Ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης

Page 1





Ανθολογία Σύγχρονης Ισπανόφωνης Ποίησης


Η ψηφιακή έκδοση (e-book) διανέμεται δωρεάν ISBN: 978-960-9776-32-5 Βακχικόν - Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Εκδόσεις Vakxikon.gr Μαραθώνος 36, 122 44 Αιγάλεω www.vakxikon.gr info@vakxikon.gr © 2013 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Άτη Σολέρτη Σειρά: Βακχικόν Πoίηση - 25 Πρώτη Έκδοση: Απρίλιος 2013 Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr Το εξώφυλλο βασίζεται σε πίνακα της Άτης Σολέρτη.


Ανθολογία Σύγχρονης Ισπανόφωνης Ποίησης Μετάφραση: Άτη Σολέρτη Συνεργάζεται ο Μάριο Ντομίνγκες Πάρρα

Vakxikon.gr 2013



ΠΡΟΛΟΓΟΣ Της Άτης Σολέρτη Η ιδέα για τη δημιουργία αυτής της ανθολογίας, που αφορά στη σύγχρονη ισπανόφωνη ποίηση, ξεκίνησε με αφορμή τη γνωριμία μου με τον Ισπανό ποιητή και μεταφραστή Μάριο Ντομίνγκες Πάρρα, ο οποίος είχε και την ευγενή καλοσύνη να μου «συστήσει» τους ποιητές που παρουσιάζονται εδώ. Ερχόμενη λοιπόν σε επαφή με το έργο αυτών των ποιητών και νιώθοντας την ανάγκη προβολής του λόγω της σπουδαιότητας που το διακρίνει, πήρα την απόφαση να μεταφράσω μερικά από τα ποιήματα, που οι ίδιοι τιμώντας με, μου εμπιστεύτηκαν. Αντιμετωπίζοντας, όπως είναι φυσικό, την όλη διαδικασία της μετάφρασης της ποίησης με τον δέοντα σεβασμό και την προσοχή που απαιτείται προκειμένου να γίνει η απόδοση των νοημάτων όσο πιστότερα γίνεται, ελπίζω πραγματικά να έχω καταφέρει να ανταποκριθώ αντάξια στο παρόν εγχείρημα. Αυτό αποτελεί για μένα τόσο το μεγαλύτερο στοίχημα, όσο και την ευσεβέστερη ευχή. Θα ήθελα ωστόσο να τονίσω πως η γλώσσα της ποίησης είναι πάντοτε μία. Ίδια. Κοινή για όλους όσους μπορούν να την αντιληφθούν. Μπορεί να ντύνει αλλιώς τις λέξεις της, να συνδυάζει διαφορετικά τα γράμματά της, σε άλλες θέσεις να τοποθετεί τους τόνους της, ενίοτε αλλάζοντας και σκηνικό, όμως η αίσθηση που αφήνει είναι πάντοτε ίδια. Ακόμα κι αν το χρώμα που το τόξο της υιοθετεί, φαντάζει ακαθόριστο, η ακτίνα της τροχιάς της μαγικά θα ανυψώνεται, διασταυρώνοντας εκείνη την ευθεία που ενώνει γη με ουρανό. Την ίδια. Όμοια για όσους μπορούν να την ονειρευτούν. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους ποιητές που συμμετέχουν στην παρούσα ανθολογία, όχι μόνο γιατί με έκαναν κοινωνό του κόσμου τους, αλλά και γιατί ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρόσκλησή μου και δεν δίστασαν να μου εμπιστευτούν τα ποιήματά τους προς μετάφραση. Ένα μεγάλο ευχαριστώ επίσης στον Μάριο Ντομίνγκες Πάρρα, ο οποίος είχε τη γενική εποπτεία της ανθολογίας και μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές γι’ αυτή. Ήταν πραγματικά σημαντική αυτή η βοήθεια! Και μια τελευταία διευκρίνηση: Στην παρούσα ανθολογία, θεώρησα σωστό να συμμετέχει ο κάθε ποιητής με τρία ποιήματα καθαρά δικής του επιλογής, για να υπάρξει αντικειμενικότητα και μια σχετική ομοιομορφία. Στις περιπτώσεις στις οποίες θα παρατηρήσετε να δημιουργείται μια διαφοροποίηση, συνέβη κατόπιν προσωπικής επιθυμίας του εκάστοτε ποιητή και έγινε χωρίς καμία διάθεση να μεροληπτήσω σε βάρος κάποιου άλλου. Να τονίσω επίσης, πως η σειρά που τηρήθηκε για την εμφάνιση των ποιητών συμπίπτει με τη σειρά αποστολής των ποιημάτων τους. Καλή σας ανάγνωση!

- -


Μπρούνο Μέσα (Bruno Mesa, Σάντα Κρουζ, Τενερίφη, 1975) Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης, δοκιμίων, μυθιστορημάτων, έχει βραβευτεί με το Εθνικό Βραβείο του Ιδρύματος Ποίησης Loewe νεανικής δημιουργίας και έχει κερδίσει την υποτροφία Valle-Inclán της Ισπανικής Ακαδημίας στη Ρώμη (2010-2011). Ανατρέξτε στο blog του.

- 10 -


Η Πέτρα Μέσα στην πέτρα ο χρόνος δεν μένει: σ’ εκείνη επίσης υπάρχει μια φωνή που τρέμει, που παρακμάζει και μισεύει. Γη κοιμισμένη θα γίνει κάποια μέρα, κι από τους αχανείς δρόμους του κόσμου η φωνή της θα γίνει αυτή η φωνή, αυτή που εσύ της παραχώρησες. (Από το βιβλίο Κανείς, Εκδ. Visor, Madrid, 2002)

- 11 -


Ο Θάνατος Δεν υπάρχει φιλοσοφία πιο ακριβής απ’ τη σιωπή, ούτε καλύτερος συγγραφέας από τη λήθη. Δε θα βρεις βιβλίο από το τίποτα πιο υψηλό, κι απ’ την ελπίδα λόγο πιο θλιβερό. Δεν είναι πιο σκληρή η αγρύπνια από το όνειρο, ούτε πιο γλυκειά η ζωή από το θάνατο. Δεν υπάρχει εξουσία, ούτε θρίαμβος, ούτε πίστη που μας σώζει: ο χρόνος είναι ένα λιοντάρι που κατατρώει το μυαλό σου. Αν νομίζεις πως σου λέω ψέμματα θα το πετύχεις: εγώ είμαι το λιοντάρι, και είμαι επίσης νεκρός. (Από το βιβλίο Κανείς, Εκδ. Visor, Madrid, 2002)

- 12 -


Όλοι κατέχουν την αλήθεια τους, αλλά δεν υπάρχει καμία αλήθεια – πιο πέρα από την αξία της ανταλλαγής της, του εμπορίου της – που να αξίζει τίποτα. Πρέπει να εφεύρουμε μία ξεχωριστή αλήθεια, και πρέπει να αρχίσουμε από τη λέξη την ίδια. Εκείνη η ξεχωριστή αλήθεια, συγχρόνως νέα και αρχαία, βρίσκεται ανάμεσά μας. Βρίσκεται σ’ εκείνη τη μικρή που τρώει λαίμαργα ένα παγωτό, στην ευτυχία της που δεν ψάχνει ούτε προσδοκά, στα λερωμένα χέρια, στο χαρωπό τραμπάλισμα των ποδιών. Αρκεί το χαμόγελό της για να γεννηθεί ένα νέο ιδίωμα, έτσι ώστε ό,τι νομίζουμε πως ξέρουμε, να λιώσει, όπως λιώνει ένα παγωτό που κανένας, εκτός από εκείνη τη μικρή, δεν ξέρει πώς να τρώει. (Από το βιβλίο Το βιβλίο του Φάμπιο Μόντες, Eκδ. La Palma, 2010)

- 13 -


Φρανσίσκο Λεόν (Francisco León, Κανάρια Νησιά, 1970) Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία και έχει βραβευτεί με το Πρώτο Βραβείο Εθνικής Ποίησης Màrius Sampere και το Βραβείο Ποίησης Pedro García Cabrera. Έχει υπάρξει διευθυντής, συντονιστής και συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (ανάμεσα στα οποία και το ελληνικό Ευθύνη). Έχει διατελέσει Λέκτορας Ισπανικών στο Πανεπιστήμιο της δυτικής Βρετάνης (Brest). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ολλανδικά και στα ελληνικά και έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες. Συνεργάζεται τακτικά με το τμήμα λογοτεχνικής μετάφρασης του Πανεπιστημίου της Λαγκούνα. Ανατρέξτε στη σελίδα του.

- 14 -


Βιβλίο Ανεστραμμένο προς ένα Θεό Το ποίημα περιέχει την εικόνα του θέρους — πετρώδη εδάφη καυτά και λουόμενους που κοιμούνται κάτω απ’ τον ήλιο, όπως σ’ ένα βιβλίο, στην ιερή πλευρά των υδάτων. Το μαύρο βιβλίο και το θέρος των πραγματικών υδάτων και των αδιόρατων υδάτων. Το να επιθυμεί κανείς αυτόν τον αληθινό κόσμο, το βιβλίο του θέρους που ακτινοβολεί σε σελίδες από πέτρα, το να αγαπά κανείς τον φίκο τον αληθινό, τη λευκότητα των αληθινών διαμερισμάτων στην αργή στάχτη της εσπέρας. Μόνο ο αναγνώστης έτσι ανυψώνεται με το νου του όπως έως ένα θεό υπέρτατο και πραγματικό, για να κοιμηθεί κάτω απ’ τον ήλιο του βιβλίου, για να ονειρευτεί πως είναι πραγματικότητα εκείνο που οραματίζεται. Ύδατα πραγματικά και ύδατα αδιόρατα πάνω στο βιβλίο του θέρους. Μόνο ένας αναγνώστης υποκλίνεται πάνω σ’ εκείνη την εικόνα. (Από το βιβλίο Όψεις μιας Αποκάλυψης, Εκδ. Caja Canarias, 2011)

- 15 -


Ο Βασιλιάς της Ύδρας Τον συνάντησα καθισμένο δίπλα στην αποβάθρα, κοιτάζοντας το μεσημέρι. Γένια κατοικημένα από τρίτωνες και εργατικά καβούρια στα φύκια του στήθους. Περνώντας από εκεί, τα παιδιά, του φώναξαν: «Χαῖρε, χαῖρε Βασιλεῦ τῆς Ύδρας!», και τον χλεύασαν γιατί τα μάτια του πλανιώνταν σταθερά στο θρόνο της παραίσθησης. Πιο αργά απομακρύνθηκα από το χωριό και τους τουρίστες του για να βρω τη λύση του λαβύρινθου και να κατανοήσω τον κόσμο και να τον συμπτύξω σε μία λέξη ομοιάζουσα με στοργή. Περιπλανήθηκα ανάμεσα στα παραθυρόφυλλα και στον ασβέστη, στα πάνω σοκάκια, όπου το φως μιλούσε στους τοίχους όπως και στα μαντεία. Θα ζήσεις στον οίκο του Κρεώφυλου όταν φτάσεις σε γεροντική ηλικία, και σ’ αυτόν θα πεθάνεις. Άγγιζα με τα δάχτυλά μου τις φλόγες των ανθέων. Μου γάβγισαν οι σκύλοι φύλακες των πυλών. Διασταύρωσα την ηλεκτρομαγνητική δύναμη χιλίων τεττίγων: εδώ η γη αποκρύπτει την ιερή κεφαλή. -όδευσα σκεπτόμενος την Εκάτη. Οι πέτρες ψιθύριζαν, «᾿Εγέρθητι, ἐγέρθητι!» Και φτάνοντας στο τέλος και πηγαίνοντας ως το λόφο και βλέποντας κάτω την αποβάθρα με τις λαμπερές τις πλάκες σαν δραχμές,

- 16 -


θυμήθηκα εκείνον τον γέρο που πέθανε από πικρία χωρίς να αποκρυπτογραφήσει το αίνιγμα των ψειρών. Φυλάξου από το αίνιγμα των Αρκάδων παιδιών, του είπαν. Ίσως αύριο ακόμα κι εσένα να μεταμορφώσει η θεά σε έναν παράφρονα, και τα παιδιά να σου φωνάζουν: «Χαῖρε, χαῖρε…» Ποτέ ξανά δεν είδα το Βασιλιά της Ύδρας. (Από το βιβλίο Ηρακλής Μαινόμενος, Εκδ. La Palma, 2012)

- 17 -


Ο Μινώταυρος κι Εγώ Ξέρω πως μερικές φορές πηγαίνω μόνος, οδηγώντας, σε μία λεωφόρο κοντά στη θάλασσα πως όλα είναι απατηλά και μοναχικά. Αφήνω πίσω τους φοίνικες, τους διάσπαρτους ψιθύρους, τα φευγαλέα πουλιά στην άκρη της ασφάλτου. Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, πως κάποιος στο πλευρό μου, λέει: Η ακτινοβολία του Μάη το απόγευμα, όταν η φωτιά του Μάη στριφογυρίζει για να σου μιλήσει και ψιθυρίζει: «Ο κόσμος σου είναι κενός». Σκέφτομαι το Μινώταυρο του πίνακα που είδα αυτό το πρωινό, ενώ περνάω τη στροφή και τα φύκη της θάλασσας των Σαργασσών ακτινοβολούν στις άψυχες άκρες του τίποτα. Μια φωτιά με ανθρώπινη μορφή που επιχρίει τα άστρα, και φωτίζει τους ώμους και τον αυχένα σου. Την καθοδηγούσε μια μικρή, όπως ένα γέροντα, και ήταν τυφλός.] Ο διορατικός ημίθεος, γερμένος στη βακτηρία του. Φλεγόμενα τα μάτια, αφού καταβρόχθισε τους άντρες. Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, όπως ο Μινώταυρος, κοντά σε μια σιωπηλή θάλασσα στην άκρη της ασφάλτου, πως μερικές φορές έχω περάσει τη νεφελώδη στροφή της νύχτας, χωρίς να συναντήσω κανέναν. Μακάρι να μην είμαι εγώ ο Μινώταυρος αυτός που φέρνουν άρρωστο κάτω από τη φωτιά του Μάη τα χέρια μιας μικρής, χωρίς να κατανοεί το όνομα των αρχαίων μύθων.

- 18 -


Εγώ ακολουθώ την άκρη των κυμάτων, οδηγώντας στη μεγάλη ασυνειδησία των καιρών, προς το ακαταμάχητο τίποτα. Η νύχτα των επιπλεόντων φυκών πλησιάζει και ψιθυρίζει ένα φως: «Ο κόσμος σου είναι κενός». Μακάρι να μην είμαι εγώ ο Μινώταυρος, χαμένος στην παράνοια της ύπαρξης. Τα διαμάντια της θάλασσας αστράφτουν στις παλάμες γιατί κανένας δεν θυμάται το όνομα των μύθων. (Από το βιβλίο Ηρακλής Μαινόμενος, Εκδ. La Palma, 2012)

- 19 -


Ραφαέλ-Χοσέ Ντίας (Rafaél-José Díaz, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1971) Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Λαγκούνα, διετέλεσε Λέκτορας Ισπανικών στο Πανεπιστήμιο της Τζένα και της Λειψίας. Διεύθυνε το περιοδικό Paradiso. Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης, δοκιμίων και διηγημάτων. Έχει βραβευτεί με το Βραβείο Ποίησης Tomás Morales και Pedro García Cabrera. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά. Ο ίδιος έχει μεταφράσει Arthur Schopenhauer, Hermann Broch, Philippe Jaccottet, Gustave Roud, Pierre Klossowski, Jacques Ancet, Fabio Pusterla, Ramón Xirau και William Cliff. Αυτή τη στιγμή, είναι καθηγητής στο I.E.S. Pintor Antonio López στη Μαδρίτη. Ανατρέξτε στο blog του.

- 20 -


Παιδί Παραδομένο Το παραδομένο παιδί που νιώθει το φύλο βυθισμένο στα σπλάχνα του να φτερουγίζει όπως το ράμφος από ένα αποχαυνωμένο κολιμπρί ή όπως ολάκερο το κορμί ενός νεαρού κι εκστατικού ερπετού είναι το κέντρο του κόσμου σ’ αυτή την παραλία την απομακρυσμένη απ’ τον κόσμο αν το δέρμα του επιχριστεί με άμμο καθώς βράζουν κυριευμένα τα σπλάχνα του και τα μάτια του δεν βλέπουν περισσότερο από ένα αμάλγαμα της θάλασσας και της επιθυμίας. Εγώ είμαι ένα τίποτα, αυτό είναι τα πάντα αυτό στη στιγμή αυτή, αυτό που παραδίδεται στους χίλιους σπασμούς του οποίου η άσπλαχνη μετάφραση είναι πως ο χρόνος του είναι άλλος, ένα λουλούδι σχεδιασμένο χωρίς ορατά περιγράμματα, μια πηγή στο κέντρο του κορμιού του. Κάν’ το να στριφογυρίσει μέχρι, εξαντλημένο, να νομίσει πως χόρεψε σε οποιαδήποτε φανταστική στάση, να συλλογιστεί τη φθορά του σαν μια υποταγή, σαν μια παράδοση, δεν είναι περισσότερο από το πενιχρό βραβείο γι’ αυτόν που φύλαξε τις πύλες της Εδέμ. (Ανέκδοτο)

- 21 -


Ερωτήσεις στη Ζωή Ακόμα μια φορά, ρωτάς την ήσυχη ζωή σου: τι θα γίνει με σένα, ζωή, προς τα πού κατευθύνεις, σιωπηλή, τα βήματά σου, αν το ξέρεις, αν ίσως ξέρεις κάτι γύρω από εσένα την ίδια, ζωή αντιμέτωπη με το ίδιο σου το κενό, ζωή αποχωρισμένη από την αυθεντική ζωή; Κι εκείνη ησυχάζει, αφού ξέρει πως η μοναδική απάντηση υπερβαίνει την ερώτηση. «Εγώ θα ήθελα», σου λέει, «να θυμάμαι τον εαυτό μου χωρίς να με ζω καν, ή να με ζω χωρίς σχεδόν να με θυμάμαι, να νιώθω ακόμα μια φορά το άγγιγμα των πραγμάτων χωρίς να μπορώ να συλλογιέμαι ύστερα κάποια σκιά από το άγγιγμα της σκιάς των πραγμάτων, να με ζω στο μέγεθος ενός πόνου που γεννιέται απ’ το παρόν το πιο ηδονικό και όχι στην επισφαλή ειρήνη και σχεδόν μεταθανάτια των κουραστικών τελετών, των δουλικών στάσεων.» Σου λέει αυτά τα λόγια τα οποία η σιωπή καταβροχθίζει σε άλλο απόγευμα πιο πολύ κορεσμένη από τον ίδιο της τον εαυτό. Κι εσύ, που ρώταγες, παίρνεις το δρόμο προς κάθε απάντηση δεν είναι παραπάνω από ένα όριο ακόμα που σε χωρίζει από μια νέα ερώτηση. (Ανέκδοτο)

- 22 -


Πορτραίτο Είναι γυμνός στο σπίτι και, σαν ένας σκύλος, καταβροχθίζει ότι βρίσκει: σκουπίδια, ωμό κρέας σε κόκαλα από νωπά πτώματα˙ αν έχει διάθεση μαζεύεται για να αφοδεύσει και τα ίχνη του σάλιου του διαχέει στα χαλιά, στις πολυθρόνες και στα μαξιλάρια στα οποία οποιαδήποτε ώρα, αργότερα, θα γείρει για να κοιμηθεί, χορτασμένος, σε στάση πλαδαρή. Στο ξύπνημα τους γαβγίζει σε σκιές που δεν ξέρει αν γεννήθηκαν από ένα όνειρο ή από το δικό του μαζεμένο, μεμψίμοιρο κορμί, ενώ τεντώνεται. Οσφραίνεται τα δωμάτια, χτυπάει τη μουσούδα στις γωνίες πριν ξεράσει και γρυλίζει σαν να ήταν ένας σκύλος εγκαταλελειμμένος, μη ξέροντας πως δεν είχε ποτέ έναν ιδιοκτήτη, πως ποτέ δεν υπήρξε ζεστασιά κοντά στο κλάμα του και πως κανείς δεν θα ροκανίσει τα κουβαριασμένα κόκαλά του. (Ανέκδοτο)

- 23 -


Κοριολάνο Γκονσάλες Μοντανιές (Coriolano González Montañez, Σάντα Κρουζ, Τενερίφη, 1965) Έχει σπουδάσει Ισπανική Φιλολογία. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία ποίησης και έχει λάβει μέρος σε ανθολογίες σύγχρονης ποίησης των Κανάριων Νησιών, ποίησης σχετιζόμενης με το ιαπωνικό είδος χαϊκού καθώς επίσης και ποίησης μεταφρασμένης στα ρουμάνικα. Ως κριτικός έχει κάνει δημοσιεύσεις σχετικά με τον Eugenio Millet Rodríguez. Έχει μεταφράσει από τα ρουμάνικα το El camino hacia Tenerife (drumul spre tenerife), βιβλίο του Eugen Dorcescu. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ρουμάνικα, στα γαλικιανά και στα αμασίκ. Ανατρέξτε στο blog του.

- 24 -


Επτά Συναντήσεις κι ένας Επίλογος για έναν Άυπνο One of these days (βερσιόν στην Πομπηία). Pink Floyd 1 Η εικόνα της γυναίκας που ζεματίζει με λάδι που βράζει το χέρι και του άντρα που του καίγονται τα χείλη ενώ του φιλάει το δέρμα για να του καταπραΰνει τον πόνο. Το ξεφλουδισμένο στόμα που ψάχνει σε άλλο στόμα την ανάσα που αποκοιμίζει την κραυγή, το παθιασμένο σάλιο που γιατρεύει με τη σειρά του. Ο Μιγκέλ Τόργκα έγραψε: «Πάει πολύς καιρός που δεν έχω γράψει ένα ερωτικό ποίημα». 2 Φωτογραφίες κιτρινισμένες. Τα πρόσωπα μαραζωμένα που πια κανένας δεν αναγνωρίζει. Στίχοι γεμάτοι από ρωγμές, από χαμούς, από νοσταλγία. Το πάθος με είχε κάνει ξένη και ξαφνικά το ξεχείλισμα. Η πράξη της γραφής μόνο αυξάνει την ανάγκη της επιμονής, της πίστης πως το ποίημα είναι απαραίτητο. Ο Μπόρχες έγραψε: «Το να είμαι μαζί σου ή το να μην είμαι μαζί σου είναι η μέτρηση του χρόνου μου». 3 Το βλέμμα που προφυλάσσει τα όνειρά μου αυτή τη νύχτα˙ η πεποίθηση πως ακόμα και μες στο σκοτάδι θα ήμουν ικανός να σε συναντήσω˙ το αβέβαιο πέρασμα από τα μισοφωτισμένα σοκάκια σε πόλεις φανταστικές: η ήττα. Ο Ραφαέλ Καδένας έγραψε: «Οι αναγνώστες της ποίησης ψάχνουν, στο βάθος, αποκαλύψεις». 4 Μια λέξη που θα διέσχιζε τις αποστάσεις, το χρόνο, που θα θέριζε και που θα καρφωνόταν στο ενδότατο του εαυτού μου για να με αγκυροβολήσει σε ένα καταφύγιο και να αναμείνω την έλευση του χειμώνα. Ο Οκτάβιο Πας έγραψε: «κάθε ποίημα είναι χρόνος και καίει». - 25 -


5 Το δέρμα, το άρωμα. Δεν υπάρχει άμμος στις παραλίες της εξορίας. Στη μια πλευρά του γυαλιού το κρύο˙ στην άλλη, η ζέστη. Άμα τα χέρια μας συναντηθούν. Ο Μάριο Λούτσι έγραψε: «Τι νύχτα από μακριά προετοιμάζεται στην ομίχλη». 6 Ένας αέρας μεστωμένος ενός καιρού που έμεινε παραγκωνισμένος μες στους ιστούς των αραχνών εκείνου του παλιού σπιτιού, με μεταφέρει υπνωτισμένα προς εσένα: αναπνέοντάς σε, πίνοντάς σε, ζώντας σε. Όντας ένας και μη ξυπνώντας. Ξαφνικά, η βροχή επέστρεψε ετοιμοθάνατη και τυφλή. Η φωνή σου με γεύεται, με μυρίζει, τη νιώθω βροχή. Η φωνή σου είναι βροχή. Ο Ύβ Μπονφουά έγραψε: «αφού υπάρχει βλέμμα μόνο σ’ αυτό που πεθαίνει». 7 Ο Νικ Μέισον χτυπά με επιμονή τα ντράμς τη νύχτα της Πομπηίας. Οι όψεις των ερειπωμένων τοίχων μοιάζουν να συνοδεύουν με κραυγές και θρήνους. Τη στιγμή της μεγαλύτερης έντασης μια μπαγκέτα του ξεφεύγει κι ο ντράμερ, ευέλικτος, αρπάζει άλλη. Αυθορμητισμός και ενθουσιασμός, αδελφωμένοι με τη φωτιά και τις ροές της λάβας του ηφαιστείου. Γέννηση, θάνατος, ανάσταση. Στις στάχτες μόνο υπάρχει ατίμωση και λήθη. Ο Ρότζερ Γουώτερς ουρλιάζει: «Μία από αυτές τις μέρες θα σε κόψω κομματάκια».

- 26 -


8 Ακόμα δεν έχω μάθει να προφέρω το όνομά σου. (Από το βιβλίο Επιστροφή (The dream is over), Εκδ. Idea, Santa Cruz de Tenerife, 2009)

- 27 -


Η φωτογραφία δείχνει την εικόνα ενός νεαρού άντρα που κρατά ένα μωρό λίγων μηνών και δίπλα σ’ αυτούς μια γυναίκα που είναι μητέρα και γιαγιά. Βρίσκονται δίπλα σε ένα παράθυρο που πρέπει να βλέπει στο δρόμο κι ένας μεγάλος πίδακας φωτός διασταυρώνει το στιγμιότυπο σε διαγώνιο φθίνουσα απ’ τα δεξιά στ’ αριστερά. Το άσπρο και μαύρο της φωτογραφίας τονίζει τη φωτεινότητα. Υπάρχει μια λεπτομέρεια που δείχνει τον αυθορμητισμό της στιγμής: ο νεαρός άντρας έχει τη ζώνη ξεκούμπωτη. Έχω αναμνήσεις καθημερινές από εκείνον τον άντρα. Τελευταία με κατατρύχουν εκείνες στις οποίες ξυριζόταν. Θυμάμαι το ξυρισμένο πρόσωπο του νεαρού άντρα, του ώριμου άντρα, του άντρα στο σημείο του θανάτου, αν και αυτό δεν το ήξερε κανείς. Θυμάμαι τις υποδόριες τρίχες που αντιστέκονταν στο ξυράφι. Θυμάμαι ακόμα όταν με ξύρισε για πρώτη φορά στα δώδεκά μου χρόνια. Αλλά με τον ίδιο τρόπο που αυτές οι αναμνήσεις με κατατρύχουν, το κάνει επίσης κι η αμφιβολία, η οξεία αμφιβολία πως στην πραγματικότητα δεν μένουν αναμνήσεις αλλά εικόνες άλλων φωτογραφιών που αντικαθιστούν το κενό πια όχι μόνο στο νου αλλά και στα συναισθήματα. Πραγματικά αγαπάμε εκείνο και εκείνους που έχουν φύγει; Δεν θα κατοικήσουν αυτές οι συγκινήσεις στα χαρτιά, στις φωτογραφίες, στην ύστατη ανάγκη του να μην αναγνωριστεί πως μόνο στην αμεσότητα υπάρχει αγάπη και μίσος; Θα είναι ο θάνατος όχι μόνο μια λέξη αλλά μια ψυχική κατάσταση που μας συνοδεύει γιατί όλοι οι καθημερινοί θάνατοι μας οδηγούν στο τέλος και στην εγκράτεια;

- 28 -


Το σπίτι πια δεν υπάρχει. Πάνε πολλά χρόνια που δεν υπάρχει παράθυρο για να εισχωρήσει το φως και, γι’ αυτό, ούτε η πιθανότητα να ξεπροβάλλω σε μια προσπάθεια αναβίωσης φωτογραφίας και παρελθόντος. Το σπίτι κατεδαφίστηκε για να κτιστεί άλλο που πήρε τις αναμνήσεις του, τις σκιές του. Τίποτα δεν απομένει πια αλλά το φως όταν διαπερνά τα τζάμια… (Από το βιβλίο Άλλη Ακτή (Τετράδια του Γκιγιέρμο Φόντες), Εκδ. Baile del Sol, Santa Cruz de Tenerife, 2008)

- 29 -


Ο Τζίμι Χέντριξ στην Παραλία της Πουντίγια Στην άμμο, μέσω των ακουστικών, ακούω τον Τζίμι Χέντριξ στο Γούντστοκ. Στο βάθος η καταλαγιασμένη διάδοση των κυμάτων. Έχει πανσέληνο και η παλίρροια είναι μεγάλη. Σιγά σιγά φέρνει την άμμο που η θάλασσα του χειμώνα σήκωσε. Τα βότσαλα εξαφανίζονται˙ μία νέα παραλία, ένα νέο τοπίο. Αφαιρούμαι στον καθαρό ορίζοντα. Ο ήλιος πέφτει. Ίσως η πράσινη αχτίδα. Τα παιδιά μου μες στο νερό, πάνω σε ένα στρώμα θαλάσσης, επίσης παρατηρούν και αναμένουν. Την τελευταία στιγμή ένα σύννεφο εμποδίζει το φαινόμενο. Τα παιδιά βγαίνουν τρέμοντας και σκεπάζονται με την πετσέτα. Αύριο. Hear my train a’comin. (Από το ανέκδοτο βιβλίο Κείμενα της Εξορίας)

- 30 -


Τζόρντι Ντόθε (Jordi Doce, Γκιχόν, 1967) Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης, έχει μεταφράσει W. H. Auden, William Blake, T. S. Eliot, Ted Hughes και Charles Tomlinson ανάμεσα σε άλλους και έχει εκδώσει επίσης πεζά, μελέτες, άρθρα και δοκίμια σχετικά με σημαντικούς ποιητές και την τέχνη. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Casa de America. Έχει διατελέσει Λέκτορας Ισπανικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και τώρα συντονίζει το εκδοτικό τμήμα του Κύκλου Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Ανατρέξτε στο blog του.

