Πολύ πιο φωναχτά απ’ όσο χρειαζόταν για τον ακούσουν οι 50 νοματαίοι που στέκονταν απέναντί του. Έπρεπε, όμως, να τα φωνάξει. Έπρεπε, γιατί έτσι έσπρωξε και τους άλλους να φωνάξουν. Και μέσα από τη βροντερή φωνή τους, που πολλαπλασιαζόταν όσο περισσότεροι φωνάζαν, γέμιζαν κι αυτοί θάρσος. Θάρσος,
[23]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
δηλαδή αποκοτιά. Θάρσος, δηλαδή άγνοια κινδύνου. Θάρσος, δηλαδή σιγουριά για το αύριο. Και αυτό ήταν που μέτραγε στην τελική. Ο ήλιος είχε ταξιδέψει αρκετά στον ουρανό όταν μίσσεψαν. Όπως το υπολόγιζαν θα έφταναν κάτω από το κάστρο της Γκρίτας μέσα στη βαθιά νύχτα και θα έστηναν μια πρόχειρη κατούνα. Και τα χαράματα θα το έπαιρναν. Μίσσεψαν. Οι βιλλάνοι και λίγα γυναικόπαιδα. Τα υπόλοιπα, που άφηναν πίσω τους οι Φτεραίοι, είχαν βγει μέχρι έξω από το χωριό για να τους αποχαιρετίσουν. Τους σταύρωναν, τους φίλαγαν, τους έδιναν φυλαχτά. Ο ενθουσιασμός τους είχε καταλαγιάσει. Η σιγουριά για το μέλλον είχε δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα. Μια ζωή είχαν μάθει στο να σκύβουν το κεφάλι. Να συμβιβάζονται με αυτό που τους είχε δώσει η τύχη, δηλαδή το τίποτα. Να προχωράει η κάθε μέρα ίδια και απαράλλαχτη με την προηγούμενη, φέρνοντάς τους λίγο λίγο όλο και πιο κοντά στο κιβούρι. Ένα κιβούρι ασήμαντο, με δυο απλά ξύλα για σταυρό από πάνω, που εύκολα θα τα παρασύρει η πρώτη θύελλα. Τώρα τους ανοιγόταν η προοπτική να κάνουν κάτι καινούριο. Δεν μπορούσαν να συλλάβουν τη σπουδαιότητά του. Ούτε και τους ένοιαζε. Αυτό που τους ένοιαζε ήταν ότι αυτό που τους έσπρωχνε να κάνουν ο Μιχαήλ και ο Θεόδωρος ίσως να τους αμάντιζε λίγο τη ζωή, να τους εξασφάλιζε λίγο καλύτερο ψωμί και λίγο περισσότερο κρασί, ή το αντίστροφο, ανάλογα με τις ορέξεις του καθένα. Έτρεμαν στην ιδέα να ζούνε χωρίς αφέντη. Κάτι τέτοιο πήγαινε κόντρα σε ό, τι τους έλεγαν οι παλιοί, οι πατεράδες τους, οι παπάδες, οι άρχοντες. Βέβαια, αυτά που ακούγανε από το Μιχαήλ και το Θεόδωρο είχαν μικρή σημασία γι’ αυτούς. Στο μυαλό τους και στη ζωή τους τη θέση του αφέντη την είχε πάρει ο τραγουδιάρης –σαν κύρης- και ο τυράς –σαν αντίτοπος. Με περίεργο τρόπο, βέβαια, αλλά πλέον αφέντες θεωρούσαν εκείνους τους δύο, που προχωρούσαν καλόψυχα σαν εμπροστέλα καβάλα στα άλογά τους. Μπορεί να μην χρειαζόταν να τους πλερώνουν όπως τους προηγούμενούς τους, το Ρομπέρτο, το Γκυ ή τον Φώτιο, αλλά όπως και να το κάνουμε, πλέον είχαν πιάσει την ενοχή. Γι’ αυτό και το σοκ που ένιωσαν όταν είδαν τον λαιμό του Μιχαήλ να τρυπιέται από μια σαγίτα από το πουθενά και το κεφάλι του σχεδόν να κόβεται ήταν ακόμα μεγαλύτερο από αυτό που θα ένιωθαν αν έσκιζε το δικό τους λαιμό εκείνη η σαγίτα. Ο Μιχαήλ σωριάστηκε στο έδαφος από το άλογό του και ένα γέλιο ακούστηκε μέσα από τα δέντρα, κάπου στα δεξιά της φάλαγγας. