ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: bookstore@vakxikon.gr
e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος: Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα
Συγγραφέας: Μαρίνα Λυκούδη
Επιμέλεια - Διορθώσεις: Χρυσάνθη Ιακώβου
Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© 2023 Εκδόσεις Βακχικόν & Μαρίνα Λυκούδη
© Φωτογραφίας Εξωφύλλου: Βασίλης Σημαντηράκης
ISBN: 978-618-5733-55-1
Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία
Αριθμός Σειράς: 317/150
Πρώτη Έκδοση: Μάιος 2023
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ
Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group
Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: info@vakxikon.gr
web site: www.vakxikongroup.com
Ας ξεκινήσουμε με έναν θρύλο…
Ένας νεαρός κυνηγούσε στα βουνά αμέριμνος, όταν πάνω από
το κεφάλι του μια σκιά τού έκρυψε τον ήλιο. Σήκωσε τα μάτια
του και κοίταξε. Ένας τεράστιος αετός φτεροζυγιζόταν στις κορ-
φές των γκρεμών κρατώντας στο ράμφος του ένα πεθαμένο φίδι.
Σε λίγο ο αετός πέταξε
δηλητήριό
του. Ο νεαρός αμέσως τέντωσε το τόξο του και με το βέλος του σκότωσε το φίδι. Ύστερα πήρε το παιδί μαζί του και κατευθύνθη-
κε προς το σπίτι του. Αίφνης αισθάνθηκε από πάνω του τη βαριά
σκιά των φτερών του αετού να του κρύβουν πάλι τον ήλιο.
«Γιατί άρπαξες το παιδί μου;» φώναξε ο αετός.
«Το παιδί είναι δικό μου, γιατί το έσωσα από το φίδι που εσύ δεν σκότωσες» απάντησε ο νέος.
«Δώσε μου πίσω το παιδί μου και θα σου δώσω για ανταμοιβή την αετίσια
σκότωνε πολλά άγρια θηρία του δάσους και με το σπαθί του φό-
νευε πολλούς εχθρούς της γης του. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών
των άθλων, ο αετός τον παρακολουθούσε πιστά από πάνω και
τον καθοδηγούσε.
Εντυπωσιασμένοι από τα γενναία του κατορθώματα, οι κά-
τοικοι της χώρας τον εξέλεξαν βασιλιά τους και τον ονόμασαν
Shqipetar, δηλαδή Γιο του Αετού, και το βασίλειό του έγινε γνω-
στό ως Shqiperia ή Γη των Αετών.
Με αυτόν τον θρύλο δόθηκε εξήγηση στο όνομα της γειτονικής χώρας ως Σκιπερία (Shqiperia), όπως αποκαλείται
εντός των συνόρων της, γιατί διεθνώς είναι γνωστή ως Αλβανία, ονομασία που ανάγεται στον 11ο αιώνα και αναφέρεται από βυζαντινούς συγγραφείς. Τα ονόματα Αλβανοί και Αλβανία αναφέρονται από την Άννα Κομνηνή (1083-1141), κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, στο έργο της Αλεξιάδα, γι’ αυτούς που ζούσαν πέρα από το Δυρράχιο και οι ίδιοι αποκαλούνταν Αλβανοί. Ωστόσο υπήρχε πόλη στην αρχαία ρωμαϊκή Μακεδονία, πλησίον του σημερινού χωριού Κρούγια, με το όνομα Αλβανόπολις, όπως αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος μ.Χ. αιώνας) στο έργο του Γεωγραφικά.
Ο Αετός, ωστόσο, ξαναγύρισε στη Σκιπερία, αλλά με άλλη
μορφή και άλλο συμβολισμό. Ο δικέφαλος αετός που κοσμεί
το κέντρο της σημαίας της χώρας προέρχεται από τον θυρεό
του εθνικού της ήρωα Γεώργιου Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη
(Σκεντέρ=Αλέξανδρος) και είναι παρόμοια με την πολεμική
σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: κόκκινη με μαύρο δι-
κέφαλο αετό. Αυτήν τη σημαία ύψωσε στο κάστρο του στην
Κρούγια ο Γεώργιος Καστριώτης όταν αγωνιζόταν κατά του
Σουλτάνου μετά
δικέφαλη απεικόνιση που κοσμεί τη σημαία της. Η σημερινή
της μορφή υιοθετήθηκε στις 7 Απριλίου 1992.