- 31 -


Μια Ζωή 1. Εδώ και τώρα. Χωρίς γιατρειά. Τυφλά χτυπήματα. 2. Γεννήθηκε με ξεχωριστές φράσεις χαραγμένες στις παλάμες των χεριών του. Η φράση του αριστερού χεριού γράφτηκε απ’ την καλή η φράση του δεξιού, απ’ την ανάποδη. Όταν δίπλωνε ένα από τα χέρια του σε μια γροθιά η παλάμη του άλλου ακτινοβολούσε. 3. Εκλεκτός στην τυχαιότητα. Ανασφαλής και ευμετάβλητος. Νήμα αίματος, σύντομο όπως η πτώση ενός φύλλου. 4. Εκείνη ήταν μια προέκταση του κορμιού του. Εκείνη ήταν το απόλυτο όριο του κορμιού του. Κορώνα ή γράμματα, νόμισμα σιωπηρό για την είσοδο στον κόσμο. 5. Παιδί αβέβαιο. Έβρεχε τα πόδια στο νερό, δειλά. Κάθε φορά που γελούσε, μια εκτεταμένη παλίρροια περιέλουζε τον ύφαλο των ωρών. 6. Τα πράγματα δεν ήταν αυτό που φαίνονταν. Θέλησε να τα βοηθήσει. 7. Ζώα σε κάθε στιγμή, να τρώνε από το χέρι του. Εκεί πέρα μακριά, η αιωνιότητα. Ένας ουρανός στον οποίο πάντα συμβαίνουν θαύματα, ένα πρόσωπο που τον παρατηρεί και που του λέει λόγια. Μεγάλα κύματα χτυπούν την παραλία κι εκείνος ακούει τον παλμό του αίματός του, εμφατικό και χωρίς νόημα. 8. Όλα ήταν δύσκολα. Έπρεπε να σταματήσει προτού μιλήσει. Έπρεπε να πάψει προτού πετάξει. 9. Αυτή η σκέψη κάνοντας φιόγκους στο κενό. Αυτή η σκέψη πατώντας τα νερά της λίμνης. Η ωραία έλλειψη βαρύτητας. 10. Γιόρτασε την ενηλικίωσή του βλέποντας να περνάνε τα σύννεφα. Δεν κατάφερε να διακρίνει καμία μορφή. 11. Κάποιος ήθελε να τον πείσει για το αντίθετο. Αφέθηκε να φλερτάρει. 12. Πομπές μυρμηγκιών περιμάζευαν τις φράσεις τους και τις μοίραζαν στα δυο και στα τρία. Καθένα διάλεγε την εκλεκτή του, την κουβαλούσε σπίτι ανάμεσα στα δόντια, τη γλύκαινε με νυχτερινά σάλια, τη χολή των υποψιών.

- 32 -


13. Ο δρόμος διασχιζόταν από γέφυρες που πήγαιναν κι έρχονταν σε όλες τις κατευθύνσεις, και ήταν γυναίκες κυρτωμένες στις πιο ανόμοιες στάσεις, γυμνές, δείχνοντας με υπερηφάνεια το ημίφως μαγνητισμένο απ’ τα γεννητικά τους όργανα. 14. Αν μονάχα μπορούσε να συγκρατηθεί. Αν μονάχα μπορούσε να κρατήσει, πουλί παλλόμενο, ο χρόνος ανάμεσα στα χέρια του. 15. Το κεφάλι στα σύννεφα. Βιβλία καλά τακτοποιημένα στις ραφιέρες. Το ακορντεόν του γεννητικού οργάνου εμψυχώνοντας τις ώρες, τις συστολές και διαστολές του. Καρδιά προειδοποιημένη. 16. Τα φαντάσματα ροκάνιζαν την πόλη και δεν υπήρχε μέρος για τους ζωντανούς. Χτύπησε ξύλο. Έφαγε χωρίς εγκράτεια. 17. Σύννεφα γύρης στο πλάγιο φως της εσπέρας. Ένας αέρας λεπτός κινεί τις ακακίες και ξυπνά αμφιβληστροειδείς χιτώνες, αναλαμπές, βραδύνουσες ακολασίες. Εσύ είσαι το όνειρό μου, πράσινο όνειρο της ύπαρξης, εύθραυστο αλλά διαρκές. 18. Το να είσαι αόρατος δεν είναι τόσο επίπονο, σκέφτηκε. Περπατώντας μες στο πάρκο κι ωσότου οι ρίζες να καθυστερήσουν να απαντήσουν. Τα παιδιά με διαπερνούν με τα παιχνίδια τους. Οι γυναίκες είναι κουρασμένες από τους πατεράδες τους. Είμαι μια χούφτα στάχτης που προσδοκά έναν ευνοϊκό άνεμο. Είμαι το εκλεκτό χέρι για να με ανεμίσω. 19. Για ποιο λόγο η φαντασία. Τα τέρατα έγιναν υπερβολικά πραγματικά. 20. Το πρώτο που είδε ήταν ένα βλεφάρισμα, τις δυο ράβδους των πύργων του να σπινθηροβολούν στον ήλιο. Την πόλη της επαγγελίας. Στην αρχή δεν θέλησε να τη δει. Όλα τεράστια, φανταστικά όπως ένας χοντροκομμένος αντικατοπτρισμός. Μόνο τα βήματά του δεν έλεγαν ψέμματα. Μόνο τα βήματά του τον καταδίκαζαν. 21. Τυφλά χτυπήματα. Χωρίς γιατρειά. Εδώ και τώρα. Εν τέλει. 22. Τίποτα δεν συνέβη. Τίποτα δεν άφησε ποτέ να συμβεί. (Από το βιβλίο Σκύλοι στην Παραλία, Εκδ. La Oficina, Madrid, 2011)

- 33 -


Τότε Όταν ο κόσμος μετατράπηκε στον κόσμο το φως έλαμπε σαν από συνήθεια πάνω από ένα ρολόι αδιάφορο, ο αέρας ήταν γεμάτος ξεκινήματα και χίλιες φορές σε χίλιες διαφορετικές οδούς κάποιος παραπατούσε σε μια πέτρα κι εκείνη η πέτρα του άνοιγε τα μάτια˙ ήταν η ευκαιρία που όλοι περιμέναμε για να πάρουμε τις ίδιες αποφάσεις, για να φιλήσουμε εκ νέου το ίδιο έδαφος, για να πούμε τα αντίο του προχθές˙ και το πρόσωπο αγαπημένο και συνηθισμένο που προσποιούταν ν’ ακούει ή προσέφερε ένα χέρι αφηρημένο διαχωρίστηκε και πάλι πριν της ώρας του. Πίσω από τα παράθυρα το ημίφως μεγάλωνε, ένας γλάρος τα σκουπίδια σκάλιζε και τα παιδιά έπαιζαν σχεδόν στα τυφλά αδιαφορώντας για τις κραυγές των μητέρων τους. Ήταν μια οποιαδήποτε μέρα κάτω από τον ουρανό, με το θόρυβο του βάθους της στις φλέβες μας και την αιθάλη της νύχτας να εξαλείφει εγγύτητες. Όποιος φύλαξε ένα νόμισμα στην τσέπη του, δεν έγινε πιο πλούσιος το πρωί. Τίποτε δεν συνέβη που να μπορεί να ενθυμηθεί κανείς, κανένας από εμάς δεν συνειδητοποίησε πότε ο κόσμος μετατράπηκε στον κόσμο. (Ανέκδοτο, 2009)

- 34 -


Με τα Μάτια Ανοιχτά στην Ακτή του Κόσμου Ήταν οι καιροί της νέας λιτότητας. Τζάμια σπασμένα στις βιτρίνες κι ο άνεμος να διασχίζει τα ρολόγια˙ πρόσωπα που δεν αιχμαλωτίζανε οι καθρέφτες και λέξεις λεκιασμένες απ’ την πείνα. Οι σκύλοι πήγαιναν κι έρχονταν στη γειτονιά μιμούμενοι των δέντρων τις γκροτέσκες μορφές. Στις βόλτες τους σχεδίαζαν ένα τροπικό δάσος αρωμάτων και στου τροπικού δάσους το βάθος έναν λαμπερό ναό γεμάτο από πουλιά που δεν θα ακούγαμε ποτέ. Όλος ο κόσμος έβγαινε με βαλίτσες, μετακινούμασταν χωρίς διάθεση να ταξιδέψουμε. Μακριά απ’ την καχυποψία των αυλών ο ουρανός έθετε εξισώσεις ακατανόητες όπως η ομιλία των εραστών. Πολλές φορές ο ήλιος έλαμψε δια της απουσίας του, πολλές φορές τον κάναμε στα όνειρα να λάμπει. Κάθε μέρα κατά τη διάρκεια ενός χρόνου έφταναν γράμματα από μέρη για να τα εξερευνήσουμε, λευκά γράμματα για τον νεκρό πατέρα μου. Και ο ταχυδρόμος, με το πρώτο φως, ξεκουραζόταν σε ένα παγκάκι της γωνίας για να καταλαγιάσει τη δίψα του στην επίμονη ομίχλη που δάγκωνε τα βήματά του. (Ανέκδοτο, 2009)

- 35 -


Μιγκέλ Άνχελ Γκαλίντο (Miguel Ángel Galindo, 1973) Έχει σπουδάσει Φιλοσοφία και κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Νομική. Έχει εκδώσει σχεδόν 20 βιβλία και έχει βραβευτεί στην Ισπανία και στη Γαλλία. Ήταν ομιλητής στις εννιά εβδομάδες της Ποίησης των Κανάριων Νήσων (Ateneo de La Laguna, Τενερίφη, 1995). Έχει λάβει μέρος σε ανθολογίες που αφορούν στη λογοτεχνία των Κανάριων Νήσων και της Ισπανίας γενικότερα. Μερικά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά για το τμήμα αγγλικών και αμερικάνικων σπουδών του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ και στα ελληνικά για το ηλεκτρονικό περιοδικό Vakxikon.gr.

- 36 -


I Ονειρεύτηκα πως ήσουν ζωντανός, ραίνοντας τις πληγές δυο ατόμων Τη σφραγίδα στο δέντρο που καρατομεί τη μητέρα. Το δόγμα μου έχει διαλυθεί στη γλώσσα του νεαρού Πούφεντορφ. Τον είδα να πεθαίνει σε αρκετές περιστάσεις, τον φίλησα Με τα χέρια δεμένα στην όιλ διάλεκτο του ταράνδου, δράττοντας πανικούς Νατουραλισμούς, ταβέρνες που πυροδοτούν το άσμα των πρωτοπόρων: Η αθλιότητα δεν είναι ένα ιερό μυστήριο. Ονειρεύτηκα πως έφτιαξες ξανά ψωμί μες στο γκρεμό & πως το μοίραζες Ανάμεσα σ’ εκείνους που ξεγύμνωσαν την μάρτυρα Καταλίνα ενώ Πυροβολούσαμε μία βραδεία ανάβαση στους ουρανούς της ακαθαρσίας. Πόσες έρημοι ταλάντευσαν την ανέγγιχτη ευτυχία μας. II Νοσταλγώ τη λιωμένη ουσία απ’ το κερί των παιδιών Που ονειρεύονταν κεφάλια στην αποτύπωση. Το χνάρι θα είναι για όλους ίδιο, ξηρό, απελπισμένο. Κοίμησέ τη προτού μας λείψει να οργώσουμε καρδιές Στην ιχνογραφία των φανατικών που συγκαλύπτουν την ενάρετη αγάπη. III Πλύθηκα σε ύδατα που άπλωναν χέρια σε αγίους Βάφτισα άλλα κορμιά, στόματα αδελφικά Φοράδες που στράφηκαν στις επαρχίες, κόρες που ορκίστηκαν να μετατραπούν Σε σπίτια βαμμένα πράσινα αλλά που ποτέ δεν επέστρεψαν. Οι πνιγμένοι του Νερέτβα έκαναν έφοδο στο ποίημα: Δεν υπάρχει τρικυμία στην αγροικία. Δεν υπάρχει αφθονία από καρδιές Μάκτρα κατευνασμένα. Μένει μόνο ένας γερασμένος αρχειοφύλακας που σκαλίζει Μες στη γη, που γδέρνεται στις όχθες ενός καθρέφτη. Σβήνω από την όψη & από τις αναγγελίες Το ραμμένο αίμα των Λαγίδων.

- 37 -


IV Σταμάτησα να διδάσκω λογοτεχνία στις κόρες του Πόπλερ γιατί θέλω να γυρίσω να εγκατασταθώ στη φτωχολογιά. Αγγελολογίες, μίτρες απ’ αυτόν που λιθοβόλησε τον έρωτα ηχώντας ξερόκλαδα σε αλσύλλια & διαδρόμους, εκθηλύνοντας ένα γάβγισμα, συννεφιάζοντας λίτρα ιδρώτα χρηματιστηριακού. Όλες οι τηλεοράσεις της μεγάλης οροσειράς διαλύουν το σύννεφο. Μαύρες καρδιές από πηλό γκρεμίζονται πάνω στο εθνικό συμπόσιο, μπαλώνουν χαμόγελα επώασης. Αναμεταδίδουν την καθημερινή τελετουργία. Πυροβολισμοί. Η κόμη του χρηματιστή ξεκολλάει γιατί μένει μόνο μια ζωή στους εχθρούς των σταγόνων της Αμερικής & οι πυρομάντεις μου φωνάζουν δυνατά από το προεδρικό γκαράζ. Μου πετάνε τις σύριγγές τους, τρώνε από το πρόσωπο του πατρός, απ’ το διαβητικό του σώμα αποτελούμενο από Νέον. Εγώ θα κοιμηθώ στο Λεπροκομείο της Ανατολής γιατί ξέρω πως εκεί, κεκαλυμμένος από τις προσμείξεις των αγγέλων, δεν θα υποφέρουν κατά μόνας τα φαντάσματά μου. V Βρέφος με σκήνωμα, ακτινοβόλησε στα ξύλα Τις σημειώσεις σου για την καταγεγραμμένη Yērushalaym. Οι ορφικοί θα σου υπαγορεύσουν τα αινίγματα Πώς να συλλαμβάνεις τους ενόχους Ενώ ακονίζεις τη μάχαιρα της εσχάτης Επιφάνειας στη Γη. Η εικόνα της αναζήτησης είναι υπερβολική: Σήμερα αποκεφάλισαν το νεαρό μιγά. Η βραδύτητά του είναι η κατάπτωσή μου. Ακόμα θυμάμαι με τι ενθουσιασμό έμαθε να ξυρίζεται. Δάκρυα, ουγγιές που έχουν κοπεί Στις μυστηριώδεις επαρχίες του δουλεμπορίου. VI Γυρίζω στο νησί για να κόψω τα δέντρα Που προηγούνται αυτού του ποιήματος. - 38 -


Θαύμα Άγγελοι γνωστοί σαν Χάρυβδη επενδύουν Στο καραβόπανο της απελευθέρωσης. Βλεφαρίδες, αδένες, κουκέτες κραυγάζουν Στον ιδρυτή της ζωής. Ξεκουράζομαι ανάμεσα στους πνιγμένους της ύστατης νύχτας. Είμαι στη λίστα, τα ονόματά μου αγγίζουνε την κατοικία.

- 39 -


Παράδεισος Η σκιά της οξιάς ζευγαρώνεται άπειρη. Το στόμα του πατρός μαραίνει το εδρικό σπίτι Ξεφτίζει κάτι από ένδυμα σε περίπτωση που βρέξει στα αμαξοστάσια. Ο άγγελος τοποθετεί το γεννητικό του όργανο στην κουφάλα, κοπανίζει με οργή Αλλά ούτε καν σε μένα δεν έχει έλθει για να με πιάσει απ’ το χέρι Προτιμά τον ιδρώτα των πορνών που επικυρώνουν το Πιαμόντε. (Ποιήματα από το ανέκδοτο βιβλίο Εμφανίσεις, 2011)

- 40 -


Μάριο Μαντούκα Γκόμες (Mario Manduca Gómez, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1967) Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα (κατέχοντας τον τίτλο του Κύκλου Ανωτάτων Σπουδών στα Αγγλικά από την Επίσημη Σχολή των Γλωσσών) και Παιδαγωγικά (με ειδίκευση στην Παιδαγωγική και Διδακτική Μεθοδολογία) στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα στην Ισπανία. Συγγραφέας από την εφηβεία, μέλος της εταιρείας των συγγραφέων της Εξτρεμαδούρα Cálamus, έχει εκδώσει και δημοσιεύσει αρκετά έργα του σε ανθολογίες και περιοδικά και έχει επίσης δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με τους ιθαγενείς βορειοαμερικάνους στο περιοδικό του Πανεπιστημίου της Λαγκούνα El Barraquito. Ανατρέξτε στο blog του.

- 41 -


Ο Μαθητευόμενος του Μάγου Γερμένο άφησα τον κρόταφό μου μέσα στην ασυνήθιστη περιφρόνηση μιας λέξης, κι από το όνειρο συνεπαρμένος δεν αντιλήφθηκα πως απομακρυνόταν εκείνη από μένα, ικέτευσα τα απόκρυφα να κρύψουν εκείνη τη σκοτεινή προφητεία και ντροπιασμένος απ’ αυτή κατέβηκα στο πιο μεγάλο βάθος της αβύσσου… Σαν ένα ρυάκι διέτρεξα προσεχτικό το μονοπάτι, που πια είχε σημανθεί, και κουλουριάστηκα κρυμμένος μες στη μηχανορραφία μέσω της αθέτησης εκείνης της συμφωνίας. Ποιος θα μπορούσε ίσως να μου δανείσει κάποια μούσα ακόμα κι αν ήταν ήδη μεταχειρισμένη; Ή ίσως να μου παραχωρήσει για κάποιο χρόνο την κυριότητα ενός μονάχα των δακρύων της… Από τότε την απύθμενη κόλαση των νικημένων ποιητών διατρέχω, ικέτης πάω ολοφυρόμενος κάποια ρίμα που πίσω στα ίχνη μου ανατρέχω, και σας ομολογώ πως δεν βρίσκω βάλσαμο που να μπορεί να μετριάσει τόσο αξιολύπητη οδύνη. Αν κάποιος ξέρει από λέξεις, στίχους ή από κάποια σύντομη ωδή, να πάρει αυτά τα δεδομένα και να έρθει σε επαφή με αυτόν τον βάρδο χωρίς γη… Εγώ είμαι, αν θέλει να το ξέρει κάποιος, εκείνος ο παράλογος μαθητευόμενος του μάγου, που δοκίμαζε αποτυχημένα ξόρκια, συνεχώς, είμαι ένα μαντείο άνεργο, είμαι ένας τύραννος χωρίς βασίλειο στη δυστυχία ξεπεσμένος, τι θα διηγηθώ σ’ εσάς που δεν ξέρετε για μένα και που δεν έχει αφηγηθεί, εγώ, είμαι ο γελωτοποιός αυτής της ιστορίας, που ακόμα, δεν έχει μπορέσει να εξιστορηθεί… (Από τη Λογοτεχνική Ανθολογία του 2007 Del tálamo al cálamo (Από τον θάλαμο στον κάλαμο) της Εταιρείας Συγγραφέων της Εξτρεμαδούρα Cálamus, Cáceres (Extremadura), España)

- 42 -


Αν Μπορούσα.... Αν μπορούσα μορφή να σου δώσω όταν μονάχα στα όνειρα εμφανίζεσαι. αν έστω μόνο μπορούσα να σε πλησιάσω όταν πολύ μακριά σε νιώθω. αν μπορούσα, μόνο με το να το επιθυμώ, να σου μιλήσω όσο διαρκεί ένα σύντομο λεπτό, αν μπορούσα μέσα σε σένα να εγκλωβιστώ όταν φτάνει ο χειμώνας ο σκληρός όλα θα άξιζαν τον κόπο….. Αν ήξερες πόσο καιρό περιπλανιόμουν δίχως να συναντώ ένα δρόμο. αν ήξερες την ένδεια ενός κόσμου που την ισορροπία του έχει χάσει. αν μπορούσες να μ’ ακούσεις στη σιωπή δίχως έναν ήχο να προφέρεις. θα ήξερες να καταλάβεις αυτό που νιώθω πως πια το έχεις καταλάβει, ξέρω…. (Ανέκδοτο)

- 43 -


Και Ποιος Είμαι Εγώ; Σήμερα εξορίζω τα συναισθήματά μου στη λησμονιά, που είναι το βάλσαμο που τις αμυχές επουλώνει, και καθώς σπρώχνω απαλά ενός παραπλανητικού προορισμού τα πανιά που αν και μοιάζει μακρινός, ανάμεσα στους στίχους μου σήμερα επιβιώνει… Το χρόνο θέλησα να συγκρατήσω με των δαχτύλων μου τις άκρες μην ξέροντας πως το έσκαγε σιγά σιγά κι ανεπανόρθωτα, με λέξεις έκανα αναχώματα που σταματούσαν των κυμάτων τις φουρτούνες αγνοώντας πως ήταν σαν στιλέτο η θάλασσα που το μνημονικό μου διατρυπούσε… Γι’ αυτό ψάχνω ανάμεσα στις τέφρες των αρχαίων κόσμων τα βλέμματα απορρίπτοντας, κάποια τελετουργία εξορίζοντας αποκηρύττοντας σαν άλλοτε τις πιο δεσμευτικές επιθυμίες που είναι σαν τα όνειρα τα παιδικά που όπως πάντα πια έχουν φύγει… Εγώ είμαι αυτός που έμεινε στις υποσχέσεις των αργοπορημένων χαραυγών πιασμένος είμαι εγώ αυτός που ολίσθαινε στης αδειανής ματιάς σου τη λαχτάρα προστατευμένος, στη σεμνότητα αυτού που τίποτα ποτέ δεν προσδοκά πλεγμένος στην απογοήτευση του να δει να φτάνει το πρωινό υποταγμένος… Εγώ είμαι εκείνος ο ληστής, που ζούσε απ’ την πνοή σου είμαι εκείνος που περπατούσε στο σύρμα των φιλιών σου και στα γλυκά πρωινά των καλοκαιριών της ασφυξίας εγώ ήμουν εκείνος που τρεφόταν με τη λάμψη των ματιών σου… (Ανέκδοτο)

- 44 -


Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα (Roberto García de Mesa) Είναι ποιητής, δραματουργός, θεατρικός συγγραφέας, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μουσικός και περφόρμερ. Έχει πτυχίο στη Νομική, επίσης διδακτορικό στην Ισπανική Φιλολογία με ειδίκευση στην Ισπανική Λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα (Τενερίφη, Κανάρια Νησιά). Ως ερευνητής, το πεδίο της ειδίκευσής του περιλαμβάνει τα φαινόμενα του μοντερνισμού στην Ισπανική Λογοτεχνία και στο Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο θέατρο του 20ου και 21ου αιώνα. Έχει εκδώσει 37 βιβλία που περιλαμβάνουν ποίηση, θεατρικά, σύντομα διηγήματα, δοκίμια και κριτικές μελέτες. Κάποια από τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γαλλικά και κάποια άλλα έχουν παιχτεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ανατρέξτε στο blog του.

- 45 -


Τραγικό Νόημα Όλοι φυλάμε με ζήλο το τραγικό νόημα της ζωής, όμως είναι το μυστικό μας. Έτσι ώστε κανένας να μην πρέπει να το μάθει. Άμα σε υποψιαστούν είσαι χαμένος. Θα σε εγκαταλείψουν πρώτα οι φίλοι σου, και, ύστερα, η οικογένειά σου. Όλοι θα το καταλάβουν, αλλά κανείς δε θα τολμήσει να το παραδεχτεί. Και, φυσικά, θα σε αγγίξει η ευθύνη του να είσαι ορατός, του να είσαι το κέντρο του στόχου των επιθυμιών τους. Οφείλεις να προστατευτείς. Οφείλεις τις συγκινήσεις σου να φροντίσεις. Οφείλεις να επιτηρείς αυτόν που τα συναισθήματά σου δείχνεις. Όλοι γνωρίζουμε τη μελαγχολία, αλλά απαγορεύεται να την ασκούμε. Είναι ένα ριψοκίνδυνο άθλημα. Δεν πρέπει να το παρατηρήσουν να αφήσεις. Εκείνοι και εκείνες, οι τέλειοι, αυτοί που σε διαβάζουν, αυτοί που ξέρουνε που πρέπει να σταθούν. Μόνο να αποκοπούν επιθυμούν από αυτές τις ενοχλητικές του παρελθόντος αντηχήσεις, άλλων ζωών όχι ζωηρών. Έτσι προσπάθησε να πάψεις άμα δεν θέλεις να σε ανακαλύψουν. Άμα το κάνουν, θα σου κλείσουν όλες τις πόρτες. Θα νιώσεις πως ξεφεύγουν από σένα, αλλά εκείνοι θα σε δουν απ’ τις σκιές κι απ’ τη συγκίνηση των λόγων σου θα φοβηθούν. Μια εμπειρία μιαρή μ’ αυτούς θα ζήσουν στις νυχτερινές στιγμές. Μία κρυφή ευχαρίστηση θα βρουν σ’ αυτές τις συγκινήσεις που ούτε που θα τολμήσουνε να εξομολογηθούν. Ναι. Το ξέρουν. Όλοι έχουν γνωρίσει το τραγικό νόημα της ζωής σε κάποιο απόκρυφο μέρος των ψυχών τους. Θα φτάσουνε να το σκεφτούν, αν και δεν θα το παραδεχτούν. Στις πιο προσωπικές στιγμές θα τρέμουνε από αγωνία, αλλά επίσης θα χαμογελάσουνε στη θέα της γιγάντιας εικόνας του ίδιου τους του κυνισμού. (Ανέκδοτο)

- 46 -


Αυτή τη Νύχτα Αυτή τη νύχτα εγκατέλειψα τα δάχτυλά μου μπροστά από ένα πιάνο, ερμήνευσα τα άσματα των νεκρών και χαμογέλασα μετά από το μουρμουρητό, μετά από τη συνειδητοποίηση, μετά από τις αυτόχειρες σκιές. Αυτή τη νύχτα διάβασα τις λέξεις ανάμεσα στα απομεινάρια του κορμιού μου, το μαύρο φως των φωτεινών μου ημερών, τις αστραπές του δέρματός μου που πριν πεθάνω με ευλογούν. Όλοι οι δήμιοι του κόσμου με έχουν διακριτικά καταδικάσει. Και καθώς ακούω το μουρμουρητό του ανέμου, ο νους μου έχει σαρωθεί από κάποια παράξενα χείλη. Εγώ ξέρω πως η μυστική μου κρυψώνα βρίσκεται κάτω από τη σκιά της θάλασσας. Οι λειχήνες μου εξομολογήθηκαν την ανυπομονησία τους. Κάτω από τα νερά δεν μπορούν να ακουστούν οι λέξεις του ανέμου. Ανάμεσα σ’ αυτά τα απομεινάρια ψάχνω τα μαραμένα μου ίχνη, την ίδια μου τη λήθη, τη μυστική φύση των πραγμάτων κι ένα μπουμπούκι διαφάνειας μετά το τέλος. Είμαι ένας φυλακισμένος αυτού του χαμένου πολέμου, αλλά κανένας πια δεν θέλει επιζώντες. Έτσι θα πρέπει να ακούσω το ίδιο μου το μουρμουρητό, την ίδια μου τη μορφή φωτός. Αυτή η σκοτεινή λιτανεία που με σέρνει προς τις μέρες χωρίς έξοδο, προς τα παγόβουνα, προς τη ρήξη όλων των φανταστικών κορμιών, βρίσκεται ανάμεσα στα δάχτυλά μου, όταν προσποιούμαι πως παίζω πιάνο τα μεσάνυχτα, όταν ακούω τις καμπάνες μιας εκκλησίας που αναγγέλλουν το τέλος της αιωνιότητας. (Ανέκδοτο)

- 47 -


Τα Ενδιάμεσα Διαστήματα (Αποσπάσματα) Ξεκινώντας την παρτίδα του σκακιού, το πιόνι βρίσκεται πιο κοντά στο κέντρο˙ επομένως, θα έχει πιο πολλές πιθανότητες να σπάσει τον πίνακα στη μέση. Φορές, η διάδοση της θλίψης μεταμορφώνεται σε ένα φτερούγισμα πεταλούδας. Η αληθινή ευτυχία συνίσταται στο να γνωρίζουμε ακριβώς από πού ερχόμαστε και για πού πάμε. Κι αφού ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το ξέρουμε με ακρίβεια, τότε θα είμαστε αιώνια δυστυχείς. Εκτός κι αν θεωρούμε πως η ζωή είναι ένα όνειρο και πως δεν έχει σημασία τίποτα απ’ όλο αυτό. Επομένως, θα μπορέσουμε να είμαστε υποκριτικά ευτυχείς. Το οποίο δεν είναι λίγο. Η ερήμωση κρύβεται κάτω απ’ τα ρούχα. Η απογύμνωσή μου, λοιπόν, είναι η εκδήλωση της ίδιας μου της ερήμωσης. Η ερήμωσή μου μαζί με άλλου ατόμου είναι η αίσθηση πως μαζί ξεχειλίζουμε το χάρτη της καταστροφής. Ένα ανθρώπινο ον αρχίζει να ζει όταν δεν αναγνωρίζεται ανάμεσα στις μάσκες του. Όλοι έχουμε πεθάνει κάποια φορά στη ζωή ή όλοι έχουμε πεθάνει πιο πολλές φορές απ’ όσες πιστεύουμε. Η απόλυτη καταιγίδα βρίσκεται εντός του ενός. Αρχίζεις να χάνεις την ελευθερία σου από το πρώτο λεπτό που σε ρωτάνε: Τι θα κάνεις μ’ εκείνη; Εγώ πιστεύω στα άγρια άλογα που ιππεύουν και ποδοπατούν το νου μου. Άλλοτε, οι άντρες κι οι γυναίκες συζητούσαν για το ποιος θα έλεγε την τελευταία λέξη, τώρα συζητούν για το ποιος θα προφέρει την τελευταία σιωπή. Υπάρχουν μέρες στις οποίες δεν αξίζουν οι δικαιολογίες. Υπάρχουν μέρες στις οποίες ένας μετατρέπεται σε κάτι που δεν έχει επιλέξει να είναι. Υπάρχουν μέρες τόσο παράλογες που δεν ξέρω πώς να τις ονομάσω… Οι μέρες με όνομα απώλειας. Γιατί όταν ένας μετατρέπεται σ’ εκείνο το κάτι, ένα μέρος παύει να υφίσταται, και κρύβεται στο άλλο. Και, φυσικά, έχεις χάσει κάτι από σένα. Κι εκείνο το καταραμένο και λασκαρισμένο κάτι είναι ανεπανόρθωτο. Υπάρχουν διόδια που πληρώνονται αργά ή γρήγορα για να τα περάσει κανείς ελεύθερα, για να φανταστεί την ερήμωση, για να ευχηθεί πως η ανθρώπινη καρδιά μπορεί να είναι

- 48 -


η χαρτογραφία η πιο πιστή του κόσμου. Τόσα διόδια σαν ελεύθερες αντιλήψεις. Τόσα, σαν απώλειες. Και είναι που οι υπόγειοι κόσμοι κάνουν να ρέει το νερό μες στα μυαλά μας. Το ίδιο νερό που πίνουν οι αυτόχειρες. Μια στιγμή κορυφαία από κάτι που γεννιέται χωρίς να είναι ορατό. Μία απόλυτη καταιγίδα που παράγει μια έκρηξη στα μάτια σου… Αλλά μην το πεις σε κανέναν. Η ζωή βιώνεται μονάχα μια φορά. Μου στέλνουν μηνύματα γραμμένα με ελάχιστα φωνήεντα. Μόνο σύμφωνα που δεν μπορούν να προφερθούν. Μόνο σύμφωνα σκληρά, ανήσυχα, γνώριμα, αλλά παράξενα. Τόσο παράξενα… Εγώ έχω ανάγκη να δω τα φωνήεντα. Έχω ανάγκη να νιώσω τα φωνήεντα στη ζωή μου. Γιατί ανάμεσα σ’ εκείνα κατοικεί η ψυχή των πραγμάτων, γιατί ανάμεσα σ’ εκείνα είναι δυνατό να συγκινηθεί κανείς. Με τα φωνήεντα μπορώ να φωνάζω ελεύθερα, με τα σύμφωνα ζω φιμωμένος. Εγώ πιστεύω πως όλα τα πολιτικά κόμματα του κόσμου ποτέ δεν σκέφτηκαν αληθινά το ανθρώπινο ον. Άν το πνεύμα βρίσκεται σε κρίση, αν το σώμα βρίσκεται σε κρίση (από την αρχή των χρόνων…), εγώ αναρωτιέμαι: ποια κρίση πραγματικά φοβόμαστε; Γι’ αυτό βρισκόμαστε εδώ: γιατί η πλήρης υποταγή ακόμα δεν έχει συμβεί. Χθες βράδυ ονειρεύτηκα με τη μελωδία αυτών που αποτυγχάνουν, επαναλάμβαναν πάντα τα ίδια λόγια: αγάπα με όπως κανείς δεν το έχει κάνει πριν. (Ανέκδοτο)

- 49 -


Μαρία Xοσέ Αλεμάν (María José Alemán Bastarrica, Λαγκούνα, 1967) Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης, έχει βραβευτεί για το έργο της και συντονίζει το τμήμα της Λογοτεχνίας του Ateneo της Λαγκούνα. Ανατρέξτε στο blog της.