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα βουνά εδώ και λίγη ώρα, αλλά δεν είχε συσπερώσει ακόμα. Ήταν πολύ δύσκολο μέσα στο ημίφως να διακρίνουν ποιος ήταν αυτός που γέλαγε μέσα στα δέντρα. Ασυναίσθητα σήκωσαν τα όπλα τους προς εκείνο το μέρος, καθώς άκουγαν πέρα από το γέλιο και αρκετά συρσίματα και κλαγγές, λες και το δάσος έκρυβε μπόλικους πολεμιστές. Όντως, έκρυβε. Και από τη δεξιά μεριά και από την αριστερή. Αυτός που γελούσε άρχισε να τραγουδάει, με μια φάλτσα φωνή και σπασμένη προφορά. «“Λοιπόν, λέγω σε αφέντη μου, αν θέλει η βασιλεία σου Μηδέν τους πολεμήσωμεν ως πολεμούν οι Φράγκοι Και χάσωμεν τον πόλεμον, ότι πλειότεροί μας είναι. Αλλά ας τους πολεμήσωμεν με μηχανίαν και φρόνα [24]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
Ως πολεμούν εις Ρωμανίαν οι Τούρκοι κ’ οι Ρωμαίοι.” Ενταύτα άρξετον να λαλεί και να του αφηγάται, Το πώς οι Τούρκοι κ’ οι Ρωμαίοι ουδέν είναι στρατιώτες Να πολεμούν εις πρόσωπον ωσάν εμείς οι Φράγκοι, Διατό έχουν πονηρίαν και πολεμούν με τέχνη.» Έσκυψε πάνω από το άψυχο κουφάρι του τραγουδιάρη και του έκανε ειρωνικά: «Τροβαδούρε, πώς σου φάνηκε το τραγουδάκι μου; Εσύ δεν μου το ‘χες μάθει, τότε στην κούρτη στο Χλουμούτσι; Τότε που τραγούδαγες για το πώς ο ρήγας ο Κάρουλος με τη βοήθεια του Γυλιάμου μας του Βιλλαρντουίνου μακέλεψε τον Κουράδη; Είδες πόσο καλός μαθητής είμαι; Δεν έμαθα τα λόγια μονάχα, αλλά και τις πράξεις! Πώς σου φάνηκε η χωσία μου;» και ξέσπασε πάλι σε γέλια. Τα συντρόφια του Μιχαήλ είχαν μείνει παγωμένοι με τα όπλα ψηλά, αλλά και άχρηστα. Δεν είχαν κουράγιο ούτε να δραλίσουν. Τα μάτια τους πήγαιναν πότε στον άψυχο τραγουδιάρη, πότε στον με σκυμμένο κεφάλι Θεόδωρο και πότε στους πολεμιστές του μεσίρ Γκυ ντε Τρεμουλά, του άρχοντα της Χαλανδρίτσας, που τους είχαν περικυκλωμένους. Σιγά σιγά πέταξαν τα όπλα παραιτημένοι στο έδαφος και έπεσαν στα γόνατα. «Άρχοντά μου», τον πλησίασε δουλικά ο Ρισάρδος, «η Γκρίτα μας περιμένει.» Ο Τρεμουλάς του έριξε μια αδιάφορη ματιά. «Δίκιο έχεις, γραμματικέ. Δίκιο έχεις. Καλά κάνεις που βιάζεσαι. Απ' το κούρσος του Φωτίου, άλλωστε, θα ανταμεφθείς που με μαντατοφούρησες.» Στράφηκε στους πολεμιστές του. «Ξαρματώστε και δέστε αυτούς εδώ αμάλωτους, που νομίσαν ότι θα μπορούσαν να φκιάξουν την πολιτεία τους δίπλα στη δικιά μου μπαρουνία και πάμε. Πάμε, να βάλω ένα ακόμα τετραγωνάκι στο φλάμπουρό μου!»