Σε αυτήν τη Γη των Αετών, τη Σκιπερία, που εμείς αποκαλούμε Αλβανία, βρέθηκα για πρώτη φορά το Πάσχα του 1978, όπου υπηρετούσε ο σύζυγός μου, Βασίλης Σημαντηράκης, ως Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας στα Τίρανα. Ήταν το πρώτο του πόστο στο εξωτερικό. Πήγαινα με συγκρατημένη διάθεση, αλλά με αρκετή περιέργεια να γνωρίσω τη χώρα που κρατούσε ερμητικά κλειστά τα σύνορά της στον έξω κόσμο, τη γειτονική χώρα στην οποία αναφερόμαστε συχνά λόγω της ιστορικής μας διαδρομής από αρχαιοτάτων χρόνων, όταν οι μακρινοί μας πρόγονοι ίδρυαν ακμάζουσες αποικίες στην Ιλλυρία, αλλά και της πρόσφατης
εποποιίας μας μετά το ιστορικό ΟΧΙ. Προετοιμάζοντας αυτό το ταξίδι, προσπαθούσα να δώσω
άλλον αέρα στη διάθεσή μου, να προκαλέσω έναν ενθουσιασμό,
μια αδημονία. Όμως ένιωθα ένα κράτημα μέσα μου απ’ όσα
άκουγα για τη χώρα και το στυγνό καθεστώς της. Η διαμονή
εκεί δεν προοιωνιζόταν ευχάριστη μ’ αυτά τα δεδομένα.
Τα χερσαία σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας ήταν τότε κλειστά
και η πρόσβαση στη γειτονική χώρα γινόταν μέσω Γιουγκο-
σλαβίας. Ξεκινήσαμε από την Αθήνα πρωί πρωί το Σάββατο
του Λαζάρου με το αυτοκίνητο ενός υπαλλήλου της Πρεσβείας
που επέστρεφε στα Τίρανα. Η διαδρομή ήταν τεράστια και
μόνο να το σκεφτεί κανείς και πολύ κουραστική. Η ελληνική
ύπαιθρος, που μόλις είχε αρχίσει να αφυπνίζεται από τα πρώτα
αγγίγματα της άνοιξης, ελάχιστα μου αποσπούσε την προσο-
χή. Είχα ένα ελεγχόμενο άγχος. Τα κοριτσάκια μου, πέντε και έξι χρόνων, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου πότε τραγουδούσαν, πότε τσακώνονταν, πότε κοιμόνταν. Φτάσαμε στο φυλάκιο της Νίκης ύστερα από διαδρομή
650 χιλιομέτρων. Μπήκαμε στη Γιουγκοσλαβία, περάσαμε από
όμορφα καλντερίμια, από καταπράσινους δρόμους με κιόσκια
και σχετικά μικρή κίνηση, γιατί είχε αρχίσει να σουρουπώνει,
και μετά από 60 περίπου χιλιόμετρα βρεθήκαμε στα αλβανικά σύνορα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανασφάλεια που ένιωσα και τον
πανικό που με κυρίεψε όταν συνειδητοποίησα πως ήμασταν
ολομόναχοι μέσα στη μαύρη νύχτα μπροστά στο αλβανικό φυλάκιο Κεφαθάνες. Σκοτάδι και συρματοπλέγματα. Κάθε τόσο
ένας προβολέας σάρωνε την περιοχή σαν κακότροπο τέρας.
Περιμέναμε. Ύστερα από αρκετή αναμονή εμφανίστηκε ένας στρατιώτης, χαιρέτησε με τη γροθιά σφιγμένη στον κρόταφο και μίλησε στα αλβανικά με τον οδηγό μας, που γνώριζε
τη γλώσσα. Έφυγε. Περιμέναμε. Κάποια στιγμή εμφανίστη-
κε ένας άλλος και ζήτησε τα διαβατήρια. Έφυγε. Τώρα η αναμονή ήταν μεγαλύτερη. Τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί στο πίσω
κάθισμα. Ο φόβος μου γι’ αυτά με είχε αποσυντονίσει.
Ασφαλώς και δεν είχε περάσει ο αιώνας των φανταστι-
κών μου υπερβολών –πάντα η αδημονία ξεχειλώνει τον χρόνο– όταν διέκρινα μέσα στο σκοτάδι μια σκιά να έρχεται με
το πάσο της κραδαίνοντας τα διαβατήριά μας. Μας άνοιξε την
πύλη εισόδου και περάσαμε μέσα από ένα τείχος από ηλε-
κτροφόρα συρματοπλέγματα στη χώρα της απόλυτης κομμουνιστικής καθαρότητας. Προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα, με το σκοτάδι σύντροφο, πάνω στα άγρια βουνά από ορεινούς δρόμους δαιδαλώδεις, που δεν σου επέτρεπαν να φανταστείς
ότι μπορεί να έφτανες κάπου. Κάθε τόσο ρωτούσα τον λιγομίλητο και στωικό οδηγό μας: «Κοντεύουμε;». Αυτός μου απα-
ντούσε με χιλιόμετρα. Εκατόν είκοσι ακόμα, ογδόντα ακόμα… Σε μια στιγμή βλέπω από μακριά φώτα πολλά. Ζήτω! Φτάσαμε. «Όχι, είναι το Ελμπασάν». Όλα όμως κάποτε τελειώνουν κι επιτέλους φτάσαμε τυραννισμένοι στα Τίρανα.