- 50 -


Ξεφτισμένα Κρόσσια Όταν η σιωπή της νύχτας διακόπτεται από ένα μακρινό γάβγισμα κι αργότερα το μακρινό γάβγισμα διακόπτεται για να δώσει τη θέση του στη σιωπή, μοιάζει με μουσική. * Προτιμώ την ατέλεια στο μακιγιάζ που προσπαθεί να τη συγκαλύψει. * Όταν το σώμα είναι κουρασμένο φαίνεται πως ο νους σέρνεται πάνω σε ένα γέρικο άλογο. * Το να παρατηρώ τη μορφή μες στην οποία ο ήλιος μπαίνει απ’ το παράθυρο είναι η μόνη σοβαρή ασχολία που έχω σήμερα ως καθήκον. * Όλες τις μέρες την ίδια ώρα διασταυρώνεται με έναν άγνωστο και αυτομάτως μετατρέπεται στην άγνωστη με την οποία αυτός διασταυρώνεται όλες τις μέρες την ίδια ώρα. * Τρεις φορές έχει ανέβει στο βουνό μέχρι στιγμής αυτό το μήνα για να δείξει το βουνό στους ξένους, σαν να του ανήκε η επίδειξή του. * Είναι ένα θύμα του παρελθόντος του, μα όχι του πραγματικού αλλά αυτού που θυμάται. * Αποτριχώνει τα πόδια ενώ καπνίζει σαν ένα είδος του τσίρκου στο μπάνιο. *

- 51 -


Γερνάμε παρόλο που δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη ζωή. Όμως κρύβουμε το γήρας σαν να ήμασταν υπεύθυνοι για εκείνο το λάθος. * Το να χάνει κανείς τη μνήμη του πρέπει να είναι παρόμοιο με το να μην έχει ντουλάπα. * Το να κοιμάται κανείς είναι ένα μάθημα πρακτικό και καθημερινό πατροναρισμένο από το θάνατο. * Ένας συγγραφέας που πια δεν είχε τίποτα να πει εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του το σώμα που έγραφε. * Έχει συζητηθεί πολύ να γεμίζουμε την κανάτα με νερό, κάθε φορά που γεμίζουμε την κανάτα με νερό. * Μου αρέσει το καλοκαίρι γιατί, καθώς οδηγείς, αγγίζεις τα πόδια μου. * Ο νους μου είναι άδειος αλλά δεν ξέρω αν είναι ένα επίτευγμα ή μια εκδίκηση. * Δυο σκύλοι διασταυρώνονται στο δρόμο μου,ο ένας θα μπορούσε να είμαι εγώ κι ο άλλος επίσης. * Απελπίζομαι, αλλά δεν ξέρω ποια είναι η αιτία, ίσως μια υπέρβαση της υπομονής. (Ανέκδοτοι Αφορισμοί)

- 52 -


Ιβάν Καμπρέρα Καρτάγια (Iván Cabrera Cartaya, Τενερίφη, 1980) Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα, όπου επίσης σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Φιλοσοφία και εργάζεται ως καθηγητής Ισπανικών. Έχει βραβευτεί για το έργο του (Βραβεία ποίησης Pedro García Cabrera, Luis Feria, Flix Francisco Casanova, Julio Tovar, Emeterio Gutiérrez Albelo, Tomás Morales, Juventud-Cultura Canaria, Juan Ramón Jiménez). Συμμετείχε σε πολιτιστικά προγράμματα με κεντρικό άξονα την ποίηση, έχει παρουσιάσει ποιητικές συλλογές σε συνέδρια ποίησης στα Κανάρια Νησιά και έχει προλογίσει βιβλία. Ο ίδιος έχει εκδώσει βιβλία ποίησης, διηγημάτων, δοκιμίων, συνεντεύξεων, συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά και έχει συμβάλλει στη σύσταση της Εγκυκλοπαίδειας της Λογοτεχνίας των Κανάριων Νήσων. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.

- 53 -


Πεπρωμένο Γνωρίζω πως είναι από φωτιά το πεπρωμένο μου, όπως οι αζαλέες ξέρουν να αποβάλλουν εκείνη την ποσότητα του φωτός που πια δεν θα χρησιμοποιήσουν, το φως που πια δεν χρειάζονται και αγνοούν, στ’ αλήθεια, για ποιο λόγο τόσο. Ξέρω πως ακολουθώ μια γραμμή φωτιάς, όπως τα πουλιά στον αέρα ιχνογραφούν ένα τρίγωνο αόρατο υπαγορευμένο από το ένστικτό τους, και στην προσπάθειά τους παράγουν το φως που θα τους λείψει, όταν δεν αρκεί η πτήση για να δουν το τέλος. (Από το ανέκδοτο βιβλίο Πίστεις του Θέρους)

- 54 -


Λόγια σε έναν Βαρκάρη Πάνω από τη Σιωπηλή Θάλασσα Εγώ δεν ξέρω αν ακριβώς κινείς ανάποδα τα κουπιά γιατί υποχωρούν τα κύματα. Στων νεκρών τα φαράγγια ωριμάζουν τα κρασιά τα πιο όξινα του κόσμου. Σ’ αυτή τη γη μεγαλώνουν τα ερείπια όμοια με το φίδι της Γένεσης. Βγαίνεις τη νύχτα για να δέσεις ένα μπουκέτο παραληρήματος με γεντιανές γαλάζιες και μαύρες παπαρούνες. Το πρόσωπό σου διαγράφεται πίσω από δάχτυλα πλεχτά. Υπάρχουν χαμόγελα που πονούν, και κόβεις δάχτυλα αγγέλων για να κλείνουν, για να συνεχίζουν να κλείνουν, τα βλέφαρα του Θεού. (Από το ανέκδοτο βιβλίο Εργασία Απόκρυψης)

- 55 -


Πες, Πες Τώρα Πες μου εσύ αν φύλαξες αρκετή σιωπή για να κοιμηθείς με ένα λουλούδι λασπωμένο ανάμεσα στα χέρια. Πες μου εσύ αν σου μένουν στον άβακα λογαριασμοί για να εξοφλήσεις με το στόμα σαχιδικό όπου ενώνονται όλα τα ιδιώματα του κόσμου. Πες μου εσύ, το μάθημά σου τι προστάζει, τι φασιανό σε έναν νεκρό θα αγοράσεις όταν ανθίζουνε οι ζώνες στη θολωμένη οργή του θέρους. Δεν θα ήξερες τι να απαντήσεις. Δεν ξέρεις τι φέρουν οι υδρίες μιας οποιασδήποτε τελετουργίας ή ποια δυσοίωνη ζυγαριά σου ψιθυρίζει: «υπερβολικά ελαφρύ». Μόνο θέλησες να ατενίσεις τους διαυγείς καρπούς της πορτοκαλιάς. Εκτός από τον φευγαλέο αέρα, είσαι ίδιος με την άκρη της αύρας πιο ανάλαφρος. (Από το ανέκδοτο βιβλίο Εργασία Απόκρυψης)

- 56 -


Ραμίρο Ροσόν Μέσα (Ramiro Rosón Mesa, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1989) Σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα, έχει εκδώσει δύο θεατρικά έργα και μία ποιητική συλλογή και έχει ασχοληθεί επίσης με την προώθηση της λογοτεχνίας ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Έχει συνεργαστεί με περιοδικά λόγου και τέχνης αλλά και σημαντικούς καλλιτέχνες. Ανατρέξτε στο blog του.

- 57 -


Μονάχοι, Περπατάμε στα Βουνά […] Μονάχοι, περπατάμε στα βουνά ενός ακρωτηρίου του νησιού. Πατώντας τα μονοπάτια, διασταυρώνουμε τα αόρατα κατώφλια ενός βασιλείου μοναχικού. Πάνω στις νοτισμένες της νυχτερινής δροσιάς πλαγιές, όπου γεννιέται το χορτάρι, μαζεύουμε χαμομήλια και λεβάντες. Μυρώνοντας τα μακριά μαλλιά σου από το άρωμά τους, σε στέφω από λεπτεπίλεπτα κλαδιά. Περπατάς στο πλευρό μου, σαν ένα ουράνιο σημάδι. Κι ενώ καιγόμαστε ενωμένοι σε μια μόνη φλόγα διάφανη, σφαλίζουμε τα χείλη μας. Λέμε με βλέμματα αυτό που δεν θα πούμε ποτέ ενώ μιλάμε. Οι λέξεις μόλις που υπαινίσσονται την εσωτερική αναστάτωση που μας κινεί, την ακαταμάχητη που μας ενώνει δύναμη. Έχοντας λιώσει με του ήλιου την ανατολή, πίνουμε, αναπνέουμε την ομορφιά. Έχοντας μετατραπεί σε έμβιους αμφορείς όπου ωριμάζει ένα μυστηριώδες κρασί, αγγίζουμε με τις άκρες των δαχτύλων τον αέρα των κορυφών. (Ανέκδοτο)

- 58 -


Ένα Απογυμνωμένο Ιερό Κάτω από τα ψηλά νεφελώματα της εσπέρας, έρια ξηλωμένα στον ουρανό, ένας γλάρος μόνος γλιστράει σχεδιάζοντας, με τα φτερά του, έναν κύκλο αόρατο. Ο ωκεανός ήρεμος, μέσα κι έξω από τον μαύρο της παραλίας κυματοθραύστη, μεταμορφώνεται στο έδαφος ενός απογυμνωμένου ιερού, άδειου από τοίχους, άπειρου. Στο έδαφος καθρεφτίζονται οι γαλάζιες της στέγης αποχρώσεις, που διατηρείται μόνο στις κολώνες του κρυστάλλινου αέρα. Ο γλάρος γιορτάζει, στα ύψη, τους γάμους του ουρανού με τη γη, σχεδιάζοντας μιας συμμαχίας τη μορφή, εικόνα απ’ των συζύγων την ένωση. Εγώ κολυμπώ, κοιτάζοντάς τον σιωπηλός, σαν στο απογευματινό τοπίο να έβλεπα μονάχα τον αόρατό του κύκλο. (Ανέκδοτο)

- 59 -


Κύριε (Φόρος τιμής στον Όκεγκεμ) Μια δέηση ύψωσα, τρεμάμενη κι ανθρώπινη, απ’ τις φωνές της χορωδίας στο άπειρο. Μια δέηση ευλάβειας αναβλύζει, σαν μια δόνηση, απ’ το βαθύ έδαφος. Ο Θεός στην αγκαλιά του υποδέχεται τη μουσική, στου σύμπαντος τη μητρική σιωπή. Όλοι οι κόσμοι σιωπούν, μόνο για να συνδιαλεχθεί ο άνθρωπος με την καταγωγή του. Τίποτα δεν ταράζει το γαλήνιο άκουσμά μου, τη σιωπηλή κατάπληξή μου. Οι αστραφτερές της νύχτας διαδόσεις διακόπτουνε τα έκθαμβα αυτιά μου. Ξαφνικά, οι φωνές με σηκώνουν, με κύματα εναγκαλιζόμενα, απ’ τη γη, υψώνοντάς με στους ουράνιους κύκλους. Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουνε, στην πτήση, την άυλη αρμονία των άστρων. (Ανέκδοτο)

- 60 -


Κάρλος Χαβιέρ Μοράλες (Carlos Javier Morales, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1967) Είναι διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης και καθηγητής ισπανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τενερίφη. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και έχει ασχοληθεί με την κριτική σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης. Ανατρέξτε στη σελίδα του.

- 61 -


Σιγουριά Ένας άνθρωπος ερωτευμένος μπορεί να μιλάει για τη ζωή, τους ανθρώπους να πείθει και να τους ενώνει στο σκοπό του. Ένας άνθρωπος ερωτευμένος είναι ένας κίνδυνος: μπορεί να καταλύει τείχη, μάνταλα, και τα φέρετρα ν’ ανοίγει. Μέσα στη σάρκα του την πιο βαθιά αξιοκαταφρόνητος να είναι μπορεί γιατί όλη του η τύχη βρίσκεται στο άλλο κορμί˙ μπορεί να μη γνωρίζει τίποτα, αλλά θα μιλάει για πράγματα εμφανή, γιατί αυτού του κόσμου το μεδούλι θα αγγίζει: τις πιο γόνιμες ζώνες του και τα πληγωμένα του μέλη, και παθιασμένος με τα χείλη του φιλάει όλες τις επιπτώσεις του λατρεμένου δέρματος, που είναι το ασφαλές του λιμάνι. Ένας άνθρωπος ερωτευμένος ποτέ δεν είναι ανόητος και όταν σφάλλει, κατευθείαν θα το διαπιστώσει: οι φράσεις του δεν εξαρτώνται απ’ την υπερηφάνεια, αλλά απ’ την υπακοή στο ρυθμό που το στήθος από το οποίο τρώει του σφραγίζει, κι όταν έχει καταβροχθίσει πιο πέρα απ’ το δίκαιο, η δαγκωματιά του θα τον κάνει να επανορθώσει και να επιστρέψει τους καρπούς στο δέντρο της ζωής. Ένας άνθρωπος έτσι να μας κάνει κακό δεν μπορεί: με τις γραμμές του στόματος που αγαπά θα έχει εμμονή και νιώθει πως ο κορμός του βρίσκεται σε άλλη μέση και πως βαδίζει με ξένα πόδια ξέρει και ψηλαφίζει τη συνειδητοποίηση πως είναι ανολοκλήρωτος, πως είναι ένας άθλιος όταν σκέφτεται τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό να μας προσβάλλει ποτέ δεν θα μπορέσει: γιατί σε οποιοδήποτε άτομο καταφύγιο θα ζητήσει σαν να ήταν όλοι το μπράτσο που του λείπει. Εμείς είμαστε ελεύθεροι να του ανοίξουμε τις πόρτες μας: αν τίποτα δεν του ανοίξουμε, ευτυχισμένος θα πορευτεί στη φωτιά της σάρκας που χαϊδεύει χωρίς παύση για να τυλιχτεί γιατί δική του είναι. Ένας άνθρωπος ερωτευμένος είναι η σιγουριά πως κάποιο μυστικό φυλάει η ζωή που θα πρέπει να συλλάβουμε αργά ή γρήγορα. (Από το βιβλίο Μαδρίτη σαν Παραλήρημα, Εκδ. Seuba, Barcelona, 1996)

- 62 -


Κουβανέζικο Εστιατόριο Αν σκέφτεσαι πως σου ανοίγει αυτή η μουσική άλλων καιρών παράλληλων τις πόρτες, και πως ένα μπολερό, από μόνο του, μπορεί να ακυρώσει τη μνήμη σου την τόσο φειδωλή, μην το αμφισβητείς, έχε πίστη σ’ αυτή τη σπασμένη φωνή για μια αγάπη πιο σκληρή και πιο όμορφη από όλες τις αγάπες σου˙ άκου αυτό το τραγούδι που μόνο του μπορεί να σε ελευθερώσει από το παρελθόν και από το μέλλον το τόσο πια προβλέψιμο, που αηδία σου προκαλεί. Ξέχνα, ονειρέψου, άκου, μόνο άκου: άκου για πάντα αυτή τη σπασμένη φωνή από ένα παραλήρημα ωραίο κι αξιοζήλευτο που την αγάπη και την τιμωρία στέφει ένδοξο για τόσο που έχει αγαπηθεί. Μόνο άκου οι πιο απαγορευμένες πόρτες πώς ανοίγουνε για μια φτωχή καρδιά όπως η δική σου που επιτέλους, ν’ αναπνεύσει λαχταρά, άλλους αέρηδες˙ πώς διαγράφονται όλα αυτά που έζησε, όλα αυτά για να ζήσει: και είναι όλα μια ωδή, που βιώνεται την ίδια στιγμή που γιορτάζεται. Άκου, μόνο άκου καθόσον το τραγούδισμα διαρκεί. (Από το βιβλίο Νέα Εποχή, Εκδ. Biblioteca Nueva, Madrid, 2007)

- 63 -


Δοκιμή Ποιητικής Για της φωνής τον τονισμό, για το ποίημα, είναι ανάγκη ο άνθρωπος σε ειρήνη με τον εαυτό του να βρεθεί: προς το μέλλον να κοιτάζει και να μη βλέπει τίποτα περισσότερο από έναν πλατύ δρόμο, με ομίχλη αν είναι δυνατόν. Πόσες φωνές τον επικαλούνται να ακούει και να καταλαβαίνει πως δεν είναι εύκολο να απαντήσει άμεσα. Το παρελθόν του να ξεχνάει εντελώς, γιατί δεν εξυπηρετεί η εμπειρία σε τίποτα. Να ξέρει πως η ήδη ακουσμένη μουσική ποτέ δεν θα ηχήσει όμοια με εκείνη τη νύχτα όπου όλα είναι πιθανά. Να καταλαβαίνει πως ο χρόνος δεν είναι γνωστός, πως δεν υπάρχει προθεσμία για να ολοκληρώσει το έργο του, και πως δεν υπάρχει έργο που να διαρκεί για πάντα από μόνο του. Για της φωνής τον τονισμό, για το ποίημα, είναι ανάγκη να μην είναι μόνος ο άνθρωπος, να βρίσκει πάντα κάποιον ικανό να τον διορθώνει, ν’ αρχίσει νέα ζωή να του ζητά, να του απαιτεί τη ζωή ολοκληρωτικά. (Από το βιβλίο Αυτή η Αγάπη και Αυτή η Φωτιά, Εκδ. Biblioteca Nueva, Madrid, 2007)

- 64 -


Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ (José María Castrillón Suárez, Αβιλές, 1966) Είναι διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οβιέδο. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και έχει βραβευτεί για το έργο του. Έχει συντονίσει και διευθύνει λογοτεχνικά περιοδικά, επίσης έχει επιμεληθεί μαζί με τον Τζόρντι Ντόθε μια μονογραφία για τον Αντόνιο Γαμονέδα.

- 65 -


Χορός Κοντά στον Βάλτο Είναι αργά πια, και το νερό δεν αγαπάει ούτε τα φώτα ούτε τη μουσική: ενάντια στο ίδιο τα διαλύει όπως στο ίδιο του το όνειρο. Οι γονείς μου αγκαλιάστηκαν για να χορέψουν. Εγώ δεν ονειρεύομαι ακόμη με τα σώματα αλλά αγαπάω τις φωνές: τη φωνή της μητέρας μου, τη φωνή μου, πάνω στο στήθος της τοποθετημένη. Χορεύουνε αγκαλιασμένοι, και φτάνουν των βημάτων τους οι άκρες μέχρι εδώ, όπου το νερό την τύφλωση αναπνέει. Από εκείνη τη νύχτα, τα αποθέματα της σιωπής. (Από το βιβλίο Τα Παλιά Πυρομαχικά, Eκδ. Idea, 2005)

- 66 -


Οι Γιοι μου έπλυνα τα κορμιά τους σαν μια ακόμα τελειότητα της ζωής ήξερα τότε πως γυάλιζα την πέτρα όπου θα πέσει η σιωπή τους αλλά αυτοί ακόμα αγαπάνε στις μπανιέρες του ονείρου του πατέρα τους τα χέρια (Από το βιβλίο Γραμμάρια, Εκδ. Trea, 2010)

- 67 -


Διάδοση Θερμότητας Είμαστε δάνεια θερμότητας την προσαρμόζουμε στο στόμα ψάχνουμε την καλύτερη θέση του σώματός μας ανάμεσα στα σώματα ή κλείνουμε τα μάτια για να βρούμε (από αυτή την αδυναμία η σθεναρότητα του είδους μας) τη χλιαρή υγρασία κάτω απ’ τα βλέφαρα την προίκα των ζωντανών για τους νεκρούς τη σφοδρότητα των νεκρών πάνω στους γιους τους κάθε μορφή προδοσίας επίσης την επιθυμία με τους χυμούς της τη ρύθμιση των συζητήσεων το σούρουπο τη μίανση των γλωσσών στα περάσματα του βουνού πάντα είναι θερμότητα το καταδιωκόμενο (Από το βιβλίο Γραμμάρια, Εκδ. Trea, 2010)

- 68 -


Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ (Jorge Ignacio Plaza Corral, Κάντιθ, 1980) Είναι πτυχιούχος Αραβικής Λογοτεχνίας, έχει διατελέσει Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Άργελ και συνεργάτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Θερβάντες. Εργάζεται ως καθηγητής Αραβικών στην Επίσημη Σχολή Γλωσσών (Escuela Oficial de Idiomas). Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή και είναι συγγραφέας ενός ανέκδοτου μυθιστορήματος κι ενός θεατρικού έργου.

- 69 -


Ποιητική του Καπιταλισμού Ξέρω πως ποτέ δεν θα πεις ελεφαντίαση Ποτέ κακό ενδημικό ή συστημικό Πάντα θα βρίσκεις ενόχους ασυμμετρικούς Ένα ον διεστραμμένο ή μία κακή πράξη. Θα πεις πως μια ευρεία ομάδα από ακαδημαϊκούς Διαβεβαιώνει πως ο κόσμος βρίσκεται στο σασί Και πως όλα επιζητούν μια κάθαρση Κοινωνική. Γνωρίζουμε πια τα δικά σου καλλυντικά... Μάταια όλα με λέξεις τα αλείφεις Ξέρουμε πως οργώνεις, πως σκαλίζεις, Πως σπέρνεις τον καπνό με τον οποίο αλωνίζεις Τον νου του χωριού σου, ο οποίος διαρρηγνύει Το πεδίο σου ζευγμένο στο ζυγό της τοκογλυφίας σου, Παλιά ζύγια που σήμερα ονομάζεις υποθήκη. (Ανέκδοτο)

- 70 -


Γαλάζια Μάτια Περπατούσες. Βγήκες, περίπατο να κάνεις Σηκώνοντας στο πέρασμά σου αναταράξεις Πραγμάτων που, νιώθοντας την άφιξή σου, Ήθελαν να τα είχες κοιτάξει. Αλλά η γαλάζια ακτίνα της ματιάς σου Πάνω στη θάλασσα έπεφτε, θάλασσα πάνω σε θάλασσα, Ατσάλι πάνω σε ατσάλι που στη δόνηση Ξεσχίζει τον αέρα όπως τα σπαθιά. Επέβαλες τον ουρανό σου πάνω στον ουρανό. Σκέπασες με τον ατλαντικό σου τον ατλαντικό. Το γαλάζιο σου έθετε τις ρίζες του σε όλα. Στο πέρασμά σου όλα σήκωναν την πτήση Μπροστά στης αστραπής σου την απότομη βροντή Που γαλάζιες ουλές στον ουρανό αθετεί. (Ανέκδοτο)

- 71 -


Παρίσι Το Παρίσι είναι τα μπαλκόνια του χυτηρίου και τα λαξευμένα τμήματα Του λίθου, η μεγαλειώδης όψη και η ρυτίδωση Του νερού σε ταραχή και περιδίνηση που μεταφέρει ανήσυχο Ένα ανάθημα από πηλό στις γαλάζιες θάλασσες. Το Παρίσι είναι του πολέμου τα τύμπανα κι η σάλπιγγα, Είναι η εκκλησία του Χριστού και είναι του Άρη ο ναός, Όπου ανεγείρεται το σίδερο στα εσπερινά Πεδία μάχης σαν μια ξιφολόγχη. Το Παρίσι είναι του δρόμου οι φανοί, οι ιχθύες και οι άρτοι Και είναι το μπορντέλο της χλιδής όπου η πόρνη Ιστορία Με το Μουσείο ξαπλώνει, των τιτάνων το παιδί. Το Παρίσι είναι μια σκιά στρεβλωμένη κι απατηλή Που τονίζει συνοδευόμενη από λυπητερές κινήσεις Της περασμένης δόξας του την παρηκμασμένη ωδή. (Ανέκδοτο)

- 72 -


Χουλιέτα Βαλέρο (Julieta Valero, Μαδρίτη, 1971) Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και δοκίμια κι έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της. Συντονίζει το Ίδρυμα Κέντρο της Ποίησης José Hierro.

- 73 -


Κυριακή. Παραζάλη. Η Ελεύθερη Βούληση Αντελήφθη σαν ωκεανός όπου μπορούν να λάβουν χώρα μεγάλα κύματα και κοπάδια ψαριών πραγματικά πολύ μοναχικά. Το πράσινο το πιο υπερφυσικό θα τα χάσει όλα γιατί τελικά ο Ήλιος είναι αυτός που προστάζει. Η άσκηση της ελευθερίας δεν υπάρχει αλλά να προσποιηθεί θα πρέπει - ένα εύρημα που συχνά στην αγορά, στο μπάνιο συμβαίνει - . Το εφικτό είναι επομένως να χειρίζεται κανείς την ένταση ή το χρόνο που συμφωνούν στην έκθεση, στο σφουγγάρι, στην έβδομη δερμίδα. Η παραζάλη, τη συνείδηση γδύνει, για παράδειγμα και συμβαίνουν τέτοια πράγματα: Από το παράθυρό μου η πτήση της πρώτης γύρης επιτρέπει να επισπευθεί ο απρίλης και βλασταίνω στη φούστα ή στη δυστυχία εκείνης της γυναίκας που κουβαλάει κορίτσι, εφημερίδα, Κυριακή. Αργότερα ανεβαίνω στο τρένο που κάθε οδός προς το παρελθόν προτείνει και καταλήγω πως η κακοτυχία ήταν πάντα της αγάπης η υποτίμηση πίσω από την οποία μένει το πέρασμα στην τρυφερότητα, το κρυολόγημα, η με την απουσία της ζαρτιέρας τελείωση Αν δεν αντέχεται η ένταση τρία παραγγέλματα διασφαλίζουν το κλάδεμα μίας ζωής. Πολύ πιο διεγερτικό από το κατεργασμένο δέρμα, το ορατό ζευγάρωμα ή το φώλιασμα στη γραμματέα, είναι η επίγνωση της θνητότητας και η επιζήτηση συντροφιάς Απ’ την πλευρά μου προτιμώ να διαπραγματεύομαι με το φως και συστήνω σαν ράβδο και στέγη την κομψότητα. Αλλά υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να βάλεις τους στίχους σ’ αυτό το έγκλημα. Σε μερικά πλάτη γεωγραφικά περιορίζονται στο να χορεύουν.

- 74 -


Ο Σιντάρτα στο Google Η ιστορία του νεαρού πρίγκηπα που βγαίνει απ’ το παλάτι και ανακαλύπτει ξαφνικά την αρρώστια και το θάνατο, την απάτη. Όλα συνέβησαν τόσο ραγδαία... Η απογοήτευση, γοητευτική, όπως το σεξ. Και αναγκαία. Οφείλουμε να φάμε πολλά φρούτα και να κατανοήσουμε το Ισλάμ και η μέρα επίσης θα ευχόταν να έχει εικοσσιτέσσερις ώρες για εμάς. Αλλά υπάρχει, δεν ξέρω, ένα λάθος δομής˙ έξω και μέσα, ίσως. Το πιο σοβαρό από όλα το βλέμμα. Το πιο ευαίσθητο το δέρμα. Και υπάρχει μια μορφή ανίας υγιεινή, των ναρκωτικών η απουσία. Εδώ βραβεύουν της νιότης το τελείωμα με μια σοφίτα. Σήμερα είδα έναν πελαργό να φωλιάζει στο ράμφος ενός πελώριου γερανού και είδα τη διαγώνιο της ανάγκης ιχνογραφημένη από ένα λαγωνικό. Ποτέ δεν θα μάθω από τι δραπέτευε ο ένορκος τη σύγχυσή μου δεν θα λάβει υπ’ όψιν αλλά ναι τον τρόπο με τον οποίο εξηγώ την τάση να καθηλώνω κόσμο. Εν καιρώ και μ’ ένα δωμάτιο περισσότερο ή λιγότερο αδειανό, πολλούς από εμάς δεν απογοητεύουν. Αυτοί που έχουν παιδιά, σε καθαρές μορφές απελπισίας προσχωρούν. Αυτοί του Νοτίου ημισφαιρίου δεν έχουν προβλήματα με το αφηρημένο. Ναι για τους τυφώνες δυσπιστούν.

