ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: bookstore@vakxikon.gr
e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος: Το Σπίτι Μόνο
Συγγραφέας: Κοραής Δαμάτης
Επιμέλεια - Διορθώσεις: Βίκυ Πορφυρίδου
Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© 2023 Εκδόσεις Βακχικόν & Κοραής Δαμάτης
© Πίνακα Εξωφύλλου: Μουσείο Μπενάκη / Εργαστήριο Γιάννη Παππά
ISBN: 978-618-5733-58-2
Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία
Αριθμός Σειράς: 315/148
Πρώτη Έκδοση: Μάιος 2023
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ
Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group
Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: info@vakxikon.gr
web site: www.vakxikongroup.com
Σούρουπο πια. Αλλάχ ουάκμπαρ.1
Χωρίς καμπάνες και σήμαντρα, μόνο η φωνή, μόνη της η φωνή του μουεζίνη καλεί τους πιστούς.
Τελευταία προσευχή της μέρας, σαν να είναι η τελευταία του κόσμου.
Τα παπούτσια σε σειρά δίπλα στις κρήνες, πέλματα νωπά, πατούν τα πολύχρωμα χαλιά, τα γονατισμένα σώματα στραμμένα προς τη Μέκκα. Αλλάχ ουάκμπαρ.
Τα περισσότερα μαγαζιά έκλεισαν, άλλα κλείνουν τώρα.
Επιστρέφει το σκοτάδι.
Το σπίτι ακόμη όρθιο. Θαλασσινό αεράκι μπαίνει στις κάμα-
ρες απ’ τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, απ’ τη σπασμένη στέγη, πειράζει τις φοινικιές δίπλα στη σκάλα. Οι ρίζες τους ξέχωσαν
τις πλάκες της αυλής, πετάχτηκαν έξω, ψαχουλεύουν στον αέρα
σαν γέρικα δάχτυλα. Κάποιες έδεσαν τα σκουριασμένα κάγκελα
της αυλόπορτας, να μην ξανανοίξει, τη σφράγισαν καλά καλά.
Μόνο του φυλακίστηκε το σπίτι. Έτσι κι αλλιώς δεν περιμένει
τίποτα. Ό,τι ήταν να ζήσει το έζησε. Δεν είναι σπίτι πλέον. Ούτε
τα πουλιά δεν στέκονται. Χαμοζωή. Η καρδιά του ίσα που ακού-
1. Ο Θεός είναι μεγάλος.
γεται, μισό βήμα και θα σωπάσει. Μακάρι. Να λυτρωθεί. Αυτό
ποθεί η ψυχή του. Γιατί να ζει; Μόνο οι χειμωνιάτικες υγρασίες
απέμειναν, εγκαταστάθηκαν θριαμβευτικά. Ανεπαίσθητες μου-
τζούρες ξεκίνησαν, τώρα θεριά ασυμμάζευτα. Τα προσκέφαλα
των κρεβατιών, γκρίζα περιγράμματα από κάδρα και έπιπλα
παλαιά, αποτυπώματα από βιαστικά δάχτυλα, σκληρά σημάδια
στα πατώματα από πόδια τραπεζιών και στον αέρα αιωρούμενα
ίχνη ανθρώπων που κάποτε υπήρξαν.
Όλοι κι όλα λείπουν. Ξέμεινε μια πολυθρόνα ψάθινη. Κου-
τσή. Ξεχάστηκε πάνω στον διωγμό, πέρασε για άχρηστη απ’ τη
μετέπειτα αρπαγή κι απόμεινε να στέκεται γυρτή στο πλάι. Μια κάποια παρηγορία αυτή η ανισόρροπη πολυθρόνα. Τα φθινοπωρινά απογεύματα, το σπίτι βάζει κάποιον απ’ τους πρώην να κάθεται και να μιλάει για τις γιορτές και τις οικογενειακές χαρές και τις αλλοτινές βεγγέρες, και ευχαριστιέται.
Στην κουζίνα του σπιτιού φύτρωσαν δέντρα. Έπεσαν σπόροι ανάμεσα στα μάρμαρα και στους νεροχύτες. Μαραζώνουν τον
χειμώνα κι ανθίζουν κάθε άνοιξη. Τα παθιασμένα για ζωή πέτα-
ξαν μπόι, όρμησαν έξω απ’ τις τρύπιες στέγες να βρούνε ήλιο. Μπορεί και να προλάβει να γίνει σπίτι-δάσος. Μπορεί και να
μην προλάβει και να πέσει, πέτρες και χώματα να γίνει, σκόνη
της γης όπως τα περισσότερα σώματα που κάποτε φιλοξενούσε.
Νύχτωσε πια. Φυσάει.
Στέκεται μόνο. Μικροί τριγμοί. Ανάβει όλα τα φώτα και περιμένει.