- ÔÅËÏÓ -
[25]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Åðéìýèéï
Δεν θα πω ότι όλα ή έστω αρκετά παιδάκια συγκινούνταν από μεσαιωνικές ιστορίες, με ιππότες, άλογα, μονομαχίες και όλα τα σχετικά. Εγώ συγκινιόμουν. Ειδικά όταν ήξερα ότι τέτοιες ιστορίες λάμβαναν χώρα στα χώματα που πατούσα και συνεχίζω να πατάω. Η Φραγκοκρατία είναι από τις πιο παρεξηγημένες περιόδους στην ιστορία του τόπου αυτού που σήμερα αποκαλείται Ελλάδα. Τα πράγματα τότε ήσαν πολύ ρευστά όσον αφορά τους από πάνω, με τους αφέντες διαφόρων εθνικοτήτων να ακολουθούν ο ένας τον άλλον, και πολύ σκοτεινά όσον αφορά τους από κάτω, οι οποίοι ούτε συγκροτημένη εθνική ταυτότητα είχαν ούτε και στον ήλιο μοίρα. Άσε που στα πιο ευαίσθητα γυμνασιακά μου χρόνια διάβασα την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» του Τερζάκη και ερωτεύτηκα, όχι μόνο την Ιζαμπώ, την Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνου, αλλά και την ιστορική εκείνη περίοδο. Αυτή η αβεβαιότητα και το φλου εκείνης της εποχής μ’ άρεσε και μ’ αρέσει πάρα πολύ. Και ήθελα να γράψω γι’ αυτήν. Η πρώτη επαφή μου με την παρεξήγηση Φώτιου – Γκυ ντε Σαρπινύ, που κατέληξε στον φόνο του δεύτερου ήταν πριν κάμποσα χρόνια (πάνω από 10…) μέσα από το βιβλίο «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα», του William Miller (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1997). Εκεί η ιστορία έχει ως εξής: Ο Βάλτερ ντε Λιντεκέρκε αιχμαλωτίζει τον Φώτιο, του βγάζει τα δυο του δόντια, τον αφήνει ελεύθερο με όρο να του δώσει κάποια λύτρα. Ο Φώτιος στήνει ενέδρα στον Βάλτερ στη Συκιά Ξυλοκάστρου, κατά λάθος επιτίθεται στον Γκυ ντε Σαρπινύ και τον σκοτώνει. Μετά το βιβλίο του Miller για τη Φραγκοκρατία ξαναβρήκα την ιστορία του Φώτιου και του Γκυ στο μνημειώδες έργο του Νίκου Τσιφόρου «Εμείς και οι Φράγκοι». Αυτό το έργο ουσιαστικά είναι μια απίστευτα κωμική εκλαΐκευση της ιστορίας του Miller. Στις σελίδες του η ιστορία του Φώτιου και του Γκυ πήρε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, προκαλώντας μόνο γέλιο. Τέλος πάντων, τα χρόνια πέρασαν. Μερικά προσχέδια μιας ιστορίας για τον Γκυ ντε Σαρπινύ, βαρώνο της Βοστίτσας και για τον τραγικό του θάνατο την άνοιξη εκείνη του 1295 ή 1296 χάθηκαν ανάμεσα σε άλλα χαρτιά και πρόχειρα. Μέχρι που γεννήθηκε ο Τούφας. Αυτός ξαναπήρε την ιστορία και την ξαναζωντάνεψε.