- 75 -


Μωρό Τι ένταση στο δέρμα φωτεινή τι επίκειται όλων γιατί θα συμβεί. Θαύμα, αλλά ανεπιτήδευτο, του καρπού σαν την άκρη του κλαδιού. Ποιος θα μαρτυρούσε τέτοιες αρμοδιότητες απ’ το κλαδί: παραχώρηση χρώματος κίνηση, αέναη εγκαινίαση. Από αηδία ανακάτωση κι οι Δευτέρες, όλα είναι σύμβολο της ηδονής: η σιελλόροια χωρίς ασθενή, ο πόνος που καταλήγει όπου το δάκρυ χάνει υγρά. Η πείνα δεν μετριάζει σε καμία ζυγαριά, σε ηπείρους δυστυχείς. Όλα όσα πονούν φτάνουν για να μεγαλώσει. Επίσης της ομοιότητας φανέρωση και η μικρογραφία. Ομορφιά από αυτό που θα διαστρεβλώσει τη γλοιώδη ζωή ή από το ποδαράκι στον μαραμένο στηθόδεσμο. Τι να σου πω˙ έχεις γεννηθεί. Μένει το ημερολόγιο Στο μπουμπούκι κούρνιαξε η αιωνιότητα. (Από το βιβλίο Συγγραφή, Εκδ. DVD Ediciones, Barcelona, 2010)

- 76 -


Γιάισα Μαρτίνες (Yaiza Martínez, Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια, 1973) Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις σημαντικών πολιτισμικών φορέων. Είναι επίσης μεταφράστρια και αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Πολιτιστικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών Tendencias21. Ανατρέξτε στη σελίδα της.

- 77 -


Ήρθε το τίποτα να γίνει σώμα και, από το μάτι και την άκρη της γλώσσας να γίνει παραπάνω γη. Λευκή και σαστισμένη πάνω στα επτά άλογά της μνημονεύει τώρα – εκ νέου, το πρωινό που στον ιδρώτα στρέφεται και στο όνομα. Ξέρει ποιος είναι για τον καταμερισμό της δέσμης και τίποτα δεν μπορεί τον χρόνο να του αρνηθεί ούτε οι τεράστιοι ζαρωμένοι καγχασμοί του Σίγουρο είναι πως πάνω σε αυτόν που φτύνει τον ουρανό, του τρόμου το σάλιο πέφτει, αλλά εκείνη έσκυψε προτού προφέρει – δεν περιμένει να γίνει περισσότερο από το πεπρωμένο μόνο να συνδυαστεί με εκείνο μέσω της λέξης. Με κάποιο πλαστικό τρόπο τη γεωμετρία ξελογιάζει τη διυλίζει πάνω σε μια πορώδη πλάκα επισταμένως χαραγμένη με γράμματα, στο χέρι αστράφτει πριν απ’ το γυαλί Αργότερα παραδίνεται για το τίποτα, και απ’ το μάτι και της γλώσσας την άκρη (Από το βιβλίο Επτά-Οι Σκύλοι του Ουρανού, Εκδ. Leteo, 2010)

- 78 -


Μύριζες σαν γριά του κάμπου και κατοικούσες κρυμμένη ένα χωριό από όμοια σπίτια. Εκείνη άρχισε να διατρέχει στους άδειους δρόμους φωνάζοντάς σε Μάνα, αλλά δεν σε συνάντησε, γιατί φυλούσες τις κραυγές σε κουμπαράδες. Τώρα πλέκουμε μαλλιά στο χωριό σου και στη ζωή ανάμεσα

- 79 -


Ξεσκεπάστηκαν οι φωλιές, επιτέλους τα παιδιά σου θα μάθουνε να ακούνε τις μάχες της σιωπής όπως έχεις υφάνει τους προορισμούς καθώς ηρεμείς -από το δέρμα σου σχεδίασες τους δρόμους-. Τα βήματά μας τώρα πλησιάζουν στα μπαούλα σου το αυτί, εσύ σου γράφεις τις ρίζες στα χείλη, σου βγάζεις απ’ τα κόκαλα τη ζωή, και στο όνομά σου τεντώνεις αστέρια ενώπιον του κόσμου. Ξεγυμνώθηκαν οι κραυγές, η Γη γεμίζει από φωνές που φύλαξες (Από το βιβλίο Η Λίλιθ Αναμασά, Εκδ. Ateneo Obrero de Gijón, Colección Zigurat, 2002)

- 80 -


Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες (Amílcar Martín Pérez, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1977) Έχει σπουδάσει Φυσική και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα και είναι μελετητής της καστεγιάνικης ποίησης του 17ου αιώνα καθώς και των κλασικών φιλοσόφων και επιστημόνων. Έχει εκδώσει δύο βιβλία που αφορούν την ποίηση, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία.

- 81 -


Νέο 2012 (Θεολογικό Δοκίμιο της Πυρίτιδας) Θυμόμαστε πως το έτος εδώ και αιώνες άρχιζε την άνοιξη... αλλά ο ήλιος είναι κάθε φορά πιο χλωμός, γιατί τώρα το έτος αρχίζει το χειμώνα. Γιατί τέτοια ποσότητα βεγγαλικών κι άγιες βαρβάρες που κάνουν τα βουνά να μιλάνε με γλώσσες δανεισμένες απ’ την πυρίτιδα; Για να υποκαταστήσουν τα ουράνια θαύματα που κάθε τέλος του χρόνου αναμένονται. Εκείνη η ευθυμία του φωτός υποδηλώνει μια νοσταλγία, που κάνει να ανεβαίνει μέχρι το ουράνιο στερέωμα εκείνη η γη, η σφιγμένη στον οδυρμό. Η έκρηξη είχε την αρχή της στου παραδείσου την καθυστέρηση. Ο ουρανός δεν έρχεται˙ ο χρόνος θριαμβεύει. Επομένως είναι σε δυσμένεια η αποστολική παραίσθηση: «Καὶ ἐγώ Ἰωάννης τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς» (Ἀποκάλυψις, XXI, 2). Γιατί κάθε τόπος είναι το κέντρο. Δε σιωπούν από το γέλιο οι Φυσικοί όταν ερωτώνται «πού» άρχισε η καταγωγή; Κάθε έτος είναι το τέλος. Δεν το ένιωσε η καρδιά σου όταν φόρτωνες εκείνον τον απεσταλμένο από την διαιώνιση της διάρκειας, βάζοντας στον πύραυλο ευτυχία και θλίψη, χαιρετισμό κι αποχαιρετισμό; Και νιώθουμε το αρχαίο όπως το καθαρό διαχωρισμένο ή όπως τη δύναμη του διαφορετικού, ερχόμενοι για να είναι αυτοί οι ασύδοτοι καιροί ανακατεμένοι, και επίσης γιορτάζουμε εκείνη την περασμένη απλότητα σπέρνοντας τον ουρανό του προσώπου με εκείνες τις υδαρείς φωτιές που έρχονται από εκείνο το συμπυκνωμένο χθες που είναι η καρδιά. Δεν ξέρω πώς ούτε σε ποιον λέω αυτό. Άρχισα να το λέω όταν πια είχε γίνει πιο έντιμο να το ξεχάσω.... λοιπόν αν το τριαντάφυλλο φτάνει αργά στο ραντεβού του με τη στάχτη, δεν είναι παρά γιατί ήδη η αργοπορία ήταν αμέτρητοι κόσμοι στους οποίους στάχτη και τριαντάφυλλο συνέπεσαν... η αργοπορία τους είναι μια ακόμα περίπτωση, η λιγότερο σημαντική από μια σύμπτωση άπειρη: Αλλά τα μάτια αντέχουν μόνο την ελαφρότητα. Αχ, κι αυτές οι φωτιές, αυτές οι εκρήξεις, αυτοί οι αποχαιρετισμοί, αυτή η διάρκεια; Τι είναι εκτός από γιορτές του πιο ελαφρού μέρους στο οποίο η χρονοτριβή είναι συνάντηση, ο χρόνος είναι τέλος, η γιορτή είναι επιστροφή; Δεν θα ανέτρεχε εκεί σε κυκλικά βήματα η πυρίτιδα μες στην οποία η ελαφρότητά της οφείλεται στον τραπεζίτη του ουρανού, αλλά το φως της λαμβάνεται απ’ την Καταγωγή που αναγγέλλει και κλαίει; Η βία του πολέμου είναι καμωμένη με στάχτη πυκνωμένη απ’ τον παράδεισο. J.Q.

- 82 -


Σε Όλους Αυτούς που Πιστεύουν στην Αξία της Πράξης Μην καταστρέφεις την ησυχία σου: η ελπίδα και ο φόβος είναι δυο λιοντάρια γεννημένα την ίδια ώρα. Για τη μέρα, το έγκλημα˙ κατά τη διάρκεια της νύχτας, η συνείδηση: Η ηθική είναι το εμετικό που δίνεται στο κρεβάτι για να φτύσει το σώμα μας από το λήθαργο. Μην κάνεις μεγάλα πράγματα: οι μέρες είναι ένας χιτώνας που θα πρέπει να επιστρέψεις, και τα οστά σου μια έρημος ασβεστολιθική που η ψυχή σου να διασχίσει θα πρέπει. Οι πράξεις σου είναι οιμωγές που αφήνουν κουφό το μέλλον... Σε ακούς; Εγώ δεν με ακούω. Μίλα κάθε φορά με φωνή πιο χαμηλή, για να μη σε ακούς όταν πια δεν υπάρχεις. Η μνήμη... είναι ο στίχος με τον οποίο η φαντασία εξαπατά τη ματαιότητα. Τι θα μάθεις εσύ από τα γόητρα του απρόσωπου άμα το μισό των παρόντων σου το έχεις σκοτώσει κάτω από το οστέινο ουράνιο στερέωμά σου; Κοιμισμένος, βρωμοκοπώντας τριαντάφυλλα ιεροπρεπή, βγαίνεις από του ασυνείδητου τη λασπολίμνη, όπως διαλύει ένας πνιγμένος το σάβανό του από νερό για να χαράξει ο θάνατος στη λέξη τον τρόμο: Αυτός έχει γίνει τα πάντα, και τίποτα δεν αξίζει τον κόπο. Ήταν το άφωνο ψάρι που του δάγκωσε το όνομα: Ήταν η άμμος που υποδέχτηκε τα λείψανά του και φυλάκιζε την επίσκεψη των παλιρροιών, και ο υφάλμυρος φοίνικας μες στον οποίο σκότωσαν τον ήλιο σαν φρούτο και νεκραναστημένος σαν σκιά... κι ακόμα την αιωνιότητα διατρυπά, μορφές επαιτώντας. Πλανεύτηκες, αν πήρες το αύριο, για να μετρήσεις το ανάστημά σου. Το μήκος σου οφείλεις να το μετρήσεις το μεσημέρι όταν το φως είναι έντονο και η σκιά είναι εικασία. Μην κάνεις τίποτα. Η ανάμνηση είναι η πίστη πως το παρελθόν παραμένει. Δον Χοσέ Μαρία Κανένας.

- 83 -


Κοίλος Χρόνος Δεν υπάρχει κάτι που να είναι «λίγο ποιητικό», αφού αυτός ο κόσμος είναι ένα χάσμα και σ’ εκείνη τη σκοτεινιά ανάρμοστη η ποίηση εμφανίζεται. Η ποίηση πάντα είναι αρσενική γιατί ανατινάζει την ακάθαρτη παρθενικότητα του κόσμου. Αλλά θέλω να ξέρω: Γιατί ο Δάντης κι ο Βαγιέχο είναι αμφότεροι ποιητές; Με αγγίζει η βεβαιότητα πως ο Βαγιέχο κι ο Πεσσόα είχαν ήδη κυοφορηθεί στον Δάντη και στον Σαν Μπουεναβεντούρα. Δεν είναι η κουρασμένη πληρότητα της ρίζας του δύο όπου συνδιαλέγονται ο Σουίφτ και ο Σπινόζα, ο Καλντερόν και ο Μαλεμπράνς, ο Αισχύλος κι ο Σάμιουελ Μπέκετ, αυτό που με κάνει να θυμώνω με τόση ευτυχία: ο Βαγιέχο ήταν πάντα στην κρυπτοποίηση του αριθμού, και αναδείχθηκε όταν μπόρεσε να γίνει κατανοητός στο γράμμα. Ο χρόνος συμπίπτει με το αιώνιο, όταν το αίνιγμα επιλέγει, όπως ένα θηλυκό, την ερμηνεία του. Ο Πεσσόα, πριν ξοδευτούν χιλιετίες, δεν θα σημαίνει τίποτα... Γι’ αυτό ο χρόνος είναι ήσυχος και δεν φυλλορροεί ούτε για ένα λεπτό, γιατί εκείνο το τώρα από ξοδεμένα μέλλοντα έχει γίνει πάντα αυτό το τώρα από τους πολυδιαβασμένους Πεσσόες. Αν ένας ταξιδιώτης επισκεπτόταν το ρολόι του ουρανού κάθε ένα εκατομμύριο χρόνια, θα πίστευε πως στα μεσοδιαστήματα της απουσίας του, η κίνηση είναι ησυχία, αφού το ουράνιο στερέωμα θα ήταν ένα ρολόι κατεστραμμένο που πάντα αποκαλύπτει την ίδια ώρα. Θα ροκανίσω τον τάφο της καρδιάς και θα γίνω ένα εδώ πάντα παραμένον... Θ’ ανατινάξω τη συμφωνία του τώρα και θα βάλω τον πάγο του πληγωμένου μου αίματος στην οδύνη ενός ήλιου που είναι προφητεία. Η μελλοντική μου ζωή είναι ένα κοράκι που περιμένει την περασμένη μου ζωή. Σ’ εμένα εγώ δεν το έχω δει να ζει αφού κρύβει στην κρύα στάχτη το μόνιμο πρόσωπό μου. Καταραμένη ευχή, που τεντώνει τις πτυχές του άδειου κουστουμιού της μέρας και κάνει τη μνήμη να είναι το ΠΑΤΗΤΗΡΙ απ’ όπου η ψυχή πίνει. Κι εσύ επίσης πίνεις, κι ο ήλιος καίει στο πόσιμο ποτό σου..., αλλά ίσως η ζωή έσβησε εκείνο το λικέρ στο οποίο, με εχθρότητα αδημιούργητου πουλιού, εκείνον τον ορίζοντα αποτέφρωνες

- 84 -


που πρόφαση σε τόσους θανάτους έδωσε. Τώρα με έχουν φτάσει οι εγκυμονούσες απ’ τη δύση αναμνήσεις μου κι ανάποδα το είναι μου φοράω, κι ο ουρανός κοιτάζεται καθήμενος στην άβυσσο του στήθους σαν Δίκη του γυαλιού πάνω στο ενδόμυχο. Δεν θέλω κι άλλους γκρεμούς όπου απαγχονίζεται το ζώο του εγκεφάλου μου, προτιμώ το λεπτό τμήμα που πέφτει στη φτέρνα ενός κλαδεμένου αστεριού. Αλλά ο ουρανός είναι ένα ύφασμα απ’ όπου μάσκα τη στεγνή λογική σου κρεμάει, και προσποιείσαι αστέρια με τρείς χιλιάδες κινήσεις κοπιαστικές από μυς που πια έχεις χάσει. (Ανέκδοτα ποιήματα)

- 85 -


Χουάν Μανουέλ Μαθίας ([uan Manuel Macías, Καρταγένα, 1970) Είναι φιλόλογος, ελληνιστής και μεταφραστής. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά που σχετίζονται με τα κλασικά γράμματα, με άρθρα και μεταφράσεις ελληνικής ποίησης. Ποιήματά του και άρθρα του λογοτεχνικής κριτικής έχουν δημοσιευτεί σε αρκετά περιοδικά ποίησης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές καθώς επίσης σε μετάφραση ποιήματα της Σαπφούς και την ποιητική συλλογή της Μαρίας Πολυδούρη με τίτλο Οι τρίλλιες που σβήνουν. Ανατρέξτε στο blog του.

- 86 -


Γραφείο Στα σκοτάδια τις λέξεις να τις αγγίζεις πρέπει να ξέρεις με την ίδια πίστη με την οποία αγγίζεται ένα κορμί. Κάποιες φορές ο άνεμος της καρδιάς υπερβολικά τους φωνάζει για τη δική τους αδύναμη κατάσταση της λάσπης. Ο άνεμος της καρδιάς περνά και συγχύζει και παύουν τα χείλη νικημένα από το παρελθόν, παρατατικό όταν πάντα, όταν πάντα ήταν αργά κι ωστόσο κανείς δεν κατάφερνε να φορέσει ένα κολάρο κατευνασμού σε ορισμένα ρήματα μεταβατικά: «εγώ είχα», «εγώ ήθελα» «εγώ ήξερα ή μπορούσα»... κι ωστόσο ένα βιβλίο συνέχιζε με όλες του τις ορισμένες ώρες να σαπίζει, με όλη τη συσσωρευμένη και θλιμμένη οργή του, με όλη την απαρηγόρητη γραμματική του, πάντα ανοιχτό από την ίδια παγωνιά στο γραφείο στο οποίο ποτέ δεν κάθισες. Κάποιες φορές οι λέξεις είναι μονάχα δρόμοι τεντωμένοι που οδηγούν στον πυρετό, κι ο πυρετός δεν είναι παρά ένα μουτζουρωμένο από κίτρινο νοέμβρη κασκόλ στο λαιμό των παράξενων παιδιών. Και τη βροχή, μη ξεχνάμε τη βροχή, αδιάλλακτη ηλακάτη κόσμων χωρίς ηθική διδαχή, και τόση γέρικη ιστορία στα κατώφλια κοιμισμένη, και τόση ιστορία αδέξια αποσπασμένη από τους καταλόγους των χαλασμένων θεοτήτων, βρώμικων από την απουσία, τη βιολέτα και την κιμωλία. Αλλά είναι νύχτα τώρα, και οι λέξεις θα γυρίσουν να σκοτεινιάσουν όπως σκοτεινιάζει ένα κορμί, άμα οι πόλεις τα βλέφαρά τους κλείσουν από μακριά και μία άβυσσος λεπτή στα χέρια μας χυθεί. Γιατί ξέρουμε πως ανάμεσα σε σκιά και σκιά μπορεί να πέσει ένα δόγμα και δεν υπάρχει ένα ναι πιο εμφατικό από αυτό του αγγιγμένου δέρματός σου, ακριβής σκόπελος,

- 87 -


όπου οι αμφιβολίες, συνεχίζουν να σπάνε, η μία μετά την άλλη, τον στείρο του κυματισμό. Και τη μετατόπισή του. Δεν υπάρχει άλλη επιστήμη πιο σαφής και χωρίς σίγαση από τα χέρια που ακούνε και την καρδιά που αγγίζει. Το σκοτάδι θεμελιώνει την αυστηρή του υπαγόρευση: πως όλα μπορεί να είναι οποιοδήποτε πράγμα εκτός απ’ το κορμί σου άμα να φτάνει ξέρει κάποιος από τον πιο σύντομο δρόμο, από αυτόν που πάει απ’ την αλβαργκονθάλες στη μελαγχολία ή στο σύννεφο περνώντας απ’ τη λήθη, την πισίνα, την κίρκη, τη βερενίκη, τον βοριά . Κοίτα. Έχουμε φτάσει από πολύ μακριά στο πιο δύσκολο μέρος της σύνταξης. Έχουμε ανοίξει τις πιο παράξενες πόρτες και είδαμε πως πια δεν θα υπήρχε κανείς παρά η άχρηστη τράπουλα του χαρτοπαίκτη, τα ρέστα κάποιας δευτέρας καταδικασμένης, ένα μισοτελειωμένο πανηγύρι και ένα σάπιο από αβεβαιότητα και φόβο τσαμπί. Όλα ήταν, τελικά, στα δικά μας χέρια. Εσύ επινοούσες λέξεις όταν κάποιος έσβηνε τις μέρες κι εγώ συνέχιζα να τις περιμαζεύω για να κατανοήσωγιατί ένα σπίτι σχεδιάζεται μονάχα με τα χέρια ενός παιδιού κι όχι ενός αρχιτέκτονα, γιατί ένα σπίτι ποτέ δεν διαρκεί για πάντα, γιατί ο χρόνος κι ο τρόπος και τα άτομα, και κανείς δεν επινόησε έναν παράδεισο για τα χαλασμένα παιχνίδια και τις ορφανές από ρίμα μετοχές. Κοίτα. Έχω φέρει τις λέξεις που επινόησες στα σκοτάδια, φυλαγμένες μέσα στην ίδια τους τη σκοτεινιά. Όλες είναι εδώ, δεν λείπει καμιά, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που στην απλή εντριβή πονάνε απ’ το αλάτι και τη θάλασσα τη μακρινή ή εκείνες, τις πιο ανυπεράσπιστες, που άμα τις χαϊδεύεις υπερβολικά μπορούνε με ένα δάκρυ ή μ’ έναν άγγελο να μπερδευτούνε εύκολα. Πάμε να παίξουμε τις αλυσοδεμένες λέξεις. Αλλά με την ευχαρίστηση που αντιλαμβάνονται μονάχα αυτοί που παίζουνε στα σοβαρά. Ναι. Στα σοβαρά. Παρακαλώ. Είναι διασκεδαστικό. Πάμε να τις τοποθετήσουμε τη μία μετά την άλλη, με του καπρίτσιου την πίστη, με την αφή που τους δρόμους επινοεί.

- 88 -


Τη μία μετά την άλλη, θα τις διασώσουμε απ’ την αργή τους των πιθανοτήτων αγωνία, θα φέρουμε σ’αυτές ένα σπιτικό, ένα σύστημα ριζικό, και έναν ενεστώτα παρατατικό για πάντα, τη μία μετά την άλλη, πρoς της μέρας το φως. (Από το βιβλίο Μετάβαση, Εκδ. DVD Ediciones, 2011)

- 89 -


Αττικές Νύχτες Ο Αύλος Γέλλιος, ρωμαίος μαθητής, γράφει στα λατινικά τις νύχτες της Αθήνας. Γράφει ένα βιβλίο άπειρο, παράλογο, που εγώ ποτέ δεν θα τελειώσω να διαβάζω. Και τα λατινικά του είναι τόσο επίπεδα, τόσο απροστάτευτα σαν τον χειμώνα που ποιμαίνει αστέρια στον άδειο δρόμο κάτω απ’ το παράθυρό του. Φαντάζομαι το παράθυρο, στενό, ασφυκτικό, και το νωχελικό βλέμμα του μαθητή, ανακρίνοντας τη νύχτα των ελλήνων˙ και το λερωμένο τραπέζι όπου πολλαπλασιάζεται το σάλεμα των χαρτιών του, τη μπαγιάτικη μυρωδιά της μελάνης, τα πειθαρχημένα αυλάκια της μοναξιάς του. Και τα λατινικά που επιστρέφουν κάθε νύχτα για να ανοίξουν τα απότομα χείλη τους, με την προφορά τους του αρότρου και του θολωμένου αίματος: εκείνα τα βαθύφωνα λατινικά που εμφανίζονται σαν μια χειρονομία ξένη πάντα και μετατοπισμένη, ένας κουφός παλμός, ο υπαινιγμός ενός φιλιού σε λάθος χρόνο μέσα στην πιο ψυχρή σιωπή της αττικής νύχτας, παράξενη σιωπή που δίνεται μονάχα μέχρις ότου οι έλληνες να γίνουν ικανοί να εγκαταλείψουν τους δρόμους τους. Γιατί η Αθήνα χωρίς έλληνες δεν είναι παρά μια βιτρίνα από πέτρα, ένα πικρό τσαμπί από κίονες και προγόνους, ένας λαβύρινθος που περιστρέφεται και περιστρέφεται με τον νεαρό Αύλο Γέλλιο στο κέντρο του, ανίκανο πάντα να κοιμηθεί, στο τελευταίο στάδιο ασθενή από παραδοξότητα, που γράφει στα λατινικά όλα όσα μαθαίνει ή έχει μάθει ή πίστεψε πως έμαθε από τους έλληνες˙ και ξετυλίγει τις πιο αλλόκοτες της γνώσης διαδρομές. Ίσως ο Αύλος Γέλλιος να έχει υποψιαστεί αφού η γνώση είναι μία ενόχληση στα πλευρά, επανερχόμενη σε ορισμένες ώρες της αυγής. Ένα πεισματικό σκουλήκι που σκαλίζει τη συνείδηση όταν όλα συγκλίνουν σε κάτι που μοιάζει με μια βεβαιότητα. Και κάθε σημείο φωτός ή σκιάς στη φωτογραφία σου είναι μια ερώτηση ανάμεσα στις τόσες που ο Αύλος Γέλλιος κι εγώ διατυπώνουμε στην τύχη για να συνθέσουμε ένα όλο τελείως ακατανόητο. Ποιος αριθμός σπασμένων κνημών θα συνιστούσε το όνειρο του Πυθαγόρα; Ποιον διέσωζε απ’ τη λήθη ο Θερβάντες όταν με το χέρι που δεν είχε αυνανιζόταν; Πόσα χελιδόνια μπορεί ο χειμώνας να αποδεχτεί χωρίς να καταρρεύσει; Ποιος θυμάται πια τον Αύλο Γέλλιο, τον ρωμαίο μαθητή; Ίσως, ίσως αυτός έχει πια καταλάβει πως το σύμπαν είναι μια συναισθηματική κατασκευή. Και η αγάπη, όπως ήθελε η Σαπφώ, εγείρεται με τη δύναμη της θέλησης της μέλισσας. Εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος κάθε νύχτα σε αγρυπνία παραμένει, κάθε νύχτα συντηρώντας την ορμητική του αγάπη για την πολιτεία που δεν τον ακούει. Η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος στην Αθήνα μαθητεύει με μια προσκόλληση γειτονική σχεδόν με το παραλήρημα. Όχι, εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά ο Αύλος Γέλλιος στη βασανισμένη του ευρυμάθεια ξύπνιο με διατηρεί, σ’ αυτή την αϋπνία την τρομερά παγανιστική, και δεν με αφήνει να κοιμηθώ, και δεν με αφήνει να σε ξεχάσω, και μου περιπλέκει τα βλέφαρα στα χαρτιά του κάτω από τη λακωνική σαφήνεια της απουσίας σου. (Ανέκδοτο)

- 90 -


Ασματικό Αυτές οι αργές λέξεις κάτι έχουν από αργό ήλιο που τα απογεύματα τα τελευταία του σεπτέμβρη διαλύεται στο ασήμι. Είναι το πορφυρό μυστήριο του οίνου που σαν ένα παιδί ξαναγεννιέται στο πατητήρι με θορυβώδη φωνή και μάτια ηλικιωμένου. Αυτές οι λέξεις έρχονται στα χείλη όπως στην άκρη μιας πισίνας η σελήνη συναισθηματική, αρχαία, αυστηρή και ευγενής. Είναι η βρεγμένη γη, ο αγνός άνεμος που πλέκει μάγια ανάμεσα στα πουρνάρια˙ ο χάλυβας μετριασμένος από θάρρος˙ ο βασιλιάς και ο επαίτης, που, στη μεγάλη ώρα, ξέρουν να βλέπουν μέσα τους σαν ένας καθρέφτης του αιώνιου ανθρώπου που στη σιωπή πεθαίνει. Και είναι η ακρόπολη, και είναι το μάρμαρο που διατηρεί μάχες και καταδίκες, απ’ τη φαυλότητα των ημερών πάντα ασφαλείς. Αυτές οι αργές λέξεις είναι οι γονείς που μας κληροδότησαν ναούς, παλιά ενδύματα και μια ιστορία διδαγμένη στις σοφίτες. Κι είναι τα σύννεφα επίσης χωρίς ιστορία που οικοδομεί την έρημο μες στην αδυναμία όπου μονάχα η πίστη κρατά σε αναμονή το μετάξι, με το βάρος του θανάτου. Πιο πέρα από τις άγονες γραμματικές, πιο πέρα από τα ψυχρά ράφια, πιο πέρα από των χρόνων τα φύλλα, και πιο πέρα από τη λογοτεχνία, αυτές οι αργές λέξεις είναι το δικό μου αίμα, και καίνε σ’ αυτές μέσα πολλές ζωές μαζί, πολλά μάτια που κοιτάζουν εκ του χρόνου, άμα τις κάνω απ’ τις αβύσσους τους να γυρίσουν στο αυτί για να σου μιλήσουν. Αυτές οι λέξεις είναι το σώμα μου που θρύψαλα απ’ την άμμο έχει γίνει, η καρδιά μου από την τρικυμία μεταφερμένη, η ψυχή μου μέσα στο κοχύλι μαζεμένη. (Από το βιβλίο Άσματα και Φυλακές, Εκδ. Isla de Siltolá, 2011) - 91 -


Ντέμπορα Αντόν Σοριάνο (Deborah Antón Soriano, Αλικάντε, 1986) Mεγάλωσε στην Έλτσε, σπούδασε Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις στη Μαδρίτη και Ισπανική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και κάποια από αυτά έχουν βραβευτεί. Ανατρέξτε στο blog της.