Κ ι άρχισα να τρέχω. Να προλάβω να βγω πριν κατέβουν τα σιδερένια παραπετάσματα. Ο διάδρομος γλιστράει. Προσπαθώ να ισορροπήσω πάνω στο πράσινο υγρό. Χυμένη χολή.
Μαζεύεται γύρω απ’ τα γυμνά μου πέλματα. Τα παραπετάσματα
κατέβηκαν στο μισό.
Αν τελικά υπάρχει ανάγκη να ειπωθούν μερικά πράγματα, θα πρέπει εκτός των άλλων, των συνηθισμένων, να πάρει κανείς την απόφαση να μιλήσει και για κείνα, τα ιδιαίτερα, που συνήθως τα αποφεύγει κάποιος. Όχι γιατί είναι πράγματα
της ντροπής, όσο γιατί ανασύροντάς τα απ’ τη λήθη φαίνονται παράξενα, σχεδόν ανυπόστατα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν απ’ το
πιο παράδοξο, από αυτό που κρίνουμε πως ίσως και να ήταν η
αρχή του κακού.
Δεν ήθελε να γεννηθεί.
Έτσι λένε. Αυτό δεν ανήκει στα απόκρυφα, υπάρχουν
αυτόπτες μάρτυρες – λίγοι ακόμα είναι αλήθεια, αλλά έγκυροι και σοβαροί.
Όταν ήρθε λοιπόν η ώρα, τον έπιασε κακό μεγάλο, αναπόδιασε. Δεν ήθελε να ξεβολευτεί απ’ τα σκοτάδια της μήτρας. Απέστρεψε την κεφαλή και την ψυχή του. Δεν θέλω να δω
τα έξω. Πείσμωσε. Έφαγε μέρες απ’ τον ένατο μήνα, έφαγε κι άλλες μέρες απ’ τη στιγμή που έσπασαν τα νερά. Αντιστε-
κόταν με νύχια και με δόντια στις απαιτητικές συσπάσεις της
μήτρας. Μέλλουσα μητέρα και νοσοκόμες περίμεναν υπομονετικά. Πέρασαν δύο δύσκολες νύχτες, ξημέρωσε και η τρίτη
μέρα, έφτασε και το μεσημέρι και μαζί κατέφτασαν επειγόντως
και οι γιατροί, αποφασισμένοι να τελειώνουν με ανυπάκουες συμπεριφορές και παράλογες αντιρρήσεις. Έχωσαν άτσαλα τα
χέρια τους στην κρυψώνα του κι άρχισαν να ψαχουλεύουν.
Τον βρήκαν γαντζωμένο στο βάθος, πίσω από στεγνές σάρκες, να τους κρυφοκοιτάζει προκλητικά με ύφος πρόωρης και, όπως αποδείχτηκε, αδικαιολόγητης νίκης. Οι γιατροί εξοργίστηκαν με την καταφανή περιφρόνηση στο δώρο της ζωής και πέρασαν αμέσως στη δεύτερη φάση. Προέκτειναν τα χέρια τους με μακριά σιδερένια έμβολα και ξαναμπήκαν στα άδυτα περιμένοντας μια στιγμή απροσεξίας του, όπως, ας πούμε, να ξεχαστεί πάνω σ’ ένα όνειρο. Αναντίρρητα η καταλληλότερη στιγμή· όλοι το λένε. Την ώρα που ονειρεύεται κανείς γίνεται
εύκολος στόχος. Θα τον τσάκωναν λοιπόν τη στιγμή του ονείρου και θα τον έσερναν έξω στο φως. Ήθελε δεν ήθελε, αυτοί ήταν αποφασισμένοι· έπρεπε να κυριαρχήσει η λογική. Τρό-
μαξε απ’ την κρύα επαφή, τον έπνιξε και η οξύτατη μυρω-
διά του μετάλλου, έκανε κάτι σπασμωδικές προσπάθειες, στο
τέλος παραδόθηκε. Είχαν δίκιο οι γιατροί. Απ’ τα σιδερένια
χέρια δεν ξεφεύγει κανείς. Τον τράβηξαν γρήγορα κι άρχισαν
τα απαραίτητα να μην τους πεθάνει. Απ’ τον περιττό χρόνο που
παρέμεινε φωλιασμένος και απ’ όλο αυτό το μαύρο πάλεμα να
μη γεννηθεί, είχε πάρει ένα γκριζοπράσινο χρώμα με λίγο κόκ-
κινο εδώ και κει. Σε έναν απρόσεκτο αυτόπτη θα φαινόταν σαν
ένα κομμάτι χαλασμένο κρέας, ίσως να τον μπέρδευε λίγο το
φρέσκο αίμα στις ρωγμές του δέρματος.
Πάνω που πήραν ανάσα οι γιατροί, έρχονται και τους βρίσκουνε καινούρια. Δεν ανέπνεε. Με τέτοιο ανέλπιδο χρώμα, κι