[26]
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Ζάχος Τούφας
Ξεκίνησα να τη γράφω αγνοώντας τη βασική αρχή όποιου γράφει στρατευμένα: Πάντα να ξέρεις πού θέλεις να πας την ιστορία σου, ποιο είναι το μήνυμα που θες να περάσεις, σε ποιους απευθύνεσαι. Εγώ ξεκίνησα την ιστορία σαν μια απλή ευκαιρία να πιάσω ξανά την ανάμνηση του Γκυ. Η δημιουργική μου σκέψη με οδήγησε σε μερικά χαλαρά και προβλέψιμα ευρήματα. Καπηλιό, τραγουδάκια της περιόδου εκείνης παρμένα από το μοναδικό σχεδόν καλλιτεχνικό κείμενο που έχουμε από τότε, το Χρονικόν του Μορέως, και για «αληθοφάνεια», σκόρπισμα μερικών λέξεων της περιόδου από δω κι από εκεί. Πριν μπουν τα λόγια στο χαρτί, έπρεπε να διαλέξω τον ήρωα. Κάποιον που να μπορούσε να είναι παρών σε όλα όσα ήθελα να αφηγηθώ. Κάποιον που σε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια να έχει μια κάποια καλλιέργεια και κουλτούρα, έτσι ώστε να μπορώ μέσω αυτού να περάσω μερικές προχωρημένες για εκείνη την εποχή σκέψεις και ιδέες. Τι άλλο, λοιπόν; Τροβαδούρος. Τραγουδιάρης. Περιπλανώμενος, πολυταξιδεμένος, με μπόλικες γνώσεις για τόπους και ανθρώπους. Με πρόσβαση στους αρχόντους. Έτσι, ήρεμα και προβλεπόμενα κύλησε το Α΄ Μέρος. Το γράψιμό του, εύκολο. Ήρθε η ώρα για το Β΄ Μέρος. Αυτό που σχεδίαζα ότι θα ήταν το τελευταίο. Στο πρώτο μέρος εισαγάγαμε στην ιστορία μας, στο δεύτερο θα περιγράφαμε το κυρίως περιστατικό και τέλος. Τότε μπήκαν τα πρώτα δαιμόνια. Από ποια σκοπιά έγραφα; Των από πάνω ή των από κάτω; Τι νόημα ήθελα να βγει από αυτήν την ιστορία; Μου αρκούσε μια απλή –έστω πιο λογοτεχνική- αναπαραγωγή της κλασσικής ιστορίας; Κάτι με χάλαγε σε όλα αυτά. Τέλος πάντων, υλικό για να ξεκινήσω το Β΄ Μέρος είχα. Βλέπω μια ταινιάρα του ’60, το “Inherit The Wind”, βασισμένη στην περίφημη «Δίκη των πιθήκων». Μια συντηρητική κοινωνία στρέφεται ενάντια σε έναν προοδευτικό δάσκαλο, που διδάσκει τα παιδιά τη θεωρία του Δαρβίνου για την Εξέλιξη των Ειδών και αρνείται τις διδαχές της Αγίας Γραφής και της Γέννεσης για το πώς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Στη δίκη αυτή συνήγορος του νεαρού δασκάλου προσφέρεται να είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της Αμερικής, ο οποίος κατατροπώνει τους αντίδικους πολεμώντας τους όχι με τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής του, αλλά με τις αντιφάσεις που η ίδια η Αγία Γραφή περιέχει. Ο δικηγόρος αυτός –στην πραγματικότητα- ήταν ο Clarence Darrow και μια από τις αντιφάσεις που χρησιμοποίησε ήταν η περίφημη γυναίκα του Κάιν, ένα θέμα που σήμερα έχει λυθεί από τους θεολόγους: Η γυναίκα του Κάιν ήταν κι αυτή κόρη του Αδάμ και