- 92 -


Λιγότερο Αμελί, περισσότερο Κλαρίσα Νταλογουέι Πώς μισώ τις ερωτήσεις-υποβρύχιο. Πού πάει η μικρή μου αγαπημένη; Ο φόβος στο περίβλημα δεν κυριαρχεί. Καθώς, το μίσος πέφτει, πάντα πίσω απ’ την αυλαία της ψυχανάλυσης. Έλα εσύ, και φέρε τα κόλπα σου, πουτάνας γιε. Διάλεξε για δόλωμα το σάλιο με χέρια σαν φωτογραφικές μηχανές. Με κάνεις να μετράω την απόσταση σε σκαμπό. Με κάνεις εχθρό απέναντι στο ίδιο μου το γράμμα. Βιογράφησέ με. Είσαι η έμπνευση αυτής της μηχανής από σάρκα. (Από το βιβλίο Λιγότερο Αμελί, περισσότερο Κλαρίσα Νταλογουέι, Εκδ. Amargord, Colección Avena Loca, 2011)

- 93 -


Πεντακόσια Χρόνια Πίνοντας απ’ την Ίδια Πηγή και δε Συνέβη σε Κανέναν να Γεμίσει την Κανάτα με άλλο Πράγμα Καταραμένο: Μουσική του Ασανσέρ, Τριαντάφυλλα και Μπουμπούκια οι ρυτίδες των χειλιών της Παρθένου Μαρίας περιέχουν ένα μήνυμα που ρέει απ’ τις καρδιές σαν ποτάμια από old fashioned ανθρώπους και στίχους του e e cummings Collige virgo rosas μάζεψέ τα κάνε μ’ εκείνα μια ζώνη για σένα βγες στο δρόμο κάπνισέ τα αν είναι απαραίτητο χόρεψα με έναν άνδρα που παρακαλά στις εκκλησιές και φοράω ένα φόρεμα φτιαγμένο από τσάντες ζαχαρίνης ένιωσα τα τριχοειδή αγγεία της μύτης σπασμένα τον εγκέφαλο λίγο ή καθόλου οξυγονωμένο ένα παραθυρόφυλλο γεμάτο τρύπες τσουρουφλίστηκα με τον ήλιο της συμφοράς περιμένοντας μερικά πλοκάμια που υπάρχουν μόνο στα βιντεοπαιχνίδια του Lucas Arts επίσης ικέτεψα τον Babaji με τα μάτια στυλωμένα στη ραφιέρα του δωματίου μου και πέρασα με ένα δερμάτινο μπουφάν επιθυμώντας να κλωτσήσω τους κάδους με την απελπισία του πράσινου σταυρού του φαρμακείου τραγούδησα παραλυμένη απ’ τον τρόμο θέλωντας να είμαι ο Roy Orbison με το λαιμό σφήκες γεμάτο όλα για να καταλήξω καταβροχθισμένη από κάτι κι απ’ τη ζωή πιο μεγάλο αφού είχε εξαλειφθεί το φως ο χρόνος ο τελευταίος κάλυκας (Από το βιβλίο Το Κουτί των Μπισκότων, Εκδ. Barco de ideas, 2011)

- 94 -


I Φοράμε το κοστούμι και βγαίνουμε στον κόσμο: το κοστούμι των ατόμων, ο κόσμος και τα καθήκοντά του, οι ουρές πέρα απ’ τον τάφο. Ένα μέρος εμετικό. Στριμώχνονται μαγδαληνές, ο ιδρώτας, κτήρια, άσφαλτος καναδική, φύση κρυφή. Ο κόσμος που πασχίζει, κοπιάζει για να βρέξει. Η βούληση η αστική, εκείνος ο άταφος σταυρός, η αδειανή δειλία, βρώμικα του χθες ποτήρια. Η ζωή είναι σαν ένα κοστούμι: άμα τεράστιο δεν μας έρχεται φοβόμαστε μήπως μας το λερώσουν, μήπως μας σκίσουνε την πλάτη. Το φοράμε, σύμφωνος κανείς δε μένει. Δεν έχει σημασία τι αναμένεται. Πάντα στο ίδιο ράφι δύο επιλογές συναγωνίζονται για ένα όνειρο χρυσωμένο: ένα ταξίδι πρώτης θέσης στον παράδεισο τον κλεμμένο. (Από το ανέκδοτο βιβλίο Ασυμφωνίες στο Εργοστάσιο Κλωνοποίησης)

- 95 -


Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ (Marta Agudo Ramírez, Μαδρίτη, 1971) Είναι ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας. Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Λογοτεχνίας και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Είναι καθηγήτρια ποίησης στη σχολή λογοτεχνικής δημιουργίας Hotel Kafka. Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά με άρθρα, συνεντεύξεις και λογοτεχνικές κριτικές. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, έχει μεταφράσει καταλανική ποίηση και ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετές ποιητικές ανθολογίες. Η ίδια είναι εκδότης λογοτεχνικών ανθολογιών καθώς επίσης και σύμβουλος έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού Nayagua, που εκδίδει το Ίδρυμα José Hierro.

- 96 -


1. Λέγομαι Μάρτα. Με λένε Μάρτα. Βαφτίστηκα σε σκηνικά χωρίς ιδιοκτήτη ώσπου τα μάτια μου, λίγο λίγο, διεστάλησαν σε μυθοπλασίες. 5. …κάτω απ’ τον πάγο που λιώνει. Πύραυλος αγωνίας μες στον οποίο πνίγεσαι πίσω από παράθυρα που δεν σταματούν να προσδιορίζουν. Σήμερα είσαι πληγωμένη, χτες αστραφτερή, και αύριο, ποιος ξέρει αν αύριο θα έρθω με πουλιά ετοιμοθάνατα. Σπείρε σιωπές και θα θερίσεις μοναξιές, λέει ο χιουμορίστας. Θα πρέπει να πάψω για να ξαναρχίσω, να τρίψω τα χέρια μου για να εξαφανιστούν τα δακτυλικά αποτυπώματα και, στην ανοιχτή κλίση της παλάμης, θα μπορέσω να σπείρω τα φωνήεντα μιας αυθεντικής γλώσσας. 6. «Α» απ’ την κατασκευή, «ι» από την υπερηφάνεια, «ε» από την έναρξη», το περίφημο «υ» των εξουθενωμένων μητέρων και ένα «ο» που δεν κατορθώνει να αποχαιρετά. Γι’ αυτό σε όλο αυτό που απορρίπτω πάλλεται η στάση μου˙ και ανάμεσα σ’ αυτό που ήμουν και δεν ήμουν, οι απογοητεύσεις μου˙ και ανάμεσα σε αυτό που είμαι και θα γίνω, ένα σμήνος από ρήματα. Συλλαβίζω με σκοπό να με ξαναρχίσω: μι, άλφα, ρο, ταυ, άλφα˙ και όλο συνεχίζεται ομοίως: υπάκουο, ναυαγώντας... 9. Ανοίγω το γραμματοκιβώτιο και παρατηρώ τα γραφικά σύμβολα «ρ», «α», «τ», «μ», «α» στην προβλεφθείσα σειρά, με τέτοιο τρόπο που ο ταχυδρόμος ταυτοποιεί με ταχύτητα τα γράμματα και εκπληρώνει με την εργασία του να μεταφέρει μηνύματα, μπουκάλια για ναυαγούς που έχουν ήδη βρεθεί. Ξέρει πως το έψιλον και το κάπα πάντα θα ακούγονται «εκ». Θαυμάζω την αυτοπεποίθησή του την ώρα που αποκρυπτογραφεί ήχους που έχουν μετατραπεί σε λογαριασμούς νερού, την αποδοχή μιας κόρης στο στρατό ή φυλλάδια για μαστορέματα για ανθρώπους που δραπετεύουν από τα σπίτια τους χωρίς να βγαίνουν απ’ αυτά. (από την ενότητα Φωνητική)

- 97 -


1. Η σύνταξη, η κληρονομιά, παραλλαγές του χρόνου... Κληρονομείται η νοητική κατασκευή αυτού που ακούγεται; Προς τα πού, λοιπόν, ιχνογραφείται η φυγή; 7. Για τον τηλεφωνικό κατάλογο. Όνομα, οδός, νούμερο. Πρώτο επώνυμο κι εκεί είμαι, με τη γυναίκα που καθαρίζει το φύλο των φαλαινών, τον ηλικιωμένο που ψάχνει ανάμεσα στα ούλα μνήμες αποσπασματικές ή το γιατρό που κοιμάται με τη μετάσταση όλων των ασθενών του. Κι άλλα στοιχεία: δεύτερο επώνυμο, και το περιθώριο αποσαφηνίζεται, η πυξίδα μεγαλώνει. Υποθέτω λοιπόν το προφανές: στις περισσότερες πληροφορίες, μεγαλύτερη η σύγχυση. (από την ενότητα Σύνταξη)

3. Η γεωγραφία του απόντος ή η λεκάνη της παράλειψης. Πείσμα με άδεια καρέκλα. 6. Ο κόσμος και το εγώ, αρχή και τέλος, ο απίθανος συντονισμός ανάμεσα στο χρόνο και στις φλέβες. Σε κάθε δευτερόλεπτο τα εκατοστά επιβάλλονται και η ηλικία συγκαλεί τις δικαιολογίες. Η μητέρα και ο όγκος της γλώσσας. Η μεγαλειώδης, η μεγάλη και πιο μεγάλη ρήξη. (από την ενότητα Γεωγραφία) (Ποιήματα από το βιβλίο 28010, Εκδ. Calambur, Madrid, 2011)

- 98 -


Χαβιέρ Μέριντα Ροντρίγκες (Javier Mérida Rodríguez, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1977) Έχει εκδώσει τρία βιβλία και ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες ποίησης. Έχει συμμετάσχει σε πολλά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά δρώμενα, βραδιές αφιερωμένες στη λογοτεχνία και στην ποίηση. Έχει προλογίσει βιβλία και έχει συνεργαστεί με λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της κολεκτίβας καλλιτεχνών Potaje Producciones. Επίσης, ήταν καλεσμένος το 2009 στο Συνέδριο Νέων Συγγραφέων των Κανάριων Νησιών από το Ίδρυμα IDECO. Ανατρέξτε στο blog του.

- 99 -


Ο Αθεράπευτος μου επιβλήθηκε αυτό το σκοτεινό της μοναξιάς σομπρέρο και ρίχτηκα αργά στους δρόμους χαμένος για να προχωρήσω με το μπαστούνι μου των φόβων κοιτάζω τις βιτρίνες μες στις οποίες βράζουν χαμόγελα χωρίς πρόσωπο και με βλέπω σαν μέσα σε έναν καθρέφτη αιώνιο στον οποίο κανένας δεν παρίσταται από την άλλη πλευρά πηγαίνω προαισθανόμενος την πτώση των πουλιών που κρέμονται απ’ τα δέντρα σαν αυτόχειρες λεπτοί της αυγής ο πικρός κι αδιαφανής χρόνος που κατοικούν οι μύγες φτάνω στην αδειανή από παρηγοριές πλατεία χωρίς μητέρες που καταβροχθίζουν με τις κραυγές τους τον άερα χωρίς παιδιά που πεθαίνουν από την επιθυμία να φιλήσουν τον ορίζοντα των δακρύων τους εγώ δεν περιμένω κανέναν σιγοτραγουδώ ενώ ανεβαίνω τα σκαλιά που μου άφησε η βροχή από το πουθενά για να φτάσω στο κέρας το πιο απομακρυσμένο της σελήνης κάθομαι καπνίζω ένα τσιγάρο και στη δειλία μου επιστρέφω (Από το ανέκδοτο βιβλίο Ίχνος από Επιθυμίες)

- 100 -


Η ‘Αλλη Πλευρά της Βροχής γκρίζο της φυλακής ενώπιόν μου κάγκελα που δεν παύουνε να κλαίνε κι εσύ στην άλλη πλευρά χέρι εκτεταμένο που με ψάχνει δεν αναγνωρίζω τα δάχτυλά σου συνεχίζω να μην σ’ ακούω και μόνο ένα βήμα με χωρίζει απ’ το να διακρίνω το παλτό σου όντας εδώ σταματημένος είναι ο τρόπος μου να δραπετεύω όταν υπάρχουν ακόμα πράγματα για να κάνω για να πω αγνοώ το χρώμα των λέξεων εκτείνω το χέρι μου κοίτα κι εγώ επίσης σε ψάχνω αλλά εσύ δεν με βλέπεις που σε ψάχνω σου κάνω σήματα δεν γνωρίζεις τη γλώσσα η άλλη πλευρά της βροχής είναι ένα σύνορο χωρίς αφίσες του απαγορευμένου περάσματος που περιμένει το πέρασμα ενός παράνομου αλλά σε αυτούς τους βάλτους ποτέ δεν πιάνεις πάτο (Από το ανέκδοτο βιβλίο Η ‘Αλλη Πλευρά της Βροχής, Εκδ. Bubok 2011)

- 101 -


Μάτι του Χρόνου υπάρχει ένα μάτι του χρόνου που με παρατηρεί από άλλο χρόνο ωχρό και μόνο καβάλα καθισμένο πάνω στις φλέβες μου μια τρύπα στων ριζών μου τον χρόνο ένα μέρος ξένο οπουδήποτε ένα πρόσωπο ένα παρωνύμιο ένας πάσσαλος από τυφώνα ξηλωμένο διαχωρίζοντας αυτή την έρημη καρδιά ενταφιάζοντας θάλασσες κι ακροπόλεις με κοιτάζει απ’ όλη την παιδική ηλικία που έγινε πια αφρός από σύννεφα περαστικά που χαϊδεύουν τα βλέφαρά μου κι αφήνει να πέσει κάποια από τις βλεφαρίδες του βελόνες καρφωμένες στο κρύο δέρμα των ωρών υπάρχει ένα μάτι του χρόνου που αποφεύγει το βλέμμα μου όταν πρόσωπο με πρόσωπο το ανακαλύπτω μου παραδίδω επομένως την εξουσία να με συγκρατήσω και να μην διασχίσω τη χλιαρή κόγχη προς τη συνάντησή του διαλύομαι στην πιο αχνή παράλυση σαν ομίχλη που θα έπρεπε να με αφήσει για πάντα σε αυτή τη γωνία ως πλήρη συνέπεια του χειμώνα υπάρχει ένα μάτι του χρόνου που κλείνει αμείλικτο και με ελευθερώνει (Από το ανέκδοτο βιβλίο Χρησμός, 2012) - 102 -


Σέρχιο Μπαρρέτο Ερνάντες (Sergio Barreto Hernández, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1984) Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο αφορισμών και ποιητικής πρόζας. Για το έργο του τιμήθηκε το 2011 με το Βραβείο Ποίησης Emeterio Gutiérrez Albelo. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με τη λογοτεχνία. Ανατρέξτε στο blog του.

- 103 -


Κι ο Οδυσσέας, Μετανιωμένος, Μίλησε στον Εαυτό του Αφού ποδοπάτησα το χρόνο, σύντροφε, περάσαμε τόσα χρόνια εξόριστοι που αγνοώ τους έξαλλους ουρλιάζοντες της φρουρού Αργούς μου ή πως θα προϋπαντήσουνε το βρώμικο πρόσωπό μου τα μαραμένα πλέον μάτια της Ευρύκλειας. Αφού ποδοπάτησα το χρόνο και με ονόμασα κανένα μπροστά στους Κύκλωπες κι αναζωπύρωσα το μίσος των θεών γονατίζω μπροστά στους πλανερούς πρίγκηπες χωρίς να αποκαλύψω το αίνιγμά μου στους παρόντες ούτε και να ρωτήσω ποιανού είναι αυτό το βασίλειο. Ωστόσο κι από μόνη της η απάντηση προκύπτει από το βασανισμένο μου στόμα όταν ακούω πως εδώ σε αυτόν τον οίκο κανένας δεν γνωρίζει τον άθλιο φιλοξενούμενο που άφησε τη ράβδο του πίσω απ’ την πόρτα και τώρα στο τραπέζι προσμένει το συσσίτιο. Αφού ποδοπάτησα το χρόνο, σύντροφε, παρευρίσκομαι στης σκιάς τα συμπόσια όπου οι νεκροί μου τα κύπελλά τους γεμίζουνε με αίμα όντας εκείνα τα κύπελλα ένα ανάμεσα στα δικά μου χέρια και όντας εκείνο το χυμένο αίμα όχι κάτι παραπάνω από ένα παλαιό κρασί που στάζει. Και είναι που αργά καταλαβαίνω πως στο φόβο επίσης κείτεται η ανάμνηση του παρελθόντος

- 104 -


όπως κείτονται οι νεκροί που αναπαράγουμε φέροντας τη σημαία μιας πατρίδας που τώρα είναι μόνο καταφύγιο του τίποτα, στάχτη που μπερδεύεται μέσα στη σκόνη. Αφού ποδοπάτησα το χρόνο, σύντροφε, κι ήπια ενάντια στην Κίρκη το βοτάνι κι αναζωπύρωσα τη φωτιά των θεών και νίκησα το όνειρο των λωτών έχω ανάγκη στην εξουσία σου να κληροδοτήσω αυτά τα όπλα από οξειδωμένες λεπίδες για να τα θάψεις πολύ βαθιά κάτω απ’ της γης μου τα αμπέλια τα λευκά, εκεί, ακριβώς όπου ο Απόλλωνας υφαίνει για τους νεκρούς το Μονοπάτι.

- 105 -


Γκρίζο Σπίτι Για τον Αλεχάντρο Ροντρίγκες-Ρεφόχο ΔΙΑΠΕΡΝΩΝΤΑΣ τη σκιά που ανυψώνεται πάνω απ’ τον κόκκινο ορίζοντα της εσπέρας από την καστανιά κι από τις λεύκες πιο πέρα που ο πάγος έχει διαλύσει˙ διαπερνώντας το σπίτι όπου ο αέρας και ο λειχήνας και το κύπελλο κι η υγρασία τη θλίψη τους μοιράζονται γύρω από ένα κέντρο πηκτό και διάφανο όπως ο φόβος. Κοντά στη μαύρη πόρτα αφήνωντας τις κουρασμένες μας ιδιοκτησίες, τα βρώμικα εργαλεία μας, το παράλογο ρολόι μας, και το παλτό, που κρεμασμένο όπως ένας λύκος, εγκλείει την αποστολή του ενάντια στους κύκλους, αιώνια κείτεται μες στα ντουλάπια. Μες στα δωμάτια της ατιμίας μην ανακτώντας το χρόνο ούτε ελπίζοντας, αφού πια πρέπει να ξέρεις πως μέσα στο κενό παραμένει ένα ίχνος χωρίς μονοπάτι, ένας κάλυκας γεμάτος σιωπή. Διαπερνώντας τη σκιά που ανεγείρεται όπως το άσμα ενός πουλιού νυχτερινού όταν το ρήμα από τη μάσκα του απομακρύνεται κι ανθίζουν αειθαλείς σε κάθε πράξη. Προχωρώντας σε διαδρόμους σκονισμένους, ανάμεσα σε γεράκια αφυδατωμένα, άεργες βαλλίστρες και πτέρυγες προγονικές γεμάτες από νυχτερίδες. Μην ερμηνεύοντας ρόλους από περατωμένους χρόνους. Μην γράφοντας πως στο λυγμό έγινες σύντροφος του τίποτα. - 106 -


Διαπερνώντας το σπίτι των ηχών, αν και το πορτρέτο την εγκατάλειψή του επιπλήττει και μέσα στο ιερό το σκοτάδι διεισδύει, βεβηλώνοντας το διάδημα από ασήμι, την καμέα. Ναί, πηγαίνοντας προς την καρδιά του διηνεκούς πιο πέρα από την καστανιά και από τις λεύκες που ο πάγος διέλυσε˙ διαβάζοντας ίσως το σκελετό των βοδιών, την ταλαντωμένη κάτω πλευρά των αμυγδαλιών, τον ιερό οφθαλμό των πουλιών. Διαπερνώντας το διαχρονικό σπίτι με το πρόσωπο συντετριμμένο και το βλέμμα εκείνου που είδε τους κένταυρους, τους όμορφους κένταυρους να εξανεμίζονται από τους πλατείς οπωρώνες της παιδικής του ηλικίας.

- 107 -


Οι Φρουροί ΑΠ’ ΤΟΥΣ ψηλούς πύργους του σπιτικού μου ακούω το σκοτεινό ιδίωμα της νύχτας. Έχω φτάσει ως εδώ με μοναχικά βήματα, χωρίς φόβο για τις αναβάσεις, για το βαθύ ίλιγγο, για τις σφίγγες που υφαίνουν για τον άνθρωπο τα αινίγματα. Κάτω, οι λόφοι του χωριού μου εκτείνονται κάτω απ’ τον σταχτερό μανδύα από λεύκες και κυπαρίσσια, καστανιές και κερασφόρες οχιές. Οι σωρείτες του βορρά κολλάνε γύρω από τις κορυφές του βασάλτη και πάνω σ’ αυτούς ο ασημένιος φάρος της σελήνης σχίζει τις στάχτες του κόσμου που βραδιάζει. Έχω φτάσει ως εδώ αντιμετωπίζοντας τον εαυτό μου στο ναό της αισχύνης, στους αρχαίους θεούς της πορείας, στη ρίζα του αίματός μου... Πιο πέρα, όπου το μάτι καταστρέφεται και ο χρόνος παραμορφώνει τους αδιάλλακτους σιωπηλούς του νόμους, διαισθάνομαι την παρουσία των παλιών Φρουρών γραπωμένων στον τρεμάμενο άερα και στον αόρατο κύκλο των άστρων. Το εκκωφαντικό λαούτο των καταιγίδων μαζί με τον αδιάλλακτο ήχο των βροχών γίνονται όργανα μέσα στα χέρια τους οργανοπαίχτες της μέρας και της νύχτας˙ κι έτσι πάνω στις κορυφές τα σήματα κινδύνου τους εκτυλίσσουν και στήνουν το χορό σαν ορδές στρατιωτών που γνωρίζουν το θάνατό τους και τον δέχονται με υπερηφάνεια.

- 108 -


Απ’ τους ψηλούς πύργους του σπιτικού μου έντρομος το ύψος σας ατενίζω και γεννάω προς τον νου μου, Φρουροί στη νύχτα σαν σκιές προσκολλημένοι που τα κορμιά σας συντήκονται χωρίς γιατρειά. Εσείς που μαστιγώνετε το όνειρο και την αγρυπνία των ανθρώπων τα δόγματά τους πυρπολώντας, θεμελιώνοντας το φόβο στο φως του βλέμματος˙ εσείς που απ’ τη θεά παρατηρήσατε την απόλυτη σιωπή πίσω απ’ το πέπλο της από άγνωρο αφρό: ποιο ζήτημα λαμπρό ποια γλώσσα ουράνια σας διατήρησε μετέωρους και μακρινούς κατά τη διάρκεια τόσων κίτρινων φεγγαριών. Είστε μήπως το μονοπάτι ή το ίχνος του μονοπατιού, η ιχνογραφημένη πορεία από τον ήλιο μετά τη μάχη ή οι υποβολείς που κρύβονται πίσω απ’ το πυκνό σκοτάδι των δασών; Ίσως η οποιαδήποτε ερώτηση να είναι ανάξια να μπει στη δική σας σφαίρα κι όλες οι απαντήσεις ελεεινά νεκροταφεία από σήματα που ενσωματώνονται στο τίποτα˙ ίσως για να πλησιάσουμε σ’ εσάς και να διακινδυνεύσουμε μες στο κενό το δικό μας ρήμα να πρέπει να παραδοθούμε σε άλλο χρόνο, προτού ανοίξει μες στα φρύγανα η αναπόφευκτη τρύπα και καθοδηγήσουνε τις κόρες στον ιππέα, όταν σηκώναμε κύκλους από πέτρα και διαβάζαμε τον κόσμο στα πεσμένα φύλλα.

- 109 -


Παράξενοι Φρουροί: επιτρέψτε ο νους μου να αποκρυπτογραφήσει τα δώρα σας σαν τίποτα να μην είχε λάβει πρωτύτερα χώρα, σαν αυτοί οι λόφοι από χρώμα ασημί, αυτό το σπιτικό και αυτός ο πύργος να μην υπήρχαν μέσα μου όπως δεν υπάρχει η σιωπή στον άνεμο όταν εισβάλλει η εξουσία της αστραπής και η φωνή του. Μόνο έτσι θα ανοίξουν οι ασύλληπτες σπηλιές που διαχωρίζουν το Όν από την ύλη του κι εγώ θα αντιληφθώ τις κυριαρχίες σας με το μάτι του Αδάμ και τη βεβαιότητα του Ηράκλειτου του σκοτεινού. Ναι, εγώ ανέβηκα στο ίδιο επίπεδο με τα γεράκια, κοιτάζοντας κατά πρόσωπο τον σπουργογέρακα. Σήμερα κρέμεται απ’ το λαιμό μου το απαρχαιωμένο του φωτός κλειδί. Απ’ το ψηλό σας ζενίθ ατενίζετε, ευκρινείς Φρουροί, τα κύρια σημεία όλου αυτού που υπάρχει προβάλλοντας τη ζωή και το θάνατο, τη σκιά και την εμφάνιση, τον παγετώνα και την πυρά πάνω απ’ την εύθραυστη αυλαία της ύλης. (Ποιήματα από το βιβλίο Οι Φρουροί, Εκδ. Idea, 2011)

- 110 -


Νατάλια Λιτβίνοβα (Natalia Litvinova, Γκόμελ, Λευκορωσία, 1986) Ζει στην Αργεντινή. Είναι ποιήτρια και μεταφράστρια Ρώσων ποιητών (Αχμάτοβα, Μάντελσταμ, Γεσένιν κλπ). Έχει εκδώσει δύο βιβλία, ένα εκ των οποίων έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και έχει μεταφράσει επίσης μία ανθολογία ρωσικής ποίησης. Ανατρέξτε στο blog της.

- 111 -


Φτερούγισμα της Ομιλίας πεταρίζοντας την πτώση μου δίπλα στο πιτσούνι που πέφτει. συντρίβοντας το πρόσωπό μου που είναι σαν πουλιού κόντρα στο έδαφος. δεν ξέρω να πετώ πατέρα δεν ξέρω και αναπνέω δύσκολα πατέρα, έχω λέπια, τάση να γίνω νυχτοπεταλούδα ενώ έχω σώμα έκαψα τα εντόσθια της μητέρας μου για να γεννηθώ με φτερούγισμα ιερής ομιλίας, αλλά κατήγγειλα αυτό που δεν ήταν ηχηρό κι έπεσα δίπλα στο πιτσούνι που γεννήθηκε στο πρόσωπό μου που μοιάζει με πουλί αλλοδαπό. ο πατέρας μου, μου είπε πως είχα φτερά κι εγώ κολύμπησα μητέρα.

- 112 -


Γκόμελ ο παππούς μου το μόνο που έκανε ήταν να ξυρίζεται και να τρέμει μπροστά στην τηλεόραση. ο πατέρας μου όλα τα πρωινά χανόταν στον κάμπο, μετατρεπόμενος σ’ ένα σημείο τρισδιάστατο απ’ το χιόνι. επέστρεφε με ένα μυστικιστικό χαμόγελο στο πρόσωπό του και κανείς δεν ήξερε γιατί. το καλοκαίρι επίσης εκείνο το ίδιο χαμόγελο και φρουτάκια μες στα χέρια του, την άνοιξη βατόμουρα. το χαμόγελο του πατέρα μου έφερνε θαυμάσια φρούτα. ο παππούς μου έτρεμε κάθε μέρα πιο πολύ, το κεφάλι του ξανακυλούσε σαν μαντολίνο κι ορθωνότανε σαν ένα πιάνο. μια μέρα ο πατέρας μου επέστρεψε με μήλα ο παππούς μου βρήκε το κλειδί της σιωπής.

- 113 -


Τα Μάτια σου Έχουν Γίνει το Σταχτοδοχείο μου μέρες και νύχτες σου έχω γράψει, η πρώτη φράση ήταν δεν υπάρχει η Ρωσία, το Παρίσι δεν υπάρχει. χέρια γίνονται όλο και πιο πολύ αόρατα, το να σε φιλήσω είναι να φιλήσω έναν άσπρο τοίχο, και δεν έχουμε φιληθεί. κοιτάζω αυτό το κορμί τέτοιο κορμί, πόσοι το έχουν αγαπήσει (ποιος θα μπορούσε να αγαπήσει ένα χαμένο κορμί;), πόσοι πρόωροι χειμώνες γιόρτασαν στην κοιλιά του. στο περιθώριο αυτού του φύλλου γράφεται η ζωή μου, και ξαφνιάζεται και ποίηση επιχειρεί, επιχειρεί καθαρό στίχο που αποτυγχάνει και γίνεται κορμί. διαβάζω τη διαθήκη του Κάφκα σαν μοναδικό ερωτικό γράμμα. σύντομα στο Παρίσι θα πέσει το χιόνι. στη Ρωσία επίσης, κι άλλο χιόνι. Η άνοιξη απ’ την κοιλιά θα ‘ρθεί. αυτοί που με έχουν αγαπήσει θα επιχειρήσουν να γυρίσουν σε μένα με τη βία. αγαπημένε, τα μάτια σου έχουν γίνει το σταχτοδοχείο μου. το να σε φιλήσω είναι να φιλήσω το μειονέκτημα του χρόνου. διαβάζω τη διαθήκη του Κάφκα, το μόνο που μου μένει. ενώ, ήρεμοι επιστρέφουν αυτοί που με θέλουν αγία και γυμνή. (Ποιήματα από το βιβλίο Στεπική, Ediciones del Dock, 2010)

- 114 -


Εζεκιέλ Ζάιντενβεργκ (Ezequiel Zaidenwerg, Μπουένος Άιρες, 1981) Είναι ποιητής και μεταφραστής. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Ανατρέξτε στο blog του.

- 115 -


Δόξα Έμεινα και ξέχασα πως έπρεπε να είχα μείνει, δουλεύοντας, πιθανώς. Και άνοιξα τα μάτια, μέγας, έκανα μια τέντα με τους αγκώνες και τη συνάντηση των χεριών. Έβαλα στην κορυφή το πρόσωπο. Εκείνη η ταινία από γυαλόχαρτο, το τριχοειδές φωτοστέφανο που αρχίζει να λαμπυρίζει ανάμεσα στις παλάμες μου, εκείνο δεν μπορεί να είναι η δόξα μου. Δεν με δοξάζω σε τίποτα που προειδοποιεί όταν πάει να εκδηλωθεί˙ ή ποτέ δεν με δόξασα, ή ποτέ δεν ήξερα σε τι να με δοξάσω, και πώς. Κι αυτά τα μάτια, το δέρμα της μύτης, ο κοχλίας των αυτιών, το κοντό ποτήρι του νερού της συνείδησης, εκείνο μόνο μπορώ να το δω όταν στον καθρέφτη με κοιτώ, ή το βλέπουν οι υπόλοιποι χωρίς εγώ να κοιτάζω, ή με κοιτάζω μες στους άλλους. Κι είναι καλά που είναι έτσι, υποθέτω. Πού βρίσκεται ο βράχος μου, ρωτάω τον εαυτό μου, η δύναμή μου, ο ογκόλιθός μου, επομένως; Πρέπει να υπάρχει κάποιο πράγμα σε μένα που λάμπει πιο πέρα από μένα, ή κάποια φορά θα το κάνει, ή το έχει κάνει, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιήσω εγώ. Και κάτι μου ‘ρχεται στο μυαλό: όταν ήμουν ένα έμβρυο, όταν με έκαναν, η βάλανος του επιθηλίου που επιχειρούσε, ξένη σε μένα, να παραστήσει την απλή μορφή που ήμουν εγώ, κοιτούσε ολόκληρη προς τα έξω, ένα σωλήνα αναποδογυρισμένο, αναποδογυρισμένο εκ νέου, με το στομάχι και το συκώτι αδιαχώριστα, και τα αυτιά και το στόμα: η ίδια επιφάνεια, ένα γάντι μόνο, μοναδικό σφουγγάρι σε σχήμα λουλουδιού τοποθετημένο πάνω στον ίδιο, μοναδικό, άξονα, φυσιογνωμία καθαρή στον ποικιλόχρωμο αέρα της κοιλιάς της μαμάς. Έπρεπε να υπήρχε μια λάμψη εκεί που χάθηκε όταν το πια διαμορφωμένο πρόσωπο κατάπιε όλο το υπόλοιπο, όταν από ντροπή που δεν μου έδωσαν επιλογή -ίσως το τεχνούργημα αξιώνει στον τεχνίτη: «γιατί με έκανες έτσι»;ένα υπόλοιπο εκείνης της χάρης κρύφτηκε στις διαδοχικές ξεδιπλωμένες διαστάσεις, σ’ εκείνη την κουφή αύξηση απ’ την πυκνότητα και την οντότητα που θα μου επέτρεπε να δω τον κόσμο σαν ένα κόσμο, αργότερα. Και τώρα σκέφτομαι εκείνο το μέρος που έμεινε αχώνευτο, και υπάρχει κάτι που με σέρνει, ένα ρεύμα υποδόριο ή κάτι ίσως λιγότερο ιεροπρεπές, στο όνομα που μου έδωσαν για να μου δώσει τη δύναμη. Κάλυψαν με ένα όνομα άμεμπτα ισραηλιτικό ένα μισό από μένα.

- 116 -


Τι ήταν αυτό που ήθελαν, να ήξερα πως αν ήθελα να μοιάσω περισσότερο σ’ αυτό που θα γινόμουν, έπρεπε να γίνω από εκείνο διαφορετικός; Η χάρη μου: ένας γλωσσοδέτης άψογα εβραϊκός. Ίσως είχε να κάνει με κάτι σαν ένα Scrabble ταυτότητας, σκέφτονταν πως θα έδιναν στο γιο τους περισσότερους πόντους στη ζωή για τόσα ζήτα κι εκείνο το κάππα και το βήτα; Αν υπήρχε κάποιο πράγμα σε μένα που δεν ήταν ταυτόσημο με τον εαυτό του, δεν θα ήταν καλύτερα, ίσως, να κάνω ορατές τις ραφές; Άμα στο κάτω κάτω της γραφής η μήτρα που με γέννησε ποτέ δεν άκουσε να μιλάνε, από μικρή, για το γκέτο, ούτε έπρεπε να ξέρει τι πράγμα είναι η εξορία με την ίδια της τη σάρκα μέχρι που, εντάξει, εξορίστηκε ο μπαμπάς. Αν επιπλέον, ήταν εκείνοι αυτοί που με ανέθρεψαν, αυτοί της αραβικής πλευράς, του Λίβανου, καθολικής, ή καθολικής με τον τρόπο τους, που τη διέγραψαν από το όνομά μου. Εκείνοι επίσης είχαν το γιο τους στην εξορία: ίσως επίσης εκείνος εγκαθίδρυσε στην έρημο τη συμμαχία του, και τον πήραν όπως τον Ηλία. Αλλά πλήρωσε το αίμα, γιατί ήταν από άλλη φυλή. Και το σάρκωμα του επικάλυψε την πλάτη όπως ένας χάρτης. Ήθελαν να γίνω εγώ ο Ελισσαίος τους, να έπαιρνα τα δυο τρίτα μέρη της δικής του χάρης; Ώσπου τους ήρθε, κάποιες φορές, να με φωνάξουν με το ίδιο το παρατσούκλι του. Ήταν υπερβολικά για μένα, έναν άραβα απίθανο˙ για έναν ιουδαίο πλανεμένο, έναν δόλιο περιτομημένο, που καθαγίασε τη συμμαχία του στο χειρουργείο με τον ζηλότυπο θεό της φίμωσης (θυμάμαι αυτό που ήταν, μια καμπάνα φουσκωμένη, ένα ηλιοτρόπιο από νερό άμα ουρούσα). Ήταν υπερβολικά για μένα. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να κάνω όπως με μια πληγή που ήθελε από μέσα να ραφτεί για να αφήσει καλυμμένη την ουλή και να προστατεύσει καλύτερα το δέρμα. Μου ‘σπασε τελοσπάντων. Πάχυνα και μου σχίστηκε, σαν ένα κύπελλο από κρύσταλλο πολύ χονδροειδές. Γέμισε με αυλακώσεις, ένα λεπτό σταυρόνημα, ασυνεχές, πάνω στο κατακόρυφο επίπεδο από τις μασχάλες στους γλουτούς, μείγμα του σχεδιασμού ενός γενεαλογικού δέντρου απογυμνωμένου από το φύλλωμά του και το χάρτη του γονιδιώματος. Τι ή ποιον έπρεπε να ενοχοποιήσει, τη γενετική, την εύθραστη επιδερμίδα της μαμάς, η εκείνη την πρωτογενή αδέσμευτη δύναμη,

- 117 -


εκείνη η πρωταρχική δυσπεψία που θα έκανε από την αχωνεψιά το πρώτιστο απ’ τα πάθη μου; Η απάντηση πάλευε για να πέσει σε τυφλό σάκο, μεταμφιεσμένη από έναν εύπιστο σκεπτικισμό χωρίς σκοπό που, μετά θα αποδείκνυε πως είναι μια θεοφοβούμενη αδαημοσύνη, αναδιπλωμένη πάνω στην ίδια της την έλλειψη: την απέφευγα ή μόνο διαφοροποιούμουν από εκείνη; Δεν ήξερα ότι ήξερα. Και διάλεξα να αδραχτώ απ’ τη διαίσθηση, λιγάκι επιπόλαιη και παιδαριώδης που το γεωγραφικό μου κέντρο, το σπίτι μου, δεν μπορούσαν να είναι το φατνιακό φυσερό και η λεπτή βεντάλια του πνεύματος. Και τώρα, που μένω και που ξεχνώ, που κάρφωσα τη σκηνή μου με τους αγκώνες και τα μπράτσα, και το πρόσωπο βυθισμένο ανάμεσα στις παλάμες, σαν μια κανάτα που πέφτει αναποδογυρισμένη και που σπάει, χωρίς να το ξέρει, δίπλα στην πηγή, πέφτω σε μια ηλικία στην οποία χρειάζομαι ένα αξιοπρεπές αντικατάστατο για την ψυχή: για να με βάλει σε εγρήγορση και να θυμηθώ και να μου θυμήσω. Ένα αξιοπρεπές υποκατάστατο ενός προσήλυτου εξαναγκασμένου. Και το κάθισμα της αγάπης μου, η έδρα της κρίσης μου, πρέπει να είναι, συνεπώς, εκείνο το ηπατικό προπύργιο, η σκονισμένη δόξα, των προπατόρων μου, εκείνων που δεν γύρισαν: ο σάκος ο βαρύς, η κούφια πέτρα, το βρώμικο κύπελλο μες στο οποίο αναμείχθηκαν. (Από το βιβλίο Δόξα, Εκδ. Vox, 2007)

- 118 -


Μιγκέλ Άνχελ Αλόνσο (Miguel Ángel Alonso, Βαλέρα, Βενεζουέλα, 1970) Ζει στην Τενερίφη. Έχει σπουδάσει Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα και κάνει διδακτορικό πάνω στην ποίηση της Βενεζουέλας του 20ου αιώνα, κυρίως στο έργο του Ραφαέλ Καδένας. Εκτός από ποιητής, είναι συγγραφέας δοκιμίων, θεατρικών έργων, διηγημάτων. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο του. Ποιήματα, αφορισμοί, διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ανατρέξτε στο blog του.

- 119 -


Ο Ηράκλειτος Προβάλλει απ’ το Παράθυρο Δεν είναι ομόφωνο το πρωινό, δεν επιμένει να κυριεύει ένα μόνο πρόσωπο, μάλλον περισσότερο αμφιβάλλει, σκαλίζει, αργοπορεί˙ ενώνει όλα τα δάχτυλά του σε ένα χάδι εξονυχιστικό και ανά διαστήματα χτυπά σαν ένας πυγμάχος κυριευμένος από τους θεούς. Η ΄Εφεσσος συγκαλεί εντάσεις μυστικές, φωνές, καρπούς, ναούς, παιδιά, νήες, αμφορείς, οδούς που μοιάζουν πάπυροι φθαρμένοι, βρώμικοι˙ έμπορους μανδύων ομιλητικών. Υπάρχει πολύ φως, ναι, πολύ φως, αλλά αντικρουόμενο στο προφίλ των ελιών, σε κάθε τοίχο ετοιμόρροπο. Στις ανοιχτές πόρτες των σπιτιών αισθάνεται κανείς την αναπνοή του μεσημεριού σαν ένα σκύλο που λαγοκοιμάται κάτω από την κηδεμονική σκιά του τυφλού χρόνου. Τα πουλιά αφήνουν στον αέρα κόμπους, κάποιες φορές λεκέδες˙ προτιμούν να πετούν απ’ το να μένουν ακίνητα ανάμεσα σε σταχτερά κλαδιά, στο ύψος της θέας των ματιών κουρνιάζουν κι εκεί πέρα είναι πιστά, όχι τόσο στην ύλη όσο στων βλεφάρων μας τη σύσπαση˙ όμοια θεούς κι ανθρώπους διαψεύδουν μόνο με το να εκτείνουν την ακόρεστη παρουσία των σωμάτων τους, τη νευρική λάμψη που τα αφήνει στην ίδια την ακτή της τελειότητας. (Η θάλασσα δεν αποδέχεται αντίγραφα: Ο ΄Ομηρος το ονειρεύτηκε σαν ένα ακτινοβόλο αίνιγμα στεφανωμένο από την πυκνότητα της άγριας ομορφιάς, απ’ την ανάβλυση των μυστικών χυμών, των καρπερών ράβδων. Η θάλασσα, που μερικές φορές εγκαταλείπει τη γαλάζια της αθωότητα για να λιμνάσει πίσω από τις λέξεις. Τα ποτάμια, από την άλλη πλευρά, είναι μεταφορές όπου ο χρόνος καταθέτει το σπέρμα του που υπνοβατεί. Τα ποτάμια τρέφονται από πράγματα λαθραία, από γέρικα φρούτα ζυμωμένα απ’ την έμμηνο ρύση της μάνας Γαίας. Τα ποτάμια των αναρίθμητων όψεων φουσκωμένα απ’ τη διαφάνεια και μέσα στα οποία ο Κρόνος ενταφιάζει τις μάσκες του

- 120 -


την ίδια στιγμή που δαγκώνει τη γαλακτώδη σάρκα όλων των παιδιών του για να την ξεράσει μετά πάνω στη σπερματική του καύσωνα επιφάνεια). Ξέρω πως όλα αυτά θα διαλυθούν, ξέρω πως η κατάπληξή μου είναι περίπλοκη και δωρεάν, ξέρω πως αυτό το καθαρό φως θα καταλήξει να γίνει στάχτη και σήψη˙ θα τη ξεχάσω και θα ξεχαστώ. Ξέρω πως ο χρόνος είναι ένα αντικείμενο σκληρό, άχρηστο, μυστηριώδες. Ξέρω πως το όνομά μου θα αποκτήσει τη σύσταση ενός βότσαλου: μέσα σε χίλια χρόνια θα είμαι – θα συνεχίσω να είμαι – μια κηλίδα, μια παρερμηνεία, μια υπερβολή. Μόνο αυτό το πρωινό πλησιάζει στην αλήθεια. (Από το βιβλίο Μεσημβρινά Ίχνη, Εκδ. Casa-Museo Emeterio Gutiérrez Albelo, Icod de los Vinos, 2009)

- 121 -


[Ανοίγω το Βιβλίο της Κοιλιάς σου] ανοίγω το βιβλίο της κοιλιάς σου τις σελίδες από σένα για να διαβάσω το σφυγμό χωρίς ηλικία όπου αυξάνεται το οργανικό φως αυτό που αγγίζω με την ίδια μου την περιοδεύουσα αναπνοή τίποτα δεν σου είναι ξένο ούτε καν το βάρος του αόρατου στη σωστή στιγμή να γίνει φρούτο που δαγκώνουμε με όλο το κορμί τυφλό από υγρασία και από τρέλα προφέρω κάθε τόνο κάθε μυελό κάθε φωνήεν που κυβερνά τη συμπλεγματική σου επιδερμίδα από πάντα ακούω προσεχτικά την άρθρωση που υπάρχει στα οστά σου το σιωπηλό δέντρο που πάει απ’ τους μηρούς σου μέχρι την τελευταία λέξη του αίματός μου (Από το βιβλίο Κατοικημένο Σώμα [1991-2009], Εκδ. Caja Canarias, Santa Cruz de Tenerife, 2010)

- 122 -


Γραμματική του Θανάτου Το σώμα μου θα ‘ρθει να γίνει σκέτο ίζημα: μια λέξη με άλλη σημασία, αποχρωματισμένη και γόνιμη σε κάθε ένα από τα μέρη της, σκιά αγκυροβολημένη μουρμουρίζοντας ανάμεσα σε γαιοσκώληκες. Το σώμα σου θα ‘ρθει να γίνει μια αδύναμη κατάληξη της δυσωδίας και της αρμονίας˙ ένα χάσμα καλυμμένο από προνύμφες διακριτικές, από κατακάθια. Το σώμα του πια είναι, θα γίνει μια συμφωνία κουραστική με τη σάπια γη της οποίας τα σωθικά θα συλλαβίσουμε με τα ίδια κόκαλα, με τα νύχια τα ίδια στριφογυρίζοντας όπως μια σβούρα πίσω απ’ το χρόνο. Το σώμα μας θα ‘ρθει να γίνει η δευτερεύουσα πρόταση της λάσπης και του νεφελώματος, πάντα, ή τις περισσότερες φορές σκουριά ονομαστική, φωνήεν κλειστό. Το σώμα σας μονάχα μια κιμωλία ταπεινή για να γράφουμε στην άβυσσο μ’ εκείνη, ένα πουλάκι έγκλειστο από καμία πρόνοια˙ ερείπιο αποκρουστικό του αιώνιου (ή του αιθέριου, μάλλον), εκείνο θα ‘ρθει να γίνει.

- 123 -


Τα σώματά τους, τα σώματα εκείνων, ήδη είναι, θα γίνουν λινοτύπες ενεδρεύοντες που ο θάνατος αγγίζει με δάχτυλα ή γλώσσα από χαρτί. (Από το βιβλίο Λέξεις στα Μάτια [2007-2010], Εκδ. Casa-Museo Tomás Morales, Gran Canaria, 2011)

- 124 -


Ζανέτ Λοσάνο Κλαριόντ (Jeannette Lozano Clariond) Είναι ποιήτρια και μεταφράστρια στο Μεξικό. Έχει μελετήσει σε βάθος τον αρχαίο μεξικάνικο πολιτισμό, διοργανώνοντας και συμμετέχοντας σε σεμινάρια και συνέδρια μέσα κι έξω απ’ τη χώρα. Σημαντικές ήταν επίσης και οι συνεργασίες της με μουσεία για την προώθηση της κουλτούρας, του πολιτισμού και των τεχνών. Άρθρα της, ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε σημαντικότερες εφημερίδες της Ισπανίας (El País), της Αμερικής (New York Times), του Λίβανου και της Τρίπολης. Η ίδια έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και είναι ιδρυτής των Εκδόσεων Vaso Roto. Έχει εκδώσει πάνω από 10 βιβλία και ακόμη 14 έχει μεταφράσει. Έχει βραβευτεί για το έργο της (Εθνικό Βραβείο Ποίησης Ramón López Velarde (1992), Efraín Huerta (1996), Gonzalo Rojas (2001), Υποτροφία Rockefeller – Conaculta (2000), Υποτροφία μεταφραστών Banff Centre for the Arts (2004), φιναλίστ της Μπιενάλε Ποίησης Cope του Περού (2008)). Το έργο της έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ρουμάνικα, ιταλικά, πορτογαλικά και αραβικά. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες στο Μεξικό, στην Ισπανία, στη Βραζιλία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Ανατρέξτε στη σελίδα της.

- 125 -


Ορυχείου 1004 Καίγεται, εγώ είδα τη γιαγιά μου να καίγεται. Αύγουστος. Τσιουάουα, 1963. Εκείνη κάηκε, έξω και μέσα της, κάηκε στην οδό Ορυχείου 1004. Είδα τον πατέρα μου να την τυλίγει σε ένα σεντόνι, το στρώμα καιγόταν˙ οι κουρτίνες, το χαλί, το φόρεμά της μαύρισαν. Τα μάζεψε όλα. «Μην κάνετε θόρυβο, η μάνα σας είναι κουρασμένη». Τον είδα να βγαίνει με το πένθος εκείνο το σούρουπο του Αυγούστου με τη μαύρη του γραβάτα. Τη μάζεψε. Στάχτη και κλάμα μάζεψε. Ο καπνός της γιαγιάς στον προθάλαμο, οι θείες ρουφώντας, τραχείς, τους σβώλους του καφέ. Έπρεπε να σβηστεί το σκοτάδι που πονούσε, να διαλυθεί το αλάτι, το κλάμα, να αγκαλιαστούν, να πνίξουν το τρέμουλο του ταξιδιού, ν’ ακούσουν τον Πώλ Άνκα, για παράδειγμα, ελλείψει σφυγμού, να γρατζουνιστεί ο δίσκος των 45 στροφών το λεπτό. Για στιγμές, ζούσε, για στιγμές όλα ήταν πορφύρα: η γυναίκα, η κούραση, τα φυλλώματα των λευκών. Ύστερα το γυαλί, το γυαλί στον κέδρο, το καμμένο πρόσωπο κάτω απ’ τον καπνό. Επίσης κάηκε κι η μάνα μου. Μέσα σε δάκρυα το σβησμένο της χαμόγελο: «Φτιάξε μου τα μαλλιά, μου είπε, άσε με να βγω να δω αν είναι πια στεγνά τα ρούχα». Φοβήθηκα. Πως τα αργά της βήματα δεν θα γύριζαν, την απαλότητα του φύλλου, τον μυστικοπαθή τερμίτη, το αποξηραμένο βάρος του κισσού, πια χωρίς τοίχο, το ανθοδοχείο στην κουζίνα, χωρίς άνθη. Εκείνο το τυφλό δωμάτιο με το θάνατό του φοβήθηκα. Εμένα την ίδια και το φιλτράρισμα του αγέρα που σήκωνε τη σκόνη των συκομουριών. (Από το βιβλίο Οι Κινήσεις του Νερού, Εκδ. Polígrafa, 2006) - 126 -


Το Σπίτι Το σπίτι, εκείνο το αβέβαιο μέρος. Η μικρή χωρίς λάμπα, λευκή η καταγωγή, καίει στη σιωπή την αποκάλυψη. Κάθε καταγωγή είναι λευκή, η σύνθεση της μορφής, σιωπηρή η ομίχλη, το δέντρο. Η μικρή σιωπηρή, ψηλά, αέρινα. Κάθε καταγωγή είναι λευκή, η τύχη. Σιωπηρή η ομίχλη, της οποίας η μουσική είναι σιωπή, συλλαβές διάσπαρτες. (Από το βιβλίο Οι Κινήσεις του Νερού, Εκδ. Polígrafa, 2006)

- 127 -


Οδός Ελ Αρενάλ

στον Γκονσάλο Ρόχας

Τον αγάπησα, πόσο τον αγάπησα. Επάνω στο τραπέζι το κρασί. Εκείνος δεν έφαγε παρά την πείνα: μαζί κλαίγοντας λέξεις στο πιάτο επάνω. Μπήκε στην ελ Αρενάλ ενάντια στην απέραντη επιφάνεια του ουρανού σαν να ήταν εύκολο ξαφνικά να κοιμηθεί, έτσι, στον αέρα, στην απέραντη τρύπα. Και τι να κάνω εγώ, ω, Θεέ, τώρα με τη δική μου πείνα; (Ανέκδοτο)

- 128 -


Ρεμπέκα Άλβαρεθ Κασάλ ντελ Ρέι (Rebeca Álvarez Casal del Rey, Μαδρίτη, 1976) Είναι ποιήτρια. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, γράφοντας ποιήματα και κριτικές. Ανατρέξτε στο blog της.

- 129 -


Τα επακόλουθα της αιμομιξίας φωλιάζουν στο υποσυνείδητο κατά τη διάρκεια των θερμών μηνών Ο διακόπτης της λάμπας, παρέα του κρεβατιού. Σιωπή. Κάτι βράζει από μακριά στο βάθος του ονείρου. Η επιφάνεια του νερού μοιάζει ένα στρώμα στερεό που θα μπορούσε με τα χέρια να ανασηκωθεί. Τρυπανισμός. Η σκοτεινότητά του θα μπορούσε να υποκρύψει κάτι. Μια ύπαρξη ακίνητη αναμένει. Όντα προκατακλυσμιαία και οδοντωτά. Μόνο γνωρίζοντας πως είναι εκεί, πως υπάρχουν, αρκεί για να ξυπνήσει. Ο ιδρώτας, ο πανικός, η κραυγή. Το φως. Πάντα το φως και το αιώνιο ειδύλλιό του με το χέρι. Πάρα πολλά ντοκυμαντέρ. Το σεξ προϋποθέτει συζήτηση και χρόνο όταν εξασκείται με παρέα. Τόσες αναστροφές! Αν υπήρχαν δρόμοι πιο σύντομοι... Αν πράγματι (όπως υποστηρίζουν οι κοινοτοπίες) ο άντρας ήταν το γόνιμο αρσενικό που πάει κατευθείαν στο ψητό κι αναδιπλώνεται μετά απ’ το ζευγάρωμα. Και στο πλευρό σου καθόλου αϋπνία. Αν δεν είχαμε σώμα, αν η θερινή νάρκη του κροκόδειλου δεν προϋπέθετε μια απειλή. Αν τα χέρια δεν ήταν μια παράκαμψη προς το φως. Αν ήμασταν σκιές. Αν μόνο ψυχές. Αν ο Πλάτωνας. - 130 -


Προφύλαξη Διατηρήσου από τη διαδοχή και τη θνητότητα την πρώιμη. Φόρεσε την απόσταση κι επαλήθευε (κάθε πέντε λεπτά) πως παραμένει εκεί, πως δεν έχει καταβροχθιστεί ούτε έχει χειροτερέψει. Ποτέ δεν σου λαθεύει το χρονόμετρο για να την επανατοποθετήσεις στην πάροδο των αιωνιοτήτων. Έτσι, εσύ εξακολούθησε να διακόπτεις! (για να μη γίνει η παραγωγή της επαφής). Εκείνη δεν έχει φρένα, δέσου πολύ γερά στη ζώνη. Κάνε μια παύση κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των σάλιων και των σιαμαίων δερμάτων. Διέταξέ την να ξεγυμνωθεί κι ευθυγράμμισε τα παπούτσια της, διπλασίασέ της τα ρούχα στην ντουλάπα και τα γόνατα. Κοίτα τη σε πλάνο χαμηλό, ισχυρό, και προστατευμένο, που στη φυγοκέντριση των καλαμιών δεν διασπάται ο δεσμός του δικέφαλου τέρατους. Ναι, να επιβληθείς! Εκείνη επίσης τη ρητίνη προτιμά (για να πλένει τα πιάτα αυτά που εσύ κάνεις αστραφτερά). Ή είναι που τη θεωρείς διαβρωτική; Ίσως βαβυλωνιακή; Αλλά όχι, τα εναπομείναντα ανοίγματα δεν σε ανησυχούν, δεν συνηθίζουνε να έχουν συμμαχία;

- 131 -


Ή ίσως φοβάσαι να γεννηθείς προς τα μέσα, βοσκή της αδηφαγίας της; Με αναστεναγμό, εκείνη τους ώμους μαζεύει. Ποια αμφιβολία χωράει; σου επαινεί τη λογική και στη φθονεί! (αν και συχνά καταλήγει να την καταριέται με φωνές και με βροντοχτυπήματα στην πόρτα). Αλλά κάποιες φορές θα είχε ανάγκη να καεί στην εγκατάλειψη των παύσεων, αποστειρώσεων και συνέσεων. Να λιώσει. Μπάντζι Τζάμπινγκ. Κραυγή. Ξεπερνώντας τον ίλιγγο. Ακόμα κι αν το να μοιράζεσαι το σφουγγαράκι των πιάτων είναι υπερβολική εγγύτητα για την αντοχή σου, σε κάτι είστε σύμφωνοι: για να υπάρξουν δυο χρειάζεται λιγάκι απόσταση.

- 132 -


Η Σιδηροτροχιά του Τρένου Στατική και χωρίς κατεύθυνση αγνοεί τα όριά της. Η τελειότητα δεν κατοικεί στα χάδια της, το σαφές είναι ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μου ποθεί να αγγιχτεί στο ακριβές σημείο στο οποίο με έχουν ακουμπήσει τα δάχτυλά της. Μόλις διασχίσω τη συνοριακή γραμμή, με βλέπω να επιστρέφω από την έρημο. Τα ακροδάχτυλά της πάνω στην πλάτη μου οριοθέτησαν τη ξηρασία και τώρα μου λείπει το να ξεπροβάλλω απ’ τους γκρεμούς. Θυμάμαι να προσμένω με την επιθυμία του δέρματός μου το ταξίδι των νυχιών της και πως το δάγκωμα ιχνηλατούσε την πείνα που ο λαιμός μου ένιωθε απ’ τα δόντια της. Το δρομολόγιο τελείωσε σχεδόν φτάνοντας στη σύνεση στις εγγύτητες της συνάντησης. (Ποιήματα από το βιβλίο Θεωρώντας την Ουλή ως Πιθανότητα της Πληγής, Εκδ. Amargord, 2010)

- 133 -


Όλγα Μπερνάντ (Olga Bernad, Σαραγόσα, 1969) Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σαραγόσα, με ειδίκευση στη λογοτεχνία. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και μία νουβέλα. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και βιβλία λογοτεχνικού περιεχομένου και έχει βραβευτεί. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Η ίδια συνεργάζεται ως κριτικός με λογοτεχνικά περιοδικά και είναι επίσης σύμβουλος των Εκδόσεων Isla de Siltolá. Ανατρέξτε στο blog της.

- 134 -


Τα Πάντα Ξέρω εδώ και κάποιο καιρό πως πια τίποτα δεν θα ήταν αρκετό, εκτός από τα πάντα απολύτως. Και δεν ξέρω τι είναι τα πάντα, δεν θα ήξερα να τα ζητήσω ούτε να τα εξηγήσω, δεν θα ήξερα ίσως να τα αναγνωρίσω. Αλλά θέλω τα πάντα. Και δεν ξέρω αν θα ήταν αρκετά.

- 135 -


Αλλιώτικη Αγάπη Δεν πουλώ τη ψυχή μου στο διάβολο για τη δόξα που καταδιώκουν μαθητές πιο αδύναμοι, ούτε χαρίζω ένα λεπτό από τα όνειρά μου για να μπορώ να το διηγηθώ. Κάτι αλλιώτικο και νέο με υποβαθμίζει: την καρδιά μου για έναν καλπασμό, για να βλέπω αυτή τη γη από τη σέλα σου και να ξέρω να το διηγηθώ. (Από το βιβλίο Μπερδεμένα Χάδια, Εκδ. Fundación Ecoem, Colección de poesía Siltolá, Sevilla, 2009)

- 136 -


Hic Sunt Dracones Ήρθες να με ψάξεις όταν πια κάποιοι άνδρες άλλους μου θυμίζουν, οι ματιές σου άλλες, οι λέξεις σου άλλες που εδώ και καιρό μου είπαν. Και όταν πια έψαξα πίσω από τα τραγούδια, απ’ τα ονόματα που χάιδεψε η γλώσσα μου, από τα σώματα που κάηκαν μπροστά μου. Τόσες φωτιές ήτανε φώτα φευγαλέα μόλις προαισθανόμενα από μακριά απ’ το θεό ή απ’ το διάβολο ή απ’ όποιον είναι που κυβερνά εκείνο τον χερσότοπο απ’ τον οποίο μου χαμογελάς. Οφείλω να σου πω όταν με ρωτάς τι σκέφτομαι ή τι με ανησυχεί πως το να ζεις είναι επίσης να αρνείσαι να το κάνεις. Πώς θα σου διηγηθώ τα πράγματα που μου συμβαίνουν, το αίμα μου που βράζει ενώ φυλάω τις μορφές και τη φωνή. Κι επίσης φυλάω μερικές ουλές και τρελές άτακτες φυγές μπλε βούβαλων ενάντια στην καρδιά μου, τους μπλε βούβαλους που χτυπούν και τρέχουν προς εμένα ή από μένα ή ίσως καλπάζουνε πάνω σε μένα. Κάποιες φορές κοιμούνται υπάκουοι μέσα στις φλέβες μου˙ έχω επομένως το αίμα που έχει χαϊδευτεί από έναν εύθραυστο στρατό από παιδιά πλοηγούς. Αλλά πώς να σου πω πως με πονούν και μου αρέσουν, το να τους νιώθω σημαίνει πως νιώθω κι έτσι είναι η παράξενη ζωή μου. Άμα ξυπνήσει τη νύχτα η αγέλη, εγώ θα ήθελα να είμαι εκείνοι, να μην είμαι εγώ˙ να τρέχω με εκείνους -κτηνώδεις και υπέροχοι-, είναι εκείνοι τα τραγούδια μου του έρωτα.

- 137 -


Ήρθες να με ψάξεις όταν ξέρω πως είμαι χαμένη. Πήγαινε πίσω από το θλιμμένο της πραγματικότητας κομμάτι σου, κατάκτησε τις ίδιες τις δικές σου απογοητεύσεις με το αίμα σου. (Από το βιβλίο Η Θάλασσα της Άλλης Πλευράς, Εκδ. Isla de Siltolá, Colección Inklings, Sevilla 2012)

- 138 -


Φλάβια Κόμπανυ (Flavia Company, Μπουένος Άιρες, 1963) Είναι συγγραφέας, μεταφράστρια, καλλιτεχνική σύμβουλος και δημοσιογράφος. Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Έχει εκδώσει εννιά μυθιστορήματα (για το ένα έχει βραβευτεί), τέσσερα βιβλία με διηγήματα και ένα αφηγηματικό ποίημα. Ανάμεσα στις δραστηριότητές της, έχει δημιουργήσει, διευθύνει και παρουσιάσει πολιτιστικό τηλεοπτικό πρόγραμμα και έχει ασχοληθεί με τη μουσική. Είναι επίσης καθηγήτρια λογοτεχνικής γραφής στη Σχολή Γραφής του Ateneo της Βαρκελώνης. Είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου Πολιτισμού του δημαρχείου της Βαρκελώνης καθώς επίσης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Πολιτισμού της Βαρκελώνης. Ανατρέξτε στο blog της.