της Εύας, αδερφή του δηλαδή, απλά ο συγγραφέας της Γέννεσης που έγραφε συνοπτικά ξέχασε να αναφέρει όλα τα παιδιά που έκαναν ο Αδάμ με την Έυα μετά τον Κάιν και τον Άβελ… Όπως και να ‘χει, η ταινία αυτή όχι μόνο μου έδωσε υλικό για να γράψω δυο τρεις γραμμούλες, αλλά με έφερε σε επαφή και με τον Darrow, έργα και ομιλίες του οποίου έχω ξεκινήσει να μεταφράζω, για να σας τα προσφέρω μέσα από αυτό το blog. Ο Κάιν όμως «εξαντλήθηκε» σύντομα και τα αμείλικτα ερωτήματα για το πώς θα συνεχιζόταν η ιστορία αναδύθηκαν ξανά. Ευτυχώς, γι’ αυτές τις ώρες υπάρχει το αλκοόλ. Χωμένος στο βάθος του μπαρ, με το τελευταίας τεχνολογίας πανάκριβο netbook μου ανοιχτό μπροστά μου, παρακαλούσα το θεό του αλκοόλ να μου δώσει φώτιση. [27]
Ζάχος Τούφας
[ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΓΑΤΑ, ΡΩΜΑΙΙΚΙΑ ΓΑΤΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΤΡΩΕΙ]
Και μου έδωσε! Ναι! Θα προσπαθούσα να γράψω απ’ τη σκοπιά των από κάτω! Θα ανέτρεπα την γνωστή ιστορία. Θα της έδινα μια άλλη διάσταση. Ήταν τέτοια η ένταση που ένιωθα από την έμπνευση που με χτύπησε κατακούτελα, που σηκώθηκα από το τραπέζι και βγήκα έξω απ’ το μαγαζί και ξαναμπήκα μέσα, με τον μπάρμαν και τη σερβιτόρα να με κοιτάν σαν να μου είχε στρίψει. Τον Γκυ μου δεν θα τον σκότωνε ο Φώτιος, αλλά κάποιος άλλος. Κάποιος κολασμένος. Η μεσαιωνική ιστορία πήρε με τη μία και πολιτικό χαρακτήρα. Αναχρονιστικό, βέβαια, γιατί είναι πολύ μεγάλη η κουβέντα για παρόμοια περιστατικά εκείνη την περίοδο, τόσο μεγάλη που μόνο ο φίλος μου ο menokioς μπορεί να σας τα πει σωστά. Τέλος πάντων, η ιστορία όπως τη σκεφτόμουνα είχε πολύ ζουμί. Δεν θα της έφταναν μόνο δύο μέρη. Έπρεπε να φτιάξω και τρίτο. Μικρό το κακό. Και τώρα, το τέλος. Ο τρόπος που πεθαίνει ο ήρωας. Ξαφνικά. Αναπάντεχα. Άδοξα. Αλλά άδικα; Ω, το ξέρω ότι θα παρεξηγηθώ. Θεία Δίκη; Σαΐτα έδωσες, σαΐτα θα λάβεις; Κι όμως, όχι. Πέθανε γιατί έπρεπε να πεθάνει. Γιατί δεν ήταν η ώρα του ακόμα να ζήσει και να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει. Μεγάλη κουβέντα… Ας κάνω, λοιπόν, μια σούμα: Η ιστορία αυτή είναι φόρος τιμής: α) στον Τερζάκη και την Ιζαμπώ του. β) στον Τσιφόρο και τους Φράγκους του. γ) στον Clarence Darrow και τον αγνωστικισμό του. γ) στις χολυγουντιανές ταινίες με τις επικές τους «ανατροπές». δ) Στο Σαραμάγκου και τον «Κάιν» του, αλλά και την «Πολιορκία της Λισαβόνας», όπου ένας επιμελητής εκδόσεων αλλάζει ένα «ναι» σε «όχι» σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που επιμελείται. Και τέλος, ένα απωθημένο στα politically correct happy ends των ταινιών και των βιβλίων… Των περισσότερων, τουλάχιστον.
[28]