- 139 -


Επιστρέφω πριν να Πάω Στον πύργο μου από ελεφαντοστό έμεινε η μνήμη του ελέφαντα κι οι κοφτεροί χαυλιόδοντές του που δαγκώνουν προς τα μέσα κι ανοίγουν ρωγμές : δεν μπορούν να φανούν από έξω και κανείς δεν ξέρει πως από ‘δω βρίσκεται αυτή η αδιάβατη ζούγκλα σαν το σώμα σου από άμμο και σκορπιούς το κελάρι των πόθων μου φρούτα από αλεύρι και μυρμήγκια σκεύη από χαρτόνι και νερό όπου τα χτυπάνε η βροχή και οι ιδέες πιασμένες σε καρφίτσες δηλητηριασμένες σαν έντομα με σπασμένα φτερά με χιλιάδες μάτια γαλανά, πράσινα, κόκκινα : δεν έχουν σημασία τα χρώματα, προβάλλονται στο σεντόνι, σ’ εκείνον τον ανέγγιχτο καμβά ακόμη ενώ το επίρρημα προστάζει με τα ανοιχτά του γράμματα σαν χέρια που πεινούν το δαχτυλικό αποτύπωμα του κόσμου σπαρμένο και αυξανόμενο γεμάτο τρίχες που κάθονται στο λαιμό φράζονται σε μια ελαττωματική υδρορροή ένα σωλήνα που πάει μέχρι το κέντρο της γης για να πέσει πάνω σε νομίσματα από ορείχαλκο και σάρκα ακρυλική. Επομένως τι να κάνω, πόσα μιλιγκράμ χρειάζονται για να γίνει ο πόνος σκλήθρα κι ο πυρετός μονωτική ταινία για τα γυμνά καλώδια αργά από ερασιτέχνες αρουραίους, χωρίς λύσσα, γκρίζους και ήμερους, υποτακτικούς όπως το κρασί, εκείνος έφυγε, γιατί η φυγή είναι πιθανή κι ακόμα αναπόφευκτη σαν το ρυθμό της αγωνίας που γίνεται σκουλήκι όταν το ρωτάς που γεννήθηκε, από πού έρχεται χωρίς διαβατήριο, παράνομο, με αποσκευές, με το οδοντικό του νήμα, τη βούρτσα του, τα μεγάλα του ρούχα τα καρό, τα ριγέ, εκτός εποχής, κόντρα στο ρεύμα, ανάμεσα σε πάγους σπασμένους απ’ το αλάτι

- 140 -


μιας θάλασσας από αμφιβολίες, με την ιδιωματική του φράση, το κέντρο του στόχου από ένα μέτριο βέλος, για ποιο λόγο θα αποσκοπούσες σε περισσότερα αν πίσω από οποιαδήποτε πρόσθεση υπάρχει μια αφαίρεση, υπάρχει ένα παρελθόν, τόσες λάρβες με βελόνες που υφαίνουν και ξηλώνουν το ίδιο κάθε φορά σαν να υπήρχε ένα διάγραμμα από συμπαγή σύνολα που σπάνε μόνο ονομάζοντάς τα. Όταν η λέξη βγαίνει βάζω τα δάχτυλά μου στο λαιμό και την ξερνάω για να δω τις αλεσμένες τροφές, ακόμα αναγνωρίσιμες, μήλο, καρύδι, αβοκάντο λάδι, σφήκες, χαρτί και πλαστικό, το κονσερβοκούτι πάει μαζί, χωρίς ετικέτες, ποτέ δεν μου άρεσαν, γιατί οι λεπτομέρειες φαίνονται μόνο εκείνο κι έπειτα είναι η ζωή, ένα φλυτζάνι με νερό που βράζει μέσα στο ντουλάπι, δίπλα στο αλάτι και στα ακατάστατα κλειδιά ή στο βιβλίο των παραμυθιών του παιδιού που θα αποκτούσα όταν ήμουν γόνιμη όπως η γη στην οποία επέστρεψα με αιωροπτερισμό, σιωπηλά δηλαδή, με την ίδια την πεποίθηση των ασβεστωμένων τοίχων, για να μη φανεί το τούβλο, το από κάτω, αυτό που κανείς ονειρεύεται: πως μας αγαπάνε περισσότερο απ’ ότι εμείς οι ίδιοι. (...) (Απόσπασμα από το βιβλίο Επιστρέφω πριν να Πάω, Εκδ. EugenioCanoEditor Madrid, 2012)

- 141 -


Ρομπέρτο Α. Καμπρέρα (Roberto A. Cabrera, Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1971) Είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα. Έχει βραβευτεί για το έργο του (Βραβείο Ποίησης Pedro García Cabrera (1991), Montblanc a la cultura en Canarias (1993)). Έχει εκδώσει πέντε βιβλία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Ισπανία και Γαλλία.

- 142 -


ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΕΙΣ το πρόσωπο. Το κρύβεις κάτω από σημεία. Θολώνεις την εγγύτητά του. Η ωχρότητα του κόσμου αποσυντονίζει. Πάνω στο σώμα, τα σεντόνια, η τραυματική τους λευκότητα, σαν από σάβανο καινό. Σκέφτεσαι: έτσι πρέπει να σκεπαστεί ο κόσμος. Ξύπνησες. Το πρωινό φωτίζει το πρόσωπό σου. Σηκώνεται απροσδιόριστο, απόμακρο. Κλείνεις τα μάτια. Αρνείσαι το φως, ανώφελα. Επομένως σκέφτεσαι την αφύπνιση, τη ζωώδη, αυθόρμητη χάρη της. Και σκέφτεσαι αυτό που θα έπρεπε να βιώνεται: να ξυπνάς, ναι, αλλά με την απλοϊκότητα ενός πουλιού όταν ξυπνάει κι απογειώνεται. Απλότητα απερίσκεπτη αυτού που ζει. Αλλά εσύ σκέφτεσαι την πράξη της αφύπνισης, και με αδεξιότητα ξυπνάς, με την ίδια ανικανότητα για την απλοϊκότητα με την οποία ζεις. Ή τρέφεσαι. Ή ονειρεύεσαι. Αντικρίζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Χαμογελάς. Ποιος απαντά. Κάποιες φορές υπάρχουν θόρυβοι. Κάποιος κατεβαίνοντας το δρόμο, τα βήματα του, ένα αυτοκίνητο, διάφορα, μια μοτοσυκλέτα. Αργότερα μια αδύναμη φωνή. Μια γυναικεία φωνή. Η φωνή συνομιλεί χωρίς ζωή. Ένα μουρμουρητό υποτονικό που ξαφνικά καταλαγιάζει. Καινούργια βήματα. Κάποιος στο δρόμο κάτω απ’ τον ήλιο. Το βήμα είναι αποφασιστικό, ενεργητικό. Σαν να επιθυμούσε να ακουστεί. Απομακρύνεται. Κανένας. Στο ντους. Διαλογισμός πάνω από το νερό, οι σταγόνες του, τα άπειρα άτομά του. Η βροχή χτυπάει το πρόσωπο με αμέτρητα δάχτυλα. Σκέφτεσαι το πρόσωπο που λιώνει, αργά. Πρόσωπο πολλαπλό, διαλυμένο, καταρρέον πάνω στον κορμό, σύγχυση από σταγόνες που γλιστράνε, διασκορπίζονται, συγκεντρώνονται. Δίνη τελική, εκροή, εγκαταλείπεις το φως, πέφτεις, χάνεσαι. Κάτι όφειλε να σε ξυπνήσει. Απ’ το παράθυρο, χωρίς να το ανοίξεις, παρατηρείς το φως του φανοστάτη, το κίτρινο βλεφάρισμά του. Περνά ένα αυτοκίνητο. Τίποτα δεν συμβαίνει. Η καταχνιά σκεπάζει σήμερα την πόλη. Σαβανώνει τα σπίτια. Τον ορίζοντα. Πόλη μεταμορφωμένη, κρεμασμένη στη γκρίζα λάμψη της σκόνης. Πόλη μετανιωμένη, καμμένη από μια φωτιά μη ορατή. Αρχίζεις. Τα ξαναγράφεις όλα. Ξεκινάς από τη γύμνια. Από την προσομοίωση της γύμνιας. Στην αποσυντεθειμένη στιγμή. Σχέδια, νεύματα, κηλίδες από μελάνι. Επανάγνωση. Αρχίζεις εκ νέου. Σημείο προς σημείο. Ίσως περιγράφεις. Απαριθμείς, κατατάσσεις τα γεγονότα: ένα τραπέζι, ένα ανοιχτό

- 143 -


βιβλίο, αυτό το κρεβάτι, οι λέξεις, το φως που διακόπτεται, ο αέρας, η ανήκουστη ηρεμία του. Παραμένεις. Συγκρατείς το βλέμμα στο φως. Ένα δωμάτιο, ένα κρεβάτι, ένα σώμα, ένα βιβλίο, το δέρμα του αέρα, η σιωπή εδώ ορατή. (Εγκώμιο της ακινησίας)

Το χέρι σου σβήνει ένα ίχνος στάχτης. Δεν υπάρχει μνήμη απ’ αυτή την πυρκαγιά. Το να σκέφτεσαι είναι συνείδηση του ορίου. «Ονειρεύτηκα μια φορά πως μου φιλούσαν τα γεννητικά όργανα. Αργότερα ανακάλυψα πως αυτός που φιλούσε ήμουν εγώ η ίδια και το στόμα μου μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα». Ο Θεός, η ανθυγιεινή του νοσταλγία. (Αποσπάσμα από το βιβλίο Αποσυντεθειμένο, Εκδ. Asphodel, La Esperanza, 2002)

- 144 -


Μάιτε Ντόνο (Maite Dono, Βιτόρια, Ισπανία, 1969) Είναι ποιήτρια, ηθοποιός και τραγουδίστρια. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία, έχει συμμετάσχει σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Εκτός από ποιήματα, έχει γράψει διηγήματα και θεατρικά έργα. Έχει βραβευτεί για το έργο της. Ανατρέξτε στη σελίδα της.

- 145 -


6.- Μανούλα ΜΑΝΟΥΛΑ δεν είμαι κακιά Αν και τρώω τα νύχια μου Τις πέτσες που περιβάλλουν τα νύχια μου Μέχρι το κρέας Μέχρι το κρέας μανούλα Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και δεν μοιάζω σε σένα Αν και εσύ για την ειρήνη λες ένα Χαίρε Μαρία Κι εγώ μόνο μισώ Μόνο μισώ Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και περιγελώ το Θεό και τους οπαδούς του Κι εσύ είσαι μια αγία Χαίρε Μαρία αγνότατη Χαίρε Μαρία αγνότατη Κι εγώ ένα ον παραμορφωμένο Παραμορφωμένο Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και αλλάζω δουλειά σε κάθε βήμα Ναι ξέρω αυτό που θέλεις να μου πεις -Πρέπει για τη δουλειά να θυσιαστείς Για τον αφέντη σου που είναι ο πατέρας σου Για τον άρτο μας τον επιούσιο Ευλογημένος να είσαι Κύριε! Ευλογημένος να είσαι Κύριε! Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και μου αρέσει τόσο να διαβάζω Και να αυνανίζομαι στο μπάνιο Ενώ εσύ με κοιτάς Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και έχω δεσμευτεί με τόσο κόσμο Και τώρα είμαι σκλάβα ενός πυροφάγου Που με διδάσκει να τρέφομαι απ’ την πυρά Εγώ ξέρω πως ο Θεός ανήκει στην κόλαση

- 146 -


Κι η κόλαση είναι γλυκιά Λιώνω στην κόλαση του θεού Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και με γοητεύει ο άσχημος κόσμος Καλά αυτό που εσύ κι ο κόσμος σαν εσένα θεωρείτε άσχημο Εμένα μου φαίνεται ένας νάνος του τσίρκου τόσο όμορφος Ένας φτωχός ανόητος που δεν καταλαβαίνω Ένας καμμένος γεμάτος ουλές Χωρίς μύτη ούτε στόμα για τον έρωτα μανούλα Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και μου αρέσει να με χτυπάω Να με γρατζουνίζω Να με δαγκώνω Να με βιάζω Εκείνο το αίμα που βρίσκεις στα σεντόνια Είναι η καλύτερη επίδειξη απέναντι σε μένα την ίδια (... Είναι τόσο όμορφη η λεπίδα! Μανούλα δεν είμαι κακιά Αν και κλείνομαι στην απομόνωση Ακούγοντας το ρολόι χειρός μου Για να επαληθεύσω πώς περνά αληθινά ο χρόνος Ο χρόνος ο χρόνος ο χρόνος! Ο χρόνος! Και οι ζημιές που κάνει σε μένα μανούλα (... Άσε με μόνη μανούλα Τίποτα δεν έχεις να κάνεις εκτός απ’ το να με κοιτάς Και μη σταματάς να το κάνεις μη Και μη σταματάς να το κάνεις μη Μανούλα Μανούλα Μη σταματάς να το κάνεις μη

- 147 -


7.- Άφωνη Άφωνη Θα μείνω άφωνη μπροστά στο δειλινό Το φως θα μου θαμπώσει τα μάτια και θα αφεθώ να πάω Τυφλή Πόσο νεκρή θα είμαι για όλους όχι τόσο για μένα Η σιωπή θα με κάνει να τρέξω μες στους ανέμους Θα σμίξω με τα φύλλα και τις φωλιές των πουλιών Τα μαλλιά μου μέσα σε εκείνα Τα νύχια μου Θα είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβω αν και δεν με καταλαβαίνουν Αυτή η σιωπή που θα υιοθετήσω αφού πια με υιοθετεί Θα είναι ο μοναδικός τρόπος Πια δεν θα έχω ανάγκη να υπομείνω τίποτα Να αποδείξω τίποτα Το βάρος και η ταχύτητα πίσω Η σιωπή Η αγνότητα που σε ρωτούσε Τώρα το καταλαβαίνω Τώρα τίποτα δεν με νοιάζει εκτός από αυτή τη θαυμάσια αίσθηση Του να πετώ (...) Πια δεν χρειάζομαι να φάω Όχι άλλους ξηρούς καρπούς ούτε ηρωίνη Όχι άλλα ψέμματα για αυτό το σώμα το ξεκοιλιασμένο Όπως το φύλο Το αναθεματισμένο φύλο των ανδρών Πόσο άσχημα γαμούν οι άντρες Πόσο άσχημα τους μυρίζει η αναπνοή και η ψυχή Άσχημα σπλάχνα κι εγώ γοητευμένη από τους άντρες Γαντζωμένη σε σένα Είσαι ένας παλιοβλάκας και σε αγαπώ Άντε στα σκατά και σε αγαπώ Σεθέλωσεθέλωσεαγαπώ Σελατρεύωσελατρεύωσεαγαπώ Βγες έξω από μένα Άσε με στη σιωπή μου Το παράθυρο απ’ το οποίο μπήκες παραμένει ανοιχτό Πιστεύω Έλα σε μένα και γάμησέ με

- 148 -


Κλείσε εκείνο το παράθυρο για μια γαμημένη φορά και μείνε Τι είναι η αγνότητα; Εσύ το ξέρεις; Γάμησέ με

- 149 -


8.- Καρχαρίας Είδα έναν καρχαρία νεκρό στο βάθος ενός ποταμού Πολύ μικρό Είδα έναν καρχαρία καλυμμένο με άμμο στο βάθος ενός ποταμού Τον οποίο δεν έσερνε το ρεύμα Δίπλα σ’ αυτόν ένα κουτάκι κόκα κόλα Κι όλα τα πράγματα τα πιο μοναχικά Που είναι τα απορρίματα Τα σκατά στην άπειρη θλίψη τους εγκαταλελειμμένα Τα θλιμμένα σκατά νεκρά επιπλέοντας πάνω στο νερό (… Ο καρχαρίας με κοιτούσε ορφανός Εγώ τον κοίταξα λοξά Γρήγορα Σαν να μην με ένοιαζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε Άλλο πράγμα ορφανό Αλλά με ένοιαζε τόσο Με πονούσε τόσο Που αφού τον είδα με έκανε να δω Την πόλη θολωμένη από το γκρι το πιο θλιβερό Και πιο ορφανό που εγώ ποτέ δεν είχα δει Ποτέ Πριν (…) Κι είναι που εγώ είμαι επίσης τα σκατά αυτού του μικρούλικου ποταμού Αδερφή εξ’ αίματος ενός καρχαρία καλυμμένου με άμμο Τελικά Κάτι σκατά πολύ θλιμμένα επιπλέοντα Πάνω στο νερό (… (Ποιήματα από το βιβλίο Circus Girl, Εκδόσεις El Gaviero, 2009)

- 150 -


Λάουρα Κασιέγες (Laura Casielles, Πόλα ντε Σιέρο, Αστούριες, 1986) Είναι πτυχιούχος δημοσιογραφίας και κάνει μάστερ στις σύγχρονες αραβικές και ισλαμικές σπουδές στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, για τη μία εκ των οποίων έχει βραβευτεί (Βραβείο Ποίησης Νέων Antonio Carvajal και Εθνικό βραβείο ποίησης Νέων Miguel Hernández 2011). Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά βιβλία και ανθολογίες. Κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά και συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνι-κά περιοδικά. Ανατρέξτε στη σελίδα και στο tumblr της.

- 151 -


Πρώτη Συζυγία Βρίσκεις τις λέξεις τις στοιχειώδεις. Μαθαίνεις πώς να πεις συγγνώμη στο ιδίωμα αυτού που εισβάλλει, και καλημέρα, και πάρε, κι έχω έρθει να σε γνωρίσω, μαθαίνεις πώς να πεις ευχαριστώ στο ιδίωμα αυτών που επίσης σχίζουν κι επίσης σχίζονται, πώς να πεις καφές, στοργή, πατρίδα, σαλόμ, σαλάμ αλέκουμ, μαθαίνεις πώς λένε πέρνα, μπες, αυτό είναι το σπίτι μου σε μια χώρα στο νότο απ’ την οποία ίσα που μένουν ερείπια, μαθαίνεις ομπριγκάντα, σπασίμπα, μαθαίνεις ποια χρώματα δεν υπάρχουν στις γλώσσες της Αφρικής. Και πώς να απαντήσεις ναι στο Πεκίνο. Φτάνεις στις πόλεις και ανακαλύπτεις τα μέσα και τα έξω της αγοράς, καταλαβαίνεις, μαθαίνεις ποια είναι σε κάθε γη η ετυμολογία της ψυχής, και με ποιον τρόπο χαιρετούσαν το φόβο οι προπαππούδες μου. Βρίσκεις τις λέξεις τις στοιχειώδεις. Κι έπειτα μιλάς.

- 152 -


Ωροσκόπος Ζυγός Θα γνωρίσετε τον έρωτα και τότε θα σκεφτείτε το θάνατο˙ θα αναγνωρίσετε την ομορφιά και τότε θα σκεφτείτε την κατάρα του περάσματος του χρόνου. Θα διαβάσετε ένα στίχο και θα θυμηθείτε πως το φρούτο σαπίζει, πως η βία κυριαρχεί˙ θα δείτε μια ωραία νεαρή και θα σκεφτείτε τα κόκαλα και τη σκόνη. Θα γνωρίσετε την ειρήνη και θα ακούσετε την ηχώ της κραυγής˙ θα σας πάνε στη θάλασσα και θα σας καταπλήξει η σιγουριά της πεδιάδας που καταστράφηκε απ’ τη φωτιά. Θα γνωρίσετε την επιθυμία και τότε θα φοβηθείτε το τέλος της γης. Αλλά, άλλες φορές, θα γνωρίσετε το θάνατο και θα σκεφτείτε τον έρωτα, θα αναγνωρίσετε την κατάρα του περάσματος του χρόνου και θα γίνετε αδιάφθοροι υπήκοοι της ομορφιάς.

- 153 -


Η Ελαφρότητα του Πουλιού Μαθαίνω την ελαφρότητα του πουλιού. Βγάζω τα πόδια απ’ τη φωλιά κι ανακαλύπτω πως έξω ο κόσμος είναι καθαρός κι είναι ευρύς ο ουρανός και δεν μας μένει τίποτα που να αξίζει τον κόπο να μην αγαπάμε. Μαθαίνω την ελαφρότητα του πουλιού. Αναπνέω. Νιώθω πώς περνά ο αέρας απ’ όλες τις γωνίες του κορμιού, αυτό που μοιάζει περισσότερο στην πτήση που μπορεί να κάνει μια γυναίκα όπως εγώ, με την καρδιά προσκολλημένη στη γη. Αψηφώ τη βαρύτητα όπως όποιος αψηφά έναν κανόνα, μαθαίνω την ελαφρότητα του πουλιού. Ξεχνώ πως τα πράγματα έχουν βάρος και τα πετώ στον αέρα, μένω ήρεμη και βλέπω πώς τους γεννιούνται φτερά. Αυτό που μοιάζει περισσότερο στην πτήση που μπορώ να κάνω, εγώ που έχω πόδια από μόλυβδο. Μαθαίνω την ελαφρότητα του πουλιού. (Ποιήματα από το βιβλίο Τα Κοινά Ιδιώματα, Εκδ. Hiperión, 2010)

- 154 -


Ανχέλικα Λιντέλ (Angélica Liddell, Φιγκουέρες, Γιρόνα, 1966) Είναι δραματουργός και ηθοποιός. Έχει σπουδάσει ψυχολογία και θέατρο. Το 1993 δημιούργησε την εταιρεία Atra Bilis Teatro. Το έργο της, το οποίο αποτελείται κυρίως από θεατρικά κείμενα, έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ρουμάνικα, ρώσικα και πορτογαλικά. Έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της (Βραβείο Καινοτόμου Δραματουργού Casa de América (2003), Θεατρικό Βραβείο SGAE (2004), Βραβείο Ojo CríticoSegundo Milenio (2005), Βραβείο Notodo του κοινού για το καλύτερο θέαμα του 2007, Βραβείο Lope de Vega (2007), Βραβείο ValleInclán (2008)). Ανατρέξτε στη σελίδα της.

- 155 -


μένω στα δόντια του παιδιού ενώ είναι παιδί δεν εμπιστεύομαι τη σύνεση ούτε την εμπειρία προτιμώ να είναι όλα σύντομα κι απότομα Προτιμώ να με καταστρέψει με το απερίσκεπτο και βιαστικό του πέος Όσες φορές επιθυμεί μένω στα δόντια του παιδιού μέχρι το παιδί να με ξεχάσει γρήγορα επειγόντως το παιδί είναι αξέχαστο * Άμα τα στήθη μου ήταν ευνοϊκά για τα θηρία θα διάλεγα εσένα άπειρε νεαρέ δεν προσδοκώ τον οργασμό αλλά την προωρότητά σου στο λαιμό μου * Αποδέχομαι τη μαχαιριά του τρελού δεν με κάνει να αιμορραγώ απλά με ξεγυμνώνει κι άλλο κόκαλα χωριστά όλοι μπορούν να δουν τα όρθια κολεγιόπαιδα άμα κολλήσουν το μάτι στην πληγή * Πόσο λάδι μπορεί να αφαιρεθεί απ’ το κορμί μου; ίσως ένα ξίγκι συνηθισμένο για να φωτίσει χοιροστάσια ή στρατώνες άμα το λάδι μου χρησίμευε για να φωτίσει τα γραφεία όπου τα ελαφρά πλευρά καταθλίβονται όπου ονειρεύονται τα νόστιμα αγόρια δεν υποπτεύονται πως θα έγλειφα τους αγκώνες τους και θα είχα αρκετό το φως χωρίς λάδι καίει τους νευρώνες μου βάζω το γυμνό καλώδιο κάτω απ’ τη γλώσσα δεν έχουν ανάγκη τις πεολειχίες μου τ’ αγόρια *

- 156 -


Έφτασα το ύψος το επαρκές για να έχω σκέψεις ποταπές είμαι ικανή να με πλέξω με δυο πέη και να χρησιμοποιήσω μακροσκελείς λέξεις Να φυλάξω τους σπουδαστές μες στα ντουλάπια. δεν μυρίζεις την κοιλιά μου από θειάφι; οι επιθυμίες κατεβαίνουν τόσο που αγγίζουνε την κόλαση * Με κατουράνε στα μανίκια τα αγόρια με το αγγελικό πρόσωπο διασκεδάζουνε μόνο άμα με ταπεινώνουν υπομένω καλύτερα τα χοντρά πειράγματά τους παρά το βάρος ενός άνδρα όλα για το δέρμα Εκείνο το δέρμα κάποια μέρα θα σφυρίξω με τα κόκαλά τους * Δεν είμαι περισσότερο δυνατή από μια μικρή σαν να είχα ένα ρινόκερο καθισμένο στο πρόσωπό μου δεν είμαι όμορφη εσύ είσαι το χτύπημα, νεαρούλη * Τα παιδιά απέναντι σ’ αυτή την απόσταση δεν βλέπουν τις ρυτίδες μου η κλείδα του παιδιού του πιο ψηλού είναι τέλεια ποτέ δεν βγαίνω τη μέρα ακούω τον θορυβώδη ήχο του αίματος κι ένα κουδούνισμα * Υπάρχει μία κάλτσα κολεγιακή μες στο συρτάρι ανάμεσα στις κάλτσες μου τις άσπρες και τις μαύρες δεν θυμάμαι καταπιέζομαι με την ανεπαρκή κάλτσα στο δεξί μου πόδι πια θα έχει μεγαλώσει θα είναι ορμητικό και θα ηδονίσει τις γυναίκες * - 157 -


εκείνοι οι ανεύθυνοι αποσκελετωμένοι είναι ένα όνειρο στο εσωτερικό ενός δάσους θα πεθάνω στις πόρτες ενός κολεγίου τόσο ξεμωραμένη τόσο διεφθαρμένη (...) (Από το βιβλίο Οι Επιθυμίες στο Άμχερστ, Εκδ. Trashumantes, 2008. Συμπεριλαμβάνονται επίσης στο έργο Όλος ο Ουρανός Πάνω στη Γη: το Σύνδρομο της Γουέντυ)

- 158 -


Μάικι Μαρτίν Φρανσίσκο (Maiki Martín Francisco, Σάντα Κρούζ ντε λα Πάλμα, 1974) Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα. Έχει εκδώσει διηγήματα, αρκετές ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες. Έχει βραβευτεί για το έργο της (Βραβείο Félix Francisco Casanova, Βραβείο Λογοτεχνικής Γραφής από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Λαγκούνα, Βραβείο Ποίησης Ciudad de la Laguna, Διεθνές Βραβείο Ποίησης Ciudad de Santa Cruz de La Palma). Υπήρξε ένα από τα μέλη των πρώτων λογοτεχνικών τμημάτων που δημιουργήθηκαν στα νησιά και αργότερα η ίδια διοργάνωνε λογοτεχνικά τμήματα στη Λαγκούνα. Έχει υπάρξει συντονίστρια του πολιτιστικού περιοδικού Mandala. Cuaderno de Artes y Letras και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα λογοτεχνικά δρώμενα και συναντήσεις μέσα κι έξω απ’ την Ισπανία και ειδικά στην Ουρουγουάη. Είναι καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κάνει διδακτορικό πάνω στο έργο της ουρουγουανής Cristina Peri Rossi. Σαν ερευνήτρια, έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα συνέδρια (εθνικά και διεθνή) και εκδόσεις, επικεντρώνοντας τη μελέτη της κυρίως στην ισπανοαμερικάνικη λογοτεχνία, τη φανταστική λογοτεχνία, τους λατινοαμερικάνους και ισπανούς συγγραφείς, τη φεμινιστική λογοτεχνική κριτική και τα ζητήματα των ειδών. Επίσης ήταν διευθύντρια του Α΄, Β΄ και Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου του Είδους, της Τέχνης και Λογοτεχνίας με έδρα τη Λαγκούνα, κατά τα έτη 2003, 2004 και 2005.

- 159 -


ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΒΡΟΧΗ ΤΑ ΝΑΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ που δεν πέφτει το όχι το κατηγορηματικό όχι το αισχρό το διαπεραστικό Κάνει τόσο κρύο στη μοναξιά μου και πια δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έβρεξε στο φεγγάρι αν είναι που εγώ βρισκόμουν αποκάτω βρέχοντας ναι όπως εσύ τώρα βρέχεις αλήθειες (Από το βιβλίο Σαν μια Γαλάζια Πέτρα που Σκεπάζει την Κόγχη, Εκδ. Ayuntamiento de la Laguna, 2000)

- 160 -


Η ΝΕΚΡΗ ΜΗΤΕΡΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ξέρει για μια κόρη αλλά δεν τη γνωρίζει και νιώθει ένοχη που της έχει αφήσει την ενοχή της εκείνη την ίδια που κληρονόμησε χρόνια πριν όταν η ίδια η μητέρα της της έδωσε τον κόσμο και την έδειξαν με το δάχτυλο (όπως εκείνη) (Από το βιβλίο Χωρίς Εγώ να Ισχυριστώ το Αντίθετο, Εκδ. La Palma, Madrid, 2003)

- 161 -


Γυναίκες του XXI Αιώνα Στις αδερφές μου, πλάστες γυναικών για τους επόμενους αιώνες. Αν και εξακολουθούμε να είμαστε η Σαπφώ, η Ροσάριο Καστεγιάνος, ή ένα πλήθος νεκρό μες σ’ ένα εργοστάσιο καπνού. Και τόσες φορές, ακόμα ξυπνάμε σαν την Τερέσα ή τη Λόλα, κοιμισμένες απέναντι απ’ τους συζύγους τους, που μια μέρα θα τους γυρίσουνε την πλάτη για να τις κάψουν ζωντανές, ή για να τους πετάξουνε οξύ, για να τις κλείσουνε ανάμεσα σε πέτρες και για να τους φορέσουνε ράσα, ποδιές, μπούρκες, άμμο. Γυναίκες ενσωματωμένες, ενιαίες, χυδαίες. Γυναίκες που αφήνουν τη ζωή τους στα σύνορα ανάμεσα σε Μεξικό και μια δουλειά πιο τίμια. Γυναίκες της μιας μέρας για την άλλη, γυναίκες που κλαίνε στα ταξί, ή συγκρατούνε δάκρυα μπροστά στο πτώμα ενός γιου που ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως είναι θεός. Γυναίκες σαν γάτες, που ζέστη στο χιόνι ζητάνε. Εργάτριες, πωλήτριες του κορμιού τους και του αφρού. Κι όλες αυτές που έχασαν το όνομά τους κάτω απ’ το στίγμα μιας παράδοσης. Υπερασπίστριες της τύχης, αγωνίστριες, ας φτάσουμε επιτέλους σε μια συμφωνία: πάνω από γόητρα, ομοιότητες ή διαφορές, ας μην παραιτηθούμε ποτέ από εμάς τις ίδιες. Κι ας αγαπήσουμε κάθε μία για την ελευθερία της άλλης. (Από το βιβλίο Και αν με Δηλώνω Ακατάλληλη, Εκδ. Idea, 2008) - 162 -


Πάουλα Άινεντερ (Paula Einöder, Μοντεβιδέο, 1974) Είναι πτυχιούχος Φιλολογίας από τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Δημοκρατίας της Ουρουγουάης και καθηγήτρια αγγλικών. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, οι οποίες παρουσιάστηκαν στον εθνικό διαγωνισμό λογοτεχνίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Εκπαίδευσης της Ουρουγουάης. Το ποιητικό της έργο έχει συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες, τόσο στην Ουρουγουάη όσο και διεθνώς. Έχει γράψει επίσης και δοκίμια. Πρόσφατα κάποια από τα ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά. Η ίδια έχει επίσης συμμετάσχει σε διάφορες λογοτεχνικές αναγνώσεις και έχει αποτελέσει επίτιμη καλεσμένη στα δρώμενα που διοργανώνουν λογοτεχνικοί κύκλοι. Ανατρεξτε στη σελίδα και στο blog της.

- 163 -


Η Γραφή του Πηλού Θα γράψω χωρίς λόγο και χωρίς περίσκεψη. Θ’αρπάξω κάθε λέξη αλλήθωρη και χαλασμένη και θα την κάνω από πηλό. Θα την περάσω από το πυρ. Θα της δώσω πνοή. Κάθε λέξη θα γίνει ένας άνθρωπος. Τη γη με λέξεις θα αποικίσω. Σελίδες με ανθρώπους θα γεμίσω. Θα υπάρχει πηλός αντί για μελάνι. Θα γράψω χωρίς ένταση. Θα τυφλωθώ. Καμία λέξη δε θα ποδοπατήσω. Θα γίνουν το μπαστούνι μου. Δεν θα ψάξω τον άνθρωπο. Γιατί ένας άνθρωπος είναι καμωμένος από κείμενο. Είναι υφασμένος από πάρα πολλές λέξεις. Δεν θα ψάξω το ποίημα. Γιατί ένα ποίημα είναι καμωμένο από σάρκα. Είναι συντεθειμένο από πάρα πολλά υφάσματα και μύες και νεύρα. Χωρίς σκοπό και χωρίς σχεδιαγράμματα θα γράψω. Αλλά κανείς δεν θα μπορέσει να με κατακρίνει που δεν έχω ενώσει τη λέξη με τον πηλό, το μελάνι με το αίμα. Εξάλλου η έλλειψή μου της πρωτοτυπίας αναζητάται. Το καινοτόμο και η λήθη είναι το ίδιο. Αλλά το ποίημά μου είναι γραμμένο. Σε αυτό αφορά το θέμα. (Από το βιβλίο Η Γραφή του Πηλού, Ediciones Imaginarias, Montevideo, 2002)

- 164 -


‘Υψη Δεν μπορώ να γράψω χωρίς να ρημάξω ένα ποίημα που είναι ένα δέντρο είναι αυτό γιατί πρωτύτερα ρούφηξε ολοκληρωτικά τις ρίζες ενός προγενέστερου ποιήματος και το άφησε απολιθωμένο και σκελετικό Το νέο ποίημα αντίθετα έγινε σθεναρό και ανθηρό Εγώ είμαι εδώ Σ’ αυτή τη μάχη του αίματος -μελάνιτου στόματος -χαρτίτου τσεκουριού -διαγραφήΚαι είμαι διατεθειμένη να σκοτώσω χωρίς οίκτο αν καταφέρω με εκείνο τον μοναδικό μου σκοπό -αυτό που εγώ επιθυμώνα χώσω το δόντι στο φρούτο το πιο ζουμερό και ώριμο στην κορυφή του δέντρου (Από το βιβλίο Πειραματικό Δέντρο, Εκδ. Artefato, Montevideo, 2004)

- 165 -


Γλυκιά κι Οδυνηρή Προσμονή εκεί όπου αρχίζει αυτός ο στίχος βλέπω τις διασταυρώσεις που έχουν υφανθεί με την υπομονή της Πηνελόπης έτσι θα σε προσμένω θα προσορμίσω τις βελόνες μου από ατσάλι αδιαφανές θα αφήσω το ύφασμά μου αγκυροβολημένο δεν θα επισκεφτώ θάλασσες μακρινές ούτε θα οργώσω χωράφια ανθισμένα έτσι θα σε προσμένω θα ξηλώσω και θα ξαναυφάνω το ίδιο όνειρο αν χάσω τον πόντο θα αρχίσω μια και δυο φορές μέχρι το ύφασμα να πάρει τη μορφή απ’ το δικό σου πρόσωπο κι ύστερα θα το ξηλώσω μία, δύο, τρείς όλες τις φορές έτσι ώστε μια μέρα απρόσμενος όταν επιστρέψεις να έχεις στην κοιλιά μου όλη τη ζεστασιά συσσωρευμένη και να με υφάνεις και να με ξηλώσεις μια και δυο φορές μια και δυο φορές μια και δυο φορές (Από το βιβλίο Αδιαφάνεια, Εκδ. La Propia, Montevideo, 2010)

- 166 -


Μάρτα Ασουνθιόν Αλόνσο (Martha Asunción Alonso, Μαδρίτη, 1986) Είναι πτυχιούχος Γαλλικής Φιλολογίας και εργάζεται ως καθηγήτρια λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει ζήσει σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας αλλά τώρα διδάσκει και συγγράφει στο νησί της Γουαδελούπης, στις Γαλλικές Αντίλλες. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και βραβευτεί σημαντικά για το έργο της (Βραβείο Antonio Carvajal, Βραβείο Νέων Δημιουργών της Ακαδημίας των Γραμμάτων της Γρανάδας, Βραβείο Blas de Otero). Ανατρέξτε στο blog της.

- 167 -


The House Among the Roses (Monet, 1925) Όλοι το δείχναν με το δάχτυλο, συναινούσαν, απομακρύνονταν για να παρατηρήσουν καλύτερα, πολύ προσεχτικά, σαν παιδιά που ακολουθούν έναν χαρταετό στην παραλία. Κι ακόμα μια γυναίκα χρησιμοποιούσε κάτι κιάλια, πολύ σοβαρή και διακριτική, το κεφάλι γυρτό, ωσάν να περιεργαζόταν έναν ψεύτικο χάρτη θησαυρού. Εγώ ένιωθα ανόητη. Θυμάμαι πως σκέφτηκα: ίσως το σπίτι ανάμεσα στα τριαντάφυλλα να βρίσκεται έξω απ’ το κάδρο, όπου κανένας δεν το σκέφτεται, εκεί όπου συννεφιάζει η ματιά σου. Ίσως να έχουμε χάσει τον χρόνο αναζητώντας το ζώο, ποτέ τη σκιά του˙ την αναλαμπή του ήλιου πάνω στην πηγή, όχι τη δίψα. Συνέχισα να σκέφτομαι λιγάκι, σαν τυφλή, ενώ οι ιάπωνες χαμογελούσαν. Γιατί ίσως το σπίτι να ήταν μοναχά τα τριαντάφυλλα κι εκείνος ο ουρανός ο τυρκουάζ, συμπυκνωμένη χαρά κι εύκολη φωτιά. Σήμερα πιστεύω πως το σπίτι ανάμεσα στα τριαντάφυλλα πάντα ήμασταν εμείς. Στην αναζήτησή του.

- 168 -


Τα Σύννεφα Αυτό που έχει αλλάξει περισσότερο; Λοιπόν τα σύννεφα. Θα είναι μια ανοησία, αλλά δεν είναι τα ίδια -πια ξέρω: ποτέ δεν είναι ίδια. Αλλά εδώ λιγότερο-. Είναι σύννεφα για να έχουμε ημικρανία. Και για να μην υπάρχουμε μόνο. Όταν εγώ ήμουν μικρή, ωστόσο, τα σύννεφα στη Μαδρίτη υπήρχαν χωρίς να υπάρχουν, όπως σε μια σκηνή από παπιέ μασέ. Ήταν ένα παραπάνω δέντρο στο Ελ Ρετίρο μια οποιαδήποτε Κυριακή, ψίχουλα από ψωμί και ψάρια. Ήταν σύννεφα. Και τέλος. Δεν υπάρχουν στις αναμνήσεις μου, αλλά υπήρχαν εκεί, με απλή μορφή, σαν ένα ξέσπασμα ή το γέλιο, τις εκρήξεις του γέλιου της αδερφής μου. Μήπως δεν κράτησες κάποια φορά ένα μυστικό, έναν θαμμένο θησαυρό, τόσο βαθύ που σχεδόν σου διαφεύγει; Έτσι ήταν τα σύννεφα πάνω από το σπίτι μου. Γιατί στο σπίτι βρίσκεσαι όταν η φωτιά είναι υποτακτική και ξέρει κανείς πως ο ουρανός, με όλο αυτό που χωράει σε εφτά γράμματα, θα συνεχίσει να είναι ουρανός αν και σε αφήνουν κουτσό, σου ξεριζώνουνε τα χρώματα απ’ το στόμα. Δεν είναι τα ίδια σύννεφα, πια σου λέω. Δεν είναι σύννεφα στο βάθος. Ζυγίζουν πολύ, ζυγίζουν στο κεφάλι˙ είναι από σίδερο. Άλλωστε, δεν είναι σύννεφα. Είναι το σύννεφο. Όπως η ταπετσαρία σε κάποια ξενοδοχεία. Σύννεφο που επαναλαμβάνεται, για να μας τρελάνει.

- 169 -


Palais de Beaux Arts Θα περάσω στο μουσείο το πρωί, μέσα στις άδειες του αίθουσες, παρθένες με κοίλα μάτια, αρχαία κεραμική, λευκότης σιωπηλή. Νεκρός χρόνος. Τι δύσκολο να πεις «Ροντέν», ή να γράψεις «Φλάντες», να συμβουλευτείς τους χάρτες για τους περιηγητές πού βρίσκεται το ασανσέρ που στη θάλασσα ανεβάζει, νεκροταφείο του Sète, σώμα που έχει γίνει ήλιος. Για λεπτά γίνομαι η πρώτη βάκχα που δοκίμασε αυτό το κρασί, κι αυτά τα δάση. Θα περάσω τη ζωή μου, όπως εκείνο το πρωί του φλεβάρη στη Μαδρίτη, αναζητώντας στο μουσείο το ισχίο σου και τα χέρια σου, την ξένη κόμη σου, ένα χάδι, ίσως ένα χυδαίο φιλί κρυφά από το φύλακα. Σήμερα έχει λιακάδα στη Λίλ. Πάνε παραπάνω από δέκα μέρες που δεν είχε ήλιο στη Λιλ, κι είναι ένα θαύμα. Αυτός ο ήλιος ο φθινοπωρινός, οι κόκκινες τζαμαρίες απέναντι σ’ αυτό το τεράστιο φως, το νεαρό, χαρτόνι του Γκόγια, ανοιχτός ουρανός. Θα περάσω στο μουσείο το πρωινό, αναζητώντας έναν ήλιο από πηλό, μια φωνή από ακουαρέλα. Τι δύσκολο να ζωγραφίσεις, να κοιτάξεις το έξω φως σαν να ήταν ακόμα μ’ εμάς πανομοιότυπο. Να σκεφτείς «αγάπη». Να πεις «γαλάζιο άλογο». Να μη νιώσεις πώς το μάρμαρο γίνεται σκοτεινό στο στήθος. (Ποιήματα από τo βιβλίο Επιτείνοντας την Άνοιξη, Εκδ. Hiperión, Madrid, 2011)

- 170 -


Χεσούς Χιμένεθ Ντομίνγκεθ (Jesús Jiménez Domínguez, Σαραγόσα, 1970) Είναι συγγραφέας τριών βιβλίων ποίησης και έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο του. Έχει λάβει μέρος σε σημαντικές ανθολογίες πεζού και ποιητκού λόγου. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα πορτογαλικά. Ανατρέξτε στο blog του.

- 171 -


Τα Πάντα Ρει (Ηράκλειτος Ο Εφέσιος) Ο Ηράκλειτος no 1 βγαίνει απ’ το σπίτι και στο δρόμο ενώνεται με τον Ηράκλειτο no 2 ο οποίος, ακριβής όπως η μέρα, κατεβαίνει προς το ποτάμι με την πρόθεση ένα μπάνιο να κάνει. Κάνει ζέστη και το σώμα ζητά απ’ το καλοκαίρι μια ανακωχή ενώ, απόμακρη, η ψυχή μάχεται έναν πρόωρο χειμώνα. Και ιδού, όταν φτάνουν, βρίσκεται ήδη ο Ηράκλειτος no 3 να κολυμπά ανάμεσα στα δροσερά καλάμια και την πράσινη αύρα. Δείτε τον Ηράκλειτο nº 4 να διαχωρίζει το νερό απ’ το νερό (το υδρογόνο απ’ τη μια μεριά, το οξυγόνο απ’ την άλλη), το ποτάμι να κλείνει χωρίς ουλή πίσω από τον Ηράκλειτο no 5. Νιώστε μια αστραπή από ψάρια γύρω από τον Ηράκλειτο nº 6, τον ηλεκτρισμό της στιγμής, τη διαφάνεια της εσπέρας. Αλλά σκοτεινιάζει κι είναι ώρα να δειπνήσουν πριν να τους διαλύσει η νύχτα. Ο Ηράκλειτος no 7 στην ακτή τους συγκαλεί, ανάμεσα στις όξινες σκιές, και όλοι οι Ηράκλειτοι της μέρας συγκεντρώνονται διαδοχικοί κι αλλιώτικοι: ο ανεξιχνίαστος και ο μοναχικός. Ο συκοφάντης κι ο αφηρημένος. Πάνω στο χορτάρι που ψιθυρίζει, μακριά απ’ τον κόσμο, τους ακούμε να μοιράζονται το μέλι και τη στιγμή, τη δίψα και τις λέξεις: Δεν μπορεί να κάνει μπάνιο ένας δύο φορές στο... Και είναι σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας όταν, ξαφνικά, η βροντή που συνηθίζει να προσυπογράφει τα μεγάλα επεισόδια προπορεύεται ίσα-ίσα για να πνίξει το τέλος της αποκάλυψης, αρνώντας μας έτσι τις δάφνες όλες της γνώσης. Και δεν εξυπηρετεί σε τίποτα να γυρίσουμε πίσω αυτό το ποτάμι σαν μια παλιά βιντεοταινία. Μόλις φτάσουμε στο καρέ του κρότου, πια δεν μένει κανένας: οι ακτές είναι ερημωμένες, η κοίτη ξηρή, η νύχτα κενή.

- 172 -


Η Μυστική Ζωή των Πετρών Από έξω η πέτρα είναι ένα αίνιγμα: κανείς δεν ξέρει πώς να το επιλύσει Charles Simic Ζούνε ακίνητες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου γιατί είναι η στρατηγική τους να περνάνε απαρατήρητες. Τη μέρα μοιάζουν να ονειρεύονται στο χείλος της αβύσσου κι ούτε η φωτιά ούτε η βροχή μπορούνε να τις καταλάβουν. Αλλά τη νύχτα, αν έστηνες αυτί πάνω σ’ αυτές, θα άκουγες εκεί μέσα γιορτές κρυφές, άτομα να βγάζουν για χορό άλλα άτομα, πυροτεχνήματα στους εξημερωμένους ουρανούς τους. Μόλις τους δώσουμε την ευκαιρία ή τους γυρίσουμε την πλάτη, τη γη αποχαιρετούν για να ανήκουν στον αέρα. Άφησε να κυλήσουν κατηφορικά καταδιώκοντας τον ήλιο, να τις εκκολάψουν οι άγγελοι των κοιμητηρίων. Μερικές φορές, δυο πέτρες συναντώνται στο δρόμο και τρίβονται χαιρετώντας η μία την άλλη με αστραπές μυστικές: αυτό αποδεικνύει πως είναι μακρινοί των συννέφων συγγενείς. Σε μερικές αρέσει να διαπερνούν τη ζελατίνη της σιωπής που καλύπτει τα πράγματα και κάνει κρότο στα τζάμια, να σκοντάφτουν δυο φορές πάνω στον ίδιο άνθρωπο, να ταξιδεύουν χωρίς ασφάλεια οδήγησης στη χώρα των πληγών. Άλλες προτιμάνε το βυθό των ποταμών,να νιώθουν πάνω τους να περνάει το νερό όπως οι ευχαριστίες ενός φιλμ μεγάλου μήκους. Άμα το ρεύμα ήταν ιατροδικαστικό και μπορούσε να τις ανοίζει θα ήξερε επομένως από τι πέθανε το βουνό. Οι πέτρες του δρόμου ποτέ δεν απαντάνε: καμωμένες από σιωπή, όταν τις ονομάζουμε, τις πετάμε στην ίδια μας την κεραμοσκεπή.

- 173 -


Η Γέφυρα στην Ομίχλη Σταματώ στα μισά της διαδρομής κι ακούω. Σε ένα άκρο εκείνος που ήμουν μου φωνάζει: Περίμενέ με! Στο άλλο, αυτός που θα είμαι μου ψιθυρίζει: Ακολούθησέ με. Και η γέφυρα, αιώνια, δεν αντέχει το βάρος των τριών. (Ποιήματα από το βιβλίο Συχνότητες, Εκδ. Visor, Madrid, 2012)

- 174 -


ΕΠΙΜΕΤΡΟ Του Μάριο Ντομίνγκες Πάρρα Στην καθηγήτρια, δοκιμιογράφο και μεταφράστρια Ισαμπέλ Γκαρθία Γκάλβεθ (1963-2012), μεγάλη εκπρόσωπο του ελληνικού πολιτισμού στην Ισπανία. Πέρυσι άρχισε η δική μου επαφή με την ποιήτρια και μεταφράστρια Άτη Σολέρτη. Ο λόγος για τον οποίο της έγραψα ένα μήνυμα (στις 14 Σεπτεμβρίου του 2011, αφού βρήκα το σύνδεσμο για το μπλογκ της στο μπλογκ του ποιητή και παλιού φίλου μου Ν.Γ. Λυκομήτρου) ήταν για να ζητήσω την άδειά της να μεταφράσω μερικά ποιήματά της (από τις δυο ποιητικές συλλογές της). Εδώ και τέσσερα χρόνια δημοσιεύω μεταφράσεις από τα ελληνικά, τα αγγλικά και τα πορτογαλικά σε ένα λογοτεχνικό ένθετο στην Τενερίφη που λέγεται El perseguidor (από τον τίτλο του διηγήματος του Χούλιο Κορτάσαρ). Αυτό το ένθετο εκδίδουν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Εντουάρντο Γκαρσία Ρόχας και ο ποιητής και δοκιμιογράφος Κοριολάνο Γκονσάλες Μοντανιές στην εφημερίδα Diario de Avisos, από την Santa Cruz de Tenerife (δημοσιεύεται κάθε Κυριακή). Θα ήθελα να γίνει γνωστό για το ισπανικό κοινό το ποιητικό έργο από αυτούς τους Έλληνες ποιητές / Ελληνίδες ποιήτριες πριν το δεύτερο βήμα, που θα είναι, με το καλό, η δική μου δίγλωσση Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής και Κυπριακής Ποίησης. Άλλα αυτή η επαφή με την Άτη Σολέρτη δε σταμάτησε στη δημοσίευση των ποιημάτων της. Υπήρξε επίσης μια ανταλλαγή. Είχε την ιδέα να δημοσιεύσει μια ανθολογία ισπανόφωνης ποίησης στα ελληνικά, που η ίδια θα μετέφραζε. Ο ρόλος μου σε αυτό το απολύτως δικό της πρότζεκτ ήταν απλά να της προσφέρω ονόματα ποιητών/ποιητριών που, κατά την γνώμη μου, αξίζουν ποιήματά τους να μεταφραστούν στα ελληνικά, και να βοηθήσω λίγο στην διόρθωση των μεταφράσεων (δεν είχα και πάρα πολλή δουλειά, αφού οι μεταφράσεις της ήταν εξαιρετικές από την αρχή). Άρα, σκέφτηκα στην αρχή να της στείλω ποιήματα από ποιητές και ποιήτριες κυρίως από τα Κανάρια Νησιά, όπου μένω, επειδή για τους περισσότερους είναι δύσκολο να βγουν εκδοτικά από την ωκεάνια φυλακή που τους περικυκλώνει. Έτσι, στο πρώτο μέρος, εννιά από τους δέκα είναι από τα νησιά. Παρ’ όλα αυτά, ο Νέστορας Πουλάκος, εκδότης του περιοδικού Vakxikon.gr, και η Άτη Σολέρτη είχανε μια καλή ιδέα. Να προσφέρουν στο ελληνικό κοινό, πέραν τούτου, το έργο από ποιητές και ποιήτριες και από άλλα μέρη της Ισπανίας και από τη Λατινική Αμερική. Το δεύτερο μέρος (Ιούνιος 2012) ήδη πρόσφερε ποιήματα από συγγραφείς που

- 175 -


προέρχονται από την Ισπανία. Το τρίτο (Σεπτέμβριος 2012) και το τέταρτο (Δεκέμβριος 2012) προσφέρανε μεταφράσεις και από ποιητές/ποιήτριες που κατάγονται από την Αργεντινή, το Μεξικό, την Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα. Κάποιοι αναγνώστες, όταν θέλουν να διαβάσουν μια ποιητική ανθολογία, πολλές φορές, κατά την γνώμη μου, ελπίζουν να ανακαλύψουν ποιήματα από διάσημους ποιητές, που θεωρούνται ως οι καλύτεροι. Αλλά δεν είναι πάντα έτσι, προσωπικά το πιστεύω αυτό. Ήθελα από την αρχή να δώσω (όταν έστειλα ονόματα στην Άτη Σολέρτη), μια ευκαιρία σε κάποιους ποιητές που δεν είναι τόσο ή καθόλου διάσημοι, ούτως ώστε να γίνει γνωστή η ποίησή τους στα ελληνικά. Η ποιητική ιδιοφυΐα βρίσκεται ακόμα και στα ανέκδοτα ποιήματα. Πάντα, σε σχέση με αυτή την μεταφραστική διαδικασία, σκέφτομαι ένα απόσπασμα του σπουδαίου ποιήματος του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη «Στα 200 Π.Χ.»: Εμείς˙ οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας, ... Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. ...εμείς˙ ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας. Υπάρχουν τρεις στίχοι που δεν είναι μέσα στην παράθεση και αυτοί οι δυο τελευταίοι στίχοι πάνε πριν τα υπόλοιπα. Αλλά τους έβαλα στο τέλος επειδή έτσι βγαίνουν στην αρχή της ταινίας Καβάφης (1996), σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή, γραμμένο από τους Δημήτρη Καταλειφό (που παίζει τον ρόλο του ποιητή), Δημήτρη Νόλλα, Στέλιο Ρογκάκο και Γ. Σμαραγδή. Ο υπέροχος ηθοποιός Λάζαρος Γεωργακόπουλος παίζει τον ρόλο του βιογράφου του ποιητή, που στην πρώτη σκηνή της ταινίας διαβάζει στο Λονδίνο το 1950 (δεκαεφτά χρόνια μετά τον θάνατο του Καβάφη), μπροστά σε ένα, φαντάζομαι, πανεπιστημιακό κοινό, αυτό το απόσπασμα του ποιήματος του Καβάφη, με αυτούς τους δυο στίχους στο τέλος (τους οποίους απαγγέλλει κοιτώντας όχι το κοινό, όπως έκανε με τους προηγούμενους στίχους, άλλα την φορητή κάμερα, εμάς δηλαδή, τους θεατές). Για εμένα είναι η καλύτερη έναρξη ταινίας που έχω δει ποτέ, με τη συνοδεία της μουσικής του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Αλλά αυτή η αρχή, με το κομμάτι του ποιήματος όπως το ανέφερα πριν, αποτελεί επιπλέον για εμένα ένα σύμβολο. Ο Καβάφης χαρίζει φωνή σε κάποιους ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής (τα μεγάλα βιβλία Ιστορίας δεν περιέχουν τα ονόματά τους) που διένειμαν μια

- 176 -


γλώσσα, την ελληνική. Και ήταν πολύ περήφανοι που η γλώσσα τους (όχι η δύναμη μιας αυτοκρατορίας, όχι ένας τεράστιος στρατός) είχε φτάσει τόσο μακριά, «ως τους Ινδούς». Ας θυμηθούμε εξάλλου τα ίχνη της ελληνικής τέχνης στην Ινδία, όπως ανέφερε ο Γάλλος συγγραφέας Αντρέ Μαλρώ. Η μεταφράστρια Εύα Αλάντρο Βίκο, στο προκαταρκτικό δοκίμιο που δημοσίευσε μαζί με την δική της μετάφραση του βιβλίου του Γάλλου συγγραφέα Ο πειρασμός της Δύσης, έγραψε το εξής: «Στο τέλος της ζωής του, ο Μαλρώ είχε στα χέρια του ένα ελληνο-βουδιστικό αγαλματάκι που ο ίδιος ονόμαζε «Το πνεύμα των λουλουδιών» . Η γλώσσα/σκέψη του Έλληνα καλλιτέχνη, του βουδιστή καλλιτέχνη, απάνω στην πέτρα.» Και τώρα εσείς, Έλληνες αναγνώστες, μπορείτε να διαβάσετε στα ελληνικά μια ανθολογία που περιέχει γνωστούς και άγνωστους ποιητές στις χώρες τους (όπως είναι άγνωστοι για τους αναγνώστες οι Έλληνες διαφορετικής καταγωγής του ποιήματος του Καβάφη), για τους οποίους ενδιαφέρομαι πολύ, για αυτούς δηλαδή που έχουνε γράψει ένα υπέροχο ποίημα ή ένα καταπληκτικό βιβλίο που σχεδόν κανείς δεν έχει διαβάσει. Όλη αυτή η απομάκρυνση από το θέμα της ανθολογίας τούτης έχει λόγο να υπάρξει σε αυτόν τον πρόλογο επειδή σκέφτηκα τους καλύτερους ποιητές και τις καλύτερες ποιήτριες για αυτή την ανθολογία (βεβαίως, μόνο η Άτη Σολέρτη είχε την δύναμη της τελικής απόφασης), ακόμα και αν δεν είναι καθόλου διάσημοι στις χώρες τους. Είναι μεγάλη ευθύνη το να προσφέρεις ονόματα.Είχα, κατά κάποιο τρόπο, τη δύναμη να αφήσω στην άκρη το έργο ποιητών/ποιητριών για προσωπικούς λόγους, όπως γίνεται πολλές φορές: ο υπεύθυνος άνθρωπος μιας ανθολογίας ποίησης έχει τη δυνατότητα να δημοσιεύσει το έργο από συγγραφείς που είτε έχουνε μια πολύ καλή προσωπική σχέση μαζί του, είτε συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία λόγω της ποιητικής ομοιότητας του ανθολογούμενου με τον ανθολόγο. Σε αυτή την περίπτωση, κάποιοι από τους συγγραφείς που πρότεινα για να μεταφραστούν ποιήματά τους είναι καλοί φίλοι, κάποιους δεν τους ξέρω προσωπικά (έχω επαφή μαζί τους μόνο μέσω διαδικτύου) και σε κάποιους δεν θα ζητούσα ούτε μια σταγόνα νερό ακόμα και αν πέθαινα από την δίψα εκείνη την στιγμή. Άλλα το μόνο σημαντικό σε μια ανθολογία είναι η προβολή των ωραιότερων ποιημάτων κατά την γνώμη του ανθολόγου. Δεν είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια αυτά που λέω, επειδή συμβαίνει και το αντίθετο. Η Άτη Σολέρτη έχει μεταφράσει τα ποιήματα που θεώρησε τα καλύτερα για την ανθολογία της, ανεξάρτητα από τις προσωπικές της προτιμήσεις και χωρίς να επηρρεαστεί θετικά από την διασημότητα κάποιων. Αυτό λέγεται αμεροληψία.

Σύνδεσμος, σελίδες 68-69. Η χρήση των τόνων στο ισπανικό κείμενο δεν είναι σωστή, όμως οι πληροφορίες μου φαίνονται αξιόπιστες. - 177 -



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .9 Μπρούνο Μέσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .10 Φρανσίσκο Λεόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .14 Ραφαέλ–Χοσέ Ντίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .20 Κοριολάνο Γκονσάλες Μοντανιές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .24 Τζόρντι Ντόθε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .31 Μιγκέλ Άνχελ Γκαλίντο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .36 Μάριο Μαντούκα Γκόμες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .41 Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .45 Μαρία Xοσέ Αλεμάν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .50 Ιβάν Καμπρέρα Καρτάγια. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .53 Ραμίρο Ροσόν Μέσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .57 Κάρλος Χαβιέρ Μοράλες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .61 Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .65 Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .69 Χουλιέτα Βαλέρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .73 Γιάισα Μαρτίνες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .77 Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .81 Χουάν Μανουέλ Μαθίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .86 Ντέμπορα Αντόν Σοριάνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .92 Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .96 Χαβιέρ Μέριντα Ροντρίγκες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .99 Σέρχιο Μπαρρέτο Ερνάντες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .103 Νατάλια Λιτβίνοβα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .111 Εζεκιέλ Ζάιντενβεργκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .115 Μιγκέλ Άνχελ Αλόνσο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .119 Ζανέτ Λοσάνο Κλαριόντ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .125 Ρεμπέκα Άλβαρεθ Κασάλ ντελ Ρέι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .129


Όλγα Μπερνάντ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .134 Φλάβια Κόμπανυ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .139 Ρομπέρτο Α. Καμπρέρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .142 Μάιτε Ντόνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .145 Λάουρα Κασιέγες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .151 Ανχέλικα Λιντέλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .155 Μάικι Μαρτίν Φρανσίσκο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .159 Πάουλα Άινέντερ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .163 Μάρτα Ασουνθιόν Αλόνσο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .167 Χεσούς Χιμένεθ Ντομίνγκεθ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .171 Επίμετρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .175




H ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (Ε-ΒΟΟΚ) ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΠΑΝΟ ΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ VAKXIKON.gr





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.